Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑ\ΞΑΡΙΣΤΗΣ -ΜΑΡΤΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑ\ΞΑΡΙΣΤΗΣ -ΜΑΡΤΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

Τη Α΄ (1η) Μαρτίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΕΥΔΟΚΙΑΣ της από Σαμαρειτών.



Ευδοκία, η Αγία του Χριστού Οσιομάρτυς η από Σαμαρειτών, εγεννήθη εις Ηλιούπολιν της Λιβανησίας της Φοινίκης κατά τους χρόνους του βασιλέως Τραϊανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 98 – 117 μ.Χ. Ήτο δε η μακαρία τόσον ωραία και πάγκαλος, ώστε ούτε ζωγράφος δεν ηδύνατο να ιστορήση ωραιοτέραν καλλονήν. Τούτου ένεκεν και λόγω αφ’ ενός μεν των κολακειών και εξωθήσεων των διαφόρων θαυμαστών της, αφ’ ετέρου δε της ελλείψεως οιασδήποτε χριστιανικής ηθικής διδασκαλίας εξέκλινεν εις την επάρατον αμαρτίαν της πορνείας, επειδή σπανίως ευρίσκομεν να συγκατοικούν ομού σωφροσύνη, ωραιότης και αγνότης.

Έστησε λοιπόν, προς χαράν του διαβόλου, εργαστήριον και εδέχετο μετά χαράς πάντας τους επιθυμούντας αυτήν εις την πράξιν της αμαρτίας. Καθ’ εκάστην λοιπόν μετέβαινον πολλοί προς αυτήν και της έδιδον όσα τους εζήτει, δια να τελέσουν την επιθυμίαν των. Όχι δε μόνον από την χώραν εκείνην ήρχοντο προς αυτήν, αλλά και από άλλας πολλάς πόλεις ονομαστάς, ακούοντες το κάλλος αυτής πολλοί δυνάσται και άρχοντες πλούσιοι συνηθροίζοντο εις τον οίκον της και εξώδευαν πολλά χρήματα προς χάριν της, προδίδοντες, φεύ! τον πλούτον και την ψυχήν των εις απώλειαν, δια να απολαύσουν τα κάλλη αυτής. Τοιουτοτρόπως μετ’ ολίγους χρόνους η Ευδοκία συνήθροισε παρ’ εαυτή όλον σχεδόν τον πλούτον των θαυμαστών της και διήγε βίον άσωτον, ουδόλως φροντίζουσα δια την μέλλουσαν Κρίσιν και ανταπόδοσιν.
 Επειδή όμως ο πολύς πλούτος της ανομίας εχρειάζετο και πολλής θεραπείας, ουχί εξ ανθρωπίνης χειρός αλλά θείας, δια να κατορθωθή να διαμοιρασθή ούτος εις ασθενείς και αδυνάτους πένητας από τους ισχυρούς και δυνάστας, οι οποίοι κατείχον αυτόν πρότερον, έφθασε και δια την Ευδοκίαν ο καιρός της ιατρείας εκ θείας όντως οικονομίας. Διότι ο καλός βοσκός, εξελθών εις αναζήτησιν, ανεύρε το απολεσθέν πρόβατον· ο αγαθός κεραμεύς το συντετριμμένον αγγείον ανέπλασεν· ο γνήσιος οικονόμος εσύναξε τους καρπούς του αμπελώνος, τους οποίους έμελλε να αρπάση ο εχθρός και επίβουλος· ο δεσπότης των ουρανίων θησαυρών τον επίγειον πλούτον εις μονάς αιωνίους εφύλαξεν. Ο Δεσπότης Χριστός, η ελπίς των απηλπισμένων, την απηλπισμένην ταύτην δεν εβδελύχθη, ως ελεήμων και πανάγαθος, αλλά απέπεμψε κενόν και άπρακτον τον πλουτοδότην αυτής διάβολον και έγινεν η πρώην τω βορβόρω βεβυθισμένη, ευωδίας αλάβαστρον και η πολλών απωλείας αίτιος, πολλών σωτηρίας πρόξενος· έχει δε ο τρόπος της μετανοίας της ως εξής.
Μοναχός τις, Γερμανός ονόματι, ευσεβής και ενάρετος, μεταβαίνων από ξένον και μακρυνόν τόπον εις την πατρίδα του, διήλθεν από την Ηλιούπολιν και έμεινεν εις οικίαν τινά πλησίον της οικίας της Ευδοκίας. Όταν δε ο Μοναχός εκείνος ανέγνωσε την ακολουθίαν του έκαμεν ανάγνωσιν από εν ωραιότατον βιβλίον, το οποίον είχε μαζί του και το οποίον έγραφε περί της ημέρας της Κρίσεως φοβερά πράγματα. Έγραφε δια την κόλασιν των αμαρτωλών και την ανταπόδοσιν των δικαίων και πολλά άλλα. Ταύτα δε ανεγίνωσκεν ο Μοναχός εκείνος μεγαλοφώνως δια να ακούουν και οι οικοδεσπόται του οίκου εις τον οποίον έμενε. Συνέπεσε δε τότε, Θεού ευδοκία, να αγρυπνή η Ευδοκία και ήκουε την ανάγνωσιν καθ’ όλην την νύκτα, από ένα παράθυρον, τόσον δε κατενύχθη, ώστε έτρεχαν ως ποταμός τα δάκρυά της ενθυμουμένης τας ανομίας της. 
Όταν λοιπόν εξημέρωσε, προσεκάλεσε τον Μοναχόν και τον ηρώτησε· «Πόθεν είσαι; Ειπέ μοι, σε παρακαλώ, τι ήσαν εκείνα, τα οποία ανεγίνωσκες την νύκτα, τα οποία άλλην φοράν δεν ήκουσα εις την πατρίδα μου; Ειπέ μου, παρακαλώ, την αλήθειαν, διότι εάν πρόκειται να κολασθούν όσοι αμαρτάνουν, τότε κανείς δεν σώζεται. Μάλιστα δε όταν είπες ότι και οι πλούσιοι κολάζονται περισσότερον ελυπήθην, διότι είμαι από τας πλουσιωτέρας του κόσμου, αλλά και περισσότερον αμαρτωλή». 
Ο Γερμανός τότε την ηρώτησεν εάν είχεν άνδρα, ποίαν θρησκείαν εσέβετο και πως τόσον πλούτον απέκτησεν· η δε Ευδοκία απεκρίθη· «Σαμαρείτις είμαι και άνδρα νόμιμον δεν έχω, υποδέχομαι όμως παρανόμως όσους έλθουν προς εμέ· από τούτους και τον πλούτον απέκτησα. Δίδαξόν με όμως κατά ποίον τρόπον δύναμαι να σωθώ με τον πλούτον μου, επειδή, καθώς νομίζω, εάν ο πλούτος ήτο κακός, ο Θεός δεν θα τον έδιδε». 
Δραξάμενος τότε της ευκαιρίας ο Μοναχός Γερμανός λέγει προς την Ευδοκίαν· «Όστις πλουτήση κατά Θεόν δικαίως, από τους γονείς του ή από τον κόπον του, δεν έχει κατάκρισιν· όστις όμως θησαυρίζει εξ αδικιών και δεν ελεεί τους πένητας, εκείνος κολάζεται». Τότε η γυνή τον ηρώτησε και πάλιν· «Άραγε άδικος είναι ο πλούτος μου, αφού μάλιστα και πολλούς πτωχούς ευηργέτησα πλουσίως και πολύ χρυσίον εχάρισα»;
 Απεκρίθη ο Γερμανός· «Ο πλούτος σου είναι αισχρός και άδικος δι’ αυτό δεν αποδέχεται ο αμόλυντος Θεός την μεμολυσμένην ελεημοσύνην σου, εν όσω ευρίσκεσαι εις τον βόρβορον της πορνείας από την οποίαν επλούτησες και δεν σου αναγνωρίζει καμμίαν χάριν ο Κύριος. Τότε μόνον θα επιβλέψη επί σε ο Θεός, όταν αποφύγης την αμαρτίαν και κάμης την πρέπουσαν μετάνοιαν». Εάν όμως θέλης να με ακούσης, συνέχισε λέγων ο Μοναχός Γερμανός, ημπορείς να σωθής και να δοξασθής αιωνίως, να κληρονομήσης απόλαυσιν άρρητον, ηδονήν ανεκλάλητον και ζωήν αθάνατον μετά θάνατον. Εάν θέλης να σωθής, δύο πράγματα πρέπει να κάμης, δια να εύρης σωτηρίαν και παρρησίαν προς Κύριον· πρώτον να λάβης το Άγιον Βάπτισμα, το οποίον καθαρίζει όλους τους ρύπους και τους μολυσμούς των αμαρτιών και δεύτερον να σκορπίσης καλώς τον πλούτον, τον οποίον κακώς απέκτησες. Να διαμοιράσης αυτόν μετά χαράς εις πτωχούς και πένηταςκαι τότε θέλει σου δώσει ο Δεσπότης Χριστός, ως Βασιλεύς πλουσιόδωρος, αντί του βίουτούτου του φθειρομένου και ρέοντος, πλούτον άσυλον και βίον αεί διαμένοντα, θέλει σε συναριθμήσει μετά των Αγίων Παρθένων και θέλεις συμβασιλεύει μετά του Χριστού εις τον αιώνα.
 Τους λόγους τούτους του Οσίου Γερμανού ακούσασα η Ευδοκία και περιδεής γενομένη είπε προς αυτόν· «Πως θα ζήσω ύστερον, όταν σκορπίσω τον πλούτον μου, εφ’ όσον είμαι καλομαθημένη και δεν ημπορώ να στενοχωρηθώ; Ποίος θα έχη την φροντίδα μου; Αλλά και πως θα βεβαιωθώ, ότι όσα μου είπες είναι αληθινά, τα αγαθά δηλαδή, τα οποία κληρονομούν εις τον Παράδεισον, όσοι καταφρονήσουν τα πρόσκαιρα, δια να έλθω και εγώ προθύμως εις τον Χριστόν, να του δουλεύω όλας τας ημέρας της ζωής μου γινομένη εις πολλούς αμαρτωλούς μετανοίας υπόδειγμα»;
 Απεκρίθη ο Γερμανός· «Μη έχης διαλογισμούς εις τον νουν σου, διότι ο διάβολος είναι πονηρός και εάν ίδη ότι αμφιβάλλεις, διαστρέφει την καρδίαν σου, δια να μη δυνηθής να φύγης από την υποταγήν του και δια να επιτύχη να σε ρίψη εν τέλει εις το πυρ το άσβεστον, να φλογίζεσαι μετ’ αυτού αιωνίως. Εάν δε θέλης να βεβαιωθής δια την αλήθειαν, εκδύσου αυτά τα πλούσια φορέματα και όλα τα στολίδια, τα οποία φορείς, και ενδύσου πτωχικά και καταφρονεμένα ιμάτια, κλείσου μίαν εβδομάδα εις τον κοιτώνα σου και προσεύχου προς τον Θεόν νήστις μετά δακρύων. Τότε ο Θεός, ως αγαθός και φιλάνθρωπος, θέλει σου δείξει οπτασίαν τινά κατά τον πόθον σου· και ό,τι σου φανερώση, προθύμως ποίησον». 
Τότε η Ευδοκία υπεσχέθη να πράξη καθώς την συνεβούλευσεν ο Μοναχός· παρεκάλεσε δε τούτον να παραμείνη και αυτός εις τον οίκον, όπου έμενε και να προσεύχεται δι’ αυτήν, έως ότου παρέλθη η εβδομάς δια να ίδουν το αποβησόμενον· έδωσε δε εις αυτόν και χρήματα δια τα έξοδα. Προσηύχετο δε ο Γερμανός προς τον Θεόν δια την Ευδοκίαν, εις το τέλος δε της προσευχής του προσέθεσε και ταύτα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Συ όστις εδικαίωσας τον Τελώνην και έσωσας την πόρνην, σώσον και ταύτην την αχρείαν δούλην σου, όπως ποιήση ακουστόν το Όνομά σου εις του κόσμου τα πέρατα». Ταύτα ευξάμενος ο Γερμανός απήλθεν, η δε Ευδοκία δεν ημέλησε καθόλου εις όσα την συνεβούλευσεν. Επρόσταξε δε τας δούλας της να μη ανοίξουν εις ουδένα κατ’ εκείνας τας επτά ημέρας. Ακόμη προσέταξεν αυτάς να μη κάμωσι καμμίαν εργασίαν κατά τας ημέρας αυτάς, αλλά να προσεύχωνται· αυτή δε εκλείσθη εις κουβούκλιον και προσηύχετο καθ’ όλην την εβδομάδα κλαίουσα. Αφού λοιπόν συνεπληρώθη η εβδομάς, ελθών ο Γερμανός επρόσταξεν την Ευδοκίαν να εξέλθη από το κουβούκλιον, τούτου δε γενομένου την ηρώτησεν εάν είδεν οπτασίαν τινά. 
Εκείνη δε απεκρίθη· «Καθώς προσηυχόμην μετά δακρύων ενθυμουμένη τας αμαρτίας μου, είδον σήμερον πριν εξημερώση φως μέγα υπέρ τον ήλιον, νέος δε τις αστραπόμορφος, εμφανισθείς κατ’ εκείνην την ώραν, με ήρπασεν από την δεξιάν και με ανεβίβασεν εις τον ουρανόν. Εκείείδα άνδρας αναριθμήτους λευκοφόρους εξαστράπτοντας, οι οποίοι με υπεδέχθησαν χαίροντες. Καθώς δε εισηρχόμην εις το φως εκείνο το ανεκλάλητον, εφάνη έξωτης θύρας μαύρος τις και δυσειδέστατος γίγας, όστις τρίζων κατ’ εμού τους οδόντας εφώναζε τόσον δυνατά, ώστε εσείετο από τας φωνάς του όλος ο τόπος εκείνος. 
Φιλονικών δε ο απαίσιος εκείνος μαύρος μετά του οδηγού μου, έλεγε προς αυτόν διαμαρτυρόμενος· «Αδικείς με, Aρχιστράτηγε· εάν αυτήν σώσης, την άσωτον, η οποία εμίανεν τόσους ανθρώπους και επλήρωσε πάσαν την γην με τας ανομίας της, πάρε τότε και όλον τον κόσμον και πάντας τους ανόμους αδίκως δικαίωσον. Εγώ δια μικράν παρακοήν εξωρίσθην από τον Παράδεισον και συ εισάγεις εις αυτόν ψυχήν άσωτον και παμβέβηλον»; Ενώ όμως τοιαύτα και έτερα πλείονα εφλυάρει ο δυσειδέστατος εκείνος μαύρος, ηκούσθη εξ ουρανού φωνή γλυκυτάτη λέγουσα· «Ούτως ηυδόκησεν ο Θεός δια τους υιούς των ανθρώπων. Υποδέχεται τους εξ αυτών μετανοούντας ως εύσπλαγχνος». Και λέγει πάλιν η θεία εκείνη φωνή προς τον οδηγούντα με: «Λάβε αυτήν, Μιχαήλ, και οδήγησέ την εις την οικίαν της, να αγωνισθή, δια να συγχωρήσω τας αμαρτίας της, εγώ δε θέλω ενδυναμώνει και διαφυλάττει αυτήν ως τέκνον μου γνήσιον, δια να μη δυνηθούν να την βλάψουν οι δαίμονες». 
Παρευθύς τότε με έφερεν εδώ ο Άγγελος, λέγων· «Ειρήνη σοι, δούλη του Θεού Ευδοκία· ανδρίζου και ενδυναμού, ότι η Χάρις του Θεού θέλει είναι μετά σου πάντοτε». Τότε εγώ ηρώτησα τον φανέντα μοι· «Αποκάλυψόν μου τις είσαι, κύριε»; Ο δε είπε μοι· «Εγώ του αληθινού Θεού ο Πρωτάγγελος είμαι εκείνου Όστις δέχεται όσους μετανοήσουν δια τας αμαρτίας των. Τούτους κατ’ εντολήν του Θεού οδηγώ εις ζωήν αιώνιον και τότε κάμνουν οι Άγγελοι χαράν μεγάλην δια τον μετανοούντα αμαρτωλόν, ότι εσώθη. Διότι ο ελεήμων και πανάγαθος Θεός δεν θέλει την απώλειαν ουδενός αλλά την των πάντων επιστροφήν και μετάνοιαν». Ταύτα ειπών ο Άγγελος με εσφράγισε τρεις φοράς και απήλθεν εις τα ουράνια. Χαίρων τότε ο Όσιος εκείνος Μοναχός Γερμανός λέγει προς την μακαρίαν Ευδοκίαν· «Επίστευσας τώρα, ότι υπάρχει Θεός αγαθός και εύσπλαγχνος, όστις δέχεται τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν; Εγνώρισας πόσην μεγάλη διαφορά υπάρχει μεταξύ του ολίγου τούτου φωτός και του λαμπροτάτου εκείνου; Πως σου φαίνεται τώρα; Πιστεύεις εις τον Χριστόν τον αληθή Θεόν, τον αγαθόν και παντελεήμονα, ή ακόμη έχεις δισταγμόν εις την καρδίαν σου»; Η ευλογημένη Ευδοκία απεκρίθη· «Εγώ επίστευσα και πιστεύω, ότι άλλος Θεός δεν υπάρχει ει μη μόνον εκείνος, όστις σώζει τους αμαρτάνοντας, του οποίου μέρος του αμέτρου φωτός ηξιώθην να απολαύσω δι’ ολίγην ώραν εις τον Παράδεισον». Λέγει πάλιν προς αυτήν ο Γερμανός· «Λοιπόν, εάν ο τόπος σου ήρεσε, κάμε τρόπον να τον απολαύσης αιωνίως· δηλαδή, μετανόησον ικανώς, κατά τας αμαρτίας σου, και θρήνησον τόσον, ώστε να πλύνης τους ρύπους της ψυχής δια των δακρύων σου και τότε γίνεσαι νύμφη αμόλυντος του Χριστού. Λησμόνησε την προτέραν σου διαγωγήν και μίσησον πάσαν σαρκικήν απόλαυσιν· πόθησον την σωφροσύνην και αντί των επιγείων τα επουράνια». Ενδυναμωθείσα τότε τω πνεύματι η μακαρία Ευδοκία λέγει προς τον Γερμανόν· «Ετοίμη είμαι να κάμω όσα με προστάξης, Πάτερ τίμιε». Ο δε Γερμανός είπε προς αυτήν· «Εγώ μεν υπάγω εις το Μοναστήριόν μου και πάλιν μεθ’ ημέρας τινάς έρχομαι να ίδω πως ευρίσκεσαι· συ δε λάβε το Άγιον Βάπτισμα, το οποίον θέλει σε φυλάττει αβλαβή πάντοτε και πορεύου, καθώς σου είπον, καθαρά και αμόλυντος». Εδέετο τότε προς αυτόν η Ευδοκία με δάκρυα λέγουσα· «Μη με αφήσης, κύριέ μου, ατελείωτον, ίνα μη με εύρη ο εχθρός εστερημένην βοηθείας και με σύρη πάλιν εις την μιαράν επιθυμίαν. Εγώ έχω δούλους πολλούς και χρυσίον αναρίθμητον, λίθους πολυτίμους και άλλα πολυτιμότερα πράγματα και των χρημάτων χρησιμώτερα και αν ορίζης, να με δεχθής εις το Μοναστήριόν σου και να με κυβερνήσης να σωθώ δια μέσου σου». Απεκρίθη προς αυτήν ο Όσιος· «Υπόμεινον ολίγας ημέρας να βαπτισθής, μοίρασε εις τους πτωχούς τον άδικον πλούτον σου και τότε θα έλθω να σε πάρω, ίνα σε οδηγήσω εις τι Μοναστήριον». Έμεινε λοιπόν η μακαρία εις τον οίκον αυτής προσευχομένη, κλαίουσα και νηστεύουσα και ουδέν έτερον έτρωγεν ειμή μόνον ολίγον άρτον και ύδωρ σύμμετρον. Έπειτα μετέβη εις τον Επίσκοπον της πόλεως εκείνης, καλούμενον Θεόδοτον, και την εβάπτισεν εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου Τριάδος. Είπε δε τότε η μακαρία προς τον Επίσκοπον· «Παρακαλώ την αγιωσύνην σου, Άγιε Δέσποτα, να διαμοιράσης όλον τον πλούτον μου εις θλιβομένους και πτωχούς, εις χήρας και ορφανά και πένητας, επειδή, ως έμαθον, άδικα τον απέκτησα. Να διαμοιρασθή δε καλώς, ίνα εύρω έλεος από τον Θεόν δια τας ανομίας μου». Ιδών λοιπόν ο Αρχιερεύς την καλήν γνώμην και την αγαθήν αυτής προαίρεσιν, την ηυλόγησεν εξ όλης ψυχής, γνωρίσας την μέλλουσαν προκοπήν αυτής και της λέγει· «Εύχου δι’ ημάς, αδελφή, ότι σήμερον έγινες όντως νύμφη Χριστού και των Αγγέλων συνόμιλος· μακαρία συ και καλότυχος, όπου έδωσες όλον τον πλούτον σου και απέκτησες τον πολύτιμον Μαργαρίτην· δια δε τα φθαρτά ταύτα και ηδέα, τα οποία εμίσησας πανσόφως και φρονίμως, υπάγεις να απολαύσης τα αϊδια και αιώνια, να συναγάλλεσαι με τον Νυμφίον σου Χριστόν πάντοτε, εις την Βασιλείαν Αυτού την ουράνιον». Αυτά και άλλα περισσότερα ειπών με δάκρυα κατανύξεως προς την μακαρίαν ο αγιώτατος Επίσκοπος, προσεκάλεσεν ένα από τους Ιερομονάχους του, άνθρωπον ενάρετον, ξενοδόχον της Επισκοπής και του λέγει· «Επειδή σε γνωρίζω ευλαβή και θεοφοβούμενον, παραδίδω εις τας χείρας σου την ψυχήν της γυναικός ταύτης. Φρόντισε δε να διαμοιράσης εις πτωχούς τον πλούτον της και μη κρατήσης δι’ ημάς ούτε εν αργύριον, αλλά καθώς συ έδωσες την πατρικήν σου κληρονομίαν ελεημοσύνην, ούτω και όλα εκείνα τα οποία θα παραδώση εις τας χείρας σου να τα οικονομήσης καλώς και θεαρέστως». Απήλθον λοιπόν ο Ιερομόναχος με την Ευδοκίαν εις την οικίαν της και συναθροίσασα η μακαρία όλον τον πλούτον αυτής παρέδωσε τα πάντα εις την εξουσίαν αυτού με χαρούμενον πρόσωπον. Ήσαν δε ταύτα τόσον πολλά, ώστε ήθελε φανή εις τινας πράγμα υπερβολικόν και απίστευτον, αλλά εγώ καθώς τα εύρον εις το Ελληνικόν τα γράφω εις κοινήν φράσιν, χωρίς να αυξήσω, μάρτυς μου ο Κύριος, τίποτε, αλλά μόνον την αλήθειαν και τούτο προς δόξαν Θεού και παράδειγμα ιδικόν μας, δια να κατανυχθούν και άλλαι ψυχαί, να μιμηθούν αυτήν την αείμνηστον και πάνσοφον Ευδοκίαν. Ήτο λοιπόν η ποσότης των χρημάτων της μακαρίας Ευδοκίας χρυσίον μεν λίτραι μύριαι· μαργαριτάρια βασιλικά και λίθοι πολύτιμοι αναρίθμητοι· σκεύη αργυρά, ήτοι αγγεία ασημικά, οκτώ χιλιάδες λίτραι· στολίδια άλλα διάφορα χρυσά και αργυρά πολλά· βαρέα μεταξωτά ιμάτια διακόσια εβδομήκοντα πέντε· νήμα μεταξωτόν αρκετόν· μόσχου δοχεία πολύτιμα δώδεκα· από τας Ινδίας κυτία τριάκοντα τρία και άλλα πολύτιμα αντικείμενα και στολαί χρυσοϋφαντοι αναρίθμητοι με λίθους πολυτίμους και μαργαρίτας. Ομοίως και αγροί, αμπελώνες και άλλα ακίνητα πράγματα, τα οποία της έδιδαν ως εισόδημα τρεις χιλιάδας νομίσματα τον χρόνον. Αυτά όλα και άλλα περισσότερα έδωκεν η πάνσεμνος εις τον Ιερέα, τους δε δούλους αυτής ηλευθέρωσε και τους εχάρισε τον οίκον της καθώς ευρίσκετο. Ακόμη δε και δύο χιλιάδας χρυσά φλωρία τους έδωσε λέγουσα· «Εγώ μεν σας ηλευθέρωσα από την δουλείαν αυτήν την πρόσκαιρον, εάν δε σεις θέλετε να λάβετε και την πραγματικήν ελευθερίαν, πιστεύσατε εις τον Χριστόν, τον αγαθόν και παντελεήμονα, να σας αξιώση της ουρανίου Βασιλείας του». Όταν λοιπόν ετακτοποίησεν η μακαρία καλώς την περιουσίαν της και ελυτρώθη από πάσαν φροντίδα και μέριμναν, τότε ήλθε και ο Γερμανός, ο ευλαβής και θεοσέβαστος, και την ωδήγησεν εις το γυναικείον Μοναστήριον, το οποίον είχε μακράν από τους Μοναχούς δέκα στάδια. Ήσαν δε οι άνδρες εις το ανδρικόν Μοναστήριον εβδομήκοντα, αι δε γυναίκες του γυναικείου Μοναστηρίου τριάκοντα, με αυτάς δε έμεινε και η θαυμασία Ευδοκία, αγωνιζομένη από τας άλλας περισσότερον. Εφόρει δε πάντοτε η μακαρία το ιμάτιον, με το οποίον την ενέδυσεν ο Επίσκοπος όταν την εβάπτισε και ουδέποτε το εξεδύθη. Μόνον όταν ήτο ψύχος πολύ τον χειμώνα, επάνω από το ιμάτιον εφόρει ένα ράσον τρίχινον. Έμαθε δε και το Ψαλτήριον και πάσαν την Γραφήν και την ανεγίνωσκε μετά προθυμίας. Μετά πάροδον ολίγων ετών εκοιμήθη η Προεστώσα των παρθένων και με θείαν νεύσιν και ευδοκίαν εψήφισαν την Ευδοκίαν, ως θαυμασίαν και δόκιμον και τόσον ευάρεστος εφάνη εις τον Θεόν και εις πάσαν την αδελφότητα, ώστε δια την αγίαν της πολιτείαν, μετά την θαυμασίαν αυτής αλλοίωσιν, της έδωκεν εξουσίαν ο πλουσιόδωρος Κύριος να κάμνη θαυμάσια, από τα οποία θα γράψωμεν ολίγα εις δόξαν Αυτού και εις υπόδειγμα εκείνων όπου ηνόμησαν. Εις από τους πρώην εραστάς αυτής, ονόματι Φιλόστρατος, όταν ήκουσε την επιστροφήν της εις Χριστόν, ελυπήθη υπερβαλλόντως· έχων δε πόθον διάπυρον να την ίδη και να συνομιλήσωσιν, ενεδύθη ράσα μοναχικά ο αναίσχυντος, δια να μη τον εμποδίσωσι και επροφασίσθη ότι ήθελε να της ομιλήση δια ψυχικήν της ωφέλειαν. Πιστεύσας δε ο απονήρευτος Γερμανός τους δολίους και ψευδοπλάστους του Φιλοστράτου λόγους τον αφήκε να συνομιλήση με την Οσίαν. Βλέπων δε ταύτην, ο ανόσιος, ούτω τεταπεινωμένην και αδύνατον από την εγκράτειαν, την εκοίταξε με βλέμμα άγριον και λέγει προς αυτήν· «Τις σε κατέπεισεν, Ευδοκία, να έλθης εις τόσην αγνωσίαν; Να αφήσης τόσον πλούτον και τοιαύτην μακαριότητα όπου είχες και πάσαν απόλαυσιν, ίνα έλθης εις τοσαύτην στενοχωρίαν και απορίαν των αναγκαίων πραγμάτων και να είσαι πλέον νεκρά δια τον κόσμον ματαίως και ανωφελώς και κλαίει και θρηνεί δια την αγάπην σου η πόλις όλη; Αλλά άκουσόν μου, κυρία μου· ελθέ να υπάγωμεν εις την προτέραν απόλαυσιν και μη μαραίνης το κάλλος σου με την αδιάκριτον νηστείαν. Συ ήσουν ωραία και πάγκαλος ως θεά, τώρα δε κατάντησες άσχημος και δύσμορφος. Ποίος άλλος υπέπεσεν εις τόσην αγνωσίαν, να χαρίση όλον τον πλούτον του δια ματαίαν ελπίδα μελλούσης μακαριότητος, της οποίας δεν γνωρίζεις το βέβαιον; Λοιπόν, πριν αφανισθή τελείως η καλλονή σου και γίνη άχρηστον το βασιλικόν σου πρόσωπον, ακολούθησόν με δια να χαρώμεν τον κόσμον προτού γηράσωμεν». Τοιαύτα και έτερα όμοια φλυαρούντος του αθλίου εκείνου, ωργίσθη κατ’ αυτού η Αγία και τον εφύσησε μετά θυμού εις το πρόσωπον λέγουσα· «Ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός, ο δίκαιος Κριτής, του οποίου έγινα δούλη, η αναξία και βέβηλος, να σε επιτιμήση να μη εξέλθης καλώς απ’ εδώ, επειδή είσαι τέκνον του διαβόλου και συμβουλεύεις εκείνα τα οποία επιθυμεί». Ταύτα ειπούσης της Οσίας έπεσεν ευθύς ο Φιλόστρατος και εξεψύχησεν. Βλέπουσαι αι μονάζουσαι τοιούτον έργον της Οσίας θαυμάσιον, εθαύμαζον δια την παρρησίαν, την οποίαν είχε προς Κύριον, πλην όμως ησύχαζον και ανέμενον να ίδουν το αποβησόμενον. Το μεσονύκτιον είδεν εις οπτασίαν η Οσία τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όστις της έλεγεν· «Ευδοκία, εγείρου και κάμε προσευχήν να αναστηθή ο νεκρός, δια να γνωρίσης την δύναμίν μου και τότε να σε αξιώσω μεγαλυτέρου χαρίσματος, επειδή επίστευσες εις εμέ και απηρνήθης την κοσμικήν ματαιότητα». Εγερθείσα τότε η Οσία ανέστησε δια της προσευχής της τον Φιλόστρατον, όστις εγερθείς έπεσεν εις τους πόδας αυτής, λέγων· «Παρακαλώ σε, Ευδοκία, δικαία δούλη του μεγάλου Θεού, να με συγχωρήσης δια τους ανοσίους λόγους τους οποίους σου είπον, διότι τώρα εγνώρισα του Θεού σου την δύναμιν». Τότε η Οσία τον συνεχώρησε και του είπε· «Πορεύου εις ειρήνην και πίστευε εις τον παντοδύναμον Θεόν, όστις σε επεσκέφθη δια την άπειρον ευσπλαγχνίαν του». Κατά τον καιρόν εκείνον εβασίλευεν εκεί άλλος βασιλεύς· τινές δε εκ των πρώην εραστών της Ευδοκίας, ακούσαντες ότι επίστευσεν εις τον Χριστόν και εμόνασε, παρακινούμενοι υπό του διαβόλου απεφάσισαν να την καταγγείλουν εις τον βασιλέα. Έστειλαν λοιπόν αναφοράν προς αυτόν, εις την οποίαν έλεγον, ότι λαβούσα αργύρια από την πόλιν τα μετέφερεν εις την έρημον με τον σκοπόν να κτίζη κελλία και Μοναστήρια, εζήτουν δε να τους δώση εξουσίαν να της αρπάσουν τα χρήματα και να την απομακρύνουν από εκεί, επειδή εβλασφήμει τους θεούς και προσεκύνει τον υπό των Εβραίων σταυρωθέντα. Ταύτα αναγνώσας ο βασιλεύς και πληρωθείς θυμού απέστειλεν άρχοντα τινά μετά τριακοσίων στρατιωτών να την πάρουν από την Μονήν βιαίως με όλα τα χρήματα και να την οδηγήσουν εις τα βασίλεια. Ταύτα ο Κύριος εφανέρωσε δι’ οπτασίας εις την Οσίαν, ειπών προς αυτήν· «Οργή του βασιλέως έρχεται κατά σου, αλλά μη φοβηθής, διότι εγώ είμαι μαζί σου πάντοτε». Όταν λοιπόν έφθασαν οι στρατιώται εις το ασκητήριον, έβλεπον μεν τούτο, αλλά να εισέλθουν εντός αυτού δεν ηδύναντο, εμποδιζόμενοι υπό της θείας δυνάμεως. Περιετριγύριζον λοιπόν πέριξ αυτού ματαίως κοπιάζοντες επί τρία ημερονύκτια. Βλέπων ο δίκαιος Θεός, ότι οι στρατιώται, ως ασύνετοι, δεν ηννόησαν την θείαν Αυτού και υπερθαύμαστον δύναμιν, ώστε να επιστρέψουν εις τα οπίσω, μετανοούντες δια την ανομίαν των, αλλά συνέχιζον προσπαθούντες να εκτελέσουν του επιγείου βασιλέως την παράνομον προσταγήν, επαίδευσεν αυτούς δικαίως ως αδίκους. Όθεν ελθούσης θανασίμου βιαίας πνοής εθανατώθησαν οι άθλιοι, οίτινες πεσόντες αίφνης άπαντες εις την γην απέθανον. Μόνον ο άρχων μετά τριών άλλων στρατιωτών δεν εθανατώθησαν, ίσως δια να φέρουν εις τον βασιλέα το μήνυμα, όστις ακούσας ταύτα περισσότερον εθύμωσε και συγκαλέσας όλην την σύγκλητον είπε προς αυτούς οργιζόμενος· «Βλέπετε πως μία πόρνη καταφρονημένη και άτιμος τόσους δυνατούς στρατιώτας απώλεσε με τας μαγείας και κακουργίας της; Τι λοιπόν με συμβουλεύετε να κάμω, δια να μη προξενήση αύτη και άλλα χειρότερα εις ημάς»; Τότε ο υιός του βασιλέως εκαυχήθη ότι δύναται να υπάγη να καταστρέψη το Μοναστήριον. Ματαίως όμως και κενά εμελέτησε, διότι, καθώς επορεύετο έφιππος, έπεσεν ο ίππος του, εκ της πτώσεως δε ταύτης συνετρίβη ο εις εκ των ποδών του. Μετέφερον τότε αυτόν οι στρατιώται εις τα βασίλεια, εντός ολίγου δε βασανιζόμενος από πόνους φρικτούς απέθανεν. Ενώ λοιπόν ο βασιλεύς έκλαιε και ωδύρετο δια τον θάνατον του υιού του, τον συνεβούλευσεν ο Φιλόστρατος, ειπών προς αυτόν· «Γίγνωσκε, βασιλεύ, ότι η μακαρία Ευδοκία είναι δούλη του αληθινού Θεού και δια τούτο άνθρωπος δεν δύναται να την κακοποιήση, επειδή φυλάττει αυτήν θεία δύναμις. Εάν λοιπόν θέλης να αναζήση ο υιός σου, στείλε γράμμα έντιμον προς αυτήν και παρακάλεσον περί τούτου με πολλήν ταπείνωσιν». Τότε ο βασιλεύς απέστειλε προς την Αγίαν γράμματα ικετευτικά δια τινος δικαστού ονόματι Βαβύλα, όστις διηυθύνθη προς το Μοναστήριον, προσκυνήσας δε την Αγίαν της έδωσε τα γράμματα· έπειτα εξελθών εκάθισεν έξω του Μοναστηρίου και ανέμενεν απόκρισιν. Ενώ λοιπόν εκάθητο εις πέτραν τινά απεκοιμήθη, βλέπει δε εις τον ύπνον του Άγγελον Κυρίου αστραπόμορφον, όστις τον εκέντησε με ράβδον εις την πλευράν και του λέγει· «Ο νεκρός σε αναμένει, Βαβύλα». Εκείνος δε ηγέρθη παρευθύς και πορευθείς προς την Οσίαν της εφανέρωσε την οπτασίαν, ζητών απόκρισιν. Τότε η Αγία πρώτον μεν προσηυχήθη εις τον Θεόν να την φωτίση να κάμη το συμφερώτερον· έπειτα λαβούσα συγχώρησιν από τας αδελφάς, έγραψε τα εξής προς τον βασιλέα με πολλήν ταπεινοφροσύνην και μετριότητα· «Εγώ μεν είμαι ευτελής και αθλία, βεβαρημένη υπό πλήθους ανομιών ως άσωτος, δεν είμαι δε αξία να κάμω δέησιν προς τον Δεσπότην Χριστόν δια τον υιόν σου, πλην, εάν εις Αυτόν ολοψύχως πιστεύσης, θέλεις ίδει την μεγάλην του δύναμιν, ώστε να μετατραπή η πολλή θλίψις σου εις αγαλλίασιν». Ταύτα αφού έγραψεν η Αγία έκαμε και τρεις σταυρούς εις την επιστολήν και την έδωκεν εις τον δικαστήν, όστις λαβών ταύτην απήλθε δρομαίως και φθάσας εις τον νεκρόν ευθύς ως έβαλε την επιστολήν επάνω αυτού, ω του θαύματος, ανεστήθη. Τότε όχι μόνον αυτός ο νεκρέγερτος, αλλά και πάντες οι παρόντες, βλέποντες τοιούτον φρικτόν τερατούργημα, ακόμη δε και αυτός ο βασιλεύς, εβόησαν άπαντες· «Μέγας ο Θεός της Χριστιανής Ευδοκίας, όστις κάμνει τοιαύτα θαυμάσια». Έκαμε λοιπόν ο βασιλεύς δια την χαράν του υιού του μεγάλην τράπεζαν και διεμοίρασε πολλήν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Έπειτα, προσκαλέσας τον Αρχιερέα της πόλεως εβαπτίσθη με όλους τους συγγενείς και δούλους του και απέστειλε προς την Αγίαν πλήθος χρυσίου δια να το εξοδεύση εις το Μοναστήριον, πολλάκις δε της έστειλε γράμματα και δώρα βασιλικά. Εις ολίγον καιρόν ο βασιλεύς και η σύζυγός του καλώς ετελεύτησαν, ο δε υιός αυτού ο νεκρέγερτος εχειροτονήθη Διάκονος και όταν ετελεύτησεν ο Αρχιερεύς της πόλεως, εχειροτόνησαν αυτόν ως άξιον. Ούτος είχε και αδελφήν, Γελασίαν ονόματι, ήτις αφού παρέλαβε την ανήκουσαν εις αυτήν κληρονομίαν απήλθε μετά δύο ευνούχων αυτής εις την Μονήν της Οσίας και εμόνασεν. Επίσης και οι ευνούχοι μεταβάντες εις την ανδρικήν Μονήν εμόνασαν εν αυτή και εκεί ετελείωσαν τον βίον αυτών θεαρέστως. Μετά δε τον θάνατον του βασιλέως έγινεν άλλος βασιλεύς ειδωλολάτρης, όστις εψήφισεν ηγεμόνα εις την Ηλιούπολιν σκληρόν τινα και απάνθρωπον, Διογένην ονομαζόμενον, ο οποίος ήτο μεμνηστευμένος με την Γελασίαν την θυγατέρα του βασιλέως. Επειδή δε ούτος δεν ηθέλησε να βαπτισθή, δεν του την έδωσεν ο βασιλεύς δια γυναίκα του. Αυτός δε, εν όσω έζη ο βασιλεύς, είχεν υπομονήν· κατόπιν όμως, όταν έλαβε την ηγεμονίαν, επειδή η μακαρία Γελασία απήλθε προς τον Νυμφίον αυτής τον ουράνιον, εσκέφθη να κακοποιήση αντ’ αυτής την Οσίαν, η οποία την εκούρευσε Μοναχήν. Παρευθύς λοιπόν στέλλει πεντήκοντα στρατιώτας, ίνα οδηγήσωσι την Αγίαν έμπροσθέν του. τότε πάλιν εφάνη εις αυτήν ο Δεσπότης Χριστός εν οράματι και της λέγει· «Αγρύπνα, Ευδοκία, και αγωνίζου δια την αληθινήν Πίστιν, ίνα λάβης τον στέφανον, διότι ήλθεν ο καιρός του Μαρτυρίου σου. Και ιδού έρχονται κατά σου αλλόφυλοι και θηρία άγρια· αλλά μη δειλιάσης ουδόλως εις τα κολαστήρια, διότι εγώ είμαι μαζί σου εις όλας τας θλίψεις σου». Όταν δε έφθασαν οι στρατιώται εις το Μοναστήριόν της εισήλθεν η Αγία εις το Άγιον Βήμα, και λαβούσα εκ του ιερού της Αγίας Τραπέζης κιβωτίου μικράν μερίδα από το τίμιον Σώμα του Χριστού το εβάστα επάνω της εις κυτίον μικρότατον, ίνα έχη τούτο εις σκέπην αυτής και βοήθειαν. Συλλαβόντες λοιπόν οι στρατιώται την Αγίαν την ωδήγουν εις τον ηγεμόνα χαίροντες χαίρουσαν και δια να φθάσουν ταχέως περιεπάτουν όλην την νύκτα κατά την προσταγήν. Αλλά ο θείος Άγγελος, ο φύλαξ αυτής, επροπορεύετο κρατών λαμπάδα ανημμένην, δια της οποίας εφώτιζεν αοράτως την οδόν χωρίς να βλέπωσιν οι στρατιώται τούτο το θαυμάσιον. Όταν έφθασαν εις την πόλιν, επρόσταξεν ο ηγεμών να την ρίψουν εις την φυλακήν, να μη τολμήση δε κανείς να της δώση άρτον ή ύδωρ ή άλλην τροφήν ουδόλως. Την τετάρτην ημέραν την έφεραν εις το κριτήριον με κεκαλυμμένον το πρόσωπον, όταν δε απεκάλυψαν τούτο, εξήλθεν εξ αυτού λάμψις τις ως αστραπή και πάντες εξέστησαν, περισσότερον δε ο ηγεμών. Εκάλεσε δε ούτος την Αγίαν να είπη την καταγωγήν, την Πίστιν και την επωνυμίαν της. Ατενίσασα τότε προς τον ηγεμόνα η Αγία απεκρίθη προς αυτόν μετά θάρρους· «Το μεν όνομά μου λέγεται Ευδοκία· είμαι δε Χριστιανή και ηξιώθην να ονομάζωμαι δούλη Αυτού του μόνου αγαθού και ευσπλάγχνου Θεού, εις τον οποίον επίστευσα εξ όλης καρδίας μου τόσον, ώστε δεν δύναται κανέν πράγμα να με χωρίση από την αγάπην του.  Μη λοιπόν δαπανάς τον καιρόν σου ερωτών με άλλο τίποτε, μόνον πράττε ό,τι σκέπτεσαι, δια να απαλλαγής από ταύτην την φροντίδα το συντομώτερον». Λέγει τότε προς αυτήν ο ηγεμών· «Διατί αφήκες την πόλιν σου και επήγες εις τόπον έρημον και εξώδευσες ματαίως τόσην βασιλικήν περιουσίαν»; Απεκρίθη η Αγία· «Ας έλθουν οι συκοφάνται εις το μέσον να τους ελέγξω· διότι εγώ ουδόλως και παρ’ ουδενός έλαβον δημόσια χρήματα. Εάν λοιπόν έχης να ομιλήσης δι’ άλλην υπόθεσιν, ειπέ ό,τι νομίζεις». Αποκαλύψας τότε ο ηγεμών την αιτίαν της προσαγωγής της Αγίας εις το κριτήριον, λέγει προς αυτήν· «Οι προεστοί της πόλεως ταύτης σε ενεκάλεσαν κατηγορούντες σε, ότι αφήκες τους παλαιούς θεούς και προσκυνείς άλλον νεώτερον και ότι εις τον Ναόν τούτου εξώδευσας όλα τα χρήματα, τα οποία ανήκουν εις το βασιλικόν ταμείον. Λοιπόν, χωρίς περιττολογίαν, κάμε ένα από αυτά τα τρία· ή τους θεούς προσκύνησον, ή επίστρεψε πάλιν εις την προτέραν σου πολιτείαν ή, τουλάχιστον, δώσε εις ημάς τα χρήματα να τα βάλωμεν εις το δημόσιον ταμείον, πριν το μάθη ο βασιλεύς και θυμωθή κατ’ εμού». Απεκρίθη η Αγία· «Εγώ αργύρια βασιλικά ουδόλως έλαβον, αυτοί δε από τον φθόνον των και μόνον με ενεκάλεσαν. Αλλά μήτε τους ψευδωνύμους θεούς σας προσκυνώ ποτέ, αφού ηξιώθην να γίνω δούλη του αληθινού και παντελεήμονος Θεού, τον οποίον δεν απαρνούμαι έστω και αν με υποβάλης εις μύρια παιδευτήρια». Βλέπων λοιπόν ο ηγεμών το αμετάθετον της Αγίας επρόσταξε να την εκδύσουν έως την μέσην και να ξεσχίσωσι τας πλευράς αυτής τέσσαρες άνδρες, έως ότου φανώσι τα σπλάγχνα της. Κατ’ αυτόν δε τον τρόπον εβασάνιζαν την Αγίαν επί δύο ώρας προξενούντες εις αυτήν δριμυτάτους πόνους με εκείνα τα δεινά κολαστήρια, οι ακόλαστοι. Τότε λέγει πάλιν προς αυτήν ο ηγεμών· «Λυπήσου, γύναι, τα κάλλη σου. Θυσίασον τοις θεοίς, ίνα μη απολεσθή κακώς η ωραιότης σου». Αποκρίνεται η Αγία· «Εάν ήσουν άνθρωπος γνωστικός και έκρινες δικαίως, ήθελες γνωρίσει και συ το συμφέρον σου και θα επίστευες εις τον αληθινόν Θεόν δια να συγχωρήση τας ανομίας σου, ως εύσπλαγχνος· αλλ’ επειδή η συνείδησίς σου σε κατακρίνει εις θάνατον, σε αναμένει του αιωνίου πυρός η απόλαυσις». Θυμωθείς τότε ο ηγεμών περισσότερον επρόσταξε να εκδύσουν εντελώς την Αγίαν και ούτω γυμνήν να την κρεμάσουν εις το ξύλον και να την δέρωσιν ισχυρότερον. Ενώ δε οι στρατιώται επεχείρουννα την γυμνώσουν, εύρον το κυτίον, εις το οποίον είχε τον Άγιον Άρτον και λαβόντες αυτό το έδωσαν εις τον ηγεμόνα, όστις ενώ επεχείρει να το ανοίξη, παρευθύς εξήλθεν εξ αυτού φλοξ, ήτις κατέκαυσε τους περιεστώτας, έπληξε δε και ολόκληρον το αριστερόν μέρος του ηγεμόνος και τον κατέστησεν ημίξηρον, δηλαδή ημιπαράλυτον. Πεσών τότε ούτος εις την γην ωδύρετο δεινώς και εβόα λέγων· «Ιάτρευσόν με, θεέ ήλιε, και βοήθησόν με να κατακαύσω την μάγισσαν ταύτην». Ταύτα ειπών ήλθεν ευθύς αστραπή εκ του ουρανού και τον κατέκαυσεν. Όθεν έπεσε νεκρός δικαίως ο άδικος. Συνήχθη τότε όλη η πόλις και όλοι έκλαιον του ηγεμόνος τον θάνατον. Τότε εις εκ των στρατιωτών είδε νέον τινά αστραπόμορφον ενδεδυμένον ενδύματα λευκά, όστις συνωμίλει μετά της Αγίας και την εσκέπαζε δια λεπτού και ωραίου μανδηλίου, ώστε να μη φαίνωνται αι σάρκες της. Ταύτα βλέπων ο στρατιώτης προσεκύνησε την Αγίαν λέγων· «Δέξαι με μετανοούντα, δούλη του αληθινού Θεού, ότι εις αυτόν πιστεύω και εγώ ο ανάξιος και σε παρακαλώ ευσπλαγχνίσου τον ηγεμόνα και ανάστησον αυτόν, δια να πιστεύσουν και άλλοι πολλοί εις τον Δεσπότην Χριστόν δια μέσου σου». Ταύτα δε ειπών έλυσεν αυτήν από του ξύλου και την κατεβίβασε μετ’ ευλαβείας. Προσευχήθη τότε η Αγία επί ώραν πολλήν εις τον Χριστόν κατ’ ιδίαν και κατόπιν μεγαλοφώνως εβόησε λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, Συ όστις γνωρίζεις τα κρύφια των καρδιών ημών και έκαμες τον κόσμον με την σοφίαν Σου, πρόσταξον να αναστηθούν όλοι αυτοί, οίτινες υπό του πυρός κατεκαύθησαν, ίνα βλέποντες οι πολλοί τα θαυμάσιά σου δοξάσουν το όνομά Σου το Άγιον». Ταύτα μεν προς τον Θεόν εδέετο η Αγία, κατόπιν δε στραφείσα προς τους νεκρούς ήγγιζε δια της αγίας αυτής δεξιάς ένα έκαστον εκ των νεκρών λέγουσα· «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, εγέρθητι» και παρευθύς, ω εξαισίου θαυματουργήματος! Όλοι, ως εξ ύπνου, ανέστησαν υγιείς. Τούτο το θαυμάσιον ιδόντες οι άνθρωποι της πόλεως ταύτης επίστευσαν εις τον Χριστόν οι περισσότεροι εξ αυτών. Τούτων ούτω γενομέμων, ήλθεν είδησις εις τον άρχοντα Διόδωρον, ότι η γυνή του ευρισκομένη εις το λουτρόν κατελήφθη υπό λιποθυμίας και απέθανε. Ταύτα ακούσας ο Διόδωρος εξέσχισεν εκ της λύπης την χλαμύδα του και έδραμε μετά τινος άλλου άρχοντος εις την νεκράν. Ιδόντες δε αυτήν πραγματικώς αποθαμμένην επέστρεψαν εις την Αγίαν και λέγει προς αυτήν ο Διόδωρος· «Επ’ αληθείας πιστεύω, ότι δυνατώτερος και μεγαλύτερος είναι ο Θεός σου από τους ιδικούς μας θεούς. Επειδή όμως ακόμη μικροψυχώ, ανάστησον την γυναίκα μου και να βαπτισθώ με όλον τον οίκον μου». Απεκρίθη τότε προς αυτόν η Μάρτυς· «Ο Κύριός μου θέλει κάμει και αυτό το θαυμάσιον, ως εύσπλαγχνος, δια να πιστεύσουν εις αυτόν και άλλοι περισσότεροι». Απελθούσα τότε η Μάρτυς εις την νεκράν με όλον τον όχλον, έπεσεν εις την γην και προσηύχετο επί ώραν πολλήν. Κατόπιν εγερθείσα είπε ταύτα μεγαλοφώνως δια να την ακούωσιν άπαντες· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Υιός και Λόγος του Πατρός, όστις ανιστάς τους νεκρούς ως Θεός παντοδύναμος, ανάστησον και την Φηρμίναν, δια να πιστεύση αύτη και έτεροι εις Σε τον ζώντα Θεόν τον αγαθόν και αιώνιον». Ταύτα ευξαμένης της Αγίας ευθύς η νεκρά ηγέρθη από της κλίνης, οι δε παρόντες, ιδόντες τοιούτον θαύμα τεράστιον, εβόησαν όλοι ως εξ ενός στόματος· «Όντως ο Θεός σου είναι αληθινός και δίκαιος, εις αυτόν δε και ημείς χωρίς αμφιβολίαν πιστεύομεν». Εβαπτίσθησαν τότε όχλος πολύς, καθώς και ο ηγεμών Διογένης μετά του άρχοντος Διοδώρου μεθ’ όλης της συγγενείας αυτών, η δε Αγία έμεινε εις την οικίαν της Φηρμίνας διδάσκουσα. Εκεί δε πλησίον, εις τον κήπον της οικίας εκείνης, ενεφώλευε δράκων τις φοβερός, όστις εφόνευσε δια του φυσήματος αυτού το τέκνον χήρας τινός, ήτις έκλαιεν, ως μήτηρ, τον υιόν της απαρηγόρητα. Ακούσασα δε η Αγία τους θρήνους αυτής απήλθε προς τον νεκρόν μετά του Διοδώρου, προς τον οποίον είπεν η Αγία· «Κάμε προσευχήν δια τον νεκρόν να τον αναστήση ο Κύριος». Ο Διόδωρος όμως εδίσταζε και έλεγε προς την Αγίαν ότι δεν ήτο άξιος να ζητήση παρά του Θεού τοιούτον χάρισμα. Λέγει τότε προς αυτόν η Μάρτυς· «Εγώ πιστεύω εις τον Θεόν μου, ότι επειδή αδιστάκτως επίστευσας εις Αυτόν, θέλει εισακούσει την δέησίν σου, μόνον επικαλέσου Αυτόν ολοψύχως δια να ίδης την άμετρον ευσπλαγχνίαν του». Κλίνας τότε ο Διόδωρος εις την γην την κεφαλήν προσηύχετο κτυπών το στήθος του και χύνων θερμότατα δάκρυα έλεγε· «Κύριε ο Θεός ημών, όστις κατηξίωσες και εμέ τον αμαρτωλόν και ανάξιον να σε γνωρίσω δια μέσου ταύτης της Αγίας δούλης σου, την οποίαν εξαπέστειλες ίνα λυτρώση ημάς από τας χείρας του δαίμονος, πρόσδεξαι την δέησίν μου, επειδή γνωρίζεις, ότι η προς Σε πίστις μου είναι αμετάθετος και ανάστησον τούτον τον νεκρόν εις δόξαν του παντοδυνάμου ονόματός Σου». Ταύτα προσευξάμενος ο Διόδωρος είπε προς τον νεκρόν· «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, Ζήνων, ανάστηθι». Παρευθύς τότε ηγέρθη ο νεκρός, η δε Αγία πάλιν εδεήθη προς τον Δεσπότην Χριστόν ταύτα λέγουσα· «Κύριε ο Θεός μου, επάκουσον και εμού της ταπεινής και πρόσταξε τον εχθρόν και επίβουλον δράκοντα να έλθη εδώ έμπροσθεν του όχλου να διαρραγή, δια να μη θανατώση και άλλους δούλους Σου». Ταύτα ειπούσης της Αγίας παρευθύς ήλθεν ο δεινός εκείνος δράκων, ως υπό πυρός διωκόμενος, πεσών δε εις την γην εξέπνευσεν, οι δε παρόντες ιδόντες τοιαύτα τερατουργήματα επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν άπαντες. Μετά παρέλευσιν ολίγου χρόνου ετελεύτησεν ο ηγεμών Διογένης θεαρέστως, ανήλθε δε εις το αξίωμα του ηγεμόνος άλλος άρχων, ονόματι Βικέντιος, δεινός και απάνθρωπος διώκτης των Χριστιανών, όστις ακούσας τα κατορθώματα της Αγίας και γνωρίζων ότι δι’ άλλου τρόπου δεν ήθελε δυνηθή να την θανατώση, απέστειλε στρατιώτας, οίτινες απέκοψαν την οσίαν αυτήςκεφαλήν, την πρώτην του πρώτου μηνός, όστις από τους Ρωμαίους λέγεται Μάρτιος. Και ούτως, αφού επλήρωσε τον δρόμον του Μαρτυρίου, το μεν πνεύμα αυτής απήλθεν εις τα ουράνια, το δε τίμιον και πάνσεπτον αυτής Λείψανον έμεινεν εις την γην πηγάζων πλούσια μετά θάνατον θαύματα, Χάριν την οποίαν έλαβεν από τον Θεόν, δια την θερμοτάτην αυτής μετάνοιαν· ης αξιωθείημεν και ημείς εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Τη ΙΑ΄ (11ην) Μαρτίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΘΕΟΔΩΡΑΣ της Βασιλίσσης.


Θεοδώρα η μακαριωτάτη και αοίδιμος Μήτηρ ημών η σήμερον εορταζομένη, της Ηπείρου το καύχημα, της οποίας και εχρημάτισε βασίλισσα κατά τον ΙΓ΄ αιώνα, ήτο από την Ανατολήν. Εβλάστησε δε η μακαρία αύτη εις το γένος της και εις την πατρίδα της ως ρόδον πολύτιμον και ηδύπνοον, λίαν αρωματισμένον, από την ενάρετον και θαυμαστήν πολιτείαν της. Διότι αφ’ ου αυξηθείσα έφθασεν η τρισολβία εις την ηλικίαν του κορασίου, δεν ησχολείτο, ως του τωρινού καιρού τα κοράσια, εις μάταια και άσεμνα παίγνια, ούτε εις καλλωπισμούς ή εις άλλα άτακτα έργα, αλλ’ ως αγγείον εκλεκτόν του Θεού εφαίνετο εξ αρχής οποία ήθελε γίνει κατόπιν, ως παράδειγμα έχουσα και μιμουμένη τους ιδίους αυτής γονείς, πολλά εναρέτους και ευλαβείς εις τα θεία, ελεήμονας και θεοσεβείς, φερομένους προς πάντας με μεγάλην ταπείνωσιν και αγάπην.

Προς τούτους έχουσα η Αγία την πρέπουσαν ευλάβειαν και υπακούουσα πάντοτε, υπετάσσετο μετά χαράς εις όσα ήθελον την προστάξει και πάντα έπραττε χωρίς οκνηρίαν. Όθεν και κατέστη πλέον ενάρετος και με παν είδος αρετής εστολίσθη, ως καρπός ωραιότατος από δένδρον καλόν αναδειχθείσα και επιβεβαιούσα την αρετήν των γονέων της, καθώς και ο Κύριος ημών εις το ιερόν Ευαγγέλιον λέγει· «Εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. ιβ: 33). Βλέποντες λοιπόν οι γονείς της, ότι η θυγάτηρ αυτών επρόκοπτεν εις τα θεάρεστα έργα, έχαιρον και υπερευφραίνοντο, δοξάζοντες τον Θεόν και εσκέπτοντο να εύρουν άνδρα ομοίως ενάρετον και πρέποντα δι’ αυτήν. Πριν ή όμως είπωμεν περί τούτου, καλόν κρίνομεν να μη στερήσωμεν τους ευσεβείς ακροατάς, οι οποίοι αγαπώσι να ακούσωσιν εξ αρχής την διήγησιν. Όθεν άρχομαι ταύτης και σας παρακαλώ να ακούσητε μετά προσοχής. Ότε εβασίλευσεν ο Αλέξιος ο Κομνηνός εις την Κωνσταντινούπολιν (1081 – 1118), ήτο ειρήνη και ομόνοια εις τους Χριστιανούς. Αλλ’ ακούσατε τι ενήργησεν ο εχθρός της αληθείας διάβολος, όστις πάντοτε φθονεί την σωτηρίαν των ανθρώπων. Ο Αλέξιος ούτος ο Κομνηνός εχειροτόνησε τον Μιχαήλ Κομνηνόν αυθέντην εις όλον τον Μωρέαν, δηλαδή την Πελοπόνησον, ως όντα από το γένος του. Ήτο δε εις την Νικόπολιν και Αιτωλίαν άλλος αυθέντης ονομαζόμενος Σενναχηρείμ. Αυτός και ο Μιχαήλ είχον γυναίκας νομίμους, δύο πρώτας εξαδέλφας, από καθολικόν αίμα του βασιλέως Αλεξίου. Και εις τούτων τον καιρόν ο κόσμος επολιτεύετο και έζη με ειρήνην και αγάπην, δια την καλήν των ηγεμόνων διοίκησιν. Ο δε Ιωάννης ο Πετραλίφας, ο πατήρ της μακαριωτάτης Αγίας Θεοδώρας, ήτο τότε νέος κατά την ηλικίαν και ανύπανδρος και εις τον οποίον ο βασιλεύς Αλέξιος έδωκεν ως νόμιμον σύζυγον μίαν ευγενεστάτην αρχοντοπούλαν , θυγατέρα άρχοντος τινός του παλατίου του, διότι και ο πατήρ της Αγίας ήτο από γένος ευγενές και λαμπρόν. Έπειτα τον έκαμε και μέγαν αυθέντην, ίνα εξουσιάζη όλην την Θεσσαλονίκην και Μακεδονίαν. Aφ’ ου λοιπόν αυτός ανέλαβε την αυθεντίαν, ακόμη περισσότερον εβελτιώθησαν οι Χριστιανοί και έμεινε σταθερά η ειρηνική κατάστασις επ’ αρκετόν. Αλλά μετ’ ολίγον καιρόν, έξαφνα, εγένετο φοβερός πόλεμος των Φράγκων κατά της Κωνσταντινουπόλεως και κατά παραχώρησιν Θεού, δια τας αμαρτίας των ανθρώπων, φεύ και αλλοίμονον! Παρεδόθη η Κωνσταντινούπολις εις χείρας των Λατίνων, οι οποίοι, όταν εισήλθον εντός της πόλεως, τις λόγος δύναται να διηγηθή λεπτομερώς τας αρπαγάς όπου έκαμαν; Επήραν τότε πολλούς Χριστιανούς αιχμαλώτους και πολλά άλλα κακά έκαμαν. Αλλ’ ενώ ταύτα συνέβαινον, αποστατήσαντες τινές από τους τόπους της επικρατείας του Σενναχηρείμ, ήγειραν πόλεμον εναντίον του αυθέντου των τούτου. Εβιάσθη λοιπόν αυτός να στείλη ταχυδρόμους εις τον Μιχαήλ Κομνημόν, παρακαλών αυτόν να του στείλη βοήθειαν, δηλαδή στρατόν, ίνα καταπολεμήση τους εχθρούς του. Έως ότου όμως έλθη ο Μιχαήλ με τον στρατόν του εις την Νικόπολιν, εφονεύθη ο Σενναχηρείμ από τους ανθρώπους του με δόλον. Όταν δε έφθασεν ο Μιχαήλ Κομνηνός, εξετάσας με επιμονήν και επιτηδειότητα, εύρε τους φονείς του Σενναχηρείμ, τους οποίους και εφόνευσεν ως εχθρούς και επιβούλους του αυθέντου των, την δε γυναίκα του Σενναχηρείμ μετά των υπαρχόντων του και όλης του της εξουσίας ήρπασεν αυτός ο Μιχαήλ. Αποθνήσκων δε ο Μιχαήλ Κομνηνός αφήκε τέσσαρας υιούς από την γυναίκα του φονευθέντος Σενναχηρείμ, από τους οποίους τον μεν ένα ωνόμασε Μιχαήλ Δούκα, τον δεύτερον Θεόδωρον, τον τρίτον Μανουήλ και τον τέταρτον Κωνσταντίνον. Μετά δε τον θάνατόν του εβασίλευσεν ο μεγαλύτερος υιός του, ο Μιχαήλ Δούκας, εις την Παλαιάν Πρέβεζαν και εις όλον τον Μωρέαν και ως γνωστικός, ως μεγαλύτερος, ως επιτήδειος άνθρωπος και οξύς και ταχύς εις το να αντιλαμβάνεται τας αιτίας των πραγμάτων και τα αποτελέσματα. Δια να είπω δε με συντομίαν, ήτο οικονόμος άριστος εις όλα και πείραν μεγάλην είχεν εις το πως να κτίζωνται τα φρούρια και ουδείς άλλος τον έφθανεν εις τας ευστόχους και θαυμασίας αυτού νοήσεις. Ούτος λοιπόν ωχύρωσε πρώτον τα Ιωάννινα, δεύτερον τα Βελλέγραδα, τρίτον την Βόνιτσαν και τέταρτον την Κέρκυραν. Έπειτα ωχύρωσε την Όχριδα, το Δυρράχιον και όλην την Θεσσαλίαν· τελευταίον δε ωχύρωσε την Ελλάδα. Επίσης εκαλλώπισε την Θεσσαλονίκην με τα πέριξ αυτής φρούρια και χωρία, και κατά πολύ την ηύξησε και την επλάτυνε, δια να κατοική εις αυτήν. Φονευθείς όμως από κακούς και φθονερούς ανθρώπους, άφησε μικρόν παιδίον, το οποίον είχεν ονομάσει με το ίδιόν του όνομα Μιχαήλ Δούκαν. Επειδή όμως τούτο ήτο ανήλικον, εβασίλευσεν ο αδελφός του Θεόδωρος, όστις εσυλλογίζετο να φονεύση το παιδίον δια να του πάρη την βασιλείαν. Αλλά, κατ’ οικονομίαν Θεού, αντελήφθη τούτο η μήτηρ τού παιδός και αμέσως το επήρε κρυφίως και έφυγεν εις την Πελοπόννησον. Ο δε Θεόδωρος Δούκας, ως ανδρείος και επιτήδειος εις τους πολέμους, μετέβη με τον στρατόν του εις την Θεσσαλονίκην και αναλαβών μέγαν και δυνατόν πόλεμον κατά των Φράγκων, την ηλευθέρωσεν από τας χείρας των και αποκατέστη αυτός βασιλεύς. Έπειτα υπέταξεν όλα τα δυτικά μέρη εις την εξουσίαν του, έως εις την Χριστόπολιν. Ο δε σεβαστοκράτωρ Ιωάννης ο Πετραλίφας, ο πατήρ της Αγίας Θεοδώρας, όστις πρότερον ήτο αυθέντης της Θεσσαλονίκης και όλης της Μακεδονίας, μεταξύ των άλλων παιδίων όπου εγέννησεν εις την Θεσαλονίκην, προτού την καταλάβουν οι Φράγκοι, εγέννησε και την Αγίαν Θεοδώραν. Όλα δε τα παιδία του ως και η Αγία Θεοδώρα, μετά τον θάνατον του πατρός των, έμειναν εις την εξουσίαν του Θεοδώρου Δουκός, ο οποίος εφύλαττε την Αγίαν Θεοδώραν ως κόρην οφθαλμού. Κατ’ εκείνον όμως τον καιρόν, ο βασιλεύς των Βουλγάρων Ασάν, ευρισκόμενος εις τον τόπον καλούμενον Ζαγορά, δεν ήθελε να υποταχθή εις τον βασιλέα Θεόδωρον. Όθεν ο Θεόδωρος ωδήγησε στρατόν και επετέθη εναντίον του Ασάν. Αλλ’ ούτος, επειδή είχε πολύν στρατόν, ενίκησε τον βασιλέα Θεόδωρον και καταδιώξας αυτόν τον συνέλαβε ζώντα και τον ετύφλωσε. Μετά την επιτυχίαν του αυτήν ο Ασάν έστειλε και έφεραν τον Μιχαήλ Δούκα, υιόν του Μιχαήλ Δούκα αδελφού του Θεοδώρου, ομού με την μητέρα του την Πελοπόννησον, εις την οποίαν είχε καταφύγει, ως προείπομεν, δια να μη τον φονεύση ο πατράδελφός του Θεόδωρος. Ήτο δε ο Μιχαήλ ούτος νέος εις την ηλικίαν, όμως παρά ταύτα ο Ασάν του έδωκεν ευθύς όλην την εξουσίαν, την οποίαν είχε ο πατήρ του, ο δε νέος μετέβη εις τα Σέρβια της Κοζάνης, όπου υπήρχε φρούριον οχυρόν. Εκεί ήτο και η Αγία Θεοδώρα, παρθένος ελευθέρα, νεωτάτη, κατά πολύ ωραία, εστολισμένη δια πολλών αρετών και ως χρυσίον καθαρόν διαλάμπουσα, την οποίαν ο Μιχαήλ Δούκας την ηράσθη και επεθύμησε να λάβη αυτήν νόμιμον σύζυγον, όπερ και εγένετο. Τελειωθέντων δε των γάμων και καθήσας έτι ικανόν καιρόν εκεί, έπειτα μετά της συζύγου του, της Αγίας ταύτης Θεοδώρας, ήλθον με μεγάλην και λαμπράν δορυφορίαν εις την Άρταν, της οποίας κτίσας το εξώτειχον φρούριον, κατώκησε του λοιπού εις αυτήν. Έκτοτε ο μεν Μιχαήλ Δούκας εφρόντιζε πως να κυβερνά βασιλικώς και να διοική επαινετώς και ενδόξως την βασιλείαν του, η δε Αγία Θεοδώρα, ελθούσα εις το ύψος της βασιλείας, δεν υπερηφανεύετο δια την εξουσίαν και μεγαλειότητα, καθώς κάμνουσι γυναίκες τινές ανόητοι σήμερον, όπου όχι να βασιλεύωσι, αλλά μόνον ολίγην ανάπαυσιν να έχωσι, κενοδοξούν και καταφρονούν τας ομοπίστους των Χριστιανάς, νομίζουσαι τον εαυτόν των ως αθάνατον. Ούτε υπελόγιζεν αυτή η μακαρία ουδόλως την βασιλικήν τιμήν όπου είχεν, αλλά μάλλον ελθούσα τότε εις περισσοτέραν ταπείνωσιν, δια τον δι’ ημάς ταπεινωθέντα Χριστόν, δι’ εν και μόνον εφρόντιζε· πως να κατακοσμήση τον εαυτόν της με κάθε είδος αρετής, δια να αρέσκη εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και Θεόν. Δεν επλανήθη δε, ώστε να νικηθή από το κάλλος της νεότητός της, ή να στολίζεται με μάταια στολίδια, ή να ενδύεται μεταξωτά και μαλακά φορέματα, ή να καλλωπίζη τον εαυτόν της με αναίσχυντα καλλυντικά, καθώς πλανώνται και κάμνουσι σήμερον αι νέαι γυναίκες. Αλλά καταφρονήσασα τα πάντα, εφρόντιζε πως να χορτάση τους πεινασμένους πτωχούς αδελφούς του Χριστού και πως να ενδύση τους γυμνούς, στολίζουσα την ψυχήν της με την ελεημοσύνην. Δεν παρεδόθη εις απολαύσεις του σώματος, αλλ’ εις νηστείας και προσευχάς. Προσέτι δεν έκρινεν εύλογον η μακαρία Θεοδώρα να περιπατή εις κήπους και άλλους περιπάτους με δούλας και άλλας νέας ή αρχόντισσας, καθώς σήμερον κάμνουσιν αι γυναίκες, χαίρουσαι μεν αύται και εντρυφώσαι, ενώ οι αδελφοί του Χριστού πεινώσι και ταλαιπωρούνται· αλλ’ εσυλλογίζετο πάντοτε και επεμελείτο πως να ευεργετήση και αγαθοποιήση τους αξίους ελέους, δια την αγάπην του ελεήμονος Θεού· να γίνη μήτηρ των ορφανών, προστάτις των χηρών και ως μήτηρ φιλόστοργος προς πάντας φερομένη, πολλούς ομού και κατά μέρος, ένα προς ένα, μετά πολλής προθυμίας, ως βασίλισσα να ευεργετή, ως μήτηρ να περιποιείται τα τέκνα της, ως αδελφούς τους άλλους να δεξιούται και ως συνδούλους τούς λοιπούς να θεραπεύη, μηδενός καταφρονούσα, αλλ’ ακολουθούσα και ποιούσα τον λόγον του Ιερού Ευαγγελίου, τον λέγοντα· «Οράτε μη καταφρονήσητεενός των μικρών τούτων» (Ματθ. ιη: 10) και «εφ’ όσον εποιήσατεενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε: 40). Ούτω, με σωφροσύνην μεγάλην, με άκραν ταπείνωσιν, με υπερβολικήν πραότητα διάγουσα, είχεν ανεωγμένας τας χείρας της πάντοτε εις τους πτωχούς, ακούουσα το Ιερόν Ευαγγέλιον, το οποίον μακαρίζει τους ελεήμονας. Διότι αυτοί οι ελεήμονες μέλλουν να κληρονομήσωσι την Βασιλείαν των ουρανών (Ματθ. ε: 3-10) και εν συντομία, ολοψύχως εδούλευε τον Θεόν, κοπιάζουσα πάντοτε και επιφορτίζουσα την ζωήν της με παν θεοφιλές έργον, δια να έχη την ανάπαυσίν της εις την αιώνιον Βασιλείαν των ουρανών κατά την Ευαγγελικήν φωνήν, ήτις λέγει· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ια: 28). Αλλ’ ο ανθρωποκτόνος διάβολος, όστις προσπαθεί καθ’ εκάστην, με κάθε τρόπον, να κλέψη την σωτηρίαν των ανθρώπων, βλέπων την Αγίαν να καταγίνεται με τόσην χαράν και αγαλλίασιν της ψυχής της εις τον αγώνα της αρετής και εις την αδιάκοπον ελεημοσύνην, όπου καθ’ εκάστην ημέραν έκαμνε και φθονών τον ένθεον αυτής ζήλον και τας αρετάς, ακόμη δε και την πολλήν αγάπην όπου είχε προς αυτήν ο σύζυγός της Μιχαήλ, ουδέ υποφέρων να βλέπη την τόσην προς τον Θεόν ευσέβειαν και υπακοήν της Αγίας και του ανδρός της, μετεχειρίσθη διαφόρους τρόπους και μηχανάς, ίνα κλέψη τον σωτήριον της Αγίας θησαυρόν. Μη δυνάμενος δε ουδέ και εις τα θελήματα της σαρκός να την ρίψη, επειδή πολλάκις εγείρας πόλεμον σαρκός κατ’ αυτής, δεν ηδυνήθη ο αλιτήριος να κρημνίση την αδαμάντινον Θεοδώραν εις το θανατηφόρον του θέλημα, ωπλίσθη ο κακός πολέμιος δια να την πολεμήση κατ’ άλλον τρόπον, νομίζων ότι ούτω θα εξασθενίση την προθυμίαν της και θα την απομακρύνη από την αρετήν. Ακούσατε δε τι μετεχειρίσθη. Αφού κατ’ άλλον τρόπον δεν ηδύνατο να λυπήση την Αγίαν, έτρωσε την καρδίαν του συζύγου της Μιχαήλ δι’ έρωτος προς αρχόντισσαν τινά χήραν, ήτις κατώκει εκεί πλησίον, Γαγγρινήν ονομαζομένην και η οποία με τας μαγικάς της τέχνας κατήντησε τον βασιλέα έξω φρενών. Εις τόσην δε μανίαν τον έφερεν, ώστε πλέον την πόρνην ως ιδίαν γυναίκα συνανεστρέφετο, την δε Θεοδώραν κατεφρόνει, έδερε και διαφοροτρόπως εκακοποίει, χωρίς να σκέπτεται ούτε φόβον Θεού ούτε εντροπήν ανθρώπων. Επρόσταξε δε και τους δούλους του και όλους του παλατίου να μη υπακούωσιν εις την Αγίαν ούτε να αναφέρουν το όνομά της, αλλά καταφρονούντες αυτήν, να υπακούωσι και να γνωρίζωσιν ως κυρίαν των την μοιχαλίδα και εκείνης τας προσταγάς να εκτελώσιν. Ω της μακροθυμίας σου, Χριστέ Βασιλεύ! Θεέ μου! Πως δεν επρόσταξες την γην να καταπίη την πόρνην εκείνην δια τα κακά και τας μαγείας όπου έκαμνεν εις την δούλην σου την Αγίαν! Μακροθυμείς, Δέσποτα των απάντων, αναμένων την επιστροφήν των αμαρτωλών και την μετάνοιαν. Ταύτα λοιπόν πάντα υπέμενε γενναίως η μακαριωτάτη Θεοδώρα, χωρίς να σαέύση ουδόλως ο στερρός και αδαμάντινος πύργος της υπομονής της. Δια μέσου δε των πειρασμών, τους οποίους υπέφερεν, ηυχαρίστει τον Θεόν με αγρυπνίας, νηστείας και προσευχάς, λογιζομένη όλας εκείνας τας θλίψεις ως πολυτελείς ουρανίους μαργαρίτας, ουδόλως αδημονούσα, ούτε γογγύζουσα, ούτε λόγον ποτέ δυσάρεστον προς τον Θεόν λέγουσα. Αποξενωθείσα δε του βασιλέως και αποδιωχθείσα, περιεπάτει πέντε χρόνους ένθεν κακείθεν, πεινασμένη, ξενητευμένη, κακονυχτισμένη, ταλαιπωρουμένη, πικρίας και μυρία κακά δοκιμάζουσα. Παρά ταύτα όμως ύψωνε πάντοτε τας χείρας της προς τον Θεόν και τον ηυχαρίστει παρακαλούσα να επιβλέψη εις την ταπείνωσίν της και να συγχωρήση τον σύζυγόν της, οικονομών φιλανθρώπως τα κατ’ αυτόν δια την σωτηρίαν της ψυχής του. Και δεν είναι μόνον τούτο, διότι δεν υπέφερε μόνη, αλλ’ εκράτει και μικρόν βρέφος εις τας αγκάλας της, το οποίον είχε με τον βασιλέα πριν εκείνος την αποδιώξη. Τοιουτοτρόπως λοιπόν περιπλανωμένη η μακαρία Θεοδώρα προς τα όρια της Πρενήστας, εις τόπους ερήμους και αβάτους, εξήλθεν ημέραν τινά τυχαίως εκ του δάσους ή μάλλον δια θελήματος Θεού, και τότε είδεν αυτήν Ιερεύς τις από την Πρένησταν, ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος, όστις την ηρώτησε ποία είναι και πόθεν και πως ευρέθη εκεί. Η μακαρία όμως Θεοδώρα δεν ήθελε να αποκαλύψη την αλήθειαν, και τότε ο Ιερεύς ώρκισεν αυτήν εις τον Θεόν να μη κρύψη τίποτε από αυτόν. Όθεν ήρχισεν εκείνη κλαίουσα να του ομολογή πάσαν την αλήθειαν. Μαθών δε ο Ιερεύς το όνομα αυτής και ποία ήτο, την ωδήγησεν ευθύς εις τον οίκον του μετά του τέκνουτης και ανέλαβεν ο Ιερεύς αυτός την φροντίδα και αυτής και του παιδός της εις ό,τι εχρειάζοντο, έως ότου, Θεού οικονομία, έφθασε το τέλος της εξορίας της και των δεινών τα οποία υπέφερεν. Ακούσατε δε πως. Ημέραν τινά, όταν απουσίαζεν ο βασιλεύς μακράν της πόλεως, ως εκ θελήματος Θεού, συναχθέντες οι πρώτοι άρχοντες εισήλθον έξαφνα εις τον κοιτώνα του βασιλέως και συλλαβόντες την μοιχαλίδα εκείνην την Γαγγρινήν, την εστενοχώρησαν τόσον πολύ, με επιτηδείουςτρόπους, ώστε ηναγκάσθη να μαρτυρήση ότι αυτή ήτο η αφορμή όπου εξεδίωξεν ο βασιλεύς την νόμιμον σύζυγόν του και ότι με τας μαγείας της έσυρε τον βασιλέα πλησίον της, εν συντομία δε, ωμολόγησεν ότι όλα όσα συνέβησαν εις τον οίκον του βασιλέως εγένοντο εξ αιτίας της. Καθ’ ον δε χρόνον οι άρχοντες ετιμώρουν την πόρνην εκείνην, έφθασεν ο βασιλεύς και μαθών τα γενόμενα, ότι ωμολόγησε, δηλαδή, η Γαγγρινή, ότι με μαγείας τον έσυρε πλησίον της, συνήλθεν εις εαυτόν και μετανοήσας δια την αμαρτίαν την οποίαν έκαμεν, έστειλεν ευθύς ανθρώπους πανταχού, ίνα εύρουν την Αγίαν Θεοδώραν. Ερευνώντες δε οι απεσταλμένοι από τόπου εις τόπον, έφθασαν και εις την Πρένησταν, όπου η Αγία εφυλάσσετο υπό του Ιερέως. Μαθούσα τότε η Θεοδώρα την μετάνοιαν του βασιλέως και όσα συνέβησαν εις την Γαγγρινήν, εφανερώθη, κατά την συμβουλήν και παρακίνησιν του Ιερέως, εις εκείνους, οίτινες την εζήτουν και με αυτούς επέστρεψεν εις τα βασίλεια. Η είδησις της επιστροφής της Αγίας, ακουσθείσα εις τον λαόν, επροξένησε πολλήν ευφροσύνην εις όλους και μεγάλη χαρά και αγαλλίασις εγένετο εις όλην την Άρταν κατ’ εκείνας τας ημέρας δια την εύρεσιν και αποκατάστασιν αυτής, του λοιπού δε η μακαριωτάτηΑγία Θεοδώρα εγένετο οδηγός της ψυχικής σωτηρίας του συζύγου της βασιλέως Μιχαήλ, μετά του οποίου έζη ζωήν ειρηνικήν και εφρόντιζον δια την σωτηρίαν των με ελεημοσύνας και προσευχάς, με αγρυπνίας και άλλα θεάρεστα έργα. Παρ’ όλον δε ότι είχον την επίγειον βασιλείαν, εφρόντιζον μάλλον πως να αποκτήσωσι την ουράνιον, δια μέσου των καλών και εναρέτων πράξεων, των οποίων αρχηγός και διδάσκαλος ήτο η Αγία. Τοιούτους κάμνει ο φόβος του Θεού εκείνους, οίτινες είναι ευλαβείς εις τα θεία, επειδή έχοντες αυτόν τον φόβον του Θεού ερριζωμένον εις την καρδίαν των, υποχρεώνουσιν αυτόν τον Θεόν να τους ανταμείψη πλουσίως, όχι μόνον αποδίδων εις αυτούς την ουράνιον Βασιλείαν, αλλά και εδώ εις την πρόσκαιρον ζωήν να εκπληροί τας επιθυμίας των. Πράγματι, τόσον κατέπεισεν η Αγία Θεοδώρα τον βασιλέα Μιχαήλ εις το καλόν, ώστε τον έκαμε και κατεφρόνησεν όλα τα πρόσκαιρα και φθαρτά τούτου του κόσμου και έγιναν και οι δύο των πηγή της ελεημοσύνης. Προς τούτοις συνεβούλευσε τον βασιλέα και έκτισε δύο ωραιοτάτους και πανσέπτους Ναούς, της Παναγίας Παντανάσσης και της Παναγίας εν τη Οδώ της Βρύσεως, κτίσασα εκ θεμελίων και η ιδία Αγία Θεοδώρα Ναόν εις το όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, όπου έγινε και γυναικείον Μοναστήριον. Μετ’ ολίγον καιρόν απέθανεν ο βασιλεύς Μιχαήλ. Όθεν μείνασα η Αγία ελευθέρα να κάμη όσα αυτή επεθύμει, έγινεν ευθύς Μοναχή. Έκτοτε ηύξησε τας νηστείας και αγρυπνίας και λοιπάς αγαθοεργίας όπου έκαμνε, προσθέτουσα εις τους κόπους της, κόπους, εις τας αγρυπνίας της, αγρυπνίας, εις τας ολονυκτίας και στάσεις και προσευχάς, περισσοτέρας, εις τας ψαλμωδίας και ύμνους, ύμνον και ψαλμωδίαν, μανθάνουσα και εκπαιδεύουσα τον εαυτόν της εις τους κόπους της αρετής. Εταλαιπώρει το σώμα με τας μεγάλας νηστείας· υπετάσσετο εις όλας τας Μοναχάς εκείνας, αι οποίαι ήσαν τότε μετ’ αυτής και υπηρέτει όλας, χωρίς οκνηρίαν. Αν έβλεπε τινά όστις ηδικείτο, έμενε πλησίον του και τον εβοήθει· εις τα ορφανά και χήρας έδιδεν όσον έπρεπε, τας πικραμένας και λυπημένας επαρηγόρει και «τοις πάσιν εγένετο τα πάντα», καθώς λέγει ο θεσπέσιος Παύλος (Α΄ Κοριν. θ:22), δια να τους κερδίση όλους και να τους φέρη εις το δίκτυον της αρετής και της καλής πράξεως, ως ορίζει ο θείος Ματθαίος, σήμερον. Ούτως έζησε χρόνους ικανούς, στολίζουσα όχι μόνον τον εαυτόν της με αρετάς, αλλά και τον Ναόν με κάθε είδους ιερά και άλλα πολύτιμα αφιερώματα. Ενώ λοιπόν εις τοιαύτα έργα καθημερινώς ειργάζετο η μακαρία, επλησίασε και ο θάνατός της· ο δε πανάγαθος Θεός, όστις αποκαλύπτει τα πάντα εις εκείνους οίτινες τον φοβούνται και κάμνουσι το θέλημά Του το Άγιον, έδειξε και εις την Οσίαν Μητέρα ημών Θεοδώραν την ώραν του θανάτου της. Αλλ’ επειδή εκείνη ηγάπα να ζήση ακόμη, έως ότου τελειώση τον θείον αυτής Ναόν καλώς, όσον αυτή ήθελε, παρεκάλεσε τον Άγιον Γεώργιον και την Υπεραγίαν Θεοτόκον να παρακαλέσουν τον Μονογενή της Υιόν, να την αφήση να ζήση ακόμη εξ μήνας, ότε και απετελείωσε τον Ναόν, καθώς αυτή επεθύμει. Όταν δε ετελείωσαν οι έξ μήνες, εκάλεσεν όλας τας Μοναχάς και παρήγγειλεν εις αυτάς να κάμνωσι πάντοτε προθύμως όσα είναι ωφέλιμα προς ψυχικήν σωτηρίαν, καθώς ευαρεστείται ο Θεός. Ούτω λοιπόν καλώς διδάξασα τους πάντας, με πολλήν χαράν και αγαλλίασιν παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού, τον οποίον εδούλευεν εις όλην την ζωήν της με κόπους και μόχθους, με νηστείας και αγρυπνίας, με εγκρατείας και ελεημοσύνας, με σωφροσύνην και κάθε είδους αρετήν και εις τα οποία δεν την ημπόδισε να καταγίνεται η επίγειος εξουσία, ούτε εις το να κατορθώση τας τοιαύτας αρετάς, δια τας οποίας μάλλον συνεργός εγένετο. Δι’ ο και ο Θεός την ανέπαυσεν εις την ουράνιον Αυτού Βασιλείαν, εις τας αιωνίους Μονάς, με όλους τους απ’ αιώνος Αγίους, των οποίων εμιμήθη τα έργα και τα κατορθώματα. Πρέπον λοιπόν είναι να καυχάται και η μακαρία αύτη Θεοδώρα, λέγουσα μετά του Αποστόλου Παύλου· «Τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος» (Β΄ Τιμ. δ: 7-8), τον οποίον απέδωκεν ως χρέος εις αυτήν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, με το να την δοξάση όχι μόνον εν ουρανοίς, αλλά και επί γης, με άπειρα θαύματα. Διότι όσοι προσήλθον εις τον Ναόν της Αγίας και προσέπεσον εις αυτήν μετά πίστεως ελυτρώθησαν από δεινάς ασθενείας και μεγάλα νοσήματα δια πρεσβειών της Αγίας. Εις τυφλούς απέδωσε το φως των, δαιμονισμένους ιάτρευσε και άλλων πολλών ειδών ασθενείας εθεράπευσε. Όχι δε μόνον τότε,αλλά και σήμερον, εκείνος όστις θέλει επικαλεσθή την Αγίαν μετά πίστεως, την ευρίσκει βοηθόν και ιατρόν, εις πάσαν αυτού θλίψιν και ασθένειαν. Και όχι μόνον όσοι έρχονται εις τον Ναόν της, αλλά και όσοι από μακρόθεν ήθελον την επικαλεσθή μετά πίστεως, είτε εάν εις την θάλασσαν κινδυνεύωσιν, είτε εάν εις ληστάς περιπέσωσιν, είτε εις ό,τι άλλο θλιβερόν συμβάν ήθελε συμβή, φθάνει ευθύς, θεραπεύουσα την ανάγκην ενός εκάστου και πάντων τα αιτήματα αποπληρούσα. Ούτως ο Θεός αντιδοξάζει εκείνους οίτινες τον δοξάζουσιν εδώ εις τον κόσμον, με αρετάς και καλά έργα, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος. «Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστι του Θεού» (Α΄ Κορ. στ: 20). Δηλαδή τιμήσατε τον Θεόν με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία είναι του Θεού. Ακούσατε δε πως τιμώμεν τον Θεόν με το σώμα μας και με το πνεύμα μας. Όταν ο διάβολος μάς φέρη εις λογισμούς της πορνείας και άλλων κακών και ημείς δεν τους δεχόμεθα, τότε τιμώμεν τον Θεόν· όταν μας εμβάλλη φθόνον κατά των αδελφών και ομοπίστων μας Χριστιανών και γειτόνων μας και ημείς δεν τους φθονούμεν, τότε τιμώμεν τον Θεόν· όταν μας συγχύζη και μας κινή εις έχθραν κατά τινων και ημείς δεν τους εχθρευόμεθα, τότε καταισχύνεται ο διάβολος, τότε δοξάζεται ο Θεός· όταν δεν απλώνωμεν τας χείρας μας εις αδικίας και κλοπάς, τότε δοξάζεται ο Θεός και καταισχύνεται ο διάβολος· όταν με τας χείρας μας δίδωμεν ελεημοσύνην και με το στόμα μας προσευχόμεθα, τότε δοξάζεται ο Θεός· όταν μετά προσευχής ακούωμεν τας Θείας Γραφάς και το Άγιον Ευαγγέλιον, τότε δοξάζομεν τον Θεόν με το πνεύμα μας και με το σώμα μας, με όλα δηλαδή τα μέλη μας, τα οποία δεν είναι ιδικά μας, αλλά του Θεού, ως ο ίδιος ο θείος Παύλος αλλού λέγει· «Υμείς δε εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α΄ Κορ. ιβ: 27). Διότι ο Θεός τα έπλασε, τα ανεγέννησε με το Άγιον Βάπτισμα, τα υπερέλαμψε και με τας θείας Αυτού Χάριτας, τα απεθέωσε με την ένσαρκον Αυτού οικονομίαν, με τα Πάθη του τα Άγια και με την Θείαν του Ανάστασιν. Αυτάς τας θείας και ιεράς παραγγελίας του Ευαγγελίου ακούσασα εξετέλεσεν η μακαρία Θεοδώρα και καταφρονήσασα όλα τα επίγεια, ηξιώθη και απέλαβε των ουρανίων αγαθών. Ταύτα λοιπόν ας επιδιώξωμεν και ημείς ως καλά και ωφέλιμα δια την ψυχήν μας. Μάλιστα τώρα, ότε είναι η αγία Τεσσαρακοστή, ας φροντίσωμεν περισσότερον να δοξάσωμεν τον Θεόν με τα μέλη μας και με το σώμα μας και καθώς αφίσαμεν τα οψάρια και τα άλλα αρτύματα, ούτως ας διώξωμεν από τον εαυτόν μας και τα άλλα κακά, την κατάκρισιν, την συκοφαντίαν, την αρπαγήν, την αδικίαν, τον φθόνον, την κενοδοξίαν, τον φόνον, την έχθραν, την υπερηφάνειαν, την πορνείαν και τα άλλα, δια να δοξασθή από ημάς ο Θεός, τουλάχιστον εις αυτάς τας αγίας ημέρας της αποδεκατώσεως του όλου χρόνου, δια να καυχηθώμεν και ημείς δικαίως και να έχωμεν ελπίδας καλάς δια την μέλλουσαν ζωήν. Ούτω λοιπόν ποιούντες, νηστεύοντες, δηλαδή, πνευματικώς με την αποχήν των κακών και σωματικώς με την πρέπουσαν ολιγοφαγίαν και ολιγοποσίαν, με αποστροφήν και των λοιπών, καθώς οι Πατέρες της Εκκλησίας μας εις τας τοιαύτας ημέρας διώρισαν, ας συντροφεύωμεν την νηστείαν μας με την ελεημοσύνην, η οποία ελευθερώνει την ψυχήν μας από την αιώνιον κόλασιν και το σώμα, εις την παρούσαν ζωήν, από μεγάλους κινδύνους, όπως από πολλά παραδείγματα και σεις το γνωρίζετε. Αυτήν την ελεημοσύνην να κάμνωμεν μας παραγγέλλει και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, καθώς μας λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέλιον· «Συ δε νηστεύων, άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι» (Ματθ. στ: 17), δηλαδή να δίδωμεν ελεημοσύνην. Διότι κεφαλή του ανθρώπου ερμηνεύεται η ψυχή, το δε έλαιον είναι η ελεημοσύνη, την οποίαν κάμνοντες, λεγόμεθα ότι αλείφομεν την κεφαλήν μας, δηλαδή την ψυχήν μας και την κάμνομεν αξίαν της Βασιλείας των ουρανών. Πρέπει ακόμη να νίψωμεν το πρόσωπόν μας, δηλαδή, να πλύνωμεν και να καθαρίσωμεν το σώμα μας, όχι με νερόν και με άλλας καθαριότητας δια λουτρών, ως κάμνουν τα έθνη, αλλά με εξομολόγησιν και μετάνοιαν, με δάκρυα κατανύξεως και μετανοίας. Και εάν έως τώρα, πλανώμενοι υπό του διαβόλου, εμολύναμεν την ψυχήν και το σώμα μας με τας αμαρτίας, ας δράμωμεν καν τώρα να εξομολογηθώμεν και με συντετριμμένην καρδίαν να ομολογήσωμεν ενώπιον του Θεού και του Πνευματικού μας Πατρός τας αμαρτίας μας, κάμνοντες με προθυμίαν τον κανόνα, τον οποίον ο Πνευματικός μας ήθελε μας προστάξει. Ας μετανοήσωμεν, αδελφοί, ας κλαύσωμεν τας αμαρτίας μας εξ όλης καρδίας και θέλομεν ασφαλώς καθαρίσει την ψυχήν μας και το εσπιλωμένον τούτο σώμα μας από τον ρύπον της αμαρτίας, ίνα τα καταστήσωμεν άξια της μεταδόσεως του ζωοποιού Σώματος και Αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Επειδή, εκείνος όστις μεταλαμβάνει ανεξομολόγητος, εκείνος γίνεται φονεύς της ψυχής του και δεύτερος Ιούδας. Διότι, καθώς ο Ιούδας παρέδωκε τον Κύριον από την φιλαργυρίαν του εις τους ασεβείς Ιουδαίους, ούτως ο μεταλαμβάνων αναξίως Τον παραδίδει εις την μεμολυσμένην του καρδίαν, δια την αναξιότητά του. Δια τούτο ας εξομολογηθώμεν όλας τας αμαρτίας, τας οποίας εκάμαμεν έως τώρα και κάμνοντες αποχήν από του κακού, ας κλαύσωμεν δι’ αυτάς και μετά συντετριμμένης καρδίας ας προσπέσωμεν εις τον εύσπλαγχνον και πανοικτίρμονα Κύριον Ιησούν Χριστόν, δια να μας αξιώση, κατά την λαμπροφόρον ημέραν της Αυτού Αναστάσεως, να τον δεχθώμεν και να τον λάβωμεν εις τον εαυτόν μας με καθαράν καρδίαν, ως λέγει ο θείος Γρηγόριος· «Πρώτον δει καθαρτέον, έπειτα και τω καθαρώ προσομιλητέον». Δηλαδή, πρώτον πρέπει να καθαρισθήτε από τας αμαρτίας και έπειτα να ενωθήτε με τον καθαρόν και αμόλυντον Χριστόν και Θεόν, ως λέγει ο Ησαϊας· «Ότι ανομίαν ουκ εποίησεν ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». (Ησαϊας νγ:9). Ας μη τολμήση λοιπόν κανείς ανεξομολόγητος να κοινωνήση, διότι προς κατάκρισίν του και τιμωρίαν του γίνεται η μετάδοσις και φλογίζει την ψυχήν του ο ασυνείδητος, καθώς λέγει ο Υμνωδός· «Πυρ γαρ υπάρχει τους αναξίους φλέγον». Και καθώς τους μεν αξίους φωτίζει και ως χρυσίον και αργύριον λαμπρύνει, ούτω τους αναξίους φλογίζει και κατακαίει, ως άχυρα άχρηστα. Ω αλλοίμονον! Πως αποτολμώσι τινές αναίσχυντοι και δαιμονοκάρδιοι και κοινωνούσιν αμετανόητοι; Ω μακρόθυμε Κύριε, Ιησού Χριστέ, πως δεν ραγίζεις μερικών αναισχύντων τα σώματα, ίνα οι λοιποί βλέποντες σωφρονίζωνται; Αλλ’ αναμένεις ίσως, φιλάνθρωπε, να ανταποδώσης εις ένα έκαστον κατά τα έργα του εις την Δευτέραν Σου Παρουσίαν! Βεβαίως, αδελφοί, όστις ως άνθρωπος ήμαρτε και δεν ήθελε μετανοήσει, δεν κάμη αποχήν του κακού, δεν εξομολογηθή, αλλ’ αναξίως ήθελε πλησιάσει εις τα Θεία Μυστήρια, εκείνος βεβαίως θέλει καταδικασθή από τον Θεόν εν τη ημέρα της Κρίσεως, εις το άσβεστον πυρ της αιωνίου κολάσεως. Δια τούτο ας παύσωμεν από την τοιαύτην αντίθεον πράξιν, ίνα μη κατακαιώμεθα εν πυρί αιωνίω. «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος». (Εβρ. ι: 31). Διότι Αυτός είναι εξεταστής ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας. Δια τούτο, αδελφοί, αξίως ας πλησιάζωμεν εις την Αγίαν Κοινωνίαν, μετανοούντες και εξομολογούμενοι με συντετριμμένην καρδίαν, διότι άλλως, μη μετανοούντες εξ όλης ψυχής και καρδίας και μη εξομολογούμενοι με μίαν βεβαίαν απόφασιν της ψυχής μας, να λείψωμεν εις το εξής από την εργασίαν των κακών έργων και από το να κυλιώμεθα εις τον βόρβορον της αμαρτίας, αναξίως βέβαια μεταλαμβάνομεν και γενόμεθα φονείς της ψυχής μας, ως ο αδελφοκτόνος Κάϊν, όστις εφόνευσε τον αδελφόν του Άβελ. Δια τούτο δικαίως ο Θεός θέλει μάς πέμψει «εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε: 41). Δια να αποφύγωμεν λοιπόν την δικαίαν ταύτην καταδίκην, ας φροντίσωμεν του λοιπού να δοξάσωμεν τον Θεόν με τα μέλη μας και με το σώμα μας δια μέσου της εργασίας των καλών και θεαρέστων έργων, τώρα εν όσω εθρισκόμεθα εις την παρούσαν ζωήν, εν όσω ευρίσκεται εις την ιδικήν μας χείρα η σωτηρία μας. Τι δύσκολον είναι να απέχωμεν από τα κακά; Και πάλιν, τι άλλο ευκολώτερον από τα καλά και θεάρεστα έργα; Ας αποφασίσωμεν λοιπόν, αδελφοί, δια τον εαυτόν μας μίαν βεβαίαν απάρνησιν των αμαρτιών. Ας εναγκαλισθώμεν την εγκράτειαν, την αποχήν των βρωμάτων, επειδή και αυτά κάμνουσι το σώμα να πηδά και να τρέχη εις τα κακά πάθη της αμαρτίας. Ας εγίναμεν αποστάται της θείας Χάριτος έως τώρα, ας επιστρέψωμεν προς τον Θεόν, τουλάχιστον εις το εξής, και ολοψύχως ας μετανοήσωμεν, προθύμως εξομολογούμενοι δι’ όσα έως τώρα εις τον Θεόν επταίσαμεν. Ας κλαύσωμεν ενώπιον Κυρίου ζητούντες την άφεσιν των αμαρτιών μας· ας προσφέρωμεν δάκρυα μετανοίας· ας νηστεύσωμεν εν ελέει, απλώνοντες τας χείρας εις τους πτωχούς· ας βοήσωμεν εκ βαθέων καρδίας, ημάρτομεν· ναι, Κύριε, ημάρτομεν, και βέβαια θέλει μάς συγχωρήσει και θέλει μας αξιώσει ο Κύριος ημών, Ιησούς Χριστός, εδώ μεν να μεταλαμβάνωμεν αξίως, αεί πανηγυρίζοντες εν χαρά την λαμπροφόρον ημέραν της Αυτού Αναστάσεως, εκεί δε δια πρεσβειών της σήμερον εορταζομένης Οσίας Μητρός ημών Θεοδώρας να εντρυφώμεν εις την αιώνιον συνεχή και ανεκλάλητον χαράν και άρρητον αγαλλίασιν της Βασιλείας των ουρανών, ης γένοιτο πάνταςημάς επιτυχείν, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.  

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Τη ΚΖ΄ (27η) Μαρτίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΜΑΤΡΩΝΗΣ της εν Θεσσαλονίκη.



site analysis

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ PDF ΔΩΡΕΑΝ Λήψη

Ματρώνα η Αγία του Χριστού Μάρτυς ήτο υπηρέτρια Εβραίας τινός, Παντίλλης ονομαζομένης, η οποία ήτο σύζυγος του τότε αρχιστρατήγου της πόλεως Θεσσαλονίκης. Όταν δε η κυρία της μετέβαινεν εις την Συναγωγήν των Εβραίων, ηκολούθει μεν αυτήν και η Ματρώνα, δεν εισήρχετο όμως εν τη Συναγωγή, αλλ’ επιστρέφουσα μετέβαινεν εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών. Επειδή δε αντελήφθη τούτο η κυρία της, έδειρε ταύτην την μακαρίαν ανηλεώς και την έκλεισεν εις την φυλακήν.
Εξαγαγούσα μετά ταύτα αυτήν και μη δυναμένη και πάλιν να μεταπείση αυτήν, την έδειρεν εκ νέου και είτα την έκλεισε και πάλιν εις την φυλακήν. Εκεί δε διανύσασα ημέρας πολλάς, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Λέγεται δε, ότι το άγιον αυτής Λείψανον ενεταφιάσθη εντίμως· η δε κυρία της Παντίλλα ωλίσθησεν εις εν τείχος και έπεσε κάτω εις εν υπολήνιον, ήτοι εις το κοινώς λεγόμενον πατητήρι, εις το οποίον χύνεται το γλεύκος και εκεί κατέστρεψε την ζωήν λαβούσα κατά το παρόν την αξίαν καταδίκην παρά Θεού.

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΤΡΩΝΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ



site analysis


        Οι γυναίκες Μάρτυρες της αρχαίας Εκκλησίας, υπήρξαν το ίδιο ηρωικές με τους άνδρες. Επέδειξαν στους άδικους διώκτες τους ένα άλλο ήθος, πρωτόγνωρο για τον αρχαίο προχριστιανικό κόσμο, τον ηρωισμό, την ομολογία της πίστης στο Χριστό και την ανεξικακία προς τους τυράννους τους. Μία από αυτές τις γενναίες Μάρτυρες υπήρξε και η αγία Ματρώνα της Θεσσαλονίκης, η οποία αποτελεί το καύχημα της συμπρωτεύουσας.
       Έζησε στα δύσκολα, μα ηρωικά, χρόνια των πρωτοχριστιανικών διωγμών. Όταν η ψυχορραγούσα εφιαλτική  ειδωλολατρία, ευρισκόμενη σε άμυνα κατά του εύρωστου Χριστιανισμού και την πρωτοφανή ορμητική διάδοση της νέας πίστεως, είχε εγείρει τους γνωστούς μας μεγάλους διωγμούς, με στόχο την εξαφάνιση των Χριστιανών. Δε γνωρίζουμε τον ακριβή χρόνο που έζησε. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο απόστολος Παύλος είχε ιδρύσει, περί το 50 μ. Χ. ισχυρή Εκκλησία, μεταξύ των πολυπληθών Ιουδαίων της πόλεως και πολλών ειδωλολατρών. Προφανώς η Ματρώνα υπήρξε ευγενής γόνος ένθερμων Χριστιανών, ένθερμη πιστή του Χριστού και η ίδια επίλεκτο μέλος της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων.

      Δεν μας είναι γνωστά σχεδόν τίποτε από την οικογενειακή ζωή της, ούτε έχουμε στοιχεία από την παιδική της ηλικία. Εικάζουμε ότι ήταν φτωχή και γι’ αυτό προσκολλήθηκε ως ακόλουθη κάποιας πλούσιας και ευγενούς Ιουδαίας, της Παντίλλας ή Παυτίλλας, συζύγου ανώτατου στρατιωτικού διοικητή της Θεσσαλονίκης (στρατοπεδάρχη). Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στους αναγνώστες μας ότι η Θεσσαλονίκη υπήρξε από τα αρχαία χρόνια η πολυπληθέστερη, μετά την Ιουδαία περιοχή για τους Ιουδαίους, ιδίως μετά την καταστροφή τηςΙερουσαλήμ το 70 μ. Χ. από τους Ρωμαίους και τη διασπορά τους στα έθνη.
        Η  Ιουδαία κυρία της Ματρώνας ήταν φανατική πιστή του Ιουδαϊσμού και γι’ αυτό επισκέπτονταν συχνά τη Συναγωγή για να προσευχηθεί και να επιτελέσει τα νενομισμένα έθιμα της θρησκείας της. Η Ματρώνα δεν είχε αποκαλύψει την πίστη της στην κυρία της, διότι ήξερε πως, όχι μόνο θα έχανε την εργασία της, αλλά και θα την κατέδιδε στις ρωμαϊκές αρχές, ως εγκληματίας του ρωμαϊκού κράτους, διότι έτσι αντιμετωπίζονταν οι Χριστιανοί.
      Όταν εκείνη βρισκόταν στην Συναγωγή, η Ματρώνα πήγαινε κρυφά σε μυστικό χριστιανικό ναό, όπου λάτρευε τον αληθινό Τριαδικό Θεό. Για πολύ καιρό, η Ματρώνα ξεγελούσε την κυρία της για να πηγαίνει στην Εκκλησία. Μια λάθος κίνησή της αποκάλυψε το μεγάλο μυστικό της, η οποία απέβη μοιραία για την ίδια. Κάποιο εβραϊκό Πάσχα, η Ματρώνα άργησε να γυρίσει στη συναγωγή για να συνοδέψει την κυρία της. Έφτασε την ώρα που έτρωγαν τα πικρά χόρτα, όπως συνηθίζουν κατά το δικό τους Πάσχα οι Ιουδαίοι. Τότε κάποιος από τους δούλους της την κατήγγειλε στην Παντίλλα ότι ήταν Χριστιανή και πως τις ώρες που λείπει πηγαίνει σε χριστιανική Εκκλησία. Φαίνεται πως ο δούλος εκείνος την είχε παρακολουθήσει και την μισούσε επειδή ήταν Χριστιανή.
      Η φανατική εβραία έγινε έξαλλη από το θυμό της διότι μισούσε και αυτή θανάσιμα τους Χριστιανούς. Έβγαζε άγριες κραυγές και την κατηγορούσε ως άπιστη, διότι θεωρούσε ότι την εξαπατούσε, που δεν της είχε αποκαλύψει την πίστη της. Έδωσε διαταγή να τη συλλάβουν, να τη δέσουν και να τη μαστιγώσουν άγρια.
      Η Ματρώνα δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να δειλιάσει και να αρνηθεί την χριστιανική της πίστη. Υπόμεινε με πρωτοφανή ηρωισμό και υπομονή τους αφόρητους πόνους του μαστιγώματος και τους εξευτελισμούς των βασανιστών της. Φώναζε με όλη τη δύναμη της ψυχής της ότι είναι και θα παραμείνει Χριστιανή και πως μπορεί να εξουσιάζουν οι δήμιοί της το σώμα της, όχι όμως και την ψυχή της, την οποία είχε αφιερώσει ολοκληρωτικά στο Χριστό, τον αληθινό Θεό.
      Κατόπιν έδωσε εντολή να την αλυσοδέσουν και να τη ρίξουν στην πιο σκοτεινή και υγρή φυλακή και να σφραγίσουν καλά την πόρτα του κελιού της, ώστε να μην μπορεί να μπει κανείς να τη βοηθήσει! Μετά από τρεις ημέρες πήγε η ίδια η Παντίλλα να δει τι κάνει η Ματρώνα. Έκπληκτη την είδε να έχει ελευθερωθεί από τα σιδερένια δεσμά της, να στέκεται όρθια και να ψέλνει, και το σπουδαιότερο να έχει θεραπευτεί από τις πληγές του άγριου μαστιγώματος! Η Παντίλλα έγινε θηρίο από το θυμό της και έδωσε εντολή για νέο, αγριότερο μαστίγωμα. Η Μάρτυρας υπέμεινε και πάλι με ηρωισμό και ανεξικακία τον βασανισμό, ρωτώντας με καλοσύνη την εβραία, για πιο λόγο τη βασανίζει, αφού με την πίστη της στο Χριστό δεν βλάπτει κανέναν. Μετά από τον άγριο ξυλοδαρμό της την έριξαν και πάλι στη φυλακή.
      Μετά από λίγες ημέρες ξαναπήγε στην φυλακή και είδε ξανά την Ματρώνα θεραπευμένη από τις πληγές της και ελευθερωμένη από τις αλυσίδες της, να υμνεί το Θεό. Το πρόσωπό της έλαμπε σαν τον ήλιο! Τότε διέταξε να τις δέσουν τα πόδια σε βαριά δρύινα ξύλα και να τη βασανίσουν ανελέητα. Η Μάρτυς εξαντλημένη από τις πολυήμερες ταλαιπωρίες, την πείνα και τη δίψα, δεν άντεξε και παρέδωσε το πνεύμα της, προσευχόμενη, την ώρα του μαρτυρίου της.  Η εβραία Παντίλλα έδωσε και πάλι εντολή σε κάποιον Στρατόνικο, να τυλίξει το σώμα της Μάρτυρος  με σεντόνι και να το ρίξει από τα τείχη έξω της πόλεως να το φάνε τα σκυλιά και τα όρνεα. Όμως το περιμάζεψαν οι Χριστιανοί και το έθαψαν με τιμές κοντά στην Εγνατία οδό. Μέτα τους διωγμούς ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος, μετέφερε το ιερό λείψανο μέσα στην πόλη, κτίζοντάς της ναό, προς τιμήν της, στον οποίο το εναπόθεσε. Την εποχή της Φραγκοκρατίας οι αιρετικοί Λατίνοι άρπαξαν το λείψανο και μετέφεραν στην Βαρκελώνη της Ισπανίας, όπου κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς. Η μνήμη της εορτάζεται στις 27 Μαρτίου.       

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Η Αγία Υπομονή († 13 Μαρτίου 1450)



site analysis


Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου,
«Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες-κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν (π.χ. ο Στέφανος Νεμάνια, Σέρβος βασιλέας και κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους=όσιος Συμεών ο Μυροβλύτης). Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βόρειο – ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος. Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά το θάνατο του Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από το βυζαντινό πολιτισμό.
Ένιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέτρεπε να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, πέρα προς τη γενέθλια σερβική πατρίδα.
Κοντά σ’ αυτά και πάνω απ’ αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα τη φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη και γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.
Υπολογίζεται να’ταν 19 περίπου χρονών, όταν παντρεύτηκε το Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (τέλη του 1390), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.
Η καινούργια ζωή της Ελένης – αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της, όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ’ όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.
Η Ελένη – αγία Υπομονή, απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος, που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα. Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάνα, όπου ο καθένας μπορούσε να προστρέξει.
Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα, μέσα στη λακωνικότητά, τους τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονος της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη, με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα, εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά, εις κάθε περίπτωσιν, έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»
Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονη τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».
Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια, από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η’ και ο Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας.
Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε, υπέρ αυτών, τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον». Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «ευ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις, επί 90 περίπου χρόνια, συγκρούσεις, μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, για την εξουσία, που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων ή διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της. Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένεια της. Ο σύζυγος της, αφού παρέδωσε το θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν το θάνατό του (29 Μαρτίου 1425), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της, έγινε μοναχή (1425) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή.
Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο. Ακόμα, ενόσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακάριστου στο Πογάνοβο, της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την I. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού, στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού, πριν από το 450μ.Χ.
Με τη συμβολή της αγίας, ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο, με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου, στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας, θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.
Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος, η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε, με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της, να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής.
Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής, ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς το Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ’, «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής: «Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν, όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν.
Όταν τη συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά τη συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινόμενης προς την αρετήν εκείνης. Όταν τη συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν τη συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικότερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιον του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου.
Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξη από την υπομονή, τη σύνεση και την ισχυρότητα του χαρακτήρα της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονότερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας.
Όταν τη συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεση, και, γνωρίζοντας την ταπείνωση εις το πρόσωπο της, μετανοούσε.
Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσέβειας, αποκτούσε μεγαλύτερο ζήλο. Κάθε πονεμένος, με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολική του φιλαυτία. Και, γενικά, κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν σε επικοινωνία μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».
Ο Θεός ευδόκησε να μη ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450, έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή.
Ο σύγχρονος της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός· του Μάρκου του Ευγενικού, Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής, συνοψίζει: «Ως προς δε την αοίδιμον εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα, εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος, και όλα μαζί, ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».
Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».
Απο το Ημερολόγιο 2006, Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης.
Σύγχρονο θαύμα της Αγίας
Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά, καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει τη θαυμαστή εμφάνισή της και θεραπεία κάποιου ασθενή.
«Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε, ως μοναχή, σε κάτοικο των Αθηνών, ο οποίος εργαζόταν σε ταξί. Τον σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθεί προς το Λουτράκι.
Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία. Καθ’ οδόν, η μοναχή, που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό, τον ρώτησε:
Γιατί είσαι μελαγχολικός;
Και εκείνος δε δίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια.
Μετά τον ρώτησε αν θέλει να τον σταυρώσει, για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε τη μοναχή να σταθούνε λίγο για να μη σκοτωθούνε.
Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και θα έβρισκαν άλλο ταξί, αν εκείνη βιαζόταν. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστεί. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμία μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε, συγκλονισμένος, γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στο γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Τη στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχτηκε απ’ το κάθισμά του και φώναξε: «Αυτή ήταν». Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλίτωσε και απ’ την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων, έγινε γνωστό ότι η ημέρα που έγινε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει».
Η μνήμη της Οσίας και Θεοφόρου μητρός ημών Υπομονής, τελείται στις 13 Μαρτίου και 29 Μαΐου.
πηγή: Τροπαιοφόρος, Έκδοσις Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Γεωργίου Παραλιμνίου, Μάρτιος 2011