Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Μαρία Γλυμιδάκη – Μανωλαράκη η ηρωίδα απ’ το Μούλετε (Χρυσαυγή Κισσάμου) που επιβίωσε του Άουσβιτς




Είναι η ιστορία του κοριτσιού που πήγε αιχμάλωτη στο Άουσβιτς, επέζησε και μετά από πολλές περιπέτειες δραπέτευσε και επέστρεψε στο χωριό της, τη Χρυσαυγή Κισσάμου, περπατώντας. Τότε λεγόταν Μούλετε Κισσάμου.

  Όταν οι Γερμανοί έπεσαν στο χωριό της συνεννοήθηκαν οι κάτοικοι να κάνουν πως τους υποδέχονται για να στείλουν σήμα οι Γερμανοί στα επιτελεία τους πως τους υποδέχθηκαν σαν να ήταν «ιππότες εξ ουρανού» κατά Ρίχτερ, σήμερα. Μετά όμως την «υποδοχή» να τους εκτελέσουν όλους τους αλεξιπτωτιστές. Αυτό το έκαναν για να κερδίσουν χρόνο να εξαφανίσουν τα πτώματα.

  Έτσι πράγματι έγινε. Οι κάτοικοι του χωριού υπερασπιζόμενοι τα πάτρια εδάφη, την ελευθερία τους και την ανεξαρτησία τους, μετά την υποδοχή και τα κεράσματα, μετά το σήμα που έστειλαν καταχαρούμενοι για την υποδοχή οι αλεξιπτωτιστές, τους εκτέλεσαν όλους. Πήγαν σ’ ένα αμπέλι, άντρες και γυναίκες έσκαψαν λάκκους και τους έθαψαν. Έλα σου, όμως που πάντα υπάρχει ένας προδότης.

  Παρόλο που όλα έγιναν κρυφά από αυτόν, αυτός μόλις έμαθε τα γεγονότα έβαλε κάτω την μικρή αδελφή του και την έδερνε μέχρι που η κοπέλα ξέρασε αίμα. Την έσερνε και την υποχρέωσε να του δείξει το μέρος που θάψανε τους Γερμανούς. Πήγε στην Κομαντατούρ και τους υπέδειξε το μέρος της ταφής των πτωμάτων. Ήρθαν στο χωριό αγριεμένοι οι Γερμανοί, βρήκαν τα πτώματα και συνέλαβαν τον Δήμαρχο του χωριού και όσους άντρες βρήκαν για να τους πάνε για εκτέλεση.

  Η Μαρία εκείνη την ώρα ήταν στην κουζίνα τους και έπλενε τα πιάτα. Απ’ το παράθυρο είδε έναν Γερμανό να έχει πιάσει τον μικρό της αδελφό, περίπου 15 χρονών και να τον παίρνει. Η Μαρία άρπαξε ένα μαχαίρι όρμησε στον Γερμανό που πάλευε με τον αδελφό της και τον έσφαξε. Αλλά η σωτηρία δεν κράτησε πολύ. Τους συνέλαβαν και τους δύο οι Γερμανοί και τους έστειλαν στο Άουσβιτς.
Ο αδελφός της χάθηκε. Δεν έμαθαν ποτέ για την τύχη του. Η Μαρία μετά από πολλές περιπέτειες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατάφερε και δραπέτευσε. Γύρισε πίσω, περπατώντας. Έφτασε στο χωριό της. Στο χέρι της ήταν αποτυπωμένος ο αριθμός που είχε στο Άουσβιτς.

Παρόλο που είχαν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια, ο αρραβωνιαστικός της, την περίμεν. 
Έλεγε πάντα: «Η Μαρία θα γυρίσει». 
Και πράγματι, η Μαρία γύρισε και παντρεύτηκαν. Έκαναν οικογένεια και είναι απ’ τους ελάχιστους που κατόρθωσαν και διασώθηκαν απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η ιστορία της προβλήθηκε στην TV και αν δεν κάνω λάθος έγινε ντοκιμαντέρ. Η Μαρία Μανωλαράκη πέθανε πριν λίγα χρόνια.

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

Η Βάβω....


site analysis


(Φωτό Κώστας Μπαλάφας)

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

«Λάρωσε καλό μ’, λάρωσε παιδάκι μ’. Τώρα έρχεται η μάνα σ’». Αυτά τα λόγια άκουγε κανείς σε κάθε σχεδόν σπίτι. Ήταν η γιαγιά που για να «λαρώσει» το μωρό, να σταματήσει το κλάμα, το έπαιρνε στην αγκαλιά της και κουνώντας το, του έλεγε ρυθμικά και μελωδικά αυτοσχέδιους στίχους. Τα «ταχταρίσματα» ή τα «ταρνανίσματα» που έμοιαζαν με νανουρίσματα. «Ταχτιρτί του λέγανε και μου το παντρεύανε». «Κοιμήσου αγγελούδι μου, γλυκά με το τραγούδι μου». Αλάρωτη η γιαγιά μέχρι να κοιμήσ’ το κούτσ’κο. Πολλές φορές το είχε αγκαλιά της, στο ένα χέρι και ταυτόχρονα μαγείρευε, έπλενε και γενικά συγύριζε το σπίτι. 

Η γιαγιά, η Βάβω. Μοναδικός ο ρόλος της στο μεγάλωμα του παιδιού. Μιλάμε για τις πατριαρχικές - εκτεταμένες οικογένειες. Στο σπίτι αναγκαστικά έμεναν τρεις γενιές. Παππούδες, γονείς, παιδιά, εγγόνια. Έχουμε και λέμε: Οι γονείς στα χωράφια. Μάνα και πατέρας στα ζωντανά απ’ τα χαράματα ως το σούρουπο, «όντας η μέρα σώνεται και βασιλεύει ο ήλιος» ή πολλές φορές ως το βράδυ. Επομένως το σπίτι έμενε στα χέρια της γιαγιάς. Γιαγιά η μαγείρισσα, η νοικοκυρά, η παιδοκόμος κ.ο.κ. Η Βάβω, το ανεκτίμητο κεφάλαιο της ελληνικής κοινωνίας. Μοναδική η προσφορά της. 

Για όλα αυτά η βάβου, (βάβω, μπάμπω, βαβά και γιαγιά) 
ήταν το πρόσωπο της οικογένειας με το οποίο το παιδί δενόταν περισσότερο. Και μιλάμε για δέσιμο ζωής, αφού από αυτήν άκουγε τα πρώτα τραγούδια, τα παραμύθια και τις ορμήνιες. Η αγκαλιά της γιαγιάς ήταν και η καταφυγή του παιδιού, όταν έκανε ζαβολιές και κινδύνευε να χειροτονηθεί επισήμως από τη μητέρα του. Ο παππούς δεν βρισκόταν και πολλές ώρες στο σπίτι. Κι αν βρισκόταν δεν είχε καν λόγο, γιατί τα πάντα διαφέντευε η γιαγιά. 

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

Μαρία Παντίσκα: Η μαυροφορεμένη γυναίκα από το Δίστομο



Φθινόπωρο του 1944. Ο Ουκρανός φωτογράφος Ντμίτρι Κέσερ βρίσκεται στην Ελλάδα απεσταλμένος του περιοδικού Life και καταγράφει την υποχώρηση των Γερμανών . Χάρη σε αυτόν χρωστάμε μοναδικά ντοκουμέντα που έζησε η χώρα στην δεκαετία του '40. Ήταν παρών με τον φακό του στα Δεκεμβριανά, στην επίσκεψη Τσώρτσιλ στην Αθήνα αλλά και αργότερα στον εμφύλιο πόλεμο.

Τον Οκτώβριο επισκέφθηκε και το μαρτυρικό Δίστομο λίγο μετά από τις θηριωδίες των Γερμανών και απαθανάτισε τους εναπομείναντες κατοίκους να προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους. Εκεί, μεταξύ των άλλων φωτογραφίζει την μαυροφορεμένη Μαρία Παντίσκα η οποία έμελλε να γίνει μία από τις πιο γνωστές φωτογραφίες που απεικονίζουν τον πόνο της απώλειας. Τις φωτογραφίες μαζί με τις μαρτυρίες τις στέλνει πίσω στην Αμερική και αυτές δημοσιεύονται τελικά στις 27 Νοεμβρίου στο Life.

To τεύχος αυτό ήρθε ξανά στο φως χάρη στην επιμονή ενός φοιτητή από το Δίστομο που σπούδαζε στην Καλιφόρνια. Έτσι αφηγείται ο ίδιος την εύρεση του περιοδικού στο “Αράχωβας Blog”: Το περασμένο καλοκαίρι περπατούσαμε με ένα φίλο στο Berkeley χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Δίπλα μας σε ένα ισόγειο κτήριο που έμοιαζε αποθήκη γίνονταν δημοπρασίες. Αποφασίσαμε να μπούμε  από περιέργεια, εκείνος για τα αντικείμενα της δημοπρασίας, εγώ και για την διαδικασία.

Στον τεράστιο χώρο υπήρχε ό,τι μπορείς να φανταστείς, από μικρά διακοσμητικά μέχρι αντίκες αυτοκινήτων, όλα για δημοπρασία. Χωριστήκαμε κι ο καθένας κατευθύνθηκε στα ενδιαφέροντά του. Σε ένα έδρανο ψηλό όπως στις αίθουσες δικαστηρίων οι υπεύθυνοι έβγαζαν σε δημοπρασία ένα ένα τα αντικείμενα  σύμφωνα με μια προκαθορισμένη σειρά που είχαμε κι εμείς στα χέρια μας. Ο φίλος έκανε δυο απόπειρες να πάρει κάποια βιβλία χωρίς επιτυχία. Κάποιοι αποφασισμένοι ανέβαζαν τις τιμές σε απαγορευτικά ύψη.

Συνέχιζα να περιεργάζομαι τα αντικείμενα μέχρι που έπεσα πάνω σε στοίβες παλιών περιοδικών Life τοποθετημένα σε ράφια και ταξινομημένα ανά δεκαετία. Κοίταξα χρονολογίες και είδα ότι υπήρχαν τεύχη ακόμα και πριν το ´50. Αυτό ενίσχυσε το ενδιαφέρον μου για τη δημοπρασία και έκανε την αναζήτηση συγκεκριμένη πλέον. Έψαξα να βρω το τεύχος με το αφιέρωμα στη σφαγή του Διστόμου. Ήξερα το έτος, 1944, αλλά όχι ακριβή ημερομηνία. Μια αναζήτηση στο κινητό μου έδωσε 29 Νοεμβρίου. Όμως όσο κι αν έψαχνα τεύχος με αυτή την ημερομηνία δεν βρήκα. Το Life ήταν εβδομαδιαίο, υπήρχαν πολλά τεύχη και τα εξώφυλλα δεν παρέπεμπαν πουθενά. Συνέχισα την αναζήτηση στο διαδίκτυο μέσω του κινητού και είδα ότι σε άλλη πηγή η ημερομηνία ήταν διαφορετική, 27 Νοεμβρίου 1944.



Πράγματι στις στοίβες με τα παλιά περιοδικά υπήρχε τεύχος με αυτήν την ημερομηνία. Το κράτησα στα χέρια μου αλλά δεν ήταν αυτό που περίμενα να δω. Από όσα είχα κατά καιρούς διαβάσει μου είχε σχηματιστεί η εντύπωση ότι η φωτογραφία σύμβολο της Μαρίας Παντίσκα που όλοι έχουμε δει σε αφίσες και φυλλάδια, ήταν εξώφυλλο του τεύχους κι εδώ έβλεπα μια αμερικανίδα στρατιώτη. Αργότερα διάβασα ότι ήταν η ηθοποιός Γερτρούδη Λόρενς η οποία είχε συμπληρώσει μια περιοδεία επτά εβδομάδων στις συμμαχικές εμπροσθοφυλακές στην Ευρώπη.

Όταν όμως ξεφύλλισα το περιοδικό, βρήκα στη σελίδα 21 σχεδόν ολοσέλιδη τη γνωστή  φωτογραφία. Ήταν ένα αφιέρωμα στις καταστροφές που έκαναν οι Γερμανοί στη χώρα μας και μέσα σ´ αυτό το αφιέρωμα τη μεγαλύτερη έκταση είχε  η σφαγή του Διστόμου.
Τα εκατοντάδες περιοδικά life που υπήρχαν εκεί είχαν  πουληθεί όλα μαζί σε κάποιον συλλέκτη που όταν  είδε την επιμονή μου να ξεφυλλίζω το συγκεκριμένο τεύχος με πλησίασε. Του ζήτησα αν γίνεται να το αγοράσω. Δέχθηκε και χωρίς περισσότερες  εξηγήσεις για το τι σημαίνει το τεύχος αυτό για μένα, κανονίσαμε μια τιμή και έγινε δικό μου”.
Το επίμαχο άρθρο που φέρει τον τίτλο “Τι έκαναν οι Γερμανοί στην Ελλάδα” ξεκινάει με την φωτογραφία της Μαρίας Παντίσκα και την λεζάντα “Η Μαρία Παντίσκα ακόμη θρηνεί τέσσερις μήνες μετά τη δολοφονία της μητέρας της από τους Γερμανούς στη σφαγή στο ελληνικό χωριό Δίστομο”.
Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ στην επόμενη σελίδα: “Μια από τις τελευταίες επίσημες γερμανικές πράξεις στην Ελλάδα ήταν η σφαγή του Διστόμου. Μια πόλη περίπου 60 μίλια βορειοδυτικά των Αθηνών. Τον περασμένο Ιούνιο ένας περαστικός Γερμανός ρώτησε τον παππά του Διστόμου πατέρα Σωτήριο Ζήση αν υπήρχαν αντάρτες στην περιοχή. Ο παππάς είπε ότι δεν ήξερε κανέναν. Οι Γερμανοί όμως έκαναν επίθεση στην πόλη. Στην αρχή επέστρεψαν και σκότωσαν  τον πατέρα Ζήση. Λίγες μέρες αργότερα μια ομάδα μαυροφορεμενων ανδρών των SS μπήκαν στο Δίστομο, διέταξαν τους ανθρώπους να κλειστούν στα σπίτια τους, πέρασαν απο σπίτι σε σπίτι πυροβολώντας όλους αυτούς που μπορούσαν να βρουν. Σε δυο ώρες είχαν σκοτώσει 1000 Διστομίτες (σ.σ. Ο αριθμός που αναφέρεται στο άρθρο είναι λανθασμένος καθώς στην σφαγή του Δίστομου έχασαν την ζωή τους 228 άνδρες, γυναίκες και παιδιά ) από τους 1200. Οι ελάχιστοι επιζήσαντες έτυχε να βρίσκονται στα βουνά και στα χωράφια. Αφού οι Γερμανοί τελείωσαν με τη σφαγή πήραν λάφυρα και έκαψαν το μικρό χωρίο. Δεκαπέντε μέρες αργότερα επέστρεψαν αλλά αυτή τη φορά οι χωρικοί είχαν προειδοποιηθεί και είχαν φύγει στα βουνά. Οι Γερμανοί πήραν λάφυρα για άλλη μια φορά”.
Η Μαρία Παντίσκα έφυγε από την ζωή σε ηλικία 84 ετών, στις 16 Μαρτίου 2009. Εντύπωση προκαλεί ότι παρόλο ότι υπήρξε η πλέον χαρακτηριστική φυσιογνωμία από τους επιζώντες, και ενώ υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες από άλλους επιζώντες, δεν υπάρχει κάποια γνωστή μαρτυρία από την ίδια.
Ξεφυλλίστε το τεύχος του Life ΕΔΩ

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Οι μάνες του '21


Τί ἦταν αὐτὲς οἱ μάνες τοῦ Εἰκοσιένα;  τί λιοντάρια τράνευαν; Ἁγίες μάνες.

Τὸ '21 ἡ μάνα ἀφήνει τὴ λάτρα τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὸ μεγάλωμα τῶν παιδιῶν καὶ ζώνεται τ' ἅρματα. «Ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο μὲ νύφες καὶ μ' ἀγγόνια». Μία ἀπὸ αὐτὲς ἡ περίφημη Καρατάσαινα, γυναίκα καὶ μάνα ἡρώων. Συνελήφθη, κατὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Νάουσας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 καὶ ὁδηγήθηκε, μαζὶ μὲ πλῆθος αἰχμάλωτα γυναικόπαιδα στὴν Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀρνήθηκε. «Γι' αὐτό», γράφει ὁ αὐτόπτης Γάλλος Πουκεβὶλ στὴν ἱστορία του, «ἐβύθισαν ἐντὸς σάκκου, τὸν ὁποῖον εἶχαν γεμίσει μὲ ὄφεις, τὴν σύζυγο τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου. Ὁ Ἀβδοὺλ Λουμποὺτ ἤλπιζεν ὅτι ὁ θάνατός της θὰ ἐπήρχετο κατόπιν φρικτῶν πόνων καὶ βασάνων. Ἀλλὰ αἱ πληγαὶ πλήθους ἐχιδνῶν ἔχυσαν τόσον δηλητήριον εἰς τὰς φλέβας τῆς μάρτυρος, ὥστε περιέπεσεν εἰς λήθαργον καὶ ἀπέθανεν ἀνωδύνως, λυτρωθεῖσα οὕτω τῶν δημίων της, ὑπὲρ τῶν ὁποίων δὲν ἔπαυσεν νὰ προσεύχεται θερμῶς, ἐπικαλούμενη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας. Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναὶ γυναῖκες». Ἐδῶ, καὶ δὲν κάνω λάθος, διαβάζουμε συναξάρι νεομάρτυρος.


Στὴν ἀρχὴ τῶν Ἀπομνημονευμάτων του, ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης διηγεῖται τὸ πῶς σώθηκε ὁ ἴδιος καὶ ἡ φαμελιά του ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ Ἀλήπασα. «Γκιζεροῦσαν δεκαοχτὼ ἡμέρες εἰς τὰ δάση κι ἔτρωγαν ἀγριοβέλανα καὶ ἐγὼ βύζαινα», γράφει. Θέλησαν νὰ περάσουν ἕνα γεφύρι ποὺ τὸ «φύλαγαν οἱ Τοῦρκοι» καὶ γιὰ νὰ μὴν κλάψει ὁ νεογέννητος Μακρυγιάννης καὶ «χαθοῦνε ὅλοι», τὸν ἄφησαν στὸ δάσος. «Τότε μετανογάει ἡ μητέρα μου καὶ τοὺς λέει: «Ἡ ἁμαρτία τοῦ βρέφους θὰ μᾶς χάση», τοὺς εἶπε «περνᾶτε ἐσεῖς καὶ σύρτε εἰς τὸ τάδε μέρος καὶ σταθῆτε... τὸ παίρνω κι ἂν ἔχω τύχη καὶ δὲν κλάψη, διαβαίνουμε». Νίκησε τὸ ἀνίκητο μητρικὸ ἔνστικτο. Καί, γράφει ὁ πολύπαθος ἀγωνιστής, «ἡ μητέρα μου καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε».


Και ἦταν πολύτεκνες καί καλλίτεκνες οἱ μάνες τοῦ '21. Οἱ ἐλευθερωτές μας, στὴν πλειονότητά τους, ἀνῆκαν σὲ πολυμελεῖς οἰκογένειες ἢ ἦταν οἱ ἴδιοι πολύτεκνοι. Ὅπως λόγου χάρη οἱ δύο μεγάλες πολιτικὲς μορφὲς τοῦ Ἀγώνα, ὁ Ὑψηλάντης καὶ ὁ Καποδίστριας. Μάλιστα ὁ Καποδίστριας, ὁ πρῶτος Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος, εἶχε 8 ἀδέρφια. Ἀλλὰ κι ὁ Δεληγιάννης εἶχε 8 παιδιά. Μάλιστα τὸ Δεληγιανναίικο δέντρο ἦταν πολύκλαδο. Τὸ ἴδιο κι οἱ πολέμαρχοι, εἶχαν ἢ προέρχονταν ἀπὸ πολυπληθεῖς οἰκογένειες. Ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, εἶχε 12 ἀδέρφια. Πρὶν ξεσπάσει ἡ Ἐπανάσταση, τὸ Κολοκοτρωναίικο ἀσκέρι, ἀδέρφια καὶ ξαδέρφια, μπαμπάδες κι ἀνήψια, ἔφτασε τοὺς 150 νοματαίους!150 νοματαῖοι ἀπὸ τὴν Κολοκοτρωναίικη φύτρα εἶχαν πάρει τὰ ὅπλα μὲ ἀρχηγὸ τὸ Γέρο τοῦ Μοριᾶ, τὸ Θοδωράκη Κολοκοτρώνη.

Κι ο ἀρχιστράτηγος τῆς Ρούμελης Ἀνδροῦτσος, πολυφαμελίτης ἦταν κι ἐκεῖνος. Εἶχε 5 παιδιά. Τὸ ἴδιο πολυφαμελίτης, καὶ μάλιστα ὑπερπολύτεκνος μὲ 8 παιδιά, ἦταν κι ὁ Πανουργιᾶς. Ἐνῶ ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης ἦταν ὑπερπολύτεκνος μὲ 12 παιδιά! Ὁ Ἐμμανουὴλ Παπάς, ὁ Μακεδόνας ἥρωας, εἶχε 11 παιδιά, τὰ περισσότερα σκοτώθηκαν στὴν Ἀγώνα. Σὲ κάθε μεγάλη μάχη καὶ ἀπὸ ἕνα. Ἡ Δόμνα Βισβίζη, ἡ ἀρχόντισσα, ἡ καπετάνισσα τῆς Θράκης εἶχε 5 παιδιά, ποὺ τὰ μεγάλωνε μὲ μπαρούτι, στὸ καράβι τοῦ γενναίου ἄντρα της, τοῦ «φιλογενέστατου» Ἀντώνη, ποὺ σκοτώθηκε. Συνέχισε τοὺς ἀγῶνες ἡ Δόμνα.
Πολύτεκνοι ἦταν καὶ οἱ μεγάλοι ναυμάχοι, ὁ Μιαούλης, ὁ Κανάρης. Ὁ Ναύαρχος Μιαούλης εἶχε 5 παιδιά. Ὁ Κωνσταντὴς Κανάρης, ὁ μπουρλοτιέρης, ποὺ ἔσκιαζε τὰ τότε «Οὐροὺτς καὶ Τσεσμέ», ἦταν πατέρας 7 παιδιῶν.


Ἀπὸ πολύτεκνες οἰκογένειες προέρχονταν καὶ οἱ κληρικοὶ ποὺ πότισαν μὲ τὸ τίμιο αἷμα τους τὸ δέντρο τῆς Λευτεριᾶς: ὁ Παπαφλέσσας καὶ ὁ Διάκος. Ὁ ἥρωας τῆς μεγάλης μάχης στὸ Μανιάκι, ποὺ θαύμασε καὶ τίμησε τὸ νεκρό του, ὁ ἴδιος ὁ Ἰμπραὴμ πασάς, ὁ Παπαφλέσσας, εἶχε 18 ἀδέρφια. Κι ὁ Διάκος, ὁ ἥρωας τῆς Ἀλαμάνας, 12. Ναί, αὐτὲς τὶς μάνες, τὶς μεγαλόψυχες, τὶς μνημονεύει εὐλαβικὰ ὁ ἐθνικός μας ποιητής: «Ψυχὴ μεγάλη καὶ γλυκιὰ/ μετὰ χαρᾶς σ᾽τὸ λέω:/ Θαυμάζω τὶς γυναῖκες μας/καὶ στ' ὄνομά τους μνέω».
Τελευταία ἄφησα τὴν καπετάνισσα, τὴν Μπουμπουλίνα. Εἶχε ἕξι παιδιά. Δὲν ξέρεις τί νὰ πρωτοπαινέψεις!! Τὴν ἴδια, τοὺς ἥρωες ἄντρες της ἢ τὰ παιδιά της. Ἂς ἀφήσουμε τὴν Μπουμπουλίνα, νὰ μᾶς τὰ πεῖ:
«Ἔχασα τὸν σύζυγό μου. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὁ μεγαλύτερος γιός μου σκοτώθηκε μὲ τὸ ὅπλο στὸ χέρι. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὁ δεύτερος γιός μου, δεκατετραετὴς τὴν ἡλικία, μάχεται μαζὶ μὲ τοὺς Ἕλληνες καὶ πιθανῶς νὰ βρεῖ ἔνδοξο θάνατο. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὑπὸ τὴν σκιὰ τοῦ σταυροῦ θὰ χυθεῖ ἐπίσης τὸ αἷμα μου. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ἀλλὰ θὰ νικήσουμε ἢ θὰ παύσουμε νὰ ζοῦμε. Θὰ ἔχουμε ὅμως τὴν παρηγοριὰ ὅτι δὲν ἀφήσαμε πίσω μας δούλους Ἕλληνες».
Τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ὅταν γεννοῦσε μία μάνα ἀγόρι τῆς εὔχονταν: «Νὰ σοῦ ζήσει, νὰ γίνει καπετάνιος, νὰ τοῦ γράψουν καὶ τραγούδι». Γι᾽ αὐτὸ «τ' Ἀντρούτσου ἡ μάνα χαίρεται τοῦ Διάκου καμαρώνει/πού 'χουνε γιοὺς ἁρματολοὺς καὶ γιοὺς καπεταναίους». 

 

Δημήτριος Νατσιός, Ιδρυτικός Πρόεδρος της ΝΙΚΗΣ, Δάσκαλος - Θεολόγος - Συγγραφέας

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Η Ελληνίδα στο Έπος του ’40 – Η Αφανής Ηρωίδα.


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΙΣΜΑΝΗΣ
Ἀντιναύαρχος ΠΝ ἐ.ἀ.

Κάθε χρόνο τὸ Πανελλήνιο ἑορτάζει μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικώτερα γεγονότα τῆς νεώτερης ἱστορίας του: τὸ Ἔπος τοῦ ’40. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβουμε γιατί οἱ Ἕλληνες δίνουμε τόση σημασία στὰ ἱστορικά μας γεγονότα. Κάθε λαὸς κουβαλάει τὴν ἱστορία του καὶ πορεύεται ἀνάλογα. Οἱ Ἕλληνες φέρουμε μαζί μας ἕνα παρελθὸν μὲ βιώματα 4.000 χρόνων. Μιὰ δεξαμενὴ σοφίας, ἀνθρωπίνων ἀξιῶν καὶ ἡρωισμοῦ διατρέχει τὸ αἷμά μας· μιὰ ἀνεξάντλητη πηγὴ μᾶς ἐμπνέει, μᾶς τονώνει τὸ ἠθικό, μᾶς δίνει κουράγιο, μᾶς κρατάει ὄρθιους, μᾶς ὁδηγεῖ μπροστά. Γιὰ τὸν Ἕλληνα ἡ ἱστορικὴ ἀναδρομὴ καὶ ἡ ἀναφορὰ στὸ παρελθόν του εἶναι ζωτικὴ ἀνάγκη, θέμα ἐπιβίωσης. Καὶ φυσικὰ ἡ μνήμη δὲν περιορίζεται· εἶναι ἐλεύθερη.

Πηγαίνοντας λοιπὸν 79 χρόνια πίσω, στὴν ἐποποιΐα τοῦ 1940, θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἡρωικότερες μορφές της: τὴν Ἑλληνίδα. Θὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν παρουσία καὶ τὴ μεγάλη προσφρορά της στὰ μετόπισθεν, καὶ θὰ ἐξάρουμε τὴν αὐτοθυσία καὶ λεβεντιὰ τῆς Ἠπειρώτισσας καὶ Μακεδόνισσας στὴν πρώτη γραμμή. Πρόκειται γιὰ ἕνα θέμα τόσο ἐνδιαφέρον καὶ μεγάλο, ἀλλὰ καὶ τόσο ἄγνωστο. Ἕνα παράδειγμα μοναδικὸ στὴν παγκόσμια ἱστορία, παραμελημένο, σχεδὸν περιφρονημένο.

Οἱ Ἰταλοὶ πάτησαν τὰ χώματά μας. «Θὰ κάνουμε πόλεμο ὣς τὸ τέλος, ὣς τὶς ἔσχατες συνέπειές του», ἔγραφε ὁ στρατευμένος λογοτέχνης Γιῶργος Θεοτοκᾶς (Τετράδια Ἡμερολογίου): «Τὸ πήραμε ἀπόφαση ὅλοι μαζί, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, μὲ μιὰ σκέψη, μ’ ἕνα ἔνστικτο, οἱ βουνίσιοι κι οἱ καμπίσιοι κι οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων κι οἱ θαλασσινοί, οἱ παλαιοὶ κι οἱ νέοι, οἱ συντηρητικοὶ κι οἱ ριζοσπαστικοί, οἱ ποιητὲς κι οἱ ἐργάτες κι οἱ μεταπράτες. Δὲν θὰ ζητήσουμε ἀνακωχή, γιὰ νὰ σώσουμε τὰ σπίτια καὶ τὰ ἐργοστάσια, οὔτε κἂν γιὰ νὰ σώσουμε τὸ κεφάλι μας ποὺ κινδυνεύει».

Τὰ πλήθη χαιρετοῦσαν κι εὐλογοῦσαν τὰ χιλιάδες Ἑλληνόπουλα ποὺ μὲ τὸ χαμέγλο στὰ χείλη βιάζονταν νὰ φτάσουν στὸ μέτωπο, ἐκεῖ ψηλά, στὸν βωμὸ τῆς ἐλευθερίας, νὰ πολεμήσουν, ἔστω καὶ χωρὶς καμμία ἐλπίδα νίκης, μόνον γιατὶ ἔπρεπε. Γιατὶ ἔγινε ἀπόπειρα καταφρόνησης τῆς τιμῆς καὶ τῆς ἀξιοπρέπειας τῶν Ἑλλήνων. Γιατὶ ἀπαιτήθηκε, ἀπ’ ἔξω, νὰ γίνουμε ἐθνικὰ αὐτόχειρες, νὰ σταματήσουμε τὸν δρόμο στὴν ἱστορία μας, νὰ ξεπουλήσουμε τὴ φυλή μας, νὰ καταδώσουμε τὸ μέλλον μας.

Και ἡ Παναγία τῆς Τήνου πάντα δίπλα στοὺς φαντάρους καὶ τοὺς εὐζώνους, πάνω στὰ μικρὰ δελτάρια, μικρὴ εἰκόνα στὸ ἀμπέχονό τους, ὄνειρο καὶ ὅραμα μαζὶ στὰ χαρακώματα, σκέπη καὶ ἀγκαλιά, ὕμνος καὶ ψαλμῳδία στὰ χείλη τοῦ στρατευμένου ἱερέα, παρηγοριὰ στὸν ἀκρωτηριασμένο καὶ στὸν ἑτοιμοθάνατο. Ἡ Παναγία, ἡ μεγάλη Μάννα! Νὰ ἡ πρώτη γυναίκα ποὺ στήριξε τὸν μεγάλο ἀγῶνα. «Εἶναι ἡ μόνη γυναικεία μορφὴ ποὺ κυκλοφορεῖ σὲ χιλιάδες εἰκονίτσες στὸ μέτωπο», γράφει Σπύρος Μελᾶς στὸ ἔργο του Ἡ δόξα τοῦ ’40. Ἀκόμη κι οἱ Ἰταλοὶ αἰχμάλωτοι ὁμολογοῦσαν ὅτι ἔβλεπαν μιὰ μαυροφορεμένη ψιλόλιγνη γυναίκα νὰ ὁδηγεῖ τοὺς ἑλληνικοὺς λόχους.

Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ λόχοι ποὺ θαυματούργησαν στὶς ψηλὲς ἀετοράχες τῆς Πίνδου, στὶς βαθιὲς χαράδρες τῆς Κλεισούρας, στὶς κορφὲς τῆς περήφανης Τρεμπεσίνας, στὶς χαμηλὲς πλαγιὲς τοῦ ὑψώματος 731, ὅπου ἔπεφταν στοίβα τὰ νεαρὰ κορμιά. Ποῦ βρῆκαν τὴ δύναμη κι ὄρθωσαν τὸ ἀνάστημά τους στὶς ὀρδὲς τῶν φασιστῶν σὲ μιὰ ἄνιση ὑλικὰ μάχη; Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Ἐπικράτησαν! Σταμάτησαν τὸν ἱταμό, τὸν ἰσχυρό, τὸν φανφαρόνο εἰσβολέα, τὸν ἀνέτρεψαν, τὸν ἔτρεψαν σὲ φυγή, τὸν κυνήγησαν ἔξω ἀπ’ τὰ ἱερὰ χώματά μας, τὸν βέβηλο, τὸν ἐξευτέλισαν.

i ellinida sto epos tou 40 i afanis iroida 01


«18 Νοεμβρίου 1940. Φεύγουμε γιὰ τὸ μέτωπο. Ὅλη ἡ Ρωμιοσύνη μᾶς χαιρέτησε στὸ πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναῖκες, παιδιά. Μᾶς στέλνουν φιλιά. Κάνανε τὸ σταυρό τους κι ὕστερα σηκώνανε στὸν οὐρανὸ τὰ χέρια. Λυπᾶμαι τοὺς συναδέλφους μου ποὺ δὲν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τὰ δάκρυα σοῦ ’ρχονται στὰ μάτια…» (Ἄγγελος Τερζάκης, Ἡμερολόγιο τοῦ μετώπου).

Οἱ μαννάδες εἶναι ποὺ θὰ ἀποχαιρετήσουν τὰ παιδιά τους ποὺ φεύγουν. Θὰ δοῦν τοὺς ἀνθρώπους τους ἴσως γιὰ τελευταία φορά. Θὰ τοὺς δώσουν μαζὶ ἕνα φυλαχτό. Λίγο πιὸ πέρα, οἱ γυναῖκές τους, οἱ ἀρραβωνιαστικές, οἱ ἀδελφές, τὰ παιδιά. Ὅλες τοὺς εὔχονταν μὲ τὴ νίκη. Εἶναι οἱ νέες Σπαρτιάτισσες ποὺ τοὺς κατευοδώνουν, εὐχόμενες «μὲ τὴν ἀσπίδα» («ἢ ΤΑΝ»: μὲ τὴ νίκη). Καὶ οἱ Μανιάτες τὸ 1821 εἶχαν λάβαρο τὴ φράση «Νίκη ἢ Θάνατος», καὶ ὄχι «Ἐλευθερία ἢ Θάνατος», ὅπως οἱ ἄλλοι Ἕλληνες. Διότι γιὰ τοὺς Σπαρτιάτες καὶ τοὺς ἀπογόνους τους Μανιάτες ἡ Ἐλευθερία ἦταν δεδομένη· οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες τὴ διεκδικοῦσαν.

Ἡ μητέρα εἶναι ποὺ πληγώνεται, ὀδύρεται, μοιρολογεῖ, τραβάει τὰ μαλλιά της ἡ ἔρμη ἀπὸ τὸν χαμὸ τοῦ μονάκριβού της, ἐκείνη ποὺ θὰ ζήσει ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή της τυλιγμένη στὰ μαῦρα. Αὐτὸς ὁ τρόπος ἀντιμετώπισης τοῦ πολέμου μᾶς θυμίζει ὅτι ἡ Ἑλληνίδα σήμερα συμπεριφέρεται μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ὅπως χιλιάδες χρόνια πρίν, ὅπως στοὺς ὁμηρικοὺς πολέμους. Μᾶς τὸ λένε αὐτὸ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα. Στὴν τραγῳδία Ἑκάβη ὁ Εὐριπίδης λέει τόσο παραστατικά: «Ὡστόσο, δίπλα στὸν Εὐρῶτα, στὸ σπίτι της, κάποια γυναίκα τῆς Σπάρτης, ποὺ χάθηκαν τὰ παιδιά της (στὴν Τροία), θὰ κλαίει καὶ τὸ λευκό της κεφάλι θὰ κτυπᾷ καὶ θὰ ματώνει τὰ νύχια της».

Μὰ τὸ ἴδιο κάνει καὶ ἡ Ἠπειρώτισσα καὶ ἡ Μακεδόνισσα τοῦ 1940. Δὲν εἶναι αὐτὸ μιὰ τρανὴ τρανὴ ἀπόδειξη τῆς διαχρονικῆς συνέχειας τῆς φυλῆς μας καὶ τῆς καταγωγῆς μας; Δὲν ἀποτελεῖ κόλαφο στοὺς σημερινοὺς ἰδιοτελεῖς παραχαράκτες τῆς Ἱστορίας, πού, παριστάνοντας τάχα τοὺς ἀμαθεῖς, τοὺς δῆθεν ἀνιστόρητους, ἐπιβουλεύονται οἱ γελοῖοι τὶς βόρειες περιοχές μας;

Ἡ γυναίκα ὡς μάννα εἶναι φυσικὸ νὰ μισεῖ τὸν πόλεμο καὶ νὰ θλίβεται γιὰ τὶς συνέπειές του. Μά, αὐτὸ τὸ ἔλεγε καὶ ὁ Ἡρόδοτος, ὁ πατέρας τῆς Ἱστορίας: «Ἀπεχθάνομαι τὸν πόλεμο, ὅπου οἱ γονεῖς θάπτουν τὰ παιδιά τους».

Καὶ ἡ ἱστορία γραφόταν ἐκεῖ πάνω, στὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου, στὸ μέτωπο, ἔνδοξη καὶ λαμπρή, μὲ αὐταπάρνηση καὶ αἷμα. Γραφόταν ὅμως καὶ στὸ ἐσωτερικὸ μέτωπο τῆς πατρίδας, ποὺ πολεμοῦσε μὲ τὰ δικά του μέσα, γιὰ νὰ στηρίξει τὴν πρώτη γραμμή. Οἱ μάχες στὰ μετόπισθεν ἀπεδείχθησαν ἐξίσου σημαντικὲς μὲ αὐτὲς τῶν πρόσω.

Ἔτσι, ὅταν σήμαναν οἱ σάλπιγγες καὶ ἤχησαν τὰ τύμπανα τοῦ πολέμου, βρῆκαν τὴν Ἑλληνίδα στὶς ἐπάλξεις, ἐπὶ ποδός, μὲ τὸ ὅπλο «παρὰ πόδα». Εἶναι πέραν ἀπὸ κάθε θαυμασμὸ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀνταποκρίθηκαν οἱ Ἑλληνίδες αὐθόρμητα στὴν ἀνάγκη τῆς πατρίδας, στὸ μεγάλο χρέος. Αὐτὰ τὰ τρυφερά, ἀδύναμα πλάσματα, ἐκτὸς ἀπὸ μαννάδες, σύζυγοι, νοικο κυρές, ἀγρότισσες, ἦσαν ἀφανεῖς ἡρωίδες τῆς πολεμικῆς κινητοποίησης τῆς χώρας.

Ἀμέσως ἐνεργοποιοῦνται δεκάδες γυναικεῖες ὀργανώσεις κάτω ἀπὸ τὴ συλλογικὴ κίνηση «Ἡ Φανέλα τοῦ Στρατιώτη». Σὲ αὐτὴ συμμετεῖχε ὅλος σχεδὸν ὁ γυναικεῖος πληθυσμὸς τῆς χώρας, μὲ σκοπὸ τὴ συγκέντρωση ρουχισμοῦ γιὰ τὸν μαχόμενο στρατό μας στὰ σύνορα, ὅπου ὁ δριμὺς χειμώνας θέριζε τὰ παλληκάρια, ἦταν ὁ χειρότερος ἐχθρός.

Οἱ διπλωματοῦχες καὶ ἐθελόντριες ἀδελφὲς τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, ὅπως θὰ ἀναφέρουμε παρακάτω, ἀναδείχθηκαν ὁ σπουδαιότερος βοηθὸς καὶ συνεργάτης στὴν τιτάνια ἐθνικὴ προσπάθεια.

Εἶναι πέραν ἀπὸ κάθε θαυμασμὸ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀνταποκρίθηκαν οἱ Ἑλληνίδες αὐθόρμητα στὴν ἀνάγκη τῆς πατρίδας, στὸ μεγάλο χρέος. Αὐτὰ τὰ τρυφερά, ἀδύναμα πλάσματα, ἐκτὸς ἀπὸ μαννάδες, σύζυγοι, νοικοκυρές, ἀγρότισσες, ἦσαν ἀφανεῖς ἡρωίδες τῆς πολεμικῆς κινητοποίησης τῆς χώρας.

Τὸ Λύκειο τῶν Ἑλληνίδων ἦταν ἕνας ἄλλος φορέας ποὺ ἡ συνεισφορά του ὑπῆρξε σημαντική. Εἶχε ἤδη ὀργανώσει πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο μαθήματα μαθητικῆς ἀεράμυνας, ὅπου ἐκπαιδεύθηκαν ὡς νοσοκόμες ἑκατοντάδες μέλη του. Ὀργανώθηκαν σεμινάρια ἐκμάθησης βασικῶν ἀγροτικῶν λειτουργιῶν γιὰ τὴν καλλιέργεια κηπευτικῶν σὲ πάρκα, πλατεῖες καὶ ἄλλους δημόσιους χώρους, σὲ μιὰ ἐκστρατεία γιὰ τὴν αὐτάρκεια τροφίμων στὰ μετόπισθεν καὶ τὴ σίτιση τοῦ στρατοῦ στὰ σύνορα.

Μποροῦμε νὰ ξεχάσουμε τὶς ἐθελόντριες γυναῖκες καὶ κοπέλες ποὺ στελέχωναν τὰ συσσίτια γιὰ τὰ παιδιὰ τῶν ἀστικῶν περιοχῶν, τὶς λεγόμενες «Ἑστίες»; Αὐτὲς ὀργανώθηκαν κατὰ τὴν Κατοχὴ ἀπὸ τὸν Ἐθνικὸ Ὀργανισμὸ Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) μὲ πρωτοβουλία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Δαμασκηνοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ δράση χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ ἀγωνιῶδες ποιμαντικὸ ἔργο γιὰ τὸν χειμαζόμενο ἑλληνικὸ λαό. Οἱ γυναῖκες μαγείρευαν καθημερινά, σέρβιραν ζεστὸ φαγητὸ στοὺς πιτσιρίκους μαθητὲς καὶ τηροῦσαν τὴν τάξη. Αὐτὰ τὰ θυμᾶται ὁ γράφων ὡς μαθητὴς τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου, μὲ τὸν πατέρα του ἐντεταλμένο συσσιτιάρχη.

Στό «Τμῆμα Μερίμνης Στρατιώτου» οἱ γυναῖκες εἶχαν ἐπιδοθεῖ σὲ ἕναν πόλεμο «πλεκτικῆς». Καθιερώθηκαν τὰ περίφημα «Πλεκτικὰ Τέια», ὅπου οἱ Ἀθηναῖες ἔπλεκαν ἀσταμάτητα, πίνοντας τὸ τσάι τους. Μάλλινα – πουλόβερ, ζακέτες, ἐσώρουχα, κάλτσες, σκούφους, γάντια, ράβουν ἢ μπαλώνουν ροῦχα γιὰ τοὺς μαχητὲς ἐκεῖ πάνω, ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ κρυπαγήματα καὶ ἀκρωτηριάζονται. Σύμφωνα μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς ἐποχῆς, τὰ πλεκτὰ μάλλινα εἴδη ποὺ προωθοῦντο στὸ μέτωπο ἔφθαναν καθημερινὰ τὶς τρεῖς χιλιάδες. Ὁλόκληρη ἐκστρατεία.

Ὡστόσο, δὲν ἦσαν μόνον οἱ γυναῖκες τῶν ἀστικῶν κέντρων ποὺ πρόσφεραν στὸν ἀγῶνα τῆς πατρίδας. Ἦσαν καὶ οἱ χιλιάδες ἁπλές, ἀνώνυμες γυναῖκες ποὺ ἔκαναν τὴ βελόνα τους σπαθὶ καὶ τὸν καημό τους τραγούδι καὶ προσευχὴ γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἄνοιξαν τὰ μπαοῦλά τους, ξήλωσαν τὶς προῖκές τους, ἐκποίησαν τὶς βέρες τους, καὶ πάνω στὰ δέματα γιὰ τοὺς φαντάρους καρφίτσωναν εὐχές.

Ἡ ἐπιστράτευση φέρνει μιὰ τομὴ στὴν καθημερινὴ ζωὴ ὅλων, διακόπτει τὴ φυσιολογικὴ ροὴ τῆς ζωῆς, φέρνει ἄνω-κάτω τὴν οἰκογένεια.

Στὴν ἐπαρχία, οἱ γυναῖκες ἀντικαθιστοῦν στὶς ἀγροτικὲς καὶ κτηνοτροφικὲς δουλειὲς τοὺς ἄνδρες ποὺ ἔχουν στρατευθεῖ, καί, καθὼς τὰ ὑποζύγια λείπουν στὰ βουνά, ζώνονται τὸ ἀλέτρι, τὴν ἀξίνα, τὸ φόρτωμα. Ἀγόγγυστα, ὑπερήφανα. Στὶς πόλεις τὸ κενὸ τῆς παρουσίας τοῦ ἄνδρα ὡς παράγοντα τῆς οἰκονομικῆς ἐπιβίωσης τῆς οἰκογένειας, ἀλλὰ καὶ ὡς συνεκτικοῦ στοιχείου της, καλύπτουν οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες. Καλοῦνται ἀναγκαστικὰ νὰ γίνουν οἱ ἴδιες καὶ γυναῖκες καὶ ἄνδρες, ἀγρότισσες καὶ ἀγρότες μαζί, μάννες καὶ πατέρες, νοικοκυρὲς καὶ κουβαλητές.

Τὸ τιμόνι τῆς οἰκογένειας καὶ τὴν εὐθύνη τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν τὸ ἔχει καθολικὰ ἡ γυναίκα. Καὶ αὐτὸς ὁ δυσυπόστατος καὶ πολύπλευρος ρόλος συχνὰ διαρκεῖ πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν πολεμικὴ σύγκρουση, ἰσόβια, σὲ περίπτωση ποὺ ὁ ἄνδρας χάσει τὴ ζωή του ἢ μείνει ἀνάπηρος πολεμώντας. Μιλᾶμε γιὰ ὑπέρτατη προσφορά, θυσία γιὰ τὴν πατρίδα.

Στὸν ἐργασιακὸ τομέα, οἱ λίγες ἐργαζόμενες γυναῖκες στὰ ἀστικὰ κέντρα ἐπωμίζονται τώρα σὲ πολὺ μεγαλύτερο βαθμὸ αὐξημένες ἁρμοδιότητες καὶ εὐθύνες. Ἀντικαθιστοῦν τοὺς ἄνδρες, μάλιστα σὲ μιὰ πολεμικὴ περίοδο πολλαπλῶν στερήσεων (ἐλλείψεις μέσων, τροφίμων, γλίσχρες ἀμοιβές, εὐτελέστατο νόμισμα) καὶ μιᾶς χωλαίνουσας ἐπιχειρηματικῆς καὶ κρατικῆς μηχανῆς. Ἡ ἐργάτρια, ἡ γραμματέας, ἡ ὑπάλληλος, ἡ δασκάλα, εἶναι κι αὐτὲς ἡρωίδες τοῦ πολέμου. Τὸ Δημοτικὸ σχολεῖο ποὺ παρακολουθοῦσε ὁ γράφων εἶχε τέσσερις δασκάλες, κανέναν δάσκαλο.

Ὡστόσο, κανένα παράδειγμα αὐτοθυσίας, ἡρωισμοῦ καὶ λεβεντιᾶς δὲν πλησιάζει αὐτὸ τῆς Βορειοελλαδίτισσας γυναίκας. Σκληρή, ἀγέλαστη, μαυροφορεμένη μὲ τὰ γουρουνοτσάρουχα καὶ τὰ σεγκούνια της, μὲ τὸ τσεμπέρι της, ἡ Ἠπειρώτισσα καὶ ἡ Μακεδόνισσα παραστάθηκαν σὲ ὅλη τὴν ἐποποιΐα. Δὲν χρειάστηκε νὰ γίνει νόμος γιὰ τὴν ἐπιστράτευση τῆς γυναίκας. Ἡ γυναίκα ἐπιστρατεύθηκε μόνη της. Βοηθάει τὰ ἀδέλφια της καὶ τὰ παιδιά της πάνω στὰ κακοτράχαλα βουνὰ τῆς Πίνδου, συμπολεμάει. Ἀνοίγει τὶς διαβάσεις καὶ τὰ μονοπάτια ἀπὸ τὰ χιόνια. Ζαλώνει στοὺς ὤμους κασόνια μὲ πυρομαχικὰ καὶ ἐφόδια, ὅπλα καὶ πολυβόλα, ὅλμους καὶ ὀβίδες, μεταφέρει τραυματίες, θάβει νεκρούς.

Τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς κινητοποίησης, εἴκοσι γενναῖες Φλωρινιώτισσες στελέχωσαν τὰ νεοσυσταθέντα στρατιωτικὰ νοσοκομεῖα καὶ περιέθαλψαν τοὺς πρώτους τραυματίες τῆς πρώτης γραμμῆς. Στὰ χειρουργεῖα, ἀκρωτηριασμοί, δίχως παύση, γιὰ νὰ προλάβουν τὴ γάγγραινα. Οἱ πιὸ τυχεροὶ ἔχαναν κνῆμες. Κανεὶς δὲν βόγγηξε, δὲν ἔκλαψε τὴ μοῖρά του. Οἱ κοπέλες ἐκεῖ, στὸ καθῆκον. Δὲν κλονίσθηκαν οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀδιάκοπους συναγερμοὺς καὶ τοὺς ἀνηλεεῖς βομβαρδισμούς. Συνέχιζαν μὲ γυναικεία εὐαισθησία καὶ εὐσυνειδησία νὰ συμπαραστέκονται στοὺς πληγωμένους πολεμιστές.

Πολλὲς ἀκολούθησαν μὲ θάρρος καὶ αὐταπάρνηση τὶς μετασταθμεύσεις τοῦ 1ου στρατιωτικοῦ νοσοκομείου σὲ διάφορες πόλεις, ὅπως στὴν Κορυτσά, στὰ Γιάννενα, στὰ Βασιλικὰ καὶ ἀλλοῦ, μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου. Πολλὲς ἔπεσαν ἡρωικὰ τὴν ὥρα τῶν βομβαρδισμῶν τῶν νοσοκομείων καὶ τῶν νοσοκομειακῶν πλοίων ποὺ μετέφεραν τραυματίες.

Ὑπάρχουν  καὶ  μαρτυρίες  τῶν αὐτοπτῶν ἀπὸ τὸ μέτωπο ποὺ εἶναι συγκλονιστικές, συγκινητικές, μεγαλειώδεις:

«Ὅταν ἡ 8η Μεραρχία μας τῆς Ἠπείρου (Μέραρχος ὁ ὑποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμῆτρος) διετάχθη νὰ προελάσει καὶ νὰ καταλάβει ὁρισμένες διαβάσεις, βγῆκαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους κι οἱ γυναῖκες. Ἔφεραν στὶς πλαγιὲς τῆς Πίνδου τὰ πυροβόλα, τὰ πυρομαχικά, τὶς ὀβίδες μὲ γαϊδουράκια ἢ ἀκόμα καὶ στὴν πλάτη τους, τὴν ὥρα τῆς μάχης. Ἀνέβαιναν στὰ δύσβατα μονοπάτια τῶν χιονισμένων βουνῶν, ἐκεῖ ὅπου τὰ αὐτοκίνητα δὲν μποροῦν καὶ τὰ ζῷα ἀρνοῦνται νὰ προχωρήσουν, ἀλύγιστες, βουβές, μὲ ἀδάμαστη θέληση καὶ ἡρωικὴ αὐτοθυσία. Συμπαραστάθηκαν οὐσιαστικὰ στοὺς μαχητὲς τῆς Πίνδου, σὰν νὰ ἦσαν εἰδικὰ στρατιωτικὰ τμήματα ὀρεινῶν μεταφορῶν. Καὶ ὅταν οἱ νικητές μας προχωροῦσαν καὶ ἔφθασαν στὸν ποταμὸ Βογιοῦσα, εἶδαν οἱ ἀτρόμητες αὐτὲς γυναῖκες πὼς τὸ ἀπότομο ρέμα ἐμπόδιζε τοὺς σκαπανεῖς στὴ δουλειά τους καὶ ἔκαναν αὐθόρμητα κάτι ποὺ ξανάκαναν ὕστερα στὸν ποταμὸ Καλαμᾶ καὶ στὸ Δρίνο: μπήκανε οἱ ἴδιες μέσα στὰ νερά, καὶ πιασμένες σφικτὰ ἀπὸ τοὺς ὤμους σχημάτισαν πρόσχωμα (τεῖχος), ποὺ ἀνάκοβε τὴν ὁρμὴ τοῦ ποταμοῦ καὶ εὐκόλυνε τοὺς γεφυροποιούς!» (ἀφήγηση Τάκη Παπαγιαννόπουλου).

«7 Νοεμβρίου 1940. Συνάντησα γυναῖκες ποὺ κουβαλοῦσαν πυρομαχικά. Μία ἦταν 88 ἐτῶν. Τὰ χιόνια, ὁ πάγος, τὸ τρομερὸ κρύο δὲν φαινόταν νὰ τὶς τρομάζει. Ὅλες γεμᾶτες χαρὰ ἤθελαν νὰ προσφέρουν στὸν στρατὸ ὅ,τι δὲν μποροῦσαν τὰ μεταγωγικὰ αὐτοκίνητα καὶ τὰ μουλάρια. Μία ἄλλη γυναίκα, διηγεῖται ὁ στρατιώτης, μοῦ εἶπε ὅτι κλείδωσε τὸ μικρὸ σὲ μιὰ καλύβα, γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν στρατό. Τὸ βράδυ εἶδα μιὰ γριούλα νὰ κρατᾷ δύο μικρὰ καὶ ἡ μητέρα τους ζύμωνε ψωμὶ γιὰ τὸν στρατὸ μὲ τὸ φῶς δύο κεριῶν ποὺ εἶχε μέσα σὲ ἕνα ποτήρι. Ἀλήθεια, γυναῖκες-θαῦμα!» (ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο πολέμου τοῦ Ἀργύρη Μπαλατσοῦ).

Ὀκτώβριος τοῦ 1940. Ἦταν τότε ποὺ ἡ χώρα μας, ἂν καὶ γνώριζε ὅτι ὁ ἀντίπαλος ἦταν ἰσχυρότερος καὶ πὼς οἱ Μῆδοι θὰ διαβοῦνε, πολέμησε καὶ θαυματούργησε. Συνήγειρε τὴν ἀνθρωπότητα.

Νὰ τί προσέφερε ἡ Ἑλλάδα στὴν παγκόσμια τότε ἀπελπισία! Τὸ πρῶτο χαμόγελο τῆς Νίκης. Τότε ποὺ ὁ πατέρας τῆς Νίκης, ὁ Βρετανὸς πρωθυπουργὸς Τσῶρτσιλ, εἶπε ἀπὸ τὸ BBC ἐκεῖνο τό: «… τώρα θὰ λέμε, Οἱ ἥρωες πολεμοῦν σὰν Ἕλληνες».

Ἦταν τότε ποὺ ἡ γυναίκα τῆς Πίνδου ἔγινε θρῦλος, ἀφίσα, τραγούδι, πέρασε τὰ σύνορα, συγκίνησε τὸν κόσμο, ἔγινε πρότυπο ἡρωισμοῦ, κινηματογραφικὴ ταινία ποὺ προβαλλόταν χωρὶς διακοπὴ στὸ Πικαντίλυ τοῦ Λονδίνου, γιὰ νὰ ἐμψυχώνει τὸν πληθυσμὸ τῆς ἀγγλικῆς πρωτεύουσας ποὺ καθημερινὰ βομβαρδιζόταν ἀπὸ τοὺς ναζί.

Καὶ οἱ ἑλληνικὲς πόλεις μετροῦν τοὺς δικούς τους νεκροὺς ἀπὸ τοὺς ἰταλικοὺς βομβαρδισμούς. Ἀλλὰ οἱ Ἑλληνίδες ἐξακολουθοῦν, μαζὶ μὲ τὸν πόλεμο τῆς βελόνας, νὰ διαβάζουν ἐφημερίδες, νὰ πηγαίνουν θέατρο, νὰ ἀκοῦνε τραγούδια τῆς Βέμπο ποὺ γελοιοποιοῦν τὸν εἰσβολέα καὶ τὶς κάνουν νὰ αἰσιοδοξοῦν καὶ νὰ παλεύουν.

Ναί, ἡ παρουσία τῆς Ἑλληνίδας τοῦ ’40 ἦταν εὐλογία Θεοῦ. Ἡ Ἑλληνίδα τοῦ ’40 ἔδρασε οἰκειοθελῶς, ἀποφασιστικὰ καὶ χωρὶς ὑστεροβουλία, γιατὶ ἔπρεπε, χωρὶς τιμητικὲς ἀμοιβές, βαθμοὺς καὶ τίτλους, χωρὶς παράσημα καὶ μεγαλόσταυρους, χωρὶς τελετὲς καὶ παράτες, χωρὶς συντάξεις. Γιατὶ εἶναι Σύμβολο, Ἰδέα. Καὶ οἱ Ἰδέες δὲν ἀνήκουν στά «γήινα»· ἀνήκουν στὴν Ἱστορία.


Πηγή: (Περιοδικό «Ακτίνες» Έτος 82ο | Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2019 | Αριθ. 777)

Πηγή Μαμά, Μπαμπάς και Παιδιά.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022

Άννα Μελά_ΑΘΑΝΑΤΗ ΕΛΛΗΝΙΔΑ!🇬🇷


Μπορεί να είναι εικόνα 2 άτομα, άτομα που στέκονται και κείμενο που λέει "ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ ANNA ΜΕΛΑ" 
 
Όταν έπεσε μαχόμενος ο Παύλος Μελάς, η αδελφή του Άννα πέρασε κάμπους και μακεδονικά βουνά και πήγε στην Καστοριά για να ράνει τον τάφο του με λουλούδια. Εκεί έκανε όρκο ιερό. 
ΈΘΕΣΕ ΕΑΥΤΌΝ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΊΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΊΔΟΣ ΚΑΙ ΤΉΡΗΣΕ ΤΟΝ ΌΡΚΟ ΤΗΣ ΜΈΧΡΙ ΤΈΛΟΥΣ.
 
Το 1912-13, εγκαταλείπει σύζυγο και παιδιά, φορά τη στολή της νοσοκόμας και βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Στον βορειοηπειρωτικό αγώνα βρίσκεται στα χειρουργεία των αγωνιστών. Η αυτοθυσία και το κουράγιο της έγραψαν ολόκληρο έπος. 
Η συντροφιά της με τον στρατό, η στοργή με την οποία αγκάλιαζε τους τραυματίες, οι οργανωτικές ικανότητες, το σθένος και το θάρρος που έδειχνε της απένειμαν δίκαια τον τίτλο της «Μάννας του στρατιώτη».
 
Η Άννα Μελά γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1871 στη Μασσαλία και ήταν το τέταρτο από τα επτά παιδιά της οικογένειά της. Ένας από τους αδερφούς της ήταν ο γνωστός Μακεδονομάχος ΉΡΩΑΣ Παύλος Μελάς.
Η οικογένεια Μελά είχε ηπειρωτική καταγωγή και τα περισσότερα μέλη της διακρίθηκαν σε σημαντικούς τομείς, όπως την διπλωματία, το εμπόριο και τη βιομηχανία, τα γράμματα και τις τέχνες, αλλά και στον στρατό.
Στα 20 χρόνια της παντρεύτηκε τον ευγενή μεγαλοκτηματία Απόστολο Παπαδόπουλο με τον οποίο απέκτησαν δύο παιδιά. Ζούσαν στο χωριό Ροβιές της Εύβοιας και εκεί η Άννα -από τον καιρό ειρήνης ακόμα- ήταν γνωστή για τις αγαθοεργίες της και την βοήθεια που προσέφερε ανιδιοτελώς σε όποιους συγχωριανούς της βρίσκονταν σε ανάγκη.
Τον Οκτώβριο του 1904 η είδηση του θανάτου του αδερφού της Παύλου Μελά φέρνει θλίψη και αναστάτωση στην οικογένεια. Τρεις μήνες αργότερα πεθαίνει και ο άλλος αδερφός της, Λέων Μελάς.
Εγκαταλείπει το χωριό και τους δικούς της ανθρώπους και φεύγει στην Αθήνα, όπου ξεκινά άμεσα το σημαντικό φιλανθρωπικό της έργο. Μεταξύ άλλων έργων συνέβαλε και στη δημιουργία της Πολυκλινικής Αθηνών.
Λίγα χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1912, ξεκινά ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος και η Άννα Μελά αφήνει την οικογένειά της στο χωρίο και γίνεται εθελόντρια νοσοκόμα στον Ελληνικό στρατό. Ήταν γνωστή στους στρατιώτες κάθε μετώπου, αφού σαν άλλη μητέρα ήταν πάντα δίπλα σε όλους χαρίζοντας την φροντίδα της σε τραυματίες και αρρώστους.
Επί μια ολόκληρη δεκαετία η Άννα Μελά, η «Μάννα του Στρατιώτου» όπως ονομάστηκε τιμητικά, προσέφερε αδιάκοπα και ανιδιοτελώς τις υπηρεσίες της ως νοσοκόμα βοηθώντας σε μια σειρά καταλυτικών για τη χώρα πολεμικών συγκρούσεων. Από τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) στον Βορειο-ηπειρώτικο Αγώνα (1914) και από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) σε όλη την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922).
Την μεταπολεμική περίοδο μετά και τη Μικρασιατική καταστροφή η Άννα Μελά συνέχισε τις φιλανθρωπικές τις δραστηριότητες με πρωταρχικό σκοπό της την βοήθεια των ξεριζωμένων Ελλήνων προσφύγων. Οργάνωσε σωματεία που μεριμνούσαν για την αποκατάστασή τους, αλλά και επίσης φρόντιζαν για την τύχη των φτωχών αναπήρων πολέμου.
Σε ηλικία 67 ετών, η μεγάλη αυτή Ελληνίδα, η πονόψυχη Μάνα κάθε δυστυχισμένου, απόμαχου και αναγκεμένου θα υποκύψει στη φθίση που τη χτύπησε ξαφνικά και στις 12 Φεβρουαρίου 1938 θα περάσει στην αθανασία με ένα αχνό χαμόγελο.
Η Άννα Μελά έμεινε στην ιστορία ως μια αρχόντισσα της εθνικής φιλανθρωπίας και τιμήθηκε για το έργο της με 28 συνολικά παράσημα.
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Δευτέρα 23 Μαΐου 2022

ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΠΟΥΛΕΣ


το μεγαλείο της ψυχής των Ελληνίδων…από την Μάχη της Κρήτης

(από παλιό αναγνωστικό)

http://averoph.files.wordpress.com/2014/05/cebfceb9-cebacf81ceb7cf84ceb9cebacebfcf80cebfcf85cebbceb5cf83.jpg?w=522&h=366

Δύο λυγερόκορμες Κρητικοποῦλες ἐστέκοντο ἴσιες σὰν λαμπάδες μπροστὰ στὸ Γερμανὸ διοικητὴ τῶν ἀλεξιπτωτιστῶν. Ἦσαν κι οἱ δύο ψηλές, λιγνές, ἀλλὰ γεροδεμένες, μελαχροινές, μὲ ἔντονα χαρακτηριστικά, εἴκοσι δύο ἕως εἴκοσι πέντε χρόνων. Κι ἐφοροῦσαν ἀνδρικὲς κρητικὲς βράκες καὶ ψηλὰ ὑποδήματα. Ἦσαν ἀδελφές. Ἀρετὴ ὠνομαζόταν ἡ μεγαλύτερη κι Ἐλευθερία ἡ μικρότερη. Εἶχαν πιασθῆ αἰχμάλωτες σὲ μία συμπλοκὴ κοντὰ στὸ ἀεροδρόμιο τοῦ Μάλεμε στὴ μάχη τῆς Κρήτης. Κι ἡ διαταγὴ ἦταν: Ὅσοι ἔνοπλοι πολῖται συνελαμβάνοντο αἰχμάλωτοι νὰ τουφεκίζωνται « ἐπὶ τόπου ».

Δὲν ἐμιλοῦσε ὅμως ἡ διαταγὴ καθόλου γιὰ γυναῖκες. Κι οἱ δύο ἀδελφὲς εἶχαν πιασθῆ, ἀφοῦ ἐπολέμησαν σὰν τὰ καλύτερα παλληκάρια, ὡπλισμένες μὲ δύο παλαιοὺς γκράδες. Στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν ἔπεσαν μόνον ἀφοῦ τοὺς ἔστειλαν μὲ ἀλάθευτο μάτι καὶ τὴν τελευταία τους σφαῖρα. Καμμία προφύλαξι δὲν ἐπῆραν σ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς φονικῆς συμπλοκῆς. Οἱ σφαῖρες ὧρες ὁλόκληρες ἐπερνοῦσαν γῦρό τους σὰν μέλισσες, χωρὶς ὅμως νὰ τὶς ἐγγίξουν καθόλου.

——————————————————–

.
Ἡ καταγωγή τους ἦταν ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῶν Σφακιῶν. Τὸν πατέρα τους τὸν εἶχαν χάσει στὸ προηγούμενο πόλεμο. Τὰ δύο ἀδέλφια τους, ὁ Μανώλης κι ὁ Γιῶργος, εἶχαν ἐπιστρατευθῆ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ πολέμου κι εἶχαν πάει στὴ Βόρειο Ἤπειρο, ὅπου μαζὶ μὲ τόσους ἄλλους ἔδειξαν ἄλλη μία φορὰ στὸν κόσμο τί ἀξίζει τὸ κρητικὸ τουφέκι. Ποῖος ἤξερε τί νὰ ἀπέγιναν ὕστερα ἀπὸ τὴ γερμανικὴ ὑποδούλωσι καὶ τὴ διάλυσι τοῦ στρατοῦ μας! Τάχα νὰ ἐζοῦσαν; Ἡ χήρα μητέρα κι οἱ ὀρφανὲς ἀδελφές τους ἐπερνοῦσαν ἡμέρες ἀγωνίας.
Ἀντὶ νὰ ἔλθῃ στὶς πονεμένες γυναῖκες κάποια εἴδησις γιὰ τὴν τύχη τῶν ἀγαπημένων τους, ξαφνικὰ ἕνα πρωῒ ἕνα τρομερὸ μήνυμα συνετάραξε ὅλη τὴν Κρήτη ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη: Πολλὰ ἐχθρικὰ ἀεροπλάνα ἔρριχναν χιλιάδες ἀλεξιπτωτιστὰς γύρω στὰ ἀεροδρόμια καὶ στὶς μεγάλες πολιτεῖες. Οἱ λίγοι Ἕλληνες στρατιῶται, μὲ τὴ βοήθεια ὅσων Ἄγγλων, Αὐστραλῶν καὶ Νεοζηλανδῶν εἶχαν φθάσει ἀπὸ τὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα, τοὺς ἀντιμετώπιζαν ἀδείλιαστα στὸν ἄνισον ἀγῶνα. Μὰ τὰ ἀεροπλάνα ὅλο καὶ ἐπλήθαιναν σὰν κοπάδια ὄρνια, ποὺ ὀσμίζονται πλούσιο κυνήγι.
Ἀλλὰ κι οἱ στρατιῶται δὲν ἀπόμειναν μόνοι νὰ ὑπερασπίσουν τὴν Κρήτη. Λὲς καὶ κάποια μαγικὴ σάλπιγγα ἐσήμανε γενικὸ συναγερμὸ στοὺς κάμπους καὶ στὰ βουνά. Γέροι ἀσπρομάλληδες καὶ παιδιὰ ἀμούστακα ἅρπαξαν ὅ,τι μισοσκουριασμένο τουφέκι ἡ μαχαίρι εὑρισκόταν στὸ σπίτι τους κι ἔτρεξαν νὰ μετρηθοῦν μὲ τὸν πιὸ τέλειο στρατό, ποὺ εἶχε γνωρίσει ὣς τότε ὁ κόσμος. Τότε ἐπετάχθηκαν στὴ μέση καὶ πολλὲς Κρητικοποῦλες ὡπλισμένες. Κανεὶς δὲν ἠθέλησε νὰ τὶς ἐμποδίσῃ.

.
– Μαννούλα, τὴν εὐχή σου!…
Κι ἔσκυψαν νὰ φιλήσουν τὸ χέρι της οἱ δύο λεβεντοκόρες. Εἶχαν φορέσει τὶς τιμημένες κρητικὲς στολὲς τοῦ παπποῦ τους, τοῦ φημισμένου καπετὰν – Μανώλη, καὶ τοῦ πατέρα τους, ποὺ τὶς ἐφύλαγαν στὰ βάθη τοῦ σεντουκιοῦ, ἀκριβὰ οἰκογενειακὰ κειμήλια. Στὰ χέρια τους ἐκρατοῦσαν τοὺς δύο παλιοὺς γκρᾶδες τοῦ σπιτιοῦ καὶ στὰ στήθη τους εἶχαν περάσει σταυρωτὰ τὰ φυσεκλίκια.
Ἡ χαροκαμμένη μητέρα γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐξαφνιάστηκε. Γιὰ μιὰ στιγμὴ μονάχα. Κι ἀμέσως, χωρὶς νὰ δείξῃ τὴν παραμικρὴ ταραχή, ἄνοιξε διάπλατα τὴν ἀγκαλιά της καὶ τὶς ἐφίλησε στὰ πυρωμένα μάγουλά τους.
– Στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ!… Καὶ κοιτάξετε νὰ μὴ ντροπιάσετε τὴ γενιά σας.
Σὰν νὰ εἶχαν φτερὰ στὰ πόδια, ἔτρεξαν νὰ προφθάσουν τοὺς ἄλλους χωριανοὺς πολεμιστάς ποὺ ἐκατηφόριζαν. Καὶ μόνο σὰν τὶς ἔχασε ἀπὸ τὰ μάτια της ἐδάκρυσεν ἡ μητέρα.
– Ἄχ! γιατί νὰ μὴν ἔχω κι ἐγὼ τὰ νιᾶτά σας νὰ ἔλθω μαζί σας, ἐμουρμούρισε μὲ παράπονο.
——————————————————————–

.
– Ξέρετε ποία εἶναι ἡ τιμωρία γιὰ τοὺς πολῖτες, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ κτυποῦν τὸ γερμανικὸ στρατό; ἐρώτησε τὶς αἰχμάλωτες ὁ Γερμανὸς διοικητής. Ἕνας Γερμανὸς στρατιώτης ἔκανε τὸ διερμηνέα.
– Τὴν ξέρομε. Εἶναι ὁ θάνατος. Ἀπάντησε μὲ σταθερὴ φωνὴ ἡ Ἀρετὴ γιὰ λογαριασμὸ καὶ τῆς ἀδελφῆς της.
– Γιατί δὲν ἐσεβασθήκατε τοὺς κανόνες τοῦ πολέμου; Μόνον τακτικὸς στρατὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ πολεμάῃ τακτικὸ στρατό.
– Γιατί δὲν ἐσεβασθήκατε ἐσεῖς τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Κρήτη; Ποία ἀφορμὴ σᾶς ἐδώσαμε, ποὺ ἤλθατε νὰ μᾶς ὑποδουλώσετε; Ἦταν ἡ πληρωμένη ἀπάντησις τῆς ὑπερήφανης Ἑλληνοπούλας.
Ὁ Γερμανὸς ἔγινε μαυροκόκκινος ἀπὸ τὸ θυμό του. Κάτι ἐμουρμούρισε καὶ διέταξε νὰ τὶς κλείσουν στὸ ὑπόγειο τοῦ προσωρινοῦ διοικητηρίου.
– Ἔπρεπε νὰ τὶς τουφεκίσω ἀμέσως, εἶπε στοὺς ἀξιωματικούς του, ποὺ παρεστέκοντο στὴ σκηνὴ ἀκίνητοι σὰν ἀγάλματα. Μὰ τί νὰ τοὺς κάμω. Μοῦ ἦλθε διαταγὴ ἀπὸ τὸ Βερολῖνο νὰ στείλω ἐκεῖ ὅσες Κρητικοποῦλες ἔνοπλες πιάσωμε. Βλέπετε πρώτη φορὰ ἀντιμετωπίσαμε καὶ γυναῖκες νὰ μᾶς πολεμοῦν μὲ τόσο πεῖσμα. Φαίνεται πὼς θέλει νὰ τὶς γνωρίσῃ ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ.
Στὰ ψυχρὰ πρόσωπα τῶν ἀξιωματικῶν ἐζωγραφίσθηκε μελαγχολικὴ ἔκφρασι. «Πῶς θὰ κρατήσωμε ὑποδουλωμένη μία χώρα, ὅπου κι οἱ γυναῖκες μᾶς πολεμοῦν παλληκαρίσια!»

Γεώργιος Ν. Καλαματιανὸς

ΠΗΓΗ: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Ε’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (1955)

από το Αβέρωφ

Η ΠΟΝΤΙΑ ΓΙΑΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ


Άγιοι Πόντου66623

Ήταν ένα απόγευμα της δεκαετίας του ογδόντα. Καθόμουν στο μπαρ του ξενοδοχείου που εργαζόμουν ως υπάλληλος στην Reception, στην κωμόπολη Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). Εκείνη τη μέρα δεν είχα βάρδια. Παρόλο που υπήρξε κίνηση στο ξενοδοχείο, κατέπεσα σε μία αδράνεια.
Το να πάρω παραγγελίες, να δέχομαι πελάτες, να καταγράφω ταυτότητες, να συμπληρώνω φόρμες, να απαντάω στα τηλέφωνα κλπ. όλα αυτά με αγανάκτησαν. Παρήγγειλα ένα ποτό και σύρθηκα σε μια γωνιά. Μια ανυπότακτη νοσταλγία, είχε περικυκλώσει τον εγκέφαλο μου. Είχα επιθυμήσει το χωριό μου.

Μόλις είχα ξεκινήσει να ταξιδεύω προς τα παρχάρια (εξοχικά βουνά), της Μαύρης Θάλασσας, κάτω από τη μελωδία του γαβαλιού (φλογέρα) και της λύρας που ανακατευόταν με τα τραγούδια τον κοριτσιών, με ξύπνησε ένας συνάδελφος από το γλυκό όνειρο που μόλις είχε αρχίσει. Είχα ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο μου, που δούλευε σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο.
Πέρασε καιρός που είχαμε γνωριστεί. Τότε, όταν πρωτογνωρισθήκαμε, μου είχε πει ότι κατά καιρούς φιλοξενούν Έλληνες στο ξενοδοχείο τους. Τον παρακάλεσα να με ειδοποιήσει όταν θα ξαναρθούν Έλληνες. Διότι, του είπα, ξέρω Ποντιακά και θέλω να τα συγκρίνω με τα Νέα Ελληνικά.
Γι’ αυτόν τον λόγο με τηλεφωνούσε τώρα :
«Έλα γρήγορα. Υπάρχει μία ομάδα Ελλήνων εδώ, οι οποίοι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν από το ξενοδοχείο. Είχα άδεια και δεν ήμουν εδώ. Γι’ αυτό και δε σε πήρα πιο πριν» μου είπε και χαιρετώντας έκλεισε το τηλέφωνο.

Τελικά παίρνω ένα ταξί και πάω στο ξενοδοχείο που βρισκότανε οι Έλληνες επισκέπτες. Κατευθύνθηκα στην Reception. Πριν να κοντέψω καλά-καλά, ο φίλος μού έκανε σήμα και μού έδειξε το πούλμαν που βρισκότανε έξω. Τρέχοντας προς το πούλμαν που περίμενε έξω, με έπιασε ένα απερίγραπτο άγχος. Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Δεν ήξερα πώς και με ποιόν να έρθω σε επαφή, τι να πω και τι συμπεριφορά θα δεχτώ. Ούτε χρόνος υπήρξε όμως για να σκεφθώ. Το μισό το πούλμαν ήταν γεμάτο. Μερικοί επισκέπτες κυκλοφορούσαν γύρω από το πούλμαν. Μάλλον περιμένανε να έρθουν καί οι υπόλοιποι. Εγώ προτίμησα να μπω στο πούλμαν. Μόλις μπήκα μέσα, άρχισα να κοιτάω στα μάτια τους ανθρώπους. Λες κι έψαχνα κάποιον συγκεκριμένο. Άρχισαν και αυτοί να με κοιτάνε διότι δεν ήμουν από την ομάδα, ούτε με συνάντησαν στο ξενοδοχείο. Μία στιγμή ντράπηκα τόσο πολύ, πού σκέφτηκα να βγω έξω.
Δεν ξέρω πώς ξεχείλισε η μικρή Ποντιακή φράση από τα χείλη μου, αλλά, λέγοντας «εγρεικά κανείς Ρωμαίικα;», τους ρώτησα αν ξέρει κανείς Ποντιακά.

Παναγία Σουμελά_Sümela Manastırı_Монастырь Панагия Сумела_ Sumela Monastery_Soymela2

Μόλις διατύπωσα αυτήν την ερώτηση, όλα τα μάτια που βρισκόντουσαν μέσα στο πούλμαν, στράφηκαν προς τα μένα. Ίσως οι περισσότεροι να μην είχαν καταλάβει καν τι τους ρωτούσα.
Όμως μια ηλικιωμένη γιαγιά, σηκώθηκε από τη θέση της και με κοίταζε περίεργα λες κι ήθελε να με ρωτήσει κάτι. Μάλλον και αυτή δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. Της έλυσα τη γλώσσα , λέγοντας της την ίδια φράση που χρησιμοποίησα πιο πριν. Δηλαδή την ρώτησα αν ξέρει Ποντιακά.
Μου απάντησε με την ερώτηση στα Ποντιακά λέγοντας: «απόθεν είσε;». Δηλαδή με ρώτησε από πού είμαι.
Της είπα: «Είμαι ασην Τραπεζούντα (Από τη Τραπεζούντα είμαι)».
Μόλις άκουσε τη λέξη Τραπεζούντα, σηκώθηκε από τη θέση της και διασχίζοντας το στενό διάδρομο του πούλμαν, έρχονταν κοντά μου. Δεν είχα καταλάβει το τι έγινε.
Μόλις έφτασε, με αγκάλιασε με φίλησε και αμέσως έβαλε τα κλάματα. Από τη μία με αγκάλιαζε και από την άλλη κλαίγοντας άρχισε να μιλά στα Ποντιακά.
Μου είπε: «Να είνομε γουρπάντ σα ποδάρες. (να θυσιαστώ στα πόδια σου)».
Αυτή η φράση χρησιμοποιούνταν από μας αλλά μόνο από μικρούς που ζητούσανε ελεημοσύνη από μεγάλους σε περίπτωση που ήταν ένοχοι για κάτι. Ποτέ ένας ηλικιωμένος ή ηλικιωμένη δεν θα το χρησιμοποιούσε σε μικρότερο. Είχα πάθει σοκ. Δεν ήξερα τι να πω.
Από την ντροπή μου ίδρωσα και έγινα μούσκεμα.
Συνεχίζοντας η γιαγιά, με ρώτησε: «απόθεν εξέβες και έρθες, αδακές ντ’ αραέυεις, εσείς ακόμε σην Τραπεζούτα γιασαέβειτε; (από πού βγήκες και ήρθες, τι ψάχνεις εδώ, εσείς ακόμη στην Τραπεζούντα ζείτε;)».

Ούτε σε αυτές τις ερωτήσεις της απάντησα. Άλλωστε με είχε αγκαλιάσει τόσο σφιχτά, που αισθανόμουν τα δάκτυλα της στο κορμί μου. Μ’ αγκάλιαζε και δε μ’άφηνε να την κοιτάξω καλύτερα και να της πω και εγώ κάτι. Συχνά με κοιτούσε για λίγο στα μάτια, ξανά με αγκάλιαζε και ψιθυρίζοντας κάτι έκλαιγε. Λες κι ήμασταν γιός και μητέρα που βρεθήκαμε πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. Δεν μπορούσε να με χορτάσει. Οι υπόλοιποι Έλληνες που βρισκόντουσαν στο πούλμαν, μας κοιτούσαν έκπληκτοι.

Νομίζω πως δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν την κατάσταση. Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε έτσι. Όμως ήρθαν και αυτοί που έλειπαν και το πούλμαν ήταν έτοιμο να αναχωρήσει. Κάποιοι από τους επιβάτες, ειδοποίησαν την γιαγιά για να περάσει στη θέση της. Η καημένη η γιαγιά, κλαίγοντας με λυγμούς, με άφησε και στράφηκε προς τη θέση της. Είχε εξαντληθεί τόσο πολύ που πηγαίνοντας, κρατούσε δεξιά κι’ αριστερά. Μάλλον και από τα δάκρυα που κατέβαζε, δεν έβλεπε καλά που βάδιζε. Από πίσω, μόνο μερικά δευτερόλεπτα μπόρεσα να την κοιτάξω. Έπρεπε να βγω από το πούλμαν. Βγαίνοντας έξω, έτρεξα προς το μέρος του πούλμαν εκεί που ήταν η θέση της γιαγιάς. Με είχε δει και εκείνη και με χαιρετούσε. Λες κι αυτή έφευγε στην ξενιτιά και εγώ έμενα στην πατρίδα. Το πούλμαν αποχώρισε και απομακρύνθηκε. Κοιτάζοντας προς το πούλμαν, με έπιασε μελαγχολία. Σαν να ήρθε η γιαγιά μου από το χωριό, με είδε και προσθέτοντας στην νοσταλγία μου έφευγε. Ούτε εγώ μπόρεσα να μάθω το όνομα της γιαγιάς, μα ούτε εκείνη ρώτησε το δικό μου.

Από τότε στη μνήμη μου, αυτή η γιαγιά έμεινε ως «γιαγιά χωρίς όνομα».
Ύστερα από κάμποσα χρόνια βρέθηκα σε κάποιο χωριό της Ελλάδας και φιλοξενήθηκα από μία γιαγιά πού ονομάζονταν Σουμέλα.
Αυτή μού διηγήθηκε κάποιες ιστορίες πού έζησαν οι δικοί της στον ξεριζωμό. Μού είπε για τα παιδιά πού χάθηκαν στον δρόμο. Όπως και σε μας πριν από είκοσι χρόνια, έτσι και στην εποχή των δικών της, οι κοπέλες παντρευόντουσαν σε παιδική ηλικία, ώστε πολλές μανάδες πού έχασαν τα παιδιά τους ήταν και οι ίδιες παιδιά. Γι αυτό και μερικές δεν άντεξαν και έχασαν τα λογικά τους μετά τον θάνατο των παιδιών τους. Η γιαγιά Σουμέλα ακόμα δεν είχε καλά-καλά ξεφορτώσει τους πόνους της επάνω μου, κι’ εγώ ταξίδευα στο παρελθόν. Θυμήθηκα την «γιαγιά χωρίς όνομα» πού είχα συναντήσει στην Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). Τώρα καταλάβαινα καλύτερα γιατί η «γιαγιά χωρίς όνομα» με αγκάλιαζε τόσο σφιχτά… Ίσως στο πρόσωπό μου να έβλεπε κάποιο χαμένο παιδί της… Ποιος ξέρει…
Στην εποχή της ανταλλαγής, αυτοί πού ξεριζώθηκαν και βρέθηκαν στην Ελλάδα, για πολλά χρόνια ήλπιζαν ότι μια μέρα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους στην πατρίδα, πού τα έχτισαν με νύχια και με δόντια. Ήλπιζαν να ξαναβρεθούν στα πανέμορφα παρχάρια (εξοχικά βουνά) τους, και όπως πριν να ξαναχορέψουν όλοι μαζί.
Προσδοκώντας να επιστρέψουν, πολλοί από αυτούς δεν δημιούργησαν περιουσία. Όπως τονίζει ο Τραπεζούντιος συγγραφέας İlyas Karagöz, οι μουσουλμάνοι συμπατριώτες τους, πού έμειναν στον Πόντο, τους περίμεναν επί έξι χρόνια διαφυλάσσοντας τις περιουσίες τους, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα ξαναγυρίσουν οι ιδιοκτήτες τους. Γι αυτό και δεν επέτρεψαν σε κανένα μουσουλμάνο πρόσφυγα από τα βαλκάνια να μπει σ΄ αυτά τα χωριά. Τόσο πιστοί στάθηκαν απέναντι στους συμπατριώτες τους.
Άραγε βρίσκεται σήμερα κανείς Τραπεζούντιος πού μοιάζει στον παππού του;

(το άρθρο αυτό, έχει δημοσιευτεί το 23/12/2007 στην εφημερίδα Radikal στην Τουρκία.)