Ἡ Θεοπίστη γεννήθηκε στίς 17 Νοεμβρίου τοῦ 1917 σέ ἕνα πολύ μικρό χωριό τῆς ἐπαρχίας Πάφου, τίς πάνω Ἀκουρδάλιες. Σέ ἡλικία πέντε μόλις ἐτῶν ἔχασε τήν μητέρα της ἡ ὁποία πέθανε στήν γέννα της στό τρίτο της μωρό.
Ὁ πατέρας της πλήρωνε μία παραμάνα σέ διπλανό χωριό, μαζί μέ τό μωρό της νά θηλάζη καί τό μικρό ὀρφανό, ἀλλά τελικά πέθανε κι αὐτό. Ἔτσι ἡ Θεοπίστη ἀπό μικρή γεύτηκε τό πικρό ποτήριο τοῦ θανάτου μένοντας μόνη, μέ τόν κατά ἕνα χρόνο μικρότερο ἀδελφό της καί τόν πατέρα της.
Ἡ γιαγιά της ἀπό τήν μητέρα της καί αὐτή χήρα μέ 4 παιδιά πήγαινε στό σπίτι γιά νά κοιτάζη τά ὀρφανα τῆς κόρης της. Ἡ γιαγιά θέλοντας νά ἀποφύγη τά κουτσομπολιά καί τά σχόλια στό χωριό, ἐπειδή σύχναζε στό σπίτι τοῦ γαμπροῦ της γιά νά βοηθᾶ σκέφτηκε ὡς δυναμικός ἄνθρωπος πού ἦταν, ὅπως ἔλεγε ἡ Θεοπίστη, νά βρῆ γυναῖκα γιά νά ξαναπαντρευτῆ ὁ γαμπρός της. Αὐθημερόν κλείνει τά ὀρφανά ὅλα, τά δικά της καί αὐτά τοῦ γαμπροῦ της σέ ἕνα σπίτι, ἀφήνει τήν μεγάλη της κόρη νά ἐπιβλέπη καί φεύγη μαζί μέ τόν γαμπρό της γιά ἕνα κοντινό χωριό. Σέ ἐρώτηση τῶν παιδιῶν «ποῦ θά πᾶτε;», ἡ γιαγιά ἀπαντᾶ: «Πᾶμε νά σᾶς φέρωμε μάννα!»
Πραγματικά πῆγαν στίς Ἀρόδες σέ μία πολύ φτωχή οἰκογένεια μέ πολλά κορίτσια καί ζήτησαν ἕνα ἀπ’ αὐτά τά κορίτσια γιά σύζυγο τοῦ γαμπροῦ της. Πῆραν τήν Ἀναστασία καί ἔφυγαν. Φαίνεται ἡ γιαγιά γνώριζε τήν οἰκγένεια αὐτή καί τό κορίτσι καί ἔχοντας σωστά κριτήρια δικαιώθηκε γιά τήν ἐπιλογή της, ἀφοῦ τό κορίτσι αὐτό στάθηκε καλή μάννα γιά τά δικά της παιδιά, ἀλλά καί γιά τά ὀρφανα.
Ὁ πατέρας τῆς Θεοπίστης μέ τή νέα του γυναῖκα ἀπέκτησε ἄλλα 7 παιδιά. Ἡ Θεοπίστη σάν ἡ μεγαλύτερη βοηθοῦσε στό μεγάλωμα τῶν μικρῶν παιδιῶν, ἀλλά καί τόν πατέρα της στίς ἀγροτικές δουλειές. Ὅπως ἔλεγε ἦταν ὁ λόγος πού δέν πῆγε καί σχολεῖο. Ὅπως ἔλεγε ἡ ἴδια, σχολεῖο πῆγε 5-6 μῆνες στήν Α΄ τάξη καί ὄχι ὅλες τίς ἡμέρες καί ὅλες τίς ὧρες. Πήγαινε κάθε τόσο 2-3 ὧρες τήν ἡμέρα ὅταν εὐκαιροῦσε ἀπό τίς δουλειές. Μόλις πού πρόλαβε καί ἔμαθε τό ἀλφάβητο καί μετά σταμάτησε. Στό ἀναστημα ἦταν πολύ μικροκαμωμένη, ἀλλά πολύ σβέλτη. Πολύ πρόθυμη καί ἔξυπνη. Δέν ἤξερε τί θά πῆ τό ὄχι, καί ἴσως γι’ αὐτό καί ἡ μητρυιά της ἀλλά καί ὁ πατέρας της τήν ἀγαποῦσαν τόσο πολύ.
Ὁ πατέρας της τῆς ἀγόρασε ἕνα βιβλίο. Τό βιβλίο αὐτό πρέπει νά ἦταν θρησκευτικοῦ περιεχομένου, γιατί ὁ ἴδιος ἦταν ψάλτης καί ἤξερε νά διαβάζη καί νά γράφη. Ἦταν μορφωμένος γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς, ἀλλά καί πολύ θεοφοβούμενος καί καλωσυνάτος ἄνθρωπος.
Ἡ Θεοπίστη φαίνεται εἶχε τήν ἔφεση καί τήν κλίση πρός τά πνευματικά ἀπό μικρή. Μέ τό βιβλίο πού τῆς ἀγόρασε ὁ πατέρας της ἄρχισε σιγά-σιγά νά διαβάζη, ἀλλά καί νά μπαίνη στά πνευματικά.
Ὅταν ἦρθε σέ ἡλικία γάμου τήν πάντρεψαν μέ ἕνα ἐπίσης ὀρφανό παιδί, τόν Χρῆστο Ρουσουνίδη, ἀπό τό ἴδιο χωριό. Ὁ Χρῆστος ἦταν πολύ καλός σύζυγος, ἀλλά δέν ἀσχολεῖτο μέ τά πνευματικά, ὅπως ἡ σύζυγός του Θεοπίστη. Αὐτό δέν τήν ἐμπόδισε ἀπό τό νά πηγαίνει στήν Ἐκκλησία, νά προσεύχεται καί νά κάνη τά καθήκοντά της τά πνευματικά, στό βαθμό πού μποροῦσε, λόγῳ ὑποχρεώσεων.
Μετά τόν γάμο τῆς Θεοπίστης, ὁ πατέρας της μαζί μέ τήν γυναῖκα του καί τά παιδιά του ἔφυγαν ὅλοι καί πῆγαν στήν Λεμεσό. Δυσκολεύτηκε νά ἀποχωριστῆ τούς γονεῖς της, γιατί τούς ἀγαποῦσε πάρα πολύ. Δέν ἔχασαν ὅμως ἐπαφή. Στίς γιορτές καί ὅταν μποροῦσαν ἔρχονταν στό χωριό ὅλοι καί τό σπίτι τῆς Θεοπίστης ἦταν γιά ὅλους ἀνοικτό. Μέχρι τά βαθειά της γεράματα μιλοῦσε μέ πολλή ἀγάπη γιά τόν πατέρα της, ἀλλά καί τήν μητρυιά της.
Μέ τόν Χρῆστο ἀπέκτησαν 6 παιδιά, 2 κορίτσια καί 4 ἀγόρια. Τά μεγάλωνε μέ νουθεσία καί προσευχή. Ἦταν πολύ πρᾶος ἄνθρωπος καί λιτοδίαιτη. Ποτέ δέν θύμωνε καί γιά τίποτε. Ὅταν γινόταν καυγᾶς ἔφευγε καί ἔμενε τελείως ἀμέτοχη. Δέν θυσίαζε τήν προσωπική της ἠρεμία μέ τίποτε. Τίς Κυριακές πήγαινε στήν Ἐκκλησία. Τελείωνε ἡ Ἐκκλησία, ἔπαιρνε τό ἀντίδωρο καί ἔφευγε ἀμέσως γιά νά βγάλη τά ζῶα γιά βοσκή. Αὐτή ἦταν ἡ ἀσχολία τους. Τά ζῶα καί ἡ καλλιέργεια τῶν χωραφιῶν. Ὅλη μέρα τήν ἔβγαζε μέ τό ἀντίδωρο. Σέ ἐρώτηση «δέν θά πάρης κάτι νά φᾶς μαζί σου;» αὐτή ἀπαντοῦσε: «Οἱ κάμποι ταΐζουν τόσα ζῶα, ἐμένα δέν θά ταΐσουν;» καί ἀπαριθμοῦσε τί μποροῦσε νά βρῆ στούς κάμπους γιά νά φάη. Ζύμωνε φρέσκο ψωμί γιά τά παιδιά καί αὐτή ἔπαιρνε ἕνα κομμάτι ξερό ψωμί ἀπό τό παλιό στήν ποδιά ή τά ἀποκόμματα πού εἶχαν μείνει ἀπό τά παιδιά καί ἔτρωγε.
Παρ’ ὅλα πού ἡ ἴδια ἦταν ἀγράμματη, τά παιδιά της ἤθελε νά μάθουν γράμματα. Εἰδικά τά ἀγόρια ἤθελε νά τά στείλη στό Πανεπιστήμιο. Ὁ ἄντρας της ἀντιδροῦσε, γιατί δέν εἶχαν οἰκονομική δύναμη νά τό κάνουν. Αὐτή ἐπέμενε καί βρῆκε καί τά λεφτά. Πῆγε στούς συγγενεῖς της στήν Λεμεσό καί πῆρε δανεικά. Ἔτσι πείστηκε ὁ ἄντρας της καί σπούδασαν τά ἀγόρια.
Μέ τόν καιρό τά παιδιά της ἀποκαταστάθηκαν, τόσο τά ἀγόρια ὅσο καί τά κορίτσια, καί ἔκαναν τό δικό τους σπιτικό. Ἡ γιαγιά ἐξακολουθοῦσε νά τούς βοηθᾶ στίς ἀγροτικές ἐργασίες στά κτήματα πού διατηροῦσαν στό χωριό, ἐνῶ παράλληλα εὕρισκε περισσότερο χρόνο νά ἀσχοληθῆ μέ τά πνευματικά. Εἶχε μία προτίμηση στήν ἀναγνωση πνευματικῶν βιβλίων. Διάβαζε καί βιβλία ψηλοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου καί μετά μποροῦσε νά περιγράψη τί διάβαζε, σημεῖο ὅτι τά κατανοοῦσε. Σέ αὐτό βοήθησε πάρα πολύ τό γεγονός ὅτι ὁ μικρός ἀδελφός τῆς μητέρας της πού περίπου εἶχαν τήν ἴδια ἡλικία, ὁ Χαρίλαος, ἔγινε παπᾶς κάπου στή Λεμεσό. Εἶχαν μεταξύ τους πολλή ἀγάπη καί ἐρχόταν στό χωριό συχνά καί τήν ἔβλεπε. Τήν προμήθευε βιβλία, ἀλλά κυρίως τήν καθοδηγοῦσε στά πνευματικά. Οἰκονόμησε ὁ καλός Θεός νά ζήση κι αὐτός πολλά χρόνια καί ἔτσι νά τόν ἔχη γιά μιά ζωή δίπλα της, πού αὐτό στάθηκε πολύ σημαντικό γιά τήν πνευματική της ἐξέλιξη.
Μέ τή τακτοποίηση τῶν παιδιῶν της ἡ γιαγιά ἄρχισε νά ἐμβαθύνη περισσότερο στά πνευματικά. Διάβαζε μέ τίς ὧρες καί προσευχόταν συνεχῶς. Τελείωνε ἡ μία προσευχή, ξεκινοῦσε τήν ἄλλη. Τελείωνε τό ἕνα βιβλίο, ξεκινοῦσε τό ἄλλο ἤ διάβαζε τό ἴδιο ἀπό τήν ἀρχή. Τά βιβλία της ἀπό τήν πολλή χρήση εἶχαν γίνη κουρέλια, ἡ δέ Ἁγία Γραφή ἀπό τήν πολλή χρήση ξεχώρισε φύλλο-φύλλο.
Ἕνα Προσευχητάριο πού τῆς ἔδωσε ὁ παπα-Χαρίλαος δέν τό ἄφηνε ἀπό τά χέρια της. Τό τελείωνε αὐτό καί ἔπαιρνε ἕνα μικρό κομποσχοινάκι πού εἶχε καί ἔλεγε τήν Εὐχή καί πάλι ξανά ἀπό τήν ἀρχή. Οἱ προσευχές της δέν εἶχαν τέλος.
Σέ κάποια ἡλικία μεγάλη γύρω στά 85 της χρόνια, ἔχασε τό ἕνα της μάτι ἀπό μία βλάβη στό νεῦρο. Μ’ ἕνα μάτι διάβαζε καί μέ τό λίγο πού ἔβλεπε ἔκανε τίς δουλειές της.
Κάποια στιγμή ὁ σύζυγός της ἔπαθε σοβαρό ἐγκεφαλικό καί καθηλώθηκε στό κρεββάτι. Ἡ Θεοπίστη ἐγκλείεται στό σπίτι γιά νά τόν ὑπηρετῆ καί νά τόν παρηγορῆ στό κρεββάτι τοῦ πόνου. Μέ τίς ὧρες νά τοῦ κρατᾶ τό χέρι καί μέ νοήματα νά συννενοοῦνται. Ὑποχρεωτικά μετακομίζουν κοντά στήν κόρη τους, σέ ἕνα σπιτάκι πίσω ἀπό τό δικό της.
Ὅταν φεύγη καί ὁ παπποῦς ἀπό τή ζωή, τότε ἡ γιαγιά μένει μόνη της στό σπιτάκι αὐτό. Ἤδη ὅμως ἡ φήμη της ἔχει διαδοθῆ, κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει στό μικρό σπιτάκι γιά νά δῆ τή γιαγιά. Ἄλλοι γιά νά ζητήσουν τίς προσευχές της καί ἄλλοι γιά νά ἀκούσουν τήν συμβουλή της. Ἀπό πολύ πιό νωρίς στό χωριό, καί ὄχι μόνο, ἀλλά καί στά γειτονικά χωριά, ἔλεγαν «ἡ ἁγία Θεοπίστη» ἤ ρωτοῦσαν γιά ἔνα θέμα: «Τί εἶπε ἡ Θεπίστη;». Ἡ γιαγιά εἶχε ἐπιβληθῆ στήν συνείδηση τοῦ ἁπλοῦ κόσμου σάν ἁγία.
Ποτέ δέν κατέκρινε κανέναν, οὔτε ἄσχημος λόγος δεν βγῆκε ἀπό τό στόμα της. Δέν ζητοῦσε ποτέ τίποτε, οὔτε κρατοῦσε τίποτε γιά τόν ἑαυτό της. Ἔδινε πάντα εὐχές καί πολλή ἀγάπη. Ὁ κάθε ἕνας πού πήγαινε κοντά της ἔνοιωθε μοναδικός. Τοῦ ἔδειχνε καί τοῦ ἔδιδε τόση ἀγάπη, πού νόμιζε ὅτι ἡ γιαγιά εἶναι μόνο εἰδικά γι’ αὐτόν. Ποτέ δέν γόγγυξε οὔτε ἀσχολήθηκε μέ ἄλλους, ἀλλά καί οὔτε ἤθελε νά ἀσχολοῦνται οἱ ἄλλοι μέ τόν ἑαυτό της καί τίς ἀρρώστειες της, ὅπως κάνουν ἄλλα γεροντάκια.
Τό πιό σημαντικό χαρακτηριστικό τῆς γιαγιᾶς ἦταν ἡ μεγάλη της ὑπομονή καί οἱ ἀτέλειωτες αὐστηρές νηστεῖες. Γιά ὁ,τιδήποτε καί ἄν τύχαινε, ἔλεγε «δέν πειράζει, θά περάσει». Ἔκανε ἡ ἴδια ὑπομονή καί σύστηνε ὑπομονή. «Ὅπως ἦρθε, θά φύγη! Ὁ Θεός θά βοηθήση νά ξεπεραστῆ. Μή φοβᾶσατε!», καί ἄλλα τέτοια ἔλεγε.
Οἱ νηστεῖες της ἦταν παροιμιώδεις. Τίς νηστεῖες της τίς ἔκανε ἄλαδες. Ἔφτασε στό σημεῖο, ὅπως εἶπε ἐμπιστευτικά σέ κάποιον, τό λάδι νά μήν τό ἀνέχεται τό στομάχι της. Ὅταν ἦταν πιο νέα τήν ἔβγαζε μέ ξεροκόμματα, ἔστω κι ἄν ἦταν ἀρτήσιμες ἡμέρες. Ἡμέρες γιορτῆς τήν πίεζαν τά παιδιά της καί ὁ ἄντρας της νά φάη κάτι παραπάνω, αὐτή μέ τρόπο τό κρέας τό ἔδινε στόν γάτο πού πηγαινοερχόταν στά πόδια της κάτω ἀπό τό τραπέζι. Ἔτρωγε μικρά πράγματα γιά νά πῆ ὅτι ἔκανε κατάλυση. Γιά πολλά χρόνια δέν ἔτρωγε κρέας, μετά ἔκοψε καί τό λάδι.
Ἔλεγε συνέχεια εὐχές καί σκόρπιζε ἀγάπη. Δέν εἶχε ἀντιπάθειες. Ποτέ δέν κατέκρινε, οὔτε ἔκρινε. Ὅλο τόν κόσμο τόν ἔβλεπε πολύ καλό καί ὅλους τούς ἀγαποῦσε πάρα πολύ. Δέν ἦταν μία ἁπλοϊκή γιαγιά σάν τίς πιό πολλές. Εἶχε ἐξυπνάδα καί εὐστροφία καί ἕνα πηγαῖο λεπτό χιοῦμορ, χωρίς νά χάνη τήν σοβαρότητα καί τήν μεγαλοπρεπῆ ἁπλότητά της. Ὅταν ἤθελε νά πῆ κάτι, τό ἔλεγε μέ τέχνη καί χιοῦμορ γιά νά μήν πληγώση, ἀλλά νά διορθώση.
Ἦταν τακτική στήν ἐξομολόγηση καί ὅσο μποροῦσε, μέχρι τά 97 χρόνια πήγαινε στόν Πνευματικό, ἐνῶ μετά ζητοῦσε τόν Πνευματικό νά πηγαίνει αὐτός στό σπίτι της. Ἦταν πολύ πνευματικός ἄνθρωπος, συνέχεια μελετοῦσε τόν ἑαυτό της. Ἦταν ἄνθρωπος νηπτικός, ἀφοῦ κρατοῦσε τήν συνείδησή της σέ ἐγρήγορση καί προσπαθοῦσε νά ἐξομολογῆται καί τίς μικρότερες ἁμαρτίες της μέ πολλή προσοχή καί εἶχε τήν καλή ἀνησυχία μήπως κάνει κάτι λάθος. Ἦταν ἄνθρωπος παραδοσιακός. Μεγαλωμένη ἀναθρεμμένη μέ τήν λαϊκή εὐσέβεια τῶν ἀνθρώπων τῆς Κυπριακῆς ὑπαίθρου. Ὅ,τι παράλαβε ἀπό τούς παλαιούς, τά κρατοῦσε κατά γράμμα μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς της. Εἷχε μία καθαρότητα σάν νά μή ζοῦσε μέσα στόν κόσμο τοῦτο, σάν νά ἦταν ἔνας ἄνθρωπος πού βγῆκε μέσα ἀπό μία ἄλλα ἐποχή καί ἕναν ἄλλο κόσμο. Τό πρόσωπό της ἀπό τήν προσευχή καί τήν νηστεία ἦταν φωτεινό.
Σκεφτόταν πάντοτε τούς ἄλλους ἀνθρώπους, γι’ αὐτό καί ὅταν τά παιδιά της ἐπέμεναν νά τῆς βάλουν σόμπα στό δωμάτιό της γιά νά ζεσταίνεται τόν χειμῶνα, αὐτή ἐπέμενε καί δέν ἤθελε. Ἔλεγε: «Τόσος κόσμος δουλεύει ἔξω στό κρύο, ἐμεῖς εἴμαστε μέσα, ἔχομε μιά στέγη ἀπό πάνω μας, τί νά κάνω τήν σόμπα;» Στό τέλος τῆς ἔβαλαν μία μικρή πού σπάνια τήν ἄναβε.
Ὅπως εἴπαμε, ἡ γιαγιά ἦταν μέ ἔνα μάτι. Τόν τελευταῖο καιρό τό φῶς της μειώθηκε πολύ καί ὅμως διάβαζε καί μάλιστα χωρίς φῶς. Μία ἡμέρα ἡ νύφη της πῆγε καί τήν βρῆκε νά διαβάζη χωρίς φῶς.
– Τί κάνεις ἐκεῖ;, τήν ρωτᾶ.
– Διαβάζω.
– Διαβάζεις! μοῦ φαίνεται ὅτι νομίζεις ὅτι διαβάζεις· ἀπό τίς πολλές φορές πού τά διάβασες τά ἔμαθες ἀπ’ ἔξω καί νομίζεις ὅτι διαβάζεις.
Ἡ γιαγιά μέ ἠρεμία καί ἁπλότητα βάζει τό βιβλίο κοντά στό μάτι πού ἔβλεπε καί ἀρχίζει νά διαβάζη. Παίρνει ἡ νύφη της τό βιβλίο, ἀνάβει τό φῶς γιατί δέν ἔβλεπε, παίρνει τό βιβλίο κοντά στήν λάμπα καί πράγματι τό βιβλίο ἔγραφε αὐτά πού διάβαζε ἡ γιαγιά. Τελικά ἡ γιαγιά διάβαζε πραγματικά καί ἄς μήν εἶχε φῶς!
Ἕνα πικρό ποτήρι πού ἤπιε ἡ γιαγιά ἦταν ὁ θάνατος τοῦ γιοῦ της Δήμου. Ὅμως δέν εἶπε «γιατί;» μόνο δόξαζε τόν Θεό καί ἔλεγε: «Ἔτσι ἤθελε ὁ Θεός, τί νά κάνωμε; Ἐγώ ἔπρεπε νά φύγω τώρα, ἀλλά ἔφυγε ὁ γυιός μου. Ἔτσι ἔγινε, ὅ,τι θέλει ὁ Θεός». Ἔκλαιγε ἀλλά μέ ἀξιοπρέπεια ἤ καλύτερα ἱεροπρεπῶς, χωρίς καθόλου δεῖγμα ἀπελπισίας ἤ ἀπιστίας.
Εἶχε μνήμη θανατου. Ὅταν τήν ρωτοῦσες, ἔλεγε ὅτι εἶναι ἕτοιμη. «Ὅ,τι ὥρα θέλει ἄς ἔρθει, εἶμαι ἕτοιμη».
Ἕναν ἄνθρωπο σάν τήν γιαγιά, μέ τόση ἀρετή, δέν ἦταν δυνατόν νά μήν τήν πειράξη ὁ σατανᾶς. Μία ἡμέρα ξημερώματα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, 30 Νοεμβρίου, μία πολύ βροχερή ἡμέρα, λίγο καιρό πρίν πεθάνη ἡ γιαγιά, καί ἐνῶ εἶχε σώας τάς φρένας ἀλλά σχεδόν κλινήρης, πῆγε ἡ κόρη της νά τῆς πάη τό πρόγευμά της καί δέν τήν βρῆκε στό κρεββάτι της. Ἄρχισε νά ψάχνη. Μαζεύτηκαν οἱ γείτονες, τά παιδιά καί γνωστοί φίλοι, ἔψαχναν μέσα στή βροχή, ἀλλά ἡ γιαγιά πουθενά. Τελικά τήν βρῆκαν σέ μεγάλη ἀπόσταση ἀπό τό σπίτι, ξυπόλητη μέ τό νυχτικό καί βρεγμένη ὥς τό κόκαλο. Τήν ἔφεραν ξαπλωτή μέσα στό αὐτοκίνητο στό σπίτι. Μόλις τήν εἶδε ἡ κόρη της ξαφνιάστηκε. Τήν ρωτοῦσε «ποῦ πῆγες, μάννα;». Καί ἡ γιαγιά κλαίγοντας ταραγμένη, καί πολύ φοβισμένη, ἔλεγε: «Μέ πῆραν, παιδί μου! μέ πῆραν! δέν πῆγα!». Πρᾶγμα ἀπίθανο νά περπάτησε ἡ γιαγιά τόση ἀπόσταση καί μάλιστα μέσα στά νερά. Σέ δικά της πρόσωπα ἔλεγε ἐμπιστευτικά μέ φοβισμένο πρόσωπο: «Ἐνῶ ἤμουν στό κρεββάτι μου καί προσευχόμουν, ἦρθε ἕνας ψηλός σάν ἀξιωματικός καί προσπαθοῦσε νά μέ ρίξη κάτω ἀπό τό κρεββάτι. Ξαφνικά μαζεύτηκαν πολλοί καί μέ σήκωσαν στόν ἀέρα καί μέ πῆγαν στόν Ἀκάμα (κοντινό δάσος) ὕστερα μέ ἔφεραν καί μέ πέταξαν ἐκεῖ πού μέ βρήκατε. Φοβήθηκα πάρα πολύ! Τί ἦταν αὐτό;» Ζήτησε τόν Πνευματικό νά ἐξομολογηθῆ. Τοῦ εἶπε καί μετά ἀπό 5-6 μῆνες πού πέρασε νά τήν δῆ πάλι τόν ρωτοῦσε «τί ἦταν αὐτό;» Κάποιος Γέροντας πού τό ἄκουσε, εἶπε ὅτι ἦταν δαιμονικό, γιατί ὁ σατανᾶς δέν ἄντεχε τήν προσευχή καί τίς νηστεῖες τῆς γιαγιᾶς.
Δύο ἡμέρες πρίν πεθάνη ἡ γιαγιά, ἦταν Παρασκευή, μία κοπελλίτσα πού πήγαινε τόν τελευταῖο καιρό καί ἔβλεπε τήν γιαγιά, τήν βρῆκε νά προγευματίζη. Λίγο τσάϊ καί μία φέτα ψωμί χωρίς τίποτα πάνω (σκέτο), ἐνῶ ἦταν ἄρρωστη μέ πνευμονία. Θαύμασε μέ τήν ἀκρίβεια τῆς γιαγιᾶς.
Μετά τήν Παρασκευή ἡ γιαγιά δέν ἦταν καλά, γι’ αὐτό κάλεσαν ἀσθενοφόρο καί τήν πῆγαν στό νοσοκομεῖο. Τῆς ἔβαλαν τήν μάσκα ὀξυγόνου, ἦταν καταβεβλημένη καί φαινόταν κουρασμένη μέ μισάνοικτα μάτια. Μόλις ἔβλεπε ἕνα ἀγαπημένο της πρόσωπο, χαιρόταν καί μοίραζε εὐχές βγαλμένες ἀπό μέσα ἀπό τήν ἀγαθή καί προσευχόμενη καρδιά της. Σέ ἐρώτηση, ἄν θά ἐπιστρέψη σπίτι της, ἀπάντησε: «Ὅ,τι θέλει ὁ Θεός». Ἄλλος τήν ρώτησε, ἄν θά πεθάνη καί εἶπε: «Εἶμαι ἕτοιμη», μέ μεγάλη χαρά. Τό πρόσωπό της ἦταν ἤρεμο καί χαρούμενο, σάν νά πήγαινε σέ πανηγύρι.
Κοιμήθηκε στίς 6:00 ἡ ὥρα τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς στίς 25 Φεβρουαρίου 2018, σέ ἡλικία 100 ἐτῶν. Τό ἀπόγευμα ἔγινε ἡ κηδεία της.
Τό σῶμα της ἦταν ζεστό καί εὐλύγιστο. Κάποιοι εἶπαν ὅτι δέν πέθανε, δέν φαίνεται πεθαμένη. Οἱ συγγενεῖς εἶπαν ὅτι ἔχουν τό πιστοποιητικό τοῦ γιατροῦ πού ἐπιβεβαιώνει τόν θάνατό της.
Μετά τόν θάνατο τῆς γιαγιᾶς, μία Κυριακή πρίν τις 40 ἡμέρες, μία κοπέλλα πού πήγαινε στήν γιαγιά καί τήν ἀγαποῦσε πολύ, ἦταν στήν Ἐκκλησία. Τήν ὥρα πού μνημόνευε ὁ ἱερέας τούς κεκοιμημένους, ἡ κοπέλλα ἀπό μέσα της ἔλεγε συνέχεια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀναπαυσε τήν ψυχή τῆς δούλης σου Θεοπίστης». Ξαφνικά ἔνιωσε μία εὐωδία, ἀλλά δέν εἶπε τίποτε. Ἀκούει τότε μία κυρία δίπλα της νά λέη στήν διπλανή της «τί μυρίζει; Νοιώθεις μία δυνατή μυρωδιά;». Ἡ ἄλλη, ἀπάντησε: «Ναι!». Τότε τόλμησε καί ἡ κοπέλλα καί εἶπε ὅτι καί σέ αὐτή μύρισε κάτι πολύ δυνατά.
Αἰωνία της ἡ μνήμη. Ἀμήν.
[Από το βιβλίο: “Ασκητές μέσα στον κόσμο” (Τρίτος τόμος). Εκδότης ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ» Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής. Απρίλιος 2020]
(Πηγή ψηφ. κειμένου: orp.gr, Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου