ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΙΣΜΑΝΗΣ
Ἀντιναύαρχος ΠΝ ἐ.ἀ.
Κάθε χρόνο τὸ Πανελλήνιο ἑορτάζει μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικώτερα γεγονότα τῆς νεώτερης ἱστορίας του: τὸ Ἔπος τοῦ ’40. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβουμε γιατί οἱ Ἕλληνες δίνουμε τόση σημασία στὰ ἱστορικά μας γεγονότα. Κάθε λαὸς κουβαλάει τὴν ἱστορία του καὶ πορεύεται ἀνάλογα. Οἱ Ἕλληνες φέρουμε μαζί μας ἕνα παρελθὸν μὲ βιώματα 4.000 χρόνων. Μιὰ δεξαμενὴ σοφίας, ἀνθρωπίνων ἀξιῶν καὶ ἡρωισμοῦ διατρέχει τὸ αἷμά μας· μιὰ ἀνεξάντλητη πηγὴ μᾶς ἐμπνέει, μᾶς τονώνει τὸ ἠθικό, μᾶς δίνει κουράγιο, μᾶς κρατάει ὄρθιους, μᾶς ὁδηγεῖ μπροστά. Γιὰ τὸν Ἕλληνα ἡ ἱστορικὴ ἀναδρομὴ καὶ ἡ ἀναφορὰ στὸ παρελθόν του εἶναι ζωτικὴ ἀνάγκη, θέμα ἐπιβίωσης. Καὶ φυσικὰ ἡ μνήμη δὲν περιορίζεται· εἶναι ἐλεύθερη.
Πηγαίνοντας λοιπὸν 79 χρόνια πίσω, στὴν ἐποποιΐα τοῦ 1940, θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἡρωικότερες μορφές της: τὴν Ἑλληνίδα. Θὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν παρουσία καὶ τὴ μεγάλη προσφρορά της στὰ μετόπισθεν, καὶ θὰ ἐξάρουμε τὴν αὐτοθυσία καὶ λεβεντιὰ τῆς Ἠπειρώτισσας καὶ Μακεδόνισσας στὴν πρώτη γραμμή. Πρόκειται γιὰ ἕνα θέμα τόσο ἐνδιαφέρον καὶ μεγάλο, ἀλλὰ καὶ τόσο ἄγνωστο. Ἕνα παράδειγμα μοναδικὸ στὴν παγκόσμια ἱστορία, παραμελημένο, σχεδὸν περιφρονημένο.
Οἱ Ἰταλοὶ πάτησαν τὰ χώματά μας. «Θὰ κάνουμε πόλεμο ὣς τὸ τέλος, ὣς τὶς ἔσχατες συνέπειές του», ἔγραφε ὁ στρατευμένος λογοτέχνης Γιῶργος Θεοτοκᾶς (Τετράδια Ἡμερολογίου): «Τὸ πήραμε ἀπόφαση ὅλοι μαζί, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, μὲ μιὰ σκέψη, μ’ ἕνα ἔνστικτο, οἱ βουνίσιοι κι οἱ καμπίσιοι κι οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων κι οἱ θαλασσινοί, οἱ παλαιοὶ κι οἱ νέοι, οἱ συντηρητικοὶ κι οἱ ριζοσπαστικοί, οἱ ποιητὲς κι οἱ ἐργάτες κι οἱ μεταπράτες. Δὲν θὰ ζητήσουμε ἀνακωχή, γιὰ νὰ σώσουμε τὰ σπίτια καὶ τὰ ἐργοστάσια, οὔτε κἂν γιὰ νὰ σώσουμε τὸ κεφάλι μας ποὺ κινδυνεύει».
Τὰ πλήθη χαιρετοῦσαν κι εὐλογοῦσαν τὰ χιλιάδες Ἑλληνόπουλα ποὺ μὲ τὸ χαμέγλο στὰ χείλη βιάζονταν νὰ φτάσουν στὸ μέτωπο, ἐκεῖ ψηλά, στὸν βωμὸ τῆς ἐλευθερίας, νὰ πολεμήσουν, ἔστω καὶ χωρὶς καμμία ἐλπίδα νίκης, μόνον γιατὶ ἔπρεπε. Γιατὶ ἔγινε ἀπόπειρα καταφρόνησης τῆς τιμῆς καὶ τῆς ἀξιοπρέπειας τῶν Ἑλλήνων. Γιατὶ ἀπαιτήθηκε, ἀπ’ ἔξω, νὰ γίνουμε ἐθνικὰ αὐτόχειρες, νὰ σταματήσουμε τὸν δρόμο στὴν ἱστορία μας, νὰ ξεπουλήσουμε τὴ φυλή μας, νὰ καταδώσουμε τὸ μέλλον μας.
Και ἡ Παναγία τῆς Τήνου πάντα δίπλα στοὺς φαντάρους καὶ τοὺς εὐζώνους, πάνω στὰ μικρὰ δελτάρια, μικρὴ εἰκόνα στὸ ἀμπέχονό τους, ὄνειρο καὶ ὅραμα μαζὶ στὰ χαρακώματα, σκέπη καὶ ἀγκαλιά, ὕμνος καὶ ψαλμῳδία στὰ χείλη τοῦ στρατευμένου ἱερέα, παρηγοριὰ στὸν ἀκρωτηριασμένο καὶ στὸν ἑτοιμοθάνατο. Ἡ Παναγία, ἡ μεγάλη Μάννα! Νὰ ἡ πρώτη γυναίκα ποὺ στήριξε τὸν μεγάλο ἀγῶνα. «Εἶναι ἡ μόνη γυναικεία μορφὴ ποὺ κυκλοφορεῖ σὲ χιλιάδες εἰκονίτσες στὸ μέτωπο…», γράφει Σπύρος Μελᾶς στὸ ἔργο του Ἡ δόξα τοῦ ’40. Ἀκόμη κι οἱ Ἰταλοὶ αἰχμάλωτοι ὁμολογοῦσαν ὅτι ἔβλεπαν μιὰ μαυροφορεμένη ψιλόλιγνη γυναίκα νὰ ὁδηγεῖ τοὺς ἑλληνικοὺς λόχους.
Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ λόχοι ποὺ θαυματούργησαν στὶς ψηλὲς ἀετοράχες τῆς Πίνδου, στὶς βαθιὲς χαράδρες τῆς Κλεισούρας, στὶς κορφὲς τῆς περήφανης Τρεμπεσίνας, στὶς χαμηλὲς πλαγιὲς τοῦ ὑψώματος 731, ὅπου ἔπεφταν στοίβα τὰ νεαρὰ κορμιά. Ποῦ βρῆκαν τὴ δύναμη κι ὄρθωσαν τὸ ἀνάστημά τους στὶς ὀρδὲς τῶν φασιστῶν σὲ μιὰ ἄνιση ὑλικὰ μάχη; Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Ἐπικράτησαν! Σταμάτησαν τὸν ἱταμό, τὸν ἰσχυρό, τὸν φανφαρόνο εἰσβολέα, τὸν ἀνέτρεψαν, τὸν ἔτρεψαν σὲ φυγή, τὸν κυνήγησαν ἔξω ἀπ’ τὰ ἱερὰ χώματά μας, τὸν βέβηλο, τὸν ἐξευτέλισαν.
«18 Νοεμβρίου 1940. Φεύγουμε γιὰ τὸ μέτωπο. Ὅλη ἡ Ρωμιοσύνη μᾶς χαιρέτησε στὸ πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναῖκες, παιδιά. Μᾶς στέλνουν φιλιά. Κάνανε τὸ σταυρό τους κι ὕστερα σηκώνανε στὸν οὐρανὸ τὰ χέρια. Λυπᾶμαι τοὺς συναδέλφους μου ποὺ δὲν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τὰ δάκρυα σοῦ ’ρχονται στὰ μάτια…» (Ἄγγελος Τερζάκης, Ἡμερολόγιο τοῦ μετώπου).
Οἱ μαννάδες εἶναι ποὺ θὰ ἀποχαιρετήσουν τὰ παιδιά τους ποὺ φεύγουν. Θὰ δοῦν τοὺς ἀνθρώπους τους ἴσως γιὰ τελευταία φορά. Θὰ τοὺς δώσουν μαζὶ ἕνα φυλαχτό. Λίγο πιὸ πέρα, οἱ γυναῖκές τους, οἱ ἀρραβωνιαστικές, οἱ ἀδελφές, τὰ παιδιά. Ὅλες τοὺς εὔχονταν μὲ τὴ νίκη. Εἶναι οἱ νέες Σπαρτιάτισσες ποὺ τοὺς κατευοδώνουν, εὐχόμενες «μὲ τὴν ἀσπίδα» («ἢ ΤΑΝ»: μὲ τὴ νίκη). Καὶ οἱ Μανιάτες τὸ 1821 εἶχαν λάβαρο τὴ φράση «Νίκη ἢ Θάνατος», καὶ ὄχι «Ἐλευθερία ἢ Θάνατος», ὅπως οἱ ἄλλοι Ἕλληνες. Διότι γιὰ τοὺς Σπαρτιάτες καὶ τοὺς ἀπογόνους τους Μανιάτες ἡ Ἐλευθερία ἦταν δεδομένη· οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες τὴ διεκδικοῦσαν.
Ἡ μητέρα εἶναι ποὺ πληγώνεται, ὀδύρεται, μοιρολογεῖ, τραβάει τὰ μαλλιά της ἡ ἔρμη ἀπὸ τὸν χαμὸ τοῦ μονάκριβού της, ἐκείνη ποὺ θὰ ζήσει ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή της τυλιγμένη στὰ μαῦρα. Αὐτὸς ὁ τρόπος ἀντιμετώπισης τοῦ πολέμου μᾶς θυμίζει ὅτι ἡ Ἑλληνίδα σήμερα συμπεριφέρεται μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ὅπως χιλιάδες χρόνια πρίν, ὅπως στοὺς ὁμηρικοὺς πολέμους. Μᾶς τὸ λένε αὐτὸ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα. Στὴν τραγῳδία Ἑκάβη ὁ Εὐριπίδης λέει τόσο παραστατικά: «Ὡστόσο, δίπλα στὸν Εὐρῶτα, στὸ σπίτι της, κάποια γυναίκα τῆς Σπάρτης, ποὺ χάθηκαν τὰ παιδιά της (στὴν Τροία), θὰ κλαίει καὶ τὸ λευκό της κεφάλι θὰ κτυπᾷ καὶ θὰ ματώνει τὰ νύχια της».
Μὰ τὸ ἴδιο κάνει καὶ ἡ Ἠπειρώτισσα καὶ ἡ Μακεδόνισσα τοῦ 1940. Δὲν εἶναι αὐτὸ μιὰ τρανὴ τρανὴ ἀπόδειξη τῆς διαχρονικῆς συνέχειας τῆς φυλῆς μας καὶ τῆς καταγωγῆς μας; Δὲν ἀποτελεῖ κόλαφο στοὺς σημερινοὺς ἰδιοτελεῖς παραχαράκτες τῆς Ἱστορίας, πού, παριστάνοντας τάχα τοὺς ἀμαθεῖς, τοὺς δῆθεν ἀνιστόρητους, ἐπιβουλεύονται οἱ γελοῖοι τὶς βόρειες περιοχές μας;
Ἡ γυναίκα ὡς μάννα εἶναι φυσικὸ νὰ μισεῖ τὸν πόλεμο καὶ νὰ θλίβεται γιὰ τὶς συνέπειές του. Μά, αὐτὸ τὸ ἔλεγε καὶ ὁ Ἡρόδοτος, ὁ πατέρας τῆς Ἱστορίας: «Ἀπεχθάνομαι τὸν πόλεμο, ὅπου οἱ γονεῖς θάπτουν τὰ παιδιά τους».
Καὶ ἡ ἱστορία γραφόταν ἐκεῖ πάνω, στὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου, στὸ μέτωπο, ἔνδοξη καὶ λαμπρή, μὲ αὐταπάρνηση καὶ αἷμα. Γραφόταν ὅμως καὶ στὸ ἐσωτερικὸ μέτωπο τῆς πατρίδας, ποὺ πολεμοῦσε μὲ τὰ δικά του μέσα, γιὰ νὰ στηρίξει τὴν πρώτη γραμμή. Οἱ μάχες στὰ μετόπισθεν ἀπεδείχθησαν ἐξίσου σημαντικὲς μὲ αὐτὲς τῶν πρόσω.
Ἔτσι, ὅταν σήμαναν οἱ σάλπιγγες καὶ ἤχησαν τὰ τύμπανα τοῦ πολέμου, βρῆκαν τὴν Ἑλληνίδα στὶς ἐπάλξεις, ἐπὶ ποδός, μὲ τὸ ὅπλο «παρὰ πόδα». Εἶναι πέραν ἀπὸ κάθε θαυμασμὸ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀνταποκρίθηκαν οἱ Ἑλληνίδες αὐθόρμητα στὴν ἀνάγκη τῆς πατρίδας, στὸ μεγάλο χρέος. Αὐτὰ τὰ τρυφερά, ἀδύναμα πλάσματα, ἐκτὸς ἀπὸ μαννάδες, σύζυγοι, νοικο κυρές, ἀγρότισσες, ἦσαν ἀφανεῖς ἡρωίδες τῆς πολεμικῆς κινητοποίησης τῆς χώρας.
Ἀμέσως ἐνεργοποιοῦνται δεκάδες γυναικεῖες ὀργανώσεις κάτω ἀπὸ τὴ συλλογικὴ κίνηση «Ἡ Φανέλα τοῦ Στρατιώτη». Σὲ αὐτὴ συμμετεῖχε ὅλος σχεδὸν ὁ γυναικεῖος πληθυσμὸς τῆς χώρας, μὲ σκοπὸ τὴ συγκέντρωση ρουχισμοῦ γιὰ τὸν μαχόμενο στρατό μας στὰ σύνορα, ὅπου ὁ δριμὺς χειμώνας θέριζε τὰ παλληκάρια, ἦταν ὁ χειρότερος ἐχθρός.
Οἱ διπλωματοῦχες καὶ ἐθελόντριες ἀδελφὲς τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, ὅπως θὰ ἀναφέρουμε παρακάτω, ἀναδείχθηκαν ὁ σπουδαιότερος βοηθὸς καὶ συνεργάτης στὴν τιτάνια ἐθνικὴ προσπάθεια.
Εἶναι πέραν ἀπὸ κάθε θαυμασμὸ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀνταποκρίθηκαν οἱ Ἑλληνίδες αὐθόρμητα στὴν ἀνάγκη τῆς πατρίδας, στὸ μεγάλο χρέος. Αὐτὰ τὰ τρυφερά, ἀδύναμα πλάσματα, ἐκτὸς ἀπὸ μαννάδες, σύζυγοι, νοικοκυρές, ἀγρότισσες, ἦσαν ἀφανεῖς ἡρωίδες τῆς πολεμικῆς κινητοποίησης τῆς χώρας.
Τὸ Λύκειο τῶν Ἑλληνίδων ἦταν ἕνας ἄλλος φορέας ποὺ ἡ συνεισφορά του ὑπῆρξε σημαντική. Εἶχε ἤδη ὀργανώσει πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο μαθήματα μαθητικῆς ἀεράμυνας, ὅπου ἐκπαιδεύθηκαν ὡς νοσοκόμες ἑκατοντάδες μέλη του. Ὀργανώθηκαν σεμινάρια ἐκμάθησης βασικῶν ἀγροτικῶν λειτουργιῶν γιὰ τὴν καλλιέργεια κηπευτικῶν σὲ πάρκα, πλατεῖες καὶ ἄλλους δημόσιους χώρους, σὲ μιὰ ἐκστρατεία γιὰ τὴν αὐτάρκεια τροφίμων στὰ μετόπισθεν καὶ τὴ σίτιση τοῦ στρατοῦ στὰ σύνορα.
Μποροῦμε νὰ ξεχάσουμε τὶς ἐθελόντριες γυναῖκες καὶ κοπέλες ποὺ στελέχωναν τὰ συσσίτια γιὰ τὰ παιδιὰ τῶν ἀστικῶν περιοχῶν, τὶς λεγόμενες «Ἑστίες»; Αὐτὲς ὀργανώθηκαν κατὰ τὴν Κατοχὴ ἀπὸ τὸν Ἐθνικὸ Ὀργανισμὸ Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) μὲ πρωτοβουλία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Δαμασκηνοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ δράση χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ ἀγωνιῶδες ποιμαντικὸ ἔργο γιὰ τὸν χειμαζόμενο ἑλληνικὸ λαό. Οἱ γυναῖκες μαγείρευαν καθημερινά, σέρβιραν ζεστὸ φαγητὸ στοὺς πιτσιρίκους μαθητὲς καὶ τηροῦσαν τὴν τάξη. Αὐτὰ τὰ θυμᾶται ὁ γράφων ὡς μαθητὴς τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου, μὲ τὸν πατέρα του ἐντεταλμένο συσσιτιάρχη.
Στό «Τμῆμα Μερίμνης Στρατιώτου» οἱ γυναῖκες εἶχαν ἐπιδοθεῖ σὲ ἕναν πόλεμο «πλεκτικῆς». Καθιερώθηκαν τὰ περίφημα «Πλεκτικὰ Τέια», ὅπου οἱ Ἀθηναῖες ἔπλεκαν ἀσταμάτητα, πίνοντας τὸ τσάι τους. Μάλλινα – πουλόβερ, ζακέτες, ἐσώρουχα, κάλτσες, σκούφους, γάντια, ράβουν ἢ μπαλώνουν ροῦχα γιὰ τοὺς μαχητὲς ἐκεῖ πάνω, ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ κρυπαγήματα καὶ ἀκρωτηριάζονται. Σύμφωνα μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς ἐποχῆς, τὰ πλεκτὰ μάλλινα εἴδη ποὺ προωθοῦντο στὸ μέτωπο ἔφθαναν καθημερινὰ τὶς τρεῖς χιλιάδες. Ὁλόκληρη ἐκστρατεία.
Ὡστόσο, δὲν ἦσαν μόνον οἱ γυναῖκες τῶν ἀστικῶν κέντρων ποὺ πρόσφεραν στὸν ἀγῶνα τῆς πατρίδας. Ἦσαν καὶ οἱ χιλιάδες ἁπλές, ἀνώνυμες γυναῖκες ποὺ ἔκαναν τὴ βελόνα τους σπαθὶ καὶ τὸν καημό τους τραγούδι καὶ προσευχὴ γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἄνοιξαν τὰ μπαοῦλά τους, ξήλωσαν τὶς προῖκές τους, ἐκποίησαν τὶς βέρες τους, καὶ πάνω στὰ δέματα γιὰ τοὺς φαντάρους καρφίτσωναν εὐχές.
Ἡ ἐπιστράτευση φέρνει μιὰ τομὴ στὴν καθημερινὴ ζωὴ ὅλων, διακόπτει τὴ φυσιολογικὴ ροὴ τῆς ζωῆς, φέρνει ἄνω-κάτω τὴν οἰκογένεια.
Στὴν ἐπαρχία, οἱ γυναῖκες ἀντικαθιστοῦν στὶς ἀγροτικὲς καὶ κτηνοτροφικὲς δουλειὲς τοὺς ἄνδρες ποὺ ἔχουν στρατευθεῖ, καί, καθὼς τὰ ὑποζύγια λείπουν στὰ βουνά, ζώνονται τὸ ἀλέτρι, τὴν ἀξίνα, τὸ φόρτωμα. Ἀγόγγυστα, ὑπερήφανα. Στὶς πόλεις τὸ κενὸ τῆς παρουσίας τοῦ ἄνδρα ὡς παράγοντα τῆς οἰκονομικῆς ἐπιβίωσης τῆς οἰκογένειας, ἀλλὰ καὶ ὡς συνεκτικοῦ στοιχείου της, καλύπτουν οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες. Καλοῦνται ἀναγκαστικὰ νὰ γίνουν οἱ ἴδιες καὶ γυναῖκες καὶ ἄνδρες, ἀγρότισσες καὶ ἀγρότες μαζί, μάννες καὶ πατέρες, νοικοκυρὲς καὶ κουβαλητές.
Τὸ τιμόνι τῆς οἰκογένειας καὶ τὴν εὐθύνη τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν τὸ ἔχει καθολικὰ ἡ γυναίκα. Καὶ αὐτὸς ὁ δυσυπόστατος καὶ πολύπλευρος ρόλος συχνὰ διαρκεῖ πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν πολεμικὴ σύγκρουση, ἰσόβια, σὲ περίπτωση ποὺ ὁ ἄνδρας χάσει τὴ ζωή του ἢ μείνει ἀνάπηρος πολεμώντας. Μιλᾶμε γιὰ ὑπέρτατη προσφορά, θυσία γιὰ τὴν πατρίδα.
Στὸν ἐργασιακὸ τομέα, οἱ λίγες ἐργαζόμενες γυναῖκες στὰ ἀστικὰ κέντρα ἐπωμίζονται τώρα σὲ πολὺ μεγαλύτερο βαθμὸ αὐξημένες ἁρμοδιότητες καὶ εὐθύνες. Ἀντικαθιστοῦν τοὺς ἄνδρες, μάλιστα σὲ μιὰ πολεμικὴ περίοδο πολλαπλῶν στερήσεων (ἐλλείψεις μέσων, τροφίμων, γλίσχρες ἀμοιβές, εὐτελέστατο νόμισμα) καὶ μιᾶς χωλαίνουσας ἐπιχειρηματικῆς καὶ κρατικῆς μηχανῆς. Ἡ ἐργάτρια, ἡ γραμματέας, ἡ ὑπάλληλος, ἡ δασκάλα, εἶναι κι αὐτὲς ἡρωίδες τοῦ πολέμου. Τὸ Δημοτικὸ σχολεῖο ποὺ παρακολουθοῦσε ὁ γράφων εἶχε τέσσερις δασκάλες, κανέναν δάσκαλο.
Ὡστόσο, κανένα παράδειγμα αὐτοθυσίας, ἡρωισμοῦ καὶ λεβεντιᾶς δὲν πλησιάζει αὐτὸ τῆς Βορειοελλαδίτισσας γυναίκας. Σκληρή, ἀγέλαστη, μαυροφορεμένη μὲ τὰ γουρουνοτσάρουχα καὶ τὰ σεγκούνια της, μὲ τὸ τσεμπέρι της, ἡ Ἠπειρώτισσα καὶ ἡ Μακεδόνισσα παραστάθηκαν σὲ ὅλη τὴν ἐποποιΐα. Δὲν χρειάστηκε νὰ γίνει νόμος γιὰ τὴν ἐπιστράτευση τῆς γυναίκας. Ἡ γυναίκα ἐπιστρατεύθηκε μόνη της. Βοηθάει τὰ ἀδέλφια της καὶ τὰ παιδιά της πάνω στὰ κακοτράχαλα βουνὰ τῆς Πίνδου, συμπολεμάει. Ἀνοίγει τὶς διαβάσεις καὶ τὰ μονοπάτια ἀπὸ τὰ χιόνια. Ζαλώνει στοὺς ὤμους κασόνια μὲ πυρομαχικὰ καὶ ἐφόδια, ὅπλα καὶ πολυβόλα, ὅλμους καὶ ὀβίδες, μεταφέρει τραυματίες, θάβει νεκρούς.
Τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς κινητοποίησης, εἴκοσι γενναῖες Φλωρινιώτισσες στελέχωσαν τὰ νεοσυσταθέντα στρατιωτικὰ νοσοκομεῖα καὶ περιέθαλψαν τοὺς πρώτους τραυματίες τῆς πρώτης γραμμῆς. Στὰ χειρουργεῖα, ἀκρωτηριασμοί, δίχως παύση, γιὰ νὰ προλάβουν τὴ γάγγραινα. Οἱ πιὸ τυχεροὶ ἔχαναν κνῆμες. Κανεὶς δὲν βόγγηξε, δὲν ἔκλαψε τὴ μοῖρά του. Οἱ κοπέλες ἐκεῖ, στὸ καθῆκον. Δὲν κλονίσθηκαν οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀδιάκοπους συναγερμοὺς καὶ τοὺς ἀνηλεεῖς βομβαρδισμούς. Συνέχιζαν μὲ γυναικεία εὐαισθησία καὶ εὐσυνειδησία νὰ συμπαραστέκονται στοὺς πληγωμένους πολεμιστές.
Πολλὲς ἀκολούθησαν μὲ θάρρος καὶ αὐταπάρνηση τὶς μετασταθμεύσεις τοῦ 1ου στρατιωτικοῦ νοσοκομείου σὲ διάφορες πόλεις, ὅπως στὴν Κορυτσά, στὰ Γιάννενα, στὰ Βασιλικὰ καὶ ἀλλοῦ, μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου. Πολλὲς ἔπεσαν ἡρωικὰ τὴν ὥρα τῶν βομβαρδισμῶν τῶν νοσοκομείων καὶ τῶν νοσοκομειακῶν πλοίων ποὺ μετέφεραν τραυματίες.
Ὑπάρχουν καὶ μαρτυρίες τῶν αὐτοπτῶν ἀπὸ τὸ μέτωπο ποὺ εἶναι συγκλονιστικές, συγκινητικές, μεγαλειώδεις:
«Ὅταν ἡ 8η Μεραρχία μας τῆς Ἠπείρου (Μέραρχος ὁ ὑποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμῆτρος) διετάχθη νὰ προελάσει καὶ νὰ καταλάβει ὁρισμένες διαβάσεις, βγῆκαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους κι οἱ γυναῖκες. Ἔφεραν στὶς πλαγιὲς τῆς Πίνδου τὰ πυροβόλα, τὰ πυρομαχικά, τὶς ὀβίδες μὲ γαϊδουράκια ἢ ἀκόμα καὶ στὴν πλάτη τους, τὴν ὥρα τῆς μάχης. Ἀνέβαιναν στὰ δύσβατα μονοπάτια τῶν χιονισμένων βουνῶν, ἐκεῖ ὅπου τὰ αὐτοκίνητα δὲν μποροῦν καὶ τὰ ζῷα ἀρνοῦνται νὰ προχωρήσουν, ἀλύγιστες, βουβές, μὲ ἀδάμαστη θέληση καὶ ἡρωικὴ αὐτοθυσία. Συμπαραστάθηκαν οὐσιαστικὰ στοὺς μαχητὲς τῆς Πίνδου, σὰν νὰ ἦσαν εἰδικὰ στρατιωτικὰ τμήματα ὀρεινῶν μεταφορῶν. Καὶ ὅταν οἱ νικητές μας προχωροῦσαν καὶ ἔφθασαν στὸν ποταμὸ Βογιοῦσα, εἶδαν οἱ ἀτρόμητες αὐτὲς γυναῖκες πὼς τὸ ἀπότομο ρέμα ἐμπόδιζε τοὺς σκαπανεῖς στὴ δουλειά τους καὶ ἔκαναν αὐθόρμητα κάτι ποὺ ξανάκαναν ὕστερα στὸν ποταμὸ Καλαμᾶ καὶ στὸ Δρίνο: μπήκανε οἱ ἴδιες μέσα στὰ νερά, καὶ πιασμένες σφικτὰ ἀπὸ τοὺς ὤμους σχημάτισαν πρόσχωμα (τεῖχος), ποὺ ἀνάκοβε τὴν ὁρμὴ τοῦ ποταμοῦ καὶ εὐκόλυνε τοὺς γεφυροποιούς!» (ἀφήγηση Τάκη Παπαγιαννόπουλου).
«7 Νοεμβρίου 1940. Συνάντησα γυναῖκες ποὺ κουβαλοῦσαν πυρομαχικά. Μία ἦταν 88 ἐτῶν. Τὰ χιόνια, ὁ πάγος, τὸ τρομερὸ κρύο δὲν φαινόταν νὰ τὶς τρομάζει. Ὅλες γεμᾶτες χαρὰ ἤθελαν νὰ προσφέρουν στὸν στρατὸ ὅ,τι δὲν μποροῦσαν τὰ μεταγωγικὰ αὐτοκίνητα καὶ τὰ μουλάρια. Μία ἄλλη γυναίκα, διηγεῖται ὁ στρατιώτης, μοῦ εἶπε ὅτι κλείδωσε τὸ μικρὸ σὲ μιὰ καλύβα, γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν στρατό. Τὸ βράδυ εἶδα μιὰ γριούλα νὰ κρατᾷ δύο μικρὰ καὶ ἡ μητέρα τους ζύμωνε ψωμὶ γιὰ τὸν στρατὸ μὲ τὸ φῶς δύο κεριῶν ποὺ εἶχε μέσα σὲ ἕνα ποτήρι. Ἀλήθεια, γυναῖκες-θαῦμα!» (ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο πολέμου τοῦ Ἀργύρη Μπαλατσοῦ).
Ὀκτώβριος τοῦ 1940. Ἦταν τότε ποὺ ἡ χώρα μας, ἂν καὶ γνώριζε ὅτι ὁ ἀντίπαλος ἦταν ἰσχυρότερος καὶ πὼς οἱ Μῆδοι θὰ διαβοῦνε, πολέμησε καὶ θαυματούργησε. Συνήγειρε τὴν ἀνθρωπότητα.
Νὰ τί προσέφερε ἡ Ἑλλάδα στὴν παγκόσμια τότε ἀπελπισία! Τὸ πρῶτο χαμόγελο τῆς Νίκης. Τότε ποὺ ὁ πατέρας τῆς Νίκης, ὁ Βρετανὸς πρωθυπουργὸς Τσῶρτσιλ, εἶπε ἀπὸ τὸ BBC ἐκεῖνο τό: «… τώρα θὰ λέμε, Οἱ ἥρωες πολεμοῦν σὰν Ἕλληνες».
Ἦταν τότε ποὺ ἡ γυναίκα τῆς Πίνδου ἔγινε θρῦλος, ἀφίσα, τραγούδι, πέρασε τὰ σύνορα, συγκίνησε τὸν κόσμο, ἔγινε πρότυπο ἡρωισμοῦ, κινηματογραφικὴ ταινία ποὺ προβαλλόταν χωρὶς διακοπὴ στὸ Πικαντίλυ τοῦ Λονδίνου, γιὰ νὰ ἐμψυχώνει τὸν πληθυσμὸ τῆς ἀγγλικῆς πρωτεύουσας ποὺ καθημερινὰ βομβαρδιζόταν ἀπὸ τοὺς ναζί.
Καὶ οἱ ἑλληνικὲς πόλεις μετροῦν τοὺς δικούς τους νεκροὺς ἀπὸ τοὺς ἰταλικοὺς βομβαρδισμούς. Ἀλλὰ οἱ Ἑλληνίδες ἐξακολουθοῦν, μαζὶ μὲ τὸν πόλεμο τῆς βελόνας, νὰ διαβάζουν ἐφημερίδες, νὰ πηγαίνουν θέατρο, νὰ ἀκοῦνε τραγούδια τῆς Βέμπο ποὺ γελοιοποιοῦν τὸν εἰσβολέα καὶ τὶς κάνουν νὰ αἰσιοδοξοῦν καὶ νὰ παλεύουν.
Ναί, ἡ παρουσία τῆς Ἑλληνίδας τοῦ ’40 ἦταν εὐλογία Θεοῦ. Ἡ Ἑλληνίδα τοῦ ’40 ἔδρασε οἰκειοθελῶς, ἀποφασιστικὰ καὶ χωρὶς ὑστεροβουλία, γιατὶ ἔπρεπε, χωρὶς τιμητικὲς ἀμοιβές, βαθμοὺς καὶ τίτλους, χωρὶς παράσημα καὶ μεγαλόσταυρους, χωρὶς τελετὲς καὶ παράτες, χωρὶς συντάξεις. Γιατὶ εἶναι Σύμβολο, Ἰδέα. Καὶ οἱ Ἰδέες δὲν ἀνήκουν στά «γήινα»· ἀνήκουν στὴν Ἱστορία.
Πηγή: (Περιοδικό «Ακτίνες» Έτος 82ο | Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2019 | Αριθ. 777)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου