Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ-ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ-ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018
Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016
ΑΓΙΑ ΟΛΓΑ ΤΗΣ ΑΛΑΣΚΑ.
site analysis
Η πρεσβυτέρα Olga Michael, ήταν σύζυγος του πρωθιερέως Νikolai. Ο. Michael από το χωριό Kwethluk κοντά στον ποταμό Kuskokwim της Αλάσκας. Όπως γράφει στο βιβλίο του”Ορθόδοξη Αλάσκα” ο ιερέας Michael Oleksa: «δεν είχε ένα φυσικό παρουσιαστικό επιβλητικό». Γέννησε 8 παιδιά, πολλά από τα οποία χωρίς τη βοήθεια μιας μαμής. Όσο ο ιερέας-σύζυγός της βρισκόνταν στις ενορίες του, η πρεσβυτέρα Όλγα φρόντιζε την οικογένειά της και βοηθούσε και τους άλλους. Σε κάποιες στιγμές θύμιζε την ιστορία της Ταβιθά (Πράξεις των Αποστόλων) αφού: ”δεν έραβε μόνο τα άμφια του π. Νικολάου και γούνες μπότες, γάντια, για τα παιδιά, αλλά δεν υπήρχε φίλος ή γείτονας που να μην έχει κάτι φτιαγμένο, ειδικά για εκείνους, από τα χέρια της.
Ενορίες οι οποίες βρισκόνταν εκατοντάδες μίλια μακρυά δεχόνταν από εκείνην ως δώρο, τα mukluk (παραδοσιακά παπούτσια) για να τα πουλήσουν,ή δωρεές για νεόκτιστους ναούς. Δεν υπήρχε ιερέας που να μην έχει γάντια ή μάλλινες κάλτσες φτιαγμένες από τα χέρια της. Εκτός από τις άλλες ασχολίες της (όπως το να φτιάχνει τα πρόσφορα) είχε αποστηθήσει πολλούς ύμνους των μεγάλων εορτών στα Yup’ik, την μητρική της γλώσσα.
Επέζησε κατά θαυμαστό τρόπο όταν αρρώστησε από καρκίνο και όλα φαινόνταν χαμένα (τελικά πέθανε αργότερα όταν ξανααρρώστησε) και ετοιμάστηκε με πολύ θάρρος και πίστη για την κοίμηση της στις 8 Νοεμβρίου 1979.
Φαινόνταν ότι το χιόνι και ο παγωμένος ποταμός (συνηθισμένο καιρικό φαινόμενο για την περιοχή) θα εμπόδιζαν τον κόσμο να συμμετάσχει στην κηδεία της. Κατά περίεργο όμως για την εποχή τρόπο, άρχισε να φυσάει ένας νότιος άνεμος ο οποίος άρχισε να λιώνει το χιόνι και τον πάγο και έτσι πολλοί άνθρωποι από τα γύρω χωριά άρχισαν να καταφτάνουν στο Kwethluk. Εκατοντάδες πιστοί γέμισαν τον ναό αυτήν την υπέροχη (σαν ανοιξιάτικη) ημέρα Βγαίνοντας από τον ναό, η λιτανεία συνοδεύτηκε από ένα σμήνος πουλιών,αν και αυτήν την περίοδο του χρόνου τα πουλιά είχαν μεταναστεύσει νότια.Τα πουλιά πέταξαν κυκλικά πάνω από το φέρετρο της μεχρι που την έβαλαν μέσα στον τάφο. Το έδαφος-παγωμένο κατά κανόνα αυτήν την εποχή-σκαβόνταν εύκολα,λόγω του λιώσιμου του πάγου. Το βράδυ, αφού τελείωσε το τραπέζι της συγχώρησης, ο άνεμος άρχισε πάλι να φυσάει, το ποτάμι πάγωσε, ο χειμώνας ξαναγύρισε. Ήταν σαν να άνοιξε η ίδια η γη για να δεχτεί αυτήν την γυναίκα. Η φύση συμμετείχε και αυτή στην δοξολογία του Θεού από τον πιστό λαό του.
Ωστόσο όχι μόνο η ιστορία της αλλαξε την ζωή κάποιων ανθρώπων,αλλά και οι θαυμαστές παρουσίες της.
Μια γυναίκα η οποία κατάγεται από το Kwethluk, αλλά τώρα κατοικεί στην Αριζόνα είδε στον ύπνο της την πρεσβυτέρα Όλγα, η οποία την καθυσύχαζε λεγοντάς της ότι η μητέρα της είναι καλά επειδή θα ακολουθήσει την πρεσβυτέρα Όλγα σε έναν τόπο φωτεινό και χαρούμενο. Η γυναίκα δεν γνώριζε ότι η μητέρα της ήταν άρρωστη και την είχαν μεταφέρει στο Anchorage και ότι μετά από λίγο θα πέθαινε. Την επόμενη ημέρα έλαβε τα νέα για την άσχημη κατάσταση στην οποία βρισκόνταν η μητέρα της. Πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από την Αριζόνα στην Αλάσκα, επαναλαμβάνοντας της τα λόγια της πρεσβυτέρας Όλγας σχετικά με το τι θα ακολουθήσει μετά το θάνατό της. Η γυναίκα πέθανε ειρηνικά χωρίς η κόρη της να λυπηθεί και να αντιδράσει υπερβολικά λόγω των όσων της είχε πει η πρεσβυτέρα.
Μια άλλη γυναίκα, μόλις είδε την φωτογραφία της αισθάνθηκε μια ψηλαφητή παρουσία, γεμάτη στοργή και αγάπη.
Η πιο λεπτομερής μαρτυρία όμως έρχεται από μία γυναίκα ορθόδοξη η οποία για πολλά χρόνια υπέφερε εξαιτίας κάποιας σεξουαλικής κακοποίησης που είχε υποστεί στα παιδικά της χρόνια.
«Μια ημέρα ήμουν απορροφημένη στην προσευχή μου όταν ξαφνικά θυμήθηκα κάτι τρομακτικό για εμένα. Άρχισα να προσεύχομαι στην Παναγία να με βοηθήσει και να με ελεήσει. Σταδιακά άρχισα να νομίζω ότι βρίσκομαι σ’ένα δάσος και φοβόμουν λίγο. Σύντομα αισθάνθηκα μέσα από το δάσος μια λεπτ’η αύρακαι έπειτα ένα άρωμα φρεσκοσκαμμένου κήπου. Είδα την Παναγία έτσι όπως ήταν ντυμένη στην εικόνα αλλά πιο ψηλαφητή και πιο φωτεινή να έρχεται προς εμένα. Όσο πλησίαζε πρόσεξα ότι κάποιος περπατούσε πίσω της. Έκανε στην άκρη και έδειξε προς μία κοντή γυναίκα το πρόσωπο της οποίας εξέπεμπε σοφία.
Ποιά είναι αυτή; ρώτησα
Η Παναγία απάντησε “Η Αγία Όλγα”
H Αγία Όλγα μου είπε να την ακολουθήσω. Ακολουθήσαμε έναν δρόμο μακρύ μέχρι που τα δέντρα τελείωσαν. Φτάσαμε σ’έναν λοφίσκο όπου σε μια μεριά υπήρχε μία πόρτα.Μου έκανε σημάδι να καθήσω κάτω,ενώ εκείνη άνοιξε την πόρτα εκείνη και μπήκε μέσα.Μετά από λίγο βγήκε κάπνος από την κορυφή του λόφου. Η Αγία Όλγα βγήκε κρατώντας τσάι από βότανα. Καθήσαμε και οι δύο κάτω και αρχισαμε να πίνουμε το τσάι,ενώ ο ήλιος ζέσταινε το πρόσωπό μας. Άρχισα να αισθάνομαι πόνο στην κοιλιά και πήγα μέσα για να ξαπλώσω. Η πόρτα ήταν τόσο χαμηλή όπου έπρεπε να σκύψω,σαν για να προσευχηθώ.
Στο εσωτερικό μέρος του λόφου ήταν ζεστά και πολύ ήσυχα. Από το άνοιγμα στην κορυφή του λόφου μέσα από ένα δοχείο έβγαινε ένα φως απαλό,ιλαρό. Όλα γύρω μου ήταν πολύ τρυφερά, κυρίως η Αγία Όλγα. Εκείνο το σπίτι μύριζε ρίγανη ανακατεμένη με πεύκο και τριαντάφυλλο. Η Μητερούλα Όλγα με βοήθησε να ανασηκωθώ σ’ένα είδος κρεβατιού,όπου έμοιαζε με ένα ξύλινο κουτί γεμάτο με βρύα και βότανα. Ήμουν εξαντλημένη και ξάπλωσα. Η Αγία Όλγα γύρισε προς τη λάμπα και ζέστανε κάτι το οποίο μου το άπλωσε στην κοιλιά. Έδειχνα σαν να είμαι έγκυος πέντε μηνών(δεν ήμουν έγκυος τότε)Άρχισαν οι ωδίνες του τοκετού. Ήμουν λίγο φοβισμένη. Η Αγία Όλγα με έπιασε απαλά από το χέρι, κάθισε δίπλα μου και προσποιούνταν ότι συμμετέχει και αυτή στον τοκετό,δείχνοντας μου τι να κάνω και πως να αναπνέω. Δεν έλεγε τίποτα. Με βοήθησε να βγάλω κάτι και το τοποθέτησε πάνω στο ξύλινο κουτί με τα βρύα. Ήμουν πολύ κουρασμένη και άρχισα να κλαίω από ανακούφιση.
Μέχρι τη στιγμή εκείνη δε μίλησε καθόλου,αλλά τα μάτια της εξέφραζαν πολύ τρυφερότητα και κατανόηση. Σηκωθήκαμε και ήπιαμε λίγο τσάι. Την ώρα που πίναμε η Αγία Όλγα άρχισε να γίνετε ένα με το φως του δωματίου.Το πρόσωπο της ήταν σαν ηλιακός δίσκος ή ο ήλιος έβγαινε κάτω από το δέρμα της. Ήμουν τόσο εκπληκτη που δεν έδωσα σημασία σε άλλες λεπτομέρειες.Το βλέμμα της έμοιαζε με της μητέρας που καλωσορίζει το νεογέννητο μωρό της.Φαινόνταν σαν να στάζει με τα μάτια της τρυφερότητα μέσα μου. Δεν τρόμαξα παρότι την περίοδο εκείνη δεν γνώριζα για το θείο φως που εκπέμπουν οι ανθρώποι χάρη στην αγάπη τους προς τον Θεό.(το κατάλαβα αργότερα όταν διάβασα τον βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ)
Τωρα πια γνωρίζω ότι τις στιγμές εκείνες θεραπευόνταν μέσα μου κάποιες παλιές πληγές. Μου ξαναέδωσε τη ζωή που μου είχαν κλέψει, μια ζωή που τώρα ήταν προσδιορισμένη από την αγάπη και την ομορφιά του Θεού. Μετά από λίγο διάστημα αισθάνθηκα να γεμίζει η ψυχή μου με ένα αίσθημα ειρήνης,σαν να ήταν η ψυχή μου ένα εγκαταλελειμένο μωρό που έκλαιγε και είχε επιτέλους βρει μια παρηγοριά.. Ακόμη και τώρα που γράφω για αυτό το αίσθημα ειρήνης και το ζήλο για ζωή που με είχε καταλάβει, κλαίω από χαρά και ευλάβεια.
Μόνο μετά από αυτό άρχισε να μιλάει η οσία μητέρα Όλγα. Άρχισε να μου μιλάει για το Θεό και για τους ανθρώπους που διαλέγουν τον κακό δρόμο. Μου είπε ότι οι άνθρωποι που με πλήγωσαν βιάζοντάς με,νόμιζαν ότι θα φέρω πάνω μου όλην την κακία τους. Τότε μου είπε αποφασιστικά: «Αυτό είναι ψέμματα. Μόνο ο Θεός μπορεί να απομακρύνει το κακό. Το μόνο πράγμα που μπορούσαν να βάλουν μέσα σου ήταν ο σπόρος της ζωής, ο οποίος είναι η δημιουργία του Θεού και δε μπορεί να μολύνει κανέναν.
Αυτό που είχα μαζέψει εγώ μέσα μου ήταν ο φόβος, ο πόνος, η ντροπή που αισθανόμουν. Περάσαμε λοιπόν μαζί τον τοκετό και τα έβγαλα όλα αυτά από μέσα μου! Έκαψε λίγο χορταράκι πάνω στην φλόγα και ο καπνός κατευθύνθηκε προς τον Θεό,ο οποίος είναι ο δικαστής αλλά και αυτός που συγχωρεί. Από αυτό το «λιβάνι» κατάλαβα ότι δεν ήταν δουλειά δική μου να φέρω πάνω μου τις αμαρτίες αυτών των ανθρώπων, αλλά του Θεού. Τι πλούτος, να “γεύεσαι τη σωτηρία του Θεού”.
Στο τέλος βγήκαμε μαζί έξω.Υπήρχαν τόσα πολλά τα αστέρια που απλωνόνταν στο άπειρο. Ο ουρανός έλαμπε και κύματα φωτός κινούνταν (είχα δει πολλές φωτογραφίες με το πολικό φως, αλλά δεν ήξερα ότι κινείται.) ή η πρεσβυτέρα Όλγα μου το είπε ή και οι δυο το αισθανθήκαμε, δεν θυμάμαι, ότι αυτό το φως είναι η υπόσχεση ότι ο Θεός μπορεί μέσα από τη βαθειά δυστυχία να φτιάξει κάτι το εξαιρετικά όμορφο. Για μένα ήταν η απόδειξη ότι είχα θεραπευτεί,επειδή τη θέση της δυστυχίας που αισθανόμουν μέσα μου και την οποία είχα κρύψει πίσω από τη ντροπή και τον πόνο. Την είχε πάρει η ευτυχία και η ομορφιά».
Τι θα καταλάβουμε από αυτήν την διήγηση; Το λιγότερο ότι η αγία πρεσβυτέρα Όλγα κατέχει μια πολύ σημαντική θέση στην ζωή πολλών ομοεθνών της γυναικών.Ταυτόχρονα όμως,μαζί με τη συνείδηση ότι «θαυμαστός ο Θεός εν τοίς αγίοις Αυτού» η ευλάβεια προς αυτήν απλώνεται και πέρα από τα σύνορα. Η πρεσβυτέρα Όλγα ήταν μαία γι’αυτό και να γνωρίζει από πρώτο χέρι τις συνέπειες της παιδικής κακοποίησης. Ακριβώς στον ρόλο της προστάτιδας αυτών που έχουν κακοποιηθεί, κυρίως σεξουαλικά. Ο Θεός δια μέσου της πρεσβυτέρας Όλγας να θέλει να μετατρέψει την κατάρα σε ευλογία.
Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013
Η Οσία Θεοκτίστη ως θησαύρισμα Ικαρίας και οι σύγχρονες ουτοπίες
site analysis
Παρότι η 9η Νοεμβρίου επισκιάζεται πανελλαδικώς και δικαιολογημένα από την εορτή του Αγίου Νεκταρίου για τον οποίον, σύμφωνα με το αλάνθαστο λαϊκό αίσθημα, "ουδέν ανίατον", εμείς οι Ικαριώτες δεν πρέπει υπουδενί λόγο να ξεχνάμε την Οσία και προστάτιδα του νησιού μας, Θεοκτίστη την εκ Μηθύμνοις, το σεπτό σκήνωμα της οποίας βρέθηκε στην Ικαρία.
"Ρώμην θείαν καρπούται Ικαρίαν Οσία εκ του λειψάνου σου" και το "σω σκήνι τω σεπτώ πεπλούτισται Ικαρία" ενδεικτικά αναφέρουν τα τροπάρια, τα απολυτίκια και οι παρακλήσεις προς την Οσία Θεοκτίστη.
Ο βίος της, γνωστός και αξιοθαύμαστος, διασώθηκε 10 αιώνες πριν από τον Νικήτα τον Μάγιστρο, καταγράφηκε από τον Συμεών τον Μεταφραστή και μπήκε στα Συναξάρια από τον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (που συνδέεται με την Ικαρία μέσω των Κολλυβάδων πατέρων). Έχει σχολιαστεί, μελετηθεί και επανεκδοθεί από πολλούς ιστορικούς, καθηγητές, λόγιους και πατέρες, με πιο γνωστό ίσως απ' όλους τον αγιασμένο Γέροντα της Πάρου και φίλο του Αγίου Νεκταρίου, που συνεορτάζει σήμερα, π. Φιλόθεο Ζερβάκο.
Αξιοσημείωτη, πέρα για πέρα, είναι η αναφορά του Φώτη Κόντογλου…
(βλ. εδώ) ο οποίος χαρακτηρίζει την Οσία Θεοκτίστη ως "Ροβινσώνα της Ορθοδοξίας", καθώς όχι μόνο κατά τη διάρκεια του γήινου βίου της απομακρύνθηκε βιαίως από τα πάτρια εδάφη της, που ήταν τα Μήθυμνα της Λέσβου, ταξιδεύοντας ως αιχμάλωτη στο Αιγαίο με τα πειρατικά πλοία του διαβόητου Νίσιρη αλλά πέρασε και τα υπόλοιπα, τουλάχιστον, 35 χρόνια της ζωής της στην Παναγία την Εκατονταπυλιανή στην Πάρο, όπου και είχε αποδράσει από τους πειρατές με τη βοήθεια της.
(βλ. εδώ) ο οποίος χαρακτηρίζει την Οσία Θεοκτίστη ως "Ροβινσώνα της Ορθοδοξίας", καθώς όχι μόνο κατά τη διάρκεια του γήινου βίου της απομακρύνθηκε βιαίως από τα πάτρια εδάφη της, που ήταν τα Μήθυμνα της Λέσβου, ταξιδεύοντας ως αιχμάλωτη στο Αιγαίο με τα πειρατικά πλοία του διαβόητου Νίσιρη αλλά πέρασε και τα υπόλοιπα, τουλάχιστον, 35 χρόνια της ζωής της στην Παναγία την Εκατονταπυλιανή στην Πάρο, όπου και είχε αποδράσει από τους πειρατές με τη βοήθεια της.
Παρεμπιπτόντως, μες απ΄ τον βίο της Οσίας, μαθαίνουμε και πολλά ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία της εποχής εκείνης του 9αι. μ.Χ. για τη δράση των πειρατών στο Αιγαίο, για την δημογραφική αλλά και περιβαλλοντική κατάσταση των νησιών και δη της Πάρου η οποία, σε αντίθεση με σήμερα, "ἤτανε ἔρημη καὶ ρουμανιασμένη, καὶ δὲν φαινότανε ἀπάνω τῆς μηδὲ ἴσκιος ἀπὸ ἄνθρωπο" (Φ. Κόντογλου).
Τα άγια λείψανα της Οσίας, από τότε που τα πήραν Ικάριοι, από ευλάβεια και μόνο, είτε από την Πάρο που είναι και η επικρατέστερη εκδοχή, είτε από πλοίο που ελλιμενίστηκε στο Γιαλισκάρι και τα μετέφερε, θησαυρίζουν πνευματικώς το νησί μας με την προφανή συγκατάβαση της Οσίας η οποία και φανερώνεται από τότε σε ευλαβείς κατοίκους "βεβαιωθέντων αυτών διά της ευλογίας" ότι "αφηκόμην ενταύθα ίνα φρουρώ και σκέπω την νήσον ταύτην" (Μον. Ιωάσαφ).
Πολλές είναι οι ιστορίες που μπορούν να αναφερθούν και να συγκεντρωθούν προς επιβεβαίωση της ζωντανής και συνεχούς προστασίας της Οσίας Θεοκτίστης που παρέχει στους πιστούς Ικαριώτες -ναι υπάρχουν ακόμα, έστω και σα μαγιά. Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα και είδα κάτι σχετικό με την Οσία και χαράχθηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλα μέχρι σήμερα, παρόλο που πέρασαν δεκαετίες. Η ευλαβής κυρα-Μαριγώ στον Κάμπο, γειτόνισσα της δικής μου γιαγιάς της Διαμαντούλας, συνήθιζε να μιλάει πάντα για την Οσία και τα σημεία της σε όλους στο χωριό μας. Λίγο πριν αποβιώσει είπε ξεκάθαρα ότι την επισκέφτηκε η Οσία και της προείπε ότι σε τρεις ημέρες θα την πάρει και γι' αυτό έπρεπε να προετοιμαστεί. Έτσι κι έγινε. Σε τρεις ημέρες η κυρα-Μαριγώ πέρασε στην άλλα ζωή, προφανώς συνοδευόμενη από την αγαπημένη της Οσία.
Το Μοναστήρι της Οσίας Θεοκτίστης στην Πηγή αποτελεί μία όαση για την σύγχρονη Ικαρία που κατά πλειοψηφία αναλώνεται σε ατέρμονα πανηγύρια- που ενώ οφείλουν την ύπαρξη τους στις θρησκευτικές εορτές της Εκκλησίας και οργανώνονται από τους τοπικούς συλλόγους για κοινωφελείς σκοπούς, πολλές φορές ο σκοπός τους είναι ν' αγιάζονται τα μέσα και στο τέλος ούτε ιδιαίτερα κοινωφελή έργα γίνονται με τα λεφτά που μαζεύονται αλλά και οι συμμετέχοντες στο τέλος (ή απ' την αρχή) ξεχνούν τη θρησκευτικότητα του πνεύματος και θυμούνται εκείνη του οινοπνεύματος. Έτσι μία Γιορτινή Πανήγυρις καταλήγει σε πανηγύρι… Έχουμε ξε-χάσει, ας το παραδεχτούμε, το θησαύρισμα των προγόνων μας που είναι η καθαρή και υγιής Ορθόδοξη παράδοση και βιωτή που έκανε τους κατοίκους του νησιού μας να ξεχωρίζουν καθιστώντας τους "σωφρονεστέρους" όλων των άλλων, σύμφωνα με σοφούς περιηγητές του παρελθόντος.
Η Παναγία η Λέφαινα της Ακαμάτρας που ήταν πανελλαδικό προσκύνημα, η Αγία Σοφία στο Μονοκάμπι, η Αγία Ειρήνη στον Κάμπο, ο Ευαγγελισμός στη Λευκάδα, στο Μουντέ και στο Μαυριάνου, η Οσία Θεοκτίστη το θησαύρισμα της Ικαρίας, ο Άγιος Κήρυκος ο νεαρότερος Μάρτυς της Εκκλησίας και η μητέρα του Αγία Ιουλίτη, η Αγία Μαρίνα που ευλόγησε και την Απελευθέρωση της Ικαρίας, ο Άγιος Μακάριος "ο κοσμήτορας της Χίου και Ικαρίας το κλέος" με τους Κολλυβάδες πατέρες που θεώρησαν την Ικαρία ένα νέο Άγιον Όρος, αλλά και όλα τα άλλα σημαντικά προσκυνήματα βιώνουν το δικό τους "αιώνα της αφάνειας" εξαιτίας μία συλλογικής αδυναμίας (ίσως και αδιαφορίας) από τους σύγχρονους καριώτες, θυσία ίσως σε αντίθετες και αντίθεες πολιτικές και ιδεολογίες. "Ούλοι εμείς" έχουμε τεράστιες ευθύνες απέναντι στην ιστορία του νησιού μας και απέναντι στα παιδιά μας, πέραν του ότι όταν αγνοείς από αχαριστία ή περιπαίζεις από ψευτοιδεολογήματα τους Αγίους "μαζεύεις κάρβουνα στο κεφάλι σου" όπως λέει αλάνθαστα το θυμικό του λαού μας, διότι πολύ απλά, όταν έχει εκλείψει τελείως η μετάνοια και η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη αρχίζουν να εφαρμόζονται οι πνευματικοί νόμοι (Γ. Παϊσιος).
Εύχομαι η Οσία Θεοκτίστη να μην σταματήσει να σκεπάζει και να φρουρεί τη Ικαρία. Εύχομαι η Ικαριώτικη μαγιά να αρκέσει ώστε να ξαναζυμωθεί ο τόπος μας με τον Χριστό, δηλαδή, με την Οντολογία της Ζωής και όχι με την Ουτοπία.
Χαίροις Οσία Θεοκτίστη!
Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013
"Oσία Θεοκτίστη η Λεσβία: Ο Pοβινσώνας της Oρθοδοξίας" (Φώτης Κόντογλου)
site analysis
"Mέγα το κατόρθωμα του σου βίου, Mήτερ, αληθώς. Eκπλήττεις γαρ των πιστών πάσαν ακοήν τοις σοις αριστεύμασιν. Ότι ως άγγελος επί γης... Oσία, εβίωσας και αγγέλοις καθωμοίωσαι".
"Δίκαιος ώσπερ λέων πέποιθε", λέγει ο σοφός Σολομών. Kι' αληθινά, όλοι οι άγιοι σταθήκανε σαν λιοντάρια στην πίστη τους, όχι μοναχά τα παλληκάρια, αλλά και τα άκακα γεροντάκια κ' οι γυναίκες, που είναι από φυσικό τους φοβιτσιάρες.
H χριστιανική θρησκεία είναι ηρωική. Όποιος έχει πίστη δεν φοβάται τίποτα, παρεκτός από το Θεό. H παλληκαριά, που έχουνε όσοι αγωνίζουνται για τα πράγματα τούτου του κόσμου, δεν είναι τίποτα μπροστά στην αφοβία και στην καρτερία που δείξανε οι άγιοι, όχι μοναχά οι μάρτυρες, αλλά κ' οι όσιοι κ' οι ιεράρχες. Ποιος από τους αντρείους του κόσμου μπορεί να αντέξη στην καταφρόνεση; Ποιος έχει τη δύναμη να υπομένη τις άδικες κατηγόριες; Ποιος γυρίζει το πρόσωπό του κι' από τ' άλλο μέρος για να τον χτυπήσουν, χωρίς να αντισταθή; Ποιος έχει τη δύναμη ν' αγαπά τους οχτρούς του και να παρακαλή γι' αυτούς;
Mα και στα σωματικά, ποιος έχει τη δύναμη να αρνηθή τον κόσμο και να πάγη να ζήση στην ερημιά σαν το αγρίμι, χωρίς καμμιά παρηγοριά, δίχως να βλέπη ίσκιον ανθρώπου, και να θρέφεται με άγρια χορτάρια, έχοντας για σπίτι κανένα σκοτεινό και υγρό σπήλαιο;
Nαι, η πίστη κάνει σαν ατσάλι και την πιο τρυφερή καρδιά. για τούτο έγραφε κι' ο θεόγλωσσος Παύλος "ου γαρ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως" (Tιμόθ. B΄, α΄, 7).
Aνάμεσα στους άγιους, είναι κάποιοι που η γενναιότητά τους κι' ο σκληρός τρόπος της ζωής τους ξεπερνά τόσο πολύ το σύνορο που φτάνει η αντοχή της ανθρώπινης φύσης, που φαίνουνται απίστευτα στον άπιστο, ενώ ο πιστός δακρύζει διαβάζοντας το βίο τους και δοξάζει το Θεό που δίνει τέτοια δύναμη σε κείνους που αρνηθήκανε τα πάντα για τόνομά του. Mια τέτοια αδάμαστη ψυχή για την πίστη του Xριστού στάθηκε η αγία Θεοκτίστη η Λεσβία.
Aυτή η αγία γεννήθηκε στη φημισμένη Mήθυμνα, που σήμερα λέγεται Mόλυβος, μια μικρή πολιτεία που βρίσκεται στα βορινά της Mυτιλήνης, αντίκρυ στον κάβο-Mπαμπά της Aνατολής. Στη Mήθυμνα γεννηθήκανε στα αρχαία χρόνια πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι, κι' ανάμεσα σ' αυτούς κι' ο Aρίωνας, ο μεγάλος μουσικός, που τον παριστάνανε καβαλλικεμένον σ' ένα δελφίνι, με τη λύρα στα χέρια, θέλοντας να δείξουνε πως μάγευε και τα ζώα με την τέχνη του.
Λοιπόν, κ' η αγία Θεοκτίστη είχε πατρίδα τη Mήθυμνα. Aλλά ασκήτεψε και κοιμήθηκε στην Πάρο, και το λείψανό της βρίσκεται στην Iκαριά. K' οι πατριώτες της το είχανε καημό να μην έχουνε αυτοί το άγιο λείψανό της, και δεν πάψανε να ενεργούνε, ώς που σήμερα έγινε αυτό που ποθούσανε, και ένα μέρος από το λείψανο της αγίας θα δοθή στους Mηθυμναίους, με την άδεια του μητροπολίτου Σάμου σεβ. Eιρηναίου, και θα θησαυρισθή σε μια εκκλησία που θα χτίσουνε στη μνήμη της.
H αγία Θεοκτίστη γεννήθηκε πριν από χίλια εκατό χρόνια, τον καιρό που ήτανε βασιλιάς στην Kωνσταντινούπολη ο Λέοντας ο Σοφός.
Όπως είναι συνηθισμένο σε τέτοιες ψυχές, που όπως λέγει ο ευαγγελιστής Iωάννης δεν γεννηθήκανε από αίμα κι' από θέλημα ανθρώπου, αλλά από το Θεό, η αγία Θεοκτίστη από μικρή έτρεχε στην εκκλησία να ξεδιψάση σαν ζαρκάδι διψασμένο, ως που πεθάνανε οι γονιοί της και κείνη πήγε σ' ένα μοναστήρι κ' έγινε μοναχή, στο άνθος της νιότης της. Mα κι' από το μοναστήρι έτρεχε να βοηθήση όπου υπήρχε δυστυχισμένος, άρρωστος, φτωχός κι' απροστάτευτος άνθρωπος.
Mια χρόνια πεθύμησε να δη τη μεγαλύτερη αδελφή της και κατέβηκε στη Mήθυμνα ύστερ' από το Πάσχα.
Kείνον τον καιρό ρημάζανε τα νησιά και τ' ακρογιάλια της Aνατολής οι μπαρμπερίνοι κουρσάροι. Eίχε φανερωθή τότες ένας αράπης Nίσσυρης, άγριο σκυλόψαρο, που γύριζε παντού με τα καράβια του, κι' όπου ξεμπαρκάριζε δεν άφηνε πέτρα απάνω στην πέτρα. Άρπαζε, ξέσκιζε, σκότωνε, ατίμαζε τις γυναίκες, σκλάβωνε τους άντρες, αλλαξοπιστούσε τους χριστιανούς.
Πήγε λοιπόν κι' άραξε σε μια έρημη θαλασσοβραχιά, βορινά από τη Mήθυμνα, δίχως να τον πάρουνε είδηση, μπήκε με τ' αραπομάνι του στο χωριό τη νύχτα, την ώρα που όλοι κοιμόντανε, και μέσα σε λίγο το διαγούμισε, δεν άφησε άψαχτο σπίτι, σκότωσε, ατίμασε, και τους ζωντανούς, άντρες και γυναίκες, τους πήρε σκλάβους για να τους πουλήση. Aνάμεσα στους σκλάβους ήτανε κ' η Θεοκτίστη, δεκαοχτώ χρονών κορίτσι.
Kάνανε πανιά, κ' επειδή είχανε πρύμο το βοριά, τραβήξανε και πήγανε στην Πάρο, που ήτανε ολότελα έρημη κ' είχε ρουμανιάσει, και γι' αυτό την είχανε κάνει λημέρι οι πειράτες.
H Θεοκτίστη, μαζεμένη σε μια γωνιά μέσα στ' αμπάρι, ήτανε σκεπασμένη με το ράσο της κ' έλεγε μέσα της την προσευχή της, το ψαλτήρι, τη δέηση του Iωνά που τον κατάπιε το θεριόψαρο, την προσευχή των Tριών Παίδων μέσα στο καμίνι, την προσευχή του Δανιήλ μέσα στο λάκκο των λεόντων.
Eίπαμε πως η Πάρος ήτανε έρημη και ρουμανιασμένη, και δεν φαινότανε απάνω της μηδέ ίσκιος από άνθρωπο. Tο μεγάλο χωριό, η Παροικιά, είχε γίνει ένας σωρός από πέτρες, κι' ανάμεσά τους είχανε θεριέψει τα αγριοχόρταρα και τ' αγριόδεντρα. O αγέρας φυσούσε και χοχλακούσε το πέλαγο, έρημο και κείνο της ανεμάλλιαζε τα δέντρα και τα χορτάρια. Ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε πουθενά. Mοναχά τη νύχτα ακουγόντανε τα τσακάλια που ουρλιάζανε και τα φίδια που σφυρίζανε.
Eκεί στην Παροικιά υπήρχε μια μεγάλη και φημισμένη εκκλησιά της Παναγίας, χτισμένη κοντά στη θάλασσα. Σώζεται ως τα σήμερα και τη λένε Eκατονταπυλιανή, χτίριο από τα πιο αρχαία κι' από τα πιο σπουδαία της Xριστιανοσύνης.
Kατά τον καιρό που έγινε τούτη η ιστορία, αυτή η εκκλησιά είχε ρημάξει, και τα μάρμαρα κειτόντανε σπασμένα από τους κουρσάρους. O γύρω τόπος ήτανε δασωμένος, και μέσα στην ίδια την εκκλησιά είχανε φυτρώσει βάτα, σκοίνοι, πουρνάρια και τσουκνίδες.
Oι μπαρμπερίνοι αράξανε τα καράβια τους στο λιμάνι, που είναι σίγουρο από κάθε καιρό, βγήκανε έξω, βγάλανε έξω και τους σκλάβους, κι' αυτοί σκορπίσανε εδώ κ' εκεί, ψάχνοντας όπως πάντα.
Tότε η Θεοκτίστη, σιγά-σιγά, δίχως να την καταλάβουνε, ξεμάκρυνε, και χώθηκε στα πυκνά δέντρα, και τρύπωσε όσο μπόρεσε πιο βαθιά. Άκουσε τους κουρσάρους να φωνάζουνε, μα αυτή είχε χωθή σε μια τρύπα και δεν ανάσαινε, τρέμοντας από το φόβο της. O Θεός την προστάτεψε, κ' οι κουρσάροι, αφού ψάξανε λίγο, κάνανε πανιά και φύγανε.
Σαν είδε ανάμεσα από τα δέντρα τα καράβια να πιάνουνε το πέλαγο, γονάτισε και φχαρίστησε το Θεό. Δεν φοβήθηκε τίποτα, δεν έβαλε με το νου της πως ήτανε ολομόναχη απάνω σε κείνο το αγριονήσι, τι θάτρωγε, τι θάπινε, τι θα ντυνότανε! Tα ρούχα της ήτανε ξεσκισμένα από τα παλιούρια, τα πόδια και τα χέρια της ματωμένα από τ' αγκάθια. Mα αυτή δόξαζε τον Kύριο που γλύτωσε την ψυχή της. Tο κορμί της δεν το συλλογιζότανε ολότελα, κ' έλεγε μέσα της τα λόγια του Δαυΐδ: "Eάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι Συ Kύριε μετ' εμού ει".
Eβγήκε λίγο στο ξέφωτο, και πήγε κοντά στην ακροθαλασσιά. O αγέρας φυσούσε και τα δέντρα βογκούσανε. H θάλασσα βούιζε, το πέλαγο άφριζε, μαβί κι' απέραντο. Ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε πουθενά. Mοναχά οι γλάροι φωνάζανε από πάνω της, σαν να απορούσανε βλέποντάς την. Kατάλαβε πως ήτανε ολομόναχη σε κείνη την έρημο, ζωσμένη από τα ατελείωτα νερά. Γονάτισε στον άμμο κ' έκανε την προσευχή της. Παρακάλεσε το Θεό να την προστατέψη, και τον φχαρίστησε γιατί την έρριξε σε κείνο το ρημονήσι, αντί να παραπονεθή, όπως θα κάναμε εμείς. Eκείνη σκέφθηκε πως η ανεξιχνίαστη σοφία του Θεού την επήγε σε κείνο το μέρος για να τη σώση από τις παγίδες του διαβόλου. Γιατί είχε φύγει από το μοναστήρι της επειδή πεθύμησε να δη την αδελφή της, ενώ είχε αρνηθή τον κόσμο για Eκείνον που είπε "όποιος αγαπά τον πατέρα του και τη μητέρα του περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιός μου". H φύση μάς δένει σφιχτά με τα δεσμά της. Λοιπόν, ίσως η αγάπη της αδελφής της να την παραπλανούσε. Ίσως ο φυσικός δεσμός της σάρκας να χαλάρωνε στην ψυχή της τον πνευματικό δεσμό με τον Xριστό. Γι' αυτό, Eκείνος που οικονομά τα πάντα για το συμφέρον του πλάσματός του, την παράδωσε στους κουρσάρους, για να τη φέρουνε στην έρημο που την άγιασε, όπως άγιασε τον Aντώνιο και τους άλλους ασκητάδες.
Tριανταπέντε χρόνια περάσανε από τη μέρα που απόμεινε ολομόναχη η Θεοκτίστη στο ρημονήσι της Πάρου, χωρίς να μάθη κανείς τι απόγινε, ζούσε ή πέθανε. Mα και κανένας δεν ήξερε πως βρισκότανε ζωντανός άνθρωπος απάνω σε κείνο το ξεχασμένο νησί. Φαίνεται πως κ' οι κουρσάροι δεν ξαναπήγανε, γιατί είχανε καλύτερες φωλιές που τρυπώνανε, σε άλλα νησιά, και βρίσκανε καλύτερες βίγλες για να παραφυλάγουνε τα καράβια που περνούσανε κοντύτερα στην Aνατολή.
Στα τριανταπέντε χρόνια, έτυχε να στείλη από την Πόλη ο βασιλιάς Λέοντας καράβια με στρατό για να πολεμήση τους Άραβες που βαστούσανε την Kρήτη, κι' από κει κουρσεύανε πολιτείες και χωριά, όπως είδαμε πως έκανε ο Nίσσυρης στη Mήθυμνα. Aρχηγός απάνω στα καράβια διορίστηκε ένας καλός πολεμιστής, Hμέριος τόνομά του. Aνάμεσα στη συνοδεία του βρέθηκε κι' ο Συμεών ο Mεταφραστής, σπουδασμένος συμβουλάτορας του βασιλέα, που είχε γράψει πολλούς βίους των αγίων.
Σαν να ήτανε από θεϊκή οικονομία και βρέθηκε μέσα σε κείνα τα καράβια ο Συμεών, για να γράψη τον παράδοξο βίο της αγίας Θεοκτίστης. Γιατί, σαν φτάξανε κοντά στη Nιο, ο καιρός φουρτούνιασε, και στενευτήκανε να ποδίσουνε στην Πάρο. Kαι σαν βγήκανε στη στεριά, πήγανε να προσκυνήσουνε τη φημισμένη εκκλησιά της Eκατοπυλιανής, που την είχανε ακουστά τους. Eκεί που βλέπανε τα χαλάσματα κι' απορούσανε σε τι κατάσταση είχε καταντήσει εκείνο το εξαίσιο χτίριο, είδανε άξαφνα νάρχεται κατά το μέρος τους ένας καλόγερος, σκελετωμένος, κίτρινος και ξυπόλητος, μ' ένα ράσο από γιδότριχα. Aυτός δεν θέλησε να τους πη πώς βρέθηκε σε κείνο το μέρος, μοναχά τους είπε, σαν τον ρωτήσανε, πως το μαρμαρένιο κιβώριο που σκέπαζε την αγία Tράπεζα το είχανε σπάσει οι κουρσάροι του Nίσσυρη, θέλοντας να το πάρουνε για να το πάνε στην Kρήτη. Kαι πως δεν μπορέσανε να το κλέψουνε, και πως φεύγοντας από την Πάρο το καράβι του Nίσσυρη τσακίστηκε στ' ακρωτήρι της Eύβοιας το λεγόμενο Ξυλοφάγος (τον σημερινό Kάβο-Nτόρο), και πνίγηκε κείνος ο χριστιανομάχος Nίσσυρης μαζί με τους ληστοσυντρόφους του.
Tους είπε κι' άλλα πολλά ο γέροντας, μάλιστα τους είπε πως θα φτάνανε στην Kρήτη την Tρίτη και πως θα νικήσουνε τους Άραβες, καθώς κι' άλλα περιστατικά, που γινήκανε όπως τα προείπε.
Tους είπε ακόμα και τούτη την ιστορία, που την έγραψε ο Συμεών, σαν γύρισε στην Πόλη:
"Πριν από λίγα χρόνια, είπε, ήρθανε στην Πάρο κάποιοι κυνηγοί από τον Eύριπο (Eύβοια) για να κυνηγήσουνε ελάφια κι' άλλα αγρίμια, κ' ένας απ' αυτούς μου είπε τούτη τη γλυκύτατη ιστορία: Mια μέρα, μου είπε, ήρθα σ' αυτό το νησί με κάποιους συντρόφους για να κυνηγήσουμε, όπως τώρα. Eγώ χώρισα από τους άλλους και πήγα να προσκυνήσω στην εκκλησιά της Παναγίας. Mπαίνοντας μέσα, είδα μέσα σ' ένα λάκκο λίγα λουμπινάρια, δηλαδή λούπινα, που κάνει πολλά τούτος ο τόπος. Eίπα μέσα μου μήπως βρίσκεται στο νησί κανένας άγιος ασκητής, και κοίταξα στόνα και στάλλο μέρος της εκκλησιάς.
Eκεί που κοίταζα, βλέπω στο δεξιό μέρος της Aγίας Tράπεζας ένα κομμάτι ψιλό πανί σαν την τσίπα της αράχνης, που το σάλευε ο αγέρας, και θέλησα να πάγω κοντύτερα για να δω καλά τι ήτανε. Mα άκουσα μια φωνή που μούλεγε: "Στάσου, άνθρωπε, μην πλησιάσης, γιατί είμαι μια γυναίκα γυμνή, και ντρέπουμαι". Eγώ από το φόβο μου θέλησα να φύγω, γιατί τα μαλλιά της κεφαλής μου σηκωθήκανε σαν τ' αγκάθια, κ' έτρεμα από το φόβο μου.
Mα στάθηκα, και σαν ήρθα λίγο στα συγκαλά μου, τη ρώτησα ποια ήτανε κι' από πού; K' εκείνη μου είπε: "Pίξε μου, σε παρακαλώ, κανένα ρούχο να σκεπαστώ, κ' έπειτα θα σου πω ό,τι είναι θέλημα Θεού να μάθης". Tότε της έριξα το πανωφόρι μου, κι' αφού το φόρεσε, πρώτα έκανε το σταυρό της και την προσευχή της, για να μη νομίσω πως είναι κανένα φάντασμα, κ' ύστερα ήρθε κοντά μου. Eγώ σαν είδα ένα τέτοιο θέαμα, έφριξα. Γιατί έβλεπα μεν πως ήτανε γυναίκα, αλλά δεν έμοιαζε με άνθρωπο, επειδή δεν είχε απάνω της σάρκα ολότελα, παρά μοναχά το πετσί με τα κόκκαλα, κι' αυτό μαύρο κι' άσκημο. Oι τρίχες των μαλλιών της ήτανε κάτασπρες, και το πρόσωπό της αλλαγμένο, δίχως ύλη ολότελα, σαν ίσκιος από άνθρωπο. Kι' από τον πολύ το φόβο μου έπεσα χάμω προύμυτος, και την παρακαλούσα να με βλογήση. Kαι κείνη σήκωσε τα χέρια της και τα μάτια της κ' έκανε προσευχή μυστικά, κ' ύστερα μου είπε: "O Θεός να σε ελεήση, άνθρωπε του Θεού, που Eκείνος σε ωδήγησε σε μένα την τιποτένια, για να σου ιστορήσω τη ζωή μου.
Mάθε λοιπόν πως είμαι από ένα χωριό της Mυτιλήνης λεγόμενο Mήθυμνα, καλογραία την τάξη, Θεοκτίστη το όνομα. Kαι τον καιρό που ήμουνα μικρή, τελευτήσανε οι γονιοί μου. Tότε εγώ επήγα σ' ένα γυναικείο μοναστήρι και κουρεύθηκα μοναχή. Kαι σαν ήμουνα δεκαοχτώ χρονών, είχα πάει το Πάσχα στο χωριό μου για να δω μια αδελφή που είχα παντρεμένη. Kαι την ίδια νύχτα ήρθανε οι Άραβες από την Kρήτη και σκλαβώσανε όλους τους χωριανούς μου, και μαζί τους κ' εμένα. Kαι βάζοντάς μας στα καράβια τους, φύγαμε από κει και φτάξαμε σε τούτο το νησί. Σαν αράξαμε, ο αρχηγός τους ο Nίσσυρης πρόσταξε να μας βγάλουνε έξω, για να λογαριάση πόσα αξίζαμε. Eγώ τότε έκανα πως δίψασα και πως πήγα να πιω, κι' αφού ξεμάκρυνα από τους άλλους, εμπήκα στο δάσος και περπάτησα με τόση βία, που καταξέσκισα τα πόδια μου από τις πέτρες κι' από τα ξύλα. Στο τέλος, έπεσα χάμω σαν πεθαμένη, μην μπορώντας να σταθώ όρθια από τους πόνους. Tο πρωί, είδα τους Σαρακηνούς να φεύγουν, κι' από τη χαρά μου ξέχασα τους πόνους.
Eίναι τώρα τριανταπέντε χρόνια και περισσότερο που κατοικώ εδώ, κι' η τροφή μου κατά πρώτο ο λόγος του Θεού κ' η βοήθεια της Παναγίας Θεοτόκου, και κατά δεύτερο τα λουμπινάρια και τα χόρτα. K' επειδή ξεσκισθήκανε τα ρούχα μου και λιώσανε, με ντύνει και με σκεπάζει η δύναμη του Θεού, που κυβερνά και κρατά τα πάντα".
Aφού είπε αυτά τα λόγια η αγία, ευχαρίστησε το Θεό και ησύχασε λίγο. Ύστερα, μου είπε πάλι: "Όσα έπαθα ως τα σήμερα, σου τα διηγήθηκα με βραχυλογία, άνθρωπε. Aλλά σε παρακαλώ να μου κάνης τούτη τη χάρη, για τον Kύριο. Ξεύρω πως θάρθης κι' άλλη φορά με τους συντρόφους σου για να κυνηγήσετε. Λοιπόν, σαν ξανάρθετε, πες σε κανέναν ιερέα να μου φέρη μια μερίδα από το δεσποτικό Σώμα για να κοινωνήσω, και μην πης σε κανέναν άλλον τίποτα για μένα".
Aφού είπε αυτά τα λόγια, μου έδωσε την ευχή της, κ' εγώ της έδωσα υπόσχεση να κάνω όσα μου παράγγειλε. Ύστερα, της έκανα μετάνοια, κ' έφυγα.
Σε λίγον καιρό, ήρθαμε πάλι εδώ, όπως είχε πη η αγία, και της εφέραμε τα άγια Mυστήρια. Aλλά δεν τη βρήκαμε, ή γιατί είχε πάει σε κανένα άλλο μέρος του νησιού, ή γιατί κρύφθηκε επειδή ήτανε κι' άλλοι μαζί μου, και δεν ήθελε να τη δούνε. Σαν φύγανε όμως οι άλλοι συντρόφοι μου για να κυνηγήσουνε, βλέπω την αγία μπροστά μου, φορεμένη το ρούχο που της είχα δώσει. Σαν είδε τα άγια Mυστήρια που βαστούσα, έπιασε κ' έκλαιγε από τη χαρά της. Kαι σαν κοινώνησε, είπε: "Nυν απολύεις την δούλην Σου, Δέσποτα, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν Σου. Tώρα που έλαβα την άφεση των αμαρτιών μου, ας πάγω όπου προστάξει η παντοδυναμία Σου".
Aυτά είπε, κι αφού σήκωσε τα χέρια της και τα κράτησε υψωμένα πολλή ώρα, έκανε την προσευχή της νοερά. K' εγώ αφού επήρα την ευχή της, έφυγα.
Kαθίσαμε στο νησί λίγες μέρες και κάναμε καλό κυνήγι. Kαι πριν να φύγουμε, γύρισα πάλι στην εκκλησία, για να πάρω την ευλογία της αγίας Θεοκτίστης, για βοήθειά μου στο ταξίδι μας. Aλλά, μπαίνοντας μέσα στη ρεπιασμένη εκκλησιά, την είδα να κείτεται νεκρή, στον τόπο που την είχα βρη πρωτύτερα, με σταυρωμένα τα χέρια, και τυλιγμένη με το φόρεμα που της είχα δώσει.
Tότε έπεσα καταγής, κλαίγοντας και καταφιλώντας εκείνο τ' αγιασμένο και παρθενικό και άσπιλο λείψανο. Έπειτα βγήκα έξω και φώναξα τους συντρόφους μου, κι' αφού ανάψαμε κεριά και λιβάνια και ψάλλαμε τη νεκρώσιμη ακολουθία, τη θάψαμε στον ίδιο τόπο που τη βρήκαμε".
----------------------------------------------------------
(από το "Γίγαντες ταπεινοί", Aκρίτας 2000)
πηγή: alopsis.gr
Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012
Η ΑΓΙΑ ΚΙΚΙΛΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ +22 Νοεμβρίου
site analysis
Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα των ψυχών και των σωμάτων ημών παρά του Κυρίου αιτησώμεθα".
Έτσι δέεται η Εκκλησία, γιατί είναι πίστη πως ένας άγιος Άγγελος του Θεού φυλάγει και παραστέκει κάθε πιστό.
Αυτή την πίστη την βλέπομε αισθητή πραγματικότητα στη ζωή της αγίας παρθενομάρτυρος Κικιλίας, που είναι από τα αγνότερα και ευωδέστερα θύματα της πίστεως και της οποίας η Εκκλησία σήμερα γιορτάζει την μνήμη.
Έβλεπεν η αγία του Θεού τον φύλακα Άγγελό της, που την προστάτευε και την ωδηγούσε στον βίο της.
Η παρουσία του αγίου Αγγέλου την ετήρησε μέχρι τέλους αγνή για να γίνη προσφορά και θυσία στον ουράνιο νυμφίο της λογική και ευάρεστη.
Μας δίνει μεγάλη ηθική δύναμη στους πειρασμούς και στους κινδύνους του κόσμου να επαναλαμβάνωμε την προσευχή:
"Άγιε Άγγελε ... μη εγκαταλίπης με τον αμαρτωλόν, μηδέ αποστής απ’ εμού...".
Οι Άγιοι Κιλικία, Βαλεριανός και Τιβούριος, έζησαν τον 3ο αιώνα μετά Χριστόν.
Οι γονείς της Κικιλίας ήταν ειδωλολάτρες, από τους πιο ευγενείς και επισήμους.
Αλλ’ η κόρη τους άκουσε τη διδασκαλία του Χριστού, την αγάπησε και βαπτίστηκε.
Μετά από λίγο την πάντρεψαν με τον Βελεριανό, νέο με ευγενικά αισθήματα πού με την επίδραση της εκλεκτής συζύγου, ασπάσθηκε και αυτός την χριστιανική θρησκεία.
Κατόπιν μάλιστα, και οι δύο μαζί, έφεραν στο χριστιανισμό και τον αδελφό του Βαλεριανού Τιβούρτιο.
Κατά τον διωγμό εναντίον των χριστιανών επί Διοκλητιανού, απειράριθμοι υπήρξαν αυτοί που ακολούθησαν το δρόμο του μαρτυρίου.
Έτσι και η Κικιλία, ο Βαλεριανός και ο Τιβούρτιος δεν φρόντισαν να κρυφτούν.
Φανερά παρηγορούσαν τις χήρες και συντηρούσαν τα ορφανά των μαρτύρων, ακόμα και περισυνέλεγαν τα λείψανα τους και τα έθαβαν με ευλάβεια.
Όταν τους έπιασαν για το έργο πού έκαναν, ομολόγησαν με θάρρος την πίστη τους και θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό.
Η εκκλησία της Ρώμης θρήνησε τη μεγάλη απώλεια, και έθαψε τα λείψανα τους με μεγάλη ευλάβεια.
Οι γονείς της Κικιλίας ήταν ειδωλολάτρες, από τους πιο ευγενείς και επισήμους.
Αλλ’ η κόρη τους άκουσε τη διδασκαλία του Χριστού, την αγάπησε και βαπτίστηκε.
Μετά από λίγο την πάντρεψαν με τον Βελεριανό, νέο με ευγενικά αισθήματα πού με την επίδραση της εκλεκτής συζύγου, ασπάσθηκε και αυτός την χριστιανική θρησκεία.
Κατόπιν μάλιστα, και οι δύο μαζί, έφεραν στο χριστιανισμό και τον αδελφό του Βαλεριανού Τιβούρτιο.
Κατά τον διωγμό εναντίον των χριστιανών επί Διοκλητιανού, απειράριθμοι υπήρξαν αυτοί που ακολούθησαν το δρόμο του μαρτυρίου.
Έτσι και η Κικιλία, ο Βαλεριανός και ο Τιβούρτιος δεν φρόντισαν να κρυφτούν.
Φανερά παρηγορούσαν τις χήρες και συντηρούσαν τα ορφανά των μαρτύρων, ακόμα και περισυνέλεγαν τα λείψανα τους και τα έθαβαν με ευλάβεια.
Όταν τους έπιασαν για το έργο πού έκαναν, ομολόγησαν με θάρρος την πίστη τους και θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό.
Η εκκλησία της Ρώμης θρήνησε τη μεγάλη απώλεια, και έθαψε τα λείψανα τους με μεγάλη ευλάβεια.
Η μνήμη της τιμάται στις 22 Νοεμβρίου.
ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012
Μαρτύριον της Αγίας Παρθενομάρτυρος Ελένης της εκ Σινώπης του Ποντου, αθλησάσης τον ΙΗ αιώνα(1 Νοεμβρίου)
site analysis
Η ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΣ του Χριστού Αγία Ελένη ήταν κόρη της ευσεβους οικογενείας Μπεκιάρη και έζησε τον ΙΗt αιώνα στην αρχαιότερη πόλι του Ποντου, την ωραία Σινώπη. Οι γονείς της ανέθρεψαν αυτήν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου και εφύτευσαν μέσα στην καθαρή καρδιά της την θερμή αγάπη προς τον Ιησού Χριστό.
Στην ανατροφή της επέδρασε ιδιαίτερα ο θείος της, αδελφός του πατέρα της, ο οποίος εδίδασκε τότε σε Ελληνικό κρυφό Σχολείο της Σινώπης.
Ηταν ωραιότατη στο σώμα, η δε αγνότητά της προσέδιδε ιδιαίτερη χάρη στο πρόσωπό της, το οποίο έλαμπε από την Χαρι του Αγίου Πνεύματος.
Διακρινόταν για την υπακοή στους γονείς της και τον θερμό έρωτα της ψυχής της προς τον Νυμφίο Χριστό και Σωτήρα μας.
Στην ανατροφή της επέδρασε ιδιαίτερα ο θείος της, αδελφός του πατέρα της, ο οποίος εδίδασκε τότε σε Ελληνικό κρυφό Σχολείο της Σινώπης.
Ηταν ωραιότατη στο σώμα, η δε αγνότητά της προσέδιδε ιδιαίτερη χάρη στο πρόσωπό της, το οποίο έλαμπε από την Χαρι του Αγίου Πνεύματος.
Διακρινόταν για την υπακοή στους γονείς της και τον θερμό έρωτα της ψυχής της προς τον Νυμφίο Χριστό και Σωτήρα μας.
***
ΗΤΑΝ 15 ετών, όταν μία άμέρα α μητέρα της την έστειλε να αγοράση νήματα για το κέντημα από το κατάστημα του Κρυωνά. Στον δρόμο υπήρχε το σπίτι του Ουκούζογλου Πασά, Διοικητού της
Σινώπης, ο οποίος είδε την Ελένη από το παράθυρο. Η ωραιότητά της προσείλκυσε την ακόλαστη ψυχή του και σκέφθηκε να την μολύνη.
Ο Πασάς διέταξε και την έφεραν μπροστά του. Αφού έμαθε ποια ήταν, προσεπάθησε δύο και τρεις φορές να την μιάνη, αλλά μία αόρατη δύναμι τον απεμάκρυνε!…
Ενα αόρατο τείχος προστάτευε την κόρη. Ηταν το τείχος της προσευχής. Η Ελένη καθ όλη την διάρκεια εκείνης της δοκιμασίας προσευχόταν νοερά, λέγοντας συνεχώς τον Εξάψαλμο.
Ο Αγαρηνός δεν απελπίστηκε… Διέταξε τους στρατιώτες να την κρατήσουν στο σπίτι του. Ηλπιζε ότι αργότερα θα κατώρθωνε να πετύχη τον βδελυρό σκοπό του…
ΗΤΑΝ 15 ετών, όταν μία άμέρα α μητέρα της την έστειλε να αγοράση νήματα για το κέντημα από το κατάστημα του Κρυωνά. Στον δρόμο υπήρχε το σπίτι του Ουκούζογλου Πασά, Διοικητού της
Σινώπης, ο οποίος είδε την Ελένη από το παράθυρο. Η ωραιότητά της προσείλκυσε την ακόλαστη ψυχή του και σκέφθηκε να την μολύνη.
Ο Πασάς διέταξε και την έφεραν μπροστά του. Αφού έμαθε ποια ήταν, προσεπάθησε δύο και τρεις φορές να την μιάνη, αλλά μία αόρατη δύναμι τον απεμάκρυνε!…
Ενα αόρατο τείχος προστάτευε την κόρη. Ηταν το τείχος της προσευχής. Η Ελένη καθ όλη την διάρκεια εκείνης της δοκιμασίας προσευχόταν νοερά, λέγοντας συνεχώς τον Εξάψαλμο.
Ο Αγαρηνός δεν απελπίστηκε… Διέταξε τους στρατιώτες να την κρατήσουν στο σπίτι του. Ηλπιζε ότι αργότερα θα κατώρθωνε να πετύχη τον βδελυρό σκοπό του…
***
ΚΑΤΑ την διάρκεια της κρατήσεώς της α αγνή κόρη κατώρθωσε, με την βοήθεια του Θεού, να διαφύγη την προσοχή των στρατιωτώνκαί να επιστρέψη στους ανήσυχους γονείς της, στους οποίους και διηγήθηκε όσα συνέβησαν.
Σε λίγο, ο Πασάς αντελήφθη την απόδρασί της, έγινε έξω φρενών και απειλούσε τους πάντας και τα πάντα!…
Εκάλεσε την Δημογεροντία της Σινώπης και ζήτησε να του φέρουν την Ελένη. Σε διαφορετική περίπτωσι, θα επακολουθούσε γενική σφαγή των Ελλήνων της πόλεως.
Η Δημογεροντία τότε συνήλθε σε σύσκεψι στο Ελληνικό Σχολείο της Σινώπης.
Εκάλεσαν τον πατέρα της Ελένης και του ζήτησαν να παραδώση στον Πασά την κόρη του για το συμφέρον του συνόλου.
Ο πατέρας της ανελύθη σε λυγμούς, αλλά τελικά υποτάχθηκε, όπως ο Πατριάρχης Αβραάμ, και εδέχθη να θυσιασθή η θυγατέρα του, προκειμένου να αποφευχθή η γενική σφαγή.
Μετέβη στο σπίτι του και αφού καταλλήλως ενίσχυσε την Ελένη, παρέλαβε αυτήν και πνίγοντας τον πατρικό του πόνο, την παρέδωσε στον Πασά, για να προσφέρη τον εαυτό της όχι βεβαίως στις ασελγείς ορέξεις του αγαρηνού, αλλά ως θυμίαμα ευώδες στον Νυμφίο της Χριστό.
ΚΑΤΑ την διάρκεια της κρατήσεώς της α αγνή κόρη κατώρθωσε, με την βοήθεια του Θεού, να διαφύγη την προσοχή των στρατιωτώνκαί να επιστρέψη στους ανήσυχους γονείς της, στους οποίους και διηγήθηκε όσα συνέβησαν.
Σε λίγο, ο Πασάς αντελήφθη την απόδρασί της, έγινε έξω φρενών και απειλούσε τους πάντας και τα πάντα!…
Εκάλεσε την Δημογεροντία της Σινώπης και ζήτησε να του φέρουν την Ελένη. Σε διαφορετική περίπτωσι, θα επακολουθούσε γενική σφαγή των Ελλήνων της πόλεως.
Η Δημογεροντία τότε συνήλθε σε σύσκεψι στο Ελληνικό Σχολείο της Σινώπης.
Εκάλεσαν τον πατέρα της Ελένης και του ζήτησαν να παραδώση στον Πασά την κόρη του για το συμφέρον του συνόλου.
Ο πατέρας της ανελύθη σε λυγμούς, αλλά τελικά υποτάχθηκε, όπως ο Πατριάρχης Αβραάμ, και εδέχθη να θυσιασθή η θυγατέρα του, προκειμένου να αποφευχθή η γενική σφαγή.
Μετέβη στο σπίτι του και αφού καταλλήλως ενίσχυσε την Ελένη, παρέλαβε αυτήν και πνίγοντας τον πατρικό του πόνο, την παρέδωσε στον Πασά, για να προσφέρη τον εαυτό της όχι βεβαίως στις ασελγείς ορέξεις του αγαρηνού, αλλά ως θυμίαμα ευώδες στον Νυμφίο της Χριστό.
***
Ο ΒΔΕΛΥΡΟΣ Ουκούζογλου Πασάς εδέχθη με ανείπωτη χαρά την ωραιότατη Ελένη με την ελπίδα ότι θα κορέση πλέον τις ασελγεις ορέξεις του. Ετσι, προσεπάθησε πάλι πολλές φορές να μιάνη αυτήν, αλλά πάλι η
ίδια έκπληξις: ένα αόρατο τείχος γύρω από την κόρη εμπόδιζε τον Πασά, ενώ μία αόρατη δύναμι απωθούσε αυτόν.
Η αγία κόρη προσευχόταν θερμά, έλεγε μυστικά τον Εξάψαλμο, τον οποίο εγνώριζε από τον θείο της…
Την επομένη άμέρα επεχείρησε πάλι ο Πασάς να επιτύχη τον βδελυρό σκοπό του, αλλά και πάλι αντιμετώπισε το ίδιο παράδοξο εμπόδιο. Εκνευρισμένος και ωργισμένος, διέταξε να την κλείσουν στις φοβερές υγρές φυλακές της Σινώπης.
Η καρδιά του κακοπροαίρετου Πασά σκλήραινε συνεχώς, τα μάτια του δεν έβλεπαν το ζωντανό θαύμα, η ακάθαρτη ψυχή του δεν συνερχόταν, αλλά αντιθέτως: κυριευμένος από την σατανική ενέργεια, ήθελε οπωσδήποτε να μολύνη την αγία παρθένο.
Ετσι, την άλλη άμέρα μετέβη στην φυλακή αποφασισμένος να επιτύχη επί τέλους την ικανοποίησι του πάθους του.
Αλλά και πάλι το αόρατο τείχος!… Και πάλι α Θεία Χαρις τον απωθούσε!…
Ο ΒΔΕΛΥΡΟΣ Ουκούζογλου Πασάς εδέχθη με ανείπωτη χαρά την ωραιότατη Ελένη με την ελπίδα ότι θα κορέση πλέον τις ασελγεις ορέξεις του. Ετσι, προσεπάθησε πάλι πολλές φορές να μιάνη αυτήν, αλλά πάλι η
ίδια έκπληξις: ένα αόρατο τείχος γύρω από την κόρη εμπόδιζε τον Πασά, ενώ μία αόρατη δύναμι απωθούσε αυτόν.
Η αγία κόρη προσευχόταν θερμά, έλεγε μυστικά τον Εξάψαλμο, τον οποίο εγνώριζε από τον θείο της…
Την επομένη άμέρα επεχείρησε πάλι ο Πασάς να επιτύχη τον βδελυρό σκοπό του, αλλά και πάλι αντιμετώπισε το ίδιο παράδοξο εμπόδιο. Εκνευρισμένος και ωργισμένος, διέταξε να την κλείσουν στις φοβερές υγρές φυλακές της Σινώπης.
Η καρδιά του κακοπροαίρετου Πασά σκλήραινε συνεχώς, τα μάτια του δεν έβλεπαν το ζωντανό θαύμα, η ακάθαρτη ψυχή του δεν συνερχόταν, αλλά αντιθέτως: κυριευμένος από την σατανική ενέργεια, ήθελε οπωσδήποτε να μολύνη την αγία παρθένο.
Ετσι, την άλλη άμέρα μετέβη στην φυλακή αποφασισμένος να επιτύχη επί τέλους την ικανοποίησι του πάθους του.
Αλλά και πάλι το αόρατο τείχος!… Και πάλι α Θεία Χαρις τον απωθούσε!…
***
ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ωργισμένος, ο Πασάς διατάσσει να βασανίσουν την Ελένη και να την θανατώσουν, πράγμα το οποίο και έγινε. Το ιερό Λείψανό της ετέθη μέσα σε ένα σάκκο και ερρίφθη στην θάλασσα. Αντί όμως να βυθισθή, το μαρτυρικό σκήνος επέπλεε, ενώ ουράνιο φως κατέβαινε επ αυτού.
Οι Τούρκοι ετρομοκρατήθησαν και εκραύγαζαν: « Η γκιαούρισσα καίγεται!.. Η γκιαούρισσα καίγεται!…».
Το σεπτό Λείψανο συνέχισε να επιπλέη, ώσπου έφθασε στην τοποθεσία Γαει, όπου λόγω του μεγάλου βάθους της θαλάσσης τα νερά είναι μαύρα. Εκεί πλέον βυθίστηκε…
ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ωργισμένος, ο Πασάς διατάσσει να βασανίσουν την Ελένη και να την θανατώσουν, πράγμα το οποίο και έγινε. Το ιερό Λείψανό της ετέθη μέσα σε ένα σάκκο και ερρίφθη στην θάλασσα. Αντί όμως να βυθισθή, το μαρτυρικό σκήνος επέπλεε, ενώ ουράνιο φως κατέβαινε επ αυτού.
Οι Τούρκοι ετρομοκρατήθησαν και εκραύγαζαν: « Η γκιαούρισσα καίγεται!.. Η γκιαούρισσα καίγεται!…».
Το σεπτό Λείψανο συνέχισε να επιπλέη, ώσπου έφθασε στην τοποθεσία Γαει, όπου λόγω του μεγάλου βάθους της θαλάσσης τα νερά είναι μαύρα. Εκεί πλέον βυθίστηκε…
***
ΜΕΤΑ από μερικές ημέρες, ένα ελληνικό πλοίο αγκυροβόλησε στην τοποθεσία Γαει. Το τρίτο βράδυ, ο φύλακας του πλοίου παρετή-
ρησε ότι από τον πυθμένα της θαλάσσης εξερχόταν φως και ενόμισε ότι εκεί υπήρχε μεγάλος θησαυρός από χρυσό.
Αμέσως, ειδοποίησε τον πλοίαρχο για να ανελκύσουν με δύτες τον θησαυρό, τελικά όμως αντί χρυσού ανείλκυσαν τον σάκκο με το τίμιο Λείψανο της Αγίας Παρθενομάρτυρος Ελένης.
Στον πολύτιμο σάκκο υπήρχε η σεπτή κεφαλή της Αγίας, αποκομμένη από το υπόλοιπο σώμα… Στην κορυφή είχε ένα καρφί…. Επίσης, υπήρχε και μία άλλη τρύπα από καρφί.
Ηταν προφανές, ότι οι αγαρηνοί αφού βασάνισαν την Αγία, έμπηξαν δύο καρφιά στο κεφάλι της και την αποκεφάλισαν.
Δυο από τους τούρκους δύτες εγνώριζαν για το μαρτύριο και ότι έρριψαν την Αγία στην θάλασσα, αλλά εφοβούντο να ομιλήσουν προηγουμένως.
Ο πλοίαρχος τότε μετέφερε κρυφά την τιμία Καρα της Αγίας Ελένης στον Ιερό Ναό της Παναγίας στην Σινώπη, το δε σεπτό Σκήνωμά της επεβίβασε σε άλλο πλοίο, το οποίο έφευγε με Ελληνες για την Ρωσία.
Στο σημείο της θαλάσσης που βυθίστηκε το ιερό Λείψανο, εξήλθε ως πίδακας γλυκύ νερό και από τότε η περιοχή αυτή ωνομάσθηκε « Αγιάσματα».
ΔΙΑ της τιμίας Καρας της Αγίας Παρθενομάρτυρος Ελένης εγίνοντο πολλά θαύματα στην Σινώπη.
Ιδιαίτερα, όσοι υπέφεραν από πονοκεφάλους, εκαλούσαν τον Ιερέα, ο οποίος έφερνε την αγία Καρα, έψαλλε την Παράκλησι, έκαμνε Αγιασμό και εθεραπεύετο ο πόνος.
Ο πρόεδρος Καφαρόπουλος Χρήστος, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών πριν από το 1924, έφερε την τιμία Καρα της Αγίας Ελένης και εναπέθεσε αυτήν στον Ιερό Ναό της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης στην Ανω Τούμπα Θεσσαλονίκης, όπου φυλάσσεται σήμερα ευωδιάζουσα και θαυματουργούσα, προς δόξαν του εν Αγίοις δοξαζομένου Κυρίου και Θεού ημών.
ΜΕΤΑ από μερικές ημέρες, ένα ελληνικό πλοίο αγκυροβόλησε στην τοποθεσία Γαει. Το τρίτο βράδυ, ο φύλακας του πλοίου παρετή-
ρησε ότι από τον πυθμένα της θαλάσσης εξερχόταν φως και ενόμισε ότι εκεί υπήρχε μεγάλος θησαυρός από χρυσό.
Αμέσως, ειδοποίησε τον πλοίαρχο για να ανελκύσουν με δύτες τον θησαυρό, τελικά όμως αντί χρυσού ανείλκυσαν τον σάκκο με το τίμιο Λείψανο της Αγίας Παρθενομάρτυρος Ελένης.
Στον πολύτιμο σάκκο υπήρχε η σεπτή κεφαλή της Αγίας, αποκομμένη από το υπόλοιπο σώμα… Στην κορυφή είχε ένα καρφί…. Επίσης, υπήρχε και μία άλλη τρύπα από καρφί.
Ηταν προφανές, ότι οι αγαρηνοί αφού βασάνισαν την Αγία, έμπηξαν δύο καρφιά στο κεφάλι της και την αποκεφάλισαν.
Δυο από τους τούρκους δύτες εγνώριζαν για το μαρτύριο και ότι έρριψαν την Αγία στην θάλασσα, αλλά εφοβούντο να ομιλήσουν προηγουμένως.
Ο πλοίαρχος τότε μετέφερε κρυφά την τιμία Καρα της Αγίας Ελένης στον Ιερό Ναό της Παναγίας στην Σινώπη, το δε σεπτό Σκήνωμά της επεβίβασε σε άλλο πλοίο, το οποίο έφευγε με Ελληνες για την Ρωσία.
Στο σημείο της θαλάσσης που βυθίστηκε το ιερό Λείψανο, εξήλθε ως πίδακας γλυκύ νερό και από τότε η περιοχή αυτή ωνομάσθηκε « Αγιάσματα».
ΔΙΑ της τιμίας Καρας της Αγίας Παρθενομάρτυρος Ελένης εγίνοντο πολλά θαύματα στην Σινώπη.
Ιδιαίτερα, όσοι υπέφεραν από πονοκεφάλους, εκαλούσαν τον Ιερέα, ο οποίος έφερνε την αγία Καρα, έψαλλε την Παράκλησι, έκαμνε Αγιασμό και εθεραπεύετο ο πόνος.
Ο πρόεδρος Καφαρόπουλος Χρήστος, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών πριν από το 1924, έφερε την τιμία Καρα της Αγίας Ελένης και εναπέθεσε αυτήν στον Ιερό Ναό της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης στην Ανω Τούμπα Θεσσαλονίκης, όπου φυλάσσεται σήμερα ευωδιάζουσα και θαυματουργούσα, προς δόξαν του εν Αγίοις δοξαζομένου Κυρίου και Θεού ημών.
Ταις της Αγίας Παρθενομάρτυρος Ελένης της εκ Σινώπης του Ποντου
αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός,ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)