Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΣΚΗΤΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΣΚΗΤΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Θεοπίστη Οικονομίδου



Ἡ Θεοπίστη γεννήθηκε στίς 17 Νοεμβρίου τοῦ 1917 σέ ἕνα πολύ μικρό χωριό τῆς ἐπαρχίας Πάφου, τίς πάνω Ἀκουρδάλιες. Σέ ἡλικία πέντε μόλις ἐτῶν ἔχασε τήν μητέρα της ἡ ὁποία πέθανε στήν γέννα της στό τρίτο της μωρό.

Ὁ πατέρας της πλήρωνε μία παραμάνα σέ διπλανό χωριό, μαζί μέ τό μωρό της νά θηλάζη καί τό μικρό ὀρφανό, ἀλλά τελικά πέθανε κι αὐτό. Ἔτσι ἡ Θεοπίστη ἀπό μικρή γεύτηκε τό πικρό ποτήριο τοῦ θανάτου μένοντας μόνη, μέ τόν κατά ἕνα χρόνο μικρότερο ἀδελφό της καί τόν πατέρα της.
Ἡ γιαγιά της ἀπό τήν μητέρα της καί αὐτή χήρα μέ 4 παιδιά πήγαινε στό σπίτι γιά νά κοιτάζη τά ὀρφανα τῆς κόρης της. Ἡ γιαγιά θέλοντας νά ἀποφύγη τά κουτσομπολιά καί τά σχόλια στό χωριό, ἐπειδή σύχναζε στό σπίτι τοῦ γαμπροῦ της γιά νά βοηθᾶ σκέφτηκε ὡς δυναμικός ἄνθρωπος πού ἦταν, ὅπως ἔλεγε ἡ Θεοπίστη, νά βρῆ γυναῖκα γιά νά ξαναπαντρευτῆ ὁ γαμπρός της. Αὐθημερόν κλείνει τά ὀρφανά ὅλα, τά δικά της καί αὐτά τοῦ γαμπροῦ της σέ ἕνα σπίτι, ἀφήνει τήν μεγάλη της κόρη νά ἐπιβλέπη καί φεύγη μαζί μέ τόν γαμπρό της γιά ἕνα κοντινό χωριό. Σέ ἐρώτηση τῶν παιδιῶν «ποῦ θά πᾶτε;», ἡ γιαγιά ἀπαντᾶ: «Πᾶμε νά σᾶς φέρωμε μάννα!»

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

Μέλισσα που τρυγούσε νέκταρ αγιότητος

sotiria nousiΓράφει ο Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας στην Romfea.gr
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας


Ἀσκήτρια στὸν κόσμο Σωτηρία Νούση
(5-5-22)

Ἡ μέλισσα μὲ ἀνύστακτη ἐπιμέλεια καὶ φιλοπονία ὅλη της τὴν ζωὴ ἐργάζεται τρυγώντας τὸ νέκταρ ἀπὸ τὰ ποικιλώνυμα ἄνθη καὶ τὸ μεταποιεῖ σὲ γλυκύτατο μέλι.

Αὐτὸ τὸ ἀποθέτει στὶς κηρήθρες , τὶς ὁποῖες μὲ σοφία φιλοτεχνεῖ, χωρίς νὰ βλάπτει κανέναν καὶ χωρίς νὰ καταστρέφει ξένο καρπὸ ἢ ἐργασία ἄλλων.

Μάλιστα στὴν ἐργασία της αὐτὴν δὲν ἐπιδεικνύεται, ἀφοῦ ἐργάζεται ἀφανῶς καὶ χαίρεται μὲ αὐτὸ ποὺ παράγει χωρὶς νὰ περιμένει ἀντιμίσθιο, ἔπαινο ἢ δῶρα.

Μέλισσα ἔμψυχη ὑπῆρξε καὶ ἡ σήμερον μεταστᾶσα «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Ἰωάν. Ε΄ 24), φίλη τῶν Ἁγίων καὶ τῆς ἁγιότητος, «ἀσκήτρια ἐν τῷ κόσμῳ», Σωτηρία Νούση.

Ἀπὸ τὰ νεανικά της χρόνια αὐτὴ πετοῦσε στὸν ἀνθώνα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ τὰ πιὸ μυρωδάτα ἄνθη της, γιὰ τὰ τρέξει κοντά τους νὰ τρυγήσει τὸ νέκταρ τῆς σοφίας τους καὶ τῆς καθαρῆς βιοτῆς τους.

Τρυγοῦσε καὶ τὸ ἀπέθετε στὴν ἁγνὴ καρδιά της, γιὰ νὰ τρέφεται καὶ νὰ εὐφραίνεται ἡ ἴδια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν μελιστάλακτο λόγο της καὶ τὴν θεοκίνητη γραφίδα της νὰ τὸ ἀποθέτει καὶ στὶς καρδιὲς τῶν φιλαγίων τῶν συναναστροφῶν της καὶ τῶν ἀναγνωστῶν τῶν βιβλίων της.

Ἀπὸ τὸ ἄνθος τοῦ Ὁσίου Ἱερωνύμου τῆς Αἰγίνης τρύγησε ὅλην τὴν ἀσκητική του ζωὴ καὶ ἐμπειρία καὶ μᾶς ἔδωσε μὲ γλαφυρὸ καὶ ἀπροσποίητο τρόπο νὰ γνωρίσουμε τὰ ἀσκητικά του κατορθώματα, τὴν διδασκαλία του καὶ τὰ θαυμάσιά του. Χειμώνα- καλοκαίρι τὸν ἐπισκεπτόταν στὴν Αἴγινα.

Αὐτὸς τὴν ἀποκαλοῦσε «κόρη», τὴν νουθετοῦσε καὶ τῆς ἀπεκάλυπτε τὰ μυστικὰ τοῦ οὐρανοῦ ὡς οὐράνιος μυστολέκτης.

Τὸ βιβλίο της γιὰ τὸν μεγάλο αὐτὸ σύγχρονο Ἅγιο ἀσκητὴ διαβάσθηκε πολὺ καὶ ὠφέλησε καὶ ὠφελεῖ ψυχὲς ποὺ ζητοῦν τὴν ἀνάβαση τῆς κλίμακας τῶν ἀρετῶν.

Ἀπὸ τὸ ἄνθος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δομβοΐτου, στὸν βίο τοῦ ὁποίου ἐπισταμένως ἐνδιέτριψε, τρύγησε τὴν ὠφέλεια τῶν συναναστροφῶν της καὶ τὴν οἰκονομία τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς, ὥστε νὰ μὴν τὸν σπαταλοῦμε ἄσκοπα τὸν χρόνο τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ἀφοῦ κατὰ τὸ ποίημά του «θὰ διέλθουμε ἅπαξ μόνον, φεῦ, τοῦ βίου τὴν ὁδόν».

Εἶχε φάκελλο ὁλόκληρο μὲ θαυμαστὰ τοῦ βίου του καὶ ἀλληλογραφία του, τὴν ὁποῖο μελετοῦσε καὶ θαύμαζε τὴν ἀκρίβεια τῆς ζωῆς τοῦ ἀφανοῦς αὐτοῦ λογίου ἀσκητοῦ.

Ἀπὸ τὸ ἄνθος τοῦ Ὁσίου Πορφυρίου, τοῦ νέου φωστῆρος τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ὁποῖο ἔζησε τόσο στὰ Καλλίσια, ὅσο καὶ στὸ Μήλεσι, τρύγησε τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ποὺ οἰκοῦσε μέσα του μαζὶ μὲ τὴν κενωτικὴ ἀγάπη του στὴν διακονία τοῦ πλησίον.

Μαζί του ἔζησε θαυμαστὲς ἀποκαλύψεις, γι’ αὐτὸ μὲ ἐνθουσιασμὸ μὲ παρώτρυνε στὴν σύνθεση τῆς ἁκολουθίας του, γνωρίζοντας καὶ τὶς προσωπικές μου ἀπὸ τὸν ὅσιο πατέρα ἐμπειρίες.

Ἡ πορευόμενη σήμερον τὴν μακαρία ὁδὸ ἀδελφὴ Σωτηρία τρύγησε νέκταρ καὶ ἀπὸ πολλοὺς ἐν ζωῇ πατέρες, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, μοναχούς, μοναχὲς καὶ λαϊκοὺς πνευματοφόρους, ὅπως τὸν Μητροπολίτη Λαοδικείας κ. Θεοδώρητο, ποὺ ἐπάξια ἐγκωμίασε στὸν ἐπικήδειο λόγο της γιὰ ἑξήντα χρόνια γνώριμό του ἀγωνίστρια τοῦ πνεύματος, τὸν Γέροντα Τίτο, κτίτορα τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Μέγαρα, καὶ τὸν ἑπόμενο τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ Κόντογλου, μοναδικὸ λογοτέχνη καὶ ποιητή, Καθηγητὴ Π. Β. Πάσχο.

Τοὺς Κυπρίους ἀδελφοὺς ὑπέρμετρα ἀγαποῦσε καὶ ὅλους τοὺς ποθοῦντας τὴν ἱερωσύνη ἢ ἔχοντας ἱερωθεῖ ἀποκαλοῦσε «Ἀββάδες» προσδίδοντάς τους τὴν τιμὴ τῶν ὁσίων πατέρων τῆς ἐρήμου.

Ἀπὸ αὐτοὺς ἀξιώθηκε νὰ δεῖ καὶ ἀρχιερεῖς, ὅπως τὸν συμφοιτητή της Μητροπολίτη Κύκκου κ. κ. Νικηφόρο καὶ τὸ πνευματικό του παιδί, τὸν Μητροπολίτη Ταμασοῦ Ἡσαΐα.

Ἀνύστακτα μεριμνοῦσε γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν φοιτητῶν τῶν θεολογικῶν σχολῶν καὶ ἐνστάλλαζε στὶς καρδιές τους τὸ νέκταρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τῆς φιλτάτης μας Ὀρθοδοξίας.

Ὑπῆρξε ξενοδόχος, πτωχοκόμος, ἱεραπόστολος, καὶ καλολόγος, ἀφοῦ «λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματός της οὐκ ἐξεπορέυετο» (Ἐφεσ. Δ΄ 29).

Ἐργαζομένη ἀφανῶς, δὲν γνωρίζω νὰ ἔβλαψε κανέναν, τοὐταντίον γνωρίζω καὶ τὸ καταθέτω, ὅτι ὠφέλησε ψυχὲς μὲ λόγια καὶ πράξεις.

«Ὅλα γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ» ὑπῆρξε τὸ μήνυμά της καὶ ὁ ἐμπλουτισμὸς τῆς κυψέλης τῆς Ἐκκλησίας μὲ μέλι γλυκύτατο ἁγιότητος ὁ διαρκὴς καὶ ἐπίμοχθος ἀγώνας της.

Αὐτὸς ποὺ σήμερα περατώθηκε μὲ τὴν μετάστασή της ἐκ τῶν προσκαίρων ἐπὶ τὰ αἰώνια, ἐκ τῶν ἐπιγείων πρὸς τὰ οὐράνια, ἐκ τῶν λυπηροτέρων πρὸς τὰ θυμηδέστερα.

ΠΗΓΗ.ΡΟΜΦΕΑ

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Η Αθηνά Χατζή και η αγάπη της προς όλους



Η Αθηνά Χατζή γεννήθηκε στα Γιάννενα από ευλαβείς και ευπόρους γονείς το έτος 1895. Παντρεύτηκε αλλά μετά από δυο χρόνια πέθανε ο σύζυγός της. Έκτοτε έζησε την κατά Θεόν αφιερωμένη ζωή.

Κατά την περίοδο του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου η Αθηνά Χατζή επέδειξε ποικίλη δράση και μεγάλη προσφορά. Βοήθησε με σπάνια αυτοθυσία στο Νοσοκομείο Χατζηκώστα των Ιωαννίνων. 

Φρόντιζε τους τραυματίες στρατιώτες μας που τους έφερναν από το μέτωπο. Δεν ωλιγόρησε ποτέ. «Και τη νύχτα να με ειδοποιήτε», έλεγε, «να βοηθήσουμε τους στρατιώτες μας, τους ήρωές μας. Αξίζει κάθε θυσία για την Πατρίδα». 

Την απεκάλεσαν «Μάννα του στρατιώτη» και της απένειμαν τιμητική πλακέτα, η οποία υπάρχει στο μοναστήρι της Φανερωμένης στην Σαλαμίνα. Ακόμη και Ιταλούς και Γερμανούς στρατιώτες φρόντισε. Κάποιοι ήταν βαρειά τραυματισμένοι και από τις περιποιήσεις της γλύτωσαν από αναπηρίες ή και από θάνατο.

Κάποιοι Γερμανοί όμως, επειδή φανερά υπεστήριζε ότι άδικα εκηρύχθη αυτός ο πόλεμος κατά της Ελλάδος, απεφάσισαν να την συλλάβουν. Την παρακολούθησαν και έστειλαν κάποια ημέρα απόσπασμα στο σπίτι της για την σύλληψή της. 

Όταν κτύπησαν την πόρτα της, η Αθηνά Χατζή βγήκε και τους ρώτησε τι θέλουν. Ο επικεφαλής άλλαξε χρώμα σαν την είδε. Αναγνώρισε στο πρόσωπό της τη νοσοκόμα που τον περιποιείτο στο “Χατζηκώστα” όταν αυτός ήταν βαρειά τραυματισμένος. 

Καθόταν και τις νύχτες κοντά του προσφέροντάς του μέγιστες περιποιήσεις και έτσι σώθηκε από βέβαιο θάνατο. Όχι μόνο δεν την συνέλαβε αλλά από ευγνωμοσύνη προς την ευεργέτιδά του την πήρε παράμερα, της ανέφερε την εντολή της συλλήψεώς της και της υπέδειξε να κρυφθή για λίγες μέρες.

Κατά την δεκαετία του 1930 μαζί με άλλες ευσεβείς κυρίες των Ιωαννίνων δημιούργησαν σύλλογο με το όνομα «Παντάνασσα», στον οποίον διετέλεσε πρόεδρος μέχρι το 1975 που έγινε μοναχή. 

Ο σύλλογος είχε στόχους φιλανθρωπικούς. Βοηθούσαν πτωχές οικογένειες, πάντρευαν πτωχά κορίτσια, διέθεταν χρήματα και σπούδαζαν πτωχά παιδιά που είχαν ζήλο για μάθηση. Δεν παρέλειπαν να βοηθούν στο κτίσιμο και εξωραϊσμό ναών.

Η Αθηνά Χατζή έδειξε υπερβολικό ζήλο και εργαζόταν χωρίς να κουράζεται επί πολλές ώρες, για να έχη επιτυχή αποτελέσματα ο σύλλογος. Άλλωστε δεν ήταν δεσμευμένη με άλλες υποχρεώσεις. Διέθεσε δε για τους σκοπούς της «Παντάνασσας» μεγάλο μέρος της περιουσίας της.

Είχε μεγάλο ζήλο για τις ακολουθίες της Εκκλησίας μας και την θεία Λειτουργία. Έλεγε συχνά: «Πόση δύναμη παίρνω, ψυχή μου, (έτσι αποκαλούσε τον συνομιλητή της) από την θεία Μετάληψη! 

Όταν σκέπτωμαι ότι σε λίγες ημέρες θα κοινωνήσω, αυτό με βοηθάει να προσέχω, ώστε να μην αμαρτάνω. Τι μεγάλο δώρο του Πατέρα μας Θεού η θεία Μεταλαβή!»

Το έτος 1975 σε ηλικία 80 ετών η Αθηνά έγινε μοναχή στο μοναστήρι της Παναγίας της Φανερωμένης στην Σαλαμίνα, με το όνομα Άννα. Εκοιμήθη το έτος 1987 σε ηλικία 92 ετών και άφησε παράδειγμα μοναχής ενάρετης με οσιακά τέλη ζωής.

Την Αθηνά Χατζή εγνώρισε και ο γέροντας Παΐσιος όταν μόναζε στο Στόμιο. Τον ωδήγησε ο Θεός στο σπίτι της στα Γιάννενα χωρίς να την γνωρίζη, για να την διδάξη την μοναχική ζωή. Διηγείτο πολλά επαινετικά και αξιοθαύμαστα γι’ αυτήν.
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.

Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Α’, σελ. 347.


«Ἑλέναμπα» ἡ προορατική


Στό χωριό Κεφαλοχώρι πού βρίσκεται στήν περιοχή τῆς Νίκαιας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πρίν ἀπό τήν Ἀνταλλαγή, ζοῦσε μία εὐλαβής καί χαριτωμένη νέα, ἡ Ἑλένη. Τήν ἀποκαλοῦσαν Ἑλέναμπα, δηλαδή Ἑλένη πού εἶχε γεροντική σύνεση, διάκριση καί μιλοῦσε σάν Ἀββᾶς (Γέροντας).

Ἦταν ὀρφανή ἀπό γονεῖς καί ἐργαζόταν ὡς ὑπηρέτρια σ᾽ ἕναν πονόψυχο Τοῦρκο. Τή νύχτα ἡ «Ἑλέναμπα» προσευχόταν πολλές ὧρες. Ὁ Τοῦρκος τήν ἄκουγε πού ἔλεγε στήν προσευχή της: «Νά πάρω καί αὐτουνοῦ τίς ἁμαρτίες». 

Προσευχόταν δηλαδή γιά ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Τοῦρκος ἔβλεπε νά ἔρχωνται πολλοί ἄνθρωποι νά τήν συμβουλευθοῦν καί κατάλαβε ὅτι ἔχει ἰδιαίτερη χάρη. Τήν εἶχε σέ μεγάλη ἐκτίμηση καί αἰσθανόταν ὅτι τόν βοηθᾶ ὁ Θεός γιά χάρη τῆς «Ἑλέναμπα». Σημείωνε ὁ ἴδιος τά γεγονότα καί τίς προφητεῖες της, γιατί ἦταν πεπεισμένος ὅτι ἡ «Ἑλέναμπα» εἶχε χάρισμα προορατικό.

Τότε πολλούς Ἕλληνες τούς ἐπιστράτευαν στόν τούρκικο στρατό στά Τάγματα Ἐργασίας (Ἀμελέ Ταμπουροῦ) γιά πέντε μέ δέκα χρόνια μέ σκοπό τήν ἐξόντωσή τους. Δέν ἔδιναν σημεῖα ζωῆς καί οἱ οἰκογένειές τους ἀνησυχοῦσαν. 

Οἱ γυναῖκες πήγαιναν καί ρωτοῦσαν τήν «Ἑλέναμπα» ἂν ζοῦν ἤ ἄν ἔχουν σκοτωθῆ. Ἐκείνη γιά νά μήν ἀμφισβητήσουν ὅ,τι θά τούς ἔλεγε, πρῶτα περιέγραφε τόν ἄνδρα. Ἔλεγε π.χ.: «Ὁ ἄνδρας σου εἶναι ψηλός, ξανθός μέ μουστάκι». Πρόσθετε καί ἄλλα χαρακτηριστικά καί ὕστερα ἔλεγε ἄν πέθανε ἤ ἄν ζῆ ἤ πότε θά γυρίσει.

Ἐπίσης ἔλεγε: «Θά ᾿ρθεῖ καιρός πού οἱ ἄνθρωποι θά μπερδευτοῦν». (Ἐννοοῦσε πνευματικό ἤ φυλετικό μπέρδεμα. Σήμερα καί τά δυό ὑφίστανται).

Κάποια ἡμέρα εἶπε στούς συγγενεῖς της: «Ἐσεῖς θά φύγετε καί μένα θά μ᾿ ἀφήσετε ἐδῶ. Πάλι θά ξαναρθῆτε, ἀλλά αὐτά τά μέρη θά ἀλλάξουν».

Πρίν πεθάνη ζήτησε νά τή ντύσουν μέ μαῦρα ροῦχα σάν μοναχή.

Ὅλοι στό χωριό τήν «Ἑλέναμπα» τήν εἶχαν σέ εὐλάβεια γιά τίς ἀρετές καί τά χαρίσματά της. Πίστευαν ὅτι εἶναι ἁγία. Περισσότερες λεπτομέρειες ἀπό τήν ζωή της δέν διασώθηκαν. Μόνον ὅτι ἐκοιμήθη σέ ἡλικία μικρότερη τῶν δεκατεσσάρων ἐτῶν, γύρω στό 1920, πρίν ἀπό τήν Ἀνταλλαγή, ὅπως δηλαδή εἶχε προφητεύσει. Ἐκεῖ πού ἐτάφη ἀνέβλυσε ἁγίασμα καί ὅσοι ἄρρωστοι ἔπιναν θεραπεύονταν.

Μέ τήν Ἀνταλλαγή οἱ συγγενεῖς της καί οἱ συγχωριανοί της ἦρθαν στήν Ἑλλάδα καί ἐγκαταστάθηκαν στό νομό Σερρῶν, δημιουργώντας ἔτσι τό Νέο Κεφαλοχώρι. Οἱ συγγενεῖς τῆς «Ἑλέναμπα» ἔχουν φέρει ὡς εὐλογία καί φυλαχτό στό νέο χωριό τά ροῦχα της καί κάποια προσωπικά της ἀντικείμενα. 

Μέχρι σήμερα ἀνάβουν καντήλι ἀκοίμητο καί κεριά στό σπίτι πού φυλάσσονται τά προσωπικά της ἀντικείμενα. Τήν ἐπικαλοῦνται στίς ἀνάγκες καί στίς δυσκολίες τους καί αὐτή ἔχοντας στόν Θεό παρρησία τούς βοηθᾶ.

Κατά τήν ἐποχή τοῦ συμμοριτοπολέμου οἱ ἀντάρτες (Κομμουνιστές) ἦρθαν κατ᾿ ἐπανάληψη νά κάψουν τό χωριό, ἀλλά μόλις ἔμπαιναν στό χωριό ἄλλαζαν διάθεση, ἔπαιρναν τρόφιμα καί φεύγοντας ἔλεγαν: «Κάποιος ἅγιος σᾶς φυλάει, διότι ἤρθαμε νά κάψουμε τό χωριό καί μόλις μπήκαμε, ἄλλαξε ἡ διάθεσή μας».

Αναδημοσίευση από:
https://enromiosini.gr/

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Γυναίκα πιστή αλλοίωσε τον άνδρα της – Η δύναμη του Σταυρού



Γυ­ναῖ­κα πι­στή ἀλ­λοί­ω­σε τόν ἄν­δρα της 

Μί­α εὐ­λα­βέ­στα­τη γυ­ναῖ­κα εἶ­χε ἄν­δρα ἄ­σω­το, βλά­σφη­μο καί αὐ­ταρ­χι­κό. Ἡ ἴ­δια δυ­σκο­λευ­ό­ταν ὡς σύ­ζυ­γος ἀλ­λά ἔ­κα­νε πολ­λή ὑ­πο­μο­νή. Δέν ζή­τη­σε σάν δι­έ­ξο­δο τόν χω­ρι­σμό οὔ­τε ἀντα­πέ­δι­δε ὅ­σα τῆς ἔ­κα­νε ὁ δύ­στρο­πος σύ­ζυ­γός της. Ἔ­κα­νε τά­μα στήν Πα­να­γί­α νά φο­ρέ­ση σ᾿ ὅ­λη της τήν ζω­ή μαῦ­ρα, ἀρ­κεῖ νά φω­τί­ση τόν ἄν­δρα της νά ἔρ­θη στόν δρό­μο τοῦ Θε­οῦ. Προ­σευ­χό­ταν συ­νε­χῶς καί νή­στευ­ε γι­ά τήν με­τά­νοι­α τοῦ συ­ζύ­γου της. Καί ὁ φι­λάν­θρω­πος Κύ­ριος, «ὁ ποι­ῶν τό θέ­λη­μα τῶν φο­βου­μένων Αὐ­τόν καί τῆς δε­ή­σε­ως αὐ­τῶν ἐ­πα­κού­ων», φώ­τι­σε τόν ἄ­σω­το καί ἔ­γι­νε ὑ­πό­δειγ­μα κα­λοῦ χρι­στια­νοῦ. Με­τε­νό­η­σε, ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε, ἔ­κο­ψε τά πά­θη του καί τώ­ρα δέν λεί­πει ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Κά­θε χρό­νο πη­γαί­νει γι­ά σα­ράντα ἡ­μέ­ρες καί ἐρ­γά­ζε­ται χω­ρίς ἀ­μοι­βή σέ μο­να­στή­ρια. Εἶ­ναι γε­μᾶ­τος φλό­γα καί ζῆ­λο γι­ά τόν Χρι­στό. Λέ­ει συ­χνά: «Τώ­ρα πού γνώ­ρι­σα τόν Χρι­στό, νά μοῦ ποῦν νά βά­λω τό κε­φά­λι μου νά μοῦ τό κό­ψουν γι­ά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, τό κά­νω μέ ὅ­λη μου τήν καρ­διά». 

 

Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ 

Τό ἔ­τος 1994 κά­ποι­ος Ἁ­γι­ο­ρεί­της ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τό πα­λαι­ό Μο­να­στή­ρι τοῦ ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου στόν Ὄ­λυμ­πο. Ἐ­κεῖ συ­νάντη­σε μί­α για­γιά εὐ­λα­βέ­στα­τη πού βο­η­θοῦ­σε τούς προ­σκυ­νη­τές. Ἡ για­γιά ἀνέ­φε­ρε στόν μο­να­χό τό ἑ­ξῆς, καί ἤ­θε­λε νά μά­θη τήν γνώ­μη του, ἂν κά­νη κα­λά: 

«Ὅ­ταν βλέ­πω κα­νέ­να φί­δι στήν αὐ­λή τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ, ἐ­δῶ ἔ­χει πολ­λά φί­δια, τό σταυ­ρώ­νω καί τό φί­δι κοκ­κα­λώ­νει. Γί­νε­ται σάν βέρ­γα. Με­τά τό πιά­νω καί τό πε­τά­ω ἔ­ξω. Μοῦ λέ­νε με­ρι­κοί: “Χα­ζή εἶ­σαι πού πιά­νεις τά φί­δια”, καί ἐ­γώ τούς λέ­ω: “Για­τί εἶ­μαι χα­ζή; Ποι­ό εἶ­ναι πι­ό δυ­να­τό, τό φί­δι ἢ ὁ Σταυ­ρός τοῦ Χρι­στοῦ, πά­νω στόν ὁ­ποῖ­ον σταυ­ρώ­θη­κε ὁ Χρι­στός καί ἔ­σω­σε τόν κό­σμο;”. Μέ τήν δύ­να­μη τοῦ Σταυ­ροῦ, ὅ­ταν θέ­λω νά ζυ­μώ­σω, βά­ζω ἀ­λεύ­ρι καί νε­ρό, τά ἀ­να­κα­τεύ­ω, τά σταυ­ρώ­νω, με­τά ση­κώ­νε­ται τό προ­ζύ­μι καί κά­νω ψω­μί». 

Κάποιος μπουλ­ντο­ζιέ­ρης κα­τά­κο­πος ἀ­πό τήν ἐρ­γα­σί­α του ξά­πλω­σε μί­α κα­λο­και­ρι­νή νύ­χτα νά ξε­κου­ρα­στῆ. Αἰ­σθάν­θη­κε στόν ὕ­πνο του ἕ­να βά­ρος νά τόν πι­έ­ζη καί ξύ­πνη­σε ἀλ­λά δέν μπο­ροῦ­σε νά ἀντι­δρά­ση. Ἔ­βλε­πε ἕ­να μαῦ­ρο, κά­τι σάν σκυ­λί πού προ­χω­ροῦ­σε σι­γά–σι­γά πρός τό κε­φά­λι του καί τόν πλά­κω­σε. Πή­γαι­νε νά τοῦ βγῆ ἡ ψυ­χή. Ὅ­ταν ὅ­μως ἔ­φθα­σε μέ­χρι τό στῆ­θος, ἄ­κου­σε μί­α φω­νή: «Ἂν δέν εἶ­χες αὐ­τό (τόν Σταυ­ρό) στό στῆ­θος σου, θά ἔβλεπες τί θά πά­θαι­νες», καί ἀ­μέ­σως ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Εὐ­χα­ρί­στη­σε τόν Θε­ό, ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό του καί κα­τά­λα­βε πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύ­να­μη τοῦ Σταυ­ροῦ πού τυ­πι­κά φο­ροῦ­σε μέ­χρι τό­τε. 

 

 

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

 

(Πηγή ηλ. κειμένου: enromiosini.gr)

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Βάϊα Γεωργαννάκη – Η απλή χωρική.



Η Βάϊα Γεωργαννάκη γεννήθηκε στο χωριό Ριζοβούνι της Λάκκας Σουλίου του νομού Πρεβέζης, το 1927. Ήταν δίδυμη με μία άλλη αδελφή της, η οποία όμως δεν έζησε.
Η μητέρα της Φωτεινή έφυγε και αυτή πολύ νωρίς για τους ουρανούς, πέφτοντας από μια ελιά όταν το βρέφος της ήταν σαράντα ημερών. Ο πατέρας της ξανανυμφεύθηκε και απέκτησε άλλα τρία παιδιά.
Η Βάγια σεβόταν πολύ την μητρυά της. Ώς μεγαλύτερη που ήταν, φρόντιζε για όλα. Ήταν μικρομάννα και έτρεχε παντού στα γίδια, ξυπόλυτη επάνω στο βουνό, στα χωράφια να σκαλίση, στο δάσος να κόψη και να κουβαλήση ξύλα, κ.λπ. Ήταν πολύ γερό κορίτσι και τόσο φιλότιμη και εργατική, που έτρεχε σε όλες τις δουλειές πρώτη.
Παντρεύτηκε μικρή και το 1947 γεννήθηκε το πρώτο της παιδί. Συνολικά απέκτησε έξι παιδιά. Ήταν χαρούμενος άνθρωπος και ζωντανή γυναίκα, ώστε όλοι στο χωριό την θαύμαζαν.
Ένα από τα παιδιά της αρρώστησε βαρειά. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να του προσφέρουν καμμιά βοήθεια. Ως μάννα πονούσε πολύ για το παιδί της και ήταν έτοιμη και την ζωή της να θυσιάση. Έπαιρνε το παιδί στην πλάτη και ανέβαινε στα βουνά και πήγαινε ώρες ποδαρόδρομο σε Μοναστήρια και Εκκλησίες της περιοχής, για να το γιατρέψη.
Ζώντας έτσι καθημερινά μέσα σ’ αυτόν τον πόνο, βλέπει στον ύπνο της μια γυναίκα η οποία της είπε: «Να πάρης το παιδί σου και καθαρά ρούχα και να έρθης στο σπίτι μου. Εκεί θα κατέβεις πολλά σκαλοπάτια στο άγιασμα, θα πλύνεις το παιδί, θα το αλλάξεις, θα πάρεις παπά να λειτουργήση και το παιδί θα γίνει καλά».
Την άλλη ημέρα είπε το όνειρο της στον σύζυγό της, ο οποίος την αποπήρε και την μάλωσε να μην πιστεύη σε όνειρα και φαντασίες. Η Βάγια όμως δεν ησύχαζε. Ρώτησε και τελικά έμαθε ότι υπάρχει μία τέτοια Εκκλησία στο απέναντι χωριό στους Κομτσιάδες-Αμπελιά. Πράγματι σώζεται ο μικρός ναός της Αγίας Παρασκευής, μνημείο του δεκάτου αιώνος. Πίσω από το ναό υπάρχει μία μεγάλη σπηλιά από όπου μία σκάλα με πολλά σκαλοπάτια οδηγεί στο αγίασμα της αγίας Παρασκευής που τρέχει σαν ποτάμι. Μόλις το έμαθε παίρνει το παιδί της και ανεβαίνει στο βουναλάκι της αγίας Παρασκευής.
Εκεί βρήκε την σπηλιά, τα σκαλοπάτια και τον τόπο, όπως τον είχε δει στο όνειρο της. Έλουσε το παιδί, λειτούργησε το Εκκλησάκι και το παιδί έγινε αμέσως καλά.
Η σιδερένια της υγεία όμως πολύ γρήγορα έμελλε να γίνη θρύψαλα. Κάποτε η Βάγια πήγε στην βρύση να πλύνη και λιποθύμησε. Έκτοτε λιποθυμούσε συχνά και η ζωή της έγινε μαρτύριο. Λιποθυμούσε στο σπίτι, στην Εκκλησία, στο χωράφι, στο δρόμο. Έχανε τελείως τις αισθήσεις της, έπεφτε κάτω και μετά από λίγη ώρα συνερχόταν.
Τα μικρά της παιδιά ζούσαν και αυτά το μαρτύριο τους. Έβλεπαν την μάννα τους να υποφέρη και αυτά από πάνω της έκλαιγαν νομίζοντας ότι πέθανε. Πάντοτε όμως καταλάβαινε όταν θα λιποθυμούσε, γι’ αυτό τα προειδοποιούσε, τα καθησύχαζε και τους έλεγε: «Θα αρρωστήσω, να μην φοβηθήτε, να με αφήσετε και εγώ θα συνέλθω μόνη μου».

Τί ήταν αυτό που πάθαινε; Η θεία της που την έζησε από μικρό κοριτσάκι, το αποδίδει στην πείνα. Ζούσε με τόση φτώχεια και πείνα που για τα σημερινά δεδομένα είναι απίστευτο. Η οικογένεια της ήταν η πιο φτωχή στο χωριό και την ίδια την αποκαλούσαν «φτωχοβάγια».
Αλλά στο μαρτύριο αυτό προστέθηκε και ένα άλλο ψυχικό μαρτύριο από τους ανθρώπους, πιο οδυνηρό. Στο χωριό μερικοί χαιρέκακοι άνθρωποι «προσέθηκαν επί το άλγος των τραυμάτων»1 της, επιδίωξαν δηλαδή να την βγάλουν τρελλή για να την κλείσουν σε τρελλοκομείο στην Κέρκυρα.
Άλλοι στο χωριό την απέφευγαν σαν να ήταν ιασμένη και κορόιδευαν τα παιδιά της. Μόνον αυτός που τα έζησε μπορεί να καταλάβη τι σημαίνουν αυτά για μία τρυφερή παιδική ψυχή και πόσο αβάστακτος ήταν ο πόνος για μία μητρική καρδιά, η οποία υπέφερε περισσότερο για τα παιδιά της παρά για τον εαυτό της.
Αλλά η Βάγια ήταν άνθρωπος του Θεού και άντεξε. Σήκωσε αυτόν τον σταυρό που της έδωσε ο Κύριος με πολλή πίστη, υπομονή και ταπείνωση. Ποτέ δεν γόγγυξε, δεν τα έβαλε με τον Θεό. Ταπεινή έσκυβε το κεφαλάκι της στο θέλημα του Θεού.
Σαν άνθρωπος ώρες-ώρες λύγιζε, έκλαιγε, παραπονιόταν και πικραινόταν, ιδιαιτέρως όταν κάποιοι με την στάση τους την εξουθένωναν και επιχειρούσαν να της κάνουν κακό. Αλλά ο καλός Θεός που είναι ο Θεός των καταφρονεμένων, των αδικουμένων και των πονεμένων, ποτέ δεν την άφησε μόνη της. Την προστάτευε πάντα, της έδινε δύναμη και κουράγιο για νέες δοκιμασίες.
Το βράδυ άναβε το καντηλάκι μπροστά στο εικονοστάσι. Αφού πρώτα έβαζε το μικρό γυιό της να κάνη το σταυρό του, του ετοίμαζε να κοιμηθή, με μητρική δε τρυφερότητα τον καληνύχτιζε και τον φιλούσε. Πήγαινε ύστερα μπροστά στις εικόνες και έκανε την προσευχή της.
«Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, Αφέντη μου. Δοξασμένο το όνομα Σου. Παναγία μου, φύλαξε τα παιδιά μου και όλον τον κόσμο». Στο τέλος έβγαζε κι έναν αναστεναγμό «ώϊ, μαννούλα μου». Ύστερα άρχιζε να κάνη μετάνοιες στρωτές μέχρι κάτω με σταυρούς. Κατόπιν έσκυβε κάτω το κεφάλι της σιγοψιθυρίζοντας τις υπόλοιπες αλάλητες προσευχές της.
Στην Εκκλησία πήγαινε πάντα όλες τις Κυριακές και τις Εορτές, και κρατούσε όλες τις αργίες σχολαστικά.
Όταν ο παπάς διάβαζε το Ευαγγέλιο μπροστά στην Ωραία Πύλη, πήγαινε, γονάτιζε κάτω από το Ευαγγέλιο και έβαζε το πετραχήλι πάνω στο κεφάλι της. Όταν τελείωνε η ανάγνωση του Ευαγγελίου, φιλούσε το πετραχήλι, το Ευαγγέλιο και το χέρι του παπά με πολλή ευλάβεια.
Επειδή λιποθυμούσε και μέσα στην Εκκλησία, της έλεγαν μερικές γυναίκες να σταματήση να εκκλησιάζεται επειδή την έπιαναν, όπως έλεγαν, τα κεριά, το λιβάνι και δεν είχε καθαρό αέρα, αλλά αυτή τους απαντούσε:
«Εμένα και να με σκοτώσετε, δεν μπορεί κανένας να με βγάλη μέσα από το σπίτι του Θεού, θα πηγαίνω και ας πεθάνω».
Αλλά οι δοκιμασίες του Ιώβ δεν έχουν τελειωμό για την Βάγια. «Ον αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται»1.

Μία ημέρα, στο σχολείο, ένα από τα παιδιά της έπαιζε με μια μπάλα λερωμένη και μολύνθηκε. Όταν ήρθε στο σπίτι δεν το είπε στην μάννα του για να το λούση, αλλά ξάπλωσε το βράδυ κάτω στρωματσάδα μαζί με τα άλλα παιδιά και το πρωί ξύπνησαν τα παιδιά της όλα με σπυριά στο κεφάλι. Από την στενοχώρια της μόλις τα είδε, έπαθε ισχυρό νευρικό κλονισμό. Στενοχωρήθηκε τόσο πολύ που δεν άντεξε, ξαναρρώστησε και γι’ αυτό την έστειλαν στο Νοσοκομείο. Τα παιδιά της τέλος τα έστειλαν στην Αθήνα στο Νοσοκομείο Συγγρού όπου και θεραπεύτηκαν, αλλά όταν γύρισαν στο χωριό με τα λίγα μαλλάκια τους όλοι τα απέφευγαν ακόμη και οι συγγενείς για να μην κολλήσουν. Κανένας δεν άνοιξε το σπίτι τους να πάρη τα παιδιά παρά μόνο μία ξαδέλφη της (του Θωμά Χρηστια η μάννα) τα πήρε και τα φρόντισε με αγάπη ώσπου να έρθη η μάννα τους.
Νέα όμως φουρτούνα ξεσπάει επάνω της. Είχε γεννηθή και το τέταρτο παιδί της, η Ελενίτσα. Θα ήταν μέχρι δύο χρόνων. Η μάννα έλειπε και πάλι άρρωστη στο Νοσοκομείο. Η Φωτεινή, η μεγάλη αδελφή που θα ήταν και αυτή 5-6 χρόνων, εκτελούσε χρέη μάννας, νοικοκυράς και φρόντιζε και την μικρή. Εκεί που το είχε στην κούνια και το κουνούσε, αυτό έκλαιγε συνέχεια. Το τάισε αλλά αυτό πάλι έκλαιγε. Τέλος σταμάτησε το κλάμα και νόμισε ότι το μωρό αποκοιμήθηκε. Αργότερα ήρθε η νουνά της Ελενίτσας για να δη τι κάνει• το κοιτάζει, το πιάνει αλλά το μικρό είχε πεθάνει. Σαν αγγελουδάκι έφυγε για τους ουρανούς.
Αφού την θάψανε, αργότερα πήγε ο σύζυγος της να παραλάβη την Βάγια από την Ηγουμενίτσα. Με τα πόδια πήγε και με τα πόδια γύρισαν στο χωριό, βουνό-βουνό ημέρες ποδαρόδρομο. Στο Νοσοκομείο την είχαν περιποιηθή. Έφαγε λίγο καλό φαγάκι και πήρε επάνω της, όταν δε γύρισε στο χωριό ήταν πολύ όμορφη, όπως τους φάνηκε. Αυτή όμως με αγωνία και ανησυχία ζητούσε να δη το παιδί της. Ο πατέρας την ξεγελούσε προσπαθώντας να μην της πη το δυσάρεστο και θλιβερό αλλά της έλεγε ότι είναι στους παππούδες στην Φιλιππιάδα. Έτρεξε εκεί όπου έμαθε την αλήθεια ότι πέθανε η Κλενίτσα, και είπε: «Α! καλά το είχα δει εγώ στον ύπνο ότι πέθανε το παιδί μου και σεις με ξεγελάσατε!»
Την έκλαιγε απαρηγόρητα. Και όταν της έλεγαν φτάνει πια, πέρασαν τόσα χρόνια, απαντούσε: «Η μάννα ποτέ δεν ξεχνάει το παιδί της, όσα χρόνια και αν περάσουν».
Παρά τις τόσες μεγάλες φουρτούνες που είχε περάσει στην ζωή της, δεν ήθελε να δείχνη τον πόνο της και έκρυβε μέσα της τον μεγάλο σταυρό που σήκωνε. Δεν ήθελε να την λυπούνται και να την παρηγορούν γι’ αυτό και συμμετείχε σ’ όλες τις χαρές και τις λύπες του χωριού.
Στους γάμους πήγαινε πάντοτε πρώτη με το δώρο της. Όταν της έλεγαν, «βρε Γιώργαινα, τί το θέλεις εσύ το δώρο, φτωχειά γυναίκα, εσένα κανένας δεν σε παρεξηγεί», τότε αυτή έλεγε: «Όχι, η φτώχεια, φτώχεια, και ο γάμος, γάμος. Είναι υποχρέωση, εγώ ας μην έχω να φάω, το δώρο μου θα το πάω και θα τους ευχηθώ».
Και όχι μόνο πήγαινε αλλά και έσερνε πρώτη τον χορό και τραγουδούσε. Χόρευε πολύ ωραία, τους παραδοσιακούς χορούς του χωριού και όλοι δεν πίστευαν στα μάτια τους, πως μία γυναίκα με τόσα βάσανα εύρισκε το κουράγιο και νικούσε τον εαυτό της.
Επίσης της άρεσαν πολύ οι γιορτές που γίνονταν στο Σχολείο. Πήγαινε με λαχτάρα να ακούση τα παιδιά που έλεγαν τα ποιήματα στις Εθνικές Εορτές, που έπαιζαν τα δράματα και τραγουδούσαν.
Όλη της όμως η ψυχή και η καρδιά ήταν δοσμένη στην Εκκλησία, στις γιορτές και στα πανηγύρια που γίνονταν στα διάφορα εξωκκλήσια του χωριού: Στην Παναγία στο Καστρί, στην αγία Μαρίνα, στην αγία Παρασκευή, στην άγια Σοφία, στον προφήτη Ηλία, στην Παναγιά του Λαπόβου, στον άγιο Δημήτριο στην Φιλιππιάδα κ.α.
Εκεί όμως όπου έλαμπε από χαρά ήταν τα Χριστούγεννα, στην γιορτή του γυιού της, και την Μ. Εβδομάδα, όταν άρχιζε τις ετοιμασίες για την Λαμπρή, το Πάσχα.
Κάποιο έτος έστειλε τον μικρό της γυιό να κόψη κόκκινα τριαντάφυλλα από τις τριανταφυλλιές για να τα πάνε στον Επιτάφιο την Μεγάλη Παρασκευή. Πηγαίνοντας για την Εκκλησία ο μικρός από αφέλεια τα μύρισε. Τότε αμέσως του δίνει μία-δυό στα χέρια και του λέγει: «Μην τα μυρίζης, παιδί μου, δεν κάνει. Θα τα πάμε στον Χριστό τα τριαντάφυλλα και πρέπει να είναι αμύριστα, καθαρά και αγνά. Γρήγορα, πέταξε τα και τρέξε να κόψης άλλα».
Και στον Επιτάφιο αν δεν περνούσαν τρεις φορές σταυρωτά κάτω από το τραπέζι μπουσουλώντας τα παιδιά της για να πάρουν ευλογία, δεν τα άφηνε να βγουν έξω από την Εκκλησία.
Ήταν στοργική και πολύ τρυφερή μάννα γιατί είχε πονέσει πολύ για τα παιδιά της. Γι’ αυτά με χαρά εστερείτο τα πάντα, μόνο ήθελε να τα έχει κοντά της.
Η αυτοθυσία της ήταν μεγάλη. Όταν την πήγαιναν στο Νοσοκομείο, καθόταν λίγο καιρό, μόλις δε δυνάμωνε λίγο και ένιωθε τον εαυτό της καλύτερα, δεν μπορούσε κανένας να την κρατήση μέσα, ούτε γιατροί, ούτε νοσοκόμες. «Θα φύγω», έλεγε, «θα πάω στα παιδιά μου, μ’ έχουν ανάγκη». Έφευγε και ερχόταν από την Φιλιππιάδα με τα πόδια. Νύχτα έφτανε, χτύπαγε να της ανοίξουν και τη νόμιζαν φάντασμα.
Εκεί όμως που ξεπέρασε τελείως τον εαυτό της ήταν η μέριμνα της για τα κορίτσια της. Προαισθανόταν τον θάνατο της και ζούσε μέρα-νύχτα σχεδόν με την μνήμη του θανάτου. Ήθελε προτού πεθάνη να έχη τακτοποιήσει τα προικιά των κοριτσιών.
«Όταν κλείσω τα μάτια μου», έλεγε, «θέλω τα παιδιά της Βάγιας να τα έχουν όλα, να μη τους λείπη τίποτα». Είχε πολύ φιλότιμο και μεγάλη λεπτότητα με ευαισθησία στις υποχρεώσεις της. Έτσι μ’ αυτήν την αγωνία και την μέριμνα, είχε καταδικάσει τον εαυτό της σχεδόν σε ασιτία, για να μπορέση να κάνη λίγες οικονομίες για τα παιδιά της. Της είχαν βγάλει μία συνταξούλα ως άρρωστη που ήταν. Μόλις έπαιρνε την συνταξούλα της πήγαινε κατ’ ευθείαν και αγόραζε νήματα. Καθόταν ύστερα ώρες και χτυπούσε στον αργαλειό για να υφάνη τα προικιά των κοριτσιών της που και χορτάτος να είναι κανείς δεν αντέχει και πολύ.
Τα χέρια της δούλευαν πάντα ασταμάτητα. Στον δρόμο που πήγαινε για το χωράφι, κρατούσε τις γίδες και συγχρόνως έπλεκε και καμμιά φανέλλα, ή έγνεθε με την ρόκα της.
Αν και ήταν πολύ φτωχειά, είχε πολύ καλή καρδιά και αγαπούσε να δίνη ελεημοσύνες όσο μπορούσε. Πάντα από’ αυτά που είχε πρώτα ξεχώριζε ένα μερίδιο και το έστελνε σε διάφορες οικογένειες, και ας είχε αυτή μεγαλύτερη ανάγκη από’ αυτές. Είχαν ένα μικρό χωραφάκι κάτω από το Καστρί, το Μοναστήρι, όπου φύτευαν όλα τα καλοκαιρινά. Πήγαινε να τα ποτίση μία ώρα δρόμο με το άλογο. Μάζευε τα κηπευτικά και μέχρι να τα πάη στο σπίτι της τα περισσότερα τα μοίραζε ελεημοσύνη. Ήταν αγράμματη, όμως δίδασκε πράττουσα και προσπαθούσε να μεταδώση στα παιδιά της το πνεύμα της ελεημοσύνης. Μία φορά κρεμάστηκε μία γίδα τους εκεί που βοσκούσε στα βράχια, αλλά πρόλαβε ο γείτονας και την έσφαξε. Τότε παίρνει σχεδόν την μισή γίδα, την βάζει σ’ ένα σακκί και την πηγαίνει σε μία ξαδέλφη του συζύγου της. Η γυναίκα αυτή πολύ συχνά την πρόσβαλλε και την πίκραινε με την στάση της, διότι ήθελε να ανακατεύεται στα οικογενειακά της. Εκείνη τότε συγκινήθηκε και άλλαξε συμπεριφορά.
Εκεί όμως που ήταν υπέροχη, ήταν η επικοινωνία με τους άλλους. Όλους στο χωριό τους αγαπούσε και συνήθιζε πρώτη αυτή, σαν να ήταν μικρότερη, να χαιρετά.
Ήταν ντυμένη πάντα στα μαύρα από τα τριάντα της χρόνια. Είχε επάνω της μία πηγαία γλυκειά ευγένεια, με σεβασμό προς τους άλλους και ευλάβεια στα θεία.
Τελευταία υπέφερε από λευχαιμία. Συχνά έκανε εμετούς. Ό,τι έτρωγε το έβγαζε και η κοιλιά της πρηζόταν. Αυτό φαίνεται πως το είχε χρόνια που την βασάνιζε και επηρέαζε και την όλη υγεία της. Γι’ αυτό είχε μεγάλη αδυναμία στον οργανισμό της. Την έστειλαν πρώτα στο Νοσοκομείο της Αγίας Όλγας στην Ν. Ιωνία. Ύστερα νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο του Αγίου Σάββα, στην Αθήνα. Οι γιατροί της είχαν πει να πηγαίνη κάθε έξι μήνες για εξετάσεις, να τρώη καλά, να ξεκουράζεται και να μην στενοχωριέται. Μόλις όμως γύριζε στο σπίτι, ριχνόταν στις δουλειές του σπιτιού, στα ζώα, στα χωράφια, στην σπορά, στο θέρος, στο νοικοκυριό. Η αρρώστια όμως μέσα της δούλευε σιγά-σιγά και την εξασθένιζε όλο και περισσότερο.
Εκτός από τις πολλές αρρώστιες και τα βάσανα της η Βάγια είχε και πόλεμο από τον διάβολο. Μια ημέρα κατά το μεσημέρι είδε οφθαλμοφανώς τον διάβολο που πήγε να την γκρεμίση κάτω από το άλογο, αλλά η Παναγία την οποία επικαλέστηκε την προστάτευσε. Εκεί κοντά ήταν ένα εξωκκλήσι της Παναγίας της Ελεούσας. Γι’ αυτό και σ’ όλη την ζωή της, όταν περνούσε από εκείνο το σημείο, ξεπέζευε από το άλογο, πήγαινε από ευγνωμοσύνη να ανάψη τα καντήλια και να ευχαριστήση την Παναγία.
Για τελευταία φορά πήγε στην Παναγία στο Καστρί, τον Δεκαπενταύγουστο. Μετά τον Εσπερινό έπιασε από το χέρι τον γυιό της και ρωτούσε:
«Δεν μου λες, παιδί μ’, όλα αυτά εδώ που δείχνουν ψηλά στους τοίχους τα κάναν στους Άγιους; Τόσα μαρτύρια και βασανιστήρια!». Κοίταζε τα παραστατικά μαρτύρια των Αγίων, κάνοντας τον σταυρό της και έλεγε ως συνήθως. «Μέγας Κύριε, Μέγας Κύριε, ήμαρτον, Χριστέ μου». Ποιος ξέρει τι αισθανόταν η ψυχή της! Τους συμπονούσε γιατί και η δική της η ζωή ήταν ένα συνεχές μαρτύριο.
Ύστερα από μισό χρόνο έμπαινε και η ίδια στο τελευταίο στάδιο του μαρτυρίου της. Οι εμετοί συνέχεια αυξάνονταν και αυτή είχε γίνει αδύνατη σαν φτερό, ώσπου μία ημέρα του Μαρτίου φώναξαν τον ταξιτζή του χωριού, ένα πονόψυχο άνθρωπο, τον Τάκη Μηλιώνη, για να την πάη στην Αθήνα στο Νοσοκομείο.
Κοίταζε γύρω-γύρω σα να τα έβλεπε για τελευταία φορά και έλεγε: «Θα γυρίσω πίσω ζωντανή;». Μάλλον έδινε κουράγιο μόνη της στον εαυτό της, διότι το ήξερε πολύ καλά ότι θα αναχωρούσε για τον ουρανό. Γι’ αυτό και πολύ καιρό πριν είχε περάσει και είχε χαιρετήσει το σόι της.
Στην Αθήνα που την πήγε ο ταξιτζής, μόνη της και ασυνόδευτη συνάντησε και πάλι την απονιά, όμως τώρα για τελευταία φορά. Κανένα σπίτι συγγενικό δεν άνοιξε να την δεχτή για λίγο, να ζεσταθή η ψυχούλα της πολύπαθης Βάγιας. Ο ταξιτζής την πήγε από καλωσύνη, με δική του πρωτοβουλία, στο Λαϊκό Νοσοκομείο στο Γουδί, άγνωστη σε άγνωστους και την έβαλαν σ’ ένα διάδρομο σε ράντζο.
Τότε ειδοποιήθηκε ο γυιός της και πήγε στο Νοσοκομείο να την δη. Ο γιατρός του είπε ότι πρέπει να κάνη εγχείρηση και του ζήτησε 50.000 δρχ. Το ποσό ήταν πολύ μεγάλο και δεν είχαν να δώσουν τόσα χρήματα, γι’ αυτό η εγχείρηση δεν έγινε. Έζησε μία εβδομάδα μόνο και εκοιμήθη. Εκεί άφησε το χιλιοβασανισμένο κορμάκι της, ενώ η ψυχούλα της φτερούγισε και πέταξε ανάλαφρη στους ουρανούς, στολισμένη με το στεφάνι της πίστεως, της ταπεινώσεως και της υπομονής. Σταμάτησε πια γι’ αυτήν ο πόνος, η θλίψη και ο στεναγμός, που ήταν οι πιο αγαπημένοι σύντροφοι της σ’ όλη της την ζωή. Εκοιμήθη στις 10 Μαρτίου του 1974, σε ηλικία 47 ετών.
Η κηδεία έγινε στο χωριό. Όλες οι καρδιές συμπόνεσαν την πιο φτωχή, την πιο πονεμένη, την πιο βασανισμένη και την πιο αγαπημένη γυναίκα του χωριού. Κανένας δεν είχε ούτε το παραμικρό παράπονο εναντίον της.
Ο παπάς του χωριού, που ποτέ δεν μιλούσε σε κηδείες, μίλησε στην κηδεία της Βάγιας και είπε πολλά επαινετικά γι’ αυτήν.
Η παρουσία της έχει μείνει αξέχαστη. Για πολλά χρόνια οι γυναίκες ,του χωριού, όταν συναντούσαν τα παιδιά της, ρωτούσαν: «Α, παιδάκι μου, συ είσαι το παιδί της Βάγιας;», και έκλαιγαν.
Η Βάγια όσο ζούσε μερικές φορές μιλούσε λίγο παράξενα, προέλεγε κάποια πράγματα, τα οποία ύστερα από χρόνια γίνονταν πραγματικότητα και τότε θυμούνταν τα λόγια της.
Αρκετό καιρό πριν από τον θάνατο της είχε κάτι προαισθανθή και γι’ αυτό είχε περάσει από το σόι της να τους χαιρετήση. «Φεύγω, εγώ θα φύγω, θα πάω να ανταμώσω την γιαγιά μας, τι θέλετε να της πω;».
Μία εβδομάδα πριν πάη για το Νοσοκομείο στην Αθήνα, πήγε στην αδελφή της την Αθηνά εκεί που μάζευαν τις ελιές στο χωράφι, και της λέει η Αθηνά: «Γιατί έκανες τόσο κόπο και ήρθες εδώ κάτω στο χωράφι;», και της απαντάει: «»Ε, πως να μην έρθω να χαιρετήσω την αδερφή μου; Αθηνά, για μένα πάει, τελείωσε το πανηγύρι, σε μια βδομάδα θα πεθάνω».
Όταν ένα από τα παιδιά της ήταν μικρό, είχε περάσει από το χωριό ένας Δεσπότης. Στο σπίτι εκεί που έτρωγαν και το παιδάκι πιο πέρα έπαιζε, σηκώνεται και λέγει σε ένα συγγενή της: «Αχ, βρε Σταύρε, να μου έδινε και εμένα ο Θεός ένα από τα παιδιά μου να γίνη άνθρωπος δικός του, αφιερωμένος στην Εκκλησία».
Η επιθυμία της και η ευχή της έγιναν πραγματικότητα. Ύστερα από χρόνια, το παιδί της αυτό επέλεξε την μοναχική ζωή.
Σε κάποιο συγγενή της μία φορά είχε πει: «Όταν βγης στην σύνταξη, θα χωρίσεις», και πράγματι χώρισε και έλεγε με θαυμασμό ότι είχε χάρισμα η Βάγια.
Σ’ ένα από τα παιδιά της που την είχε πικράνει πολύ, επειδή και πολύ το αγαπούσε, επάνω στον πόνο της του είχε πει: «Δεν θέλω να βγάλης το όνομα μου και ούτε το όνομα Βάγια να ακούσης».
Πράγματι αυτός στην κόρη του δεν έδωσε το όνομα της μάννας του αλλά και όταν ήταν καλεσμένη στα βαφτίσια της κόρης του αδελφού του ξαφνικά μέσα στην Εκκλησία, όταν άρχισε το μυστήριο, ο γυιός του κάτι έπαθε σαν πυρετό, σαν ρίγος, τον ‘βγαλαν έξω και τον πήγαν στο γιατρό. Όταν γύρισε, το μυστήριο είχε τελειώσει και δεν είχε ακούσει το όνομα Βάγια που έδωσαν στο κοριτσάκι. Και τότε θυμήθηκε την πρόρρηση της μάννας του.
Ο Θεός να αναπαύση την ψυχή της πολύπαθης Βάγιας στην Βασιλεία του, χαρίζοντάς της, αντί των προσκαίρων θλίψεων που υπέμεινε, την αιώνιον ζωήν. Αμήν.

Σημειώσεις :
1.Ψαλμ. ξη’,27.
1. Παροιμ. γ, 12.

Υπό ι. X. Αγιορείτου.

Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο», 10-η διήγηση.
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής, 2008.

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Πρεσβυτέρα Κυριακή Γ. Τσιτουρίδου



site analysis


Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο


Γεννήθηκε τό 1870 καί παντρεύτηκε τό 1890 τόν Γε­ώργιο Τσιτουρίδη ὁ ὁποῖος χειροτονήθη­κε ἱε­ρέ­ας καί ἐφημέρευε στό χωριό τους Τσόπλη ἤ Δερ­μιτζίκιοϊ τῆς Ὀρτού (Κοτυώρων) τοῦ Πόντου. Ἀπέ­κτησαν ἕξι κόρες καί ἕνα γυιό πού ἐκοιμήθη μικρός.

  Ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα Κυ­ρια­κή ἦ­ταν ἁ­πλῆ, εὐ­λα­βέ­στα­τη καί πο­λύ ἐ­λε­ή­μων. Πο­νοῦ­σε κα
ί ἔ­κλαι­γε ὅ­ταν ἔ­βλε­πε τήν δυ­στυ­χί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. Εἶ­χε πάν­τα ἀ­νοι­χτή τήν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ της ὅ­που εὕ­ρι­σκαν φα­γη­τό καί ζε­στα­σιά οἱ φτω­χοί καί πει­να­σμέ­νοι, καί τό­πο γιά νά μεί­νουν οἱ ξέ­νοι.

Τό ἔ­τος 1903 ὁ πα­πα–Γι­ώρ­γης μέ τήν οἰ­κο­γέ­νειά του με­τα­νά­στευ­σε καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στό χω­ριό Ἄ­τα­ρα ἤ Ἀ­ζάν­τα τῆς πε­ρι­ο­χῆς Σο­χούμ τῆς Γε­ωρ­γί­ας. Ἦ­ταν ὁ μο­να­δι­κός ἱ­ε­ρέ­ας τῆς πε­ρι­ο­χῆς ὅπου ζοῦ­σαν πολ­λοί Ἕλ­λη­νες πρό­σφυ­γες. Λει­τουρ­γοῦ­σε, βά­πτι­ζε, στε­φά­νω­νε καί δι­ά­βα­ζε τούς ἀρ­ρώ­στους. Στό σπί­τι του κα­τέ­φευ­γαν κά­θε μέ­ρα δε­κά­δες πρό­σφυ­γες πού δέν εἶ­χαν “ποῦ τήν κε­φα­λήν κλῖ­ναι”. Ἡ πο­νό­ψυ­χη πρε­σβυ­τέ­ρα ἀ­κού­ρα­στη ζύ­μω­νε, μα­γεί­ρευ­ε καί ἔ­τρε­φε ὅ­λους τούς φτω­χούς πού κα­τέ­φευ­γαν στό σπί­τι τους. Τούς ἀ­γα­ποῦ­σε καί τούς πα­ρη­γο­ροῦ­σε σάν παι­διά της. Ἐ­πει­δή δέν χω­ροῦ­σαν νά φι­λο­ξε­νη­θοῦν ὅ­λοι στό μι­κρό τους σπι­τά­κι, ζή­τη­σε ἀ­πό τόν πα­πα–Γι­ώρ­γη νά φτιά­ξη ἕ­να με­γά­λο ξε­νῶ­να καί ἔ­τσι μπο­ροῦ­σε νά φι­λο­ξε­νῆ μέ­χρι ἑ­κα­τό ἄ­το­μα.

Ἡ εὐ­λα­βής πρε­σβυ­τέ­ρα, ἐ­νῶ ἔ­τρε­φε τό­σα πει­να­σμέ­να στό­μα­τα, ἡ ἴ­δια ἔ­κα­νε κά­θε μέ­ρα ἐ­νά­τη. Μέ­χρι τόν Ἑ­σπε­ρι­νό δέν ἔ­τρω­γε καί δέν ἔ­πι­νε τί­πο­τε. Πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­παιρ­νε ἀν­τί­δω­ρο καί με­τά ἔ­τρω­γε. Κρέ­ας καί ἀρ­τύ­σι­μα δέν ἔ­τρω­γε πα­ρά μό­νο λα­χα­νι­κά καί φροῦ­τα.

Περ­νώ­ντας μιά μέ­ρα μέ τόν πα­πα–Γι­ώρ­γη ἔ­ξω ἀ­πό ἕ­να κοι­μη­τή­ρι τοῦ Σο­χούμ, ζή­τη­σε ὅ­ταν πε­θά­νη νά τήν θά­ψη σέ αὐ­τό τό κοι­μη­τή­ριο. Ὁ πα­πᾶς ἀ­πό­ρη­σε για­τί ἦ­ταν νέ­α, πε­ρί­που 40 ἐ­τῶν. Σέ λί­γες μέ­ρες πού ἀρ­ρώ­στη­σε καί ἐ­κοι­μή­θη, τήν ἔ­θα­ψαν κα­τά τήν ἐ­πι­θυ­μί­α της σ᾽ ἐ­κεῖ­νο τό κοι­μη­τή­ρι.

Ἑ­πτά χρό­νια ἀ­πό τήν κοί­μη­σή της τήν εἶ­δε ὁ πα­πα–Γι­ώρ­γης στόν ὕ­πνο του νά τοῦ λέ­γη: «Ἑ­πτά χρό­νια δέν βα­ρέ­θη­κες νά μέ ἔ­χης κά­τω ἀ­πό τήν γῆ; Νά ἔρ­θης νά μέ βγά­λης». Αὐ­τό τό ὄ­νει­ρο τό εἶ­δε ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως. Ἐπί­σης ἕ­νας μο­να­χός ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι Νόβα ­φόν στήν Τρά­ντ­α κά­θε βρά­δυ ἔ­βλε­πε φῶς νά κα­τε­βαί­νη στόν τά­φο της καί ἄκου­γε μιά φω­νή νά τοῦ λέ­η: «Νά ᾿ρθῆς στό νε­κρο­τα­φεῖ­ο νά μέ βγά­λης».

Πράγ­μα­τι ἔ­γι­νε ἡ ἀ­να­κο­μι­δή. Εἶ­δαν τό­τε ὅ­τι δέν ὑ­πῆρ­χε χῶ­μα πά­νω ἀ­πό τά ὀ­στᾶ της καί ἀ­πό κά­τω ὑπῆρ­χε νε­ρό. Μιά εὐ­ω­δί­α ξε­χύ­θη­κε καί εἶ­δαν ἔκ­πλη­κτοι τό δε­ξί της χέ­ρι, ὅ­που φο­ροῦ­σε τήν βέ­ρα της, τό αὐτί της καί τήν καρ­διά της νά εἶναι ἄ­φθαρ­τα, ἐνῶ τά ὑ­πό­λοι­πα ὀ­στᾶ νά εἶ­ναι ­χρυ­σοκίτρινα.

Τό ἄ­φθαρ­το χέ­ρι καί τήν καρ­διά της τά πῆ­ρε ὁ κα­λό­γε­ρος τῆς Τράν­τας, ἐνῶ τά ὑ­πό­λοι­πα ὀ­στᾶ της σή­με­ρα φυ­λά­γον­ται στήν ἁ­γί­α Πε­τρού­πο­λη.



(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο». Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

Ασκητές μέσα στον κόσμο: Γυναίκα προορατική



site analysis


Ο Ἁ­γι­ο­ρεί­της γε­ρω–Χα­ρά­λαμ­πος ὁ Κα­ψα­λι­ώ­της, ὁ κομ­πο­σχοι­νᾶς, δι­η­γή­θη­κε τό ἑ­ξῆς γι­ά νά δεί­ξη τήν ἀ­ρε­τή με­ρι­κῶν λα­ϊ­κῶν:
«Γνώ­ρι­σα πα­λαι­ά στῶν Ἰ­βή­ρων ἕ­να μο­να­χό, τόν π. Γε­ρά­σι­μο[1], ἀ­πό τό Ἀ­ϊ­βα­λί τῆς Μ. Ἀ­σί­ας, πού ἡ μη­τέ­ρα του ἦ­ταν ἁ­γι­α­σμέ­νη ψυ­χή καί εἶ­χε χά­ρι­σμα προ­ο­ρα­τι­κό. Ἔ­λε­γε στόν γυι­ό της: “Παι­δί μου, μήν κά­νης ἁ­μαρ­τί­ες, νά ζῆς μέ φό­βο Θε­οῦ, για­τί ὅ­ταν θά με­γα­λώ­σης θά γί­νεις κα­λό­γε­ρος στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, στό μο­να­στή­ρι τῆς Πορ­τα­ΐ­τισ­σας”. Ἔ­παιρ­νε στά χέ­ρια της ἀ­ναμ­μέ­να κάρ­βου­να, ἔ­βα­ζε πά­νω θυ­μί­α­μα καί θυ­μί­α­ζε τίς εἰ­κό­νες χω­ρίς νά καί­γε­ται».
[1]. Κα­τά κό­σμον Βα­σί­λει­ος Κου­πα­ρά­κης, γεν­νη­θείς τό 1881 στὶς Κυ­δω­νι­ές (Ἀ­ϊ­βα­λί) Μ. Ἀ­σί­ας. Τό 1910 προ­σῆλ­θε στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἰ­βή­ρων καὶ τό 1912 ἔ­γι­νε ἡ μο­να­χι­κή του κου­ρά. Δυ­στυ­χῶς δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται τό ὄ­νο­μα τῆς μη­τρός του στό Μο­να­χο­λό­γιο τῆς Μονῆς.

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

(Πηγή ηλ. κειμένου: enromiosini.gr)

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Ασκητές μέσα στον κόσμο.H Bασιλική απο το Μεσολόγγι.



site analysis

 Διάβαζε και εφάρμοζε το Ευαγγέλιο

Στο Μεσολόγγι ζούσε μία ευλαβέστατη γυναίκα, ονόματι Βασιλική (Κούλα την φώναζαν), παντρεμένη με τον Δημήτριο Καλαντζή, ψαρά στο επάγγελμα. Ήταν και οι δυό πολύ πιστοί και πολύ απλοί άνθρωποι. Όταν η Βασιλική ήταν νέα, την ημέρα των Θεοφανείων «είδε τους ουρανούς ανεωγμένους» και τους Αγγέλους του Θεού να ψάλλουν. Γι’ αυτό έλεγε: «Αυτή την ημέρα μην φεύγης από την εκκλησία, έστω και αν καίγεται το σπίτι σου, γιατί ανοίγουν οι ουρανοί».
Το σπίτι που κατοικούσαν ήταν ισόγειο και για πάτωμα είχε τσιμέντο. Όταν έβρεχε γέμιζε νερό που έφθανε τα είκοσι εκατοστά. Είχαν τοποθετήσει πέτρες για να πατάνε και με ένα “γκιούμι” άδειαζαν το νερό. Τον χειμώνα δεν έστρωναν κουρελούδα για να έχουν λίγη ζέστη, γιατί μούσκευαν από τα νερά. Αλλά μέσα σ’ αυτό το παγωμένο σπίτι η καρδιά τους χτυπούσε πολύ ζεστά για τον Χριστό και τα πρόσωπα τους ήταν πάντα χαρούμενα και ειρηνικά. Η θεία Χάρι τους φύλαγε και δεν αρρώσταιναν.
Είχαν στο σπίτι τους μία εικόνα της Παναγίας θαυματουργή, μπρος στην οποία άναβαν ακοίμητο καντήλι και εκεί έκαναν τις προσευχές και τις μετάνοιές τους. Στην Εκκλησία πήγαιναν πάντα Κυριακές και εορτές.
Η Βασιλική είχε μία αδελφή, την Γεωργία, η οποία χήρεψε από τα 37 της χρόνια με έξι παιδιά. Οι ανάγκες τους ήταν πολλές και αυτή ήταν πολύ φτωχή. Πήγαινε τότε στον γαμπρό της Δημήτρη, τον ψαρά που ήταν πολύ ελεήμων. Τον ρωτούσε αν έπιασε ψάρια. Όταν απαντούσε ότι έπιασε, η Γεωργία έβαζε το χέρι της στην τσέπη του και έπαιρνε όσα χρήματα είχε ανάγκη. Αυτός χαμογελούσε και της έλεγε: «Ήσυχα-ήσυχα, Γεωργία», τίποτε άλλο και την άφηνε να παίρνη όσα χρήματα ήθελε.
Όταν εκοιμήθη ο Δημήτριος, η σύζυγος του Βασιλική άρχιζε να μοιράζη τα υπάρχοντά της. Κράτησε μόνο τα απολύτως απαραίτητα και τα υπόλοιπα τα έδωσε ελεημοσύνη. Άδειασε το σπίτι της. Γύριζε με το Ευαγγέλιο στην μασχάλη και το διάβαζε ευκαίρως-ακαίρως με πολλή ευλάβεια. Από την σύνταξη της κρατούσε ένα μικρό μέρος για τις ανάγκες της και τα υπόλοιπα τα μοίραζε στους φτωχούς. Την ρωτούσε ο γυιός της τι τα κάνει τα χρήματα, και αυτή απαντούσε: «Τα ξόδεψα, παιδί μου». Μία Κυριακή πήγε κατά την συνήθεια της στην Εκκλησία και κοινώνησε. Όταν επέστρεψε και έφθασε έξω από το σπίτι της κατάλαβε ότι έφθασε το τέλος της. Εκεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού γονάτισε, έκανε τον σταυρό της και φώναξε τη νύφη της που έμενε δίπλα, λέγοντάς της ότι πεθαίνει. Και έτσι γονατιστή και σταυροκοπημένη παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο τον Οποίον τόσο αγάπησε εκ νεότητάς της και ετήρησε πιστά τις εντολές Του. Εκοιμήθη περίπου το έτος 1970.
Όταν έγινε γνωστή η κοίμησή της γέμισε το σπίτι της φτωχούς ανθρώπους. Ο ένας έλεγε «έμενα μου έδωσε κουβέρτα, Θεός σχωρέσ’ την», ο άλλος έλεγε «μου έδωσε πιάτα», ο άλλος «ποτήρια», ο άλλος «χρήματα». Έτσι αποκαλύφθηκε μετά την κοίμησή της που πήγαιναν τα πράγματα και τα χρήματά της.
Όσο ζούσε την επισκεπτόταν η αδελφή της Γεωργία με τον εγγονό της. Η συμβουλή της ήταν: «Να διαβάζης, παιδί μου, Ευαγγέλιο. Αυτό είναι το καλό το βιβλίο».
Αιωνία η μνήμη του Δημητρίου και της Βασιλικής Καλαντζή. Αμήν.

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», τόμος Α’, και την ενότητα: «Θαυμαστά και διδακτικά περιστατικά». Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής, 2008)

(Πηγή ψηφ. κειμένου: orp.gr)

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

"Ἀσκητές μέσα στον κόσμο"... - Κέτη Πατέρα



site analysis

Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη συ­νερ­γά­τις τοῦ π. Πα­ϊ­σί­ου στίς ὁμά­δες ἀ­γά­πης και εκείνη επίσης που επαινούσε ο γνήσιος εργάτης του Χριστού, π. Ιωάννης Ρωμανίδης...
Διαβάζοντας αυτά τα λίγα που ακολουθούν, καταλαβαίνει κανείς πως αυτό το "πλουσιοκόριτσο" έφτασε σε τέτοια "μέτρα", που δεν είναι απίθανο σε λίγα χρόνια να μη διαβάζουμε την βιογραφία της, αλλά το συναξάρι της... 
Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, χαμογελάει, στέκεται και υπαίθριες δραστηριότητες

Ὁ Μι­χα­ήλ Πα­τέ­ρας καί ἡ σύ­ζυ­γός του Ἑ­λέ­νη, κά­τοι­κοι Κο­νί­τσης, τό ἔ­τος 1921 ἀ­πέ­κτη­σαν τό τε­λευ­ταῖ­ο τους παι­δί πού στήν βά­πτι­ση ὠ­νο­μά­σθη­κε Μα­ρί­να–Ἐρ­ρι­κέ­τη. Οἱ γο­νεῖς της ἦ­ταν πι­στοί, θε­ο­φο­βού­με­νοι καί ἀρ­κε­τά εὐ­κα­τά­στα­τοι, μέ σπί­τια, κτή­μα­τα πολ­λά καί χρή­μα­τα ἀ­πό τό ἐμ­πό­ριο πού ἔ­κα­νε ὁ πα­τέ­ρας της.
Ἡ μι­κρή Μα­ρί­να–Ἐρ­ρι­κέ­τη, πού ὅ­λοι τήν φώ­να­ζαν Κέ­τη, με­γά­λω­σε μέ ἄ­νε­ση καί τε­λεί­ω­σε τό Γυ­μνά­σιο. 
Δι­δά­χθη­κε ἀ­πό μι­κρή τήν πα­τρο­πα­ρά­δο­τη εὐ­λά­βεια, ἀλ­λά καί ἡ ἴ­δια εἶ­χε ἔμ­φυ­τη ἀ­γά­πη πρός τήν Ἐκ­κλη­σί­α. 
«Ἀ­πό μι­κρή πού ἔ­νι­ω­σα τόν κό­σμο», ἀ­νέ­φε­ρε ἡ ἴ­δια, «ἀ­γά­πη­σα πο­λύ τήν θεί­α Λει­τουρ­γία καί τίς ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». 
Ὅ­ταν ἦταν στό Δη­μο­τι­κό, μιά μέ­ρα ἀ­πό μό­νη της ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό σχο­λεῖ­ο, πῆ­γε στήν Ἐκ­κλη­σί­α στήν ἑ­ορ­τή τοῦ ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου καί κοι­νώ­νη­σε. Ὅταν ἐ­πέ­στρε­ψε ὁ δά­σκα­λος τήν ρώ­τη­σε ποῦ ἦ­ταν καί τήν ἔ­δει­ρε.
Ὅ­ταν με­τά τήν κα­τάρ­ρευ­ση τοῦ ἀλ­βα­νι­κοῦ Με­τώ­που ἦρ­θαν οἱ Ἰ­τα­λοί στήν Κό­νι­τσα, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι Κο­νι­τσι­ῶ­τες κρύ­φτη­καν στά βου­νά. 

Ἡ Κέ­τη πα­ρέ­μει­νε κον­τά στούς φι­λά­σθε­νους γο­νεῖς της καί στήν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη για­γιά της. 
Αἰχ­μα­λω­τί­σθη­καν ἀπό τούς Ἰτα­λούς καί με­τα­φέρ­θη­καν στό Μπά­ρι τῆς Ἰτα­λί­ας. 
Ἡ Κέ­τη πῆ­ρε μα­ζί της σ᾿ ἕ­να κα­λα­θά­κι Με­γά­λο Ἁ­για­σμό, τήν Σύ­νο­ψη καί εἰ­κό­νες. 
Μέ­σα στό πλοῖ­ο τους πού ἔ­φθα­σε ἀ­σφα­λές στήν Ἰ­τα­λί­α, ἐ­νῶ πολ­λά εἶ­χαν τορ­πι­λιθῆ, ἡ Κέ­τη πα­ρα­κι­νοῦ­σε τούς συ­ναιχ­μα­λώ­τους νά προ­σεύ­χων­ται. Οἱ ἄλ­λοι τήν κο­ρό­ϊ­δευ­αν καί τήν εἰ­ρω­νεύ­ον­ταν ἀλ­λά με­τά ζη­τοῦ­σαν νά προ­σεύ­χε­ται γι᾿ αὐ­τούς. Μαζί τους ἦ­ταν μιά ἑ­τοι­μό­γεν­νη, ἀ­νή­συ­χη γιά τόν ἐ­πι­κεί­με­νο το­κε­τό της. 
Ἡ Κέ­τη τήν συμ­πό­νε­σε καί γιά νά τήν βο­η­θή­ση, ἔ­βα­λε μιά...
εἰ­κό­να σ᾿ ἕ­να τρα­πε­ζά­κι, πῆ­ρε ἕ­να κύ­πελ­λο, μιά φουρ­κέ­τα ἀ­πό τά μαλ­λιά της τήν ἔ­κα­νε κα­ντη­λή­θρα, ἔ­στρι­ψε λί­γο βαμ­βά­κι, τό ἔ­κα­νε φυ­τί­λι, ἄ­να­ψε κα­ντή­λι κά­νο­ντας με­τά­νοι­ες καί προ­σευ­χή­θη­κε. 

Ἡ γυ­ναῖ­κα γέν­νη­σε ἀλ­λά δέν εἶ­χε γά­λα. Ἡ Κέ­τη ἔ­δω­σε στό βρέ­φος ἁ­για­σμό, μέ τήν με­σο­λά­βη­σή της δέ τούς ἔ­δω­σαν τρο­φή καί τό παι­δί ἔ­ζη­σε. Ἕ­νας Ἰ­τα­λός Ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός βλέ­πον­τας τό κα­ντή­λι ρώ­τη­σε: 
«Ποι­ός τό ἔ­κα­νε αὐ­τό;». «Ἐ­γώ», ἀ­πάν­τη­σε μέ θάρ­ρος ἡ Κέ­τη. Τῆς εἶ­πε νά τόν ἀ­κο­λου­θή­ση καί τήν ὡ­δή­γη­σε σέ μιά ἀ­πο­θή­κη. Εἶχε δο­χεῖ­α μέ λά­δι. «Ὅ­ταν χρει­ά­ζε­σαι λά­δι νἄρ­χε­σαι νά παίρ­νης ἀ­πό δῶ», τῆς εἶ­πε. 
Ἡ Κέ­τη ἦ­ταν νέ­α 22 ἐ­τῶν καί φο­βό­ταν γιά τήν ἠ­θι­κή της ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα. 

Ἔ­λε­γε: «Ἄν ὑ­πο­ψι­α­ζό­μουν κά­τι θά ἔ­πε­φτα νά πνι­γῶ στήν θά­λασ­σα».

Ἦ­ταν Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή καί τούς ἔ­δι­ναν ἀρ­τύ­σι­μα φα­γη­τά, ἀλ­λά ἡ Κέ­τη δέν ἔ­τρω­γε τί­πο­τε πα­ρά μό­νο ψω­μί. 

Νή­στευ­ε γιά νά κοι­νω­νή­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ. 
Οἱ ἄλ­λοι τήν εἰ­ρω­νεύ­ον­ταν. 
«Πῶς θά κοι­νω­νή­σεις τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ;» 
καί αὐ­τή μέ βε­βαι­ό­τη­τα τούς ἔ­λε­γε ὅ­τι μέ­χρι τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ θά γυ­ρί­σου­με στήν Ἑλ­λά­δα. 

Καί ὄν­τως ἔ­γι­νε ἀνταλ­λα­γή αἰχ­μα­λώ­των πρίν ἀπό τόν Εὐ­αγ­γε­λι­σμό καί ἡ Κέ­τη κοι­νώ­νη­σε τῶν Ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων.

Ἐπι­στρέ­φο­ντας ἀ­πό τήν ὁ­μη­ρί­α της ἡ Κέ­τη ἐρ­γα­ζό­ταν στό Πρε­βαν­τό­ριο Κο­νί­τσης ἐ­θε­λον­τι­κά. Φι­λο­ξε­νοῦ­σαν τό­τε 200–250 παι­διά κα­το­χι­κά. 

Ἡ ἐν­τε­ταλ­μέ­νη τῆς βα­σί­λισ­σας Φρει­δε­ρί­κης, Ἀ­μα­λί­α Λυ­κου­ρέ­ζου, ζή­τη­σε ἀ­πό τόν Δή­μαρ­χο Κο­νί­τσης κο­ρί­τσια ἀ­πό κα­λές οἰ­κο­γέ­νει­ες γιά νά βο­η­θή­σουν. 
Ἀ­πό τίς πρῶ­τες ἦταν καί ἡ Κέ­τη. 
Ζή­τη­σε ἀ­πό τήν ὑ­πεύ­θυ­νη ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἐρ­γα­σί­α ἀρ­κεῖ τήν Κυ­ρια­κή νά εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρη νά πά­η στήν Ἐκ­κλη­σί­α. 

Τῆς ἔ­φε­ραν ἀντίρ­ρη­ση ἀλ­λά δέν ὑ­πά­κου­σε.

Ξη­με­ρώ­νον­τας Χρι­στού­γεν­να τοῦ 1947 οἱ συμ­μο­ρί­τες χτύ­πη­σαν τήν κά­τω Κό­νι­τσα καί τήν κα­τέ­λα­βαν. 

Ὅ­λη τή νύ­χτα γί­νον­ταν ὁ­δο­μα­χί­ες φο­βε­ρές. Στό Πρε­βα­ντό­ριο κα­τέ­βα­σαν τά παι­διά στό ἰ­σό­γειο.  
Ἡ Κέ­τη τούς εἶ­πε νά γο­να­τί­σουν καί νά ψάλ­λουν συ­νέ­χεια τήν Πα­ρά­κλη­ση. 
Μέσα στόν κίν­δυ­νο προ­σεύ­χον­ταν καί ὅ­σοι πρίν δέν πί­στευ­αν. 
Κά­ποια στιγ­μή ἡ Κέ­τη ἄ­κου­σε δύ­ο ἀν­τάρ­τες ἔ­ξω ἀ­πό τήν πόρ­τα νά συ­νο­μι­λοῦν. Ὁ ἕ­νας ἤ­θε­λε νά ἀ­νοί­ξουν νά πά­ρουν τά παι­διά, ὁ ἄλ­λος εἶ­πε: 

«Τί νά τά κά­νου­με μέ­σα στή νύ­χτα μέ τέ­τοι­ο κρύ­ο; Τήν Κό­νι­τσα τήν πή­ρα­με, ἄ­φη­σε νά ξη­με­ρώ­ση».

Τό πρωΐ τῆς Πρω­το­χρο­νιᾶς τοῦ 1948 πού ἡ Κό­νι­τσα κα­τα­λή­φθη­κε ἀ­πό τόν Ἐ­θνι­κό Στρα­τό, ἡ Κέ­τη ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα καί βρῆ­κε τούς δύ­ο ἀν­τάρ­τες σκο­τω­μέ­νους. Ὅ­ταν ἡ βα­σί­λισ­σα πα­ρα­ση­μο­φό­ρη­σε τό προ­σω­πι­κό τοῦ Πρε­βαν­το­ρί­ου, ἡ μό­νη πού ἀπέ­φυ­γε καί δέν πῆ­ρε πα­ρά­ση­μο ἦ­ταν ἐ­κεί­νη.

Ἀ­κό­ρε­στη λά­τρις τοῦ Κυ­ρί­ου

Ἡ φι­λό­θε­η Κέ­τη δέν ἤ­θε­λε καμ­μιά μέ­ρα τοῦ χρό­νου νά χά­ση Ἑ­σπε­ρι­νό καί θεί­α Λει­τουρ­γί­α. 


Ἡ μό­νι­μη προ­σπά­θειά της ἦ­ταν νά βρῆ σέ ποι­ά Ἐκ­κλη­σί­α γί­νε­ται θεί­α Λει­τουρ­γί­α γιά νά τρέ­ξη νά τήν ἀ­πο­λαύ­ση. Δέν ἐ­φεί­δε­το κό­που καί χρό­νου, θυ­σί­α­ζε τόν ὕ­πνο της, δι­ή­νυ­ε με­γά­λες ἀπο­στά­σεις, ἀρ­κεῖ νά μή χά­ση τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α.

Στήν Κό­νι­τσα ἔ­φευ­γε νύ­χτα ἀ­πό τήν ἐρ­γα­σί­α της, πή­γαι­νε νά λει­τουρ­γη­θῆ καί τό πρωΐ ἐ­πέ­στρε­φε. Οἱ πα­ρα­τη­ρή­σεις τῶν ὑ­πευ­θύ­νων δέν τήν ἀ­νέ­κο­ψαν. 

Ἦ­ταν κα­λή στήν δου­λειά της καί ἀ­γα­ποῦ­σε τά παι­διά. Γι᾿ αὐ­τό καί ἀ­νέ­χθη­καν αὐ­τήν τήν θε­ο­φι­λῆ “­ἰ­δι­ο­τρο­πί­α­” της. 
Μιά νύ­χτα πη­γαί­νον­τας ὡς συ­νή­θως γιά νά βρῆ Λει­τουρ­γί­α, πέ­ρα­σε μέ­σα ἀ­πό ναρ­κο­πέ­διο, ἀλ­λά τήν φύ­λα­ξε ὁ Θε­ός. 

Πέ­ρα­σε πά­νω ἀ­πό τίς νάρ­κες καί δέν ἔ­σκα­σε καμ­μιά.

Τό 1950 πού λει­τούρ­γη­σε ἡ παι­δό­πο­λη στόν Ζη­ρό, προσ­λή­φθη­κε καί ἡ Κέ­τη ὡς νο­σο­κό­μα. 


Συ­νά­δελ­φός της στήν παι­δό­πο­λη θυ­μᾶ­ται: «Ὅταν τήν πρω­το­εῖ­δα, μέ ἐν­τυ­πω­σί­α­σε ἡ φαι­δρό­τη­τα τοῦ προ­σώ­που της, τό χιοῦ­μορ καί τό γλυ­κό–ἀ­θῶ­ο της χα­μό­γε­λο. Στό πρό­γραμ­μα, κα­τά τήν δι­κή μας κο­σμι­κή ἀν­τί­λη­ψη, δέν ἦ­ταν συ­νε­πής. Ἀ­πό τό ἀ­ναρ­ρω­τή­ριο τήν με­τέ­θε­σαν στήν ἱ­μα­τι­ο­θή­κη ὡς γα­ζώ­τρια, ἐπει­δή ἀ­που­σί­α­ζε ἀρ­κε­τό χρό­νο τίς νύ­χτες.

»Στήν παι­δό­πο­λη ἔ­παιρ­νε τά παι­διά στό ἀ­να­λό­γιο καί τά μά­θαι­νε νά ψέλ­νουν. Πε­ρι­ποι­ό­ταν τήν Ἐκ­κλη­σί­α, φρόν­τι­ζε γιά ἱ­ε­ρέ­α καί ἡ μό­νη ἄ­νε­ση πού ἔ­δι­νε στόν ἑ­αυ­τό της ἦ­ταν πού πή­γαι­νε μέ τό τζίπ νά φέ­ρουν τόν ἱ­ε­ρέ­α τήν Κυ­ρια­κή γιά νά λει­τουρ­γή­ση».

Πρῶ­το μέ­λη­μά της ἦ­ταν νά γνω­ρί­ση τούς ἱε­ρεῖς τῶν γει­το­νι­κῶν χω­ρι­ῶν γιά νά ἐ­ξα­σφα­λί­ση τήν κα­θη­με­ρι­νή της Λει­τουρ­γί­α. 

Πή­γαι­νε στήν Πα­ντά­νασ­σα. Περ­νοῦ­σε τόν πο­τα­μό Λοῦ­ρο πά­νω σ᾿ ἕ­να μο­νό­ξυ­λο μέ δύ­ο τεν­τω­μέ­να συρ­μα­τό­σχοι­να κά­θε νύ­χτα ὅ­λο τόν χει­μῶ­να καί ἦ­ταν φορ­τω­μέ­νη μέ τσάν­τες τρό­φι­μα γιά τούς φτω­χούς. 

Πάν­τα εἶ­χε μα­ζί της πρό­σφο­ρο μή­πως δέν ἔ­χει ὁ πα­πᾶς.

Ἄλ­λο­τε εἶ­χε κα­τε­βά­σει ἕ­να πο­τά­μι, δέν ὑ­πῆρ­χε γέ­φυ­ρα καί γιά νά μή χά­ση τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α τήν πέ­ρα­σε στήν πλά­τη του κά­ποιος γέ­ρος βο­σκός. 

Περ­πα­τοῦ­σε πο­λύ, μᾶλ­λον πε­τοῦ­σε, καί πή­γαι­νε μέ­σα ἀ­πό δύ­σβα­τους τό­πους. Κά­πο­τε περ­νώ­ντας κο­ντά ἀ­πό ἕνα μαντρί, τήν ἀν­τι­λή­φθη­καν τά σκυ­λιά καί ὥρ­μη­σαν νά τήν φᾶ­νε. «Πρό­λα­βα», εἶ­πε, «καί κά­θη­σα κά­τω καί τά σκυ­λιά ἀ­μέ­σως γύ­ρι­σαν πί­σω». 

Ἄλ­λη φο­ρά συ­νάν­τη­σε νύ­χτα μιά ἀρ­κού­δα, τήν ἔφε­ξε στά μά­τια μέ τό φα­κό πού εἶ­χε μα­ζί της καί τό ζῶ­ο ἄλ­λα­ξε δρό­μο καί ἔ­φυ­γε.

Οἱ πε­ρι­πέ­τει­ες τῆς Κέ­της γιά τήν κα­θη­με­ρι­νή της Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι πολ­λές. 

Τό­τε δέν εἶχαν τη­λέ­φω­να. Κά­ποι­α μέ­ρα δέν εἰ­δο­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό κα­νέ­να γνω­στό της ἱ­ε­ρέ­α γιά Λει­τουρ­γί­α τήν ἑ­πο­μέ­νη. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε ἀ­πό τήν δου­λειά της ξε­κί­νη­σε ἀ­πό τήν Φι­λιπ­πιά­δα τό ἀ­πό­γευ­μα μέ τά πό­δια, ἀφοῦ πρῶ­τα ρώ­τη­σε ἐ­κεῖ τούς πα­πά­δες, με­τά πῆ­γε στό χω­ριό Καμ­πή, ὕ­στε­ρα στήν Παν­τά­νασ­σα, ἐν συ­νε­χεί­ᾳ στόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο, ἀλλά δέν εἶ­χαν Λει­τουρ­γί­α, συ­νά­μα καί νύ­χτω­σε. 
Φεύ­γει γιά τό Κε­ρά­σο­βο, πάν­τα μέ τά πό­δια. Ἐ­κεῖ βρῆ­κε τόν πα­πᾶ πού θά λει­τουρ­γοῦ­σε τήν ἄλ­λη μέ­ρα, ἀλ­λά δέν ἔ­μει­νε γιατί τοῦ πα­πᾶ τοῦ πο­νοῦ­σε τό δόν­τι˙ ἡ Κέ­τη φο­βή­θη­κε μή­πως δέν μπο­ρέ­ση ἀ­πό τόν πο­νό­δον­το νά λει­τουρ­γή­ση καί ἔ­φυ­γε γιά τήν Βού­λι­στα Πα­να­γί­α. Πη­γαί­νον­τας γιά τήν πά­νω Βού­λι­στα μέ τήν ἀ­δελ­φή τοῦ πα­πᾶ, ἔ­πε­σε σέ ἕ­να λάκ­κο μέ ἀ­σβέ­στη μέ­χρι τά γό­να­τα. Πλύ­θη­κε καί πῆ­γε στήν Λει­τουρ­γί­α. Ἀπό τό ἀ­πό­γευ­μα πού ξε­κί­νη­σε μέ­χρι τό να­ό πού λει­τουρ­γή­θη­κε δι­ή­νυ­σε ἀ­πό­στα­ση τριά­ντα χι­λι­ο­μέ­τρων.


Στήν Κό­νι­τσα πή­γαι­νε τα­κτι­κά γιά νά βλέ­πη τήν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη μη­τέ­ρα της πού ἔμε­νε μό­νη. Μιά ἡ­μέ­ρα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­νε­βαί­νο­ντας στήν κα­ρέ­κλα νά ἀ­νά­ψη τά καν­τή­λια, ἔ­πε­σε καί ἔ­σπα­σε τό πό­δι της πά­νω ἀ­πό τό γό­να­το. Πῆ­γε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο καί τό τα­κτο­ποί­η­σαν. 

Τῆς εἶ­παν νά μεί­νη ξα­πλω­μέ­νη μέ­χρις ὅ­του γι­α­τρευ­θῆ. Ἀλ­λά ἄν ἔ­με­νε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο ποῦ θά εὕ­ρι­σκε θεί­α Λει­τουρ­γί­α; 

Γι᾿ αὐ­τό ἔ­φυ­γε κου­τσαί­νον­τας, βρῆ­κε αὐ­το­κί­νη­το καί πῆ­γε στόν ἅγιο Γε­ώρ­γιο Φι­λιπ­πιά­δος στόν γνω­στό της πα­πα–Βα­σί­λη Ζα­λα­κώ­στα, ὅπου ζή­τη­σε νά τήν στρώ­σουν στόν γυ­ναι­κω­νί­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐ­κεῖ κοι­μή­θη­κε εἴ­κο­σι με­ρό­νυ­χτα καί κά­θε μέ­ρα πή­γαι­ναν οἱ ἱ­ε­ρεῖς καί λει­τουρ­γοῦ­σαν.

Κά­ποι­α φο­ρά τό τζίπ τῆς παι­δο­πό­λε­ως θά πή­γαι­νε στήν Κό­νι­τσα καί θά ἔ­φευ­γε πο­λύ πρωΐ. Θέ­λη­σε νά πά­η καί ἡ Κέ­τη νά δῆ τήν μη­τέ­ρα της. Πῶς ὅ­μως νά φύ­γη χω­ρίς νά λει­τουρ­γη­θῆ; Ξε­κί­νη­σε τά με­σά­νυ­χτα μέ τά πό­δια˙ πῆ­γε καί ξύ­πνη­σε τόν ἱε­ρέ­α. Ἐ­κεῖ­νος δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε για­τί τό ρο­λό­ϊ του ἔ­δει­χνε λί­γες ὧ­ρες με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Ἔ­γι­νε ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί ἀ­κό­μη ἦ­ταν νύ­χτα βα­θειά. Στόν ἱ­ε­ρέ­α πού δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε ἡ Κέ­τη ἀ­πάν­τη­σε: «Τί πεί­ρα­ξε; Θέ­λω πρωΐ–πρωΐ νά φύ­γω γιά τήν Κό­νι­τσα».

Μιά χει­μω­νι­ά­τι­κη νύ­χτα ἔ­κα­νε τέ­τοι­α κα­ται­γί­δα πού ξερ­ρί­ζω­νε δέν­τρα. Οὔ­τε καί αὐ­τό στά­θη­κε ἐμ­πό­διο. Πῆ­γε χω­ρίς δι­σταγ­μό νά λει­τουρ­γη­θῆ, ἀλ­λά ἄρ­γη­σε πο­λύ νά ἐ­πι­στρέ­ψη. Ὅ­λο τό προ­σω­πι­κό πε­ρί­με­ναν ἀ­νή­συ­χοι, φο­βό­ταν μή­πως κά­ποι­ο δέν­δρο ἔ­πε­σε πά­νω της. Ἐμ­φα­νί­σθη­κε χα­ρού­με­νη μέ μα­τω­μέ­να πό­δια, ὅ­σο μπο­ροῦ­σαν νά φα­νοῦν κά­τω ἀ­πό τά μα­κρυ­ά της φο­ρέ­μα­τα. Ἐ­ξή­γη­σε ὅ­τι ἡ κα­θυ­στέ­ρη­σή της ὀ­φει­λό­ταν στό ὅ­τι περ­νοῦ­σε πά­νω ἀ­πό τά πε­σμέ­να δέν­δρα πού συ­ναν­τοῦ­σε.

Ἄ­ρα­γε τί νά αἰ­σθα­νό­ταν ἡ Κέ­τη κα­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α; Θά ἦ­ταν κά­τι πο­λύ δυ­να­τό, ὥ­στε νά ξε­περ­νᾶ ὅ­λους τούς κό­πους καί τίς θυ­σί­ες πού ἔ­κα­νε γιά νά λει­τουρ­γη­θῆ. Ἡ ἴ­δια ἔ­κα­νε καί τόν ψάλ­τη, πλή­ρω­νε τούς ἱ­ε­ρεῖς, κου­βα­λοῦ­σε ὅ­ταν χρει­α­ζό­ταν καί τά βι­βλί­α μα­ζί της.

Ἡ Κέ­τη με­ρι­κές φο­ρές πή­γαι­νε σέ μιά ἀ­γρυ­πνί­α καί τό πρω­ΐ πή­γαι­νε πά­λι νά λει­τουρ­γη­θῆ. Ὅ­ταν ὕ­στε­ρα ἐπι­σκε­πτό­ταν γνω­στό της σπί­τι ἤ­θε­λε νά ἀ­κού­ση καί τρί­τη θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Γο­νά­τι­ζε δί­πλα στό ρα­δι­ό­φω­νο καί ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες ὅ­ταν ἦ­ταν ἡ μνή­μη κά­ποι­ου με­γά­λου Ἁ­γί­ου. 


Δέν τήν πεί­ρα­ζε τό­τε κα­νέ­νας θό­ρυ­βος, δέν ἄ­κου­γε, δέν ἔ­βλε­πε τί­πο­τε. Τό­σο με­γά­λη ἦ­ταν ἡ ἀ­γά­πη της γιά τήν λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ!

Ἀλ­λά καί στό κελ­λί της ἤ στά σπί­τια πού ἐ­φι­λο­ξε­νεῖ­το, ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί με­λε­τοῦ­σε. «Πολ­λά βρά­δια πού ἔ­με­νε στό σπί­τι μας», δι­η­γεῖ­ται γνω­στή της, «ἐ­πέ­με­νε νά μέ­νη στήν κου­ζί­να καί νά κοι­μᾶ­ται σ᾿ ἕ­να στε­νό ντι­βά­νι 40 ἑ­κα­το­στῶν. Πό­σο ξά­πλω­νε κα­νείς δέν τό ἔ­μα­θε. Τό φῶς ὅ­λη τή νύ­χτα ἦ­ταν ἀ­ναμ­μέ­νο. Δι­ά­βα­ζε τόν κα­νό­να τοῦ Ἁ­γί­ου καί Ψαλ­τή­ρι. Με­τά ἀ­πό κά­θε θεί­α Λει­τουρ­γί­α δι­ά­βα­ζε τό Θε­ο­το­κά­ριο καί μοῦ ἔ­λε­γε: “Δέν δι­α­βά­ζεις Θε­ο­το­κά­ριο; Τό­τε τί κά­νεις;”.

Ἦ­ταν τό­σο με­γά­λη ἡ ἀ­γά­πη της στή λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ πού λί­γες μέ­ρες πρίν κοι­μη­θῆ, ἐ­νῶ δέν μπο­ροῦ­σε νά μι­λή­ση, ψι­θύ­ρι­σε: 

“Ἐκ­κλη­σί­α, Ἐκ­κλη­σί­α”.


Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, χαμογελάει, στέκεται, παιδί, κείμενο, υπαίθριες δραστηριότητες και κοντινό πλάνο
Κρυφή ἀσκήτρια

Ἡ Κέτη ἦ­ταν μιά λα­ϊ­κή ἀ­σκή­τρια σέ με­γά­λα μέ­τρα. Τόν ἑ­αυ­τό της τόν εἶ­χε πα­ρα­με­λη­μέ­νο καί πα­ρα­πε­τα­μέ­νο. Ἀ­πό τόν μι­σθό της πο­τέ δέν δι­έ­θε­σε οὔ­τε δραχ­μή γιά τόν ἑ­αυ­τό της, γιά ροῦ­χα ἤ γιά φα­γη­τό.Φο­ροῦ­σε, αὐ­τή ἡ πλου­σι­ο­κό­ρη, φτω­χι­κά ροῦ­χα καί πα­πού­τσια πού τῆς ἔ­δι­ναν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη.

Σ᾿ ὅ­λη τήν ζω­ή της δέν χόρ­τα­σε. Ἔτρω­γε λί­γο καί ὄ­χι χορ­τα­στι­κά καί μέ πλη­σμο­νή, για­τί ἤ­θε­λε νά προ­σεύ­χε­ται νη­στι­κή. Πο­τέ δέν μα­γεί­ρευ­ε γιά τόν ἑαυ­τό της, ἀλ­λά καί πο­τέ δέν ἔ­με­νε χω­ρίς φα­γη­τό.

Πή­γαι­νε στήν Χρι­στί­να Ἐζ­νε­πί­δου, ἀ­δελ­φή τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου καί ἐ­πει­δή τῆς εἶ­χε θάρ­ρος τῆς ἔ­λε­γε νά κά­νη λί­γο ζυ­μα­ρι­κό. Ἔ­λε­γε: «Αὐ­τό ε­ἶ­ναι βα­σι­λι­κό φα­γη­τό». Ὅ­σο και­ρό ἦ­ταν στήν παι­δό­πο­λη κα­νείς δέν τήν εἶ­δε στήν τρα­πε­ζα­ρί­α νά τρώ­η μέ τό προ­σω­πι­κό. Μιά γνω­στή της φρόν­τι­ζε τό βρά­δυ πού γύ­ρι­ζε ἡ Κέ­τη νά τῆς ἔ­χη λί­γα χόρ­τα φυ­λαγ­μέ­να ἤ κα­νέ­να νη­στή­σι­μο. Κρέ­ας δέν ἔ­τρω­γε καί με­τά τήν κοί­μη­ση τῆς μη­τέ­ρας της ἀ­πεῖ­χε καί ἀ­πό τά γα­λα­κτε­ρά καί τά αὐ­γά.  

Στή νη­στεία ἦ­ταν ἄφτα­στη, εἶ­χε με­γά­λη ἀν­το­χή. Πολ­λές ἡ­μέ­ρες περ­νοῦ­σε μό­νο μέ τό ἀν­τί­δω­ρο πού εἶ­χε μέ­σα στήν τσάν­τα της. 

Συ­νή­θως ἔ­τρω­γε λα­χα­νι­κά, ἐ­λιές, ζυ­μα­ρι­κά, ρυ­ζά­κι καί σέ γι­ορ­τές κα­νέ­να ψα­ρά­κι. Ἔ­πι­νε πι­κρό τόν κα­φέ της γιά ἄσκη­ση.

Ὅταν κοι­μό­ταν λί­γο γιά νά ξε­κου­ρα­στῆ, δέν σκέ­πα­ζε τά πό­δια της γιά νά μήν κοι­μη­θῆ βα­ρειά καί δέν ξυ­πνή­σει γιά τήν θεία Λει­τουρ­γί­α. Ἀρ­γό­τε­ρα δέν ξά­πλω­νε σέ κρεβ­βά­τι ἀλ­λά πάν­το­τε μα­ζε­μέ­νη σ᾿ ἕ­να κα­να­πέ ἤ σέ μιά κα­ρέ­κλα λα­γο­κοι­μό­ταν. Τα­λαι­πω­ροῦ­σε τό σῶ­μα της καί στόν ὕ­πνο καί στή νη­στεί­α.

Στά γό­να­τά της εἶ­χαν σχη­μα­τι­σθῆ δύ­ο εὐ­με­γέ­θεις μαῦ­ροι κύ­κλοι ἀ­πό τίς ἐ­δα­φια­ῖες με­τά­νοι­ες, τήν πο­λύ­ω­ρη γο­νυ­κλι­τῆ στά­ση της κα­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί τίς ἀ­το­μι­κές προ­σευ­χές της.

Βρύση ἐλεημοσύνης

Ἡ ζω­ή τῆς Κέ­της ἀ­πό τήν μι­κρή της ἡ­λι­κί­α μέ­χρι τήν κοί­μη­σή της ἦταν θεία λα­τρεία, ἄ­σκη­ση, ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἦ­ταν τό­σο ἐ­λε­ή­μων, πού τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά τά ὁποῖα ἄ­φθο­να τῆς πα­ρεῖ­χαν οἱ γο­νεῖς της, τά μοί­ρα­ζε σέ φτω­χούς. 

Καί ὅ­ταν τῆς ἔ­βα­ζαν πε­ρι­ο­ρι­σμούς, τύ­λι­γε σ᾿ ἕνα σεν­δό­νι τά τρό­φι­μα καί μέ ἕ­να σχοι­νί τά κα­τέ­βα­ζε ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο γιά νά μήν τά βλέ­πουν οἱ γο­νεῖς της. 

Τό­τε ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοί φτω­χοί, χῆ­ρες, ὀρ­φα­νά, πρό­σφυ­γες. Τά ἐ­νοί­κια τῶν χω­ρα­φι­ῶν πού ἔπαιρ­ναν σέ εἶ­δος (σι­τά­ρι, κα­λαμ­πό­κι κ.λ.π.), τά κου­βα­λοῦ­σε κρυφά σέ μιά γει­τό­νισ­σα ἔμ­πι­στή της καί ἀπό κεῖ μέ ἄ­νε­ση ἔ­κα­νε τήν δι­α­νο­μή στούς φτω­χούς, γιά νά μήν τήν βλέπη καί στε­νο­χω­ρῆ­ται ἡ μη­τέ­ρα της.

Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη συ­νερ­γά­τις τοῦ π. Πα­ϊ­σί­ου στίς ὁμά­δες ἀ­γά­πης καί συ­νέ­χι­σε αὐτό τό ἔργο με­τά τήν ἀναχώρηση τοῦ Γέ­ρο­ντα ἀπό τό Στό­μιο. 

Οἱ κα­λω­σύ­νες πού ἔ­κα­νε εἶ­ναι πολ­λές καί ἀ­θό­ρυ­βες. Ὄ­χι μό­νο δι­έ­θε­σε τόν μι­σθό της καί ὅ­λη της τήν πε­ρι­ου­σί­α γιά τούς φτω­χούς, ἀλ­λά καί ἡ ἴ­δια ἔ­γι­νε δι­ά­κο­νος τῆς ἀ­γά­πης γιά τούς φτω­χούς καί ἀρ­ρώ­στους. 

«Ἕ­νε­κεν συμ­πα­θεί­ας τῶν πε­νή­των», ἔ­γι­νε καί ζη­τιά­να.

Ὅ­ταν ἦ­ταν στήν παι­δό­πο­λη ἔφευ­γε ἀπό τήν δου­λειά της λί­γο νω­ρί­τε­ρα, ἔπαιρ­νε τό φα­γη­τό της καί ἔτρε­χε νά τό πάη κρυμ­μέ­νο κά­τω ἀ­πό τήν κά­πα της σέ μιά οἰ­κο­γέ­νεια μέ ἐν­νιά παι­διά στό γει­το­νι­κό χω­ριό Παν­τά­νασ­σα. Τά παι­διά πάμ­φτω­χα καί πει­να­σμέ­να, ὁ πα­τέ­ρας πάν­τα με­θυ­σμέ­νος. Ἐ­πει­δή στήν ἔ­ξο­δο τῆς παι­δο­πό­λε­ως γι­νό­ταν ἔ­λεγ­χος, ἔ­βγαι­νε ἀ­πό δύ­σβα­το μο­νο­πά­τι μέ­σα στό δά­σος καί ἔφθα­νε στό χω­ριό. Τά βρά­δια ἔ­παιρ­νε ἀ­πό τήν κου­ζί­να τά πε­ρισ­σεύ­μα­τα, συ­νή­θως μέ καυ­γά­δες για­τί ἀ­πα­γο­ρευ­ό­ταν, καί τά πή­γαι­νε σέ φτω­χούς. 


Πό­σα παι­δά­κια ἔ­θρε­ψε μέ τά πε­ρισ­σεύ­μα­τα καί­ πό­σα ἔν­τυ­σε ἀξιο­ποι­ώ­ντας ἄχρη­στο ἱμα­τι­σμό!

Τίς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες, πού ἦ­ταν τό­σο λί­γες, ἔ­τρε­χε στά χω­ριά, ἔ­κα­νε ἐ­νέ­σεις στούς ἀρ­ρώ­στους καί κου­βα­λοῦ­σε τρό­φι­μα σέ φτω­χούς. 


Φο­ροῦ­σε μιά κά­πα ἐ­πί­τη­δες γιά νά μήν φαί­νω­νται οἱ τσάν­τες μέ τά τρό­φι­μα.

Γιά τόν ἑ­αυ­τό της δέν φρόν­τι­ζε. Σκε­φτό­ταν τούς ἄλ­λους. Δέν μι­λοῦ­σε γιά ἀ­γα­θο­ερ­γί­ες μό­νον ἔ­πρατ­τε, ὅ­σο μπο­ροῦ­σε ἀ­θό­ρυ­βα. Ἔ­δι­νε χρή­μα­τα στόν ἱ­ε­ρέ­α τῆς Με­λισ­σό­πε­τρας γιά νά βο­η­θᾶ φτω­χές οἰ­κο­γέ­νει­ες. 


Βά­πτι­σε ἀρ­κε­τά παι­δά­κια καί εἶ­χε τήν μέ­ρι­μνά τους.

Στό Ρι­ζο­βού­νι πε­ρι­ποι­ό­ταν μιά γριά ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νη μέ­χρι τήν κοί­μη­σή της, σάν νά πε­ρι­ποι­ό­ταν τήν μάν­να της. 


Στόν Ἅγιο Γε­ώρ­γιο εἶ­χε μιά ἄλ­λη γριά πού κά­θε βρά­δυ τῆς πή­γαι­νε φα­γη­τό, τῆς ἔ­κο­βε τά νύ­χια, τήν ἔ­πλε­νε καί τῆς πρό­σφερ­ε ὅ,τι ἄλ­λο χρει­α­ζό­ταν μέ­χρι πού κοι­μή­θη­κε.

Βο­η­θοῦ­σε καί μιά ἄλλη φτω­χή καί πο­λύ­τε­κνη οἰ­κο­γέ­νεια. Ἡ μάν­να πε­ρί­με­νε παι­δά­κι ἀλλά σκε­πτό­με­νη τήν φτώ­χεια τους ἀπο­φά­σι­σε μέ τόν ἄν­δρα της νά πᾶ­νε νά κά­νουν ἔκτρω­ση. Στόν δη­μό­σιο δρό­μο συ­νάν­τη­σαν τήν Κέ­τη ἡ ὁποί­α τούς ρώ­τη­σε ποῦ πη­γαί­νουν, καί αὐ­τοί εἶ­παν τήν ἀ­λή­θεια. Τό­τε ἀ­γα­νά­κτη­σε ἡ Κέ­τη καί ἔ­βα­λε τίς φω­νές. Τούς εἶ­πε νά γυ­ρί­σουν στό σπί­τι τους καί αὐ­τή ὑ­πο­σχέ­θη­κε νά ἀ­να­λά­βη τήν προ­στα­σί­α καί τήν τρο­φο­δο­σί­α τοῦ παι­διοῦ. Ἔ­γι­νε μά­λι­στα καί ἀ­νά­δο­χός του καί τό βο­ή­θη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅσο ὑ­πο­σχέ­θη­κε μέ­χρι πού με­γά­λω­σε καί ἄρ­χι­σε νά ἐρ­γά­ζε­ται.

Σέ ἄλ­λο χω­ριό τῆς πε­ρι­ο­χῆς ὑ­πῆρ­χε κά­ποια φτω­χή οἰ­κο­γέ­νεια μέ δυ­ό ἄρ­ρω­στα παι­διά ἀ­πό με­σο­γεια­κή ἀ­ναι­μί­α. Ἡ Κέ­τη τούς λυ­πή­θη­κε πο­λύ καί θέ­λον­τας νά τούς βο­η­θή­ση, εἶ­πε στόν πα­τέ­ρα νά ψω­νί­ζη ἀπό κά­ποιο μα­γα­ζί ὅ,τι ἔ­χει ἀ­νάγ­κη, καί ὅτι αὐ­τή θά πλη­ρώ­νει τόν λο­γα­ρια­σμό. Αὐ­τό γι­νό­ταν γιά ἕ­να χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα ἀλ­λά κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα ὁ πα­τέ­ρας κά­λε­σε ἕ­ναν ὀρ­γα­νο­παί­χτη στό σπί­τι του καί ἄρ­χι­σε τίς δι­α­σκε­δά­σεις, τούς χο­ρούς καί τό πο­τό. Πά­νω στό ξε­φάν­τω­μα ἦρ­θε καί ἡ Κέ­τη νά δῆ τά παι­διά. Τό­τε τόν μάλ­ω­σε καί ­στα­μά­τη­σε τήν χο­ρη­γί­α της.

Τό 1960 ὁ εὐ­λα­βέ­στα­τος πα­πα–Βα­σί­λης Ζα­λα­κώ­στας ἔ­κτι­σε σπί­τι στόν Ἅγιο Γε­ώρ­γιο, ἀλ­λά τά χρή­μα­τά του δέν ἔ­φθα­ναν νά τό τε­λει­ώ­ση. Τό­τε ἡ Κέ­τη με­σο­λά­βη­σε, πλή­ρω­σε ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το ξυ­λεί­α γιά νά σκε­πα­στῆ τό σπί­τι καί ἔ­γι­ναν τά πα­τώ­μα­τα καί τά κου­φώ­μα­τα. Ὁ πα­πα–Βα­σί­λης εἶ­ναι ἀ­πό τούς λί­γους πού κα­τά­λα­βε τήν ἀ­ξί­α τῆς Κέ­της, τήν γνώ­ρι­σε πο­λύ κα­λά, μάλι­στα τοῦ βά­πτι­σε τήν κό­ρη του Μα­ρί­α˙ στό τέ­λος πῆ­ρε στό σπί­τι του τήν μη­τέ­ρα τῆς Κέ­της. 

Ἔ­λε­γε στήν πρε­σβυ­τέ­ρα του: 
«Δέν ξέ­ρεις τί ἀ­ξί­ζει ἡ Κέ­τη». 

Πί­στευ­ε ὅ­τι ἡ ζω­ή τῆς Κέ­της εἶ­ναι μο­να­δι­κή, ἰ­δι­ό­μορ­φη καί δέν ἔμοια­ζε μέ τήν ζω­ή τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων.

Ἔ­κα­νε τα­κτι­κά τα­ξί­δια στήν Κό­νι­τσα καί στήν Ἀ­θή­να γιά νά βλέ­πη τήν μη­τέ­ρα της καί τ᾿ ἀ­δέλ­φια της. Ἄν καί εἶ­χε χρή­μα­τα, δέν ἤ­θε­λε νά πλη­ρώ­νη εἰ­σι­τή­ριο. 

Πή­γαι­νε μέ ὤτο–στόπ ὄ­χι ἀ­πό τσιγ­γου­νιά ἀλ­λά γιά νά δι­α­θέ­ση τά χρή­μα­τα τοῦ εἰ­σι­τη­ρί­ου γιά ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. 
Κά­πο­τε ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα πε­ρί­με­νε στόν δρό­μο ὄρ­θια, δέν στα­μά­τη­σε νά τήν πά­ρη κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το καί γύ­ρι­σε στό σπί­τι μέ τίς τσάν­τες. Ἄλ­λο­τε μπῆ­κε σέ λε­ω­φο­ρεῖ­ο μέ ἕ­να κα­ρε­κλά­κι. Τήν ρώ­τη­σε ὁ εἰ­σπρά­κτο­ρας ἄν ἔ­χη εἰ­σι­τή­ριο καί ἀ­πάν­τη­σε: «Οὔ­τε εἰ­σι­τή­ριο ἔ­χω οὔ­τε θέ­ση θέ­λω». Καί τήν ἄ­φη­σε μέ τό κα­ρε­κλά­κι νά τα­ξι­δέ­ψη μέ­χρι τήν Ἀ­θή­να. Ἔ­λε­γε με­τά: 
«Αὐ­τοί ὅ­λοι μέ τ᾿ αὐ­το­κί­νη­τα ἔ­χουν χρή­μα­τα˙ για­τί νά τούς δώ­σω; Μέ αὐ­τά τά χρή­μα­τα τοῦ εἰ­σι­τη­ρί­ου μπο­ρῶ νά ἀ­γο­ρά­σω δυό–τρία κι­λά ρύ­ζι καί νά τά δώ­σω σέ μιά φτω­χή οἰ­κο­γέ­νεια πού πει­νά­ει». 

Τήν ἐν­δι­έ­φε­ραν οἱ πτω­χοί ἀ­δελ­φοί καί ὄ­χι τό πῶς θά τα­ξι­δέ­ψει ἀ­να­παυ­τι­κά.

Στό μο­να­στή­ρι τῆς Δου­ρα­χά­νης πού εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θῆ τά τε­λευ­ταῖ­α της χρό­νια, μά­ζευ­ε μπο­μπο­νιέ­ρες ἀ­πό βα­πτί­σεις γιά νά τίς που­λά­η, καί τά χρή­μα­τα τά ἔ­δι­νε σέ φτω­χούς. Με­ρι­κοί τήν ἔ­βλε­παν μέ οἶ­κτο, ὅ­πως ἦ­ταν φτω­χον­τυ­μέ­νη καί σκε­λε­τω­μέ­νη, καί τῆς ἔ­δι­ναν καί κά­ποι­α «ἐ­λε­η­μο­σύ­νη». Τήν ἀ­πο­δε­χό­ταν μέ χα­ρά γιά νά τήν δώ­ση καί αὐ­τή συ­νέ­χεια σέ ἄλ­λους. 

Χαι­ρό­ταν νά τήν θε­ω­ροῦν ζη­τιά­να καί φτω­χή. 

Ἦ­ταν ὅμως πεν­τα­κά­θα­ρη μέ τά ἐλά­χι­στα ροῦ­χα πού εἶ­χε.

Ζη­τοῦ­σε ροῦ­χα καί κυ­ρί­ως πα­πού­τσια, δῆ­θεν γιά τόν ἑαυτό της, καί τά ἔ­δι­νε σέ ἄλ­λους πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη. Κά­ποι­ος για­τρός τῆς ἀ­γό­ρα­σε ἕ­να ζευ­γά­ρι μα­λα­κά πα­πού­τσια, για­τί τά πέλ­μα­τά της ἦ­ταν πα­ρα­μορ­φω­μέ­να, καί ἔ­κα­νε πώς τά χά­ρη­κε. Εἶ­δε κά­ποι­ον ἱ­ε­ρέ­α πού φο­ροῦ­σε πα­λαι­ά πα­πού­τσια. Πῆ­γε στό κα­τά­στη­μα πού εἶ­χε ἀ­γο­ρά­σει τά πα­πού­τσια της ὁ για­τρός, τά ἄλ­λα­ξε καί πῆ­ρε και­νού­ργια πα­πού­τσια γιά τόν ἱ­ε­ρέ­α. 


Δέν μπο­ροῦ­σε νά ἡ­συ­χά­ση ἄν δέν ἐ­λε­οῦ­σε κά­θε μέ­ρα.

Ἀ­πό τό μο­να­στή­ρι τῆς Σου­ρω­τῆς, μέ ὑ­πό­δει­ξη τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου, ἔ­στελ­ναν στήν Κέ­τη κά­θε χρό­νο μιά εὐ­λο­γί­α, κα­θα­ρό κε­ρί, ἐλιές, βι­βλί­α. Πο­λύ τά χαι­ρό­ταν˙ ἀ­μέ­σως πή­γαι­νε τά που­λοῦ­σε καί ἔ­δι­νε τά χρή­μα­τα ὅ­που ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ἔ­χουν με­γά­λη ἀ­νάγ­κη.

Ἡ Κέ­τη φρόν­τι­ζε πο­λύ γιά τήν εὐ­πρέ­πεια τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Μέ ἐ­νέρ­γει­ές της καί τήν χρη­μα­τι­κή της βο­ή­θεια ἀ­να­και­νί­σθη­κε καί καλ­λω­πί­σθη­κε ὁ να­ός τοῦ ἁγί­ου Νι­κο­λά­ου στό χω­ριό Ἅγιος Γε­ώρ­γιος Φι­λιπ­πιά­δος˙ φρόν­τι­ζε ἀκό­μη νά ἔ­χη λά­δι γιά τά κα­ντή­λια.

Ὅ­ταν στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­βλε­πε ἀ­τα­ξί­α καί κα­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά, ἀπό ὅ­που καί ἄν προ­ερ­χό­ταν αὐ­τή θά τόν πα­ρα­τη­ροῦ­σε καί θά τόν δι­ώρ­θω­νε. Ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιά τήν κα­θα­ρι­ό­τη­τα καί τήν τά­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί πα­ρα­κι­νοῦ­σε τίς γυ­ναῖ­κες νά φρον­τί­ζουν γιά τήν Ἐκ­κλη­σία κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τό σπί­τι τους.

Ἡ Κέ­τη ὅ,τι ἀ­κί­νη­τα εἶ­χε κλη­ρο­νο­μή­σει τά ἀ­φι­έ­ρω­σε στήν ἱ­ε­ρά Μο­νή Στο­μί­ου καί ἕ­να οἴ­κη­μα ἐν­τός τῆς Κο­νί­τσης τό δώ­ρη­σε στήν Μη­τρό­πο­λη. Εἶ­ναι τό γη­ρο­κο­μεῖ­ο Κο­νί­τσης. Ἀ­παί­τη­σε καί ἀ­πό τήν ἀ­δελ­φή της καί τήν ἀ­νε­ψιά της νά κά­νουν τό ἴ­διο καί αὐ­τές. Τίς πα­ρα­κι­νοῦ­σε λέ­γον­τας: 


«Πῶς θά πᾶ­τε στήν ἄλ­λη ζω­ή μέ ἄ­δεια χέ­ρια;».

Ἀξιόλογα περιστατικά

Κάποτε πού γι­όρ­τα­ζε ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νε­κτα­ρί­ου στό χωριό Ἅγιος Γεώργιος Φι­λιπ­πιά­δος, πῆ­γε ἡ Κέ­τη σέ μιά χή­ρα πού εἶ­χε πολ­λά λου­λού­δια στήν αὐ­λή της, τήν πα­ρα­μο­νή, καί τῆς ζή­τη­σε λου­λού­δια γιά νά φτιά­ξη ἕ­να στε­φά­νι γιά τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἡ χή­ρα ἀρ­νή­θη­κε καί δέν τῆς ἔ­δω­σε λου­λού­δια. Ἡ Κέ­τη ἔ­φυ­γε καί μό­νο τῆς εἶ­πε: 

«Δέν πει­ρά­ζει, μήν μοῦ δί­νης, ἀλ­λά μέ­χρι τό βρά­δυ θά τά χά­σεις, δέν θά σοῦ μεί­νει οὔ­τε ἕ­να λου­λού­δι». 

Καί πράγ­μα­τι ὅ­ταν ἄρ­χι­σε νά βρα­διά­ζη, τήν ὥ­ρα τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ ἔ­πια­σε μιά ρα­γδαί­α βρο­χή καί ἕ­νας ἀ­νε­μο­στρό­βι­λος δυ­να­τός, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα­ νά μήν μεί­νη οὔ­τε ἕ­να λου­λού­δι, κα­τα­στρά­φη­καν ὅ­λα, ὅ­πως εἶ­χε προ­εί­πει ἡ Κέ­τη.

*

Κά­ποι­α χρο­νιά πή­γαι­νε μέ τόν γνω­στό της πα­πα–Βα­σί­λη νά λει­τουρ­γή­σουν στήν Παν­τά­νασ­σα τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ Γε­νε­θλί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου, στίς 8 Σε­πτεμ­βρί­ου. 

Συ­ζη­τοῦ­σαν γιά τήν ἐκ πα­ρα­δό­σε­ως νη­στεί­α πού κά­νουν με­ρι­κοί ἀ­πό 1η μέ­χρι 7η Σε­πτεμ­βρί­ου. Ἡ Κέ­τη εἶ­χε κρα­τή­σει τή νη­στεί­α καί ἔ­λε­γε ὅ­τι καί ὁ πα­πα–Βα­σί­λης ἔ­πρε­πε νά τήν εἶ­χε κρα­τή­σει. 
Ἔ­φθα­σαν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἄ­να­ψαν τά καν­τή­λια καί μό­λις πῆ­γε νά βά­λη “Εὐλογητός” ὁ πα­πᾶς τόν κέ­ντη­σε ἕ­νας ξη­ρό­πο­νος στήν κοι­λιά. 
Βγῆ­κε ἔ­ξω καί ὅταν με­τά ἔ­βα­λε τό πε­τρα­χή­λι πά­λι αἰ­σθάν­θη­κε πό­νο δυ­να­τό. Αὐ­τό ἐ­πα­να­λή­φθη­κε τέσ­σε­ρις–πέν­τε φο­ρές. Ἡ ὥ­ρα περ­νοῦ­σε, ἡ Κέ­τη ἀ­νη­συ­χοῦ­σε γιά νά προ­λά­βη νά γυ­ρί­ση στήν δου­λειά της καί ὁ πό­νος δέν ἄ­φη­νε τόν πα­πα–Βα­σί­λη. 
Ἡ Κέ­τη ἀ­πέ­δι­δε τόν πό­νο στό ὅ­τι δέν εἶ­χε νη­στέ­ψει ὁ πα­πᾶς καί τόν πα­ρα­κι­νοῦ­σε νά κά­νη τά­μα στήν Πα­να­γί­α ὅ­τι στό ἑ­ξῆς θά κρα­τᾶ αὐ­τή τή νη­στεί­α. 
Ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α μπρο­στά στήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί ὑ­πο­σχέ­θη­κε νά φυ­λά­ξη σ᾿ ὅ­λη του τήν ζω­ή τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη νη­στεία. 

Ἀ­μέ­σως ἔ­παυ­σε ὁ ξη­ρό­πο­νος, ἔ­κα­ναν τήν ἀκο­λου­θί­α καί τε­λεί­ω­σαν χω­ρίς κα­νέ­να πρό­βλη­μα τήν Λει­τουρ­γία.

*

Θέ­λη­σαν κά­πο­τε τρί­α–τέσ­σε­ρα κα­κο­μα­θη­μέ­να χω­ρι­α­τό­παι­δα νά πει­ρά­ξουν καί νά ἐκ­φο­βί­σουν τήν Κέ­τη τή νύ­χτα πού θά πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α. 

Φό­ρε­σαν κου­κοῦ­λες στό κε­φά­λι τους, πι­ά­στη­καν χέ­ρι μέ χέ­ρι καί ἔ­κλει­σαν τόν δρό­μο ἀ­πό τήν παι­δό­πο­λη πρός τά κά­τω. Ἦ­ταν ἕ­τοι­μα νά ὁρ­μή­ξουν κα­τε­πά­νω της ἀλ­λά συ­νέ­βη τό ἑ­ξῆς: 

Μιά ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ ἔκα­νε ὥστε τά βή­μα­τα τῶν πο­δι­ῶν τους νά κι­νοῦν­ται πρός τά πί­σω καί ὀ­πι­σθο­χω­ροῦ­σαν χω­ρίς νά κα­τα­λά­βουν πῶς, ἐ­νῶ ἡ Κέ­τη ἔ­κα­νε συ­νε­χῶς τόν σταυ­ρό της, προ­σευ­χό­ταν καί περ­πα­τοῦ­σε πλη­σι­ά­ζον­τας τά παι­διά σέ μι­κρή ἀ­πό­στα­ση.  Αὐ­τά ἔ­φυ­γαν ἄ­πρα­κτα καί ἡ Κέ­τη ἀ­πτό­η­τη συ­νέ­χι­σε τόν δρό­μο της γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

*

Κά­πο­τε κα­θώς πή­γαι­νε μέ τά πό­δια ἀ­πό τήν παι­δό­πο­λη γιά τήν Κό­νι­τσα τήν πῆ­ρε ἕ­νας φορ­τη­γατ­ζῆς πού εἶ­χε μα­ζί του καί τήν γυ­ναῖ­κα του. Ἀ­νέ­βαι­ναν τήν Κα­νέ­τα. Ὁ δρό­μος ἦ­ταν στε­νός, ἀ­νη­φο­ρι­κός καί ἐ­πι­κίν­δυ­νος. Ἀ­πό τήν μιά με­ριά ἦ­ταν βρά­χια καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη ἀ­πό­το­μη πλα­γιά. Ξαφ­νι­κά κό­πη­καν τά φρέ­να. Ἄνοι­ξε τήν πόρ­τα ὁ ὁ­δη­γός, πή­δη­ξε ἔ­ξω καί τίς φώ­να­ξε νά πε­τα­χθοῦν καί αὐτές. Ἡ γυ­ναῖ­κα του πή­δη­ξε ἔ­ξω ἀλλά ἡ Κέ­τη δέν κι­νή­θη­κε. Μό­νο ἔ­σκυ­ψε νά μα­ζέ­ψη τά πράγ­μα­τά της καί μα­ζεύ­τη­κε στήν ἐ­σο­χή τοῦ α­ὐ­το­κι­νή­του κά­τω ἀπό τό τζά­μι. Τό αὐ­το­κί­νη­το χτύ­πη­σε σέ βρά­χο καί ἄρ­χι­σε νά κυ­λά­η στήν πλα­γιά. Ὁ ὁ­δη­γός πά­γω­σε ἀ­πό τόν φό­βο του καί, ὅ­ταν σέ λί­γο εἶ­δαν νά βγαί­νη ἡ Κέ­τη σώ­α καί ἀ­βλα­βής, τἄ­χα­σαν. Γνω­στή της τήν ρώ­τη­σε τί σκε­φτό­ταν τό­τε, καί μέ χι­οῦ­μορ ἀ­πήν­τη­σε: «Φο­ροῦ­σα και­νού­ργια ζα­κέτ­τα καί λυ­πό­μουν πού θά πή­γαι­νε χα­μέ­νη».

*

Ἔ­βλε­πε ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους κα­λούς καί ἔμπαι­νε ἀ­δι­α­κρί­τως σέ ὅ­λα τά αὐ­το­κί­νη­τα. Μιά νύ­χτα ξε­κί­νη­σε γιά τήν Βού­λι­στα Πα­να­γιά. Ἕνα αὐ­το­κί­νη­το πού περ­νοῦ­σε, στα­μά­τη­σε δί­πλα της καί μπῆ­κε μέ­σα. 

Στόν δρό­μο ὁ ὁ­δη­γός τήν πεί­ρα­ξε μέ λό­για ἄ­πρε­πα καί αὐ­τή ἐ­νῶ ἔ­τρε­χε τό αὐ­το­κί­νη­το ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα γιά νά πη­δή­ση ἔ­ξω. 

Πρό­λα­βε ὁ ὁ­δη­γός καί στα­μά­τη­σε. Αὐ­τή κα­τέ­βη­κε καί συ­νέ­χι­σε τήν πο­ρεί­α της μέ­σα στή νύ­χτα.

*

Ὅ­ταν ἡ μη­τέ­ρα τῆς Κέ­της δέν μπο­ροῦ­σε πλέ­ον μό­νη της νά ἐ­ξυ­πη­ρε­τῆ­ται, για­τί εἶ­χε φθά­σει 90 χρό­νων, ἡ Κέ­τη γιά νά τήν ἔ­χη κον­τά τήν ἔ­φε­ρε στό σπί­τι τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη στόν Ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο, τό ἔτος 1969. Τήν ἡ­μέ­ρα τήν πε­ρι­ποι­εῖ­το ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα καί τή νύ­χτα κα­θό­ταν μα­ζί της ἡ Κέ­τη. Μα­ζί μέ τήν μη­τέ­ρα της ἡ Κέ­τη ἔ­φε­ρε καί μιά εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας Βρε­φο­κρα­τού­σης, δι­α­στά­σε­ων 50×40 ἑ­κα­το­στῶν, καί εἶ­πε ὅ­τι εἶ­ναι πο­λύ θαυ­μα­τουρ­γή...