Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Η Νεομάρτυς Νίνα Κουζνέτσοβα (†1938)



site analysis


 «Το μυστήριο τούτο μέγα εστί»· ο τρόπος που ο άνθρωπος επιλέγει την πνευματική του πορεία, πως ανακαλύπτει η ψυχή τους δρόμους προς τα ποτάμια με ζωντανό νερό, που εκβάλλουν στην αιώνια ζωή, και πως αφού γευτεί τα καθαρά νάματα, δεν επιθυμεί πλέον να επιστρέψει στις απατηλές χαρές αυτού του κόσμου. Μόνο εδώ, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δίπλα στο Σταυρό του Χριστού, κάτω από τη Σκέπη της Θεομήτορος, η ψυχή αποκτά την αληθινή ειρήνη, την πραγματική επίγνωση όλων των αξιών και αρετών, όταν αυτή μπορεί να κρίνει όλο τον κόσμο, χωρίς να τον κατακρίνει. «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού· μωρία γαρ αυτώ εστί, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται. Ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α΄ Κορ. 2, 14-15).
Η βόρεια Ρωσία δεν κατακτήθηκε και δεν εδραιώθηκε με την ανδρεία των μαχητών της, αλλά με την ευλογημένη δύναμη των αθλητών της πίστεως, μοναχών και ασκητών. Μαζί με τους μοναχούς· αθλητές σε αυτή τη γη έλαμψαν οι άμεμπτοι (ευλογημένοι) άγιοι ιερείς, όπως ο Λεωνίντ Ουστνεντούμσκιϊ, τα λείψανα του οποίου επαναπαύονται (φυλάσσονται) στην πόλη Λάλσκ, καθώς και οι κοσμικοί αθλητές της πίστεως, όπως ο άγιος Προκόπιϊ στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ. Η πραγματική και η αληθινή ιστορία της Ρωσίας είναι η ιστορία των πνευματικών αθλητών της, χωρίς των οποίων η ιστορία της θα ήταν δίχως περιεχόμενο – ασήμαντη και κενή, όμοια με ένα ξέφραχτο αμπέλι από όπου περνάνε διάφοροι λαοί, που στερούνται τη δική τους ιστορία.
Στον 20ο αιώνα οι περισσότεροι μάρτυρες, προτού να στεφτούν με τα στεφάνια των μαρτύρων, ήταν μεγάλοι αθλητές της πίστεως, άλλοι νηστευτές, άλλοι σαλοί διά τον Χριστόν, άλλοι πλανόβιοι, και άλλοι διακρίνονταν με τα έργα της ελεημοσύνης.
Η μάρτυς Νίνα γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1887 στο χωριό Λαλσκ -είναι πόλη και ανήκει στην περιφέρεια Κίροβσκαγια (Βιάτσκαγια)- της περιοχής Ουστιούγκ του νομού Βολογκόντσκ, από μια ευσεβή οικογένεια ενός αστυφύλακα του Αλεξέϊ Κουζνετσόβ και της συζύγου του Άννας.
Η Νίνα ήταν μοναχοκόρη και οι γονείς της την αγαπούσαν υπερβολικά. Ονειρεύονταν να την παντρέψουν, αλλά η Νίνα από τα παιδικά της ακόμα χρόνια αγάπησε υπερβολικά την προσευχή, τα μοναστήρια και τα πνευματικά βιβλία. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλές εκκλησίες στην περιοχή. Το χωριό Λαλσκ αριθμούσε οκτώ ναούς, αν και ήταν μικρό χωριό με κατοίκους που δεν ξεπερνούσαν τα χίλια άτομα. Ο πατέρας, αφού διέκρινε την κλήση της κόρης του στα πνευματικά, θεώρησε παράλογο να επιμένει στην επιλογή του οικογενειακού βίου για την κόρη του και να της φέρει εμπόδια στις πνευματικές της αναζητήσεις. Της παραχώρησε τη σιταποθήκη για κελί, όπου ο ίδιος κατασκεύασε ράφια και έψαχνε στα μοναστήρια και στα εκκλησιαστικά βιβλιοπωλεία πνευματικά βιβλία. Με αυτό τον τρόπο η Νίνα απέκτησε μια πλούσια βιβλιοθήκη. Δεν υπήρχε γι’ αυτή μεγαλύτερη παρηγοριά παρά το διάβασμα των πνευματικών βιβλίων. Προσευχόταν πολύ, ήξερε απ’ έξω πολλές προσευχές και όλο το Ψαλτήριο. Μέσα από την αδιάλειπτη προσευχή, η ψυχή της αναπτυσσόταν και στερέωνε στην καθαρότητα και στις αρετές, κατευθυνόταν προς την τελειότητα. Τότε άρχισε να δέχεται, σύμφωνα με την Ευαγγελική εντολή, τους πλανόβιους και τους άστεγους. Οι γονείς της συμβιβάσθηκαν με την επιλογή της κόρης τους, αφού και μόνοι τους διέκριναν ότι πλησίασε η εποχή των διωγμών. Για ποιά ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, αφού ξεκίνησαν παντού να καταδιώκουν, να βασανίζουν και να σκοτώνουν τους Χριστιανούς;
Το 1932 οι αρχές είχαν συλλάβει τον Αλέξιο και την Άννα. Και οι δυο τους ήταν ήδη προχωρημένης ηλικίας. Δεν άντεξαν τις δυσχέρειες της φυλάκισης και σε λίγο πέθαναν. Οι αρχές είχαν σκοπό να φυλακίσουν και τη Νίνα, αλλά την ώρα της σύλληψης των γονέων η Νίνα έπαθε κρίση η οποία την είχε παραλύσει και την αφήσανε σπίτι. Μέχρι το τέλος της ζωής της περπατούσε με δυσκολία και το δεξί της χέρι έμεινε σχεδόν εξ ολοκλήρου παράλυτο. Όταν ήθελε να κάνει το σταυρό, πάντα υποβοηθούσε τον εαυτό της με το αριστερό χέρι. Λόγω βαριάς ασθένειας, δεν της κατασχέθηκε το σπίτι και η περιουσία της, την οποία η Νίνα διαχειρίστηκε με το καλύτερο δυνατόν τρόπο. Το σπίτι ήταν μεγάλο, πεντάτοιχο, με μια ευρύχωρη κουζίνα, όπου στο ειδικό χώρο που προεξείχε του δαπέδου χωρούσαν είκοσι άτομα, και πάνω στην πέτρινη ρωσική σόμπα υπήρχε θέση για άλλα πέντε. Το σπίτι είχε και ένα μεγάλο δωμάτιο, το όποιο έσφυζε από κόσμο, ιδίως από γυναίκες, που είχαν φυλακίσει τους συζύγους τους και τους είχαν κατασχέσει όλη την περιουσία. Όλος αυτός ο κόσμος έβρισκε καταφύγιο και φαγητό στο σπίτι της Νίνας.
Όταν στις αρχές της επανάστασης κλείσανε το μοναστήρι Κοριαζεμσκιϊ, η αδελφότητά του μετακόμισε στο Λαλσκ, όπου ίδρυσε ένα μοναστήρι με δώδεκα μοναχούς. Κάτω από το ναό, σε ένα χώρο τον οποίο παλιά χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη, έχτισαν μια παραδοσιακή πέτρινη σόμπα, άνοιξαν δύο παράθυρα, διαίρεσαν σε δύο χώρους την αποθήκη με ένα διαχωριστικό και έτσι δημιούργησαν δύο κελιά. Εδώ ζούσαν οι μοναχοί, αλλά λειτουργούσαν στην εκκλησία του Λαλσκ, διατηρώντας στην προσωπική και εκκλησιαστική ζωή τους το κοινοβιακό τυπικό και την καλογερική ευλάβεια. Ως καθηγούμενος του μοναστηρίου ορίστηκε ο π. Πάβελ (Χοτέμοβ). Ήταν από την φυλή των Ζαριαίων, από ένα μακρινό χωριό κοντά στο Ούστ-Σισόλσκ (τώρα είναι η πόλη Σικτιβκάρ). Τα γράμματα διδάχθηκε από ένα δάσκαλο-ευεργέτη, ο οποίος δίδασκε στην πόλη, αλλά κάθε καλοκαίρι, επιστρέφοντας στο πατρικό του σπίτι, περνούσε από το χωριό όπου ζούσε το αγόρι με τους γονείς του. Ο δάσκαλος του εξηγούσε το μάθημα, του έδινε την ύλη για όλο το καλοκαίρι και έφευγε. Όταν επέστρεφε, τον έλεγχε, έκανε τις παρατηρήσεις του και του έδινε νέα ύλη – και έτσι με αυτό τον τρόπο το αγόρι μάθαινε γράμματα. Ο πάτερ Πάβελ διαφύλαξε σε όλη του τη ζωή την ευγνωμοσύνη προς τον δάσκαλό του και τον μνημόνευε σε κάθε λειτουργία. Αλλά πιο πολύ ευγνωμοσύνη έτρεφε ο πάτερ σε αυτούς τους ανθρώπους οι όποιοι του παρακίνησαν το ενδιαφέρον για πνευματικά, τον έκαναν να αγαπήσει τον Χριστό και το μοναχικό βίο. Ήταν ακόμα έφηβος, όταν μια φορά οι συγχωριανές γυναίκες, σκοπεύοντας να κάνουν, οδοιπορικώς, ένα προσκύνημα στο Κίεβο, πρότειναν στους γονείς του να τον πάρουν μαζί τους. Προετοιμάστηκε τόσο γρήγορα, ώστε ξέχασε να πάρει μαζί του το γούνινο καπέλο, και το ταξίδι κράτησε ένα ολόκληρο χρόνο. Ακριβώς τότε, δίπλα στα λείψανα των αγίων στα σπήλαια του μοναστηρίου Κίεβο-Πετσόρσκιϊ, είχε ανακαλύψει για τον εαυτό του το τι είναι η σωτήρια μοναστική οδός. «Προσεύχομαι κάθε μέρα για εκείνες τις γυναίκες που μ’ έφεραν στο Κίεβο», έλεγε ο πάτερ Πάβελ.
«Εάν δεν ευδοκούσε ο Θεός τότε να πάω στο Κίεβο, δε θα γινόμουν μοναχός, δεν θα σωζόμουν». «Και τώρα, πάτερ, σώζεσαι;», τον ρωτούσε ο υποτακτικός του Αντρέϊ Μελέντιεβ (αργότερα, αρχιμανδρίτης Μοντέστ, υπηρετούσε στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ, κοιμήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του  ’80). «Γιατί να μη σωθώ; Οι δαίμονες θα με σέρνουν στον Άδη, εγώ όμως θα απλώσω τα χέρια μου και θα τους πω: «Εγώ είμαι Χριστιανός! Εσείς τί δουλειά έχετε μ’ εμένα;».
Ο πάτερ Πάβελ ήταν μεγάλος αθλητής της πίστεως. Ήξερε απ’ έξω πάνω από εξακόσια ονόματα ανθρώπων, τους οποίους μνημόνευε κάθε φορά στη λειτουργία. Για να έχει δυνατότητα να τους μνημονεύει όλους ανεξαίρετα, ερχόταν στο ναό μερικές ώρες πριν τον Όρθρο, έκανε την προσκομιδή και προσευχόταν για τον καθένα ξεχωριστά. Όταν τον ρωτούσαν «Τί είναι το μοναστήρι;», απαντούσε: «Το μοναστήρι είναι το «Δέκατον Έβδομον Κάθισμα» -το «Κάθισμα Δέκατον Έβδομον» του Ψαλτηρίου συμπεριλαμβάνει τον ψαλμό 118 – και λάχανο τουρσί κάθε μέρα» και με την απλότητα που τον διέκρινε, επεσήμανε στον ερωτήσαντα τα πιο ουσιώδη, την προσευχή και τη νηστεία. Ο ίδιος νήστευε πολύ σκληρά. Τύχαινε να του φέρουν σπιτικά μπισκότα ή και νόστιμες «βατρούσκι»  (είδος ζυμαρικού με γέμιση). Ο πάτερ τα κοιτούσε, τα ψαχούλευε και έλεγε γελώντας: «Πω! Πω! Αυτά είναι πολύ καλά, είναι κρίμα να τα φάει κανείς». Και έφευγε. Οι «βατρούσκι» έμεναν απείραχτες μέχρι να ξεραθούν. Όταν τα περιμάζευε η Νίνα, αυτά ήταν ήδη σκληρά σαν παξιμάδια, τα μούσκευε στο νερό και τα έτρωγε. Αυτή ήταν η τροφή της αθλήτριας της πίστεως στη διάρκεια πολλών ετών.
Όταν κλείσανε οι αρχές και αυτό το μοναστήρι στο χωριό Λαλσκ, μερικοί από την αδελφότητα, μεταξύ των οποίων ήταν και οι Ηγούμενοι Πάβελ και Νήφων, βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι της μακάριας Νίνας.
Το τυπικό της αθλήσεως της μακάριας αυτής ψυχής ήταν πολύ αυστηρό. Κοιμόταν τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και στις 2 η ώρα τα μεσάνυχτα πάντα σηκωνόταν να προσευχηθεί μαζί με τους μοναχούς.
Ποτέ της δεν έπινε τσάι, ούτε γάλα, δεν έτρωγε ζάχαρη και τίποτα εύγευστο. Όλη της η καθημερινή τροφή ήταν από τα μουσκεμένα στο νερό παξιμάδια, παρότι στην τραπεζαρία το σαμοβάρι ποτέ δεν έλειπε από το τραπέζι, το ένα που έβραζε διαδεχόταν το άλλο, και γύρο από το τραπέζι καθόταν ο κόσμος, έπινε τσάι, έτρωγε το μεσημεριανό του φαγητό, και η αυλή έσφυζε από άλογα, γιατί και οι περαστικοί κάνανε στάση στο σπίτι της. Δεν πλήρωναν τίποτα για τη διαμονή, και ούτε έμπαιναν στον κόπο να ψάχνουν στέκι. Το σπίτι της μακάριας Νίνας, της κόρης ενός αστυφύλακα, ο καθένας θα μπορούσε να το επιδείξει. Στο σπίτι της όλα ήταν απλοϊκά, συνδεδεμένα με την ορθόδοξη παράδοση, και όχι με το νεόφερτο σοβιετικό τρόπο. Ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να βρει εδώ στέγη και κάποια τροφή. Όποιος είχε περίσσευμα από ψωμί, αλεύρι ή και μπληγούρι, φεύγοντας, το άφηνε για τους άλλους. Οι φιλοξενούμενοι ως συνήθως καθόταν γύρω από το τραπέζι, η Νίνα όμως ποτέ δεν καθόταν μαζί τους, αλλά σε μια γωνιά μπροστά στη σόμπα και δίπλα στο διαχωριστικό πάνω σε ένα κατεργασμένο κούτσουρο. Ποτέ της δεν κοιμόταν στο κρεβάτι, αλλά κάτω από το νιπτήρα σε μια γωνιά της ιζμπά (Ρωσικό χωριατόσπιτο), τραβώντας με τα σακατεμένα της χέρια το πάπλωμα για να σκεπάσει το κεφάλι της, διπλωνόταν σαν την κουλούρα και κοιμόταν. Στην εκκλησία ήταν παρούσα στην κάθε λειτουργία, βολεύονταν κάπου και έκανε πως προσπιόταν ότι κοιμόταν. Εάν όμως τύχαινε να σκοντάφτει κανείς στην ανάγνωση των κειμένων, αμέσως προσέθετε τις επόμενες προτάσεις, καθότι ήξερε όλη τη λειτουργία απ’ έξω.
Η όραση του πάτερ Πάβελ δεν ήταν καθόλου καλή, και αυτός γνωρίζοντας πως η μακάρια γνώριζε τέλεια όλα τα κείμενα της λειτουργίας, καθώς και το εκκλησιαστικό τυπικό, τύχαινε να ανοίγει την πόρτα του Ιερού και να ρωτάει από εκεί: «Νίνκα (υποκοριστικό της Νίνας στα ρωσικά), πια περικοπή από τις Πράξεις των Αποστόλων και το Ευαγγέλιο πρέπει να διαβαστούν;» Η Νίνα απαντούσε αμέσως και ποτέ δεν έτυχε να κάνει λάθος.
Εκείνη την εποχή τα καθήκοντα του ψάλτη στον κλήρο εκτελούσε ο υποτακτικός Αντρέϊ Μελέντιεβ. Τους περισσότερους ψάλτες που έψαλλαν στις εκκλησίες οι αρχές, άλλους είχαν ξυλοφορτώσει μέχρι θανάτου, άλλους εξορίσει, και κάποιοι δραπέτευσαν μόνοι τους ή και κρύφθηκαν. Έμειναν μόνο οι γερόντισσες και οι ηλικιωμένες σύζυγοι των εμπόρων, και κάποιες άλλες υπερήλικες, τις οποίες μάζευε όλες ο ψάλτης και έψελνε μαζί τους. Και καθώς έψελνε μαζί τους, ξεχνούσε έγκαιρα να εντοπίζει την περικοπή από τις Πράξεις των Αποστόλων, ενώ πλησίαζε η ώρα να την απαγγείλει. Η μακαρία καθόταν στον κλήρο με μάτια κλειστά, κάνοντας πως κοιμόταν, και εκείνη τη στιγμή έλεγε: «Άνοιξε την περικοπή τάδε….», «Μη με ενοχλείς Νίνκα», απαντούσε ο υποτακτικός, αλλά ο ίδιος έψαχνε βιαστικά (ευσπεσμένα) την περικοπή. Τον πρώτο καιρό δεν εμπιστευόταν σε αυτά που ορθώς του υπαγόρευε η Νίνα, μετέπειτα όμως, πείστηκε πολλές φορές και δεν έλεγχε πλέον τα λεγόμενα της.
Κατά τη δεκαετία του 1930 από τους μοναχούς-ιερομόναχους έμεινε μόνο ο Ηγούμενος Πάβελ (Χοτέμοβ), και οι ενορίτες άρχισαν να ανησυχούν εάν θα μπορούσε ο Γέροντας να λειτουργεί κάθε μέρα, καθώς η προχωρημένη ηλικία του τον έκανε όλο και πιο ανήμπορο. Ο πάτερ Πάβελ ήθελε να καλέσει ένα ιερομόναχο για να λειτουργήσει στην εκκλησία τους, ο οποίος μόλις αποφυλακίστηκε, αλλά η επίτροπος του ναού φοβήθηκε να μη γινόταν η πρόσληψη ενός φυλακισμένου αφορμή για να κλείσει εξ ολοκλήρου η εκκλησία, και έφερε αντίρρηση. Τότε καλέσανε τον πρωθιερέα Λεονίντ Ιστόμιν, ο οποίος ιερουργούσε στην εκκλησία του χωρίου Οπάρινο. Καταγόταν από το Βελίκιϊ Ουστιούγκ και πριν την επανάσταση ήταν δασάρχης Μετά όμως την επανάσταση, την εποχή των πιο σκληρών διωγμών εναντίον της Εκκλησίας, εξέφρασε την επιθυμία να γίνει ιερέας και χειροτονήθηκε.
Στενοχωρήθηκαν πολύ ο πάτερ Πάβελ και η μακάρια Νίνα, γιατί θα ερχόταν στην ενορία τους ένας κοσμικός ιερέας, ο οποίος θα μπορούσε να παραβιάσει το κοινοβιακό τυπικό που τηρούσαν. Θα οριζόταν ως πρωθιερέας – πως θα μπορούσε να δείξει κανείς ανυπακοή, εάν θα ζητούσε αυτός την συντόμευση της λειτουργίας; Ο Αντρέϊ Μελέντιεβ είπε στην μακαρία: «Νίνουσκα (υποκοριστικό –χαϊδευτικό- της Νίνας στα ρωσικά), έλα να συμφωνήσουμε ως εξής: δεν θα ενδώσουμε, μέχρι να το απαγορεύσει ο ίδιος. Και εάν έχουμε απαγορευτικό, θα διαφωνήσουμε λίγο, θα του πούμε: «Πάτερ, κατ’ αρχάς αυτός είναι καθεδρικός ναός, και κατά δεύτερον, η πόλη είχε μοναστήρι, ο κόσμος εδώ δεν είναι ανίδεος, ξέρει από λειτουργία. Να γιατί κρατάμε το εκκλησιαστικό τυπικό, για να μη μας εκκοσμικεύσουν οι άνθρωποι. Εάν όμως θα ευλογήσετε αυτό που νομίζετε σωστό, αυτό θα ευλογηθεί». Εξ αρχής όμως καταλήξανε να μην προειδοποιήσουν τον ιερέα, ούτε να θέσουν ερωτήσεις. Ο πάτερ Λεονίντ, κάνοντας τις πρώτες λειτουργίες, δεν είπε τίποτα, και έτσι διατηρήθηκε στο ναό ο τρόπος τέλεσης της λειτουργίας με πλήρες μοναστηριακό τυπικό.
Με τις προσευχές και την προστασία της μακάριας Νίνας ο καθεδρικός ναός στο Λάλσκ έμεινε ανοιχτός γιά πολύ ακόμα καιρό, παρά τις πολλές προσπάθειες των αρχών να σταματήσει η λειτουργία του. Στις αρχές όμως της δεκαετίας του 1930 οι αρχές κατάφεραν να τον κλείσουν. Η μακαρία όμως άρχισε να στέλνει τολμηρά γράμματα στη Μόσχα, στο Κρεμλίνο. Συγκέντρωσε και έστειλε οδοιπόρους με τα αιτήματα, και έδειξε τόση αποφασιστικότητα, εμμονή και επιμονή, ώστε οι αρχές υποχώρησαν και επέστρεψαν τον ναό στους Ορθοδόξους.
Στις αρχές του 1937 οι συνεργάτες του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων είχαν συλλάβει τον πρωθιερέα Λεονίντ Ιστόμιν, τον ψάλτη Αντρέϊ Μελέντιεβ, την Επίτροπο, τις γυναίκες που έψελναν, καθώς και πολλούς ενορίτες του καθεδρικού ναού του Λαλσκ και τους άλλους ιερείς των κοντινών ενοριών, οι οποίοι ακόμα ήταν ελεύθεροι. Όλοι τους μεταφέρθηκαν στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ και φυλακίστηκαν στο ναό του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ, τον όποιο οι άθεοι μετέτρεψαν σε φυλακή. Τους Ορθοδόξους τους τοποθέτησαν σε ένα μικρό κελί πάνω από το ιερό, εκεί έβαλαν και τους ιερείς και τους διακόνους από το Λαλσκ. Στις μεγάλες γιορτές, τις αγρυπνίες τις κάνανε ξαπλωμένοι: οι ιερείς δε σηκωνόταν από το σανιδοκρέβατο, εκφωνούσαν μισόφωνα τους ήχους. Δύο χρόνια έμεινε στη φυλακή και στο στρατόπεδο μαζί με τους ενορίτες του ο πάτερ Λεονίντ Ιστόμιν, και ύστερα τον είχαν στείλει μαζί με τους άλλους ιερείς στις υλοτομίες στην Καρέλια. Οι συνθήκες ήταν τόσο άθλιες, ώστε οι φυλακισμένοι πέθαιναν σε κάθε στρατόπεδο. Εδώ είχε κοιμηθεί ο πάτερ Λεονίντ.
Στις 31 Οκτωβρίου 1937 οι συνεργάτες του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων είχαν συλλάβει τη μακαρία Νίνα, αλλά αδυνατούσαν να συλλέξουν καταγγελίες εναντίον της. Την κράτησαν στη φυλακή του Λαλσκ δύο εβδομάδες, χωρίς να τη ρωτάνε κάτι και χωρίς να την καταγγείλουν. Οι αρχές ανάγκαζαν πολλούς ανθρώπους να ψευδομαρτυρήσουν εναντίον της, αλλά συγκατατέθηκε μόνο ένας, ο αντιπρόεδρος του σοβιέτ (όργανο εξουσίας και διοίκησης στα τότε σοβιετικά χωριά και πόλεις (σ.μ.), του χωριού Λαλσκ. Κατέθεσε ότι η μακαρία Νίνα είναι μια δραστήρια εκκλησιαζόμενη, η οποία όχι μόνο αντιτάσσεται στο κλείσιμο των ναών, αλλά φροντίζει ακαταπόνητα (ακούραστα) για την ίδρυση νέων. «Το καλοκαίρι του 1936, όταν το σοβιέτ του χωριού σκόπευε να κλείσει το ναό του Λαλσκ, -κατήγγειλε αυτός- η Κουζνετσόβα είχε οργανώσει μια εκστρατεία, η οποία παρεμπόδισε την υλοποίηση αυτών των μέτρων. Μάζευε υπογραφές και οργάνωνε συνελεύσεις των πιστών, παραχωρώντας γι΄ αυτό το σκοπό τη στέγη της. Τον Αύγουστο του 1937 το σοβιέτ του χωριού άρχισε να συγκεντρώνει υπογραφές των κατοίκων του Λαλσκ, όσοι ήταν υπέρ του κλεισίματος του ναού, αλλά η Κουζνετσόβα πάλι συγκέντρωσε κόσμο στο σπίτι της και ανέτρεψε το αποτέλεσμα, που επιδίωκαν οι σοβιετικές αρχές. Όταν συνελήφθηκε ο ψάλτης Μελέντιεβ, η Κουζνετσόβα άρχισε αμέσως να φροντίζει για την απελευθέρωσή του, τον πήρε υπό την προστασία της».
Βάσει αυτής της καταγγελίας, στα μέσα του Νοεμβρίου 1937, η μακαρία Νίνα κατηγορήθηκε και ανακρίθηκε.
-Τα ανακριτικά όργανα διαθέτουν πληροφορία, ότι εσείς στη διάρκεια ετών παραχωρούσατε το σπίτι σας για συγκεντρώσεις των εκκλησιαζόμενων, είναι έτσι;
-Μάλιστα. Μέχρι τώρα στο σπίτι μου διαμένει ο ιερέας Πάβελ Φιόντοροβιτς Χοτέμοβ, εξίσου το σπίτι μου επισκέπτονταν και άλλοι πιστοί που τους απασχολούσαν τα θέματα της εκκλησίας και της διακονίας εις αυτήν.
-Τα ανακριτικά όργανα γνωρίζουν, ότι για το ζήτημα της επαναλειτουργίας του ναού στο Λαλσκ, είπατε: Αυτή η εξουσία των σοβιέτ δε θα κρατήσει για πολύ, θα ξεσπάσει πάλι ο πόλεμος και όλα θα επανέλθουν στα παλιά». Είναι έτσι;
- Όχι, δεν το είπα αυτό.
Η μακαρία Νίνα δεν παραδεχόταν ότι ήταν ένοχη απέναντι στην εξουσία των σοβιέτ. Μα τι να την έκαναν αυτήν την ανάπηρη, ανήμπορη, η συντήρηση της οποίας προκαλούσε πρόβλημα για τις αρχές, και καθότι ήταν και δημοφιλής μέσα στον κόσμο, πήραν την απόφαση της επομένης της ανάκρισης να τη στείλουν στις φυλακές της πόλης Κοτλάς.
Στις 27 Νοεμβρίου 1937 η «τρόϊκα» των συνεργατών του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων καταδίκασε την μακαρία Νίνα για οκτώ χρόνια φυλάκισης στο στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων.
Την μακαρία Νίνα την μετέφεραν στην μια από τις φυλακές της περιφέρειας Αρχάγκελσκ, αλλά εδώ δεν παρέμεινε για πολύ η ομολογήτρια της πίστεως η αγία Νίνα Κουζνετσόβα. Στις 14 Μαΐου 1938 η μακαρία Νίνα κοιμήθηκε εν Κυρίω.

(Το  μαρτυρολόγιο αυτό είναι από τον Συναξαριστή ομολογητών και νεομαρτύρων του 20ου αιώνος στην Ρωσία).


Πηγή: Τετραμηνιαίο Τεύχος Ορθοδόξου Πνευματικής Οικοδομής Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου – Ο ασκητής και ιεραπόστολος (1884-1980), Τεύχος 25, Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος-Απρίλιος 2009.

Η Ρωσίδα Νεομάρτυς Λυδία και οι στρατιώτες Κύριλλος και Αλέξιος.



site analysis


 
Η Λυδία, κόρη ενός ιερέως της πόλεως Ούφα, γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου του 1901. Από παιδί ήταν ευαίσθητη, στοργική και αγαπητή από όλους. Φοβόταν την αμαρτία και κάθε τι που δεν το επέτρεπε ο νόμος του Θεού. Μόλις τελείωσε το παρθεναγωγείο στα δεκαεννιά της χρόνια, παντρεύτηκε και αμέσως έχασε τον άνδρα της στον εμφύλιο πόλεμο με την αναχώρηση του Λευκού (τσαρικού) Στρατού.
Ο πατέρας της, από τις πρώτες αρχές του σχίσματος των «Ανακαινιστών» που οργανώθηκε από τους Μπολσεβίκους το 1922, προσχώρησε σ’ αυτό. Η θυγατέρα του τότε γονάτισε μπροστά στα πόδια τού πατέρα της και είπε: «Δώσε μου την ευχή σου, πατέρα, να σ’ αφήσω, για να μη σε δεσμεύω στη σωτηρία της ψυχής σου». Ο γέρων ιε­ρέας ήξερε καλά την κόρη του, όπως ήξερε καλά και το εσφαλμένο της κινήσεώς του. Δάκρυσε και, δίνοντας την ευλογία του στη Λυδία να ζήσει μόνη της, της είπε προφητικά: «Κοίταξε, κόρη μου, όταν κερδίσεις το στεφάνι σου, να πεις στον Κύριο ότι παρόλο που φάνηκα πολύ αδύνατος για αγώνα, ωστόσο δεν σε εμπόδισα, αλλά σου έδωσα την ευχή μου», «θα το πω, πατέρα», του είπε εκείνη φιλώντάς του το χέρι και προβλέποντας έτσι κι αυτή προφητικά το μέλλον.
Η Λυδία πέτυχε να διοριστεί στην δασονομική υπηρεσία και το 1926 μετατέθηκε στην κολλεκτίβα υλοτομίας της περιοχής, όπου δούλευε κοντά στους πιο χαμηλόμισθους εργάτες. Εδώ ήρθε αμέσως σ’ επαφή με απλούς ανθρώπους του ρώσικου λαού, τους όποιους αγαπούσε πολύ και οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Οι ξυλοκόποι και οι οδηγοί, που είχαν σκληρυνθεί από τη δουλειά μέσα σε δύσκολες συνθήκες, αφηγούνταν με κατάπληξη ότι στο γραφείο του Τμήματος Υλοτομίας, όπου ερχόταν σε επαφή μαζί τους η Λυδία, τους διαπερνούσε ένα γνώριμο αλλά τώρα μισοξεχασμένο αίσθημα, παρόμοιο μ’ εκείνο που είχαν νιώσει κάποτε, όταν πριν την επανάσταση είχαν πάει να υποδεχθούν την περίφημη εικόνα της Παναγίας από το χωριό Μπογκορόντσκογιε της περιφερείας της Ούφα. Στο γραφείο δεν ακούγονταν πια άσχημες κουβέντες, βρισιές και καυγάδες. Τα πάθη είχαν εκλείψει και οι άνθρωποι έγιναν ευγενικότεροι μεταξύ τους.
Αυτό ήταν καταπληκτικό και έγινε αντιληπτό απ’ όλους, των κομματικών οργάνων μη εξαιρουμένων. Παρακολούθησαν τη Λυδία, αλλά δεν ανακάλυψαν τίποτε ύποπτο. Δεν πήγαινε καθόλου στις εκκλησίες που είχαν νομιμοποιηθεί από τους Μπολσεβί­κους και συμμετείχε αραιά και προσεκτικά σε ακολουθίες της μυστικής εκκλησίας «των κατακομβών».
Η Γκε-Πε-Ου (σοβιετική μυστική αστυνομία την περίοδο 1922-34) ήξερε ότι υπήρχαν μέλη της μυστικής εκκλησίας στην περιφέρεια, δεν έβρισκε όμως τον τρόπο να τα ανακαλύψει και να τα συλλάβει. Με σκοπό να ανακαλύψει όσους δεν είχαν ακόμη συλληφθεί η Γκε-Πε-Ου ξαφνικά επανέφερε από την εξορία τον επίσκοπο Ανδρέα που ήταν πολύ σεβαστός στον λαό, αλλά και σ’ όλους τους παράγοντες της μυστικής εκκλησίας. Σύμφωνα όμως με οδηγίες που είχε στείλει πρωτύτερα, ο επίσκοπος έγινε φανερά δεκτός μόνο από μία εκκλησία της Ούφα, παρόλο που μυστικά ήρθε να τον δει ολόκληρη η περιφέρεια. Η Γκε-Πε-Ου πεπεισμένη για την αποτυχία του σχεδίου της συνέλαβε πάλι τον επίσκοπο Ανδρέα και τον εξόρισε.
Η Λυδία συνελήφθη στις 9 Ιουλίου 1928. Οι μυστικές υπηρεσίες για αρκετό καιρό αναζητούσαν μία δακτυλογράφο που εφοδίαζε τους εργάτες της δασονομικής υπηρεσίας με δακτυλογραφημένα φυλλάδια, που περιείχαν βίους αγίων, προσευχές, ακολουθίες και συμβουλές αρχαίων και συγχρόνων Ιεραρχών της Εκκλησίας. Παρατήρησαν ότι στην γραφομηχανή αυτής της δακτυλογράφου το κάτω μέρος του «κ» ήταν σπασμένο. Έτσι αποκαλύφθηκε η Λυδία.
Η Γκε-Πε-Ου κατάλαβε ότι είχε πέσει στα χέρια της το κλειδί, για να ανακαλύψει ολόκληρη τη μυστική εκκλησία.


Δέκα μέρες αδιάκοπης ανακρίσεως δεν κατάφεραν να κλονίσουν την μάρτυρα. Πολύ απλά αρνήθηκε να πει οτιδήποτε. Στις 20 Ιουλίου ο ανακριτής, έχοντας χάσει την υπομονή του, παρέδωσε τη Λυδία στο «ειδικό τμήμα» για ανάκριση.
Αυτό το «ειδικό τμήμα» εργαζόταν σ’ ένα γωνιακό δωμάτιο στο υπόγειο της Γκε-Πε-Ου. Ένας φρουρός στεκόταν μόνιμα στον διάδρομο του υπογείου. Εκείνη την ημέρα φρουρός ήταν ο Κύριλλος Ατάεβ, ένας εικοσιτριάχρονος φαντάρος. Είδε την Λυδία καθώς την έφερναν στο υπόγειο. Η προηγούμενη δεκαήμερη ανάκριση είχε εξαντλήσει τη μάρτυρα και δεν μπορούσε να κατέβη τα σκαλιά. Ο στρατιώτης Ατάεβ, σε πρόσταγμα των προϊσταμένων του, την κράτησε και την οδήγησε κάτω στον ανακριτικό θάλαμο. «Ο Χριστός να σε σώσει» είπε η Λυδία ευχαριστώντας τον φρουρό, καθώς αντιλήφθηκε μια σπίθα συμπαθείας γι’ αυτήν στη λεπτή ευγένεια των δυνατών χεριών του φρουρού του Ερυθρού Στρατού.
Και ο Χριστός έσωσε τον Ατάεβ! Τα λόγια της μάρτυρος και τα γεμάτα πόνο και αμηχανία μάτια της μίλησαν στην καρδιά του. Δεν μπορούσε πια ν’ ακούει με αδιαφορία τις αδιάκοπες κραυγές και τα κλάματά της, όπως είχε προηγουμένως ακούσει όμοιες κραυγές από άλλους ανακρινόμενους και βασανιζόμενους.
Η Λυδία βασανίστηκε πολύ ώρα. Οι βασανιστές της Γκε-Πε-Ου δρούσαν συνήθως με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αφήνουν κανένα ιδιαίτερα ευδιάκριτο σημάδι στο σώμα του βασανιζόμενου. Όμως στην ανάκριση της Λυδίας καμία προσοχή δεν δόθηκε σ’ αυτό. Οι κραυγές και τα κλάματα της Λυδίας συνεχίστηκαν σχεδόν χωρίς διακοπή για πάνω από μιάμιση ώρα.
«Μα δεν πονάς; Τσιρίζεις και κλαις. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε πονάει;» ρώτησαν εξαντλημένοι οι βασανιστές σε ένα από τα διαλείμματα.
«Πονάει! Ω Κύριε, πόσο πονάει!» απάντησε η Λυδία μ’ ένα σπασμένο βογγητό.
«Τότε γιατί δεν μιλάς; θα σε πονέσει περισσότερο!» είπαν με φανερή αμηχανία οι βασανιστές.
«Δεν μπορώ να μιλήσω… Δεν μπορώ… Δεν θα το επιτρέψει αυτό…», βόγκηξε η Λυ­δία.
«Ποιός δεν θα το επιτρέψει;»
«Ο Θεός δεν θα το επιτρέψει!».
Τότε οι βασανιστές επινόησαν κάτι καινούργιο για τη μάρτυρα: την ηθική κακοποίηση. Ήταν τέσσερεις. Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους. Χρειαζόταν ένας άλλος. Φώναξαν τον φρουρό να τους βοηθήσει.
Μόλις ο Ατάεβ μπήκε στο δωμάτιο, είδε τη Λυδία, κατάλαβε τον τρόπο του παραπέρα βασανισμού της και τον δικό του ρόλο σ’ αυτόν και μέσα του έγινε ένα θαύμα παρόμοιο με την απροσδόκητη μεταστροφή των αρχαίων βασανιστών. Η ψυχή του Ατάεβ είχε σιχαθεί την σατανική αποτροπαιότητα και ένας ιερός ενθουσιασμός τον κατέλαβε. Χωρίς καθόλου να συνειδητοποιήσει το τι έκανε, ο φρουρός του Ερυθρού Στρατού σκότωσε επί τόπου με το πιστόλι του τους δύο βασανιστές που στέκονταν μπροστά του. Πριν κιόλας αντηχήσει ο δεύτερος πυροβολισμός, ο άνδρας της Γκε-Πε-Ου που στεκόταν από πίσω, χτύπησε τον Κύριλλο στο κεφάλι με τη λαβή του πιστολιού του. Ο Ατάεβ είχε ακόμη αρκετή δύναμη, ώστε να γυρίσει και να αρπάξει τον αντίπαλό του από το λαιμό, αλλά ένας πυροβολισμός από τον τέταρτο τον έριξε στο πάτωμα.
Ο Κύριλλος έπεσε με το κεφάλι προς το μέρος της Λυδίας, που ήταν δεμένη και τεντωμένη με λουριά. Ο Κύριος του έδωσε την ευκαιρία ν’ ακούσει για μία ακόμη φορά λόγια ελπίδας από το στόμα της μάρτυρος. Κοιτώντας την Λυδία κατ’ ευθείαν στα μάτια και με το αίμα να τρέχει από το σώμα του, ο Κύριλλος πρόφερε ασθμαίνοντας τις λέξεις που δήλωναν την ένωσή του με τον Θεό.
«Αγία, πάρε με μαζί σου!» «θα σε πάρω», χαμογέλασε ολόλαμπρη η Λυδία.
Με το άκουσμα και τη σημασία αυτής της συνομιλίας ήταν σαν να ανοίχτηκε ξαφνικά μια πόρτα για το υπερπέραν μπροστά στα μάτια των δύο ανδρών της Γκε-Πε-Ου που επέζησαν. Ο τρόμος τους συσκότισε τη συνείδηση. Με υστερικές κραυγές άρχισαν να πυροβολούν τα δυο ανυπεράσπιστα θύματα, που είχαν απειλήσει την ασφάλεια της κοσμοθεωρίας τους, μέχρι που άδειασαν και τα δύο πιστόλια τους. Αυτοί που ήρθαν τρέχοντας στο άκουσμα των πυροβολισμών, τους απομάκρυναν, ενώ εκείνοι ούρλιαζαν υστερικά. Αλλά και οι ίδιοι το έβαλαν γρήγορα στα πόδια κυριευμένοι από έναν ακατανόητο τρόμο.
Ο ένας από αυτούς τους δύο άνδρες της Γκε-Πε-Ου περιήλθε σε κατάσταση τελείας παραφροσύνης. Ο άλλος σύντομα πέθανε από νευρικό κλονισμό. Πριν από το θάνατό του αυτός ο δεύτερος τα διηγήθηκε όλα στο φίλο του λοχία Αλεξέι Ικόνικοφ, ο οποίος επέστρεψε στο Χριστό και γνωστοποίησε το γεγονός στην Εκκλησία. Λόγω δε του ότι διέδιδε παντού με ζήλο αυτό το γεγονός, βρήκε μαρτυρικό θάνατο και ο ίδιος.
Και οι τρεις, Λυδία, Κύριλλος και Αλέξιος, έχουν καθιερωθεί ως άγιοι στη συνείδηση της ρωσικής μυστικής εκκλησίας «των κατακομβών». Με τις πρεσβείες τους είθε ο Κύριος να ελεήσει τον χριστιανικό λαό της Ρωσίας!

(«Αγιορειτική Μαρτυρία», τευχ. 3, σ. 145-147)