Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Ερμηνευτική και θεολογική προσέγγιση του απολυτίκιου της Αγίας Παρασκευής

Ἡ Ἁγία Παρασκευὴ μέσα ἀπὸ τὸ Ἀπολυτίκιό της

Ἡ Ἁγία Παρασκευὴ μέσα ἀπὸ τὸ Ἀπολυτίκιό της

 Î£Ï‡ÎµÏ„ική εικόνα


Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος

Γνωστὸς ὁ βίος τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς καὶ θαυμαστὴ ἡ πολιτεία της. Ἐνήθλησε στερρῶς καὶ κέρδισε ἐπαξίως τὸν στέφανο τῆς θείας δόξης, αὐτὸν ποὺ ἀποδίδει ὁ Κύριος σ’ ὅλους ὅσους ἀγωνίστηκαν «τὸν ἀγῶνα τὸν καλόν» καὶ ὁλοκλήρωσαν μὲ ἐπιτυχία τὴν πορεία των (Τιμ. Β’, δ’ 5-8).

Ἔτσι, λοιπόν, ὁ ὑμνογράφος, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν γνωρίζομε, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῆς Ἁγίας, συνέθεσε τὸ Ἀπολυτίκιό της, πλούσιο σὲ ἔκφραση καὶ βαθὺ σὲ θεολογικὸ περιεχόμενο. Ἀξίζει, θεωροῦμε, νὰ τὸ προσεγγίσωμε καὶ νὰ προσπαθήσωμε νὰ τὸ κατανοήσωμε, δεδομένου ὅτι πρόκειται, κατὰ κοινὴ ὁμολογία, γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ δυσκολώτερα Ἀπολυτίκια. Ὅσο περισσότερο, ὅμως, ἐμβαθύνει κανεὶς στὴν ὑπέροχη γλῶσσα του καὶ διεισδύει στὰ πυκνά του νοήματα, τόσο μεγαλύτερη ὠφέλεια ἀποκομίζει καὶ ὁ ἴδιος καὶ ἔτσι ὁδηγεῖται καλύτερα στὴν μίμηση τῆς Ἁγίας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ, ἐξ ἄλλου, καὶ τὸν στόχο κάθε Χριστιανοῦ: «μνήμη Ἁγίου, μίμησις Ἁγίου».

Παραθέτομε, στὴν συνέχεια, τὸ Ἀπολυτίκιο, τοποθετώντας τὰ κόμματα ὄχι μὲ βάση τὶς παύσεις, κατὰ τὸ ψάλσιμο, ἀλλὰ μὲ βάση τὸ νόημα. Νὰ διευκρινίσωμε, ἐπίσης, ὅτι ἡ ἀπόπειρά μας στοχεύει ὄχι στὴν πιστὴ ἀπόδοση, ἀλλὰ στὴν ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τοῦ Ἀπολυτικίου, γιὰ τὴν ὁποία λάβαμε φυσικὰ ὑπ’ ὄψιν καὶ ἀντίστοιχες ἑρμηνευτικὲς προσπάθειες.

«Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον ἐργασαμένη, φερώνυμε,

τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ ἀθληφόρε·

ὅθεν προχέεις ἰάματα καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.»

Γίνεται φανερό, μετὰ ἀπὸ μιὰ πρώτη προσέγγιση, ὅτι ὁ ὑμνογράφος δὲν χειρίζεται μόνον μὲ εὐελιξία τὴν γλῶσσα ἀλλὰ θεολογεῖ κιόλας. Κατορθώνει, μάλιστα, νὰ ἀποδώσῃ μὲ συντομία ἀλλὰ καὶ εὐστοχία τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Ἁγία, θεμελιώνοντας, παράλληλα, τὸν λόγο του πάνω στὶς θεῖες γραφές.

Ὁ βασικός του στόχος εἶναι νὰ δείξῃ ὅτι ἡ Παρασκευή, ποὺ τὸ ὄνομά της σημαίνει προετοιμασία, δὲν ἔκανε τίποτε ἄλλο στὴν ἐπίγεια ζωή της ἀπὸ τὸ νὰ προετοιμάζῃ τὸν ἑαυτό της γιὰ τὴν οὐράνια Βασιλεία. Γιὰ νὰ πετύχῃ τὸν στόχο του ὁ ὑμνογράφος, ἀξιοποιεῖ ἄριστα τὶς δυνατότητες ποὺ τοῦ προσφέρει τόσο ὁ ἐκφραστικὸς πλοῦτος ὅσο καὶ ἡ δομὴ τῆς γλώσσας μας.

Λέει, λοιπόν, ὅτι ἡ Ἁγία ἐργάστηκε μὲ τέτοιο ζῆλο («σπουδή»), ποὺ ἀποδείχθηκε ἀντάξιος τοῦ ὀνόματός της («τῇ κλήσει κατάλληλον»). Ἔτσι ἡ «κλῆσις», ἐδῶ, δηλώνει τὸ ὄνομα, ἡ δὲ κλητικὴ προσφώνηση «φερώνυμε» - ἐσὺ ποὺ φέρεις τὸ ὄνομα- χρησιμοποιεῖται ἀντὶ τοῦ ὀνόματός της! Ἡ «σπουδὴ» συντάσσεται μὲ τὸ ἐπίθετο «κατάλληλος» (προληπτικό κατηγορούμενο, ποὺ δηλώνει ἐξέλιξη), γιὰ νὰ δειχθῆ ὅτι ὁ ζῆλος τῆς Ἁγίας εἶχε αἴσιο ἀποτέλεσμα, ἀντίστοιχο τῆς προσπαθείας της, τῆς προπαρασκευῆς της, ὅπως δηλώνει καὶ τὸ ὄνομά της.

Ὁ δεύτερος, συμφώνως μὲ τὸ νόημα καὶ ὄχι μὲ τὸ ψάλσιμο, στίχος εἶναι καὶ ὁ πλέον δύσκολος. Κατὰ λέξη, ἔχεις κληρονομήσει ὡς αἰώνια κατοικία τὴν ὁμώνυμή σου πίστη («τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι»). Τί σημαίνει, ὅμως, «ὁμώνυμος πίστις»; Σημαίνει ὅτι ἡ Ἁγία σὲ ὅ τι ἐπίστευσε, γιὰ τοῦτο καὶ ἀγωνίστηκε, καὶ αὐτό, τελικά, τὴν πίστη της, ἔλαβε ὡς οὐράνια κατοικία της! Γι’ αὐτὸ τὴν ὀνομάζει «ὁμώνυμη», διότι ἡ δική της σταθερὴ καὶ ἀκράδαντη πίστη στὸν Θεὸ τὴν ὡδήγησε στὴν ἀπόκτηση τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Ὁ λόγος τοῦ ὑμνογράφου, στὸ σημεῖο αὐτό, εἶναι ἀπολύτως εὐθυγραμμισμένος μὲ τὸν θεῖο λόγο ὅτι εἶναι ἡ «πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ., ια’ 1) καὶ ὅτι οἱ προσπάθειες τοῦ Χριστιανοῦ στοχεύουν στὴν ἀπόκτηση τῆς οὐρανίου βασιλείας, ποὺ εἶναι ἡ «μέλλουσα πόλη» (Ἑβρ., ιγ’ 14).

Ἑπομένως, οἱ λέξεις συνδυάζονται μὲ τέτοιο τρόπο (π.χ. Παρασκευή-προετοιμασία, προετοιμασία-πίστις, πίστις-κατοικία), ὥστε νὰ δηλώνουν ὄχι μόνον ἐννοιολογικὴ σχέση ἀλλὰ καὶ νὰ ὑποστηρίζουν τὸν κεντρικὸ συλλογισμὸ τοῦ ὑμνογράφου ὅτι ἡ Παρασκευὴ ἔκανε μὲ τὸν ἐπίγειο βίο της μιὰ συνεχῆ προπαρασκευὴ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς πολυπόθητης οὐρανίου κατοικίας, στὴν ὁποία πίστευε μὲ ὅλες της τὶς δυνάμεις καὶ τὴν ὁποία τελικὰ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς δῶρο γιὰ τὴν ἀκλόνητη πίστη της.

Γίνεται, ἔτσι, κατανοητὸ πόσο ὄμορφα διακονεῖ ὁ Ἕλλην λόγος τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, στὴν ὑπηρεσία τοῦ ὁποίου τέθηκε, ἐξ ἄλλου, ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἀπὸ τοὺς ἐπίσης θεοφώτιστους ὑμνογράφους μας!

Στὴν συνέχεια, ἡ Παρασκευὴ καλεῖται «ἀθλοφόρος ἤ ἀθληφόρος». Ὅπως ὁ ἀθλητὴς ἀγωνίζεται καὶ κερδίζει τὸ ἐπίγειο βραβεῖο («ἆθλον»), ἔτσι καὶ οἱ ἀγωνιστὲς Ἅγιοι ἐλάμβαναν μὲ τὴν ἄθληση, καὶ μάλιστα μὲ τὸ μαρτύριό των, τὸ οὐράνιο βραβεῖο.

Τέλος, τὸ «ὅθεν» δηλώνει συμπέρασμα: Κατὰ συνέπεια, χαρίζεις πλουσιοπάροχα σὲ ἐμᾶς («προχέεις») τὶς ἰάσεις σου καὶ πρεσβεύεις γιὰ λογαριασμὸ τῶν ψυχῶν μας. Ἀξίζει νὰ παρατηρήσωμε, στὸ σημεῖο αὐτό, τόσο τὴν χρήση τῆς ὁριστικῆς ἐγκλίσεως, ποὺ δηλώνει βεβαιότητα, ὅσο καὶ τὴν χρήση τοῦ ἐνεστωτικοῦ χρόνου, ποὺ δηλώνει διάρκεια στὸ παρόν - μέλλον, γεγονὸς ποὺ φανερώνει τὴν σταθερὴ πεποίθηση τοῦ ὑμνογράφου ὅτι ἡ Ἁγία θὰ προσφέρῃ «νῦν καὶ ἀεί» τὶς θαυματουργικές της θεραπεῖες καὶ θὰ ἀναπέμπῃ τὶς σωτήριες πρεσβεῖες της ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Καθίσταται, ἑπομένως, φανερό, μέσα ἀπὸ τὴν μελέτη καὶ τὴν ἀπόπειρα ἑρμηνείας τοῦ τροπαρίου αὐτοῦ, ὅτι ἀξίζει νὰ μελετᾶμε τοὺς πνευματικούς μας θησαυροὺς καὶ νὰ ἐμβαθύνωμε στὰ νοήματά των, μὲ ὄχημα τὴν ὑπέροχη ἑλληνική μας γλῶσσα ποὺ εἴθε νὰ τὴν καλλιεργοῦμε ἐπαξίως πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ ἐπ’ ὠφελείᾳ πάντων ἡμῶν. Γένοιτο!

----------------------------------------------------------------------------------

Agia Paraskevi

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ' | Romfea.gr


Ἕνα ἀπὸ τὰ δυσκολότερα πρὸς ἑρμηνεία Ἀπολυτίκια τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας εἶναι τὸ Ἀπολυτίκιον τῆς Ὁσιοπαρθενομάρτυρος Ἁγίας Παρασκευῆς. 

Ἐν πρώτοις, ἡ Ἁγία ἔζησε τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 2ου αἰώνα μετὰ Χριστὸν στὴ Ρώμη καὶ οἱ εὐλαβεῖς γονεῖς της κοιμήθησαν ἐνωρὶς ἀφήνοντας τὴν νεαρὴ κόρη ὀρφανή, ἔχοντας προσφέρει στὴ ψυχή της, τὰ νάματα τῆς θείας διδασκαλίας, μὲ τὰ ὁποῖα καὶ μεγάλωσε καὶ ἔζησε τὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς της.

Ὅλα τὰ ὑπάρχοντά της τὰ μοίρασε στοὺς πτωχοὺς καὶ ἔμενε σ᾿ ἕνα μικρὸ ἡσυχαστήριο μὲ φόβο Θεοῦ, ἄσκηση καὶ προσευχή. Καὶ ἀκόμα περισσότερο, κήρυττε καὶ διέδιδε τὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, σὲ Ἰουδαίους καὶ εἰδωλολάτρες, ὄχι μόνο στὴ Ρώμη ποὺ ζοῦσε ἀλλὰ καὶ σ᾿ ἄλλες πόλεις καὶ χωριὰ τῆς Ἰταλίας.

Καὶ αὐτό, σὲ μία ἐποχή, ποὺ ἡ γυναίκα ἐθεωρεῖτο σκλάβα καὶ δὲν ἐπετρέπετο δημόσια νὰ ἐμφανίζεται. Ἐκείνους, λοιπόν, τοὺς χρόνους, ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια ἔδειχνε στὸ πρόσωπο τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τὸν δρόμο τοῦ ἀληθινοῦ φεμινισμοῦ.

Δίδασκε, νουθετοῦσε, ἐπισκεπτόταν πτωχούς, ὀρφανὰ παιδιά, ὁμολογοῦσε συνεχῶς Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅταν δὲ ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου της, ἐκείνη, ἀλύγιστη καὶ μὲ χριστιανικὸ φρόνημα, μόνον τὸν Χριστὸν ποθοῦσε καὶ μόνον Αὐτόν, τὸν Κύριον καὶ Θεόν της λάτρευε ὁμολογῶντας ὅτι εἶναι χριστιανή.

Ἔλαβε τὸν ἀμαράντινον στέφανον τῆς δόξης μὲ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό της, καὶ κατέστη μάρτυς Χριστοῦ, συνόμιλος τῶν ἀγγέλων, νύμφη τοῦ Παντάνακτος.

Τὸ Ἀπολυτίκιόν της, ἐν προκειμένῳ, φανερώνει ὅλην τὴν ἀφιερωμένη στὸ Χριστὸ ἐνάρετη ζωή της, τὴν καθόλου προετοιμασία της ἀπὸ τὴν παροῦσα βιοτὴ νὰ εἰσέλθει καὶ νὰ κατοικήσει στὸν Παράδεισο.

Ἡ Ἁγία, πράγματι, ἀπὸ τὰ νεανικά της χρόνια καλλιέργησε τὸν ἐσωτερικό της κόσμο γι᾿ αὐτὴν τὴν εἴσοδο στὴν οὐράνια πατρίδα, «ὁλοψύχως ποθήσασα τὸν Δεσπότην Χριστόν» (τροπ. Ἑσπερινοῦ). 

Ἰδού, λοιπόν, τὸ Ἀπολυτίκιον:

Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον
ἐργασαμένη φερώνυμε,
τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν
εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι,
Παρασκευὴ ἀθληφόρε·
ὅθεν προχέεις ἰάματα
καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Δηλαδὴ περιγραφικῶς Ἁγία Παρασκευή, ἐσὺ ποὺ φέρεις ἕνα ὄνομα ἴσης ἀξίας μὲ τὸν βίον σου καὶ ἔλαβες ὡς βραβεῖο τὸν στέφανο τῆς ἀθλήσεώς σου καὶ ὅλους τοὺς πνευματικούς σου ἀγῶνες κατέστησες ἀνάλογο τὸν ζῆλο σου γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ σύμφωνο πρὸς τὸ ὄνομά σου καὶ ἔπειτα κληρονόμησες ὡς κατοικία τὸν Παράδεισο, στὸν ὁποῖο πίστευες ἀπὸ ἐδῶ τὴν γῆ, τώρα πράγματι, ὦ Ἁγία Παρασκευή, χαρίζεις ἄφθονα τὶς ἰάσεις καὶ πρεσβεύεις στὸν Κύριο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν μας. 

Ὅπως παρατηροῦμε, πρόκειται γι᾿ ἕνα σύντομο ἑπτάστιχο ποίημα, τὸ ὁποῖο ἐπὶ αἰῶνες τώρα ψάλλεται στοὺς ναούς μας, καὶ ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς ἐξόχως δημοφιλές.

Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος μᾶς εἶναι ἄγνωστος, ὡστόσο διαπιστώνουμε ὅτι πρέπει νὰ ἦταν λίαν πεπαιδευμένος, κάτοχος τῆς θύραθεν καὶ χριστιανικῆς γραμματείας καὶ δὴ βαθὺς γνώστης τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ἡ ἑρμηνευτικὴ δυσκολία ἐδῶ δὲν εἶναι συντακτική, ἀλλὰ κυρίως νοηματική. Ὁ ὑμνογράφος χρησιμοποιεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας, δύο ἐπίθετα, ὡς κλητικὴ προσφώνηση ἤτοι: «φερώνυμε» καὶ «ἀθληφόρε».

Στεκόμαστε στὸ πρῶτο ἐπίθετο, τὸ «φερώνυμε». Αὐτὴ ἡ λέξη εἶναι ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας, δηλαδὴ Παρασκευὴ ποὺ δηλώνει «προετοιμασία». Ἡ λέξη αὐτὴ κρύβει τὴν ὅλη πνευματικὴ ἐσωτερικὴ προετοιμασία τῆς Ἁγίας νὰ ἀφιερωθεῖ στὸ Χριστό, νὰ καταρτίσει τὸν ἑαυτό της μὲ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, ν᾿ ἀγαπήσει μὲ ὅλη της τὴν ὕπαρξη τὸν Κύριον.

Ἐδῶ ἔχουμε μία ἰδεώδη ἀντιστοιχία μεταξὺ ὀνόματος καὶ πράγματος, μεταξὺ σημαίνοντος καὶ σημαινομένου, ὅταν σημαῖνον εἶναι τὸ Παρασκευὴ καὶ σημαινόμενο ἡ προετοιμασία, ἡ προπαρασκευή, ἡ ἑτοιμασία γιὰ κάτι ὑψηλό.

Τὸ ἄλλο ἐπίθετο «ἀθληφόρε» εἶναι γνωστὸ σὲ πολλὰ συναξάρια καὶ τροπάρια ἁγίων καὶ δηλώνει ὅτι ἡ Ἁγία μὲ τὸν ἀγῶνα της καὶ τὸν ἆθλο της, τὸ μαρτύριό της, ἔλαβε τὸ «βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» (Φιλιππ. 3, 14) τὸν «ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον» (Α´ Πέτρ. 5, 4) καὶ εἰσῆλθε νικήτρια «εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου» (Ματθ. 25, 21).

Στὴ συνέχεια, ἡ μετοχὴ «ἐργασαμένη» στὸ δεύτερο στίχο, κρύβει καὶ αὐτὴ θεολογικὸ νόημα. Πρόκειται γιὰ τὴν πνευματικὴ ἐργασία τῆς ἁγίας, προκειμένου νὰ παραμείνει χριστιανή, νὰ ἀποκτήσει τὴν Χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ γίνει ἱεραπόστολος.

Δηλαδὴ ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἀγωνίστηκε τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως, ὡς γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος, καὶ τῷ ὄντι, ὁ χριστιανικὸς αὐτὸς ἀγώνας εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν κληρονομία τῆς «ἡτοιμασμένης βασιλείας» ἀληθῶς καὶ οὐσιαστικῶς.

Ἔτσι ἡ ὁσιοπαρθενομάρτυς ἀπεδέχθη τὴν θεία αὐτὴ πρόσκληση τῆς ἁγιότητος καὶ τὸ ἐπέτυχε. Ἐπέδειξε ζῆλο καὶ σπουδὴ καὶ ἀκάματη ἐργασία πρὸς ἐπιτέλεσιν τῶν θείων ἐντολῶν καὶ ἁγίασε.

Ἡ χρήση τοῦ ἐπιθέτου «κατάλληλος» ποὺ εἶναι ὡς προληπτικὸ κατηγορούμενο σημαίνει ὅτι: ἐργάστηκε ὥστε νὰ φέρει τὸν ζῆλο της ἀντάξιο τοῦ ὀνόματός της, δηλαδὴ σπουδὴ–κλῆσις, προετοιμασία–Παρασκευή, ζῆλος–προσήλωσις.

Ἔτσι ὁ ὑμνογράφος χρησιμοποιεῖ μὲ τὴν λέξη «κλῆσις» ὅλες τὶς ἔννοιες πρόσκληση–ἐπωνυμία–ὄνομα. Στὴ συνέχεια, ἡ φράση «ὁμώνυμος πίστις» σημαίνει ὅτι ἡ Ἁγία μὲ τὸν ἀγῶνα, τὴν προετοιμασία καὶ τὸ μαρτύριό της κληρονόμησε ὡς αἰώνια κατοικία τὴν ὁμώνυμη πίστη της.

Κατοικία σαφῶς εἶναι ὁ Παράδεισος. Ἀξιώθηκε δηλαδὴ τῆς «οὐρανίου παστάδος», τῶν «οὐρανίων θαλάμων», τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ τόπος τὸν ὁποῖο «ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν», (Α´ Κορ. 2, 9), καθ᾿ ὅτι «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός μου μοναὶ πολλαὶ εἰσί» (Ἰω. 14, 2), ὡς λέγει ὁ Κύριος. 

Στὸ Ἀπολυτίκιο εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ οὐράνιος αὐτὴ κατοικία ταυτίζεται μὲ τὴν πίστη, αὐτὴ τὴν πίστη στὴν ὁποία ἔμεινε σταθερὴ ἡ ἁγία σ᾿ ὅλη της τὴν ἐπὶ γῆς ζωή της. Ὑπάρχει συνεπῶς ὁ συνδυασμὸς κατοικία-πίστις, κατοικία-οὐράνιος παστὰς καὶ περαιτέρω πίστις–Παρασκευή, πίστις–προετοιμασία.

Κατὰ συνέπειαν ὡς καταφαίνεται ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος γνωρίζει ἐπισταμένως τοὺς λόγους τοῦ Ἀπ. Παύλου ὅτι «ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. 11, 1) καὶ «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13, 14).

Περατοῦται δὲ τὸ Ἀπολυτίκιον μὲ τὰ σπουδαῖα ρήματα «προχέεις» καὶ «πρεσβεύεις», τὰ ὁποῖα εἶναι σὲ ὁριστικὴ ἔγκλιση καὶ ὄχι προστακτική, δηλωτικὸν τῆς ἀκραδάντου βεβαιότητος τοῦ ὑμνογράφου γιὰ τὴν παρρησία καὶ τὴν δύναμη τῶν πρεσβειῶν τῆς ἁγίας πρὸς τὸν Κύριο.

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Παρακλητικός Κανών Ἁγίας ΙΟΥΛΙΑΝΗΣ τοῦ Λαζάρεβο



site analysis


Σχετική εικόνα

Ἀντ. Μάρκου

Εὐλογήσαντος τοῦ Ἱερέως ὁ ρμβ΄ (142) Ψαλμός καί τό Θεός Κύριος μετά τῶν στίχων αὐτοῦ. Εἶτα τά Τροπάρια.


Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ σταυρῷ.

Ταῖς τῆς Ὁσίας ἱκεσίαις, Οἰκτῆρμον,* Ἰουλιανῆς τῆς ἐν Ῥωσίᾳ ἐκλαμψάσης,* τῆς ἐν Λαζάρεβῳ Μητρός ἡμῶν τῆς θαυματουργοῦ·* πέμψον τά ἐλέη Σου*ἐπί λαόν ἀσεβοῦντα* καί παραπικραίνοντα,* Σέ τόν τῶν ὅλων Δεσπότην·* αὕτην προσάγoμεν γάρ ὡς πρεσβευτήν,*ὡς κεκτημένην, τήν χάριν Σου, Κύριε.
Δόξα. Τό αὐτό. Καί νῦν. Θεοτοκίον.

Τῇ Θεοτόκῳ ὡς μητρί ἐκβοῶμεν,*οἱ τυραννούμενοιἐχθροῦ δυναστείᾳ,*τῇθεϊκῇ Σου σκέπασον ἀγάπῃ ἡμᾶς·*σπεῦσον, Κόρη, ῥύσασθαι* τῶν τοῦ Βελίαρ παγίδων* καί τῆς καταθλίψεως* καί τῆς δαιμόνων μανίας·* Σοί γάρ προσάγομεν πρεσβείαν εὐκλεῆ,* Ἰουλιανήν τήν Σήν θεράπαινα.


Ψαλμός Ν΄ (50).


Εἶτα ὁ Κανών, οὗ ἡ ἀκροστιχίς·

ΙΟΥΛΙΑΝΗΝ ΤΗΝ ΕΛΕΗΜΟΝΑ ΥΜΝΩ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ.

ᾨδή α΄.

Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγράν διοδεύσας.
Ἰουλιανήν τήν θαυματουργόν* ὑμνήσωμεν πάντες,* αὐτῇ προσπίπτοντες οἱ πιστοί·* αἰτούμενοι θείας βοηθείας* παρά Κυρίου, αὐτῆς ταῖς δεήσεσι.

Ὄγκον ἁμαρτίας τόν τῆς ψυχῆς* καί σώματος ἅμα* ἀποδίωξον ἀπ’ ἐμοῦ,* ἐλέους σου τῷ κρούοντι τήν θύραν,* ὡς Ἐλεήμων ἐλέει ἐλέησον.


Ὑγείαν καί ἄνεσιν δός ἡμῖν,* ἐλεῆμον Μῆτερ,* Ὀρθοδόξων ὁ βοηθός·* ἐν γάρ ἐν τῷ Μούρωμ ναῷ σου,* πάντες προσφεύγoμεν ἐν περιστάσεσι.


Θεοτοκίον.Λύτρωσαι, Κόρη τῶν Οὐρανῶν,* λιταῖς τῆς Ὁσίας,* καί εὐσπλάχνως ἰδέ ἡμᾶς,* τους κατακλυσμῷ τῆς ἁμαρτίας,* παρασυρθέντας εἰς βάθη κολάσεως.


ᾨδή γ΄. Οὐρανίας ἁψίδος.

Ἰδεῖν τοῦ Πνεύματος, Μῆτερ,* ἐπιζητοῦμεν οἱ ἄθλιοι,* ἐφ’ ἡμᾶς ἐξ οὐρανῶν εὐλογίαν* καί τήν στερέωσιν,* ἐν τῇ ἀγάπῃ Χριστοῦ,* ὑπέρ ἡμῶν τοῦ παθόντος,* σαῖς θερμαῖς δεήσεσι,* θείοις τε ἐντεύξεσι.

Ἄρον κύκλῳ καί εἶδε* καθικετεύομεν, πρόφθασον,* πᾶσι αὐγασθῆναι τοῖς πόθῳ* πρός σέ προσφεύγουσι,* τῷ ἐν τῷ Μούρωμ ναῷ* καί τῇ σεπτῇ σου Εἰκόνι,* τοῦ λαβεῖν τήν ἴασιν,* ταῖς σαῖς δεήσεσι.


Νεῦσον, Μῆτερ, τοῖς πόθῳ* ὑπό τήν σκέπην σου σπεύδουσι* καί γονυκλινῶς αἰτουμένοις* τήν σήν ἀντίληψιν·* μή ἐπιλάθου ἡμῖν,* τῶν ἐξ Ἑλλάδος σῶν τέκνων* καί τῶν ὁμοχώρων σου,* ἀγάπης ἔσοπτρον.

Θεοτοκίον.

Ἡμεῖς ἄδομεν, Κόρη,* τά Σά θαυμάσια ψάλλοντες,* χαῖρε τῶν Παρθένων ἡ δόξα,* ἡμῶν τό στήριγμα·* ταῖς πρεσβείαις, Σεμνή,* Ἰουλιανῆς πανευφήμου,* πάντας περιφρούρησον,* θεία Μουρώμσκαγια.


Διάσωσον* ταῖς τῆς Ἁγίας πρεσβείαις Παντελεῆμον,* ὅτι πάντες κατόπιν Σοῦ αὐτῇ καταφεύγομεν,* ὡς ἐχούσης τήν πρός Σέ παῤῥησίαν.


Ἐπίβλεψον* ἐπικαμπτόμενος Θεοτόκου* καί τῆς Ἁγίας ταῖς λιταῖς Οἰκτῆρμον,* ἐφ’ ἡμᾶς τούς ἀσθενεῖς* καί λύτρωσαι τόν λαόν Σου.




Κάθισμα.

Ἦχος πλ. δ΄. Τήν Σοφίαν καί Λόγον.
Τούς ἀγῶνας καί κόπους τούς σούς, πιστοί* νοερῶς θεωροῦντες, πλήν εὐκρινῶς,* πάσης κατανύξεως τάς ψυχάς ἐμπιμπλάμεθα* καί πρός θεῖον ὕμνον* καί δόξαν καί αἴνεσιν,* τοῦ Κυρίου πάντων,* τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος,* πόθῳ ἐγκαρδίῳ* ἑαυτούς συγκινοῦμεν,* ὠδαῖς σέ γεραίροντες,* ὡς τῶν Ἁγίων ὁμότροπον* καί πιστῶς ἐκβοῶμεν σοι·* πρόφθασον ἰλέωσαι Κριτήν,* ταῖς πρός Αὐτόν Σαῖς ἐνθέρμοις δεήσεσιν·* Τοῦτον ἐπίκαμψον τῇ πρεσβείᾳ σου Μῆτερ,* ἡ τῆς Ῥωσίας καί κόσμου ἀγλάϊσμα.

ᾨδή δ΄. Εἰσακήκοα Κύριε.

Ναῷ καί θήκῃ τιμίᾳ* τοῖς τῷ σῷ λειψάνῳ προσφεύγουσι,* τῇ δυνάμει τῇ τοῦ Πνεύματος,* ῥῦσαι ἐνεργειῶν τῶν τοῦ ἀλάστορος.

Τῆς τοῦ Κυρίου δούλης* Ἰουλιανῆς ἐλεήμονος* τῇ Εἰκόνι νῦν προσπίπτοντες* τῇ θαυματουργῷ, κατασπαζόμεθα.


Ἡμῶν ἁπάντων προστάτην* τῶν τε τρυχωμένων παντίαις θλίψεσι,* ἀνυμνήσωμεν θεόφρονες,* Ἰουλιανή τήν ἐλεήμονα.


Θεοτοκίον.Νῦν προνοίᾳ Σου, Κόρη,* ἀπό καρδίας προσπίπτομεν,* τήν βεβαίαν Σου αἰτούμενοι* καί ἀναγκαίαν πᾶσιν ἡμῖν ἀντίληψιν.


ᾨδή ε΄. Φώτισον ἡμᾶς.

Ἐπόμβρισον ἡμῖν* τοῖς προσπίπτουσι σῇ χάριτι* καί αἰτουμένοις ἀπό σοῦ τόν ἱλασμόν,* Ἰουλιανή ἐλεήμων καί φιλάνθρωπε.

Λάμψον ἐφ’ ἡμᾶς* ταῖς εὐχαῖς σου τήν τοῦ Πνεύματος* φωτίζουσαν ψυχάς μαρμαρυγήν,* ὡς τοῦ Κυρίου δούλη καί θεράπαινα.


Ἔλαμψιν ἡμῖν* τοῖς ἱκέταις σου κατάπεμψον*, τοῖς προστρέχουσι σῇ σκέπῃ καί ναῷ* ἐν ᾧ κεῖται τό σόν λείψανον τό ἄφθαρτον.

Θεοτοκίον.

Ἤρθησαν ὑπέρ* κεφαλῆς τά ἁμαρτήματα,* πλήν ἐπίκαμψον λιταῖς Σου τόν Θεόν* καί Υἱόν Σου,* ὦ Μητράναδρε Πανύμνητε.


ᾨδή στ΄. Τήν δέησιν.

Μυρίζεις* μύροις σοῦ θείου λειψάνου,* τάς ψυχάς τῶν προσιόντων σοι, Μῆτερ,* ἡ μυρεψός τῆς ἀγάπης δειχθεῖσα* καί μυροδόχος ἐλέους· μυρίζουσα* ἀποφοράν τήν τῶν πληγῶν,* τῶν τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἔνδοξε.

Ὁλόκληρον* τόν δυσωδίᾳ καί ῥύπῳ* λελουσμένον τῇ ψυχῇ καί τό δέμας,* ὡς μυροδόχος τοῦ Μύρου τοῦ Μόνου,* μυρῖσαι σπεῦσον καί λοῦσαι, Φιλάνθρωπε,* παντελεήμων Ἰουλιανή,* τό τῆς ἀγάπης τῆς θείας ἐκτύπωμα.


Ναόν Θεοῦ* τήν οἰκογένειαν ποίησον,* σαῖς ἐμπύροις πρός τόν Κύριον πρεσβείαις·* μήτηρ γάρ ὤφθης καλλίτεκνος ἐν πᾶσι,* εὐφραινομένη ἐπί τέκνοις καί χαίρουσα· διό ὡς προστάτης ἀληθῶς,* οἰκογενείας τοῦ λίκνου τετίμησαι.

Θεοτοκίον.

Ἀγάθηνον,* τοῖς δεομένοις, Παρθένε,* καί ἐπικάμφθητι φωνῇ τῶν ἱκετῶν Σου,* Χριστόν δυσώπει Σοῦ δεόμεθα, Κόρη,* τοῦ ἐλεῆσαι ἡμᾶς τούς προστρέχοντας,* ὑπό τήν σκέπην τήν σεπτήν* Σοῦ τῆς Μητρός Του, Μαρία Θεόνυμφε.


Διάσωσον* ταῖς τῆς Ἁγίας πρεσβείαις Παντελεῆμον,* ὅτι πάντες κατόπιν Σοῦ αὐτῇ καταφεύγομεν,* ὡς ἐχούσης τήν πρός Σέ παῤῥησίαν.


Ἐπίβλεψον* ἐπικαμπτόμενος Θεοτόκου* καί τῆς Ἁγίας ταῖς λιταῖς Οἰκτῆρμον,* ἐφ’ ἡμᾶς τούς ἀσθενεῖς* καί λύτρωσαι τόν λαόν Σου.


Κοντάκιον.

Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἡ τῆς θείας χάριτος πεπληρωμένη,* τοῦ Χριστοῦ θεράπαινα* μήτηρ σεπτή Ἰουλιανή,* ἐν εὐποιΐᾳ ἐκραύγαζε,* διά ἐλέους ὁπίσω Σου ἔδραμον.


Προκείμενον. Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει καί ὡσεί κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.

Στ. Πεφυτευμένοι ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, ἐν αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐξανθήσουσιν.

Εὐαγγέλιον ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην (Κεφ. ιε΄ 17 – στ΄ 2).

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμέ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει. Ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. Μνημονεύεται τοῦ λόγου, οὗ ἐγώ εἶπον ὑμῖν. Οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξωσιν. Εἰ τόν λόγον μου ἐτήρησαν καί τόν ὑμέτερον τηρήσουσιν. Ἀλλά ταῦτα πάντα ποιήσουσιν ὑμῖν διά τό ὄνομά μου, ὅτι οὐκ οἴδασι τόν πέμψαντά με. Εἰ μή ἦλθον καί ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον. Νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περί τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. Ὁ ἐμέ μισῶν καί τόν Πατέρα μου μισεῖ. Εἰ τά ἔργα μή ἐποίησα αὐτοῖς, ἅ οὐδείς ἄλλος πεποίηκεν, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον. Νῦν δέ καί ἑωράκασι καί μεμισήκασι καί ἐμέ καί τόν Πατέρα μου. Ἀλλ’ ἵνα πληρωθῆ ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος ἐν τῶ νόμῳ αὐτῶν, ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν. Ὅταν δέ ἔλθη ὁ Παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ. Καί ὑμεῖς δέ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς μετ’ ἐμοῦ ἐστε. Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἵνα μή σκανδαλισθῆτε. Ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς, ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς, δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῶ Θεῶ.

Δόξα. Ταῖς τῆς Σῆς Ἁγίας…

Καί νῦν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου…
Στ. Ἐλέησόν με, ὁ Θεός,…

Προσόμοιον.

Ἦχος πλ. β΄.Ὅλην ἀποθέμενοι.
Δεῦτε Ἰουλιανήν* τήν τοῦ Λαζάρεβῳ ὕμνοις* καί ὡδαῖς τιμήσωμεν,* οἱ αὐτῇ προσπίπτοντες μετά πίστεως·* τῷ Θεῷ αὕτη γάρ,* ὑπέρ λαοῦ ἅπαντος,* μετά ζέσεως προσδέεται,* ἐπιδαψιλεύουσα* ἡμῖν τήν τοῦ Κυρίου ἀντίληψιν* καί Τούτου τήν σωτήριον* ἐπί τοῖς δεομένοις βοήθειαν·* χαῖρε αὐτῇ βοῶντες,* δοχεῖον τοῦ Κυρίου ἐκλεκτόν* καί τῆς Αὐτοῦ παρατάξεως* μέλος τιμιώτατον.

ᾨδή ζ΄. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.

Ὕμνος ἡ σή ἐφάνη* βιοτή Κυρίῳ* τῷ Θεῷ σου, διό ἀξιάγαστε,* Ῥωσίας πέλεις κλέος* καί Ἐκκλησίας δόξα,* ἥ καί ψάλλει κραυγάζουσα·* ὁ Πατέρων ἡμῶν* Θεός, εὐλογητός εἶ.

Μέγιστα ἐργάζῃ* καί μετά λῆξιν, Μῆτερ,* νῦν σημεῖα καί θαύματα* τεράστια τοῖς πᾶσι,* τοῖς πόθῳ προσιοῦσι* και μετά πόθου κραυγάζουσι·* ὁ Πατέρων ἡμῶν* Θεός, εὐλογητός εἶ.


Νόσων πολυτρόπων* ἰατρός ἐδόθης,* διό τά πάθη θεράπευσον,* πληγάς τε ἀοράτους* καί τάς ὀρωμένας* ἡμῶν, τῶν πίστει βοώντων σοί·* ὁ Πατέρων ἡμῶν* Θεός, εὐλογητός εἶ.


Θεοτοκίον.

Ὦ Κόρη καί Παρθένε,* ἐπαίρουσα μή παύῃς* χεῖρας Υἱῷ Σου καί Θεῷ·* ἀνάψυξον, Κυρία,* ψυχάς πεπυρωμένας,* τῶν μετά πόθου βοώντων Σοι·* χαῖρε οὐράνιε λιμήν,* πάντων τῶν σωζομένων.

ᾨδή η΄. Τόν Βασιλέα.

Ἅπαντες πίστει* εἰλικρινεῖ προσιῶμεν,* τῇ θήκῃ τῶν σεπτῶν σου λειψάνων,* ψυχῶν τε καί σωμάτων* λαμβάνοντες τήν ῥῶσιν.

Ναός καί λάρναξ* μητρός τῆς φιλανθρώπου,* ἱατρεῖον ἱερόν πρόκεινται τοῖς πᾶσι,* τῶν τιμώντων αὐτῆς* μνήμην τήν θειοτάτην.


Τόν Ἐλεήμονα* Θεόν, Μῆτερ ἐμιμήσω* διό προστάτης ἡμῶν καί ἔφορος νῦν πέλεις,* ἐλεημοσύνης* ῥαίνουσα τήν δρόσον.


Θεοτοκίον.

Ὦ τῆς ψυχῆς μου* δεινῆς ἀορασίας·* φωταγώγησόν μεν Σύ,* φωτός ἀκτίστου Μῆτερ,* τοῦ δεομένου* τυχεῖν τοῦ Σοῦ ἐλέους.


ᾨδή θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.

Νικήσασα τόν κόσμον,* ἐν πόλῳ ἐπιπολεύεις* καί ταῖς Ἁγίων χορείαις εὐφραίνει νῦν,* ἡμῖν ὀμβρίζουσα ἀφειδῶς,* τοῦ Παρακλήτου τήν δρόσον τοῦ Πνεύματος.

Ἴδε μου τήν πτωχείαν,* τοῦ ταῦτα στιχουργοῦντος* καί σαῖς πρεσβείαις πρός Κύριον πλούτισον* διψῶσαν τήν ἐμήν ψυχήν,* τῶν δωρεῶν καί χαρίτων τοῦ Πνεύματος.


Ὄγκον ἀνομιῶν μου* καί τῶν πταισμάτων λῦσον,* τό δέ χειρόγραφον, Μῆτερ, διάρρηξον* τῆς ἁμαρτίας, τοῦ τήν σήν* ἁγίαν μνήμην τοῖς πᾶσι κηρύττοντος.

Θεοτοκίον.

Σωτῆραν ἡ τεκοῦσα,* Παρθένε Θεοτόκε,* σύν τῇ Ὁσίᾳ Κυρίῳ πρεσβεύσατε,* ἵνα δωρήσῃ πᾶσιν ὡς Θεός,* ἁμαρτημάτων τήν λύσιν καί ἄφεσιν.


Μεγαλυνάρια.

Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς,* μακαρίζειν Σε τήν Θεοτόκον,* τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον* καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.* Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ* καί ἐνδοξοτέραν* ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ,* τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν,* τήν ὄντως Θεοτόκον* Σέ μεγαλύνομεν.

Χαίροις τῶν Δικαίων ἡ καλλονή,* Ἰουλιανή θεία,* τῆς Ῥωσίας ὁ στολισμός·* χαίροις οἰκογενείας ἡ ἀπό Θεοῦ προστάτης,* πάντων τῶν Ὀρθοδόξων* εὐχαῖς Σου πρόμαχος.


Χαίροις ἡ Ῥωσίας γόνος λαμπρά,* πόλεως τοῦ Μούρωμ* πολιοῦχος καί βοηθός,* πάντων Ὀρθοδόξων τῶν ἐπικαλουμένων,* τήν Σήν θερμήν πρεσβείαν* καί τήν ἀντίληψιν.


Ἁγία γλυκυτάτη Μῆτερ ἡμῶν, τούς σοί προσφυγόντας* σπεῦσον τοῦ σῶσαι τῶν πονηροῦ* προσβολῶν ματαίων* καί τείχισον εὐχαῖς σου,* πάντας τούς Ὀρθοδόξους,* τούς ἀνυμνοῦντας σε.


Τούς ἀθροιζομένους τῷ σῷ ναῷ,* ἀοράτων πάντας,* ὁρατῶν τε ἐπιβουλῆς,* ἡμᾶς τυραννούντων, δεόμεθα ῥυσθῆναι,* ὑπό τῆς χάριτός σου,* Μῆτερ ἀοίδημε.


Τά πεπυρωμένα βέλη τά τοῦ ἐχθροῦ,* ἐνέδρᾳ παγίδων* διασκέδασον ἐξ ἡμῶν,* τῇ δυνάμει, Μῆτερ, τῇ ἐκ Θεοῦ δοθείσῃ,* ὅπως αὐτῶν ῥυσθέντες* σέ μεγαλύνομεν.


Τό Μεγαλυνάριον τοῦ Ἁγίου τοῦ Ναοῦ ἤ τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας. Καί κλείομεν μετά τοῦ·


Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί,* Πρόδρομε Κυρίου,* Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς,* οἱ Ἅγιοι Πάντες μετά τῆς Θεοτόκου,* ποιήσατε πρεσβείαν* εἰς τό σωθῆναι ἡμᾶς.


Τό Τρισάγιον καί τά Τροπάρια ταῦτα.



Ἦχος πλ. β΄.

Ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε,* ἐλέησον ἡμᾶς·* πάσης γάρ ἀπολογίας ἀποροῦντες,* ταύτην Σοι τήν ἱκεσίαν,* ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν,* ἐλέησον ἡμᾶς.

Δόξα.

Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς,* ἐπί Σοί γάρ πεποίθαμεν·* μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα,* μηδέ μνησθῇς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν·* ἀλλ’ ἐπίβλεψον καί νῦν ὡς εὔσπλαχνος* καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν.* Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός Σου,* πάντες ἔργα χειρῶν Σου* καί τό ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.

Καί νῦν. Θεοτοκίον.

Τῆς εὐσπλαχνίας τήν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν,* εὐλογημένη Θεοτόκε,* ἐλπίζοντες εἰς Σέ μή ἀστοχήσωμεν,* ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν περιστάσεων·* Σύ γάρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.

Ἀπόλυσις.

Καί τῶν Χριστιανῶν ἀσπαζομένων τήν Εἰκόνα τῆς Ἁγίας καί χριομένων δι’ ἁγίου ἐλαίου, ψάλλονται τά παρόντα Τροπάρια.


Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.

Δεῦτε προσκυνήσωμεν πιστοί,* ἱεράν εἰκόνα καί θήκην θείου Λειψάνου τε,* Ἰουλιανῆς θεόφρονος, ἡμῶν προστάτιδος* καί ταύτῃ προσείπωμεν* σεμνῶς μελωδοῦντες,* χαῖρε εὐωδέστατον δοχεῖον Πνεύματος·* δόξα τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας,* ἡμῶν δέ προστασία ἐν ἀνάγκαις,* πάντων Ὀρθοδόξων τε ἡ ἀντίληψις.

Δέσποινα πρόσδεξαι* τάς δεήσεις τῶν δούλων Σου* καί λύτρωσαι ἡμᾶς* ἀπό πάσης ἀνάγκης καί θλίψεως.


Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου* εἰς Σέ ἀνατίθημι,* Μῆτερ τοῦ Θεοῦ,* φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπην Σου.



Ἀπολυτίκιον.

Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν ἐν κόσμῳ πραγμάτων τήν ματαιότητα,* Οὐρανῶν Βασιλείας χαράν τήν μένουσαν* κατανοήσασα, σεμνή,* ταύτης τετύχηκας*, δι’ ἐργασίας ἀρετῶν* τῆς πρός πλησίον ἀγάπης·* διό ἐν ὕμνοις εὐήχοις,* ὡς κεκτημένην παρρησίαν,* Ἰουλιανή σέ μακαρίζομεν.


Στίχοι·

Οἰκογενείας λῖκνον βαλλόμενον κυκλόθεν,
παντοίαις προσβολαῖς, σύ Μῆτερ περιφρούρει,
ὡς μήτηρ ὑπάρξασα τέκνων τριῶν και δέκα,
καλλίτεκνος οὐ μόνον πολύτεκνος φανεῖσα.

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Τη Η΄ (8η) Ιανουαρίου, μνήμη της Οσίας μητρός ημών ΔΟΜΝΙΚΗΣ.



site analysis

Δομνίκα η Οσία έζησε κατά τους χρόνους Θεοδοσίου το μεγάλου εν έτει τπδ΄ (384), καταγομένη από την Καρθαγένην ή Καρχηδόνα της Αφρικής. Δια τινα υπόθεσιν επήγεν αύτη εις Κωνσταντινούπολιν μετ’ άλλων τεσσαράκοντα παρθένων, όπου ο τότε πατριαρχεύων Νεκτάριος τας εδέχθη εκ θείας αποκαλύψεως, και τας ηξίωσε του θείου Βαπτίσματος. Μετά το Βάπτισμα η Αγία Δομνίκα έγινε Μοναχή και αφού ηγωνίσθη με πόνους ανδρικούς έφθασεν εις το άκρον της ασκήσεως, ώστε ηξιώθη να ενεργή θαύματα. Εν τούτοις λοιπόν διαλάμψασα προς Κύριον εξεδήμησεν.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Αγάπη τή κρείττονι, καταυγασθείσα τον νουν, ασκήσει εξέλαμψας, ώσπερ λαμπάς φαεινή, Δομνίκα πανεύφημε όθεν Μοναζουοών σε, όδηγόν φωτοφόρον, έδειξεν ο Δεσπότης, δια βίου και λόγου. Ω πρέσβευε θεοφόρε, σώζεσθαι άπαντας

Ἀκολουθία Ὁσίας ΔΟΜΝΙΚΗΣ


Ψαλλομένη τῇ 8η Ἰανουαρίου

ΜΕΓΑΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
Εὐλογήσαντος τοῦ Ἱερέως ὁ Προοιμιακός καί τό Μακάριος ἀνήρ. Εἰς δέ τό Κύριε ἐκέκραξα ἱστῶμεν Στίχους ς καὶ ψάλλομεν Στιχηρὰ Προσόμοια τοῦ Ὁσίου Γεωργίου γ΄ καί τῆς Ὁσίας Δομνίκης γ΄.
Τοῦ Ὁσίου Γεωργίου. Ἦχος δ΄. Ὡς γενναῖον ἐν Μάρτυσιν.
Τῆς ψυχῆς τὴν ἀκρόπολιν, λογισμῶν οὐ κατέσεισαν, προσβολαὶ μακάριε· σὺ γὰρ ἔπαλξιν, ὥσπερ τὴν σὴν προβαλλόμενος, στερέμνιον ἄσκησιν, διετήρησας σαυτόν, τοῦ δεινοῦ πολεμήτορος, ἀπαράτρωτον, ἀπήμαντον ὅλως, καὶ παρέστης, τῷ Δεσπότῃ τῶν ἁπάντων, νικητικῶς στεφανούμενος.
Οὐχ ὁδοῦ μῆκος ἴσχυσεν, οὐδὲ τόπων δυσχέρεια, παραλῦσαι Ὅσιε τὸ διάπυρον, τῆς πρὸς Θεὸν ἐκδημίας σου· κἀκεῖ γὰρ γενόμενος, καὶ τοῖς τόποις εὐφρανθείς, οὗ οἱ πόδες ἐπάτησαν, τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, οὐκ ἠμέλησας ὅλως. Εἰ μὴ φθάσῃς, δι' ἀσκήσεως καὶ πόνων, καὶ πρὸς Σιὼν τὴν οὐράνιον.
Τὸν ἐγκάρδιον ἔρωτα, ὑποφαίνων τοῖς δάκρυσι, κατανύξει ἔνδοξε, γῆν κατέβρεχες, καὶ ταῖς θριξὶν ἐναπέματτες, Χριστοῦ ὑποπόδιον· ἐννοῶν τε καὶ Αὐτόν, ὡς παρόντα καὶ βλέποντα, Ὅν ἐπόθησας· καὶ ἰχνῶν ἐπελάβου διανοίας, θεωρίαις θειοτάταις, τὴν σὴν ψυχὴν αὐγαζόμενος.
Τῆς Ὁσίας Δομνίκης. Ἦχος ὁ αὐτός. Ἔδωκας σημείωσιν.
Ἐκ Δυσμῶν ἀνέτειλας, πρὸς τὴν Ἑῴαν πανόλβιε, ὡς ἀστὴρ φαεινότατος, ἀκτῖσιν ἀστράπτουσα, τῶν σῶν ἐναρέτων, πράξεων Ὁσία, καὶ κατεφώτισας πιστῶν, τάς διανοίας φέγγει θαυμάτων σου· διό σε μακαρίζομεν, καὶ τὴν σὴν μνήμην γεραίρομεν, τὸν Χριστὸν μεγαλύνοντες, τὸν σεπτῶς σε δοξάσαντα.
Τρωθεῖσα τῷ ἔρωτι, τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγαπήσεως, ὦ Δομνίκα πανεύφημε, Αὐτῷ ἠκολούθησας ἀπαρνησαμένη, ἐπίκηρον δόξαν, καὶ τῆς σαρκὸς τάς ἡδονάς, καὶ πᾶσαν βίου ἄλλην ἀπόλαυσιν· διὸ σε εἰσῳκίσατο,εἰς φωτεινότατον θάλαμον, Ἰησοῦς ὁ φιλάνθρωπος, καὶ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Πάθη τοῦ Κυρίου σου, καὶ Ποιητοῦ ἀναπλάττουσα, ἐν αὐτῇ ἀναδέδειξαι, τοῦ Λόγου ὡς ποίημα, λογικὸν Παρθένε, καὶ διὰ τοῦ Λόγου, ἐπαιδαγώγησας παθῶν, τῆς ἀλογίας τὰ παρεκκλίματα· διὸ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν, εὐθυποροῦσα ἀοίδιμε, ἀληθὲς καὶ ἀκίβδηλον, τοῦ Θεοῦ ὤφθης ἄγαλμα.
Δόξα. Ἦχος πλ. β’. Τῆς Ὁσίας.
Σήμερον, τῶν Παρθένων οἱ χοροί, ἐπὶ τῇ μνήμῃ ἀθροισθέντες τῆς θεοφόρου Μητρός, ἐν καιναῖς ᾀσμάτων μελωδίαις ἀνευφημήσωμεν ταύτην λέγοντες· χαίροις, ἡ τὴν ἱεράν σου στολήν, τῇ συντονωτάτῃ ἀσκήσει ἐκλαμπρύνασα, καὶ δῶρον ἐκλεκτὸν τῷ σῷ Νυμφίῳ προσάξασα· χαίροις, ἡ τὸν πόθον σου πρὸς Αὐτόν, νυκτός τε καὶ ἡμέρας ἀνατείνασα, παρ’ Οὗ καὶ ἀπήλειφας ὡς θείαν ἀντίδοσιν, τῶν θαυμάτων τὴν ἐνέργειαν. Ἀλλ’ ὦ Δομνίκα πανθαύμαστε, τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, νύμφη πανακήρατε, ἱκέτευε Αὐτὸν ἐκτενῶς, εἰρήνην δωρήσασθαι, ἡμῖν τοῖς λαμπρῶς ἐπιτελοῦσι, τὴν πανέορτον μνήμην σου.
Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς.
Νάματα Ἰορδάνεια περιεβάλου Σωτήρ, ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, καὶ ἔκλινας κορυφὴν τῷ Προδρόμῳ, ὁ τὸν οὐρανὸν μετρήσας σπιθαμῇ, ἵνα ἐπιστρέψῃς κόσμον ἐκ πλάνης, καὶ σώσῃς τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Εἴσοδος, Φῶς ἱλαρόν, Προκείμενον τῆς ἡμέρας, Ἀναγνώσματα.
Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. γ΄ 1 - 9).
Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν καὶ ἡ ἀφ’ ἡμῶν πορεία σύντριμμα· οἱ δέ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ. Καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης. Καὶ ὀλίγα παιδευθέντες μεγάλα εὐεργετηθήσονται· ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτούς καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ· ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτούς καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς. Καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀναλάμψουσιν καὶ ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται· κρινοῦσιν ἔθνη καὶ κρατήσουσι λαῶν καὶ βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος εἰς τοὺς αἰῶνας. Οἱ πεποιθότες ἐπ’ Αὐτῷ, συνήσουσιν ἀλήθειαν καὶ οἱ πιστοὶ ἐν ἀγάπῃ προσμενοῦσιν Αὐτῷ· ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς Ὁσίοις Αὐτοῦ καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς Αὐτοῦ.
Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. ε΄ 15 - στ΄ 3).
Δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθὸς αὐτῶν παρὰ Ὑψίστου. Διὰ τοῦτο λήψονται τὸ βασίλειον τῆς εὐπρεπείας καὶ τὸ διάδημα τοῦ κάλλους ἐκ χειρὸς Κυρίου· ὅτι τῇ δεξιᾷ Αὐτοῦ σκεπάσει αὐτούς καὶ τῷ βραχίονι ὑπερασπιεῖ αὐτῶν. Λήψεται πανοπλίαν τὸν ζῆλον Αὐτοῦ καὶ ὁπλοποιήσει τὴν κτίσιν εἰς ἄμυναν ἐχθρῶν· ἐνδύσεται θώρακα δικαιοσύνην καὶ περιθήσεται κόρυθα, κρῖσιν ἀνυπόκριτον˙ λήψεται ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα˙ ὀξυνεῖ δὲ ἀπότομον ὀργὴν εἰς ῥομφαίαν˙ συνεκπολεμήσει δὲ Αὐτῷ ὁ κόσμος ἐπὶ τοὺς παράφρονας. Πορεύσονται εὔστοχοι βολίδες ἀστραπῶν καὶ ὡς ἀπὸ εὐκύκλου τόξου, τῶν νεφῶν, ἐπὶ σκοπὸν ἁλοῦνται, καὶ ἐκ πετροβόλου θυμοῦ πλήρεις ῥιφήσονται χάλαζαι˙ ἀγανακτήσει κατ’ αὐτῶν ὕδωρ θαλάσσης, ποταμοὶ δὲ συγκλύσουσιν ἀποτόμως˙ ἀντιστήσεται αὐτοῖς πνεῦμα δυνάμεως καὶ ὡς λαίλαψ ἐκλικμήσει αὐτούς καὶ ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν. Ἀκούσατε οὖν βασιλεῖς καὶ σύνετε˙ μάθετε δικασταὶ περάτων γῆς˙ ἐνωτίσασθε οἱ κρατοῦντες πλήθους καὶ γεγαυρωμένοι ἐπὶ ὄχλοις ἐθνῶν˙ ὅτι ἐδόθη παρὰ Κυρίου ἡ κράτησις ὑμῖν καὶ ἡ δυναστεία παρὰ Ὑψίστου.
Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. ζ΄ 7-15).
Δίκαιος, ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται. Γῆρας γὰρ τίμιον, οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δέ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος Θεῷ γενόμενος, ἠγαπήθη· καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν, μετετέθη. Ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ· βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά καὶ ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς· ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐπὶ διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς Ὁσίοις Αὐτοῦ καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς Αὐτοῦ.  

Εἰς τὴν Λιτήν, Ἰδιόμελα. Ἦχος α΄.
Ὅλην σαυτήν, τῶν παθῶν ἐκκαθάρασα, δοχεῖον ὤφθης ἐκλεκτόν, μυρεψικὴν ἀποστάζον εὐωδίαν, Δομνίκα θεόνυμφε· καὶ ταῖς μυστικαῖς φρυκτωρίαις θεουργικῶς ἐλλαμφθεῖσα, ὅλη μετάρσιος γέγονας. Διὸ καὶ ἠξίωσαι προλέγειν τὰ ἐσόμενα, διὰ τῆς χάριτος τοῦ ἐνοικοῦντός σοι παντουργοῦ Πνεύματος, καὶ θαυμάτων ἐπιτελεῖν τὰ παράδοξα, ἃ συνελθόντες χρεωστικῶς ἐν θάμβει μεγαλύνομεν.
Ἦχος β΄.
Ὁ προειδώς σου τῆς ψυχῆς τὴν εὐγένειαν, καὶ τὴν μέλλουσαν ἁγιότητα, δι’ ὁπτασίας ἐνθέου, τῷ θείῳ Ἀρχιποίμενι Νεκταρίῳ φανεροῖ σε, ἠνίκα τὴν Βασιλεύουσαν, σὺν ταῖς τεσσαράκοντα παρθένοις κατελάμβανες· ὅθεν τοῦ θείου λουτροῦ, παρ’ αὐτοῦ ἀξιωθεῖσα, καὶ τὸ ἱερὸν σχῆμα περιβληθεῖσα, εἰς ἀγῶνας ἐχώρισας, πόθῳ ζέοντι θεϊκῷ, καὶ Χριστῷ εὐηρέστησας. Ὃν καὶ ἱκέτευε, ὡς Αὐτῷ παρισταμένη, τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς τοὺς σὲ δοξάζοντας, ἀπὸ πάσης περιστάσεως.
Ἦχος γ΄.
Τῷ νόμῳ Κυρίου διὰ παντὸς ἐμμελετῶσα, καὶ ἀπαύστως σχολάζουσα, νηστείαις καὶ δεήσεσι, οἶκος φωτοειδὴς γεγένησαι, τοῦ Φωτοδότου καὶ Λυτρωτοῦ. Ὃς ταῖς εὐχαῖς σου ὑπείκων, τόπον ἱερόν, ἐν ᾧ ψυχῶν φροντιστήριον ἀνήγειρας, ἐνδεικνύει σοι Δομνίκα θεόσοφε. Διὸ σοῦ δεόμεθα, πρέσβευε Αὐτῷ, καὶ ἡμᾶς ἀπεργάσασθαι, οἴκους τοῦ Πνεύματος.
Ἦχος δ΄.
Ἐπειγομένη φθᾶσαι ὀρεκτῶν τὸ ἔσχατον, οὐκ ἔδωκας ὕπνον σοῖς ὀφθαλμοῖς, οὐδὲ τοῖς κροτάφοις σου ἀνάπαυσιν, ἕως οὗ τὰ πάθη παντελῶς ἐθανάτωσας Δομνίκα ἀξιΰμνητε, ἔχουσα καθ’ ἑκάστην ἐν τῷ νοΐ, ὅτι Χριστὸς ἐποπτάνεται τοῖς δι’ ἀπαθείας κεκοσμημένοις. ᾯ καὶ ἐβόας ἐκτενῶς· ὁπίσω Σου ἀσκητικῶς ἔδραμον, ἀξίωσόν με Ὑπεράγαθε, τῆς χαρᾶς τοῦ προσώπου Σου.
Δόξα. Ἦχος β΄.
Δεῦτε τῶν πιστῶν νῦν τὰ πλήθη, καὶ ἀσκουσῶν ἡ ἱερὰ ὁμήγυρις, χαρμονικῶς ἑορτάσωμεν, τὴν φαιδρὰν πανήγυριν τῆς Ὁσίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ πρὸς αὐτὴν ἐκβοήσωμεν· χαίροις, τῶν ἀρετῶν στήλη ἔμψυ-ος, καὶ ἀσκήσεως κανὼν ἀκριβέστατος, θαυμάτων αὐτουργός, Δομνίκα πανσεβάσμιε. Πρέσβευε δεόμεθα τῷ Σωτῆρι καὶ Θεῷ, τῷ σὲ μεγαλύναντι, ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ κόσμου καὶ σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς.
Ἐν Ἰορδάνῃ ποταμῷ, ἰδών Σε ὁ Ἰωάννης πρὸς αὐτὸν ἐρχόμενον, ἔλεγε Χριστὲ ὁ Θεός· τί πρὸς τὸν δοῦλον παραγέγονας, ῥύπον μὴ ἔχων Κύριε; Εἰς ὄνομα δὲ τίνος Σε βαπτίσω; Πατρός; Ἀλλὰ τοῦτον φέρεις ἐν σεαυτῷ. Υἱοῦ; Ἀλλ’ αὐτὸς ὑπάρχεις ὁ σαρκωθείς. Πνεύματος Ἁγίου; Καὶ τοῦτο οἶδας διδόναι, τοὺς πιστούς διὰ στόματος. Ὁ ἐπιφανεὶς Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

Εἰς τόν Στίχον. Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Ὅτε, κατετρώθης τῷ γλυκεῖ, ἔρωτι Χριστοῦ ὦ Δομνίκα, κόσμου κατέλιπες, πᾶσαν τὴν τερπνότητα καὶ ματαιότητα, καὶ σαυτὴν δοῦσα πάνσεμνε, ἀσκήσεως πόνοις, ψυχὴν καὶ διάνοιαν Θεῷ ἀνέθηκας· ὅθεν, καὶ θαυμάτων τὴν χάριν, ἐκ Θεοῦ ὡς ἔπαθλον Μῆτερ, εἴληφας ἀξίως τῶν καμάτων σου.
Στ. Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον, καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς μου.
Δεῦτε, ἐν ᾠδαῖς πνευματικαῖς, τῶν μοναζουσῶν αἱ χορεῖαι, πανηγυρίσωμεν, μνήμην τὴν πανίερον τῆς θεοφόρου Μητρός, πρὸς αὐτὴν πόθῳ κράζομεν· Ὁσία Δομνίκα, ὥσπερ ἐκπετάσασα πρὸς οὐρανίους σκηνάς, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Σωτῆρι, ἵνα καὶ ἡμῶν καρδίας γῆθεν, ἀνυψώσῃ πρὸς οὐράνια.
Στ. Μῦρον ἐκκενωθὲν ὄνομά Σου, διὰ τοῦτο νεανίδας ἠγάπησάν Σε.
Ἄστρον, ἀνατέταλκεν ἡμῖν, ἐκ τῆς Καρχηδόνος φωσφόρον ἡ τοῦ Κυρίου ἁγνή, καὶ ψυχὰς κατηύγασε τῶν ἀνυμνοῦντων αὐτήν, καὶ φαιδρῶς τὴν πανέορτον, αὐτῆς ἐκτελούντων, μνήμην μελωδοῦσιν ἐν ᾗ παρέθετο, Κτίστῃ καὶ Νυμφίῳ τὸ πνεῦμα, ᾯ καὶ γηθομένη ἐβόας· ἐν σκηναῖς Σου Λόγε εἰσελεύσομαι.
Δόξα. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐκ νεότητος σοφή, τὸν τοῦ Κυρίου ἀραμένη σταυρόν, προθύμῳ Τούτῳ καρδίᾳ κατηκολούθησας· ὅθεν ἐν τοῖς παθήμασιν Αὐτοῦ, νυκτός τε καὶ ἡμέρας ἀδολεσχοῦσα, σάρκα μὲν ἐνέκρωσας, τὴν δὲ θεόφρονα ψυχήν σου ἐζωοποίησας, καὶ ναὸν Αὐτοῦ ἀπετέλεσας. Διὸ καὶ τὴν τοῦ θήλεως φύσιν, διαφερόντως ἐτίμησας, ἀνδρικῶς ἀγωνισαμένη καὶ κατατροπώσασα τοῦ δολίου σατᾶν τὰς μεθοδείας καὶ ἔνεδρα. Καὶ νῦν ἐν τῷ ἀφθάρτῳ νυμφῶνι περιπολεύουσα, μέμνησο καὶ ἡμῶν, τῶν ἐν πόθῳ καὶ χαρᾷ ἐπιτελούντων, τὴν ἀεισέβαστον μνήμην σου.
Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς.
Τὸν ἐκ Παρθένου Ἥλιον, βλέπων ὁ ἐκ στείρας λύχνος φαεινός, ἐν Ἰορδάνῃ αἰτούμενον βάπτισμα, ἐν δειλίᾳ καὶ χαρᾷ, ἐβόα πρὸς Αὐτόν· Σύ με ἁγίασον Δέσποτα τῇ θείᾳ ἐπιφανείᾳ Σου.

Νῦν ἀπολύεις, Τρισάγιον, Ἀπολυτίκια.
Τῆς Ὁσίας. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου τὸν ἐλαφρότατον, ἐν καρδίᾳ ζεούσῃ ἀναλαβοῦσα σεμνή, τῶν προσκαίρων καὶ τερπνῶν κατεφρόνησας, καὶ ἀσκήσει τὴν ζωήν, διανύσασα καλῶς, χοροῖς Ὁσίων συνήφθης, μεθ’ ὧν Δομνίκα Ὁσία, Χριστὸν ἱκέτευε σωθῆναι ἡμᾶς.
Δόξα. Τοῦ Ὁσίου. Ὁ αὐτός.
Γεωργῆσας τὸν λόγον Πάτερ τῆς χάριτος, δικαιοσύνης ἐδρέψω καρποφορίαν λαμπράν, ὡς τὴν ἔνθεον ζωὴν αἰρετισάμενος· ὅθεν τῆς δόξης κοινωνός, ἀνεδείχθης τοῦ Χριστοῦ, Γεώργιε θεοφόρε· ὦ καὶ πρεσβεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς. Ἦχος α΄.
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει Σοι, ἀγαπητὸν Σὲ Υἱὸν ὀνομάζουσα· καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανεὶς Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τὸν κόσμον φωτίσας δόξα Σοι.

Ἀπόλυσις.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ
Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν, Κάθισμα. Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Ὡς ἁγνὴν περιστεράν, καὶ ὡς τρυγόνα παγκαλῆ, εὐφημοῦμέν σε πιστῶς, ὅτι τὸν Ἄναρχον ἐν γῇ, ἀρχὴν λαβόντα δι’ ἔλεον ὦ Δομνίκα, ἠγάπησας θερμῶς, πάσῃ ἰσχύει σου, καρδίᾳ καὶ ψυχῇ καὶ διανοίᾳ σου, καὶ βαπτισθέντι ἐν τοῖς ῥείθροις Ἰορδάνου, ἐν εὐφροσύνῃ ἐκραύγαζες· εὐλογημένος, εἶ Παντοκράτορ, ὁ φανεὶς εἰς τὸ σῶσαι ἡμᾶς.
Δόξα. Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς. Ὅμοιον.
Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ, ἐν Ἰορδάνῃ ποταμῷ, διαβιβάζων τὸν λαόν, καὶ τοῦ Θεοῦ τὴν κιβωτόν, ἐσκιαγράφει τὴν μέλλουσαν εὐεργεσίαν· εἰκόνα γὰρ ἡμῖν, ἀναμορφώσεως, καὶ τύπον ἀψευδῆ, ἀναγεννήσεως, ἡ μυστικὴ διάβασις τῶν δύο, σκιαγραφεῖ ἐν τῷ Πνεύματι. Χριστὸς ἐφάνη, ἐν Ἰορδάνῃ, ἁγιάσαι τὰ ὕδατα.

Μετὰ τὴν β΄ ΣτιχολογίανΚάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Αὐλῶν ποιμενικῶν.
Τιμήσωμεν φαιδρῶς, ἐν ᾠδαῖς τε καὶ ὕμνοις, τὴν ἄμωμον Χριστοῦ, καὶ ὁσίαν ἀμνάδα, χαίροις αὐτῇ βοῶντες Μῆτερ πανένδοξε, Δομνίκα πάνσεμνε, σκεῦος τοῦ Παρακλήτου, Παρθένων καύχημα καὶ ἀγαλλίαμα, ἡ εἰς νυμφῶνα νῦν τὸν φωτεινόν, Χριστοῦ ἀγαλλομένη.
Δόξα. Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς. Ὅμοιον.
Βαπτίζεται Χριστός, ὁ τὸν κόσμον φωτίζων, ἐξ ὕψους ὁ Πατήρ, ἐμαρτύρησε λέγων. Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου, ἐν ᾧ ηὐδόκησα, Αὐτοῦ ἀκούετε. Οὗτός ἐστιν ὁ φωτίζων τὴν οἰκουμένην, τῇ εὐσπλαγχνίᾳ Αὐτοῦ, ὁ βαπτισθεὶς καὶ σώσας ὡς Θεός, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

Μετὰ τὸν Πολυέλεον, Κάθισμα. Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου, Σωτήρ.
Εὐφραίνονται λαμπρῶς, τῶν παρθένων τὰ στίφη, ἐπὶ τῇ ἱερᾷ, καὶ ὁσίᾳ σου μνήμῃ, Δομνίκα θεοτίμητε, ἀσκουσῶν τὸ ἀγλάϊσμα, ἃς ἐνίσχυσον, τῇ ἐκτενεῖ σου πρεσβείᾳ, τῆς ἀσκήσεως, τρίβον στενὴν διανῦσαι, εἰς αἶνον τοῦ Κτίσαντος.
Δόξα. Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς. Ὅμοιον.
Ὀ μέγας ὑετός, πρὸς ποτάμια ῥεῖθρα, ἐπέφανε σαρκί, βαπτισθῆναι θελήσας, πρὸς Ὃν ὁ θεῖος Πρόδρομος, ἐκπληττόμενος ἔλεγε· πῶς βαπτίσω Σε, ῥύπον μὴ ἔχοντα ὅλως; Πῶς ἐκτείνω μου, τὴν δεξιὰν ἐπὶ κάραν, ἣν τρέμει τὰ σύμπαντα;

Οἱ Ἀναβαθμοί· τὸ α΄ Ἀντίφωνον τοῦ δ΄ ἤχου.
Προκείμενον. Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς μου.
Στ. Καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου.
Εὐαγγέλιον, τῆς Γ΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν.
Ὁ Ν΄ (50) Ψαλμός.
Δόξα. Ταῖς τῆς Σῆς Ὁσίας...
Καὶ νῦν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου...
Ἰδιόμελον. Ἦχος πλ. β΄. Στ. Ἐλέησόν με, ὁ Θεός...
Τὰς τοῦ ἀρχεκάκου ἐχθροῦ μηχανάς, τῇ συντόνῳ σου ἀσκήσει καθελοῦσα, ἐν ἀσθενείᾳ φύσεως, τρόπαιον ἤγειρας λαμπρόν, σθένει ῥωσθεῖσα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὅθεν καὶ ἀπήλειφας, τῶν καμάτων σου τὰ γέρα, ἐν τῇ ἀλήκτῳ ζωῇ, Δομνίκα ἰσάγγελε· διὸ μὴ παύσῃ ἱκετεύουσα τὴν Ἁγίαν Τριάδα, τοῦ φωτῖσαι καὶ σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Οἱ Κανόνες· τῆς Ἑορτῆς, τοῦ Ὁσίου καί τῆς Ὁσίας, οὗ ἡ ἀκροστιχίς· Τὴν καλλίπαιδα νῦν γεραίρω Δομνίκαν. Ἰωσὴφ.
ᾨδὴ α΄. Ἦχος β΄. Ἐν βυθῷ κατέστρωσέ ποτε.
Τῷ ἐνθέῳ πόθῳ τὴν ψυχήν, ἔνδοξε πτερώσασα, τῶν σαρκικῶν θηράτρων ὑπερίπτασο· διὸ ἱκετεύω σε, θηρευθέντα με, ταῖς παγίσι τοῦ ὄφεως, σοῦ ταῖς ἱκεσίαις, πάνσεμνε Δομνίκα, ἀπολύτρωσαι.
Ἠκολούθεις χαίρουσα Χριστῷ, Τούτου ἀνιχνεύουσα, τὴν ἱερὰν νομοθεσίαν πάνσεμνε, καὶ Παρθένων τάγμασι, συνηρίθμησαι, ὡς παρθένος καὶ ἄμωμος· ὅθεν σε τιμῶμεν, πίστει συνελθόντες ἀξιάγαστε.
Νυσταγμὸν κακίας οὐδαμῶς, ἔνδοξε νυστάζουσα, ἐπαγρυπνεῖς ταῖς φωταυγέσι πράξεσι, καὶ πρὸς φῶς ἀνέσπερον, ἐξεδήμησας, ταῖς ἐκεῖθεν λαμπρότησι, περιχεομένη, καὶ φωταγωγοῦσα τοὺς ὑμνοῦντας σε.
Θεοτοκίον.
Καὶ πρὸ τόκου ἄφθορος Ἁγνή, καὶ μετὰ τὴν κύησιν Μήτηρ Θεοῦ, ὑπερφυῶς διέμεινας· ὅθεν Σε ποθήσασα, θείῳ Πνεύματι, ἡ Δομνίκα ὀπίσω Σου, ἄφθορος προσήχθη, τῷ Παμβασιλεῖ Υἱῷ Σου, Ἄχραντε.

ᾨδὴ γ΄.  Ἐξήνθησεν ἡ ἔρημος.
Πλωτῆρας θαλαττεύοντας, διεσώσω ἔλαιον, μετ’ εὐλογίας πέμπουσα, τῇ θαλάσσῃ καὶ μεταβάλλουσα, εἰς γαλήνην Δομνίκα τὸ κλυδώνιον.
Ἀΰλοις λαμπομένην σε, φρυκτωρίαις, Ἄγγελος, φωτοειδὴς ἐμήνυσεν, Ἱεράρχῃ ἐπιδημήσασαν, Βασιλίδα πρὸς πόλιν θείῳ νεύματι.
Ἱστίῳ πτερουμένη, τῆς ἐγκρατείας ἔφθασας, τῆς ἀπαθείας ἔνδοξε, τοὺς λιμένας· λιμήν τε γέγονας, τοῖς εἰς βάθη κακίας ὀλισθήσασι.
Θεοτοκίον.
Δυνάμωσον Πανάχραντε, τὸ ἀσθενές μου δύναμιν, ἡ τοῦ Ὑψίστου τέξασα, τὴν τὸ εἶναι πᾶσι παρέχουσαν, καὶ Δομνίκης τὴν μνήμην μεγαλύνασαν.

Κοντάκιον τῆς Ἑορτῆς. Ἦχος δ΄.
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καὶ τὸ φῶς Σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ’ ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνοῦντας σε. Ἦλθες ἐφάνης, τὸ Φῶς τὸ ἀπρόσιτον.

Κάθισμα τῆς Ὁσίας. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν σάρκα ἐσταύρωσας, σὺν τοῖς παθήμασι, καὶ πᾶσαν τὴν ἔφεσιν, πρὸς Χριστὸν ἔσχηκας, Δομνίκα Νυμφίον τὸν σόν· ἄφθαρτον διὰ τοῦτο, ἐκομίσω τὸ στέφος, καὶ Ἀγγέλων χορείαις, ἠριθμήθης Ὁσία, πρεσβεύουσα Αὐτῷ ἐκτενῶς, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Δόξα. Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς, ὅμοιον.
Τὰ ῥεῖθρα ἡγίασας τὰ Ἰορδάνια· τὸ κράτος συνέτριψας τῆς ἁμαρτίας, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν· ὑπέκλινας τῇ παλάμῃ, σεαυτὸν τοῦ Προδρόμου, καὶ ἔσωσας ἐκ τῆς πλάνης, τῶν ἀνθρώπων τὸ γένος· διὸ Σε ἱκετεύομεν· σῶσον τὸν κόσμον Σου.

ᾨδὴ δ΄. Ἐλήλυθας, ἐκ Παρθένου.
Ἀπήστραψας, φωτισμὸν ἰαμάτων διώκουσα, παθῶν τὴν σκοτόμαιναν, καὶ τῶν δαιμόνων τάς φάλαγγας, πάντας δὲ ἐφώτισας, τοὺς εὐσεβῶς σοι Δομνίκα προσπελάζοντας.
Νυμφίος σε, Βασιλεὺς ἐπουράνιος ἔνδοξε, δοξάζει ἐνώπιον, τοῦ ἐπὶ γῆς βασιλεύοντος, καταπληττομένου σου, τὸν ἀκηλίδωτον βίον καὶ τὰ θαύματα.
Ὑπήκοος, τῶν εὐχῶν σου ὑπάρχων ὁ Κύριος, σαφῶς προσημαίνει σοι, τόπον ἐν ᾧ φροντιστήριον, ἤγειρας, τὰ πνεύματα, τῆς πονηρίας Δομνίκα ἀπελάσασα.
Θεοτοκίον.
Νεκρώσεως,τοὺς χιτῶνας Ἀδὰμ ἐξεδύσατο, τῇ θείᾳ γεννήσει Σου, καὶ τὴν στολὴν ἠμφιάσατο, μόνος ἣν ἐξύφανεν, ἐν τῇ γαστρί Σου ὁ Λόγος σωματούμενος.

ᾨδὴ ε΄. Ὁ τοῦ φωτὸς χορηγός.
Γεωπονήσασα, καὶ τῷ ἀρότρῳ τῶν εὐχῶν τέμνουσα, τὴν ψυχικήν, αὔλακα πολύχουν, ἐδρέψω τὸν καρπόν, θείαις ἀποθήκαις, ἁγνὴ συντηρούμενον.
Ἐπιφωτίζουσα, τὸν καθαρόν σου λογισμὸν ἔβλεπες, τοῦ παντουργοῦ, Πνεύματος δυνάμει, τὰ πόῤῥω ὡς ἐγγύς, καὶ τῶν ἐσομένων, προλέγεις τὴν ἔκβασιν.
Ῥώμῃ τοῦ Πνεύματος, ἱερουργός σε τελειοῖ χρίσματι, θεουργικῷ, τῆς διακονίας, ποιμαίνειν ἱεράς, ψυχὰς ἐγκελεύων, Δομνίκα θεόσοφε.
Θεοτοκίον.
Ἅγιον Κύριον, Κυριοτόκε τοῦ παντὸς τέτοκας, Ὅν ἐκ ψυχῆς, Δομνίκα ποθοῦσα, παθῶν φθοροποιῶν, κατακυριεύει, Παρθένε ὑμνοῦσα Σε.

ᾨδὴ στ΄. Ἐν ἀβύσσῳ πταισμάτων.
Ἱερὸν προφητεῖον ἀνήγειρας, θείου Ζαχαρίου Προφήτου θεόφρονος, μεθ’ οὗ ναὸν εἰς ἅγιον, συγχορεύεις Δομνίκα θεόσοφε.
Ῥεῖθρον ὤφθης ἰάσεων ἄφθονον, πλυνοῦσα φλογμὸν παθημάτων καὶ βρύουσα, ἁγιασμὸν σωτήριον, κυριώνυμε κόρη θεόνυμφε.
Ὡς καλήν, ὡς ὡραίαν, ὡς ἔντιμον, ὡς τῆς παρθενίας αὐγαῖς διαλάμπουσαν, σὲ ὁ Νυμφίος Κύριος, ἑαυτῷ συνεισάγει ἀοίδιμε.
Θεοτοκίον.
Δι’ ἐμὲ κατ’ ἐμὲ ἐχρημάτισε, βρέφος ὁ Παντέλειος ἀνακαινίζων με, καὶ παλαιωθέντα πάθεσι, διὰ Σοῦ Παναγία Θεόνυμφε.

Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐν πολλοῖς τὸ σῶμα κατατήξασα, τὸν νοῦν πρὸς Θεὸν, τελείως ἀνεπτέρωσας, διὸ γέγονας ἐνδιαίτημα θεῖον τοῦ Πνεύματος, λαβοῦσα θαυμάτων τὴν ἰσχύν, Δομνίκα Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα.
Ὁ Οἶκος.
Ἀπὸ νεότητος τὴν θείαν ἐβάδισας ὁδὸν τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην, ἀκούσασα τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ὅτι αὕτη ἀπάγει εἰς ζωήν καὶ ὄντως ἀξιωθεῖσα φθᾶσαι τὴν ὄντως ζωὴν τὸν Χριστόν, ἐν τῇ προσκαίρῳ ταύτῃ παροικίᾳ σου, διὰ πολλῶν ἰδρώτων καὶ ἀγώνων, μετέστης σήμερον πρὸς τὴν ἄπονον καὶ ἄμοχθον διαγωγήν, ἐν ᾗ διπλοῦν τὸ στέφος εἴληφας παρὰ τοῦ ἀθανάτου σου Νυμφίου, ὡς παρθένος καὶ Ὁσία. ᾯ μὴ παύσῃ πρεσβεύουσα ὑπὲρ τῶν βοώντων σοι· χαίροις Δομνίκα Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα.

Συναξάριον.
Τῇ Η΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῆς Ὁσίας Δομνίκης.
Στίχοι·
Λιποῦσα τὴν γῆν οὐρανόφρων Δομνίκα,
Εἰς οὐρανοὺς ἀνῆλθεν, ὥσπερ ἠγάπα.
Δομνίκαν ὀγδοάτῃ πότμου λάβε νὺξ ἐρεβεννή.
Ταῖς αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

ᾨδὴ ζ΄. Ἀντίθεον πρόσταγμα.
Ὁ νοῦς σου ταῖς νεύσεσι ταῖς πρὸς τὸ θεῖον, θεούμενος πάντοτε, φωτοειδὴς γεγένηται, ἐντεῦθεν ἐξέκλινας, τὸ δυσμενὲς τῆς σαρκός, μέλπουσα θεόσοφε· ὁ ὢν εὐλογημένος, καὶ ὑπερένδοξος.
Μυστήρια θεῖά σοι ἀποκαλύπτει, Θεὸς Ὑπερούσιος, ἐν σοὶ ἀναπαυσάμενος· ὁρᾷς γὰρ φοιτήσαντα ἅγιον Ἄγγελον, καὶ καθαγιάσαντα σεμνή, τὴν τῶν ὑδάτων φύσιν ἐν Πνεύματι.
Ναὸς θείου Πνεύματος γεγενημένη, ναὸν πρὸς τὸν ἅγιον, ὑπάρχουσα ἀκήκοας, φωνῆς διδασκούσης σε θεῖα Μυστήρια, καὶ τὴν ἐκ τοῦ σώματος, σεμνὴ ἀποδημίαν τοῦ βασιλεύοντος.
Θεοτοκίον.
Ἰσχύς μου καὶ ὕμνησις καὶ σωτηρία, ὑπάρχει ὁ Κύριος, ὁ Σὲ Μητέρα πάναγνον, καὶ Νύμφην ἀνύμφευτον προεκλεξάμενος, Ὅν ὑπὲρ τῶν δούλων Σου ἀεί, μὴ διαλίπῃς πρεσβεύειν Ἄχραντε.

ᾨδὴ η'.  Τὸν ἐν καμίνῳ.
Κεκοσμημένη ἀρεταῖς, καὶ θαυμάτων κροσσωτοῖς πεποικιλμένη, πρὸς ὡραῖον νυμφῶνα, τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, Δομνίκα ἀνέδραμες ψάλλουσα, καὶ ὑπερυψοῦσα, Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἀκολουθήσασα Χριστῷ, ὡς Ποιμένι καθαρῷ ἀμνὰς τιμία, πρὸς οὐράνιον μάνδραν, τῶν ἐπισήμων ἐν ᾧ, προβάτων συναυλία πέφυκεν, ἐν ἀγαλλιάσει, ἐσκήνωσας Ἁγία.
Νεύσει Θεοῦ παντουργικῇ, τὴν ἀπόθεσιν τοῦ σοῦ μαθοῦσα σκήνους, χαριστήριον αἶνον, καθαρωτάτῃ ψυχῇ, τῷ πάντων αἰτίῳ προσέφερες· Οὗ τὸ σὸν εἰς χεῖρας, σεμνὴ παρέθου πνεῦμα.
Θεοτοκίον.
Ὁ ὑπερούσιος Θεός, οὐσιοῦται δι’ ἡμᾶς τῶν Σῶν ἐκ σπλάγχνων, τὴν φθαρεῖσαν οὐσίαν, ἀνακαινίσαι ζητῶν, δι’ οἶκτον Παρθένε καὶ ἔλεον, ὁ δεδοξασμένος, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Μεγαλυνάρια τῆς Ἑορτῆς.
ᾨδή θ΄. Τὸν ἐκ Θεοῦ Θεὸν Λόγον.
Ἱερώταται χορεῖαι, τῇ σεπτῇ σου κοιμήσει, ἐξάρχουσαι τῆς θείας σου ψυχῆς, τοῖς καθορῶσιν ἐφάνησαν, ἱεραῖς μελῳδίαις, εἰς τόπον ὁδηγοῦσαι σε σκηνῆς θαυμαστῆς, ἔνθα ἦχος, ἑορταζόντων ἔνδοξε.
Ὡς τῆς ἀμπέλου σὺ θεῖον, εὐφορώτατον κλῆμα, φανεῖσα κατανύξεως ἡμῖν, θείους ἐξήνθησας βότρυας, ἀναβλύζοντας οἶνον, ἰάσεων Δομνίκα τῶν ψυχῶν, καὶ καρδίας τῶν πίστει, τιμώντων σε εὐφραίνοντας.
Σωματικῶν παθημάτων, ψυχικῶν τε κηλίδων, καὶ πάσης τοῦ ἐχθροῦ ἐπιβουλῆς, ῥῦσαι ἡμᾶς ταῖς πρεσβείαις σου, τοὺς τῇ σκέπῃ σου πόθῳ προσφεύγοντας Δομνίκα καὶ τὴν σήν, ἑορτὴν ἐκτελοῦντας, τὴν θείαν καὶ σεβάσμιον.
Ἡλιακὴν ὡς ἀκτῖνα καταυγάζουσαν πάντας, ὡς νύμφην τοῦ Χριστοῦ περικαλῆ, καὶ ὡς τρυγόνα φιλόσεμνον, ὡς ἑλαίαν ὡς κέδρον, ὡς οὖσαν ἐκλεκτὴν περιστεράν, εὐφημοῦμέν σε πάντες, Δομνίκα κυριώνυμε.
Θεοτοκίον.
Φεῖσαί μου Κύριε φεῖσαι, ὅταν μέλλῃς με κρίναι, καὶ μὴ καταδικάσῃς με εἰς πῦρ, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, δυσωπεῖ Σε Παρθένος, ἡ Σὲ κυοφορήσασα Χριστέ, τῶν Ἀγγέλων τὰ πλήθη, καὶ τῶν Ὁσίων τάγματα.

Ἐξαποστειλάρια.
Τῆς Ὁσίας. Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς.
Τῶν γηΐνων καὶ φθαρτῶν, καταφρονήσασα σεμνή, τῷ διαπύρῳ πρὸς Χριστόν, ζήλῳ σου τῶν ἐν οὐρανοῖς, ἀφθάρτων ἐπεθύμησας· Χριστὸς ὅθεν σὲ στέφει, ἀφθάρτοις ἐν στέμμασι.
Καὶ τῆς Ἑορτῆς. Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς.
Ἐπεφάνη ὁ Σωτήρ, ἡ χάρις ἡ ἀλήθεια, ἐν ῥείθροις τοῦ Ἰορδάνου, καὶ τοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, καθεύδοντας ἐφώτισε· καὶ γὰρ ἦλθεν ἐφάνη, τὸ Φῶς τὸ ἀπρόσιτον.

Εἰς τούς Αἴνους ἱστῶμεν στίχους δ΄ καί ψάλλομεν Στιχηρά Προσόμοια. Ἦχος πλ. δ΄. Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος.
Χαίροις, Ὁσίων ἀγλάϊσμα, μοναστριῶν καλλονή, καὶ τερπνὸν σεμνολόγημα, ἡμῶν δὲ ἀντίληψις, τῶν τελούντων τὴν μνήμην σου, καὶ αἰτουμένων τὴν σὴν βοήθειαν, Μῆτερ Δομνίκα, καὶ ἐν ᾠδαῖς ἱεραῖς, ὑμνολογούντων σε, ὥσπερ πάλαι ᾄσμασι, θεῖος χορός, τῇ σεπτῇ κοιμήσει σου, Ὁσία ἔμελπε.
Μῆτερ, Δομνίκα θεόπνευστε, σὺ ἐν σοφίᾳ πολλῇ, καὶ συνέσει θεόφρονι, κόσμου τὴν προσπάθειαν, νουνεχῶς καταλέλιπας, καὶ εἰς ἀγῶνας σεμνὴ ἐχώρησας, ἔχουσα ῥῶσιν, Χριστὸν τὸν Κύριον, ἕως εἰς τέλειον, τοῦ ἐχθροῦ ἠφάνισας τὰς μηχανάς, καὶ εἰς τὰ οὐράνια, χαίρουσα ᾤκησας.
Ἀσκητικῶς διανύσασα, τῆς ἐπικήρου ζωῆς, σοῦ Δομνίκα τὸν δίαυλον, σὺν χοροῖς ἠρίθμησαι, τῶν Ὁσίων ἀοίδιμε, λελαμπρυσμένη, ἁγνείας κάλλεσι, πεποικιλμένη, πόνοις ἀσκήσεως, διὸ βοῶμέν σοι· σὺν αὐτοῖς ἱκέτευε τὸν Λυτρωτήν, τοῦ ῥυσθῆναι ἅπαντας, πάσης κακώσεως.
Ποίμνην τὴν σὲ μεγαλύνουσαν, καὶ συνελθοῦσαν πιστῶς, τῇ λαμπρᾷ πανηγύρει σου, εὐφημῆσαι ἔνδοξε, βιοτῆς σου τὰ σκάμματα, πλῆσον ἐνθέου, χαρᾶς πανσέβαστε, καὶ πάσης βλάβης, ταύτην διάσωσον, καὶ καθικέτευε, ἀσινῇ φυλάττεσθαι ἐκ τοῦ ἐχθροῦ, ὦ Δομνίκα πάντιμε, τὰ πανουργεύματα.
Δόξα. Ἦχος πλ. α΄.
Στησώμεθα χορείαν πνευματικήν, μοναστριῶν τὰ συστήματα, καὶ μελωδικῶς ἀνυμνήσωμεν τὴν ἀκήρατον νύμφην τοῦ Χριστοῦ, Δομνίκαν τὴν ἀξιάγαστον. Σήμερον γάρ, δαβιτικῶς κατέπαυσεν, πετασθεῖσα εἰς καλιὰς οὐρανίους, ἔνθα καὶ τῶν πόνων αὐτῆς τὰς ἀμοιβὰς ἐκομίσατο· ἔδει γὰρ τὴν ἐν γῇ ἀγωνισαμένην, ἐν οὐρανοῖς δοξασθῆναι. Διὸ πρὸς αὐτήν, ἐν πόθῳ βοήσωμεν· Μῆτερ παμμακάριστε, ἱκέτευε τὸν σὸν Νυμφίον Χριστόν, τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς ἐκ τῶν παγίδων τοῦ ἐχθροῦ, καὶ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς.
Ὁρῶσά Σε ἡ φύσις ἅπασα τῶν γηγενῶν, γυμνὸν ἐν ὕδασι τὸν Δημιουργόν, τὸ Βάπτισμα αἰτοῦντα, ἠλλοιοῦτο φόβῳ καὶ ἐξεπλήττετο· ὁ Πρόδρομος δέ, τρόμῳ συνείχετο, μὴ τολμῶν προσεγγίσαι σοι· ἡ θάλασσα ἔφυγεν· ὁ Ἰορδάνης τὸ ῥεῖθρον ἀνεχαίτησε· τὰ ὄρη ἐσκίρτησαν θεωροῦντά Σε καὶ Ἀγγέλων αἱ Δυνάμεις ἐξίσταντο λέγουσαι· Ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ Σωτὴρ γυμνοῦται, ἐνδύσαι θέλων σωτηρίαν, τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀνάπλασιν.

Δοξολογία Μεγάλη καὶ Ἀπόλυσις.

Μεγαλυνάρια.
Χαίροις, ὦ Δομνίκα νύμφη Χριστοῦ, κάλλος τῶν Παρθένων, χαρμονὴ τῶν μοναζουσῶν· χαίροις ἡ τῷ θρόνῳ, Κυρίου παρεστῶσα, ᾯ πρέσβευε σωθῆναι, τοὺς σὲ γεραίροντας.
Πάντες οἱ τιμῶντές σου τὴν σεπτήν, καὶ ἁγίαν μνήμην, ἱκετεύομεν τοῦ λαβεῖν, λύσιν ὀφλημάτων, ταῖς σαῖς θερμαῖς πρεσβείαις, Δομνίκα πανολβία, Ὁσίων καύχημα.