Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023
Οσία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη (27 Μαρτίου)
Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022
Τη Ι΄ (10η) Μαρτίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Πατρικίας.
Αναστασία η Οσία Μήτηρ ημών, η Πατρικία, ήκμασεν εν Κωνσταντινουπόλει κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού Α΄ του Μεγάλου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη φκζ΄ - φξε΄ (527 – 565). Κατήγετο δε η μακαρία εξ ευγενών και πλουσίων γονέων, παρά των οποίων και ανετράφη με πάσαν επιμέλειαν και φόβον Θεού. Όθεν και όταν ήλθεν εις ηλικίαν απελάμβανε μεγάλης εκτιμήσεως δια την προς τον Θεόν ευλάβειαν και την φιλάνθρωπον αυτής γνώμην, διο και ο βασιλεύς εκτιμών τας αρετάς της είχεν αναδείξει αυτήν πρώτην πατρικίαν του Παλατίου. Παρ’ όλας όμως τας τιμάς, τας οποίας απελάμβανεν, είχεν η μακαρία τον φόβον του Θεού εν τη καρδία της και εφύλαττε μετά πάσης επιμελείας τας εντολάς του Θεού.
Είχεν ακόμη η αοίδιμος Αναστασία φυσικήν ανδρείαν και πολλήν πραότητα, ώστε όλοι οι φιλόθεοι Χριστιανοί έχαιρον δια τας αρετάς της, ως και αυτός ο ίδιος ο βασιλεύς Ιουστινιανός. Επειδή δε ο των ζιζανίων σπορεύς διάβολος συνηθίζει να φθονή πάντοτε και να κατηγορή το καλόν και την αρετήν και δεν αφήνει να έχωσιν ανάπαυσιν και ειρήνην οι εν αρετή ζώντες, τούτου ένεκα και η μακαρία αύτη Αναστασία εφθονήθη υπό της βασιλίσσης δια τας αρετάς της.Με τοιούτους λοιπόν αγώνας αγωνισαμένη έγινε σκεύος και κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος. Προγνωρίσασα δε τον θάνατον και την προς Κύριον εκδημίαν αυτής, έγραψεν επί κεράμου προς τον Γέροντα Δανιήλ ταύτα· «Συμπαραλαβών τον αδελφόν, όστις φέρει εις εμέ το ύδωρ και τα εργαλεία, όσα είναι επιτήδεια προς κατασκευήν τάφου, ελθέ ταχέως ίνα ενταφιάσης το τέκνον σου, Αναστάσιον τον ευνούχον». Ταύτα αφού έγραψεν, άφησεν έξω της θύρας του σπηλαίου. Εις δε τον Όσιον Δανιήλ απεκαλύφθησαν ταύτα υπό του Θεού, δια νυκτερινής οπτασίας και λέγει προς τον μαθητήν του· «Σπεύσον, αδελφέ, εις το σπήλαιον, όπου κατοικεί ο αδελφός ημών Αναστάσιος ο ευνούχος και ερευνών έξω του σπηλαίου του, θα εύρης κέραμον γεγραμμένην, την οποίαν λάβε και επίστρεψον κατεσπευσμένως προς ημάς». Αφ’ ου λοιπόν ο αδελφός έφερε την κέραμον, ανέγνωσεν ο Γέρων τα γράμματα και εδάκρυσεν. ‘Επειτα συμπαραλαβών τον αδελφόν και τα επιτήδεια εργαλεία έδραμεν εκεί και ανοίξαντες το σπήλαιον, εύρον τον μακάριον Αναστάσιον θερμαινόμενον. Προσπεσών δε εις αυτόν ο Γέρων, έκλαυσε λέγων· «Μακάριος είσαι, αδελφέ Αναστάσιε, διότι φροντίζων και ενθυμούμενος την ώραν ταύτην του θανάτου, κατεφρόνησας βασιλείαν επίγειον. Εύξαι λοιπόν υπέρ ημών προς τον Κύριον». Είπε δε προς αυτόν η μακαρία· «Εγώ, Πάτερ, έχω μάλλον ανάγκην πολλών ευχών εν τη ώρα ταύτη». Ο Γέρων τότε απεκρίθη· «Εάν εγώ απέθνησκον πρότερον, βεβαίως έμελλον να παρακαλέσω τον Θεόν υπέρ σου». Εγερθείσα τότε η μακαρία και καθήσασα εις ψιάθιον κατεφίλησε την κεφαλήν του Γέροντος και ήρχισε προσευχομένη. Λαβών δε ο Γέρων τον μαθητήν του, τον έρριψεν εις τους πόδας αυτής ειπών· «Ευλόγησον το τέκνον σου και μαθητήν μου». Η δε Αγία καταφιλήσασα αυτόν είπε· «Θεέ των Πατέρων μου, όστις παρίστασαι εις εμέ εν τη ώρα ταύτη, ίνα με χωρίσης από του σώματος τούτου, Συ, Κύριε, ο ειδώς πάντα τα διαβήματα και τας οδοιπορίας του αδελφού τούτου, τας ανόδους και επανόδους του εις το σπήλαιον τούτο, δια το όνομά σου και δια την εμήν ασθένειαν και ταλαιπωρίαν, Συ ανάπαυσον το πνεύμα των Αγίων Πατέρων εις αυτόν, καθώς ανέπαυσας και το πνεύμα του Ηλιού εις τον Ελισσαίον». Στραφείσα είτα η Αγία προς τον Γέροντα λέγει· «Δια τον Κύριον, Πάτερ, μη με εκδύσετε τα ενδύματα, τα οποία είμαι ενδεδυμένη, μηδέ άλλος τις να γνωρίζη τα κατ’ εμέ». Κοινωνήσασα δε των Θείων Μυστηρίων λέγει· «Δότε μοι την εν Χριστώ αγάπην και εύξασθε υπέρ εμού». Αναβλέψασα δε εις τα δεξιά, είδε τους Αγίους Αγγέλους ερχομένους και λέγει προς αυτούς· «Καλώς ήλθατε». Ευθύς τότε έλαμψε το πρόσωπον αυτής εν είδει φλογός. Έπειτα ποιήσασα το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το στόμα της, είπε: «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Και ταύτα ειπούσα, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Αφ’ ου δε έκλαυσαν ο Γέρων και ο μαθητής του, ώρυξαν τάφον έμπροσθεν του σπηλαίου. Εκδυθείς δε ο Γέρων το ένδυμά του, λέγει προς τον μαθητήν αυτού· «Ένδυσον, τέκνον, τον αδελφόν δια του ενδύματος τούτου επάνω από τα ιδικά του ενδύματα». Όταν δε ενέδυεν ο αδελφός την μακαρίαν, εφάνησαν εις αυτόν οι μαστοί της ως φύλλα κατεξηραμμένα, αλλά δεν είπε περί τούτου τίποτε εις τον Γέροντα. Γράφεται δε και τούτο εις τον Παράδεισον των Πατέρων· Ότι αφού ενεταφίασαν αυτήν, είπεν ο Γέρων εις τον μαθητήν του· «Ας καταλύσωμεν σήμερον την νηστείαν και ας ποιήσωμεν αγάπην επί του Γέροντος» και κοινωνήσαντες, εύρον αυτόν έχοντα ολίγα παξιμάδια και ολίγα βρεκτά όσπρια και έφαγον. Λαβόντες δε την σειράν (σειρά=βλαστοί φοινίκων στριμμένοι σχοινοειδώς. Δια της σειράς επλέκοντο ύστερον αι σπυρίδες, ήτοι ζεμπίλια, καλάθις κ.λ.π.), και την σπυρίδα, την οποίαν ειργάζετο η μακαρία, ανεχώρησαν, ευχαριστούντες τον Θεόν.
Τετάρτη 2 Μαρτίου 2022
Τη Β΄ (2α) Μαρτίου, της Αγίας Παρθενομάρτυρος ΕΥΘΑΛΙΑΣ ξίφει τελειωθείσης.
Ευθαλία η Αγία Παρθενομάρτυς του Χριστού έζη εν Σικελία έχουσα μητέρα αιμορροούσαν, καλουμένην και αυτήν Ευθαλίαν και ιατρευθείσαν εκ της ασθενείας ταύτης
υπό των Αγίων Μαρτύρων Αλφειού, Φιλαδέλφου και Κυπρίνου, ων η μνήμη εορτάζεται κατά την ι΄ (10ην) του Μαϊου και οίτινες φανέντες εις αυτήν κατ’ όναρ της είπον·
«Εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν και βαπτισθής, ασφαλώς θέλεις ιατρευθή και σωθή, εάν δε δεν πιστεύσης, φεύγε μακράν ημών».
Εξυπνήσασα δε η Ευθαλία επείσθη εις τους λόγους των Αγίων Μαρτύρων και πιστεύσασα εις τον Χριστόν εβαπτίσθη μετά της συνωνύμου θυγατρός της. Είχε δε αύτη υιόν ονομαζόμενον Σερμιλιανόν, υπό του οποίου βιαζομένη η μακαρία ολίγον έλειψε να πνιγή υπ’ αυτού, διότι επίστευσεν εις τον Χριστόν.
Αλλά λυτρωθείσα από των χειρών του δια της βοηθείας μιας υπηρετρίας της, έφυγεν.Σάββατο 27 Μαρτίου 2021
Οσία Ματρώνα η Ομολογήτρια η εν Θεσσαλονίκη (27 Μαρτίου)
Η Ὁσία Ματρώνα ἔζησε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Μαρτύρων τῶν πρώτων αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας μας, κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν.
Ὑπῆρξε ἀκόλουθος μιᾶς πλούσιας καὶ εὐγενοῦς Ἰουδαίας, μὲ τὸ ὄνομα Παντίλλα ἢ Παυτίλλα, ἡ ὁποία ἦταν σύζυγος τοῦ στρατοπεδάρχη τῆς Θεσσαλονίκης. Καθημερινὰ συνόδευε τὴν κυρία της στὴ συναγωγὴ τῆς πόλεως, ὅπου ὡστόσο δὲν πήγαινε ἡ ἴδια, διότι κρυφὰ κατέφευγε σὲ χριστιανικὸ ναό, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.
Μοιραῖα, ὅμως, ἐπειδὴ γιὰ πολὺ καιρὸ ἡ Ματρώνα ξεγελοῦσε τὴν κυρία της, μία λάθος κίνηση στάθηκε ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ ταυτότητά της. Σὲ μία ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, κατὰ τὴν ὁποία συνήθιζαν νὰ τρῶνε πικρὰ χόρτα καὶ ἄζυμα, ἡ Ματρώνα ἄργησε νὰ ἐπιστρέψει ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ ὅταν ἔφθασε στὴν συναγωγὴ γινόταν ἡ τελετὴ τῶν Ἐπιτιμίων.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς δούλους τῆς Παντίλλας κατήγγειλε ὅτι ἡ Ματρώνα ἦταν Χριστιανὴ καὶ ὅτι ἐξαπατᾶ τὴν κυρία της, φροντίζοντας κάθε φορὰ ποὺ αὐτὴ προσερχόταν στὴν συναγωγή, ἐκείνη νὰ πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία.
Αὐτὸ προκάλεσε τὴν ὀργὴ τῆς Παντίλλας, ποὺ δὲν δίστασε, ξεσπώντας σὲ κραυγές, νὰ τὴν κατηγορήσει ὅτι εἶναι ἐχθρικὴ πρὸς αὐτήν. Διέταξε ἀμέσως τὴν σύλληψή της καί, ἀφοῦ τὴν συνέλαβαν καὶ τὴν ἔδεσαν, ἄρχισαν νὰ τὴν μαστιγώνουν. Ἡ Ματρώνα, ὅμως, μὲ παρρησία δήλωσε ὅτι εἶναι Χριστιανὴ καὶ ὅτι, ἂν καὶ ἡ κυρία της ἐξουσίαζε τὸ σῶμα της καὶ τὴν ἴδια της τὴν ζωή, ὡστόσο δὲν μποροῦσε νὰ τὴν μεταπείσει σὲ ὅσα πίστευε.
Ἡ Παντίλλα, ἀφοῦ τὴν ἁλυσόδεσε, διέταξε νὰ τὴν φυλακίσουν καὶ νὰ σφραγίσουν τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ της. Ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, νωρὶς τὸ πρωί, πῆγε ἡ ἴδια νὰ δεῖ ἂν ἡ Ματρώνα ζεῖ. Ἔκπληκτη διαπίστωσε ὅτι εἶχε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμά της καὶ στεκόταν φωτεινὴ ψάλλοντας, χωρὶς νὰ ἔχει τὸ παραμικρὸ ἴχνος τραύματος καὶ βασανισμοῦ. Ἐξοργισμένη ἡ Παντίλλα διέταξε νὰ δέσουν πάλι τὴν Ματρώνα καὶ νὰ τὴν μαστιγώσουν ἀνηλεῶς. Ἐκείνη, ἔκπληκτη γιὰ τὴν ἰδιαίτερη σκληρότητα τῆς κυρίας της, τὴν ρώτησε γιατί τὴν βασάνιζε, ὀμολογώντας ὡστόσο τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Καταπονημένη ἀπὸ τὰ βασανιστήρια καὶ μὴν μπορώντας νὰ σταθεῖ στὰ πόδια της, ἡ Ματρώνα κλείσθηκε καὶ πάλι στὴν φυλακή.
Ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, ὅταν ἡ Παντίλλα ἐπισκέφθηκε τὸ κελὶ τῆς φυλακῆς τῆς Ἁγίας, ἀντίκρισε τὸ ἴδιο θέαμα. Τὴν Μάρτυρα ἀπελευθερωμένη ἀπὸ τὰ δεσμά της, μὲ τὸ ἴδιο φωτεινὸ πρόσωπο, παρὰ τὰ βασανιστήρια καὶ τὴν πεῖνα ποὺ ὑπέστη ἐπὶ δεκατέσσερις ἡμέρες. Τότε ἡ κυρία της, γεμάτη ὀργή, διέταξε νὰ δέσουν τὴν Ματρώνα σὲ δρύϊνα ξύλα καὶ νὰ τὴν βασανίσουν. Ἐξαντλημένη ἡ Ἁγία ἀπὸ τὶς μαστιγώσεις καὶ μὲ τὸ σῶμα της γεμάτο σημάδια, ψέλλισε μὲ ἀδύναμη φωνὴ λίγες λέξεις προσευχῆς καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα της.
Ἡ Παντίλλα διέταξε τότε κάποιον μὲ τὸ ὄνομα Στρατόνικος, νὰ τυλίξει τὸ λείψανο τῆς Ἁγίας σὲ δέρμα καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸ ρίξει ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως. Τὸ ἱερὸ λείψανό της τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια κοντὰ στὴν Λεωφόρο, δηλαδὴ τὴν Ἐγνατία ὁδό. Μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν, ὁ Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἀλέξανδρος πῆρε τὸ σκήνωμα τῆς Μάρτυρος καὶ τὸ μετέφερε μέσα στὴν πόλη καί, ἀφοῦ ἔκτισε ναό, τὸ ἀπέθεσε ἐντὸς αὐτοῦ.
Τὴν ἐποχὴ τῆς Φραγκοκρατίας, ὅμως, τὸ σκήνωμα τῆς Ἁγίας μεταφέρθηκε στὴν Βαρκελώνη καὶ ἐναποτέθηκε σὲ ναό, ποὺ καταστράφηκε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς Θεσσαλονίκης ὑπῆρχε καὶ μονὴ ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Ματρώνα.
Ἀπολυτίκιον – Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Γνώμην ἀήττητον, Ματρώνα φέρουσα, πίστιν τὴν ἔνθεον, ἄσυλον ἔσωσας, μὴ δουλωθεῖσα τὴν ψυχήν, Ἑβραίων τὴ ἀπηνεία ὅθεν ἀριστεύσασα, καὶ τὸν δόλιον κτείνασα, μυστικῶς νενύμφευσαι, τῷ Δεσπότῃ τῆς κτίσεως. Αὐτὸν οὒν ἐκτενῶς ἐκδυσώπει, πάσης ἠμᾶς ρυσθήναι βλάβης.