Τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Αἰκατερίνης
25 Νοεμβρίου
Σήμερα, ἀδελφοί μου, ἑορτάζει ἡ ἁγία Αἰκατερίνη. Ἂν διαβάσετε στὰ συναξάρια τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριό της, θὰ ἔρθουν δάκρυα στὰ μάτια σας. Λίγα μόνο λόγια θὰ πῶ, γιὰ νὰ δοῦμε πόσο μπορεῖ μιὰ γυναίκα νὰ συντελέσῃ στὴ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ τοῦ λαοῦ μας.
Ἡ ἁγία Αἰκατερίνη δὲν ἔζησε μέσα σὲ μοναστήρι ἢ στὶς ὀπὲς τῆς γῆς, δὲν κρατοῦσε στὰ χέρια κομποσχοίνια· ἔζησε μέσα στὴν Ἀλεξάνδρεια, μιὰ πόλι ἀπὸ τὶς πιὸ διεφθαρμένες. Καμμιὰ φορὰ ἀκοῦμε· Δὲν μπορεῖ κανεὶς ν᾽ ἁγιάσῃ στὸν κόσμο… Ἂν θέλῃς, μπορεῖς καὶ μέσ᾽ στὸν κόσμο νὰ μείνῃς διαμάντι τοῦ Χριστοῦ· ἅμα δὲν θέλῃς, καὶ στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ στὸν Ἰορδάνη νὰ πᾷς, καὶ στὰ μοναστήρια καὶ στὰ ἀσκηταριά, μπορεῖ νὰ χάσῃς τὴν ψυχή σου. Δὲν εἶνε ὁ τόπος, ἀλλ᾽ ὁ τρόπος, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἁγιάσῃ.
Ἦταν ἀπὸ οἰκογένεια εἰδωλολατρῶν, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἡ μητέρα της εἶχε κάποια συμπάθεια στὸ Χριστιανισμό. Ἡ ἁγία διακρινόταν καὶ γιὰ εὐγένεια καταγωγῆς, καὶ γιὰ σοφία καὶ μόρφωσι, καὶ γιὰ ὀμορφιά. Πολλοὶ λοιπὸν τὴ ζήτησαν σὲ γάμο. Ἀλλ᾽ αὐτὴ ἀπέρριπτε ὅλες τὶς προτάσεις, γιατὶ τὴν εἵλκυε κάτι ἀνώτερο.
Δὲν εἶνε μόνο ὁ γάμος σκοπὸς τῆς ζωῆς. Μερικοὶ νομίζουν, γυναῖκες καὶ ἄντρες, πὼς ἅμα παντρευτοῦν πέτυχαν τὸ σκοπό τους. Δὲν εἶνε ἔτσι. Δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴ γυναῖκα ἕνας ἄντρας, ἂς εἶνε καὶ βασιλιᾶς. Καὶ δὲν μπορεῖ ὁ ἄντρας νὰ ἱκανοποιηθῇ καὶ μὲ τὴν καλύτερη καὶ ὡραιότερη γυναῖκα· πάνω κι ἀπὸ γυναῖκες κι ἀπὸ ἄντρες ὑπάρχει κάτι ἄλλο ἀνώτερο. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι εἴμαστε ἐναντίον τοῦ γάμου. Ὄχι, ὑπὲρ τῆς οἰκογενείας εἴμαστε. Ἀλλὰ δὲν εἶνε καὶ δόγμα ὅτι «ἂν δὲν παντρευτῇ τὸ κορίτσι ἢ ὁ νέος, ἀλλοίμονό του». Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἱκανοποιεῖται. Πάνω ἀπὸ τὰ συνοικέσια ὑπάρχει κάτι ὑψηλότερο ποὺ νοσταλγεῖ ἡ ψυχή.
Ἀπέρριπτε λοιπὸν ἡ ἁγία τὶς προτάσεις γάμου. Καὶ γιὰ ν᾽ ἀποφύγῃ τὴν πίεσι ἀπὸ τὴν οἰκογένειά της, εἶπε στὴ μητέρα της· Δέχομαι νὰ παντρευτῶ ὑπὸ τὸν ὅρο νὰ βρεθῇ κάποιος ποὺ νὰ μοῦ μοιάζῃ στὰ ἑξῆς· πρῶτον στὴν εὐγένεια τῆς καταγωγῆς, δεύτερον στὴ σοφία καὶ τὴ μόρφωσι, τρίτον στὰ πλούτη, καὶ τέταρτον στὴν ὀμορφιά· διαφορετικὰ δὲν δέχομαι.
Ἡ μητέρα της, ποὺ τὴν ἀγαποῦσε, πῆγε σὲ ἕναν ἀσκητὴ ποὺ ζοῦσε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, εἶπε τὸν πόνο της καὶ ζήτησε τὴ συμβουλή του. Ὁ σοφὸς ἐκεῖνος γέροντας κάλεσε τὴν Αἰκατερίνη καὶ τῆς εἶπε· Ξέρω τί πόθο ἔχεις καὶ τί ὅρους θέτεις γιὰ νὰ συνάψῃς γάμο. Ἐγὼ λοιπὸν γνωρίζω κάποιον τέτοιο νέο, ποὺ διαθέτει ὄχι ἁπλῶς αὐτὰ ποὺ ζητᾷς ἀλλὰ ἀπείρως περισσότερα. Τὰ πλούτη του εἶνε ἀμέτρητα, στὴν εὐγένεια καὶ ὑψηλὴ καταγωγὴ δὲν τὸν φτάνει κανείς, ἡ σοφία του εἶνε ὠκεανὸς ἀνεξάντλητος, κι ἂν πῇς γιὰ τὸ κάλλος του ποτέ του δὲν γηράσκει, εἶνε ὁ «ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 44,3). Τὰ λόγια αὐτὰ ἄναψαν στὴν καρδιὰ τῆς κόρης ἐνθουσιασμὸ καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ νυμφίο αὐτόν. Ἐνῷ ἄλλοι μὲ γλυκόλογα ἀνάβουν φωτιὲς ἁμαρτωλὲς καὶ ἀπατοῦν τὰ κορίτσια, ὁ ἀσκητὴς αὐτὸς κατώρθωσε ν᾽ ἀνάψῃ στὴν καρδιὰ τῆς νέας τὸν θεῖο ἔρωτα γιὰ τὸ νέο αὐτόν, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν Χριστό· γιατὶ μόνο ὁ Χριστὸς εἶχε τὰ χαρίσματα αὐτά.
Ἡ Αἰκατερίνη ζήτησε νὰ δῇ τὸν νέο – δὲν τῆς εἶχε πεῖ ἀκόμη ὁ ἀσκητὴς τὸ ὄνομά του. Ὁ ἀσκητὴς τῆς ἔδωσε τότε τὴν εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῆς εἶπε τὸ βράδυ νὰ προσευχηθῇ. Τὴ νύχτα –ὤ τοῦ θαύματος! ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους, ἀλλὰ δικαίωμά μας κ᾽ ἐμᾶς νὰ πιστεύουμε, γιατὶ ὑπάρχουν καὶ θεῖες ὀπτασίες καὶ ὁράματα– ἡ Αἰκατερίνη εἶδε τὴν Παναγία νὰ κρατάῃ τὸν Κύριο στὴν ἀγκάλη της. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἡ Παναγία ἔλεγε στὸν Υἱό της νὰ κοιτάξῃ τὴν Αἰκατερίνη, ὁ Χριστὸς ἀπέστρεφε, γύριζε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό του· δὲν ἤθελε νὰ τὴ δῇ. Ἡ Παναγία ρώτησε –Γιατί, Υἱέ μου, σὺ ποὺ ἐπιβλέπεις τὸν κόσμο ὅλο μὲ εὐσπλαχνία, γιατί τὸ πλάσμα σου τὴν Αἰκατερίνη δὲν θέλεις νὰ τὴν κοιτάξῃς; Ὁ Χριστὸς εἶπε· –Εἶνε ἄσχημη. –Ἄσχημη αὐτή; –Ναί, Μῆτερ μου, εἶνε ἄσχημη.
Ἡ Αἰκατερίνη ἔτρεξε στὸν ἀσκητὴ καὶ ρώτησε· –Τί πρέπει νὰ κάνω; –Ἂν θέλῃς, παιδί μου, εἶπε ἐκεῖνος, ν᾽ ἀποκτήσῃς τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς καὶ νὰ σ᾽ ἀγαπήσῃ ὁ Νυμφίος Χριστός, ἕνας τρόπος ὑπάρχει· νὰ μετανοήσῃς, νὰ πιστέψῃς σ᾽ αὐτὸν καὶ νὰ βαπτισθῇς στὸ ὄνομά του. Κι ἀπὸ τότε ἄρχισε, γιὰ ἀρκετὸ διάστημα, νὰ τὴν κατηχῇ σὲ ὅλα τὰ δόγματα τῆς πίστεώς μας. Τέλος μὲ φλογερὴ καρδιὰ ὡμολόγησε «Πιστεύω στὸ Χριστό» καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανή. Ἔτσι, μιὰ ἄλλη εὐλογημένη νύχτα, βλέπει ἄλλο ὅραμα. Εἶδε τὸ Χριστὸ νὰ λάμπῃ ὑπὲρ τὸν ἥλιο, καὶ δὲν ἀπέστρεφε πλέον τὸ πρόσωπό του, ἀλλὰ τὴν κοίταξε μὲ βλέμμα γεμᾶτο στοργή. Ὤ τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ! Τὰ βλέματα τοῦ κόσμου εἶνε μάταια καὶ ἀπατηλά· τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ παράδεισος. Κι ὅταν ἡ Αἰκατερίνη εἶδε πάνω της τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ καὶ δέχθηκε τὴν ἀγάπη του, τότε κατάλαβε τί θὰ πῇ ζωή· ὅτι πάνω ἀπὸ πλούτη καὶ εὐγένειες κι ὅλα τὰ μάταια τοῦ κόσμου τούτου ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο καὶ ὑψηλότερο, ποὺ ἀξίζει νὰ τὸ ἀγαπήσῃ κανεὶς ὁλόψυχα, καὶ αὐτὸ εἶνε ὁ Χριστός. Ἔτσι ἀφωσιώθηκε πλέον στὸ Χριστὸ καὶ ἔγινε «νύμφη Χριστοῦ», ὅπως λέει τὸ ἀπολυτίκιο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς.
Μὰ ἦταν τότε ἐποχὴ διωγμοῦ, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Μαξεντίου (306-311 μ.Χ.), καὶ ὁ Χριστιανισμὸς στοίχιζε θυσίες. Ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ συνελήφθησαν ἦταν ἡ Αἰκατερίνη. Τὴν ὡδήγησαν μπροστὰ στὸ κριτήριο κ᾽ ἐκεῖ ὡμολόγησε τὸ Χριστό. Ὅταν ὁ Μαξέντιος εἶδε τὴ σοφία της κι ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὰ βγάλῃ πέρα συζητώντας μαζί της, κάλεσε τοὺς πιὸ σοφοὺς ποὺ διέθετε καὶ μαζεύτηκαν στὴν Ἀλεξάνδρεια 150 σοφοί, ποὺ ἤξεραν ῥητορεία, φιλοσοφία, ἱστορία κ.τ.λ.. Μία ἡ Αἰκατερίνη – 150 αὐτοί. Ἔγινε ἔντονη διαλογικὴ ἀναμέτρησι μεταξύ τους. Τὸ ἀποτέλεσμα· οἱ σοφοὶ φιμώθηκαν, ἀποστομώθηκαν, δὲν μποροῦσαν ν᾽ ἀπαντήσουν στὰ ἐρωτήματα ποὺ τοὺς ὑπέβαλλε ἡ Αἰκατερίνη. Ἀναγκάστησαν νὰ ὁμολογήσουν τὴν ἧττα τους, παραδέχτηκαν ὅτι ἡ ἀληθινὴ θρησκεία εἶνε αὐτὴ ποὺ κηρύττει ἡ Αἰκατερίνη, πίστεψαν καὶ οἱ 150 κ᾽ ἔγιναν ὅλοι Χριστιανοί. Κατώρθωσε νὰ τοὺς ἑλκύσῃ στὴν πίστι!
Καὶ μόνο 150; προσθέστε σ᾽ αὐτοὺς καὶ ἄλλους 200. Τί ἦταν αὐτοί; Δὲν ἦταν φιλόσοφοι· ἦταν ἀγροῖκοι καὶ βάρβαροι, ποὺ δὲν τοὺς πιάνεις μὲ λόγια καὶ ἐπιχειρήματα, ἀλλὰ μὲ ἄλλο τρόπο. Αὐτοὶ ἦταν ἡ φρουρὰ τῶν ἀνακτόρων μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν φρούραρχο Πορφυρίωνα. Ὅταν ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια τῆς ἁγίας καὶ ἔβλεπαν μία εὐγενῆ κόρη νὰ τὰ ὑποφέρῃ ὅλα μὲ χαμόγελο, ὅταν εἶδαν νὰ νικάῃ τὸν πόνο, ν᾽ ἀναδεικνύεται ἀνώτερη ἀπὸ κάθε πειρασμό, καὶ οἱ 200 αὐτοὶ στρατιῶτες μαζὶ μὲ τὸν Πορφυρίωνα πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκαν.
Τότε μέσ᾽ στὰ ἀνάκτορα ἔγινε πνευματικὸς σεισμός. Κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ βασίλισσα, ποὺ ἔβλεπε μιὰ γυναῖκα νὰ νικᾷ φιλοσόφους καὶ φρουράρχους, ὅλα τὰ δεινά, καὶ νὰ λάμπῃ σὰν ἀστέρι, πῆγε τὴ νύχτα, τὴ βρῆκε, ἔπεσε στὰ πόδια τῆς ἁγίας καὶ πίστεψε κι αὐτή.
Ἡ ἁγία Αἰκατερίνη δὲν εἶνε τυχαία ἁγία· ἔχει πολλοὺς τίτλους, ὅπως λέει ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλες ἅγιες γυναῖκες ἔχουν ἕνα μόνο στεφάνι· τὸ κεφάλι τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης κοσμοῦν τρία στεφάνια· τὸ στεφάνι τῆς παρθενίας, τὸ στεφάνι τῆς σοφίας, καὶ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου· εἶνε καὶ παρθένος, καὶ σοφή, καὶ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ.
Βλέπετε, ἀδελφοί μου, τί κατώρθωσε μιὰ γυναίκα; Ἔφερε στὸ Χριστὸ 352 ψυχές. Καὶ πάντα λίγοι ζωντανοὶ Χριστιανοὶ εἵλκυαν πλήθη. Δώδεκα ἦταν καὶ οἱ ἀπόστολοι, ἀλλὰ ἄλλαξαν τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Βάλτε τώρα μπροστά σας τὸν καθρέπτη αὐτόν. Ἐμεῖς τί κάνουμε;
Γιά κοιτάξτε καὶ τοὺς χιλιαστάς, τοὺς μαρξιστάς, τοὺς μασόνους, τοὺς αἱρετικούς, πῶς κινοῦνται. Καὶ βλέπεις τὸ Χριστιανὸ μουγγό. Τὴ γλῶσσα δὲν σοῦ τὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς νὰ μιλάῃ γιὰ τὰ μάταια τοῦ κόσμου· κάνε τὴ γλῶσσα σου κιθάρα καὶ σάλπιγγα, ὅπως ἡ ἁγία Αἰκατερίνη. Δὲν εἴμαστε Χριστιανοί, θὰ κολαστοῦμε ἀδέρφια μου. Δὲν μπορεῖς φέρῃς στὴν Ἐκκλησία 352 ψυχές; φέρε 100. Δὲν μπορεῖς 100; φέρε 50. Δὲν μπορεῖς 50; φέρε 20. Δὲν μπορεῖς 20; φέρε 10. Δὲν μπορεῖς 10; φέρε 1 ψυχή!
Κάθε Κυριακὴ ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία· στὴ γειτονιά σου ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν πάτησαν ποτέ στὴν ἐκκλησιά. Κάνε ἐκεῖνο ποὺ κάνουν οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως. Σᾶς βάζω κανόνα καὶ πετραχήλι, γιατὶ δὲν εἶνε χριστιανισμὸς αὐτός. Μπρός! ἀπὸ τὴν ἄλλη Κυριακή, ὅλοι ὅσοι εἶστε ἐδῶ, νὰ φέρετε κ᾽ ἕναν ἄλλο στὴν ἐκκλησία. Κανείς πιὰ νὰ μὴν ἔρχεται μόνος του, ἀλλὰ νὰ φέρνῃ ἕνα, δύο, τρεῖς, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποία ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Σπυρίδωνος Ν. Ἰωνίας – Ἀθηνῶμ τὴν 25-11-1962 τὸ πρωί. Καταγραφή, σύντμησις καὶ διαίρεσις 17-10-2015.