Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Ἡ ἁγία Μακρίνα (19 Ἰουλίου) (Μικρό αφιέρωμα)



site analysis


Ἡ ἁγία Μακρίνα
 ἁγία Μακρίναἀγαπητοί μουἔζησε τὸν τέταρτο (Δ΄αἰῶνα σὲ μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερεςπόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίαςτὴν Καισάρεια τῆς ΚαππαδοκίαςΓεννήθηκε τὸ 327 μ.Χ.. Ἀνῆκε σὲ πολύτεκνη οἰκογένεια καὶ ἦταν τὸ πρῶτο καὶ μεγαλύτερο παιδί. Ἡ μητέρα της,ἡ ἁγία Ἐμμέλεια, εἶχε σύζυγο τὸν Βασίλειο,καὶ ἀπὸ τὸ γάμο τους ἀπέκτησαν δέκα παιδιά, τέσσερα ἀγόρια - ἕξι κορίτσια. Ἡ οἰκογένεια αὐτὴ εἶνε ὑπόδειγμα οἰκογενείας.Ἡ ἁγία Μακρίνα, ὡς μεγαλύτερη, ἀναδείχθηκε δεύτερη μάνα τοῦ σπιτοῦ . Φρόντιζε μὲστοργὴ γιὰ τ᾿ ἀδέρφια της καὶ συνέβαλε στὴν διαπαιδαγώγησί τους.
Τρεῖς ἔγιναν ἐπίσκοποι·  ἕνας εἶνε  Μέγας Βασίλειος δεύτερος εἶνε  ΓρηγόριοςΝύσσης τρίτος εἶνε  Πέτρος ἐπίσκοπος Σεβαστείας· τὸ τέταρτο ἀγόρι Ναυκράτιος,ἔγινε μοναχόςΕἶχε δὲ καὶ πέντε ἀδελφές πρῶτος ἀπὸ τὰ ἀγόρια Μέγας Βασίλειοςεἶνεκαύχημα τῆς Ἐκκλησίας· σοφὸς ἱεράρχηςποὺ σπούδασε τὴν ἑλληνικὴ σοφία στὴνἈθήναμετὰ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα τουκαὶ τέλος ἔγινε ἐπίσκοπος Καισαρείας

 Μέγας Βασίλειος στὴν ἀρχὴ εἶχε κλίσι στὸ δικηγορικὸ ἐπάγγελμα καὶ διέπρεπε σ᾿αὐτόἈλλὰ  ἁγία Μακρίνα ἐπέδρασε στὸν χαρακτῆρα του καὶ τὸν ἔστρεψε σὲπνευματικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ μελέτεςκαθὼς καὶ τὰ ἄλλα μικρότερα ἀδέρφια τηςὙπάρχει μία ὡραία εἰκόνα, ποὺ παριστάνει τὴν ἁγία Μακρίνα νὰ περιποιῆται τὸ μικρότερο ἀδελφό της τὸν Πέτρο.
Ἡ Μακρίνα διακρινόταν γιὰ τὸ κάλλος της,τὸ σωματικὸ καὶ τὸ ψυχικό. Ἀπὸ μικρὴ διδάχθηκε τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως, τὶς ὁποῖες ἐφύλαττε μὲ ζῆλο. Ἦταν ἀρκετὰ μορφωμένη. Σὲ νεαρὰ ἡλικία μνηστεύθηκε ἕναν ἐκλεκτὸ νέο τῆς Καισαρείας. Ἀλλὰ προτοῦ νὰ γίνῃ ὁ γάμος ὁ μνηστήρας της ἀπεβίωσε ἐνῷ βρισκόταν σὲ ταξίδι γιὰ τὴν συλλογὴ δημοσίων φόρων. Ἐν συνεχείᾳ, μολονότι πολλοὶ τὴ ζητοῦσαν νὰ τὴν πάρουν σύζυγο, ἐκείνη δὲν θέλησε πλέον ἄλλο γάμο. Ἔμεινε στὸ σπίτι.Προτίμησε τὴ χηρεία παρ᾿ ὅλες τὶς δυσκολίες της. Ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ κάθε κοσμικὴ συναναστροφὴ καὶ ἀφωσιώθηκε στὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν. Συγχρόνως βοηθοῦσε τὴ μητέρα της στὴν ἀνατροφὴ τῶν μικροτέρων ἀδελφῶν της. Εὐγενὴς ψυχὴ ἡ Μακρίνα, βλέποντας τὴ ματαιότητα τῆς παρούσης ζωῆς, ἀπεφάσισε ν᾿ ἀφοσιωθῇ πλέον ἐξ ὁλοκλήρου στὸ Θεό .Ἀνεχώρησε καὶ ἀπεσύρθη μαζὶ μὲ τὴ μητέρα της σ᾿ ἕνα ἐρημικὸ ἀγρόκτημά τους στὸν Πόντο, μέσα σ᾿ ἕνα θαυμάσιο τοπίο μὲ βλάστησι καὶ δάση, ὅπου ἀκούγονταν τὰ κελαϊδήματα τῶν πουλιῶν καὶ ἔτρεχε ὁ Ἴρις ποταμός. Ἐκεῖ ἔχτισαν ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι. Ἐκεῖ ἐμόνασε καὶ ἀσκήτευε. Ἔζησε μὲ προσευχή, μὲ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ μὲ ἀγαθοεργία. Ἡ ἁγία ζωή της εἵλκυσε καὶ ἄλλες γυναῖκες. Ἔτσι σχηματίσθηκε ἕνα κοινόβιο, ψυχὴ τοῦ ὁποίου ἦταν ἡ ἁγία Μακρίνα, προεστῶσα τοῦ ἱεροῦ παρθενῶνος.Κοντὰ ἐκεῖ ἐμόναζε καὶ ὁ ἀδελφός της Βασίλειος. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο, ἀρκετὰ νέος, ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπέθανε . Ἡ κοίμησίς του σκόρπισε θλῖψι καὶ πένθος στὶς ἐκκλησίες καὶ μάλιστα στὸ οἰκογενειακό του περιβάλλον.δωσε δὲ ἀφορμὴ νὰ γίνουν τότε συζητήσεις καὶ νὰ λεχθοῦν πολλὰ γύρω ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.Ἀλλὰ καὶ ἡ ἁγία Μακρίνα δὲν ἔζησε πολύ.Ἔφθασε καὶ τὸ δικό της τέλος.
Λίγο πρὸ τῆς κοιμήσεώς της ἔσπευσε κοντά της  ἄλλος δελφός ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσηςἀφοῦδιήνυσε μεγάλη ἀπόστασιὍταν φτασε ἦταν ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς της. Συναντήθηκαν τὰ δύο ἀδέρφια καὶ δάκρυσαν. Θυμήθηκαν τὰ παιδικά τους χρόνια τὴν ἁγία τους μητέρα, τὸν καλό τους πατέρα,τὴ σοφὴ γιαγιά τους ποὺ ἦταν κόρη ὁμολογητοῦ, ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὡραῖα ποὺ εἶχαν ζήσει.Πρὸ παντὸς θυμήθηκαν τὸν ἀδελφό τους τὸν Μέγα Βασίλειο, καὶ ὁ πρόσφατος θάνατός του ἔδωσε ἀφορμὴ νὰ ὑψωθοῦν σὲ ὕψη πνευμα-τικῶν σκέψεων. Μεταξὺ ἁγίας Μακρίνης καὶ Γρηγορίου Νύσσης διεξήχθη ἕνας διάλογος,τὸν ὁποῖον ἐγὼ θεωρῶ ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Φαίδωνα τοῦ Πλάτωνος· ὕψιστος διάλογος, ὁ ὁποῖος ἔχει μεταφραστῆ στὰ νεοελληνικά, δημοσίευσα δὲ καὶ ἐγὼ ἐπ᾿ αὐτοῦ σχετικὸ ἄρθρο (βλ. «Τὰ Μακρίνεια – Περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν καὶ ἀθανασίας ψυχῆς» περιοδ. «Χριστ. Σπίθα» φ. 300-301/Ἰαν.-Φεβρ. 1967, σσ. 2-3) .Ἔτσι λοιπὸν ἡ ἁγία Μακρίνα, ἀφοῦ ἔζησεμὲ ἄσκησι καὶ ἁγιότητα, παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸν Κύριο τὸ 379 μ.Χ.σὲ ἡλικία 52 ἐτῶν.
Ἡ κηδεία της ἔγινε πάνδημος. Συνέρρευσαν ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας πολλοὶ καὶκήδευσαν τὸ ἅγιο σκήνωμά της μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης.
Ἐκεῖνο ποὺ θέλω τώρα νὰ τονίσω, ἀγαπητοί μου, μὲ ἀφορμὴ τὴν οἰκογένεια τῆς ἁγίας Μακρίνας εἶνε, ὅτι ὁ γάμος εἶνε μυστήριο, ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ μυστήρια. Ὁ λεγόμενος πολιτικὸς «γάμος» δὲν εἶνε μυστήριο, οὔτε συμφωνεῖ μὲ τὰ ἤθη τοῦ λαοῦ μας. Μία μικρὴ μειονότης, δύο στοὺς ἑκατό, κάνουν πολιτικὸ«γάμο». Ἐπιρροὲς ξένων πίεσαν νὰ ψηφιστῇ ὁ σχετικὸς νόμος. Ἐμεῖς κάναμε ἀγῶνα ἐναντίον του. Στὸν Ἅγιο Γερμανὸ Πρεσπῶν ἀρνηθήκαμε ὄχι τὴν ταφὴ ἀλλὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κηδεία ἑνός, ὁ ὁποῖος παρ᾿ ὅλες τὶς συμβουλές μας ἐπέμενε νὰ τελέσῃ πολιτικὸ «γάμο»,διότι ἦταν ἄθεος. Δὲν ὑποκύψαμε. Διότι ἀπόφασις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας εἶνε, ὅσοι τελοῦν πολιτικὸ «γάμο» νὰ στεροῦνται κάθε εὐλογία· διαγράφονται ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ γάμος λοιπὸν εἶνε μυστήριο. Ὑπῆρξανμως ὡρισμένοι ποὺ πολεμοῦσαν τὸ γάμο, διότι τὸν θεωροῦσαν ὡς κάτι τὸ ἁμαρτωλό. Αὐτὸ εἶνε αἵρεσις, τὴν ὁποία καταδικάζει ἡ Ἐκκλησία. Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου (βλ. Α΄ Τιμ. 4,3) , ὅποιος «κωλύει» δηλαδὴ ἐμποδίζει τὸ γάμο, πλανᾶται καὶ ἁμαρτάνει.
Ἀλλ᾿ ὅπως εἶνε αἵρεσις τὸ νὰ ἐμποδίζῃ κανεὶς τὸ γάμο, ἔτσι καὶ ἀκόμα περισσότερο εἶνε αἵρεσις τὸ νὰ ἐμποδίζῃ κάποιος τὸ παρθενεύειν, τὴν παρθενικὴ ζωή . Διότι ἡ παρθενία εἶν εἀνώτερη βαθμίδα ζωῆς, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία· «Τοῖς ἐρημικοῖς, ζωὴ μακαρία ἐστί,θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις» (Παρακλ., ἦχ. πλ. α΄, ἀναβ.). Ἡπαρθενικὴ ζωὴ διακρίνεται σὲ «δύο ἀδελφὰ ῥεύματα», ὅπως γράψαμε κ᾿ ἐμεῖς σὲ ἕνα βιβλίο μας· τὸ ἕνα ῥεῦμα εἶνε ὁ μοναχισμὸς καὶ τὸ ἄλλο ἡ ἱεραποστολή, οἱ ἱεραπόστολοι, αὐτοὶ ποὺ δὲν φεύγουν στὴν ἔρημο ἀλλὰ μένουν μέσα στὴν κοινωνία καὶ ἐργάζονται γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν.Σήμερα γίνεται πόλεμος ἐναντίον τοῦ παρθενικοῦ βίου · ὄχι τόσο τοῦ μοναστηριακοῦ ὅσο τοῦ ἱεραποστολικοῦ βίου ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν. Πόλεμος σφοδρὸς ἐκ μέρους ἀθέων,ἐκ μέρους δημοσιογράφων, ἀλλὰ καὶ ἐκ μέρους ἐπισκόπων, ἀκόμη καὶ μοναχῶν.
Πόλεμος ἀπὸ παντοῦ. Ἀλλ᾿ ὁ φοβερώτερος ἐχθρὸς τοῦ παρθενικοῦ βίου ξέρετε ποιός εἶνε; Εἶνε ἡ ὑπογεννητικότης!
Ἡ πολύτεκνη οἰκογένεια τῆς ἁγίας Μακρίνας ἔδωσε τόσα παιδιὰ νὰ ὑπηρετήσουν τὴν Ἐκκλησία. Οἱ σημερινὲς οἰκογένειες, μὲ σατανικὰ μέσα, δὲν γεννοῦν πλέον παιδιά· γι᾿ αὐτὸ κι ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ γεννιοῦνται δὲν θέλουν ν᾿ ἀφιερωθῇ στὸ Θεὸ κανένα. Πολλοὶ σοῦ λένε ὅτι θρησκεύουν. Ἀλλ᾿ ἅμα τοὺς ρωτήσῃς, πόσα παιδιὰ ἔχουν, ὅλοι σχεδὸν ἀπαντοῦν· «Δύο», «δύο»,«δύο»… Ἐμίσησα τὸν ἀριθμὸ δύο. Ἔχουμε τὰ λιγώτερα παιδιὰ στὰ Βαλκάνια. Ἀλβανία,Σερβία, Βουλγαρία εἶνε γεμᾶτες παιδιά· ἡΤουρκία; δὲν περιγράφεται ἡ ὑπεργεννητικότητά της· ἕνας Τοῦρκος πεθαίνει, δώδεκα γεννιῶνται. Στὴν Ἑλλάδα ἕνας Ἕλληνας πεθαίνει, μισὸς γεννιέται! Θεέ μου, δολοφόνοι!… Τί νὰ τὴν κάνῃς τέτοια θρησκευτικότητα; Τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα εἶνε ὁ φόνος τοῦ παιδιοῦ.
Ἄ, ὄχι καλόγερος!… Τέτοιους γονεῖς, ποὺ ἐμποδίζουν τὰ παιδιά τους νὰ ζήσουν τὴν παρθενικὴ ζωή, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τοὺς ὀνομάζει ἀπίστους. Διότι ἡ ἐπιθυμία τῆς παρθενικῆς ζωῆς εἶνε σπόρος οὐράνιος,ποὺ ὁ Θεὸς τὸν σπέρνει μέσα σὲ ἐκλεκτὲς ψυχές. Αὐτὲς τώρα σπανίζουν πλέον.Κινδυνεύει λοιπὸν νὰ σβήσῃ ἡ παρθενικὴ ζωή, κινδυνεύει νὰ σβήσῃ καὶ τὸ ἔθνος ἐξ αἰτίας τῆς ὀλιγοπαιδίας  , ὅπως λέει ὁ ἱστορικὸςΠολύβιος. Γι᾿ αὐτὸ ὅσοι πιστεύετε, εἴτε ἔγγαμοι εἴτε ἄγαμοι, λατρεύσατε ἐμπράκτως, ἐνλόγοις καὶ ἔργοις, Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

ΠΗΓΗ.ΑΚΤΙΝΕΣ


Η ΟΣΙΑ ΜΑΚΡΙΝΑ, ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΠΗΓΗ. kantonopou 
«Η οσία Μακρίνα, η οποία κοσμείτο από το κάλλος του σώματος και τους σεμνούς τρόπους, επρόκειτο να παντρευτεί κάποιον εξίσου σεμνό και ωραίο άνδρα. Όταν ακόμη ήταν μνηστευμένη, έφυγε από τη ζωή ο υποψήφιος άνδρας της, κι αυτή, ενώ πολλοί άλλοι τη ζητούσαν σε γάμο, απεφάσισε να ζήσει ως χήρα, χωρίς να έχει αποκτήσει πείρα και των ωραίων στιγμών του γάμου. Χωρίστηκε λοιπόν από κάθε κοσμική σχέση, ζούσε μαζί με τη μητέρα της, την αγία Εμμέλεια, αφιερωμένη στις θείες αρετές και ασχολουμένη σαν δεύτερη μητέρα, μια που ήταν και η πρώτη στην ηλικία, με την ανατροφή των μετά από αυτήν αδελφών της, εννέα τον αριθμό. Αφού έζησε με οσιακό τρόπο και με πνευματικές ασκήσεις, έφτασε στο τέλος της και εξεδήμησε προς τον Κύριον».
     Ο υμνογράφος της ακολουθίας της, ακολουθώντας πολλούς εκκλησιαστικούς άνδρες που την εγκωμίασαν για την αγιασμένη ζωή της, χρησιμοποιεί πράγματι και αυτός πολλούς επαίνους για την αγία. Ιδιαιτέρως στέκεται κανείς με προσοχή σ’ έναν ύμνο από την τρίτη ωδή του κανόνα της, ο οποίος σε λίγες γραμμές μάς δείχνει το πώς έφτασε η οσία σε μεγάλο πνευματικό ύψος, αλλά αποκαλύπτει ταυτόχρονα, με συνεσκιασμένο βεβαίως τρόπο, τη σοφία και το παιδαγωγικό ήθος της μητέρας της, Εμμέλειας. ῾Αγιωσύνης, απαλών εξ ονύχων, επόθησας, οφθαλμοίς τε μητρικοίς τετηρημένη, διέμεινας, Μακρίνα, πανάφθορος και παναμώμητος». Δηλαδή: Πόθησες από μικρό παιδάκι την αγιωσύνη, και αφού σε πρόσεξαν οι μητρικοί οφθαλμοί, διατηρήθηκες πανάφθορη και πάναγνη, Μακρίνα. Ο υμνογράφος χρησιμοποιεί, όπως είπαμε, πολλούς επαίνους, κάτι που φαίνεται και στον παραπάνω ύμνο. Όχι απλώς η οσία υπήρξε άφθορη και αγνή, αλλά παν-άφθορη και παν-αμώμητη. Δηλαδή ο υμνογράφος φθάνει σε σημείο υπερβολής, αφού μόνον για την Παναγία, τη μητέρα του Κυρίου μας, λέγονται τέτοιες εκφράσεις. Ο υμνογράφος προφανώς λαμβάνει υπόψη του όχι μόνο την αγιασμένη ζωή της, αλλά και το γεγονός ότι υπήρξε κόρη μίας αγίας γυναίκας, της αγίας Εμμέλειας, εγγονή μίας εξίσου αγίας, της αγίας Μακρίνας, της γιαγιάς, μαθήτριας του αγίου Γρηγορίου του Νεοκαισαρείας του θαυματουργού, και αδελφή μεγάλων αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του Μ. Βασιλείου και του αγ. Γρηγορίου Νύσσης. Ποιος δεν θα σκεφτόταν ότι ευρισκομένη η αγία σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με τέτοια μεγάλα αναστήματα – για τα οποία μάλιστα, όσον αφορά στα αδέλφια της, συνέβαλε και η ίδια αποφασιστικά στην ανατροφή τους – δεν θα βοηθείτο και η ίδια στον περαιτέρω αγιασμό της;
     Ο ύμνος όμως μας καθοδηγεί στην κατανόηση της πνευματικής της ανέλιξης: (1) Η οσία έφτασε σε τέτοιο ύψος αγιότητας και αγνότητας, λόγω καταρχάς του πόθου της για την αγιωσύνη, και μάλιστα «εξ απαλών ονύχων». Από μικρό παιδί ο νους και η καρδιά της ήταν στραμμένα προς τον Θεό. Η μητέρα της φρόντισε ιδιαιτέρως γι’ αυτό, ήδη από την εγκυμοσύνη της. Σαν να έριξε την πρωτοκόρη της, ευρισκομένη ακόμη σε εμβρυϊκή κατάσταση, στα χέρια του Χριστού. Κι είναι τούτο μία εικόνα που μας δείχνει ο υμνογράφος: «επ’ αυτώ (τω Χριστώ)γαρ από γαστρός, επερρίφης άμωμε». Με την αγία Μακρίνα φαίνεται πολύ καθαρά το πόση σημασία έχει η εκ νεότητος στροφή προς τον Θεό και πόσο ρόλο παίζει η μητέρα στη δημιουργία ενός «περιβάλλοντος», πριν ακόμη έλθει στον κόσμο το παιδί της. Ό,τι έλεγε και ο αγιασμένος γέροντας Πορφύριος, ο οποίος τόνιζε ιδιαιτέρως το ρόλο ακριβώς της μητέρας, που την καλούσε να προσεύχεται, να είναι ήρεμη, να μελετά τον λόγο του Θεού, ήδη από την εγκυμοσύνη της, προς χάρη ακριβώς του εμβρύου παιδιού της. «Το νιώθουν τα παιδάκια», έλεγε. «Τα ασφαλίζετε έτσι με τη χάρη του Θεού».
     (2) Εκείνο όμως που είναι εξίσου ή και περισσότερο από το παραπάνω σημαντικό, είναι η φράση του υμνογράφου «οφθαλμοίς τε μητρικοίς τετηρημένη». Η οσία Μακρίνα βεβαίως πόθησε, και για τους λόγους που είπαμε, την αγιωσύνη, τον ίδιο δηλαδή τον Χριστό ως νυμφίο της ψυχής της, αλλά και η μητέρα της Εμμέλεια, δεν έπαυσε να τη φροντίζει και να την παρακολουθεί διακριτικά και με αγάπη. Η επισήμανση του υμνογράφου είναι σαφής: η μητέρα δεν αφέθηκε στη χάρη μόνο του Θεού ή και στην καλή «πάστα» του παιδιού της. Προφανώς γνωρίζοντας την ανθρώπινη φύση και ξέροντας τους κινδύνους που υπάρχουν στην ανάπτυξη ενός παιδιού, λόγω και της πονηρίας του «αρχεκάκου διαβόλου» – άλλωστε «επί τα πονηρά έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς» κατά τη Γραφή – είχε την έγνοια της κόρης της. Την παρακολουθούσε, όχι όμως με τρόπο αδιάκριτο και παρεμβατικό, ώστε να δημιουργήσει αντίδραση και γογγυσμό στο παιδί της, αλλα με διάκριση και με αγάπη. Πώς το λέει ο υμνογράφος; «μητρικοίς οφθλαμοίς», δηλαδή με μάτια γεμάτα από αγάπη, όπως είναι τα μάτια μίας στοργικής μητέρας. Υποκλινόμαστε στο σημείο αυτό όχι στην οσία Μακρίνα, αλλά στη αγία Εμμέλεια, και καταλαβαίνουμε έτσι πολύ καλά, το πώς μία οικογένεια έφτασε στο σημείο να αναδείξει όχι ένα ή δύο, αλλά πολλούς αγίους. Διότι ακριβώς είχε και μία τέτοια μάνα!
 παπα Γιώργης Δορμπαράκης
http://pgdorbas.blogspot.gr/2013/07/blog-post_6841.html


Οι τελευταίες στιγμές της Αγίας Μακρίνας  (Αγίου Γρηγορίου Νύσσης)
19 Ιουλίου 2014
Πατερική Θεολογία  
normal_AGIA__MAKRINA_B
Τελευταία συνάντηση

Όταν ξανανταμώσαμε – γιατί δε με  άφηνε να περνώ μόνος μου την ελεύθερη ώρα – αφού θυμήθηκε όσα από μικρή είχε ζήσει, τα έλεγε όλα με τη σειρά, σαν ιστορία- κι όσα θυμόταν από τη ζωή των γονιών μας, και όσα πριν να γεννηθώ εγώ κι εκείνα που απ’ την κατοπινή ζωή μας θυμόταν.
Είχε σκοπό της μ’ αυτή την εξιστόρηση να ευχαριστήσει το Θεό. Γιατί τη ζωή των γονέων μας την πα­ρουσίαζε λαμπρή και περίβλεπτη για την εποχή εκείνη, όχι τόσο από την περιουσία τους, όσο γιατί έγινε μεγάλη από τη φιλανθρωπία του Θεού. Οι γονείς του πατέρα μας, για την ομολογία της πίστεώς τους στο Χριστό, είχαν υποστεί δήμευση της περιουσίας τους. Ενώ ο παππούς από τη μητέρα μας θανατώθηκε από βασιλική αγανάκτηση, και η μεγάλη του περιουσία παραδόθηκε σε άλλα αφεντικά. Κι όμως με την πίστη στο Θεό τα αγαθά τους αυξήθηκαν τόσο πολύ, ώστε στα χρόνια εκείνα να μην υπάρχει κανείς που να τους ξεπερνά. Όταν πάλι μοιράσθηκε η περιουσία τους σε εννέα μέρη, όσα δηλαδή ήταν τα παιδιά τους, τόσο αυξήθηκε στο κάθε παιδί με την ευλογία του Θεού το με­ρίδιό του, ώστε η κληρονομιά χωριστά καθ’ ενός παι­διού να ξεπερνά τη μεγάλη περιουσία των γονέων μας.
Κι’ απ’ όσα δόθηκαν στην ίδια τη Μακρίνα, κατά τη διανομή σε όλα τα αδέλφια, τίποτε δεν κράτησε, αλλά όλα τα παρέδωσε να τακτοποιηθούν, κατά τη θεία εντολή, από τα χέρια του ιερέως. Έγινε δε τόση η περιουσία της, από την ευλογία του Θεού, ώστε να μη σταματούν ποτέ τα χέρια της να δουλεύουν τις εντολές. Ούτε ποτέ απέβλεψε σε ανθρώπινη βοήθεια, ούτε ποτέ από κάποια ανθρώπινη ευεργεσία πήρε αφορμή να ενεργεί φιλάνθρωπα η ίδια. Αλλά ούτε όσους ζητούσαν βοήθεια αποστράφηκε, ούτε επιζητούσε όσους έδιναν χρήματα, γιατί ο Θεός μυστικά με την ευλογία Του, αύξανε όπως τα σπέρματα και τους μικρούς πόρους από την εργασία της σε πλούσιο καρπό.
Όταν έπειτα άρχισα εγώ να της διηγούμαι τα βά­σανά μου, πρώτα την εξορία από το βασιλιά Ουάλη για την πίστη, έπειτα τη σύγχυση στις Εκκλησίες από τις αιρέσεις, που μας καλούσε σε αγώνες και κόπους, μου είπε:
— Δε θα παύσεις να φέρεσαι με αγνωμοσύνη στις ευ­εργεσίες του Θεού; Δε θα θεραπεύσεις την αχαριστία της ψυχής σου; Δε συγκρίνεις την κατάσταση των πα­τέρων μας με τη δική σου; Στον κόσμο αυτό γι’ αυτόν το λόγο κυρίως καυχόμαστε, γιατί ευτυχούμε και για­τί η καταγωγή μας είναι από γονείς ευγενείς. Ο πατέ­ρας μας θεωρείτο σπουδαίος βέβαια για την εποχή του, ως προς τη μόρφωσή του, αλλ’ όμως η φήμη του σταματούσε στα τοπικά δικαστήρια. Κι αν ακόμη τους υπόλοιπους τους ξεπερνούσε στη ρητορική δύναμη, δε βγήκε από τον Πόντο η φήμη του. Του έφθα­νε όμως ότι ήταν στην πατρίδα του φημισμένος. Εσύ όμως είσαι ονομαστός σε πόλεις, σε δήμους και σε έθνη, κι εσένα για βοήθεια και διόρθωση Εκκλησίες σε στέλνουν και Εκκλησίες σε προσκαλούν. Και σε όλα αυτά δε βλέπεις τη χάρη του Θεού; Ούτε καταλα­βαίνεις την αιτία των τόσο μεγάλων δωρεών, ότι δηλαδή η ευχή των γονέων μας σε ανεβάζει τόσο ψηλά, παρ’ ότι από μόνος σου δεν είχες καμμία ή μικρή προ­ετοιμασία, για ένα τέτοιο έργο;
Ενώ εκείνη μου έλεγε αυτά, εγώ λαχταρούσα να παραταθεί περισσότερο το φως της ημέρας, ώστε να μη σταματήσει να γλυκαίνει τ’ αυτιά μου ο λόγος της. Αλλ’ η φωνή των ψαλτριών μάς καλούσε στην εσπε­ρινή ευχαριστία. Κι’ αφού έστειλε εμένα στην ακολουθία, η Μεγάλη ανυψωνόταν νοερά με την προσευ­χή στο Θεό.

Στις ύστατες στιγμές
Έτσι πέρασε η νύχτα. Μόλις όμως ξημέρωσε, καταλάβαινα καθαρά απ’ όσα έβλεπα πως η παρούσα ημέρα ήταν γι’ αυτήν η τελευταία της επίγειας ζωής της. Ο πυρετός είχε εξαντλήσει όλη τη φυσική δύναμή της. Εκείνη όμως βλέποντας την αδυναμία της ψυχής μου, προσπαθούσε να μου απαλύνει την καταθλιπτική διάθεση για τα αναμενόμενα, σκορπίζοντας και πάλι με τα καλά της λόγια τη λύπη της ψυχής μου. Την είχε όμως καταλάβει ήδη ελαφρά και συνεχής δύσπνοια. Μπροστά σ’ αυτό το θέαμα η ψυχή μου κυριεύθηκε από πολύ διαφορετικά συναισθήματα. Από το ένα μέρος, όπως ήταν επόμενο, η ανθρώπινη φύσις βάραινε από θλίψη, γιατί δεν έλπιζα να ξανακούσω τη φωνή της και πίστευα, όσο ποτέ άλλοτε, ότι το κοινό καμάρι της γενιάς μας θα έφευγε από τη ζωή αυτή. Η ψυχή μου όμως, από το άλλο μέρος, σχεδόν ενθουσιαζόταν από τα όσα έβλεπε, καθώς διαισθανόμουν ότι η Μακρίνα έχει ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση. Γιατί θεωρούσα ότι ήταν πάνω από τα ανθρώπινα μέ­τρα η τέλεια αταραξία της ακόμη και τώρα, που βρι­σκόταν στις τελευταίες της στιγμές και περίμενε το θάνατο  και το ότι δε δείλιασε μπροστά στον αποχωρισμό της ζωής, αλλ’ αντιμετώπισε με γενναίο φρό­νημα, μέχρι την τελευταία της αναπνοή, όσα είχαν αποφασισθεί από τον Θεό, για την επίγεια ζωή της. Έμοιαζε με άγγελο που έλαβε, κατά θεία οικονομία, ανθρώπινη μορφή. Δεν είχε καμμιά συγγένεια ή σχέση με την κατά σάρκα ζωή κι έτσι δεν υπήρχε τίποτε που να εμπόδιζε τη διάνοιά της να μένει απαθής, αφού η σάρκα ήταν ανίσχυρη να την τραβήξει προς τις δι­κές της αδυναμίες. Έβλεπα τότε ότι εξωτερίκευε στους παρόντες το θείο εκείνο και καθαρό έρωτα προς τον αόρατο Νυμφίο, που έτρεφε μυστικά στα βάθη της ψυχής της και δημοσίευε τη διάθεση της καρδιάς της. Φαινόταν πως βιάζεται να φθάσει προς τον Ποθούμενο, ώστε να βρεθεί κοντά Του όσο γίνε­ται πιο γρήγορα, απαλλαγμένη από τα δεσμά του σώματος. Στ’ αλήθεια σαν προς εραστή πορευόταν, γιατί τίποτε άλλο από τα ευχάριστα της ζωής δεν μπορούσε να τραβήξει το ενδιαφέρον της.
Είχε περάσει πια το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας κι ο ήλιος έγερνε στη δύση του. Ωστόσο η προθυμία της δεν υποχωρούσε. Αντίθετα όσο πλησίαζε προς το θάνατο, σαν να έβλεπε πιο πολύ την ομορφιά του Νυμφίου της, έτρεχε προς τον Ποθούμενο με περισ­σότερη βιασύνη. Κι έλεγε τέτοια λόγια, όχι σε μας που ήμαστε παρόντες, αλλά στον ίδιο τον Κύριο, προς τον Οποίο είχε προσηλώσει τα μάτια της. Καθώς ήταν στραμμένη η φτωχική στρωμνή της προς την ανατολή, αφού έπαψε πλέον να μιλάει σε μένα, από δω και πέρα με την προσευχή της μιλούσε προς το Θεό, ικετεύοντας με τα χέρια της και σιγοψιθυρίζοντας με ισχνή φωνή, έτσι που με δυσκολία καταλά­βαινα αυτά που έλεγε. Και ήταν τέτοια η προσευχή της, ώστε να μη χωρά αμφιβολία πως έφθανε στο Θεό και γινόταν ευπρόσδεκτη.



Η προσευχή της

«Συ Κύριέ μου, έλεγε, εξαφάνισες από μέσα μας το φόβο του θανάτου.
Συ έκανες, για χάρη μας, το τέλος αυτής της πρόσκαιρης ζωής ξεκίνημα της αληθινής και αιώνιας ζωής.
Συ για λίγο καιρό αναπαύεις με τον ύπνο του θα­νάτου τα σώματά μας και πάλι θα τα ξυπνήσεις με τη σάλπιγγα της δευτέρας παρουσίας Σου.
Συ παραδίδεις σαν περιουσία στης γης τα σπλά­χνα πάλι το χωματένιο σώμα μας, που με τα χέρια Σου έπλασες και ξαναπαίρνεις πάλι ό,τι έδωσες στη γη, κάνοντας το θνητό και άσχημο σώμα μας λαμπρό, με την αφθαρσία και τη χάρη Σου.
Συ μας γλύτωσες από την κατάρα και την αμαρτία, αφού δέχθηκες κι έγινες και τα δύο για τη δική μας σωτηρία.
Συ σύντριψες τις κεφαλές του δράκοντα που με το χάσμα, που έφερε η παρακοή των πρωτοπλάστων, κράταγε γερά από το λαιμό τον άνθρωπο.
Συ μας άνοιξες το δρόμο για την Ανάσταση, συντρίβοντας τις πύλες του Άδη και κατάργησες αυτόν, που ως τότε είχε την εξουσία του θανάτου.
Συ έδωσες σε όσους Σε ευλαβούνται, σαν σημείο δυνάμεως, τον τύπο του Παναγίου Σταυρού Σου, για να νικάμε το διάβολο και ν’ ασφαλίζουμε τη ζωή μας.
Θεέ αιώνιε,
Σε Σένα παραδόθηκα από την ώρα που γεννήθηκα,
Εσένα αγάπησε η ψυχή μου, με όλη της τη δύναμη.
Σε Σένα αφιέρωσα και το σώμα και την ψυχή μου από τα νεανικά μου χρόνια μέχρι τώρα.
Συ, Κύριε, βάλε και τώρα στο πλευρό μου φωτει­νό άγγελο να με οδηγήσει στον τόπο της αναψυχής, όπου κυλάνε τα δροσερά νερά που αναπαύουν τις ψυ­χές, μέσα στην αγκάλη των αγίων πατέρων.
Συ που έπαυσες την ισχύ της πύρινης ρομφαίας κι επανέφερες στον Παράδεισο τον άνθρωπο, που σταυ­ρώθηκε μαζί Σου και πρόσπεσε στην ευσπλαχνία Σου, θυμήσου κι εμένα στη Βασιλεία Σου.
Γιατί και ’γω σταυρώθηκα μαζί Σου, αφού για τον άγιο φόβο Σου κάρφωσα τη χωματένια σάρκα μου και σεβάσθηκα τα θελήματά Σου.
Ας μη με χωρίσει το φοβερό χάσμα του θανάτου από τους εκλεκτούς Σου.
Στο δρόμο μου να μη σταθεί ο διάβολος εμπόδιο, ούτε η αμαρτία μου να βρεθεί μπροστά Σου, εάν σε κάτι αμάρτησα από αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως με λόγια, με πράξεις ή με λογισμούς.
Συ που έχεις εξουσία να συγχωρείς πάνω στη γη τις αμαρτίες, συγχώρεσέ με, για να αναπαυθώ και να βρεθώ μπροστά Σου, όταν χωρισθώ από το σώμα μου, χωρίς ρύπο ή κηλίδα στης ψυχής μου τη μορφή.
Δώσε να γίνει δεκτή η ψυχή μου στα χέρια Σου, καθαρή και αμόλυντη, ως θυμίαμα ευωδιαστό ενώπιόν Σου.»

Προς τα Ουράνια σκηνώματα

Λέγοντας αυτά σφράγιζε συγχρόνως με το σημείο του Σταυρού τα μάτια της, το στόμα της, και το μέ­ρος της καρδιάς της. Σιγά-σιγά και η γλώσσα της, που φρυγάνιασε από τον πυρετό, δεν άρθρωνε πλέον καθαρά τις λέξεις. Η φωνή της χανόταν, και μόνο με το ανοιγόκλεισμα των χειλιών της καταλαβαίναμε πως προσευχόταν ακόμα.
Εν τω μεταξύ όταν σουρούπωσε και κάποια έφε­ρε φως, άνοιξε ορθάνοιχτα τα μάτια της και βλέπο­ντας προς την ανατολή, έδειχνε ολοφάνερα πως επιθυμούσε να πει την εσπερινή ευχαριστία. Επειδή όμως η φωνή της είχε σβήσει, μόνο με την καρδιά και την ικετευτική κίνηση των χεριών της ικανοποιούσε την επιθυμία της και τα χείλη της τα κινούσε σύμφω­να με την εσωτερική της διάθεση. Σαν αποτελείωσε την ευχαριστήρια προσευχή της, σήκωσε το χέρι στο πρόσωπό της κάνοντας το σημείο του σταυρού, για να δηλώσει το τέλος της προσευχής. Έπειτα, αφού ανέπνευσε βαθιά και δυνατά, μαζί με την προσευχή τελείωσε και τη ζωή της.
Καθώς βρισκόταν πλέον ακίνητη και χωρίς πνοή μπροστά μου, θυμήθηκα τις εντολές της, όσες έδωσε ευθύς από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, λέ­γοντας πως θέλει τα δικά μου χέρια να της κλείσουν τα μάτια κι από μένα να γίνουν οι κανονισμένες φρο­ντίδες για το νεκρό της σώμα. Πλησίασα τότε το πα­γωμένο από τη λύπη χέρι μου πάνω στο άγιο πρόσω­πό της, όσο για να μη φανεί πως αδιαφόρησα στην εντολή της. Γιατί τα μάτια της δεν είχαν ανάγκη να τα τακτοποιήσει κανείς. Είχαν σκεπασθεί κόσμια με τα βλέφαρά της, όπως γίνεται στην ώρα του φυσικού ύπνου. Τα χείλη της ήταν κλεισμένα όπως έπρεπε και τα χέρια της ήταν ευπρεπώς στο στήθος τοποθε­τημένα. Και όλο το σώμα της έλαβε από μόνο του την αρμόζουσα θέση, ώστε δεν χρειαζόταν καθόλου ξένο χέρι να το ευτρεπίσει.

(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον της Οσίας Μακρίνης, εκδ. Ι.Μ. Αγίων Πάντων, Σπέτσαι, -απόσπασμα- σ. 56-67

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Θαύματα της Αγίας ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης.



site analysis



ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΥ
Η ίδρυσης της Ιεράς Μονής χρονολογείται από το 1325 μ.Χ. στην περιοχή Λίτρες της Aνδρου, με θαυματουργικό τρόπο, αφού η Αγία Μαρίνα παρουσιάσθηκε σε ένα γέροντα ασκητή της εποχής στον τόπο αυτό (σημερινά Αποίκια), που του υπέδειξε να βρει την κεκρυμένη σε μια σχισμή ενός βράχου εικόνα της. Ο αυτοκράτωρ Εμμανουήλ Παλαιολόγος, τον ενισχύει οικονομικά και ιδρύει την Μονήν. Κατά τον 16ον αιώνα, ύστερα από επιδρομές πειρατών κατακαίεται τρεις φορές η Μονή, και οι λιγοστοί μοναχοί που είχαν απομείνει δεν μπορούν να δώσουν την παλαιά αίγλη στην Μονή. Το έτος 1743 η Μονή πια ευρίσκεται σε τελεία παρακμή και μόνο πέντε υπέργηροι Μοναχοί υπάρχουν στη Μονή.
Όμως η Αγία Μαρίνα, με νέο θαύμα, φέρνει στη Μονή της τον Ιερομόναχο Σωφρόνιο τον Πελοππονήσιο, που με συνεχή οράματα, τον κρατά στην Μονή, και που εκποιώντας την περιουσία του στην Πελοπόννησο, ανακαινίζει τη Μονή και την μετατρέπει σε γυναικεία το έτος 1746. Πολλές αρχοντοπούλες της Ανδρου ενδύονται το αγγελικό σχήμα, και φθάνει ο αριθμός των Μοναζουσών, πλέον τας εκατόν (100). Η αίγλη της Μονής και η φήμη της, γίνεται γνωστή σ’ όλο τον τότε κόσμο, αφού το αργυροποιείο, η χαρακτική, και η βιοτεχνία του μεταξοσκώληκα, είναι το παγκόσμιο γνώρισμά της. Όμως δεν άργησε και πάλι η Μονή, να δοκιμασθεί όσο ποτέ άλλοτε, και να κλείσει με διάταγμα του Όθωνα, διά του Βαυαρού Υπουργού Εσωτερικών Μάουερ, που εδίδετο εντολή να κλείσουν 417 Μοναστήρια –μεταξύ των οποίων ήτο και η Μονή της Αγίας Μαρίνης Ανδρου – να δημευθεί η περιουσία τους και οι Μοναχοί ή Μοναχές να μετατεθούν στα Μοναστήρια που παρέμειναν, ή να κοσμοποιηθούν. Τούτο έγινε το έτος 1833. Την εικόνα της Αγίας Μαρίνης την θαυματουργή, την αγόρασε σε
δημοπρασία η ιστορική Οικογένεια Εμπειρίκου, και την διαφύλαττε στον κεντρικό Ναό της Χώρας, την Παναγία, επί 146 έτη.
Η ιερά Μονή μετατρέπεται σε στάβλο ζώων, γκρεμίζονται και σχεδόν ισοπεδώνονται τα κτήρια, και μια αμορφη μάζα από πέτρες και ξύλα και ακαθαρσίες ζώων και ανθρώπων που περνούν από εκεί, για να σταβλίσουν τα ζώα τους (αρνιά, κατσίκια, βόδια, άλογα), είναι η εικόνα που αντικρίζει ο περαστικός. Από εδώ και κάτω φίλοι αναγνώστες θα αφήσουμε τον Ηγούμενο π. Κυπριανό, και πρώην Αρχοντάρη της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου του Αγίου Όρους να μας πει, πώς με την βοήθεια της Αγίας Μαρίνης και των Αγίων Αικατερίνης και Παρασκευής επανοικοδομήθηκε και ανασυστάθηκε η Μονή, για να ομοιάζει σήμερα με ολόλευκο Πύργο και παλάτι φιλοξενίας και αγάπης Χριστού.
«Το έτος 1975 είμαι διάκονος του Σεβ/τάτου Μητροπολίτου Σύρου, Τήνου, Ανδρου κ.λ.π. κ. Δωροθέου, και προσωπικός του ακόλουθος. Με έπαιρνε πάντοτε μαζί του, σαν διάκονό του, στις ιεροτελεστίες των εορταζόντων Μονών ή Ναών. Την 20η Ιουλίου του έτους εκείνου ενθυμούμαι ότι πήγαμε μαζί στην Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου της Ανδρου. Διερχόμενοι από το ερειπωμένο κάστρο και τη Μονή της Αγίας Μαρίνης κάμνει μια ευχή, όπως μου είπε αργότερα, «Αγία μου Μαρίνα να με αξιώσεις, πριν κλείσω τα μάτια μου, να σε δω τουλάχιστον καθαρισμένη… ως πότε θα σε βλέπω να παραμένεις στάβλος». Στη συνέχεια της ενδόμυχης ευχής του απευθύνεται σε μένα και μου λέγει : «Κυπριανέ άκουσες τι ευχή έκανα». Όχι, του απαντώ, και μου φανερώνει την ευχή. Του απαντά η ταπεινότης μου, «Να σε αξιώσει Δέσποτά μου η Αγία Μαρίνα, να δεις τη Μονή της όπως επιθυμείς». Τρεις φορές κατά τη διαδρομή ο Σεβασμιότατος μου επανέλαβε, έντονα την ευχή του για τη Μονή της Αγίας Μαρίνης, και τις τρεις φορές έλαβε την ίδια απάντηση από την ταπεινότητά μου,
ώσπου μετά το πέρας της λειτουργίας, επήγε ο καθένας στα ίδια. Η ελαχιστότης μου έμεινε στο πατρικό σπίτι στην Ανδρο, στο χωριό που μέχρι σήμερα εφημερεύω, και που είχα πρόγραμμα να κτίσω Ναό του Αγίου Κυπριανού.
Με τη σκέψη αυτή, ξάπλωσα να ξεκουραστώ αλλά δεν πρόφτασα, διότι με πρόλαβε το τηλεφώνημα του Αρχιερατικού Επιτρόπου, που έλεγε: «Ο Δεσπότης Κυπριανέ, προτείνει σε σένα και σε μένα να αναστηλώσουμε τη Μονή της Αγίας Μαρίνης και ο Δεσπότης μας, θα φροντίσει να γίνει, με υπουργικό διάταγμα, η ανασύσταση της Μονής». Αρνήθηκα να δεχτώ την πρόταση του Δεσπότη μας στον Αρχιερατικό επίτροπο, αν και μου επανέλαβε επί τρεις συνεχείς ημέρες, λέγοντάς του τα σχέδιά μου, και ότι έχω υπό την προστασία μου την υπερήλικη μητέρα μου. Αισθανόμενος, ύστερα από αυτή την άρνησή μου, άσχημα ανέβηκα στο δωμάτιό μου, για να αναπαυθώ, έκαμα την προσευχή μου, σε μια εικόνα της Αγίας Μαρίνας, λέγοντάς της τα εξής : «Αγία μου Μαρίνα μη εκλάβεις την άρνησίν μου, σαν άρνησιν προς το ʼγιον πρόσωπό σου. Εγώ σε αγαπώ, είσαι η αγαπημένη, από τις αγαπημένες μου Αγίες, και εσύ γνωρίζεις τον ιερό μου πόθο. Πεπεισμένος ότι τα είχα βρει με την Αγία Μαρίνα έπεσα ήσυχος να κοιμηθώ. Δεν ενθυμούμε τι ώρα ήτο και αν ήμουν κοιμώμενος ή έξυπνος,
όταν νοιώθω σε κάποιο σημείο του δωματίου να γίνεται σεισμός και να συνταράσσεται το δωμάτιο. Σκέφθηκα ότι αν είναι σεισμός, έχω δύο σκάλες να κατέβω, οπότε δεν προλαμβάνω και θα με καταπλακώσουν τα ερείπια. Έκαμα το Σταυρό μου και είπα : «Κάθισε εδώ Κυπριανέ και σκεπάσου με την κουβέρτα και ότι πει ο Θεός».
Εκείνη τη στιγμή νοιώθω κάτι να με αρπάζει και να με τοποθετεί κάπου. Ξυπνάω λοιπόν και βλέπω ότι ευρισκόμουν στα ερείπια της Αγίας Μαρίνης – σε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων από το σπίτι μου – και διαλογιζόμουν, «τι είναι αυτά που λέει ο Δεσπότης μου, είναι δυνατόν να αναστηλωθεί αυτή η Μονή που είναι πετρωμένα μπάζα, να κοπούν τα πελώρια δένδρα που είχαν γίνει δάσος κ.λ.π. εμπόδια». Κάνοντας αυτούς τους διαλογισμούς, βλέπω να σχίζεται στα δύο το Νότιο μέρος του τοίχους, να ανοίγει σαν συρταρωτή πόρτα, και να παρουσιάζεται ένας αμαξωτός δρόμος που έφθανε στην κορυφή του βουνού, και να ξεπροβάλλουν τρεις νέες Μοναχές που μου έκαμαν νεύμα να σταματήσω εκεί που ήμουν, διότι ερχόντουσαν να με συναντήσουν.
Μέσα σε λίγα λεπτά ήλθαν μπροστά μου η μία πίσω από την άλλη – και η πρώτη παίρνει το λόγο – με χαιρετάει και μου λέγει : «Χαίρε Κυπριανέ…». Εγώ φοβούμενος από το παράδοξο αυτό θαύμα που βλέπω, κάμνω μια υπόκλιση σεβασμού και λέγω : «Ευλογείτε Γερόντισσες…». Τότε αυτή που με χαιρέτησε, επιτακτικά μου λέγει : «Θα κτιστεί το Μοναστήρι Κυπριανέ, και να δεχθείς την εντολή του Δεσπότη σου». Αρχισα τότε εγώ να προφασίζομαι, με πολλά «πως», πω τούτο, πώς εκείνο, θέλουμε πολύ νερό και δεν υπάρχει Γερόντισσα. Τότε με πάει σε ένα μέρος της Μονής και μου λέγει : «εδώ έχω νερό Κυπριανέ, για να πίνει όλη η Ανδρος». Πράγματι ευρέθη το άφθονο νερό στο σημείο που μας υπέδειξε η Αγία Μαρίνα.
Συνεχίζω εγώ όμως την άρνησή μου και τις προφάσεις μου λέγοντάς της : « Γερόντισσα ποιος θα πείσει τους τσοπαναραίους να πάρουν τα πρόβατά τους, τα κατσίκια τους και τα βόδια τους και τα άλογά τους; Ποίος θα πείσει τον Παπαγιάννη ότι το εκκλησάκι που λειτουργεί είναι της Μονής και θα αποχωρήσει;». Τότε με βγάζει έξω από το τείχος, και βλέπω στη σειρά τους δύο ιερείς των Αποικίων και τους κολίγους. Απευθύνεται πρώτα στον Πατέρα Ιωάννη (την ευχή του να έχουμε, διότι εκοιμήθη) και του λέγει : « Εσύ Παπά Γιάννη δεν θα δώσεις το κτήμα και την εκκλησία;» και ο Παπα-Γιάννης απάντησε θετικά με μια υπόκλιση. Έπειτα απευθύνεται στον αρχηγό των τσοπαναραίων τον Ζανή Καλαμπούκη και του λέγει : « Εσύ Ζανή δεν θα δώσεις εντολή να πάρουν τα ζώα τους από εδώ;». Το ίδιο και ο Ζανής με μια υπόκλιση, έδωσε θετική απάντηση. Έπειτα αφού με πήγε μέσα από το τείχος, εγώ συνέχιζα να αρνούμαι και της λέγω : « Γερόντισσα ο Αρχιερατικός Επίτροπος θέλει να αναλάβει την αναστήλωση, αναθέσατε σ’ αυτόν». Τότε η απάντησίς Της
σε αυστηρόν τόνο ήτο : « Εσύ θα αναλάβεις Κυπριανέ, σ’ αυτόν θα μιλήσω άλλη ώρα». Συνεχίζοντας μου λέγει σε γλυκό ύφος και τόνο : « Εσύ θα αναλάβεις την αναστήλωση της Μονής Κυπριανέ και δεν θα χρειαστείς να κτυπήσεις άλλη πόρτα, για βοήθεια, – γιατί ξέρω, ότι αυτό σε στεναχωρεί – θα είμαι κοντά σου, εδώ, και ότι θέλεις θα το ζητάς από εμένα».
Τότε την ερώτησα : « Ποία είσαι εσύ και ποίες είναι οι άλλες δύο, που με τόση σιγουριά, με τέτοια βεβαιότητα, μου λέγετε αυτά;» και ευθέως μου απάντησε : « Δεν κατάλαβες Κυπριανέ!!! Είμαι η Μαρίνα και οι δύο άλλες αδελφές μου, είναι η Παρασκευή και η Αικατερίνα που συγκατοικούν με εμένα στο Μοναστήρι. Το διάταγμα του Όθωνα μας πέταξε έξω και μένουμε λίγο πιο πάνω από το Μοναστήρι. Θα ανοίξει όμως το Μοναστήρι και θα έλθουμε πάλι εδώ να κατοικήσουμε. Εμένα δε, θα με βλέπεις κάθε μέρα. Μαζί θα αγωνιστούμε να αναστηλώσουμε το Μοναστήρι. Να δεχθείς λοιπόν, την εντολή του Δεσπότη σου τ” άκουσες Κυπριανέ;». με χαιρέτησε και κάμνει μία στροφή προς το δρόμο και κλείνει το τείχος σαν συρταρωτή πόρτα. Τότε νέο σεισμό νοιώθω, ενώ ταυτόχρονα, νομίζω ότι με ξαναπέταξε ο σεισμός στο κρεβάτι μου. Ξυπνώντας από την ληθαργική, ενορατική κατάσταση, βλέπω ότι πράγματι ευρίσκομαι στο κρεβάτι μου • ανάβω το φως και κοιτάζω το ρολόι που έδειχνε 3,45’ μ. μεσονύκτιο. Κάμνω το σταυρό μου, και στρέφοντας τα μάτια μου στην εικόνα της Αγίας Μαρίνης λέγω με το λογισμό μου «Αγία μου ήσουν Εσύ • ήμουν κοντά Σου • Μιλούσα μαζί Σου», τότε βλέπω τα μάτια της, στην εικόνα να ανοιγοκλείνουν, σαν να μου λέγουν. «Ναι εγώ ήμουν».
Δεν χρειαζόμουν άλλα πλέον για να βεβαιωθώ ότι η Αγία, διάλεξε την ταπεινότητα μου, για να αναστηλώσω την Μονή της, και αμέσως παίρνω εκείνη την ώρα τον Αρχιερατικό, ο οποίος ακούγοντας τη φωνή μου ετρόμαξε και του λέγω να πει στο Μητροπολίτη μας, ότι δέχομαι να αναλάβω την αναστήλωση της Μονής της Αγίας Μαρίνης και ότι τα υπόλοιπα θα του τα εξηγούσα άλλη ώρα. Από την επομένη, η ταπεινότης μου ευρίσκετο, με έναν κασμά, ένα φτυάρι και ένα καρότσι στο ερειπωμένο Μοναστήρι. Πέντε ολόκληρα χρόνια αγωνιζόμουν να ξεμπαζώσω το ερειπωμένο Μοναστήρι. Όμως η παρουσία της Αγίας που μου υποσχέθηκε, ήτο πάντοτε έντονη. Έγινε δε ακόμη πιο έντονη με την Εικόνα Της (η εικόνα του κειμένου). Ένας γέροντας, επίτροπος του ναού της Παναγίας στη Χώρα μου λέγει μια μέρα : « Έμαθα πατέρα Κυπριανέ ότι άνοιξες το Μοναστήρι, έχε υπ’ όψιν σου, ότι η Εικόνα της Αγίας Μαρίνης που είναι σ’ αυτό το προσκυνητάρι είναι της Μονής, που την αγόρασαν η οικογένεια Εμπειρίκου και την τοποθέτησαν εδώ. Να μπορούσες να την πάρεις και να την πας
στο Μοναστήρι, το Μοναστήρι θα σωζότανε».
Τότε θυμήθηκα την υπόσχεση της Αγίας Μαρίνας, ότι θα είναι παντού και πάντοτε μαζί μου, και αμέσως πηγαίνω στον εφημέριο του ναού της Παναγίας τον π. Νικόλαο και με παρακλητικό τρόπο, του ζητώ, αν είναι δυνατόν να μου δώσει την εικόνα που ανήκε άλλοτε στο Μοναστήρι. Το πώς δεν με έδειρε είναι απορίας άξιον, και με το δίκαιό του ο π. Νικόλαος, αφού όπως μου εξήγησε η εικόνα της Αγίας ετοποθετήθη, πριν τόσα και τόσα χρόνια, από τους ιδιοκτήτες της στο Ναό της Παναγίας. Η ταπεινότης μου του απαντά «Πατέρα Νικόλαε η Αγία Μαρίνα σε με τον ελάχιστον είπε, ότι θα είναι κοντά μου, θα είναι πάντοτε παρούσα και θα με βοηθάει στο έργο της Μονής της. Να κατέβει από τον Ουρανό είναι αδύνατο, μήπως εννοούσε ότι θα είναι κοντά μου, με την Ιερά και θαυματόβρυτο αυτή εικόνα Της;». Δεν άντεξε και με έβγαλε έξω και δεν δέχτηκε καμιά άλλη συζήτηση. Μετά όμως από τρεις ημέρες δέχομαι ένα σημείωμα από τον πατέρα Νικόλαο, που μου έγραφε να κατέβω να τον συναντήσω στον Ναό της Παναγίας. Κατέβηκα λοιπόν στη χώρα, και στο Γραφείο
του Ναού , με περίμεναν συγκεντρωμένοι, ο π. Νικόλαος και οι τέσσερις Επίτροποι του Ναού, οι οποίοι μου υποδεικνύουν να υπογράψω ένα πρακτικό, το οποίο διαβάζοντάς το, έγραφε ότι μου παραχωρούν την Εικόνα της Αγίας Μαρίνης. Με ρίγη συγκινήσεως το υπέγραψα, λέγοντάς του : « τι ήτο αυτό που σας έκαμε να αλλάξετε την αρνητική σας στάση για την Εικόνα της Αγίας;». η απάντησή τους ήτο « μη μας ρωτάς». Μου ενεχείρησαν δε και έναν φάκελο με τρεις χιλιάδες, λέγοντάς μου, ότι αυτά είναι για τη μεταφορά της εικόνος στο Μοναστήρι. Δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης τρέχουν εκείνη τη στιγμή από τα μάτια μου προς τη Αγία, βλέποντας την έντονη παρουσίαν της και την ταχύτατην βοήθειά της. Με αναμμένα κεράκια με θυμιάματα και με συνοδεία πιστών, μεταφέραμε την εικόνα στη Μονή το έτος 1976.
Έκτοτε η Μονή απέκτησε την Κυρά της, απέκτησε Έφορο, απέκτησε Οικονόμο, απέκτησε Γερόντισσα. Από τότε, ότι και αν έβαζα στη σκέψη μου, για ανέγερση κτιριακών συγκροτημάτων στη Μονή, ξεκινούσα με απειροελάχιστες οικονομικές δυνατότητες και όταν βρισκόμουν σε οικονομικό αδιέξοδο, για την εξόφλησή του, έτρεχα στην εικόνα της Αγίας και την παρακαλούσα θερμά, να βρει τον τρόπο να εξοφλήσω το χρέος. Και Εκείνη, ω Εκείνη, έτρεχε να μου φέρει το ποσό που χρεωστούσα, και παραπάνω απ’ αυτά. Έτσι χτίστηκε και πάλι η Μονή της Αγίας Μαρίνης, από την Αγία Μαρίνα και τους προσκυνητές της, που έφερνε και φέρνει, με θεία της νεύση, για να προσφέρουν το κεράκι τους, και να πάρουν το δώρο τους από την Αγία Μαρίνα, με τα θαύματά της και την αγάπη της.
Η ταπεινότης μου δεν αισθάνεται ευεργετημένη από την Αγία Μαρίνα, δι’ αυτό και έχω δοθεί ολόκληρος στην Αγίαν μας, και δεν με ενδιαφέρει τίποτε εκτός από το πώς θα τελειοποιηθούν οι ναοί της Μονής, ο ξενώνας της, και ότι άλλο που θα κοσμεί την Μονή της Αγίας. Κάποτε είχα αγαπήσει το ʼγιον Όρος, και έλεγα να πεθάνω στο ʼγιο Όρος • τώρα η προσευχή μου έχει αλλάξει, και λέγω να πεθάνω Αγία μου Μαρίνα κοντά σου, διότι ξέρω, ότι συ θα με βοηθήσεις να ανέβω την Ουρανόδρομο κλίμακα. Αδελφοί μου αγαπητοί, δεν με ενδιαφέρουν τα υλικά και τα εγκόσμια αλλά η υγεία, η ψυχική και σωματική για να συνεχίσω την τελειοποίηση του έργου της Μονής της Αγία Μαρίνης, και με την του Χριστού αγάπη και της Αγίας Μαρίνης, το της φιλοξενίας των προσκυνητών της, που με εντολή της Αγίας Μαρίνης, πραγματοποιείται και θα πραγματοποιείται. Ο κάθε προσκυνητής, ή όσοι και αν είναι, θα πρέπει να φάει, να κοιμηθεί δωρεάν, και εφόσον το επιθυμεί κάθε προσκυνητής, θα προσφέρει το κεράκι του στην Αγία Μαρίνα.
Με την του Χριστού Αγάπη,
+ Αρχιμανδρίτης Κυπριανός Χειμώνας
Απολυτίκιο
Ανδρείαν και φρόνησιν συ κεκτημένη, σεμνή, ανδρείως κατεπάτησας όφιν αρχέκακον, Μαρίνα πανεύφημε ήσχυνας Ολυμβρίου τας Πικράς Τιμωρίας ηύφρανας Ασωμάτων τας χορείας αθλούσα, διό απαύστως πρέσβευε Χριστώ, εις το σωθήναι ημάς.
Μεγαλυνάριο
Την Λαμπάδα πάντες Τη φαεινήν, και της παρθενίας, τον ασύλλητον θυσαυρόν, τη νύμφη Κυρίου, και ʼσπιλον Αμνάδα, Μαρίναν την αγίαν, ύμνοις τιμήσωμεν.

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Ο «Τούρκος» συνταγματάρχης στην Πόντια ξεριζωμένη: Μάνα, είμαι ο γιος σου!



site analysis




                                                         Μια γυναίκα από τη Ριζούντα του Πόντου, που τον άνδρα της τον σκότωσαν οι Τούρκοι, εγκαταστάθηκε σε προσφυγικό καταυλισμό της Δράμας. Είχε τρία παιδιά – δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Το κορίτσι ήταν μαζί της στη Δράμα, τα αγόρια όμως δεν ήξερε τι είχαν απογίνει.
Πέρασαν αρκετά χρόνια, και στη Δράμα, όπου είχε εγκατασταθεί, δεν είχε τα απαραίτητα για να ζήσει και γι’ αυτό αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο της, μήπως κατορθώσει και πάρει μαζί της ένα δοχείο χρυσές λίρες κι άλλα κοσμήματα που έχει κρύψει ο άντρας της, στο φούρνο του σπιτιού τους.

Πραγματικά μια μέρα έφτασε στη Ριζούντα. Στάθηκε στη γνώριμη βρύση. Απέναντι ήταν το σπίτι της!
Ρώτησε μια Τουρκάλα ποιος ήταν ο καινούριος σπιτονοικοκύρης. Ήταν ένας συνταγματάρχης του τουρκικού στρατού. Η γυναίκα είδε ότι ο φούρνος δεν είχε γκρεμιστεί, όμως δίσταζε να πλησιάσει το παλιό της σπίτι, επειδή ο ένοικος ήταν τόσο ισχυρός.
Όταν η Τουρκάλα έμαθε ότι το σπίτι ήταν δικό της, δεν την άφησε να φύγει αλλά την προέτρεψε έντονα να πάει εκεί. Πραγματικά η γυναίκα χτύπησε την πόρτα και της άνοιξε η σύζυγος του συνταγματάρχη. Της είπε τότε ότι το σπίτι ήταν το πατρικό της. Η γυναίκα την παρακάλεσε να παραμείνει μέχρι να επιστρέψει ο άντρας της. Έτσι έγινε, και το μεσημέρι, όταν φάνηκε ο συνταγματάρχης, του διηγήθηκε η Ελληνίδα την ιστορία της.

Ο Τούρκος συνταγματάρχης την προσκάλεσε να παραμείνει μαζί τους όσο καιρό επιθυμούσε, εφόσον το σπίτι ήταν δικό της!
Η φτωχή γυναίκα κάθισε στο σπιτικό της μια βδομάδα. Σ’ αυτό το διάστημα διαπίστωσε ότι ο συνταγματάρχης ήταν καλός άνθρωπος. Έτσι σκέφτηκε να του ζητήσει να ερευνήσει για τα δύο αγνοούμενα παιδιά της.



Μερική άποψη της Ριζούντας

Ο συνταγματάρχης, χάρη στη θέση του, κατόρθωσε να ανακαλύψει ότι το ένα της παιδί είχε σκοτωθεί, ενώ το άλλο συνέχιζε να αγνοείται. Τότε η γυναίκα, αναλογιζόμενη τη φτώχεια της, αποφάσισε να του πει για τις κρυμμένες χρυσές λίρες, αφού έτσι και αλλιώς ήταν χαμένες. Του εξήγησε μάλιστα ότι είχε μια κόρη να παντρέψει και του υποσχέθηκε ότι τα μισά θα ήταν δικά του.

Ψάξανε λοιπόν και οι δυο στο φούρνο και βρήκανε όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που ήταν κρυμμένα. Έγινε η μοιρασιά, και το μόνο πρόβλημα ήταν ο τρόπος με τον οποίον η γυναίκα θα έβγαινε από τα σύνορα. Ο συνταγματάρχης την καθησύχασε, υποσχόμενος ότι θα τη συνόδευε εκείνος.
Την ημέρα που θα έφευγε, είδε ένα φορτηγό γεμάτο με 10 μπαούλα. Η γυναίκα απόρησε, ο Τούρκος όμως της απάντησε: «Αυτά είναι δώρο για την κόρη σου. Αυτό το σπίτι ήταν δικό σου και εγώ τώρα με αυτά το ξεχρέωσα».
Έφτασε η γυναίκα στη Δράμα, αφηγήθηκε τι της συνέβη, μα η γειτονιά δεν πίστευε αυτά που άκουγε!
Γέμισε το σπίτι με κόσμο, που μαζεύτηκε να δει την προίκα της κόρης. Άνοιγαν τα μπαούλα και ξαφνικά, σε ένα από αυτά, βρήκαν τη φωτογραφία του συνταγματάρχη και της γυναίκας του! Την ρώτησαν αν αυτός ήταν ο Τούρκος που είχε γνωρίσει. Πραγματικά ήταν ο ίδιος!

Γύρισαν τη φωτογραφία, η οποία έγραφε από πίσω:
«Αγαπητή μου μητέρα, εγώ είμαι ο γιος σου, ο οποίος σώθηκα αλλά δεν μπορούσα να σου το πω! Ό,τι θέλεις εσύ και η αδελφή μου, είμαι στη διάθεσή σου. Είμαι κοντά σας!».



Η καταγραφή της παραπάνω μαρτυρίας έγινε από την φοιτήτρια του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Όλγα Ντέλλα, τον Μάρτιο του 1992.
Facebook – Ποντιακή Καλλιτεχνική Στέγη Πέλλας.                                                                        http://proskynitis.blogspot.gr