Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΘΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΘΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Η Γυναίκα Ρωμηά και οι Μικρασιάτικες Σαρακοστές της



site analysis



Μικρασιάτικες Σαρακοστές

Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου 

  «Θυμάμαι την μητέρα μου που μου 'λεγε για την γιαγιά της, πρώτη γενιά προσφύγων από την Προύσσα της Μ. Ασίας. Το σπίτι με μεγάλη αυλή που έπρεπε την περίοδο της σαρακοστής να το ασπρίσουν. Κήπος μεγάλος σαν περιβόλι, με ότι δέντρο θέλεις μέσα. Ροδιές, Συκιές, Κυδωνιές, Μουριές. Η πρόγιαγιά με την βράκα και το τσεμπέρι, έτρωγε μόνο μεσημέρι (έκανε ενάτες* την σαρακοστή).

Το φαγητό της λίγο ψωμί κι ένα κρεμμυδάκι που έκοβε από τον κήπο. Όλο το βράδυ, μου λέγε η μητέρα μου, ακούγαμε έναν θόρυβο: ντουκ-ντουκ-ντουκ... κοιτούσαμε από την κλειδαρότρυπα και βλέπαμε την γιαγιά να κάνει αμέτρητες μετάνοιες μπροστά στο εικόνισμα... Να πέφτει, να σηκώνεται... ο θεός να την αναπαύσει!»[1]

Γυναίκα Ρωμηά

«Ήταν μια απλή γυναίκα του λαού, αλλά η λειτουργικότητά της ήταν αρκετά μεγάλη. Λειτουργούσε στην κοινωνία σαν τα ζωντανά και υγιή πνευμόνια. Ανέπνεε η ίδια και βοηθούσε και άλλους να αναπνέουν. Ήταν απλή γυναίκα του λαού, αλλά η σοφία της ήταν μεγάλη. Είχε σοφία πέρα από την ανθρώπινη γνώση.

Η σοφία της ήταν καρπός της άγνωστης γνώσης. Ο βίος της ήταν απαύγασμα της πονεμένης Ρωμηοσύνης. Η ζωή της ήταν ένας πόνος και μια χαρά, ένας σταυρός και μία ανάσταση. Μπορεί να πει κανείς ότι ήταν σάρκωση του μαρτυρικού μας Γένους…

Είχε μητρική καρδιά. Η καρδιά της χτυπούσε για όλους, όχι απλώς για να συντήρηση την βιολογική ζωή, αλλά για να στηρίξει τον κόσμο. Μπορεί να πει κανείς ότι ήταν μια μάνα της ανθρωπότητας. Αγαπούσε και την Παναγία, γιατί την καταλάβαινε. 


Ώρες ολόκληρες προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Δεν ξεχώριζε εχθρούς και φίλους, συγγενείς και αγνώστους. Γι’ αυτήν όλοι ήταν γνωστοί. Προσευχόταν για τον Πατριάρχη, για τους επισκόπους, τους ιερείς, τους μοναχούς, τους ιεραποστόλους και όλο τον κόσμο.

Προσευχόταν περισσότερο για τους νεκρούς. Έτσι ένοιωθε πραγματικά την ενότητα του κόσμου, χωρίς ρομαντισμούς και ψευδαισθήσεις. Η προσευχή της ξεχείλιζε με κλάματα, με δάκρυα. Είχε καρδιά ευαίσθητη. Διάβαζε και κουβέντιαζε με την καρδιά. 

Είχε μια πολύ μεγάλη ευαισθησία. Και αυτό δεν ήταν απλώς μια γυναικεία ευαισθησία, αλλά συνδυασμένο με ανδρεία και γενναιότητα αποτελούσε μια αρμονία και ισορροπία. 


Πίστευε στην μεγάλη αγάπη του Θεού και μπορούσε εύκολα να παρηγορήσει τον κάθε πονεμένο. Αυτή που πέρασε τόσους πόνους, γνώριζε τρόπους παρηγοριάς. Και η αγάπη της προς την Παναγία ήταν καρπός αυτής της ευαίσθητης και στοργικής καρδιάς.


Δεν ήξερε τί θα πει «δικαίωμα». Γνώριζε καλά το καθήκον, το καθήκον της αγάπης και της αρχοντιάς. Η ζωή της ήταν δόσιμο ολοκληρωτικό. Προσφορά. 


Αγαπούσε και κουραζόταν. Ήξερε να αγαπά και ήξερε να το εκφράζει. Και οι μικρές της αδυναμίες ντυνόταν με ωραία φορεσιά. Γι’ αυτό φαινόταν και αυτές ωραίες. 

Πώς να ξεχάσεις την θυσία και την προσφορά; Πώς να λησμονήσεις την απλόχερη αρχοντιά; Ζούσε μέσα ατό Φως του Θεού, στο φως της αγάπης και της ελπίδας, της υπομονής και της καρτερίας, του πόνου και της χαράς. 

Ακατάπαυστη προσευχή της ήταν το όνομα του Χριστού. Μέσα της κυκλοφορούσαν όλοι οι χυμοί της Παράδοσης, της Ορθόδοξης Παράδοσης, Έπινε γάλα όχι από κουτιά, αλλά από τον ζωντανό μαστό της Εκκλησίας».[2]

«…έφτασα στο σημείο να ονειρεύομαι για τον άνθρωπο
μια καινούργια Σαρακοστή, όπου να νηστεύει όλους τους
καρπούς της επικαιρότητας και να μη συντηρείται παρά
μόνον από τη στοιχειακή έννοια των πραγμάτων και τη
μεταφυσική τους προέκταση.»[3] Οδυσσέας Ελύτης

*Ενάτες=Εκκλησιαστικά, στην νηστεία εννοείται η λήψη ξηράς τροφής, άνευ ελαίου, οίνου ή άλλης λιπαρής ουσίας και μόνο μια φορά την ημέρα, κατά την ενάτη ώρα. Στο Βυζαντινό ωρολόγιο, η ενάτη ώρα αντιστοιχεί περίπου με τις 3 μετά το μεσημέρι.

παραπομπές:
1. «Μικρασιάτικες Σαρακοστές» Διήγηση Μικρασιάτη για την Αέναη επΑνάσταση
2. «Γυναίκα Ρωμηά» Μητρ. Ιεροθέου Βλάχου, από το βιβλίο του «Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί» ηλ. πηγή stratisandriotis
3. Απόσπασμα από την συλλογή «Ιδιωτική Οδός» του Οδυσσέα Ελύτη εκδ. Ύψιλον, 2009 σελ. 84
Πηγή

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

Η Ηγουμένη ως Πνευματική Μητέρα



site analysis



Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς*
Πανοσιολογιώτατοι άγιοι Καθηγούμενοι και οσιολογιώτατες Γερόντισσες
Σεβαστοί Πατέρες και Αδελφές
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί
Ευλογείτε
Σας ευχαριστώ πολύ, Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Χρυσόστομε, και εσάς, σεβαστή Γερόντισσα Ελένη, διότι μας δίνετε την ευκαιρία να βρισκόμαστε ανάμεσά σας, σ’ αυτήν την ευλογημένη σύναξη, και να έχουμε πνευματική ωφέλεια.
Η μοναχική ζωή έχει τις ρίζες της στην αποστολική εποχή. Ειδικότερα ο κοινοβιακός μοναχισμός απηχεί την τάξη και το ήθος της πρώτης Εκκλησίας, με την αρχή της κοινοκτημοσύνης, κατά το αποστολικό «άπαντα κοινά»[1], με την ποικιλία των χαρισμάτων, με την ενότητα του κοινού ασκητικού αγώνα, αλλά και με την εσχατολογική αναζήτηση, όπως αυτή κατ᾽ εξοχήν βιωνόταν από τους πρώτους Χριστιανούς μέσα από την προσδοκία της συνάντησης με τον Αναστημένο Χριστό.
Στην πορεία της μοναστικής ζωής των πρώτων χριστιανικών χρόνων κυριαρχεί το πρόσωπο του πνευματικού πατρός και οδηγού, το οποίο ασκεί καθοριστικό καθοδηγητικό ρόλο. Συγχρόνως όμως και παράλληλα, στα μεγάλα γυναικεία κοινόβια του αρχέγονου μοναχισμού εμφανίζεται το πρόσωπο της Ηγουμένης. Η Αμμάς είναι η μητέρα των μοναζουσών, αυτή που συνοδοιπορεί βαστάζοντας τον σταυρό της κάθε αδελφής και την υποστηρίζει με αγάπη και μητρική στοργή στην οδό της σωτηρίας.
Η ιστορία του γυναικείου μοναχισμού έχει βαθειές ρίζες και μακραίωνη παράδοση. Στην Αίγυπτο, από την μία πλευρά του ποταμού Νείλου, βρισκόταν το ανδρικό Κοινόβιο του οσίου Παχωμίου και στην απέναντι πλευρά λειτουργούσε γυναικείο Κοινόβιο με ηγουμένη την κατά σάρκα αδελφή του, Μαρία, η οποία ηγείτο τετρακοσίων μοναζουσών, που ζούσαν με τους κανόνες που είχε θεσπίσει ο όσιος Παχώμιος. Αλλά και η αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, η αγία Μακρίνα, ηγήθηκε γυναικείας αδελφότητος. Ευρέως γνωστά επίσης είναι τα ονόματα και οι οσιακοί βίοι μεγάλων ασκητριών και αμμάδων, όπως της αγίας Συγκλητικής, της αγίας Θεοδώρας και της αγίας Σάρρας.
Ο νομοθέτης του μοναχισμού, Μέγας Βασίλειος, στους θεμελιώδεις για τον μοναχισμό «Ασκητικούς Λόγους» του, υπογραμμίζει ότι οι αδελφότητες δεν είναι μόνο για τους άνδρες αλλά και για τις γυναίκες[2]. Και αναφέρεται στην Ηγουμένη ως πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης και αποδοχής, στο οποίο αποβλέπει όλη η αδελφότης, θεωρώντας την ως «γνησία μητέρα παίδων γνησίων»[3].
Η Αμμάς, η Γερόντισσα, η Στάρετσα, είναι το πρόσωπο που διαθέτει απεριόριστη αγάπη για όλους, διάκριση μητρική, ύφος συγκαταβατικό, επιεικές και διδακτικό, ήθος εκκλησιαστικό, πνευματική μόρφωση και ωριμότητα. Σε ένα συγκροτημένο Κοινόβιο, που αγωνίζεται να ζή σύμφωνα με τον Ευαγγελικό νόμο, την Ορθόδοξη παράδοση και τους Ιερούς Κανόνες, οι αποφάσεις της Καθηγουμένης εκφράζουν την συνείδηση της αδελφότητας. Η παρουσία της καταργεί τα επιμέρους θελήματα και διατηρεί την ομοψυχία. Είναι, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «ο σύνδεσμος της ομοφροσύνης»[4], «τό φως της των ψυχών οδηγίας»[5].
Ο θεσμικός ρόλος της Ηγουμένης και η ευθύνη της διοίκησης της Μονής δεν σημαίνει κατάργηση της αμεσότητας στη σχέση με την κάθε αδελφή, ούτε μειώνει την στοργική και παρακλητική επικοινωνία. Ο πνευματικός αυτός δεσμός, όταν είναι βαθύς, ουσιαστικός και κατά το θέλημα του Θεού, συνεχίζεται και στην ζωή την επέκεινα.
Η ζωή στο Κοινόβιο αποτελεί συνένωση σε ένα σώμα προσώπων συνδεδεμένων με αδελφικό δεσμό, που, με την πνευματική καθοδήγηση του προεστώτος, συναγωνίζονται και συνοδοιπορούν προς την Βασιλεία του Θεού. Σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο, στο μοναστήρι εγκαταβιώνουν άνθρωποι που προέρχονται από διαφορετικά γένη και συνταιριάζουν και συνταυτίζονται τόσο πολύ, σαν να είναι μία ψυχή σε πολλά σώματα με μία γνώμη[6]. Μέσα στην μοναστική αδελφότητα η Ηγουμένη, η «πρωτόνυμφος», όπως την αποκαλεί ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης[7], πληροφορεί με το βίωμα, τον λόγο και την στάση της, αγωνιζόμενη να γίνεται υπόδειγμα και κανόνας ζωής. Η ίδια, έχοντας ως απαράμιλλο πρότυπο αφιερώσεως την Υπεραγία Θεοτόκο καλείται να διδάσκει στις μοναχές τον σωτήριο λόγο «γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου»[8], μέσω της σπουδής των θεμελιωδών μοναστικών αρετών.
Συγκεκριμένα, καλείται να εμπνέει και να διδάσκει την υπακοή, που είναι η βάση του μοναχισμού, είναι «τό φώς, το έαρ, ο ήλιος»[9], είναι το μυστικό της πνευματικής ζωής, κατά τον όσιο Γέροντα Πορφύριο[10]. Η υπακοή μπορεί να δίνει νόημα ζωής, όταν ο άνθρωπος επιδιώκει την υπέρβαση του ιδίου θελήματος, όχι αναγκαστικά αλλά εν ελευθερία, στοχεύοντας ήδη από αυτήν την ζωή στην πρόγευση της μέλλουσας Βασιλείας. Τότε η παραίτηση από την αυτονόμηση και η νέκρωση του θελήματος μπορεί να πραγματώνεται ως ερωτική προσφορά προς τον Κύριο και η μοναχική ζωή να γίνεται αληθινός παράδεισος στη γή[11].
Η Ηγουμένη καλείται επίσης να αποτελεί υπόδειγμα παρθενικού ήθους, το οποίο βιώνεται ως καθημερινή νυμφική συνοδοιπορία με τον Χριστό καί, σύμφωνα με τον άγιο Μεθόδιο Ολύμπου, οδηγεί σε αγιότητα πνεύματος και σώματος[12]. Όπως σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, θα πρέπει να είναι τέτοια η ακτινοβολία της καθαρότητας και αγιοσύνης της μοναχής, ώστε και μόνο η εμφάνισή της μέσα στο πλήθος να εκπλήσσει ως εμφάνιση αγγέλου[13]. Η προτροπή και η καθοδήγηση κάθε αδελφής από την Γερόντισσα για την επίτευξη της καθαρότητας σε καμμία περίπτωση δεν ασκείται ως καταπίεση που αιχμαλωτίζει την δύναμη της ψυχής, αλλά ως υπέρβαση των γήινων παθών, εμπειρία χαρμολύπης και προσέγγιση της παρθενικής ευφροσύνης των αγίων.
Όσο για την ακτημοσύνη, πρέπει να ενεργείται μέσα στο Κοινόβιο, χωρίς στέρηση και καταναγκασμό· αντίθετα, να είναι ελεύθερη επιλογή της άρνησης για προσκόλληση σε ο,τιδήποτε υλικό και αγάπη της εκούσιας φτώχειας που «θησαυρίζει θησαυρούς εν ουρανώ»[14].
Στον πνευματικό αυτόν αγώνα της μοναστικής αδελφότητας, η προεστώσα αναλαμβάνει προσωπικά να συνδράμει τις αδυναμίες και τις ελλείψεις της κάθε ψυχής καί, με την χάρη του Θεού, να βρίσκει τρόπους υπέρβασης των δυσκολιών και θεραπείας των πνευματικών ασθενειών. Για να επιτευχθεί αυτό, η Γερόντισσα καλείται να αγαπά με πνευματική μητρική στοργή τις αδελφές, να τις νουθετεί με αγάπη και να υπομένει τις αδυναμίες τους, όπως ο Θεός υπομένει τις αμαρτίες όλων.
Ο άγιος Παχώμιος, ο ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού, καθοδηγούσε τους προεστώτες να φέρουν τον σταυρό τους με πιο μεγάλη διάθεση απ’ όλους τους άλλους και να είναι ακριβείς στην τήρηση του κανονισμού που είναι θεσπισμένος για την αδελφότητα, ώστε και οι υπόλοιποι να τον εφαρμόζουν»[15].
Ο Μέγας Βασίλειος επισημαίνει ότι η προεστώσα της Μονής δεν θα πρέπει να επιζητεί μόνο το ευχάριστο για τις αδελφές, ούτε να υποκύπτει στα θελήματά τους, επιδιώκοντας την εύνοιά τους. Διότι εκείνη θα δώσει λόγο στον Θεό για όλα τα ανεπίτρεπτα σφάλματα στην κοινότητα[16]. Και θεωρεί την θεραπεία των αδυναμιών και την διακονία της αδελφότητος όχι ως αφορμή επάρσεως, αλλά μάλλον ταπεινώσεως, αγωνίας και αγώνος[17].
Πράγματι, η συναναστροφή και επικοινωνία με τις αδελφές απαιτεί μεγάλη διάκριση. Η θεραπευτική επέμβαση στις ψυχές τους είναι χάρισμα που ενεργείται με την δύναμη του Θεού και με τις ευχές της αδελφότητας, αλλά και με τον συνεχή προσωπικό αγώνα με ταπείνωση και αυτομεμψία της προεστώσας και με την πεποίθησή της ότι η αδελφότης πάσχει και εξαιτίας των ελλείψεών της.
Η πνευματική μητέρα θα πρέπει να ανακαλύπτει και να κτίζει γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των μελών της αδελφότητας, ώστε να συρρικνώνονται τα αίτια που απομακρύνουν τις ψυχές και να καλλιεργούνται οι πνευματικές εκείνες δυνάμεις που οδηγούν στην αλληλοκατανόηση, στην ενότητα και στην εν Χριστώ αρμονία. Όπου υπάρχει τέτοια ομοψυχία, η μοναχική ζωή φτάνει σε πληρότητα.
Ύψιστο έργο και αποστολή της Ηγουμένης είναι να μεταδώσει στην αδελφότητα πνοή αιωνιότητας και τον ζήλο του μαρτυρίου της συνειδήσεως. Να εμπνέει σε όλες μαζί και στην κάθε αδελφή ξεχωριστά ότι η καθ᾽ ημέραν πρόγευση της Μέλλουσας Βασιλείας βιώνεται με την συναντίληψη, την συνοδοιπορία και την συνεχή συναίσθηση της πνευματικής οικειότητας των μελών της αδελφότητας, που ως σύνδεσμο κοινό και ακατάλυτο έχουν την αγάπη του Νυμφίου Χριστού.
Η ενσυναίσθηση αυτή δίνει νόημα και εσχατολογική διάσταση στην λατρεία, που είναι το κέντρο της ζωής μας, και αποκλείει το ενδεχόμενο ο κύκλος των ακολουθιών να μετατρέπεται σε τυπικό καθήκον. Όπως και η πνευματική μελέτη των θείων γραφών μπορεί να είναι ανεξάντλητη πηγή χαράς, ευφροσύνης και θείου ενθουσιασμού[18].
Ο άγιος Νεκτάριος, που είχε ιδρύσει και καθοδηγούσε την γυναικεία Μονή της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα, υπογραμμίζει ότι η προϊσταμένη μιάς Μονής δεν ζή για τον εαυτό της, αλλά για την αδελφότητα και ζώντας για την αδελφότητα, ζή για τον Θεό. Και ο Θεός αποδέχεται αυτήν την ζωή, που προϋποθέτει την άρνηση του εαυτού και την νέκρωση κάθε προσωπικού θελήματος, ως θυσία ευπρόσδεκτη[19].
Αποκαλεί την Ηγουμένη Ξένη «πνευματική μητέρα των μοναστριών»[20], υπεύθυνη για την ευταξία του Κοινοβίου, και παρακινεί τις μοναχές να εξομολογούνται σε εκείνη τα σφάλματα και τους λογισμούς τους, ακόμη κι όταν είναι υβριστικοί και απογνωστικοί, και την Ηγουμένη την καλεί να τους δέχεται με αγάπη, ώστε να νικώνται οι πειρασμοί[21]. Ο άγιος Νεκτάριος διδάσκει μοναχή, στην ψυχή της οποίας έχουν εισβάλει λογισμοί αντιπαθείας για την Γερόντισσα, ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται σε επήρεια του δαίμονα, που υποβάλλει μίσος στην ψυχή της, για να εξαφανίσει την ευγνωμοσύνη της αδελφής προς την Γερόντισσα που εργάζεται για την σωτηρία της.
Την ίδια την Γερόντισσα την συμβουλεύει με τα εξής λόγια: «Πρέπει να γνωρίσης ότι όταν σύ υγιαίνης, υγιαίνουσι και αι αδελφαί, ακόμη και αι πάσχουσαι. Και όταν σύ πάσχης, τότε πάσχουσι και αι υγιαίνουσαι. Γνώρισον ότι η ευθυμία σου φαιδρύνει τα πρόσωπα των αδελφών και καθιστά την Μονήν παράδεισον και από σε εξαρτάται η χαρά των αδελφών και έχεις καθήκον να συντηρής ταύτην εις τάς καρδίας αυτών. Τούτο να πράττης και βιάζουσα πολλάκις σεαυτήν»[22].
Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης σε μία από τις επιστολές του που απευθύνονται σε ηγουμένες και μοναχές παρακινεί την Γερόντισσα Ευφροσύνη: «Και εσύ, αγαπητή μου, που έχεις τον Χριστό Νυμφίο σου, να δώσεις και την ψυχή σου ακόμη, όχι βέβαια σε τίποτε άλλο, παρά μόνο στην φροντίδα των αδελφών· και δεν εννοώ μόνο την ψυχή τους, αλλά και το σώμα»[23].
«Το ποίμνιο που σου εμπιστεύθηκε ο Θεός, λέει σε άλλο σημείο ο Άγιος, εύχομαι να το ποιμαίνεις άγια ως πνευματική μητέρα, αλλά χωρίς να ασκείς ανθρώπινη εξουσία. Να είσαι η ίδια πρότυπο γι᾽ αυτά που παραγγέλλεις, δίχως απαιτήσεις που ξεπερνούν τις δυνάμεις των αδελφών»[24].
Η προεστώσα μέσα από την διακονία της αδελφότητας, την άσκηση της υπομονής, την κατανόηση, την συγχωρητικότητα και τον συνεχή αγώνα για την υπέρβαση των παθών, βιώνει και την υπέρβαση των δικών της δυσκολιών και αδυναμιών. Γι’ αυτό και ο άγιος Θεόδωρος παρακινεί: «Να διδάσκεσαι και να διδάσκεις· να φωτίζεσαι και να φωτίζεις· να καθοδηγείσαι και να καθοδηγείς· να κατευθύνεσαι προς τον Θεό και να κατευθύνεις»[25]. Με ψυχή γεμάτη αγάπη να διατηρείς την συνοχή της αδελφότητος, επαγρυπνώντας για όσα οδηγούν στον Θεό»[26].
Η προεστώσα οφείλει παράλληλα με την συνεχή επαγρύπνηση για τη συνοχή της αδελφότητας και την σωτηρία των ψυχών που έχει αναλάβει, να στηρίζει την αδελφότητα στα γερά θεμέλια της Ορθόδοξης πίστης και στο αξίωμα ότι η αλήθεια ελευθερώνει, ενώ οι ακρότητες, η αυτονόμηση και η αίρεση απομονώνουν και απομακρύνουν από την σωτηρία, αφού αποκόπτουν από την Εκκλησία. Η πνευματική μητέρα και οδηγός καλείται, όπως συμβουλεύει ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, να τρέφει τις νύμφες του Χριστού με τον καθαρό άρτο της Ορθοδοξίας[27]. Γιατί η ενότητα στην Εκκλησία είναι οδός κοινωνίας με τον Θεό, αληθινή ζωή, ένωση με τους αγίους, πορεία στην αιώνια μακαριότητα. Μία μοναστική κοινότητα μπορεί να πορεύεται απ᾽ αυτήν την ζωή προς την αιωνιότητα, εφ᾽ όσον αποκτά πλήρη ταύτιση με την συνείδηση της Εκκλησίας και συναισθάνεται και βιώνει το γεγονός ότι μέσα στην Εκκλησία είμαστε όλοι ένα, όπως έλεγε ο όσιος Γέροντας Πορφύριος[28]. Με τον τρόπο αυτό ο αγιασμός της μοναστικής αδελφότητας μπορεί και συμβάλλει στην κοινή εν Χριστώ μεταμορφωτική πορεία ολόκληρου του σώματος της Εκκλησίας.
Η επιδίωξη των παραπάνω προϋποθέτει την προσέγγιση και το άγγιγμα των ψυχών. Είναι αυτό που πολύ εύγλωττα αναφέρεται σε κείμενο της Κελτικής παράδοσης των πρώτων αιώνων, ότι ο προεστώς είναι «φίλος της ψυχής». Ο άγιος Κολούμπα (521-597), άγιος της Ιρλανδίας, Κοινοβιάρχης και πνευματικός οδηγός πολλών μοναχών, έκλαιγε μαζί με τον μετανοούντα αδελφό[29]. Με το ίδιο πνεύμα, στο κείμενο της «Κλίμακος» του αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη διαβάζουμε ότι ο προεστώς θα πρέπει να διδάσκει και να θεραπεύει με πραέα και ήμερα λόγια και με άκρα συγκατάβαση[30].
Με επιείκεια και αγάπη προτρέπει και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης την Γερόντισσα Ευφροσύνη να καθοδηγεί τις αδελφές:
«Έτσι φρόντισε για τη διαποίμανση των αδελφών που έχεις στα χέρια σου, λέει. Να τις καθοδηγείς εν Κυρίω με πολλή μακροθυμία, με συμπάθεια, ζητώντας να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους χωρίς να τις πιέζεις υπερβολικά. Αλλά, όπως η μάνα περιθάλπει τα παιδιά της, έτσι και εσύ με μητρική στοργή να τους προσφέρεις ό,τι έχουν ανάγκη, δίνοντας ακόμη και την ίδια την ψυχή σου για χάρη τους.
Και σε άλλη επιστολή του προς την ίδια γράφει:
«Να μοιράζεις την αγάπη σου εξίσου σε όλες τις αδελφές, χωρίς να μεροληπτείς υπέρ της μιάς ή της άλλης. Την μια να παρηγορείς, την άλλη να προτρέπεις, άλλη να την ασφαλίζεις, και γενικά να προσφέρεις σε καθεμιά ό,τι χρειάζεται»[31].
Ο Στάρετς Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, σε επιστολή του προς την Ηγουμένη Μάρθα, γράφει: «Δίδαξε στις αδελφές την οδό της σωτηρίας, με την βοήθεια του Θεού, δινοντας σ’ αυτές το παράδειγμα κάθε καλού έργου με την επιμελή τήρηση των εντολών του Ευαγγελίου, με την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, με την μειλιχιότητα και την ταπείνωση, με την πιο βαθειά ειρήνη του Χριστού στις σχέσεις με όλους τους ανθρώπους, με μια ευσπλαγχνία αληθινά μητρική»[32].
Ο γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός στους Σέρβους Γέροντας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (+1991) είχε πνευματική επικοινωνία και καθοδηγούσε πολλές γυναικείες αδελφότητες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες.
Για την Γερόντισσα τόνιζε ότι θα πρέπει να είναι επιεικής, να κατανοεί την καρδιά της κάθε αδελφής και να προσεύχεται. Χρειάζονται, έλεγε, απαλοί τρόποι. Να βρίσκεται η ψυχή σε πνευματική φόρμα. Για να μπορεί κανείς να δέχεται και να χειραγωγεί άλλους, να ακούει τους λογισμούς, πρέπει να είναι ο ίδιος άγιος. Να χρησιμοποιεί συμβουλευτικό τρόπο, πραότητα, αγάπη[33].
Ο Γέροντας μας τόνιζε ότι για την καθοδήγηση της αδελφότητας χρειάζεται διάκριση. Πρωταρχικό στοιχείο για την προσέγγιση των ψυχών θεωρούσε την εμπιστοσύνη, ώστε να αισθάνεται η αδελφή σιγουριά και ασφάλεια να φανερώνει τους λογισμούς και τα σφάλματά της και όχι φόβο ή κίνδυνο για απόρριψη.
Βεβαίωνε ότι όταν η Γερόντισσα νοιώθει αληθινή συμπάθεια και πόνο για την δυσκολία και τον αγώνα των αδελφών, τότε αρχίζει το στάδιο της θεραπείας. Σ᾽ αυτήν την φάση αρχίζει μία λεπτή εργασία, διά της οποίας, με την χάρη του Θεού, ένας άνθρωπος μπορεί να αναγεννηθεί πνευματικά, να υιοθετήσει νέες προοπτικές. Έλεγε ότι η Γερόντισσα καλείται να αγαπά τις αδελφές πνευματικά, να παραβλέπει τα σφάλματά τους και να τις κατευθύνει στο φως και στην ομορφιά του Παραδείσου. Θεωρούσε πολύ σημαντική την μυστική προσευχή της Γερόντισσας για την κάθε αδελφή και έλεγε ότι αυτή η κίνηση της προσευχής ενώνει και χαριτώνει όλη την αδελφότητα. Τις Γερόντισσες που στενοχωρούνταν για τα σφάλματα των υποτακτικών τους, τις προέτρεπε να μιλούν λίγο την ώρα της δυσκολίας και του πειρασμού και να καλούν τις ψυχές σε νέα προσπάθεια. Στο θέμα της αυστηρότητας ήταν πολύ επιφυλακτικός. «Σε ένα μοναστήρι, έλεγε, μπορεί να υπάρχει τάξη και σειρά, αλλά η μοναχική ζωή να είναι ανύπαρκτη»[34]. Θεωρούσε λάθος τακτική την ισοπέδωση των προσώπων με την εφαρμογή ενός άκαμπτου συστήματος αυστηρότητος, το οποίο δεν ασκεί εξατομικευμένη παιδαγωγία, ανάλογα με την προσωπικότητα, την ιδιοσυγκρασία και την ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση της κάθε αδελφής.
Βεβαίως, θεωρούσε απαραίτητο για την Γερόντισσα να έχει ασκηθεί στην υπακοή. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι πρέπει να έχεις ο ίδιος περάσει από υπακοή, για να μπορείς να μπαίνεις στη θέση εκείνου που καλείται να υπακούσει.
Σε κάθε περίπτωση ο Γέροντας Πορφύριος τόνιζε ότι η χαρά και η ελευθερία δίνουν δύναμη στην ψυχή, για να προχωρήσει στην μοναχική ζωή: «Για να προκόψει κανείς στο μοναστήρι, πρέπει να αγωνίζεται χωρίς να πιέζεται, έλεγε ο Γέροντας. Όλα με χαρά και προθυμία, όχι αναγκαστικά. Ό,τι κάνει να το κάνει από αγάπη προς τον ουράνιο Νυμφίο, από θείο έρωτα. Όχι να βάζει στον νου του την κόλαση. Ο μοναχισμός δεν πρέπει να είναι φυγή αρνητική, αλλά φυγή θείου έρωτος. Η μοναχική ζωή είναι ζωή χαρισάμενη»[35].
Ο όσιος Γέροντας Πορφύριος το ίδιο σημαντική με την ισορροπία της ψυχής θεωρούσε και την ισορροπία των λειτουργιών του σώματος. Συχνά τηλεφωνούσε σε μοναστήρια ή και τα επισκεπτόταν, όσο το επέτρεπε η υγεία του, και συμβούλευε τις Γερόντισσες να προσέξουν την υγρασία της περιοχής, να φροντίσουν για την θέρμανση, για την διατροφή και για την υγεία των αδελφών. Θεωρούσε αναγκαίο οι μοναχές να περπατούν και να κινούνται και στενοχωριόταν όταν οι Γερόντισσες δεν καταλάβαιναν πόσο σημαντικό είναι αυτό. Έβλεπε, με το χάρισμα που του είχε δώσει ο Θεός, ότι η εναλλαγή των διακονημάτων, από το εργόχειρο στην ενασχόληση με την φύση, βοηθούσε τις αδελφές να είναι πιο χαρούμενες και αισιόδοξες. Επίσης ενδιαφερόταν ο Γέροντας Πορφύριος για την ποιότητα του πόσιμου νερού στα μοναστήρια. Γι᾽ αυτό και είχε καθοδηγήσει πολλά μοναστήρια για την εύρεση πηγών και τόνιζε την σημασία της ποιότητας του νερού για την υγεία του στομάχου και όλου του οργανισμού. Στο μοναστήρι μας είχε υποδείξει ότι η πηγή του σπηλαίου των Αγίων Επτά Παίδων είναι αγίασμα και συμβούλευε να πίνουν απ᾽ αυτό το νερό οι ασθενείς.
Αξίζει να αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, το οποίο διαβάσαμε στο βιβλίο του καθηγητή κ. Κρουσταλάκη. Το περιστατικό συνέβη εδώ, στην Σερβία, στην Ιερά Μονή του Γιάζακ, στην περιοχή του Novi Sad. Ο Γέροντας Πορφύριος, που ποτέ δεν είχε επισκεφθεί την Σερβία και την Μονή, ενημέρωσε την Γερόντισσα τηλεφωνικώς ότι κάποιοι σχεδίαζαν να μολύνουν το νερό της Μονής και την συμβούλευσε να αναζητήσουν σε άλλη περιοχή νερό για το μοναστήρι, προτείνοντάς της μάλιστα μία πηγή στο γειτονικό δάσος[36].
Θα ήθελα κλείνοντας να αναφερθώ στην μακαριστή Γερόντισσα Θεοσέμνη, κοντά στην οποία είχαμε την ευλογία να ζήσουμε. Η Γερόντισσα ίδρυσε την αδελφότητα της Χρυσοπηγής, πριν από τριάντα πέντε χρόνια, και κοιμήθηκε το 2000.
Η Γερόντισσα Θεοσέμνη δίδασκε εμπειρικά, με βιωματικό τρόπο. Με ένα της βλέμμα, μια κίνηση, ένα χαμόγελο έδειχνε αυτό που έπρεπε να δείς, πώς να προχωρήσεις. Η ειρήνη του προσώπου της γαλήνευε τις ανησυχίες όλων και ο ειρηνοποιός της λόγος λειτουργούσε ιαματικά στις ψυχές.
Απέναντι στις αδελφές η Γερόντισσα είχε ένα αίσθημα απέραντης ευθύνης, φροντίζοντας πάντα να τις προστατεύει από κάθε κίνδυνο με πνεύμα αυτοθυσίας. Δεν απέλπιζε καμμία και όλες μας χωρούσε η μητρική της καρδιά και επιείκεια.
Μάθαμε κοντά της να μοιραζόμαστε τον κόπο των διακονημάτων με φροντίδα η μία για την άλλη και στοργή. Δίδασκε με το ζωντανό της παράδειγμα πως ο μοναδικός τρόπος θεραπείας των ψυχών μέσα στην μοναστική κοινότητα και η οδός για την ουσιαστική βίωση της μοναστικής μας κλήσεως είναι η κατανόηση της αδυναμίας της κάθε αδελφής. Η Γερόντισσα Θεοσέμνη είχε έναν αεικίνητο και ευέλικτο τρόπο παιδαγωγίας των ψυχών, μολονότι η ίδια ως χαρακτήρας ήταν σιωπηλή και ησυχαστική. Ασκούσε την διοίκηση της Μονής εντελώς αθόρυβα. Διέθετε εφευρετικότητα να ανακαλύπτει χρόνο ξεχωριστό για την κάθε αδελφή. Την μια έπαιρνε να μαζέψουν μαζί χόρτα ή τσάϊ του βουνού, την άλλη να της δείξει πώς να μαστορέψει, εφ᾽ όσον είχε καταλάβει ότι αυτό είχε για εκείνη νόημα. Μια άλλη που δείλιαζε μπροστά στον κόπο και την άσκηση, την καλούσε ν᾽ ανέβουν πεζοπορία στο βουνό, για να δούν την ανατολή, όπως παρακινούσε ο όσιος Γέροντας Πορφύριος.
Η αγάπη της Γερόντισσας για την φύση ήταν κίνηση δοξολογική και την ενεργούσε ως ψηλάφηση της θείας Ωραιότητος. Ζούσε αυτό που έλεγε ο Γέροντας Πορφύριος: «Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Οι ομορφιές της φύσης είναι οι μικρές αγάπες που μας οδηγούν στην μεγάλη Αγάπη, τον Χριστό»[37]. Αυτήν την στάση ζωής ενέπνεε σε όλη την αδελφότητα, ώστε με την ενθάρρυνσή της και με το δίδαγμα της ακαταπόνητης προσωπικής της εργασίας, να φιλοτιμούνται οι αδελφές να αναλαμβάνουν σωματικούς κόπους, όπως απαιτήθηκε όταν η Γερόντισσα πρότεινε την πρωτοποριακή για τα τότε δεδομένα εφαρμογή της βιολογικής γεωργίας στα κτήματα της Μονής.
Στην σημερινή εποχή οι μοναχές που προσέρχονται στα μοναστήρια μας είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία πρόσωπα με πολλά κοινωνικά και μορφωτικά εφόδια και έχουν ανατραφεί με τους κανόνες των σύγχρονων κοινωνιών. Κάποιες από αυτές προέρχονται από πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα, άλλες έχουν ταξιδέψει σε πολλές χώρες και έχουν σπουδάσει διάφορες επιστήμες. Αυτοί οι άνθρωποι επιλέγουν την μοναχική ζωή, επειδή αναζητούν τον Χριστό ως Νυμφίο και έχοντας πλήρη επίγνωση ότι θα εισπράξουν κοινωνικό όνειδος. Για να μπορέσουν αυτές οι νέες αδελφές να ζήσουν με συνέπεια την νήψη και την σταυρική πορεία της μοναχικής ζωής, όπως συνεχίζει να βιώνεται στην Εκκλησία δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, έχουν ανάγκη από ένα κλίμα συνεχούς πνευματικής ανατροφοδότησης, εγρήγορσης και καθημερινής νοηματοδότησης. Η Γερόντισσα καλείται να ενισχύει διαρκώς τις αδελφές, ώστε να διατηρούν τον ζήλο και να μή φοβούνται να επιλέξουν την δυσκολία αντί για την ευκολία, τον κόπο αντί για την άνεση, την θυσιαστική προσφορά αντί για την απαίτηση και το δικαίωμα. Γιατί παραμονεύει πάντοτε ο κίνδυνος να υιοθετηθούν στα μοναστήρια μας νοοτροπίες και τακτικές εκκοσμίκευσης, που ακυρώνουν την μοναχική μας ιδιότητα, η οποία είναι αυθεντική, μόνο όταν και εφ᾽ όσον παραμένει «σταυρού και θανάτου επαγγελία»[38].
 Σημειώσεις:
1. Πράξ. 4, 32.
2. Λόγος Ασκητικός Γ´, 2, ΕΠΕ, σελ. 153.
3. Ασκητικαί Διατάξεις 28, PG 31, 1417 A.
4. Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης, ΒΕΠ 69, 116, 3 κ.εξ.
5. ό.π.
6. «άνθρωποι εκ διαφόρων γενών και χωρών κινηθέντες», οι οποίοι «εις τοσαύτην ακρίβειαν ταυτότητος συνηρμόσθησαν, ώστε μίαν ψυχήν εν πολλοίς σώμασι θεωρείσθαι και τα πολλά σώματα μιάς γνώμης όργανα δείκνυσθαι»: Μεγάλου Βασιλείου, Ασκητικαί Διατάξεις 18,2, PG 31, 1381D-1384A.
7. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Επιστολές προς μοναχές, Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Πανόραμα-Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 131.
8. Λουκ. 1, 38.
9. Νικηφόρου Θεοτόκη, Λόγος Επιφωνηματικός Δεύτερος εις μοναχήν την ημέραν εις την οποίαν ενεδύθη το Αγγελικόν Σχήμα, Ι. Ησυχαστήριον Παντοκράτορος Νταού Πεντέλης, Αθήναι 1970, σελ. 38-39.
10. Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου Βίος και Λόγοι, Ι. Μονή Χρυσοπηγής10 2009, σελ. 343.
11. Ο όσιος Γέροντας Πορφύριος έλεγε χαρακτηριστικά: «Την υπακοή στους Γέροντές μου την αισθανόμουνα σαν παράδεισο». Βλ. ό.π., σελ. 344.
12. Συμπόσιον, Λόγος α´, PG 18, 40 A-B.
13. Περί του τάς Κανονικάς μή συνοικείν ανδράσιν, απόσπ. 8, Bareille, 1, σελ. 442-4.
14. Ματθ. 6, 20.
15. Festugière, G 95, σελ. 208-209 από P. Deseille, Ο Παχωμιακός μοναχισμός, εκδ. «Τήνος», Αθήναι 1992, σελ.19.
16. Λόγος Ασκητικός Γ´, 2, ΕΠΕ, σελ. 153.
17. Όροι κατά πλάτος Β´, Ερώτησις Λ´, ΕΠΕ, σελ. 315.
18. Σύμφωνα με τα λόγια του οσίου Γέροντος Πορφυρίου: «Θέλετε να βρείτε την χαρά στην ζωή; Να διαβάζετε Αγία Γραφή. Να εκκλησιάζεσθε. Να προσέχετε τις ακολουθίες, όρθρο, ώρες, εσπερινό, απόδειπνο κ.λπ., γιατί τα λόγια τους είναι γραμμένα από αγίους … Όταν τα μελετάς με ζήλο και όρεξη και θείο έρωτα, τα ενστερνίζεσαι, τα ερωτεύεσαι, τ᾽ αγαπάεις, τα ζείς, γίνεσαι ένθεος. Κι όταν αυτό γίνει με κάθε επιμέλεια και συνέπεια, αγιαζόμαστε»: Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 527, 532.
19. Αγίου Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως, 35 Ποιμαντικές Επιστολές, εκδ. «Υπακοή», Αθήνα 1993, σελ. 121-122.
20. ό.π., σελ. 122.
21. ό.π., σελ. 74.
22. ό.π., σελ. 121-122.
23. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, μν.έρ., σελ. 133.
24. ό.π., σελ. 104-105.
25. ό.π., σελ. 97.
26. ό.π., σελ. 135.
27. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, μν.έρ., σελ. 129.
28. Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 197.
29. Vita S. Columbae I, 30, σελ. 40-41 από Ιερομ. Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανού, Οι εραστές της Βασιλείας, Άγιον Όρος 2009, σελ. 195.
30. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος ΛΑ´ 12, 24.
31. ό.π., σελ. 105-6.
32. Βλ. S. Tshetverikoff, Paissi Velitchkovsky, Réval, 1938, β΄μέρος, σελ. 49.
33. Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης – Ορόσημο αγιότητος στο σύγχρονο κόσμο, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2008, σελ. 334-335.
34. Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 343.35. ό.π., σελ. 338.
36. Βλ. Γ. Κρουσταλάκη, Γέρων Πορφύριος – Ο πνευματικός πατέρας και παιδαγωγός, εκδ. Εν πλω, Αθήνα 201110, σελ. 52-53.
37. Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 461.
38. «Ακολουθία του μεγάλου σχήματος», στο Μέγα Ευχολόγιον, εκδ. «Αστήρ», σ. 208.
 Mοναχή Θεοξένη
Kαθηγουμένη Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής
Mονής Ζωοδόχου Πηγής – Xρυσοπηγής
Xανιά – Kρήτη
* Η ομιλία της Γερόντισσας Θεοξένης, Kαθηγουμένης της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Mονής Ζωοδόχου Πηγής – Xρυσοπηγής, Xανίων Kρήτης, εκφωνήθηκε από την ίδια τη Γερόντισσα στα πλαίσια του Επιστημονικού-Πνευματικού Συμποσίου που διοργάνωσε και φιλοξένησε η Σερβική Ορθόδοξη Ιερά Μονή Ζίτσης από την 1η μέχρι και τις 4 Σεπτεμβρίου 2011. Το θέμα του Συμποσίου ήταν: «Περί γυναικείου μοναχισμού».

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Στέργιος Σάκκος, Ένας ανυπέρβλητος ύμνος στην ανδρεία γυναίκα.

site analysis 



Ἡ ἀνδρεία γυναίκα

῞Ενας ὕμνος ἀνυπέρβλητος

῎Αν ρωτούσαμε τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, πότε ἡ γυναίκα ἔγινε τό κέντρο τῆς προσοχῆς τοῦ κόσμου, πότε βγῆκε στό προσκήνιο τῆς ἐπικαιρότητος, μέ φυσικότητα θά μᾶς ἀπαντοῦσε· στίς ἀρχές τοῦ περασμένου αἰώνα, τότε πού τό φεμινιστικό κίνημα πανηγυρικά διακήρυξε τήν ἰσότητα τῶν δύο φύλων σ᾿ ὅλους τούς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καί θριαμβευτικά ὑποστήριξε τή χειραφέτηση τῆς γυναίκας. Κι ὅμως, πολύ πιό παλιά, ὅταν ἡ ἀνθρωπότητα δρασκέλιζε τό κατώφλι τῆς β' πρός τήν α' π.Χ. χιλιετηρίδα, γράφτηκε ἕνα ποίημα, στό ὁποῖο εἶναι διάχυτη ἡ ἐκτίμηση καί ὁ θαυμασμός γιά τή γυναίκα. ῾Ο ὁδοστρωτήρας τοῦ χρόνου δέν ἔφθειρε τόν ὕμνο αὐτό καί ἡ λήθη τῶν αἰώνων δέν τόν ἀφάνισε. Μέ διατηρημένη τή διαχρονικότητα καί ἐπικαιρότητά του προβάλλει σύγχρονος μέσα στούς ἱερούς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας καί ὁμολογουμένως ὠχριᾶ μπροστά του κάθε πρόσφατη παραγωγή τοῦ φεμινισμοῦ.
Στό ποίημα αὐτό, πού περιέχεται στό τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῶν Παροιμιῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δίδεται ὁ τίτλος «῾Η ἀνδρεία γυναίκα».
Καμία ἄλλη ἁγιογραφική περικοπή δέν ἀνεβάζει τή γυναίκα τόσο ψηλά, ὡς θρησκευτική καί ἠθική προσωπικότητα, ὅσο αὐτός ὁ ὕμνος. Σωστά λέχθηκε ὅτι τό παροιμιακό ποίημα ἀποτελεῖ τό ἄριστο κάτοπτρο τῆς ὑψηλῆς ἐκτιμήσεως, πού ἀπολάμβανε ἡ γυναίκα στόν ἀρχαῖο ἑβραϊκό πολιτισμό. ῾Η παγκόσμια βιβλιογραφία δέν ἔχει νά ἐπιδείξει ἰσάξιο κείμενο. Αἰῶνες τώρα οἱ ὕμνοι καί οἱ συνθέσεις μέ θέμα τήν ἀγάπη ἀδυνατοῦν ν᾿ ἀντιπαρατεθοῦν πρός τόν μεγαλειώδη ἐκεῖνον ὕμνο τῆς ἀγάπης, πού συνέθεσε ὁ θεόπνευστος νοῦς καί ἡ χριστοκεντρική καρδιά τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Α' Κο 13). Παρόμοια, κανένα δημιούργημα τῆς κοινῆς λογικῆς καί τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, γραμμένο πρός τιμήν τῆς γυναίκας, δέν τολμᾶ ν᾿ ἀναμετρηθεῖ μέ τό ἐγκώμιο πρός τήν ἀνδρεία γυναῖκα. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι κλασικές συνθέσεις τῆς νεώτερης λογοτεχνίας εἶναι ἐμπνευσμένες ἀπό τό ἐνθουσιῶδες αὐτό διδακτικό ποίημα.
Τό τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῶν Παροιμιῶν στή μετάφραση τῶν Ο' ἀριθμεῖται ὡς 29ο, ἐνῶ στό (ἑβραϊκό) μασοριτικό κείμενο φέρει τόν ἀριθμό 31. ῎Αγνωστος παραμένει ὁ συνθέτης τοῦ ἀμιμήτου αὐτοῦ ποιήματος, ἀλλά καί διάφοροι εἶναι οἱ ποιηταί τοῦ βιβλίου τῶν Παροιμιῶν, μέ ἡγήτορα βέβαια τό βασιλιά Σολομώντα καί πάνω ἀπ᾿ ὅλους τό ἅγιο Πνεῦμα, πού εἶναι ὁ ἐμπνευστής καί οὐσιαστικός συγγραφέας ὅλης τῆς ἁγίας Γραφῆς. Δεητικός ὑψώνεται ὁ τόνος στά ποιήματα τοῦ Δαυΐδ, στούς Ψαλμούς, συμβουλευτικός στή συλλογή ποιημάτων τοῦ Σολομώντα, στίς Παροιμίες. ᾿Επιπλέον, τό ποίημα γιά τήν ἀνδρεία γυναίκα ἔχει κι ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα, τήν ἀκροστιχίδα. Οἱ 44 στίχοι του κατανέμονται ἀνά δύο σέ στροφές καί τά πρῶτα γράμματα τῶν 22 στροφῶν ἀπαρτίζουν τό ἑβραϊκό ἀλφάβητο, τό ὁποῖο -ὡς γνωστόν- ἀποτελεῖται ἀπό 22 στοιχεῖα. Αὐτές οἱ ἰδιαιτερότητες δέν μποροῦν βέβαια νά ἀποδοθοῦν στό ἀρχαῖο ἑλληνικό κείμενο οὔτε στή νεοελληνική μετάφραση, πού παραθέτω στή συνέχεια.
῾Η ἀνδρεία γυναίκα (Πρμ 29,10-31)
10 Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη.
11 θαρσεῖ ἐπ᾿ αὐτῇ ἡ καρδία τοῦ ἀνδρός αὐτῆς, ἡ τοιαύτη καλῶν σκύλων οὐκ ἀπορήσει·
12 ἐνεργεῖ γάρ τῷ ἀνδρί ἀγαθά πάντα τόν βίον.
13 μηρυομένη ἔρια καί λίνον ἐποίησεν εὔχρηστον ταῖς χερσίν αὐτῆς.
14 ἐγένετο ὡσεί ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθεν, συνάγει δέ αὐτῆς τόν πλοῦτον.
15 καί ἀνίσταται ἐκ νυκτῶν καί ἔδωκε βρώματα τῷ οἴκῳ καί ἔργα ταῖς θεραπαίναις.
16 θεωρήσασα γεώργιον ἐπρίατο, ἀπό δέ καρπῶν χειρῶν αὐτῆς κατεφύτευσε κτῆμα.
17 ἀναζωσαμένη ἰσχυρῶς τήν ὀσφύν αὐτῆς ἤρεισε τούς βραχίονας αὐτῆς εἰς ἔργον.
18 ἐγεύσατο ὅτι καλόν ἐστι τό ἐργάζεσθαι, καί οὐκ ἀποσβέννυται ὁ λύχνος αὐτῆς ὅλην τήν νύκτα.
19 τούς πήχεις αὐτῆς ἐκτείνει ἐπί τά συμφέροντα, τάς δέ χεῖρας αὐτῆς ἐρείδει εἰς ἄτρακτον.
20 χεῖρας δέ αὐτῆς διήνοιξε πένητι, καρπόν δέ ἐξέτεινε πτωχῷ.
21 οὐ φροντίζει τῶν ἐν οἴκῳ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, ὅταν που χρονίζῃ· πάντες γάρ οἱ παρ᾿ αὐτῆς ἐνδεδυμένοι εἰσί.
22 δισσάς χλαίνας ἐποίησε τῷ ἀνδρί αὐτῆς, ἐκ δέ βύσσου καί πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα.
23 περίβλεπτος δέ γίνεται ὁ ἀνήρ αὐτῆς ἐν πύλαις , ἡνίκα ἄν καθίσῃ ἐν συνεδρίῳ μετά τῶν γερόντων κατοίκων τῆς γῆς.
24 σινδόνας ἐποίησε καί ἀπέδοτο τοῖς Φοίνιξι, περιζώματα δέ τοῖς Χαναναίοις.
25 ἰσχύν καί εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο καί εὐφράνθη ἐν ἡμέραις ἐσχάταις.
26 στόμα αὐτῆς διήνοιξε προσεχόντως καί ἐννόμως, καί τάξιν ἐστείλατο τῇ γλώσσῃ αὐτῆς.
27 στεγναί διατριβαί οἴκων αὐτῆς, σῖτα δέ ὀκνηρά οὐκ ἔφαγε.
28 τό στόμα δέ ἀνοίγει σοφῶς καί νομοθέσμως, ἡ δέ ἐλεημοσύνη αὐτῆς ἀνέστησε τά τέκνα αὐτῆς καί ἐπλούτησαν, καί ὁ ἀνήρ αὐτῆς ᾔνεσεν αὐτήν.
29 Πολλαί θυγατέρες ἐκτήσαντο πλοῦτον, πολλαί ἐποίησαν δύναμιν, σύ δέ ὑπέρκεισαι καί ὑπερῇρας πάσας.
30 ψευδεῖς ἀρέσκειαι καί μάταιον κάλλος γυναικός· γυνή γάρ συνετή εὐλογεῖται, φόβον δέ Κυρίου αὕτη αἰνείτω.
31 δότε αὐτῇ ἀπό καρπῶν χειλέων αὐτῆς, καί αἰνείσθω ἐν πύλαις ὁ ἀνήρ αὐτῆς.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
10 Γυναίκα ἀνδρεία ποιός θ᾿ ἀνακαλύψει; Αὐτή εἶναι πολυτιμότερη κι ἀπ᾿ τά πολύτιμα πετράδια.
11 ᾿Απ᾿ αὐτήν παίρνει θάρρος ἡ καρδιά τοῦ ἄνδρα της· κανένα ἀγαθό δέν θά τῆς λείψει.
12 Σ᾿ ὅλη της τή ζωή μοχθεῖ γιά τοῦ ἄνδρα της τήν εὐτυχία.
13 Κουβαριάζει νήματα μάλλινα καί λινά καί φτιάχνει μέ τά χέρια της πράγματα χρήσιμα.
14 Σάν πλοῖο μοιάζει, πού μεταφέρει ἐμπορεύματα ἀπό μέρη μακρινά· ἔτσι συγκεντρώνει τά πλούτη της.
15 Σηκώνεται ἀπ᾿ τή νύχτα καί μοιράζει στούς δικούς της τροφές καί στίς δοῦλες της διακονήματα.
16 ᾿Εξετάζει προσεκτικά καί ἀγοράζει ἕνα χωράφι, πού μέ τόν κόπο τῶν χεριῶν της τό κάνει κατάφυτο κῆπο.
17 Περιζώνει καλά-καλά τή μέση της καί στηρίζει τά μπράτσα της στή δουλειά.
18 Γεύθηκε πόσο ὠφέλιμη εἶναι ἡ δουλειά, γι᾿ αὐτό δέν σβήνει τό λυχνάρι της ὅλη τή νύχτα.
19 Τά χέρια της ἁπλώνει γιά τά συμφέροντά της καί στηρίζει τίς παλάμες της στό ἀδράχτι.
20 ᾿Ανοίγει στόν φτωχό τά χέρια της κι ἁπλώνει τήν παλάμη στόν δυστυχισμένο.
21 Δέν νοιάζεται γιά τίς σπιτικές φροντίδες ὁ ἄνδρας της, ὅταν βρίσκεται κάπου μακριά, διότι ὅλοι ὅσοι ζοῦν μέ τή γυναίκα του εἶναι καλοντυμένοι.
22 Διπλά πανωφόρια ἑτοιμάζει γιά τόν ἄνδρα της καί γιά τόν ἑαυτό της φορέματα ἀπό λευκό λινό καί πορφύρα.
23 Θαυμάζουν ὅλοι τόν ἄνδρα της, ὅταν καθίσει ὡς σύνεδρος στήν πλατεῖα μαζί μέ τή γερουσία τοῦ τόπου.
24 ῾Υφαίνει σεντόνια καί ἐνδύματα, πού τά πουλᾶ στούς Φοίνικες καί στούς Χαναναίους.
25 Δύναμη καί μεγαλοπρέπεια εἶναι ντυμένη, καί εὐφραίνεται μές στά γηρατειά της.
26 ῞Οταν ἀνοίγει τό στόμα της, μιλᾶ μέ προσοχή καί ἀκρίβεια· ἁρμονία σκορπᾶ μέ τή γλῶσσα της.
27 Ζεστή εἶναι ἡ παραμονή στό σπίτι της καί καλομαγειρεμένα τά φαγητά της.
28 Τά λόγια της εἶναι σοφά καί σύμφωνα μέ τό νόμο· ἡ ἐλεημοσύνη της προκοπή καί πλοῦτος γιά τά παιδιά της. Γι᾿ αὐτό τῆς πλέκει ἐγκώμιο ὁ σύζυγός της.
29 Πολλές γυναῖκες ἀπέκτησαν πλούτη, πολλές ἀναδείχθηκαν δυνατές, ἐσύ ὅμως στέκεις ψηλότερα καί ὅλες τίς ξεπέρασες.
30 Εἶναι ψεύτικη ἡ φιλαρέσκεια καί μάταιο τό κάλλος τῆς γυναίκας· ἡ φρόνιμη γυναίκα ὅμως τιμᾶται, γι᾿ αὐτό μέ εὐλάβεια ἄς ὑμνεῖ τόν Κύριο.
31 ᾿Ανταποδῶστε της γιά ὅ,τι προσφέρει μέ τά χείλη της καί ἐπαινέστε τόν ἄνδρα της στίς πλατεῖες.

᾿Εγκώμιο μέ διαχρονική ἀξία
᾿Από τόν τίτλο τοῦ ποιήματος δημιουργεῖται ἴσως ἡ ἐντύπωση ὅτι αὐτό ἀναφέρεται ἀποκλειστικά στό γυναικεῖο φῦλο. ᾿Αλλ᾿ ἡ ἐπισταμένη μελέτη τῆς πλοκῆς του διατρανώνει πώς ἀφορᾶ ἐπίσης στόν ἄνδρα, στά παιδιά, στήν οἰκογένεια ὅλη. Προσφέρει στόν νέο, ὁ ὁποῖος σκέπτεται σοβαρά τό γάμο, τά κριτήρια ἐκλογῆς τῆς μελλούσης συζύγου του. Εἶναι ἀκόμη ζυγαριά καί δείκτης πορείας καί γιά ὅλους ἐκείνους πού ἤδη ξεκίνησαν καί διανύουν τήν οἰκογενειακή τους ζωή.
Μές στά εἰκοσιδύο δίστιχά του ζωγραφίζεται ἀνάγλυφα τό μεγαλεῖο
τῆς ἀληθινῆς,
τῆς ἄξιας καί
σπουδαίας γυναίκας.
᾿Εμφανίζεται τό ἰδεῶδες τῆς γυναικείας ἀρετῆς, καθώς φιλοτεχνεῖται τό πορτραῖτο τῆς τέλειας γυναίκας, ἡ ὁποία διακρίνεται γιά τά πλούσια προσόντα καί τά σπάνια χαρίσματά της. Δίκαια ἡ περικοπή αὐτή χαρακτηρίστηκε ὡς τό «χρυσοῦν ἀλφάβητον διά τάς γυναῖκας»· ἕνα ἀλφάβητο εὔχρηστο σέ κάθε ἐποχή καί γλῶσσα. ῾Ο ἀείμνηστος καθηγητής Π. Μπρατσιώτης στήν περισπούδαστη ἐργασία του «῾Η γυνή ἐν τῇ ῾Ιερᾷ Βίβλῳ», μετά ἀπό σύντομη παρουσίαση τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου, σημειώνει χαρακτηριστικά· «Τοιοῦτο εἶναι τό ἰδανικόν τῆς γυναικός τό πρό 2 1/2 χιλιάδων καί πλέον ἐτῶν θεοπνεύστως ἐν τῇ ῾Ιερᾷ Βίβλῳ διατυπωθέν, εἰς ὅ ὅμως μετά τοσούτων αἰώνων πρόοδον καί ἀνάπτυξιν οὐδέν θά ἠδύνατο μήτε νά προστεθῇ μήτε ν᾿ ἀφαιρεθῇ».
Σ᾿ ἐκεῖνα τά προχριστιανικά χρόνια κατά κανόνα ἡ γυναίκα εἶνε κατώτερη ἀπό τόν ἄνδρα, κτῆμα καί δούλη του, ἕνα ἀναφαίρετο παιχνίδι, πού θά ἱκανοποιεῖ διαρκῶς τίς ὀρέξεις καί τίς ἰδιοτροπίες του. ᾿Εντούτοις, ἡ πρωταγωνίστρια τοῦ ὕμνου μας σπάζει τό κατεστημένο τῆς ἐποχῆς της. Προβάλλει ὡς ἀξιοσέβαστη δέσποινα, πραγματική σύντροφος καί συνεργάτις τοῦ συζύγου της, ὄχι ἕνα res πρός καταπάτηση ἤ ἐκμετάλλευση, ἀλλά πολύτιμη βοηθός του (πρβλ. Γε 2,18) καί δῶρο ἀκριβό τοῦ Θεοῦ. Εἶναι γεγονός ὅτι στήν ἀρχαιότητα ἡ θέση τῆς ᾿Ισραηλίτισσας γυναίκας καί μάλιστα τῆς ἐγγάμου, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ ὕμνος, δέν εἶναι τόσο ταπεινή καί ὑποτιμητική, ὅσο στούς ἄλλους λαούς. Χωρίς νά εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό τό κυριαρχικό φρόνημα, ὁ ᾿Ισραηλίτης περιβάλλει τή σύζυγό του μέ σεβασμό καί ἐκτίμηση. Κλασικά παραδείγματα γιά τήν ἐπιβεβαίωση τοῦ λόγου ἀποτελοῦν οἱ γυναῖκες τῶν πατριαρχῶν Σάρρα, Ρεβέκκα, Ραχήλ. Μή λησμονοῦμε ἀκόμη τίς πρωτοποριακές ἐκεῖνες περιπτώσεις, ὅπου κάποιες ᾿Ισραηλίτισσες διαδραματίζουν σπουδαῖο ἡγετικό ρόλο στήν ἱστορία τοῦ ᾿Ισραήλ, ὅπως π.χ. ἡ Δεββώρα (βλ. Κρ 4-5), ἤ μετέχουν ἐνεργά στή θρησκευτική ζωή, ὅπως ἡ ἀδελφή τοῦ Μωϋσέως, ἡ Μαριάμ (βλ. ῎Εξ 15,20) ἤ ἡ προφῆτις ῎Ολδα (βλ. Δ' Βα 22,14).
῾Η ἐντυπωσιακή αὐτή ὑπεροχή τῶν ᾿Ισραηλιτισσῶν ἔναντι τῶν συγχρόνων τους γυναικῶν τῶν ἄλλων ἐθνοτήτων ὀφείλεται ἀναμφίβολα στό γεγονός ὅτι στήν ἑβραϊκή κοινωνία καί οἰκογένεια ἔχει ἀφήσει ἀνεξίτηλη τή σφραγίδα της ἡ μονοθεϊστική θρησκεία, ἡ λατρεία καί ὁ νόμος τοῦ Γιαχβέ. Πράγματι ὁ μωσαϊκός νόμος, παρ᾿ ὅλο πού δέν ἐξισώνει τά δύο φῦλα, ἀναγνωρίζει σ᾿ αὐτά ὀντολογική καί σωτηριολογική ἰσοτιμία. Γι᾿ αὐτό καί οἱ ἠθικές ἐντολές ἀπευθύνονται ἐξίσου στόν ἄνδρα καί στή γυναίκα. ᾿Εξάλλου, ἄν καί δέν καταργεῖ τήν πολυγαμία ἡ Παλαιά Διαθήκη, προβάλλει ἔντονα ὡς ἰδεώδη συζυγική σχέση τή μονογαμία. Δέν εἶναι δέ τυχαῖο ὅτι ὁ Γιαχβέ ἀπαιτεῖ ἀπό τόν περιούσιο λαό του νά προσβλέπει μόνο σ᾿ αὐτόν, ὅπως ἡ πιστή νύμφη στό νυμφίο της, καί νά μήν ἔχη καμία σχέση μέ ἄλλους θεούς. Κάθε φορά πού ὁ ᾿Ισραηλίτης ἀθετεῖ αὐτή τήν ἱερή σχέση, στιγματίζεται ἡ ἀποστασία του ὡς συζυγική ἀπιστία· «Πῶς ἐγένετο πόρνη πόλις πιστή Σιών, πλήρης κρίσεως, ἐν ᾗ δικαιοσύνη ἐκοιμήθη ἐν αὐτῇ, νῦν δέ φονευταί;» (᾿Ησ 1,21).
῾Η μοιχεία στιγματίζεται ὡς ἀφροσύνη καί ἀσέβεια· «ὅς ἐκβάλλει γυναῖκα ἀγαθήν, ἐκβάλλει τά ἀγαθά, ὁ δέ κατέχων μοιχαλίδα ἄφρων καί ἀσεβής» (Πρμ 18,22α). Στόν ἄρχοντα ὁ νόμος συστήνει· «Καί οὐ πληθυνεῖ ἑαυτῷ γυναῖκας, ἵνα μή μεταστῇ αὐτοῦ ἡ καρδία» (Δε 17,17). ᾿Απαγορεύει νά παίρνει ὁ ῾Εβραῖος ὡς συζύγους συγχρόνως δύο ἀδελφές· «Γυναῖκα ἐπ᾿ ἀδελφῇ αὐτῆς οὐ λήψῃ ἀντίζηλον ἀποκαλύψαι τήν ἀσχημοσύνην αὐτῆς ἐπ᾿ αὐτῇ, ἔτι ζώσης αὐτῆς» (Λε 18,18).
῾Ο σεβασμός πρός τή μητρότητα ἀνεβάζει ἐπίσης τήν ὑπόληψη τῆς γυναίκας στήν ἰουδαϊκή κοινωνία. «Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου», θεσπίζει ὁ Δεκάλογος (῎Εξ 20,12), καί οἱ Παροιμίες ἐκτιμοῦν ὡς ἰδιαίτερη εὔνοια τοῦ Θεοῦ τό ν᾿ ἀποκτήσει ὁ ᾿Ισραηλίτης καλή γυναίκα· «῞Ος εὗρε γυναῖκα ἀγαθήν, εὗρε χάριτας, ἔλαβε δέ παρά Θεοῦ ἱλαρότητα» (Πρμ 18,22).
Σέ πολλά χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἰδιαίτερα στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν ἐξαίρονται οἱ ἀρετές τῆς γυναίκας. ᾿Αλλοῦ πάλι, κυρίως στά προφητικά βιβλία, ἐλέγχονται τά πάθη καί οἱ κακίες της, ὅπως ἐξάλλου ἐλέγχονται καί τοῦ ἀνδρός οἱ κακίες.
Εἰδικά στό ποίημα γιά τήν ἀνδρεία γυναίκα δέν προβάλλει ἐνώπιόν μας μία γυναίκα ἄβγαλτη, ἔγκλειστη στό χαρέμι, δειλή καί ἀμαθής, οὔτε μία σύζυγος ἄπιστη καί διεστραμμένη, ἀλλά
* μία ἀφοσιωμένη συμβία,
ἡρωίδα καί λεβέντισσα,
δραστήρια καί ἐπιδέξια,
μία γυναίκα ἡ ὁποία, ἄν καί ἀνήκει σέ εὔπορη καί εὐκατάστατη οἰκογένεια, δουλεύει ὅπως οἱ δοῦλες καί οἱ φτωχές ἀγρότισσες. ᾿Ενῶ ὅμως παρουσιάζονται τά γνωρίσματα μιᾶς ἀγρότισσας, ἐντούτοις τά στοιχεῖα αὐτά δέν μειώνουν στό ἐλάχιστο τήν παγκοσμιότητα, τήν καθολικότητα καί τήν αἰωνιότητα τῶν θείων νοημάτων τοῦ ποιήματος.
Θεωροῦν μερικοί ὅτι τό ὑπέροχο αὐτό ἐγκώμιο ἀναφέρεται σέ συγκεκριμένη βασίλισσα. ῾Η ἄποψη ὅμως αὐτή δέν εἶναι τεκμηριωμένη. ᾿Εντούτοις, καθώς προχωρεῖ κανείς στή μελέτη τοῦ κειμένου, διακρίνει ἕνα ἀστραφτερό βασιλικό στέμμα, πού μέ τ᾿ ἀκριβά καί σπάνια πετράδια του λαμπρύνει τό κεφάλι τῆς ἀνδρείας γυναίκας. Εἶναι οἱ ἄφθαρτες ἀρετές της·
* ἡ ἀφοσίωση στό σπιτικό της,
* ἡ οἰκονομία της,
ἡ φιλεργία της,
ἡ ἐλεημοσύνη της, μά προπάντων
ἡ εὐσέβειά της.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ περικοπή μας εἶναι πολύ ἐκφραστική τῆς ἐποχῆς της, διότι ἀπεικονίζει τίς γυναῖκες ὅλων τῶν τάξεων, τῆς πόλεως καί τοῦ χωριοῦ, καθόσον τότε καί οἱ γυναῖκες τῶν πόλεων ἦταν ἀγρότισσες. ῾Υπενθυμίζω ἐπιπλέον τή διαχρονικότητα τῆς ἁγίας Γραφῆς· ἀκόμη καί ὅταν ἀναλύει θέματα καιρικοῦ, τοπικοῦ ἤ ταξικοῦ χαρακτῆρος, δέν παύει νά ἐκπέμπει μηνύματα μέ κῦρος καθολικό καί ἐπικαιρότητα αἰώνια. Τό ἱστορικό πλαίσιο δηλαδή δέν ἀλλοιώνει τό πνεῦμα καί τούς στόχους πού ἡ ἴδια ἡ Γραφή θέλει νά προσφέρει καί νά χαράξει στή σκέψη τοῦ ἀνθρώπου τῆς κάθε ἐποχῆς. Στά χρόνια τοῦ ἀπ. Παύλου π.χ. εἶχε δημιουργηθεῖ μέ τά εἰδωλόθυτα σοβαρό πρόβλημα, τό ὁποῖο ἀντιμετωπίζει ὁ ἴδιος στήν Α' ᾿Επιστολή του πρός τούς Κορινθίους. ῾Οπωσδήποτε παρόμοιο θέμα δέν ὑφίσταται στή σύγχρονη ἐποχή. ᾿Από τή διευθέτηση ὅμως ἐκείνου τοῦ προβλήματος ἀναδύονται συμπεράσματα μέ αἰώνιο κῦρος, ἱκανά νά χειραγωγήσουν στή λύση ποικίλων προβλημάτων τοῦ σήμερα. ᾿Αναφέρω ἐνδεικτικά τό ἀξίωμα «ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δέ ἀγάπη οἰκοδομεῖ» (Α' Κο 8,2) καί τή σπουδαία κατακλείδα αὐτῆς τῆς περικοπῆς «οὐ μή φάγω κρέα εἰς τόν αἰῶνα, ἵνα μή τόν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω» (στ. 13).
Εἶναι ἀλήθεια πώς πολλά πράγματα μέ τό πέρασμα τῶν αἰώνων χάνουν τήν ἐπικαιρότητά τους καί ἐκπίπτουν ἀπό τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Αλλά εἶναι καί κάποια ἄλλα, τά ὁποῖα μένουν ἀνέγγιχτα ἀπό τόν ὁδοστρωτήρα τοῦ χρόνου. ῾Ο ἥλιος π.χ. ἤ τό ὀξυγόνο παραμένουν πάντοτε σύγχρονα καί χαρακτηρίζονται «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ», παρόλες τίς ἀνακαλύψεις τῆς ἐπιστήμης καί τίς θαυμαστές ἐφαρμογές τῆς τεχνολογίας. ῎Ετσι, κι ἕνας πού ξέρει νά «περπατάει» στίς σελίδες τῆς Γραφῆς, δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τά πρόσκαιρα στοιχεῖα καί σχήματα, ἀλλά στέκεται στίς ἀναλλοίωτες καί αἰώνιες ἀλήθειές της. Σ᾿ αὐτές τίς ἀκατάλυτες καί ἄφθαρτες ἀξίες, πού ξεπηδοῦν ἀπό τούς στίχους γιά τήν ἀνδρεία γυναίκα, θά στρέψουμε στή συνέχεια τήν προσοχή μας.

Στέργιος Σάκκος ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Γυναικείες μορφές της Παλαιάς Διαθήκης



site analysis

Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης
εκλ. Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας
της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης



Γυναικείες μορφές της Παλαιάς Διαθήκης[1]



Η διαπραγμάτευση του θέματος σχετικά με την παρουσία των γυναικών στην Παλαιά Διαθήκη είναι εκ των πραγμάτων άκρως ενδιαφέρουσα, καθώς η Παλαιά Διαθήκη,[2] όχι μόνο προβάλει έντονα τη γυναικεία παρουσία με πρωταγωνιστικό ρόλο στη θεολογία της, αλλά και έχει δώσει σε μερικά βιβλία της γυναικεία ονόματα, καθώς γυναίκες πρωταγωνιστούν σε αυτά και προετοιμάζουν με τον τρόπο τους το δρόμο για να έρθει ο Μεσσίας. Παρατηρούμε πράγματι πως γυναικεία ονόματα κοσμούν ακόμα και τίτλους των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, όπως της Ρούθ, της ουδίθ και της σθήρ, όπως έχουμε και τα ομώνυμα βιβλία.  
Ίσως το πιο γνωστό πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης που δεσπόζει και στα 49 της βιβλία, και στην Καινή Διαθήκη, αλλά και στον μετέπειτα βυζαντινό πολιτισμό είναι η Εύα. Σύμφωνα με την πασίγνωστη διήγηση της Γενέσεως και του προπατορικού αμαρτήματος, ο Θεός, όταν είδε πως δεν ήταν ωραίο ο Αδάμ να είναι μόνος του, έφτιαξε από την πλευρά του, τον ώμο του, την ώρα που κοιμόταν, την Εύα για να είναι ισάξια με τον Αδάμ. Μέσα σε ένα ανδροκρατούμενο κόσμο, ο συγγραφέας εξυψώνει ιδιαίτερα την γυναίκα καθώς την παρουσιάζει ισάξια με τον άνδρα. Δημιουργείται από την πλευρά του Αδάμ, κατά το 2ο κεφάλαιο του βιβλίου Γένεσις[3] (πέρα από το γεγονός ότι η πρώτη διήγηση της δημιουργίας του ανθρώπου, στο 1ο κεφάλαιο του ίδιου βιβλίου, αναφέρει πως ο Θεός δημιούργησε τα δύο φύλα, το ανδρικό και το γυναικείο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο[4]), για να τονίσει πως η Εύα είναι ισάξια του Αδάμ, και όχι από κάποιο χαμηλό σημείο του ανθρωπίνου σώματος, π.χ. τα πόδια του. Βέβαια παρατηρούνται κάποια σημάδια κατωτερότητας της γυναίκας, αλλά δεν ήταν νοητό την εποχή εκείνη αυτά τα σημεία να μην υπάρξουν. Π.χ. πρώτα πέφτει στην αμαρτία η Εύα και αυτή παρασέρνει τον Αδάμ. Πράγματι, όπως σχολιάζουν σύγχρονοι ερευνητές των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, θα ήταν πολύ βαρύ για την εποχή εκείνη να φανεί στη διήγηση πως ο άνδρας παρέσυρε στο κακό τη γυναίκα, ενώ το αντίθετο φάνταζε πολύ πιο φυσιολογικό. Τελικά ξέρουμε πως αυτή η σκηνή επικράτησε. Η  Εύα έκοψε πρώτα τον καρπό και αυτή παρέσυρε τον άνδρα.
Όμως παρότι η Εύα πρώτη έκοψε τον καρπό δεν φαίνεται κατώτερη από τον άνδρα καθώς ο Αδάμ διατηρεί στο ακέραιο την ευθύνη του. Από το διάλογο μέσα στον κήπο με τον ίδιο το Θεό εκείνο το πρώτο απόγευμα μετά την πτώση, φαίνεται καθαρά πως ο Αδάμ δεν έχει καμία δικαιολογία ακόμα και στην περίπτωση που τον παρέσυρε η Εύα. Έπρεπε να προσέξει και να μείνει μακριά από το συγκεκριμένο δέντρο.
Το προπατορικό αμάρτημα το προσέλαβε η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας σε πολλές εκφράσεις της και κυρίως στην ποίηση της. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αναμφισβήτητα το τροπάριο της Κασσιανής που ακούγεται σε όλες τις εκκλησίες κάθε Μεγάλη Τρίτη, εδώ και 1200 χρόνια περίπου από τότε που γράφτηκε, λέγει πως εκείνη η γυναίκα που σκούπισε μετανοημένη με τα μαλλιά της τα πόδια του Χριστού, αυτή η γυναίκα σκούπισε ακριβώς τα ίδια πόδια που άκουσε η Εύα το μοιραίο απόγευμα στα Ανατολικά της Εδέμ, στον κήπο του παραδείσου:
«Καταφιλήσω του αχράντους σου πόδας…
ν ν τ παραδείσ Εα τ δειλινν
κρότον τος σν (ν) χηθεσα
τ φόβ κρύβη».[5]
 Το τροπάριο τονίζει την εκκλησιαστική θεολογία, όπου ο Χριστός είναι ο άσαρκος Λόγος της Παλαιάς Διαθήκης που φωτίζει τους Πατριάρχες,[6] με την παρουσία τριών γυναικών. Γυναίκα έγραψε το τροπάριο, η Κασσιανή, γυναίκα παρέσυρε τον Αδάμ στην πτώση και κρύφτηκε εκείνο το μοιραίο δειλινό, η Εύα, και γυναίκα με πλήρη μετάνοια προσεγγίζει τον Κύριο λέγοντας το μαρτον. Σύνδεση Παλαιάς και Καινής Διαθήκης με τρεις γυναίκες. Πάλι η γυναίκα εξαίρεται.
Μία άλλη γυναίκα που ξεχωρίζει στην Παλαιά Διαθήκη είναι η Ρουθ, το όνομα της οποίας, όπως ήδη προαναφέραμε, κοσμεί ένα από τα 49 βιβλία της Π.Δ. και συγκεκριμένα το 8ο. Η ιστορία της είναι μία απλή ιστορία που συμβάλει στον κεντρικό θεολογικό άξονα της Αγίας Γραφής. Η Ρουθ πρέπει να έζησε την εποχή των Κριτών, όπως γράφει το ίδιο το βιβλίο, και ήταν Μωαβίτισσα, καταγόταν δηλαδή από τη Μωάβ, μία πόλη ανατολικά της Νεκρής Θάλασσας, όπου και κατοικούσε. Όλα ξεκίνησαν όταν μία οικογένεια μετακόμισε στην Μωάβ από τη Βηθλεέμ γιατί στη Βηθλεέμ έπεσε μεγάλος λιμός. Η Ρουθ γνωρίστηκε με τον Μααλών, γιο αυτής της οικογένειας, και τον παντρεύτηκε, όμως σε λίγο καιρό χήρεψε και αυτή και η πεθερά της η Νωεμίν. Η πεθερά της αναγκάζεται να γυρίσει πίσω στη Βηθλεέμ και η Ρουθ αποφασίζει να την ακολουθήσει, παρότι η πεθερά της την προτρέπει να παραμείνει στην πατρίδα της. Στη Βηθλεέμ για να ζήσει η Ρουθ δουλεύει στα χωράφια του Βοόζ, ο οποίο ήταν και μακρινός συγγενής της. Ο Βοόζ την ερωτεύεται, την παντρεύεται, και από το γάμο τους γεννιέται ο Ωβήδ, ο οποίος ήταν παππούς του Δαυίδ, από την γενιά του οποίου θα προέλθει ο Ιησούς Χριστός.[7] Ξέρουμε από την έρευνα πως το εν λόγω βιβλίο γράφτηκε από κάποιον που ανήκε τον κύκλο του προφήτη Σαμουήλ,[8] ο οποίος έχρισε για πρώτη φορά βασιλείς στην ιστορία των Ιουδαίων, και συγκεκριμένα τους Σαούλ και Δαυίδ, από την γενιά του οποίου θα προέλθει ο Χριστός. Για να αναφερθεί το βιβλίο στην προϊστορία του Μεσσία δεν χρησιμοποίησε τα όνομα κάποιου από τους άνδρες της υπόθεσης, όπως του Βοόζ ή του Ωβίδ, αλλά το όνομα μιας γυναίκας, της Ρουθ. Είναι εύλογο πως το όνομα της Ρουθ βρίσκεται και στη γενεαλογία του Ιησού Χριστού, όπως μας την παραδίνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος στην πρώτη σελίδα του ευαγγελίου του γράφοντας χαρακτηριστικά : «…Σαλμν δε γέννησε τν Βοζ κ τς Ραχάβ» ο δεύτερος άνδρας της Ρουθ, «Βοζ δ γέννησε τν βδ κ τς ‘Ρουθ, βδ δ γέννησε τν εσσαί, εσσα δ γέννησε τν Δαυεδ τν βασιλέα…»[9]. Μία απλή γυναίκα που υπό άλλες συνθήκες θα περνούσε εντελώς απαρατήρητη καθώς η ζωής της δεν έχει τίποτα το συγκλονιστικό στην ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης – παντρεύτηκε κάποιον από άλλο μέρος (τη Βηθλεέμ) – αποκτά μεγίστη σημασία καθώς θα γεννήσει τον παππού του Δαυίδ, δηλαδή θα αποτελέσει μέρος της προϊστορίας του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό δεν συγκαταλέγεται μόνο στα γνωστά ονόματα της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και της πρώτης πρώτης σελίδας της Καινής.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό πως γυναίκες γίνονται και Κριτές, πρόσωπα που πρωταγωνιστούν και κατευθύνουν τη ζωή του Ισραήλ μεταξύ του 12ου ως τη μέση περίπου του 11ου αιώνα, δηλαδή από τότε που πέθανε ο Ιησούς του Ναυή μέχρι τον προφήτη Σαμουήλ. Μία γυναίκα που κατατάσσεται μεταξύ των Κριτών είναι η προφήτισσα Δεββώρα. Η Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο των Κριτών 5,7 γράφει τα εξής για τη Δεββώρα :
«ξέλιπον ο δυνατο ν σραήλ, ξέλιπον,
ως ο ναστ Δεββώρα,
ως ο ναστ μήτηρ ν σραήλ».
Επίσης πολύ χαρακτηριστική αν αναλογιστούμε και εδώ την ανδροκρατούμενη κοινωνία μέσα από την οποία βγήκε : «Έλειψαν οι δυνατοί από τον Ισραήλ, μέχρι να φανεί η Δεββώρα, μέχρι να φανεί ως μητέρα του Ισραήλ».
Μία άλλη γυναίκα που αναφέρεται στο 6ο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που λέγεται Ιησούς του Ναυή και θα γίνει αντικείμενο θετικών σχολιασμών από την Καινή Διαθήκη και τη μετέπειτα βυζαντινή θεολογία είναι η πόρνη Ραάβ που μένει στην Ιεριχώ. Βρισκόμαστε την εποχή που οι Ισραηλίτες έχουν επιστρέψει στη γη Χαναάν από την Αίγυπτο, αλλά αντιμετωπίζουν προβλήματα εγκατάστασης καθώς πολλές πόλεις τους έχουν καταληφθεί από τους Αμορραίους βασιλιάδες. Μία από αυτές είναι και η Ιεριχώ, όπου διαμένει η Ραάβ.
Ο Ιησούς του Ναυή στην προσπάθεια του να καταλάβει την Ιεριχώ, στέλνει ανθρώπους στην πόλη για να κατασκοπεύσουν την κατάσταση. Όταν οι κατάσκοποι των Ισραηλιτών θα μπουν στην Ιεριχώ για να βολιδοσκοπήσουν την πόλη, η πόρνη Ραάβ θα δεχτεί καλοπροαίρετα να τους φιλοξενήσει στο σπίτι της. Όταν θα κινδυνέψουν εκείνη, σεβόμενοι τη φιλοξενία της, δεν θα τους καταδώσει, αντιθέτως θα τους φυγαδέψει κατεβάζοντας τους από το παράθυρο με ένα κόκκινο σχοινί. Οι κατάσκοποι Ισραηλίτες τη συμβουλεύουν να αφήσει το σχοινί στο παράθυρο, και εκείνη ακολουθεί πιστά την συμβουλή τους. Όταν αργότερα θα κυριέψουν αγρίως την Ιεριχώ, βλέποντας το κόκκινο σχοινί θα καταλάβουν πως αυτό το σπίτι τους είχε προσφέρει φιλοξενία και κάλυψη, και έτσι δεν θα σκοτώσουν ούτε την Ραάβ, ούτε τους συγγενείς της.[10] Η Ραάβ θα γίνει το σύμβολο της πλήρους εμπιστοσύνης. Άκουσε τους κατασκόπους των Ισραηλιτών και σώθηκε. Ο Απόστολος Παύλος στο 11ο κεφάλαιο της Προς Εβραίους επιστολής αναφέρει χαρακτηριστικά για τη Ραάβ : «Πίστει τ τείχη εριχ πεσε κυκλωθέντα π πτ μέρας. Πίστει αβ πόρνη ο συναπώλετο τος πειθήσασι, δεξαμένη τος κατασκόπους μετ’ ερήνης».[11] Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, πολλούς αιώνες μετά, θα πει πως η Ραάβ είναι η εικόνα της Εκκλησίας, η οποία Εκκλησία δεν δέχτηκε τους κατασκόπους τους Ιησού του Ναυή, αλλά τους μαθητές του Χριστού.[12]           
Βέβαια οι γυναίκες δεν φέρνουν μόνο το καλό στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και τη συμφορά, συνδέοντας πολλές φορές το όνομα τους με αυτήν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ιεζάβελ, πρόσωπο που ζει περίπου το 875 π.Χ. στα χρόνια του προφήτη Ηλία. Η Ιεζάβελ, που προέρχεται από τη βασιλική οικογένεια των Φοινίκων, είναι η σύζυγος του βασιλιά του Ισραήλ Αχαάβ, και θέλει να επιβάλει τη λατρεία του ψεύτικου Θεού Βάαλ. Η Ιεζάβελ με διαταγή της σκοτώνει πολλούς προφήτες που διδάσκουν την πίστη στον αληθινό Θεό και ο Ηλίας ζει κρυμμένος και περιπλανώμενος σε διάφορα μέρη. Μάλιστα η Γραφή μας πληροφορεί πως ζούσε τρεφόμενος και κρέας και ψωμί που έφερναν τα κοράκια αλλά και με τη βοήθεια μια χήρας από τη Σερεπτά της Σιδώνας ένα κοράκι του φέρνει τροφή.[13] Προβλέπει τριετή ξηρασία στη χώρα. Ο βασιλιάς Αχαάβ και η γυναίκα του δεν το δέχονται και αποφασίζουν να καταφύγουν σε ένα πείραμα για να αποδείξουν τη δύναμη του δικού τους Θεού. Συγκεντρώθηκαν 450 ψευδοπροφήτες του Βάαλ μαζί με 300 προφήτες της Αστάρτης, μίας άλλης ψεύτικης θεάς, στο όρος Κάρμηλον. Εκεί ήταν και ο Ηλίας μαζί με ολόκληρο τον λαό. Έφτιαξαν ένα θυσιαστήριο, έβαλαν επάνω ένα μοσχάρι και ο Ηλίας πρότεινε να παρακαλέσουν τον Θεό Βάαλ ρίξει με θαυματουργικό τρόπο φωτιά από τον ουρανό για να ανάψει φωτιά, και το ίδιο θα έκανε και εκείνος.[14] Οι προφήτες παρακαλούσαν έντονα τον ψεύτικο Θεό, όμως η Παλαιά Διαθήκη λέγει κατά λέξη πως από τον ουρανό δεν ακουγόταν ούτε φωνή, ούτε ακρόασις, «οκ ν φων κα οκ ν κρόασις», κατά την πολύ γνώστη έκφραση που έμεινε παροιμιώδης[15]. Ο Ηλίας διέταξε αμέσως να καταβρέξουν τα ξύλα και στο δικό του θυσιαστήριο. Επικαλέστηκε το δικό του Θεό και αμέσως φωτιά από τον ουρανό κατέκαψε τα πάντα. Το περιστατικό συνδέεται αναμφισβήτητα με το πρόσωπο της Ιεζάβελ, η οποία όμως συνδέεται με αρνητικά γεγονότα και όχι με θετικά. Στην Παλαιά Διαθήκη οι γυναίκες δεν φέρνουν μόνο τα καλά. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να βάλουν σε μπελάδες μεγάλους προφήτες ή ακόμα και έναν ολόκληρο λαό.
Πολλά περιστατικά που συνδέονται με την παρουσία γυναικών είναι αυτά που σχετίζονται με τη ζωή του βασιλιά Σολομώντα. Κάποτε στην επικράτεια του Σολομώντα συνέβηκε το εξής περιστατικό. Μία γυναίκα, πόρνη, την ώρα που κοιμόταν κατά λάθος έπνιξε το νεογέννητο παιδί της. Μέσα στη ζάλη της αποφασίζει να κλέψει το παιδί μίας άλλη γυναίκας πόρνης που έμενε στο ίδιο σπίτι με εκείνη, και είχαν γεννήσει την ίδια μέρα.[16] Τα βρέφη ήταν νεογέννητα και δεν ήταν ευδιάκριτες οι διαφορές μεταξύ τους. Έκλεψε κρυφά το ξένο βρέφος που ήταν ζωντανό και στη θέση του έβαλε το δικό της που ήταν νεκρό. Όταν η πραγματική μητέρα του κλεμμένου βρέφους αντιλήφθηκε πως το παιδί της δεν υπήρχε στη θέση του, άρχισε να ψάχνει αλλόφρων. Ως μάνα αμέσως κατάλαβε ποιο ήταν το δικό της παιδί και ποια είχε πάρει το παιδί της – άλλωστε σύμφωνα με το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης δεν έμενε άλλος στο ίδιο παρά αυτές τις δύο γυναίκες.[17] Η ψεύτικη μάνα που το είχε πάρει άρχιζε να φωνάζει υποκριτικά πως το παιδί ήταν δικό της, μη θέλοντας να αποκαλύψει πως το έκλεψε καθώς φανερώνονταν η ανομία της και η συζήτηση έφτασε στο αδιέξοδο. Τότε η πραγματική μάνα σκέφτηκε πως θα έπρεπε να παρουσιαστούν στο βασιλιά Σολομώντα και να κρίνει εκείνος την υπόθεση.
Όταν ο Σολομών βρέθηκε μπροστά στις δυο γυναίκες, του ήταν αδύνατον να ξεχωρίσει ποια ήταν η πραγματική μάνα, καθώς και οι δύο πειστικά υποστήριζαν πως το παιδί ήταν δικό τους. Τότε ο Σολομών, που έμεινε γνωστός στην ιστορία για τη σοφία του, δηλαδή για το ότι είχε θηλυκό μυαλό, αποφάσισε να δώσει τη δική του λύση. Τους απαντάει πως αφού η καθεμία σας λέγει πως το παιδί είναι δικό της, θα το κόψουμε στη μέση και θα δώσουμε στη κάθε από το μισό για να μην αδικήσουμε καμία. Εκείνη την ώρα η γυναίκα που έλεγε ψέματα απάντησε κυνικά : «Μοιράστε το, έτσι δεν θα ανήκει σε καμία μας»,[18] καθώς δεν την ένοιαξε ιδιαίτερα ο θάνατος ενός ξένου παιδιού. Η πραγματική μάνα αμέσως σπάραξε μόλις άκουσε πως θα σκοτώσουν το παιδί της και παρακάλεσε το βασιλιά προκειμένου να μην χάσει το παιδί της, να το πάρει η άλλη γυναίκα ώστε να το βλέπει, τουλάχιστον,  ζωντανό από μακριά. «Κύριε μου, δώστε σε αυτήν το παιδί και μην το σκοτώνεται» ήταν τα ακριβή λόγια της κατά το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης.[19] Ο Σολομών μόλις είδε το ενδιαφέρον της μίας γυναίκας και την πλήρη αδιαφορία της άλλης κατάλαβε αμέσως ποια έλεγε την αλήθεια και έδωσε το βρέφος στην πραγματική μάνα. Οι γυναίκες πρωταγωνιστούν στο συγκεκριμένο επεισόδιο αλλά δεν καταφέρνουν να ξεγελάσουν το Βασιλιά.
Μία άλλη γυναίκα που αναμφισβήτητα έρχεται σε υποδεέστερη θέση σε σχέση με τον πάνσοφο Σολομώντα είναι σίγουρα η βασίλισσα της Σαβά. Ακούγοντας τόσο καιρό τις φήμες για τη σοφία του Σολομώντα, έρχεται η ίδια στα Ιεροσόλυμα για να εξακριβώσει από κοντά τις φήμες. Μαζί της έχει μία τεράστια ακολουθία από καμήλες φορτωμένες αρώματα, χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια.[20] Ο Σολομών απάντησε σε όλες τις δύσκολες ερωτήσεις της βασίλισσας, η βασίλισσα της Σαβά θαύμασε τις σοφές παροιμίες του και ομολόγησε στο Σολομώντα πως : «Η σοφία σου και τα αγαθά σου, ξεπερνούν καθετί που άκουσα για σένα».[21]                
Βέβαια οι γυναίκες παίζουν και έντονα αρνητικό ρόλο στη ζωή του Σολομώντα, καθώς γυναίκες είναι αυτές που θα τον οδηγήσουν στη λατρεία μία ψεύτικης θεάς, της σιδώνιας Αστάρτης, καθώς και τον Μιλκώμ των Αμμωνιτών.[22] Ό ίδιος ο Σολομών κατά τα κείμενα ήταν ιδιαίτερα φιλογύναιος, δηλαδή γυναικάς με τη σύγχρονη γλώσσα.[23] Αναμφισβήτητα ο παράγοντας που παρέσυρε τον Σολομώντα είναι ιδιαίτερα μετρήσιμος, όμως εκείνο που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα είναι η ευθύνη του ίδιου Σολομώντα, καθώς είναι ελεύθερος και υπεύθυνος άνθρωπος. Το ίδιο παρατηρείται και με τον Αδάμ και την Εύα. Η Εύα παρέσυρε τον Αδάμ, αλλά η ευθύνη είναι κατεξοχήν του Αδάμ. Τα κείμενα το δείχνουν ρητώς.[24]
Ένα άλλο σημείο της Παλαιάς Διαθήκης που δείχνει τη σημαντική παρουσία της γυναίκας είναι αναμφισβήτητα το βιβλίο της Ιουδίθ. Άλλωστε είναι ένα ακόμα βιβλίου που φέρει γυναικείο όνομα. Ο συγγραφέας του βιβλίου που ζει τον 2ο π.Χ. αιώνα, (συνεπώς τότε γράφτηκε το βιβλίο) κάνει το εξής συναρπαστικό. Ενώ η πρωταγωνίστρια του έργου του, Ιουδίθ, ζει τον 4ο π.Χ. αιώνα, την τοποθετεί να ζει στη Βαβυλώνια αιχμαλωσία δηλαδή τον 6ο αιώνα, προφανώς γιατί ήταν μια συναρπαστική γι’ αυτόν εποχή, από όπου θα μπορούσε να αντλήσει πολλά συναρπαστικά στοιχεία.[25]
Σύμφωνα λοιπόν με τη διήγηση του βιβλίου ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας με το στρατηγό του Ολοφέρνη, πριν καταστρέψει εντελώς τα Ιεροσόλυμα, πολιορκεί το οχυρό των Ισραηλιτών το κάστρο Βαιτυλούα. Η πολιορκία του συγκεκριμένου ιερού σήμαινε αυτομάτως και άνετη πολιορκία των Ιεροσολύμων. Πράγματι οι Ισραηλίτες θρηνούν και οδύρονται για την επικείμενη καταστροφή που την βλέπουν να βρίσκεται επί θύραις. Μόλις έπεσε το οχυρό ο συνεργάτης του Ολοφέρνη Αχιώρ, στρατηγός των Αμμωνιτών, αν και εχθρός των Ισραηλιτών λέγει με έμφαση πως κανείς δεν μπορεί να νικήσει τους Ισραηλίτες, καθώς ο Θεός τους είναι ανίκητος κατά πάντα. Η μόνη περίπτωση να νικηθούν είναι μόνο όταν παραβούν τις εντολές του Θεού τους. Ο Ολοφέρνης στο άκουσμα αυτής της άποψης αγανακτεί σφόδρα καθώς δεν μπορεί να δεχτεί πως υπάρχει κάποιος, έστω και Θεός, που θα μπορούσε να νικήσει τους πανίσχυρους Βαβυλώνιους. Διατάζει να δέσουν τον στρατηγό Ολοφέρνη και να τον πετάξουν στο κάστρο της Βαιτυούλα, έτσι ώστε να δει ο ίδιος με τα μάτια του την άλλη μέρα την πλήρη καταστροφή των Ισραηλιτών.
Εκείνη τη στιγμή η Ιουδίθ μια ήσυχη, αξιοπρεπής, αλλά και πολύ ωραία χήρα δίνει τη δική της λύση. Βγάζει τα πένθιμα ρούχα, στολίζεται όσο μπορεί καλύτερα, και με προκλητική εμφάνιση μπαίνει στο στρατόπεδο του Ολοφέρνη. Ο Ολοφέρνης γοητεύεται αμέσως από την ομορφιά της και πιάνει κουβέντα μαζί της. Η Ιουδίθ δεν κρύβει το ποια είναι και του εξομολογείται πως όντως οι συμπατριώτες της αν παραβούν τη λατρεία στον αληθινό Θεό θα ηττηθούν και από τους εχθρούς τους και αυτή τη στιγμή είναι έτοιμοι να τις παραβούν, καθώς πεθαίνουν από την πείνα και τη δίψα.[26] Ο Ολοφέρνης γοητευμένος σφόδρα προκειμένου να την κάνει δική του της προτείνει να τη φιλοξενήσει τρεις μέρες στη σκηνή του. Η Ιουδίθ δέχεται και την τέταρτη μέρα τον μεθάει και με το σπαθί του, του κόβει το κεφάλι. Παίρνει το κεφάλι του, πηγαίνει στην πόλη των Ιεροσολύμων και κρεμάει το κεφάλι του έξω από τα τείχη. Όπως ήταν αναμενόμενο η εικόνα του κρεμασμένου κεφαλιού του ίδιου του αρχιστρατήγου προκαλεί πανικό στους Βαβυλώνιους στρατιώτες, οι οποίοι αλλοπαρμένοι δεν ξέρουν που να απευθυνθούν. Εύκολα τώρα οι Ισραηλίτες ορμούν και απομακρύνουν τους έντρομους Βαβυλώνιους. Η Ιουδίθ ανακηρύσσεται αρχηγός των Ισραηλιτών και αρχίζουν όλοι να υμνούν τον Ζωντανό Θεό.[27]
Είναι χαρακτηριστικό πως ο άγνωστος συγγραφέας του συγκεκριμένου βιβλίου,[28] (το οποίο σημειωτέον δεν σώζεται στο πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο αλλά μόνο στην μετάφραση ων Ο΄), που ζει τον 2ο π.Χ. αιώνα, χρησιμοποιεί ένα ιστορικό πρόσωπο, την Ιουδίθ, που όντως έζησε, κατά πάσα πιθανότητα στα χρόνια του Αρταξέρξη Ώχου, δηλαδή 4ο αιώνα (359 – 338),[29] την τοποθετεί δύο αιώνες πιο πριν, στη Βαβυλώνια αιχμαλωσία και τελικά τη βάζει όχι μόνο το καταλυτικό πρόσωπο τους έργου του, αλλά και την αρχηγό των Ισραηλιτών. Σε μία καθαρά ανδροκρατούμενη κοινωνία μία γυναίκα γίνεται αρχηγός ενός έθνους, έστω και μικρού. Το εξόχως αξιοπρόσεκτο είναι πως το κείμενο που μας σώζεται είναι μόνο της μεταφράσεων των εβδομήκοντα που είχαν έντονη ελληνική παιδεία. Και έτσι μία καθαρά ανδροκρατούμενη νοοτροπία, όπως αυτή των αρχαίων Ελλήνων, την οποία γνώριζαν άριστα οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, μεταφράζουν από το Εβραϊκό κείμενο στα ελληνικά πως μία γυναίκα φέρνει τη νίκη και γίνεται η αρχηγός των Ισραηλιτών.
Μία άλλη γυναίκα που επίσης παίζει σε κάποια φάση πολύ σημαντικό ρόλο στη μοίρα των Ισραηλιτών είναι η Εσθήρ. Η ιστορία της συνδέεται με τους Ιουδαίους της διασποράς καθώς η Εσθήρ δεν ζει στα Ιεροσόλυμα, αλλά στη διασπορά και συγκεκριμένα στα Σούσα, την πρωτεύουσα των Περσών, την εποχή του βασιλιά Ξέρξη Α΄, ο οποίος έγινε βασιλιάς το 486 – 464 π.Χ., (4 χρόνια μετά την ήττα των Περσών στη μάχη του Μαραθώνα από το στρατηγό Μιλτιάδη). Σύμφωνα με το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, ο βασιλιάς Ξέρξης Α΄ σε μεγάλη γιορτή που έκανε στα ανάκτορα του, κάλεσε την γυναίκα του Αστίν να παρουσιαστεί μπροστά στους καλεσμένους του, για να δουν όλοι την ομορφιά της. Εκείνη αρνήθηκε, και ο βασιλιάς νιώθοντας μεγάλη ντροπή, την διώχνει από το παλάτι. Για να βρει λοιπόν καινούρια γυναίκα, την οποία θα καταστήσει και βασίλισσα, διατάζει να παρουσιαστούν μπροστά του, όλες οι ωραίες κοπέλες της επικράτειας του, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Προσέρχεται λοιπόν και η Εσθήρ, μία πολύ όμορφη Ιουδαία, που δεν ζει μόνιμα στα Ιεροσόλυμα, αλλά στα Σούσα. Ο Ξέρξης καταγοητεύεται και την παντρεύεται καθιστώντας επίσημη γυναίκα του. Έτσι από εδώ και στο εξής βασίλισσα της ισχυρής αυτοκρατορίας των Περσών είναι μία Ισραηλίτισσα, η Εσθήρ.
Η Εσθήρ έχει έναν θείο, τον Μαρδοχαίο, ο οποίος είναι αυλικός του βασιλιά ανακαλύπτει μία συνομωσία εναντίον του Ξέρξη. Τον ενημερώνει εγκαίρως, οι ένοχοι τιμωρούνται και ο Ξέρξης σώζεται, νιώθοντας βαθιά ευγνωμοσύνη για τον Μαρδοχαίο. Ο Μαρδοχαίος όμως αρνείται κατηγορηματικά να προσκυνήσει τον Αμάν, τον πρωθυπουργό του βασιλιά, όπως απαιτούσε η βασιλική διαταγή για όλους τους υποτελείς της χώρας, και ο Αμάν αποφασίζει να τον βγάλει από την μέση. Τον διαβάλει στον Ξέρξη, ο Ξέρξης μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία συγκατανέβει, και με το βασιλικό διάταγμα που φυσικά δεν το πληροφορείται ακόμα κανείς, ορίζεται η ημέρα εξόντωσης των Ιουδαίων ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Η ημέρα αυτή βγαίνει με κλήρο, και είναι η 14η του μηνός Αδάρ,[30] που είναι μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου.[31] Στη διατύπωση του διατάγματος είναι εμφανής η προσωπική σφραγίδα του Αμάν, χωρίς την πλήρη γνώση του Ξέρξη.
Ο Μαρδοχαίος πληροφορείται τα γεγονότα και τρέχει να ενημερώσει τη βασίλισσα ανιψιά του Εσθήρ, που είναι Εβραία, για να τους γλιτώσει. Η Εσθήρ, αν και διστάζει στην αρχή, πείθεται εν τέλει και αποφασίζει να βάλει μπροστά το γυναικείο σχέδιο της. Ετοιμάζει ένα λαμπρό συμπόσιο και καλεί τον βασιλιά και τον πρωθυπουργό του. Πάνω στο γλέντι, σαγηνευμένος ο βασιλιάς, της υπόσχεται πως θα ικανοποιήσει κάθε επιθυμία της, και η Εσθήρ μόλις λαμβάνει την ανδρική του υπόσχεση, του αποκαλύπτει πλήρως το σατανικό σχέδιο του Αμάν σχετικό με το περιώνυμο βασιλικό διάταγμα. Νευριασμένος ο Ξέρξης διατάζει τον θάνατο του πρωθυπουργού, δια απαγχονισμού, και φυσικά ανακαλεί το σχετικό διάταγμα, και ο Μαρδοχαίος γίνεται ο νέος πρωθυπουργός της χώρας. Όμως συμβαίνει και κάτι άλλο. Οι Ιουδαίοι δέχονται επίθεση από εχθρούς τους, και πρέπει να αμυνθούν. Βασιλικό διάταγμα, και πάλι με τη βοήθεια της Εσθήρ, είναι με το μέρος των Ιουδαίων στην επίθεση που πρόκειται να δεχθούν από τους εχθρούς του. Πράγματι νικούν και εμφανίζονται τώρα ως οι ισχυροί της περσικής αυτοκρατορίας.[32] Είναι προφανές πως όλες αυτές οι επιτυχίες δεν θα είχαν συμβεί, αν δεν υπήρχε μία γυναίκα η Εσθήρ,[33] η οποία όχι μόνο έγινε βασίλισσα, αλλά είχε καταφέρει να αποκτήσει και την πλήρη εμπιστοσύνη του συζύγου της. Και σε αυτήν την περίπτωση η γυναίκα εξαίρεται που παίρνει την εξέχουσα θέση της στο λαό του Ισραήλ, και της διασποράς φυσικά, από τον οποίο θα βγει κάποια μέρα ο Μεσσίας.
Ύστερα από αυτά τα γεγονότα καθιερώνεται η εορτή των Πουρίμ, που θα πει η εορτή των Κλήρων, κατά την οποία οι Ισραηλίτες πανηγυρικά γιόρταζαν αυτήν την ευεργεσία του Θεού. Πήρε την ονομασία η εορτή των κλήρων ακριβώς γιατί ο Αμάν είχε ρίξει κλήρους για να ορίσει την ημέρα εξόντωσης των Ισραηλιτών.[34]       
Οι γυναίκες και η σημασία τους παρουσιάζονται και σε άλλα σημεία της Γραφής. Όταν ο Ισραήλ χωρίστηκε σε δύο βασίλεια μετά το θάνατο του Σολομώντα, το βόρειο και το νότιο, γνωρίζουμε πως το βόρειο βασίλειο καταστράφηκε το 722 π.Χ. και το νότιο το 587 π.Χ. Το 587 μετά την καταστροφή του νότιου βασιλείου οι Ισραηλίτες μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα, όπου ζούσαν κάτω από την τυραννική παρουσία του Ναβουχοδονόσορα. Καθώς περνούσαν τα χρόνια μεταφέρθηκαν σιγά – σιγά όλοι οι Ισραηλίτες. Έτσι πολύ λίγα χρόνια αργότερα το 605 π.Χ. μεταφέρθηκε και ο νεαρός Δανιήλ με τους τρεις φίλους νανία, Μισαήλ και ζαρία, οι οποίοι θα μείνουν στην ιστορία γνωστοί ως οι τρεις παίδες ν καμίν, γιατί θα μπουν στο καμίνι να καούν ζωντανοί και βγουν ανέπαφοι και ο Δανιήλ γιατί θα μπει στο λάκκο των λεόντων όταν θα αρνηθεί να σταματήσει την προσευχή του στον αληθινό Θεό και τελικά και αυτός θα βγει ανέπαφος και ζωντανός από τον λάκκο με τα θηρία. Βέβαια και οι τέσσερις αυτοί φίλοι θα αλλάξουν ονόματα από τους Βαβυλώνιους και θα μετονομαστούν ο Δανιήλ σε Βαλτάσαρ και οι τρεις παίδες αντίστοιχα σε Σεδράχ, Μισάχ και βδεναγώ.[35] Οι τέσσερις αυτοί φίλοι ζουν επί βασιλειών Ναβουχοδονόσορα, του Βαλτάσαρ που ήταν γιος του Ναβουχοδονόρα και του Μήδου βασιλιά Δαρείου. Ο Δανιήλ πεθαίνει το 536, 40 περίπου χρόνια από την εξορία του στη Βαβυλώνα. Ύστερα από 70 περίπου χρόνια από τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία, το 515 π.Χ., όταν οι Βαβυλώνιοι κυριεύθηκαν από τους Πέρσες, ο βασιλιάς Δαρείος σύμφωνα με το διάταγμα του Κύρου αποφάσισε να επιτρέψει ένα μέρος των Ισραηλιτών, με αρχηγό τον Ζοροβάβελ, να γυρίσουν στα Ιεροσόλυμα και να ξαναχτίσουν το ναό τους. Πριν την ιστορική επιστροφή τους έγινε στο παλάτι του βασιλιά ο εξής διαγωνισμός. Μετά από ένα συμπόσιο του βασιλιά Δαρείου, όπου μετείχαν όσοι ήταν στην υπηρεσία του, πήγαν όλοι να ξεκουραστούν. Τότε οι τρεις νεαροί σωματοφύλακες του βασιλιά συμφώνησαν μεταξύ τους να γράψουν σε τρία σημειώματα ποιο πράγμα στον κόσμο θεωρούν ως το πιο σημαντικό. Κατόπιν θα σφράγιζαν τα σημειώματα τους, θα τα έβαζαν κάτω από το προσκέφαλο του βασιλιά και όταν ο βασιλιάς θα σηκώνονταν θα τα διάβαζε και θα βράβευε εκείνον που θα έγραφε την ευφυέστερη απάντηση.[36]  
Ο πρώτος είπε πως το πιο ισχυρό πράγμα στο κόσμο είναι το κρασί. Ο δεύτερος πως το πιο ισχυρό πράγμα είναι η δύναμη του βασιλιά και ο τρίτος σωματοφύλακας που ήταν ο Ζοροβάβελ των Ισραηλιτών, είπε πως το πιο σημαντικό πράμα στον κόσμο είναι οι γυναίκες! (οι γυναίκες γεννούν τους σημαντικούς άνδρες, οι γυναίκες ράβουν τα ρούχα των ανδρών και οι γυναίκες τιμούν τους άνδρες[37]). Επειδή, όμως, και η γυναίκα χάνεται μέσα στη ματαιότητα, το σημαντικότερο πράγμα τελικά στον κόσμο είναι η αλήθεια γιατί αυτή ζει αιώνια, δεν λαμβάνει υπόψη της πρόσωπα ή διαφορές και κάνει πάντοτε το σωστό και ποτέ το άδικο.[38] Ο Δαρείος ενθουσιάστηκε με αυτήν την απάντηση και ως έπαθλο άφησε τον Ζοροβάβελ και μερίδα του λαού του να επιστρέψουν την άλλη μέρα στην πατρίδα τους. Ο ενδιαφέρον αυτός διαγωνισμός είναι γραμμένος στην Παλαιά Διαθήκη και συγκεκριμένα στο βιβλίο σδρας Α΄. [39]
Οι γυναίκες στην Παλαιά Διαθήκη συνδέονται και με θαυματουργικά γεγονότα, όπως η γνωστή Σάρρα. Η Σάρρα γέννησε σε μεγάλη ηλικία με θαυματουργικό τρόπο τον Ισαάκ. Καθώς από τον Ισαάκ, γιο του Αβραάμ γεννιούνται όλοι οι μεγάλοι προφήτες και βασιλείς, Δαυίδ και Σολομών, από τη γενιά των οποίων θα προέλθει ο Μεσσίας, η Σάρρα με την ατεκνία της και τον θαυματουργικό τρόπο γέννησης, καθίσταται κεντρικό πρόσωπο στην Παλαιά Διαθήκη. Το ίδιο συμβαίνει και με μία άλλη γυναίκα την Άννα, σύζυγο του Ελκανά, πρόσωπο που αναφέρεται στο Α΄ Βασιλείων της Παλαιάς Διαθήκης. Πράγματι η Άννα θα γεννήσει γιο με θαυματουργικό τρόπο, σε μεγάλη ηλικία, τον Σαμουήλ,[40] ο οποίος θα γίνει ο πιο σημαντικός προφήτης του λαού όταν θα γυρίσουν από την αιχμαλωσία της Αιγύπτου. Αυτός θα χρίσει και τον πρώτο βασιλιά του Ισραήλ, τον Σαούλ, παρά την έντονη, αρχική του, αντίδραση καθώς η εγκατάσταση βασιλιά, κατά το πρότυπο των γειτονικών λαών, θα σήμαινε έλλειψη εμπιστοσύνης στο Θεό. Ο Σαούλ θα αποδειχθεί ακατάλληλο γι’ αυτή τη θέση και τελικά θα εγκαταστήσει βασιλιά τον Δαυίδ, προπάτορα του Μεσσία. Έτσι μία ακόμα γυναίκα, η Άννα του Ελκανά, γίνεται σημαντικό πρόσωπο στην ιστορία του Ισραήλ, η οποία συνδέεται, και στα 49 βιβλία της Π.Δ., άμεσα με την προετοιμασία του ερχομού του Μεσσία. Με θαυματουργικό τρόπο γεννιέται και ο κριτής Σαμψών καθώς είναι γιος του Μανωέ και «της στείρας γυναίκας του από τη Σαραά».[41]   
Γυναικεία πρόσωπα πρωταγωνιστούν σε μεγάλο βαθμό και στην Καινή Διαθήκη. Δεν αναφερόμαστε φυσικά στην Παναγία, που τη θεωρούμε το δεδομένο πρόσωπο που κατέχει κεντρικότατο ρόλο και στην Αγία Γραφή και στη μετέπειτα βυζαντινή θεολογία, αλλά σε πλείστες όσες γυναίκες, όπως η Μαρία η Μαγδαληνή που κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν πραγματικά ο Μεσσίας, η Μαρία του Κλωπά, η Ελισσάβετ, η μητέρα του Προδρόμου, που με το δικό τους τρόπο βάζουν το δικό τους λιθαράκι στην νέα πραγματικότητα που έφτασε, και αυτή είναι φυσικά ο Ιησούς Χριστός. Ίσως μία από τις πιο ευγενικές γυναικείες μορφές της Καινής Διαθήκης να είναι η γυναίκα του Πιλάτου. Την ώρα που όλοι, Ιουδαίοι και Ρωμαίοι, ζητούσαν να σκοτώσουν ένα αθώο, η γυναίκα του Πιλάτου ήταν η μόνη από το ρωμαϊκό περιβάλλον που αρνιούνταν. Είχε δει στον ύπνο της πως ο Ιησούς είναι αθώος. Ο Ματθαίος γράφει το εξής χαρακτηριστικό στο ευαγγέλιο του : «Καθημένου δ ατο π το βήματος (εννοείται ο Πιλάτος) πέστειλε πρς ατν γυν ατο λέγουσα˙ μηδν σοι κα τ δικαί κείν˙ πολλ γρ παθον σήμερον κατ’ ναρ δι’ ατόν.»[42] Μέσα σε εκείνη την κακοήθεια των στημένου δικαστηρίου, των ψευδομαρτύρων αλλά και της ανανδρείας του Πιλάτου με το νίπτω τα χείρας μου[43], μόνο μία γυναίκα θέλει την αθώωση του Ιησού Χριστού, και αυτή είναι η γυναίκα του στρατιωτικού διοικητή.     
 Ένας σύγχρονος στοχαστής, ο Νίκος Ματσούκας, αναφερόμενος στην παρουσία των γυναικών στην Παλαιά Διαθήκη λέγει πως «ο μητροκεντρικός πολιτισμός δεν είναι καθαρό προϊόν της γυναικείας φύσης, αλλά μιας ανθρώπινης προόδου, μίας συμφιλίωσης, όσο είναι εφικτό, μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας, δηλαδή μιας άρσης των ανταγωνιστικών θέσεων».[44] Πράγματι στην Αγία Γραφή δεν υπάρχει καμία ανταγωνιστικότητα μεταξύ άνδρα και γυναίκας, όπως τουλάχιστον εμφανίστηκε στις μετέπειτα τεχνοκρατικές κοινωνίες, αλλά πορεία που οδεύει σε μία τελείωση και θεραπεία της ανθρώπινης φύσεως. Τελείωση που κορυφώνεται στην ενανθρώπιση, η οποία είναι και η τέλεια θεοφάνεια, και συνεχίζεται δυναμικά στην παρούσα φάση της εκκλησίας, την οποία διανύουμε τώρα, οδεύοντας προς τα έσχατα. Τα πολιτικά συστήματα ενδιαφέρονται, και πολύ σωστά πράττουν, για τα δικαιώματα του άνδρα και τη γυναίκας μέσα στην κοινωνία, ενώ η θεολογία για τη θεραπεία της ανθρώπινης φύσεως που είναι κοινή στον άνδρα και στην γυναίκα. Βέβαια η θεραπεία του ανθρώπου έχει και αντίκτυπο στο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, καθώς θεραπευμένοι άνθρωποι έχουν και σωστή παρουσία μέσα στα κοινωνικά συστήματα. Οι γυναίκες της Παλαιάς Διαθήκης δεν διεκδικούν κοινωνική θέση ή εξύψωση (καλοδεχούμενα βέβαια και αυτά όπου υπάρχουν), αλλά μετοχή στην κοινή πορεία της κοινότητας που αναμένει τον ερχομό του Μεσσία.     
 Τα γυναικεία πρόσωπα όπως η Εύα, η Δεββώρα, η Ιαήλ, η Αβιγαία, η Σάρρα, η Ρεββέκα, η Ραάβ, η Δαλίδα, που θα φέρει τελικά μία καταστροφή παραπλανώντας τον Κριτή Σαμψών, η Ρουθ, η Ιουδίθ, η Εσθήρ, η Άννα του Ελκανά, συνθέτουν έναν υψηλό μητριαρχικό πολιτισμό, όπου η γυναίκα είναι αυτή που κυριαρχεί και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό πολλά πράγματα της ιστορίας της θείας οικονομίας που τελικά δεν είναι άλλη από την ιστορία όλης της ανθρωπότητας.[45] 

                            



[1] Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άγκυρα Ελπίδος (δημηνιαία έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας), Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2008, περίοδος Β΄ τεύχος 42, σελ. 30 – 41.   
[2] Η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι φυσικά ένα βιβλίο, όπως φαίνεται στα σημερινά μάτια, αλλά μία σειρά χιλιάδων χειρογράφων που τα βρήκαμε με πολλές δυσκολίες στο διάβα των αιώνων, και είναι αναμφισβήτητα το πιο γνωστό στην παγκόσμια φιλολογία.   
[3] Γένεσις 2, 21 – 23.
[4] Γένεσις 1, 27.
[5] Ιερά Σύνοψις και τα άγια πάθη, με επιμέλεια Νικολάου Παν. Παπαδόπουλου, Εκδ. Ι. Ρέκου και Σία, σελ. 406.
[6]Βλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄ τόμος, έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη, εκδ. Π. Πουναρά, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 62 και εξής˙ Οι δύο «δημιουργίες» στο έργο του Γρηγορίου Νύσσης, δημοσιευμένο στο Μυστήριον π τν ερς κεκοιμημένων, κα λλα μελετήματα, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 183.        
[7] Ρουθ, 1 – 4.
[8] Βλ. Νίκου Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, σημεία, νοήματα, αποτυπώματα, εκδ. Π. Πουναρά, Θεσσαλονίκη 2002, 72 – 73, όπου υπάρχουν και αρκετές πληροφορίες για το βιβλίο της Ρουθ. Βλ. επίσης Σταύρου Ε. Καλαντζάκη, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, (επιμέλεια Αθανάσιος Παπαρνάκης Δρ. Θ.), εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 403.         
[9] Ματθ. 1, 5 – 6.
[10] Ιησούς του Ναυή, 2,3,6.
[11] Προς βραίους, 11, 30 – 32.
[12] Βλ. Νίκου Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, σημεία, νοήματα, αποτυπώματα, Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 60, όπου υπάρχει και η αναφορά στο συγκεκριμένο χωρίο του Ιωάννου Χρυσοστόμου (ωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος περ μετανοίας PG 49, 330).
[13] Βασιλειών Γ΄, 17, 6. Βλ. και Νίκου Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, σελ. 93.
[14] Α΄ Βασιλέων (ή Βασιλειών Γ΄) 18.
[15] Α΄ Βασιλέων (ή Βασιλειών Γ΄)18, 26.
[16] Α΄ Βασιλέων (ή Βασιλειών Γ΄) 3, 16 – 20. 
[17] Α΄ Βασιλέων (ή Βασιλειών Γ΄) 3, 18.
[18] Α΄ Βασιλειών, 3, 26.
[19] Α΄ Βασιλειών, 3, 26.
[20] Α΄ Βασιλειών, 10, 1 – 2. Β΄ Χρονικών ή Παραλειπομένων Β΄, 9, 1.
[21] Α΄ Βασιλειών, 10, 7˙ Β΄ Χρονικών ή Παραλειπομένων Β΄, 9, 6.
[22] Α΄ Βασιλέων (Βασιλειών Γ΄) 11, 5.
[23] Πρβλ. για το θέμα το έργο του Νίκου Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, σημεία, νοήματα, αποτυπώματα, σελ. 92, όπου υπάρχει επίσης το ακριβές βιβλικό χωρίο (Βασιλειών Γ΄, 11, 1 – 13).
[24] Γένεσις 3, 17.
[25] Βλ. Δημητρίου Καϊμάκη, Σύντομη εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη (μετάφραση επιλογής ενοτήτων από τη Βίβλο της Ιερουσαλήμ), εκτυπωτική Ε.Π.Ε. «Uniprint Hellas», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 72 – 73. Σταύρου Ε. Καλαντζάκη, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, (επιμέλεια Αθ. Παπαρνάκης Δρ. Θ.), Π. Πουρναρά, σελ. 506 – 508. Νίκου Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, σημεία, νοήματα, αποτυπώματα, σελ. 134.
[26] Ο Νίκος Ματσούκας παρατηρεί πως τελικά ο Αχιώρ είναι απόλυτο δίκιο. Νίκου Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, σελ. 135 : «και σ’ αυτό το σημείο έχει δίκιο ο Αχιώρ!».        
[27] Ιουδίθ, 10 – 16.
[28] Το πιο πιθανό πως είναι Ιουδαίος της Παλαιστίνης που το έγραψε σε εβραϊκή ή αραμαϊκή γλώσσα. Βλ. Σταύρου Ε. Καλαντζάκη, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, (επιμέλεια Αθ. Παπαρνάκης Δρ. Θ.), Π. Πουρναρά, σελ. 505. 
[29] Πρβλ. Νίκου Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, σελ. 134.  
[30] Εσθήρ 3, 7.
[31] Δημητρίου Καϊμάκη, Οι θεσμοί της Παλαιάς Διαθήκη (Πανεπιστημιακές παραδόσεις), εκδ. Simbo Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 132.    
[32] Ο αναγνώστης μπορεί να πάρει περισσότερες πληροφορίες στο προαναφερθέν έργο του Σταύρου Ε. Καλαντζάκη, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, σελ. 515, καθώς και στο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης Εσθήρ 2 – 10.
[33] Πρβλ. Δημητρίου Καϊμάκη, Σύντομη εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη (μετάφραση επιλογής ενοτήτων από τη Βίβλο της Ιερουσαλήμ), εκτυπωτική Ε.Π.Ε. «Uniprint Hellas», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 73 : «Το βιβλίο της Εσθήρ διηγείται, όπως ακριβώς και το βιβλίο της Ιουδίθ, μια ακόμη περίπτωση σωτηρίας του έθνους, η οποία οφείλεται σε μία γυναίκα»
[34] Σταύρου Ε. Καλαντζάκη, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, σελ. 525 – 526.
[35] Δανιήλ 1, 6 – 7. 
[36] Έσδρας Α΄, 3, 8 – 9. 
[37] Έσδρας Α΄, 4, 13 – 17.
[38] Έσδρας Α΄, 4, 34 – 40.
[39] Για περισσότερες πληροφορίες Νίκου Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, σελ. 116 – 117.
[40] Α΄ Σαμουήλ (Βασιλειών Α΄) 1 – 2.
[41] Νίκου Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, σελ. 66
[42] Ματθ. 27, 19.
[43] Ματθ. 27, 24 – 25 : «λαβν δωρ πενίψατο τς χερας πέναντι το χλου λέγων˙ θῷὸς εμι π το αματος το δικαίου τούτου˙ μες ψεσθε».
[44] Νίκου Ματσούκα, Η Εύα της θεολογίας και η γυναίκα της ιστορίας, δημοσιευμένο στο Μυστήριον π τν ερς κεκοιμημένων κα λλα μελετήματα, εκδ. Π. Πουρναρά 1992, σελ. 286.    
[45] Πρβλ. για το πώς εκλαμβάνεται η θεολογία την ιστορία της θείας οικονομίας στο προαναφερθέν έργο του Νίκου Ματσούκα, Η Εύα της θεολογίας και η γυναίκα της ιστορίας, σελ. 273.