Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ ΜΙΑΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ (+1896-1958)



site analysis








AΠΟ ΤΟ ΒΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ ΠΡΟΕΣΤΩΣΑΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΡΑΒΑΝΙΤΣΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΣΕΡΒΙΑ.


ΟΤΑΝ ΕΦΘΑΣΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ νά αναχωρήσει στον Κύριο, ή Μητέρα μας αρρώστησε σοβαρά με διαβήτη. 'Ολόκληρη σχεδόν τήν ζωή της ύπέφερε άπό κάποιο είδος άρρώστειας: δυσεντερία· ρευματικό πυρετό, πού κατέστρεψε τήν καρδιά της· καί τελικά διαβήτη, άπό τον όποιο καί πέθανε.
Σέ όλες της τίς άρρώστειες δεν θέλησε ποτέ νά πάει σε γιατρό ή νά χρησιμοποιήσει φάρμακα. "Οταν ακούσε, όμως, ότι οί άλλοι τήν σχολιάζουν γιά αύτό, καί μέ την επιμονή των άδελφών ότι δέν πρέπει νά είναι πείσμων σε αύτό τό θέμα, συμφώνησε νά πάρει φάρμακα. Πολλές φορές, όταν οί άδελφές τήν προέτρεπαν νά πάρει φάρμακα γιά τήν καρδιά, απαντούσε μέ τούς λόγους τού Ψαλμωδού:
“ ’Ω, αδελφή, δέν γνωρίζεις ότι ό Θεός είναι τό φρούριο της καρδιάς μας”; Ή αρρώστια της ήταν μακρόχρονη και δύσκολή, άλλά ό θάνατός της εύκολος.





Οταν ή αρρώστια τής Μητέρας άρχισε να επιδεινώνεται, ή Μητέρα Γαβριέλα ενδιαφέρθηκε γιά τό πώς θα μπορούσε νά ελαφρύνει τίς δυσκολίες της, τουλάχιστον λιγάκι. Μέσα σέ όλες τις τά προβλήματα ζητούσε την συμβουλή τής Μητέρας καί φρόντιζε αύστηρά νά μην άλλάζουν οί κανόνες καί ή διαθήκη τής Μητέρας. Ή Μητέρα οικοδομούσε καί ενθάρρυνε τήν ψυχή της καί έλεγε στίς αδελφές: “Αδελφές, πρέπει νά είστε πολύ ευγνώμονες στον Θεό διότι έδωσε τήν συγκατάθεσή Του ώστε μία άπό σάς νά μέ αντικαταστήσει. Νά ακούτε καλά τήν Μητέρα
Γαβριέλα καί νά μήν επιτρέπετε νά βαραίνει ή ψυχή της, διότι, αν τό κάνετε αύτό, δέν θά είναι καλό ούτε γιά έσάς”.
"Ολες κατανοήσαμε τά λόγια τής Μητέρας, διότι όλες
άγαπούσαμε τήν Μητέρα Γαβριέλα μέ μία καρδιά έτσι και άλλιώς, όχι μόνο γιά τήν αίσθηση τού καθήκοντος πού είχε καί τήν εύφυΐα της, άλλά καί γιά τήν δική της έπίσης άξια.



Πολλές φορές ή Μητέρα προσπάθησε νά μάς πει γιά το προαίσθημα τού έπικείμενου θανάτου της, άλλά, άπό τήν μεγάλη της αγάπη γιά εμάς, ήταν ανίκανη νά κάνει τόν εαυτό της νά μιλήσει γιά αύτό, καί άμέσως περνούσε σέ άλλο θέμα. Κατά τήν τελευταία της επίσκεψη στήν Μονή τής Αγ. Παρασκευής, τήν ήμερα τής φθινοπωρινής της πανήγυρης τό 1957, φεύγοντας είπε στίς άδελφές: “Αδελφές, έφθασε ό
καιρός πού θά άποχαιρετήσουμε ή μία τήν άλλη σέ αυτήν τήν ζωή”. Οί άδελφές έμειναν κατάπληκτες καί ρώτησαν:
“Μητέρα, γιατί τό λέτε αυτό”; Αλλά εκείνη προσποιήθηκε ότι δέν άκουσε καί αμέσως άρχισε νά μιλά γιά κάτι άλλο.



Αμέσως μετά τήν επιστροφή της άπό τήν Αγ. Παρασκευή άρρώστησε σοβαρά. Πληγές έμφανίσθηκαν σε όλο της τό σώμα, άλλά ιδιαίτερα στά πόδια της, τά όποια έγιναν μία τεράστια πληγή άπό τά γόνατά της μέχρι τά μικρά δάχτυλα των ποδιών. Υπήρχαν απερίγραπτοι πόνοι, αλλά εκείνη προσποιόταν τήν δυνατή, λές καί υπέφερε κάποιος άλλος καί όχι ή ίδια. Τά δάχτυλα των ποδιών της είχαν γίνει απλά προεξοχές πάνω στό δέρμα της. Δέν υπήρχε καμιά ελπίδα Ανάρρωσης.



Οί Αδελφές κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια γιά νά τήν βοηθήσουν καί νά Ανακουφίσουν τά μαρτύριά της, άλλά χωρίς ωφέλεια. Τό δέρμα ξεφλουδιζόταν σέ στρώματα καί τό αίμα καί τό πύον έρρεαν σχεδόν ακατάσχετα. Έπί έξι μήνες ή Μητέρα μας δέν ξάπλωσε καθόλου σέ κρεβάτι, άλλά περνούσε μέρα καί νύχτα καθισμένη σέ καρέκλα.

Κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δέν θά μπορούσε να ύποφέρει τέτοια μαρτύρια χρειαζόταν ή ιδιαίτερη βοήθεια άπό τόν Κύριο. Τής ζητήσαμε νά προσευχηθεί στόν Θεό να τήν θεραπεύσει, όπως τό είχε κάνει πολλές φορές προηγουμένως. Σέ αύτό εκείνη Απάντησε: “Αδελφές, μπορείτε νά προσεύχεσθε, καί πρέπει. Γιά σάς δέν είναι Απρεπές, άλλά έγώ δέν τολμώ”. Μπορούσαμε ξεκάθαρα να διακρίνουμε ότι τής είχε αποκαλυφθεί ότι σύντομα θα πεθάνει, άλλά εκείνη δέν ήθελε νά μιλήσει γιά αύτό.


Πολλοί έμειναν έκπληκτοι πού ό Κύριος έστειλε στήν Μητέρα Εύφημία τέτοια σοβαρή πάθηση, τήν στιγμή πού εύαρέστησε τόσο πολύ σέ Αύτόν. Πρέπει νά θυμάται κανείς τόν δίκαιο Ιώβ, ό όποιος ήταν εύλαβής καί είχε τόν φόβο τού Θεού. 'Ο Κύριος όμως επέστρεφε στόν εχθρό νά μεταβάλει ολόκληρο τό σώμα του σέ μία πληγή, έτσι ώστε νά κάθεται πάνω σέ έναν σωρό κοπριάς καί νά ξύνει τό πύον άπό τίς πληγές του μέ ένα κεραμίδι. Καί έτσι ό Κύριος επέστρεφε ώστε τά πόδια της, μέ τά όποια είχε περπατήσει τόσα πολλά χρόνια καί τά όποια είχαν μουδιάσει καθώς κήρυττε τόν λόγο του Θεού, καί τά όποια είχαν σταθεί τόσο πολύ στίς Ιερές Ακολουθίες καί στήν προσευχή, τώρα Να καλύπτονται μέ πληγές. Άλλά ή φροντίδα της γιά τήν ψυχή της καί γιά τίς ψυχές των αδελφών της τά ξεπερνούσε όλα αυτά.




Τό κελί της βρισκόταν δίπλα στό παρεκκλήσιο, καί το μόνο πού έπρεπε νά κάνει ήταν νά ανοίγει ένα παραθυράκι, μέσα άπό τό όποιο άκουγε τίς Ιερές Ακολουθίες. Όταν τελείτο ή Θεία Λειτουργία, σηκωνόταν όρθια καί στεκόταν ή γονάτιζε όση ώρα διαρκούσε. Καί όταν έκανε κήρυγμα στις αδελφές, ήταν τόσο ειρηνική καί εμψυχωμένη στό πνεύμα, ώστε εκείνος πού δέν είχε δει τίς πληγές της δέν θά πίστευε ότι τίς έχει.
Σέ κάποια περίσταση, ένώ μιλούσε κάνοντας κάποια ομιλία, είπε τυχαία ότι τέτοιες πληγές δέν θά μπορούσε να τίς άντέξει κανείς στήν φυσιολογική πορεία τής φύσης, έφ’ όσον τά πόδια της θερμαίνονταν σάν άπό τήν θέρμη τής κόλασης, καί τίποτε δέν μπορούσε νά τά δροσίσει· και έπειτα κρύωναν σάν άπό τήν παγωνιά τού Ταρτάρου και τίποτε δέν μπορούσε νά τά θερμάνει. Οταν τελείωσε την ομιλία της, οί έπίδεσμοι των ποδιών της είχαν γεμίσει εντελώς μέ ματωμένο πύον. Άλλά γνωρίζουμε ότι ον άγαπα Κύριος παιδεύει, μασηγοϊ δε πάντα υιόν όν παραδέχεται (Έβρ. 12:6), καί μάς έγινε επομένως ξεκάθαρο ότι ό Κύριος της έστειλε μία τέτοια σοβαρή άσθένεια ώστε νά τής δοθεί μεγαλύτερη δόξα στόν Ούρανό. "Οταν τής προσφέραμε κάποιο φάρμακο, γελώντας έλεγε: “Ω, άδελφή, άδελφή, ό Κύριος είναι τό οχύρωμα γύρω άπό τήν καρδιά μου καί ή μερίδα μου διά παντός”. Καί πράγματι, ατό βαθμό της μεγάλης της πίστης, σίγουρα έπαιρνε ύπερφυσική βοήθεια.



Πλησίαζε ή Νηστεία των Αποστόλων, ή όποια εκείνη τήν χρονιά κράτησε έξι έβδομάδες. 'Η νηστεία ήταν δύσκολη γιά έκείνη, καθώς ήταν μιά άρρωστη γυναίκα.
Όταν οί αδελφές τήν ρωτούσαν: “Μητέρα, τί μπορείτε να φάτε”; Έκείνη απαντούσε: “Μήν τό σκέφτεστε τώρα, θα δούμε αύριο". Δέν ήθελε νά πιει γάλα τόν καιρό της νηστείας, καί έλεγε: “ "Οταν έρθει ή ήμέρα τής γιορτής των Αγ. Αποστόλων”. Αλλά όταν έφθασε ή ήμέρα έκείνη, δέν ήθελε πιά νά φάει τίποτε. Καί έτσι γιά τρεις ακόμη έβδομάδες έζησε άσκητικά, τρώγοντας μόνο μία μικρή κούπα μέ σούπα ή γάλα τήν ήμέρα, ή τίποτε. Μέσα στά βαριά της μαρτύρια άγωνιζόταν κάπως νά πάει στήν εκκλησία, καί ορισμένες φορές νά επισκεφτεί την τράπεζα καί νά κάνει μία ομιλία στίς άδελφές. Τήν




Παραμονή των Χριστουγέννων, πού κατά τό έθιμο στρώνεται άχυρο σέ διάφορα δωμάτια, ή Μητέρα έκανε τήν περιοδεία της μέ τά πόδια τυλιγμένα στούς επιδέσμους, μαζί μέ όλες τίς άδελφές της. Γνώριζε ότι ήταν ή τελευταία φορά καί έπιθυμούσε γιά μία άκόμη φορά νά κάνει τήν περιοδεία της μέ τά πόδια της. Οί πληγές της έτρεχαν, άλλά εκείνη έψαλλε, καί στό τέλος είπε: “ Ας γίνεται έτσι άκόμη καί όταν
δέν θά βρίσκομαι άνάμεσά σας”. Στό μοναστήρι μας ύπήρχε τό έθιμο να συγκεντρωνόμαστε όλες μέ τήν Μητέρα στήν τράπεζα μετά τό μεσημεριανό γεύμα γιά νά ψάλουμε. Καθώς κάναμε το Ίδιο τά Χριστούγεννα, ή Μητέρα ήρθε σέ εμάς καί εμείς, βλέποντας τό μαρτύριό της, άρχίσαμε νά κλαίμε.
Αλλά εκείνη, μέ χαρούμενο πρόσωπο μάς είπε: Σήμερα είναι σήμερα χαράς καί όχι θρήνου. Όποιος κλαίει σήμερα δεν έχει μερίδιο μαζί μου. Γι’ αύτό ελάτε νά ψάλουμε όλες μαζί καί νά δοξολογήσουμε τό νεογέννητο Θείο Παιδί”.




'Η Μητέρα πίστευε άκράδαντα ότι έπειτα από όλα τα μαρτύρια καί τίς δυσκολίες της, θά περνούσε από τον θάνατο στήν ζωή. Δέν έλεγε λοιπόν ποτέ ότι θά πεθάνει, ούτε άνέφερε τήν λέξη “θάνατος”. Παρατηρώντας το αυτό ή Μητέρα Γαβριέλα, ή διάδοχός της, κάποια μέρα (τήν 5η Φεβρουάριου 1958), ζήτησε από τήν Μητέρα Εύφημία να τής πει τίς σκέψεις της όσον αφορά τίς αδελφές πού βρίσκονταν κάτω από διάφορες μετάνοιες, στήν περίπτωση τού θανάτου της, καί έπίσης όσον αφορά εκείνες πού είχαν φύγει από τό μοναστήρι χωρίς τήν άγια της εύλογία. Και εκείνη άπάντησε: “Ελπίζω στόν Κύριο ότι θά έχω χρόνο να ζητήσω τήν συγχώρεση από όλους καί ή ίδια έχω αποφασίσει νά πω στίς αδελφές, άν ξαφνικά μέ βρει ό θάνατος, απαλλάσσονται όλες από τίς μετάνοιες όταν εγώ δεν θά βρίσκομαι πιά μαζί τους. Αλλά όσες έχουν μετάνοιες για κάποιο χρονικό διάστημα πού δέν έχει λήξει άκόμη, θα πρέπει νά περιοριστούν από τήν συνείδησή τους να ολοκληρώσουν τήν μετάνοια μέχρι τό τέλος, εάν το επιτρέπει ή υγεία τους. Αλλά γιά τίς αδελφές πού έχουν εγκαταλείπει τό μοναστήρι μας, δεν υπάρχει άφεση, εκτός καί αν επιστρέφουν καί ζήσουν τήν ζωή τους μέ μετάνοια.

Καί εσείς, μήν τίς περιφρονήσετε, άλλά νά τίς δεχθείτε πίσω στήν μονή μας”.
'Η Μητέρα τής είπε νά μήν άναφέρει τίποτε από τα παραπάνω στίς αδελφές όσο ή ίδια βρισκόταν άκόμη εν ζωή, άλλά μόνον εάν προέκυπτε κάποια άνάγκη μετά τον θάνατό της. 'Η Μητέρα 'Ηγουμένη Ευφημία προετοίμαζε άπό πολύ καιρό όλα όσα ήταν άπαραίτητα γιά νά λάβει το Μεγάλο Σχήμα πρίν τό τέλος τής ζωής της. Πέρασε αρρώστια καί δυσχέρειες. Οί αδελφές έβλεπαν τό τέλος της νά πλησιάζει, καμία όμως δέν τολμούσε νά τής θυμίσει ότι έπρεπε να πάρει τό Μεγάλο Σχήμα. Αποφάσισαν λοιπόν νά τής πει κάποια άδελφή: “Μητέρα, νά καλέσουμε τόν Επίσκοπο να έρθει”;
“ Οχι, μήν τόν καλείτε. Είναι δύσκολο γιά μένα”, απάντησε.
“ Ίσως θα έπρεπε νά λάβετε τό Μεγάλο Σχήμα”;
"Ναί, πολύ καλά· καλέστε τον”, είπε. Μέσα στο μαρτύριό της, τό είχε ξεχάσει.

Στίς 11 Απριλίου τού έτους 1958, ή Μητέρα, βαριά άρρωστη, έλαβε τό Μεγάλο Σχήμα άπό τό χέρι του Επισκόπου μας Χρυστοστόμου. Δέν μπορούσε νά πάει μέχρι τήν εκκλησία· γι’ αύτό οί αδελφές τήν μετέφεραν πάνω σέ φορείο στό παρεκκλήσιο. 'Ο Επίσκοπος, σύμφωνα με τήν επιθυμία της, τήν εξομολόγησε καί τήν κοινώνησε μέ τα πάναγνα Μυστήρια του Σώματος καί του Αίματος του Χριστού. Τής έδωσε τό ποτήριο στό χέρι της καί έτσι εκείνη κοινώνησε μόνη της.

Ήταν σκληρό γιά αυτήν νά μήν μπορεί νά σταθεί καί να συμμετέχει στίς προσευχές καί στίς εκκλησιαστικές άκολουθίες. Προσευχόταν στόν Κύριο νά Ανταλλάξει την αρρώστια της μέ κάποια άλλη, άλλά μόνο τά πόδια της να μπορέσουν νά θεραπευτούν. 'Η προσευχή της εισακούστηκε αμέσως. Μέ τήν μεγάλη της πίστη καί μέ την χρήση των φαρμάκων, τό δέρμα της άρχισε να θεραπεύεται καί τά πόδια της ξανάνιωσαν, έτσι ώστε στό διάστημα επτά ήμερων νά θεραπευτεί πλήρως από τίς πληγές της.
'Η αρρώστια της πέρασε από τά πόδια της στά νεφρά της. Έχασε τήν όρεξή της καί δέν μπορούσε νά φάει και εξασθενούσε όλο καί περισσότερο.
Είχε Αποφασίσει ότι, αφού ή γιορτή των Άγ. Πέτρου και Παύλου έπεφτε εκείνη τήν χρονιά Σάββατο, θα ερχόταν στήν τράπεζα γιά νά κάνει μία ομιλία στίς αδελφές. Επειδή ή κατάστασή της χειροτέρεψε τήν νύχτα, δέν μπόρεσε να έρθει, άλλά ήρθε τήν επόμενη ημέρα, τήν Κυριακή, και καθώς στεκόταν όρθια στήν θέση της, έκανε μία θαυμάσια ομιλία. Μεταξύ άλλων είπε: “Αδελφές, ό Κύριος γνωρίζει πόσο μπορεί νά άντέξει ένας άνθρωπος καί επιτρέπει




Ακριβώς τόσο όσο αρκεί γιά νά μάς δοκιμάσει. Αφού δεν μπορείτε νά σηκώσετε τίς μικρότερες δοκιμασίες, ό Κύριος δέν σάς στέλνει μεγάλες. 'Ο Κύριος μάς υπόσχεται μεγάλη Αμοιβή γιά τήν υπομονή. Μόνον εκείνος πού είναι καταρτισμένος στον νόμο του Θεού μπορεί νά έχει μία καθαρή όδό. 'Ο Κύριος λέει ότι όποιος δεν μισεί πατέρα και μητέρα, αδελφό καί αδελφή ακόμη καί τήν ίδια τον τήν ψυχή, δεν μπορεί νά είναι μαθητής Του. Καί εκείνος πού το εκπλήρωσε αυτό, μπορεί νά μάθει τόν νόμο τού Θεού. Ό Απόστολος λέει: Χαίρετε, αδελφοί’ όταν σάς συμβάν ποικίλοι
γήινοι πειρασμοί. 'Ο Κύριος λέει: Προσεύχεσθε στον Θεό γιά να μην πέσετε σε πειρασμό, δηλαδή, στήν αδύναμη πίστη.

Υπήρχε κάποιος μεγαλύτερος άδελφός στο θεραπευτήριο τής μονής. Παραπονέθηκε στόν 'Άγ. Βαρσανούφιο: «'Ο αδελφός πού προσέχει τούς ασθενείς φροντίζει καλά όλους τούς ασθενείς άλλά όχι εμένα. Ούτε πού μέ κοιτάζει. Δέν ξέρω τί να κάνω· δέν μπορώ να το αντέξω άλλο». Αλλά ό 'Άγ. Βαρσανούφιος του απάντησε: « ’Ω, δύστυχε αδελφέ, θα ήθελες να αξίζεις τόν σεβασμό.
Δέν γνωρίζεις ότι ό Κύριος μπορεί να μαλακώσει άκόμη και τήν καρδιά ενός Τούρκου, γιά να σέ υπηρετεί όπως καί τους άλλους; Αλλά ό Κύριος έχει βρει κάποιο ψεγάδι σέ έσένα, εξ αιτίας του όποιου πρέπει να υπομείνεις τόν πόνο καί όταν ευαρεστήσει στόν Κύριο, θα σέ αγαπήσει όπως καί τους άλλους»”.

Ή Μητέρα μίλησε ακόμη περισσότερο στίς αδελφές της πάνω στό θέμα αυτό, άλλά κατόπιν είπε: “'Ο Κύριος θεράπευσε τά πόδια μου, άλλά που θα πάει ή αρρώστια μου από έδώ, δέν τό γνωρίζω. Αυτό μόνο γνωρίζω, ότι όλο τόν καιρό πού ήμουν άρρωστη, αισθάνθηκα ότι ήμουν κάπως πιό καλή”. Μίλησε πολλή ώρα καί αυτή ήταν ή τελευταία της φορά: έπειτα έκλεισε τά χείλη της γιά πάντα.
Έχοντας λάβει τό Μεγάλο Σχήμα, ή Μητέρα συνέχισε να ζει άνάμεσά μας έπί τέσσερεις ολόκληρους μήνες, διάστημα κατά τό όποιο δοκίμασε μεγάλο πόνο, άλλά στην ψυχή της ήταν ειρηνική καί χαρούμενη. Παραμέρισε όλα τα άλλα πατερικά βιβλία καί διάβαζε μόνο τά Ιερά Ευαγγέλια καί τούς Βίους των Αγίων. Τής είχε γίνει δύσκολο να μιλάει, άλλά δέν άφησε τό διάβασμα.



Εκείνη τήν χρονιά άνακαινιζόταν ή μεγάλη εκκλησία της μονής καί γι’ αυτό οί 'Ιερές Ακολουθίες γίνονταν στο παρεκκλήσιο. Τήν ημέρα τής έορτής τής Αγίας Μεγαλομάρτυρος Εύφημίας, τήν11 Ιη Ιουλίου, ή Μητέρα Εύφημία έλαβε τήν Θεία Κοινωνία. Δέν κοινωνούσε συχνά, επειδή αισθανόταν ότι πρέπει κανείς να προετοιμάζει τον εαυτό του άξια, πράγμα πού δέν μπορούσε να τό κάνει εξ αίτιας τής αρρώστιας της. Τήν ίδια ημέρα λάβαμε ένα πρόσφορο καί μία τελευταία ευλογία από τήν Μητέρα, αλλά επειδή ήδη πέθαινε, τήν υπό βάσταζε ή Μητέρα Γαβριέλα.
Στήν περίσταση αυτή οί αδελφές τής έφεραν τά ράσα μιας νέας δόκιμης πού προετοιμαζόταν γιά να τά ευλογήσει. Και έτσι τέλεσε τό τελευταίο κανονικό της καθήκον.


Στήν αγρυπνία τής εορτής τού Αγ. Προφήτη ’Ηλία, της φέραμε τήν εικόνα πού γιόρταζε γιά να τήν ασπαστεί καί ό ιερέας τήν μύρωσε μέ τό λαδάκι. Τήν επόμενη ημέρα, στην  εορτή τού Αγ. Προφήτη Ηλία, πρίν τό βράδυ, κοινώνησε καί έπειτα παρατήρησε ότι άρχιζαν οί τελευταίες της ώρες. Ήταν άρρωστη άκριβώς ένα χρόνο. 'Η κατάσταση της ύγείας της είχε επιδεινωθεί τήν ήμερα τής εορτής του Άγ. Προφήτη Ηλία τόν προηγούμενο χρόνο καί τελείωσε την επίγεια πορεία της τήν ίδια ήμερα αυτού τού χρόνου. Και έτσι ικανοποιήθηκε ή επιθυμία της, διότι πριν συχνά έλεγε:
“Είθε ό Κύριος να μου δώσει να ζήσω ένα χρόνο ελεύθερη από τά ποιμαντικά μου καθήκοντα, γιά να προετοιμαστώ για τόν θάνατο”. ’Ίσως να τό είχε φανταστεί διαφορετικά, αλλά ό Κύριος τό ξεπλήρωσε κατ’ αυτόν τόν τρόπο.



Εκμεταλλεύτηκε έτσι τήν κατάστασή της γιά χάρη της σωτηρίας της. Με μεγάλη αγάπη γιά τόν Θεό, δέχθηκε με ευχαριστία τά πάντα από τά χέρια Του.
Οί αδελφές συγκεντρώθηκαν γύρω από τό κρεβάτι της καί έκλαψαν απαρηγόρητα όλη τήν νύχτα. Εκείνες πού είχαν τήν υπακοή του διορισμού στήν μονή τής Άγ. Παρασκευής έρχονταν όταν τό επέτρεπαν τά ωράρια των διακονημάτων τους. Όταν συνειδητοποίησε ότι είχε φθάσει τό τέλος της, ή Μητέρα Γαβριέλα τής διάβασε τόν Κανόνα γιά τήν



Αναχώρηση τής Ψυχής. Καθώς ή Μητέρα, μέχρι την τελευταία της αναπνοή, αισθανόταν μεγάλη προσκόλληση πρός εμάς, δέν ήθελε να παραδώσει τό πνεύμα μπροστά σε τόσες πολλές αδελφές. Προσευχήθηκε στόν Θεό καί ή επιθυμία της εκπληρώθηκε. Σέ όλες τίς αδελφές ήρθε ή ίδια σκέψη: ή Μητέρα δέν θα πεθάνει ακόμη. Αποφάσισαν λοιπόν να πάνε να αναπαυτούν γιά λίγο, διότι τήν επόμενη ημέρα έπρεπε να μπορούν να σταθούν σε όλη τήν 'Ιερή Ακολουθία. Δέν είχε περάσει ούτε μισή ώρα όταν έφθασε ή ώρα του θανάτου της.

Τήν 21η Ιουλίου/3π Αυγούστου του 1958, στο εξηκοστό τρίτο έτος τής ζωής της, ή Μητέρα Ευφημία αναπαύτηκε καί παρέδωσε τήν -ψυχή της στά χέρια του Κυρίου ενώπιον δύο αδελφών. Αμέσως μετά συγκεντρώθηκαν όλες οί αδελφές καί μέ πολλά δάκρυα ετοιμάσαμε τήν αγαπητή μας καί Αξέχαστη Μητέρα.

Ψάλαμε τήν Πανυχίδα καί διαβάσαμε τό Ψαλτήρι χωρίς διακοπή. 'Η Μητέρα μας αναπαύτηκε στίς 2.30 π.μ., τήν ώρα κατά τήν όποια συνήθιζε να σηκώνεται γιά τήν πρωινή προσευχή. "Όταν, στίς τέσσερις ή ώρα, φέραμε το προετοιμασμένο σώμα της στήν έκκλησία, ήταν ή ώρα πού συνηθίζαμε να συγκεντρωνόμαστε γιά τόν Όρθρο.
Όταν οί αδελφές τής Μονής τής Αγ. Παρασκευής έμαθαν ότι ή Μητέρα είχε αναπαυθεί, ήρθαν όλες γιά να την ασπαστούν. Πρώτα έφθασαν πέντε αδελφές, οί όποιες κατόπιν επέστρεφαν στά διακονήματά τους στήν μονή και γιά να φροντίσουν τήν λειτουργία του ιδρύματος των παιδιών, ενώ οί υπόλοιπες παρέμειναν γιά Αργότερα. Στην κηδεία έπρεπε να παραστούν όλες.

'Η Μητέρα Γαβριέλα έστειλε Αμέσως ένα τηλεγράφημα σε όλους τούς φίλους μας καί τούς γνωστούς. Τήν Τρίτη ημέρα έγινε ή ταφή. Στήν κηδεία παρευρέθηκαν οί εξής: 'Ο Σεβασμιώτατος Επίσκοπος Μπρανίτσεβο Χρυσόστομος· οί ιερείς εξομολόγοι τής μονής, Τύχων, Μάξιμος και Κασσιανός· ό Πατήρ Μελέτιος από τό Τσουκόγιεβατς μαζί  μέ δύο μοναχές της Μονής Βελούτσα ή Μητέρα Ήγουμένη Άννα από τήν Μονή Βρατσέβσνιτσα μαζί μέ τις αδελφές ή Ήγουμένη Παρασκευή από τήν Μονή Μανάσια μέ τίς αδελφές της επτά ακόμη ιερείς πού υπηρετούσαν στήν μονή καί μεγάλος αριθμός λαϊκών.



Όταν αναπαύτηκε ή Μητέρα, όλες οί φροντίδες γιά τις αδελφές, τήν μονή καί οί ετοιμασίες γιά τήν κηδεία έπεσαν στήν Μητέρα Γαβριέλα. Από σεβασμό γιά τήν Μητέρα, αγνίσθηκε να βάλει τά πάντα μέ σύνεση σε καλή τάξη, να ενθαρρύνει τίς αδελφές, να τακτοποιήσει τά πάντα μέ τον κατάλληλο τρόπο καί να δεχθεί εκείνους πού από σεβασμό ήρθαν στήν κηδεία καί στήν ταφή.

Πριν τήν κηδεία ή Μητέρα Γαβριέλα είπε στις αδελφές: “Αδελφές, τώρα πρέπει να υπομείνουμε τήν μεγάλη μας λύπη καί στέρηση. Πρέπει εμείς να εξυμνήσουμε την Μητέρα μας καί να μήν επιτρέψουμε να εξυμνηθεί από άλλους”. Όλες καταλάβαμε τί ήθελε να πει καί τό βάλαμε στήν καρδιά μας.

 Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΕΥΦΗΜΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ . Ο ΒΙΟΣ ΜΙΑΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ 2015.-ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

AΠΟ ΤΟ ΒΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ ΠΡΟΕΣΤΩΣΑΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΡΑΒΑΝΙΤΣΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΣΕΡΒΙΑ



site analysis

. ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ. (+1896-1958)





Ό Σεβασμιώτατος Επίσκοπος Χρυσόστομος έκανε μία ομιλία μετά τήν κηδεία στήν όποια είπε:



“Τά μαρτύρια τής Μητέρας μας, Μεγαλόσχημης Ηγουμένης Ευφημίας έχουν τώρα τελειώσει. Ό Κύριος τήν κάλεσε κοντά Του, γιά νά βρει ή βασανισμένη καί κουρασμένη ψυχή της τήν ανάπαυση της.


“ Οταν οί άνθρωποι κρίνονται, τό Ιερό Εύαγγέλιο δίνει ένα μόνο κανόνα: Από τούς καρπούς τους, γράφει, θά τους γνωρίσετε. Καί ή Ήγουμένη, Μητέρα Εύφημία, έχει φθάσει ενώπιον του Κυρίου κατάκαρπη.


“Οί αγώνες της πάνω στήν γή ήταν τεράστιοι και δύσκολοι. Ένώ ήταν άκόρη νεαρό κορίτσι, γνωστή τότε μέ τό όνομα Μπόγκινια Μίτσιτς, περπατούσε ακούραστα άπό τό ένα χωριό στό άλλο καί άπό τήν μία σύναξη στήν άλλη, κηρύττοντας τό Ευαγγέλιο του Χριστού. Μία ομήγυρη ανθρώπων συγκεντρωμένοι γύρω της, τήν άκουγαν,
μετανοούσαν καί άρχιζαν νά ζούν κατά Θεόν. Εκατοντάδες ψυχές επέστρεψαν στόν Θεό,ανακουφίστηκαν, ένθαρρύνθηκαν καί ανυψώθηκαν πνευματικά και άκολούθησαν τόν δρόμο τού Χριστού.

Αργότερα άναχώρησε γιά τήν Μονή τής Ντιβλιάνα καί εκεί, μέ τήν καθοδήγηση μιας πασίγνωστης Ρωσίδας μοναχής, τής άσκήτριας εκείνης καί γυναίκας της προσευχής, 'Ηγουμένης Μητέρας Διοδώρας, εγκολπώθηκε τόν μοναχισμό καί έλαβε τήν μοναχική κουρά.
“Μαζί μέ τήν τότε νεαρή Μητέρα Εύφημία, ήρθε στο μοναστήρι κάποια ομάδα άπό άδελφές, μέ τίς όποιες σύντομα σχημάτισε μία νέα άδελφότητα, δεχόμενη την έπιμέλεια τής Μονής Τέμσκα.

“ Οταν ό Επίσκοπος τής Μπάτσκα, μακαριστός Ειρηναίος, θέλησε νά ιδρύσει ένα πρότυπο γυναικείο μοναστήρι, προσκάλεσε τήν Μητέρα Εύφημία στήν Μονή Κόβιλ τής Μπάτσκα, όπου έκείνη καλλιέργησε τίς άφθονες οργανωτικές της ικανότητες τίς όποιες τής είχε δώσει ό Κύριος.

“Απέκτησε μία μονή πού είχε βαρύτατα χρέη. Όφειλε περίπου 400.000 προπολεμικά δηνάρια. 'Η άκούραστη Ηγούμενη Εύφημία κατόρθωσε νά έξοφλήσει τό χρέος σε τέσσερα χρόνια, νά συγκεντρώσει σαράντα άδελφές στον Ίδιο τόπο, νά άνεγείρει δύο νέα κτίρια, νά αγοράσει τέσσερεις καμπάνες γιά τήν μονή, νά διευθύνει έναν αναγκαίο κατάλογο καί νά ύψώσει τό μοναστήρι σέ ύψη πού ποτέ δέν είχε γνωρίσει. Ήταν ένα μοναστήρι πρότυπο— στήν τάξη, στήν καθαριότητα, στήν ψαλμωδία, στίς Ιερές Ακολουθίες καί στήν ζωή του.

“Καί έπειτα ήρθε τό έτος Ι941 καί ό πόλεμος.
Έφθασαν οί Ούγγροι καί έδωσαν τήν εντολή νά φύγουν όλες οί άδελφές άπό τό μοναστήρι καί άπό τήν Μπάτσκα— “Ούγγρική περιφέρεια”—μέ τά άπαραίτητα μόνο είδη τους μέσα σέ μία μόνο μαντήλα.

“Τότε άρχισε ή πλέον δύσκολη έποχή τής περιπλάνησης, του μαρτυρίου καί τής πείνας. Στήν άρχή τίς τοποθέτησαν στήν Μονή Φενέκ στό Σρέμ γιά κάποιο διάστημα, αλλά σύντομα τίς έβγαλαν καί άπό εκεί. Τότε πέρασαν απέναντι στό Βελιγράδι.
“Θυμάμαι τούς δύσκολους εκείνους καιρούς πολύ καλά. Κανένας δέν μπορούσε νά τούς ύπομείνει. Έμειναν αρκετές ημέρες μέ κάποιον ιερέα, γνωστό τους, σέ ένα καί μοναδικό δωμάτιο. Επειτα πήγαν στό πρεσβυτέριο τού Ναού του Άγ. Λαζάρου, καί εκεί ύπέφεραν γιά κάποιο διάστημα.



Ακόμη μέχρι σήμερα δέν μου είναι ξεκάθαρο τό πώς τα κατάφεραν οικονομικά νά επιβιώσουν. "Επειτα ήρθαν στην Μονή τής Αγ. Παρασκευής.

“ Οταν έφυγαν άπό τό Κόβιλ πού είχε μολυνθεί από την ελονοσία γιά ένα σαρωμένο από τόν άνεμο πολυάνθρωπο πέρασμα ποταμού, όταν τό μόνο πού μπορούσε νά βρεθεί στό μοναστήρι ήταν λίγα κιλά καλαμποκίσιο άλεύρι και όταν ένα κομμάτι καλαμποκίσιο ψωμί ήταν τό καθημερινό τους γεύμα επί έβδομάδες καί μήνες, τότε ή άρρώστεια καί ό θάνατος ήταν άναπόφευκτα. Είναι εύκολο νά διακονείς και να υμνείς τόν Θεό σέ καιρούς εύτυχισμένους. Αλλά ή άδελφότητα τής Μητέρας Ευφημίας έχει δείξει ότι γνωρίζει πώς να τό πετύχει αυτό καί μέσα στήν μεγαλύτερη δυστυχία. Ήταν άρρωστες, βασανίζονταν, πέθαιναν, άλλά δέν έχαναν τήν ελπίδα τους ούτε λιποτακτούσαν.

Αργότερα πέρασαν κάποιο διάστημα στήν Μονή Ρακοβίτσα κοντά στό Βελιγράδι καί έν τέλει ήρθαν στην Ραβάνιτσα. ’Έκτοτε δίκαια τιμούσαν τήν Μονή Ραβάνιτσα ως ένα από τά μοναστήρια μέ τήν καλύτερη τάξη στην Σερβία.



“ Άν καί ή ίδια ήταν πολλά χρόνια άρρωστη, ή Μητέρα Ήγουμένη Εύφημία περιφρουρούσε τήν Ραβάνιτσα καί την Άγ. Παρασκευή, τό Ιδρυμα γιά Ανάπηρα Παιδιά καί την ψυχή τής κάθε μιας από τίς μοναχές της καί τίς δόκιμες, τού
κάθε εργάτη της καί άκόμη καί των επισκεπτών καί τών περαστικών τής μονής.
“Πάντοτε θαύμαζα δύο πλευρές τής Ηγουμένης Ευφημίας: πώς, μέ όλους της τούς κόπους καί τίς φροντίδες, μπορούσε να διαβάζει τόσο πολύ, να τά κρατά στήν μνήμη της καί να δίνει απάντηση στήν κάθε ερώτηση πού της έκαναν, είτε με ένα παράδειγμα από τούς Βίους των Αγίων η με κάποιο άπόσπασμα από τούς Αγίους Πατέρες.



Καί δεύτερον, πώς κατάφερνε να σκέφτεται γιά όλα τα θέματα τήν ίδια στιγμή· να άφιερώνει τήν προσοχή της σέ τόσες πολλές άδελφές, δραστηριότητες καί συμφορές να παίρνει τά πάντα στά χέρια της καί να μήν εξαντλείται ούτε να παραιτείται, μέχρις ότου τήν βρήκε ή βαρεία ασθένεια.


“Τό δένδρο γνωρίζεται από τούς καρπούς του, όπως είναι γραμμένο στό Ευαγγέλιο. 'Η Μητέρα Εύφημία είναι γνωστή από όσα έκανε στό Τσουκόγιεβατς καί στήν γύρω από αυτό περιοχή· στήν Τέμσκα, στό Κόβιλ, στην Ρακοβίτσα, στήν Αγ. Παρασκευή καί στήν Ραβάνιτσα.



Είναι γνωστή μέσα από τίς άδελφές της, οί όποιες, όπως βλέπετε, ήσυχα καί διακριτικά εκτελούν τό έργο τους σαν μέλισσες μέσα καί γύρω από τήν Ραβάνιτσα καί τήν Αγ. Παρασκευή καί ήσυχα φέρνουν εις πέρας τό δύσκολο καθήκον τους τής συντήρησης δύο μοναστηριών καί της φροντίδας εκείνων των άτυχων παιδιών. Αυτές οί αδελφές δέν έγιναν όπως είναι τώρα μόνες τους. Κάποιος έπρεπε να τίς κατευθύνει καί να τίς διδάσκει μέσα στά χρόνια αυτά για να γίνουν έτσι. Εκείνος ό κάποιος, ή γυναίκα πού έχει αναπαυτεί καί βρίσκεται ένώπιόν μας, ήταν—πρέπει να τό παραδεχθούμε—ένας μεγάλος καί Θεόσδοτος δάσκαλος.
“Γι’ αυτό ας έχει δόξα μεταξύ τών άνθρώπων καί αιώνια άνάπαυση στόν Θεό, τόν όποιο τόσο άφοσιωμένα διακόνησε σέ όλη της τήν ζωή. Αμήν”.


Στό τέλος ό Επίσκοπος είπε: “Τέκνο μου, Μητέρα Εύφημία, σου ζητώ να μάς συγχωρήσεις όλους καί να συγχωρήσεις καί έμενα έπίσης”.


Οί άδελφές έκλαψαν πολύ στήν κηδεία, καί ακόμη περισσότερο στήν ομιλία, διότι ήταν μάρτυρες όλων όσα αφηγήθηκε ό Επίσκοπος. Εκείνη τήν ώρα, δύο από τούς εργάτες μας στό αγρόκτημα πού ζούσαν στό μοναστήρι μας ώς πνευματικά τέκνα τής Μητέρας, υπηρετούσαν στον στρατό. "Ένας από αύτούς έφθασε έγκαιρα, άλλά τόν άλλο τόν κράτησαν και εκείνος έστειλε ένα τηλεγράφημα* παρόλα αυτά, κατόρθωσε να έρθει καί έφθασε γιά τόν “τελευταίο ασπασμό”. 'Η Μητέρα φρόντιζε πολύ γιά αύτούς, άλλά εκείνοι τής ήταν υπάκουοι καί έτσι έγιναν καί οί δύο ιερομόναχοι μετά τον θάνατό της.


Στόν τελικό αποχωρισμό, τοποθετήσαμε στά χέρια της Μητέρας τήν παρακάτω προσευχή, πού υπογράφαμε όλοι:
“Πρώτη μας πνευματική Μητέρα, ώ Μεγαλόσχημη
'Ηγουμένη Ευφημία, αν καί μάς εγκατέλειψες ξαφνικά καί αναχώρησες γιά τόν Κύριο, μήν ξεχνάς τά παιδιά σου, τά όποια τόσα χρόνια ανέθρεφες καί δίδαξες μέ τίς έντολές του Κυρίου. Να μάς έπισκέπτεσαι στό μέλλον καί μέ τίς άγιες εύχές σου ένώπιον τού Κυρίου, προστάτευέ μας από τους πειρασμούς τού διαβόλου καί από τό ολίσθημά μας στην άμαρτία, γιά να μήν πέσουμε καί χάσουμε τήν αιώνια σωτηρία. Γι’ αυτό, Μητέρα, μήν μάς ξεχνάς στήν αιώνια δόξα πού έχεις λάβει από τόν Κύριο, γιατί δέν έχουμε πια τέτοιο φύλακα των ψυχών μας σάν καί έσένα. ’Άν καί συχνά σέ λυπούσαμε μέ τήν άνυπακοή μας, συγχώρησε μας για χάρη του Κυρίου ’Άκουσε αύτά τα λόγια προσευχής των παιδιών σου, καί μήν χωρίζεσαι άπό εμάς πνευματικά, παρόλο πού μάς άφησες σωματικά. ’Άς μείνει τό πνεύμα σου άνάμεσά μας”. Τήν ήμερα του θανάτου τής Μητέρας ύπήρχαν τριάντα πέντε άδελφές στην Ραβάνιτσα καί δεκαοκτώ στήν 'Αγ. Παρασκευή.


Τήν έθαψαν σέ ένα τμήμα του νεκροταφείου τής μονής,όχι μακριά άπό τήν έκκλησία, μέσα σέ ένα μικρό κήπο.Ήταν μεγάλη άνακούφιση γιά τίς άδελφές νά μπορεί ή κάθε μία ελεύθερα νά πηγαίνει στόν τάφο καί νά ξεχύνει όλα της τά προβλήματα. "Όπως όταν ζούσε έκαιγε στό κελί της συνεχώς ακοίμητη κανδήλα, έτσι καί στόν τάφο της
τοποθετήθηκε μία κανδήλα νά καίει πάντα. Ή Μητέρα δεν χρειαζόταν νά ένδιαφέρεται ή ίδια γιά τήν διατήρηση αυτής τής άκοίμητης κανδήλας, έφ’ όσον οί άδελφές φρόντιζαν για αύτό ώς καθήκον τους πρός αύτήν. Καί καθώς ή κανδήλα έκαιγε μέρα καί νύχτα, τό ίδιο ήταν καί ή παρουσία του πνεύματος τής Μητέρας καί ή άόρατη προστασία της.


Εμφανιζόταν σέ πολλούς στόν ύπνο τους, άλλους παρηγορώντας καί άλλους έπιτιμώντας τους.

Έτσι ή δικαία Μητέρα μας εύαρέστησε στόν Θεό και μέσα στήν μακρόχρονη καί δύσκολη άρρώστειά της, άγωνίσθηκε μέ ύπομονή καί εύχαριστία νά εκπληρώσει το θέλημά Του. Ή αύστηρότητα τής μοναστικής της ζωής και οί σχέσεις της μέ τίς άδελφές άπαλύνονταν άπό τήν αγάπη της καί τό βαθύ της ένδιαφέρον γιά ολόκληρη την σωματική καί πνευματική μας ζωή, γιά τά όποια τήν σεβόμασταν σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Μπορεί κανείς νά πει γιά αυτήν ότι μπορούσε να άπομνημονεύει πολλά άπό όλα τά ιερά βιβλία καί ότι είχε μία έτοιμη άπάντηση στήν κάθε έρώτηση. Είχε λόγο οξύ, άλλά ήταν ήπια άπό τήν φύση της, άμεμπτη στήν ζωή της, αύστηρή στίς εντολές της, ικανή νά επιλέγει τά λόγια της με σοφία καί μέ σοβαρότητα νά άνακουφίζει τόν μετανοούντα.


Κάθε λόγος της πρός τούς φτωχούς ήταν εύσπλαχνικός, γενναιόδωρος καί αλάτι ήρτυμένος.


 Ηταν πλήρης Αγίου Πνεύματος καί ή χάρις έρρεε άπό τά χείλη της σάν άπό πηγή. 'Ο νους της ήταν όλος βυθισμένος στά ούράνια μυστήρια, έτσι ώστε οί λόγοι της νά έχουν μεγάλη ώφέλεια γιά εμάς καί νά φέρνουν μεγάλη χαρά στίς ψυχές μας.


Τήν βλέπαμε έν σώματι, άλλά έκείνη ζούσε ως άσώματη. "Άφησε τό σπίτι της καί όλα τά του κόσμου καί διατήρησε τήν παρθενία της ως ανεκτίμητο θησαυρό. Ακόμη καί όταν ήταν νεαρή κοπέλλα ήταν σοφή καί κανείς δεν μπορούσε νά
συγκριθεί μαζί της.


Ήταν πάντοτε δραστήρια, καί ποιος μπορεί να απαριθμήσει όλες τίς καλές της πράξεις; Τί μπορούμε να πούμε, πρώτα απ’ όλα, γιά τήν καλοσύνη τής ψυχής της;
Κανείς δέν τήν είδε ποτέ νά θυμώνει, άλλά ό ζήλος πού είχε γιά τήν δικαιοσύνη ήταν σάν κοφτερό ξίφος. Τά μάτια της έχυναν θερμά δάκρυα καί ή ίδια ή φύση της ταίριαζε με αύτό. Όρισμένες φορές μάς έλεγε ότι τά μάτια της δεν άνοιγαν άν δέν είχε κλάψει γιά λίγη ώρα τήν ώρα της προσευχής της, άτενίζοντας πάντοτε τόν Νυμφίο της Χριστό καί ελπίζοντας σέ Αύτόν. Καί ό,τι έλπιζε τό αποκτούσε, διότι
τώρα χαίρεται μέσα στην δόξα του άθάνατου Νυμφίου της.


"Οσο εκείνη τελούσε άγαθά έργα γιά χάρη του Χριστού, τόσο Εκείνος μάς έδειξε τό έλεος Του γιά χάρη της. Τήν ήμέρα μετά τήν ταφή της, ό Σεβασμιότατος Επίσκοπος Χρυσόστομος έδωσε τήν εντολή να συγκεντρωθούν όλες οί άδελφές. Μεταξύ άλλων, είπε:
“Σύμφωνα μέ τήν έκπεφρασμένη επιθυμία τής Μητέρας μας μακαριστής Μεγαλόσχημης Ηγουμένης Ευφημίας, διορίζω σήμερα τήν Μητέρα Γαβριέλα ώς προεστώσα αυτής τής μονής καθώς καί τής Μονής τής Αγ. Παρασκευής.

“Ολες τίς φροντίδες πού ήταν τοποθετημένες πάνω
στούς ώμους τής Ηγουμένης πού άναπαύθηκε, σήμερα τις τοποθετώ στούς ώμους της. Ικετεύω τίς μεγαλύτερες άδελφές νά μήν τήν ζηλεύουν, άλλά νά τήν βοηθούν, διότι γιά αυτήν είναι πολύ δύσκολο τό έργο αύτήν τήν ώρα.
Ύπακούατε τήν Μητέρα έξ αίτιας τής αύστηρότητάς της— άλλά υπακούστε τήν Μητέρα Γαβριέλα άπό άγάπη.


“Σάς ζητώ νά διατηρήσετε τό "Ιδρυμα στήν Αγ. Παρασκευή όπως κάνατε όταν ζούσε ή Μητέρα. Γνωρίζω ότι αύτή ή ύπακοή είναι ή πιό δύσκολη καί ότι κάθε αδελφή τό έφερε βαρέως όταν έπαιρνε τήν εντολή νά πάει εκεί.


“Σάς ζητώ νά προσπαθήσετε νά διατηρήσετε τά πάντα όπως τά άφησε ή Μητέρα, έτσι ώστε κάποια λόγια πού άκούστηκαν νά μήν επαληθευτούν: ότι θά ύπάρχει ή τάξη στήν αδελφότητα μόνον έφ’ όσον ή Μητέρα Εύφημία είναι
έν ζωη.

“Είθε ό Κύριος νά σάς φυλάξει από αύτό, με τίς άγιες προσευχές της”.

Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΕΥΦΗΜΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ . Ο ΒΙΟΣ ΜΙΑΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ 2015.-AΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

Η οσία Σοφία της Αίνου (4 Ιουνίου)



site analysis

Στις 4 Ιουνίου η αγία μας Εκκλησία μεταξύ άλλων αγίων προβάλλει και τη σεμνή μορφή «τής οσίας μητρός ημών Σοφίας της ασκητικώς βιωσάσης». Τα ολίγα στοιχεία πού διασώζονται από την ζωή της μάς πείθουν πώς πρόκειται για μια γενναία προσωπικότητα, η οποία παρά την ευαίσθητη γυναικεία της φύσι και τις θλίψεις της ζωής της αγάπησε ισχυρά τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και ανεδείχθη αγία.
Τόπος καταγωγής της Αγίας είναι η Θράκη μας και συγκεκριμένα η περιοχή της Αίνου (ανατολικά του Έβρου). Οι γονείς της δε ήσαν περιφανείς σε εκείνον τον τόπο αλλά και πολύ ευσεβείς. Έτσι η Σοφία από τη μικρή της ηλικία δέχθηκε χριστιανική αγωγή και ποτίστηκε η ψυχή της από τον αιώνιο λόγο του Ευαγγελίου.
Σύντομα κάμνει και τη δική της οικογένεια με ένα πιστό νέο. Ανοίγουν το σπιτικό τους στο φώς του Χριστού. Η Σοφία γίνεται μητέρα καλλίτεκνη και πολύτεκνη. Έξι χαριτωμένα παιδιά της εχάρισε ο πανάγαθος Κύριος. Και ασφαλώς πολλές είναι τώρα οι ευθύνες της. Τα παιδιά θέλουν ειδικές περιποιήσεις και φροντίδες. Το καλό νοικοκυριό, η ετοιμασία του φαγητού, του ρουχισμού και τόσα άλλα απαιτούν το δικό τους χρόνο.
Ενώ όμως ζούσε μέσα στους πολλούς αυτούς περισπασμούς του οικογενειακού βίου αλλά και μέσα σε ένα τόσο «ταραχώδη κόσμο», εν τούτοις δεν εμποδίσθηκε «νά ευαρεστή ενώπιον του Θεού» και να «μεταχειρίζεται», όπως γράφει ο ιερός Συναξαριστής, «τάς θεοφιλείς πράξεις και αρετάς».
Η μακαρία αυτή μητέρα δεν έλειπε ποτέ από την Εκκλησία. Από εκεί έπαιρνε την ευλογία και την ειρήνη του Θεού. Και όταν επέστρεφε στο σπίτι της, «ηγρύπνει την νύκτα και κατεγίνετο εις προσευχάς».
Ήταν πολύ ευλογημένη από τον Θεό και ως μητέρα και ως σύζυγος.
Όμως «αι εκλεκταί καρδίαι» δοκιμάζονται από τον Θεό, για να εξαγνισθούν και να δοξασθούν περισσότερο. Και ο Θεός εδιάλεξε για την πιστή του δούλη Σοφία να γευθή το πικρό ποτήριο του θανάτου και των έξι παιδιών της. Ο Κύριος πού της τα εχάρισε, θέλησε τώρα να τα πάρη κοντά Του· να τα ασφαλίση στην ουράνια Βασιλεία Του.
Με απόλυτη ειρήνη ψυχής δέχθηκε η αγία Σοφία το θέλημα του Θεού. Σαν άλλος Ιώβ ημπορούσε να επαναλαμβάνη «ως τώ Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο· είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον…» (Ιώβ α´ 21).
Στρέφει τώρα τα βλέμματά της γύρω της, στα παιδιά τα ορφανά. Με όλη της τη στοργή αγκαλιάζει τώρα αυτά. Τα κάμνει δικά της παιδιά. Σαν άλλη φιλόστοργη μητέρα τους τα περιποιείται, τα φροντίζει, θυσιάζεται γι᾽ αυτά. Ευρίσκεται ακόμη στο πλευρό των πονεμένων χηρών. Σαν άγγελος συμπαραστέκεται σε κάθε τους δυσκολία.
Την περιουσία της την διαμοιράζει σε πτωχούς και ανημπόρους. Και η ίδια αποφασίζει να ζήση μέσα στον κόσμο ασκητικά. Με φαγητό λιτό «τόν ολίγον ξηρόν άρτον» και με ποτό το δροσερό νερό.
Υπεραγαπά η αγία Σοφία και το καθήκον της προσευχής. «Οι ψαλμοί του Δαβίδ ήσαν ακαταπαύστως εις το στόμα της. Δεν αδυνάτησεν ούτε ημέλησεν εις την προσευχήν».
Μέσα από τις κατανυκτικές αυτές προσευχές ενώνεται με τον Θεό, τον Κύριό της. Αντλεί δύναμι για το έργο του εξαγνισμού της αλλά και της ασκήσεως της αρετής της ελεημοσύνης. Γράφει ο ιερός Συναξαριστής της, ο όσιος Νικόδημος: «Η ελεημοσύνη την οποίαν έκαμνεν εις όλους τους προσερχομένους πτωχούς ήτο ιλαρά και πλουσία. Νόμιζε δε η τρισολβία ότι ήτο προτιμότερον να στερήται αυτή παρά να αφήση τον πτωχόν να φύγη άδειος από τον οίκον της· και περισςότερον έχαιρεν όταν έδιδε παρά όταν ελάμβανε».
Συνέβαινε δε στο σπίτι της και ένα παράδοξο θαύμα, θαύμα συνεχές. Είχε ένα αγγείο γεμάτο κρασί πού έδιδε σε πτωχές οικογένειες και το οποίο ουδέποτε ωλιγόστευε. Το αγγείο ήτο πάντοτε γεμάτο. Και το θαύμε αυτό το έκρυπτε επιμελώς. Κάποτε όμως ηθέλησε να το φανερώση σε κάποιον συγγενή της, για να εξυμνήση τα μεγαλεία του Θεού. Και από τότε έπαψε να επαναλαμβάνεται το παράδοξο αυτό θαύμα. Η Σοφία λυπήθηκε βαθιά. Στερήθηκε μια τόσο μεγάλη δωρεά. Απέδωσε την αιτία στην αναξιότητά της, την αυτοπροβολή της. Και από τότε ζητούσε με πόνο ψυχής ολοκάρδια το έλεος του Θεού. Και για να τιμωρήση τον εαυτό της για το λάθος της αυτό, αύξησε τους ασκητικούς αγώνες «τόσον ώστε εξηράνθη το σώμα της εις άκρον και ούτε να αναπνεύση εδύνατο».
Και συνέχισε η οσία την βιοτή της μέσα στον κόσμο αγωνιζομένη σκληρά για την αγάπη του Χριςτού. Έζησε συνολικά 53 χρόνια. Και πριν εκδημήση προς τον Κύριο εκάρη Μοναχή.
Ο ιερός
υμνογράφος την εγκωμιάζει με ολίγους στίχους: «Ουκ εμποδών σοι κόσμος ώφθη, Σοφία, προς την τελειότητα αρετής φθάσαι». Δηλαδή ο κόσμος πού σου φανερώθηκε με τόσες δυσκολίες, Σοφία, δεν σε εμπόδισε να φθάσης σε τελειότητα αρετής.
Η οσία Σοφία της Αίνου με τα ολίγα στοιχεία της ζωής της πολλά και μεγάλα διδάγματα μάς άφησε. Γίνεται υπόδειγμα για τις μητέρες της σημερινής εποχής.Τις καλεί να καλλιτεκνούν χωρίς να παραμελούν τον προσωπικό τους αγιασμό. Όλα συνδυάζονται σε όσους θέλουν να αγαπούν βαθιά τον Θεό. Τις μαθαίνει ακόμη να σηκώνουν τον σταυρό των θλίψεων, πού επιτρέπει ο Θεός, με χαρά και υπομονή.
Και τέλος διδάσκει όλους πώς η ασκητική ζωή μπορεί να εφαρμοσθή μέσα στον κόσμο. Όταν μάλιστα είναι συνδυασμένη με την ανιδιοτελή ελεημοσύνη, ο Θεός επιτελεί παράδοξα θαύματα. Αρκεί να ζούμε «εν κρυπτώ».
Με τις ευχές της οσίας μητρός ημών Σοφίας ας συνεχίζουμε τον πνευματικό μας αγώνα με περισσότερη ακρίβεια. Τώρα μάλιστα το καλοκαίρι προσεκτικώτερα.
Φυλλάδιο «Ο ΣΩΤΗΡ» – Αριθ. 1910 (28 Μαΐου 2006)

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Η ΓΥΝΑΙΚΑ. ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ . ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.



site analysis







Τήν γυναίκα του Αδάμ, τις γυναίκες των δικαίων των προ του Νόμου, του Ένώχ, του Νώε, του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, των δώδεκα πατριάρχων, καί όλες τις άπ’ αιώνος διαλάμψασες στην σωφροσύνη καί τήν άγαθωσύνη, ή Παλαιά Διαθήκη πουθενά δεν τις γιορτάζει, ούτε καί ό αρχαίος κόσμος τής ειδωλολατρίας καί σατανολατρίας.

Μόνον ό πολυγύναιος Σολομών πλέκει πραγματικά το έγκώμιο τής καλής γυναίκας, τής άγωνιζομένης νυχθημερόν
νά εύχαριστήση τον άνδρα της, τόν ομόζυγο της.

Ή Εκκλησία όμως σήμερα, μέ τήν γιορτή τών Μυροφόρων, τιμά τήν γυναίκα τής κάθε ήλικίας καί διδάσκει πώς ή γυναίκα, όταν είναι κοντά στον Χριστό, γίνεται ισχυρότερη του άνδρα, ικανή γιά τά πάντα.
Δέν σκιάζεται καμμιά φοβέρα. Στό πρόσωπό της τερματίζεται ή γυναικεία φιλαυτία καί δειλία καί τά δίνει όλα γιά όλα για τούς άλλους. Οί τολμηρές γυναίκες, πού λέγονται μυροφόρες, εύθύς ώς είδαν τήν ταφή του Χριστού, δέν κοιμήθηκαν, δέν έφτιάχθηκαν, δέν μαγείρεψαν, δέν έβαλαν πλυντήρια, άλλά άρχισαν νά ετοιμάζουν άρώματα, άρχισαν νά κάνουν προθέρμανση, γιά νά τολμήσουν νά επισκεφτούν, προτού νά φεγγίση ό ήλιος, τόν τάφο του εσταυρωμένου, του καταδικασμένου, του παραγκωνισμένου, του ξένου. Κι όλα αύτά τά δυναμιτάκια δέν τα πήραν άπό ...κανένα συμπόσιο, άλλά άπό τόν σταυρό του Χριστού. Ξεκινούν μέσα στήν
μαύρη νύχτα νά εκτελέσουν τά καυσίματα τής καρδιάς τους. Καί διδάσκουν όλο τον κόσμο πώς ή γυναίκα μέσα στήν Εκκλησία είναι τό πιο πολύτιμο πράγμα. Αντιθέτως, ή γυναίκα έκτος Εκκλησίας είναι ένα πραγματικό παλιοκούρελο, πού τό βαστά ό καθένας στό χέρι του καί περιμένει νά περάση τό άπορριματοφόρο του Δήμου να τό
πετάξει μέσα σάν άχρηστο, σάν κάτι πού του είναι περιττό στήν ζωή του, σάν βρώμικο.


Αυτό τό μάθημα τής πραγματικής γυναίκας μάς δίνει σήμερα τό τόλμημα τών Μυροφόρων. Ή γυναίκα του Χριστού, όπου καί να πάη μυρίζει , ευωδιάζει και την χαρά καταγγέλλει. Πάντοτε ό άνθρωπος έψαχνε τήν όμορφη γυναίκα, λαχταρούσε να δή μια όμορφη γυναίκα, όχι όμως τήν
σημερινή γυναίκα πού είναι μόνον σάρκες καί κόκκαλα καί τίποτε παραπάνω.
Ή γυναίκα πού παραμένει έν τώ Χριστώ έχει τρία χαρακτηριστικά: Είναι σεμνή. Είναι ταπεινή. Είναι αυτάρκης. Ή σημερινή γυναίκα του κόσμου έχει τρία χαρακτηριστικά: Είναι άσεμνη. Είναι άπιστη. Θέλει λεφτά καί σέξ. Τά πάντα κάνει, γιά να έλκύση τό έτερο φύλο, τολμώ να πώ καί τό όμοιο, στις ηδονές του βίου. Δέν ζητάει σπίτι. Θέλει να ζήση έξω τής αυλής της...
Βρέθηκα στήν Βοστόνη από τά βάσανα τών πολλών μου
ασθενειών' όχι γιά να κηρύξω ή να προφητέψω. Συνάντησα μιά γυναίκα. Φορούσε ένα απλό παπούτσι, σάν κείνη την πολυθρύλητη συρτή παντόφλα, τήν ένδοξη, τών γιαγιάδων μας. Τό φόρεμά της απλό, λίγο πάνω από τόν αστράγαλο.
Άβαφτη, αμπογιάτιστη. Το μαλλάκι της, χτενισμένο άπ’ τά χέρια της, έφτιαχνε μια μικρή φουντίτσα πίσω στό κεφάλι της. Ρωτώ:
-Πόσα χρόνια έχεις σ αυτήν τήν ξένη χώρα;
-Τριάντα πέντε.
-Καί δέν άλλαξες ούτε κόμμωση, ούτε υπόδηση;
-'Όχι, Γέροντα. Όπως ήρθα από τήν Μυτιλήνη τό χωριό μου, έτσι παρέμεινα.
-Δέν σέ πήραν τά πυρά του πολιτισμού να σέ αλλοιώσουν;
Γεροντοκόρη είσαι;
-Όχι, Γέροντα. Ύπανδρος μέ παιδιά. Κόπιασε από το σπίτι μου τό βράδυ να πιάσετε ψωμί.
Σκλαβωμένος από τήν σεμνότητά της πήγα. Σε ανώγειο μέ υποδέχθηκε. Όλα θύμιζαν Ελλάδα, άλλά καί ορθόδοξη Εκκλησία. Σ' ένα δωμάτιο ήταν τό προσκυνητάρι μέ τις άγιες εικόνες, μέ τά βιβλία τής Εκκλησίας, μέ τό λιβάνι καί τό κερί καί τό καντήλι της πίστης καί του Γένους αναμμένο. Τής λέγω:
-Δέν περίμενα σ’ αύτήν την χώρα, πού γίνεται τό μάλε βράσε, να λικνίζεται μέσα στο σπίτι ό Χριστός.
Περπάταγα στήν Θεσσαλονίκη μέ μοναχό από τό πρωί μέχρι τό βράδυ. Εκεί δά στην Αριστοτέλους αργά το απόγευμα παρουσιάστηκε μπροστά μου μιά παραδοσιακή γυναίκα. Στάθηκα, σταυροσημειώθηκα
καί είπα: «Δόξα τω Θεό, σήμερα είδα γυναίκα». Μου λέγει ό μοναχός:
-         Καλά, όλη μέρα, Γέροντα, δέν έβλεπες γυναίκες;
-         Όχι, παιδί μου, κούσελα έβλεπα. Πόνο μου δημιουργούσαν στήν ψυχή μου. Πώς αυτή ή κόρη μπορεί να είναι
ή αυριανή μητέρα; Πώς ή γυναίκα αυτή μ’ αυτήν τήν ξεφτίλα στήν παρουσία καί στους τρόπους μπορεί μεθαύριο να γίνη οικοδέσποινα; Πώς αυτή ή ξεγαρισμένη πρωτοφούρνη θά μπορέση να κρατήση άναμμένο τό καντήλι τής πίστης καί τού Γένους; Ποιος θά την  δή να προσεύχεται γονατιστή;

Ποιος θά τήν άντικρύση με τό λιβανωτό στό χέρι; Ποιος θά τήν δή να νανουρίζη το παιδί της, όχι μέ μπουζούκια, άλλά μέ τραγούδια πού δεν διαφέρουν από χερουβικό ύμνο; Ποιος θά τήν δή να δυσκολεύεται να ταξιδέψη, για να μή σηκωθή τό φόρεμά της καί φανή ό άστράγαλός της; Ή ωραιότερη εικόνα πάνω στήν γή είναι ή μάννα πού βαστά τό παιδί στήν αγκαλιά της. Αυτήν τήν εικόνα μας τήν δίνει κάθε εκκλησιά πού
πηγαίνουμε να προσκυνήσουμε. Είναι ή Παναγία μέ τον Χριστό, πού είναι ή αληθινή, ή ζεστή αγκάλη, πού την ζητάμε όλοι. Άχ, ας μάς την έδινε καί ή γυναίκα πού νομίζει πώς βασιλεύει σήμερα στόν
κόσμο, άλλά δέν κατακυριεύει.
Καί ό άνδρας πού πηγαίνει κοντά της, αφού αμαρτήσει, αφού ικανοποιηθεί, αυτήν πού πρότερα έπνιγε στά φιλιά, ή
ψυχολογία του του λέγει: «Δός της μιά κλωτσιά να τής χύσης τά έντερά της».
Γυναίκα, ό Χριστός σε τίμησε. Γυναίκα, ή πίστη στον Χριστό σε ανέβασε. Γυναίκα,
μεγάλης τιμής αξιώθηκες από τήν Εκκλησία· γιορτή σου έφτιαξε σήμερα. Αγάπησε τον Άναστάντα Χριστό καί ζήσε
μέσα στήν Εκκλησία σάν μυροφόρα, σάν οικοδέσποινα, σάν μάννα, γιά να είσαι πάντοτε ή πολυτραγουδισμένη, ή σεβαστή, ή πανώρια μέσα σ’ αύτόν τόν παράδεισο πού ζούμε. Να παραμείνεις ή φιλόκαλη καί φιλόστοργη και σύντροφος του Άδάμ καί οίκίστρια του –παραδεισου.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΠΙΔΑ ΜΑΙΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ 2017-AΠANTA ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΕ ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΜΕΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ! 50 χρόνια μετά γυναίκα επιστρέφει στην Αγία Σοφιά τις κλεμμένες εικόνες…



site analysis



Μια συγκλονιστική ιστορία η οποία πρωταγωνιστεί στα Τουρκικά Μέσα Ενημέρωσης….
Μια καταπληκτική ιστορία που δείχνει το μέγεθος της ορθόδοξης αγιοσύνης στο μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό της δημιούργημα που χαρακτηρίστηκε σαν ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα του ανθρωπίνου πολιτισμού, στον ναό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, έφερε στο φως της δημοσιότητας ο ίδιος ο τουρκικός τύπος, ( εφημερίδα Radikal, δημοσιογράφος, Ömer Erbil), καταμαρτυρώντας άλλο ένα ισχυρό σημάδι παρουσίας της Ορθόδοξης αγιοσύνη της στην γειτονική χώρα.

Η ιστορία αναφέρεται στην κλοπή 11 πολύτιμων χριστιανικών εικόνων επενδυμένες με χρυσό από τον ναό της Αγίας Σοφίας πριν από πενήντα χρόνια και η επιστροφή τους, μετά από ένα μεγάλο συνειδησιακό πόλεμο στον πραγματικό τους κάτοχο, δηλαδή στον μεγαλύτερο σύμβολο της Ορθοδοξίας που και σήμερα δεσπόζει την Βασιλίδα των πόλεων. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι μια Αμερικανίδα, η Eliza B Chrystie, η οποία βρέθηκε σαν επισκέπτρια πριν από πενήντα χρόνια στον ναό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης. Την περίοδο εκείνη γίνονταν μεγάλες εργασίες ανακαίνισης του ναού και κάποιες εικόνες βρίσκονταν στο δάπεδο για καταγραφή και επεξεργασία από τους υπεύθυνους της ανακαίνισης. Η Eliza B Chrystie βρήκε τότε την ευκαιρία να κλέψει κάποιες εικόνες από τους ανυποψίαστους εργάτες της ανακαίνισης του ναού.

Περίχαρης η Αμερικανίδα τουρίστρια μόλις επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες παρουσίασε στους φίλους της το μεγάλο της «λάφυρο» από τον ιστορικό ναό της Κωνσταντινούπολης. Καθώς όμως περνούσαν τα χρόνια, η Eliza B Chrystie άρχισε να αισθάνεται ότι οι εικόνες σαν να είχαν φωνή της μιλούσαν και της τόνιζαν πως δεν της ανήκουν και πως πρέπει να τις επιστρέψει στον φυσικό τους χώρο, δηλαδή στην Αγία Σοφία.

Σταδιακά οι φωνές αυτές αυξηθήκαν και η παρουσία αυτών των χριστιανικών εικόνων μετατράπηκε σε εφιάλτη για την Αμερικανίδα τουρίστρια η οποία τώρα μετανοιωμένη όλο και περισσότερο άρχισε να σκέπτεται πως θα μπορούσε να τις επιστρέψει πίσω στον ιερό ναό. Επειδή όμως είχε ήδη γεράσει και δεν μπορούσε να πάει μόνη της στην Κωνσταντινούπολη, ζήτησε την βοήθεια της νεότερης αδελφή της και έτσι μετά από 50 χρόνια μαζί με τα ιερά κλοπιμαία ξαναβρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί όμως προβληματίστηκε με ποιο τρόπο θα γίνονταν η παράδοση των εικόνων χωρίς να δημιουργηθεί πρόβλημα και παράλληλα να ηρεμήσει ψυχικά από όλη αυτή την ιστορία.

Οι δυο αδελφές επιστέφτηκαν τότε ένα Τούρκο χρυσοχόο, τον Adil Birsen, δήθεν για να αγοράσουν κοσμήματα. Στον Τούρκο του έκανε εντύπωση ότι έδειχναν πως κάτι τους απασχολούσε αλλά δεν το φανέρωναν. Την επομένη μέρα ξαναήρθαν στο μαγαζί του και η Αμερικανίδα του ζήτησε να την εξυπηρετήσει σε κάτι το πολύ σοβαρό ενώ καθώς μιλούσε, όπως διηγείται ο Τούρκος χρυσοχόος, άρχισε να κλαίει αφήνοντας άναυδο τον Adil Birsen ο όποιος δεν είχε καταλάβει το τι ακριβώς ήθελε. Τελικά η Eliza B Chrystie του φανέρωσε τον λόγο της επίσκεψης της και του ζήτησε την βοήθεια του να επιτρέψει στην Αγία Σοφία τις κλεμμένες εικόνες τονίζοντας πως αυτό είναι μια συνειδησιακή ομολογία σαν μια εξομολόγηση για την μεγάλη της αμαρτία. Φυσικά ο Τούρκος χρυσοχόος δέχτηκε να βοηθήσει τις δυο Αμερικανίδες και τότε η Eliza B Chrystie αφού του παρέδωσε τις εικόνες είπε με μεγάλη συγκίνηση ότι, «Επιτέλους τώρα θα ησυχάσω και θα μπορέσω να πεθάνω ήσυχα αφού επιτέλεσα το καθήκον μου να εξομολογηθώ την μεγάλη μου αμαρτία και να την επανορθώσω με αυτόν τον τρόπο».

Το νέο έγινε ευρέως γνωστό από τον τουρκικό τύπο προκαλώντας πολύ μεγάλη αίσθηση. Χαρακτηριστικό είναι πως ο διευθυντής του Μουσείου της Αγίας Σοφίας, ο Hayrullah Cengiz, επαίνεσε δημόσια την ενέργεια της Αμερικανίδας τονίζοντας πως αποτελεί μια κίνηση ομολογίας και κάθαρσης μιας πράξης που έγινε πριν από 50 χρόνια, ενώ τόνισε πως με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να αποδοθούν στην Αγία Σοφία και άλλα πολύτιμα αντικείμενα που κατά καιρούς έχουν αφαιρεθεί παράνομα από το μεγάλο αυτό χριστιανικό θρησκευτικό σύμβολο.

Το γεγονός αυτό που χαρακτηρίζεται σαν το «θαύμα των αγίων εικόνων» της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης, είναι άλλο ένα καταπληκτικό μήνυμα πως η Ορθοδοξία παραμένει ζωντανή μέσα στο μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό της δημιούργημα στην Βασιλίδα των πόλεων.

ΠΗΓΗ: ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ, Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος