Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΟΡΤΗ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΟΡΤΗ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2022

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

 Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου

 

Ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία του στὸ Κατά Λουκάν Εὐαγγέλιο, κεφ.Β΄,ἐδάφια 22-26

«Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ». «Όταν επληρώθησαν –δεύτερη πράξις τώρα- το πρώτο ἐπλήσθησαν αναφέρεται εις τις οκτώ ημέρες. Τώρα έχομε ένα δεύτερο ἐπλήσθησαν - δηλαδή συνεπληρώθησαν- τι; Οι σαράντα ημέρες του καθαρισμού. Τώρα, αυτός ο καθαρισμός αναφέρεται εις την μητέρα. Όχι εις το παιδί πλέον. Η μητέρα θεωρείται ακάθαρτος έως την τεσσαρακοστήν ημέραν, εφόσον το παιδί που θα γεννούσε θα ήτο αγόρι. Εάν ήτο κορίτσι, ο καθαρισμός της επληρούτο την ογδοηκοστήν ημέραν. Δηλαδή σε ογδόντα ημέρες. Διπλάσια απ’ ό,τι εις το αγόρι. Στις ογδόντα μέρες έπαιρνε η γυναίκα τον καθαρισμό της.

Εδώ μας κάνει πάλι εντύπωση αυτό το σημείο, τι έννοια θα είχε αυτός ο καθαρισμός. Αγαπητοί μου, νομίζω σας απασχολεί πολύ, ιδίως τις γυναίκες, όχι λιγότερο και τους άντρες. Έχουν πολλά ειπωθεί γύρω από το θέμα αυτό. Το γιατί τελικά ο Θεός έχει προτείνει τα πράγματα έτσι εις τον παλαιόν νόμον, που μερικά έχουνε ήδη εισαχθεί και εις την Καινή Διαθήκη –γιατί και σήμερα οι γυναίκες παίρνουν σαραντισμόν- ακριβώς δεν μπορούμε να απαντήσουμε. Εντούτοις, αφήνει πολλά σημεία ο λόγος του Θεού να κατανοήσουμε και η πατερική σοφία έρχεται να βοηθήσει εις το σημείο αυτό, άλλος μεν με τούτη τη γνώμη, άλλος με εκείνη, να σχηματίσουμε μία περίπου εικόνα. Είπα «περίπου». Είπα περίπου. Σας βεβαιώνω, έχω απορία αν θα έπρεπε το θέμα να το δούμε από πάσης πλευράς- δεν ξέραμε τι θα απαντήσουμε.

Το Λευιτικόν- βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης- ένα από τα πέντε πρώτα βιβλία της Πεντατεύχου δηλαδή, από του ενδεκάτου έως του δεκάτου έκτου κεφαλαίου του, μας δίνει αυτήν την εικόνα της εννοίας του «καθαρού» και του «ακαθάρτου». Βέβαια, αυτή η εικόνα είναι ευρεία. Αναφέρεται σε πολλά πράγματα. Στις τροφές, στα αντικείμενα, στον άνθρωπο. Τροφές, αντικείμενα, άνθρωπος. Αν θα ‘πρεπε να δούμε αν όντως όλα αυτά τα οποία αναφέρει το βιβλίον αυτό, το Λευιτικόν, είναι βρώμικα, βέβηλα - «ακάθαρτο» θα πει βέβηλο- αν όντως είναι βέβηλα, τότε θα βλέπαμε ότι προσκρούουμε σε άλλα σημεία της Αγίας Γραφής, και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, απ΄ό,τι ο Θεός έχει κάνει, τίποτα το βέβηλον. Στην Καινή Διαθήκη, επί παραδείγματι, θα μας πει ο Απόστολος Παύλος ότι «πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον». «Κάθε κτίσμα του Θεού είναι καλό και δεν είναι κανένα απόβλητο». Συνεπώς το «βέβηλον» δεν είναι οντολογικόν. Φερειπείν, το αίμα της γυναικός, το μηναίον, η έμμηνος ρύσις, δεν είναι βρώμικο, οντολογικό, δεν είναι κάτι που θα λέγαμε «Μην πας στην εκκλησία γιατί είσαι ακάθαρτη». Δηλαδή τι είναι το ακάθαρτον; Υπάρχει οντολογική ακαθαρσία, πραγματική δηλαδή; Δηλαδή εκείνο το αίμα υπέστη μίαν αλλοίωσιν τέτοια, που επιτέλους επιτέλους είναι έτσι ακάθαρτο που να απαγορεύεται; Η ύλη υφίσταται ακαθαρσία οντολογική που στον Θεό δημιουργεί δυσάρεστο αίσθημα; Όχι, αγαπητοί μου. Όχι! Θα το πω άλλη μία φορά: Όχι!

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης απορεί γιατί οι γυναίκες είναι ακάθαρτες κάθε μήνα. Λέγει ίσως –βάζει ένα ίσως- ίσως, είναι στο Πηδάλιο σελίδα 22, ίσως δια την σκληροτραχηλίαν - σκληρότητα- των αντρών, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι σημαίνει εγκράτεια, δια να προστατεύσει ο Θεός τη γυναίκα, καθιστά τον άντρα ακάθαρτον, αφού κατέστησε τη γυναίκα ακάθαρτον νομικώς και ότι θα έπρεπε να τύχουν καθαρισμού κτλ. από νομικής πλευράς». Δηλαδή ένα είδος πες, αναρίσματος, δια την ακράτεια που θα υπήρχε μέσα εις τον γάμον. Αυτό λέγει ο άγιος Νικόδημος. Και βάζει ένα ίσως. Διότι δεν δικαιολογείται οντολογικώς να είναι κάτι ακάθαρτο στα μάτια του Θεού.

Ακόμη, στο πρώτο βιβλίο της Γενέσεως, τρίτο κεφάλαιο , στίχος 31, διαβάζουμε: «Τὰ πάντα, ὅσα ὁ Θεὸς ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν»· ότι ο Θεός έκανε όλα είναι καλά, πολύ καλά μάλιστα. Και εις την Καινήν Διαθήκην πάλι ξαναγυρίζω: «Πάντα δια τοῦ λόγου ἐγένετο, καί χωρίς αὐτοῦ –του Λόγου, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος- οὐδέ ἕν γέγονεν, ὃ γέγονεν». «Από ό,τι έχει γίνει, δεν έχει γίνει τίποτε που να μην το ΄κανε ο Θεός».

Ώστε λοιπόν η έννοια του καθαρού και του ακαθάρτου δεν ευρίσκεται εις την φύσιν των όντων, αλλά ευρίσκεται εις τον καθορισμόν που πάντοτε ο Θεός ανά πάσα στιγμή θέτει. Το αντελήφθητε; Όχι εις την φύσιν των όντων, αλλά εις τον καθορισμόν που ο Θεός ανά πάσα στιγμή θέτει. Εάν δηλαδή ο Θεός πει ότι «το τραπέζι αυτό είναι ακάθαρτο», είναι ακάθαρτο γιατί ο Θεός το καθορίζει να είναι ακάθαρτο· διότι ύστερα από λίγο θα πει ο Θεός: «Το τραπέζι αυτό είναι καθαρό». Η ύλη του- εδώ με ενδιαφέρει, για την ύλη του- ούτε την πρώτη φορά ήτο ακάθαρτος, ούτε τη δευτέρα φορά καθαρίστηκε. Όχι. Παρέμεινε η ιδία. Αλλά καθορίζεται καθαρόν ή ακάθαρτον από το πώς θα το καθορίσει ο Θεός.

Από τη Σοφία Σειράχ έχομε το εξής σημείον. Είναι από το 18ον κεφάλαιον, ότι «ὁ Ζῶν εἰς τόν αἰῶνα ἔκτισε τά πάντα κοινῇ». «Ο Θεός που ζει εις τον αιώνα, αιωνίως, έκτισε απολύτως όλα ο Ίδιος μόνος Του». Είναι, λοιπόν, ο Θεός δημιουργός των πάντων. Παρακάτω: «Αὐτὸς γὰρ βασιλεὺς πάντων ἐν κράτει αὐτοῦ, διαστέλλων ἐν αὐτοῖς ἅγια ἀπὸ βεβήλων». «Ο Θεός» λέει «είναι Εκείνος ο Οποίος διαστέλλει, ξεχωρίζει, τα άγια από τα βέβηλα, τα καθαρά από τα ακάθαρτα». Ώστε καθαρά βλέπομε εδώ ότι δεν υπάρχει ακάθαρτο τίποτε. Οντολογικώς. Κάνομε, επί παραδείγματι, τα εγκαίνια εις τον Ναό. Εδώ πέρα τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι το ακάθαρτο. Δεν μπορούμε. Βλέπουμε να μπαίνει ένα σκυλί μέσα. Το θεωρούμε αμαρτία. «Μπήκε σκυλί!». Και τρέχουμε να το κυνηγήσουμε. Το σκυλί είναι ακάθαρτον. Όχι! Δεν είναι κτίσμα του Θεού; Βεβαίως. Γιατί; Διότι καθορίζεται ότι ο τόπος αυτός δεν πρέπει να δεχτεί σκυλιά.Καθορίζεται από τον Θεόν. Ώστε δεν υπάρχει το ακάθαρτον οντολογικά. Είναι κατά καθορισμόν αυτού τούτου του Θεού. Έχει αξία αυτό; Βεβαίως! Προσέξτε παρακάτω να δείτε. Διατί ο Θεός το θέτει έτσι.

Όπως θα γνωρίζετε, το καθαρόν και το ακάθαρτον μέσα στην Παλαιά Διαθήκη, είναι θα λέγαμε, ένα Άλφα και Ωμέγα. Τόσο μάλιστα που οι Εβραίοι, όταν πήγαιναν στην αγορά και γύριζαν σπίτι τους, δεν έτρωγαν ψωμί, εάν δεν έπλεναν τα χέρια τους καλά καλά. Πλέναν πιάτα, πλέναν κρεβάτια, τα πάντα πλέναν, όχι πλένοντας, όπως, θα λέγαμε, γιατί το πιάτο φάγαμε και είναι βρώμικο ή γιατί το κρεβάτι θέλει ξεσκόνισμα ή πλύσιμο, όχι καθαρισμός νομικός. Ο Χριστός αυτήν την υπερβολή τούς την κατακρίνει γιατί θέλει να δώσει μίαν άλλην εικόνα των πραγμάτων. Δηλαδή τι ακριβώς; Θέλει να βοηθήσει τους ανθρώπους του παλαιού νόμου να αντιληφθούν ότι μέσα από τον καθαρισμόν αυτόν υπάρχει κάτι άλλο.

Στην Παλαιά, λοιπόν, Διαθήκη επικρατούν τρία σημεία ακάθαρτα. Εκτός από τα ζώα ως προς το φαγητό. Όσον αφορά εις τον άνθρωπον. Ποία είναι αυτά; Το πρώτον είναι η γέννησις. Η γυναίκα θεωρείται ακάθαρτη όταν γεννήσει παιδί. Οι καημένες οι γυναίκες διαμαρτύρονται και λένε: «Είμαι ακάθαρτη; Γιατί;», ρωτάνε. Είναι κάτι που το αισθάνονται πολύ άσχημα. Γιατί είναι ακάθαρτο. Μετά, θεωρείται ακάθαρτη η ασθένεια, από νομικής πλευράς, και μάλιστα το αποκορύφωμά της, η λέπρα. Θυμηθείτε όταν οι δέκα λεπροί συναντούν τον Χριστόν. Υπήρχαν ορισμένοι τόποι στους οποίους σύχναζαν οι λεπροί. Και οι τόποι αυτοί ήταν εις το ύπαιθρον. Ποτέ μέσα στις πόλεις. Εθεωρούντο νομικώς ακάθαρτοι.

Και τρίτον, ο θάνατος. Εάν πέθαινε κάποιος άνθρωπος, εκεί εις το σπίτι μέσα, εθεωρείτο το σπίτι ακάθαρτον και ο νεκρός ακάθαρτος. Εκείνοι που τον επεριποιούνταν να τον πλύνουν, να τον καθαρίσουν, να τον θάψουν, έπρεπε μετά ταύτα να υποστούν νομικόν καθαρισμόν. Ήταν ακάθαρτοι, αν πέθαινε το πρωί ο άνθρωπος, μέχρι το βράδυ ακάθαρτοι. Ο «ναζιραίος», ο αφιερωμένος στον Θεό, δεν έπρεπε να δει ούτε νεκρόν. Όχι να αγγίξει, ούτε να δει. Εάν του ‘λεγαν: «Πέθανε ο πατέρας σου», δεν έπρεπε να πάει να δει τον πατέρα του νεκρόν· διότι, ως αφιερωμένος στον Θεό, δεν χωρούσε τίποτε το ακάθαρτον μέσα σε μια αφιέρωση. Θυμηθείτε όταν οι Εβραίοι, δεν ήθελαν να μπουν παραμονή του Πάσχα εις το Πραιτώριον· «ἵνα μή μιανθῶσιν», όπως λέει ο ευαγγελιστής, Ιωάννης μου φαίνεται. Για να μη μιανθούν, βεβηλωθούν, για να μπορέσουν να φαν το Πάσχα. Αλλιώς δεν μπορούσανε να φάνε το Πάσχα. Εθεωρούντο ακάθαρτοι. Έπρεπε να υποστούν νομικόν καθαρισμόν. Αλλά δεν έμεναν περιθώρια για νομικόν καθαρισμόν και για να μην μιανθούν και μείνουν χωρίς να φάγουν το Πάσχα, μένουν έξω από το Πραιτώριον. Έξω από το δικαστήριο.

Ώστε η γέννησις, η αρρώστια και ο θάνατος. Γιατί; Και αυτά αναφέρονται στον άνθρωπον. Ο Χριστός, όπως ξέρετε, όταν κλήθηκε από τον Ιάειρον, δεν είπε κανένα λόγον εις την κόρη του να αναστηθεί, όπως είπε εις τον Λάζαρον. Εις τον Λάζαρον είπε: «Έλα έξω». Δεν τον ήγγισε τον Λάζαρον. Την κόρη του Ιαείρου όμως την ήγγισε. Την έπιασε από το χέρι. Θα μπορούσαν να πουν οι Εβραίοι για μια στιγμή: «Ήτο ακάθαρτος ο Χριστός· γιατί ήγγισε νεκρόν». Αλλά εφόσον ο νεκρός έγινε ζωντανός, πώς θα ‘τανε πια νεκρός, θα ΄ταν ακάθαρτος; Το σημαντικό όμως είναι ότι ο Χριστός πιάνοντας από το χέρι νεκρό άνθρωπο, πτώμα, καταργεί την έννοια του ακαθάρτου. Καταργεί την έννοια του ακαθάρτου!

Αλλά τι έννοια είχε αυτή; Ιδού, αγαπητοί μου. Η γέννησις του ανθρώπου συνοδεύεται με την επιθυμία. Αλλά η επιθυμία είναι ο πυρήν του προπατορικού αμαρτήματος. Ενθυμείσθε φέτος είχαμε κάνει ανάλυση της εννοίας της επιθυμίας. Συνεπώς, όταν καθορίζεται η γυναίκα με τη γέννηση ότι είναι ακάθαρτος, σημαίνει: πρέπει να έχει μπροστά στα μάτια της και αυτή και οι άλλοι, ότι είναι κάτω από το προπατορικόν αμάρτημα. Δεύτερον. Πρώτη συνέπεια αυτής της καταστάσεως του προπατορικού αμαρτήματος είναι η αρρώστια. Διότι ο Θεός δεν έκανε ούτε τον θάνατον, ούτε την ασθένεια. Συνεπώς πρώτος καρπός του προπατορικού αμαρτήματος είναι η αρρώστια. Την καθορίζει ως ακαθαρσία και λέγει- μάλιστα ακόμη και την ονείρωξιν, και την ονείρωξιν τη θεωρεί ακάθαρτο πράγμα. Μία ημέρα θεωρείται ακάθαρτος. Η γυναίκα που έχει την έμμηνο ροή και στην καρέκλα που θα καθίσει, η καρέκλα θεωρείται ακάθαρτος. Δηλαδή αυτή η έντονος εικόνα μπροστά στον άνθρωπο ότι είναι κάτω από το προπατορικόν αμάρτημα. Και το άλλο το μεγάλο αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος είναι ο θάνατος. Διότι, επειδή ημάρτησαν οι πρωτόπλαστοι, εισήχθη ο θάνατος. Συνεπώς, τονίζεται η ακαθαρσία του νεκρού για να τονιστεί το προπατορικό αμάρτημα.

Και γιατί τόσο έντονα τονίζεται το προπατορικόν αμάρτημα; Δια να τονιστεί έντονα η ανάγκη του Λυτρωτού. Πότε κάναμε, παρακαλώ, ή μάλλον, πότε βοηθάμε τον άρρωστο να πει: «Θέλω γιατρό» · όταν του παραστήσομε ότι η αρρώστιά του είναι πολύ σοβαρή. Τότε τι λέγει; «Τον γιατρό!». Έτσι κι εδώ. Πότε ο άνθρωπος θα ζητούσε την λύτρωση; Όταν θα καταλάβαινε ότι είναι βαριά άρρωστος. Γι΄αυτό τόσο έντονα προβάλλεται το προπατορικόν αμάρτημα. Να γίνει αισθητή η παρουσία και η ανάγκη του Μεσσίου, του Λυτρωτού. Αλλά θα μου πείτε, αφού έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί ο άνθρωπος να μπερδεύεται και θέλει να κολλάει σε μερικά πράγματα;

Αγαπητοί μου. Είναι μία αρρώστια της διανοίας, και αυτή αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος. Το μυαλό του ανθρώπου κολλάει- περίεργο πράγμα- κολλάει· όπως κολλάει η βελόνα πάνω στην πλάκα του γραμμοφώνου, του πικάπ, και παίζει το ίδιο πράγμα· και δεν θέλει να ξεκολλήσει ο άνθρωπος από αυτό που βλέπει έτσι. Γιατί; Διότι ο άνθρωπος, έπαθε, το κατ΄εικόνα, έπαθε μία φθορά. Μόνος του δε, δεν θέλει να απαλλαγεί από τη φθορά αυτή. Και μέσα σε αυτή τη φθορά, κινείται και έτσι δεν μπορεί να συλλάβει την εικόνα των πραγμάτων καθαρή. Καθαρή. Και εδώ θα είχε αξία η περίπτωση του σπηλαίου του Πλάτωνος, που έχει φαίνεται κάποια παράδοση και ότι ο Πλάτων δεν είπε το παράδειγμα αυτό τυχαία, ότι οι άνθρωποι πάντα θέλουν να βλέπουν τη σκιά των όντων, χωρίς να μπορούν να ίδουν την εικόνα των όντων, όπως έχει. Αυτό εις τον πνευματικό τομέα και στον θρησκευτικό τομέα είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό. Είναι δυστύχημα.

Ευθύς παρακάτω, ευθύς παρακάτω, θα δούμε μία μορφή, τον Συμεών, τον γέροντα, ο οποίος είχε καθαρή αντίληψη των πραγμάτων και τίθεται το ερώτημα: «Γιατί;». Αλλά θα το δούμε στη συνέχεια του πράγματος.

Πάντως, να τελειώσουμε από το χωρίον αυτό, η Θεοτόκος δεν υπέκειτο εις την ανάγκη τέτοιου καθαρισμού, διότι δεν συνέλαβε κατόπιν επιθυμίας, δεν υπήρξε σύλληψις κατά φύσιν, ώστε να υπεισέλθει το προπατορικόν αμάρτημα. Ήτο λοιπόν η Θεοτόκος καθαρή. Η ιδία δε, ως φέρουσα το προπατορικόν αμάρτημα, το έφερε η Παναγία, εκαθαρίσθη με την έλευσιν του Αγίου Πνεύματος. Όταν δηλαδή, είπε ο άγγελος «Καί πνεῦμα ἅγιον ἐπισκιάσει σοι», «θα σε επισκιάσει», εκεί γίνεται και η κάθαρσις της Θεοτόκου ώστε και η ιδία καθαρή και ο τόκος της καθαρός. Συνεπώς δεν αναφερόμεθα πια εις την Θεοτόκον. Αλλά και αυτό γίνεται για να μην σκανδαλιστούν οι γύρω. Και η Παναγία πληροί τον νόμον· αν και δεν είχε ανάγκη. Πληροί τον νόμον· όμως, εις τον στίχον αυτόν, έχομε πάλι δύο σημεία. Όπως στο προηγούμενο, στην περιτομή και το όνομα, και για τον Χριστόν η περιτομή ήτο περιττή, το όνομα έπρεπε να μπει, εδώ έχομεν τον καθαρισμόν και την παράστασιν. Ο καθαρισμός περιττός, η Θεοτόκος δεν είναι ακάθαρτος. Έχομεν την παράστασιν. Τίνος; Του Ιησού εις τον ναόν. Έφερε η Θεοτόκος τον Ιησούν εις τον ναόν, για να Τον παραστήσουν, λέγει, εις τον ναόν. Να τον παραστήσουν. Τι σημαίνει αυτό; «Παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ». «Ἀνήγαγον αὐτόν εἰς Ἱεροσόλυμα, παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ». «Να παρουσιάσουν». Αυτό το «να παρουσιάσουν», αναφέρεται εις την Παλαιά Διαθήκη ως εξής: Για να μην ξεχάσουν οι Εβραίοι, ως άνθρωποι επιλήσμονες την ευεργεσία που τους έκανε ο Θεός, να τους βγάλει από την Αίγυπτο κατά τόσον καταπληκτικόν τρόπον, με τις δέκα πληγές του Φαραώ κ.λ.π. τους είπε εις ανάμνηση της τελευταίας πληγής, εις την οποίαν, έπεσαν μεν οι Αιγύπτιοι, απηλλάγησαν όμως οι Εβραίοι, ότι, θα το διαβάσω καλύτερα· είναι από το «Ἔξοδος»: «Ἁγίασόν μοί πᾶν πρωτότοκον, πρωτογενές, πᾶσαν μήτραν διανοῖγον ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ». Δηλαδή, «κάθε πρωτότοκο παιδί θα έρχεσαι να μου το αφιερώνεις. Θα το πάρεις πίσω σπίτι σου, αφού θα μου δώσεις αντάλλαγμα», λέει ο Θεός. Μία θυσία. Ένα πρόβατο, αν ήσουν πλούσιος· εάν δεν ήσουν, ένα ζευγάρι περιστέρια, ένα ζευγάρι τρυγόνια. Αυτό, αν θα σε ρωτήσει, λέει, το παιδί σου τι είναι, θα πεις: «Επειδή ο Κύριος μάς απήλλαξε από τους Αιγυπτίους και τα πρωτότοκά μας δεν πέθαναν, του τα αφιερώνουμε». Δηλαδή είναι μία τελετή αναμνήσεως του θαύματος. Αναμνήσεως του ευχαριστώ, της ευγνωμοσύνης. Έχομε λοιπόν μία παράσταση. Αλλά αυτή η παράστασις ταυτοχρόνως είναι και μία προσφορά· διότι προσφέρει ο πατέρας το πρωτότοκο παιδί του, το αγόρι του. Το προσφέρει.

Αλλά, γιατί εδώ προσάγεται ο Ιησούς; Προσφέρεται ως δώρο· διότι για να το πάρεις πίσω, πρέπει να προσφέρεις την αξία του δώρου. Γι'αυτό έδιναν εκείνο το οποίο έδιναν. Για τη θυσία του δώρου. Μάλιστα, από τα δύο πουλιά, τα δύο τρυγόνια ας πούμε, τα δύο περιστέρια, το ένα το έσφαζε ο ιερεύς για τον καθαρισμό της γυναικός, της μητέρας του. Και το άλλο το άφηνε ελεύθερο να φύγει ως δώρον δια το παιδί. Έχομε λοιπόν το στοιχείο της προσφοράς. Ο Χριστός δυο φορές προσεφέρθη εις τον Πατέρα. Δύο φορές. Άνθρωπος. Η μία είναι εις τον ναόν και η άλλη είναι εις τον Γολγοθά. Αυτό, αυτή η διπλή προσφορά του Χριστού επαναλαμβάνεται μέσα εις την Θείαν Λειτουργίαν. Όταν με το πρόσφορό μας, που χαράξαμε τον Αμνόν, υψώνομε, προσάγομε, προσκομιδή- προσαγωγή, προσκομιδή, προσφορά· είδατε; Σηκώνομε την προσφορά· είναι δώρον προς τον Πατέρα, δηλαδή ο Ιησούς είναι δώρο στον Πατέρα. Δεν προσφέρομε το ψωμί εις τον Πατέρα, αλλά ο Ιησούς αντιπροσωπεύεται από τον Άρτον και προσφέρεται ο Ιησούς ως δώρο για τον Πατέρα. Γι΄αυτό εις την προσκομιδή βάζουν άλλοι μεν την εικόνα της κενώσεως, της ταπεινώσεως, άλλοι δε της Γεννήσεως. Και οι δύο είναι σωστές. Η Γέννησις ως προσφορά· θα μου πείτε γιατί δεν βάζουμε την Υπαπαντή; Διότι και η Γέννησις είναι προσφορά στον Πατέρα. Αλλά και η κένωσις το ίδιο, γιατί εκεί όταν χαράζουμε πάνω εις τον Αμνόν, κάνομε προκαταρκτικά του Πάθους. «Θύεται ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου· ὅτι αἴρεται ἡ ζωή Αὐτοῦ ἀπό τῆς γῆς» κ.τ.λ. Είναι λοιπόν προκαταρκτικά της θυσίας. Και γίνεται την ώρα που προσφέρεται το δώρον. Όταν λέμε: «Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν Σοί προσφέρομεν», προσφέρομεν δώρον. Κατόπιν, θα προσφερθεί ο Χριστός ως θυσία εις τον Πατέρα. Όταν θα πει ο ιερεύς: «Καί ποίησον, τόν μέν Ἄρτον τοῦτον, Τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ Σου», εκεί έχομε ταυτοχρόνως μεταβολή της θείας προσφοράς. Ταυτοχρόνως. Ενθυμείσθε τα λέγαμε πρόπερσι αυτά. Ώστε έχομε δύο προσφορές. Τη μία ως δώρον και την άλλη ως θυσία. Η μία στην προσκομιδή και η άλλη μέσα στη Θεία Λειτουργία. Αυτό επαναλαμβάνεται στη Θεία Λειτουργία όπως σας είπα και είναι ακριβώς όπως ο Χριστός προσεφέρθη προς τον Πατέρα.

23 στίχος: «Καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται». Εδώ δικαιολογεί αυτό που προηγουμένως σας είπα ως προς την Παλαιά Διαθήκη. 24: «καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νόμῳ Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν». Και αυτό το αναλύσαμε. «Και θα δώσουν θυσία». Εάν λοιπόν εδώ αναφέρονται τα περιστέρια και τα τρυγόνια, πρέπει η προσφορά του Χριστού να ήτανε η προσφορά των πτωχών. Η προσφορά των πτωχών… Επτώχευσε δι’ ημάς ο Χριστός.

Και τώρα μπαίνουμε σε μία νέα σκηνή. Θα το ξέρετε πάντοτε, ο Ευαγγελιστής Λουκάς, όταν θέλει να εισαγάγει μια νέα σκηνή, συχνά χρησιμοποιεί το «Ιδού». Θέλει να ελκύσει την προσοχή. Και λέει ο στίχος 25: «Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν Ἱεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος, δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν Ἅγιον ἐπ᾿ αὐτόν». «Ήταν», λέγει, «κάποιος άνθρωπος εις τα Ιεροσόλυμα». Ο άνθρωπος αυτός δεν ήτο ιερεύς. Προσέξτε, υπογραμμίζω: Δεν ήτο ιερεύς. Υπάρχει ίσως η ευρεία αντίληψις ότι ο Συμεών ήτο ιερεύς. Όχι. Αν ήτο ιερεύς, θα μας το έλεγε ο Ευαγγελιστής Λουκάς αυτό. Δεν ευρίσκετο εις το ιερόν. Πρέπει να σας πω ακόμη ότι το όλο κτίσμα διαιρείτο σε δύο γενικά μέρη· εις το ιερόν και εις τον ναόν. Όταν λέγει ιερόν εννοεί τις αυλές και όλες τις οικοδομές που ευρίσκοντο εις τας αυλάς. Είχε πολλές αυλές ο ναός του Σολομώντος. Πολλές αυλές. Αν έχετε δει αναπαράσταση του ναού, θα το έχετε αντιληφθεί αυτό. Συνεπώς, ιερόν λέγεται όλα τα εξωτερικά κτίσματα, τα εκτός του κυρίως ναού, και οι αυλές· και ναός λέγεται το κύριον κτίσμα, μέσα εις το οποίον εγίνετο η λατρεία. Ο ναός τώρα είχε ιδιαίτερα χωρίσματα, δεν μένω εκεί· όταν λέγει εδώ ότι ήρθε εις το ιερόν ο άνθρωπος αυτός, ήρθε εις την αυλήν, έξω από τον ναό. Απηγορεύετο δε να μπει εθνικός και εις το ιερόν, δηλαδή και εις την αυλήν, όχι μόνο εις τον ναόν.

Και ο άνθρωπος αυτός έρχεται, το όνομά του Συμεών, όπως είδαμε, κάτω από το Πνεύμα το Άγιον. Από την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Να μια προώθησις. Το Πνεύμα το Άγιον τού λέγει: «Πήγαινε εις τον ναόν· πήγαινε εις τον ναόν». Όπως ακριβώς συνέβη με τον Φίλιππον τον διάκονον, όταν το Πνεύμα το Άγιον του λέγει: «Σήκω, πήγαινε ‘’κατά μεσημβρίαν’’ - δηλαδή προς νότον- στον δρόμο που πάει προς την Γάζα». Πάλι το Πνεύμα το Άγιον τού λέει, όταν περνούσε το αμάξι του Αιθίοπος- πώς το λέγει; Δεν μπορώ να σας πω, δεν ξέρω, δεν ξέρω πώς… Ωθεί, εμπνέει: «Κάνε αυτό». «Προσκολλήθητι», λέει, «τῷ ἅρματι». «Κόλλησε, άρπαξε, γαντζώσου από το άρμα».

Βλέπετε λοιπόν ότι κάτω από την επίδραση και έμπνευση και ώθηση του Αγίου Πνεύματος, ο Συμεών αφήνει το σπίτι του, θα ‘λεγε κανείς, κάπως ξαφνικά, φυσικά πήγαν ο Ιωσήφ και η Θεοτόκος με το βρέφος Ιησούν, δεν θα ‘ταν πολλή ώρα, θα ‘καναν το έργο τους και θα έφευγαν, πολύ λίγη ώρα, ελαχίστη. Συνεπώς ξαφνικά πρέπει να φεύγει ο άνθρωπος από το σπίτι του, να πηγαίνει κατευθείαν για τον ναό.

Έχει πολύ σημασία αυτό. Αλλά, σε λίγο, θα εμφανιστεί μία γυναίκα. Είναι η Άννα η προφήτις. Τόσο ο Συμεών- που θα το αναλύσουμε ιδιαιτέρως αυτό- όσο και η Άννα η προφήτις, ομολογούν θαυμαστά πράγματα. Λέγει ο Συμεών μόλις είδε το βρέφος: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ». «Τώρα να πεθάνω. Όπως είμαι. Είδαν τα μάτια μου το σωτήριόν σου». Η Άννα να βεβαιώνει και να λέγει ότι «Αυτός είναι σπουδαίος· είναι ο Μεσσίας». Και λέγει εις την Θεοτόκον ότι «οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ». Γιατί; Διότι εδώ, αγαπητοί μου, εις μίαν πράξιν ασημότητος, έρχεται μία πράξις επισημότητος, για να μας βγάλει από έναν ενδεχόμενον σκανδαλισμόν. Ενθυμείσθε στην Γέννησιν; Σε ένα στάβλο, σε ένα παχνί, ανακλίνεται ο Υιός του Θεού· που έγινε άνθρωπος. Κι όμως. Ενώ κανείς δεν παίρνει είδηση ότι κάποιο παιδάκι γεννήθηκε εκείνη τη νύχτα, όλος ο ουράνιος κόσμος, όλοι οι άγγελοι, υμνούν και δοξολογούν τον Θεόν. Μέσα εις την ασημότητα και την ταπείνωση, έρχεται μία πράξις επισημότητος, δια να υπογραμμίσει ότι εδώ κρύπτεται μυστήριον καταπληκτικόν. Τώρα, εις την πράξιν αυτήν της ασημότητος, ότι μια γυναίκα, από ‘κείνες τις χιλιάδες γυναίκες που ποτέ πέρασαν από τον ναόν, έρχεται σε μία πράξη τόσο συνηθισμένη, όπως και παρ’ ημίν, που οι γυναίκες πάνε να πάρουν σαραντισμόν· κάποιο απόγευμα θα πάνε στον Εσπερινό να πάρουν τον σαραντισμό. Ποιος θα ανοίξει; Ποιος είναι στον ναό; Είναι κανείς; Ασημότης λοιπόν. Μέσα σ’ αυτήν την ασημότητα έρχεται μία επιβεβαίωσις προφητική, ότι αυτό το νήπιον είναι ο Μεσσίας του κόσμου.

Αλλά ο άνθρωπος αυτός ήτο δίκαιος· ήτο και ευλαβής. Ανήκε εις το λήμμα του λαού του Θεού. Εις το λήμμα. Εις το κατάλοιπον· διότι οι Εβραίοι δεν είχαν πλέον ακριβή αντίληψη περί του Μεσσίου. Κάτω από τις αναθυμιάσεις των ιδίων των επιθυμιών έχασαν την εικόνα του αληθούς Μεσσίου. Είναι εκείνο που προηγουμένως σας είπα: Γιατί χάνομε την εικόνα την αληθινή των πραγμάτων; Διότι μπαίνει το στοιχείο επιθυμία. Παντού εισχωρεί το προπατορικόν αμάρτημα. Δεν αφήνει τον άνθρωπο να αντιληφθεί τα πράγματα στην αλήθειά τους, στη γυμνή τους αλήθεια. Όταν όμως ο άνθρωπος θα θέσει τον εαυτόν του κάτω από την υπακοή του Θεού και την πίστη του Θεού, τότε καθαρίζεται το εσωτερικό του, βλέπει όσο δυνατόν να δει.

Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, καθορίζεται, ήτο δίκαιος και ευλαβής. Συνεπώς είχε προϋποθέσεις καθαρότητος. Θα πει –δεν θα το πούμε σήμερα- ότι ο Μεσσίας είναι «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν». Μεγάλης σημασίας αυτό. Δεν είναι εις αποκάλυψιν Ισραήλ, αλλά είναι εις δόξαν του Ισραήλ. «Εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν». Ξέρετε τι σήμαινε αυτό; Ότι αυτό που είπε ο Συμεών ήταν πέρα για πέρα αντισοβινιστικόν. Οι Εβραίοι λέγανε: «Ο Μεσσίας είναι δικός μας. Δεν ανήκει σε κανέναν άλλον!». Ο Συμεών λέγει: «Ο Μεσσίας είναι μεσσίας των εθνών, όλου του κόσμου». Αυτό είναι όμως μια αλήθεια που βγαίνει από μια καθαρότητα. Κανείς δεν θα μπορούσε να το πει αυτό. Κι όμως το λέγει ο Συμεών. Γιατί; Κάτω από το Πνεύμα το Άγιον εμπνευσμένος, επειδή ήτο δίκαιος και ευλαβής.

Ο Συμεών, αγαπητοί μου, ανήκε εις την τάξιν εκείνων των ανθρώπων που έμεναν πιστοί εις το θέλημα του Θεού. Ήταν η οικογένεια του Ζαχαρίου και της Ελισάβετ, ήτο η οικογένεια της Θεοτόκου, ήτο η οικογένεια της Άννας της Προφήτιδος, ήτο η οικογένεια του Συμεών – αυτούς τουλάχιστον που αναφέρει η Αγία Γραφή-· ήταν λίγοι αυτοί που είχαν καθαρή εικόνα περί του Μεσσίου. Εκείνοι που μπορούσαν να μελετούν την Αγίαν Γραφήν και να βλέπουν ορθά τα πράγματα.

Αλλά – επιτρέψατέ μου μια μικρή παρένθεση και θα τελειώσουμε- εδώ λέγει ότι «προσεδέχετο παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ», έτσι λέγει το ιερόν κείμενον, ότι «προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ». «Παράκλησις» θα πει παρηγορία· «προσδεχόμενος» θα πει αναμένων· περίμενε παράκληση. Δηλαδή ότι ο Μεσσίας θα ήτο η παράκλησις, θα ήτο η παρηγορία του λαού. Να γιατί ο Χριστός είπε στους μαθητάς Του: «Συμφέρει», λέει, «Εγώ να φύγω. Θα σας στείλω άλλον Παράκλητον, το Πνεύμα της Αληθείας». Όταν λέγει «άλλον Παράκλητον» σημαίνει ότι ομιλεί και έχει υπόψιν για έναν ομοίως δεύτερον. Ποιος είναι ο άλλος; Το ένα είναι το Πνεύμα το Άγιον και ο άλλος; Είναι ο Ίδιος. Βλέπετε πώς ονομάζει ο Χριστός τον εαυτόν Του; Παράκλητον. Βλέπετε πώς ο Συμεών αποκαλεί τον Μεσσίαν; Παράκλησιν εις τον Ισραήλ. Περίμενε παράκληση· παρηγορίαν. Δηλαδή ο Μεσσίας είναι Παράκλητος· παρηγορία, παρήγορος.Το Πνεύμα το Άγιον λέγεται Παράκλητος. Γιατί; Διότι μένει και μας βοηθά, μας παρηγορεί, μας ενισχύει. Κι ο Χριστός λοιπόν Παράκλητος· και το Πνεύμα το Άγιον Παράκλητος.

Αλλά εκείνο το «προσδεχόμενος», το οποίο θα είναι και το τελευταίο της αναλύσεώς μας, είναι το εξής. Προσδέχομαι σημαίνει περιμένω. Περιμένω σημαίνει ότι ερευνώ· ερευνώ. Επί παραδείγματι, αν περιμένω κάθε μέρα να δω να δημοσιεύεται μια είδησις που τη θέλω να είναι έτσι, συγκεκριμένη· την περιμένω την είδηση αυτή, αλλά από πού θα τη μάθω; Πρέπει να διαβάζω τις εφημερίδες. Κάθε μέρα λοιπόν παίρνω όλες τις εφημερίδες, κάθομαι και ψάχνω από τα χοντρά μέχρι τα ψιλά γράμματα, να δω αυτό που περιμένω. Γιατί δεν ξέρω πού θα είναι γραμμένο. Στα μεγάλα, τα χονδρικά ή στα ψιλά. Δηλαδή κάνω έρευνα. Ε λοιπόν, ερευνούσε ο Συμεών. Τι ερευνούσε; Την Αγίαν Γραφήν. Ποιες ήταν οι προϋποθέσεις της ερεύνης του; Το ότι ήτανε δίκαιος και ευλαβής. Ποιον είχε βοηθό στην έρευνα; Το Πνεύμα το Άγιον. Και ψάχνει…

Εμείς ψάχνομε; Ακούστε πώς το λέγει αυτό ο Απόστολος Πέτρος: «περὶ ἧς –της οποίας- σωτηρίας ἐξεζήτησαν καὶ ἐξηρεύνησαν προφῆται». Ἐξεζήτησαν. Ακούτε; Το ρήμα ἐκ- ζητῶ σημαίνει «ζητώ από». Συνεπώς σαν να λέγω: «Τι έχεις εδώ; Τι έχει εδώ μέσα; Θα το ανοίξω να δω τι έχει εδώ μέσα». Αυτό θα πει «ἐκ- ζητῶ». «Ἐξεζήτησαν» λοιπόν «προφῆται καὶ ἐξηρεύνησαν». «Ἐρευνῶ ἐκ»· είναι έντονο. «Οἱ περί εἰς ἡμᾶς χάριτος προφητεύσαντες ἐρευνῶντες, εἰς τίνα ἤ ποῖον καιρόν ἐδήλουν τό ἐν αὐτοῖς Πνεῦμα Χριστοῦ». Είδατε; «Που θα φανέρωνε», λέει, «το Πνεύμα του Χριστού εις τίνα και εις ποίον καιρόν θα εγίνοντο αυτά». Ώστε λοιπόν ερευνούσε.

Και τον πληροφορεί το Πνεύμα του Θεού τον Συμεών: «Δεν θα πεθάνεις, έως ότου δεις το σωτήριον του Θεού». «Σωτήριον τοῦ Θεοῦ» είναι ο Σωτήρ, δηλαδή ο Μεσσίας. Δεν θα πεθάνεις. Πόσο ετών να ήτο; Ογδόντα; Ενενήντα; Εκατό; Εκατόν είκοσι; Εκατόν πενήντα; Δεν μας λέει η Αγία Γραφή. Ο λόγος του Θεού δεν μας λέγει. Ένα μας λέγει μόνο. Ότι ερευνούσε ανά πάσα στιγμή πότε θα έρθει ο Μεσσίας. Είχε άραγε υπόψη ο Συμεών τις περίφημες εβδομάδες του Δανιήλ; Οι περίφημες εβδομήντα εβδομάδες του Δανιήλ συμπίπτουν ακριβώς με τη Γέννηση του Χριστού. Εβδομήντα εβδομάδες. 490 χρόνια. 7 x 7 = 49. 490 χρόνια. Είναι ο Δανιήλ ο μόνος που ορίζει επακριβέστατα το έτος Γεννήσεως του Μεσσίου. Τι έκανε λοιπόν ο Συμεών; Έψαχνε.

Ο άγιος Ιγνάτιος, ο αποστολικός αυτός πατήρ, επίσκοπος Αντιοχείας, ο Θεοφόρος, πηγαίνοντας στη Ρώμη, στέλνει μια επιστολή στον άγιο Πολύκαρπο –που τον γιορτάζουμε σήμερα- κι αυτός αποστολικός πατήρ, επίσκοπος Σμύρνης. Στην επιστολή αυτή που του στέλνει, στον δρόμο τη γράφει την επιστολή, έγραψε κι άλλες επιστολές, στον δρόμο, γράφει το εξής πολύ σπουδαίο: Λέει σαν επίσκοπος που ήτο και υπεύθυνος συνεπώς του λαού του, του λαού της Σμύρνης, στον Πολύκαρπον: «Τούς καιρούς καταμάνθανε». «Μανθάνω κατά». Μαθαίνω συνεπώς πολύ καλά. Αυτό θα πει καταμανθάνω. «Τους καιρούς», λέει, «μελέτα τους και μάθαινέ τους καλά. Τα μάτια σου ανοιχτά. Μελέτα την εποχή. Μελέτα τις εποχές. Μελέτα τους χρόνους». «Τὸν ὑπὲρ καιρὸν προσδόκα»

«Εκείνον που είναι πέρα από τους καιρούς, περίμενέ τον». Δηλαδή; Τη Δευτέρα του Χριστού παρουσία. Μ’ άλλα λόγια: «Βλέπε, μελέτα τα σημάδια που ο Χριστός έρχεται. Περίμενε Εκείνον που είναι πέρα από τους χρόνους, από πλευράς ουσίας». «Τόν ἄχρονον, τόν ἀόρατον, τόν δι' ἡμᾶς ὁρατόν πού ἔγινε ἄνθρωπος· τόν ἀψηλάφητον, τόν ἀπαθῆ, τόν δι' ἡμᾶς παθητόν, τόν κατά πάντα τρόπον δι' ἡμᾶς ὑπομείναντα». Αλλά όταν λέγει εις τον Πολύκαρπον, τον άγιον Πολύκαρπον ο άγιος Ιγνάτιος: «Τούς καιρούς καταμάνθανε», ποιος θα μπορούσε να βοηθήσει και εμάς να αποκρυπτογραφούμε τους καιρούς; Η αποκρυπτογράφησις του καιρού είναι πάλι έργο του προφήτου. Πρέπει να έχεις Πνεύμα Θεού, δεν δύνασαι να αποκρυπτογραφήσεις.

Ο Συμεών είναι ο πρώτος που δείχνει τον Χριστόν. Είναι πιο δύσκολο από του να πεις μια γυναίκα φτωχιά, η Θεοτόκος, με μια μαντήλα στο κεφάλι της, και ένας γέροντας δίπλα της, ο Ιωσήφ, κρατούν ένα μωρό, σαράντα ημερών. Κοινή, κοινοτάτη εικόνα. Θέλω να σας μεταφέρω στον ρεαλισμό των πραγμάτων, για να μπούμε στο πνεύμα. Ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του ναού κι άλλες μανάδες, κι άλλες γυναίκες με τους άντρες τους πάνε στον ναό. Για την ίδια δουλειά. Έρχεται ο άνθρωπος ο Συμεών να πει: «Αυτός είναι ο Μεσσίας. Αυτό το μωρό είναι ο Μεσσίας». Το παίρνει στην αγκαλιά του. Ω εκείνη η αγκαλιά…

[…] Ότι όσο μένει η χείρα ανοιχτή, έχομε το έλεος του Θεού. Όταν κλείσει η χείρα, τότε έχομε την κρίση του Θεού. «Κρίσις και έλεος», όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «δεν συνυπάρχουν, δεν συλλειτουργούν, όπως λέγει. Δεν συλλειτουργούν τον αυτόν χρόνον». Γι΄αυτό ο Θεός κατένειμε την κρίσιν και την μακροθυμίαν εις διάφορον χρόνον. Προηγείται το έλεος, ακολουθεί η κρίσις.

[…] χρόνια μετά. Είναι τρομακτικά δύσκολο. Αυτό έκανε τον Ιωάννη μέγα προφήτη. Όχι μόνο ο τρόπος της ζωής του, όχι μόνο η καθαρότητά του, αλλά και ως μέγιστος των προφητών, διότι έδειξε τον Μεσσία. Πολύ δύσκολο πράγμα. Τι λέγει ο αρχιερεύς, ο Καϊάφας,. Επίσημο πρόσωπο. Προφητεύει και αυτός. Ήτανε προφητεία αυτό που είπε ότι συμφέρει να πεθάνει ένας υπέρ του λαού. Και προφητεύει ως αρχιερεύς. Είχε εκείνο το εφώδ, το επιτραχήλιον θα λέγαμε για μας τους κληρικούς, χωρίς το οποίο δεν προφήτευε ο αρχιερεύς. Ηδύνατο λοιπόν να προφητεύει εάν ήτο τίμιος άνθρωπος και θα μπορούσε στο ερώτημα που έκανε στον Χριστόν: «Σε εξορκίζω, εις το όνομα του Ζωντανού Θεού, πες μας, εσύ είσαι ο Μεσσίας;». Και όταν ο Χριστός του λέγει: «Σύ εἶπας». «Είναι όπως το λες. Εγώ είμαι». Κι όταν λέει «Σε εξορκίζω», σημαίνει μεθ’ όρκου η βεβαίωσις. Μεθ’ όρκου η βεβαίωσις. Ο υποκριτής Καϊάφας ξεσκίζει τα ρούχα του. Γιατί; Είναι το Πνεύμα του Θεού, δεν μπορούσε να μείνει σε έναν τέτοιον άνθρωπο. Θα ηδύνατο να αποκρυπτογραφήσει. Και να πει και ο αρχιερεύς. «Αδερφοί μου στο συνέδριο, ξέρετε Ποιον έχουμε μπροστά μας; Πρέπει, πρέπει να γίνουμε σκόνη και καπνός μπροστά σε Εκείνον που έχουμε μπροστά μας τώρα. Και σπεύδουμε να δικάσουμε;». Αλλά δεν βλέπει ο Καϊάφας. Βλέπει όμως ο Συμεών. Λάθεψε; Οι αιώνες το απέδειξαν. Οι αιώνες το απέδειξαν! Δεν λάθεψε.

Λοιπόν. Ο προφήτης αποκρυπτογραφεί τους καιρούς. Πότε έρχεται ο Αντίχριστος; Προφήτης θα ‘ρθει να μας πει: «Αυτός είναι ο Αντίχριστος». Προφήτης θα ‘ρθει να μας το πει. Ποιος θα ‘ναι αυτός ο προφήτης; Πρέπει να σας πω ότι το προφητικό χάρισμα υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει μέσα στην Εκκλησία. Εκείνο το «μετά Χριστόν πας προφήτης κ.τ.λ.» που λένε, είναι ανόητο· για να μην πω και ασεβές. Το προφητικό χάρισμα υπάρχει. Λέγει ο Απόστολος ότι θέλει να προφητεύουν όλοι. Η προφητεία είναι βασικό στοιχείο μέσα στην Εκκλησία. Ο πνευματικός άνθρωπος βλέπει τους καιρούς. Μπορεί να μην έχει ίσως μεγάλη διάκριση, εξαρτάται από τον τρόπο της ζωής του, την πνευματικότητά του κτλ., όταν ερευνά όμως και έχει καθαρή καρδιά απέναντι στον Θεό, βλέπει τα σημάδια.

Όπως ξέρετε, ο ιστορικός δεν μπορεί να κρίνει την εποχή του· γιατί είναι βυθισμένος μέσα στην εποχή του και πρέπει να περάσει να βγει απέξω. Δεν μπορείς να βγεις στη θάλασσα, αν είσαι μέσα στη θάλασσα. Πρέπει να βγεις από τη θάλασσα, για να δεις τη θάλασσα. Πρέπει να βγεις από την εποχή σου, για να δεις την εποχή σου. Τώρα πώς ο Χριστιανός καλείται να δει την εποχή του, να τη χαρακτηρίσει και να πει: «Τα σημάδια αυτά, α,β,γ,δ, βάσει του λόγου του Θεού: «Ἐνστήσονται καιροί χαλεποί» θα πει ο Απόστολος στον Τιμόθεο: «Θα ‘ρθουν δύσκολοι καιροί που έτσι κι έτσι κι έτσι κι έτσι… Λάβε τα υπόψη σου αυτά», λέει στον Τιμόθεο. Δηλαδή «καταμάνθανε τους χρόνους» που ο πνευματικός άνθρωπος έρχεται να πει: «Αυτό το σημάδι βάσει του λόγου του Θεού είναι σημάδι ότι …αυτό συνέβη. Έρχεται εκείνο ή έρχεται εκείνο». Πείτε το ίδιο πράγμα που το βλέπετε, που το βλέπει ο πνευματικός άνθρωπος, πείτε το σε έναν ασεβή. Σε έναν μη πνευματικό. Δεν βλέπει τίποτα. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Η όρασις αυτή λοιπόν δεν ανήκει παρά μόνον εις τον πιστόν άνθρωπον.

Όταν ο καθένας μας, αγαπητοί μου, γίνει ένας Συμεών και προσδοκά και προσδέχεται και αναμένει και ερευνά τον λόγον του Θεού. Κατακλυσμός αμαρτίας υπάρχει. Κατακλυσμός ιδεών και αντιλήψεων αντιχριστιανικών υπάρχει. Αφελληνιζόμεθα ημέρα τη ημέρα! Αποχριστιανιζόμεθα ημέρα τη ημέρα! Σαν Έλληνες μιλώ. Και σαν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Συνεχώς χάνομε έδαφος. Συνεχώς ξεφτίζουμε. Και ερωτούμε: Πού πάμε; Μελετάμε, βλέπουμε τους καιρούς; Πού θα φτάσουμε; Πού θα φτάσουμε; Τι θα γίνει; Και βλέποντες, τι μπορούμε να κάνουμε;

Αγαπητοί μου, μία έκκληση από τον Θεό, να αρχίσουμε να βλέπουμε. Όχι σαν τον Καϊάφα που ήθελε να εθελοτυφλεί. Όχι σαν τον Συμεών, που ήθελε να διακρίνει. Και διακρίνοντες, τουλάχιστον να πούμε την εσχάτη στιγμή: «Κύριε, λυπήσου τον λαό και ξαναφέρε μας πάλι πίσω. Ξεφτίσαμε φοβερά! Και πάμε να χαθούμε. Και σαν Εκκλησία, και σαν πολιτεία. Πάμε να χαθούμε». Οι εχθροί γύρω, έτοιμοι να κατασπαράξουν. Ο εχθρός όμως είναι μέσα. Δεν είναι στα σύνορα. Είναι μέσα. Τον έχομε μέσα μας. Εμείς οι Νεοέλληνες χάσαμε την πίστη μας. Ξεφτίσαμε. Χάσαμε την πίστη μας και στον Θεό και στην πατρίδα. Και στον Θεό και στην πατρίδα. Δεν πιστεύομε πια στην πατρίδα. Δεν πιστεύουμε πια. Ούτε πιστεύουμε εις τον Θεόν πια. Και πρέπει να Τον παρακαλέσουμε τον Θεό να μας ανοίξει τα μάτια, να μας ανοίξει τα μάτια, τουλάχιστον σε λίγους ανθρώπους, να φωνάξουμε, και να σταθούμε μία πέδη, ένα φρενάρισμα εις το φοβερό αυτό κατρακύλισμα. Ας γίνουμε, αγαπητοί μου, νέοι Συμεώνες.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΗ:
Μακαριστού αρχιμ. Αθαν. Μυτιληναίου, Ομιλίες εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, ομιλία 6η, από το 1΄έως το 52.31΄΄.

ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ

Ιωσήφ Μπρόντσκι: Υπαπαντή

Η Υπαπαντή του Κυρίου, διά χειρός Αντρέι Ρουμπλιόφ

Στην Άννα Αχμάτοβα 
Όταν έφερε για πρώτη φορά στην εκκλησιά 
το παιδί, ήταν εκεί στους πολλούς ανάμεσα 
ανθρώπους που βρίσκονταν μόνιμα 
ο άγιος Συμεών και η προφήτισσα Άννα. 

Κι ο γέροντας το βρέφος πήρε από τα χέρια 
της Μαρίας∙ τρεις άνθρωποι στέκονταν γύρω 
το παιδί, σαν άγρυπνη φρουρά 
εκείνο το πρωί, χαμένοι στο μισοσκόταδο στης εκκλησιάς. 

Σαν δάσος πυκνό τους σκέπαζε ετούτη η εκκλησιά. 
Τις κορυφές από των ανθρώπων και τ’ ουρανού το βλέμμα 
έκρυβε, σαν ξάπλωναν την ώρα εκείνη 
αυτό το πρωινό, η Μαρία, η προφήτισσα κι ο γέροντας. 

Και μόνο στο κεφάλι μια αχτίδα τυχαία 
έριχνε φως στο βρέφος∙ μα τίποτα 
δεν ήξερε ακόμη και βούρκωνε νυσταγμένα 
ήρεμο στου Συμεών τα δυνατά χέρια. 

Και όμως, ειπώθηκε στον γέροντα αυτόν 
πως τον Υιό του Κυρίου θα γνωρίσει 
πριν το θανάσιμο σκοτάδι αντικρίσει. 
Εγένετο! Και σιγοψιθύρισε ο γέροντας: «Σήμερα, 

φυλάσοντας τα προ καιρού ρηθέντα 
Κύριε, μ’ ελευθερώνεις, ειρηνικά, 
γιατί είδανε τα μάτια μου 
Το βρέφος: αυτό είναι το φως και η συνέχεια σου 

πηγή για τις φυλές που είδωλα τιμούν 
και η δόξα του Ισραήλ». – ο Συμεών 
σώπασε. Κι όλους τους σκέπασε η σιωπή. 

Μόνη των λέξεων η ηχώ, πετούσε ψηλά 
στροβιλιζόταν για λίγο ακόμη 
πάνω από τα κεφάλια της, θροΐζοντας ελαφρά 
κάτω από τις εκκλησιάς του θόλους, σαν πουλί, 

που έχει δύναμη να πετάξει ψηλά, μα όχι και να κατέβει.  
Ήταν τρομακτικά. Κι η σιωπή 
ήτανε πιο τρομακτική από τα λόγια. Σκυθρωπή 
Η Μαρία σώπαινε. «Τι λέξεις κι αυτές…» 

Κι ο γέροντας, στράφηκε και είπε στη Μαρία: 
«Αυτό που στα χέρια σου κρατάς, 
για άλλους είναι η πτώση και γι’ άλλους η εξύψωση, 
αντικείμενο προβλέψεων και αφορμή διαιρέσεων. 

Και με τον ίδιο όπλο, Μαρία, με το οποίο 
θα σκιστεί η σάρκα του και η δική σου 
Η ψυχή θα πληγωθεί. Αυτό το τραύμα 
μέλλει σ’ εσένα να το δεις, είναι βαθιά 

κρυμμένο στον ανθρώπων τις ψυχές, σαν παραθύρι». 
Απόσωσε τα λόγια του και κίνησε για την έξοδο. 
Ξωπίσω του η Μαρία, σκυμμένη και από των χρόνων 
τα βάρη η Άννα, κοιτούσαν σιωπηλά. 

Περπατούσε, μικραίνοντας σε σημασία και στο κορμί, 
για τις δύο αυτές γυναίκες, στον κολόνων την σκιά. 
Κυνηγημένος θαρρείς από τα βλέμματα τους, 
περπατούσε στην παγωμένη, άδεια εκκλησία, 

προς την χλωμή κατάλευκη πόρτα. 
Σταθερό ήταν το βήμα το γεροντικό. 
Μόνο της προφήτισσας η φωνή από πίσω 
σαν ακούστηκε, το βήμα του για λίγο κόμπιασε: 

Δεν τον φωνάζανε αυτόν, μα το Θεό 
η προφήτισσα άρχισε να υμνεί απ’ την αρχή. 
Πλησίασε στην πόρτα. Τα ρούχα και το πρόσωπο 
ο αγέρας ήδη αγγίζει και στην ψυχή του 

όρμησε η ζωή έξω από της εκκλησιάς τα τείχη. 
Ίσα στο θάνατο τραβούσε. Μέσα στης πόλης τον αχό, 
ανοίγοντας την πόρτα με τα χέρια, δρασκέλισε, 
στην κωφάλαλη επικράτεια του θανάτου. 

Διέσχισε το χώρο, που ήταν πλέον ασταθής 
 κατάλαβε πως χάθηκε ο ήχος. 
 Και του Βρέφους η μορφή λάμποντας 
 γύρω από τον πυκνό σκοτάδι στο δρόμο του θανάτου 

 την ψυχή του Συμεών οδηγούσε, 
 σαν το κερί μες στο πυκνό σκοτάδι 
 που μέχρι εκείνη τη στιγμή 
 κανένας δεν είχε ματαδεί. 

 Φώτιζε το κερί και άνοιγε ο δρόμος. 

 Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©

ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ


Τ.Κ.Παπατσώνης (1895-1976)
ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ

La Madonna Candellora,- dall’ Inverno semo fora;
Ma se piove, o se fa vento,- nell’ Inverno semo dentro.
Ήρθε πάλι η Υπαπαντή, συλλογιέμαι κατά μόνας,
όξω απ’ άνεμο η βροχή, πάει πια ο άγριος χειμώνας.
Αλλ’ αν βρέξει ή αν φυσήξει, τότες πάλι αλλοίμονο:
αύριο τι θα φέξει η μέρα, τούτο μόνο θα το δείξει,
η Γριούλα αν θα λουφάξει, για η Γριούλα αν θα πηδήξει:
κούτσουρο θα ν’ αναφτεί, κούτσουρο θα να σβηστεί
κάρβουνα και ροκανίδια, σάρωμα στ’ αποκαΐδια.
Ένα μόνο είναι γνωστό, θα σημάνει αύριο η καμπάνα
και θα μεραστούν κεριά, απ’ τον ίδιο τον Παπά.
Κι ύστερα θ’ ακολουθήσει μια σπουδαία Λιτανεία·
οι Γριούλες από πίσω θα συρθούνε μία μία·
τα κεριά θα τα φουντώσουν και θα ψάλουν ψαλμωδία
βραχνιασμένες, γερασμένες, όλες για την Παναγία.
Και γυρνώντας στο σπιτάκι, καθώς θα μεσημεριάζει,
θα λογιάξουν πια στ’ αλήθεια, αν σωστά καλοκαιριάζει.


ΤΡΙΑ ΡΟΔΑ

Sive rosae tres Rosarii mei fidelis 
in honore Purificationis Beatae 
Mariae Virginis, die II Februarii. 

CUM AUTEM το Παιδίον είχε ως Κρίνον 
αυξήσει πια πολύ, κι' είχε πια γίνει 
ημερών τεσσαράκοντα, αφήνον 
το παρελθόν στη βρεφική Του κλίνη, 
-πηγαίνει Το αγκαλιάν η Παναγία, 
κάποιο πρωί ευλογητού χειμώνα, 
να μπει πρώτη φορά στην Εκκλησία, 
να μπει ο Νυμφίος το πρώτο στο Νυμφώνα. 

Τα τρία Σκαλούνια τότε κατεβαίνει 
(τον θαμβώνει τόση λάμψη και γαλήνη) 
ο Συμεώνας. Τρέμοντας ανασαίνει: 
"Νυν απολύεις τον δούλον Σου εν ειρήνη!" 
Θεοφρούρητος, Θεοφόρος, περιφέρει 
το Γιό του Ανθρώπου στ' άγια εκείνα Μέρη. 

Αλλ’ έξωθεν, ως δέεται η Αγία,
ένας Καημός γλυκύς Τη συντυχαίνει,
και μια Πίκρια μαβιά, σα νοσταλγία
την άγια Υπαπαντή Της πώς πικραίνει!
Μαδάει, μαδάει κάποιο ένα Χειμωνάνθι
μαργαριτοφανές, μαδάει τα φύλλα,
και ό,τι απόμεινε ως γύρη σαν τ’ οσφράνθη,
αιστάνθη δάκρυον άγιο, έτσι, ως να εκύλα.

Τη δε Ιερή Καρδιάν, είχε καλύψει
μιαν Ομίχλη, το Πέπλο του Αοράτου·
Κι’ έγινε ευώδης Κήπος όλη η Θλίψη:
Που ανίδεος ο Συμεώνας παραδίνει
το Θεόν, ερμώνοντας την αγκαλιά του,
μη νιώθοντας τη θεία Της σκοτοδίνη. 

Αλλά πιον έξω, ο χιονισμένος Δρόμος, 
το Καλτερίμι μάλλον, το Δρομάκι, 
μολονότι σκληρό, όλο πέτραν, -όμως 
έγινεν απαλόν, όλο μπαμπάκι· 
όλο Ρόδα πολύφυλλα και Κρίνα 
ραίναν, Βροχή πολλή σταλτή ουρανόθε, 
τη Μητέρα, που ο Θεός Την εσυγκίνα 
με το Ραφαήλ, ως Θλίψη ελθόντα εδώθε. 

Μακάριες οι Γυναίκες, ως ξυπνούσαν 
και άνοιγαν τα πρωινά τους παραθύρια, 
να ιδούν τη Χαραυγή τους τόσο πλούσιαν! 
Veniunt de Tharsis Magi et de Syria, 
αλλά που! δεν εθεάθησαν τέτοιο Ήλιο: 
MATREM IN VIA, DOLENTEM CUM FILIO!
_________________
Σημειώσεις για τις λατινικές φράσεις: 
~ CUM AUTEM = Όταν όμως 
~ Veniunt de Tharsis Magi et de Syria = Έρχονται οι Μάγοι από Θαρσείς και Συρία 
~ Matrem in via, dolentem cun filio = μητέρα εν τη οδώ, με τον γιό της, θλιμμένη. 

Με αφορμή την εορτή της Υπαπαντής ας ακούσουμε το στιχηρό ιδιόμελο του Εσπερινού της εορτής "Λέγε Συμεών..." σε ήχο α', από τον μακαριστό διακο - Διονύσιο Φιρφιρή, αλλά και το Δοξαστικό των Αίνων «Ο εν χερσί πρεσβυτικαίς...», σε ήχο πλάγιο του β΄, στο μέλος του Ιακώβου Πρωτοψάλτου, από την ηχογράφηση του Δοξασταρίου του Ιακώβου (cd14), που εκδόθηκε από το Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων σε επιμέλεια του Μανόλη Κ. Χατζηγιακουμή.


Γράφει ο Μανόλης Χατζηγιακουμής για την ερμηνεία του π. Διονυσίου Φιρφιρή στο Δοξαστικό των Αίνων της Υπαπαντής του Κυρίου: 
Ένα μέλος λαμπρό από κάθε άποψη, ρυθμικά, ηχοχρωματικά, ποικιλματικά, σε μια εξίσου λαμπρή και ανεπανάληπτη όντως ερμηνεία, με οίστρο, με μέθεξη, με απαράμιλλη εκφραστικότητα. Από τα πρώτα που έχει εκτελέσει ο πατήρ Διονύσιος (Μάιος 1984). Τέτοιες ερμηνείες είναι απαύγασμα της ψυχής και του νου, μιας διαρκούς έμπρακτης και βιωματικής οικείωσης, γι’ αυτό και  μπορούν να ειπωθούν με τέτοια δύναμη και ένταση, ακόμα και στον «νεκρό» χώρο μιας ηχοληπτικής αίθουσας. 
«Ο εν χερσί πρεσβυτικαίς, την σήμερον ημέραν, ως εφ' άρματος Χερουβίμ, ανακλιθήναι ευδοκήσας Χριστέ ο Θεός, και ημάς τους υμνούντάς σε, της των παθών τυραννίδος, ανακαλούμενος ρύσαι, και σώσον τας ψυχάς ημών.»

  

ΠΗΓΗ

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ




«Αφού πέρασαν σαράντα ημέρες, μετά τη σωτήρια ενανθρώπηση του Κυρίου, τη γέννησή Του άνευ ανδρός από την αγία αειπάρθενο Μαρία, κατά τη σεβασμιότατη αυτή ημέρα, η πάναγνη Μητέρα Του και ο δίκαιος Ιωσήφ έφεραν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό στο Ιερό, σύμφωνα με τη συνήθεια του  σκιώδους και νομικού γράμματος, του Μωσαϊκού Νόμου. Τότε και ο γηραιός  και πρεσβύτης Συμεών, που είχε δεχθεί ως χρησμό από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα πεθάνει, πριν να δει τον Χριστό Κυρίου, δέχτηκε αυτόν στην αγκαλιά του, και αφού ευχαρίστησε και ομολόγησε τον Θεό, φώναξε: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα Σου»: τώρα μπορείς να πάρεις τον δούλο σου, Κύριε, ειρηνικά. Και μετά, γεμάτος χαρά, έφυγε από τη ζωή αυτή, ανταλλάσσοντας τα επίγεια με τα ουράνια και αιώνια. Η σύναξη αυτή τελείται στον σεβάσμιο Ναό της αχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, που βρίσκεται στις Βλαχέρνες».

Όλη η υμνογραφία της μεγάλης αυτής Δεσποτικής και Θεομητορικής εορτής κινείται μέσα σε ατμόσφαιρα θάμβους και μυστηρίου: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Οι ύμνοι τονίζουν βεβαίως την ιστορική πραγματικότητα: τον ερχομό της αγίας οικογένειας στον Ναό, όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες από την ημέρα της Γεννήσεως του Κυρίου, και τη συνάντηση Αυτού με τον γέροντα Συμεών, αλλά μας ανοίγουν και τα μάτια της ψυχής εν πνεύματι, για να δούμε το «βάθος» της πραγματικότητας αυτής: τη γεμάτη έκπληξη στάση των αγίων αγγέλων, οι οποίοι αδυνατούν να κατανοήσουν τα διαδραματιζόμενα εν γη, καθώς βλέπουν τον Δημιουργό του ανθρώπου να βαστάζεται ως βρέφος, τον αχώρητο και άπειρο Θεό να περιορίζεται μέσα στην αγκαλιά ενός γέροντα, τον απερίγραπτο  Υιό και Λόγο του Θεού, τον ομοούσιον τω Πατρί, να γίνεται περιγραπτός ως άνθρωπος με τη θέλησή Του. Και η μόνη εξήγηση που μπορούν να δώσουν για τα ακατανόητα αυτά πράγματα είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. «Τη Θεοτόκω προσδράμωμεν οι βουλόμενοι κατιδείν τον Υιόν αυτής προς Συμεών απαγόμενον∙ ον περ ουρανόθεν οι Ασώματοι βλέποντες, εξεπλήττοντο λέγοντες∙ Θαυμαστά θεωρούμεν νυνί και παράδοξα, ακατάληπτα, άφραστα∙ ο τον Αδάμ δημιουργήσας βαστάζεται ως βρέφος∙ ο αχώρητος χωρείται εν αγκάλαις του Πρεσβύτου∙ ο επί των κόλπων απεριγράπτως υπάρχων του Πατρός αυτού, εκών περιγράφεται σαρκί, ου Θεότητι, ο μόνος φιλάνθρωπος».

Στο μέγα αυτό μυστήριο - που θεωρείται ως συνέχεια της Γεννήσεως και της Περιτομής του Κυρίου, συνεπώς ως επίταση της εξαγγελίας ότι Χριστός ο Θεός μας φάνηκε στον κόσμο ως άνθρωπος όχι θεωρητικά και φανταστικά, αλλά αληθινά και πραγματικά («ου δοκήσει ουδέ φαντασία, αλλ’ αληθεία τω κόσμω φανέντα») – μετέχει ο γέρων Συμεών, ο οποίος φέρεται να μυσταγωγείται στο μυστήριο αυτό («και ταύτα Συμεών μυσταγωγούμενος, επέγνω τον αυτόν, Θεόν φανέντα σαρκί»: και μυούμενος σ’ αυτά ο Συμεών, γνώρισε βαθιά τον ίδιο, ως Θεό που φάνηκε ως άνθρωπος) και να έχει θεοπτία μεγαλύτερη και καθαρότερη και από εκείνην του Μωυσή στο όρος Σινά («Εκείνος μεν, ο Μωυσής, διά γνόφου και φωνής αμυδράς θεόπτης ηξίωτο…∙ ούτος δε, ο Συμεών, τον προαιώνιον Λόγον του Πατρός σωματωθέντα εβάστασε και των Εθνών απεκάλυψε το φως, τον Σταυρόν και την Ανάστασιν», δηλαδή: Ο Μωυσής αξιώθηκε  να γίνει θεόπτης μέσα σε γνόφο και φωνή που μόλις ακουγόταν, ο Συμεών βάστασε τον Λόγο του Πατρός με το σώμα Του και αποκάλυψε το φως των Εθνών, δηλαδή  τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού).

Η μυσταγωγία και θεοπτία αυτή του Συμεών μέσα από το μυστήριο της συναντήσεώς Του με τον τεσσαρακονθήμερο Χριστό συνιστά το μέγιστο γεγονός της ζωής του. Διότι αφενός η γεροντική  αγκαλιά του γίνεται θρόνος του παντοκράτορα Θεού, αφετέρου, ακριβώς γι’ αυτό, φτάνει στο σημείο της πλήρους ελευθερίας, δηλαδή της επιθυμίας του να φύγει πια από τον κόσμο τούτο με χαρά. «Ο τοις Χερουβίμ εποχούμενος και υμνούμενος υπό των Σεραφίμ, σήμερον τω θείω Ιερώ κατά νόμον προσφερόμενος, πρεσβυτικαίς ενθρονίζεται αγκάλαις» (Αυτός που φέρεται επί των Χερουβίμ και υμνείται από τα Σεραφίμ, σήμερα προσφέρεται στο θείο Ιερό, σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, και ενθρονίζεται σε πρεσβυτικές αγκάλες). «Λέγε Συμεών, τίνα φέρων εν αγκάλαις, εν τω ναώ αγάλλη; Τίνι κράζεις και βοάς; Νυν ηλευθέρωμαι∙ είδον γαρ τον Σωτήρα μου» (Λέγε Συμεών, ποιον φέρεις στην αγκαλιά σου και χαίρεσαι μέσα στον Ναό; Σε ποιον κράζεις και βοάς: Τώρα έχω ελευθερωθεί, διότι είδα τον Σωτήρα μου).

Η επιθυμία του Συμεών να φύγει πια από τον κόσμο τούτο, επιθυμία μάλιστα που συνοδεύεται με μεγάλη χαρά («Δεξάμενος δε τούτον Συμεών ο δίκαιος και των δεσμών την έκβασιν ιδών τελεσθείσαν, γηθοσύνως εβόα», δηλαδή: ο Συμεών ο δίκαιος αφού δέχτηκε τον Χριστό και είδε ότι έφτασε το τέλος της ζωής του με μεγάλη χαρά φώναζε), συνιστά το όριο της αγιότητας. Μόνον ο άγιος είναι εκείνος που θέλει να φύγει από τη ζωή αυτή, όχι γιατί την βαρέθηκε ή απελπίστηκε – αυτό αποτελεί τον ορισμό της απιστίας – αλλά γιατί έζησε και ζει τη σχετική γι’ αυτήν τη ζωή πληρότητα της σχέσης του με τον Χριστό, και προσδοκά την τελειότητα της σχέσης μετά τη φυγή του από τον κόσμο. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (Επιθυμώ να πεθάνω και να είμαι μαζί με τον Χριστό). Το ίδιο βεβαιώνουν και οι λοιποί άγιοι της Εκκλησίας μας, σαν τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, που σημειώνει: «Ο άγιος προσδοκά κάθε ημέρα τον θάνατό του».

Οι ύμνοι μάλιστα της εορτής αποκαλύπτουν και μία διάσταση της με χαρά επιθυμίας του Συμεών να εγκαταλείψει τον κόσμο τούτο,  που δεν είναι πολύ γνωστή στον πιστό λαό: Θέλει να φύγει γρήγορα, διότι δεν αντέχει να μη πάει να αναγγείλει στους πρωτοπλάστους, τον Αδάμ και την Εύα, το χαρμόσυνο άγγελμα, ότι δηλαδή ό,τι ο Θεός τους υποσχέθηκε μετά την πτώση τους στην αμαρτία: ότι θα έλθει κάποτε ως άνθρωπος για να σώσει το ανθρώπινο γένος, τώρα έγινε πραγματικότητα. Και από την άποψη αυτή προηγείται ο Συμεών του Ιωάννου του Προδρόμου που κι αυτός στον Άδη προετοίμασε τον δρόμο του Μεσσία. «Αδάμ εμφανίσων άπειμι, εις Άδου διατρίβοντι, και τη Εύα προσκομίσων ευαγγέλια, Συμεών ανεβόα» (Ο Συμεών φώναζε: Φεύγω από τη ζωή αυτή, για να φανερώσω στον Αδάμ, που  ζει στον Άδη, και να φέρω στην Εύα, τα ευαγγέλια, το χαρμόσυνο δηλαδή μήνυμα του ερχομού του Χριστού στον κόσμο).

Είναι ευνόητο ότι η συνάντηση του αγίου Συμεών με τον σαράντα ημερών Κύριο λειτουργεί και για εμάς κατά παραδειγματικό τρόπο, κάτι που το σημειώνει βεβαίως η υμνογραφία. Άλλωστε, κανένα γεγονός της επί γης παρουσίας του Κυρίου δεν είναι μόνον για μία εποχή ή για έναν μόνον άνθρωπο. Κι αυτό σημαίνει ότι όπως συναντήθηκε τότε ο άγιος Συμεών με τον Χριστό, έτσι καλούμαστε και εμείς να συναντηθούμε μαζί Του, μέσα στα πλαίσια της Εκκλησίας μας και με τις προσευχές αυτής. Να τον υποδεχτούμε ως Σωτήρα μας και να Τον προσκυνήσουμε ως Θεό μας. «Δεύτε και ημείς, άσμασιν ενθέοις, Χριστώ συναντηθώμεν και δεξώμεθα Αυτόν, ου το σωτήριον ο Συμεών εώρακεν. Ούτός εστιν, ον ο Δαυίδ καταγγέλλει, ούτός εστιν ο εν προφήταις λαλήσας∙ ο σαρκωθείς δι’ ημάς και νόμω φθεγγόμενος. Αυτόν προσκυνήσωμεν» (Εμπρός και εμείς, με ένθεα άσματα, ας συναντηθούμε με τον Χριστό και ας υποδεχτούμε Εκείνον, του Οποίου τη σωτηρία είδε ο Συμεών. Αυτός είναι Εκείνος τον Οποίον κηρύσσει ο Δαυίδ, Αυτός είναι Εκείνος που λάλησε μέσα από τους προφήτες, Αυτός που σαρκώθηκε για εμάς και μιλά με τον Νόμο Του. Αυτόν ας προσκυνήσουμε).
ΠΗΓΗ.ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ