site analysis
Υπόδειγμα συζύγου και χριστιανής μητέρας, η αγία Μόνικα γεννήθηκε στους κόλπους μιας θεοσεβούς οικογένειας της ρωμαϊκής Βόρειας Αφρικής. Παντρεύτηκε έναν αγαθοεργό, αλλά αψίθυμο εθνικό, τον οποίο χάρις στην υπομονή και γλυκύτητά της κατόρθωσε να φέρει στον δρόμο του Θεού στο τέλος της ζωής του. Μένοντας χήρα, δεν θέλησε να συνάψει δεύτερο γάμο, με σκοπό να αφιερώσει την ζωή της στην ευσέβεια και στην μόρφωση του γιου της Αυγουστίνου [15 Ιουν]. Παρακολούθησε με καρτερικότητα, κλάματα και προσευχές τις παρεκτροπές του νέου που κατέληξε να πέσει στην μανιχαϊκή αίρεση. Όταν το έμαθε, έκλαψε για τον θάνατο της ψυχής του περισσότερο απ’ ό,τι αν είχε παύσει ο ίδιος να ζει, αλλά ο Θεός την παρηγόρησε σε ένα όνειρο και την διαβεβαίωσε για την μελλοντική μεταστροφή του γιου της.
Όταν ζήτησε από έναν επίσκοπο εντριβή στις ιερές Γραφές να πείσει τον Αυγουστίνο με λογικά επιχειρήματα, εκείνος, προτιμώντας να αφήσει τον βασανιζόμενο νέο να βρει μόνος του την αλήθεια, απάντησε στην Μόνικα: «Πηγαίνετε. Είναι αδύνατο ο γιος τόσων δακρύων να χαθεί!» Ο Αυγουστίνος, ωστόσο, βυθιζόταν ολοένα περισσότερο στον άτακτο βίο, και έχοντας πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει την Καρχηδόνα και να μεταβεί στην Ρώμη, την πρωτεύουσα της ακολασίας, κατάφερε να ξεγελάσει την μητέρα του που ήθελε να τον ακολουθήσει και επιβιβάστηκε μόνος στο πλοίο.
Όταν άρχισε την σταδιοδρομία του ως ρήτορας στο Μιλάνο, η Μόνικα ήλθε να τον βρει και δέχθηκε με εκστατική αγαλλίαση την είδηση της μεταστροφής του υπό την επίδραση του αγίου Αμβροσίου. Κι όταν τέλος έλαβε το βάπτισμα, το Πάσχα του 387, τα δάκρυα της ευσεβούς μητέρας μεταμορφώθηκαν σε δάκρυα χαράς. Λίγο αργότερα, φθάνοντας μαζί στην Όστια με την πρόθεση να επιστρέψουν στην Αφρική, η Μόνικα συζητώντας με τον γιο της για τις επαγγελίες της αιώνιας ζωής, του είπε: «Γιέ μου, τίποτα πια δεν με κρατά στην ζωή αυτή. Τι θα έκανα εδώ και για ποιον λόγο να έμενα; Ο μόνος λόγος που με έκανε να επιθυμώ να παραταθεί για λίγο ακόμη η ζωή μου, ήταν να σε δω χριστιανό πριν πεθάνω. Ο Θεός με εισάκουσε και με το παραπάνω, αφού σε βλέπω τώρα να περιφρονείς τις χαρές αυτής της γης, για να αφιερωθείς στο λειτούργημά σου. Τι δουλειά έχω πια εδώ;»
Πέντε ημέρες αργότερα έπεσε στο κρεβάτι με πυρετό. Έχοντας γύρω της τους δύο γιους της, έδειχνε ήδη ξένη απέναντι στα πράγματα του κόσμου τούτου και τους είπε ότι λίγο ενδιέφερε ο τόπος του ενταφιασμού της, είτε στην πατρίδα της, είτε στην Ιταλία, διότι δεν υπήρχε λόγος να φοβάται ότι δεν θα την αναγνώριζε ο Θεός για να την αναστήσει, όταν θα ερχόταν το τέλος του κόσμου. Τους ζήτησε μόνο να την μνημονεύουν μπροστά στο θυσιαστήριο του Θεού. Εκοιμήθη λίγες ημέρες αργότερα σε ηλικία πενήντα έξι ετών.
(Από το βιβλίο: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Μάϊος. Εκδόσεις Ίνδικτος)
---------------------------------------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------------------------------------
Αγία Μόνικα: με την υπομονή και με τα δάκρυά της έσωσε τον σύζυγο και τον άσωτο γιό της…
Η Αγία Μόνικα· η υποδειγματική σύζυγος και μητέρα…
Προς όλες τις απελπισμένες συζύγους και μητέρες : Το λαμπρό παράδειγμα της Αγίας Μόνικας
(εορτάζει στις 4 Μαΐου)
Η Αγία Μόνικα ( 332-388 ) γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμιδίας από χριστιανούς γονείς. Ήταν μητέρα του μεγάλου θεολόγου και φιλοσόφου αγίου Αυγουστίνου. Οι γονείς της την πάντρεψαν το 350 μʼ έναν ειδωλολάτρη , τον Πατρίκιο, άνθρωπο καλοπροαίρετο, αλλά πολύ οξύθυμο και άστατο. Η Μόνικα με την υποταγή και την υπομονή της αγωνίστηκε να τον οδηγήση στον Χριστό. Στις ώρες ηρεμίας έριχνε στην καρδία του συζύγου της τα σπέρματα του θείου λόγου, κι όταν εκείνος κοιμόταν, αυτή τα πότιζε με τα δάκρυά της προσευχής της.
Πολλές φίλες της έρχονταν στο σπίτι της με έκδηλα στο πρόσωπό τους τα χτυπήματα των συζύγων τους και απορούσαν πώς η Μόνικα , που είχε σκληρό άνδρα, κατάφερνε να ζη μαζί του ειρηνικά και χωρίς ξυλοδαρμούς. Η χαρά της αγίας ήταν απερίγραπτη όταν ο Πατρίκιος έγινε με τον καιρό ένας αληθινός χριστιανός. Με την ίδια υπομονή και μακροθυμία αντιμετώπιζε και την πεθερά της , η οποία ήταν ιδιότροπη και διαρκώς την έβριζε και την ταπείνωνε μπροστά στους ξένους. Τελικά με την αρετή της, της προσείλκυσε την συμπάθεια και την εκτίμησή της.
.
Όταν ο ιερός Αυγουστίνος ήταν μικρός, αρρώστησε και κινδύνεψε να πεθάνη. Σκέφθηκαν τότε να τον βαφτίσουν. Η μητέρα του όμως προέβλεπε τους δυνατούς πειρασμούς που θʼ αντιμετώπιζε στη νεότητά του και γιʼ αυτό ανέβαλε τη βάφτισή του. Μαζί με το γάλα της η ευσεβής μητέρα φρόντισε να μεταδώση στο παιδί της και την ευσέβεια. Διέκρινε όμως σʼ αυτό τον χαρακτήρα του πατέρα του και διαισθανόταν τον κίνδυνο που θα διέτρεχε η ψυχή του μέσα στη διεφθαρμένη κοινωνία εκείνης της εποχής.
Όσο μεγάλωνε ο γιος της , μεγάλωναν τα πάθη του και τα όργιά του. Η προσευχή της μητέρας ανέβαινε πύρινη στον θρόνο του Θεού, αλλά φαινόταν πως δεν εισακούεται. Ο Αυγουστίνος πηγαίνει στην Καρχηδόνα για να σπουδάση. Εκεί ψήνεται στο σεξουαλικό καμίνι της διεφθαρμένης πόλεως. Η μητέρα μαθαίνει ότι ο γιος της παραστράτησε , και τρέχει ταραγμένη νομίζοντας ότι η παρουσία της θα τον συγκρατήση. Δυστυχώς τα λόγια και τα δάκρυά της δεν συγκινούν πια την καρδιά του Αυγουστίνου. Δεν χάνει όμως το θάρρος της. Προσπαθεί υπομονετικά να διεγείρη στην ψυχή του την αποστροφή για την αμαρτία. Το αποτέλεσμα είναι πάλι αρνητικό, αλλά η πιστή μητέρα δεν απελπίζεται. « Προσεύχεται εκτενέστερον » και χύνει δάκρυα περισσότερα απʼ αυτά που χύνουν οι μητέρες για τον θάνατο των παιδιών τους. Πόση πικρία δοκιμάζει όταν μαθαίνη ότι ο γιος της έχει σε ηλικία δεκαοκτώ ετών εταίρα και εξώγαμο παιδί! Ελπίζει όμως στη μετάνοιά του. Η ελπίδα αυτή μαζί με τη δυνατή πίστη τη συγκρατούν.
– Μια μέρα παιδί μου, του λέει, θα έρθης εκεί που είμαι εγώ.
Νέα θλιβερή είδηση καταφθάνει από την Καρχηδόνα. Ο Αυγουστίνος έγινε αιρετικός – μανιχαίος ! Φίδι φαρμακερό δάγκωσε τη Μόνικα, η οποία αυτή τη φορά λυγίζει. Πηγαίνει ξανά μόνη της στην Καρχηδόνα , κλαίει, θρηνεί, ικετεύει. Όλα όμως πάνε χαμένα. Μοναδική παρηγοριά κι ελπίδα της είναι η προσευχή. Μέρα- νύχτα παλεύει με τον Θεό. Καταφεύγει σε κάποιον επίσκοπο, ο οποίος τη συμβουλεύει και την παρηγορεί. Τέλος της λέει:
– Πήγαινε στην ευχή του Θεού , παιδί μου. Ποτέ δεν θα χαθή ο γιός τόσων δακρύων!
Ο Θεός όμως θέλει να δοκιμάση περισσότερο την ιώβεια υπομονή της . Ο Αυγουστίνος της είπε ότι θα πάη στην Ιταλία. Η Μόνικα , αφού δεν μπορεί να τον μεταπείση, αποφασίζει να πάη μαζί του. Κατεβαίνουν στο λιμάνι, αλλά εκείνος την ξεγελά και εξαφανίζεται . Ταξιδεύει μόνος. Η μητέρα ξημερώνεται στην προσευχή , πνιγμένη στα δάκρυα. Με ραγισμένη καρδία , αλλά με γενναίο φρόνημα, υψώνει τα μάτια στον ουρανό , κι ύστερα αγναντεύει το πέλαγος.
– Κύριε ! φωνάζει. Αφήνω το παιδί μου στον ωκεανό της ευσπλαχνίας Σου. Τα κύματα της χάριτός Σου ας το οδηγήσουν στο λιμάνι Σου.
.
Γέρασε η Μόνικα στη σχολή της υπομονής και της ελπίδος. Αντί να επιμένη την επιστροφή του ασώτου υιού, βάλθηκε η ίδια να τον κυνηγά σε στεριές και θάλασσες. Εγκαταλείπει την Αφρική και έρχεται στα Μεδιόλανα ( Μιλάνο) για την τελική επίθεση. Στα Μεδιόλανα ζει το γλυκοχάραμα της επιστροφής του ασώτου. Η μία χαρά διαδέχεται την άλλη : ο Αυγουστίνος αηδίασε τους μανιχαίους και τους εγκατέλειψε. Με βαθιά συγκίνηση τον βλέπει να συχνάζη στα κηρύγματα του αγίου επισκόπου Αμβροσίου και να μιλά γιʼ αυτόν με σεβασμό και εκτίμηση. Ο Αυγουστίνος παλεύει. Τα δεσμά της αμαρτίας χαλάρωσαν , αλλά ακόμη δεν έσπασαν. Γιʼ αυτό τελικά μνηστεύεται.
.
Τέσσερις γυναίκες τον πολιορκούν εκείνη την εποχή. Δύο ερωμένες , η μνηστή και η μητέρα του. Παλεύουν κι οι τέσσερις να τον κατακτήσουν. Τέλος νικά η μητέρα του , ο άνθρωπος της προσευχής και των δακρύων, της υπομονής και της ελπίδος. Εκείνη που νίκησε τον ατίθασο σύζυγο και τη δύστροπη πεθερά, νίκησε τώρα τον γιό της ύστερα από τριάντα χρόνια αγώνος και προσευχής. Ο Αυγουστίνος παίρνει σταθερή απόφαση να επιστρέψη στον Χριστό και νʼ αφοσιωθή στο έργο της Εκκλησίας Του. Ποιος μπορεί να νιώση τη χαρά της Μόνικας την ώρα που βαπτιζόταν ο γιός της ; Εδώ τελείωσε η αποστολή της. Είδε πια το παιδί της στην αγκαλιά του Κυρίου.
– Νυν απολύεις την δούλην Σου, Δέσποτα, εν ειρήνη, ψελλίζει συγκινημένη. Μητέρα και γιός επιστρέφουν στην Αφρική. Στην Όστια, στις εκβολές σταθμεύουν σε μια φιλική έπαυλη για να ξεκουραστούν. Εκεί η Μόνικα αρρωσταίνει και σε λίγες μέρες, σε ηλικία 56 ετών, παραδίδει το πνεύμα της « εν ειρήνη » στον Δέσποτα Χριστό. Ο Κύριος είχε εκπληρώσει και την τελευταία επιθυμία της. ]
.
Από το βιβλίο « Χαρίσματα και χαρισματούχοι » Τόμος τρίτος Ιερά μονή Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής 2002
πηγή κειμένου:orthodoxi-diapaidagogisi.blogspot.gr
.
.
Μία μητέρα που ήξερε να δακρύζει και να γονατίζει!
απόσπασμα- εδώ ολόκληρο το άρθρο
του Αθανασίου Κοτταδάκη(Πειραική Εκκλησία)
.
Γράφει για την στάση της μητέρας του Μόνικας ο ιερός Αυγουστίνος στις «Εξομολογήσεις» του: «Η μητέρα μου έχυνε για εμένα περισσότερα δάκρυα από όσα χύνουν οι μητέρες επάνω στα νεκρά τέκνα τους. Με την θέρμη της πίστης, η οποία της χάριζε η μεγάλη της ευσέβεια, με έβλεπε ηθικώς νεκρό. Και Συ Κύριε εισάκουσες την δέησή της και δεν περιφρόνησες τα δάκρυά της, με τα οποία πότισε το έδαφος, παντού όπου προσευχόταν. Οι πόνοι της να με αναγεννήσει διά του Πνεύματος ήταν σκληρότεροι από αυτούς τους οποίου υπέφερε να με γεννήσει διά της σαρκός».
.
«Παντρεύτηκε τον ειδωλολάτρη πατέρα μου, άνθρωπο οξύθυμο μα αγαθό, του αφοσιώθηκε σαν στο Χριστό… Αντιμετώπισε με σεβασμό την άλλη πίστη του, δεν επέτρεψε να γίνει το θέμα αυτό αφορμή φιλονικίας μεταξύ τους… Δεν αντιδρούσε με λόγια ή έργα σε ώρα οργής, αλλά την κατάλληλη στιγμή με αγάπη καί λεπτότητα εξηγούσε το λάθος… Δεν έλεγε ούτε μετέφερε λόγο κακό, δεν υποδαύλιζε διχόνοιες, υποβοηθούσε τη συμφιλίωση, την ειρήνη… Προσευχόταν νύχτα καί μέρα, εκκλησιαζόταν τακτικά, τιμούσε τους λειτουργούς της Εκκλησίας, πρόσεχε την ελεημοσύνη… Κέρδισε έτσι γρήγορα την αγάπη, την τρυφερότητα, το σεβασμό του πατέρα μου καί τον ίδιο στη χριστιανική πίστη»!«Αυτά συνέβησαν γιατί είχε Εσένα επιστήθιο φίλο καί διδάσκαλο στο σχολείο της ψυχής», εξηγεί ό Αυγουστίνος καί προσθέτει ότι ή επιστροφή του πατέρα του είναι «το πρώτο δώρο του Θεού στη μητέρα μου, ό αρραβώνας της δικής μου επιστροφής, πού όμως επρόκειτο να αργήσει»! Με το τελευ-ταίο ρίχνει τη γέφυρα πού μας περνά από τη Μόνικα αληθινή χριστιανή σύζυγο τή Μόνικα αληθινή χριστιανή μητέρα, στην περιπέτεια της δικής του αποστασίας καί επιστροφής.
.
Και είναι μια μεγάλη αποστασία ή πρώτη φάση της ζωής του. «Ή μητέρα μας ανάθρεψε γεννώντας μας με ώδίνες τοκετού κάθε φορά πού έβλεπε να ξεμακραίνουμε από Σένα…», γράφει για τη χριστιανική αγωγή της μητέρας του στα τρία παιδιά της. Για τον εαυτό του ειδικά προσθέτει: «Από την τρυφερή ηλικία είχα ακούσματα για την αιώνια ζωή. Η μητέρα με σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τη στιγμή που μ’ έβγαλε άπ’ την κοιλιά της. Με πότισε την Αλήθεια του Θεού με το μητρικό της γάλα… Μικρό παιδί κι εγώ, πρίν Σέ γνωρίσω, σε Σένα εύρισκα στήριγμα καί καταφυγή όταν με μάλωναν οι γονείς ή οϊ δάσκαλοι μου...Αρρώστησα βαριά καί ζήτησα με λαχτάρα να βαφτιστώ… Ή μητέρα με μύησε στο Μυστήριο της λυτρώσεως, μου έμαθε την ομολογία που έπρεπε να απαγγείλω… Καλυτέρεψε όμως ή υγεία μου κι ανέβαλα τη βάφτιση μου. Νικήθηκα από την ιδέα πώς θα ξαναπέσω στην αμαρτία… Ή μήπως καί πήρα αυτή την απόφαση για να είμαι ελεύθερος να την απολαύσω»! Καί με την εμπειρία της επιστροφής πια την ώρα αυτού του «εκ βαθέων» του παρατηρεί: «Ίσως το επέτρεψε ό Θεός για να δώσει στην αγνή καρδιά της μητέρας μου τη χαρά να κυοφορήσει μακροχρόνια κι επώδυνα τη σωτηρία μου»!
.
-----------------------------------------------------------------------------------------------
Η Αγία Μόνικα·
η υποδειγματική, σύζυγος και μητέρα…
Μια μάνα πού με τα δάκρυά της εσωσε τον άσωτο γιό της…
Η Μόνικα γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμιδίας της Αφρικής, το 332 μ.Χ. Οι γονείς της ήταν ευσεβείς χριστιανοί, και παρότι ήταν πλούσιοι, προτίμησαν να της δώσουν χριστιανική παιδεία μάλλον, παρά την ψευδεπίπλαστη μόρφωση, η οποία μεταβάλλει τους ανθρώπους σε ματαιόφρονους χαρακτήρες.
Εμπιστεύθηκαν λοιπόν την ανατροφή της, σε μία ηλικιωμένη και δοκιμασμένη στην αρετή υπηρέτρια, η οποία προσπαθούσε όσο το δυνατόν περισσότερο να την καταστήσει αξία του μελλοντικού της ρόλου. Παρά τις συμβουλές της όμως και τις προφυλάξεις της, η Μόνικα νικήθηκε από μία κακή συνήθεια. Άρχισε να πίνει και με την πάροδο του χρόνου, έπινε πολλά ποτήρια κρασιού, πράγμα το οποίο έκανε μάλλον από νεανική απερισκεψία, παρά από αγάπη προς το ποτό. Ο καλός Θεός όμως, την έφερε σε επίγνωση, όταν ερχόμενη σε προστριβή με μία υπηρέτριά της, της είπε: «Εσύ πού μεθάς, θα με διδάξεις;» Αυτό ήταν αρκετό για να κάνει τη Μόνικα να σταματήσει την κακή της συνήθεια, και όχι μόνο αυτό, αλλά και να αρχίσει να διαβάζει συστηματικά την Αγία Γραφή και να επιδίδεται στο λόγο του Θεού.
Οι γονείς της, την παντρεύουν με τον Πατρίκιο, ο οποίος ήταν από αριστοκρατική οικογένεια, ειδωλολάτρης, αλλά όμως καλοπροαίρετος. Για να τον προσελκύσει η Μόνικα στη χριστιανική πίστη, έκανε πλήρη υπακοή σ’ αυτόν, όπως λέει και ο Απόστολος. Είχε όμως δύο μεγάλα ελαττώματα. Είχε εξωσυζυγικές σχέσεις και ήταν πολύ νευρικός. Η Μόνικα στεναχωριόταν πάρα πολύ και γιατί ο σύζυγός της προσέβαλε τη συζυγική τιμή, αλλά και γιατί ο ίδιος αμάρτανε ενώπιον του Θεού. Η Μόνικα όμως, ποτέ δεν του προκάλεσε σκηνές ή φιλονικίες μέσα στο σπίτι. Εξακολουθούσε να τον περιβάλλει με την αγάπη της και με χριστιανική τρυφερότητα.
Η Μόνικα στάθηκε όμως υποδειγματική και απέναντι στην πεθερά της, η οποία ήταν ιδιότροπη και επιπλέον δεν την συμπαθούσε. Η Μόνικα υπέμεινε και την φρόντιζε με στοργή και η πεθερά της μεταβλήθηκε τόσο πολύ, ώστε να τιμωρεί όσες υπηρέτριες συκοφαντούσαν τη νύφη της. Εκείνο όμως το οποίο την χαροποίησε περισσότερο, ήταν η επιστροφή του Πατρικίου, στο δρόμο του Θεού. Κάποια στιγμή ο σύζυγος της αρρώστησε βαρειά, και λίγο πριν πεθάνει, βαπτίσθηκε χριστιανός.
Η Μόνικα είχε αποκτήσει με τον Πατρίκιο, ένα γιο, τον Αυγουστίνο. Στη νεαρή του ηλικία, ο Αυγουστίνος, ήταν επιρρεπής στην άσωτη ζωή. Η Μόνικα αγωνίστηκε σε όλη της τη ζωή να τον κάνει από μικρό, ένα καλό χριστιανό, αλλά το παράδειγμα του πατέρα του και η ανήσυχη φύση του Αυγουστίνου τον έφεραν στον δρόμο της αμαρτίας. Σε ηλικία 19 ετών, πηγαίνει στην Καρχηδόνα για ευρύτερες σπουδές. Εκεί, όπου η ακολασία οργιάζει, αιχμαλωτίζεται τελείως στις παράνομες απολαύσεις και εισέρχεται στη γνωστή τοτε, αίρεση των Μανιχαίων. Η Μόνικα το μαθαίνει, αλλά όμως ξέρει να υπομένει, να κλαίει και να προσεύχεται. Τον περιμένει τα βράδυα, με δάκρυα στα μάτια, να γυρίσει από τους οίκους της αμαρτίας. Χύνει τόσα δάκρυα -όπως γράφει και ο ίδιος αργότερα στις «Εξομολογήσεις» του-, πολύ περισσότερα από εκείνα τα οποία χύνουν οι μητέρες στις σορούς των κεκοιμημένων παιδιών τους. Έβλεπε καθημερινά τον Αυγουστίνο, όχι σωματικά, αλλά πνευματικά, νεκρό. Ο Θεός όμως, ο οποίος είδε τα δάκρυά της, φροντισε και για την επιστροφή του γιού της. Κάποτε ο επίσκοπος Καρχηδόνας της είχε πει παρηγορητικά: «Ένα παιδί πού προκαλεί τόσα δάκρυα στη μητέρα του, δεν είναι ποτέ δυνατον να χαθεί. Θα σωθεί ο γιος σου.»
Ο Αυγουστίνος, φεύγει από την Καρχηδόνα και πηγαίνει στο Μιλάνο, ως δάσκαλος της ρητορικής. Εκεί συνδέεται με τον ευσεβέστατο επίσκοπο Μεδιολάνων Αμβρόσιο, με τον οποίο η γνωριμία έφερε και την αποχώρησή του από την πλάνη των Μανιχαίων. Ο Αυγουστίνος, συνεχίζει να δοκιμάζει μία πάλη μεταξύ του καλού και του κακού. Φύση συνεχώς ανήσυχη και ανικανοποίητη, ψάχνει συνεχώς την Αλήθεια. Και κάποια μέρα ακούει μια φωνή να του υπαγορεύει: «Πάρε και διάβασε».
Ανοίγει τότε το Ευαγγέλιο σ’ ένα χωρίο και διαβάζει: «Μη κώμαις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις…». Αρχίζει τότε να συναισθάνεται την αμαρτία σαν βασανιστική τιμωρία. Εγκαταλείπει την αμαρτωλή ζωή και σε μια συνεχή πορεία μετανοίας αρχίζει να πλησιάζει όλο και περισσότερο το Θέο. Κατηχείται κοντά στον Άγιο Αμβρόσιο και στις 24 Απριλίου του 387 μ.Χ. βαπτίζεται χριστιανός.
Χαίρονται οι άγγελοι στον ουρανό για κάθε ψυχή πού μετανοεί. Χαίρεται μαζί τους στη γη και η μητέρα του η Μόνικα, η αγία Μόνικα πού με δάκρυα και πάλι, αλλά αυτή τη φορά χαράς, δοξολογεί και ευχαριστεί τον Θεό. Η επιστροφή του πλάσματος στον πλάστη είναι γεγονός.
Μητέρα και γιος επιστρέφουν στη Ρώμη. Εκεί όμως, η Μονικα προσβάλλεται από θανατηφόρα ασθένεια, η οποία επιδεινώνεται καθημερινά σε γρήγορους ρυθμούς… Η ημέρα της αποχώρησής της απο την επίγεια ζωή πλησιάζει, ανοίγει όμως ο δρόμος για την άλλη ζωή, την αιώνια, την ατελείωτη ζωή κοντά στο Θεο… Τώρα όμως, αρχίζει και η θλίψη στην καρδιά του Αυγουστίνου. Η Μόνικα τον παρακαλεί να μη στενοχωριέται, γιατί αυτός ο χωρισμός τους δεν είναι άξιος θλίψης, αφού είναι προσωρινός, γιατί όλοι θα ανταμώσουν και πάλι στην άνω Ιερουσαλήμ. Το μόνο πού τον παρακαλεί είναι να την μνημονεύουν στην Αγία Πρόθεση, στις Θείες Λειτουργίες… Αφησε την πνοή της, διανύοντας το 56ο έτος της ηλικίας της και όταν ο Αύγουστίνος ηταν 33 ετών.
Τα δάκρυα μιας μητέρας, όπως και της Μονικας, σπείρονται σε κάθε βήμα της ζωής της. Προσεύχεται και ελπίζει. Ποτέ δεν κάμπτεται προσευχόμενη. Δεν οργίζεται, δεν μεμψιμοιρεί κατά του Θεού. Την προσευχή της τη συνοδεύει με βίο άγιο, με αγαθοεργίες. Έσωσε τον γιο της, τον σύζυγο, την πεθερά της. Είναι ίσως το καλύτερο παράδειγμα για τις μητέρες, τις συζύγους, τις νύφες…
Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη της στις 15 Ιουνίου.
πηγή: Διμηνιαίο Περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», τεύχος 2, Μάϊος-Ιούνιος 2007, Έκδοσις Ιερά Μονή Αγίου Νεκταρίου, Τρίκορφο Φωκίδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου