Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΟΥΜΑΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΟΥΜΑΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Η Μοναχή Θεοδώρα, Ηγουμένη της Ιεράς Μονής στο Μπουτέστι της Ρουμανίας, έχει μια εντυπωσιακή ιστορία.



site analysis



  • Η Μοναχή Θεοδώρα, Ηγουμένη της Ιεράς Μονής στο Μπουτέστι της Ρουμανίας, έχει μια εντυπωσιακή ιστορία.

  • Εργαζόταν ως δημοσιογράφος, τηλεοπτικός παραγωγός γνωστό πολύ γνωστή στην Ρουμανία και αποφάσισε να ακολουθήσει το κάλεσμα του Κυρίου και στράφηκε στο μοναχισμό.
  • Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα AS, η Μοναχή Θεοδώρα περιγράφει πως έκανε αυτό το μεγάλο βήμα προς το μοναχισμό, αν απολάμβανε μια ζωή με υψηλή κοινωνική θέση, αυξημένο εισόδημα και αναγνωρισιμότητα.

  • Κάποτε, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, γύριζε ένα ντοκιμαντέρ για τη μοναστική ζωή στη Ρουμανία, με αποτέλεσμα να επισκεφθεί όλα τα μοναστήρια της χώρας. «Εκεί γεννήθηκε επιθυμία μου να αφιερώσω την ζωή μου στον Κύριο» τόνισε και περιέγραψε τον ρόλο που έπαιξε στην απόφασή της αυτή η γνωριμία της με τον πατέρα Ιωαννίκιο με τον οποίο είχε πολλές πνευματικές συζητήσεις.

  • «Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας μου, ήμουν σε σύντομες διακοπές στη Μολδαβία και πήγα με δύο φίλους στη Μονή τη Σιχαστρίας. Τότε τον συνάντησα. Στάθηκε για μια στιγμή μπροστά μας, μας κοίταξε βαθιά και είπε, «Και εσείς, ελάτε, βιαστείτε, δεν υπάρχει πλέον χρόνος. Το λεωφορείο έρχεται και πρέπει να ανεβείτε εκεί. Όταν θέλετε, δεν θα έχετε θέση» Και έφυγε. Αναρωτιόμουν. Τι εννοούσε; Μου φάνηκε ότι τα λόγια του ήταν προφητικά… »

  • «Κάθισα και σκέφτηκα και συνειδητοποίησα ότι ένιωσα στη ζωή μου, την επιθυμία να ξεφύγω από αυτό που έκανα. Κι έτσι ξεκίνησαν όλα «.

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Η αγία Θεοδώρα της Σύχλας, που την τάιζαν τα πουλιά...



site analysis


Μια μεγάλη πνευματική Μητέρα της Ρουμανίας του 17ου & 18ου αιώνα




Ανέμων ΠνοήΜητερικό (δυο ιστολόγια για τις αγωνιζόμενες Γυναίκες της Ορθοδοξίας)




Ρουμανικό Γεροντικό
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη
Θεσσαλονίκη


Α) Η ζωή της



Η Οσία Θεοδώρα της Σύχλας είναι η σπουδαιότερη αγίας μοναχή ανάμεσα στις άλλες, που έζησαν στα ρουμανικά μοναστήρια. Γεννήθηκε στο χωριό Βινατόρι της επαρχίας Νεάμτς το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνος. Ο πατήρ Στέφανος Γιώλντεα ήταν φύλακας του φρουρίου Νεάμτς. Μετά τον θάνατο της αδελφής της Μαργαρίτας, η Θεοδώρα παντρεύθηκε ένα νεαρό από το Ισμαήλ (πόλις της Ρουμανίας). Μα επειδή δεν έκαναν παιδιά, επήγαν και οι δύο σε μοναστήρια. Η μακαρία Θεοδώρα εφόρεσε το μοναχικό ένδυμα στην σκήτη Βαρζαρέστ της επαρχίας Ρίμνικ Σαράτ, ενώ ο σύζυγός της Ελευθέριος στην σκήτη Μάρε Ποϊάνα (Μεγάλο Ξέφωτο). Επειδή καταστράφηκε η σκήτη από τους τούρκους, η Θεοδώρα έγινε ησυχάστρια στα βουνά του Μπουζάου. Κατόπιν, αναχωρώντας για την περιοχή του Νεάμτς, ησύχασε μόνη της επί 30 χρόνια μέσα σε μια σπηλιά του βουνού Σύχλα, όπως η Οσία Μαρία η Αιγυπτία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ευαρεστώντας τον Θεό, μετώκισε απ’ αυτή την ζωή τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνος και ενταφιάσθηκε στην σπηλιά. Στα χρόνια 1828-1834, τα Λείψανα της αγίας Θεοδώρας μετεφέρθησαν στο μοναστήρι Πετσέρσκα του Κιέβου, όπου και ευρίσκονται μέχρι σήμερα.


Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας



1) Αυτό το μακάριο βλαστάρι του Ρουμανικού μοναχισμού, ήταν από βρεφικής ηλικίας επίλεκτο και φυτεύθηκε στον Οίκο του Θεού. Αν και ήταν συνδεδεμένη με άνδρα η μακαρία Θεοδώρα, δεν εύρισκε ανάπαυσι στην ψυχή της, έως ότου έγινε νύμφη του Χριστού. Εγκατέλειψε τα μάταια και, φορώντας το ένδυμα της μετανοίας, ασκήτευσε σε μια από τις σκήτες, που είναι στην κοιλάδα του Μπουζάου.

2) Εδώ προώδευσε πάρα πολύ η οσία Θεοδώρα στην σιωπή, την προσευχή και την υπακοή. Σε λίγα χρόνια έφθασε στα μέτρα των παλαιών αγίων, αφού αξιώθηκε να λάβη την καρδιακή προσευχή και να γνωρίζη το πλήθος των μεθοδειών του νοητού εχθρού. Για όλα αυτά οι μοναχές την αγάπησαν και ωφελούντο από την ταπείνωσι, την άσκησι και τον ζήλο της.


3) Όταν εισέβαλαν οι Τούρκοι στην κοιλάδα του Μπουζάου, η οσία Θεοδώρα κρύφθηκε στα όρη με την πνευματική της Μητέρα, την Μεγαλόσχημη μοναχή Παϊσία. Εκεί αγωνίσθηκαν μερικά χρόνια με νηστεία και αγρυπνία, υπομένοντας με ανδρικό φρόνημα την πείνα, το ψύχος και άλλους, αγνώστους σ’ εμάς, πειρασμους του διαβόλου. Αλλά αντιπαλαίοντας η μακαρία με την φλογερή προσευχή της, τα υπέμενε όλα, αφού γευόταν τις μυστικές παρηγοριές του Αγίου Πνεύματος.

4) Σαν εκοιμήθη στο όρος η πνευματική της Μητέρα μεταξύ των ετών 1670-1675, η οσία Θεοδώρα έλαβε πληροφορία από τον Θεό για τα βουνά του Νεάμτς. Εδώ, αφού επροσκύνησε την θαυματουργό Εικόνα της Μητέρας του Κυρίου που ήταν στην μεγάλη Λαύρα, επήγε να συμβουλευθή τον ηγούμενο της σκήτης Συχαστρίας, ιερομόναχο μεγαλόσχημο Βαρσανούφιο. Αυτός πληροφορήθηκε στην καρδιά του ότι η Θεοδώρα επιθυμεί την ερημική ζωή και εγνώρισε από το Άγιο Πνεύμα την αρετή της. Πρώτα της μετέδωσε το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Κατόπιν, δίνοντάς της για πνευματικό οδηγό τον Πνευματικό Παύλο, της είπε: «Πήγαινε στην έρημο για ένα χρόνο, στα δάση των βουνών της Σύχλας. Εάν ημπορέσης με την Χάρι του Θεού να υπομείνης τις δυσκολίες και τους φοβερούς πειρασμούς του διαβόλου, μείνε εκεί μέχρι του θανάτου σου. Εάν όμως δεν ημπορέσης να υπομείνης, να επιστρέψης σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι και εκεί να εργάζεσαι με ταπείνωσι την σωτηρία της ψυχής σου».

5) Αναζητώντας ο όσιος Παύλος ένα ερημικό κελλί για την μακαρία Θεοδώρα και μη ευρίσκοντας, συνάντησε ένα γέροντα ησυχαστή, που ασκήτευε κάτω από κάτι βράχους της Σύχλας. Αυτός, έχοντας το προορατικό χάρισμα, είπε στη Θεοδώρα:

― Αγωνίσου, μοναχή Θεοδώρα στο κελλί μου, διότι εγώ θα πάω σ’ άλλο ερημικώτερο καλυβόσπιτο. Ως εκ τούτου, αφού εγκατέστησε ο ιερομόναχος και μεγαλόσχημος Παύλος την οσία Θεοδώρα στα βουνά της Σύχλας και την ευλόγησε, επέστρεψε πάλι στην σκήτη.



6) Σ’ αυτό το κελλί αγωνίσθηκε η οσία Θεοδώρα περίπου 30 χρόνια, δοξάζοντας ακατάπαυστα τον Θεό και υπερνικώντας με υπομονή και ταπείνωσι όλες τις παγίδες του εχθρού. Επειδή ενισχύετο με την άνωθεν δύναμι, δεν κατέβηκε πλέον από το βουνό, ούτε ανθρώπινη βοήθεια δέχθηκε από κανέναν. Μόνο ο μακάριος Παύλος, ο Πνευματικός της, ανέβαινε μόνος του από καιρό σε καιρό στο κελλί της με τα Άχραντα Μυστήρια και έτσι πάντοτε αγωνίσθηκε σ’ όλη την ζωή της. Μ’ αυτή την αγγελική πολιτεία τόσο πολύ προώδευσε η οσία, ώστε έκανε αγρυπνίες όλες τις νύκτες με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, μέχρι να έλθουν τα χαράματα και το πρόσωπό της έλαμπε. Ύστερα αναπαυόταν δύο ώρες και πάλι άρχιζε. Τροφή ελάμβανε μόνο μια φορά κάθε δεύτερη ημέρα, λίγο παξιμάδι με χόρτα του δάσους, φτέρη και ξυνήθρα (λάπαθο), το οποίο μέχρι τώρα ονομάζεται «Το λάπαθο της αγίας Θεοδώρας». Νερό συγκέντρωνε από το βρόχινο, μέσα σ’ ένα κοίλωμα ενός βράχου, που μέχρι σήμερα ονομάζεται «Το πηγάδι της οσίας Θεοδώρας». Και ένα παράδοξο θαύμα είναι ότι, το νερό δεν τελειώνει ουδέποτε απ’ αυτό το κοίλωμα του βράχου.
Αργότερα όταν εκοιμήθη ο όσιος Παύλος, η μακαρία Θεοδώρα απέμεινε μόνη της, έχοντας μόνο την πρόνοια του Θεού.



7) Κάποτε, όταν εισέβαλαν οι Τούρκοι μέσα στα χωριά και τα μοναστήρια της περιοχής Νεάμτς, τα δάση εγέμισαν από χωρικούς και μοναχούς. Τότε έφθασαν και μερικές μοναχές στο κελλί της οσίας Θεοδώρας. Η μακαρία Θεοδώρα τους είπε:
― Μείνετε εσείς στο κελλί μου, διότι εγώ έχω άλλο τόπο πιο κατάλληλο για καταφύγιο. Από εκείνη την στιγμή μετέβη σε μια άλλη κοντινή σπηλιά και συνέχισε μόνη της την άσκηση, άγνωστη απ’ όλους. Την νύκτα αναπαυόταν λίγο επάνω σε μια πέτρινη πλάκα, η οποία φαίνεται μέχρι σήμερα.

8) Κάποτε μια συμμορία από Τούρκους περιπλανιόταν στα βουνά της Σύχλας για σατανικές δουλειές και έφθασαν και στην σπηλιά της οσίας Θεοδώρας. Τότε ώρμησαν κατ’ επάνω της για να την εξοντώσουν. Μα η αγία έπεσε στα γόνατα, εσήκωσε τα χέρια της προς τον Θεό και είπε: Λύτρωσέ με Κύριε, από τα χέρια των φονευτών μου! Εκείνη την στιγμή άνοιξε θαυματουργικά ο τοίχος της σπηλιάς. Αμέσως η νύμφη του Χριστού έφυγε από εκεί, κρύφθηκε στα δάση και έτσι εγλύτωσε από τον θάνατο.

9) Ξεχασμένη απ’ όλους τους ανθρώπους, ως τα γεράματά της χωρίς καμμιά συντροφιά, άφησε όλη την ελπίδα της μόνο στον Θεό. Αφού εγκατέλειψε το κελλί η οσία Θεοδώρα, αγωνίσθηκε στην σπηλιά σαν ένας ενσώματος άγγελος. Τώρα πλέον ούτε κρύο ούτε πείνα αισθάνεται καθόλου, ούτε ο διάβολος πλέον την ταλαιπωρεί. Προσεύχεται αδιάκοπα στον Θεό με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, μέχρι ν’ αρπαγή με τον νου σ’ αυτά τα ουράνια μυστήρια, ενώ με το σώμα υψώνεται επάνω από το έδαφος. Τότε φωτίζεται το πρόσωπό της, ενώ από το στόμα εξέρχεται και ανεβαίνει υψηλά μια φλόγα πυρός, όπως στους μεγάλους αγίους. Διότι είχε φθάσει η μακαρία με την προσευχή πολύ υψηλά, σε έκστασι, και γλυκαινόταν το πρόσωπό της με μια απερίγραπτη θεϊκή Χάρι.



10) Τα ενδύματα της αγίας Θεοδώρας είχαν φθάσει τώρα να είναι μερικά κουρέλια, με τα οποία μετά δυσκολίας εσκέπαζε το αδύνατο από την πολλή άσκησι σώμα της. Ακόμη και η τροφή τελείωσε. Γι’ αυτό ανέλαβαν τα πουλιά του ουρανού, κατόπιν εντολής του Δημιουργού των, να της φέρνουν καθημερινά ψίχουλα και φλούδες από ψωμί που τα έπαιρναν από την τράπεζα (τραπεζαρία) της σκήτης Συχαστρίας. Η μακαρία Θεοδώρα προσευχόταν ακατάπαυστα για τον κόσμο και χαιρόταν διότι σε λίγο θα αποδημούσε από το θνητό σώμα της.
Σαράντα ημέρες πριν από το μακάριο τέλος της, προσευχήθηκε στον Θεό να της αποστείλη ένα ιερέα, για να μεταλάβη τα Πανάχραντα Μυστήρια. Και ο Κύριος δεν άφησε απαρατήρητη την ψυχική της επιθυμία. 

Οι αρχές του μοναχισμου στα βουνά της Σύχλας έχουν τις ρίζες γύρω στο 1200. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία περί μοναχισμού σ' αυτά τα μέρη χρονολογείται από το 1326. Ο κεντρικός ναός της σκήτης, ο ναός του Γενεθλίου του Τιμίου Προδρόμου, χτίστηκε απο τυν οικογένεια Καντακουζηνού το 1741,ενώ ανακαινήστηκε από τον ηγούμενο των μονών Νεαμτς και Σέκου,Βενέδικτο το 1813. Ο ναός της Μεταμορφώσεως που βρίσκεται πάνω στο λόφο χτίστηκε από τον Ιονίτσα Καντακουζηνό Πασκάνου το 1763. Η σπηλιά όπου ασκήτεψε η Αγ.Θεοδώρα της Σύχλας για 40 χρόνια βρίσκεται ανάμεσα σ'αυτά τα βράχια και σήμερα είναι τόπος προσκυνήματος (από εδώ).

11) Κάποια φορά παρατήρησε ο ηγούμενος της Συχαστρίας κοπάδια από πουλιά να φέρνουν ψίχουλα στο ράμφος των και να πετούν προς το βουνό της Σύχλας. Συλλογίστηκε λοιπόν κατ’ ιδίαν μήπως εκεί ζη κανένας άγιος ησυχαστής. Γι’ αυτό έστειλε δύο αδελφούς να παρακολουθήσουν πού πηγαίνουν αυτά τα πουλιά. Εβάδιζαν πλέον οι αδελφοί αυτοί στην περιοχή εκείνη και, περιπλανώμενοι την νύκτα μέσα στο δάσος, προσεύχονταν και περίμεναν να φωτίση. Κατόπιν, παρατηρώντας μπροστά των μια στήλη φωτός να υψώνεται στον ουρανό, την επλησίασαν και είδαν μια γυναίκα να λάμπη σαν ήλιος στο πρόσωπο, να προσεύχεται με τα χέρια υψωμένα και να μη στηρίζεται στο έδαφος. Ήταν η αγία Θεοδώρα.

― Σ’ ευχαριστώ, Κύριε που με άκουσες! Είπε η μακαρία. Μετά επρόσθεσε: Μη φοβάσθε, αδελφοί, διότι είμαι μια ταπεινή δούλη του Θεού. Αλλά, σας παρακαλώ, να μου ρίξετε ένα επανωφόριο να σκεπασθώ διότι είμαι στο σώμα γυμνή. Αφού κατόπιν τους εκάλεσε να πλησιάσουν, τους διηγήθηκε τη ζωή της, το τέλος της που πλησίαζε, και τους έδωσε την εξής εντολή:
― Κατεβήτε στην σκήτη και πέστε στον ηγούμενο να στείλη τον Πνευματικό Αντώνιο και τον ιεροδιάκονο Λαυρέντιο εδώ, με το σώμα και το Αίμα του Χριστού.
― Πώς να πάμε με τέτοια νύκτα στην σκήτη, απάντησαν οι αδελφοί, αφού δεν γνωρίζουμε τον δρόμο;
― Πηγαίνετε με το φως που βλέπετε μπροστά σας και αμέσως θα φθάσετε.

12) Τα χαράματα της επομένης ημέρας έφθασαν στην Σύχλα ο Πνευματικός Αντώνιος με τον διάκονο Λαυρέντιο και τους δύο αδελφούς και ευρήκαν την αγία Θεοδώρα μπροστά στην σπηλιά της, κάτω από τους κλώνους ενός ελάτου. Στην αρχή η οσία τους αφηγήθηκε την ζωή της, κατόπιν απήγγειλε το «Πιστεύω», μετέλαβε τα Θεία Μυστήρια και, ζητώντας ευλογία από τον ιερέα, είπε: «Δόξα σοι ο Θεός, πάντων ένεκεν». Την ίδια στιγμή η αγία Θεοδώρα παρέδωσε την μακαρία ψυχή της στην αγκαλιά του Χριστού, ενώ το σώμα της ευωδίασε. Κηδεύθηκε και τοποθετήθηκε τιμητικώς από τους πατέρας στην σπηλιά, όπου ασκήτευσε.

13) Η είδηση για την ζωή και τον θάνατο της αγίας Θεοδώρας της Σύχλας διαδόθηκε γρήγορα σ’ όλα τα μοναστήρια, στα χωριά της Μολδαβίας, μέχρι ακόμη και το άλλο μέρος των συνόρων. Γι’ αυτό έτρεχαν στην σπηλιά της πιστοί από τα χωριά, προ παντός ασθενείς, και εθεραπεύοντο από τις διάφορες αρρώστειές των. Διότι το σώμα της δοξάσθηκε με αφθαρσία, ανέβλυσε ευωδία και έκανε θαύματα. Μερικοί προσκυνούσαν τα Λείψανά της, άλλοι ασθενείς άγγιζαν το φέρετρό της, ενώ πολλοί πλένονταν με νερό από το πηγάδι της και ελάμβαναν βοήθεια και παρηγοριά.



14) Το άγιο σώμα της οσίας Θεοδώρας της Σύχλας έμεινε στην σπηλιά επί εκατό χρόνια, αφού απήλαυσε μια βαθειά ευλάβεια και τιμή, περισσότερο απ’ όλους τους άλλους πατέρας. Μα ως θνητό και κρίμασιν οις οίδε Κύριος, το σώμα αποσυνετέθη. Στα χρόνια 1828-1834 τα άγια Λείψανά της μετεφέρθηκαν στο Κίεβο και τοποθετήθηκαν στις κατακόμβες του μοναστηριού Πετσέρσκα με το όνομα σε μια επιγραφή «Η αγία Θεοδώρα των Καρπαθίων», όπου και υπάρχουν μέχρι σήμερα. Η ψυχή της όμως τώρα προσεύχεται πάντοτε μπροστά στην Παναγία Τριάδα για όλο τον κόσμο.
Οσιωτάτη Μήτηρ ημών Θεοδώρα, πρέσβευε τω Κυρίω υπέρ ημών!

Η καλόγρια της Μολδαbίας ....



site analysis



Ξέρω εκεί, σε μια βουνήσια αγκαλιά της Μολδαυίας, δασωμένη από πηχτό ελατό, ένα γυναικείο μοναστήρι. Το λένε «το μο­ναστήρι της Άγαπίας». Ή βαθυπράσινη λαγκαδιά πού το περιζώνει, κατρακυλάει ζερβόδεξα σα να θέλει να το σφίξει στον κόρφο της, να το κρύψει. Και πάνω του ανεμίζεται χάδι ανάερο, ευωδιά άχραντη. Είναι άλαφριά σαν πούπουλο αγγέλου, δροσερή καθώς ή όλόπρωτη ανάσα όρ­θρου εαρινού.Σύθαμπο. Από τα καταρράχια γύρω, κατεβαίνει επίσημη ή ώρα ή εσπερινή. Ό δρόμος πού κολπώνεται απαλά προτού ξεφανερώσει το μοναστήρι, περνάει μπρος οπό μια πηγή. Το νερό αναβλύζει κρουσταλλένιο, μυρωδάτο, κατάσαρκα στο βράχο, αγιασμός. Στέκεσαι να πιεις στη χούφτα σου.

Καθώς σκύβεις, ξεκρίνεις μια σκαλισμένη μελαχρινή πλάκα, πού γρά­φει απάνω: «Μ. Χρ. Μαυρομμάτης, 1888». "Ελληνας ό κτήτορας της πηγής, όπως κι Έλληνες ανασταίνονται γύρω σου εδώ, πλήθος, στο κάθε βήμα. Το ταξίδι τοϋτο στη Ρουμανία πάει να γίνει κάτι σαν προ­σκύνημα σε κρυφό λίκνο της ελληνικής ψυχής. Ανήσυχης ψυχής, ακοίμητης, πού σκόρπισε μέσα στον κόσμο, για να τον καρπίσει.Ώρα εφτά ενός μαγιάτικου δειλινού φτάνουμε οτό Μοναστήρι της Άγαπίας. Σημαίνουν τον εσπερινό και ή λαγκαδιά γύρω αντιβουίζει με το βαρύ, μελωτό κρούσιμο της καμπάνας. Παράξενο πού γίνεται το νόημα του κόσμου τέτοιες ώρες! Από γύρω ανεβαίνει λιβανωτό το θυμίαμα του βουνού. Χωριάτες Μολδαυοί, χωριάτισσες, με τις κεντητές τους φορε­σιές, έρχονται από τα χωριά με τα πόδια, κρατώντας λαμπάδες. Κι ανθίζουν οι άγριοτριανταφυλλιές στα πλάγια του δρό­μου, μέσα στους κήπους, και τα μπου­μπούκια παίρνουν φωτιά, σκάζουν φλογοκόκκινα.

Το κοινόβιο έχει απλωθεί ως έξω από το μοναστήρι, έστησε στα πλάγια του δρόμου κάτι σπιτάκια ανάλαφρα, κάτα­σπρα, βουτηγμένα στην πρασινάδα και στο λουλούδι. Είναι για τίς πολύ ηλικιωμέ­νες καλόγριες, αυτές πού δεν μπορούν πια ν' ακολουθήσουν τον αυστηρό κανό­να της μοναστικής ζωής. Και για ξενώνες. Σ' ένα τέτοιο θα περάσω τη νύχτα μου κι εγώ.Ή πόρτα πού βγάζει στον προθάλαμο έχει μείνει ανοιχτή- στο βαθύ σκοτάδι, έκεϊ έξω, ακούω ένα γεροντικό κοντόβηχα. Σέ λίγο πάλι. Μου περνάει ή ιδέα πώς γίνεται επίτηδες, έτσι σαν προσπάθεια να υποδη­λωθεί μια παρουσία. Κάποια στιγμή, σάμπως ή ψυχή πού αναδεύεται εκεί στό έσωτερικό του σπιτιού να μη μπορεί πια ν' αντέξει στον πόθο της επικοινωνίας, ακού­γεται ανάλαφρο σούρσιμο από βήμα πολύ αργό, και το κροτάλισμα από ένα μπα­στούνι πού ζυγώνει. Σηκώνω τα μάτια μου. Στό ανοιγμα της πόρτας μου έχει γραφεί μια μορφή. Είναι μια γριούλα καλό­γρια, πού με κοιτάζει με γαλανό, τρυφερό βλέμμα. "Εχει το παιδικό εκείνο άνάβλεμμα των πολύ γέρων. Το άνάβλεμμα της μητέρας μου λίγο πριν σταυρώσει τα χέ­ρια της για πάντα και φύγει γι' άλλου."Ω, τί γριούλα πού εΐναι! Με καλησπερί­ζει στη γλώσσα της και πιάνει να λέει, να λέει. Τάχα να νομίζει πώς την καταλαβαί­νω; Δεν το φαντάζομαι. Το ξέρει πώς είναι μονόλογος, θέλει όμως να νομίζει πώς τη νοιώθω. Ποιος ξέρει πόσες δεκαετίες να την έχει θαμμένη μέσα της αύτη τη δίψα για συνεννόηση. Κι αυτά εδώ είναι τα γλυκότερα ρουμάνικα πού έχω ακούσει. Ί­σως γιατί λένε την ήσυχη αγωνία μιας ψυ­χής ερημωμένης, τη λαχτάρα επικοινω­νίας με κάποιον μέσα στον κόσμο. «Είσαι Έγκλέζ;», με ρωτάει. Όχι, δεν είμαι Εγ­γλέζος, Έλληνας είμαι. «Γκρέκ!» κάνει και το πρόσωπο της περιχύνεται ξάφνου με φως, τα μάτια της πνίγονται σε τρυφε­ρότητα.Με τα καμπουριασμένα από τον αρθρίτη δαχτυλάκια της, μου γνέφει να περιμέ­νω, φεύγει. Έχει το δύσκολο περπάτημα της αρρώστιας και των γερατιών. Σέ λίγο ξανάρχεται κρατώντας μια φωτογραφία πολύ παλιά, με φαγωμένο χαρτόνι. Είναι μια συντροφιά άντρες. Μου δείχνει με τρε­μάμενη στοργή έναν καθιστό εκεί δεξιά, με γένεια, έναν ιερωμένο...


. Κάτι από όσα μαντεύω, κάτι από αυτά πού θα μάθω αρ­γότερα, είναι ό πατέρας της. Πατέρας κα­λόγερος, κόρης καλογριάς. Κάποια μέρα, ό άνθρωπος αυτός ξέκοψε από το σπίτι του —ένας Θεός ξέρει γιατί— το απαρνή­θηκε, παράτησε τον κόσμο και πήγε να καλογερέψει στον "Αθω. Και ή κόρη του, πού καλογέρεψε αργότερα κι αυτή, έζησε πια με τον καϋμό του μακρυνοϋ αύτοΰ πατέρα και με τ' όνειρο της χώρας οπού βρισκόταν το μοναστήρι του..."Εχουμε κατορθώσει τώρα να καταλα­βαινόμαστε μέσες-άκρες. Γελαστή,συνά­ζει από το μνημονικό της τα λίγα ελληνικά πού διδάχτηκε από τον πατέρα της καϊ μου τ' αραδιάζει: «Καλημέρα - καλησπέ­ρα. Χριστός Ανέστη». Το τελευταίο τοΰτο μου το λέει ολάκερο ελληνικά, χαριτω­μένα λαθεύοντας από τη μέση καϊ πέρα. Τέλος τα μάτια της γεμίζουν έκσταση και με ρωτάει: «—Έχει πάντα λεμονιές στην Ελλάδα;» Της αποκρίνομαι πώς ναι, έχει πάντα λεμονιές. «—Εδώ δεν έχει», μου κάνει με θλίψη ανεξήγητη.Ποιος ξέρει τί σύμβολο αιώνιας άνοι­ξης, άνέσπερης ευδαιμονίας, να έχουν γί­νει γι' αυτήν ο! λεμονιές, πού δεν άνθισαν ποτέ για το μέτωπο της. Παίρνει πάλι τη φωτογραφία, τη σφίγγει πάνω στον κόρ­φο της, προσκυνάει βαθειά για να με κα­ληνυχτίσει και πάει μέσα, να κρύψει το θησαυρό της. Το φαγωμένο αυτό - εκεί χαρτόνι φαίνεται να είναι ό,τι πιο αγαπη­μένο μπόρεσε ν' αποκτήσει στο μάκρος μιας άγονης ζωής.


Τ' άλλο πρωί έγερση με τον όρθρο. Φεύγουμε. Ό οδηγός του αυτοκινήτου μας, πού πήγε να πάρει τις βαλίτσες μας από τα δωμάτια μας, έρχεται χωρίς να μου φέρει το καπέλλο μου. Ή γριούλα δεν το έδινε, θέλει λέει να πάω μόνος μου να το πάρω.Σπρώχνω τη σανιδένια καγκελόπορτα του φράχτη κι ανεβαίνω τα λίγα σκαλοπά­τια. Στόν προθάλαμο, μου παρουσιάζεται ή 'ίδια. "Εχει βάλει τώρα τα καλά της, φό­ρεσε και τ' όμορφο έκείνο μικρό καλλυ-μαύκι, κι από πάνω την καλύπτρα της. Όπως ήταν τότε πού έπαιρνε κι αυτή μέ­ρος στη ζωή του μοναστηρίου.Σκύβω να της φιλήσω το χέρι, όμως προλαβαίνει και σκύβει εκείνη πρώτη, μου φιλάει το δικό μου, δυο φορές. Κατε­βαίνω αργά τα σκαλοπάτια πού πάνε στον κήπο. Και γυρίζοντας πίσω το κεφά­λι μου, τη βλέπω να έχει βγεΐ στό κεφαλόσκαλο, να στέκεται έκεΐ στο αψύ αγιάζι του βουνίσιου όρθρου και να με θωρεϊ πού φεύγω. Είναι σαν ένας ίσκιος, φρύγανο πού έτσι να κάνει ό πρωινός άνεμος θα το πάρει. Για τελευταία φορά μου φωνάζει ελληνικά: — «Χριστός Ανέστη!» και γνέ­φει με τ' αχνό, βασανισμένο από την αρ­ρώστια χεράκι της.Γριούλα καλόγρια της Μολδαβίας, δε θα σε ξαναδώ σε τούτη τη ζωή. Όμως όταν θ' ακούω να γλυκοσημαίνουν οί κα­μπάνες του εσπερινού, όταν κάπου θα μοΰρχεται μυρωδιά από βουνό νυχτωμέ­νο, πού λιβανίζει δροσερά κάτω από τ' αστέρια, θα οέ θυμάμαι. Γύρω σου, οί άν­θρωποι αναταράζονται, δέρνονται, βουίζουν, βάζουν προβλήματα, τα μπλέκουν,πιάνονται ατά χέρια, σκοτώνονται. Έσύ στέκεσαι εκεί, όρθια, και λυώνεις. Άργοκαίγεσαι μέσα στην ερημιά του βουνού, λαμπάδα πού ό άνεμος δέν τη σβύνει, ό καϋμός δεν τη λυγίζει, στέρεα, ταπεινή. Στό στερεμένο στήθος σου δίνει την αιώ­νια μάχη της ή λαχτάρα του ανθρώπου για συνεννόηση, επικοινωνία. Γριούλα καλό­γρια της Μολδαβίας, με δίδαξες πώς οϊ ανθρώπινες ψυχές ψάχνονται να συναντηθούν απελπισμένα μέσα στην ερημιά του κόσμου τούτου, άποζητιόνται, διψάνε να ψηλαφιστούν κάτω από το τρυφερό καϊ ματωμένο λάβαρο της αγάπης. Δέο­μαι, γριούλα καλόγρια τήςΜολδαβίας, ν' απαντήσεις έτσι καθώς σε γνώρισα, χαμο­γελαστή, και τον αφέντη το Χάρο, σαν έρθει ή ώρα. Δίχως έναν ίσκιο πάνω στο φρύδι σου το γαληνό.Χριστός Ανέστη!-

Από το βιβλίο του "Αγγέλου Τερζάκη Προσανατολισμός στον αίώνα, Αθήνα 1983, Εκδόσεις των Φίλων

www.proskynitis.blogspot.com

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΗΣ ΣΙΧΛΑ(+7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ)



site analysis

Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΗΣ ΣΙΧΛΑ

Η είσοδος στο σπήλαιο όπου έζησε η αγία 40 χρόνια


Η Οσία Θεοδώρα γεννήθηκε το 1650 στην κοινότητα Βινατόρι νομού Νεαμτς της Ρουμανίας .Παντρεύτηκε αλλά δεν έκανε παιδιά.Η μοναχική της κουρά έγινε στη μονή Βαρζαρέστι του Μπουζάου.Μετά την εισβολή των Τούρκων στην περιοχή η Οσία Θεοδώρα μαζί με την ηγουμένη Παισία κρύφτηκαν στα βουνά της Βράντσεα.
Όταν πέθανε η ηγουμένη,η Οσία Θεοδώρα αποτραβήχτηκε στα βουνά του Νεάμτς.Με την ευλογία του ηγουμένου της Σιχαστρίας αποτραβήχθηκε σε ερημική περιοχή κοντά στην Σκήτη Σίχλα σε μία σπηλιά όπου ασκήτεψε 40 χρόνια.Εκεί εκοιμήθη.Το λείψανό της έμεινε στο σπήλαιο μέχρι το 1830 όταν η οικογένεια του ηγεμόνος Μιχαήλ Στούρζα τοποθέτησε το άφθαρτο λείψανο σε μια λάρνακα και ετέθησαν προς προσκύνηση στον ναό της Σκήτης Σίχλα την οποία πρόσφατα είχε ανακαινίσει ο ηγεμόνας
Το 1856 αυτή η οικογένεια εδώρησε τα λείψανά της στην Μονή Πέτσερσκα στο Κίεβο σε αντάλλαγμα κάποιων ιερατικών και αρχιερατικώναμφίων.Τώρα το άφθαρτο λειψανοτης Οσίας Θεοδώρας από τη Σίχλα βρίσκονται στη Μονή των Σπηλαίων(Λάυρα Πετσέρσκα).Η μνήμη της τιμάται στις 7 Αυγούστου
πηγη.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Αγία Φιλοθέη του Άρτζες Ρουμανίας [7 Δεκεμβρίου]



site analysis


agia filotheh toy artzes 01

Η Αγ. Φιλοθέη του Άρτζες γεννήθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα στην πόλη Τίρνοβο στα νότια του Δούναβη από γονείς απλούς και αγράμματους. Η μητέρα της προέρχονταν από το γένος των Βλάχων. Ήταν γυναίκα πολύ πιστή και ελεήμων, και την δίδαξε την αγάπη προς τον Θεό και την Εκκλησία, την ελεημοσύνη στους πτωχούς, την προσευχή και όλα τα χριστιανικά καθήκοντα.. Έμεινε ορφανή από μάνα από πολύ μικρή.
Πράγματι, μεγαλώνοντας η κόρη της προόδευε στην αρετή και την αγάπη προς τους πτωχούς και τους πάσχοντας. Ο πατέρας της ασχολούνταν με την καλλιέργεια των χωραφιών. Είχε χριστιανική πίστη αλλά ήταν ανενέργητη. Μετά το θάνατο της γυναίκας του παντρεύτηκε μια γυναίκα άσπλαχνη και αλαζονική.
Η μικρή Φιλοθέη δεν έλειπε ποτέ από το ναό, ήταν σιωπηλή, αγαπούσε πολύ τους φτωχούς και το Χριστό. Οι νηστείες της και οι καλοσύνες της εξόργιζαν την μητριά της Υπέφερε πολλά από τη μητριά της υπομένοντας καρτερικά τις βρισιές και το ξύλο. Τίποτα όμως δε μπορούσε να την εμποδίσει από τις ελεημοσύνες της.
Η μητριά της, της είχε αναθέσει να παίρνει φαγητό στον πατέρα της που εργάζονταν στο χωράφι. Εκείνη όμως το μοίραζε στους φτωχούς .Αυτό επαναλήφθηκε πιο πολλές φορές. Ένα βράδυ που επέστρεψε ο πατέρας της κουρασμένος και νηστικός, ερώτησε την γυναίκα του, εάν του έστειλε φαγητό, και εκείνη του είπε ότι του έστειλε με το κορίτσι του.
Την επόμενη μέρα ο πατέρας της παραφύλαξε σε ένα τόπο για να δει τι το κάνει το φαγητό η κόρη του, όταν φεύγει από το σπίτι. Όταν λοιπόν την είδε να το μοιράζει στους φτωχούς, όρμησε με ένα ρόπαλο κατεπάνω της. Την έδεσε με σχοινιά, την κτυπούσε και την τσαλαπατούσε με τα πόδια του. Την ώρα εκείνη, η παρθένος Φιλοθέη παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό, σε ηλικία μόλις 11 ετών. Ήταν 7 Δεκεμβρίου του 1218 μ.Χ.
Ο παιδοκτόνος μετά το έγκλημά του, στην προσπάθειά του να κρύψει το σώμα του θύματος, διαπίστωσε ότι ήταν υπερφυσικά βαρύ! Το άφησε και πήγε στο Τύρνοβο, όπου παραδόθηκε στις αρχές. Ειδοποιήθηκε και ο Μητροπολίτης, ο οποίος με συνοδεία πολλών ιερέων και πλήθους χριστιανών ήλθαν στον τόπο του συμβάντος που βρισκόταν το σώμα της Μάρτυρος.
Στην προσπάθειά τους να μετακινήσουν το Ιερό Λείψανο στάθηκε αδύνατον. Καταλαβαίνοντας ότι η θέληση της ήταν να την πάρουν σ’ άλλον τόπο και όχι στο Τίρνοβο, άρχισαν να ονομάζουν όλα τα μοναστήρια και τις εκκλησίες που βρίσκονταν στα δεξιά και αριστερά του Δούναβη. Αφού τελείωσαν την μνημόνευση των ιερών καθιδρυμάτων της Βουλγαρίας και το Λείψανο παρέμεινε ασήκωτο, άρχισαν να μνημονεύουν Μοναστήρια και Εκκλησίες της Ρουμανίας. Όταν μνημόνευσαν το όνομα του ναού του Αγίου. Νικολάου της μονής Κουρτέα της πόλεως Άρτζες το σώμα της ελάφρυνε πολύ, περισσότερο ακόμη και από το φυσικό του βάρος. Τότε, όλοι γνώρισαν ότι είναι θέλημά της να μεταφερθεί στην Μονή εκείνη, μακριά από την πατρίδα της.
Κατ’ αρχάς, μετέφεραν το Λείψανό της με τιμές και θυμιάματα στην μητροπολιτική εκκλησία του Τυρνόβου. Κατόπιν, ειδοποίησαν τον ηγεμόνα της Ρουμανικής Χώρας Ράδο τον Μέγα, ότι η Αγία Φιλοθέη, επιθυμεί να έλθει στην Ρουμανία. Ο ηγεμών Ράδος, με όλο τον κλήρο, τους αυλικούς και πλήθος λαού εξήλθε στον Δούναβη ποταμό, για να προϋπαντήσει και παραλάβει το ιερό αυτό θησαύρισμα. Το μετέφερε στην εκκλησία ναού του Αγίου. Νικολάου της μονής Κουρτέα της πόλεως Άρτζες όπου ευαρεστήθηκε να κατοικήσει η Αγία και εκεί παραμένει μέχρι σήμερα προς μεγάλη παρηγοριά του ευσεβούς ρουμανικού λαού.

agia filotheh toy artzes 02

Η Αγία Φιλοθέη, δοξάσθηκε από τον Θεό, με το χάρισμα της θαυματουργίας και αφθαρσίας του σώματός της. Σήμερα, το Ιερό της Λείψανο, τοποθετημένο σε μικρή αργυρά θήκη, ευρίσκεται στο παρεκκλήσιο της Γεννήσεως της Θεοτόκου, επειδή η μεγάλη ηγεμονική εκκλησία διατηρείται ως ιστορικό και εκκλησιαστικό μνημείο. Το Λείψανο της Αγίας Μάρτυρος Φιλοθέης, είναι μια αστείρευτη πηγή ιάσεων, ένας ανάργυρος ιατρός του ορθοδόξου ρουμανικού λαού. Ιδιαίτερα θεραπεύονται ασθενείς από επιληψία.

Πηγή: («Οδοιπορικὸ της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας», σελ. 255-257, εκδόσεις ΑΘΩΣ, Πειραιεάς 1986) Ορθόδοξη Παραδοσιακή Οικογένεια

Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΗΣ ΣΙΧΛΑ(+7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ)



site analysis


Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΗΣ ΣΙΧΛΑ

Η είσοδος στο σπήλαιο όπου έζησε η αγία 40 χρόνια


Η Οσία Θεοδώρα γεννήθηκε το 1650 στην κοινότητα Βινατόρι νομού Νεαμτς της Ρουμανίας .Παντρεύτηκε αλλά δεν έκανε παιδιά.Η μοναχική της κουρά έγινε στη μονή Βαρζαρέστι του Μπουζάου.Μετά την εισβολή των Τούρκων στην περιοχή η Οσία Θεοδώρα μαζί με την ηγουμένη Παισία κρύφτηκαν στα βουνά της Βράντσεα.
Όταν πέθανε η ηγουμένη,η Οσία Θεοδώρα αποτραβήχτηκε στα βουνά του Νεάμτς.Με την ευλογία του ηγουμένου της Σιχαστρίας αποτραβήχθηκε σε ερημική περιοχή κοντά στην Σκήτη Σίχλα σε μία σπηλιά όπου ασκήτεψε 40 χρόνια.Εκεί εκοιμήθη.Το λείψανό της έμεινε στο σπήλαιο μέχρι το 1830 όταν η οικογένεια του ηγεμόνος Μιχαήλ Στούρζα τοποθέτησε το άφθαρτο λείψανο σε μια λάρνακα και ετέθησαν προς προσκύνηση στον ναό της Σκήτης Σίχλα την οποία πρόσφατα είχε ανακαινίσει ο ηγεμόνας
Το 1856 αυτή η οικογένεια εδώρησε τα λείψανά της στην Μονή Πέτσερσκα στο Κίεβο σε αντάλλαγμα κάποιων ιερατικών και αρχιερατικώναμφίων.Τώρα το άφθαρτο λειψανοτης Οσίας Θεοδώρας από τη Σίχλα βρίσκονται στη Μονή των Σπηλαίων(Λάυρα Πετσέρσκα).Η μνήμη της τιμάται στις 7 Αυγούστου.
ΠΗΓΗ.proskynitis

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Η μάρτυς του 21ου αιώνα Ντανιέλα



site analysis





του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ: Όλοι μπορούμε να φανταστούμε πόσο τρομερός είναι ένας αποκεφαλισμός ή ένας πολύωρος βασανισμός, μαρτύρια δηλαδή που υπέφερε διαχρονικά ένα νέφος μαρτύρων της Εκκλησίας μας. Κι όμως, χωρίς να θέλουμε ούτε στο ελάχιστο να μειώσουμε το στέφανο αυτών των μαρτύρων, πολύ πιο επώδυνη είναι η πολύχρονη βασανιστική μαρτυρία, που, ιδίως τα τελευταία χρόνια, με τη “βοήθεια” και της επιστήμης μπορεί να γίνει φρικωδέστερη και βασανιστικότερη. Η σύγχρονη επιστήμη μπορεί να μετατρέψει το βασανισμό του σώματος αλλά και του πνεύματος σε πολύχρονη διαδικασία, που μπορεί να “ικανοποιήσει” και τους πιο σαδιστές ανάμεσα στα κάθε λογής υποχείρια του διαβόλου. Ίσως γι΄αυτό λέγεται ἀπό τους εκκλησιαστικούς Πατέρες ότι οι μάρτυρες των εσχάτων καιρών, της εποχής του Αντιχρίστου, θα είναι ίσως, οι μεγαλύτεροι της υπερδισχιλιετούς ιστορίας της αγωνιζόμενης Εκκλησίας.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΝΤΑΝΙΕΛΑΣ: Αυτό το ευώδες άνθος του Λειμώνα των Μαρτύρων άνθισε στη Ρουμανία το 1967. Από μικρή ηταν πολύ κοντά στο Θεό. Όταν έβγαινε από το σχολείο της, περνούσε πάντοτε από την εκκλησία. Γι’ αυτό ο πατέρας της, ένας άθεος γιατρός, κατά το τότε επικρατόν σύστημα της χώρας, τήν μάλωνε σκληρά με λόγια όπως: «Πού ήσουν; Όλη μέρα στην εκκλησία πας με τους παπάδες σου; Τι σου πρόσφερε ο Θεός;» Κι εκείνη δεν του απαντούσε, απλώς και μόνο δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Ήταν γενικά ευλαβής και προσευχόταν πολλές ώρες. Όταν τέλειωσε το Λύκειο, δεν θέλησε να πάει στον καθιερωμένο σχολικό χορό. Η καθηγήτριά της τήν παρακαλούσε να πάει κι αυτή μαζί τους, ενώ εκείνη ευγενικά σε όλους απαντούσε: «Δεν μπορώ. Ξέρετε ότι σας αγαπώ όλους πολύ, μα συγχωρήστε με, δε μπορώ να έρθω στο τραπέζι». Είχε χαρακτήρα πράο καί ήταν καλή με όλους. Βοηθούσε τους συμμαθητές της, ενώ συχνά καθόνταν ξάγρυπνη τη νύχτα κι έγραφε γι’ αυτούς! Είχε πάντα πολύ καλές επιδόσεις και στο σχολείο της και αρφγότερα στο Πανεπιστήμιο. Ήταν ακόμη πολύ εργατική. Όλα τα ρούχα της τα έραβε μόνη της. Πνευματικό πατέρα είχε τον πατέρα Σοφιανό από τη μονή Αντίμ.
 
ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ: Όταν ήταν φοιτήτρια περιποιούνταν μία παράλυτη γριά ξεχασμένη από συγγενείς και φίλους, την κυρα-Ιωάννα. Η Ντανιέλα πήγαινε καθημερινά, το πρωί, πριν το μάθημα στη Σχολή της, αλλά και το βράδυ. Εκείνη κατοικούσε αρκετά μακριά κι ο κόπος της ήταν μεγάλος. Την έπλενε, την περιποιούνταν, της έκανε τα ψώνια, της τραγουδούσε, της διάβαζε και γενικά έφερνε μεγάλη χαρά στην ψυχή της γριάς. Κάποτε κάποιος χτύπησε άδικα την οσία Ντανιέλα αν και ήταν αθώα. Αφού υπέμεινε σιωπηλά το ξύλο, γονάτισε και φίλησε το πόδι αυτού που με τόση αγριότητα την είχε χτυπήσει! Ήταν γενικά πολύ πράος χαρακτήρας, πραγματικός αμνός του Θεού καί ελεούσε τους ἄλλους. Ποτέ δεν κατηγορούσε κανέναν και πάντα έριχνε τό φταίξιμο στον εαυτό της!
 
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΓΑΜΟ: Η οικογένειά της προσπαθούσε να την πείσει να παντρευτεί, μα εκείνη πάντα απαντούσε: «Όχι, όχι, θέλω νά μείνω με το Θεό». Μα εκείνοι της αντέτειναν: «Μπορείς να είσαι με το Θεό και παντρεμένη». Κι εκείνη απαντούσε με το εξής απλό επιχείρημα: “Ναι, αλλά αν θά παντρευτώ σημαίνει ότι θα βάλω λίγο το Θεό στην άκρη κι εγώ δεν το θέλω αυτό. Θέλω να δώσω όλο μου το είναι σ' Εκείνον!”. Κάθε νύχτα η Ντανιέλα συνέχιζε να προσεύχεται πολλές ώρες και δεν έπεφτε να κοιμηθεί χωρίς να κάνει τον κανόνα της. Τ΄ αδέλφια της τήν μάλωναν και την περιγελούσαν: “Τι σου δίνει ο Θεός σου, τι μας ζαλίζεις με τους παπάδες σου, τί σου δίνει η πίστη σου; Αφού ο πατέρας σου δίνει φαγητό. Γιατί πήγες στο πανεπιστήμιο, για να μπεις μια μέρα στο μοναστήρι;”
 
ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ: Πραγματικά, όταν τελείωσε το πανεπιστήμιο πήγε στό μοναστήρι. Ο πατέρας της τήν έψαχνε πολύ καιρό και, αφού την ανακάλυψε, την έφερε στο σπίτι βίαια και τη χτύπησε φριχτά. Μετά από πολλές μέρες, την τελευταία βραδιά πριν την τελευταία αναχώρησή της γιά τό μοναστήρι, έκλαψε προσευχόμενη ασταμάτητα. Έκανε χίλιες μετάνοιες ζητώντας φωτισμό από την Παναγία.
Ξημερώματα αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε πήρε την εικονίτσα τη Θεοτόκου που της είχε χαρίσει ο πνευματικός της, έκανε το σταυρό της, φίλησε τήν εικονίτσα και, αποφασισμένη, μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε. Έπειτα έδωσε ένα γράμμα σε μία φίλη της για να το δώσει στον π. Σοφιανό, τον Γέροντά της. Αυτό έλεγε: “Πάτερ, είδα στο όνειρό μου την εικόνα της Παναγίας. Την είδα να ζωντανεύει και η Παναγία με κοίταζε προσεχτικά. Εγώ τη ρώτησα τι να κάνω. Τότε είδα ότι με κοίταζε με πολύ πόνο. Και είδα δάκρυα στο μάγουλό της. Ξαφνικά άπλωσε τά χέρια της να προσευχηθεί καί ένα δάκρυ έσταξε στο χέρι μου. Όταν μ΄ ακούμπησε το δάκρυ Της, ξύπνησα αοφασίζοντας να φύγω”. Και πράγματι έφυγε. Στο δρόμο του Σταυρού, στο δρόμο του Σωτήρος Χριστού.
 
ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Όμως ο πατέρας της τή βρήκε και πάλι. Όταν την έφερε από το μοναστήρι τη χτύπησε και πάλι άγρια. Τη φορά αυτή της έσχισε την μοναχική ενδυμασία μ΄ ένα ψαλίδι και την πέταξε στα σκουπίδια. Αρπάζοντάς της το σταυρό από το λαιμό της, της φώναξε: “Οι παπάδες σου και η εκκλησία...”. Τότε εκείνη λιποθύμησε. Όταν συνήλθε είπε στον πατέρα της: “Σε παρακαλώ, άφησέ μου τουλάχιστον τις εικόνες, δε μπορώ να ζήσω χωρίς αυτές!”. Κι εκείνος, έβαλε τις εικόνες κάτω, τις ποδοπάτησε και στη συνέχεια τις εξαφάνισε. Κι η Ντανιέλα θαρετά του είπε: “Πάρ΄τα μου όλα, μα την ψυχή δε μπορείς να μου τήν πάρεις”. Κι από τότε προσευχόνταν μόνο έτσι: “Παναγία, βοήθησέ με, Κύριε Ιησού Χριστέ μη με αφήνεις”. Βλέποντας ο πατέρας της ότι δε μπορεί να την απομακρύνει από την ορθόδοξη πίστη, σκέφτηκε κάτι πραγματικά σατανικό. Βρήκε κάποιους συναδέλφους του γιατρούς οι οποίοι έβγαλαν “διάγνωση” που αποφαινόταν πως η Ντανιέλα πάσχει από: “παρανοϊκή σχιζοφρένεια συνοδευόμενη από μυστικιστικό ντελίριο!”. Μέχρι το τέλος της μαρτυρικής της ζωής ήταν υποχρεωμένη να παίρνει φάρμακα “για να ησυχάσει!”. Τα δύο τελευταία χρόνια της σύντομης ζωής της τα πέρασε στο νοσοκομείο με σωληνάκια στη μύτη. Εξαιτίας των ψυχοφαρμάκων ήταν σχεδόν πάντα αναίσθητη! Ο πατέρας της τή φύλαγε νυχθημερόν μην τυχόν κι έρθει σε επαφή με πιστά πρόσωπα.
 
ΣΤΑΣ ΑΙΩΝΙΟΥΣ ΜΟΝΑΣ: Η ακινησία της στο κρεββάτι και τα φάρμακα που της έδινε ο ψυχίατρος της προκάλεσαν παράλυση και απόφραξη του εντέρου [ειλεός]. Έτσι βασανιζόμενη πέθανε την Μεγάλη Τρίτη, στις 6 Απριλίου 2004. Η αναχώρησή της για τις αγκάλες του αγαπημένου της Κυρίου συνέβη περίπου στις 22.00. Επειδή ο πατέρας της δε θα δεχόταν να έρθει ιερέας, κατά θαυμαστό τρόπο έμαθε για το θάνατό της ένας ιερέας, ο π. Κωνσταντίνος, και στις 23.00 τέλεσε την ακολουθία εις κεκοιμημένους. Ο πατέρας της “έτυχε” για πρώτη φορά να λείπει, αν και προηγουμένως τον είχαν δει να περιφέρεται στο νοσοκομείο.
 
ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΝ ΤΟΙΣ ΑΓΙΟΙΣ ΑΥΤΟΥ: Στον τάφο της οσίας σύντομα άρχισαν να γίνονται θαύματα. Το πρώτο θαύμα έγινε την Τετάρτη 12 Μαΐου 2004. Ένας νέος που επί οκτώ χρόνια έπασχε από “ανίατη” για τους γιατρούς νόσο θεραπεύτηκε. Τον ίδιο χρόνο, έκανε καλά έναν φοιτητή που έπασχε από μία ασθένεια των αγγείων και την επόμενη χρονιά, έναν νεαρό που είχε κρίση σκωληκοειδίτιδος [περιτονίτις]. Ο τάφος της οσίας Ντανιέλας βρίσκεται στό κοιμητήριο Αντρονάκε στή συνοικία Κολεντίνα στό Βουκουρέστι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ιοάν Βλαντούκα, περιοδικό ATITUDINI: Η μάρτυς Ντανιέλα από το Βουκουρέστι.