Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

Μια ερημίτισσα των καιρών μας




Η μοναχή Φωτεινή ζει στο δάσος του Νέαμτς κοντά στη σπηλιά της Αγ. Θεοδώρας της Σίχλα εδώ σε μια καλύβα εδώ και πολλά χρόνια . Το κατά κόσμο όνομα της ήταν Φλοαρέα Μπουζίνκου ήταν παντρεμένη χώρισε και έχει ένα παιδί. .Έγραψε και δημοσίευσε ποιήματα και διηγήματα ,εργάστηκε αλλά πάντα ακολουθούσε το δρόμο του Θεού, ανεξάρτητα από τα προβλήματα και τις στενοχώριες της ψάχνοντας Τον στα μοναστήρια ,στις ακολουθίες και στο λόγο των πνευματικών. Έγινε μοναχή όταν η Αγ. Θεοδώρα της Σίχλα την θεράπευσε από τον καρκίνο κατά τρόπο θαυμαστό Εδώ στα βουνά της Σίχλα βρήκε τη πολυπόθητη γι' αυτή ησυχία σε μια καλύβα. Σίγουρα εδώ στην ερημιά οι πειρασμοί και οι δοκιμασίες είναι μεγάλες και για αυτό μας μιλάει η αδελφή Φωτεινή με πολύ ταπεινοφροσύνη


-Πως είναι να ζει κανείς στην έρημο αδερφή Φωτεινή σε σχέση με τη ζωή στο κόσμο; Επειδή λένε για αυτούς που διαλέγουν να ζήσουν στην ερημιά ότι είναι τρελοί

(μοναχή Φωτεινή ) – Σας λέγω σίγουρα ότι αν γεννιόμουν ξανά κατευθείαν στην ησυχία θα πήγαινα . Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ «ησυχίας» και «κόσμου», ακόμη και μεταξύ μοναστηριού και της ησυχίας της ερήμου. Σίγουρα οι πειρασμοί είναι πιο μεγάλοι στην έρημο αλλά η χαρά που δίνει ο Κύριος δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα εγκόσμιο. Αν από τη έρημο χρειαστεί να βγεις στον κόσμο (όπως καμιά φορά είναι ανάγκη να κάνω εγώ ) αισθάνεσαι ότι μπαίνεις στους «τρελούς»όπως και οι άλλοι λένε για αυτούς που αποτραβιόνται στην ερημιά….αλλά δε θέλω να προσβάλω κανέναν.

-Μπορούμε να πούμε ότι εδώ σε αυτή τη καλύβα είστε στο προθάλαμο του Παραδείσου;

-Εγώ χαίρομαι για ότι μου έδωσε ο Θεός επειδή αισθάνομαι ότι με αγαπάει η Παναγία, αλλιώς δε θα άντεχα στους πειρασμούς της ερήμου χωρίς τη βοήθεια της Παναγίας των Αγίων και του Χριστού ….επειδή ο εχθρός είναι πεισματώδης και επιθετικός ιδίως προς εκείνους που φέρουν το ζυγό του Χριστού και αποτραβήχτηκαν στην ησυχία

-Μοναχή Φωτεινή γνωρίζω μοναχούς και μοναχές που θέλουν να φύγουν από το μοναστήρι και να πάνε στη έρημο σε μια μικρή καλύβα στο δάσος, να είναι με το Χριστό ,μόνοι αυτοί και ο Χριστός, όσο και να υπέφερουν. Σε αυτούς θα ήθελα από τη πείρα σας να πείτε τι πειρασμοί τους περιμένουν



-Ναι, μπορώ να πω, αφού σίγουρα πολλοί μοναχοί είναι ήδη οικείοι με τις παγίδες και τις πονηριές του εχθρού. Αλλά δε ξέρω να δώσω συμβουλές η αγιοσύνη τους πρέπει να δώσει σε μένα. Αν αισθάνονται λοιπόν αυτή την ανάγκη, αφού έχουν μείνει στο μοναστήρι τουλάχιστον 10 χρόνια (συμφωνά με τους κανόνες) θα πρέπει να έχουν πρώτα από όλα την ευλογία του πνευματικού τους.

-Μετά το 1989 κυρίως βγαίνουν στο δάσος κάποιοι άνθρωποι που δε τα πάνε καλά με τους νόμους και αν δουν κάποιο μοναχό σε κάποιο καλυβάκι τον ληστεύουν. Αυτοί δε ξέρουν τι είναι ερημίτης ,μοναχός ,ότι διάλεξε να ζήσει στη φτώχεια και ότι δεν έχουν τι να κλέψουν.

-Ηρθαν και σε μένα δε πολυβρήκαν κάτι να κλέψουν, αλλά είχα μια υποτακτική ή οποία φοβήθηκε και έφυγε ,δεν άντεξε.


Ή τη νύχτα όταν κάνεις την ακολουθία του όρθρου συμβαίνει να αισθάνεσαι τον διάβολο να περνάει από κοντά σου και να αφήνει μια μυρωδιά ψοφιμιού, κάτι τρομερό και να χρειάζεται να ανοίξεις τη πόρτα και το παράθυρο της καλύβας για να μπορείς να συνεχίσεις τη προσευχή

-Εμφανίζεται αυτή η μυρωδιά χωρίς να υπάρχει η «πηγή» αυτής της μυρωδιάς;

-Ναι σίγουρα στο δάσος δεν υπάρχουν τέτοιες μυρωδιές. Αλλά είναι καλό αυτό επειδή ο Θεός επιτρέπει στο σατανά να σε πειράξει για να Τον πλησιάσεις πιο πολύ, επειδή ίσως δεν έκανες όλο το κανόνα και για αυτό έχεις πειρασμούς ,όπως εγώ η ανάξια όπου δεν προσεύχομαι όσο πρέπει και στενοχωρώ το Θεό. Άλλη φορά ενώ προσευχόμουν ήρθε κάποιος και μου ξερίζωσε υδρορροές από το τοίχο της καλύβας (αν και έξω δεν ήταν κανείς εγώ τα έβαλα στη θέση τους και συνέχισα τη προσευχή, αλλά έχασα αρκετό χρόνο για την επιδιόρθωση. Συνέχισα να διαβάζω το ψαλτήρι και πάλι άκουσα τις υδρορροές να πέφτουν…τις επιδιόρθωσα και συνέχισα τη προσευχή μου.



-Τι είναι πιο δύσκολο στην έρημο αδερφή Φωτεινή;

-Αυτό που είναι δύσκολο είναι η πάλη με τους λογισμούς . Είναι δύσκολη αυτή η πάλη επειδή ο εχθρός σου δίνει σκέψεις όπου ούτε που υποπτεύεσαι πως μπορεί να γεννήσει το μυαλό σου. Για παράδειγμα : «τι γυρεύεις εδώ ;», «γιατί ήρθες εδώ;», «άλλη δουλειά δεν έχεις;»,»δεν μπορούσες να μείνεις στον κόσμο;»

Για αυτό είναι καλό να μην επισκέπτονται συγγενείς επειδή τον αναστατώνουν, ίσως κάποια μοναχή ή μοναχός για να φέρει λίγο φαγητό. Είναι καλό όμως τον ερημίτη να μην τον επισκέπτεται κόσμος .Εμένα ο πνευματικός μου δε μου επιτρέπει να δέχομαι κόσμο και άλλωστε γιατί να έρθει κάποιος σε εμένα , τι συμβουλές να του δώσω …εγώ είμαι ένας απλός άνθρωπος …προσεύχομαι για όλο τον κόσμο όπως κάνει η εκκλησία μας.
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Η εὐλαβεστάτη και χαρισματική Μαρία Δενδρινέλλη

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΈΝΟΥΝ ΔΊΠΛΑ ΜΑΣ. ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΓΝΩΡΊΖΟΥΜΕ.

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο, κάθεται και εσωτερικός χώρος
 
Στίς 7 Μαρτίου 2021,μία μεγάλη απώλεια μας σημάδευσε. Έφυγε γιά τά οὐράνια σκηνώματα μιά Αγία Γερόντισσα. Γερόντισσα πού ζούσε μέσα στόν κόσμο. Η εὐλαβεστάτη και χαρισματική Μαρία Δενδρινέλλη σέ ἡλικία 86 ἐτῶν, βασανισμένη από μικρό παιδί, χήρα, καταγομένη ἀπό τήν νῆσο Κῶ, μία γυναίκα βαθειᾶς πίστεως καί πολλῆς εὐλάβειας. 
 
Μιά Γερόντισσα, πού ἀγαποῦσε τήν Παναγία καί εἶχε τό εἰκόνισμά της, πού εἶχε φέρει ἀπό τά Δωδεκάνησα, στό πιό κεντρικό σημεῖο τοῦ μικροῦ οἰκίσκου της, στήν Ἁγία Παρασκευή Ἀττικῆς.
Ἔζησε πολύ πτωχικά (καθάριζε σπίτια καί σκάλες) χωρίς μισθό, χωρίς σύνταξη, χωρίς πλούτη, χωρίς κοσμικές δόξες,
αλλά με ασάλευτη πίστη και με τιτάνιο αγώνα :αὐστηρή τήρηση τῆς νηστείας (δέν γεύθηκε κρέας τά τελευταῖα 40 χρόνια) ὑποδειγματική εὐλάβεια, γενναία ὑπομονή της, ἀδιάλειπτη προσευχή της, χαριτωμένη ἁπλότητά της (ἡ ἀγαπημένη της μάλιστα προσφώνηση ἦταν: «παιδάκι μου, λουλουδάκι μου»), βαθειά ἀγάπη της γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.Το πρόσωπό της ήταν ολοφώτεινο και γαλήνιο. 
 
 
 
Ζούσε σε ένα μικρό σπιτάκι της ἀνάμεσα σέ πολυκατοικίες ἐπί τῆς ὁδοῦ Κομνηνῶν, ἀρ. 5, στήν Ἁγία Παρασκευή. Σέ ἕνα μικρό κελί. Ζοῦσε ὡς μοναχή. Οἱ τοίχοι γεμᾶτοι εἰκόνες. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι, παλαιοί καί νέοι. Τό καντῆλι της ποτέ σβηστό. Θυμιάτιζε πρωΐ καί ἑσπέρας καί μέσα στόν οἰκίσκο της καί ἀπέξω ἀπ’ αὐτόν, ὅλους τούς γείτονες. 
 
 
Τό βιβλιαράκι τῆς Παράκλησης πρός τήν Παναγία, δίπλα στό μαξιλάρι της. Καί ἡ κουζινίτσα της ἦταν τό ἐργαστήριο γιά τά πρόσφορα, τά καταπληκτικά πού ἔφτιαχνε τηρῶντας ὅλη τήν «ἱεροτελεστία», γιά νά σταλοῦν κατόπιν σέ Ναούς, σέ Μοναστήρια, σέ ἀκριτικά νησιά, ἀκόμη καί σέ χώρες ὅπου γινόταν ἱεραποστολή.
Πολλές φορές στή Μητρόπολη Ἀθηνῶν μέ τά ὑπέροχα πρόσφορα τῆς κυρᾶς-Μαρίας ἐτελεῖτο ἡ Προσκομιδή. Ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χριστόδουλος, μέ τά δικά της πρόσφορα ἤθελε νά τελεῖ τήν Θεία Λειτουργία.
Μία ἡμέρα μάλιστα τήν ἐπεσκέφθη μέ δῶρα καί ἄλλες εὐλογίες στό φτωχικό της καί ἡ χαρά ἔλαμπε κυριολεκτικά στό πρόσωπό της.
Οἱ γείτονες, τότε, ἔβλεπαν καί ἔλεγαν: «Ὁ Χριστόδουλος στό καλυβάκι τῆς κυρά-Μαρίας, πῶς αὐτό;».
Ναί, «μεγάλος» Ἀρχιεπίσκοπος στή πτωχοτάτη κυρά-Μαρία ἐξωτερικά, ἀλλά πλούσια ἐσωτερικά.
Ἀγαποῦσε ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐπειδή εἶχε παρακολουθήσει πολλά σεμινάρια στόν Ἑρυθρό Σταυρό ἤξερε καί ἔκανε ἐνέσεις σέ ὅσους ἀσθενεῖς τήν καλοῦσαν. Ἀλλά ἀκόμη πήγαινε στά νοσοκομεῖα καί τάϊζε ἀσθενεῖς κληρικούς, μοναχούς καί μοναχές.
Σεβόταν ἀπόλυτα ὅλους τούς κληρικούς. Ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, μοναχούς.
Γιά ὅλους προσευχόταν, ἰδιαίτερα γιά τά νέα παιδιά, γιά τίς πτωχές οἰκογένειες, γιά ἐκείνους πού εἶχαν πάρει διαζύγιο, γιά τούς μοναχικούς ἀνθρώπους, γιά τούς ναρκoμανεῖς, γιά τούς ἀρρώστους, γιά τίς χῆρες, γιά τά ὀρφανά, γιά τούς πολυτέκνους, γιά τούς βασανισμένους ἀνθρώπους, γιά τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας, γιά ὅλους καί γιά ὅλα.
 
 
Τό ἔργον της ἦταν: Νά ζυμώνει πρόσφορα καί νά προσεύχεται.
...Ὅταν ἀρρώστησε σοβαρά καί βρισκόταν μονάχη της στό «Ἀττικόν» νοσοκομεῖο, στό διάδρομο, καθισμένη σ’ ἕνα πάγκο καί βέβαια πονοῦσε, ἀργά τό μεσημέρι τήν ἀντιλήφθηκε ἕνας νέος ἰατρός καί τίς εἶπε «τί ἔχεις», τότε τοῦ μίλησε καί αὐτός τήν ἀνέλαβε, ὁ ἰατρός, ὡς μάνα του. Τίς εἶπε: «Δέν ἔχεις κανένα νά σέ φροντίσει;». Ἐκείνη ἀπάντησε: «Ναί, ἔχω τό Θεό» καί ἔδειξε τόν οὐρανό!
Ἡ ἐπικοινωνία μαζί της στό ἀπέριττο σπιτάκι της ἦταν πάντοτε εὐκαιρία πνευματικῆς χαρᾶς καί οἰκοδομῆς. Μοιραζόνταν τίς δοκιμασίες καί τίς θλίψεις ὅσων τήν ἐπισκέπτονταν. Παρηγοροῦσε μέ τά σοφά λόγια της. Ἔδινε συμβουλές γιά ἀντοχή, ὑπομονή, κουράγιο καί καταφυγή στήν γλυκιά μάνα Παναγία. Ὅσοι ἀναχωροῦσαν ἀπό τό πτωχικό της ἦσαν γεμάτοι ἀπό παραμυθία καί ἠρεμία στή ψυχή τους. Ἦταν ὁ οἰκίσκος τῆς καλωσύνης!
 
 
 
Ἀγαποῦσε νά ἀκούει ἱερές ἀγρυπνίες, καί μόνο ἤθελε λόγια στά αὐτιά της χριστιανικά, ὠφέλιμα, διδακτικά γιά τήν ψυχή της.
Ἔλεγε ἡ ἴδια συνεχῶς: «Ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει».
Χαιρόταν τήν ἐξομολόγηση στόν πνευματικό της, τόν ἀείμνηστο π. Σπυρίδωνα Καλύβα, χαιρόταν τίς ὠφέλιμες συζητήσεις μέ τούς ἁγιορεῖτες πατέρες πού συχνά τήν ἐπισκεπτόντουσαν, χαιρόταν τά παιδιά ἀπό τά σχολεῖα πού πήγαιναν νά τίς ποῦν τά κάλαντα.
Μά ἡ μεγάλη της ἐπισκεψη, ὅπως ἔλεγε, ἦταν, ὅταν δέν μποροῦσε νά ἐκκλησιαστεῖ, ὁ ἱερέας μέ τό Ἅγιο Ποτήριο γιά νά τήν κοινωνήσει. Ὑποδεχόταν πνευματικά προετοιμασμένη τόν Μεγάλο Ἐπισκέπτη τῆς ψυχῆς της, τόν Χριστό. Ἦταν ἡ προσωποποίηση τοῦ πρώτου Μακαρισμοῦ τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε’, 3).
 
 
Καί πράγματι, τώρα, ἡ κυρά-Μαρία μας ἀναπαύεται στόν Κῆπο τῆς Ἐδέμ. Εἶναι μαζί μέ τήν Παναγία, μέ τούς Ἀγγέλους, πού ἔβλεπε πρίν τήν ὁσιακή κοίμησή της, συντροφιά μέ τήν ἀγαπημένη της Ὁσιοπαρθενομάρτυρα Ἁγία Παρασκευή.
Αἰωνία της ἡ μνήμη.
 
~ αντί ΥΓ:
Μερικά μόνο από τα σχόλια ανθρώπων που την αγάπησαν και ευεργετήθηκαν από την αγάπη της, όπως κι εμείς. Στη μνήμη της...

..........................................................................................
~ Την γνώρισα πριν από 14 χρόνια σε εκείνο το ταπεινό, μικρό και φτωχικό σπιτάκι της στην Αγία Παρασκευή των Αθηνών, που χώραγε όμως τόσο πολύ κόσμο, όσο και η καρδιά της!
Παρόλο που η ασθένεια την ταλαιπωρούσε, εκείνη πάντα συμπαραστέκοταν και προσεύχοταν στην Παναγία μας για κάθε άνθρωπο και ασθενή που είχε ανάγκη! Οι συμβουλές της ήταν αμέτρητες και βάλσαμο για τον κάθε κατατρεγμένο και πονεμένο άνθρωπο, που ερχόταν στην πόρτα της ή σε επικοινωνία μαζί της!
Ακόμα ακούν τα αυτιά μου την γλυκιά φωνή της να με συμβουλεύει και να με νουθετεί πνευματικά, σε κάθε μου ανάγκη, σε κάθε μου πρόβλημα, με την βαθιά της Πίστη και Αγάπη που την διακατείχε!
Πολλές φορές μου έδινε την εντύπωση πως ξέχναγε το δικό της πρόβλημα και επικεντρωνόταν στο δικό σου! Γυρνούσε προς την εικόνα της Παναγίας μας και έλεγε : "Ναι Παναγία μου! Θα γίνει καλά το παιδάκι μου, έτσι δεν είναι; Το ξέρω ότι θα το βοηθήσεις! Κάνε το καλά!..Το ξέρω είναι καλό παιδί!..." Και το Θαύμα. ..έτσι απλά γινόταν!
Έτσι με τέτοιο μοναδικό τρόπο ήταν οι προσευχές της για όλους εμάς προς τον μονάκριβο της θησαυρό, την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οικονόμισσας! Ένα οικογενειακό κειμήλιο περίπου 800 ετών, που κατείχε στα χέρια της από Πάππου προς Πάππου, προερχόμενο από τα βάθη της Ανατολής, τα Μύλασα της Μικρής Ασίας!
Μια Αγία Εικόνα που προμήνυε για κάθε κακό, όπως αναγράφεται στο απολυτίκιο της! Αρκετές φορές η Γιαγιά Μαρία έπαιρνε το μήνυμα μέσω της εικόνας για τα επερχόμενα, με τέτοιο τρόπο όπως εκείνη βίωνε!
Χρόνια δύσκολα, με τις ταλαιπωρίες εκείνης της εποχής πορεύθηκε η Γιαγιά Μαρία και από την Νήσο Κω μεταφέρθηκε στην Αθήνα με μοναδική της προστασία την Παναγιά της την Οικονόμισσα! Έτσι φτωχική και λιτή ήταν η βιοτή της, όπου για κάθε τι φρόντιζε και της το οικονομούσε η Παναγία μας που η Γιαγιά Μαρία διακονούσε ασταμάτητα!
Τα πονεμένα της χέρια ήταν ροζιασμένα και κομπιασμένα από την πολύωρη καθημερινή εργασία της που καθάριζε σπίτια, χωρίς αυτό να την εμποδίσει να ζυμώνει τα τόσα αμέτρητα πρόσφορα, όπου απέστελνε σε κάθε Μοναστήρι και Εκκλησία σε κάθε Ιεραποστολή, σχεδόν παντού στην Ελλάδα και Εξωτερικό!
Η προσφορά της και η ελεημοσύνη της αμέτρητη και απερίγραπτη προς όλο τον κόσμο και παντού! Σε ασθενείς, σε νοσοκομεία, σε Ιερείς, σε Μοναχούς, σε Χήρες, σε Ορφανά, σε Ναρκομανείς και σε κάθε πονεμένη και βασανισμένη ψυχή! Ακόμα και όταν αρρώστησε βαριά και δεν μπορούσε να φάει, εκείνη μαγείρευε και τάιζε όλο τον κόσμο.
Γιαγιά Μαρία , ευχαριστώ τον Θεό και την Παναγία μας που σε γνώρισα! Ήσουν για μένα η Πνευματική μου Μάνα! Πάντα θα σε θυμάμαι και θα τηρώ τα λόγια σου! Εύχομαι εκεί δίπλα στην Παναγία μας που θα είσαι, να πρεσβεύεις για όλους εμάς τους Αμαρτωλούς! Αιωνία σου η Μνήμη και καλό παράδεισο! Αμήν!
Spiros Paps
 
 
~ Σήμερα κηδεύτηκε η κυρά Μαρία η Προσφορού από την Αγία Παρασκευή. Είχα την ευλογία να την γνωρίσω. Μία Αγία των Αθηνών. Μέρα νύχτα προσευχή στο μικρό καλυβακι της που ήταν πνιγμένο από πολυκατοικίες. Είχε στο δωμάτιό της την παμπάλαια εικόνα της Παναγίας της Οικονόμισσας.
Σήμερα την πήραν για πάντα στην Αγία Άννα στο Άγιον Όρος οι πατέρες. Ήρθαν Αγιορείτες, Ιερομοναχοι, Ιερείς έως και από την Κρήτη.
Στο προαύλιο του ναού 500 άτομα.
Αν δεν ήταν ο κόβιντ θα ήταν χιλιάδες. Αυτή η γυναίκα όλη τη νύχτα κομποσχοίνι και όλη την ημέρα ζυμωνε πρόσφορα. 2 και 3 σακιά πρόσφορα τη βδομάδα. Έστελνε παντού. Αμέτρητες Λειτουργίες από τα χεράκια της. Σκέφτομαι.
Αυτό το χρόνο πέθαναν περίπου 7 δεσποτάδες. Πήγαν στην κηδεία 5 παπάδες δικοί τους και άλλοι 5 φίλοι τους.
Σε κανέναν ο λαός δεν πήγε αυθόρμητα να γεμίσει τον περίβολο του ναού.
Σημάδια του ουρανού!
Μία γυναικούλα, που παντρεύτηκε ανήλικη ένα κτήνος, που την κακοποιούσε και έμεινε νεότατη χήρα, έλαμψε πάνω από Αρχιερείς γιατί αγάπησε πολύ τον Ιησού Χριστό και έγινε Διακόνισσα Του να φτιάχνει μια ζωή πρόσφορα για τις Θείες Λειτουργίες Του. 
 π. Χρήστος Ιωαννίδης 
 
~H αγαπημένη μας γιαγιά αναχώρησε για την άνω Ιερουσαλήμ... Έμενε στην Αγία Παρασκευή. Γεννήθηκε και παντρεύτηκε στην Κω. Στην Κω ζουν και οι δύο της αδερφές... Στην Αθήνα ανέβηκε μετά που παντρεύτηκε. Μαζί της έφερε και την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οικονόμισσας. Ιερό Κειμήλιο από τους προγόνους της. Από την Μιλασό της Μικράς Ασίας. Πάντα θα μου λείπει... Μου λείπουν οι νουθεσίες της, η παρηγοριά της. Ήταν το προσκεφάλι μου...Εύχομαι από εκεί ψηλά να πρεσβεύει για τα παιδιά που τόσο αγάπησε και πάντα λάτρευε , για όλο τον κόσμο καί τελευταία για μένα !!!!Αιωνία της η μνήμη!!!Μαρία Χατζηγιακουμή
~ Είχα κι εγώ την ευλογία να την γνωρίσω και την επισκεπτόμουν στο μικρό της κελάκι. Να έχουμε την ευχή της και τις πρεσβείες της αγίας αυτής ψυχής που πονούσε και αγαπούσε όλο τον κόσμο. Χαρακτηριστικό της αγάπης της ήταν οι μεγάλες ποσότητες από το καθαρό θυμίαμα που έκαιγε - έξω από το κελί της, στην μικρή της αυλή με τα λουλούδια - και μου έλεγε:
"Θυμιάζω κοριτσάκι μου και λέω Παναγία μου ας φτάσει σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Γιατί ο κόσμος σήμερα δεν θυμιάζει παιδάκι μου, γι' αυτό καίω τόσο θυμίαμα. Να φτάσει παντού"
Πραγματικά μαρτύρησε τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της ασθένειας που την ταλαιπωρούσε και των φρικτών πόνων που την συνόδευαν.
Καλή Ανάσταση και καλή αντάμωση σεβαστή κι αγαπημένη μας γιαγιά Μαρία !
Spyridoula Vergini

Η αλήθεια είναι ότι πληροφορήθηκαμε την εκδημία προς Κύριον της Αγιασμένης Γερόντισσας Μαρίας της Φύλακος της Παναγίας της Οικονόμισσας από ένα μήνυμα απώλειας που μας έστειλε ένας χαρισματικός Γέροντας την ίδια ημέρα ο οποίος την γνώριζε και την ευλαβούνταν πολύ. Βλέπετε οι πνευματικοί άνθρωποι επικοινωνούν εδώ και στην αιωνιότητα.

 πηγή

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Ελένη Πολυβίου



site analysis

-->


Η φιλόθεη και φιλάρετη Ελένη Πολυβίου, η «Ελού», όπως την αποκαλούσαν, είδε το φως της ζωής στις 25-4-1926 στην Λάρνακα Κύπρου. Είχε γονείς τον Κυριάκο και την Ελπινίκη, ανθρώπους φτωχούς αλλά τίμιους και πιστούς. Από τον γάμο της με τον Μιχαήλ Πολύβιο απέκτησαν εξι τέκνα: Γεώργιο, Άννα, Κυριάκο, Μιχαλάκη, Ανδρούλα και Ελπινίκη. Αξιώθηκε να ίδη την δευτερότοκη θυγατέρα της Άννα μοναχή, με το όνομα Ταξιαρχία, που μονάζει σε μοναστήρι της Ηπείρου.



Ελένη Πολυβίου

Εγκύκλια γράμματα έμαθε λίγα. Δεν τελείωσε το Δημοτικό σχολείο, μελετούσε όμως την Αγία Γραφή και τους Βίους των Αγίων. Είχε σύνεση και διάκριση. Ήταν απλή, ευχάριστη και άνετη στην επικοινωνία της με τους άλλους.

Η Ελένη Πολυβίου δεν ήταν ο συνηθισμένος τύπος πιστής γυναίκας. Αν την έβλεπε κάποιος εξωτερικά, θα την θεωρούσε, ίσως, αφελή και θρησκόληπτη. Αν όμως την πλησίαζε, θα ευρίσκετο μπροστά σε μία αποκάλυψη. Ιδιαίτερα ευφυής, ήξερε να κρύβη την πνευματική ζωή και τους ασκητικούς αγώνες της. Όταν ήταν λυπημένη δεν το έλεγε. Πάντα εφαίνετο χαρούμενη. Δεν την ενδιέφεραν οι συνηθισμένοι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Τους υπερέβαινε και τους καταργούσε, θυμίζοντας κάποτε τους διά Χριστόν σαλούς Αγίους της Εκκλησίας μας.

Αγάπησε και πόνεσε πολύ στην ζωή της. Ο μεγαλύτερος πόνος της, ανάμεσα στις πολλές θλίψεις που δοκίμασε κατά τον επίγειο βίο της, ήταν η απώλεια του πρωτόκου γυιού της Γεωργίου, κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974. Ένας πόνος, που μέσα από την πίστη, μεταμορφώθηκε σε αληθινή αγάπη και προσευχή για όλους.

Έμαθε τον πόνο και την θλίψη της που είχε λόγω του αγνοούμενου γυιού της, να τον κάνη προσευχή και όχι κατάθλιψη και απελπισία. Και άρχισε με την συμβουλή ενός καλού Πνευματικού που είχε, να κάνη κάθε Σάββατο πρόσφορο. Και το πήγαινε πρωί- πρωί, από το χάραμα, στο Μοναστήρι και έλεγε: «Οι υπόλοιπες γυναίκες, όταν τελειώνη η Λειτουργία του Σαββάτου, θα πάνε στον τάφο του παιδιού τους, στον τάφο του ανδρός τους να κάνουν τρισάγιο. Εγώ ούτε τάφο δεν έχω για τον γυιό μου. Ούτε ξέρω αν πέθανε. Γι’ αυτό κάνω αυτό το πρόσφορο και το προσφέρω στον ιερέα για να το προσφέρη στον Χριστό μας. Και θα τον παρακαλώ: “Χριστέ μου, αν ο γυιός μου ζή, φώτισέ τον να κρατηθή στην πίστη του. Εκεί που βρίσκεται να είναι κοντά Σου. Αν έχη κοιμηθή, φώτισέ τον αιώνια και φώτισέ μας και μας να τον μνημονεύουμε.

Εσύ ξέρεις αν είναι ζωντανός η κεκοιμημένος”».

Κάποια φορά έγραψαν κάποιες εφημερίδες ότι μερικοί αγνοούμενοι ζούνε και μερικούς από αυτούς τους υποχρέωσαν οι Τούρκοι να παντρευτούν Τουρκάλες. Το διάβασε αυτό η γιαγιά η Ελού και θορυβήθηκε και είπε στον π. Νεόφυτο: «Να κάνης μία Παράκληση στον Άγιο Γεώργιο για τον Γιώρκο μου. “Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής…” δεν είναι; Αν ο γυιός μου είναι ζωντανός και αλλαξοπίστησε καλύτερα να τον θερίση από αυτήν την ζωή. Εγώ τον θέλω τον γυιό μου ζωντανό, αλλά Ορθόδοξο».

Φτωχή γυναίκα ήταν, ενα πρόσφορο έκανε, και έκανε και την δική της καρδιά πρόσφορο, την προσέφερε στο Χριστό και ο Χριστός έκανε τον πόνο της χαρά και όποιος την επλησίαζε εισέπραττε αυτή την χαρά από την Ελού. Και έφευγε από κοντά της αναπαυμένος και χαρούμενος. Γι’ αυτό και ήταν μαγνήτης.

Σιγά-σιγά αυτή η γυναίκα απόκτησε πολλή χαρά. Τόση χαρά απόκτησε που έλεγε: «Κύριε, έλέησον. Μα πόση χαρά εχω μέσα στην καρδιά μου. Ιδιαίτερα στην θεία Λειτουργία! Εκείνη την ώρα γεμίζει φως ο νους μου και βλέπω μέσα μου χιλιάδες ονόματα. Και αρχίζω και τα διαβάζω. Συλλαβιστά-συλλαβιστά, όπως μπορώ, να διαβάζω».

Αποτέλεσμα αυτής της χαράς που ζούσε, άρχισε να μοιράζη η ίδια χαρά στους πιστούς. Την πλησίαζαν νέοι που κατάλαβαν την αρετή της, και πήγαιναν και την φιλούσαν το χέρι. Και τους ελεγε: «Γυιέ μου, εκατομμύρια ευχές να εχετε. Εκατομμύρια εκατομμυρίων».

Μέσα στην Εκκλησία έβλεπες όλες τις γυναίκες να είναι γύρω από την Ελού. Οι νέες να την έχουν κοντά τους, να την παίρνουν στις αγρυπνίες, να την δείχνουν πολύ σεβασμό και να την έχουν ως ενα πρότυπο χαριτωμένης γυναίκας.

Κάθε Σάββατο, αλλά και άλλες μέρες, πήγαινε με τα πόδια στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Κοντού στην Λάρνακα, για να καθαρίση το ναό. Ο μακαριστός πατήρ Νικόλαος, ιερέας του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου, ανέφερε στη νύφη της Στέφη ότι καθάριζε το ναό περισσότερο με τα ρούχα της, αφού ήταν γονατιστή όσο καθάριζε το πάτωμα. Όταν η ηλικία και η υγεία της δεν της επέτρεπαν να πηγαίνη περπατητή στον Άγιο Γεώργιο, ξεκινούσε και στον δρόμο πάντοτε κάποιον εύρισκε, γνωστό ή άγνωστο, που την μετέφερε. Όταν έφθανε στην πόρτα του ναού, γονάτιζε και πήγαινε γονατιστή μέχρι την εικόνα του Αγίου, όπου τον παρακαλούσε για τον αγνοούμενο γυιό της. Είχε αποθέσει όλες τις ελπίδες της για την ανεύρεση του γυιού της στον άγιο Γ εώργιο, και ο Άγιος δεν έμεινε απαθής από αυτή την συνεχή παράκληση της πονεμένης μάννας. Μία μέρα καθώς ευρίσκετο στο Μοναστήρι, είδε τον Άγιο καβάλα στο άλογό του φέρνοντας μαζί του το αγνοούμενο παιδί της για να το δή η Ελένη. Αυτό το ανέφερε σε μία γνωστή της, την οποία παρακάλεσε να μην το πή στη νύφη της για να μην στενοχωρηθή.

Άλλοτε που επέστρεψε από τον Άγιο Γεώργιο, ανέφερε στη νύφη της ότι ο Άγιος είχε μόλις επιστρέψει από το Βερούτη (Βηρυτό), και η εικόνα του ήταν ιδρωμένη από πάνω μέχρι κάτω.

Ήξερε να αγαπά χωρίς ανταλλάγματα τον άνθρωπο. Έδινε τον εαυτό της στον άλλον και σήκωσε στους ασθενικούς ώμους της τα βάσανα και τα προβλήματα των άλλων. Λόγω αυτής της ανιδιοτελούς, της χωρίς όρια αγάπης της, εγινε πόλος έλξης για πολλούς ανθρώπους που ανακούφιζε και παρηγορούσε. Όλοι αυτοί είναι οι αψευδείς μάρτυρες της αγιασμένης ζωής της.


Ελένη Πολυβίου

Το σπίτι της ήταν πάντα ανοικτό για γνωστούς και αγνώστους, πλούσιους, φτωχούς, νέους, ηλικιωμένους, και αξιωματούχους του κράτους. Φιλοξενούσε Μητροπολίτες, Ιερείς και Μοναχούς, πονεμένους, δυστυχισμένους, αρρώστους. Σε όλους τους κληρικούς -ακόμα και σ’ όσους ένιωθε ότι θα ακολουθήσουν αυτό τον δρόμο- τους χάρισε μαύρες πλεκτές ζακέτες.

Κάθε Κυριακή πήγαιναν στο σπίτι της ηλικιωμένοι από την γειτονική στέγη ενηλίκων, «Παναγίας Χρυσογαλακτούσης», και τους πρόσφερε πρόγευμα, γεύμα, ρούχα, αλλά κυρίως την στοργή και την αγάπη της.

Στον μπακάλη της γειτονιάς της, τον κ. Σάββα, είχε δώσει εντολή να αφήνη δύο φτωχές γυναίκες να ψωνίζουν και να τα χρεώνουν στον λογαριασμό της.

Στον κάθε ένα που περνούσε από το σπίτι, του έλεγε: «Έλα μέσα να πάρης καφέ!». Πάντα κάτι είχε να προσφέρη σε μικρούς και μεγάλους. Οι καλωσύνες της δεν είχαν τέλος.

Κάποια γυναίκα που ερχόταν σχεδόν καθημερινά στο σπίτι της, την άφηνε να μπαίνη στην κουζίνα και να παίρνη ό,τι εχρειάζετο για τις ανάγκες του σπιτιού της. Της χάρισε και το πλυντήριο ρούχων της νύφης της, που έμενε στην ίδια αυλή.

Αρκετοί από αυτούς που έρχονταν να την επισκεφτούν της έφερναν διάφορα πράγματα, όπως τρόφιμα, ρούχα και άλλα, τα οποία όμως μοίραζε αμέσως σε όσους τα εχρειάζοντο. Μία γνωστή της, έφερε ένα δοχείο με πολλά χαλούμια. Ενώ συζητούσαν, ήρθε άλλη κυρία που είχε ανάγκη, και της τα έδωσε όλα, χωρίς να κρατήση ούτε ενα.

Ένας άγνωστος την επισκέφτηκε και της ζήτησε να του δώση ένα παντελόνι. Ολοπρόθυμα του πρόσφερε δύο παντελόνια και ένα σακκάκι και δύο λίρες.

Για ένα χρόνο έρραβε στο χέρι (αφού την ραπτομηχανή της την είχε χαρίσει) ενα παλτό για τον εαυτό της, το οποίο όμως χάρισε σε μία γνωστή της επειδή είπε ότι της άρεσε πολύ.

Μετά τον πόλεμο του 1974 κρατούσαν αρκετούς Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους σε ένα γειτονικό σχολείο. Η γιαγιά Ελένη, παρά τον πόνο του χαμένου παιδιού της, φιλοξενούσε τις Τουρκοκύπριες που πήγαιναν να δούν τους δικούς τους. Όχι μόνο δεν μνησικακούσε, αλλά τους έδινε νερό και τρόφιμα να πάνε στους αιχμαλώτους συγγενείς. Αρκετές ήταν οι φορές που η ίδια μαζί με τον σύζυγό της επεσκέπτοντο τους αιχμαλώτους.

Δεν υπολόγιζε καθόλου τον κόπο και τα ύλικά αγαθά, αλλά ούτε και τα χρήματα. Όσα λεφτά έφταναν στα χέρια της, αμέσως τα εδινε εκεί που είχαν ανάγκη.

Σε κάποιον κ. Σταύρο που την επισκέφτηκε, του έδωσε λεφτά, τον παρεκάλεσε να αγοράση ενα κιβώτιο γάλα και να το πάη σε ενα συγκεκριμένο γηροκομείο. Όταν ο κ. Σταύρος εφθασε στο Ίδρυμα, η Διευθύντρια έκπληκτη τον ρώτησε πως γνώριζε ότι δεν είχαν γάλα και ότι το εχρειάζοντο.

Κάποτε που εώρταζε ο εγγονός της, ήθελε ν’ αγοράση κάτι και δεν είχε καθόλου χρήματα. Εκεί που περπατούσε, βλέπει κάτω στην άκρη του δρόμου χρήματα, και ήταν όσα ακριβώς εχρειάζετο για ν’ αγοράση αυτό που ήθελε! Τα πήρε, και εδόξασε τον Θεό.

Μιλούσε σε αγνώστους και τους εκανε φίλους της, χωρίς να τους ξεχωρίζη για την εθνικότητα, το θρήσκευμα και το χρώμα τους. Κάποτε το Πάσχα, ενώ ετοίμαζαν το τραπέζι, είδε να περνούν έξω από το σπίτι της τουρίστες, τους κάλεσε και έφαγαν με την οικογένειά της. Μία νεαρή ψυχοπαθής ζήτησε καταφύγιο κοντά της. Αφού δείπνησαν, την πήγε στη νύφη της στο διπλανό σπίτι για να περάση το βράδυ. Κάποια άλλη, που φιλοξενήθηκε στο σπίτι της και επειδή δεν είχε άλλο κρεββάτι, της έδωσε το δικό της και ξάπλωσε η ίδια στο πάτωμα. Όταν την ρώτησε η κόρη της Ανδρούλα γιατί κοιμήθηκε κάτω, της απάντησε ότι έκανε πολλή ζέστη το βράδυ και δεν μπορούσε να κοιμηθή στο κρεββάτι.

Κάθε χρόνο στην μεγάλη εμποροπανήγυρη της Λάρνακας, φιλοξενούσε εκτός από τους υπόλοιπους ξένους, ένα λεωφορείο κόσμο από το χωριό του συζύγου της. Το σπίτι και η αυλή γέμιζαν από κόσμο. Μετά το δείπνο έστρωνε στο πάτωμα για να κοιμηθούν οι ξένοι.

Φιλοξενούσαν συχνά μία συγγενή της. Αυτή θέλησε κάποτε να καθαρίση την κουζίνα. Στην προσπάθειά της να καθαρίση και το ολοκαίνουργιο ψυγείο, το κατέστρεψε. Όλοι στενοχωρήθηκαν και την μάλλωσαν, ενώ η Ελένη της έδινε εκατομμύρια ευχές.

Ένας φίλος κάποιου νέου που χτύπησε με το μηχανάκι πολύ άσχημα, ζήτησε από την κ. Ελένη να κάνη προσευχή. Αυτή έδωσε λαδάκι από κάποιο Άγιο και ο νεαρός, αφού τον σταύρωσαν, έγινε καλά. Από τότε πολλοί μαθητές την γνώρισαν και την επισκέπτοντο συχνά. Αφού τους κερνούσε, με πολλή αγάπη τους μιλούσε και τους νουθετούσε. Με αυτόν τον τρόπο πολλοί νέοι γνώρισαν τον Θεό.

Όταν πάθαιναν κάτι οι δικοί της και ειδικά τα παιδιά της, το διαισθάνετο. Η κόρη της Ελπινίκη που μένει στην Αθήνα, έκανε επέμβαση στον εγκέφαλο για αφαίρεση καλοήθους όγκου. Για την εγχείρηση δεν είχε αναφέρει τίποτα στους γονείς της, όμως η κ. Ελένη όλη μέρα ήταν ανήσυχη και ρωτούσε τους άλλους για την κόρη της την Ελπινίκη, και ήθελε οπωσδήποτε να μιλήση μαζί της στο τηλέφωνο.

Συνεχίζεται…

 Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄,έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012

 http://www.pemptousia.gr

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Η οσιότατη αδελφή Μαρία Μαγδαληνή (κατά κόσμον Marie Madeleine Le Beller)



site analysis


                                  

 Μαρία Μαγδαληνή
   Η  οσιότατη  αδελφή  Μαρία Μαγδαληνή  (κατά κόσμον MarieMadeleine Le Beller)  εκοιμήθη εν Κυρίω  σε ηλικία 67-68 ετών, την 12ην Δεκεμβρίου 2013 (Ν.Η.) ημέρα Πέμπτη και ώρα 13:00 μ.μ. στο ερημητήριό της πλησίον του σπηλαίου του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος στο όρος Σινά. Απώλεσε  την επαφή με το περιβάλλον λίγες ώρες προ της τελευτής της και είχε ένα ειρηνικό τέλος στα χέρια του γέροντός της π. Παύλου Σιναϊτου που έσπευσε να της δώσει την τελευταία Θεία Μετάληψη.
   Bαπτίστηκε σε ηλικία 40 ετών περίπου στον Ιορδάνη, το έτος 1986. Έζησε στον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος  δεκαοχτώ (18) χρόνια, με πολλούς πειρασμούς και από τους ανθρώπους και από τους δαίμονες. Έξι μήνες στην αρχή διανυκτέρευε έξω ανάμεσα στα βράχια, άστεγη με ένα υπνόσακο, σ`εκείνη την απαράκλητη έρημο συντροφιά με σκορπιούς και δηλητηριώδη φίδια.  Έζησε μεγάλη απόρριψη, πολλοί την θεωρούσαν τρελή και πλανεμένη. Πούλησε το σπίτι της στο Παρίσι κι αγόρασε ένα κομμάτι γη από ένα βεδουίνο κάτω ακριβώς από το σπήλαιο του Άγίου Ιωάννου της Κλίμακος. Εκεί υπήρχε μια χαρουπιά κι ένα πηγάδι. Έχτισε σταδιακά πέντε αυτόνομα κελλάκια, ένα μικρό ναύδριο πάνω σ`ένα βράχο, φύτεψε δένδρα, λίγες ελιές, δυο-τρεις μηλιές και ένα κλήμα και έφτιαξε μικρή στέρνα και κήπο. Όλη την σκήτη της την περιέφραξε με τείχος. Ζούσε απλά καλλιεργώντας τον κήπο της πλέκοντας κομποσχοίνια και ασχολούμενη τα τελευταία χρόνια με την ξυλογλυπτική οπού σημείωσε μεγάλη πρόοδο κατασκευάζοντας εικόνες για το εκκλησάκι της. Στην μονή κατέβαινε κάθε Κυριακή αρχικά και αργότερα κάθε δεκαπέντε και τις μεγάλες εορτές για να μεταλαμβάνει. 
Κάποιοι πατέρες την συμπαθούσαν και την προστάτευαν αλλά οι πολλοί την απέρριπταν και σε πολλά την δυσκόλευαν. Κάποτε απαγόρευσαν στον π. Παύλο να την δέχεται για εξομολόγηση και δεν της επέτρεπαν την δωρεάν φιλοξενία στον ξενώνα των γυναικών. Είχε μεγάλη δύναμη ψυχής που την αντλούσε από την ακράδαντη πίστη της και την ευλογία που της είχαν δώσει για εγκαταβίωση στην έρημο του Σινά, ο π. Πορφύριος (νύν Άγιος Πορφύριος) και η μάτουσκα Λουμπούσκα η δια ΧΝ Σαλή της Αγίας Πετρουπόλεως. Όλος ο πειρασμός ξεκίνησε από την αγάπη της στην έρημο, ενώ οι πατέρες την ήθελαν να ζεί εντός της γυναικείας μονής της Φαράν στην οποία είχε ζήσει δοκιμαστικά ένα χρόνο και μισό στην αρχή. Όμως δεν αναπαύθηκε και όταν ο Γέρων Παϊσιος  επίσκεφθηκε τελευταία φορά το Σινά και πέρασε από την Φαράν της έδωσε την ευλογία του να ζήσει στην έρημο αφού την εξέτασε και ευλόγησε το τυπικό της προσευχής της.
   Κάθε Πάσχα πήγαινε στα Ιεροσόλυμα πού περνούσε όλη την μεγάλη εβδομάδα και την Διακαινήσιμο επέστρεφε στο αγαπημένο της ασκητήριο. Μετά το Πάσχα του 2009  δεν πήγε ξανά στα Ιεροσόλυμα.
   Στις 18 Νοεμβρίου του 2012 (Κυριακή) ήρθε στη Κρήτη άρρωστη πλέον και στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο διεγνώσθη προχωρημένος καρκίνος του εντέρου.      
    
 Έφυγε για την Μόσχα που είχε γνωστό της τον επίσκοπο που διοικούσε το νοσοκομείο της ρωσικής εκκλησίας. Εκεί τις έκαναν παρατεταμένες ιατρικές εξετάσεις και της ζήτησαν να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και χημειοθεραπείες, στο μεγαλύτερο ιατρικό κέντρο κατά του καρκίνου, της Ρωσίας. Όμως δεν δέχθηκε επιθυμώντας να πεθάνει στην αγαπημένη της σκήτη. Πήγε για προσκύνημα στον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, λούστηκε στην πηγή του και πήρε μεγάλο θάρρος. Επέστρεψε στο Σινά μέσω Ιταλίας όπου προσκύνησε τον Άγιο Νικόλαο στο Μπάρι κι εκεί γνώρισε την ρωσίδα Ευφροσύνη, την οποία κάλεσε για να την διακονήσει όταν επέστρεψε στο Σινά κι εκείνη ανταποκρίθηκε άμεσα.  Ήρθε κοντά της και την υπηρέτησε μέχρι το τέλος, χωρίς κανένα υλικό όφελος. Η Ευφροσύνη ήταν δώρο του Θεού γιατί ομιλούσε μόνο ρωσικά τα οποία η Μαρία ελάχιστα ομιλούσε και καταλάβαινε. Όμως είχαν άριστη συνεργασία και την περιποιήθηκε σαν καλή υποταχτική (για δέκα μήνες περίπου), ώστε να κερδίσει και την αγάπη και τον σεβασμό των πατέρων.  
   Από το Πάσχα του 2013 δεν μετακινήθηκε πλέον ούτε μέχρι την μονή της Αγίας Αικατερίνης, αλλά με μεγάλη ανδρεία και υπομονή εβάστασε τον σταυρό της πολυώδυνης νόσου, χωρίς ιατρική βοήθεια και νοσοκομειακή περίθαλψη. 
   Την επόμενη της κοίμησής της, η κυρίαρχος μονή της Αγίας Αικατερίνης, μετά την θεία Λειτουργία που έκαναν στο εκκλησάκι της σκήτης της, την μετέφερε με φορείο στο τοπικό νοσοκομείο της περιοχής  όπου διεγνώσθη ο θάνατός της και τοποθετήθηκε σε ψύξη μέχρι την έκδοση άδειας ταφής από το Γαλλικό Προξενείο. Τότε συνέβη ένα παράδοξο γεγονός που σχολιάστηκε με θαυμασμό από όσους παραβρέθηκαν εκεί. Από την προηγούμενη το βράδυ είχε ξεσπάσει χιονοθύελλα και κάλυψε στα λευκά όλη την γύρω περιοχή. Το μοναστήρι έστειλε 14 εργάτες (χριστιανούς κόπτες) για να μεταφέρουν εναλλάξ το σκήνωμά της λόγω της μαινόμενης χιονοθύελλας και του δύσβατου τόπου. Κι ενώ έκαναν περίπου δύο ώρες για να διανύσουν  την απόσταση από τον αυτοκινητόδρομο έως το ασκητήριό της (πορεία μίας ώρας το πολύ, υπό κανονικές συνθήκες), όταν σήκωσαν το τίμιο λείψανό της, διήνυσαν την ίδια απόσταση σε σαράντα πέντε λεπτά χωρίς να τους αγγίξει ούτε μια νιφάδα χιονιού, ενώ τα πάντα ήταν ολόλευκα και φωτεινά γύρω τους. Όταν έφθασαν πάνω στον αυτοκινητόδρομο και την απόθεσαν στο αυτοκίνητο που περίμενε εκεί, σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκαν πάλι μέσα στην χιονοθύελλα και τους κάλυψε το χιόνι. 
  Η άδεια ταφής δόθηκε στις 17-12-2013 το βράδυ.
  Ετάφη την 18η Δεκεμβρίου 2013 (Ν.Η.) ημέρα Τετάρτη μετά το μεσημέρι, στο κοιμητήριο της γυναικείας μονής του Προφήτου Μωϋσέως της Φαράν με απόφαση της συνάξεως των πατέρων της μονής της Αγίας Αικατερίνης. (όχι στο ασκητήριό της όπως επιθυμούσε). Δεν παρέστη κανείς γνωστός κι αγαπητός της εκτός την ρωσίδα Ευφροσύνη που την υπηρέτησε με μεγάλη αυταπάρνηση. Ακόμη και μιά γνωστή της γερμανίδα προσήλυτη που βρέθηκε στην θανή της, την άλλαξε και την ξενύχτησε διαβάζοντας της ψαλτήρι, είχε φύγει για τα Ιεροσόλυμα.
   Την κήδεψαν ο επίσκοπος Σιναίου κ.κ. Δαμιανός και οι Ιερομόναχοι Μιχαήλ και Ευγένιος της ιδίας μονής. Παρέστησαν και οι  4  μοναχές της μονής Φαράν.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Asia Bibi.Καταδικασμένη σε θάνατο για τον Χριστό στο Πακιστάν



site analysis


Από Dimitri Lalushi-facebook
Εσείς έχετε ακούσει για την Asia Bibi; Σίγουρα, οι περισσότεροι από εσάς δεν έχουν ακούσει τίποτα. Όπως δεν είχα ακούσει και εγώ μέχρι πολύ πρόσφατα. Πως να ακούσουμε με όλα αυτά τα τόσο ‘‘έγκυρα’’ μέσα που άρχουν στον κόσμο της ενημέρωσης; Χρειάζεται κανείς να ψάχνει σε ‘σαμιζντάτ’ ειδήσεις για να μαθαίνει πλέον.
Η Bibi είναι μια χριστιανή του Πακιστάν. Ηλικίας 47 χρονών, μητέρα πέντε παιδιών. Από το 2009 βρίσκεται στην φυλακή. Καταδικάστηκε με την κατηγορία εξύβρισης του Μωάμεθ (του προφήτη του Ισλάμ).
Όλα ξεκίνησαν μια μέρα στον αγρό, όπου εργαζόταν η Bibi: της ζήτησαν να φέρει νερό από την βρύση στις άλλες εργαζόμενες (που ήταν μουσουλμάνες)… ήπιε και αυτή από ένα σκεύος που βρισκόταν στην βρύση, θεωρήθηκε πως το ‘μόλυνε’ (ως ‘‘άπιστη’’ που ήταν) και πάνω στον διαπληκτισμό που ακολούθησε είπε στις άλλες ‘ναι εγώ πιστεύω στον Χριστό που σταυρώθηκε για την ανθρωπότητα… ο Μωάμεθ τι έκανε γι’αυτήν;’. Έτσι ξεκίνησε η βαρύτατα οδυνηρή περιπέτεια της. Πήγαν να την λιντσάρουν, μετά δυσκολίας σώθηκε. Και κατέληξε φυλακή.
Το 2010 καταδικάστηκε σε εκτέλεση δι’απαγχωνισμού αλλά η ποινή δεν εκτελέστηκε λόγω της αντίδρασης που προκλήθηκε στο εξωτερικό της χώρας (επενέβη και ο τότε πάπας Βενέδικτος). Μάλιστα, έχουν δολοφονηθεί δύο υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του Πακιστάν επειδή τάχθηκαν υπέρ της αμνήστευσής της.
Η Bibi βρίσκεται μέχρι σήμερα στην φυλακή, σε απομόνωση και η τροφή της παρέχεται υπό ειδική επίβλεψη, λόγω φόβου απόπειρας δηλητηρίασής της (απόπειρα που έχει συμβεί στο παρελθόν). Της έχει γίνει, βέβαια, και πρόταση για να ασπαστεί το Ισλάμ αλλά έχει αρνηθεί.
Παρ’ότι αρκετές χώρες έχουν προθυμοποιηθεί να της παράσχουν άσυλο, οι αρχές του Πακιστάν φοβούνται να την απελευθερώσουν επειδή κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε ξέσπασμα εκτεταμένης βίας εκ μέρους του όχλου και σε δολοφονίες των όσων θα’χουν αποφασίσει την απελευθέρωσή της. Πρόκειται για μια φρικτή ομηρία! Αλλά και για ένα ξεκάθαρο σύγχρονο παράδειγμα χριστιανικής ομολογίας!
Στην φωτό η Bibi με δύο από τα παιδάκια της.

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Η μακαριστή ψυχούλα Θεογνωσία!



site analysis

Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου



Η μακαριστή Θεογνωσία Πατέρες και αδελφοί,

μεταβαίνει σήμερον εκ του θανάτου εις την ζωήν ένας ευλογημένος και ενάρετος άνθρωπος, η δούλη του Θεού Θεογνωσία. Ένας άνθρωπος, ο οποίος ανακάλυψε ενωρίς στη ζωή του το αυθεντικό και αληθές νόημα της ζωής και του θανάτου. Είναι όντως ευλογημένη η Θεογνωσία, όχι μόνον γιατί πήρε στην κολυμβήθρα της βαπτίσεώς της τη γνώση του Θεού, αλλά επειδή αξιώθηκε να επαληθεύσει το όνομά της.

Όντως η προκείμενη νεκρή Θεογνωσία είχε γνώση του Θεού, κι ας μην ήταν θεολόγος. Και επιβεβαίωνε τη γνώση τούτη με τη ζωή της, με την όραση των θείων μυστηρίων, τη γεύση του Θεού, δηλαδή αυτή την εμπειρία, που εμείς διαβάζουμε στα πατερικά και θεολογικά βιβλία μας. Παράδοξο, θα πει κάποιος! Δεν είναι όμως παράδοξο!

  Δόξα τω Θεώ, η Κύπρος έχει ακόμα, ας είναι και μεταλλαγμένη και σκλαβωμένη, αρκετές «Θεογνωσίες»∙ ανθρώπους δηλαδή της λαϊκής ευσέβειας, οι οποίοι πολύ νωρίς αντιλήφθηκαν ποια είναι η αληθινή γεύση, ο πραγματικός σκοπός αυτού του βίου. Κι ότι αυτός ο βίος, αν δεν ενώνεται με την αιώνια ζωή του αιώνιου Θεού, είναι βίος ανεόρταστος, άχαρος, χωρίς τη χάρη του Τριαδικού μας Θεού. Δόξα τω Θεώ, που αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε αυτού του είδους τη γνώση του ανθρώπου αυτού.




  Κι εσείς, τα παιδιά της, οι κόρες της, οι γαμπροί, τα εγγόνια της, τα δισέγγονά της, οι επίλοιποι συγγενείς, οι χωριανοί μας Ζωδιάτες και όλοι εσείς, που αξιωθήκατε να έχετε γνώση της Θεογνωσίας, είστε όντως ευλογημένοι.
Κι αν κρίνω από τους δύο επικήδειους λόγους που άκουσα, μπορώ να πω ότι αντιληφθήκατε τον θησαυρό της οικογένειάς σας. Κι έτσι μπορείτε να στηρίζετε τη δική σας οικογένεια, είτε τη τωρινή, είτε τη μελλοντική, στο παράδειγμα αυτής της ευλογημένης γιαγιάς, της Θεογνωσίας.
 Αν είμαι εδώ παρών, δεν είναι γιατί είμαστε χωριανοί με τη Θεογνωσία, ούτε πως είμαστε και μακρινοί συγγενείς, όπως πράγματι είμαστε από την πλευρά της γιαγιάς μου, αλλά γιατί, κατά ένα μυστικό τρόπο, στα ύστερα χρόνια της η Θεογνωσία μού εμπιστεύτηκε πολλά από τον εσωτερικό, πνευματικό της κόσμο, από την εμπειρία του Θεού, που απεκόμισε.



 Θα ήθελα να αναφέρω ενδεικτικά μερικά από αυτά τα εν Χριστώ βιώματά της, προς ωφέλεια και των κληρικών και εσάς των οικείων της. Καταρχάς, η αγαπητή μας Θεογνωσία γεννήθηκε με μια μεγάλη προίκα, όχι όπως νόμιζαν οι Ζωδιάτες τα πολλά περιβόλια και τα πολλά πλούτη, όχι αυτή την προίκα. Αυτή αποδείχτηκε φαντασία, την οποία τώρα νέμονται οι κατακτητές μας. Η προίκα της ήταν η μάνα της, η Παναγιωτού· άνθρωπος του Θεού, με βαθιά απλότητα αλλά και βαθιά πνευματική εσωτερικότητα.


  Η ίδια μας διηγήθηκε το εξής γεγονός, το οποίο είναι καταγραμμένο σε ένα από τα πιο λαοφιλή βιβλία, που σήμερα κυκλοφορούν, και που τιτλοφορείται Ασκητές μέσα στον κόσμο, και έχουν μέχρι σήμερα εκδοθεί δύο τόμοι.   Επιτρέψτε μου εδώ να αναφερθώ και στην προϊστορία του βιβλίου. Τη σειρά αυτή των βιβλίων επιμελήθηκε ο ιερομόναχος π. Ε. της Καψάλας, ένας από τους μεγαλύτερους ασκητές του συγχρόνου Αγίου Όρους και προσωπικός μας φίλος, πνευματικό δε τέκνο του οσίου πατρός ημών Παϊσίου του Αγιορείτου, του οποίου η αγιότητα ανακηρύχθηκε επίσημα μόλις προ ενός μηνός.

Είχε ειπεί λοιπόν ο γερο-Παΐσιος στον π. Ε. να καταγράψει, όχι μόνο τον βίο και τη διδασκαλία συγχρόνων μοναχών και ασκητών του Αγίου Όρους, αλλά και ανθρώπων που έζησαν στις μέρες μας ασκητικά μέσα στον κόσμο, ούτως ώστε και οι έγγαμοι να έχουν πρότυπα βίου, και όχι μόνον οι μοναχοί με τους ασκητές. Έτσι ο καλός μας π. Ε. μπήκε σε αυτή τη διαδικασία, και χάρηκα που στον δεύτερο τόμο της σειράς που αναφέραμε (Ασκητές μέσα στον κόσμο) έχει 
περιλάβει και έξι Κυπρίους λαϊκούς, ανθρώπους ενάρετους και αγιασμένους.


  Μια από τις έξι αυτές βιογραφίες είναι η βιογραφία της Παναγιωτούς, της μάνας της Θεογνωσίας.Ας είναι καλά ο παπα-Θεοδόσης, ο ιερέας εδώ του ναού, που διέσωσε, κατέγραψε και παρέδωσε στον π. Ε. το γεγονός, που τώρα θα σας διηγηθώ.

 Γράφει, λοιπόν, μέσα σ᾽ αυτό το βιβλίο, για όσους δεν το διαβάσατε, το εξής: 

Πήγε η Παναγιωτού μαζί με την κόρη της Θεογνωσία και άλλους στον εξωκκλήσι της Κάτω Ζώδιας -προ της εισβολής, βεβαίως-, στον άγιο Γεώργιο των Ξαλώνων, αλλά ήταν κλειστή η εκκλησία.

Η Παναγιωτού είχε τέτοια απλότητα αλλά και τέτοια φυσική πίστη, που με δυνατή φωνή είπε: 
«Άγιε Γεώργιε, είσαι μέσα; Αν είσαι μέσα, άνοιξέ μας!» Και άκουσε τη φωνή του αγίου Γεωργίου από μέσα, που της απάντησε: «Είμαι μέσα! Ελάτε!»

 Αλλά, για να ακούσει τη φωνή του αγίου, σημαίνει και αυτή είχε καθάρισει τις αισθήσεις τις και μπορούσε, ήταν άξια, να ακούσει αυτή τη φωνή. Γι αυτό, όσοι δεν έχουμε την εμπειρία του Θεού, να εμπιστευόμαστε την εμπειρία των αγίων, την εμπειρία των εναρέτων ανθρώπων του Θεού.


  Η Παναγιωτού, λοιπόν, μεγάλωσε αυτή την κόρη. Μου έλεγε η μακαριστή Θεογνωσία, ότι από τον καιρό που ζοῦσε στη Ζώδια έμαθε να κάνει πολλές μετάνοιες, αλλά κρυφά από τους άλλους. Να μην τη βλέπουν, ούτε τα παιδιά της, ούτε και ο άντρας της ο Γιαννής. Γιατί είχε μάθει και από τη μάνα της και από τη γιαγιά της -δείτε δηλαδή πόσο δυνατή παράδοση ήταν αυτή-, ότι ο Θεός ευλογεί το μυστικό, αυτό που δεν δοξάζουν οι άνθρωποι, αυτό που δεν βλέπουν, δεν ζηλεύουν, δεν φθονούν και δεν επαινούν. Γι᾽ αυτό φρόντιζε η ζωή της η προσωπική και πνευματική να είναι μυστική. 
Μου λέει: «Εν᾽ ναι (δεν είναι) για τούτο, Δεσπότη μου, που τζιαι τούτα που κάμνετε εσείς οι παπάδες μέσα στο ιερό λέγονται μυστήρια;» 

Ναί, πράγματι, γιατί τα Μυστήρια έχουν μια μυστική διάσταση, την οποία δεν μπορούν να δουν πολλοί, αλλά έχουν τη δυνατότητα να τη γευθούν όλοι.


 Είναι και ακόμη λίγα πράγματα, που μπορώ να καταθέσω για τη μακαριστή δούλη του Θεού Θεογνωσία. 
Βρισκόταν κάποτε στον Μουτουλλά, και είδε εκεί για πρώτη φορά τον φύλακά άγγελό της. Τον είδε εν είδει φωτός και φοβήθηκε και πήγε στη μάνα της και της το διηγήθηκε. Η μάνα της, της εξήγησε: 
«Είναι ο άγγελός σου κόρη μου, που πήρες στο Βάπτισμα. Πρόσεξε, να μην τον προσβάλεις.» 

Αργότερα τον είδε πάλιν και πολλάκις. Όταν κάποτε πήγε στον Κύκκο να προσκυνήσει με έναν από τους γαμπρούς της, καθυστέρησαν, και του έλεγε, «κάμε πιο γρήγορα, γυιέ μου, διότι ήδη μπήκαν στην ευλογημένη βασιλεία», δηλαδή είχε αρχίσει η Λειτουργία. Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, έφτασαν την ώρα του χερουβικού. Και η ευλογημένη ψυχή της Θεογνωσίας αξιώθηκε να ιδεί πνευματικά το μυστήριο της θείας Λειτουργίας! Ενώ εμείς, που το τελούμε τόσες πολλές φορές δεν το βλέπουμε, απλοί άνθρωποι του Θεού, που έχουν καθαρίσει τα μάτια της ψυχής τους, βλέπουν αυτά που εμείς δεν βλέπουμε. Και η Θεογνωσία ήταν άνθρωπος που είχε όραση του Θεού, γι᾽ αυτό είπα ότι είχε γνώση του Θεού.


 Έβλεπε λοιπόν μέσα στην αγία πόρτα, όπως λέμε στην Κύπρο, δηλαδή στην Ωραία Πύλη, ένα τεράστιο γαλάζιο φως και ο παπάς ήταν από πίσω προς την αγία Τράπεζα. 
Και όποτε περνούσε από την Ωραία Πύλη για να ειπεί το, «ειρήνη πάσι», περνούσε μέσα από το φως και το φως διαχεόταν δια χειρός του ιερέως σε όλους τους πιστούς. Αν και σε μερικούς, καθώς μου είπε, δεν καθόταν το φως, και λυπήθηκε. Σκεφτείτε δηλαδή αυτή τη γυναίκα, πόσο τη χαρίτωσε ο Θεός, για να βλέπει τα μη ορώμενα. 


 Άλλοτε πάλιν, σε ένα από τους ναούς της Κύπρου -όχι αυτόν εδώ της Λευκωσίας-, έβλεπε τον ιερέα την ώρα που θυμίαζε στο χερουβικό τις τέσσερις πλευρές της αγίας Τραπέζης, και έβλεπε ότι κάτω από την αγία Τράπεζα έβγαινε σε κάθε πλευρά και ένας άγιος και έκαμνε υπόκλιση του ιερέως.

Τη ρώτησα: «Από τις πλευρές έβγαιναν οι άγιοι ή από αλλού;» 
Και μου απάντησε: «Όχι, από τις γωνιές. Από τις τέσσερις γωνιές της αγίας Τραπέζης.» 

 Και ξέρετε, αγαπητοί μου πατέρες, ότι η κανονική τάξη είναι να θυμιάζομε όχι από τις πλευρές, αλλά τις τέσσερεις κεραίες, γωνίες της αγίας Τραπέζης. Γιατί; Γιατί εκεί, κατα την τελετή των Εγκαινίων του ναού, τοποθετούμε τις εικόνες των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Έβλεπε λοιπόν η Θεογνωσία τους τέσσερεις Ευαγγελιστές, που έκαναν υπόκλιση στον ιερέα, την ώρα που ο ιερέας θυμίαζε την αγία Τράπεζα. Σ᾽ ένα από τα τελευταία της τηλεφωνήματα, είχε την απορία, μήπως είχε αμαρτία που μου έλεγε αυτά τα πράματα.


Διότι η μάνα της, της έλεγε να μην τα λένε, για να μη δοξαστούν. Της είπα και εγώ: 
«Σου υπόσχομαι, αν ζήσω, θα τα πω μόνον στην κηδεία σου. Εκεί δεν μπορεί να σε πειράξει ο πειρασμός, ούτε μπορείς τότε να υπερηφανευτείς.» Είχε, βλέπετε, την αγωνία, μήπως κενοδοξήσει, μήπως περηφανευτεί από τις πολλές οράσεις που είχε στη θεία Λειτουργία. Όταν για κάποιες Κυριακές δεν είδε τίποτε στη Λειτουργία, ανησύχησε. Με πήρε τηλέφωνο. 
«Μήπως είναι επειδή σου είπα ορισμένα πράματα, και δεν άρεσε του Θεού;», με ρώτησε. 
Της λέω: «Όχι, δεν είναι γι᾽ αυτό. Φαίνεται, εσύ θέλεις να βλέπεις αυτά τα πράματα!» 
«Να μην θέλω λοιπόν;», με ρωτάει. 

«Όχι, να μην θέλεις», της απάντησα. «Να αφήνεις τον Θεό, να σού δείχνει ό,τι θέλει να σου δείξει και να Τον δοξάζεις πάντοτε!»


  Λοιπόν αυτά τα ολίγα είχα να μοιραστώ μαζί σας, για να αντιληφθούμε τι άνθρωπο προπέμπομε σήμερα στον παράδεισο. Έχουμε μεγάλη ευθύνη, που από τη γενιά μας, από το χωριό μας γεννήθηκαν και μεγάλωσαν τέτοιοι άνθρωποι. 
Να συνεχίσετε, όχι μόνον τους ωραίους λόγους της Θεογνωσίας και τα ωραία ήθη και έθιμά της, αλλά εξαιρέτως την τακτική της μυστικής άσκησης και προσευχής, τα πολλά μνημονέματα που έκαμε πολλών κεκοιμημένων όλης της Κάτω Ζώδιας. Έτσι η Κάτω Ζώδια, αν και τόσα χρόνια κατεχόμενη, στον νου της Θεογνωσίας ήταν γνωστή και ελεύθερη και την ένωνε με την άνω μνήμη, την αιώνια μνήμη του αιώνιου Θεού. Αυτή ήταν ενδεικτικά η δούλη του Θεού Θεογνωσία.



 Εύχομαι όλοι εμείς, είτε αρχιερείς, είτε ιερείς και διάκονοι, είτε εσείς, ο λαός του Θεού, να έχουμε τέτοια μίμηση αυτής της λαϊκής ευσέβειας. Και, τι είναι νομίζετε η λαϊκή ευσέβεια; Η λαϊκή ευσέβεια είναι η ευσέβεια των αγίων αποστόλων. Οι άγιοι απόστολοι ήταν άνθρωποι απλοί του λαού, οι πιο πολλοί ψαράδες. Και όμως αυτοί πίστεψαν, πως εκείνος ο τριαντάχρονος Διδάσκαλος, ο Ιησούς, ήταν πράγματι ο σαρκωμένος Υιός του Θεού του ζώντος, ο Μεσσίας, ο νικητής του θανάτου. 
Η Θεογνωσία συνεχίζει την πίστη, την εμπειρία των αγίων αποστόλων. Είναι η αποστολική ευσέβεια, η λαϊκή ευσέβεια της Κύπρου. Ο Θεός να αναδείξει και να κρατήσει τέτοιους ανθρώπους ανάμεσά μας σε αυτές τις τόσο δύσκολες ώρες, που περνά ο τόπος, για να μας διδάξουν τη γνώση του Θεού, όπως η δούλη του Θεού Θεογνωσία. Αιωνία της η μνήμη!

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

Η ΜΟΝΑΧΗ ΜΑΡΘΑ Η ΑΣΚΗΤΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΑΝΩΝ ΚΡΗΤΗΣ



site analysis


                                 
Πριν φθάσουμε στο ιερό πρόσωπο αυτής τής Μοναχής πού  σχετίζεται με τούς δύο Όσιους καί ιδιαίτερα τόν Όσιο Εύμένιο, θεωρούμε απαραίτητο νά προτάξουμε κάποια άλλα ιστορικά στοιχεία άπαραίτητα, γιά νά δώσουμε στόν άναγνώστη νά καταλάβει τό όλο σκηνικό τής εποχής και τού συγκεκριμένου τόπου πού θά οδηγήσουν στο θέμα μας. Εκεί πού βρίσκεται σήμερα τό χωριό Καπετανιανά, ήταν παλιά Σκήτη Μοναχών και ονομαζόταν «Κυριελέησο», επειδή οί άσκητές αυτοί τηρούσαν τήν παράδοση πού είχαν παραλάβει από τούς ασκητές τού Άγιοφάραγγου, όπου καλλιεργούσαν τή νοερά προσευχή, άπ’ όπου και τή διδάχθηκε ό 'Άγιος Γρηγόριος ό Σινάίτης και τή δίδαξε στή συνέχεια ό ίδιος στο 'Άγιον Όρος. Κυριακό της Σκήτης ήταν ό Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ό όποιος σώζεται μέχρι σήμερα και είναι ό ενοριακός Ναός τού σημερινού οικισμού. Σώζονται και οι καταπληκτικές του τοιχογραφίες, στις περισσότερες των όποιων ιστορούνται οι μεγάλοι ασκητές της Εκκλησίας.


Έπί τουρκοκρατίας, κατά τόν καθηγητή Τωμαδάκη, λειτουργούσε άκόμη αύτή ή Σκήτη μέ τό παραπάνω όνομα. Στά βοηθητικά κτίσματα κοντά στόν Ναό ήλθαν καί κατοίκησαν οικογένειες αύτοεξόριστες άπό τά Σφακιά. Βρήκαν κοντά στούς Μοναχούς προστασία καί καλλιεργούσαν τά γύρω κτήματα. Τέτοια οικογένεια ήταν καί ή των Μπελιάδων. Κάποια άλλη τοπική εκδοχή θέλει τήν οικογένεια αύτή, όπως και άλλες τού χωριού έκείνου νά ήταν κρυπτοχριστιανοί, οι όποιοι κατέφυγαν σ’ αύτόν τόν έρημικό χώρο γιά νά τηρούν άνενόχλητοι πλέον τά θρησκευτικά τους καθήκοντα, γι’ αύτό ίσως οι παλιοί «Μπελιάδες» ήταν γνωστοί μέ τούρκικα παρωνύμια, όπως «Καδής», «Βελής» και άλλα. Μέχρι πού ζούσαν στά Καπετανιανά οι απόγονοι αυτών των οικογενειών, αποκαλούνταν «Καντήδες» και «Μπελιάδες», άπ’ όπου βγήκε και τό έπίθετο Βελιδάκης-Μπελιδάκης. Από τήν οικογένεια των Μπελιάδων προήλθε ή κατοπινή Μοναχή Μάρθα, κατά κόσμον Μαρία Μπελιδάκη.Μετά τήν τραγική κατάληξη πού είχε ή έπανάσταση τού Δασκαλογιάννη τό 1770, πολλοί Σφακιανοί εκπατρίστηκαν γιά νά σωθούν και κατέφυγαν και σ’ αύτό τό απομακρυσμένο χωριό των Άστερουσίων μέ τή Μοναστική παρουσία και παράδοση. 


Οι Μοναχοί δέν είχαν έγκαταλείψει τελείως τή Σκήτη, αλλά μάλλον είχαν μείνει ελάχιστοι. Γεγονός πάντως είναι, ότι στο έξης ή συντριπτική πλειοψηφία των νέων κατοίκων ήταν Σφακιανοί και αύτό διατηρούν έντονα στή μνήμη τους και στά πιστεύω τους ως πρός τήν προέλευσή τους οι σημερινοί κάτοικοι. Τό όνομα τό σημερινό του οικισμού Καπετανιανά σέ άντικατάσταση τού «Κυριελέησο» οφείλεται στις δραστηριότητες αυτών των άνθρώπων. Εκδικούμενοι γιά τά δικά τους δεινά τούς Τούρκους, άλλά και γιά τά δεινά πού ύπέφεραν οι χριστιανοί τού κάμπου, προέβαιναν σέ ένέργειες οι όποιες ενοχλούσαν τούς Τούρκους της Μεσαράς.





Κατέβαιναν και έκλεβαν ζώα των Τούρκων. Κανένα μέτρο δέν μπορούσε νά τούς σταματήσει, γι’ αύτό και οι Τούρκοι απευθύνθηκαν στις Αρχές γιά νά απαιτήσουν νά εφαρμοστεί τό μόνο μέτρο πού έπιανε. 'Ο φόβος από αφορισμό! Ό αφορισμός ήταν ένα κείμενο απειλητικό μέ κατάρες οι όποιες θά έπιαναν έκείνους πού θά συνέχιζαν νά κλέβουν μετά από τήν έπίσημη άνάγνωσή του στήν Εκκλησία τού χωριού ή στις Εκκλησίες της έπαρχίας έκείνης όπου γίνονταν οι κλοπές. Ή Εκκλησία είτε πιεζόμενη από τίς τουρκικές άρχές, είτε έπειδή και ή ίδια θεωρούσε αύτό ως μέσο άποτελεσματικό της καταστολής της κλοπής πού ούτως ή άλλως ήταν πράξη άντιχριστιανική, προέβαινε σέ τέτοιους φοβερούς άφορισμούς. Τό συγκεκριμένο κείμενο τού αφορισμού δέν διασώθηκε, γι’ αύτό και δέν γνωρίζουμε από ποιά Σύνοδο έγινε. Τήν Επαρχιακή Σύνοδο της Κρήτης ή τήν Πατριαρχική της Κωνσταντινουπόλεως; Τό πιθανότερο όμως είναι νά έγινε από τήν τότε Επαρχιακή Σύνοδο, διότι σέ έρευνά μας βρήκαμε τέτοιο άκριβώς Συνοδικό κείμενο τού 1812, δηλαδή «Αρχιερατικόν έπιτίμιον κατά κλεπτών και περιθαλπόντων αυτούς». Τό έπιτίμιο αύτό είχε σταλεί ως άπάντηση σέ γράμμα, «έσφραγισμένον μέ την κοινήν βούλλαν του Καστελιού των Σφακιών». Τό Συνοδικό κείμενο άρχικά αναφέρεται περιληπτικά στο περιεχόμενο τού γράμματος και στήν άπόφαση πού είχαν πάρει «ιερείς, κοσμικοί, καπεταναΐοι και προεστοί» σχετικά μέ τίς οικονομικές συνέπειες πού θά ύφίσταντο οι άποδεδειγμένα κλέφτες, απόφαση γιά τήν οποία είχε εκδοθεί και «διβάν δεσκερές παρά του ένδοξοτάτου δεφτερτάρ έφένδη εις βεβαίωσιν και πίστωσιν της συμφωνίας». 


Στή συνέχεια φαίνεται και ή Συνοδική ανταπόκριση στο γραπτό αίτημά τους, με τό όποιο ζητούσαν νά εκδοθεί «εκκλησιαστικόν φρικτόν έπιτίμιον» όχι μόνο γιά τούς κλέφτες, άλλά και γι’ αυτούς πού θά τούς προστάτευαν ή ύπερασπίζονταν. Τό έπιτίμιο πού άκολουθεί, είναι όντως φρικτή απειλή και κατάρα γιά όποιον «ήθελε τολμήσει από τώρα και εις τό έξης νά κλέφη άλλου τίνος ανθρώπου ζώον ή πράγμα, πολύ ή ολίγον». Τό έπιτίμιο, φέρει ημερομηνία 29 Μάιου του έτους 1812 και τό υπογράφει ό Κρήτης Γεράσιμος Παρδάλης, Διοπόλεως Μελέτιος, Αρκαδίας Νεόφυτος, Λάμπης Ιερόθεος, Χερρονήσου Ιωακείμ, Σητείας Ζαχαρίας (οι περισσότεροι από αύτούς έγιναν αργότερα Νέοι Ιερομάρτυρες).



Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανόν νά συνέταξε τέτοιο έπιτίμιο ή Ί. Επαρχιακή Σύνοδος των άμέσων έτών πρό τού 1864 γιά τούς κλέφτες κατοίκους των Καπετανιανών μετά από πίεση των τουρκικών αρχών, αφού ήξεραν και από τό παρελθόν ότι μόνο θρησκευτικού είδους εκφοβισμός ήταν δυνατόν νά τούς σταματήσει.
Άλλωστε τέτοιο φαινόμενο αφοριστικών κειμένων γιά πολύ με-γαλύτερα ζητήματα είχαμε και από πλευράς τού Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά από πιέσεις άπειλητικές της Υψηλής Πύλης, χωρίς αύτό νά σημαίνει ότι ή Μητέρα Εκκλησία ήθελε έτσι νά πράξει. Τό έκανε κάτω από τήν απειλή της μαχαίρας και μόνο γιά τά μάτια των Τούρκων.





Τό Συνοδικό αυτό έπιτίμιο, μέ εντολή τού Μητροπολίτη Γερασίμου διαβάστηκε στόν Ναό της Παναγίας Καπετανιανών στο τέλος της θ. Λειτουργίας. Δεν γνωρίζουμε τήν ακριβή ημερομηνία και χρονολογία του επιτιμίου. Τότε εθεωρείτο ασθένεια μεταδοτική και απομόνωναν τούς λεπρούς. Τό ειδικό φαινόμενο αυτής της λέπρας ήταν ότι εξελισσόταν μέ τέτοιο ρυθμό, πού τον ίδιο χρόνο πολλοί από κείνους πού προσβλήθηκαν πέθαναν. Όλους αυτούς τούς απομάκρυναν νοτίως του χωρίου και τούς απομόνωσαν σέ μικρά σπήλαια των όποιων έκτισαν τό άνοιγμα μέ πέτρες. Τά σπήλαια αυτά ήταν σπήλαια διαμονής των παλαιών έρημιτών της Σκήτης του «Κυριελέησο» (μετέπειτα χωριού Καπετανιανών). Και τούτο τό συμπεραίνουμε και από τό γεγονός ότι ό τόπος αυτός φέρει μέχρι και σήμερα τό καλογερικό όνομα «Κάλλιστος». Στά μικρά αύτά σπήλαια, των όποιων τό άνοιγμα έχτισαν άφήνοντας μόνο κάποια μικρά παράθυρα γιά φως και φαγητό, έκλειναν μέσα τά λεπρά μικρά παιδιά, διότι έκλαιγαν και έφευγαν άναζητώντας τίς μητέρες τους. Από τό γεγονός αυτό ή περιοχή του «Καλλίστου» πήρε και τό όνομα «στών Μεσκήνηδων    τά χαράκια» Μπροστά σ’ αυτό τό κακό πού βρήκε τά Καπετανιανά, αντιπροσωπεία έπισκέφθηκε τόν Μητροπολίτη Κρήτης Διονύσιο , ό όποιος ήταν και ό κανονικός ποιμενάρχης της ένορίας αυτής και του έξέθεσαν τό γεγονός, μέ τήν παράκληση νά διαβαστεί συγχωρητικό ή «συγχωροχάρτι» όπως μέχρι σήμερα λέγεται. 



’Άν ή Επαρχιακή Σύνοδος συνέτασσε και έξέδιδε τό «συγχωροχάρτι» αυτό, δηλαδή τή λύση του επιτιμίου (αφορισμού-κατάρας), θά είχε προβλήματα μέ τήν τουρκική διοίκηση της Μεσαράς και του Ηρακλείου πού τό είχε έπίμονα ζητήσει. Διέξοδος θεωρήθηκε ή Πατριαρχική Σύνοδος , ώς ανώτερη και προϊστάμενη της Επαρχιακής Συνόδου της Κρήτης, ή οποία θά αναλάμβανε τήν υπόθεση. Ό Μητροπολίτης Κρήτης Διονύσιος πήγε στήν Κωνσταντινούπολη, έξέθεσε τό θέμα στόν Οικουμενικό Πατριάρχη και τήν Πατριαρχική Σύνοδο και ή Σύνοδος έγραψε ένα πολύ συγκινητικό κείμενο-συγχώρηση, τό όποιο ύπογράφουν: Ό Οικουμενικός Πατριάρχης Σωφρόνιος, ό Ήρακλείας Πανάρετος, ό Νικομήδειας Διονύσιος, ό Κρήτης Διονύσιος, ό Σάμου Γαβριήλ και άλλοι, σύνολο μαζί με τόν Πατριάρχη δεκατρείς. Φέρει ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου του έτους 1864 . Όταν, λοιπόν, έπεσε ή λέπρα στά Καπετανιανά έξ αιτίας του αφορισμού-επιτιμίου, ή Μοναχή Μάρθα ήταν τότε άνύπανδρη νέα μέ άλλα δεκατρία αδέλφια, από τήν πλούσια τότε οικογένεια των Μπελιδάκηδων. Όταν δώδεκα κορίτσια και δύο αγόρια. Από αυτά τά δώδεκα κορίτσια, τά ένδεκα λεπρώθηκαν, άπομονώθηκαν και πέθαναν στόν χώρο πού παραπάνω περιγράψαμε. 




Από τά κορίτσια έπέζησε μόνο αυτή και κληρονόμησε τά μερίδια των νεκρών άδελφών της. Παντρεύτηκε τόν Νικόλαο Καρτσωνάκη, γόνο των Σφακιανών έποίκων, άλλά δέν έκανε παιδιά. Ήταν βαθύτατα εύσεβής και αύτή καί ό σύζυγός της. Τό 1878, οί Όσιοι Πατέρες Παρθένιος καί Εύμένιος είχαν άρχίσει νά κτίζουν τη Μονή Κουδουμά καί έγιναν πολύ γνωστοί σ’ όλη τήν περιοχή καί φυσικά καί στά Καπετανιανά, οί κάτοικοι τών οποίων βοήθησαν πολύ δωρίζοντας τήν περιοχή δυτικά τού χειμάρρου του Κουδουμά, όπως οί Άϊνικολιώτες δώρισαν τήν περιοχή όπου βρίσκεται ή Μονή, περιοχή πού ήταν περιφέρεια τού οικισμού Άγιος Νικόλαος. Ή Μαρία Μπελιδάκη είχε αφοσιωθεί στά πνευματικά καί μαζί μέ μιά άλλη γυναίκα πού λεγόταν Ζωή, έχοντας μεγάλο ζήλο γιά άσκηση καί γνωρίζοντας την ασκητική ιστορία του τόπου, έγιναν ασκήτριες. Έφευγαν από τό χωριό καί απούσιαζαν επί πολλές ήμερες περιπλανώμενες, αγρυπνούσες, νηστεύουσες καί προσευχόμενες στά αρχαία ασκητήρια. Κατά τήν άσκητική περιπλάνησή τους αυτή, άξιώθηκαν, κατά τίς μαρτυρίες τους, νά τούς άποκαλυφθοϋν οι αθέατοι άγιοι άσκητές μέ τούς οποίους είχε σχέση ό Οσιος Παρθένιος καί άργότερα ό Μοναχός Όσιος Ιωακείμ (Ίωακειμάκι). Οι δύο ασκήτριες, πού άξιώθηκαν νά βλέπουν καί νά διδάσκονται άπό αύτούς τούς άσκητές, τούς αποκαλούσαν «Άγιάκια». Άξιώθηκαν έπίσης πολλές φορές νά άκούσουν ύμνωδίες Αγγέλων καί νά κοινωνήσουν των άχράντων Μυστηρίων άπό αγγελικά χέρια . Ή Μάρθα (Μαρία τότε) δέν άργησε νά πληροφορηθει γιά τούς Όσιους του Κουδουμά καί συνδέθηκε μαζί τους. 




Ό διορατικός Οσιος Παρθένιος κατάλαβε τί θησαυρό είχε άπέναντί του, γι’ αύτό καί τήν έβλεπε μέ μεγάλο σεβασμό. ’Έκτοτε άφοσιώθηκε στήν άνέγερση καί λειτουργία τής Μονής. Διαρκώς στόν άργαλειό καί στά άλλα έργόχειρα τής μοδίστρας σκυμμένη, ένίσχυε τό Μοναστήρι μέ ράσα καί κουκούλια καί φανέλες καί κάλτσες καί κλινοσκεπάσματα ύφαντά, καθώς καί μέ τά άπαραίτητα καλύμματα γιά τήν Εκκλησία. Πρώτα-πρώτα δώρισε τίς κασέλες της πού περιείχαν όλα της τά προικιά. Ή παράδοση των Καπετανιανών, θέλοντας νά δείξει τό μέγεθος της προσφοράς της Μάρθας, λέει τό έξης χαρακτηριστικό: οτιδήποτε πήγε στόν Κουδουμά τήν έποχή των Όσιων Πατέρων καί είχε μέσα κλωστή, είχε περάσει άπό τά χέρια τής Μάρθας». Τότε επικρατούσε στά χωριά των Άστερουσίων ή ευλαβής συνήθεια, άνδρόγυνα πού ήταν άτεκνα ή είχαν έκπληρώσει τίς οικογενειακές τους ύποχρεώσεις ή ήσαν άγαμες ήλικιωμένες γυναίκες, νά γίνονται Μοναχές καί Μοναχοί  καί νά παραμένουν στό ίδιο τους τό σπίτι μέ εγκράτεια, κάνοντας τά καλογερικά τους καθήκοντα, έξυπηρετώντας παράλληλα τούς Ναούς τής ένορίας. Συμφώνησε, λοιπόν, τό εύλαβές άνδρόγυνο, έγιναν καί οί δύο Μοναχοί καί ή γυναίκα πήρε τό όνομα Μάρθα. Χειροθετήθηκε άπό τούς Όσιους Πατέρες, διότι εύλαβής, πλούσια καί έλεήμων όπως ήταν, στάθηκε άπό νωρίς στό άνεγειρόμενο Μοναστήρι μεγάλη εύεργέτιδα. Άπό σεβασμό οί Πατέρες τήν αποκαλούσαν μητέρα.



Μέ τόν καιρό όλα τά σπίτια γύρω άπό τόν Ναό τής Παναγίας Καπετανιανών, τό παλαιό δηλαδή Κυριακό τής Σκήτης, περιήλθε στήν οικογένεια τής Μάρθας, διότι ή περιοχή θεωρούνταν εκεί κατά κάποιο τρόπο «γραντισμένη», δηλαδή άπό δαιμονική συνεργεία σημαδεμένη. Αυτό όμως έδωσε τά χρόνια εκείνα τής καλογερικής ζωής τής Μάρθας τήν ευκαιρία νά κατοικήσουν όλα τά σπίτια τής «γραντισμένης» γειτονιάς όσοι έγιναν Μοναχοί καί Μοναχές. Έγινε Μοναχός καί ό σύζυγός της Νικόλαος Καρτσωνάκης. Εξακριβωμένα ονόματα Μοναχών πού έζησαν εκεί ήταν Ιερεμίας, Νεόφυτος, Γεράσιμος, Καλλίνικος, Μακάριος καί τρεις γυναίκες μέ τό όνομα Μάρθα. Προφανώς οί δύο πήραν τό όνομα πρός τιμήν τής πρώτης  τής «μητέρας» Μάρθας. Ηταν κατά κάποιο τρόπο μιά σύντομη άναβίωση τής Μοναχικής ζωής τής παλαιάς Σκήτης τού «Κυριελέησο», έστω καί μικτής. 




Ό Όσιος Παρθένιος όσο ζούσε, πήγαινε ό ίδιος ώς Επιστάτης τής Μονής (Ηγούμενος) γιά τή σύνταξη συμβολαίων σε διάφορα χωριά των Άστερουσίων καί του κάμπου τής Μεσαράς. Τόσο, λοιπόν, ό Όσιος Παρθένιος όσο καί ό Εύμένιος, πού έκανε περιοδείες ώς Πνευματικός, πηγαίνοντας στά χωριά ή έπιστρέφοντας άπό αυτά περνούσαν άπό τό σπίτι τής μητέρας Μάρθας. Κάποια φορά έπιστρέφοντας στή Μονή ό Όσιος Παρθένιος, πέρασε άπό τό σπίτι τής άσκήτριας μητέρας άλλά έκείνη άπουσίαζε. Κρατούσε ό Όσιος έναν άρτο πού τού είχαν δώσει άπό τόν κάμπο καί τόν άφησε στό τραπέζι ώς εύλογία καί έφυγε. Όταν έπέστρεψε έκείνη καί είδε τόν άρτο υπέθεσε ότι κάποια γυναίκα πού είχε ζυμώσει στό χωριό τής τόν πήγε. Δέν έκοψε ούτε ένα κομματάκι, άλλά τόν τύλιξε σέ μιά πετσέτα καί τόν έστειλε στόν Οσιο μέ κάποιον περαστικό προσκυνητή, ό όποιος πήγαινε στόν Κουδουμά. Τό γεγονός τούτο, άν καί φαίνεται μικρό, ωστόσο είναι ένδεικτικό τής βαθειάς πνευματικής σχέσης πού έχουν οί άγιασμένες ψυχές. Ούτε ό Όσιος Γέροντας, ούτε ή Μοναχή Μάρθα σκέφθηκαν νά κρατήσουν τόν άρτο γιά τόν έαυτό τους. Δόθηκε στόν Όσιο άπό κάποιον, εκείνος τόν έδωσε στή Μάρθα χωρίς αύτή νά τό γνωρίζει, καί πάλι έκείνη τόν έστειλε στόν Όσιο καί έπέστρεψε σ’ αύτόν. Θυμίζει τό άνάλογο περιστατικό τού Γεροντικού!



Ή γερόντισσα Μάρθα, ή «μητέρα» τής Μονής Κουδουμά, έκοιμήθη ξαφνικά καί δέν ειδοποιήθηκαν έγκαιρα οί Πατέρες τής Μονής. Όταν έφθασαν στό χωριό ό τότε Ηγούμενος Όσιος Εύμένιος μέ τή συνοδεία του, τήν πρόλαβαν όταν τήν πήγαιναν στό κοιμητήριο τό όποιο βρισκόταν σέ κάπως μεγάλη απόσταση άπό τό χωριό. Πρόλαβαν τήν πομπή καί τή σταμάτησαν γιά νά κάμουν ένα τρισάγιο. Τήν ώρα πού τήν άσπαζόταν ό Όσιος Εύμένιος στό χέρι, έκείνη άνέζησε γιά μιά στιγμή, άνασηκώθηκε, φίλησε καί αύτή τό χέρι τού Γέροντα καί ξανακοιμήθηκε τόν ύπνο τού δικαίου. Τό περιστατικό τούτο πού διατηρείται μέ εύλάβεια μέχρι σήμερα, είναι ενδεικτικό όχι μόνο ότι έπρόκειτο περί Μοναχής πολύ ένάρετης, άκρως έλεήμονος σάν τήν Ταβιθά πού διαβάζουμε στίς «Πράξεις των Αποστόλων», άλλά καί ένδεικτικό τής αγιότητας τού Όσιου Εύμενίου. Είναι κάτι πού μας παραπέμπει στά Συναξάρια όπου βρίσκουμε πολλά παρόμοια περιστατικά.




Τέλος, γιά νά αναφερθούμε σ’ ένα σχεδόν σύγχρονο παρόμοιο γεγονός πού επιβεβαιώνει τα παλαιά Συναξάρια, άλλα καί τό περιστατικό τής Μάρθας, μεταφέρουμε έδώ αύτό πού καταγράφει στό βιβλίο του «Βενέδικτος Πετράκης» , ό άείμνηστος Άρχιμ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, Προηγούμενος τής Ιεράς Μονής Πετράκη: «Κάποια κυρία, Μελπομένη Μπουλμπασάκου όνόματι, στήν Πάτρα είχεν άσθενήσει. Έστειλε άνθρωπο νά τήν πάρη στό Αγρίνιο, γιά νά τήν περιποιηθή. Αισθανόταν πολλήν ευγνωμοσύνην γι’ αύτήν. Τόν είχε βοηθήσει στίς σπουδές του. Εκείνη δέν θέλησε, διότι έμενε πολλά χρόνια στήν Πάτρα καί είχε συνδεθή μέ τα εκεί πνευματικά πρόσωπα. Ή άσθένειά της έπεδεινοϋτο. Τήν έπισκέφθηκε κατ’ έπανάληψιν ό ίδιος καί τήν κοινωνούσε κάθε φορά πού έπήγαινε. Άφησε δέ ρητήν έντολήν, έάν βαρύνη, νά τόν ειδοποιήσουν, διότι ήθελε αύτός γιά τελευταία φορά νά τήν έτοιμάση, νά τήν κοινωνήση καί νά προσευχηθή.





Έπέρασαν κάμποσες ημέρες καί ή άσθενής έβάρυνε. Πλησιάζει στόν θάνατο. Έγραψαν τότε στόν π. Βενέδικτο, ότι ή Μπουλμπασάκου είναι βαριά. Ή επιστολή ήλθε λίγο καθυστερημένη. Ήλε τήν άλλη ημέρα. Όταν τη διάβασε, αμέσως αναχώρησε διά τας Πάτρας. Έφθασε στις 5 ή ώρα τό απόγευμα και κατευθυνόταν στήν οικιών της. Καθ’ οδών, όμως, συνάντησε γνωστόν του 'Ιερέα, ό όποιος έφευγε από τήν οικιών της Μελπομένης. Είχε μεταβώ γιά νά τήν κοινωνήσει, άλλά δεν τήν πρόλαβε. Είχε πεθάνει.
-        Πάτερ, από πού έρχεσαι; Τον ερώτηση.
-        Από τό σπίτι της μακαρίτισσας Μελπομένης, του απήντησε.
-        Τί είπατε; Μακαρίτισσας;
-        Ναί, πάτερ μου. Απέθανε προ δύο ωρών. Αύτήν τήν στιγμή τήν τοποθέτησαν στο φέρετρο.
-        Όχι, όχι. Δέν άπέθανε, του λέγει. Γύρισε πάλι νά τήν κοινωνήσουμε.
Πρό τής άνεξηγήτου έπιμονής του έπέστρεψε καί μαζί κατευθύνθηκαν στό σπίτι τής Μπουλμπασάκου. Έμπήκαν άμφότεροι στό δωμάτιο τής νεκρής. Έβγαλε όλους έξω γιά νά διαβάσουν, καθώς είπεν, κάποια εύχή. Ένας δικός της έμεινε, ό 'Ιερεύς καί ό κοινωνήσω. Άνοιξε τό στόμα σου. Άνοιξέ το καλά.
Καί ώ του θαύματος! Ή νεκρά άνοιξε σιγά-σιγά τό στόμα της κι έκεινος τήν έκοινώνησε.
-        Κλείσε τώρα τό στόμα σου, τής είπεν. Καί πράγματι έκλεισε τό στόμα της καί έφαίνετο, ότι κατέπινεν.
-        Κοιμήσου τώρα έν ειρήνη, Μελπομένη, της είπεν.
Ό άλλος Ίερεύς κατάχλωμος καί βαθειά συγκινημένος, εύρίσκε- το εις μεγάλην άπορίαν.
-        Δέν σου είπα, άδελφέ, ότι δέν πέθανε; Μήν πήτε, όσο ζώ όμως τίποτε, σέ κανέναν. Σάς τό άπαγορεύω. Σάς έξορκίζω.
Καί εκείνοι, μετά τόν θάνατον του π. Βενεδίκτου, τό ομολόγησαν λέγοντας, ότι πρόκειται περί Αγίου καί θαυματουργού. 'Ο συγγενής μάλιστα τής Μπουλμπασάκου, έπήγε στήν κηδεία τού π. Βενεδίκτου καί τό διηγήθηκε».


Αύτά τά έξαιρετικά θαύματα πού αφορούν στή ζωή Αγίων ανθρώπων, άποδεικνύουν γιά μιά φορά άκόμη τό «όπου Θεός βούλεται, νικαται φύσεως τάξις». Άποδεικνύεται άκόμη ότι ό Χριστός είναι Κύριος τής ζωής καί τού θανάτου καί πάνω άκριβώς σ’ αύτό τό τραγικό γεγονός τού θανάτου παρουσιάζει μέ τό σημείο τής στιγμιαίας άνάστασης μπροστά στά μάτια πολλών, τήν εύαρέσκειά του στούς Αγίους Του, δοξάζοντας αύτούς πού τόν δόξασαν μέ τήν αγία καί ένάρετη ζωή τους καί τονώνοντας τήν πίστη των παρευρισκομένων - άλλά καί έκείνων πού θά μάθαιναν τό θαύμα αύτό - στήν κοινή άνάσταση πού θά γίνει κατά τή Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου μας. Τήν πίστη σ’ αύτό πού λέμε όταν άπαγγέλουμε τό Σύμβολο τής Πίστεως «Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών». 


Ό Άγιος Γρηγόριος ό Νύσσης διδάσκει ότι, άν καί ή ψυχή μέ τόν θάνατο χωρίζεται άπό τό σώμα, έν τούτοις παραμένει ή υπόσταση, δηλαδή έξακολουθεΐ νά υπάρχει ή μυστηριακή έπαφή μεταξύ σώματος καί ψυχής.
Αυτό υποδηλώνει ότι ή ψυχή τού ανθρώπου και μετά τόν χωρισμό της από τό σώμα ξεχωρίζει ποιό είναι τό δικό της στοιχείο και ποιό ξένο μεταξύ τών διαφόρων σωμάτων και στοιχείων, στά όποια άναλύθηκε τό σώμα. Χρησιμοποιεί μάλιστα ό Άγιος Γρηγόριος με άναγνωρίζονται εύκολα από τόν κάτοχό τους. Άν όμως σπάσουν και πάλι άναγνωρίζονται, αφού είναι ευδιάκριτο ποιό κομμάτι ανήκει στό πιθάρι, ποιό στόν άμφορέα κ.λπ. Τό ίδιο συμβαίνει και μέ τήν ψυχή. Ή ψυχή γνωρίζει τό σχήμα του σώματος (πού διατηρεί στοιχεία του νου δηλαδή προκαλεί ένα είδος πνευματικής έλξεως στή νοερά ένέργεια τής ψυχής) και μετά τή διάλυσή του. Ακόμη άναγνωρίζει και τά στοιχεία από τά όποια άποτελέστηκε και τά όποια τώρα έχουν διασπαστεί μεταξύ τους. Και επειδή οί ψυχές «δεν αλητεύουν εις τόν αέρα», δηλαδή δέν είναι έλεύθερες, δέν έχουν άπεριόριστη εύχέρια κίνησης, ούτε είναι έκτατές στόν χώρο, άλλά βρίσκονται σέ νοητό μυστηριακό τόπο (πανταχού παρών είναι μόνο ό Θεός) επιχωριάζουν, περιίπτανται νοερώς κατά κάποιο τρόπο πάνω από τά δομικά ύλικά του σώματος, διότι ό άρχικός σκοπός τής δημιουργίας της δέν ύπήρξε νά ζεί χωριστά απ’ αύτό

πηγή :ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΟΙ ΟΣΙΟΙ  ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΗ ΜΟΝΗ ΚΟΥΔΟΥΜΑ. .ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ.