Σαν σήμερα το 1921 στην Πάφρα του Πόντου γράφεται μία ακόμη σελίδα δολοφονίας των Ελληνίδων (και των παιδιών τους) που έχει επαναληφθεί κατά καιρούς κατά τη διάρκεια της ελληνικής ιστορικής πορείας αντίστασης και επιβίωσης.
Το ολοκαύτωμα των γυναικών της Πάφρας στο κάστρο της γυναίκας (Κιζ Καλεσί) θυμίζει Ζάλογγο, Νάουσα, Σμύρνη, Καλάβρυτα, Δίστομο, Κύπρος, Μαριούπολη. Είναι η επανάληψη της ίδιας σφαγής που έζησε η Πάφρα το 1680 και το 1917. Ενώ ο χορός «Θανατί Λάγγεμαν» (Κιζλάρ Χοπλαμασί), το «Πήδημα Κοριτσιών» («Κιζλάρ Καϊτεσί») που χορεύεται από τις Ελληνίδες, είναι προς τιμήν των γυναικών που προτίμησαν να πέσουν σε γκρεμό ύψους 150 μέτρων και αναπαριστά την κίνηση της κοπέλας καθώς πηδούσε στο κενό.
Μέσα στη Γενοκτονία των Ελλήνων που δολοφονήθηκαν από το σχέδιο των δασκάλων του Χίτλερ, Ενβέρ, Ταλαάτ, Τζεμάλ, Κεμάλ πασά, Τοπάλ Οσμάν, υπήρξε και μία παράλληλη δολοφονία, αυτή των γυναικών και των παιδιών που στοιχειοθετεί στην ουσία και στο πνεύμα της Σύμβασης του ΟΗΕ για τη Γενοκτονία, το μαζικό έγκλημα ενάντια στον ελληνικό λαό.
Και αυτή η παράλληλη δολοφονία ήταν η Γυναικοκτονία και η Παιδοκτονία, η δολοφονία των Ελληνίδων και των παιδιών τους. Τόσο από τους Νεότουρκους, όσο και από του Κεμαλικούς, από την Πάφρα μέχρι τη Σάντα και από την Κερασούντα μέχρι τη Σμύρνη, οργανώθηκε, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε η μαζική δολοφονία γυναικών και παιδιών, η μεταφορά τους στην τουρκική ομάδα, οι μαζικοί βιασμοί ακόμη και εγκύων γυναικών και κοριτσιών και η δολοφονία τους, κλείσιμο σε εκκλησίες και εμπρησμό τους και εκατοντάδες παρόμοια εγκλήματα.
Είναι η συνέχεια των σφαγών στη Χίο και στη Σαμοθράκη, η πράξη σωτηρίας στο Ζάλογγο και στην Νάουσα, είναι ο ενδιάμεσος σταθμός πριν οι μαθητές Ναζί ακολουθήσουν το παράδειγμα των δασκάλων Κεμαλικών στα Καλάβρυτα και το Δίστομο και τους άλλους μαρτυρικούς τόπους, είναι η εξέλιξη στην Κύπρο το 1974, στη Μαριούπολη σήμερα.
Η προσπάθειά μας έχει ως στόχο την ανάδειξη της δολοφονίας των γυναικών και των παιδιών, της Γυναικοκτονίας και της Παιδοκτονίας, στόχος που αποτελεί ένα προφανές αίτημα για αναρίθμητους λόγους.
Όσα είναι τα θύματα των ολοκαυτωμάτων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, της Γενοκτονίας των Ελλήνων από τη Θράκη και την Ιωνία και από τον Πόντο μέχρι την Καππαδοκία, των σφαγών κατά τη διάρκεια της κατοχής 1941-1944, της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974, όσα είναι τα ορφανά, οι αγνοούμενοι, οι βιασμένες γυναίκες και τα κορίτσια, οι γυναίκες που προτίμησαν να πέσουν μαζί με τα παιδιά τους σε γκρεμούς και ποτάμια, προτιμώντας το θάνατο από την ατίμωση.
Η σημερινή παγκόσμια ημέρα της Γυναίκας οφείλει να αφιερωθεί στα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα του σχεδίου εξόντωσης από το Ζάλογγο μέχρι την Πάφρα, τη Σμύρνη, τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, την Κύπρο, σχέδιο το οποίο επειδή δεν τιμωρήθηκε, επαναλήφθηκε και επαναλαμβάνεται. Μόνο η ανάδειξη και η τιμωρία της Γυναικοκτονίας μπορεί να αποτρέψει παρόμοια εγκλήματα, αποτελώντας ουσιαστική πράξη έναντι των θυμάτων του Ελληνικού Ολοκαυτώματος και ειδικότερα των γυναικών και των παιδιών.
Η παγκόσμια ημέρα της Γυναίκας και η Γυναικοκτονία αφορά και τη δολοφονημένη Ελληνίδα. Τη μνήμη της και την διεκδίκηση της δικαιοσύνης. Για την τιμωρία των ενόχων, για την μη επανάληψη των εγκλημάτων, για την επιβίωση του Ελληνισμού .
Υ. Γ . Σήμερα στην ημέρα της Γυναίκας, στην ημικατεχόμενη Κύπρο, στην ημικατεχόμενη Λευκωσία, σε μία συνάντηση με τη ζωντανή ιστορία, σε μία συνάντηση με τρεις σπουδαίες γυναίκες, με τρεις κορυφαίες Ελληνίδες
με τη Χαρίτα Μάντολες, τη μητέρα, τη σύζυγο με τους δώδεκα αγνοούμενους συγγενείς της μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974,
με τη Θία Χάλο, την αγωνίστρια για την αναγνώριση της Γενοκτονίας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου,
με την Ελένη Φωκά, τη δασκάλα των παιδιών στα κατεχόμενα της Κύπρου.
Τρεις γυναίκες της επώδυνης διαδρομής του Ελληνισμού, Ζάλογγο, Νάουσα, Πάφρα, Σμύρνη, Δίστομο, Καλάβρυτα, Κύπρος και ενός εγκλήματος το οποίο επειδή δεν τιμωρήθηκε επαναλήφθηκε και επαναλαμβάνεται.
«Νομίζω ότι τα Ελληνικά είναι η πιο όμορφη γλώσσα που ξέρω. Αν είναι αλήθεια ότι το βιολί είναι το πιο μουσικό από όλα τα όργανα, τότε τα Ελληνικά είναι το βιολί της ανθρώπινης σκέψης. . . Όταν διαβάζω τα ωραιότερα κομμάτια της Ιλιάδας, μια ψυχική δύναμη με ανεβάζει πάνω από τα μικρά και τα καθημερινά. Τα φυσικά μου όρια ξεχνιώνται, κι ο κόσμος μου είναι ψηλά, το μήκος, το πλάτος και το βάθος του ουρανού είναι δικά μου!».
Λόγια μιας ξεχωριστής γυναίκας του προηγούμενου αιώνα, η οποία έμεινε γνωστή στην ιστορία για τη δύναμη της θέλησής της – αν και γεννήθηκε τυφλή και κωφάλαλη κατάφερε να γίνει σπουδαία συγγραφέας και αγωνίστρια, αλλά και για τον αδιαπραγμάτευτο φιλελληνισμό της.
Η Ελεν Κέλερ γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στον Αμερικανικό Νότο, το 1880. Όταν ήταν 19 μηνών, μια αιφνίδια ασθένεια της στέρησε για πάντα το φως και την ακοή της, αφήνοντάς την ένα «αγρίμι», που αδυνατούσε να κατανοήσει τον κόσμο γύρω της… Μέχρι που οι γονείς της προσέλαβαν μια ειδικά εκπαιδευμένη δασκάλα, ικανή να διδάξει στο 7χρονο πλέον παιδί τους, τρόπους και μεθόδους συνεννόησης και κατανόησης του γύρω κόσμου. Και έτσι στην ανθρωπότητα ανέτειλε η μεγάλη συγγραφέας, δασκάλα και αγωνίστρια Ελεν Κέλερ, που δαπάνησε τη μακρά ζωή της βοηθώντας συνανθρώπους της με παρόμοια προβλήματα να γνωρίσουν και αυτοί τον κόσμο!
Η Έλεν Κέλερ γεννήθηκε υγιέστατη σε μια μικρή πόλη της Αλαμπάμα τον Ιούνιο του 1880. Η οικογένειά της δεν ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατη και ζούσε σε μια μεγάλη φάρμα, κληρονομιά ενός προπάππου, όπου ασχολιόταν με την καλλιέργεια του βαμβακιού.
Σε ηλικία 19 μηνών νόσησε από οστρακιά (ή μηνιγγίτιδα) κι έτσι έχασε την ακοή και την όρασή της. Καθώς η ακοή είναι καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη της ομιλίας, η μικρή Έλεν δε μπορούσε να μάθει να μιλάει κι απομονώθηκε από τον γύρω κόσμο της, μη έχοντας σχεδόν κανένα τρόπο επικοινωνίας μ’ αυτόν. Στο πλαίσιο της παρέας που έκανε – μέχρι να χάσει την ακοή και την όρασή της – με την κόρη της μαγείρισσας του σπιτιού, είχε βρει κάποιους τρόπους επικοινωνίας, κυρίως με τα χέρια, τους οποίους διατήρησε και μετά την ασθένειά της. Με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, επικοινωνούσε επίσης μέσω διαφόρων σημάτων που έκανε με τα χέρια ή και το σώμα της. Η πορεία της θα μπορούσε να είναι προδιαγεγραμμένη, αν οι γονείς της είχαν επαναπαυθεί: τα χρόνια θα περνούσαν και η Έλεν θα ζούσε τη ζωή ενός φυτού, παρότι οι εγκεφαλικές της λειτουργίες ήταν σε άριστη κατάσταση.
Όταν η Έλεν ήταν 7 ετών, η μητέρα της έτυχε να διαβάσει για την επιτυχημένη διαπαιδαγώγηση ενός άλλου τυφλού και κωφάλαλου κοριτσιού, σε κάποιο άλλο μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Τότε έστειλε Έλεν με τον πατέρα της σε έναν εξειδικευμένο γιατρό στη Βαλτιμόρη. Ο ίδιος τους παρέπεμψε στον Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ (ναι, τον εφευρέτη της τηλεφωνικής συσκευής!), ο οποίος τότε εργαζόταν στην εκπαίδευση των τυφλών παιδιών. Μέσω αυτού του δικτύου των εκπαιδευτικών, βρέθηκε μια δασκάλα για τη μικρή Έλεν, η οποία θα πήγαινε να μείνει μαζί με την οικογένεια στην Αλαμπάμα, ώστε να αφοσιωθεί πλήρως στο δύσκολο έργο της.
Η ζωή με την πρωτοπόρο δασκάλα Ανν Σάλιβαν
Η εκπαίδευση της Έλεν από την Ανν Σάλιβαν ξεκίνησε το 1887 και η σχέση τους διήρκεσε 49 ολόκληρα χρόνια. Η τότε 20χρονη Σάλιβαν είχε γίνει δασκάλα για τυφλά παιδιά, διότι και η ίδια έπασχε από μια σοβαρή οφθαλμική πάθηση, εξαιτίας της οποίας, με το πέρασμα των χρόνων, θα έμενε εντελώς τυφλή.
Η πρώτη λέξη
Η πρώτη λέξη που προσπάθησε η Σάλιβαν να διδάξει στην Έλεν ήταν η λέξη ”κούκλα”. Η Έλεν αρχικά αντιδρούσε έντονα στις διδακτικές μεθόδους της δασκάλας της, γιατί δε μπορούσε να αντιληφθεί ότι υπήρχε μια λέξη για κάθε αντικείμενο. Η Σάλιβαν αποφάσισε να συνεχίσει τα μαθήματα με την Έλεν σε μια καλύβα που υπήρχε στο κτήμα, ώστε να είναι απομονωμένες και η Έλεν να μπορεί να συγκεντρωθεί σε κάθε μάθημα.
Τότε έγινε το πρώτο μαθησιακό θαύμα. Η Έλεν έμαθε την πρώτη της λέξη. Η Σάλιβαν της έριξε νερό στο χέρι και με κινήσεις της παλάμης της κατόρθωσε να μεταδώσει στην Έλεν τη γνώση ότι αυτό που ρέει στο χέρι της ονομάζεται ”νερό”.
Μέχρι τα βράδυ εκείνης της ημέρας, η Έλεν είχε μάθει συνολικά 30 νέες λέξεις. Είχε βγει από το σκοτάδι, είχε ξαναγεννηθεί, με πρώτη γνώση τη λέξη ”νερό”. Το στοιχείο της φύσης από το οποίο ξεκινάει έτσι κι αλλιώς η ζωή.
Οι σπουδές της Έλεν και η σιδερένια θέλησή της
Η εκπαίδευση με την επίμονη Ανν Σάλιβαν συνεχίστηκε τόσο επιτυχημένα, που η Έλεν πήγε σύντομα σε σχολείο για τυφλά παιδιά, ενώ μόλις ενηλικιώθηκε, ξεκίνησε και ολοκλήρωσε με επιτυχία τις σπουδές της το Κολέγιο Ράντικλιφ. Η πιστή δασκάλα της τη συνόδευε σε κάθε νέο εκπαιδευτικό της βήμα.
Η Έλεν, πανέξυπνη και χαρισματική, μετά τη μέθοδο Μπράιγ και την επικοινωνία με τα χέρια της, άρχισε να μαθαίνει να αρθρώνει ορισμένες λέξεις, προσπαθώντας να αντιληφθεί τον τρόπο παραγωγής ήχου από τις ανθρώπινες φωνητικές χορδές, αγγίζοντας αρχικά το λαιμό των συνομιλητών της. Η θέλησή της ξεπέρασε το φυσικό εμπόδιο κι έτσι κατόρθωσε να παράξει λέξεις.
Η προσωπικότητα της Έλεν Κέλερ
Πολιτικοποιημένη, μέλος του σοσιαλιστικού κόμματος των ΗΠΑ, για τις θέσεις του οποίου αρθρογραφούσε τακτικά, υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιδιαίτερα των δικαιωμάτων των ανθρώπων με αναπηρίες, φεμινίστρια, πολιτική ακτιβίστρια και συγγραφέας 12 βιβλίων και δεκάδων άρθρων. Η Έλεν, στη διάρκεια της ζωής της, ταξίδεψε σε πάνω από 40 χώρες, έμαθε να γράφει και να διαβάζει σε 5 γλώσσες, γνώρισε ξένες κουλτούρες και πολιτισμούς. Κατάφερε το ακατόρθωτο, ακόμα και μετά το 1936, οπότε έφυγε από τη ζωή η αγαπημένη της δασκάλα. Στη διάρκεια της ζωής της, αλλά και μετά το θάνατό της, βραβεύτηκε για το έργο της από δεκάδες οργανισμούς, καθώς και από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Λύντον Τζόνσον. Η ζωή της έγινε ταινία το 1962 με τίτλο ”The Miracle Worker”, με πρωταγωνίστριες την Ανν Μπάνκροφτ και την Πάττυ Ντιουκ, που κέρδισαν βραβεία Όσκαρ για την ερμηνεία των ρόλων της Σάλιβαν και της Κέλερ αντίστοιχα. Η Κέλερ ”έφυγε” την 1η Ιουνίου του 1968, χωρίς ποτέ να νικηθεί από τις σωματικές τις αναπηρίες και τον κοινωνικό αποκλεισμό που υφίστανται ανέκαθεν οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες και ικανότητες. Την εποχή της παγκόσμιας αναγνώρισής της, έγραψε:
”Αφού δεν υπάρχει βασιλικός δρόμος για την κορυφή, χρειάζεται να προχωρώ με δυσκολία το ανηφορικό μονοπάτι. Πολλές φορές γλιστράω προς τα πίσω, πέφτω. Σηκώνομαι, όμως, γρήγορα και τρέχω ενάντια στα εμπόδια. Συχνά χάνω την διάθεσή μου, αλλά την ξαναβρίσκω και την κρατώ πιο σφικτά. Σέρνομαι τότε προς τα πάνω, κερδίζω κάτι λίγο, αναθαρρώ, αποκτώ πιο πολύ ζήλο, ανεβαίνω ψηλότερα και τότε αρχίζω να βλέπω τον ορίζοντα να πλαταίνει. Κάθε αγώνας που δίνεται είναι μια νίκη”. Πράγματι, ολόκληρη η ζωή της ήταν μια διαρκής νίκη πάνω στο σκοτάδι, που δε θα πάψει ποτέ να συγκινεί και να δίνει κίνητρο για την αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής σε καθέναν από εμάς.
Φθινόπωρο του 1944. Ο Ουκρανός φωτογράφος Ντμίτρι Κέσερ βρίσκεται στην Ελλάδα απεσταλμένος του περιοδικού Life και καταγράφει την υποχώρηση των Γερμανών . Χάρη σε αυτόν χρωστάμε μοναδικά ντοκουμέντα που έζησε η χώρα στην δεκαετία του '40. Ήταν παρών με τον φακό του στα Δεκεμβριανά, στην επίσκεψη Τσώρτσιλ στην Αθήνα αλλά και αργότερα στον εμφύλιο πόλεμο.
Τον Οκτώβριο επισκέφθηκε και το μαρτυρικό Δίστομο λίγο μετά από τις θηριωδίες των Γερμανών και απαθανάτισε τους εναπομείναντες κατοίκους να προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους. Εκεί, μεταξύ των άλλων φωτογραφίζει την μαυροφορεμένη Μαρία Παντίσκα η οποία έμελλε να γίνει μία από τις πιο γνωστές φωτογραφίες που απεικονίζουν τον πόνο της απώλειας. Τις φωτογραφίες μαζί με τις μαρτυρίες τις στέλνει πίσω στην Αμερική και αυτές δημοσιεύονται τελικά στις 27 Νοεμβρίου στο Life.
To τεύχος αυτό ήρθε ξανά στο φως χάρη στην επιμονή ενός φοιτητή από το Δίστομο που σπούδαζε στην Καλιφόρνια. Έτσι αφηγείται ο ίδιος την εύρεση του περιοδικού στο “Αράχωβας Blog”: Το περασμένο καλοκαίρι περπατούσαμε με ένα φίλο στο Berkeley χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Δίπλα μας σε ένα ισόγειο κτήριο που έμοιαζε αποθήκη γίνονταν δημοπρασίες. Αποφασίσαμε να μπούμε από περιέργεια, εκείνος για τα αντικείμενα της δημοπρασίας, εγώ και για την διαδικασία.
Στον τεράστιο χώρο υπήρχε ό,τι μπορείς να φανταστείς, από μικρά διακοσμητικά μέχρι αντίκες αυτοκινήτων, όλα για δημοπρασία. Χωριστήκαμε κι ο καθένας κατευθύνθηκε στα ενδιαφέροντά του. Σε ένα έδρανο ψηλό όπως στις αίθουσες δικαστηρίων οι υπεύθυνοι έβγαζαν σε δημοπρασία ένα ένα τα αντικείμενα σύμφωνα με μια προκαθορισμένη σειρά που είχαμε κι εμείς στα χέρια μας. Ο φίλος έκανε δυο απόπειρες να πάρει κάποια βιβλία χωρίς επιτυχία. Κάποιοι αποφασισμένοι ανέβαζαν τις τιμές σε απαγορευτικά ύψη.
Συνέχιζα να περιεργάζομαι τα αντικείμενα μέχρι που έπεσα πάνω σε στοίβες παλιών περιοδικών Life τοποθετημένα σε ράφια και ταξινομημένα ανά δεκαετία. Κοίταξα χρονολογίες και είδα ότι υπήρχαν τεύχη ακόμα και πριν το ´50. Αυτό ενίσχυσε το ενδιαφέρον μου για τη δημοπρασία και έκανε την αναζήτηση συγκεκριμένη πλέον. Έψαξα να βρω το τεύχος με το αφιέρωμα στη σφαγή του Διστόμου. Ήξερα το έτος, 1944, αλλά όχι ακριβή ημερομηνία. Μια αναζήτηση στο κινητό μου έδωσε 29 Νοεμβρίου. Όμως όσο κι αν έψαχνα τεύχος με αυτή την ημερομηνία δεν βρήκα. Το Life ήταν εβδομαδιαίο, υπήρχαν πολλά τεύχη και τα εξώφυλλα δεν παρέπεμπαν πουθενά. Συνέχισα την αναζήτηση στο διαδίκτυο μέσω του κινητού και είδα ότι σε άλλη πηγή η ημερομηνία ήταν διαφορετική, 27 Νοεμβρίου 1944.
Πράγματι στις στοίβες με τα παλιά περιοδικά υπήρχε τεύχος με αυτήν την ημερομηνία. Το κράτησα στα χέρια μου αλλά δεν ήταν αυτό που περίμενα να δω. Από όσα είχα κατά καιρούς διαβάσει μου είχε σχηματιστεί η εντύπωση ότι η φωτογραφία σύμβολο της Μαρίας Παντίσκα που όλοι έχουμε δει σε αφίσες και φυλλάδια, ήταν εξώφυλλο του τεύχους κι εδώ έβλεπα μια αμερικανίδα στρατιώτη. Αργότερα διάβασα ότι ήταν η ηθοποιός Γερτρούδη Λόρενς η οποία είχε συμπληρώσει μια περιοδεία επτά εβδομάδων στις συμμαχικές εμπροσθοφυλακές στην Ευρώπη.
Όταν όμως ξεφύλλισα το περιοδικό, βρήκα στη σελίδα 21 σχεδόν ολοσέλιδη τη γνωστή φωτογραφία. Ήταν ένα αφιέρωμα στις καταστροφές που έκαναν οι Γερμανοί στη χώρα μας και μέσα σ´ αυτό το αφιέρωμα τη μεγαλύτερη έκταση είχε η σφαγή του Διστόμου.
Τα εκατοντάδες περιοδικά life που υπήρχαν εκεί είχαν πουληθεί όλα μαζί σε κάποιον συλλέκτη που όταν είδε την επιμονή μου να ξεφυλλίζω το συγκεκριμένο τεύχος με πλησίασε. Του ζήτησα αν γίνεται να το αγοράσω. Δέχθηκε και χωρίς περισσότερες εξηγήσεις για το τι σημαίνει το τεύχος αυτό για μένα, κανονίσαμε μια τιμή και έγινε δικό μου”.
Το επίμαχο άρθρο που φέρει τον τίτλο “Τι έκαναν οι Γερμανοί στην Ελλάδα” ξεκινάει με την φωτογραφία της Μαρίας Παντίσκα και την λεζάντα “Η Μαρία Παντίσκα ακόμη θρηνεί τέσσερις μήνες μετά τη δολοφονία της μητέρας της από τους Γερμανούς στη σφαγή στο ελληνικό χωριό Δίστομο”.
Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ στην επόμενη σελίδα: “Μια από τις τελευταίες επίσημες γερμανικές πράξεις στην Ελλάδα ήταν η σφαγή του Διστόμου. Μια πόλη περίπου 60 μίλια βορειοδυτικά των Αθηνών. Τον περασμένο Ιούνιο ένας περαστικός Γερμανός ρώτησε τον παππά του Διστόμου πατέρα Σωτήριο Ζήση αν υπήρχαν αντάρτες στην περιοχή. Ο παππάς είπε ότι δεν ήξερε κανέναν. Οι Γερμανοί όμως έκαναν επίθεση στην πόλη. Στην αρχή επέστρεψαν και σκότωσαν τον πατέρα Ζήση. Λίγες μέρες αργότερα μια ομάδα μαυροφορεμενων ανδρών των SS μπήκαν στο Δίστομο, διέταξαν τους ανθρώπους να κλειστούν στα σπίτια τους, πέρασαν απο σπίτι σε σπίτι πυροβολώντας όλους αυτούς που μπορούσαν να βρουν. Σε δυο ώρες είχαν σκοτώσει 1000 Διστομίτες (σ.σ. Ο αριθμός που αναφέρεται στο άρθρο είναι λανθασμένος καθώς στην σφαγή του Δίστομου έχασαν την ζωή τους 228 άνδρες, γυναίκες και παιδιά ) από τους 1200. Οι ελάχιστοι επιζήσαντες έτυχε να βρίσκονται στα βουνά και στα χωράφια. Αφού οι Γερμανοί τελείωσαν με τη σφαγή πήραν λάφυρα και έκαψαν το μικρό χωρίο. Δεκαπέντε μέρες αργότερα επέστρεψαν αλλά αυτή τη φορά οι χωρικοί είχαν προειδοποιηθεί και είχαν φύγει στα βουνά. Οι Γερμανοί πήραν λάφυρα για άλλη μια φορά”.
Η Μαρία Παντίσκα έφυγε από την ζωή σε ηλικία 84 ετών, στις 16 Μαρτίου 2009. Εντύπωση προκαλεί ότι παρόλο ότι υπήρξε η πλέον χαρακτηριστική φυσιογνωμία από τους επιζώντες, και ενώ υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες από άλλους επιζώντες, δεν υπάρχει κάποια γνωστή μαρτυρία από την ίδια.
Οι ηρωίδες του 1821 είναι γυναίκες που άφησαν το δικό τους στίγμα στην επανάσταση, αν και δεν έχουν σωθεί πολλά τεκμήρια και πληροφορίες για τη δράση τους.
Ηρωίδες του 1821: Δεσπόζουν η Μαντώ Μαυρογένους και η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
Στην κλασική πρόσληψη της Επανάστασης του 1821, δύο γυναικείες μορφές δεσπόζουν: η Μαντώ Μαυρογένους και η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Αν και ο πόλεμος δεν είναι γυναικεία δουλειά και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να καταστεί κριτήριο ισότητας, σε περιόδους έντονων αναταραχών οι εξαιρέσεις τείνουν να γίνονται ο κανόνας.
Ηρωίδες του 1821: Ελάχιστα τεκμήρια και πληροφορίες διασώθηκαν
Παρά ταύτα, για τη συμβολή των γυναικών στην Επανάσταση του 1821 γνωρίζουμε σίγουρα λιγότερα, καθώς δεν διασώθηκαν ιδιαίτερα τεκμήρια και πληροφορίες από τους ιστορικούς. Σημαντική υπήρξε ωστόσο η συνδρομή της Καλλιρρόης Παρρέν και των συνεργατριών της, που συγκέντρωσαν ψήγμα το ψήγμα τις σχετικές πληροφορίες, τις οποίες και δημοσίευσαν στην «Εφημερίδα των Κυριών».
Ηρωίδες του 1821: Ο τόμος της Σωτηρίας Αλιμπέρτη
Εξίσου σημαντικός υπήρξε και ο ζήλος της Σωτηρίας Αλιμπέρτη, πρωτοπόρας Ελληνίδας φεμινίστριας και εκπαιδευτικού, η οποία μάλιστα ίδρυσε τον πρώτο γυναικείο σύλλογο στην Ελλάδα, την «Εργάνη Αθηνά». Η Αλιμπέρτη είχε φροντίσει να συλλέξει σχετικό υλικό με τη δράση αρκετών γυναικών στην Επανάσταση. Το υλικό αυτό μετά τον θάνατό της συνελέγη και αποτέλεσε έναν ιδιαίτερο τόμο για τις ηρωίδες του 1821.
Ηρωίδες του 1821: Μόσχω Λάμπρου Τζαβέλλα
Προεπαναστατικά, στο Σούλι, για παράδειγμα, έναν τόπο απομονωμένο, που δεν καλλιέργησε ούτε τα γράμματα ούτε τις τέχνες ούτε καν το εμπόριο, παρά μόνο την κτηνοτροφία, οι γυναίκες γυμνάζονταν στα όπλα, προφανώς διότι αυτό προέκυπτε από τις ανάγκες της καθημερινότητας που ζούσαν. Την ξεχωριστή περίπτωση της Μόσχως Τζαβέλλα διασώζει ο Φωτιάδης στον «Καραϊσκάκη».
«Τρακόσες άδραξαν τ’ άρματα και χίμηξαν μπροστά με τη Μόσχω. Απάνω τους, φώναζε η μία στην άλλη, απάνω τους, τι τα κοιτάμε τα σκυλιά; Αυτές δεν ήταν γυναίκες, μα μαινάδες. Ξεμαλλιασμένες ή ουρλιάζοντας με γυμνωμένα τα σπαθιά στα χέρια χύθηκαν να φάνε τους οχτρούς. Οι Αληπασαλίδες, άμα τις είδαν να ροβολάνε κατά πάνω τους, τις άρχισαν στις βρισιές και στα αισχρόλογα. Τότες η Μόσχω η Τζαβέλλαινα, μπροστά στον θάνατο, σηκώνει τα φουστάνια της και δείχνοντας τ’ απόκρυφά της φωνάζει: Να ωρέ Τούρκοι, ελάτε αν σας κιοτάει!».
Μπροστά σε αυτό το θέαμα των μαχόμενων γυναικών, οι Αλβανοί, έκπληκτοι και τρομαγμένοι, το έβαλαν στα πόδια με τη Μόσχω μαινόμενη να τους κυνηγά ξοπίσω. Αλαφιασμένη από το κυνηγητό, φτάνει στον πύργο που υπερασπίζεται ο ανιψιός της Κίτσος Τζαβέλλας και τον αντικρίζει νεκρό. Τότε σκύβει, τον φιλά και του σκεπάζει βιαστικά το πρόσωπο με την ποδιά παίρνοντας στο κατόπι τον στρατό του Αλή Πασά. Στο πλάι της πολεμά κι η κόρη της η Σόφω. Ο Αλή Πασάς, ντροπιασμένος, πηδάει στο άλογο και τρέχει καλπάζοντας να κρυφτεί στα Γιάννενα.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης αργότερα θα απαθανατίσει τη σκηνή αυτή στο γνωστό του ποίημα «Φυγή»:
«T’ άλογο! τ’ άλογο! Oμέρ Bριόνη,
το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει.
T’ άλογο! τ’ άλογο! ακούς, σουρίζουν
ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν».
Η Μόσχω πέθανε μεταξύ των ετών 1795-1803.
Ηρωίδες του 1821: Δέσπω Φώτου Τζαβέλλα
Την ιστορία αυτή διασώζει ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο βιβλίο του «Ιστορική Ανθολογία, Ανέκδοτα – Γνωμικά – Περίεργα – Αστεία εκ του βίου διάσημων Ελλήνων 1820-1864». Εκεί γράφει ότι σε ένα νησάκι, τον Κάλαμο, που είναι δίπλα στην Ιθάκη, είχαν καταφύγει πολλοί Σουλιώτες, ανάμεσά τους και η Δέσπω η Τζαβέλλαινα, η γυναίκα του Φώτου, που ήταν γνωστή από τους πολέμους του Σουλίου με τον Αλή Πασά πριν από το 1821.
Εκεί, λοιπόν, στα Επτάνησα, οι Σουλιώτες δεν σταμάτησαν τον πόλεμο, που τον συνέχιζαν στο πλευρό των εκεί αδελφών τους. Ανάμεσα στους Σουλιώτες πολεμούσαν και τα δύο παιδιά της Τζαβέλλαινας, ο Κίτσος και ο Ζυγούρης, ώσπου έφτασε η είδηση πως σκοτώθηκαν στη μάχη και τα δύο. Τότε μας διηγείται ο Βλαχογιάννης ξεκίνησαν οι Σουλιώτισσες τους θρήνους και τα μαλλιοτραβήγματα, μέχρι που πετάχτηκε ορθή η Δέσπω, έριξε πίσω τα μαλλιά της, σφούγγισε τα δάκρυά της και είπε: «Παύτε ωρέ τα κλάματα. Πάσχα έρχεται, σηκωθείτε τώρα να βάψουμε τ’ αυγά, τι είναι αμαρτία κι ο θεός μπορεί να μας οργιστεί». Η πληροφορία του θανάτου τους όμως ήταν λάθος και τον θρήνο τον διαδέχτηκε η χαρά…
Για τη Δέσπω Φώτου Τζαβέλλα γράφει και η Καλλιρρόη Παρρέν: «Στην Κέρκυρα, η ρωσική κυβέρνηση πήρε απόφαση να σχηματίσει εξ αυτών (των Σουλιωτών) στρατιωτικόν σώμα, το οποίον εσκόπευε να χρησιμοποιήσει σε δεδομένη στιγμή. Η Κέρκυρα και όλη η Επτάνησος διετέλη υπό ρωσικήν προστασίαν. Διετάχθη λοιπόν ο εκεί Ρώσος στρατηγός Ανρέπ να σχηματίσει οκτώ νέους λόχους από Σουλιώτες εθελοντές, εις τους οποίους διόρισε αξιωματικούς Σουλιώτες. Ο Φώτος Τζαβέλλας, ο Δαγκλής, ο Ζέρβας, ο Δράκος κ.ά. Στρατολόγησε και γυναίκες. Ούτω, η σύζυγος Φώτου Τζαβέλλα ήταν ανώτερη αξιωματικός λόχου εις τον οποίον είχε ταχθεί ο σύζυγός της ως λοχαγός. Έλαβε βαθμό ταγματάρχου σε λόχο που ήταν ο άνδρας της λοχαγός».
Τετάρτη 5 Ιουνίου 1874. Βράδυ, ώρα 10 μ.μ., στο αρχοντικό της στο Ξυλόκαστρο η Πηνελόπη Καραϊσκάκη-Νοταρά αφήνει την τελευταία της πνοή «άγουσα το 57ο έτος της ηλικίας της», όπως γράφει η εφημερίδα «Κορινθιακός Αστήρ». Η Πηνελόπη ήταν η μία από τις κόρες του αρχιστράτηγου Γεώργιου Καραϊσκάκη, σύζυγος του Ανδρέα Νοταρά και «πεπροικισμένη με πολλάς αρετάς», όπως σημειώνει στο ίδιο άρθρο ο «Κορινθιακός Αστήρ».
Ορφάνια και φτώχεια
Η Πηνελόπη γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα, το 1817 (ή το 1822) και ήταν η μία από τις δύο κόρες του Γεώργιου Καραϊσκάκη. Η αδελφή της ονομαζόταν Ελένη (Νίτσα) και είχαν δύο αδελφούς: τον Δημήτριο που ήταν ο πρωτότοκος και τον Σπύρο που ήταν το στερνοπούλι του Αρχιστράτηγου της Ρούμελης.
Στις 22 Απριλίου 1827 ο Καραϊσκάκης λαβώθηκε θανάσιμα στη μάχη του Φαλήρου και την επόμενη μέρα εξέπνευσε αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στον Αγώνα για την ελευθερία των Ελλήνων αλλά και τα τέσσερα παιδιά του πεντάρφανα.
«Σαράντα τέσσαρες χιλ. γρόσια εις το κεμέρι του Μητρ Αγραφιώτη» γράφει ο ετοιμοθάνατος Καραϊσκάκης στη διαθήκη του, «από αυτά αι τριάντα χιλιάδες να δοθούν εις ταις τζούπρες (σ.σ. κόρες) μου να ταις περιλάβουν οι δυο Μήτρηδες του Σκυλοδήμου και του Αγραφιώτη». Την ώρα που παρέδιδε την ψυχή του ο μεγάλος Έλληνας στρατηγός όρισε την τύχη των κοριτσιών του, ποιος θα τις αναθρέψει ποιος θα τις φροντίσει και τι μερτικό θα πάρουν από την περιουσία του.
Δυστυχώς όμως, από ό,τι δεν φαίνεται, δεν πρέπει να έφτασε στα χέρια των κοριτσιών του Καραϊσκάκη το ορισθέν από τον πατέρα τους ποσό. Στο νησί του Κάλαμου, απέναντι από την Αιτωλοακαρνανία όπου είχαν καταφύγει, η φτώχεια τυραννούσε τα παιδικά τους χρόνια. Ισχυρό τεκμήριο για την κακή οικονομική
κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει αποτελεί μία σειρά επιστολών με αποδέκτη την ελληνική κυβέρνηση, τον Ιωάννη Καποδίστρια αλλά και άλλους αξιωματούχους ώστε να τους παράσχουν οικονομική βοήθεια.
Τα τρία από τα τέσσερα παιδιά (ο μεγάλος, ο Δημήτρης είχε τραβήξει ήδη το δρόμο του ως στρατιωτικός) βρίσκονταν στις αρχές του 1828 στον Κάλαμο, υπό την κηδεμονία του Μήτρου Σκυλοδήμου. Η μητέρα τους, η Γκόλφω είχε ήδη πεθάνει ένα χρόνο πριν τον Καραϊσκάκη.
Από εκεί στέλνουν επιστολή αναζητώντας βοήθεια προς τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον νέο κυβερνήτη της Ελλάδος. «Ο ερχομός σας στην Ελλάδα μας έδωσε μεγάλη εμψύχωση, του γράφουν. Και συνεχίζουν αναφέροντας ότι τρεις μήνες νωρίτερα από τον ερχομό του, είχαν γράψει στην Ελληνική Κυβέρνηση ζητώντας οικονομική στήριξη. Εστείλαμε επί τούτου τον εξάδελφόν μας Μήτρο Σκυλοδήμου, αναφέρουν, αλλά έως τώρα καμία εξοικονόμησιν δεν ίδαμε. Στη συνέχεια τα παιδιά αναφέρουν ότι βρίσκονται σε άθλια κατάσταση και ζητούν από τον Καποδίστρια να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα τους από όλους τους πατριώτες.
Το γράμμα αυτό η Πηνελόπη, η Νίτσα και ο Σπύρος Καραϊσκάκης το στέλνουν στον Μήτρο Σκυλοδήμο και του ζητούν να το παραδώσει στον Καποδίστρια, αφού με το προηγούμενο γράμμα τους προ την Κυβέρνηση δεν κατάφεραν τίποτα!
Ο αρραβώνας με τον Νοταρά και η προίκα της Πηνελόπης
Οι αρραβώνες της Πηνελόπης και του Ανδρέα Νοταρά έγιναν στο στρατόπεδο του Πειραιά, το 1826. Παρόντες δεν ήταν ούτε βέβαια η εννιάχρονη τότε Πηνελόπη, ούτε ο 16χρονος Ανδρέας Νοταράς. Η συμφωνία των αρραβώνων έγινε μεταξύ του Καραϊσκάκη και του αδελφού του Ανδρέα, του Ιωάννη Νοταρά, του Αρχοντόπουλου της Κορινθίας.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει η εφημερίδα Αιών: «Επί του πεδίου της δόξης και του υπέρ Πατρίδος αγώνος έδιδον την υπόσχεσιν, όπως συνδεθώσι δια συγγενείας, αφ’ ενός μεν ο περίβλεπτος στρατηγός των νεωτέρων Ελλήνων, αφ’ετέρου δε ο την ύψιστην αυτόχθονα αριστοκρατίαν και την στρατιωτικήν και πολιτικήν επιρροήν αντιπροσωπεύων, Ιωάννης Νοταράς, το περιώνυμον Αρχοντόπουλον».
Λίγους μήνες αργότερα βέβαια, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Ιωάννης Νοταράς έπεσαν νεκροί στην ίδια μάχη, στο ίδιο πολεμικό πεδίο. Ωστόσο, η συμφωνία του αρραβώνος δεν διαλύθηκε.
Το 1836, όταν ο Ανδρέας ενηλικιώθηκε, οι γηραιοί άρχοντες της οικογένειάς του, Πανούτσος και Σωτήριος Νοταράς ζήτησαν το χέρι της Πηνελόπης, τιμώντας τη συμφωνία που είχε γίνει στο πεδίο της μάχης.
Είχε προηγηθεί το 1835 η προικοδότηση της Πηνελόπης και η «υιοθεσία» της μαζί με την αδελφή της από τον Όθωνα κατά τη μεταφορά των οστών του πατέρα της από τη Σαλαμίνα στο Κερατσίνι.
Συγκεκριμένα, όπως περιγράφει η εφημερίδα «Αθήνα» στις 22 Απριλίου 1835 παρουσία του βασιλιά Όθωνα, των μελών της Αντιβασιλείας, υπουργών, πρέσβεων και πλήθος κόσμου έγινε το ετήσιο μνημόσυνο του Καραϊσκάκη και η ανακομιδή των λειψάνων του από τη Σαλαμίνα στον τόπο που έπεσε μαχόμενος. Μαζί με τα οστά του Αρχιστράτηγου μεταφέρθηκαν και τα οστά των υπολοίπων νεκρών της μάχης του 1827, μεταξύ αυτών και του Ιωάννη Νοταρά.
Την τελετή παρακολούθησαν και οι δύο κόρες του Καραϊσκάκη, οι οποίες συνόδευσαν τα λείψανα του πατέρα τους στο μνημείο που ανεγέρθη προς τιμήν του. Με το πέρας της επιμνημόσυνης δέησης, ο Όθωνας απένειμε στον Καραϊσκάκη το μέγα Σταυρό του Σωτήρος, προς «μνημόσυνον αιώνιον των προς τον Ελληνικό Αγώνα λαμπρών κατορθωμάτων του».
Κατόπιν, ο Όθωνας στράφηκε, όπως περιγράφει το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Αθήνα», προς τις δύο κόρες του Καραϊσκάκη και τους ανακοίνωσε ότι «την φροντίδα την οποίαν δε αυτάς ήθελεν έχει ο πατήρ των αν εζούσε, αναδέχεται ο ίδιος», επισημοποιώντας το γεγονός ότι έθετε τις δύο νεαρές υπό την κηδεμονία του.
Ο Όθωνας ανακοίνωσε με διάταγμα που διαβάστηκε εκείνη τη στιγμή, την προίκα της Πηνελόπης: 500 στρέμματα γης στην Κόρινθο, εκατό εκ των οποίων με καλλιέργεια σταφίδας. Επίσης 6000 δραχμές ως προίκα, με σκοπό να την νυμφευθεί «ο δεύτερος υιός του Νοταρά, καθώς ζώντος του Πατρός της ήτο συμφωνημένον».
Ο γάμος του Ανδρέα Νοταρά και της Πηνελόπης Καραϊσκάκη έγινε στην Κόρινθο το 1836 και έκτοτε η κόρη του αρχιστράτηγου έζησε μεταξύ Κορίνθου, Τρικάλων και Ξυλοκάστρου. Όπως, γράφεται στις εφημερίδες της εποχής, αφοσιώθηκε πλήρως στην ανατροφή των παιδιών της, αλλά και σε κοινωνικό έργο. «Χριστιανή τελεία, μεστή αρετών πολίτιδος, όντως ευγενούς, κατέστη το υποκείμενον της λατρείας της κοινωνίας όλης, εν μέσω της οποίας εβίου», γράφει η εφημερίδα «Αιών».
Και συνεχίζει: «Η θυγάτηρ του ενδοξοτάτου των στρατηγών, ούτε αγέρωχος ην, ούτε απότομος, ούτε επιδεικτική· προσηνεστάτη τους τρόπους, γλυκείας πάντοτε λέξεις έχουσα επί των χειλέων πετώσας, απλήν φορούσα ενδυμασίαν, διευθύνουσα αυτή μόνη σχεδόν μέγαν οίκον». Η εφημερίδα τονίζει το αγαθό πνεύμα και την ευλογία της Πηνελόπης, η οποία μεγάλωσε τα παιδιά της αλλά έγινε και η προστάτιδα άγγελος της φτώχειας και των στερήσεων που ζούσε η Ελλάδα εκείνες τις εποχές.
Ταπεινή και μετριόφρων, η Πηνελόπη, έζησε στην κορινθιακή επαρχία και απέφυγε τους κύκλους των Αθηνών, παρότι ο άνδρας της ήταν υπασπιστής του Όθωνα, βουλευτής Κορινθίας και υπουργός. Αυτή η «θυγάτηρ του ενδόξου στρατηγού» προτιμούσε να ζει στο Ξυλόκαστρο και τα Τρίκαλα την ίδια στιγμή που όπως εύστοχα σημειώνει η εφημερίδα «Αιών»: «άσημα όντα, ασύνδετα προς τη δόξα του τόπου ή ανάξια να προσιδώσιν εις το ύψος της εθνικής ιδέας, απολαύουσι των τιμών της αυθεντικής Ελλάδος».
Ο θάνατός της και οι απόγονοί της
Η Πηνελόπη με τον Ανδρέα Νοταρά απέκτησαν 8 παιδιά μεταξύ των οποίων τη Μαρία και τον Σπυρίδωνα. Η μεν Μαρία παντρεύτηκε τον Αριστείδη Έσσλιν, πολιτικό μηχανικό Βαυαρικής καταγωγής, το 1871 και οι απόγονοί της ζουν σήμερα στην Αθήνα. Ο δε Σπυρίδων ήταν αξιωματικός του στρατού και εκλέχθηκε πολλάκις βουλευτής Κορινθίας.
Η Πηνελόπη Καραϊσκάκη-Νοταρά πέθανε όπως είπαμε, σαν σήμερα, 5 Ιουνίου 1874, στο Ξυλόκαστρο βυθίζοντας στο πένθος όλη την Κορινθία. Ήταν μόλις 57 ετών και δεν πρόλαβε για δύο μήνες να δει την εγγονή της, η οποία γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1874 και πήρε το όνομά της, προς τιμήν της!
Επιμέλεια-έρευνα-κείμενα: Γιώτα Χρ. Αθανασούλη
Πηγές:
Αρχείο Εφημερίδων Ελληνικής Βουλής
Γεώργιου Χαρίτου, Αρχείον Γεώργιου Καραϊσκάκη
Αλέξης Γαλανούλης, Δύο επιστολές των ορφανών παιδιών του Καραϊσκάκη προς τον Ι. Καποδίστρια και τον Μήτρο Σκυλοδήμο