Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΩΡΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΩΡΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Ἁγία βασίλισσα Σαλώμη τῆς Οὐτζάρμα (Ujarma)



site analysis



Ἡ Ἁγία βασίλισσα Σαλώμη

 μνήμη της τιμται στς 15 ανουαρίου.

Σαλώμη του Ujarma salome





῾Η  Ἁγία Σαλώμη τῆς Οὐτζάρμα (Ujarma) ὑπῆρξε βοηθὸς καὶ σύντροφος τῆς Ἁγίας Νίνας στὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης στὴ γῆ τῆς Γεωργίας. Ἦταν κόρη τοῦ βασιλέως τῆς Ἀρμενίας Τηριδάτου, τοῦ διώκτου πρῶτον τῶν Χριστιανῶν καὶ μάλιστα τῶν παρθένων συνοδοιπόρων τῆς Ἁγίας Νίνας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους πρὸς τὴ Γεωργία. Ὑπανδρεύθηκε τὸ γιὸ τῶν βασιλέων Μιριὰν καὶ Νάνας, τῶν Ἁγίων, τοῦ Ρέβι, τὸν βασιλεύοντα τότε στὴν Καχετία. Ἀπὸ τὴν Ἁγία Νίνα ἔμαθε νὰ προσεύχεται, νὰ νηστεύει καὶ νὰ ἐκτελεῖ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ κατὰ τὴν ἐπιθυμία της ἔστησε ἕνα Σταυρὸ στὴν Οὐτζάρμα, ἀπὸ τὸ τέταρτο κομμάτι τοῦ παράξενου δένδρου τῆς προσευχῆς της, τὸ ὁποῖο ἀπέκοψε γιὰ τὴ δημιουργία Ἱερῶν Σταυρῶν, στὸ Σταυροβούνι“Jvari”, στὸ ὄρος Τχότι καὶ τὸν τέταρτο προόριζε γιὰ τὸ Μπόντμπε. Μὲ τὴν ἐπιρροή της ὡς βασίλισσα ἡ Σαλώμη πολλοὺς προσείλκυσε στὴ Χριστιανικὴ πίστη. Συμπαραστάθηκε στὴν Ἁγία Νίνα στὶς τελευταῖες της στιγμὲς καὶ ἀκολούθησε τὰ βήματά της στὴν ἱεραποστολική της πορεία. Κατέγραψε τὴ θαυμαστὴ καὶ θεάρεστη πολιτεία της καὶ θεωρεῖται μία ἀπὸ τοὺς κύριους συναξαριακοὺς συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Νίνης, ἀφοῦ μᾶς ἄφησε τὸ σύγγραμμά της: «Ἡ ζωὴ τῆς Ἁγίας Νίνας, τῆς φωτιστρίας τῆς Γεωργίας».

Γεωργιανὸν Προσκυνητάριον,
Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια
Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Ἠλίων, Αἰδηψοῦ  Ἀθῆναι 2011

sv_Nino_Sioni_cross_Tbilisi

πολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
 
Τ 56ῆς φωσφόρον βασίλισσαν εὐφημήσωμεν,
Σαλώμην τῆς φωτιστρίας
Νίνας τοῦ βίου σεπτὴν
συγγραφέα ὡς αὐτῆς ὁδοὺς βαδίσασαν
καὶ σπόρον σπείρασαν Χριστοῦ
ἐν τῇ γῇ τῇ ἀγαθῇ
καὶ πίονι βασιλείας
αὐτῆς καὶ πρέσβειραν θείαν
πιστῶν ὀφθεῖσαν πρὸς τὸν Ὕψιστον

Βίος καὶ Πολιτεία τῆς Ἁγίας Ἰσαποστόλου Νίνης, Φωτιστρίας τῆς Γεωργίας



site analysis

Ἔκδοσις Ἱ. Μ. Ἁγ. Γεωργίου, Ἤλια Αἰδηψοῦ Εὔβοιας, 2002

Α) Ὁ κλῆρος τῆς Θεοτόκου

Σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία παράδοση, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα διαφυλάσσεται στὴν Γεωργία, καθὼς ἐπίσης καὶ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ πανάμωμος Μητέρα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν πρόνοιά Του, ἐκλέχτηκε νὰ κηρύξη στὴν Γεωργία[1] τὴν σωτηρία των ἀνθρώπων, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Υἱοῦ Της καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στοὺς Οὐρανούς, γράφει ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Ἁγιορείτης, συγκεντρώθηκαν στὸ Ὄρος Σιὼν οἱ Μαθητές Του μαζὶ μὲ τὴν Παρθένο Μαρία, τὴν Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ καὶ περίμεναν τὸν Παράκλητο, ὅπως τοὺς διεμήνυσε ὁ Κύριος, νὰ μὴν φύγουν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ νὰ περιμένουν τὴν ἐπαγγελία τοῦ Κυρίου.
Καὶ ἔῤῥιξαν κλήρους γιὰ τὸ σὲ ποια χώρα ὁ καθένας τους θὰ πήγαινε νὰ κηρύξῃ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Πανάμωμος εἶπε: Γιὰ νὰ μὴν μείνω καὶ ἐγὼ δίχως κλῆρο ἀποστολῆς, ἐπιθυμῶ νὰ ῥίξετε κλῆρο καὶ γιὰ μένα, ἔτσι καὶ ἐγὼ νὰ ἔχω κάποια γῆ νὰ κηρύξω, τὴν ὁποία θὰ ὁρίσει ὁ Θεός.
Ἐκεῖνοι, οἱ εὐσεβεῖς μὲ φόβο καὶ σεβασμὸ ἔπραξαν σύμφωνα μὲ τὰ λόγια Της, καὶ ἔπεσε σὲ αὐτὴν ὁ κλήρος γιὰ τὴν χώρα τῆς Γεωργίας. Ἡ Πανάμωμος Θεοτόκος μὲ χαρὰ τὸ ἀποδέχθηκε καὶ θέλησε ἀμέσως μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, νὰ ταξιδέψη γιὰ τὴν Γεωργία. Ἀλλὰ ὁ Ἄγγελος τῆς εἶπε: Δὲν πρέπει ἀμέσως τώρα νὰ φύγῃς ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ νὰ παραμείνης γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα, καὶ ἡ γῆ ἡ ὁποία Σοῦ ἔπεσε στὸν κλῆρο, θὰ καθαγιασθῇ ἀργότερα, καὶ ἡ δεσποσύνη Σου θὰ πάει μέχρι ἐκεῖ.
Αὐτὴ ἠ ἐκλογὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν καθαγιασμὸ τῆς Γεωργίας ὁλοκληρώθηκε αφοῦ πέρασαν τρεῖς αἰῶνες ἀπὸ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἱεραπόστολος αὐτοῦ τοῦ ἕργου εἶναι φανερὸ ὅτι ἔγινε ἡ ἴδια ἡ Ὑπερευλογημένη Θεοτόκος Παρθένος· ἀφοῦ ἦρθε ὁ καιρός. Αὐτὴ μὲ τὴν εὐλογία Της καὶ μὲ τὴν δύναμή Της, ἀπέστειλε στὴν Γεωργία γιὰ τὸ κήρυγμα τὴν Ἁγία Παρθένο Νίνα.

Β) Ἡ γέννηση καὶ ἡ ἀνατροφὴ τῆς Ἁγίας

Ἡ Ἁγία Νίνα γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία, μοναχοπαίδι ὀνομαστῶν καὶ εὐλογημένων γονέων, τοῦ Ζαβουλὼν Ῥωμαίου στρατηγοῦ συγγενὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καὶ τῆς Σουζάνας ἀδελφῆς τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἰουβεναλίου. Ὅταν ἔγινε 12 ἐτῶν, ἡ Ἁγία Νίνα μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς της πῆγε στὴν Ἁγία Πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ ὁ πατέρας της Ζαβουλών, φλεγόμενος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν, θέλησε νὰ Τὸν ὑπηρετήσῃ μὲ τὴν μοναχικὴ ἄσκηση. Σὲ αὐτήν του τὴν ἐπιλογὴ πῆρε τὴν συγκατάθεση τῆς συζύγου του καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων. Ἀφοῦ μὲ δάκρυα ἔλουσε τὴν νεαρή του κόρη Νίνα, τὴν ἐνεπιστεύθηκε στὸν Θεό, τὸν πατέρα τῶν ὀρφανῶν καὶ προστάτη τῶν χηρῶν, ἔφυγε καὶ κρύφθηκε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου καὶ κανεὶς δὲν ἔμαθε οὔτε τὸν τόπο τῆς ἄσκησής του, οὔτε τὸν τόπο τῆς κοίμησής του.
Τὴν Σωσσάνα, τὴν μητέρα τῆς Ἁγίας Νίνας, ὁ Πατριάρχης καὶ κατὰ σάρκα ἀδελφός της, στὸν ἱερὸ ναὸ τὴν χειροτόνησε διακόνισσα, γιὰ νὰ διακονῆ τὶς χῆρες καὶ ἀδύναμες γυναῖκες. Τὴν Νίνα τὴν παρέδωσε πρὸς παιδαγωγία σὲ κάποια εὐσεβῆ γερόντισσα Νιαφόρα.
Ἡ Ἁγία παρθένος ἦταν τόσον καθαρὴ καὶ πανέξυπνη, ὥστε μέσα σὲ 2 χρόνια, μὲ τὴν βοήθεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, διδάχθηκε τοὺς κανόνες τῆς πίστεως καὶ τῆς εὐσεβείας καὶ ἐμβάθυνε σὲ αὐτούς. Καθημερινά, προσευχόμενη καρδιακά, καὶ μελετώντας τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ καρδιά της ὅλο καὶ περισσότερο ἐφλέγετο ἀπὸ τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὑπέμεινε τὰ βασανιστήρια καὶ τὸν σταυικὸ θάνατο. Μελετώντας μὲ δάκρυα τὶς Εὐαγγελικὲς διηγήσεις περὶ τῆς Σταυρώσεως τοῦ Σωτῆρος τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ ὅλα ὅσα συνέβησαν στὸν Σταυρό, ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν τύχη τοῦ Χιτῶνος τοῦ Κυρίου: Ποῦ νὰ βίσκεται σήμερα αὐτὴ ἡ χειροποίητη πορφύρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ; ῥωτοῦσε τὴν παιδαγωγό της, ἀπρώντας: ἀδύνατον νὰ χάθηκε στὴν γῆ αὐτὸ τὸ ἁγιασμένο μεγάλο κειμήλιο.
Ὅσα γνώριζε ἡ Νιαφόρα ἀπὸ τὴν παράδοση, τὰ διηγήθηκε, ὅτι βορειοανατολικὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ ὑπάρχει ἡ χώρα τῆς Γεωργίας καὶ σ᾿ αὐτὴ ἡ πόλη Μτσχέτ[2]. Ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ χιτῶνας τοῦ Κυρίου ποὺ μετέφερε ὁ στρατιώτης, στὸν ὁποῖο ἔπεσε ὁ κλῆρος νὰ τὸν πάρη, κατὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς χώρας ὀνομάζονται Κάρτβελοι[3], καὶ ὅπως οἱ γείτονές τους Ἀρμένιοι, καὶ πολλὲς ὀρεσίβιες φυλές, βρίσκονται στὴν ἀπάτη καὶ στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας.

Γ) Διάκονος τῆς Θεομήτορος

Αὐτὴ ἡ παλαιὰ διήγηση, εἰσῆλθε βαθιὰ στὴν καρδιὰ τῆς Ἁγίας Νίνας. Ἡμέρα καὶ νύχτα ὕψωνε θερμὲς προσευχὲς στὴν Παναγία Παρθένο, τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν ἀξιώση νὰ δεῖ τὴν γῆ τῆς Γεωργίας, νὰ εὕρῃ καὶ νὰ προσκυνήση τὸν χιτῶνα τοῦ ἀγαπητού Της Υἱοῦ, ἐπιθυμώντας νὰ πααραδοθῆ στὰ Θεομητορικά Της χέρια, καὶ νὰ κηρύξει τὸ ἅγιον ὄνομά Του στοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες. Ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τὴν προσευχὴ τῆς δούλης Τῆς, ἔμφανίστηκε στὸν ὕπνο της καὶ τῆς εἶπε: Πήγαινε στὴν γῆ τῆς Γεωργίας, κήρυξε ἐκεῖ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ εὕρεις τὸ ἔλεος Του καὶ ὲγὼ θὰ εἶμαι προστάτης σου. Ἀλλὰ πῶς μπορῶ ἐγώ, ῥώτησε ἡ ταπεινὴ κόρη, νὰ γίνω ὄργανο μιᾶς τέτοιας μεγάλης διακονίας, ἀφοῦ εἶμαι ἀδύναμη γυναῖκα;
Ἡ Παναγία, ἀφοῦ ἔδωσε στὴν Νίνα Σταυρὸ φτιαγμένο ἀπὸ κληματαριά, τῆς εἶπε: Λάβε αὐτὸν τὸν Σταυρό, αὐτὸς θὰ σοῦ εἶναι προστάτης καὶ φύλακας ἐναντίον ὅλων τῶν ὁρατῶν και ἀοράτων ἐχθρῶν· μὲ τὴν δύναμή του θὰ στήσης ἐκεῖ τὴν σωτήριο σημαία τῆς πίστεως τοῦ ἀγαπητοῦ μου Υἱοῦ καὶ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος· θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν.
Ὅταν ξύπνησε ἀπὸ τὸ ὄνειρο ἡ Ἁγία Νίνα, καὶ εἶδε στὰ χέρια της τὸν θαυμάσιο Σταυρό, μὲ δάκρυα ἄρχισε νὰ τὸν ἀσπάζεται. Κατόπιν τὸν ἔβαλε στὰ μαλλιά της, καὶ πῆγε στὸν θεῖό της τὸν πατριάρχη. Τοῦ διηγήθηκε τὴν ἐμφάνιση τῆς Θεομήτορος καὶ τὴν ἐντολή Της νὰ πάη στὴν Γεωργία. Καὶ ἐκεῖ νὰ κηρύξη τὸ Εὐαγγέλιο τῆς αἰωνίου σωτηρίας. Ὁ μακάριος Πατριάρχης διέκρινε σὲ αὐτὸ τὸ ὅραμα πολὺ καθαρὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν ἀρνήθηκε στὴν νεαρὴ κόρη νὰ δώσῃ τὴν εὐλογία του νὰ ξεκινήσῃ γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως. Καὶ ὅταν ἔφθασε ὁ εὐλογημένος καιρὸς νὰ ἀναχωρήσῃ γιὰ τὸν μακρινό της δρόμο, τὴν ὁδήγησε ὁ Πατριάρχης στὸ Ἅγιο Βῆμα τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου καὶ ἀφοῦ ἔθεσε τὴν ἁγία δεξιά του στὸ κεφάλη της, προσευχήθηκε λέγοντας: Κύριε Θεέ, στὰ χέρια Σου παραδίδω αὐτὴν τὴν πτωχὴ παρθένο· τὴν ἀποστέλλω στὸ θεῖόν Σου κήρυγμα. Εὐδόκησον Χριστὲ ὁ Θεός, νὰ ταῆς γίνης συνοδοιπόρος καὶ καθοδηγητής, ὁπουδήποτε τὸ στόμα της θὰ εὐηγγελίση περὶ Σοῦ, καὶ δώρισε στὸν λόγο της δύναμη καὶ σοφία, στὸν ὁποῖο κανεὶς νὰα μὴν μπορῆ νὰ ἐναντιωθῆ ἤ νὰ ἀντειπῆ. Ἐσὺ Παναγία Θεοτόκε, ἡ βοήθεια καὶ προστασία ὅλων τῶν Χριστιανῶν, προστάτευε αὐτὴν τὴν ὁποία Ἐσὺ διάλεξες γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Υἱοῦ Σου ἀνάμεσα στὰ θεόμαχα φύλα, περιφρούρησέ την μὲ τὴν δική σου ὑψηλὴ δύναμη ἐναντίον τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν· γενοῦ παντονινὴ προστάτης καὶ ἀκαταμάχητος φρουρός της καὶ ἄς τὴν ἀφήση τὸ ἔλεός σου, ἕως ὅτου ὁλοκληρώση τὴν ἁγία θέλησή σου.

Δ) Ἡ Ἁγία Ῥιψιμία καὶ τὸ μαρτύριό της

Ἐκείνες τὶς μέρες ἀναχωροῦσαν ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη γιὰ τὴν Ἀρμενία, 53 κοπέλες φίλες, μαζὶ μὲ τὴν κόρη τοῦ βασιλέα Ῥιψιμία, καὶ τὴν καθοδηγήτριά της Γαϊανή, ἐξαιτίας τοῦ διωγμοῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ποὺ θέλησε νὰ νυμφευθῆ τὴν Ῥιψιμία, ἡ ὁποία εἶχε ὑποσχεθῆ παρθενία.
Μὲ αὐτὲς τὶς ἁγίες παρθένες ἡ Ἁγία Νίνα ἔφθασε μέχρι τὴν Ἀρμενία καὶ τὴν πρωτεύουσα Βαγκαρσαπάτ[4]. Βρῆκαν κατάλυμα ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, κοντὰ σὲ μία κατοικία οἰνοπαραγωγοῦ καὶ γιὰ τροφὴ εἶχαν ὅτι συγκέντρωναν μὲ κόπο τὰ χέρια τους.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ὁ Διοκλητιανός, πληροφορήθηκε ὅτι ἡ Ῥιψιμία κρύβεται στὴν Ἀρμενία. Ἔστειλε γράμμα στὸν βασιλιὰ τῆς Ἀρμενίας Τηριδάτη[5], γιὰ νὰ βρῆ τὴν Ῥιψιμία καὶ νὰ τὴν στείλη στὴν Ῥώμη. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Τηριδάτη γρήγορα τὴν ἀνακάλυψαν. Σὰν τὴν εἶδε ὁ βασιλιάς, θέλησε νὰ τὴν κάνει γυναίκα του. Ὅμως ἡ Ἁγία τοῦ εἶπε χαριτολογώντας: Ἐγὼ ἔχω νυμφευθεῖ τὸν Οὐράνιον Νυμφίον Χριστό, καὶ πῶς ἐσὺ ὁ μιαρὸς θὰ κρατήσης στὰ χέρια σου τὴν Νύμφη τοῦ Χριστοῦ;
Γεμάτος μὲ φοβερὴ σκότωση, θυμὸ καὶ ὀργή, ὁ Τηριδάτης διέταξε νὰ βασανίσουν τὴν Ἁγία. Τὴν ἔῤῥιξαν σὲ πολλὰ και φοβερὰ βάσανα, τῆς ἔκοψαν τὴν γλῶσσα, τῆς ἔβγαλαν τὰ μάτια καὶ ὅλο τὸ σῶμά της τὸ ἔκοψαν σὲ κομμάτια. Τὴν ἴδια τύχη εἶχαν καὶ οἱ φίλες της καὶ ἡ Γαϊανή[6].
Μόνο ἡ Ἁγία Νίνα μὲ θαυμαστὸ τρόπο σώθηκε ἀπὸ τὸν θάνατο· ὁδηγήθηκε ἀπὸ ἀόρατο χέρι, καὶ κρύφτηκε θαυματουργικὰ κατὰ τὴν ταραχὴ στὰ κλειδιὰ μιᾶς ἄγριας τριανταφυλλιᾶς.
Ταρασσόμενη ἀπὸ φόβο καὶ ἱκετεύοντας γιὰ τὶς φίλες της, ὕψωσε στὸν οὐρανὸ τὰ δακρυσμένα μάτια της, καὶ εἶδε οὐρανόσταλτο Ἄγγελο, ντυμένο μὲ φωτεινὸ ὀράριο. Συνοδευόμενος ἀπὸ πλῆθος οὐρανίων δυνάμεων, κατέβηκε ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, κρατώντας στὰ χέρια του εὐωδιάζων θυμιατήριο, ἐνῶ ἀπὸ τὴν γῆ, ὡσὰν σὲ συνάντησή του, ἀνέβαιναν οἱ ψυχὲς τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖες περιπτύχθηκαν μὲ τὶς φωτεινὲς οὐράνιες δυνάμεις, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὲς ἀνῆλθαν στὸν οὐρανό.
Κύριε! Κύριε! θρηνοῦσα ἔκραζε ἡ Ἁγία Νίνα ὅταν εἶδε αὐτά· γιατὶ ἐμένα τὴν ἄτυχη ἐγκαταλείπεις στὸ μέσον αὐτῶν τῶν ἐχιδνῶν καὶ φιδιῶν;
Ὅμως ὁ Ἄγγελος τῆς ἀπάντησε: Μὴ θλίβεσαι, μόνο περίμενε λίγο, γιατὶ καὶ ἐσὺ θὰ ὁδηγηθῆς στὴν Βασιλεία τοῦ Κυρίου τῆς δόξης, ὅταν αὐτὴ ἡ ἄγρια καὶ ἀκανθωτὴ τριανταφυλιά ποὺ σὲ περιβάλλει, καλυφτῆ ἀπὸ εὐωδιαστὰ ἄνθη, ὅπως ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν φυτευθῆ στὸν κῆπο. Ὅμως τώρα σήκω καὶ πήγαινε πρὸς τὰ βόρεια,ὅπου ὑπάρχει πολὺς θερισμός, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχουν ἐργάτες.

Ε) Τὸ ξεκίνημα καὶ τὸ θεϊκὸ ὅραμα

Ἡ Ἁγία Νίνα ὑπάκουσε, καὶ μόνη της ξεκίνησε γιὰ τὴν μακρυνὴ ὁδό. Μετὰ ἀπὸ μακρὺ δρόμο, ἔφτασε στὴν ὄχθη κάποιου ποταμοῦ Κούρ[7], ὁ ὁποῖος ποτίζει τὸ μέσον ὅλης τῆς Γεωργίας, ῥέοντας ἀπὸ τὰ Δ πρὸς τὰ ΒΝ, ἕως τὴν Κασπία θάλασσα, κοντὰ στὸν καταυλισμὸ τῶν Δερβίσηδων (Χέρτβισι). Τσοπάνοι, ἔδωσαν στὴν κουρασμένη ξένη λίγη τροφή.
Μιλοῦσαν ἀρμενικά, ἡ Νίνα εἶχε μάθει αὐτὴν τὴν γλώσσα ἀπὸ τὴν γερόντισσα Νιαφόρα. Ῥώτησε τοὺς βοσκούς: Ποῦ βρίσκεται ἡ πόλη Μτσχέτ, καὶ πόσο μακριὰ εἶναι ἀπὸ ἐδῶ; Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε: Προχωρώντας ἀρκετὰ κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ, θὰ δεῖς τὴν πόλη Μτσχέτ, ὅπου οἱ θεοί μας δοξάζονται καὶ οἱ βασιλεῖς μας βασιλεύουν.
Καὶ συνέχισε τὸν δρόμο της. Μιὰ μέρα, κουρασμένη, κάθισε σὲ μία πέτρα σκεπτόμενη τὴν ζωή της. Ποῦ τὴν ὁδηγεῖ ὁ Κύριος; Ποιοί θὰ εἶναι οἱ καρποὶ τῶν κόπων της; Μήπως εἶναι μάταιο τὸ τόσο μακρυνὸ καὶ πολὺ δύσκολο ταξίδι της; Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις, ἀποκοιμήθηκε σὲ ἐκεῖνον τὸν βράχο, καὶ εἶδε σὲ ὅραμα ἕναν ἄνθρωπο, μὲ ἐξαίσιο πρόσωπο, τὰ μαλλιά του ἔπεφταν ἕως τοὺς ὤμους, στὰ χέρια κρατοῦσε εἰλητάριο στὰ ἑλληνικά. Ἄνοιξε τὸν ῥολό, τὸν ἔδωσε στὴν Ἁγία, τῆς εἶπε νὰ τὸν διαβάση καὶ ἔγινε ἄφαντος. Μόλις ξύπνησε ἀπὸ τὸν ὕπνο, εἶδε στὸ χέρι της τὸ εἰλητάριο καὶ ἡ Ἁγία Νίνα διάβασε σὲ αὐτὸ τὰ εὐαγγελικὰ λόγια:
Ἀμὴν λέγων ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῆ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦτον ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ λαληθήσεται καὶ ὅ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς (Ματθ. 26,13). Οὐκ ἕνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ἡμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (Γαλ. 3,28). Λέγει ὁ Ἰησοῦς ταῖς γυναιξί: μὴ φοβεῖσθε· ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου (Ματθ. 28,10).Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με (Ματθ. 10,40). Ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν, οὐδὲ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν (Λουκ. 21,15). Καὶ μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι. (Ματθ. 10,28). Πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἰδοὺ ὲγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν (Ματθ. 28,19-20).
Ἐνδυναμώθηκε καὶ παρηγορήθηκε ἡ Ἁγία Νίνα καὶ συνέχισε τὸν δρόμο της μὲ θαῤῥος καὶ νέο ζῆλο.
Καταβεβλημένη ἀπὸ τὶς δυσκολίες, τὴν ταλαιπωρία, τὴν πείνα, τὴν δίψα καὶ τὸν φόβο ἀπὸ τὰ θηρία, ἔφτασε στὴν ἀρχαία πόλη τῆς Καρτάλης Οὔμπνις ὅπου ἔμεινε ἕνα μῆνα σὲ ἐβραϊκὴ συνοικία, μελετῶντας τὴν φύση, τὰ ἔθιμα καὶ τὴν ἄγνωστη γιὰ αὐτὴν γλῶσσα τοῦ λαοῦ.

ΣΤ) Τὸ θαῦμα τῆς συντριβῆς τῶν εἰδώλων

Μιὰ μέρα πληροφορήθηκε ὅτι ὅλος ὁ ἀνδρικὸς πληθυσμὸς τῆς πόλεως καὶ τῶν περιχώρων ἑτοιμάζεται νὰ πάει στὴν πρωτεύουσα Μτσχέτ, γιὰ νὰ προσκυνήσει τοὺς μισητοὺς θεούς τους. Μαζί τους πῆγε καὶ ἡ Ἁγία Νίνα. Ἀλλὰ στὴν εἴσοδο τῆς πόλης, συνάντησε τὸν βασιλέα Μιριάν, καὶ τὴν βασίλισσα Νάνα, μὲ συνοδεία ὑπηρετῶν καὶ πλῆθος λαοῦ. Κατευθύνονταν στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ ἄψυχο εἴδωλο, τὸ ἐπονομαζόμενο Ἀρμάζ, τὸ ὁποῖο βρισκόνταν στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόλη.
Ἡ ἡμέρα ἦταν αἰθρία. Ἐκείνη ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς σωτηρίας ἀθλήσεως τῆς Ἁγίας Νίνας γιὰ τὴν γῆς τῆς Γεωργίας, ἐπίσης ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς κυριαρχίας τοῦ μισητοῦ εἰδώλου Ἀρμάζ. Παρασυρμένη ἀπὸ τὸ πλῆθος, ἡ Ἁγία Νίνα κατευθύνθηκε πρὸς τὸν βουνό, μέχρι τὸν ναὸ τῶν εἰδώλων. Ἀναζήτησε ἕνα κατάλληλο τρόπο γιὰ νὰ βλέπει τὸ ἐπιβλητικὸ εἴδωλο τοῦ Ἀρμάζ. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔβλεπε ἕνα ὁμοίωμα ἀνθρώπου μὲ ἀσυνήθιστο ὕψος, ἐπικαλυμένο μὲ χρυσό, καὶ χαλκό, στὸ κεφάλι εἶχε κράνος χρυσό· τὰ μάτια του ἦταν τὸ ἕνα ἀπὸ διαμάντι, τὸ ἄλλο ἀπὸ σμαράγδι, πολύ ἀκριβὰ καὶ λαμπερά. Στὴν δεξιὰ μεριὰ βρισκόταν ἄλλο ἕνα μικρότερο εἴδωλο χρυσό, μὲ τὸ ὄνομα Κάτσι, καὶ στὰ ἀριστερὰ ἄλλο ἕνα εἴδωλο μικρὸ μὲ τὸ ὄνομα Γαΐμ.
Ὁ βασιλέας καὶ ὅλος ὁ πολυάριθμος λαός, στεκόνταν ἐνώπιον τῶν εἰδώλων μὲ ἀνόητο φόβο σεβασμὸ καὶ ὑπομονή, ἐνῶ οἱ ἱερεῖς ἑτοίμαζαν τὶς αἱματηρὲς θυσίες. Ὅταν τὶς ἑτοίμασαν, θυσίασαν μὲ θυμίαμα, ἔτρεξε τὸ αἷμα τῶν θυσιῶν καὶ ἤχησαν τὰ τύμπανα καὶ οἱ τρομπέτες. Τότε ὁ βασιλέας καὶ ὁ λαὸς ἔπεσαν καταγῆς ἐνώπιον τῶν ἄψυχων εἰδώλων. Μὲ τὸν ζῆλο τοῦ Ἠλία ἄναψε ἡ καρδιὰ τῆς Ἁγίας παρθένου. Ἀναστέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της, ὕψωσε τοὺς ὀφθαλμούς της πρὸς τὸν οὐρανὸ γεμάτα δάκρυα καὶ προσευχήθηκε ἔτσι:
Παντοδύναμε Θεέ, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Σου ὁδήγησε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἐπίγνωσή Σου, Σοῦ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ! Σύντριψε αὐτὰ τὰ εἴδωλα ὅπως ὁ ἄνεμος σκορπίζει τὸ χορτάρι καὶ τὴν στάχτη, ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς! Ἐπίβλεψον Ἐλεῆμον σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους Ἐσὺ ἔπλασες μὲ τὴν παντοδύναμο δεξιά Σου, καὶ τοὺς δώρησες τὴν θείαν Εἰκόνα Σου. Κύριε καὶ Δέσποτα, Ἐσὺ τόσο ἀγάπησες τὸ δημιούργημά Σου, ὥστε τὸν Υἱόν Σου τὸν Μονογενή, ἔδωσες γιὰ τὴν σωτηρία αὐτοῦ τοῦ πεπτωκότος· σῶσε τὶς ψυχὲς καὶ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων Σου, ἀπὸ τὴν ὀλέθρια ἐξουσία τοῦ ἄρχοντος τοῦ σκότους, ὁ ὁποῖος τύφλωσε τοὺς ὀφθαλμούς τους μὲ τὸ σκότος τῆς ἄγνοιας, γιὰ νὰ μὴν γνωρίσουν τὴν ἀληθινὴ ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Εὐδόκησε Κύριε, ὤστε οἱ ὀφθαλμοί μου νὰ δοῦν τὴν καταστροφὴ τῶν εἰδώλων ποὺ στέκονται ἐδῶ ὑπερήφανα· κάνε ὥστε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς, νὰ δοῦν τὴν σωτηρία ποὺ ἐκχέεται ἀπὸ Σένα. Ἄς ἐπιστρέψουν σὲ Σένα, ἀπὸ τὸν βοῤῥὰ καὶ τὸν νότο, καὶ ἄς Σε προσκυνήσουν ὅλοι οἱ λαοί, τὸν μόνον προαιώνιο Θεό, καὶ τὸν Μονογενή Σου Υἱόν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, στὸν ὁποῖο ἀνῆκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας!
Καὶ ἐνῶ ἡ προσευχή της βρισκόταν στὰ χείλη της, ἐμφανίστηκα ἀπὸ τὰ δυτικὰ σκοτεινὰ σύννεφα μὲ βροχή, ταράζοντας τὸ ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ Κούρα. Βλέποντας τὸν κίνδυνο, ὁ βασιλέας καὶ ὁ λαὸς ἔτρεξαν νὰ κρυφτοῦν, ἐνῶ ἡ Νίνα κρύφτηκε σὲ ἕνα στένωμα τοῦ ὄρους. Ἐμφανίστηκαν βαριὰ σύννεφα μὲ ἀστραπὲς καὶ βροντές, ὅπου ξέσπασαν πάνω στὸν εἰδωλολατρικὸ ναό· τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα στέκονταν μὲ ὑπερηφάνεια, γκρεμίστηκαν, ὁ ναὸς ἔπεσε, καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ καταστροφὴ ὁδήγησε στὴν ἰσοπέδωση ὅλων, ὥστε νὰ μὴν μείνει οὔτε ἴχνος ἀπὸ τὰ εἴδωλα καὶ τὸν ναό τους. Ἡ Ἁγία Νίνα, μὲ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ, κρύφτηκε ἀβλαβὴς στὸ στένωμα, καὶ ἥσυχα παρατηροῦσε τριγύρω της πὼς ξαφνικὰ σταμάτησε νὰ βρέχη καὶ πέρασε ἡ καταιγίδα· καὶ πὼς πάλι στὸν οὐρανὸ ἐμφανίστηκε νὰ λάμπει ὁ ἥλιος. Αὐτὸ συνέβη κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐνδόξου Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ὁποία τὸ ἀληθινὸ φῶς τοῦ Θαβώρ, ποὺ ἔλαμψε γιὰ πρώτη φορὰ στὰ ὄρη τῆς Γεωργίας, μεταμόρφωσε τὸ σκότος τῶν εἰδωλολατρῶν σὲ φῶς Χριστοῦ.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα ὁ βασιλιὰς μὲ τὸν λαό, ματαίως ἀναζητοῦσαν τοὺς θεούς τους. Καὶ μὴ βρίσκοντάς τους ἔλεγαν: Μεγάλος ὁ θεὸς Ἀρμάζ, ἀλλὰ ὑπάρχει κάποιος ἄλλος Θεὸς μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτόν, ὁ ὁποῖος τὸν κατενίκησε. Ἄραγε, μήπως εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος καὶ τὶς ἀρχαίες θεότητες τῶν Ἀρμενίων ἐταπείνωσε καὶ τὸν βασιλέα Τηριδάτη μετέστρεψε στὸν Χριστιανισμό; Ἀλλὰ στὴν Γεωργία κανεὶς ποτὲ δὲν ἄκουσε γιὰ τὸν Χριστό, οὔτε κάποιος κήρυξε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἐνώπιον ὅλων τῶν θεοτήτων.

Ζ) Ἡ εἴσοδος τῆς Ἁγίας στὴν Μτσχέτ

Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες ἡ Ἁγία εἰσῆλθε στὴν πόλη Μτσχὲτ σὰν ξένη, ὀνομάζοντας τὸν ἑαυτό της αἰχμάλωτη, δούλη, καὶ κατευθύνθηκε στὸν βασιλικὸ κῆπο. Ἡ γυναῖκα τοῦ κηπουροῦ ἡ Ἀναστασία, βγῆκε σὲ σὲ συνάντησή της σὰν γνωστὴ ἀπὸ τὰ παλιά, ποὺ τὴν περίμενε γιὰ πολύ, τὴν ἀσπάστηκε καὶ τὴν ὁδήγησε στὸ σπίτι της. Τότε τῆς ἔπλυνε τὰ πόδια, τῆς ἄλειψε τὸ κεφάλι μὲ λάδι, καὶ τῆς πρόσφερε ψωμὶ καὶ κρασί. Ἡ Ἀναστασία καὶ ὁ σύζυγός της παρεκάλεσαν τὴν Νίνα νὰ παραμείνη στὸ σπιτικό τους ὡς ἀδελφή, γιατὶ δὲν εἶχαν παιδιά, καὶ ἡ μοναξιά τους ἦταν δύσκολη. Ἀργότερα, ὁ κηπουρὸς ἔφτιαξε γιὰ τὴν Ἁγία Νίνα σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία της μιὰ μικρὴ καλύβα στὴν γωνία τοῦ κήπου, ὅπου μέχρι σήμερα ὑπάρχει μικρὴ ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Νίνας, στὸ προαύλιο τῆς γυναικείας μονῆς τοῦ Σαμτάβρσκογ. Ἐκεῖ ἔβαλε τὸν σταυρὸ ποὺ τῆς ἔδωσε ἡ Θεοτόκος, καὶ παιρνοῦσε τὶς ἡμέρες καὶ τὶς νύκτες μὲ προσευχὲς καὶ ὕμνους.
Ἀπὸ αὐτὴν τὴν καλύβα, ἄρχισαν νὰ φανερώνονται μιὰ σειρὰ ἀπὸ θαύματα τῆς Ἁγίας, πρὸς δόξαν τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.
Πρῶτα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στὴν Γεωργία, ἔγιναν τὸ τίμιο ζευγάρι τὸ ὁποῖο ἔδωσε κατάλυμα στὴν δούλη τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν προσευχὴ τῆς Ἁγίας Νίνας λύθηκε ἡ στειρότητα τῆς Ἀναστασίας, καὶ ἔγινε μητέρα μεγάλης καὶ εὐλογημένης οἰκογένειας· καὶ πρώτη ἀπὸ τὶς γυναῖκες ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστό, ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Γεωργίας.

Η) Ὁ χιτώνας τοῦ Κυρίου

Κάποια μητέρα, κλαίγοντας καὶ ὀδυρομένη, ἔφερε στοὺς δρόμους τῆς πόλης τὸ ἑτοιμοθάνατο παιδί της, ἱκετεύοντας γιὰ βοήθεια. Ἡ Ἁγία Νίνα πῆρε τὸ παιδί, τὸ ἔβαλε στὸ κρεββάτι της ποὺ ἦταν ἀπὸ φυλλώματα καὶ προσευχήθηκε, ἔβαλε πάνω τὸν σταυρό της ποὺ ἦταν ἀπὸ κλήμα ἀμπελιοῦ καὶ τὸ παρέδωσε στὴν θρηνοῦσα μητέρα ζωντανὸ καὶ ὑγιές.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἄρχισε ἡ Ἁγία Νίνα φανερὰ καὶ μὲ δύναμη νὰ κηρύττη τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ καλεῖ τοὺς Γεωργιανοὺς εἰδωλολάτρες καὶ Ἑβραίους σὲ μετάνοια καὶ πίστη στὸν Χριστό. Σὲ ὅλους ἔγινε γνωστὴ ἡ εὐσεβὴς δίκαιη καὶ πάνσοφη ζωή της, ἐνῶ ἡ καρδία της, οἱ ὀφθαλμοί της, καὶ ἡ ἀκοή της ἦταν στραμμένη στὸν λαό. Πολλὲς γυναῖκες, ἰδιαιτέρως Ἑβραῖες, ἔφθαναν συχνά, γιὰ νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ μελίῤῥυτο στόμα της τὴν διδασκαλία γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν αἰώνια σωτηρία, καὶ τὸ μυστήριο τῆς πίστης στὸν Χριστό. Αὐτὲς ἦταν: ἡ Σιδωνία, κόρη ἤ ἀδελφή τοῦ ἀρχιερέως τῶν Καταλινῶν Ἀβιάθαρ καὶ ἄλλες ἕξι Ἑβραῖες γυναῖκες. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀβιάθαρ, ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα τῆς Ἁγίας Νίνας πὼς στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώθηκαν ὅλες οἱ προφητείες περὶ τοῦ Μεσσία. Ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἀβιάθαρ: Ὁ νόμος τοῦ Μωϋσεως καὶ οἱ Προφήτες, ὁμίλησαν γιὰ τὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο ἐγὼ κηρύττω· εἶπε ἡ Ἁγία Νίνα. Αὐτὸς εἶναι τὸ πλήρωμα καὶ ὁ ἐκπληρωτὴς τοῦ νόμου. Καὶ ἄρχισε ἀπὸ την δημιουργία τοῦ κόσμου, ὅπως τὰ βιβλία μᾶς ἀναφέρουν, μοῦ ἑρμήνευσε αὐτὴ ἡ θαυμαστὴ γυναίκα ὅλα ὅσα ὁ Θεὸς ἑτοίμασε γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, διὰ τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Μεσσία, ὁ ὁποῖος πραγματικὰ εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱὸς τῆς Ἀπειράνδρου γυναικός, ὅπως οἱ Προφῆτες προφήτεψαν. Αὐτόν, οἱ πατέρες μας ἀπὸ φθόνο τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν θανάτωσαν. Ἀλλὰ Ἐκεῖνος ἀναστήθηκε, ἀνελήφθηκε στοὺς οὐρανούς, καὶ πάλι θὰ ἔλθη στὴν γῆ μετὰ δόξης. Αὐτὸς εἶναι ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν καὶ ἡ δόξα τοῦ Ἰσραήλ. Στὸ ὄνομα Αὐτοῦ ἡ Ἁγία Νίνα μπροστὰ στὰ μάτια μου ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ σημεῖα, τὰ ὁποῖα μόνο ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ κάνει.
Συχνά, συνομιλώντας μὲ τὸν Ἀβιάθαρ, ἡ Ἁγία Νίνα πληροφορήθηκε ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἑξῆς διήγηση γιὰ τὸν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ: Ἄκουσα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, καὶ αὐτοὶ πάλι ἀπὸ τοὺς δικούς τους γονεῖς καὶ προπάτορες, ὅτι κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ Ἡρώδη στὴν Ἱερουσαλήμ, ἔφθασε εἴδηση στοὺς Ἑβραίους τοῦ Μτσχέτ, ὅτι στὴν Ἱερουσαλὴμ πῆγαν οἱ βασιλεῖς τῆς Περσίας, καὶ ἀναζητοῦσαν ἕνα νεογέννητο ἀγόρι ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Δαβίδ, γεννημένο ἐκ γυναικὸς μόνο, δίχως πατέρα, καὶ τὸ ὀνόμαζαν ὁ Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. Τὸ βρῆκαν στὴν Βηθλεέμ, στὴν πόλη τοῦ Δαβίδ, σὲ πτωχικὴ οἰκία, καὶ τοῦ πρόσφεραν δῶρα, βασιλικὸ χρυσό, σμύρνα, καὶ εὐωδιαστὸ λιβάνι. Ἀφοῦ Τὸν προσκύνησαν, ἐπέστρεψαν στὴν πατρίδα τους.
Τριάντα χρόνια μετὰ ἀπὸ αὐτό, ὁ προπάππος μου Ἐλιόζ, ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα Ἄννα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ αὐτὸ τὸ γράμμα· Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον οἱ βασιλεῖς τῆς Περσίας ἐπισκέφθηκαν μὲ δῶρα καὶ προσκύνησαν, ἔφθασε σὲ ὥριμη ἡλικία, και ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται ὡσὰν νὰ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἐλᾶτε λοιπὸν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ δεῖτε τὸν θάνατό του, τὸν ὁποῖο θὰ γευθῆ κατὰ τὸν νόμο τοῦ Μωϋσέως. Ὅταν ὁ Ἐλιὸζ μὲ πολλοὺς ἄλλους ἑτοιμάστηκε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα, τότε ἡ μητέρα του, εὐλογημένη γερόντισσα ἀπὸ τὸ γένος τοῦ ἀρχιερέως Ἠλία, εἶπε· πήγαινε παιδί μου στὴν βασιλικὴ πρόσκληση, ἀλλὰ σὲ ἱκετεύω νὰ μὴν συμμετάσχης στὴν καταδίκη ἐκείνων τῶν ἀδίκων κατὰ ἐκείνου τὸν ὁποῖον ἑτοιμάζονται νὰ θανατώσουν, γιατὶ Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῶν Προφητῶν, ἡ διδασκαλία τῶν σοφῶν, τὸ μυστήριο τὸ κεκρυμμένο ἀπ᾿ ἀρχῆς τῶν αἰώνων, τὸ φῶς τῶν ἐθνῶν καὶ ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος.
Ὁ Ἐλιὸζ μαζὶ μὲ τὸν Λογγῖνο Καρενίϊσκι, ταξίδεψε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦταν παρὼν κατὰ τὴν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία ἦταν στὸ Μτσχέτ, παραμονὲς τοῦ Πάσχα, ἔξαφνα ἔνιωσε στὴ καρδιά της ὡσὰν κτύπημα τσεκουριοῦ, τὸ ὁποῖο κόβει τὴν κληματαριά, καὶ ἔπεσε μὲ θόρυβο λέγοντας· τώρα ἔπεσε ἡ βασιλεία τοῦ Ἰσραήλ, γιατὶ παρέδωσαν στὸ θάνατο τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ λαοῦ του, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τώρα θὰ εἶναι ἔνοχος γιὰ τὸ Αἷμα τοῦ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Κυρίου του. Ὀδυνηρὸ γιὰ μένα ποὺ δὲν πέθανα πρὶν ἀπὸ αὐτό! Δὲν θὰ ἄκουγα αὐτὸν τὸν φοβερὸ κτύπο! Ὤ, δὲν θὰ δῶ στὴν γὴ τὴν δόξα τοῦ Ἰσραήλ. Λέγοντας αὐτά, ξεψύχησε.
Ὁ δὲ Ἐλιόζ, ὁ ὁποῖος ἦταν μπροστὰ στὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ἔλαβε τὸν χιτῶνά Του ἀπὸ τὸν Ῥωμαῖο στρατιώτη, στὸν ὁποῖο ἔτυχε μὲ κλῆρο καὶ τὸν ἔφερε στὸ Μτσχέτ. Ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἐλιὸζ Σιδωνία, χαιρέτησε τὸν ἀδελφό της ποὺ ἔφθασε ὑγιής, τοῦ διηγήθηκε γιὰ τὸν ξαφνικὸ καὶ θαυμαστὸ τρόπο ποὺ πέθανε ἡ μητέρα τους καὶ γιὰ ταὰ πρὸ τοῦ θανάτου λόγια της. Ὅτα ὁ Ἐλιὸζ ἐπιβεβαίωσε τὴν προαίσθηση τῆς μητέρας τους περὶ τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔδειξε στὴν ἀδελφή του τὸν χιτῶνα τοῦ Κυρίου, ἡ Σιδώνία τὸν πῆρε καὶ ἀφοῦ τὸν ἀσπάστηκε μὲ δάκρυα καὶ τὸν ἔσφιγγε στὸ στῆθός της, ἀμέσως ἔπεσε νεκρή. Καμιὰ ἀνθρώπινη δύναμη δὲν μπόρεσε νὰ πάρει ἀπὸ τὰ χέρια τῆς νεκρῆς αὐτὸ τὸ ἱερὸ ἔνδυμα. Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ βασιλιὰς Ἀβέρκιος, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς ἀξιωματούχους του ἔφθασε γιὰ νὰ δῆ τὸν παράδοξο θάνατο τῆς κόρης, καὶ δὲν μπόρεσε νὰ πάρη ἀπὸ τὰ χέρια της τὸν χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς μέρες ὁ Ἐλιὸζ ἔθαψε τὴν ἀδελφή του καὶ μαζῖ μὲ αὐτην τὸν χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ ἔκανε κατὰ μυστικὸ τρόπο, ὥστε ὡς σήμερα κανεὶς νὰ μὴν γνωρίζει τὸν τόπο ποὺ εἶναι θαμμένη. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι αὐτὸς ὁ τόπος βρίσκεται στὸ κέντρο τοῦ βασιλικοῦ κήπου, ποὺ ἀπὸ ἐκείνον τὸν καιρὸ μεγάλωσε καὶ ὑπάρχει μὲχρι σήμερα δροσερὸς κέρδος. Καταφθάνουν οἱ ἄνθρωποι, πιστεύοντάς τον ὡσὰν κάποια μεγάλη δύναμη. Κατὰ τὰ λοιπά, δὲν γνωρίζω ἂν τὰ πράγματα εἶναι ἔτσι.

Θ) Τὸ ὅραμα μὲ τὰ πουλιά

Ἀκούγοντας αὐτὰ ἡ Ἁγία Νίνα, πήγαινε τὴν νύκτα γιὰ προσευχὴ στὴν σκιὰ αὐτοῦ τοῦ κέδρου. Ἀλλὰ εἶχε ἀμφιβολία ἂν στὶς ῥίζες του βρισκόταν κρυμμένος ὁ χιτώνας τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, ἀπὸ ἕνα μυστηριώδες ὅραμα, τὸ ὁποῖο εἶδε ἐκεῖ, βεβαιώθηκε ὅτι ἐκεῖνος ὁ τόπος εἶναι ἅγιος καὶ κρύβει κάτι θαυμαστό. Ἔτσι, ὅταν κάποτε τελείωσε τὶς μεοσονύκτιες προσευχές της, ἡ Ἁγία Νίνα εἶδε ὅτι ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς πετοῦσαν στὸν βασιλικὸ κῆπο σμήνη μαύρων πουλιῶν, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πήγαιναν στὸν ποταμὸ Ἄραβγι[8], καὶ λούζονταν στὰ νερά του. Κατόπιν πετοῦσαν ψηλά, ἀλλὰ φαίνονταν λευκὰ σὰν τὸ χιόνι. Τότε κατέβαιναν στὰ κλαδιὰ τοῦ κέδρου καὶ γέμιζαν τὸν κῆπο μὲ παραδείσιους ὕμνους.
Αὐτὸ ἦταν φανερὸ σημάδι ὅτι οἱ γύρω λαοὶ θὰ ἁγιασθοῦν στὸ νερὸ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, καὶ ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ κέδρος, θὰ γίνῃ ναὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅπου παντοτινὰ θὰ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἐπίσης, εἶδε σὰν νὰ γίνεται σεισμὸς στὰ βουνὰ Ἀρμὰζ καὶ Ζαντέν, καὶ ἰσοπεδώθηκαν. Ἀκόμα, ἄκουσε φοβεροὺς θορύβους καὶ τριγμοὺς πολυάριθμων δαιμόνων, μὲ μορφὴ Περσῶν στρατιωτῶν, σὰν νὰ ἔφτασαν στὴν πρωτεύουσα καὶ ἀκούστηκε φοβερὴ κραυγή, σὰν τὴν φωνὴ τοῦ βασιλιᾶ Χοσρόη, ὁ ὁποῖος διέταζε νὰ διαλυθοῦντὰπάντα. Ὅταν ἡ Ἁγία Νίνα ὕψωσε τὸν σταυρό, καὶ ἔκανε στὸν ἀέρα τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, εἶπε: Σιωπήστε δαίμονες, ἔληξε ἡ βασιλεία σας, γιατὶ ἰδοῦ ὁ Νικητής! ὅλοι οἱ θόρυβοι διαλύθηκαν μὲ μιάς.
Μὲ τὰ σημεῖα αὐτὰ βεβαιώθηκε ὅτι εἶναι κοντὰ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σωτηρία τοῦ λαοῦ τῆς Γεωργίας, ἡ Ἁγία Νίνα δὲν σταμάτησε νὰ κηρύττει στοὺς ἀνθρώπους τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Μαζί της κήρυτταν τὸ Εὐαγγέλλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ μαθητές της, ἰδιατέρως ἡ Σιδωνία καὶ ὁ πατέρας Ἀβιάθαρ. Αὐτὸς μὲ τέτοια δύναμη καὶ ζῆλο ἐμάχετο γιὰ τὸν Ίησοῦ Χριστό, μὲ τοὺς ὑψηλοὺς ὁμόθρησκους Ἑβραίους, ὥστε καὶ διωγμὸ ἀπὸ αὐτοὺς ὑπέμεινε, καὶ πῆραν ἀπόφαση νὰ ταν θανατώσουν μὲ λιθοβολισμό. Μόνο ὁ βασιλὲας Μιριὰν τὸν ἔσωσε ἀπὸ τὸν θάνατο. Γιατὶ καὶ ὁ βασιλέας ἤδη εἶχε ἀποδεκτῆ στὴν καρδιά του τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Γνώριζε, ὅτι ἡ πίστη αὐτὴ θεμελιώθηκε ὄχι μόνο στὸ βασίλειο τῆς Ἀρμενίας ἄλλὰ ὅτι καὶ στὸ Ῥωμαϊκὸ κράτος μὲ τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνο[9] μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν δύναμη τοῦ Σταυροῦ Του νίκησε ὅλους τοὺς ἐχθρούς του, καὶ ἔγινε Χριστιανὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν.

Ι) Ἡ θεραπεία τῆς βασίλισσας Νάνας

Ἡ Γεωργία ἐκεῖνο τὸν καιρὸ βρισκόταν ὑπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ῥωμαίων καὶ στὴν Ῥώμη βρισκόταν ὡς ὅμηρος ὁ γιὸς τοῦ Μιριὰν Μπακάρ, γιὰ αὐτὸ ὁ Μιριάν, δὲν ἀπαγόρευσε στὴν Ἁγία Νίνα νὰ κηρύξει τὸν Χριστὸ στὴν πόλη του. Μόνο ἡ σύζυγος τοῦ Μίριαν, ἡ βασίλισσα Νάνα, γυναίκα δόλια, καὶ ἐπιπλέον φανατικὰ πιστὴ τῶν ἄψυχων εἰδώλων, ἦταν γεμάτη ἀπὸ κακία πρὸς τοὺς Χριστιανούς. Αὐτὴ καθιέρωσε ὑποχρεωτικὰ στὴν Γεωργία τὴν εἰδωλολατρικὴ θεότητα Ἀφροδίτη[10]. Ἀλλὰ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποῖα τοὺς ἀδυνάτους θεραπεύει καὶ δίδει αὐτὸ ποὺ προσδοκᾶνε, γρήγορα θεράπευσε καὶ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ ἀῤῥώστια τῆς βασίλισσας. Ἡ βασίλισσα ἀῤῥώστησε, καὶ ὅσο οἱ γιατροὶ τὴν περιποιόντουσαν, τόσο ἡ ἀῤῥώστιά της χειροτερεύε καὶ ἡ βασίλισσα ἦταν ἕως θανάτου. Τότε οἱ συγγενεῖς της, βλέποντας τὸν μεγάλο κίνδυνο, τὴν παρεκάλεσαν νὰ καλέση τὴν ξένη ἐκείνη Νίνα, ἡ ὁποία μὲ τὴν προσυεχή της στὸν Θεὸ ποὺ κήρυττε, θεράπευε κάθε μώλωπα καὶ κάθε ἀσθένεια.
Ἡ βασίλισσα διέταξε νὰ τῆς φέρουν ἐκείνη τὴν ξένη, Ἀλλὰ ἡ Ἁγία, δοκιμάζοντας τὴν πίστη τῆς βασίλισσας καὶ τὴν ταπείνωσή της, εἶπε στοὺς ἀπεσταλμένους: Ἄν ἡ βασίλισσα θέλει νὰ θεραπευθῆ, ἄς ἔρθει σὲ μένα ἐδῶ σὲ αὐτὴν τὴν καλύβα καὶ πιστεύω ὅτι μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μου θὰ θεραπευθῆ. Ὑπάκουσε ἡ βασίλισσα και διέταξε νὰ τὴν μεταφέρουν μὲ φορεῖο στὴν καλύβα τῆς Ἁγίας. Γιὰ τὸ φορεῖο μερίμνησε ὁ γιός της Ρέβ, καὶ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ. Ὅταν ἔφθασαν, ἡ Ἁγία Νίνα εἶπε νὰ ἀφήσουν τὴν ἄῤῥωστη βασίλισσα πάνω στὸ κρεβάτι της ποὺ ἦταν ἀπὸ φυλλώματα, γονατίζει καὶ προσεύχεται θερμὰ στὸν Κύριο, τον ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. Κατόπιν πῆρε τὸν σταυρό της, τὸν ἔβαλε στὸ κεφάλι ταῆς ἄῤῥωστης, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ πόδια, στοὺς ὤμους καὶ στὴν πλάτη της, κάνοντας ἔτσι τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ἡ βασίλισσα σηκώθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεβάτι ὑγιής. Καὶ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ἡ βασίλισσα ἀπέδωσε εὐχαριστίες στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Κατόπιν καὶ στὸν οἶκό της, ἐνώπιον τοῦ συζύγου της, ὁμολόγησε δημοσίως ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Τὴν Ἁγία Νίνα τὴν ἔκανε ἔμπιστη καὶ παντοτεινή της φίλη, τρέφοντας τὴν ψυχή της μὲ τὶς ἅγιες διδασκαλίες της. Τὸ ἴδιο ἡ βασίλισσα ἔφερε κοντά της καὶ τὸν σοφὸ γέροντα Ἀβιάθαρ καὶ τὴν κόρη του Σιδωνία, καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους δίδαξε τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβεια.

ΙΑ) Ἡ μεταστροφὴ τοῦ βασιλέως Μιριάν

Ὁ βασιλὲας Μίριαν, γιὸς τοῦ Σάχη τῆς Περσίας Χοσρόη καὶ διάδοχος στὴν Γεωργία τῆς δυναστείας τῶν Σασανιδῶν, ἀκόμα ταλαντευόταν νὰ ὁμολογήση τὸν Χριστὸ ὡς Θεό, καὶ ἐμφανιζόταν ὡς ζηλωτὴς τῶν εἰδωλολατρῶν. Κάποτε δέ, θέλησε νὰ ἐξαφανίση τοὺς ὁμολογητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἁγία Νίνα. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἔγινε γιὰ τὴν ἑξῆς αἰτία:
Ὁ κοντινὸς συγγενὴς τοῦ βασιλέα τῆς Περσίας, ἄνδρας λόγιος καὶ γνήσιος ὑποστηρικτὴς τῆς διδασκαλίας τοῦ Ζωροάστρου, ἐπισκέφθηκε ὡς φιλοξενούμενος τὸν βασιλέα Μιριάν. Ἀλλὰ στὸ σπίτι του ἀῤῥώστησε ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια, ἀπὸ τρέλλα. Φοβούμενος τὸν Πέρση βασιλεὰ ὁ Μίριαν ἔστειλε νὰ παρακαλέσουν τὴν Ἁγία Νίνα νὰ ἔρθη καὶ νὰ θεραπεύση τὸν πρίγκηπα. Ἐκείνη, διέταξε νὰ φέρουν τὸν ἄῤῥωστο κοντὰ στὸ κέδρο. Τὸν τοποθέτησε μὲ τὸ πρόσωπο πρὸς τὴν Ἀνατολή, μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα πρὸς τὸν οὐρανό, καὶ τὸν διέταξε νὰ πῆ τρεῖς φορές: Σὲ ἀρνοῦμαι σατανά, καὶ παραδίδομαι στὸν Χριστό, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ. Ὅταν εἶπε αὐτὰ ὁ μιαρός, τὰ πονηρὰ πνεύματα τὸν ἐτάραξαν καὶ τὸν ἔριξαν κάτω στὸ χώμα ὡσὰν νεκρό, ἀλλὰ μὴ ὑποφέροντας τὶς προσευχὲς τῆς Ἁγίας, ἐξῆλθε ἀπὸ αὐτόν. Ὁ πρίγκηπας ἔγινε καλά, καὶ πίστεψε στὸν Χριστό, καὶ ὡς χριστιανὸς πλέον ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του. Ὁ βασιλὲας Μίριαν, φοβήθηκε ἀπὸ αὐτὸ περισσότερο παρὰ ἀπ᾿ ὅτι ὁ πρίγκηπας θὰ πέθαινε, γιατὶ φοβήθηκε τὸν θυμὸ τοῦ Σάχη τῆς Περσίας ἐξαιτίας τῆς ἐπιστροφῆς στὸν Χριστὸ τοῦ συγγενοῦς του, στὸ σπίτι του. Ὁ Σάχης ἦταν ειδωλολάτρης. Γιὰ αὐτο ἀποφάσισε καὶ τὴν Ἀγί Νίνα νὰ θανατώση και ὅλους τοὺς χριστιανοὺς τῆς πόλεως νὰ ἐξαφανίσει.
Κυριευμένος ἀπὸ θυμό, καὶ μὲ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ βασιλὲας γιὰ νὰ ξεθυμάνει, ἔφυγε γιὰ κυνήγι στὸ δάσος Μουχράν, 20 χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Μτσχέτ. Ἐκεῖ εἶπε στοὺς συνοδούς του: Ἐμεῖς ἐπισύραμε πάνω μας τὸν φοβερὸ θυμὸ τῶν θεῶν μας, γιατὶ ἐπιτρέψαμε στοὺς ἀνηλεεῖς χριστιανούς, νὰ κηρύττουν στὴν πατρίδα μας τὴν πίστη τους. Ἀλλὰ σήμερα μὲ τὴν μαχαίρα θὰ τοὺς ἐξαφανίσω ὅλους αὐτοὺς ποὺ προσκυνοῦν τὸν Σταυρὸ καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο. Θὰ διατάξω καὶ τῆν βασίλισσα νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστό. Ἄν δὲ ὑπακούση, θὰ τὴν θανατώσω καὶ αὐτὴν μὲ ἄλλους χριστιανούς.
Λέγοντας αὐτὰ, ὁ βασιλέας ἀνέβηκε στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ Τχότι. Καὶ ἰδού, ἡ λαμπρὴ ἡμέρα ξαφνικὰ μεταβλήθηκε σὲ σκότος· ἔγινε ταραχὴ παρόμοια μὲ ἐκείνη ποὺ κατέστρεψε τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀρχάζ, ἡ ἔκλειψη τοῦ ἡλίου τύφλωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ βασιλέα, καὶ ἡ βροντὴ διεσκόρπισε ὅλους τοὺς ὀφθαλμούς του. Ὅλος ἔντρομος ὁ βασιλέας κάλεσε σὲ βοήθεια τοὺς θεούς του. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι δὲν τὸν ἄκουσαν. Τότε, αἰσθάνθηκε πάνω του τὴν ἄκρη τῆς χειρὸς τοῦ ζῶντος Θεοῦ, καὶ ὁ βασιλέας φώναξε: Θεὲ τῆς Νίνας, ἀποδίωξε τὸ σκότος ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ ἐγὼ θὰ ὁμολογήσω καὶ θὰ δοξάζω τὸ ὄνομά Σου. Καὶ εὐθὺς εἶδε, καὶ ἡ καταιγίδα κόπασε. Θαυμάζοντας τὴν τόσο μοναδικὴ δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ βασιλέας στράφηκε πρὸς τὴν ἀνατολή, ὕψωσε τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανιὸ και μὲ δάκρυα ἔλεγε: Θεέ, Ἐσένα τὸν ὁποῖο ἡ δούλη Σου Νίνα Σὲ κηρύττει, Εσὺ πράγματι εἶσαι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, ὑπεράνω ὅλων τῶν Θεοτήτων! Νὰ τώρα βλέπω τὴν μεγάλη ἀγαθότητά Σου σὲ μένα καὶ ἡ καρδιά μου αἰσθάνεται τὴν χαρά, τὴν παράκληση και τὴν ἐγγύτητά Σου σὲ μένα. Θεὲ φιλεύσπλαγχνε, σὲ αὐτὸν τὸν τόπο θὰ ὑψώσω τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ὥστε πάντοτε νὰ θυμίζη τὴν ἐμφάνισή Σου σὲ μένα κατὰ τὴν σημερινὴ ἡμέρα! Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη κατὰ μία μαρτυρία στὶς 6/5/319. Στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Τχότι ὣς σήμερα ὑπάρχει ναὸς τὸν ὁποῖον ἔκτισε ὁ βασιλέας Μίριαν.
Ἐπιστρέφοντας στὴν πρωτεύουσα καὶ προχωρώντας στὶς ὁδοὺς τῆς πόλης, ὁ βασιλέας φώναζε δυνατά: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀσπασθεῖτε τὸν Θεὸ τῆς Νίνας, τὸν Χριστό, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ αἰώνιος Θεός, καὶ Σὲ Αὐτὸν μόνο ἀνήκει κάθε δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας! Ποῦ εἶναι ἐκείνη ἡ γυναίκα ἡ ξένη, τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς εἶναι ὁ σωτήρας μου; Ἡ Ἁγία ἐκείνη τὴν ὥρα τελείωνε τὴν ἑσπερινὴ προσευχή της στὴν καλύβα της. Ὁ βασιλέας μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα ἡ ὁποία εἶχε βγεῖ σὲ προϋπάντησή του, καὶ πλῆθος λαοῦ, ποὺ γιὰ αὐτὸν εἶχε βγῆ στοὺς δρομους, ἔφτασαν ἕως τὴν καλύβα. Ὅταν ὁ βασιλέας εἶδε τὴν Ἁγία, ἔπεσε στὰ γόνατα, λέγοντας: Ὤ μητέρα μου δίδαξέ με καὶ κάνε με ἄξιο νὰ ἐπικαλοῦμαι τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου Θεοῦ σου, τοῦ Σωτῆρός μου! Σὲ ἀπάντησή του, δάκρυα ἀσυγκράτητα ἔτρεξαν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς Ἁγίας Νίνας. Ὅταν τὴν εἶδε νὰ κλαίει, ἔκλεγε καὶ ὁ βασιλιάς, καὶ ἡ βασίλισσα καὶ ὅλος ὁ λαός ποὺ ἦταν ἐκεῖ. Λέγει ἡ Σιδωνία, αὐτόπτης μάρτυς καὶ μετέπειτα συγγραφέας ὅλων αὐτῶν τῶν γεγονότων: Σὰν θυμᾶμαι αὐτὲς τὶς ἱερὲς στιγμές, κάθε φορὰ δάκρυα πνευματικῆς χαρᾶς ἀπὸ μόνα τους τρέχουν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς μου.
Ἡ στροφὴ στὸν Χριστὸ τοῦ βασιλέα Μίριαν, ὑπῆρξε ἀποφασιστικὴ καὶ ἀμετάκλητη. Αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐξέλεξε γιὰ καθοδηγητὴ καὶ διαφωτιστὴ ταῦ λαοῦ τῆς Γεωργίας, μὲ τὸ φῶς τῆς ἁγίας πίστεως, ὅπως κατὰ τὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα ἐξέλεξε γιὰ τοὺς Ῥωμαίους καὶ τοὺς Ἕλληνες τὸν βασιλέα Μεγάλο Κωνσταντῖνο. Χωρὶς καθυστέρηση, ὁ Μίριαν ἔστειλε στὸν Κωνσταντῖνο τοὺς ἀπεσταλμένους του, παρακαλώντας νὰ τοῦ στείλη ἀρχιερέα καὶ ἱερεῖς, γιὰ νὰ βαπτίσουν τον λαό, νὰ τὸν διδάξουν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἱδρύσουν καὶ νὰ θεμελιώσουν στὴν Γεωργία, τὴν Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.

ΙΑ) Ὁ θαυματουργὸς στῦλος

Ἡ Ἁγία Νίνα, ἕως νὰ ἔλθουν οἱ ἀπεσταλμένοι μὲ τοὺς ἱερεῖς, ἀκούραστα δίδασκε στὸν λαὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, μαθαίνοντάς τους ἔτσι τὴν ἀληθινὴ ὁδὸ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν καὶ τὴν κληρονομία τῆς οὐρανίου βασιλείας. Τοὺς δίδασκε νὰ προσεύχονται στὸν Θεὸ καὶ Χριστό, προετοιμάζοντάς τους μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο γιὰ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα.
Ὁ βασιλέας, θέλησε μέχρι νὰ ἔρθουν οἱ ἱερεῖς, νὰ οἰκοδομήσῃ ναὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως τοῦ ὑπέδειξε ἡ Ἁγία Νίνα, ἐξέλεξε γιὰ αὐτό, τὸν τόπο στὸν κῆπο, ὅπου ὑπῆρχε ἐκεῖνος ὁ μεγάλος κέδρος. Ἡ Ἁγία τοῦ εἶπε: Ἄς μεταβληθῇ αὐτὸς ὁ φθαρτὸς καὶ πρόσκαιρος κῆπος σὲ πνευματικὸ καὶ ἀθάνατο κῆπο, ὁ ὁποῖος θὰ παράγῃ καρποὺς γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή.
Ὁ κέδρος κόπηκε, καὶ ἀπὸ τοὺς 6 κλάδους του ἔγιναν 6 στῦλοι, ὅπου εὔκολα τοὺς τοποθέτησαν σὲ καίρια σημεῖα γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση. Ὅταν ὅμως ξεκίνησαν νὰ πάρουν τὸν ἕβδομο στύλο, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν κορμὸ τοῦ κέδρου, ὥστε νὰ τὸν τοποθετήσουν ὡς θεμέλιο τοῦ ναοῦ, καμιὰ δύναμη δὲν μπόρεσε νὰ τὸν μετακινήσῃ ἀπὸ τὸν τόπο. Ὅλοι παραξενεύτηκαν μὲ αὐτό. Ἐπειδὴ ἡ ἡμέρα ἔκλινε πρὸς στὴν δύση, ὁ βασιλιὰς ἀναχώρησε λυπημένος γιὰ τὸ σπίτι του, διερωτώμενος: Τί νὰ σημαίνει αὐτό;
Διασκορπίστηκε καὶ ὁ λαός. Ἔμεινε μόνο ἡ Ἁγία Νίνα μὲ τοὺς μαθητές της ἱκετεύοντας ἀδιαλείπτως καὶ μὲ δάκρυα βρέχοντας τὸν κορμὸ τοῦ κέδρου. Πρὶν τὴν αὐγὴ ἐμφανίστηκε στὴν Ἁγία ἕνας θαυμάσιος νέος, καὶ τῆς ψιθύρισε στὸ αὐτὶ τρεῖς μυστηριώδεις λέξεις, τὶς ὁποῖες ὅταν τὶς ἄκουσε, ἔπεσε στὴν γῆ καὶ τὸν προσκύνησε. Τότε ὁ νεανίσκος πλησίασε στὸν στύλο, τὸν ἄρπαξε καὶ τὸν ὕψωσε ψηλὰ στὸν ἀέρα. Ὁ στύλος ἄστραπτε ὅπως ἡ ἀστραπὴ καὶ φώτιζε ὅλη τὴν πόλη. Ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ λαὸς παρατηροῦσαν μὲ φόβο καὶ χαρὰ θαυμάζοντας πὼς αὐτὸς ὁ βαρὺς στύλος, δίχως νὰ κρατιέται ἀπὸ κανέναν, μὲ μιᾶς ὑψώθηκε ψηλὰ στὰ 12 μέτρα, τὴν ἄλλη ἔπεσε κάτω καὶ ἀκουμποῦσε στὴν ῥίζα ὥσπου μεγάλωσε καὶ τέλος στάθηκε καὶ θεμελιώθηκε στὸν τόπο του μόνος του ἀκλόνητος. Ἀπὸ τὸ κάτω μέρος τοῦ στύλου ἄρχισε νὰ τρέχει θαυματουργὸ μύρο, καὶ θεραπεύονταν κάθε εἴδους ἀσθενεῖς, οἱ ὁποῖοι μὲ πίστη πήγαιναν νὰ τὸ μαζέψουν. Ἕνας Ἑβραῖος, τυφλὸς ἐκ γενετῆς, μόλις ἄγγιξε τὸν στύλο, ἀμέσως εἶδε, καὶ πίστεψε. Ἕνα παιδί, τὸ ὁποῖο βρισκόταν γιὰ ἑπτὰ χρόνια στὸ κρεβάτι παράλυτο, ἡ μητέρα του τὸ ἔφερε στὸ στύλο καὶ ἱκέτευσε τὴν Ἁγία νὰ τὸ θεραπεύσῃ. Ἡ Ἁγία Νίνα, μόνο ἄγγιξε τὸν στύλο μὲ τὸ χέρι της, κατόπιν τὸ ἔβαλε στὸ κεφάλι τοῦ ἄῤῥωστου παιδιοῦ καὶ αὐτὸ ἀμέσως ἔγινε καλά. Ἐπειδὴ πλῆθος λαοῦ κατέφθανε, ὁ βασιλιὰς διέταξε νὰ τὸν περιτειχίσουν μὲ τεῖχος. Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν μέρα, ἐκεῖνον τὸν τόπον εὐλαβοῦντο πολλοὶ ὄχι μόνο οἱ χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. Γρήγορα τελείωσε καὶ ὁ ξύλινος ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ πρῶτος στὴν γῆ τῆς Γεωργίας.[11]

ΙΓ) Ἡ βάπτιση τῶν ἀρχόντων καὶ τοῦ λαοῦ

Τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ βασιλιᾶ Μίριαν, ὁ βασιλιὰς Κωνσταντῖνος τοὺς δέχτηκε μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ τιμή. Τοὺς ἔδωσε πολλὰ δώρα, καὶ ἐκείνοι ἐπέστρεψαν στὴν Γεωργία. Μαζί τους πῆγε καὶ ἀπεσταλμένος τοῦ βασιλιὰ Κωνσταντῖνου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας Εὐστάθιος[12], μὲ 2 ἱερεῖς καὶ 3 διακόνου καὶ ὅλα ταὰ ἐκκλησιαστικὰ λειτουργικὰ σκεύη. Τότε ὁ Μίριαν ἀμέσως ἐξέδωσε διάταγμα σὲ ὅλους τοὺς ἐπισήμους καὶ ἀξιωματούχους, νὰ ἔλθουν ὅλοι κοντά του στὴν πρωτεύουσα.
Ὅταν συγκεντρώθηκαν, ὁ βασιλιάς, ἐνώπιον ὅλων εὐθὺς ἔλαβε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, ὅπως καὶ ἡ βασίλισσα καὶ ὅλα τὰ τέκνα τους. Στὸ τέλος τῆς γέφυρας τοῦ ποταμοῦ Κούρα, ὅπου πρὶν ἦταν τὸ σπίτι τοῦ Ἑβραίου Ἐλιόζ, καὶ κατόπιν εἰδωλολατρικὸς ναός, ἔφτιαξαν βαπτιστήριο, καὶ ἐκεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος βάπτισε τοὺς ἄρχοντες καὶ μεγιστᾶνες τοῦ τόπου. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε ἐκεῖνο τὸ μέρος: Μτάβαρτα Σανατλάβη, δηλαδή· Βαπτιστήριο τῶν ἀρχόντων. Λίγο πιὸ κάτω οἱ ἱερεῖς βάπτιζαν τὸν λαό, ὁ ὁποῖος μὲ μεγάλη θέρμη καὶ χαρὰ προσερχόταν στὸ βάπτισμα, ἐνθυμούμενος τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Νίνας: Ὅποιος δὲν γεννηθὴ ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος ἁγίου, δὲν πρόκειται νὰ δῆ ἐκείνη τὴν ζωή, καὶ τὸ αἰώνιο φῶς, ἀλλὰ ἡ ψυχή του θὰ χαθῆ στὸ σκότος τῆς ἀβύσσου. Οἱ ἱερεῖς ταξίδευαν στὶς γύρω πόλεις καὶ στὰ χωριά, καὶ βάπτιζαν τὸν λαό. Ἔτσι γρήγορα καὶ ἐν εἰρήνῃ βαπτίστηκε ὅλη ἡ γῆ τῆς Καρτάλης[13], ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὑψώματα τοῦ Καυκάσου ποὺ δὲν δέχτηκαν τὸ βάπτισμα, ὡς καὶ οἱ Ἑβραῖοι τοῦ Μτσχέτ, πλὴν τοῦ Ἀβιάθαρ, τῆς οἰκογένειάς του καὶ ἑτέρων 50 οἰκογενειῶν, οἱ ὅποιες ὅπως ἔλεγαν ἦταν ἀπόγονοι τοῦ Βαραββᾶ. Καὶ σὲ αὐτοὺς ὡς ἔνδειξη εὐαρέσκειας ὁ βασιλιὰς τοὺς δώρισε τὴν περιοχὴ Τσιχε-ντίντι.
Ἔτσι, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Εὐστάθιος μαζὶ μὲ τὴν Ἁγία Νίνα κήρυξε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια τὸν Χριστὸ στὴν γῆ τῆς Γεωργίας. Καὶ ἀφοῦ ὅρισε ὡς λειτουργικὴ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἐγκαινίασε τὸν πρωτόκτιστο ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στὸ Μτσχέτ, ἔθεσε τὸν πρεσβύτερο Ἰωάννη ἐπίσκοπο Γεωργίας ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ θρόνου τῆς Ἀντιοχείας καὶ ἐπέστρεψε πίσω[14].
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια ὁ Μίριαν ἔστειλε στὴν βασιλεύουσα νέα ἀποστολὴ, παρακαλώντας τὸν Μεγάλο Κωνσταντῖνο νὰ στείλη στὴν Γεωργία περισσότερους ἱερεῖς, ὥστε στὸ βασίλειό του καθένας νὰ μπορέσει νὰ ἀκούσει τὸν λόγο τῆς σωτηρίας, καὶ σὲ ὅλους νὰ γίνῃ προσιτὴ ἡ εἴσοδος στὴν χάρη καὶ στὴν αἰώνια βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Παρεκάλεσε ἐπίσης νὰ στείλη δόκιμους ναοδόμους καὶ ἐργάτες, ὥστε νὰ χτίσουν τὶς ἐκκλησίες ἀπὸ πέτρες. Κάποιοι λέγουν ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Μίριαν εἶχε προσωπικὴ συνάντηση μὲ τὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, καὶ ταξίδεψε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ παρεκάλεσε ἐκεῖ στὸν τόπο τῶν Θαυμάτων τοῦ Λώτ, νὰ ἱδρύση μοναστήρι στὸν Τίμιο Σταυρό. Μὲ ἁγία ἀγάπη καὶ χαρὰ ἐκπλήρωσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὸ αἴτημα τοῦ Μίριαν. Μαζὶ μὲ πολὺ χρυσό, καὶ ἄργυρο, ἔδωσε στοὺς ἀπεσταλμένους του τεμάχιο ἀπὸ τὸν Ζωοποιὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ, τὸν ὁποίο τότε ἡ Ἁγία Ἑλένη εἶχε βρεῖ (τὸ 326 μ. Χ.). τοὺς ἔδωσε καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ καρφιὰ μὲ τὰ ὁποῖα σταυρώθηκαν τὰ πανάχραντα χέρια τοῦ Κυρίου στὸν Σταυρό. Ἐπίσης, τοὺς ἔδωσε σταυρούς, και εἰκόνες τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ και τῆς Παναγίας καθὼς καὶ λείψανα Ἁγίων Μαρτύρων γιὰ τὸν ἐγκαινιασμὸ τῶν ἐκκλησιῶν. Τότε ἀφέθηκε καὶ ἐπέστρεψε στὸν πατέρα του Μίριαν, ὁ γιὸς καὶ διάδοχος Μπακάρ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὄμηρος στὴν Ῥώμη.
Ἐπιστρέφοντας στὴν Γεωργία μὲ πολλοὺς ἱερεῖς καὶ ναοδόμους, οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Μίριαν θεμελίωσαν τὸν πρῶτο ναὸ στὸ χωριὸ Ἐρουσέτη (σήμερα Ἀχαλτσίσκο), στὰ σύνορα τῆς γῆς τῶν Καρταλινῶν, καὶ ἄφησαν ἐκεῖ τὸ καρφὶ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Αὐτὸς ὁ ναὸς ἔχει ἀπὸ καιρὸ γκρεμιστεῖ.
Δεύτερο ναὸ οἰκοδόμησαν στὸ χωριὸ Μανγλίς, 50 χιλιόμετρα νοτίως τῆς Τιφλίδος, καὶ ἐκεῖ ἄφησαν τὸ τεμάχιο τοῦ Τιμίου Ξύλου. Στὸ Μτσχὲτ κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ βασιλιὰ καὶ τῆν καθοδήγηση τῆς Ἁγίας Νίνας, ἀνοικοδομήθηκε ὁ πέτρινος ναὸς πρὸς δόξα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, στὸν βασιλικὸ κῆπο, κοντὰ στὴ καλύβη τῆς Ἁγίας Νίνας.

ΙΔ) Ἡ Ἁγία κηρύττει σὲ νέους τόπους

Ἡ Ἁγία Νίνα δὲν εἶδε τὴν ὁλοκλήρωση αὐτοῦ τοῦ μεγαλοπρεπέστατου ναοῦ, γιατὶ ἀποφεύγοντας τὴν δόξα καὶ τὴν τιμή, τὴν ὁποία τῆς ἀπέδιδε ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ λαός, ἀλλὰ καὶ γεμάτη ζῆλο ὥστε νὰ συνεχίσει νὰ δοξάζει τὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν πολυάνθρωπο πόλη στὸ ὄρος, στὰ ἄνυδρα ὕψη τοῦ Ἀράβγου, στὰ σύνορα τῆς περιοχῆς τῆς Καρτάλης. Βρήκε μία μικρὴ σπηλιά, καλυμμένη μὲ καρδιὰ δένδρων καὶ παρέμεινε σὲ αὐτήν. Ἐκεῖ μὲ δακρύῤῥοη προσευχή, ἀνέβλυσε γιὰ τὶς ἀνάγκες της νερὸ ἀπὸ τὸν βράχο. Ἕως σήμερα ἀπὸ αὐτὴ τὴν πηγὴ τὸ νερὸ στάζη ὡσὰν δάκρυα, καὶ ὁ λαὸς τὴν ὀνομάζει πηγὴ τῶν Δακρύων, καὶ γαλακτοῤῥεοῦσα πηγή, γιατὶ δωρίζει γάλα στὰ στεῖρα στήθη τῶν μητέρων.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ κάτοικοι τοῦ Μτσχὲτ εἶδαν ἕνα θαυμαστὸ σημεῖο: Μερικὲς νύχτες ἔλαμπε ἕνας σταυρὸς στὸν οὐρανό, μὲ στεφάνι ἀπὸ ἀστέρια καὶ φώτιζε τὸν πρωτόκτιστο ναό. Πρὶν τὴν αὐγή, διαχωρίζονται ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν σταυρὸ τὰ τέσσερα λαμπρότερα ἀστέρια, καὶ ἀπέρχονταν, τὸ πρῶτο στὴν Ἀνατολή, τὸ δεύτερο στὴν Δύση, τὸ τρίτο φώτιζε τὴν ἐκκλησία, ἐνὼ τὸ τέταρτο φώτιζε τὸ ἀσκητήριο τῆς Ἁγίας Νίνας καὶ εἰσήρχετο στὸ ὕψος τοῦ βράχου ὅπου βρισκόταν ἑνα ψηλὸ δένδρο. Οὔτε ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης, οὔτε ὁ βασιλιὰς μποροῦσαν νὰ ἐννοήσουν αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἡ Ἁγία Νίνα ἔκοψε ἐκεῖνο τὸ δένδρο και ἔφτιαξε ἀπὸ αὐτὸ τέσσερις σταυρούς. Τὸν πρῶτο τὸν τοποθέτησε σὲ ἐκεῖνο τὸν βράχο, τὸ δεύτερο στὰ δυτικὰ στὸ ὄρος Τχὸτ ὅπου εἶχε τυφλωθῆ ὁ βασιλιάς, τὸν τρίτο στὴν ἐνάρετη Σαλώμη σύζυγο τοῦ πρίγκηπα Ῥέβ, γιὰ νὰ τὸν στήση στὴν πόλη Οὐτζάρμι, καὶ τὸν τέταρτο τὸ ἔδωσε στὴν περιοχὴ Μπόνμπε ὅπου δοικοῦσε ἡ βασίλισσα Σοφία, καὶ μόλις εἶχε ἀρχίσει νὰ τὴν φωτίζει μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Παίρνοντας μαζί της τὸν πρεσβύτερο Ἰάκωβο καὶ ἕναν διάκονο, ἔφυγε βόρεια, ὀρεινά, πρὸς τὶς πηγὲς τῶν ποταμῶν Ἄραβγι καὶ Ὑιόρι, καὶ γέμισε τὶς ῥεματιὲς τοῦ Καυκάσου μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Οἵ ἄγριοι κάτοικοι τοῦ Τσαλέτι, Ἐρτσό, Τιονέτι καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ἀποδέχθηκαν τὸ Εὐαγγέλιον, κατέστρεψαν τὰ εἴδωλά τους καὶ ἔλαβαν τὸ Ἅγιο Βάπτισμα. Ἀπὸ ἐκεῖ ταξίδεψε γιὰ τὸ Κοκαμπέτι καὶ ἔφερε ὅλους τοὺς κατοίκους στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Κατόπιν κατευθύνθηκε στὴν νότια Καχετία, ἔφθασε στὴν περιοχὴ Μπόντμπε καὶ ἐκεῖ παρέμεινε. Ἔφτιαξε στὸ ὕψωμα μιὰ καλύβα γιὰ κατάλυμα. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ζοῦσε στὸ Μπόντμπε ἡ βασίλισσα τῆς Καχετίας Σόντζα (Σοφία). Καὶ ἐκείνη πῆγε νὰ ἀκούσῃ τὴν ὑπέροχη διδασκαλία της. Ὅταν τὴν ἄκουσε δὲν μπόρεσε νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ αὐτήν. Πίστεψε εἰλικρινὰ στὰ σωτηριώδη λόγια της. Καὶ γρήγορα, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους της καὶ πλῆθος λαοῦ, ἔλαβε τὸ Βάπτισμα.

ΙΕ) Ἡ κοίμηση τῆς Ἁγίας

Ἀφοῦ καὶ στὴν Καχετία ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο ης, πῆρε τὴν πληροφορία ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὅτι πλησάζει τὸ τέλος της. Ἐνημέρωσε σχετικὰ μὲ γράμμα τὸν βασιλέα Μίριαν, καὶ ἐπικαλουμένη γιὰ αὐτὸν καὶ τὴν βασιλεία του τὴν αἰώνια εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου καὶ τὴν προστασία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἡ Ἁγία ἔγραψε: Ἐγὼ τώρα, ὡς ξένη καὶ παρεπίδημος, ἀποχωρῶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, καὶ θὰ ἀκολουθήσω τὴν ὁδὸ τῶν πατέρων μου. Σὲ παρακαλῶ βασιλέα, ὅρισε νὰ ἔλθη σὲ μένα ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης, γιὰ νὰ μὲ προετοιμάση γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή, γιατὶ ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου μου εἶναι κοντά.
Διαβάζοντας αὐτὸ τὸ γράμμα το ὁποῖο τὸ ἔφερε ἡ ἴδια ἡ βασίλισσα Σοφία, ὁ βασιλιάς, ὅλο τὸ ἀνάκτορο καὶ ὁ ἱερὸς κλῆρος ξεκίνησαν γιὰ τὴν ἑτοιμοθάνατη καὶ τὴν πρόλαβαν ἀκόμα ζωντανή. Πλῆθος λαοῦ συγκεντρώθηκε γύρω ἀπὸ τὸ κρεββάτι τῆς ἀσθενοῦς, καὶ τὸ περιέχυσε μὲ δάκρυα καὶ πολλοὶ ἄῤῥωστοι ποὺ τὸ ἄγγιζαν θεραπεύονταν. Τὶς τελευταίες ἡμέρες τῆς ζωῆς της, μὲ τὴν παράκληση τῶν μαθητριῶν της, οἱ ὁποῖες θρηνοῦσαν, ἡ Ἁγία Νίνα τοὺς διηγήθηκε γιὰ τὸ γένος και τὴν ζωῆ της. Ἡ Σαλώμη κατέγραψε τὴν διήγησή της, ἡ ὁποῖα ἐδῶ μὲ συντομία ἀναπτύσσεται, λέγοντας: Ἄς γραφῆ ἡ πτωχὴ καὶ ταπεινὴ ζωή μου, ὥστε νὰ γίνῃ γνωστὴ καὶ στὰ παιδιά σας, ὁπως ἡ πίστης σας καὶ ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία μὲ περιβάλατε. Ἰδιαιτέρως, γιὰ νὰ γίνουν γνωστὲς στὶς μελλοντικὲς γενιές, ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα μὲ τὰ ἴδια σας τὰ μάτια εἴδατε καὶ ἐσεῖς καὶ γίνατε ζωντανοὶ μάρτυρές τους.
Τοὺς εἶπε καὶ κάποιες διδαχὲς ἀκόμα περὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Κατόπιν, ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἐπισκόπου μὲ εὐλάβεια κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Παρήγγειλε τὸ σῶμά της νὰ ταφῇ σὲ κείνη τὴν πτωχὴ καλύβη, ὥστε νὰ μὴν μείνη ὀρφανὴ ἡ νεοσύστατη ἐκκλησία τῆς Καχετίας. Καὶ ἔτσι ἐν εἰρήνῃ παρέδωσε τὸ πνεῦμά της στὰ χέρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ, τὸ 335 μ. Χ.
Ὁ βασιλέας, ὁ ἐπίσκοπος, καὶ ὁ λαός, λυπημένοι, θέλησαν νὰ μεταφέρουν τὸ πολύτιμο λείψανο τῆς Ἁγίας στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Μτσχέτ, καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν δίπλα στὸν ζωηφόρο ἐκείνον στύλο. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν μὲ κανέναν τρόπο νὰ μετακινήσουν τὸ φορεῖο τῆς ἀσκήτριας ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἴδια διάλεξε γιὰ τὴν ἀνάπαυσή της, γιὰ αὐτὸ καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἐκεῖ στην πτωχὴ καλύβη.

ΙΣΤ) Ἡ δόξα τῆς Ἁγίας Νίνας

Πάνω στὸν τάφο της ὁ Μίριαν ἄρχισε νὰ οἰκοδομῆ ναὸ τὸν ὁποῖο ὁλοκλήρωσε ὁ γιός του Μπακάρ[15], τὸ 342 μ. Χ. καὶ τὸ ἀφιέρωσε στὸ ὄνομα τοῦ συγγενοῦς τῆς Ἁγίας Νίνας, τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου. Αὐτὸς ὁ ναὸς ποτὲ δὲν καταστράφηκε ἐντελῶς, ὑπάρχει μέχρι σήμερα. Δίπλα σὲ αὐτὸν ἀνοικοδομήθηκε ἡ Μητρόπολη Μπόντμπε, ἡ ἀρχαιότερη σὲ ὅλη τὴν Καχετία, ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου διαδόθηκε ἕως τὰ πέρατα τῶν ὀρέων τοῦ ἀνατολικοῦ Καυκάσου.
Τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας Νίνας ὁ Θεὸς τὸ δόξασε μὲ τὴν ἀφθαρσία· στὸ μνῆμά της γινόνταν πολλὰ καὶ συνεχῆ σημεῖα καὶ θαύματα. Αὐτὰ τὰ εὐλογημένα σημεῖα, ἡ ἰσάγγελος ζωὴ καὶ ὁ ἀποστολικὸς ζῆλός της, παρεκίνησε τὴν νεόφυτη ἐκκλησία τῆς Γεωργίας, μὲ τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας νὰ τὴν ὀνομάσουν ἰσαπόστολο καὶ φωτίστρια τῆς Γεωργίας, νὰ τὴν ἐπισημοποιήσουν στὸν χορὸ τῶν Ἁγίων καὶ νὰ θεσπίσουν πρὸς τιμή της ἑτήσια ἑορτὴ στὶς 14 Ἰανουαρίου τὴν ἡμέρα τῆς μακαρίας κοιμήσεώς της. Ἕως σήμερα ὑπάρχει μικρὴ πέτρινη ἐκκλησία στὸ ὄνομα ταῆς Ἁγίας Νίνας στὸ Μτσχέτ, τὴν ὁποία ὁ βασιλιὰς Βαχτανγκ Γούργκασλαν[16] οἰκοδόμησε σὲ ἐκεῖνο το ὄρος, στὸν ὁποῖο ἡ Ἁγία Νίνα στὴν ἀρχὴ μὲ τὶς προσευχές της γκρέμισε τὸ εἴδωλο τοῦ Ἀρμάζ.

[1] Ἰβηρία ἢ Γεωργία, εἶναι χώρα στὴ Καυκασία, ἡ ὁποία εἶχε ἕως καὶ τὴν συνένωσή της μὲ τὴν Ῥωσία, στὶς 18-012-1801 μ. Χ. μοναρχικὴ βασιλεία, καὶ κατὰ τοὺς διάφορους καιροὺς εἶχε διαφορετικὰ σύνορα. Μὲ τὴν στενὴ ὀνομασία τοῦ ὀνόματος Γεωργία στοὺς σύγχρονους καιροὺς, γίνεται ἀναφορὰ συχνότερα γιὰ τὸ κράτος τῆς Τιφλίδας, ποὺ κατοικεῖται ἀπὸ ἕνα σημαντικὸ μέρος πληθυσμοῦ.
[2] Μτσχέτ, παλαιὰ πρωτεύουσα τῆς Γεωργίας, τώρα μικρὸ χωριὸ μὲ τὸ ὄνομα Ντουσέτσκογκ στὸ κράτος τῆς Τιφλίδας. Τὸν 5ον αἰῶνα ἔγινε ἕδρα τοῦ Πατριάρχη ὁ ὁποῖος ἔφερε τὸν τίτλο πάσης Μτσχέτ, ἤ καθολικὸς Μτσχέτ.
[3] Καρτβέλοι, φυλὴ τῶν Καυκασίων, Γεωργιανοί.
[4] Ἀρμενία, χώρα γεμάτη βουνά, μεταξὺ τοῦ ποταμοῦ Κούρα καὶ τῶν πηγῶν τῶν Τίγρη καὶ Εὐφράτη.
[5] Ὁ Τηριδάτης ἀνῆλθε στὸν θρόνο τὸ 286 μΧ. Ἀδίστακτος διώκτης τῶν χριστιανῶν. Μετεστράφη ἀπὸ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο, α´ ἐπίσκοπο Ἀρμενίας. Καὶ τὸ 302 μΧ, μετεστράφη καὶ ὅλη ἡ Ἀρμενία.
[6] Την μνήμην τους ἑορτάζουμε στὶς 30/10.
[7] Κούρ, ὁ μεγαλύτερος ποταμὸς τῆς περιοχῆς τῶν Καυκασίων.
[8] Ἄραβγι, ἀριστερὸ ποταμάκι τοῦ Κούρα, τὸ ὁποῖο χύνεται κοντὰ στὸ Μτσχέτ.
[9] Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος βασίλευσε ἀπὸ τὸ 306-337 μ. Χ.
[10] Ἀφροδίτη, ἑλληνορωμαϊκὴ θεότητα, τῆς ὁμορφιᾶς καὶ τῆς ἀγάπης. Οἱ ἑορτές διεξάγονταν σὲ πλήρη ἀκόλαστη φαυλότητα.
[11] Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἔγινε στὶς 6/5/319. Σώζεται ἕως σήμερα στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Τόχτι ὁ ναὸς ποὺ ἵδρυσε ὁ βασιλιὰς Μίριαν.
[12] Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ποὺ ἐκοιμήθη τὸ 377 μ.Χ, καὶ ἑορτάζει στὶς 21 Φεβρουαρίου.
[13] Καρτάλη, ὀνομάζεται ἡ γῆ ποὺ ἐκτείνεται κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ Κούρα
[14] Ἐννοῦμε τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας.
[15] Μπακάρ, γιὸς τοῦ Μίριαν καὶ διάδοχός του, βασίλευσε ἀπὸ τὸ 342-364 μ. Χ.
[16] Βασίλευε στὴν Γεωργία ἀπὸ το ἔτος 446 ἕως τὸ 459 μ. Χ.

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Η ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΗ ΜΟΝΑΧΗ ΕΛΕΝΗ ΤΟΥ Chin(+1977)


Θεωρούμε ιδιαίτερη τιμή και ευλογία την παραχώρηση εκ μέρους της Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου ,της βιογραφίας της νεοφανούς Οσιομάρτυρος Ελένης του Καυκάσου που ασκήτεψε και μαρτύρησε στην περιοχή Τσίν(Chin), στον Ορεινό Καύκασο.
Η βιογραφία αυτή γράφτηκε από τον Iερομόναχο  Σάββα Βατοπαιδινό(ή   π.Δημήτριο ,κατά κόσμο Χριστόφορο Τελιανίδη) ,ο οποίος ζει στις μέρες μας και οποίος όχι απλώς έζησε κοντά στην Γερόντισσα αλλά κληρονόμησε από αυτή και το χάρισμα της θεραπείας με την ευχή του Ιησού.
Η βιογραφία της Οσιομάρτυρος Ελένης εκδόθηκε στα Γεωργιανά από τον Γεώργιο Μονανούλι ,με την ευλογία του Μακαριωτάτου Πατριάρχη Πάσης Γεωργίας  κ. κ.Ηλία Β΄.Μεταφράστηκε από Βατοπαιδινούς πατέρες,την επεξεργάστηκε δε  ο θεολόγος  κ.Αλέκος Χριστοδούλου ,και μέρος της βιογραφίας  αυτής δημοσιεύουμε εμείς.
Ευχαριστούμε την Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου για την ευλογία αυτή.
Παρακαλούμε όσους αναδημοσιεύσουν το άρθρο αυτό ή  τμήματα του άρθρου καθώς και την μοναδική φωτογραφία της οσιομάρτυρος Ελένης να μνημονεύουν υποχρεωτικά και την Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου στην οποία ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα της βιογραφίας της νεοφανούς Αγίας.
«Δια  πρεσβειών της Οσίας μητρός ημών Ελένης, Κύριε Ιησού Χριστέ  ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμην».
πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου.
Πρόλογος Ρωσικής εκδόσεως
Σ’ αυτή τη μάταιη και αμαρτωλή ζωή όπου υπάρχουν πολλές θλίψεις και πολλοί πειρασμοί, στην οποία βασιλεύει η αρρώστια της αμαρτίας και της κακίας, όλοι είμαστε άρρωστοι και στο σώμα και στην ψυχή. Μερικές φορές όταν συναντάς έστω και ελάχιστη αγάπη και καλοσύνη, χωρίς να το θέλεις σε προσελκύει ο άνθρωπος σαν με κάποια αόρατα δίκτυα, διότι από αυτόν εξέρχεται η έμπνευση της χάριτος. Όλοι μας έχουμε στη διάθεσή μας τους βίους και τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας μας, όμως πρέπει να πούμε ότι η πεινασμένη ψυχή χορταίνει περισσότερο με την επαφή με αγίους της εποχής μας και με ζωντανά σύγχρονα παραδείγματα αρετής.
Πριν αρκετά χρόνια μιλώντας με ένα χριστιανό της ενορίας μας έμαθα πως ο Γέροντας της γυναικείας μονής στην Τσάλκα, ο π. Δημήτριος Τελιανίδης (νύν αρχιμανδρίτης Σάββας) θεραπεύει αρρώστους με την ευχή του Ιησού. Τον καιρό εκείνο διάβαζα με επιμέλεια βιβλία περί της νοεράς προσευχής. Αμέσως γεννήθηκε μέσα μου μεγάλη επιθυμία να τον επισκεφθώ μαζί με άλλους χριστιανούς της ενορίας μου. Από τον πνευματικό πατέρα μου τον π. Ζουράμπ Ανθάδζε άκουσα ότι ο π. Δημήτριος είναι πολύ ξακουστός εργάτης της ευχής. Πήρα ευλογία από τον πνευματικό μου για να τον επισκεφθώ μαζί με τον δεκάχρονο γυιό μου, ο οποίος τότε ήταν άρρωστος και είχε ανάγκη θεραπείας.
Ήταν χειμώνας και αργά το βράδυ, όταν πήγαμε στο δήμο Ίσανη της Τιφλίδας εκεί που έμενε τότε ο Γέροντας Σάββας σε μία πολυκατοικία. Στο διαμέρισμα ήταν πολύς κόσμος και κρατήσαμε τη σειρά μας. Διάβαζαν τους χαιρετισμούς της Θεοτόκου αδιάκοπα. Πολλές εικόνες, πολλά αναμμένα καντήλια και πολλά κεριά βρίσκονταν στο διαμέρισμα. Βασίλευε προσευχητική διάθεση. Περιμένοντας τη σειρά μας, μάθαμε πολλές περιπτώσεις θεραπείας αρρώστων που οι γιατροί δεν τους έδιναν ελπίδες. Τελικά ήλθε η σειρά μας. Ο Γέροντας καθόταν σε μία μικρή πολυθρόνα λέγοντας χαμηλόφωνα την ευχή του Ιησού. Με τα δάχτυλά του σταύρωνε τα πονεμένα μέρη του σώματος και κάπου-κάπου ρωτούσε τον ασθενή πώς αισθανόταν. Κοντά μας κάθονταν άλλοι άρρωστοι που προσκυνούσαν το σταυρό του Γέροντα με τη σειρά τους. Αυτά όλα ήταν αξέχαστα για μένα.
Κοίταζα τα παιδιά, τους γέρους και τις γυναίκες οι οποίοι ήταν βασανισμένοι από τις ασθένειές τους και σκεφτόμουν πως σήμερα που τόσο έντονα διαφημίζονται οι ιατρικές επιτεύξεις, η Εκκλησία με τα χέρια των αληθινών δούλων της θεραπεύει χωρίς αμοιβή ανίατα νοσήματα, και αυτό το κάνει όχι μόνο για τα τέκνα της, αλλά και για τους απίστους.
Μετά από μερικές επισκέψεις στον Γέροντα Σάββα, πήρα μαζί μου και την μητέρα μου και την πεθερά μου. Κατά τη διάρκεια αυτών των επισκέψεων στις συνομιλίες μου με τον Γέροντα έμαθα ότι έχει γραμμένες κάποιες μοναδικές σημειώσεις για κάποια Γερόντισσα Ελένη την οποία γνώριζε ο Γέροντας. Τον παρακάλεσα να μου τις δείξει. Δεν αρνήθηκε. Με μεγάλη συγκίνηση ξεφύλλισα τα παλιά λιωμένα φύλλα στα οποία το κείμενο ήταν γραμμένο με τη γραφομηχανή. Όπως μου είπε ο Γέροντας αυτά γράφτηκαν πριν πολλά χρόνια και μερικά φύλλα λιώσανε ή χάθηκαν. Πήρα ευλογία από τον Γέροντα και έκανα αντίγραφα. Όλη τη νύχτα αδιάκοπα διάβαζα τις σημειώσεις αυτές. Μπροστά μου αποκαλύφθηκε η ιστορία και ο βίος της αφανούς για τους χριστιανούς μοναχής Ελένης, η οποία ασκήτευε στα βουνά της Αμπχαζίας. Eίναι αδύνατο να εκφράσω εκείνη την κατάσταση που αισθανόμουν όταν διάβαζα αυτή την ιστορία. Μου γεννήθηκε μεγάλη επιθυμία να δημοσιεύσω και εκδώσω και αυτό το βιβλίο. Γι’ αυτό πήρα την ευλογία του Γέροντα και άρχισα με επιμέλεια και κόπο. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ειλικρίνεια της διηγήσεως σ’ αυτή την ιστορία περί της Χριστιανικής αγάπης που σπάνια τη συναντάς. Αυτό είναι μία από τις φωτεινές σελίδες της ιστορίας της Γεωργιανής Εκκλησίας.
Εκείνον τον καιρό παρ’ όλες τις καταπιέσεις της κρατικής Κομμουνιστικής μηχανής χριστιανοί διαφορετικής εθνικότητας έμεναν και δούλευαν μαζί, βαστά­ζοντας αλλήλους και έτσι τήρησαν τις εντολές του Χριστού.
Ο Γέροντας Σάββας μου έλεγε πως δεν είχε διαβάσει, ούτε ακούσει παρόμοια θαύματα σαν αυτά που είδε με τα μάτια του κοντά στη Γερόντισσα Ελένη· αλλά μόνο ελάχιστα από αυτά τα παράδοξα γεγονότα κατέγραψε.

Γενικά βιογραφικά στοιχεία.
Η Μεγαλόσχημη μοναχή Ελένη γεννήθηκε το 1889 στην πόλη Πένζα. Είχε δύο αδελφούς και δύο αδελφές. Ο παππούς της καταγόταν από την Κύπρο και είχε παντρευτεί στη Ρωσία. Η Ελένη όταν ήταν πέντε χρονών αρρώστησε βαριά. Οι γονείς της απελπισμένοι την πήραν σε κάποιο μοναστήρι, στην πόλη Πσκώβ, στο οποίο με τη χάρη του Θεού έγινε εντελώς καλά. Ευχαριστημένοι την άφησαν εκεί, όπου πέρασε και τα παιδικά της χρόνια. Μεγάλωσε στην υπακοή και πολύ νέα έγινε μοναχή. Η αδελφή της η Νίνα όταν έγινε δώδεκα χρονών έγινε κι αυτή μοναχή στην ίδια μονή.
Όταν οι κομμουνιστές άρχισαν τις διώξεις κατά της Εκκλησίας, το μοναστήρι αυτό κλείστηκε αμέσως. Οι αδελφές μετακόμισαν στη Μόσχα, κοντά στον τότε Πατριάρχη Τύχωνα, όπου υπηρετούσε ο κατά σάρκα αδελφός τους Αρχιμανδρίτης Νικάνωρ.
Τον καιρό εκείνο η Γερόντισσα Ελένη μετά από ασθένεια εισήχθη στο νοσοκομείο στη Μόσχα, και της αφαίρεσαν έναν νεφρό. Μετά την εγχείριση οι γιατροί την συμβούλευσαν να πάει στην Γεωργία, στην πόλη Σοχούμ, σε τόπο που δεν έπρεπε να ήταν ούτε ψηλά στα βουνά, ούτε κοντά στη θάλασσα. Πριν από τη συμβουλή των γιατρών εμφανίστηκε η Θεοτόκος στην Γερόντισσα και της έδειξε την τοποθεσία, που θα έμενε. Μετά τη σύσταση των γιατρών ο αδελφός της, ο Αρχιμανδρίτης Νικάνωρ πήγε στο Σοχούμ για να βρεί ένα σπίτι για τη Γερόντισσα Ελένη. Ψάχνοντας συναντήθηκε με τους Έλληνες, οι οποίοι κατοικούσαν στο χωριό Τσίν. Αυτοί τον πήραν και του έδειξαν μία έρημη περιοχή, όπου έμεναν μερικοί μοναχοί και εκεί αγόρασαν ένα μικρό κελλί.
Το 1921 η Γερόντισσα Ελένη ήρθε σ’ αυτή την τοποθεσία, που λεγόταν Τσίν. Έτσι ονομάστηκε η μοναχή του Τσίν.
Στο ασκητήριο στο Chin.
Στην αρχή της διαμονής ήταν πολύ δύσκολα στην έρημο, επειδή οι άνθρωποι ήταν άγνωστοι. Ο Θεός όμως αγαπά τους δούλους του. Σύντομα με τη βοήθειά του οι χριστιανοί γνωρίστηκαν με τη Γερόντισσα, άρχισαν να την σέβονται, να την αγαπούν και να την βοηθούν στις ανάγκες της. Η αδελφή της Νίνα στην αρχή πήγε στο Αστραχάν κοντά στον αδελφό της Αρχιεπίσκοπο Φίλιππο και εκεί υπηρετούσε. Μετά τη σύλληψη του Φιλίππου η Νίνα ήλθε κοντά στη Γερόντισσα Ελένη και αγωνίστηκαν μαζί. Έτσι οι δύο αδελφές ζούσαν πολύ σεμνά και είχαν πολλή αγάπη μεταξύ τους. Προσφωνούσε η μία την άλλη «αδελφούλα» και έκαναν υπακοή μεταξύ τους.
Το κελλί τους στην έρημο έγινε σαν το νοσοκομείο, επειδή οι άρρωστοι που δεν μπορούσαν να γιατρευτούν κάπου αλλού, ερχόντουσαν εκεί και οι αδελφές τους θεράπευαν με την ευχή τους και τη Χάρη του Θεού. Έμειναν εκεί μέχρι το 1932.
Διήγηση θαυμάτων.(Ιερομ.Σάββας Βατοπαιδινός )
Α. Η εμφάνιση του Χριστού.
Η Γερόντισσα Ελένη και η αδελφή της Νίνα είχαν μεγάλη απλότητα και πίστη και έτσι έζησαν πολλά θαυμαστά γεγονότα και δέχθηκαν από τον Θεό πληροφορίες με οπτασίες και οράματα. Μία μέρα το 1932, ώρα δέκα το πρωί, εμφανίστηκε σ’ αυτές ένας παπάς με το σταυρό, ήταν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός και τους είπε το μέλλον όλου του κόσμου. Ότι τα μοναστήρια θα κλεισθούν και θα αρχίσουν να εξορίζουν όλους τους μοναχούς. Τότε οι Γερόντισσες ρώτησαν το Σωτήρα: «Πάτερ, θα στείλουν και εμάς στην εξορία;». Έμαθαν ότι θα υποφέρουν πολύ, όμως ο λαός που κατοικεί εκεί θα τις υπερασπιστεί. Ο Κύριος ήταν μαζί τους μέχρι τη δύση του ήλιου. Οι Γερόντισσες είχαν μία τσαγιέρα, η οποία έλαμπε σαν το χρυσάφι. Φεύγοντας από το κελλί τους ο παπάς αυτός τους είπε: «Αδελφές, θα πάρω αυτήν την τσαγιέρα». Του απάντησαν: «Πάρτην, πάρτην, πάτερ». Μόλις την πήρε στο χέρι του εξαφανίστηκε.
Β. Ἡ συμφιλίωση μέ τήν φύση
Η Γερόντισσα Ελένη και η αρκούδα.
«Καρδία ἐλεήμων – διδάσκει ὁ ὅσ. Ἐφραῖμ ὁ Σῦρος – εἶναι καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως. Ἥγουν ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ὀρνέων καί τῶν ζώων… καί διά τοῦτο καί ὑπέρ τῶν ἀλόγων ζώων εὔχεται… καί ὑπέρ τῶν ἐρπετῶν, ὡς ἐκ τῆς πολλῆς αὐτῆς ἐλεημοσύνης» (Βλδιμήρου Λόσκυ, «Μυστική Θεολογία», σελ. 105).
Ο άγιος έχει «καρδία ελεήμονα» και αγάπη προς τα δημιουργήματα του Θεού.Και η νηστεία κάνει το σώμα «διάφανο και ανάλαφρο όμοιο με το σώμα του Αδάμ πρίν την πτώση».Έτσι τα ζώα « οσφραίνονται πάνω του την καλή μυρωδιά του Αδάμ»(Ειρ.Γκοραίνωφ –Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ)
Στό Βίο τοῦ οσ. Σεραφείμ του Σάρωφ διαβάζουμε για την φιλία του με μία αρκούδα, η οποία έπαιρνε ψωμί ἀπο το χέρι του και του έφερνε άγριο μέλι! (Εἰρ. Γκοραϊνωφ αὐτ., σελ. 66).
Στό Βίο τῆς μακαρίας Ἑλένης μαρτυρεῖται μία παρόμοια ειρηνική σχέση.
Kάποια μέρα πήγε μία αρκούδα στη μοναχή Ελένη και της έδειξε το πόδι της. Η Γερόντισσα είδε ότι υπήρχε μία ακίδα και πρήστηκε. Όταν με τη τσιμπίδα έβγαλε την ακίδα, η πληγή άρχισε να τρέχει πύο και μετά μαύρο αίμα. Η Γερόντισσα με τα χέρια της έστυψε καλά το ακάθαρτο αίμα, έκανε επίδεση και την άφησε να φύγει. Έπειτα από μερικές μέρες η αρκούδα επανήλθε στη Γερόντισσα και της έκανε πάλι επίδεση. Σύντομα θεραπεύτηκε και άρχισε να διανυχτευρεύει δίπλα στο κελλί.
Η Γερόντισσα Ελένη φρόντιζε την αρκούδα. Μάζευε διάφορα αγριόχορτα τα έβραζε και τα αναμίγνυε με το αλεύρι και την τάϊζε. Αν οι μοναχές δεν προλάβαιναν να βράσουν κάτι και να ετοιμάσουν την τροφή της, η αρκούδα ερχόταν και γρατσούνιζε την πόρτα μέχρι να ανοίξουν για να της δώσουν ένα κομματάκι ψωμί.
Κάποτε ήρθε η αρκούδα και έφερε καλαμπόκι από ξένο χωράφι. Η Γερόντισσα της είπε: «Γιατί πειράζεις τους φτωχούς; Δεν βλέπεις ότι πεινασμένοι καλλιεργούν τα χωράφια τους; Εσύ έρχεσαι εδώ και μας φέρνεις κλεμμένα; Μην φέρεις πλέον». Έπειτα έφερε ένα κλαδί με φρούτα και έγινε εντελώς ήμερη. Αυτό το ήξεραν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής. Όταν έρχονταν άνθρωποι στις μοναχές, συχνά έβλεπαν την αρκούδα, που ήταν πολύ μεγάλη και φοβόντουσαν. Κάθε φορά έλεγαν στην Γερόντισσα: «Εμείς φοβόμαστε την αρκούδα». Οι χωρικοί σέβονταν την Γερόντισσα και οι κυνηγοί της έγραψαν το εξής: «Γερόντισσα Ελένη ακούσαμε ότι έχετε μία αρκούδα. Εμείς ερχόμαστε για κυνήγι και τυχαία μπορεί να τη σκοτώσουμε. Σας παρακαλούμε κάντε της περιλαίμιο για να την γνωρίσουμε». Η Γερόντισσα ετοίμασε το περιλαίμιο, πήρε στο χέρι της το γράμμα των κυνηγών και είπε στην αρκούδα: «Ακουσε τί έγραψαν οι κυνηγοί για σένα», και της διάβασε το γράμμα τους. «Νά, θα έρθουν και θα σου κάνουν μπούμ». Η αρκούδα έσκυψε τα αυτιά της δείχνοντας ότι κατάλαβε. Η Γερόντισσα της έδεσε το περιλαίμιο και από τότε έτσι περπατούσε για 8-9 χρόνια μέχρι που κάποιοι ληστές την σκότωσαν.
Γ. Η σωτήρια επέμβαση της Παναγίας.
Ας γυρίσουμε όμως στην αφήγησή μας. Το έτος 1937 συνέλαβαν τη Γερόντισσα Νίνα και την φυλάκισαν. Στην φυλακή, στη Τσάκβη, πέρασε 8 χρόνια. Ήθελαν να φυλακίσουν και την Γερόντισσα Ελένη. Με το θέλημα του Θεού αρρώστησε βαριά. Το πλήθος την υπερασπιζόταν και έλεγε: «Μην την παίρνετε. Έτσι και αλλιώς πεθαίνει». Η αρρώστια συνεχίστηκε αρκετό καιρό και οι άνθρωποι την επισκέπτονταν και την περιποιούνταν.
Το 1946 συνέβη το εξής. Κάποτε ήρθαν μερικοί κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι βοηθούσαν την Γερόντισσα στο κελλί της και άναψαν τη σόμπα για να μαγειρέψουν. Λόγω της μεγάλης ανομβρίας και της ξηρασίας από την καπνοδόχο άρχισε να καίγεται η στέγη. Η Γερόντισσα Ελένη άκουσε το θόρυβο της πυρκαγιάς και κατάφερε με τα τέσσερα να βγεί στην αυλή. Βλέποντας τη φωτιά άρχισε να κλαίει και να παρακαλεί τη Θεοτόκο: «Παναγία μου αν καεί το σπίτι θα πεθάνω στο δρόμο, επειδή κανείς δεν θα με πάρει στο σπίτι του». Τότε όποιος έκρυβε μοναχό στο σπίτι του τον δίκαζαν πολύ αυστηρά οι κομμουνιστές. Τότε παρουσιάστηκε η Υπεραγία Θεοτόκος με το βρέφος στο χέρι της και ευλόγησε το σπίτι, έσβησε τη φωτιά και θεράπευσε τελείως τη Γερόντισσα. Η Μητέρα του Θεού της αφηγήθηκε τα μέλλοντα του κόσμου, της είπε τί μπορούσε από αυτά να πεί στους ανθρώπους και τί πρέπει να κρύψει. Την διέταξε: «Εδώ θα στήσετε το σταυρό και μετά από καιρό θα γίνει Εκκλησία».

Η γνωριμία μου με την Γερόντισσα. Τα χαρίσματά της.-(Ιερομ..Σάββα Βατοπαιδινού(κατά κόσμο Χριστοφόρο Τελιανίδη)
A.Το χάρισμα της προοράσεως.
Επιθυμούσα πολύ και παρακαλούσα τον Θεό να συναντηθώ με πνευματικούς ανθρώπους, οι οποίοι θα με καθοδηγούσαν στη σωτηρία.
Μία φορά ένας Έλληνας άρρωστος ήρθε από απόσταση 100 χλμ. ήθελε να πάει στην Γερόντισσα Ελένη για να θεραπευθεί. Με το θέλημα του Θεού με παρακάλεσε να πάω μαζί του σαν μεταφραστής επειδή γνώριζα Ρωσικά. Πήγαμε στη Γερόντισσα και την παρακάλεσα να θεραπεύσει τον άρρωστο. Εκείνη απάντησε: «Θα γίνει καλά, να μή στενοχωριέται». Με την ευχή της Γερόντισσας γρήγορα θεραπεύθηκε. Ύστερα με παραβολές μου αποκάλυψε τις σκέψεις μου. Απορούσα γιατί όσα μου έλεγε δεν τα είχα εκμυστηρευθεί σε κανένα. Σκεφτόμουν. «Πώς μπορούσε να ξέρει τους μυστικούς λογισμούς μου;».
Επειδή με ζήλο αναζητούσα το δρόμο της σωτηρίας, με το θέλημα του Θεού η Γερόντισσα έστειλε κάποιον σ’ εμένα και με παρακάλεσε να τη βοηθήσω να φτιάξει έναν φράχτη και μερικές άλλες εργασίες.
Κάποτε μετά την τράπεζα ήμουν καθισμένος με τη Γερόντισσα και μιλούσαμε πνευματικά. Ξαφνικά, μου λέει: «Έχω φοβερό πονοκέφαλο». Τότε τη ρώτησα: «Γερόντισσα, νοιώθεις σαν να έχεις μυρμήγκια, που περπατάνε στο κεφάλι σου»; Μου απάντησε: «Έτσι σε σένα περπατάνε». Όντως είχα ακριβώς τέτοιο πονοκέφαλο. Εκείνα τα χρόνια προσευχόμουν πολύ και κοιμόμουν λίγο. Αρχισαν αδιαθεσίες. Η Γερόντισσα όμως πήρε την αρρώστια μου. Από τότε άρχισα να τη σέβομαι περισσότερο.
Κάθησα μία εβδομάδα μαζί της και μετά γύρισα στο σπίτι μου. Oι Γερόντισσες μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Σκεφτόμουν τί χαρίσματα είχε η Γερόντισσα Ελένη από το Θεό. Πώς μπορούσε να γνωρίζει τις μυστικές μου σκέψεις; Θα ήθελα πολύ οι Γερόντισσες να έμεναν στο σπίτι μου. Θα τις φρόντιζα και θα ήταν αρκετό να έκαναν μόνο προσευχή για μένα.
Σε λίγο ξαναπήγα στο κελλί τους. Η Γερόντισσα Ελένη πάλι κατάλαβε τους λογισμούς μου και μου είπε: «Χριστοφόρε, όπως σκέφτεσαι ακριβώς έτσι θα γίνει». Δεν ήρθαν όμως οι Γερόντισσες στο σπίτι μου, αλλά μετά από μερικά χρόνια πήγα εγώ σ’ αυτές και τους έκανα υπακοή. Πήγαινα πολύ συχνά και η Γερόντισσα Ελένη πάντοτε ήξερε τους λογισμούς μου.
Κάποτε είχαμε μία συζήτηση στο σπίτι της. Η Γερόντισσα διηγήθηκε μία ιστορία, η οποία με αφορούσε προσωπικά. «Μία νύχτα ήμουν στο κελλί μου καθισμένη. Ξαφνικά γέμισε φώς. Και είπα: “Kύριε δεν είμαι άξια να δώ τέτοια Χάρη”, και έκλεισα τα μάτια μου. Σε λίγο τα άνοιξα. Το φως εξαφανίστηκε, επειδή δεν ήταν από το Θεό. Αν δείς τέτοια οπτασία, να μην τη δέχεσαι αμέσως». Αυτά η Γερόντισσα τα είπε για μένα, επειδή πολύ συχνά όταν στεκόμουν για προσευχή έβλεπα παρόμοιες οπτασίες και νόμιζα ότι ήσαν από τον Θεό.
Μετά τη συζήτηση αυτή πήγα στο κελλί μου τα μεσάνυχτα. Αρχισα να κάνω τον κανόνα μου. Ήλθε πάλι το φώς, γέμισε το σπίτι και με σήκωνε στον αέρα. Τότε θυμήθηκα τα λόγια της Γερόντισσας και είπα: «Κύριε δεν είμαι άξιος να δώ τη Χάρη σου». Έκλεισα τα μάτια μου και σταμάτησα τις μετάνοιες. Έτσι στεκόμουν 2-3 λεπτά καταφρονώντας την οπτασία. Ξαφνικά όλα εξαφανίστηκαν. Τότε κατάλαβα πως οι οπτασίες δεν ήταν από τον Θεό, αλλά από τον εχθρό.
Μετά από αυτό το περιστατικό οι οπτασίες συνεχίστηκαν μερικά χρόνια ακόμα, όμως δεν τις δεχόμουν και σιγά σιγά με την ευχή της Γερόντισσας Ελένης ολότελα εξαφανίστηκαν. Μετά από αυτά περισσότερο εμπιστευόμουν τα λόγια της.
Κάποτε ένας ιερέας του χωριού μας κατά την θεία Λειτουργία στο Ιερό Βήμα μου είπε: «Χριστόφορε, (τό κοσμικό μου όνομα) να μάθεις να διακονείς όπως ο υποδιάκονος». Εγώ του απάντησα: «Ναί πάτερ, θα μάθω και θα γίνω ιερέας». Και εκείνος μου λέει: «Δεν θα γίνεις ιερέας». Τότε στεναχωρέθηκα πολύ, όχι μόνο ότι δεν θα γίνω ιερέας, αλλά διότι δεν θα σωθώ, και σκεφτόμουν: «Ο ίδιος ο Κύριος σταυρώθηκε για τους αμαρτωλούς και αυτός μου λέει δεν θα γίνω ιερέας. Μήπως άδικα αγωνίζομαι για τη σωτηρία μου και άδικα πηγαίνω στην εκκλησία»; Παρ’ ολίγο να πέσω σε απόλυτη απελπισία.
Σύντομα, μετά από αυτό το περιστατικό με τον ιερέα, πήγα στη Γερόντισσα. Έτυχε να είμαι στο κελλί της και κατά τη συνήθεια της Εκκλησίας άρχισα να ψάλλω το «Κύριε εκέκραξα». Ξαφνικά μπαίνει στο κελλί η Γερόντισσα και χαμογελώντας, μου λέει: «Χριστόφορε θα γίνεις ιερέας, θα γίνεις». Xάρηκα πολύ, ακούγοντας αυτά τα λόγια, αλλά απάντησα ότι δεν είμαι άξιος για να γίνω. Αυτή μου είπε ξανά: «Θα γίνεις ιερέας». Εγώ με αντίρρηση της είπα: «Όχι, Γερόντισσα, δεν θα γίνω ιερέας». Τότε μου λέει: «Θα δείς. Θα γίνεις ιερέας και ο λαός θα σε αγαπήσει». Πράγματι, αυτό πραγματοποιήθηκε ύστερα από 28 χρόνια.
Το χάρισμα των ιαμάτων
Κάποτε, ήρθε στην οικοδομή ένας νέος άνθρωπος και στο πόδι του είχε ένα έκζεμα. Είπε στη Γερόντισσα· «έχω έκζεμα και οι γιατροί μου είπαν να κάνω εγχείρηση, αλλά εγώ φοβάμαι πολύ». Η Γερόντισσα τον ευλόγησε και του είπε: «Πήγαινε, ας σου κάνουν την εγχείρηση, μή φοβάσαι». Ο νέος έκανε όπως του είπε και όταν ανάρρωσε εντελώς, ήρθε στη Γερόντισσα ευχαριστημένος και είπε όλα όπως έγιναν.
· Αλλη φορά, έφεραν από το Καζακστάν μια δαιμονισμένη, και η Γερόντισσα Ελένη, την έκανε καλά και επέστρεψε θεραπευμένη στο σπίτι της.
· Ένας άνδρας από το χωριό Στρόμα, δούλευε στο αρτοποιείο της πόλης, είχε πολλές θλίψεις γιατί η κόρη του αρρώστησε. Πήγε σ’ όλους τους γιατρούς, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αυτοί επειδή ήξεραν την ασθένεια του είπαν, «μήν ξοδεύεις μάταια τα λεφτά σου, η αρρώστια της κόρης σου είναι ανίατη». Εκείνος, δεν ήξερε τί να κάνει. Ακουσε ότι στο χωριό Τσίν, υπάρχει η ευλογημένη Γερόντισσα, η οποία θεραπεύει όλες τις ασθένειες και έστειλε εκεί την κόρη του μαζί με μία συγχωριανή της Γερόντισσας. Η Γερόντισσα Ελένη τη θεράπευσε. Η κοπέλα έγινε καλά και στη συνέχεια παντρεύτηκε. Το 1937, έτος μετά την εξορία των Ελλήνων, ο πατέρας της επισκέφθηκε τη Γερόντισσα, συζήτησε μαζί μου και μου διηγήθηκε όλη την ιστορία.
· Στο χωριό Τσίν, η κόρη κάποιου γιατρού, παντρεύτηκε και οι γείτονές της της έκαναν μάγια. Αυτό έγινε το 1937. Η κοπέλα αυτή τρελλάθηκε και ο πατέρας της άρχισε να αναζητά θεραπεία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κάποιες γυναίκες του είπαν· «μήπως να πάμε στη Γερόντισσά μας, εκείνη μπορεί να μας βοηθήσει». Αυτός απάντησε· «τί μπορεί να κάνει η Γερόντισσά σας, όταν οι επιστήμονες δεν μπορούν να βοηθήσουν;». Οι γυναίκες όμως πάλι του είπαν: «Αν πάμε τί κακό θα είναι· αν δεν μας βοηθήσει, τουλάχιστον δε θα μας βλάψει». Έκεινος τότε συμφώνησε και έτσι οι γυναίκες πήγαν στη Γερόντισσα, της εξήγησαν πως δαιμονίστηκε η κοπέλα και τη ρώτησαν την αιτία. Εκείνη τους απάντησε ότι στην κοπέλα έκαναν μάγια. Το ανακοίνωσαν στο πατέρα της, και εκείνος πήγε σε γκουρού για να μάθει την αλήθεια, αλλά και αυτός του είπε το ίδιο. Μετά απ’ αυτό οι γυναίκες ξαναπήγαν την κοπέλα στη Γερόντισσα η οποία την θεράπευσε εντέλως. Το 1969 πήγα στο σπίτι αυτής της κοπέλας· τότε ήδη είχε δύο παιδιά. Επειδή ήξερε ότι ήμουν δόκιμος της Γερόντισσας, μου διηγήθηκε την ιστορία με την ασθένειά της. «Εγώ θυμάμαι καλά πώς τρελλάθηκα· εκείνο τον καιρό μου παρουσιάστηκε ο δαίμονας με μορφή ωραίου παλληκαριού, με απερίγραπτη ομορφιά και μου υποσχέθηκε ότι θα με παντρευτεί αν στραγγαλίσω τον άνδρα μου. Από τότε όλη η προσπάθειά μου ήταν να πιάνω τον άνδρα μου από το λαιμό για να τον στραγγαλίσω, αλλά με συγκρατούσαν οι γύρω μου. Στο τέλος όμως η Γερόντισσα Ελένη με θεράπευσε». Από τότε ο πατέρας της έγινε μεγάλος ευεργέτης της Γερόντισσας.
Κάποια άλλη φορά συνάντησα κάποιον άνθρωπο που δούλευε στο τυροκομείο και μου είπε το εξής· «όλη τη νύχτα δεν μπορώ να κοιμηθώ και το πρωί πηγαίνω στη δουλειά μου σαν τρελλός· τί να κάνω;» Του απάντησα ότι θα πάω στη Γερόντισσα να την παρακαλέσω να προσευχηθεί για σένα και όλα θα πάνε καλά. Αυτός χάρηκε, με παρακάλεσε όμως να μην το ξεχάσω. Πράγματι η Γερόντισσα συμφώνησε και προσευχήθηκε γι’ αυτόν. Όταν τον ξανασυνάντησα, ρώτησα για την υγεία του, και μου απάντησε: «όλα είναι καλά! Ευχαριστώ».
Άλλα θαυμαστά γεγονότα.(Ιερομ..Σάββα Βατοπαιδινού)
Εκείνο τον καιρό ήταν μεγάλη ανομβρία και τα φύλλα του δάσους ήταν ξερά. Μετά που άναψαν τη φωτιά, κάποια στιγμή άρχισε να φυσάει δυνατός άνεμος και η φωτιά διαδόθηκε ακαριαία προς το κελλί της Γερόντισσας. Οι δόκιμες φοβήθηκαν και άρχισαν να φωνάζουν: «Πυρκαγιά, Γερόντισσα Ελένη, πυρκαγιά, θα καούμε». Τότε βγήκαμε από το κελλί και είδαμε πως η φωτιά το είχε ήδη περικύκλωσει. Η Γερόντισσα με ρώτησε: «Χριστοφόρε, άραγε είναι επικίνδυνο αυτό»; Για να μή φοβηθεί η Γερόντισσα της είπα: «Γερόντισσα μή φοβάστε» και άρχισα να σβήνω τη φωτιά. Όμως δεν τα κατάφερνα επειδή έγινε πολύ δυνατή. Τότε η Γερόντισσα ευλόγησε τη φωτιά με το σημείο του σταυρού και μου είπε: «Πήγαινε πιο πέρα για να μην καείς». Μπήκε στο κελλί πήρε το σταυρό και την εικόνα της Παναγίας και με τα δύο σταύρωνε τη φωτιά λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Μήτερ Θεού, βοηθήστε μας». Το πύρ γύρω από το κελλί αμέσως έσβησε, αλλά καιγόταν ακόμα έκταση μήκους εκατόν μέτρων περίπου, κοντά στο φράχτη. Η φωτιά προχώρησε προς το δάσος και άρχισε να το καίει. Η Γερόντισσα όμως πήγε προς συνάντηση της φωτιάς και τη σταύρωσε με τα εξής λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθησέ μας», και η φωτιά αμέσως έσβησε.
Παραξενεύθηκα πολύ, πώς μπόρεσε να σβηστεί τέτοια φωτιά χωρίς ανθρώπινη επέμβαση. Όταν όλοι μπήκαμε στο κελλί και αρχίσαμε συζητήσεις, εγώ είπα «Γερόντισσα αν καιγόταν το δάσος, εγώ θα έλεγα ότι ήμουν ένοχος για την πυρκαγιά, για να μην σας κατηγορήσουν». Η Γερόντισσα μου απάντησε «Εγώ όμως αυτό δεν θα το επέτρεπα…» και σιώπησε. Εμείς καταλάβαμε πώς αυτό το περιστατικό έγινε διότι έκαψαν τα άχυρα χωρίς ευλογία.
Εγώ σεβόμουν πολύ τη Γερόντισσα και συχνά σκεφτόμουν τα χαρισμάτα που είχε. Όταν πήγαινα στο σπίτι μου σχεδίαζα πόσο σύντομα θα ήταν η επόμενη επίσκεψή μου.
Κάποτε πήγα στη Γερόντισσα και τη βοήθησα. Ενώ έκοβα τα ξύλα είχα λογισμούς πώς θα μπορέσω να πάω στην Ελλάδα. Ξαφνικά με φώναξε η Γερόντισσα και μου είπε τα εξής: «Στην Ελλάδα θα πάς μέν, αλλά όχι έτσι όπως σκέφτεσαι τώρα. Εσύ, Χριστοφόρε, θα έρθεις ξανά εδώ και θα μας φέρεις τα καλαμπόκια».
Μετά από αυτό δεν πήγα ξανά στη Γερόντισσα Ελένη επειδή σύντομα μας μετέφεραν στο Καζακστάν, με την εντολή του Ανωτάτου Συμβουλίου. Αυτό έγινε το 1949. Οι άνθρωποι βρίσκονταν σε απόγνωση, δεν είχαν ελπίδα ότι θα επιστρέψουν ξανά στην πατρίδα τους, στο Σοχούμ, μεταξύ τους ήμουν και εγώ. Όμως όταν θυμόμουν την κουβέντα με την Γερόντισσα που μου είπε: «Χριστόφορε θα έρθεις ξανά και θα μας φέρεις τα καλαμπόκια», έλεγα στους ανθρώπους πως θα επιστρέψουμε πάλι στην πατρίδα μας. Αυτοί όμως μου απαντούσαν: «Αν δείς το σβέρκο σου, θα δείς και το Σοχούμ».
Από το 1949 ως το 1955 ήμουν στην εξορία στο Καζακστάν. Όλο τον καιρό εκείνο σκεφτόμουνα πότε θα γυρίσω στην πατρίδα και θα πάω πίσω στη Γερόντισσα. Το έτος 1955 απελευθερώθηκα και κατευθείαν επέστρεψα στην Γερόντισσα και έμεινα μαζί της δεκαπέντε ημέρες. Εκείνο τον καιρό πονούσα πάρα πολύ το πόδι μου, άνοιξε πληγή και έβγαινε πύον, πονούσα μέχρι το κόκκαλο του ποδιού. Αν δεν ήμουν τότε με τη Γερόντισσα οι γιατροί θα μου έκοβαν το πόδι. Η Γερόντισσα όμως με την ευχή της θεράπευσε το πόδι μου και μου είπε ότι η αρρώστια μου ήρθε από τους εχθρούς μου διά μέσου του μάγου. Τότε τη ρώτησα: «Και ποιός μου το έκανε αυτό»; «Ο Θεός σε γιάτρεψε και δεν χρειάζεται να ξέρεις ποιός το έκανε αυτό. Εκείνοι πάντως θα τιμωρηθούν γι’ αυτό» μου απάντησε.
Μετά την ανάρρωσή μου αποφάσισα να μείνω στη Γερόντισσα, αλλά εκείνη μου είπε: «Πήγαινε πίσω και άλλαξε τα πιστοποιητικά σου (Ελληνικό διαβατήριο σε Σοβιετικό), πάρε άδεια και όταν θα έρθεις τότε θα δούμε τί θα κάνουμε». Έτσι πήγα στο Καζακστάν, διαγράφηκα και μου έδωσαν άδεια για να γυρίσω πίσω, αλλά χωρίς το πιστοποιητικό, επειδή πολλοί με εμπόδιζαν και δεν κατάφερνα να αλλάξω το Ελληνικό διαβατήριο σε Σοβιετικό.
Το 1956 πήγα στη Γερόντισσα. Όταν συναντηθήκαμε και πήρα την ευχή της, μου είπε: «Είσαι μακάριος Χριστοφόρε, όπως εσύ κανείς δεν ήρθε εδώ». Εγώ σκεφτόμουνα γιατί μου λέει «όπως εσύ κανείς δεν ήρθε εδώ; τόσος κόσμος έρχεται εδώ». Φαίνεται ότι με αυτά τα λόγια η Γερόντισσα προφήτευσε ότι στο μέλλον θα γινόμουν μοναχός. Τότε, το 1956-57 ήμουν απασχολημένος με πολλές δουλιές και δεν σκεφτόμουν τον μοναχισμό.
Κάποτε την παρακάλεσα να μου επιτρέψει να της κτίσω καινούριο σπίτι. «Μόνος σου δεν μπορείς», μου είπε. Το 1957 κάηκε το παλιό της σπίτι. Με Έλληνες που ήρθαν από το Καζακστάν κτίσαμε ένα καινούριο. Κατά την οικοδομή του σπιτιού γίνονταν μεγάλα θαύματα.
Κοντά στο σπίτι υπήρχε μία πηγή. Το νερό της ήταν πολύ λίγο. Όταν οι εργάτες άρχισαν να κτίζουν το σπίτι η ροή του νερού εικοσαπλασιάστηκε, έγινε σαν το μέγεθος ενός δακτύλου. Θαύμα ήταν και το ότι οι δασοπόνοι έδωσαν άδεια για τα οικοδομικά υλικά. Όλοι σχεδόν και οι αρχές έδιναν βοήθεια.
Οι άνθρωποι από το χωριό Γεωργεύκα υποσχέθηκαν τα πέταυρα (λεπτά σανίδια επικάλυψης) για την στέγη. Ο καιρός όμως πέρασε και αυτοί ξέχασαν την υπόσχεσή τους. Όταν άρχισαν οι ανομβρίες τότε θυμήθηκαν την Γερόντισσα και την παρακάλεσαν να προσευχηθεί για να βρέξει. Μερικοί ήλθαν και της είπαν: «Γερόντισσα, όλη η σοδειά θα χαθεί. Ευχηθείτε για να βρέξει!». Αυτή δεν τους απάντησε. Τους είπε όμως: «Πηγαίνετε και να πείτε στα παλληκάρια που υποσχέθηκαν τα ξύλα της σκεπής να τα φέρουν. Τότε ίσως βρέξει». «Καλά, Γερόντισσα, θα τους το πούμε». Αυθημερόν έκανε προσευχή ζητώντας από τον Θεό βροχή. Αμέσως αστραποβρόντησε, έρριξε βροχή η οποία όμως σταμάτησε. Το γεγονός αυτό είναι σαν να τους έλεγε: «η βροχή είναι έτοιμη να έρθει, εκπληρώστε όμως και εσείς την υπόσχεσή σας». Τα παλληκάρια πήγαν στο δάσος. Μέχρι να βρούν τα κατάλληλα δένδρα και να ετοιμάσουν τα ξύλα της σκεπής πέρασαν είκοσι ημέρες. Εμείς βρήκαμε εν τώ μεταξύ άλλα ξύλα και σκεπάσαμε την μισή στέγη. Ξέραμε όμως από την Γερόντισσα Ελένη ότι δεν θα βρέξει αν δεν έλθουν τα ξύλα της σκεπής. Κάθε πρωί λέγαμε: «Δεν ήλθαν τα ξύλα, δεν έρχεται βροχή». Μία νύχτα, μετά τις είκοσι ημέρες, έπεσε ραγδαία βροχή. Εμείς απορούσαμε, επειδή δεν μας είχαν φέρει ακόμα τα ξύλα. Το πρωί ρωτήσαμε την Γερόντισσα: «Γιατί έβρεξε αφού ακόμα δεν έχουν φέρει τα ξύλα;». «Μάλλον θα μας τα φέρουν». Πράγματι, το μεσημέρι ήρθαν έξι άλογα φορτωμένα με τα ξύλα για την σκεπή. Την επόμενη νύχτα έβρεξε πολύ.
Κατά τη διάρκεια της οικοδομής μαζί με τον συνεργάτη μου πριονίζαμε τα σανίδια στο δάσος. Κάποτε, το πρωί, όταν η Γερόντισσα έκανε παράκληση για να βρέξει, είπα στον συνεργάτη μου: «Πάμε να πάρουμε τα αδιάβροχα, επειδή η Γερόντισσα Ελένη έκανε προσευχή και οπωσδήποτε θα βρέξει». Εκείνος απάντησε: «Δεν θα γίνει τίποτε, δεν θα μας χρειαστούν». Στενοχωρήθηκα. Πήγαμε χωρίς αδιάβροχα. Μόλις φτάσαμε στη δουλειά, δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτε γιατί ο ουρανός έγινε κατάμαυρος και έβρεξε καταρρακτωδώς. Τότε με τα σανίδια κάναμε ένα παράπηγμα και όλη την ημέρα μείναμε εκεί. Ο συνεργάτης μου μου είπε: «Χριστόφορε, είχες δίκαιο».
Όταν η οικοδομή είχε σχεδόν τελειώσει και μας έμειναν μόνο δύο διάδρομοι, παρακάλεσα τον δασοφύλακα να μου δώσει άδεια για να κόψω ακόμα μια δρύ. Εκείνος μου είπε «δέν μπορώ να το επιτρέψω γιατί ήδη έκοψες αρκετά δένδρα». Λυπήθηκα πολύ, γιατί οι διάδρομοι ήταν μισοχτισμένοι και όλοι οι μάστορες έφευγαν. Πήγα στη Γερόντισσα και της παραπονέθηκα: «Γερόντισσα, ο διάδρομος είναι ατελής και ο δασοφύλακας δεν μου επιτρέπει να κόψω το δένδρο. Τί να κάνουμε;». Αυτή με κοίταξε, αλλά δεν μου είπε τίποτε. Την ίδια νύχτα, γύρω στις 11, από το βουνό ακούστηκε μεγάλος κρότος. Όλοι φοβηθήκαμε πολύ και νομίσαμε ότι πέφτουν βράχοι απ’ το βουνό, και θα μας σκοτώσουν όλους. Το πρωί ξύπνησα νωρίς και πήγα να μάθω, τί θόρυβος ήταν αυτός. Δίπλα στο σπίτι βρήκα ένα μεγάλο δρύϊνο δένδρο, το οποίο ξεριζώθηκε από το βουνό, και βρισκόταν εκεί σαν να το μετέφεραν με τρακτέρ. Χάρηκα πολύ, αμέσως πήγα στη Γερόντισσα και της είπα· «Γερόντισσα, ο Θεός μας έστειλε το δένδρο». Εκείνη, μου απάντησε· «Νά, βλέπεις; Εσύ όμως θλιβόσουν».
Τον χειμώνα του 1957, η Γερόντισσα μου έδωσε ευλογία για να μείνω στην έρημο, 15 χλμ. πάνω στα βουνά, στο ξηροπόταμο. Εκεί έμεναν οι μοναχοί Ονησιφόρος και Παχώμιος (ήταν και ένας ιερομόναχος ο Θεόδουλος, που πέθανε). Κοντά τους ήταν άδεια κελλιά, όπου και εγκαταστάθηκα και πέρασα τον χειμώνα αλλά και το καλοκαίρι. Εκεί έκανα ένα μικρό λαχανόκηπο, και φύτεψα πατάτες. Μετά το ξεχορτάριασμα, επέστρεψα στις Γερόντισσες και δούλευα εκεί. Έχτιζα συμπληρωματικά, σοβάτιζα και με τις πέτρες έκανα πεζούλια. Όταν οι πατάτες άνθισαν, έκανα δεύτερο ξεχορτάριασμα και το παράχωμα, επειδή ήταν ανομβρία. Είχα λογισμό να πάω στη Γερόντισσα και να την παρακαλέσω να κάνει προσευχή για να βρέξει. Έτσι και έκανα. Πήγα εκεί το μεσημέρι και όταν πήρα ευχή, με ρώτησε: «Χριστόφορε, πώς πάτε εκεί;». Εγώ απάντησα: «Με την ευχή σας Γερόντισσα, όλα είναι καλά, η σοδειά μας είναι καλή· οι πατάτες ανθίζουν, αλλά δεν βρέχει και όπως φαίνεται, όλα θα χαθούν. Να εύχεσθε, Γερόντισσα Ελένη, για να βρέξει». Αυτή, με ρώτησε· «Μα δεν έβρεξε σε σάς; Εδώ όμως έβρεξε».Ύστερα έκανε το σταυρό της και είπε: «Κύριε, δώσε τους βροχή, για να έχουν καλή τη σοδειά τους». Εκείνη τη στιγμή, ο καιρός ήταν καλός, αλλά σε 20 λεπτά, άρχισε να βρέχει δυνατά και παρόμοια βροχή δεν είχε γίνει. Εγώ, απευθύνθηκα στη Γερόντισσα: «Γερόντισσα, τί είναι αυτό; κάθε μέρα βρέχει και βρέχει· οι πατάτες μας θα χαλάσουν από το πολύ νερό· τώρα κάνε προσευχή, σας παρακαλώ, να σταματήσει η βροχή». Ήταν κιόλας βράδυ, και η Γερόντισσα έκανε το σταυρό της, με τα λόγια: «Κύριε, μας έδωσες την βροχή, ακόμη και οι δρόμοι έγιναν λασπωμένοι, τώρα δώσε μας την καλοκαιρία, για να έχουν την καλή σοδειά τους». Σιγά σιγά ο ουρανός άνοιξε και το πρωί ήταν καλοκαιρία.
………………………………………………………………….
Η Γερόντισσα ως δια Χριστόν σαλή
Η Γερόντισσα, πριν φύγει απ’ αυτή τη ζωή, έκανε την διά Χριστόν σαλή. Προσποιούνταν πως δεν ακούει, πως δεν καταλαβαίνει και όλοι έλεγαν ότι «γέρασε και έχασε τα μυαλά της». Κάποτε μερικοί κοσμικοί της έφεραν φρέσκο ψάρι· το πήρε και το έβαλε κάτω από το κρεββάτι της και είπε στη δόκιμη· «Κοίταξε, μή πλησιάσεις κοντά στο κρεββάτι γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός». Το ψάρι βέβαια βρώμισε, αλλά η Γερόντισσα Ελένη, το έκανε αυτό για να μην την τιμούν στο χωριό σαν αγία. Και όλοι όσοι πλησίαζαν έλεγαν «η καημένη η Γερόντισσα βρωμάει!»· ή πάλι ξεσπούσαν στη δόκιμη λέγοντας «γιατί δεν φροντίζεις τη Γερόντισσα; Δεν την πλένεις και δεν την καθαρίζεις. Δεν καταλαβαίνεις ότι μυρίζει άσχημα;»· και η δόκιμη απαντούσε ότι δεν ξέρει τί συμβαίνει, αφού η Γερόντισσα είναι καθαρή και πλυμμένη. Έτσι έγινε και με μία γυναίκα που λυπήθηκε και έφυγε για το σπίτι της. Απόρησε η δόκιμη αλλά η Γερόντισσα της είπε· «Αυτή αύριο θα έλθει εδώ». Πράγματι την επομένη, η κόρη της έπεσε στο πηγάδι και παραλίγο θα πνιγόταν, αλλά οι γείτονες πρόλαβαν και την έβγαλαν. Η μητέρα της έτρεξε στη Γερόντισσα, ζήτησε συγνώμη για όσα είχε πεί, και την παρακάλεσε να προσευχηθεί για την κόρη της.
Στον Καθεδρικό Ναό στο Σοχούμ, ένας ιερέας με το όνομα Αρσένιος, για δύο χρόνια έπαιρνε ταξί, πήγαινε στη Γερόντισσα και την κοινωνούσε. Την έβλεπε να κάνει την διά Χριστόν σαλή, και νόμιζε πως έχασε τις λογικά της. Κάποτε τη ρώτησε· -«Γερόντισσα, προσεύχεσαι για μένα; Και τί λές; -Εγώ λέω, του απάντησε, σώσον Κύριε τον παπα-Μάξιμο!». Ο παπα-Αρσένιος πολύ στεναχωρήθηκε και είπε «εγώ τόσα χρόνια παίρνω ταξί, έρχομαι και την κοινωνώ, και αυτή προσεύχεται για τον παπα-Μάξιμο!». Όταν κάποια φορά ο παπα-Αρσένιος ξαναπήγε, εκείνη παρίστανε την άρρωστη· ο παπα-Αρσένιος της έκανε εξορκισμό, αλλά αρρώστησε ο ίδιος! Αργότερα έλεγε στους παρευρισκόμενους ότι αρρώστησε επειδή τα δαιμόνια βγήκαν από τη Γερόντισσα και μπήκαν σ’ αυτόν. Όταν το είπαν στη Γερόντισσα, εκείνη απάντησε χαμογελώντας· «ο Θεός να μή δώσει να έχω δαίμονες».
Λίγο καιρό αργότερα, ζήτησα ευλογία απ’ τη Γερόντισσα, να φτιάξω επιτάφιο προσκυνητάρι στον τάφο της αδελφής της Νίνας, ενώ σκεφτόμουν πως κάποτε και η ίδια θα πεθάνει και πρέπει να το κάνω πιο μεγάλο. Μου είπε· «κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός». Ερχόταν συχνά να με δεί, ενώ δούλευα, με δοκίμαζε και συχνά έλεγε, «Χριστόφορε γιατί σκάβεις, σκάβεις και όλο σκάβεις;». Εγώ πάλι της έλεγα· «Γερόντισσα, αφού δεν ξέρεις τί κάνω, άφησέ με ήσυχο να δουλέψω· αφού εσύ μου έδωσες ευλογία». «Καλά, καλά, εργάσου» μου έλεγε· αλλά ερχόταν ξανά και έκανε πάλι τα ίδια! Κάποια μέρα όμως τα άφησα όλα και της είπα ότι φεύγω πιά, κάπου θα πάω να βρώ να δουλέψω. «Έλα πίσω και τελείωσε τη δουλειά που σου ανέθεσε ο Θεός», μου είπε, και έτσι με μεγάλη υπομονή τελείωσα το προσκυνητάρι. Σ’ όλη τη διάρκεια της δουλειάς που και που ερχόταν η Γερόντισσα, κυτούσε και τα δάκρυα από τα μάτια της έτρεχαν σαν ποτάμι. Όταν τη ρωτούσα όμως δεν απαντούσε.
Αλλη φορά την παρακάλεσα για κάποιο πρόσωπο, να προσευχηθεί για να το σώσουμε, και εκείνη απάντησε· «Λυπάμαι και εκείνον και σένα, αλλά όλα έχουν τελειώσει!». Εγώ σκέφτηκα ότι το λέει επειδή φεύγω απ’ αυτήν, αλλά εκείνη προέλεγε τον σύντομο θάνατό της.
Αλλη φορά ενώ δούλευα, με φώναξε· «Παπά, έλα εδώ και δες ποιοί είναι αυτοί που ήρθαν σε μάς». Πλησίασα αλλά δεν είδα κανέναν. Το ίδιο έγινε δύο ή τρεις φορές. Με ξαναφώναξε δύο ή τρεις φορές όμως, λέγοντας· «έλα να δείς ποιοί είναι αυτοί και τί θέλουν;». Γερόντισσα μή με ενοχλείς, της είπα, γιατί για σας δουλεύω. Κούνησε απειλιτικά το δάχτυλό της, και είπε· «θά με ψάχνεις και δεν θα με βρίσκεις!».
Τελικά έφυγα, πήγα στο Σοχούμ στο Μητροπολίτη Ηλία και τον διακονούσα. Όταν ήλθε στη πόλη η υποτακτική της, της είπα να πεί στη Γερόντισσα, ότι μόλις τελειώσω το διακόνημά μου στο Μητροπολίτη, θα έλθω. Η δόκιμη μετάφερε τα λόγια μου στη Γερόντισσα, αλλά εκείνη είπε· «Τί το όφελος, είτε έρθει είτε όχι; Αφού δεν τον αφήνουν να έρθει εδώ». Εγώ όμως προσπαθούσα να τελειώσω το διακόνημα που είχα αναλάβει, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, για να πάω στη Γερόντισσα. Είπα στο Μητροπολίτη Ηλία τον σκοπό μου, και εκείνος απάντησε· «ώσπου να τελειώσεις, εκείνη θα πεθάνει!»
Το μαρτυρικό  τέλος της Γερόντισσας.
Όταν η υποτακτική επέστρεψε στη Γερόντισσα Ελένη, παρατήρησε ότι είχε ανάψει το κερί που είχε όταν έγινε μεγαλόσχημη μοναχή, και διάβαζε την ακολουθία της θείας μεταλήψεως. (Αυτό το κερί το ανάβουν όταν ο μεγαλόσχημος μοναχός ψυχορραγεί στην επιθανάτια κλίνη).
Η υποτακτική με έκπληξη κοιτούσε τη Γερόντισσα, και σκεφτόταν ότι, μάλλον η Γερόντισσα έχασε τα λογικά της αφού άναψε αυτό το κερί και διαβάζει την ακολουθία της θείας μεταλήψεως χωρίς να υπάρχει ιερέας για να την κοινωνήσει. «Γερόντισσα Ελένη, μήπως σας ενοχλώ;», της είπε. Όταν αυτή της απάντησε «Όχι» αυτή έφυγε, πήγε στο διπλανό δωμάτιο και απ’ εκεί την παρακολουθούσε. Η Γερόντισσα όλη νύχτα δεν κοιμήθηκε καθόλου, αλλά προσευχόταν. Το πρωί φώναξε την υποτακτική της και της είπε: «Παλιότερα, οι άγγελοι έρχονταν στην έρημο και κοινωνούσαν τους μοναχούς». Η υποτακτική την ρώρησε «Γερόντισσα ήρθαν και σε σένα οι άγγελοι;» και αυτή απάντησε· «Γιατί πρέπει να ξέρεις;».
Ύστερα, η Γερόντισσα πήρε μια εικόνα -όπως κάνουν στον επιτάφιο οι ιερείς- τη λιτάνευσε γύρω από το σπίτι, έφθασε στο ξωκλήσι και την άφησε εκεί. Η υποτακατική της τη ρώτησε «Γερόντισσα, τί σημαίνει αυτό». Αυτή όμως δεν απάντησε. Έτσι η Γερόντισσα, προέλεγε τον σύντομο θάνατό της. Στη συνέχεια, ρωτούσε «Πού είναι οι εικόνες; Πού;» και απαντούσε η ίδια «Στην εκκησία, στην εκκλησία, στον Δεσπότη του Καθεδρικού στο Σοχούμ, λόγω του αξιώματός του!». Ύστερα απ’ αυτό άρχισε μία συζήτηση με αόρατα πρόσωπα, τους ληστές· «Εσείς ήρθατε να με σκοτώσετε. Αντε, σκοτώστε με. Θα γίνω μάρτυρας. Εσείς Όμως θα πάτε στη κόλαση».
Έπειτά η Γερόντισσα είπε στην υποτακτική της · «Ο πατέρας έχτισε το σπίτι για μένα και σύντομα θα πάω στο σπίτι μου· αλλά θα είμαι εδώ, κοντά σας».
Στον Αδάμ, που ήρθε από τη Γεωργιεύκα, διάβασε τη προσευχή και του είπε να κάνει γρήγορα γιατί θα πεθάνει, αλλά «γιά σένα όμως, θα προσεύχομαι», απάντησε όταν τη ρώτησε, «σέ ποιόν θα μας αφήσεις εμάς;». Φεύγοντας ο Αδάμ, η Γερόντισσα απομάκρυνε τη δόκιμη από κοντά της. Εκείνη την ημέρα, ήρθαν ληστές, σκότωσαν τη Γερόντισσα, την πέταξαν από το βράχο και έπεσε κοντά στο ποτάμι. Όλα έγιναν όπως προέλεγε ή ίδια στις ομιλίες της, ότι δηλαδή θα είναι κοντά μας, πλησίον του ποταμού!
Την επόμενη μέρα, όταν ήρθε η δόκιμη, επειδή δε βρήκε τη Γερόντισσα, πήγε στο χωριό Γεωργιεύκα, βρήκε τον Αδάμ και του είπε ότι «χάθηκε η Γερόντισσα». Ήταν βράδυ· έψαξαν, αλλά δεν την βρήκαν. Το επόμενο πρωί πήγαμε ξανά στη Γεωργιεύκα, ψάξαμε και βρήκαμε τη Γερόντισσα νεκρή κοντά στο ποτάμι. Τη μεταφέραμε στο σπίτι και μετά μία εβδομάδα την ενταφιάσαμε δίπλα στη αδελφή της Νίνα, κάτω από το προσκυνητάρι που έχτισα γι’ αυτές. Αυτό έγινε το Σεπτέμβριο του 1975.
Ένα θαύμα μετά την Κοίμησή της.
Επιθυμία μου ήταν, να μείνω στον τόπο που ασκήτεψε η Γερόντισσα, γι’ αυτό πήγα στο Μητροπολίτη Ηλία και του το είπα· «Είναι ευλογημένο να πάω στην έρημο, στο σπίτι της Γερόντισσας Ελένης;». Εκείνος όμως μου έδειξε το σπίτι του, και μου είπε: «Να το δωμάτιό σου, φέρε απ’ εκεί τις εικόνες και μείνε εδώ». «Καλύτερα να ρίξουμε κλήρο και όπου μας δείξει ο Θεός εκεί θα μείνω», του απάντησα εγώ. Ο Μητροπολίτης συμφώνησε, λέγοντάς μου όμως, «μετά μή μου πείς ή εκεί ή εδώ».
Ο κλήρος έδειξε ότι πρέπει να μείνω κοντά στον Μητροπολίτη· εγώ βέβαια σκεφτόμουν ότι δεν πρέπει το σπίτι της Γερόντισσας να το αφήσω κενό, και ξαναλέω στο Δεσπότη: «Δέσποτα, δεν μπορώ να ησυχάσω, θα πάω στην έρημο στη Γερόντισσα». Εκείνος μου είπε· «εφόσον το θέλεις, πήγαινε εκεί· ένα λόγο θα σου πώ μόνο και μετά αποφάσισε όπως εσύ νομίζεις». Μου είπε, λοιπόν, αυτή την ιστορία· «Έμαθαν τον λύκο να ψαρεύει· εκείνος όμως σκέφτηκε· -″Θα μπορέσω και εγώ με την ουρά μου να πιάσω ψάρια!‶. Πήγε στη λίμνη, έχωσε την ουρά του στο νερό και περίμενε. Το νερό όμως πάγωσε και έτσι αναγκάστηκε ν’ αφήσει την ουρά του και να φύγει, και μόλις που μπορούσε να πάρει τα πόδια του!»
Την άλλη μέρα, αποχαιρέτησα τον Μητροπολίτη Ηλία και έφυγα για την έρημο, για το σπίτι της Γερόντισσας Ελένης. Αν και είχα συνειδητοποιήσει ότι μπορεί και να με σκοτώσουν, εξαιτίας του σεβασμού που είχα στη μακαριστή Γερόντισσα, αποφάσισα να μην ακούσω τον Δεσπότη. Έμεινα 8 μήνες στην έρημο, μόνος μου. Ο Δεσπότης που έβλεπε τα βάσανά μου, μερικές φορές με κάλεσε κοντά του. Εγώ δεν αποφάσιζα να εγκαταλείψω την έρημο, και πάντα παρακαλούσα τη Γερόντισσα, να με πληροφορήσει πώς την σκότωσαν. Κάποτε, με αυτές τις σκέψεις, πήγα στο Σοχούμ, στην εκκλησία, και διανυκτέρευσα στο σπίτι του Μητροπολίτη Ηλία. Αυτός τότε μου είπε· «Χριστόφορε, ετοιμάσου, σε λίγο θα σε κάνουμε ρασοφόρο μοναχό». Με μεγάλη χαρά απάντησα· «ευλογημένο, Δέσποτα». Όλα τα ρούχα τα είχε ετοιμάσει ο ίδιος, και μου έδωσε το όνομα Χαρίτων. Την άλλη μέρα, εξομολογήθηκα και κοινώνησα και έφυγα πάλι στην έρημο. Την άλλη μέρα, και ενώ διάβαζα τους Χαιρετισμούς στο εξωκκλήσι, μου έκαναν επίθεση οι ληστές· με έδεσαν χειροπόδαρα, φίμωσαν το στόμα μου, με έριξαν στο πάτωμα και με απειλούσαν λέγοντας ότι θα με πετάξουν από το βράχο, ενώ έψαχναν κάποιο φορείο για να με δέσουν πάνω του. Αρχισα να προσεύχομαι, παρακαλώντας τη Γερόντισσα Ελένη, να με βοηθήσει, υποσχόμενος ότι, αν μείνω ζωντανός, θα κάνω υπακοή στο Δεσπότη Ηλία. Οι ληστές ήθελαν να με πάνε στο δάσος και εκεί να με σκοτώσουν. Όσο όμως και αν προσπάθησαν δεν μπορούσαν να με κουνήσουν από τη θέση μου. Ο Θεός επέτρεψε και φοβήθηκαν τόσο πολύ, και έτσι απομακρύνθηκαν τρέχοντας, και εγώ έμεινα ζωντανός. Από το περιστατικό αυτό κατάλαβα τη βοήθεια της μακαριστής Γερόντισσας. Μετά από αυτό έκανα υπακοή, κράτησα την υπόσχεσή μου, πήγα στον Δεσπότη και του τα διηγήθηκα όλα. Εκείνος για δεύτερη φορά, έδωσε ευλογία να φέρω τις εικόνες και να μείνω κοντά του, οπότε και εγώ μετακόμισα οριστικά στη Μητρόπολη. Αργότερα μου διάβασε το βίο του αγίου Χαρίτωνος, που και αυτόν τον έδεσαν ληστές και με την βοήθεια του Θεού έμεινε ζωντανός. Ο Δεσπότης είπε· «αυτός ο Χαρίτων, είσαι σύ», και τότε κατάλαβα ότι δίνοντάς μου αυτό το όνομα, προέλεγε αυτό το περιστατικό.
Μια προφητεία της Γερόντισσας
Αφήγηση του Γεωργιανού Γεωργίου Μονανούλι-εκδότη της Βιογραφίας της Γερόντισσας.
Ο Αρχιμανδρίτης Σάββας μου διηγήθηκε μία οπτασία της Γερόντισσας Ελένης: Εκεί που έμενε και ασκήτευε αυτή η μοναχή θα ιδρυθεί μια μονή στην οποία θα αγωνιστούν σαράντα παρθένες· ότι η Γεωργία θα συνενωθεί και ο Γέροντας Σάββας θα επιστρέψει σ’ αυτήν την περιοχή και θα ασκητεύσει μαζί με τους υποτακτικούς του. Όταν θα ιδρυθεί η γυναικεία μονή τόνιζε, πως εμείς δεν θα είμαστε σ’ αυτή τη ζωή· προφανώς θα γίνει στο απομακρυσμένο μέλλον.