Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΜΑΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΜΑΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

H Δημήτρω...



Δεν είχε πολλά. Τρία τέσσερα ζωντανά όλο κι όλο.
Τρεις γίδες και μια προβατίνα. Το μανάρι της!!
Έτσι την φώναζε. Μανάρι.
Άλλα δεν ήθελε...αυτά της φτάνανε της Δημήτρως.
Μόνη της ήταν.
Οικογένεια δεν είχε. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Προκομμένη κι άξια ήταν και μέσα σ όλα πρώτη στο χωριό.
Αλλά εκείνο το κουσουράκι που'χε την εμπόδιζε να παντρευτεί.
Το'να μάτι της δεν έκλεινε καλά. Μέχρι τη μέση έφτανε το βλέφαρο και στα χωριά αυτά τα κοιτούσαν πολύ κι ας ήσουν άξια και προκομμένη..
Η καρδιά της χτύπησε για κάποιον από το δίπλα χωριό.
Είχε και κείνος το παθηματάκι του..
Το ένα χέρι του ήταν πιο κοντό από το άλλο μα όλες τις δουλειές τις έκανε.
Φαντάστηκε η Δημήτρω πως θα μπορούσε να κάνουν οικογένεια
κι άρχισε να ονειρεύεται. Ανύπαντρος και κείνος και κάπως μεγαλούτσικος μα δεν την ένοιαξε ποτέ ετούτο.
Είχε μια φίλη στο χωριό του και πήγαινε συχνά μήπως και τον δει μήπως και την προσέξει κι όταν τον αντάμωνε δεν γύριζε να την κοιτάξει.
Απογοητεύτηκε κι η φιλενάδα της το κατάλαβε και όλο την ρωτάει τι έχει. Κουβέντα η Δημήτρω.
Και τι να πει? Ντρεπόταν που 'χε το μυαλό της σ έναν άντρα.
Ήταν ντροπή εκείνα τα χρόνια να θέλεις κάποιον.
Όλα στα μουλωχτά γινόταν...
Κι άντε...να θέλει άντρας μια γυναίκα στέλνει προξενιό.
Η γυναίκα τι να κάνει? Ντροπής πράματα τούτα...
Μια μέρα που πήγε πάλι στη φιλενάδα καθότανε οι δυο τους στο τοιχάκι της αυλής και περνάει ο Γιώργης χαιρετάει κι έχασε τα λόγια της και κοκκίνησε.
Την πήρε χαμπάρι η φίλη της και κρένει του Γιώργη τάχα μου να δει τον τοίχο. Σα να'θέλει λίγο κάποια μαστορέματα του είπε.
Έντιμος ο Γιώργης αφού έριξε μια ματιά της είπε πως ο τοίχος είναι μια χαρά.
Μόνο ένα βαψιματάκι θέλει και τίποτα άλλο και κανονίστηκε να πάει να τον βάψει.
Κι όλο να του λέει για την φίλη της τι προκομμένη γυναίκα είναι
κι όλο να την παινεύει κι όλο να προσπαθεί να πάρει μια κουβέντα του Γιώργη μα τίποτα αυτός.
Μούγκα...
Είδε κι απόειδε...από δω σ έχω από κει σε πάω όλο ξεγλίστραγε ο Γιώργης.
Παίρνει μια ανάσα και του το'πε στα ίσια..
Κι αφήνει το πινέλο κάτω εκείνος και της λέει. Καλή και προκομμένη η Δημήτρω μα σκιάζομαι μη βγουν τα παιδιά με μάτια που δεν κλειούν.
Κατάπιε τη γλώσσα της η φιλενάδα δεν περίμενε τούτα τα λόγια μόνο του είπε πως η Δημήτρω δεν ήταν από γεννησιμιού έτσι αλλά χτύπησε μικρή από κει το'χει τούτο το κουσούρι.
Και θέλησε η καψερή να το πει στη Δημήτρω γιατί την έτρωγε το μαράζι. Έλιωνε από έρωτα μπας και τον βγάλει απ το μυαλό της.
Αλλά τίποτα..Χειρότερα τα κανε τα πράματα.
Δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο χωριό.
Δεν ξαναπήγε στην φιλενάδα η Δημήτρω. Δεν της κάκιωσε όχι για καλό έκανε ό,τι έκανε μα δεν ήθελε ν ανταμώσει τον Γιώργη ποτέ ξανά. Και πέρασε ο καιρός..
Παρέα με τα ζωντανά της με το νοικοκυριό της με τα χωραφάκια της με τον αργαλειό της και τα υφαντά της.
Ξακουστή στα γύρω χωριά έφτιανε προίκες για τις νύφες.
Τι βελέντζες τι φλοκάτες τι καραμηλωτές!!
Τα χέρια της πιάνανε...
Όσο για την δική της προίκα δυο γιούκους ψηλούς μέχρι το ταβάνι. Αλλά τι τα θες..Άτυχη..
Βαριά το πήρε. Πολύ βαριά κι έχασε τον ύπνο της για πολύ καιρό.
Ακούς εκεί να μην κλειούν τα μάτια..
Ήθελε να το γυρίσει πίσω τούτο το λόγο. Την έτρωγε...
Αλλά έλεγε εγώ να'μαι καλά και τα ζωντανά μου!!
Έκανε καλό κομπόδεμα και μια και δυο πήγε στην Αθήνα σε μια μακρινή ξαδέρφη της.
Της είπε πως θέλει να φιάκει το μάτι της βρήκε ένα καλό γιατρό και αποφάσισε να κάνει το μάτι να κλείνει.
Και το'κανε!! Και γύρισε πίσω με μάτι που κλείνει.
Αλλά τα χρόνια είχαν περάσει και δεν ήθελε μπλιο γάμους η Δημήτρω μήτε προξενιά και παιδιά.
Είχε τα ζωντανά της...
Ήταν μεσημέρι κι ειχε αποκάμει στον αργαλειό απ το πρωί. Έγειρε λίγο να ισιώσει την μέση της μα δεν πρόλαβε.
Κάποιος χτύπαγε την πόρτα.
Πάει ν ανοίξει και τι να δει? Ο Γιώργης.
Πέρασε μέσα του είπε. Εσύ για να'ρθεις μέχρι εδώ κάτι θέλεις.
Σου φτιάνω καφέ και μου λες..
Του πάει τον καφέ και το νεράκι δροσερό δροσερό απ τον μαστραπά στον δίσκο στρωμένο το σεμεδάκι.
Νοικοκυρεμένα πράματα.. Ο Γιώργης δεν ματάειδε τέτοια νοικοκυροσύνη και σκέφτηκε πως έκανε λάθος τότε..
Μα τώρα θα το πάρει πίσω για τούτο ήρθε να της πει πως θα το'θελε...Πέρασαν και τα χρόνια..
Μόνοι κι οι δυο.. Μεγάλοι πια..Παιδιά δεν θα κάνανε..
Έφιακε και το μάτι..
Ήπιε τον καφέ ο Γιώργης ήπιε και την πίκρα.
Του το φύλαγε η Δημήτρω κι ήρθε η ώρα να το γυρίσει πίσω.
Δεν με πήραν δα και τα χρόνια Γιώργη του είπε.
Μπορώ ακόμα να κάμω παιδιά αλλά σκιάζομαι να τα κάνω μαζί σου μη μου βγουν κοντόχερα.
Μούγγα ο Γιώργης. Δεν έβρισκε την πόρτα να φύγει..
Κι η Δημήτρω ξαλάφρωσε...
Ακούς εκεί να μην κλειούν τα μάτια...
Έχω τα ζωντανά μου είπε κι έγειρε να ισιώσει την μέση της.
Και πέρασαν τα χρόνια...Και γέρασε η Δημήτρω
Και ξανάπιακε πέντε έξι φορές τα ζωντανά της.
Μα μια φορά μια γίδα δεν έκλεινε καλά το μάτι της και γέλασε η Δημήτρω και της είπε καψερή μου,ανύπαντρη θα μείνεις και συ..
Ακούς εκεί να σκιάζεται να μην κλειούν τα μάτια..
Ελευθερία Λάππα

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Οι μάνες του '21


Τί ἦταν αὐτὲς οἱ μάνες τοῦ Εἰκοσιένα;  τί λιοντάρια τράνευαν; Ἁγίες μάνες.

Τὸ '21 ἡ μάνα ἀφήνει τὴ λάτρα τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὸ μεγάλωμα τῶν παιδιῶν καὶ ζώνεται τ' ἅρματα. «Ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο μὲ νύφες καὶ μ' ἀγγόνια». Μία ἀπὸ αὐτὲς ἡ περίφημη Καρατάσαινα, γυναίκα καὶ μάνα ἡρώων. Συνελήφθη, κατὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Νάουσας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 καὶ ὁδηγήθηκε, μαζὶ μὲ πλῆθος αἰχμάλωτα γυναικόπαιδα στὴν Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀρνήθηκε. «Γι' αὐτό», γράφει ὁ αὐτόπτης Γάλλος Πουκεβὶλ στὴν ἱστορία του, «ἐβύθισαν ἐντὸς σάκκου, τὸν ὁποῖον εἶχαν γεμίσει μὲ ὄφεις, τὴν σύζυγο τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου. Ὁ Ἀβδοὺλ Λουμποὺτ ἤλπιζεν ὅτι ὁ θάνατός της θὰ ἐπήρχετο κατόπιν φρικτῶν πόνων καὶ βασάνων. Ἀλλὰ αἱ πληγαὶ πλήθους ἐχιδνῶν ἔχυσαν τόσον δηλητήριον εἰς τὰς φλέβας τῆς μάρτυρος, ὥστε περιέπεσεν εἰς λήθαργον καὶ ἀπέθανεν ἀνωδύνως, λυτρωθεῖσα οὕτω τῶν δημίων της, ὑπὲρ τῶν ὁποίων δὲν ἔπαυσεν νὰ προσεύχεται θερμῶς, ἐπικαλούμενη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας. Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναὶ γυναῖκες». Ἐδῶ, καὶ δὲν κάνω λάθος, διαβάζουμε συναξάρι νεομάρτυρος.


Στὴν ἀρχὴ τῶν Ἀπομνημονευμάτων του, ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης διηγεῖται τὸ πῶς σώθηκε ὁ ἴδιος καὶ ἡ φαμελιά του ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ Ἀλήπασα. «Γκιζεροῦσαν δεκαοχτὼ ἡμέρες εἰς τὰ δάση κι ἔτρωγαν ἀγριοβέλανα καὶ ἐγὼ βύζαινα», γράφει. Θέλησαν νὰ περάσουν ἕνα γεφύρι ποὺ τὸ «φύλαγαν οἱ Τοῦρκοι» καὶ γιὰ νὰ μὴν κλάψει ὁ νεογέννητος Μακρυγιάννης καὶ «χαθοῦνε ὅλοι», τὸν ἄφησαν στὸ δάσος. «Τότε μετανογάει ἡ μητέρα μου καὶ τοὺς λέει: «Ἡ ἁμαρτία τοῦ βρέφους θὰ μᾶς χάση», τοὺς εἶπε «περνᾶτε ἐσεῖς καὶ σύρτε εἰς τὸ τάδε μέρος καὶ σταθῆτε... τὸ παίρνω κι ἂν ἔχω τύχη καὶ δὲν κλάψη, διαβαίνουμε». Νίκησε τὸ ἀνίκητο μητρικὸ ἔνστικτο. Καί, γράφει ὁ πολύπαθος ἀγωνιστής, «ἡ μητέρα μου καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε».


Και ἦταν πολύτεκνες καί καλλίτεκνες οἱ μάνες τοῦ '21. Οἱ ἐλευθερωτές μας, στὴν πλειονότητά τους, ἀνῆκαν σὲ πολυμελεῖς οἰκογένειες ἢ ἦταν οἱ ἴδιοι πολύτεκνοι. Ὅπως λόγου χάρη οἱ δύο μεγάλες πολιτικὲς μορφὲς τοῦ Ἀγώνα, ὁ Ὑψηλάντης καὶ ὁ Καποδίστριας. Μάλιστα ὁ Καποδίστριας, ὁ πρῶτος Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος, εἶχε 8 ἀδέρφια. Ἀλλὰ κι ὁ Δεληγιάννης εἶχε 8 παιδιά. Μάλιστα τὸ Δεληγιανναίικο δέντρο ἦταν πολύκλαδο. Τὸ ἴδιο κι οἱ πολέμαρχοι, εἶχαν ἢ προέρχονταν ἀπὸ πολυπληθεῖς οἰκογένειες. Ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, εἶχε 12 ἀδέρφια. Πρὶν ξεσπάσει ἡ Ἐπανάσταση, τὸ Κολοκοτρωναίικο ἀσκέρι, ἀδέρφια καὶ ξαδέρφια, μπαμπάδες κι ἀνήψια, ἔφτασε τοὺς 150 νοματαίους!150 νοματαῖοι ἀπὸ τὴν Κολοκοτρωναίικη φύτρα εἶχαν πάρει τὰ ὅπλα μὲ ἀρχηγὸ τὸ Γέρο τοῦ Μοριᾶ, τὸ Θοδωράκη Κολοκοτρώνη.

Κι ο ἀρχιστράτηγος τῆς Ρούμελης Ἀνδροῦτσος, πολυφαμελίτης ἦταν κι ἐκεῖνος. Εἶχε 5 παιδιά. Τὸ ἴδιο πολυφαμελίτης, καὶ μάλιστα ὑπερπολύτεκνος μὲ 8 παιδιά, ἦταν κι ὁ Πανουργιᾶς. Ἐνῶ ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης ἦταν ὑπερπολύτεκνος μὲ 12 παιδιά! Ὁ Ἐμμανουὴλ Παπάς, ὁ Μακεδόνας ἥρωας, εἶχε 11 παιδιά, τὰ περισσότερα σκοτώθηκαν στὴν Ἀγώνα. Σὲ κάθε μεγάλη μάχη καὶ ἀπὸ ἕνα. Ἡ Δόμνα Βισβίζη, ἡ ἀρχόντισσα, ἡ καπετάνισσα τῆς Θράκης εἶχε 5 παιδιά, ποὺ τὰ μεγάλωνε μὲ μπαρούτι, στὸ καράβι τοῦ γενναίου ἄντρα της, τοῦ «φιλογενέστατου» Ἀντώνη, ποὺ σκοτώθηκε. Συνέχισε τοὺς ἀγῶνες ἡ Δόμνα.
Πολύτεκνοι ἦταν καὶ οἱ μεγάλοι ναυμάχοι, ὁ Μιαούλης, ὁ Κανάρης. Ὁ Ναύαρχος Μιαούλης εἶχε 5 παιδιά. Ὁ Κωνσταντὴς Κανάρης, ὁ μπουρλοτιέρης, ποὺ ἔσκιαζε τὰ τότε «Οὐροὺτς καὶ Τσεσμέ», ἦταν πατέρας 7 παιδιῶν.


Ἀπὸ πολύτεκνες οἰκογένειες προέρχονταν καὶ οἱ κληρικοὶ ποὺ πότισαν μὲ τὸ τίμιο αἷμα τους τὸ δέντρο τῆς Λευτεριᾶς: ὁ Παπαφλέσσας καὶ ὁ Διάκος. Ὁ ἥρωας τῆς μεγάλης μάχης στὸ Μανιάκι, ποὺ θαύμασε καὶ τίμησε τὸ νεκρό του, ὁ ἴδιος ὁ Ἰμπραὴμ πασάς, ὁ Παπαφλέσσας, εἶχε 18 ἀδέρφια. Κι ὁ Διάκος, ὁ ἥρωας τῆς Ἀλαμάνας, 12. Ναί, αὐτὲς τὶς μάνες, τὶς μεγαλόψυχες, τὶς μνημονεύει εὐλαβικὰ ὁ ἐθνικός μας ποιητής: «Ψυχὴ μεγάλη καὶ γλυκιὰ/ μετὰ χαρᾶς σ᾽τὸ λέω:/ Θαυμάζω τὶς γυναῖκες μας/καὶ στ' ὄνομά τους μνέω».
Τελευταία ἄφησα τὴν καπετάνισσα, τὴν Μπουμπουλίνα. Εἶχε ἕξι παιδιά. Δὲν ξέρεις τί νὰ πρωτοπαινέψεις!! Τὴν ἴδια, τοὺς ἥρωες ἄντρες της ἢ τὰ παιδιά της. Ἂς ἀφήσουμε τὴν Μπουμπουλίνα, νὰ μᾶς τὰ πεῖ:
«Ἔχασα τὸν σύζυγό μου. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὁ μεγαλύτερος γιός μου σκοτώθηκε μὲ τὸ ὅπλο στὸ χέρι. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὁ δεύτερος γιός μου, δεκατετραετὴς τὴν ἡλικία, μάχεται μαζὶ μὲ τοὺς Ἕλληνες καὶ πιθανῶς νὰ βρεῖ ἔνδοξο θάνατο. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὑπὸ τὴν σκιὰ τοῦ σταυροῦ θὰ χυθεῖ ἐπίσης τὸ αἷμα μου. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ἀλλὰ θὰ νικήσουμε ἢ θὰ παύσουμε νὰ ζοῦμε. Θὰ ἔχουμε ὅμως τὴν παρηγοριὰ ὅτι δὲν ἀφήσαμε πίσω μας δούλους Ἕλληνες».
Τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ὅταν γεννοῦσε μία μάνα ἀγόρι τῆς εὔχονταν: «Νὰ σοῦ ζήσει, νὰ γίνει καπετάνιος, νὰ τοῦ γράψουν καὶ τραγούδι». Γι᾽ αὐτὸ «τ' Ἀντρούτσου ἡ μάνα χαίρεται τοῦ Διάκου καμαρώνει/πού 'χουνε γιοὺς ἁρματολοὺς καὶ γιοὺς καπεταναίους». 

 

Δημήτριος Νατσιός, Ιδρυτικός Πρόεδρος της ΝΙΚΗΣ, Δάσκαλος - Θεολόγος - Συγγραφέας

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Πιστή γραικιά μην τον θρηνείς!









 Πιστή γραικιά μην τον θρηνείς! 
΄Εχει σαν ήρωας πέσει 
βόλι πικρό του χώρισε τα στήθια μεσ' τη μέση... 
 Μην τον θρηνείς... Τάχατε συ δεν τού 'δειξες το δρόμο
 σαν κίνησε περήφανος μ' όπλο βαρύ στον ώμο 
 και τού 'πες με μελωδική φωνή: «Μπροστά σου νάτος
 ανοίγει ο δρόμος της τιμής από θυσίες γιομάτος»;
  Σ' αποχαιρέτησε σεμνά κι αμίλητα ο καλός σου
 ξέροντας πως παντοτεινός θαν' ο αποχωρισμός σου... 
 Αλαφροχάιδεψε μ' ευχή το τρυφερό βλαστάρι 
 των σπλάγχνων του, που κράταγες στον κόρφο με καμάρι!...
  Κι όταν στητή μαστίγωσε τον άνεμο η παντιέρα
 της λευτεριάς η ολόμαυρη κι έφτασε η τίμια μέρα
 καθώς ο Αριστογείτονας μυρτιάς κλαδί είχε δέσει
 στην ατσαλένια σπάθα του, που κρέμασε στη μέση. 
 ΄Ετσι κι αυτός, απόμεινε στη μάχη: 
Ένας γενναίος γι' αυτό που δεν ορίζεται και δε μετριέται χρέος!...

γλυκύτερη εἶναι ἡ μάνα





 


 Νατσιός Δημήτρης, δάσκαλος Κιλκίς

Ἀπ’ οὖλα τὰ λαλούμενα καλοχτυπᾶ ἡ καμπάνα
Κι ἀπ’ οὖλα τὰ γλυκύτερα, γλυκύτερ’ εἶν’ ἡ μάνα
(δημοτικὸ)

Γιά τήν γιορτή τῆς μάνας...

 

  (Το παρόν κείμενο αφιερώνεται στα λαμπρά παλληκάρια, τους δύο πιλότους της πολεμικής μας αεροπορίας, που τους πήρε στα φτερά της η Δόξα και στις μάνες τους, με την ευχή η Θεομάνα μας να τις παρηγορεί).

 

Στὴν ἀρχὴ τῶν ἀπομνημονευμάτων του, ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, διηγεῖται τὸ πῶς σώθηκε ὁ ἴδιος καὶ ἡ φαμελιά του ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ Ἀλήπασα. «Γκιζεροῦσαν δεκαοχτὼ ἡμέρες εἰς τὰ δάση κι ἔτρωγαν ἀγριοβέλανα καὶ ἐγὼ βύζαινα», γράφει. Θέλησαν νὰ περάσουν ἕνα γεφύρι ποὺ τὸ «φύλαγαν οἱ Τοῦρκοι» καὶ γιὰ νὰ μὴν κλάψει ὁ νεογέννητος Μακρυγιάννης καὶ «χαθοῦνε ὅλοι», τὸν ἄφησαν στὸ δάσος. «Τότε μετανογάει ἡ μητέρα μου καὶ τοὺς λέει: «Ἡ ἁμαρτία τοῦ βρέφους θὰ μᾶς χάση», τοὺς εἶπε «περνᾶτε ἐσεῖς καὶ σύρτε εἰς τὸ τάδε μέρος καὶ σταθῆτε… τὸ παίρνω κι ἂν ἔχω τύχη καὶ δὲν κλάψη, διαβαίνουμε». Νίκησε τὸ ἀνίκητο μητρικὸ ἔνστικτο. Καί, γράφει ὁ πολύπαθος ἀγωνιστής, «ἡ μητέρα μου καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε» (ἔκδ. «Ζαχαρόπουλος», σελ. 178).

   Ἡ ὡραιότατα ἀσύντακτη τελευταία φράση τοῦ ἥρωα ἐξηγεῖ ὅτι, τὶς πρῶτες καταβολὲς τῆς στερέμνιας πίστης καὶ θεοσεβείας του τὶς ὀφείλει στὴν μάνα του ἀλλὰ καὶ ἑρμηνεύει περίτεχνα τὸ πῶς διασώθηκε τὸ Γένος μας, σὲ τοῦτο τὸ ἁλίκτυπο, γαλάζιο ἀκρωτήρι τῆς Μεσογείου, στὸ διάβα τῶν αἰώνων. Οἱ μάνες καὶ ὁ Χριστὸς «μᾶς ἔσωσε». Γιατί «ἀπὸ τὴ γῆ βγαίνει νερὸ κι ἀπ’ τὴν ἐλιὰ τὸ λάδι,/ κι ἀπὸ τὴ μάνα τὴν καλὴ βγαίνει τὸ παλληκάρι», πιστοποιεῖ καὶ ὁ ἄφθαστος καὶ ἄφθιτος δημοτικός μας στίχος. Σὲ κανενὸς ἄλλου λαοῦ τὴν δημοτικὴ ποίηση δὲν ἔχει ἡ Μάνα τὴν ἐξαιρετικὴ θέση ποὺ τῆς δίνει τὸ ἑλληνικὸ δημοτικὸ τραγούδι. Καί, ἂς τὸ προσέξουμε αὐτό, τὸ δημοτικό μας τραγούδι βλέπει τὴν γυναίκα κυρίως σὰν μάνα, ἐνῶ τὰ τραγούδια τῆς Δύσης τὴν βλέπουν κυρίως σὰν ἐρωμένη. Ὅταν ρωτήθηκε κάποιος σοφὸς ἀπὸ ἕναν γονέα σὲ ποιὸ ἀπὸ τὰ δύο παιδιά του, ἕνα ἀγόρι κι ἕνα κορίτσι, πρέπει νὰ δώσει ἰδιαίτερη βαρύτητα στὴν ἀνατροφή του, ἐκεῖνος ἀβίαστα ἀπάντησε: στὴν κόρη σου. Γιατί μεγαλώνοντας σωστὰ τὸν γιό σου, ἀνατρέφεις ἕναν σωστὸ πολίτη, ἀνατρέφοντας ὅμως σωστὰ τὴν κόρη σου, ἀνατρέφεις σωστὰ μία ὁλόκληρη γενιά.

 Ἡ σκέψη αὐτὴ εἶναι βαθυστόχαστη. Τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματική του ἁρματωσιὰ δὲν τῆς προσπορίζει ἡ ἀποθησαύριση τῶν ξερῶν, πολλὲς φορές, γνώσεων τῆς σχολικῆς παιδείας, ἀλλὰ ὁ ἐφοδιασμὸς τῆς παιδικῆς ψυχῆς μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ βαθιὰ ἀνθρώπινα στοιχεῖα τὰ ὁποῖα ἔχει δημιουργήσει ἡ μακραίωνη παράδοση τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ καὶ ποὺ μεταβιβάζονται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μὲ τὸν προφορικὸ λόγο τῆς μάνας, τοῦ πρώτου καὶ ἀσύγκριτου δασκάλου τοῦ παιδιοῦ.

Γιατί παιδεία θὰ εἰπεῖ γλώσσα. Καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι πρῶτα δουλειὰ τῆς Μάνας. Οἱ μαστοί της εἶναι τρεῖς: οἱ δύο γιὰ τὸ γάλα καὶ ὁ τρίτος τὸ στόμα της, ἡ λαλιά της, ἡ γνήσια καὶ ἄδολη πηγὴ τῆς γλώσσας. Ἀγράμματη, ἀμόρφωτη, πὲς ὅ,τι θέλεις. Εἶναι ὅμως κεφαλάρι ἀστείρευτο βαθύτατης καὶ φυσικῆς σοφίας. Στὶς λέξεις ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὰ χείλη της, μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ σταλαχτίτη, στὸ τρυφερὸ αὐτὶ τοῦ παιδιοῦ, γενεὲς γενεῶν ἔχουν κλείσει νόηση καὶ αἴσθημα, πείρα καὶ Ἱστορία – ὅλη τὴν οὐσία τῆς ζωῆς τους. Ἔτσι δίνει στὸ νήπιο, ποὺ τὸ κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά της ἡ μάνα, μαζὶ μὲ τὸ γάλα καὶ τὴν πρώτη παιδεία, διαβάζουμε σὲ περισπούδαστο κείμενο τοῦ Σπ. Μελᾶ τὸ 1950 (περιοδικὸ Ἑλληνικὴ Δημιουργία, τεῦχος 48).

 Ἴσως σήμερα «τὸ γάλα» αὐτὸ τῆς Ἑλληνίδας μάνας νὰ ξίνισε, γιατί καὶ ἡ ἴδια δὲν ξεδιψᾶ ἀπὸ τὴν ἄδολη πηγὴ τῆς Παράδοσής μας, ἀλλὰ τρέφεται μὲ τὰ ἀκάθαρτα νερὰ τῆς ξενομανίας. Ἀπὸ τότε ποὺ «ἐκσυγχρονίστηκε» καὶ βάλθηκε νὰ γίνει Εὐρωπαία περιφρονώντας πρωτοτόκια τιμημένα, ὁ τρίτος μαστὸς τῆς μάνας, τῆς Ρωμιᾶς, στέρεψε! Γι’ αὐτὸ τὰ παιδιά μας πεινοῦν καὶ διψοῦν καὶ κραυγάζουν ἀπελπισμένα «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Μιὰ σύντομη περιδιάβαση στὴν Παράδοση τοῦ Γένους μας θὰ μᾶς καταδείξει, γιατί ἡ μάνα ἦταν ἡ τροφός, τὸ λιθάρι τὸ ριζιμιό του λαοῦ μας.

 Στὴν περίφημη πραγματεία τοῦ Πλουτάρχου Λακαινῶν ἀποφθέγματα (ἔκδ. «Κάκτος», σελ. 232), διαβάζουμε μεταξὺ ἄλλων σπουδαίων ἐπεισοδίων: «Ἄλλη Λάκαινα πρὸς τὸν υἱὸν λέγοντα μικρὸν ἔχειν τὸ ξίφος, εἶπε: βῆμα πρόσθες». Μιὰ Σπαρτιάτισσα ποὺ ὁ γυιὸς της ἔλεγε ὅτι ἔχει μικρὸ ξίφος, εἶπε: κάνε ἄλλο ἕνα βῆμα μπροστά». Μεγαλειώδης ἡ φράση «πρόσθες βῆμα», ἔτσι ἔφτασε ἡ Σπάρτη στὴν δόξα τῶν Θερμοπυλῶν!!                 

 Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὶς ἅγιες μητέρες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τὴν Ἐμμέλεια, τὴν Νόννα καὶ τὴν Ἀνθοῦσα, οἱ ὁποῖες ἀνάγκασαν τὸν περίφημο ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο ν’ ἀναφωνήσει: «Βαβαί, οἷαι παρὰ Χριστιανοῖς γυναῖκές εἰσιν»!! Γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸν ἀείχλωρο λόγο τοῦ σύγχρονου ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτη: «Ἡ εὐλάβεια τῆς μητέρας ἔχει μεγάλη σημασία. Ἂν ἡ μητέρα ἔχη ταπείνωση, φόβο Θεοῦ, τὰ πράγματα μέσα στὸ σπίτι πᾶνε κανονικά. Γνωρίζω νέες μητέρες ποὺ λάμπει τὸ πρόσωπό τους, ἂν καὶ δὲν ἔχουν ἀπὸ πουθενὰ βοήθεια. Ἀπὸ τὰ παιδιὰ καταλαβαίνω σὲ τί κατάσταση βρίσκονται οἱ μητέρες». (Λόγοι Δ´, Οἰκογενειακὴ ζωή, σελ. 90).

Ἀναρωτιοῦνται κάποιοι πῶς ἐπέζησε 1000 χρόνια ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, τὸ λεγόμενο Βυζάντιο. Οἱ μάνες, οἱ ἀφανεῖς σημαῖες τοῦ Γένους, κρύβονται ἀπὸ πίσω! Ἐνδεικτικὸ τὸ γεγεονὸς ὅτι εννιά αὐτοκράτειρες καὶ μάνες ἁγίασαν! Ἡ ἁγία Ἑλένη ἡ ἰσαπόστολους, ἡ ἁγία Πουλχερία, σύζυγος τοῦ ἐπίσης ἁγίου αὐτοκράτορα Μαρκιανοῦ. Ἡ Θεοφανώ, σύζυγος τοῦ Λέοντος ϛ´ τοῦ Σοφοῦ, ἡ ἁγία Θεοδώρα ἡ ἀναστηλώσασα τὶς εἰκόνες. Ἡ ἁγία Εἰρήνη, ἡ θαυματουργός, σύζυγος τοῦ Μανουὴλ Κομνηνοῦ καὶ μητέρα τοῦ Ἰωάννη, ποὺ ὁ λαὸς τὸν ἀποκαλοῦσε Καλοϊωάννη, γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες καὶ τὴν φιλανθρωπία του, μὲ τὰ ὁποία τὸν κόσμησε ἡ μητέρα του. Ἡ ἁγία Ὑπομονή, μάνα τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ἡ πολύπαις καὶ καλλίπαις, πολύτεκνη μάνα αὐτοκρατόρων. Καὶ σήμερα ἡ πολύτεκνη μάνα εἶναι τὸ θεμέλιο τοῦ ἔθνους! Δίπλα στὸ μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτη, πρέπει νὰ στήσουμε καὶ τὸ μνημεῖο τῆς ἄγνωστης Ἑλληνίδας πολύτεκνης μάνας, ἔλεγε ὁ λογοτέχνης Γ. Θεοτοκᾶς.             

  Στὸ βιβλίο τοῦ Κ. Σιμόπουλου Ξένοι περιηγητὲς στὴν Ἑλλάδα (τ. Δ´, σελ. 287), διαβάζουμε τὸ ἐπεισόδιο ποὺ διασώζει ἕνας Γάλλος περιηγητὴς ὀνόματι Davesle: Μῆλος 1η Φεβρουαρίου 1828. Τὴν ὥρα, ποὺ ξεκουραζόμασταν ἀπ’ τὸ ἀνέβασμά μας στὸ Κάστρο τῆς Μήλου, εἴδαμε νὰ πλησιάζει πρὸς τὸ μέρος μας μία γυναίκα, ποὺ κρατοῦσε στό ᾽να χέρι ἕνα σταμνὶ καὶ στ’ ἄλλο ἕνα κοριτσάκι, ἐνῶ ἕνα ἄλλο κοριτσάκι ἔτρεχε γύρω της. Στὸν ὦμο της κρατοῦσε κάτι, ποὺ ὅταν μᾶς πλησίασε, εἴδαμε, ὅτι ἦταν ἕνα τρίτο παιδί, καλὰ φασκιωμένο. Τῆς ἐζήτησα νὰ μοῦ δώσει λίγο νερό. Σήκωσε τὸ σταμνί της καὶ μοῦ ᾽γνέψε νὰ πιῶ. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ σύντροφός μου, ποὺ μιλοῦσε ἄριστα τὰ νέα ἑλληνικά, εἶχε ἀρχίσει νὰ παίζει μὲ τὸ μεγαλύτερο ἀπ’ τὰ κοριτσάκια. Ἔτσι ἀναπτύχθηκε μεταξύ μας μία οἰκειότητα […] Τὴ ρώτησα γιὰ τὴ ζωή τους. Μοῦ εἶπε ὅτι ὁ ἄντρας της ἦταν ἄλλοτε εὔπορος γεωργός, εἶχαν σπίτι καλό, ἕνα μεγάλο χωράφι κι ἕνα περιβόλι καὶ κατόρθωνε νὰ ζοῦν πολὺ καλά. Ὡστόσο δὲ δίστασε νὰ τὰ ἐγκαταλείψει ὅλα καὶ νὰ τρέξει κοντὰ στοὺς συμπατριῶτες του, μόλις ἄρχισε ὁ πόλεμος τῆς ἀνεξαρτησίας. Οἱ Τοῦρκοι γιὰ ἀντίποινα, ὅταν πέρασαν ἀπ’ τὸ νησί, ἔκαψαν τὸ σπίτι καὶ ρήμαξαν τὰ κτήματα. Τώρα ζοῦν πολὺ φτωχὰ καὶ πρέπει νὰ ξαναπεράσουν χρόνια, γιὰ νὰ καλυτερέψει ἡ ζωή τους. Τὴ ρώτησα, γιὰ νὰ τὴ δοκιμάσω, ἂν βλέποντας τὴ φτώχεια, μέσα στὴν ὁποία μεγάλωναν τὰ παιδιά της, δὲ νοσταλγοῦσε τὶς χωρὶς στενοχώριες ἡμέρες, ποὺ περνοῦσαν τὸν καιρὸ τῆς τουρκικῆς κατοχῆς. Δὲν περίμενα ποτέ, ὅτι τὰ λόγιά μου θά ᾽φερναν τέτοιο ἀποτέλεσμα: Ἡ Ἑλληνίδα τῆς Μήλου σηκώθηκε ἀπότομα, ἅρπαξε στὰ χέρια της τὸ φασκιωμένο μωρό, καὶ ρίχνοντάς μου ἕνα βλέμμα γεμάτο μίσος καὶ περιφρόνηση, εἶπε: «Νὰ ποθοῦμε τὴν ἐποχὴ ποὺ εἴμαστε σκλάβοι, στὸ ἔλεος ἑνὸς βάρβαρου, ποὺ μποροῦσε νὰ μᾶς ἁρπάξει τοὺς ἄντρες μας, τ’ ἀδέλφια μας, τὰ παιδιά μας, ἐμᾶς τὶς ἴδιες; Ὄχι! Χίλιες φορὲς καλύτερα νὰ ζῶ μὲ ψωμὶ κι ἐλιὲς καὶ νὰ νιώθω πὼς εἶμαι λεύτερη καὶ μάνα ἐλεύθερων παιδιῶν»!!

Τὸ ’21 ἡ μάνα ἀφήνει τὴ λάτρα τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὸ μεγάλωμα τῶν παιδιῶν καὶ ζώνεται τ’ ἅρματα. «Ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο/μὲ νύφες καὶ μ’ ἀγγόνια». Μιὰ μόνο περίπτωση ἀπὸ τὶς χιλιάδες ἀνώνυμες καὶ «ἐπώνυμες» ἡρωίδες τῆς Ἐπαναστάσεως θὰ ἀναφέρουμε. Τὴν περίφημη Καρατάσαινα, γυναίκα καὶ μάνα ἡρώων. Συνελήφθη, κατὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Νάουσας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 καὶ ὁδηγήθηκε, μαζὶ μὲ πλῆθος αἰχμάλωτα γυναικόπαιδα στὴν Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀρνήθηκε. «Γι’ αὐτό», γράφει ὁ αὐτόπτης Γάλλος Pouqueville (Πουκεβὶλ) στὴν ἱστορία του «ἐβύθισαν ἐντὸς σάκκου, τὸν ὁποῖον εἶχαν γεμίσει μὲ ὄφεις, τὴν σύζυγο τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου. Ὁ Ἀβδοὺλ Λουμποὺτ ἤλπιζεν ὅτι ὁ θάνατός της, θὰ ἐπήρχετο κατόπιν φρικτῶν πόνων καὶ βασάνων. Ἀλλὰ αἱ πληγαὶ πλήθους ἐχιδνῶν ἔχυσαν τόσον δηλητήριον εἰς τὰς φλέβας τῆς μάρτυρος, ὥστε περιέπεσεν εἰς λήθαργον καὶ ἀπέθανεν ἀνωδύνως, λυτρωθεῖσα οὕτω τῶν δημίων της, ὑπὲρ τῶν ὁποίων δὲν ἔπαυσεν νὰ προσεύχεται θερμῶς, ἐπικαλουμένη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας. Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναὶ γυναῖκες» (Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, σελ. 633). Καὶ σ’ ὅλους τοὺς μετέπειτα ἐθνικοὺς ἀγῶνες ἡ Ἑλληνίδα μάνα στέκεται ἀκλόνητη καὶ ἀνδρεία, γαλουχώντας τὰ παιδιά της μὲ τ’ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα. Καὶ πάντα ἔστρεφε τὸ βλέμμα της στὴν Θεομάνα μας, τὴν Παναγία:

«Ὢ Παναγιά μου Δέσποινα καὶ τοῦ Χριστοῦ μητέρα

σὲ σένα παραδίνομαι, νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα».

Νανούριζε, δηλαδὴ προσευχόταν, τὰ βλαστάρια της νὰ γίνουν καμάρι τοῦ Γένους.

Καὶ ἡ τωρινὴ Ρωμιὰ μάνα, ἂς τινάξει ἀπὸ πάνω της, τὴν βρώμικη σκόνη τοῦ δῆθεν ἐξευρωπαϊσμοῦ της, καὶ νὰ στρέψει τὸ βλέμμα της πίσω γιὰ νὰ δεῖς ποιὲς καὶ τί λογῆς μανάδες ἀνέσταιναν παιδιά, ποὺ ἔγραφαν μὲ τὸ αἷμα τους πῶς τοῦτος ὁ τόπος εἶναι ἠρωοτόκος καὶ ἁγιοτόκος!!

Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

ΤΑ ΔΎΟ ΚΑΝΤΗΛΑΚΙΑ..

Ὅ,τι κι ἄν ἔκανε μια μάνα γιά τό παιδί της αὐτό πήγαινε στά χαμένα. Ὅσες προσπάθειες κι ἄν ἔκανε νά τό φέρει στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἤτανε ἄκαρπες. Ἄσπρο ἡ μάνα, μαῦρο ὁ γιός.
Κι ὅσο ἔβλεπε νά βγαίνουν ἀπ’ τά χέρια της, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, παιδιά ὑπέροχα, ἔξυπνα, χρήσιμοι ἄνθρωποι στήν κοινωνία, παιδιά περήφανα πού τήν εἴχανε δασκάλα, καί τό δικό της τό μοναδικό παιδί, πού τοῦ ἀφοσιώθηκε ὁλότελα σάν ἔμεινε χήρα, νά μήν ἀποφασίζει γιά κάτι, τῆς ἐρχότανε τρέλα.
Ἡ παρέα του ἔβαλε κατά νοῦ νά ξεθεμελιώσει καί νά ρημάξει κράτος, ἠθική, θρησκεία, πατρίδα.
Ἔλα τώρα ἐσύ μάνα, πού γαλουχήθηκες καί γαλούχησες γενεές γενεῶν μέ ὅ,τι ὡραιότερο ὑπάρχει σέ οὐρανό καί γῆ, νά συμφωνήσεις μέ τό παιδί αὐτό.
Μέρες, ἑβδομάδες, μῆνες ἔλειπε ἀπό τό σπίτι, χωρίς σημάδια ζωῆς. Κι ἡ μάνα, ἄχ, αὐτή ἡ μάνα!
Ποιός θά γράψει ποτέ τούς πόνους, τούς μόχθους, τά δάκρυα αὐτῶν τῶν μανάδων, πού δέν βλέπουν καμιά προκοπή, καμιά λαχτάρα στά παιδιά τους!
Οἱ ἄλλες πού δικαιώνονται, χορταίνουν τουλάχιστο μέ τούς ἐπαίνους καί τά συχαρίκια τῶν συγγενῶν.
Ἡ μάνα λοιπόν περίμενε. Πάντα περίμενε μιά ἀλλαγή. Ἡ προσευχή της, τό λιβάνι πού ἔκαιγε, τό καντηλάκι πού ἄναβε, ἦταν ὅλα, μά ὅλα γι’ αὐτό τό παιδί.
Ὅταν ἦρθε ὁ καιρός του νά πάει στρατιώτης, ἀναθάρρησε ἡ μάνα. Ἴσως ἐδῶ βρεῖ τόν ἑαυτό του, εἶπε.
Αὐτός ὅμως παρουσίασε πιστοποιητικό ψυχιάτρου καί πῆρε ἀναβολή.
Καί νά βλέπει η μάνα τίς ἐπιτυχίες τῶν ἄλλων παιδιῶν, τά πτυχία, τίς ὑποτροφίες καί τό δικό της παιδί χαμένο στίς ἰδέες του, τίς μηδενιστικές, τίς καταστροφικές.
Κι αὐτή ἐκεῖ, καντήλι καί θυμίαμα, λάδι καί δάκρυ. Σημάδια ἔκανε τό πάτωμα.
Κάποτε παρουσιάσθηκε στό σπίτι, γιατί πῆρε τήν ἀπόφαση νά πάει στρατιώτης. «Καλό σημάδι» εἶπε μέσα της ἡ μάνα.
Πέρασε ὅλη τήν θητεία του σέ φυλάκιο τοῦ Ἕβρου. Δέν ἦρθε νά τή δεῖ οὔτε μιά φορά. Κι ἡ μάνα δέν ἄφησε τό εἰκονοστάσι χωρίς λάδι καί δάκρυ οὔτε ἕνα βράδυ.
Κάποτε ἀπολύθηκε. Μάϊο μήνα ἦρθε ἴσια στό σπίτι.
Χαρούμενος, κεφάτος, σά νά μήν ἔλειψε οὔτε μιά μέρα.
Τῆς ζήτησε χρήματα νά πάει λίγες μέρες στή θάλασσα μέ κάτι φίλους. Τοῦ ἔδωσε ἀμέσως.
Ἔνιωθε νά παλεύει η μάνα μέ κάποιον στῆθος μέ στῆθος. Κι’ αὐτός ὁ κάποιος δέν ἦταν τό παιδί της.
Ἦταν τό πνεῦμα τοῦ κακοῦ πού ἔπρεπε νά τό νικήσει τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Πέρασαν δέκα μέρες κι ὅλη ἡ παρέα γύρισε. Γύρισαν χαρούμενοι.
Εἴπανε τά νέα τους, φάγανε, ἤπιανε καφέ καί τότε ὁ γιός τῆς τῆς φέρνει ἕνα δέμα.
– Μάνα, σοῦ ἔφερα ἕνα δῶρο. Εἶπα νά μήν ἔρθω μέ ἄδεια χέρια αὐτή τή φορά. Ἄνοιξέ το νά δοῦμε ἄν σοῦ ἀρέσει.
– Δῶρο ἀπό σένα, ἀγόρι μου, καί δέν θά μοῦ ἀρέσει; Καί μόνο πού μέ σκέφτηκες φτάνει.
– Ἄνοιξέ το, λοιπόν…
Ἡ μάνα παίρνει τό δέμα καί τό ἀνοίγει. Μόλις ἀντίκρισε τό δῶρο πάγωσε. Τά δάκρυά της αὐλάκωσαν τά μάγουλά της.
Ἦταν ἕνα πανέμορφο καντηλάκι, σπάνιας τέχνης.
– Μάνα, σ’ ἔβλεπα πρωΐ καί βράδυ νά ἀνάβεις τό καντήλι καί ἤξερα, ἤμουνα βέβαιος πώς τό ’κανες γιά μένα.
Στή σκέψη μου, στή θύμησή μου, σ’ ἔφερνα πάντα μπροστά στό καντηλάκι.
Τίποτε δέν μοῦ ξέφευγε ἀπ’ ὅσα ἔκανες, ἀπ’ ὅσα ὑπέφερες. Κάποιο μέρος ἤθελα νἄχω σ’ αὐτή σου τή λαχτάρα.
Ἄντε λοιπόν, σήκω.
Ἔλα μπράβο, βάζω τό καντηλάκι, βάζεις τό λάδι καί τό… δάκρυ!…. Μά σοῦ ’φερα ἕνα ἀκόμη ἀκόμη δῶρο. Ἄνοιξέ το!
… Πῆρε ἡ μάνα τό δεύτερο δῶρο, τό ἀνοίγει καί τί νά δεῖ! Ἕνα καντήλι!
– Κι ἄλλο παιδάκι μου; Δίδυμα ἤτανε;
– Αὐτό γιά τό σαλόνι. Φωνάξαμε τόν πατέρα Γρηγόριο νά κάνει ἁγιασμό καί βρῆκε τό σαλόνι χωρίς καντήλι.
Ξέρεις πόσο ντροπιάστηκα;
Ὁλόκληρο σαλόνι χωρίς καντήλι;
Μάνες ἀγρότισσες, μάνες νησιώτισες, μάνες πολίτισες, Βορειοηπειρώτισες. Μάνες πού τά παιδιά σας γέμισαν τήν ποδιά σας μέ πτυχία, μέ διπλώματα κι ἐσεῖς οἱ ἄλλες, πού πασχίζετε μαζί μέ μένα γιά νἄβρουν τά παιδιά σας μιά θέση στόν ἥλιο…
Καί σεῖς πού πιστεύετε, καί σεῖς πού δέν πιστεύετε, πάρτε τό λάδι καί τό δάκρυ σας κι ἐλᾶτε νά ἀνάψουμε ὅλες μαζί τό καντηλάκι πού ἔφερε ὁ γιός μου.
Ἀφῆστε ὅλους αὐτούς, πού θέλουν τάχα νά προστατέψουν τά παιδιά μας ἀπό ἀρρώστιες κι ἀρχίζουν νά διαφημίζουν στήν τηλεόραση ἀνομολόγητους τρόπους, ἐλᾶτε λέω, νά γονατίσουμε καί νά ζητήσουμε ἀπ’ τόν Θεό νά σώσει τά παιδιά μας.
Λάδι καί δάκρυ χρειάζονται τά παιδιά μας. Μέ λάδι καί δάκρυ δέν χάνονται ποτέ!
(Φανῆς Μήτσου Θεοδωρίδου «Ζωντανές Ἱστορίες»)

Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

Ιστορίες γυναικών που έκαναν εκτρώσεις

     

 Έλενα Κουτσερένκο

- Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να μου λέτε ότι η άμβλωση είναι έγκλημα", μου έγραψε μια άγνωστη γυναίκα σε ένα μήνυμα.

Όχι και τόσο άγνωστη. Μιλούσαμε για πρώτη φορά. Ήταν έγκυος για δεύτερη φορά. Και οι εξετάσεις έδειξαν ότι το μωρό διέτρεχε υψηλό κίνδυνο να έχει σύνδρομο Down. Ξέρω ότι γι' αυτήν είναι σοκαριστικό και τρομακτικό. Αλλά για μένα, είναι μια συνηθισμένη και απολύτως φυσιολογική ιστορία. Μιλάω με πολλές μητέρες σαν κι αυτή. Μου γράφουν, μου τηλεφωνούν, μου ζητούν συμβουλές... Στην πραγματικότητα, ζω σε αυτό το περιβάλλον.

Κάπως έτσι ήρθε σε επαφή μαζί μου εκείνη η γυναίκα.

***

Προσπάθησα να τη στηρίξω, να της μιλήσω για τη Μαρία και για άλλα παιδιά σαν κι αυτήν. Αλλά ήταν σαν να μην με άκουγε - συνέχισε να λέει ότι σε μια τέτοια κατάσταση είναι σωστό να γίνει άμβλωση. Είστε "υπεύθυνοι για τον εαυτό σας, την οικογένειά σας και το άτυχο παιδί σας". Και η μόνη διέξοδος. Και για κάποιο λόγο απαιτούσε την έγκρισή μου.

Γνωρίζοντας πολύ καλά τι περνούσε και συμπάσχοντας ολόψυχα, δεν μπορούσα να την εγκρίνω. Και αφού η ίδια ξεκίνησε αυτή τη συζήτηση, και όχι εγώ τυχαία ήρθα σε αυτήν με την ηθικολογία μου, της είπα αυτό που σκέφτομαι. Ότι η άμβλωση είναι έγκλημα. Και ίσως η πράξη αυτή θα είναι ένα βάρος που δεν θα μπορεί να αντέξει αργότερα.

Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Στην κάμαρα με τα εικονίσματα


 

Σαν εβράδιαζε και πριν νυχτώσει και πριν γυρίσει ο πατέρας μας απ’ τη δουλειά του την απογευματινή κι από το καφενείο που συναντιόταν με τους φίλους του, έμπαινε η μάνα στο δωμάτιο με τα εικονίσματα.

Κατέβαζε το καντήλι που κόντευε να σβήσει, αφού καιγόταν από το πρωί, και το ’φερνε στην κουζίνα και το ’βαζε απάνω στη γωνιά. Άναβε τότε απ’ τη φλόγα που τρεμόσβηνε την πασχαλιάτικη λαμπάδα που φυλάγαμε απ’ τη Λαμπρή και μου την έδινε να την κρατάω.

Έπιανε ύστερα τη φλόγα με τα δυο της ακροδάχτυλα να σβήσει… και το δικό μου το παιδιάτικο μυαλό έμενε πάντα με την απορία, πως δεν καιγόνταν τ’ ακροδάχτυλα της μάνας μου, πρωί και βράδυ τόσα χρόνια ν’ ακουμπούνε τη φωτιά και να τη σβήνουν.

Εκείνη ωστόσο συμπλήρωνε απ’ το ροϊ το λάδι το αναγκαίο στο καντήλι και τραβώντας λίγο το βαμβακένιο φυτίλι στην καντηλήθρα, το έστριβε απαλά και … «έλα» μου έλεγε κι εγώ το άναβα από το φως της πασχαλιάτικης λαμπάδας που κρατούσα.

Την έπαιρνα από πίσω έπειτα τη μάνα μου, καθώς εγύριζε στην κάμαρα με τα εικονίσματα, και το καντήλι, αφού το σκέπαζε με το γυαλί του, το απίθωνε σεβαστικά στην τακτική του θέση, σε μια παλιά μικρή εταζέρα δηλαδή, καρφωμένη στον τοίχο, ανάμεσα στα εικονίσματα και στολισμένη με πετσετάκι κάτασπρο απ’ τα δικά της χέρια κεντημένο.

Ποτέ ως τώρα δε λησμόνησα τη μάνα μου, μέσ’ στην κατάνυξη που γέμιζε την κάμαρα το φως το ιλαρό του καντηλιού, πώς έγερνε στα γόνατα κι άρχιζε να προσεύχεται και να σταυροκοπιέται.

Γονατιστή κι εγώ στο πλάι της, πολεμούσα να διακρίνω τα λόγια που σχημάτιζαν τα χείλη της και δε μπορούσα, μιλούσε μόνη προς «μόνω Θεώ».

Όμως το φεγγοβόλημα το αμυδρό του καντηλιού έφτανε για να ξεχωρίσω δάκρυα να κυλούν στης μάνας μου τις παρειές, που με το τελευταίο σταυροκόπημα θυμότανε να τα σφογγίσει, βγάζοντας το μαντηλάκι της από την τσέπη της τριμμένης ρόμπας που φορούσε.

Και τότε… «άναψε το φως» ψιθύριζε και παραμένοντας γονατιστή κάτω απ’ τα εικονίσματα, άνοιγε την Καινή Διαθήκη και συλλάβιζε αργά, με τα λιγοστά γράμματα που είχε καταφέρει στα παλιά μονάχη της να μάθει.

Κι εγώ, λιγότερο από δεκάχρονο κορίτσι, στης κάμαρας τον τοίχο ακουμπώντας, να περιμένω σιωπηλή… και βυθισμένη στο δέος και στην έκπληξη να βλέπω τώρα καθαρά καινούργια δάκρυα να τρέχουν απ’ της μάνας μου τα μάτια.

Μα ήρθε η ώρα, κι ήτανε νωρίς, που η μάνα μου ταξίδεψε στη χώρα του Θεού, εκεί που δεν υπάρχει βράδυ και νύχτα και οι λυτρωμένοι προσεύχονται χωρίς δάκρυα,

Κι εγώ άργησα, μα το κατάλαβα, πώς μπόρεσε η μάνα μου, τα δύσκολα χρόνια της επίγειας ζωής της με τις λιγοστές χαρές και τις αμέτρητες πίκρες, αγόγγυστα να τα περάσει και καρτερικά.

Κι όταν ανάβω το καντήλι και το φέρνω στα εικονίσματα, στα γόνατα την ξαναβλέπω να προσεύχεται και να σταυροκοπιέται κι αργά να συλλαβίζει το Ευαγγέλιο και δάκρυα να τρέχουν απ’ της μάνας μου τα μάτια.

Ευτυχία Γερ. Μάστορα

ΠΗΓΗ megalipanagiathivon

Τρίτη 22 Μαρτίου 2022

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΝΑΣ

ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΝΑΣ

« Τα παιδικά μου χρόνια χωρίς ιδιαίτερα βιώματα από εκκλησιαστική ζωή. Στη διάρκεια των σπουδών μου, ένταξη στο χώρο της δογματικής αριστεράς, η οποία – τουλάχιστον τότε – περιλάμβανε στο ¨πακέτο¨ και τη μαχητική αθεΐα. Με κλονισμένη την πίστη, γνωρίζω έναν ομοϊδεάτη συνάδελφο και παντρεύομαι….

Γεννιέται η κόρη μας με σπάνιο-σοβαρότατο καρδιολογικό πρόβλημα. Μεγάλος πόνος, που δίνει και τη χαριστική βολή στα τελευταία ψίχουλα της πίστης μου. Πώς να χωρέσει το μυαλό μου ότι αυτό το πανέμορφο λεπτεπίλεπτο πλάσμα έχει μόνο μερικούς μήνες ζωής; Στο κόμμα μου λένε: Τα βλέπεις; Πού είναι ο Θεός;

Φυσικά το παιδί μας δεν το βαφτίσαμε και ήμασταν περήφανοι με τον πατέρα του ότι σταθήκαμε συνεπείς στις αρχές μας. Του δώσαμε το όνομα Μαρία, όταν το δηλώσαμε στο ληξιαρχείο. Παρά τις προβλέψεις η Μαρία δε «φεύγει» στους πρώτους μήνες. Μεγαλώνει με το πρόβλημα της καρδούλας της, με μαρτυρικές κρίσεις άπνοιας, με επιπλοκές. Συμβαίνει όμως κάτι το θαυμαστό.

Παρόλο που ζούσε σε μαχητικά αθεϊστικό περιβάλλον, είχε μια ανεξήγητη πίστη στο Θεό, μια ηρεμία, μια καρτερικότητα. Αντί να τη στηρίζουμε εμείς, μας στήριζε εκείνη! Οκτώ ετών η Μαρία, και σε μια απέλπιδα προσπάθεια θεραπείας την πάμε στην Αμερική. Εκεί απλώς επιβεβαιώνεται ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. Γυρίζουμε πίσω χωρίς καμιά πλέον ελπίδα.

Όμως το ταξίδι δεν πήγε τελείως χαμένο, γιατί εκεί γνωρίσαμε μια ομάδα Ελλήνων μεταπτυχιακών φοιτητών, που ήταν συνειδητοί χριστιανοί. Ήταν εθελοντές στον νοσοκομείο. Μας συμπαραστάθηκαν, και το κυριότερο, ανάπτυξαν μια πολύ δυνατή φιλία με τη Μαρία μας. Εγώ κι ο άντρας μου τους βλέπαμε με συμπάθεια και κατανόηση. Δεν μας φαινόταν «φυσιολογικό», άνθρωποι με τέτοια μόρφωση να θρησκεύουν.

Γυρίζοντας στην Ελλάδα η Μαρία συνεχίζει να προσεύχεται και να χαίρεται, όταν η γιαγιά της την πηγαίνει στην Εκκλησία. Πάει στο γυμνάσιο, Άριστη μαθήτρια. Γλυκύτατο πλάσμα. Εγώ, μ΄ένα μόνιμο μαχαίρι στην καρδιά!

Κάποια μέρα στο σχολείο, σε μια ελεύθερη συζήτηση στο μάθημα των θρησκευτικών, μπροστά σε όλα τα παιδιά, λέει στο θεολόγο:

-Κύριε, δεν είμαι βαφτισμένη, και θέλω τόσο πολύ να βαπτιστώ! Μπορείτε να με βοηθήσετε;

Άφωνος ο καθηγητής. Τα παιδιά την πειράζουν: Καλά εσένα σου δώσανε το όνομα όπως στα σκυλάκια!

-Όχι τους είπε. Οι γονείς μου με σεβάστηκαν και μου είπαν να επιλέξω εγώ πότε θα βαπτιστώ. Και τώρα το θέλω πάρα πολύ!

Ο θεολόγος με καλεί στο σχολείο και δειλά με ρωτάει, αν έχω αντίρρηση για τη βάφτιση. Σκίζεται η καρδιά μου στα δύο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν η αιτία να είναι πικραμένο το κοριτσάκι μου, που ποτέ δεν μου είχε ζητήσει τίποτε. Και τώρα – μέσω του καθηγητή της – μου ζητούσε μόνο να βαφτιστεί! Πώς μπορούσα να είμαι τόσο εγωίστρια και εγκλωβισμένη σε ιδεολογίες;

Γυρνάω σπίτι, την αγκαλιάζω κλαίγοντας και της υπόσχομαι ότι θα βαπτιστεί όσο πιο γρήγορα γίνεται. Παρακάμπτοντας θαυματουργικά τη λυσσαλέα αντίρρηση του πατέρα της, βαφτίζεται, σ΄ένα μυστήριο που συγκλόνισε τους λίγους παριστάμενους. Έφτιαξε μόνη της τη λιτή λαμπάδα της, απάγγειλε το «Πιστεύω», συμμετείχε…

Δύο χρόνια μετά η Μαρία είναι στα 14 και η υγεία της επιδεινώνεται ραγδαία. Λόγω πνευμονικής υπέρτασης παθαίνει κρίσεις με συνεχείς αιμοπτύσεις. Ένας μαρτυρικός μήνας στο Ωνάσσειο με εξανεμισμένες όλες πια τις ελπίδες. Το παιδί γαλήνιο, καρτερικό, προσευχόμενο. Κι εγώ απογοητευμένη απ΄ όλες τις ιδεολογίες και τα πολιτικά σχήματα, απλώς είμαι δίπλα της, χωρίς να μπορώ να κατανοήσω, από πού αντλεί δύναμη.

Οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Την παίρνω σπίτι. Το ήθελε και η ίδια. Οι αιμοπτύσεις συνεχίζονται. Εγώ δίπλα της, μόνο να κλαίω μπορούσα, όταν κοιμόταν. Σε μια έντονη αιμόπτυση μου λέει:

-Μανούλα, όταν γίνεται κάτι πολύ κακό, ο Θεός δίνει κάτι πολύ μεγάλο. Κι εγώ τώρα περνάω κάτι πολύ κακό, αλλά ο Θεός μου ετοιμάζει κάτι πολύ μεγάλο!

Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε! ώρα 11 το βράδυ, 12 Νοεμβρίου 1995. Μια νέα αιμόπτυση την εξάντλησε. Δύσπνοια και δυσφορία. Η Μαρία μου σταυροκοπιόταν. Εγώ παρακαλούσα (δεν ξέρω ποιόν) να μην βασανίζεται άλλο. Στις δύο τα ξημερώματα παθαίνει εγκεφαλικό. Γέρνει το κεφαλάκι της και αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά της. Βλέποντάς την να έχει χάσει κάθε επαφή με το περιβάλλον, ουρλιάζω:

– «Δεν υπάρχει Θεός; Πού είναι ο Θεός;»

Και τότε ανοίγει τα μάτια της, μου ρίχνει ένα κουρασμένο, γαλήνιο βλέμμα και ψιθυρίζει:

– Μαμά υπάρχει Θεός!

Και ξανακλείνει τα μάτια της για πάντα, στην αγκαλιά μου. Στην αγκαλιά του Θεού, ξεκούραστη πια, βαφτισμένη! Δεν θα περιγράψω την πορεία μου μετά. Η Μαρία μου έγινε η πνευματική μου μητέρα, ο άγγελος που μεταμόρφωσε την οικογένειά μου, η μεσίτριά μου στον Ουρανό. Αυτή με βοήθησε να αναστηθώ από τον πνευματικό μου θάνατο. Από τότε η ζωή μου, μόνο με θαύμα μπορεί να παρομοιαστεί. Οι δωρεές του Θεού τόσο πλούσιες, που δεν τις αντέχω….»

πηγη.ΒΑΛΣΑΜΟ ΨΥΧΗΣ

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2022

Μια πονεμένη μάνα


Μια πονεμένη μάνα

Υπάρχει μια μάνα που μπορεί είναι περήφανη για τις τρεις λιλιπούτιες αγωνίστριες θυγατέρες της.

Υπάρχει μια μάνα που νιώθει τις φτερούγες των τριών αγγέλων της στην αγκαλιά της.

Υπάρχει μια μάνα που έχει τρεις κόρες μέσα στην αγκαλιά του Θεού.

Είναι η μάνα που τις έφερε στη ζωή με τόσες θυσίες και κόπους.

Είναι η μάνα που στάθηκε μέρα-νύχτα στο προσκεφάλι τους.

Είναι η μάνα που κατέκτησε μαζί τους τρία χρυσά μετάλλια, ολόχρυσα!

Κι όμως, αυτή η μάνα … πονάει αβάσταχτα σήμερα. Ψάχνει το βλέμμα τους, το χαμόγελό τους, το άγγιγμά τους, τη μυρωδιά τους, την ανάσα τους. Πουθενά …

Αν περιμένετε λόγια παρηγοριάς, … δεν υπάρχουν. Κανείς, μα κανείς, δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο αυτής της μάνας. Μην της ζητάμε να κάνει υπομονή, κουράγιο… Ας μην πούμε τίποτα. Μόνο να σταθούμε πλάι  της με σεβασμό. Να ακούσουμε τον βουβό πόνο της και να νιώσει ότι μπορεί να ακουμπήσει πάνω μας όποτε το χρειαστεί.

Και ό,τι θα θέλαμε να πούμε, να το πούμε σε Αυτήν που μπορεί να την νιώσει, σε Αυτήν που ξέρει τι σημαίνει πόνος, σε Αυτήν που είδε τον μονάκριβο γιο της πάνω στο Σταυρό αδίκως. Να την παρακαλέσουμε να βοηθήσει αυτή τη μάνα να ανέβει τον προσωπικό της Γολγοθά, να την βοηθήσει να σηκώσει τον δικό της Σταυρό, να την φωτίσει να δει την προοπτική του ουρανού για να αντέξει.

Ανήμερα της Υπαπαντής, το στερνό αντίο στο στερνό παιδί. Η «ρομφαία» πλήγωσε βαθειά την καρδιά κι αυτής της πονεμένης μάνας.

Παναγία μου, στήριξέ την!

Κατερίνα Φιλιππάτου

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Στη μάνα αγρότισσα μιας άλλης γενιάς

Στη μάνα αγρότισσα μιας άλλης γενιάς
















της Ευαγγελίας Μπίτου, φιλολόγου

Πλησιάζει η 15η Οκτωβρίου, και εγώ σκέφτομαι  πώς να σου πω και φέτος το ευχαριστώ, αγρότισσα μάνα της γενιάς μου. Όσα ευχαριστώ βέβαια  και να σου πούμε, το χρέος μας σε σένα μένει ανεξόφλητο∙ όχι επειδή εσύ το κρατάς γραμμένο στο δεφτέρι της καρδιάς σου∙ εκεί μόνο αγάπη είχες και έγνοια πώς να δώσεις στα παιδιά σου, όπως και κάθε μάνα. Αλλά εμείς δεν ξέρομε πώς να σου δείξομε ότι αναγνωρίζομε τον πολύ σου κόπο και ότι τιμάμε τις θυσίες σου. Ώριμοι πια, έχομε συνειδητοποιήσει τι προσέφερες όχι μόνο σε μας, τα παιδιά σου, αλλά στην πατρίδα  και στο κοινωνικό σύνολο γενικότερα.

Ο ΟΗΕ με απόφαση Γενικής Συνέλευσής του στις 18 Δεκεμβρίου 2007 καθιέρωσε την 15η Οκτωβρίου ως Παγκόσμια ημέρα της αγρότισσας - καθυστερημένα βέβαια, αφού τα χωριά ερήμωσαν και η αγροτιά που γνωρίσαμε αργοσβήνει -, «για να υπενθυμίζει τη συμβολή της γυναίκας στην αγροτική παραγωγή και την αγροτική  κοινωνία εν γένει  και τις προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει». Για μας όμως τα παιδιά σου πάντα ήσουν η προσωποποίηση της προσφοράς, της υπομονής, της θυσίας.

Μάνα αγρότισσα της γενιάς μου, συχνά ιδρωμένη από τη δουλειά, κάποτε λασπωμένη από το χωράφι, αλλά και τους χωματόδρομους σαν έβρεχε, στην καρδιά μας πάντοτε ήσουν αρχόντισσα. Σε σένα την αγράμματη ή ολιγογράμματη, γιατί δεν είχες ευκαιρία να μάθεις γράμματα, θέλω να δείξω σήμερα τις πολλές σου χρήσιμες γνώσεις, που εμείς οι γραμματιζούμενοι αγνοούμε. Εσύ με αυτές τις γνώσεις, και όλα να τα έχανες - όπως τα έχασες στον πόλεμο - μπόρεσες να επιζήσεις και να βοηθήσεις. Για να δούμε τι θα κάνομε εμείς στα δύσκολα.

Το διαφορετικό σε σένα από τις άλλες μανάδες - το ίδιο σεβαστές - ήταν πως πέρα από τις δουλειές του σπιτιού δούλευες στα χωράφια όπως και ο άνδρας. Πολύ πιο σκληρή η αγροτική δουλειά στα χρόνια σου. Όλα με το χέρι. Έσκαβες, φύτευες, θέριζες, λίχνιζες, κοσκινούσες και βάζατε σπυρί-σπυρί το σιτάρι, το κριθάρι, τη σίκαλη, το ρόβι, τις φακές, τα ρεβύθια, τα φασόλια… στο σπίτι. Συγχρόνως φρόντιζες και τα ζωντανά. Για όλα νοιαζόσουν: τον γαϊδουράκο, τα μουλάρια, τις αγελάδες, τα πρόβατα, τα γίδια, τα κοτόπουλα, τα σκυλιά και τις γάτες. Αλλά και για να υπάρχει το τυρί, βασικό είδος διατροφής στο σπίτι, το γιαούρτι, το γαλοτύρι, η μυζήθρα και το βούτυρο απαιτούνταν κόπος: άρμεγμα, στράγγισμα, πήξιμο, ξανά στράγγισμα, αλάτισμα, τακτοποίηση μέχρι να ωριμάσει το τυρί και να το βάλεις στο βαρέλι. Το ψωμί σπιτίσιο, το ζύμωνες με τα χέρια σου και το έψηνες στον φούρνο ή τη γάστρα. Σαν έβαζες την πίτα στη φωτιά μοσχοβολούσε η γειτονιά. Ποικίλες πίτες ήξερες να κάνεις, η μια πιο νόστιμη από την άλλη. Δεν ήσουν πλούσια, μα είχες απ’ όλα. Υπήρχε μια αυτάρκεια, γιατί ζούσες με την αξιοπρέπεια της λιτότητας κι όχι τη μιζέρια της φτώχειας. Από λίγα ή τα πολλά ήξερες και να δίνεις.

 Κι όταν λιγόστευαν οι δουλειές και συναντιόσουν με τις άλλες κυρές να πείτε μια κουβέντα, και τότε έπλεκες ή έγνεθες. Έπρεπε να μας ποδήσεις όλους με κάλτσες, να μας ζεστάνεις με πουλόβερ, φανέλες… Τον χειμώνα, που ο καιρός σε έκλεινε στο σπίτι, έστηνες τον αργαλειό να υφάνεις.  Τότε είχες την ευκαιρία να μας χαρείς, όσο βέβαια είμαστε κοντά σου, γιατί μετά το Δημοτικό μας κατευόδωνες να μάθομε γράμματα ή και κάποια τέχνη, «για να φύγουμε από τη λάσπη», όπως έλεγες. Μας καρτερούσες Χριστούγεννα και Πάσχα, για να μας περιποιηθείς όπως τους μουσαφιραίους, αλλά το καλοκαίρι και εμείς βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε.

Πόσα λοιπόν γνώριζες να κάνεις!  Πόσα γνώριζες για τα ζώα! Και όταν αρρώσταιναν, φρόντιζες να τα ανακουφίζεις με την αγάπη που έδειχνες και στα παιδιά σου. Πόσα ήξερες για τα φυτά, που εμείς αγνοούμε τα ονόματα αλλά και τη χρησιμότητα. Σαστίζω σαν τα φέρνω στον νου μου. Σε θυμάμαι να μας ξεναγείς  στο στερέωμα του έναστρου ουρανού με τη δική σου ορολογία, και να μας μυείς στην ομορφιά και την απεραντοσύνη του σύμπαντος με τον δικό σου τρόπο. Την Πούλια και τον Αυγερινό τα ξεχώριζες, τα έβαζες και στα τραγούδια σου: «Παντρεύεται ο Αυγερινός,/ την Πούλια κάνει ταίρι/ και τ’ άστρα συμπεθέροι…». Τόσο οικεία ήταν για σένα η φύση! Με εντυπωσίασες ένα βραδάκι που είπες πόσων ημερών ήταν το νέο φεγγάρι. Πώς το κατάλαβες; σε ρώτησα. Το ίδιο με ξάφνιασες όταν εμφανίσθηκαν τα χελιδόνια, και μετά για κάμποσες μέρες δεν τα ξαναείδαμε. Έτσι κάνουν μου είπες, θα ξανάρθουν. Τα πάντα παρατηρούσες. Το μάθημα δεν το ξέχασα, αλλά στο αναμέτρημα μαζί σου πάλι βγήκες μπροστά. Η ωριμότητα ξέρει να αναγνωρίζει. Πράγματι, δεν έμαθες γράμματα, ήσουν αδικημένη γιατί σίγουρα  μπορούσες να μάθεις, αλλά ήξερες τόσα πολλά, που δυστυχώς δεν τα εκτιμήσαμε δεόντως όταν έπρεπε. Χάθηκαν γνώσεις χρήσιμες.

Ήξερες να τραγουδάς. Γνώριζες πολλά τραγούδια. Τραγουδούσες στη δουλειά, στις μεγάλες γιορτές, μα και στον θάνατο. Τον πόνο τον έκανες τραγούδι. Ήξερες να χαίρεσαι τις γιορτινές μέρες, που ξεχώριζαν από τις καθημερινές με τον εκκλησιασμό, τον χορό, το τραγούδι, το γιορτινό φαγητό, το όμορφο ντύσιμο, το καλοστρωμένο σπίτι. Γι’ αυτό τα βιώματά μας είναι δυνατά και όμορφα, παρ’ ότι  δεν υπήρχαν οι ανέσεις και τα σημερινά καλούδια. Η τοπική γιορτινή φορεσιά σου ήταν καλαίσθητη. Τα κεντίδια της ποδιάς όμορφα∙ έρχονταν από πολύ παλιά. Και όλα από τα χέρια σου!  

Πόσα ήξερες! Πόσα μπορούσες να κάνεις! Πώς τα πρόφταινες όλα; Ήσουν, μάνα αγρότισσα της γενιάς μου, ομολογουμένως αγράμματη ή ολιγογράμματη. Κανένας όμως δεν θα μπορούσε, χωρίς να σε αδικήσει, να σε χαρακτηρίσει αμόρφωτη. Το κεφάλαιο των γνώσεών σου ομολογούμε πως δεν το εκτιμήσαμε δεόντως όταν έπρεπε, δεν το οικειοποιηθήκαμε ούτε το καταγράψαμε. Κρίμα, γιατί  ήταν πείρα αιώνων! Πάντως, τώρα αναγνωρίζομε την αξία σου και σε αυτόν τον τομέα. Νοιώθομε περήφανοι που υπήρξες μάνα μας!

ΠΗΓΗ.ΑΚΤΙΝΕΣ