Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ-ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ-ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Αγία Πουλχερία: Η ευσεβής Αυγούστα του Βυζαντίου



ΑΓΙΑ ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ: Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Ανάμεσα στη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας υπάρχουν και πολλοί βασιλείς, αυτοκράτορες και μέλη των ανακτόρων, οι οποίοι δεν αλλοτριώθηκαν από την εξουσία. Ενέταξαν την εγκόσμια δόξα στη δόξα του Θεού και στη διακονία της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και ανακηρύχτηκαν άγιοι για την προσφορά τους στο εκκλησιαστικό σώμα. Μια από αυτούς υπήρξε και η αγία Πουλχερία, η ευσεβής Αυγούστα του Βυζαντίου.

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 399. Ήταν η μεγαλύτερη κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408) και της Ευδοξίας και αδελφή του Θεοδοσίου Β΄ (408-450). Είχε δε την τιμή να λάβει το άγιο Βάπτισμα από τον ιερό Χρυσόστομο. Αν και βρέθηκε μέσα στην χλιδή των ανακτόρων και συναναστρέφονταν και με ραδιούργους παλατιανούς, είχε καλλιεργήσει στην ψυχή της βαθειά πίστη στο Θεό και απόκτησε σπάνιες αρετές.

Μετά το θάνατο του πατέρα της Αρκαδίου, το 408, η Πουλχερία, εννέα μόλις ετών, ανάλαβε την κηδεμονία του επτάχρονου αδελφού της Θεοδοσίου Β΄, ο οποίος ανάλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο, ως ο νόμιμος διάδοχος του πατέρα τους. Παρά το παιδικό της ηλικίας της, τη διέκρινε σπάνια ωριμότητα και σωφροσύνη. Το πρώτο, που έκαμε ήταν να διαπλάσει το χαρακτήρα του αδελφού της, ώστε να βασιλέψει θεοφιλώς. Του παραστάθηκε με αφοσίωση και προσπάθησε να σταλάξει στην ψυχή του τις αρχές της χριστιανικής πίστεως και να του καλλιεργήσει τις ευαγγελικές αρετές. Τον ήθελε να ξεχωρίζει από τους άλλους ηγεμόνες της εποχής του, οι οποίοι μεθούσαν από την εξουσία και συμπεριφέρονταν με αλαζονεία και τυραννία στους υπηκόους τους. Θεωρούσε την βασιλική και κάθε άλλη εξουσία ως διακονία, έχοντας υπόψη της τα λόγια του Χριστού: «ος αν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος αν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος» (Μαρκ.9,42-44).

Όμως ο Θεοδόσιος δεν διέθετε τα απαιτούμενα προσόντα να επιτελέσει τα υψηλά του καθήκοντα, σε αντίθεση με την Πουλχερία, η οποία διακρινόταν για την δυναμικότητά της, τη σωφροσύνη της και την αξιολογότατη μόρφωσή της. Διέθετε μια σπάνια σωματική ομορφιά και έναν πλουσιότατο ψυχικό κόσμο. Σπούδασε τις επιστήμες της εποχής της και μιλούσε, εκτός από τη λατινική γλώσσα, και την ελληνική. Θαύμαζε τον ελληνικό πολιτισμό και μελετούσε τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους. Ήταν αξιολάτρευτη για την πραότητά της, την ευγένειά της, την ανεκτικότητά της, τη σεμνότητά της και την έκδηλη αγάπη της για το λαό.

Το 414, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών αναδείχτηκε Αυγούστα, με τη θέληση του αδελφού της Θεοδοσίου. Υπήρξε δε πραγματικός ηγεμόνας του απέραντου βυζαντινού κράτος, ως το τέλος της βασιλείας του Θεοδοσίου (450), το οποίο σημείωσε ημέρες δόξας, χάρις στην συγκυβέρνηση με την δυναμική και σώφρονα Πουλχερία. Η ίδια αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο Θεό και στο λαό. Αποφάσισε να μείνει σε όλη τη στη ζωή παρθένος και γι’ αυτό φορούσε συνεχώς τη μοναχική καλύπτρα. Προσευχόταν και νήστευε, μη συμμετέχοντας στα πολυτελή τραπέζια του παλατίου. Παράλληλα άρχισε την αναδιοργάνωση του κράτους με την εποπτεία της. Αναδιοργάνωσε το στρατό, εξασφαλίζοντας εξωτερική ασφάλεια και ευημερία στους υπηκόους. Σε κάθε της απόφαση προηγούνταν θερμή προσευχή στο Θεό. Φρόντισε δε να έχει κοντά της ευσεβείς και ειδήμονες συμβούλους όλα τα χρόνια της εξουσία της.

Ασκούσε μεγάλη επιρροή στον αδελφό της αυτοκράτορα Θεοδόσιο, στερούμενος, όπως προαναφέραμε, προσόντων και αποφασιστικότητας, στην οποία άκουε και υπολήπτονταν και έτρεφε για το πρόσωπό της απεριόριστη εμπιστοσύνη. Ο δε λαός την υπεραγαπούσε, για τη συνετή και φιλολαϊκή της διακυβέρνηση.

Η αγάπη της για την ελληνική παιδεία και τον ελληνικό πολιτισμό την ώθησε να νυμφεύσει τον Θεοδόσιο, με τη λόγια κόρη του αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου Αθηναΐδα, η οποία έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, βαπτίσθηκε και ονομάστηκε Ευδοκία. Σκοπός της Πουλχερίας ήταν να μεταλαμπαδευτεί στη Βασιλεύουσα ο ελληνικός πολιτισμός. Και πράγματι, η Αθηναΐδα έφερε μαζί της εκατοντάδες φιλοσόφους και διδασκάλους, οι οποίοι μετέβαλαν την Κωνσταντινούπολη σε «μικρή Αθήνα». Μεγάλης σημασίας γεγονός υπήρξε η ίδρυση, το 425, με τη φροντίδα της Πουλχερίας και την αρωγή της Ευδοκίας, το φημισμένο «Πανδιδακτήριο» (Πανεπιστήμιο) της Κωνσταντινουπόλεως, το πρώτο οργανωμένο πανεπιστήμιο της Ευρώπης και του κόσμου! Επίσης σημαντικό γεγονός υπήρξε και η καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας, ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Τα δύο αυτά μεγάλα γεγονότα υπήρξαν η απαρχή για τον εξελληνισμό του Ρωμαϊκού κράτους.

Η Πουλχερία πρωτοστάτησε και για την περιφρούρηση της ορθοδόξου πίστεως. Με δική της δυναμική παρέμβαση, πέτυχε να πείσει τον Θεοδόσιο να συγκαλέσει την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431), η οποία καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου. Φρόντισε ακόμα να χτίσει λαμπρούς ναούς, όπως το ναό των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη και μοναστήρια, όπως τις Μονές Εσφιγμένου και Ξηροποτάμου στο Άγιον Όρος. Ίδρυσε πλήθος ευαγών ιδρυμάτων (νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, κλπ), όπου έβρισκαν ανακούφιση χιλιάδες ενδεείς. Το 438 φρόντισε να αρθεί μια μεγάλη αδικία που διέπραξαν οι γονείς της Αρκάδιος και Ευδοξία. Να αποκαταστήσει τη μνήμη του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και να μεταφέρει τα λείψανά του στη Βασιλεύουσα, παρακαλώντας γονατιστή τον άγιο να συγχωρήσει τους διώκτες του γονείς της.

Οι αιρετικοί νεστοριανοί την μισούσαν θανάσιμα και πέτυχαν με συκοφαντίες, να την απομακρύνουν από το θρόνο, αλλά για λίγο, διότι το 450 πέθανε ο Θεοδόσιος και έμεινε αυτή, ως η μόνη νόμιμη διάδοχος του θρόνου. Όντας 52 ετών νυμφεύτηκε τον ευσεβή συγκλητικό Μαρκιανό (450-457), στον οποίο παρέδωσε το θρόνο, με την προϋπόθεση να σεβαστεί την απόφασή της να μείνει παρθένα. Εκείνος σεβάστηκε την απόφασή της, διότι ήταν το ίδιο θεοσεβής με την Πουλχερία. Το 451 συγκάλεσαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα, η οποία καταδίκασε την αίρεση του μονοφυσιτισμού. Ο Μαρκιανός και η Πουλχερία είχαν μια σύντομη βασιλεία, την οποία αφιέρωσαν στη στήριξη της Ορθοδοξίας και στην φιλανθρωπία.

Το 453 σε ηλικία πενήντα τεσσάρων ετών κοιμήθηκε ειρηνικά η Πουλχερία, αφιερώνοντας την περιουσία της στους φτωχούς. Τη θρήνησε ολόκληρη η αυτοκρατορία και η Εκκλησία την ανακήρυξε αγία. Η μνήμη της εορτάζεται στις 10 Σεπτεμβρίου. Ο Μαρκιανός κοιμήθηκε το 457 και ανακηρύχτηκε και αυτός άγιος.

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Βίος Οσίας Κασσιανής της Υμνογράφου



site analysis


Η Οσίας Κασσιανή η Υμνογράφος εορτάζει στις 7 ΣεπτεμβρίουZoom in (real dimensions: 460 x 650)Εικόνα

Πρόλογος
«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή....» Ποιος Χριστιανός δεν έχει ακούσει το θαυμάσιο και κατανυκτικό αυτό τροπάριο της Κασιανής και το όνομα της μεγάλης αυτής υμνωδού και μελωδού της Εκκλησίας μας; Όλοι μας περιμένουμε το βράδυ της Μ. Τρίτης (Όρθρος της Μ. Τετάρτης) για να ακούσουμε τον υπέροχο αυτόν ύμνο της μετανοημένης ψυχής, πού παρακαλεί τον Κύριο να την συγχώρηση!
«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή....» Και περιπεσούσα γυνή δεν είναι η ίδια η υμνογράφος, όπως νομίζουν μερικοί, αλλά η κάθε ψυχή, πού μετανοεί και αναζητεί τον αιώνιο Νυμφίο της Ιησού Χριστό. 

Βίος και πολιτεία της Υμνωδού Κασσιανής
Αηδόνι της εκκλησιαστικής υμνογραφίας η Κασιανή, γεννήθηκε στο Βυζάντιο, πιθανόν στα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως, από αρχοντική οικογένεια και έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Θεοφίλου του εικονομάχου και των διαδόχων του (9ος - 10ος αιώνας), σε μια ταραγμένη για το Βυζάντιο εποχή. Δεν είναι γνωστός ο ακριβής τόπος και χρόνος της γεννήσεως της, αλλά μόνον κατά προσέγγισιν. Βέβαιον είναι μόνον το ζήτημα της προελεύσεώς της από πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια, εκ των ευπατριδών, όπως αναφέρουν οι ιστορικές πηγές. Ήταν δηλαδή κόρη, και μάλλον μοναχοκόρη, πλούσιας και αριστοκρατικής οικογενείας γι’ αυτό και είχε τους πόρους να τύχη καλής παιδείας και να μορφωθεί πολύ καλά.

Άλλες πηγές αναφέρουν ότι ήταν ορφανή κόρη, πιθανόν να είχε χάσει τον έναν ή και τους δύο γονείς της, και ότι ο πατέρας της ήταν αυλικός και πλούσιος πολύ, αλλά δεν είχε παιδί. Καημός των γονιών της Κασιανής ήταν να αποκτήσουν απόγονο, ένα δικό τους παιδί. Και επειδή ήταν θεοσεβείς, παρακαλούσαν τον Θεό και την μεγάλη Μητέρα των Χριστιανών την Παναγία Θεοτόκο, να τους χαρίσει ένα τέκνο.

Πρέπει να πούμε ότι το όνομά της γράφεται με πολλές παραλλαγές και συνήθως με δύο σίγμα. Το σωστό είναι με ένα σίγμα, διότι προέρχεται από την Εικασία η Κασία η Ικασία, όπως το αναφέρουν διάφορα χειρόγραφα της εποχής της.

Η Κασιανή μεγάλωνε και γινόταν μια ωραία κοπέλα, πού είχε στην καρδιά της δύο πολύ μεγάλους πόθους. Πρώτον την αγάπη προς τον Θεό και την λατρεία του και δεύτερον την αγάπη προς την ποίηση και την αξιοποίηση του πηγαίου λογοτεχνικού ταλέντου της.

Πως έχασε την βασιλείαν του κόσμου
Το έτος 830 μ.Χ. η βασιλομήτωρ (ήταν μητριά του) του αυτοκράτορα Θεοφίλου, κάλεσε στο τρικλίνιο των ανακτόρων δώδεκα καλλίστους παρθένους, δώδεκα ωραιότατα κορίτσια, για να διαλέξει ο Θεόφιλος την μέλλουσα σύζυγο του. Ανάμεσα σε αυτές τις δώδεκα εκλεκτές και πανέμορφες κοπέλες ήταν και η Κασιανή, πού ξεχώριζε από όλες για την ομορφιά της και την προσωπικότητά της. Ήταν εξαίρετη από κάθε άποψη και η όλη εμφάνιση της έδειχνε αρχοντιά και μεγαλείο σπάνιο. Έμοιαζε με άγγελο στην ομορφιά και με βασίλισσα στην εμφάνιση. Επόμενο λοιπόν ήταν να γοητευτεί ο Θεόφιλος από την Κασιανή, σχεδόν συγκλονίστηκε, αλλά συγκράτησε τον εαυτόν του για να μην εκδηλώσει την προτίμηση του άκαιρα.

Όταν τελείωσε την εξέταση των δέκα πρώτων νεανίδων, έμειναν ακόμη δύο, η Κασιανή και η Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. Θέλησε όμως να δοκιμάσει τον χαρακτήρα και την εξυπνάδα της Κασιανής πριν από την εκλογή της ως συζύγου του. Με αργά βήματα πλησίασε την Κασιανή και αφού έδειξε να θαυμάζει την εκθαμβωτική ομορφιά της, την κοίταξε στα μάτια και της είπε την φράση:
— Ὡς ἄρα διά γυναικός ἐρρύη τά φαῦλα.
Δηλαδή, όπως λέγεται, όλα τα κακά, πού βρήκαν το ανθρώπινο γένος, πηγάζουν από την γυναίκα, και εννοούσε την πρώτη γυναίκα, την Εύα.

Τότε η Κασιανή, «μετ’ αἰδοῦς ἀντέφησε», λένε οι χρονικογράφοι, δηλαδή με σεμνότητα του ανταπάντησε:
— Ἀλλά καί διά γυναικός πηγάζει τά κρείτονα.
Δηλαδή, και από την γυναίκα επίσης πηγάζουν και όλα τα αγαθά, εννοώντας την Παναγία Θεοτόκο, η οποία με την γέννηση του Θεανθρώπου έγινε πηγή των αγαθών της συγχωρήσεως και της σωτηρίας του γένους των ανθρώπων.

Η γενναία αυτή απόκριση της Κασιανής, πού είναι και μια ομολογία πίστεως στην κορυφαία μορφή της Θεοτόκου Μαρίας, συγκλόνισε αρνητικά τον Θεόφιλο. Θεώρησε προσβλητική την απάντηση της Κασιανής, πού τόλμησε να διαφωνήσει μαζί του και να τον διορθώσει, λέγοντας την αλήθεια κατά πρόσωπον, χωρίς κανένα φόβο για τις συνέπειες. Άρα, δεν ταίριαζε για βασίλισσα. Έτσι προσέφερε το μήλο της προτιμήσεώς του στην Θεοδώρα, της Παφλαγονίας της Μικράς Ασίας.
Zoom in (real dimensions: 200 x 292)Εικόνα

Πως κέρδισε την βασιλείαν των ουρανών
Κατά βάθος η Κασιανή δεν έχασε. Κέρδισε. Βγήκε νικήτρια από αυτήν την αναμέτρηση της με τον αυτοκράτορα Θεόφιλο. Διότι μπορεί να απώλεσε την βασιλεία του κόσμου τούτου, άλλα κέρδισε την αιώνια βασιλεία του Θεού, την βασιλεία των ουρανών.

Δεν ένοιωσε η ψυχή της ότι έχασε. Μάλλον ελευθερώθηκε. Μάλλον χάρηκε. Διότι νίκησε την μεγάλη νίκη της ζωής. Γιατί βρήκε οριστικά τον αληθινό Κύριο της υπάρξεως της, τον Νυμφίο της ψυχής της. Και χωρίς δεύτερη σκέψη αναχώρησε εκ του κόσμου. Διότι ο κόσμος χαίρεται να ζει μέσα στην υποκρισία και την πονηρία.

Έχτισε ένα Μοναστήρι και αφού εκάρη Μοναχή, άρχισε την κατά Θεό άσκηση και ασχολείτο με τα πνευματικά θέματα, ζώντας μόνον για τον Κύριο, σε όλον της τον Βίο μέχρι της τελευταίας της πνοής.

Η ωραία ψυχή της Κασιανής, αλλά και η ζωή της ολόκληρη αφιερώνεται στην ασκητική ζωή και λατρεύει τον Θεό εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος της. Ο κόσμος γι’ αυτήν έγινε παρελθόν και η ζωή της μια διαρκής αιωνιότητα. Ζει την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, μελετά την Άγια Γραφή συνεχώς και τούς Βίους των Αγίων, συνθέτει ύμνους αγάπης και μετανοίας προς τον Κύριο του ελέους και ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τις παραστρατημένες γυναίκες, για τις χήρες, για τα ορφανά και για κάθε δυστυχισμένη ύπαρξη. Η αγάπη της δεν είναι τυπική , αλλά ουσιαστική. Με έργα, όχι με λόγια. Μοιράζει τα πλούτη της στους φτωχούς και τούς ασθενείς. Μέρα και νύχτα αγωνίζεται τον καλόν αγώνα της σωτηρίας. Δεν σταματά ούτε λεπτό.

Η Κασιανή μας άφησε υποδείγματα βίου, με το έργον και την ζωή της. Και μάλιστα πολλά πρότυπα βίου. Από αυτά θα επιλέξουμε τρία, τα σημαντικότερα, πού μπορούν να θεωρηθούν και ως η καίρια πνευματική προσφορά της. Έκτος λοιπόν από το πολύτιμο έργον των ποιητικών υμνογραφιών της, πού δεν μπορεί ο καθένας μας να το φτάσει, διότι προαπαιτεί το Θεοδώρητο τάλαντο, πρώτον και κύριο είναι το πρότυπο του θάρρους της καλής ομολογίας της πίστεώς μας.

Δεύτερον πρότυπο ζωής και υπόδειγμα για όλους μας είναι η ολοκληρωτική αφιέρωση της στον Κύριο, με την επιλογή του ασκητικού βίου.

Τρίτον πρότυπο και παράδειγμα βίου είναι η αδιάκοπη προσπάθειά της υπέρ της Εκκλησίας και των ανθρώπων. Διότι η Κασιανή δεν απεσύρθη από την κοσμική ζωή στην ησυχία και την απομόνωση για να ζήση ήσυχα και ξεκούραστα, αλλά για να παλέψει και να αγωνιστεί με κάθε τρόπο τον καλόν αγώνα και να νικήσει και τον κόσμο και τούς κοσμοκράτορες, πού πολεμούν εναντίον των ανθρώπων και της σωτηρίας τους.

Για το ζήτημα της αγιοποιήσεως της Κασιανής δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες και κάθε άλλο συμπέρασμα είναι αυθαίρετο. Καταφεύγουμε στα όσα γράφει ένας γνωστός αγιολόγος, πού έχει κάνει σχετικές έρευνες και κατέθεσε γραπτώς την γνώμη του. Πρόκειται για τον Μητροπολίτη πρώην Λεοντοπόλεως Σωφρόνιο.

Με λίγα λόγια ο Μητροπολίτης Σωφρόνιος λέγει ότι δεν υπάρχει καμία επίσημη ανακήρυξης της Κασιανής ως Άγιας της Εκκλησίας, κατά την κανονική τάξη, αλλά μόνον οι Κάσιοι, για λόγους συναισθηματικούς και λόγω τού ονόματος της νήσου και της Κασιανής, ως δήθεν παραγόμενο από την Κάσο, θέλησαν να την συνδέσουν με το μικρόν αυτό νησί. Δεν υπάρχουν όμως σχετικές μαρτυρίες, όχι μόνον ότι γεννήθηκε ή εκοιμήθη στην Κάσον, αλλά ούτε καν εάν επεσκέφθηκε η υμνογράφος το νησί αυτό. Συνεπώς δεν υπάρχει θέμα αγιοποιήσεως της Κασιανής. Άλλωστε πλήθος Αγίων παραμένουν έξω από το επίσημο Αγιολόγιο της Εκκλησίας, το όποιον θεοφώτιστος το προστατεύει και το διατηρεί για να μην αλλοιωθεί και εισαχθούν σ’ αυτό αλλότρια στοιχεία στερούμενα των προϋποθέσεων της αγιότητος, όπως είναι η μυροβλυσία η θαυματοποιία η αφθαρσία των ιερών λειψάνων κ.λ.π.

Τροπάρια
— «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή...»
— «Κύματι θαλάσσης τόν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον.»
— «Αὐγούστου μοναχήσαντος ἐπί τῆς γής....»
Και πλήθος άλλα τροπάρια, δοξαστικά και ύμνους, όπως σημειώνουν οι Βυζαντινές πηγές: πολλά ίδια συγγράμματα αυτής καταλυπούσα. Διότι έκτος από τα γνωστά υμνογραφήματά της υπάρχουν και άλλα, πού μένουν χειρόγραφα σε μοναστηριακές βιβλιοθήκες και παραμένουν ανέκδοτα.

Το Τροπάριο της Κασιανής που το Βράδυ της Μεγάλης Τρίτης (Ορθός της Μεγάλης Τετάρτης)
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Βίος Αγίας Ιερουσαλήμ και των τέκνων αυτής των μαρτύρων



site analysis


Η Αγία Ιερουσαλήμ και τα τέκνα αυτής Κέγουρος, Σεκενδίνος και Σέκενδος οι Μάρτυρες εορτάζουν στις 4 Σεπτεμβρίου
Zoom in (real dimensions: 250 x 491)Εικόνα

Ένδοξος καταγωγή
Η Αγία έζησε και μαρτύρησε τότε, που αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος Πρόβος (276-282 μ.Χ.). Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, από πλούσια οικογένεια. Οι γονείς της ήσαν Χριστιανοί και την ανέθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Την έβαλαν εις ένα Παρθενώνα. Εκεί έμαθε τα Ιερά Γράμματα και εννόησε την ματαιότητα του κόσμου τούτου. Καίτοι ήθελε να μείνει αφιερωμένη παρθένος εις τον Θεό, εν τούτοις οι γονείς της και χωρίς να θέλει την παντρέψανε. Γέννησε τρία παιδιά τον Σεκένδο, Σεκένδικο και Κήγορο. Τα παιδιά της η Αγία τα οδηγούσε με επιμέλεια στο δρόμο του Θεού. Αλλά και εκείνα ήσαν καλόγνωμα. Έπειτα όμως από οκτώ χρόνια, πέθανε ο 
σύζυγός της και αυτή έμεινε χήρα σε νεαρή σχετικά ηλικία. Ζούσε, όπως ήθελε ο Θεός, ζωήν αγία.

Αποφασίζει να κηρύξει τον Χριστό
Μετά το θάνατο του συζύγου της, γύρισε πολλούς τόπους κηρύττοντας τον Χριστό και όπου έφτασε στη Ρώμη. Εκεί στην πρώτευουσα του Ρωμαϊκού κράτους, η αγία της ζωή, οι κόποι της, οι νηστείες της, οι προσευχές, οι διδασκαλίες, η πραότητα, η ταπείνωσις και άλλες αρετές της, τράβηξαν πολλούς στον Χριστιανισμό. Επισκεπτόταν τους αρρώστους, τους φυλακισμένους και τους βοηθούσε όσο μπορούσε. Τα παιδιά της τα συμβούλευε κάθε μέρα να μισήσουν τα φθαρτά και μάταια και γήινα και ν’ αγαπήσουν τα άφθαρτα και αιώνια.
Την εποχή εκείνη ο Αυτοκράτωρ Αυρηλιανός γιόρταζε τα γενέθλιά του. Έκανε θυσίες γι’ αυτό διέταξε να τιμώνται και να διευκολύνονται όσοι θα δέχονταν την λατρεία του πυρός του ήλιου. Αφ’ ετέρου να τιμωρούνται και να εξοντώνονται όσοι λάτρευαν τον Χριστό. Άναψε παντού ο διωγμός. Η Άγια τότε ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα. Αψηφούσε τους κινδύνους και τους επισκεπτόταν στις φυλακές ή πήγαινε κοντά τους εις τα μαρτύρια και τους τόνωνε να μείνουν πιστοί μέχρι θανάτου, για την αγάπη του Χριστού. Επίσης παρελάμβανε τα λείψανα των μαρτύρων και τα ενταφίαζε με αρώματα και πολλή ευλάβεια.
Η Άγια είχε μαζί της και μία συγγενή της, που τη λέγανε Σεβαστιανή. Αυτή ήταν εξαιρετικά όμορφη Ο βασιλιάς πληροφορήθηκε για το κάλλος της και έστειλε ανθρώπους να την φέρουν μπροστά του. Έτσι και έγινε. Ο αυτοκράτωρ, όταν είδε το κάλλος της, εξεπλάγη. Συζήτησε αρκετή ώρα κι έμαθε από την Σεβαστιανή για την Ιερουσαλήμ, για την ευγένεια της καταγωγής της, τις αρετές της και τα φυσικά προτερήματα της.
Έστειλε τότε ο βασιλεύς το παιδί του με στρατιώτες να συλλάβουν την Αγία και να την φέρουν μπροστά του. Στο δρόμο όμως, που πήγαιναν, εξαγριώθηκε τ’ άλογο του Φιλοδώρου, έτσι τον έλεγαν το υιό του βασιλέως, και τον έριξε κάτω σε ένα γκρεμό. Συντρίφτηκε το ένα του πόδι και είχε σφοδρούς πόνους. Τον έφεραν επάνω σ' ένα αμάξι στον βασιλέα. Ο βασιλεύς, λυπήθηκε πολύ. Η Σεβαστιανή είπε, ότι η Ιερουσαλήμ μπορεί με τις προσευχές της να κάμει καλά τον υιό του. Αυτό, όταν το άκουσε ο Φιλόδωρος, ο υιός του, τον παρεκάλεσε να στείλει και να την φέρει. Πράγματι, ο βασιλεύς έστειλε ανθρώπους με δώρα για την Αγία και να την παρακαλέσουν να έλθει να προσευχηθεί, για να λάβει ο Φιλόδωρος την υγεία του. Η Αγία δεν πήγε, αλλά έγραψε στον βασιλέα το εξής γράμμα:
-Βασιλεύ, Αυρηλιανέ, αν πιστέψεις στον Κύριον μου Ιησούν Χριστόν τον επουράνιον βασιλέα και Θεόν των απάντων, θα ιατρευθεί ο υιός σου Φιλόδωρος.
Ο βασιλεύς έλαβε το γράμμα με ευλάβεια και με πίστη, το έβαλε επάνω εις το συντριμμένο πόδι του γιου του, που πονούσε φοβερά. Αμέσως τότε ο Φιλόδωρος έγινε τελείς καλά, όπως προηγουμένως και περπατούσε χαρούμενος. Ο βασιλεύς, η Σεβαστιανή, ο θεραπευθείς Φιλόδωρος και πολλοί μεγιστάνες πήγαν στην Ιερουσαλήμ. να την ευχαριστήσουν. 
Τότε βρήκε ευκαιρία η Αγία και τους μίλησε για τον Χριστόν και πως θα σωθούν και να κερδίσουν την ευτυχία της άλλης ζωής. Πολλοί από αυτούς βαπτίσθηκαν.

Στη Βέροια
Η Αγία κατόπιν ξεκίνησε από την Ρώμη και από πόλι, σε πόλι, αφού πέρασε από τα μέρη των Αθηνών, της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας έφθασε στη Βέροια της Μακεδονίας. Στο δρόμο της πολλούς έκανε με την διδαχή της να πιστέψουν εις τον Χριστόν. Αλλά και στη Βέροια εξακολουθούσε να διδάσκει με θάρρος για την πίστη του Χριστού. Το 276 μ.Χ. 
όμως πέθανε ο Αυρηλιανός κι έγινε αυτοκράτορας ο Μάρκος Αυρήλιος Πρόβος. Αυτός καίτοι φαινόταν άνθρωπος των γραμμάτων, εν τούτοις κατεδίωξε τους Χριστιανούς. 
Έστειλε διαταγές στους Τοπάρχες του και σε όλα τα Κάστρα, που διοικούσαν, να εξοντώσουν όλους τους Χριστιανούς, αφού προηγουμένως τους βασανίζουν σκληρά. Πολλοί μαρτύρησαν για την πίστη υπέρ του Χριστού.

Καταγγέλλεται στο Δούκα
Δούκας, δηλαδή ηγεμόνας της Θεσσαλονίκης, ήταν ένας, Κιντιανός ονόματι. Μερικοί κόλακες για να αρέσουν στον Δούκα, κατήγγειλαν την Αγία Ιερουσαλήμ με τα εξής λόγια:
- Είναι κάποια γυναίκα στη Βέροια, του είπαν, Χριστιανή. Την λένε Ιερουσαλήμ. Έχει τρία καλά παιδιά. Αυτή ομολογεί θαρρετά, ότι είναι Χριστιανή. Γιατρεύει και πολλούς κατά 
φαντασία ασθενείς με την δύναμιν του Χριστού δήθεν, αλλά κατ' ουσίαν με μαγείες. Και έτσι τραβάει πολλούς από την θρησκεία μας στη πίστη τη δική της. Αυτήν, αν δεν διατάξεις να εξοντωθεί υπάρχει φόβος με τις μαγείες της και μας και σένα να παραπλανήσει.
Σαν τ' άκουσε αυτό ο θηριόψυχος εκείνος άρχοντας, έγινε έξω φρένων. Και έδωσε διαταγή στους στρατιώτες του να πάνε στην Βέροια μαζί του. Η Αγία Ιερουσαλήμ, μόλις έμαθε τον ερχομό του, δεν φοβήθηκε καθόλου τον θάνατον. Τουναντίον χάρηκε, διότι της δινόταν η ευκαιρία να ομολογήσει τον Χριστόν και να μαρτυρήσει γι’ Αυτόν. Φοβήθηκε μόνον δια τα παιδιά της, μήπως από τις υποσχέσεις και τα δώρα του άρχοντα, ή από τα σκληρά βασανιστήρια δειλιάσουν και χάσουν τον στέφανον του μαρτυρίου. Γι’ αυτό τα αγκάλιασε, τα ασπάσθηκε και τους είπε:
- Παιδιά μου και σπλάγχνα μου, ξέρετε με τι κόπους και πόνους και βάσανα σας έθρεψα, σας μεγάλωσα και σας δίδαξα την πίστη του Χριστού. Τώρα ακούστε με: Περιφρονήστε τα βασανιστήρια. Μη φανείται κατώτεροι από τους τρεις παίδες, τους παλαιούς, σεις οι νέοι παίδες. Μη δειλιάσετε, ούτε να φοβηθείτε τα σπαθιά, τους αγριεμένους τυράννους και τα άγρια θηρία. Δώστε ένα γερό μάθημα στον Τύραννο, για να μάθει ποιοι είναι οι στρατιώτες του Χριστού. Λίγο θα πονέσουμε, αιώνια θα χαρούμε. Ακουστέ με, παιδιά μου. 
Αγαπήστε τον Χριστό και ντροπιάστε τον διάβολο.
Η μακαρία με αυτά τα λόγια προσπαθούσε να τονώσει και να δυναμώσει τα παιδιά της.
Zoom in (real dimensions: 286 x 345)Εικόνα

Έψησαν τον μικρότερο στη σχάρα
Ο Κιντιανός όμως ήταν γεμάτος θυμό και λύσσα κατά των Αγίων διατάζει να τους χωρίσουν, το δε πιο μικρό παιδί, τον Κήγορον, να τον φέρουν μπροστά του. Νόμιζε ο δυστυχής, ότι θα τον δελεάσει με τις υποσχέσεις, ή με τις φοβέρες θα τον τρομάξει και θα τον έκανε να αρνηθεί τον Χριστό και την πίστη του.
Μόλις άκουσε το ευλογημένο παιδί τις υποσχέσεις και τις φοβέρες του τυράννου του είπε:
- Εάν δεν ήσουνα ένας ασεβής, άπιστος και ειδωλολάτρης και ήσουνα ένας πιστός Χριστιανός, θα με έπειθες να σε αγαπώ και χωρίς τα δώρα αυτά. Αλλ’ επειδή συ είσαι εχθρός του Χριστού και λατρεύεις τους δαίμονες, εγώ δε τουναντίον είμαι φίλος του Χριστού, δεν θα με καταφέρεις ποτέ να με ξεκόψεις από την πίστη μου, έστω και αν με κάμεις βασιλιά. 
Αυτά τα αγαθά, η μητέρα μου τα έλεγε όνειρο και σκιά και αέρα και μάταια και χαμένα πράγματα.
Έπειτα από αυτά γύρισε προς την μητέρα του και της είπε:
- Δεν θα ξεχάσω, μητέρα ποτέ τις συμβουλές σου. Θα υπομείνω κι ένας τάφος θα μας δεχτεί. Δεν θα πάθω κανένα κακό. Ούτε θέλω να με κλάψεις. Μείνε ήσυχη. Ο δικαστής 
πιστεύει, ότι θα με πλανέψει από την πίστη του Χριστού. Άδικα κοπιάζει. Ας έλθουν και άλλοι δέκα Κιντιανοί. Δεν θα μπορέσουν ποτέ να με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού μας.
- Άκουσε, Τύραννε, είπε κατόπιν, με πήρες εμένα σαν μικρότερο, αλλά δεν ξέρεις, ότι ο Θεός τους μικρότερους δυναμώνει. Εμπρός, λοιπόν, κάνε ότι βασανιστήρια σκέφθηκες. 
Είμαι έτοιμος με την δύναμιν του Κυρίου μου να τα βαστάξω.
Σαν τα άκουσε αυτά ο Κιντιανός, άναψε από το θυμό του και σηκώθηκε ορθός από τον θρόνο του. Διέταξε δε ν’ ανάψουν μεγάλη φωτιά και να τον κάψουν ζωντανό. Πράγματι, ανάψανε τη φωτιά! Έβαλαν μέσα σ' αυτή ένα σιδερένιο κρεββάτι να κοκκινίσει. Κατόπιν πέταξαν επάνω τον Κήγορον να καεί. Την ώρα δε, που ψηνόταν, τον ετόξευαν με ψιλά και μυτερά βέλη. Όλα δε αυτά τα έκαναν για να φοβηθούν τ’ αδέλφια του. Σε λίγο το σώμα του μάρτυρος έγινε παρανάλωμα του πυρός και η Αγία του ψυχή πήγαινε στον Παράδεισο, με την συνοδεία των Αγγέλων, για να ευφραίνεται παντοτινά κοντά στον Θεό. Από το φρικτό μαρτύριο, που υπέμεινε ο μικρότερος, πήραν πιο πολύ θάρρος οι άλλοι μεγαλύτεροι 
αδελφοί του. Η Αγία μητέρα του πονούσε, βεβαίως, σαν μητέρα, αλλά χαιρόταν, διότι εξασφαλίσθηκε ο ένας της υιός για πάντα στον Παράδεισο. Τι ευλογημένη και γενναία μητέρα!

Το φρικτό μαρτύριο του Σεκένδου
Κατόπιν έφεραν και παρουσίασαν μπροστά στον τύραννο τον Σέκενδον. Αυτός πήγαινε με το κεφάλι ψηλά και με χαρούμενο το πρόσωπο, λες και πήγαινε σε γιορτή και πανηγύρι και όχι σε εξέταση για μαρτύριο. ΟΔούκας τον φοβερίζει, κι αυτός με γενναιότητα του αποκρίνεται:
- Μη πλανάσαι, παράνομε, ότι με δαρμούς και ξίφη, με άγρια θηρία και φωτιά θα μπόρεσης να με χωρίσεις από τον Παντοδύναμο Θεό. Δεν σου έβαλε μυαλό η υπομονή του μικρού μου αδελφού και επιχειρείς τώρα να με κάμεις να αλλαξοπιστήσω εγώ, που είμαι μεγαλύτερος; Σου τονίζω, ότι δεν θα φανώ κατώτερος από εκείνον και δεν θα σε κάμω να χαρείς εσύ και ο πατέρας σου διάβολος. Όχι. Πάρε το απόφαση.
Ο τύραννος στα λόγια αυτά του μάρτυρος αναψοκοκκίνισε από το θυμό του και διέταξε να αρχίσουν τα βασανιστήρια. Πρώτα τον ξαπλώσανε κατά γης και του καρφώσανε με μεγάλα καρφιά τα χέρια και τα πόδια. Κατόπιν άρχισαν να τον δέρνουν με σιδερένιες ράβδους. Και εν συνεχεία του περάσανε στο κεφάλι μια περικεφαλαία πυρακτωμένη και κατακόκκινη. Έπειτα και από αυτήν την τιμωρία δεν άντεξε άλλο το σώμα του και παρέδωσε τη αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού.

Το μαρτυρικό τέλος του Σεκένδικου
Κατόπιν διέταξε να του φέρουν εις το κριτήριο και τον τρίτον αδελφό, τον Σεκένδικο. Το παρότρυνε να θυσιάσει στους θεούς γιατί αλλιώς την περίμεναν περισσότερα βασανιστήρια σαν μεγαλύτερος που ήταν. Τότε με παρησία ο Σεκένδικος είπε:
- Γιατί, κακονούστατε Κιντιανέ, με αναγκάζεις να θυσιάσω στους δαίμονες; Δεν είδες ποιους αδελφούς είχα; Σου το είπα και στο επαναλαμβάνω πάλι. Εγώ σε δαίμονες δεν θυσιάζω, ξόανα και είδωλα δεν προσκυνώ, οι βασιλείς άπιστους και αντίχριστους δεν υπακούω, βάσανα και τιμωρίες δεν φοβούμαι. Αρκούν αυτά. Τίποτε άλλο δεν σου λέγω. 
Ότι θέλεις κάμε. Τότε ο Τύραννος έγινε έξω φρένων και έβγαλε μια απόφαση. Διέταξε, λοιπόν, ο κακόψυχος και έφεραν άλογα άγρια. Τα έζεψαν σε ξύλο. Κατόπιν τρύπησαν τους αστραγάλους του μάρτυρος και έδεσαν με σχοινιά τα πόδια από το ξύλο. Τα άλογα, με τον μάρτυρα πίσω, τα απέλυσαν κι εκείνα κεντούμενα από τα μηχανήματα και φοβούμενα από τον κρότον, έφευγαν σε τόπους κακοτράχαλους. Με φρικτό μαρτύριο, ο Σεκένδικος παρέδωσε την αγία του ψυχή εις τον Θεό.

Τα βασανιστήρια της Αγίας
Την άλλη ήμερα ο άγριος τύραννος κάθισε πάλι στο Κριτήριο. Διέταξε να φέρουν μπροστά του την μητέρα των μαρτύρων, την Αγία Ιερουσαλήμ. Όταν την έφεραν, της είπε ο ασεβέστατος με θυμό.
- Δε μου λες, βρωμογύναιο, με ποιες μαγείες έπεισες τα παιδιά σου να αρνηθούν ετούτη την ευχάριστη ζωή και να πεθάνουν για έναν Σταυρωμένο; Είσαι κακούργα και σκληρή μάννα. Άλλες μητέρες, για τα παιδιά τους, κινδύνεψαν και την ζωή τους ακόμη. Συ όμως ενώ τα έβλεπες να πεθαίνουν με τόσες σκληρές τιμωρίες και βάσανα, δεν τα λυπήθηκες. 
Τουναντίον χαιρόσουνα. Και τώρα παρουσιάστηκες μπροστά μου με πρόσωπο χαρούμενο. Λες και βρήκες ξαφνικά κανένα θησαυρό. Μα τι Μητέρα είσαι συ; Δεν ντρέπεσαι καθόλου; Άκουσέ με τώρα καλά. Αν δεν θυσιάσεις στους μεγάλους θεούς, θα σου κάνω τέτοια βάσανα και τόσες τιμωρίες, που σε κανέναν άλλον από όσους θανάτωσα, δεν έκαμα.
Αυτά τα άκουσε η μακαρία Ιερουσαλήμ, χωρίς να δειλιάσει καθόλου. Του αποκρίθηκε δε ταπεινά και με θάρρος τα έξης:
- Εγώ, άρχοντα μου, του είπε, τους υιούς μου δεν τους στέρησα τη παρούσα ζωή, με μαγείες και γητεύματα. Εγώ, με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος τους χάρισα αθάνατη ζωή 
και παντοτινά ευτυχισμένη. Αυτή τη ζωή θα μπορούσες και συ ν’ αποκτήσεις αν έδιωχνες τον δαίμονα της απιστίας, που κατοικεί μέσα σου. Σ’ αυτήν την ατέλειωτη ευτυχισμένη ζωή, θέλω κι εγώ να υπάγω. Επομένως μη βραδύνεις. Εμπρός προχώρησε στο έργο σου. Βασάνισε με, όσο θέλεις.
Ο Κιντιανός θύμωσε πολύ με την απόκριση της Μάρτυρος και διέταξε να αρχίσουν τα βασανιστήρια. Πρώτον την κρέμασαν και άρχισαν με σιδερένια νύχια να ξύνουν τις σάρκες της. Κατόπιν πήραν σάκους τρίχινους και της έδεσαν τις πληγωμένες σάρκες της. Το χώμα κοκκίνισε από το αίμα της, που έτρεχε. Φαινόταν τα κόκκαλά της. Πολλές γυναίκες,που έτρεξαν εκεί, την λυπόταν κι έκλαιγαν. Κατόπιν της έκοψαν οι δήμιοι τα κεφάλι της κι έτσι επήρε τον στέφανον του μαρτυρίου και κέρδησε το παν, το μεγάλο, μοναδικό και ασύγκριτο θησαυρό της αιώνιας ευτυχίας του Παραδείσου.
Μερικοί τότε ευσεβείς και φιλόχριστοι άνδρες πήραν το άγιο και βασανισμένο σώμα της και το έθαψαν εις τον Νότιον μέρος της Βερροίας. Αργότερα έκεί χτίστηκε Ναός έπ'όνόματι της Αγίας Τερουσαλήμ. Έγίνοντο δε πολλά θαύματα σε όσους πήγαιναν και την παρακαλούσαν με πίστι. Ο ναός όμως αυτός κάηκε σε μια μεγάλη πυρκαίά της Βερροίας.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος ἅ'.
Τήν σπουδήν σου τή κλήσει κατάλληλον, ἐργασαμένη φερώνυμε, τήν ὁμώνυμόν σου δόξαν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Ἱερουσαλήμ ἀθληφόρε, σύν τοῖς τέκνοις Πανένδοξε. 
Ὅθεν προχέεις ἰάματα καί πρεσβεύεις ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Κοντάκιον. Τά ἄνω ζητῶν...
Ἀσκήσει θερμή τά πάθη θανατώσασα, ἀθλήσει στερρά τυράννους καταισχύνασα, σύν τοῖς τέκνοις, ἔνδοξε. Τό ἀρχαῖον, Μάρτυς ἀντίπαλον, πτερνιστήν ἠμῶν καταβέβληκας 
νεανικῶς, καί νίκης οὐρανόθεν στέφος εἴληφας.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr



Πηγή: Από το βιβλίο «Η Αγία Ιερουσαλήμ

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Η Αγία Ακυλίνα(27 Σεπτεμβριου)



site analysis



31814_387704655977_6746328_n

Από μια μεγάλη Αγία, ένας «πατέρας» προδότης και λιποτάκτης «χριστιανός»
Η ΑΓΙΑ ΑΚΥΛΙΝΑ – ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ

Η Αγία Ακυλίνα γεννήθηκε το έτος 1745 μ.Χ. στο Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης. Το σπίτι της σώζεται μέ­χρι και σήμερα, όχι βέβαια σε καλή κατάσταση.

Εδώ ζούσε μαζί με τους χριστιανούς γονείς της τον πατέρα της το Γιώργη και τη Μητέρα της που δυστυχώς δε διασώθηκε το όνομά της. Μια μέρα ο πατέρας της Ακυλίνας μάλωσε με ένα τούρκο και πάνω στο θυμό του μαχαίρωσε τον τούρκο και τον άφησε νεκρό. Όλο το χωριό αναστατώθηκε και όλοι οι Χριστιανοί τρομαγμέ­νοι έτρεχαν να κρυφτούν για να γλυτώσουν απ’ την μα­νία των τούρκων για εκδίκηση. Ο Γιώργης καταδικάζε­ται σε θάνατο, οι τούρκοι θα τον κρεμάσουν. Αν όμως θέλει να γλυτώσει τη ζωή του, υπάρχει λύση, αρκεί να τουρκέψει. Ο Γιώργης δειλιάζει μπρος στην κρεμάλα, προδίδει την πίστη του και υπόσχεται να τουρκέψει σιγά-σιγά και την οικογένειά του.

Οι Χριστιανοί σαν το άκουσαν φαρμακώθηκαν: «Ακούς εκεί, να βρεθεί Ζαγκλιβερινός να προδώσει τη Πί­στη του!». Όλοι με ένα στόμα έλεγαν.

Εκείνες όμως που φαρμακώθηκαν πιο πολύ, ήταν η Γυναίκα του και η Ακυλίνα.

Ντυμένες και οι δυο στα μαύρα, κλείστηκαν μέσα και κλαίνε για τον πατέρα τους που έγινε προδότης της πίστεως και της πατρίδος. Άδικα η καλή του γυναίκα προσπαθεί να τον κάνει να συνέλθει, να Μετανοήσει, να Εξομολογηθεί. Αυτός τυφλωμένος από τα δώρα, ούτε θέλει ν’ ακούσει για το Όνομα του Χριστού.

Έτσι η μόνη παρηγοριά της Μάνας μένει τώρα η Ακυλίνα, και προσπαθεί να την αναθρέψει όσο πιο καλά γίνεται Χριστιανικά σα να διαισθάνονταν ότι θ’ ακολου­θήσει το δρόμο του Μαρτυρίου.

Και δεν άργησε να ξεσπάσει η καταιγίδα. Το έτος 1764 μ.Χ. ο Γιώργης παίρνει διαταγή του πασά που ήταν διοικητής της Θεσσαλονίκης να πείσει την κόρη του να γί­νει τουρκάλα, γιατί την είδε στη βρύση και θαμπώθηκε από την ομορφιά της ο γιος του και τη θέλει για γυναί­κα του. Χάρηκε ο Γιώργης γι’ αυτή την μεγάλη τιμή, και τρέχει στο σπίτι του να της πει το μεγάλο νέο και τα μάτια του γυάλιζαν γι’ αυτά που του έταξε ο πασάς. Η Ακυλίνα πάγωσε. Μάνα και Κόρη τον βγάζουν έξω από το σπίτι και ούτε θέλουν να τον ακούσουν. Αλλά ο «τούρκος» δεν υποχωρεί εύκολα. Λυσσάει, στην αρχή με γλυκόλογα και υποσχέσεις, όταν όμως βλέπει την Α­κυλίνα να μένει ασυγκίνητη σε όλα αυτά, αλλάζει τακτι­κή και διατάζει βασανιστήρια. Η ατίμητη Μάνα την εμ­ψυχώνει γενναία λέγοντάς Την:
-Παιδί μου πρόσεχε, μην αρνηθείς το Χριστό. Αυτή η ζωή είναι πρόσκαιρη μπροστά στον Παράδεισο και στην Αιωνιότητα Της Μακαρίας Ζωής.
Τα μαρτύρια αρχίζουν.

Την γυμνώνουν, την χτυπούν, την μαστιγώνουν με βέργες και συρματένια σχοινιά. Το σώμα της γίνεται ό­λο μια πληγή. Το αίμα της χύνεται ποτάμι και βάφει τη Μακεδονική γη του Ζαγκλιβερίου. Η Ακυλίνα έχει τα μάτια στον Ουρανό και προσπαθεί να επαναλάβει:

«Χριστιανή είμαι και Χριστιανή θα πεθάνω».

Τρεις μέρες την βασάνισαν. Την τρίτη μέρα το απόγευμα μέσα στους πόνους και στην αιμορραγία την φέρ­νουν στο σπίτι της. Η Μάνα της την σφίγγει στην α­γκαλιά της μόλις τη βλέπει και το μόνο που νοιάζεται να ρωτήσει είναι:

«Παιδί μου μήπως δείλιασες και αρνήθηκες το Χριστό;»

Η Ακυλίνα προσπαθεί με δυσκολία να απαντήσει:

«Μητέρα έκανα όπως μου είπες. Το διαμάντι που μου εμπιστεύθηκες το φύλαξα καθαρό και αμόλυντο και τώρα πάω κοντά στο Χριστό και Θεό μου».
Ήταν 27 Σεπτεμβρίου 1764 όταν έφυγε η Αγία της ψυχή.

Από το Άγιο Λείψανό της ξεχύθηκε μια ανέκφρα­στη Ουράνια ευωδία και όλοι οι δρόμοι απ’ όπου το πέ­ρασαν ευωδίαζαν για πολλές ήμερες.

Οι τούρκοι για να τη θεωρήσουν δική τους έστω και μετά θάνατο, διέταξαν να τη θάψουν στο τουρκικό νε­κροταφείο, δίπλα στην πλατεία του χωριού.

Το ίδιο βράδυ ένα φως κατέβηκε πάνω στον τάφο της σαν άστρο και έμεινε για ώρες πολλές.

Τότε τρεις Ορθόδοξοι Ζωντανοί Χριστιανοί, Παλληκάρια του Χριστού έκαναν όρκο μυστικό και έκλεψαν το σώμα της Αγίας. Πού το έθαψαν όμως; Παραμένει ακό­μη άγνωστος ο τόπος. Πιστεύουμε ότι θα το αποκάλυψη ο Κύριος στους εσχάτους χρόνους.

Η Μνήμη Της τιμάται στις 27 Σεπτεμβρίου.

* * *

Απολυτίκιον της Αγίας (ως προς τον Συνάναρχον Λόγον)

Ζαγκλιβέριον χαίρει εν τη αθλήσει σου, η σε βλαστήσασα κώμη ως άνθος εύοσμον,
Ακυλίνα του Χριστού καλλιπάρθενε. συ γαρ ενήθλησας στερρώς, και εδέξω εκ Θεού το στέφος της αφθαρσίας, εκδυσωπούσα απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Βίος Αγίας Ευφροσύνης



site analysis

Η Αγία Ευφροσύνη εορτάζει στις 25 Σεπτεμβρίου



Θυγάτηρ Παφνουτίου του Αιγυπτίου
Η Οσία Ευφροσύνη έζησε στα χρόνια του Θεοδοσίου του μικρού [περί το 410 μ.Χ.), ήταν μοναχοκόρη και πολύ πλούσια. Ο πατέρας της Παφνούτιος ήταν ο πλουσιότερος της 
Αλεξάνδρειας και μαζί με τη σύζυγο του διακρίνονταν για τη θερμή πίστη τους στο Θεό.
Δώδεκα χρονών η Ευφροσύνη έμεινε ορφανή από μητέρα, και ο πατέρας της αφοσιώθηκε ακόμα πιο φιλόστοργα στην επιμέλεια της κόρης του. Όταν η Ευφροσύνη έφθασε 
στο 18ο έτος της ηλικίας της, ο πατέρας της θέλησε να την παντρέψει με ένα νέο υψηλής κοινωνικής τάξης.
Όμως την ψυχή της Ευφροσύνης είχε καταλάβει ο θείος έρωτας. Ο γάμος και οι κοσμικότητες θα της ήταν εμπόδιο να αφιερωθεί συστηματικά στην ελεημοσύνη και στην υπηρεσία 
του πλησίον.

Η Ευφροσύνη πραγματοποιεί το θέλημα της
Κάποιες μέρες πού απουσίαζε ο πατέρας της, κατά θεία Πρόνοια ήλθε στην Αλεξάνδρεια ένας Πνευματικός ενάρετος από κάποια σκήτη. Αυτόν τον κάλεσε η Ευφροσύνη για να 
εξομολογηθεί. Με την εξομολόγηση είπε και όλον της τον πόθο, να απαρνηθεί τον κόσμο, για την αγάπη του Κυρίου.
Τον ερώτησε ακόμη, και τί πρέπει να κάμει σ’ αυτήν την περίσταση. Ο Καλόγηρος της απάντησε:
- Ξέρεις, κόρη μου, ότι ο Κύριος λέγει στο ιερό Ευαγγέλιο: ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ εστί μου άξιος. Αφού λοιπόν ο φιλόστοργος αυτός Δεσπότης άναψε στην 
καρδιά σου τον ιερόν αυτόν και σωτήριον έρωτα, να σπεύσης όσο μπορείς γρηγορότερα. Άρον τον σταυρόν και ακολούθησε. Αυτόν, πριν ψυχρανθή ο πόθος σου. Μη αφήσης 
να φθείρη την παρθενία σου φθαρτός άνθρωπος. Νυμφεύσου τον ουράνιο Βασιλέα, για να αγάλλεσαι με αυτόν ζωήν αιώνιον.

Η Ευφροσύνη γίνεται Μοναχή
Όταν άκουσε τα θεια αυτά λόγια η Ευφροσύνη, χάρηκε πάρα πολύ, και τον παρακάλεσε να την αξιώσει να γίνει Μοναχή. Αμέσως ο Πνευματικός εξετέλεσε την επιθυμία της. 
Διάβασε την ανάλογη ευχή, την κούρεψε και της φόρεσε το Αγγελικό Σχήμα, με δεήσεις προς τον Θεό να την αξιώσει να τελειώσει τον πόθο της.
Όταν τελείωσε την τελετή αυτή ο Πνευματικός, έφυγε για το ασκητήριό του.
Όταν έμεινε μόνη η Ευφροσύνη σκεπτόταν πώς να κάμη, πού να πάει να κρυφθή να μην την εύρουν οι συγγενείς της και την εμποδίσουν. Συλλογίζονταν αν έμπαινε σε Μοναστήρι 
γυναικών, ήταν ενδεχόμενο να την εύρουν οι συγγενείς της. Γι αυτό, απέβαβαλε τη Μοναχική στολή, έβγαλε μαζί και τον χιτώνα και τη γυναικεία νοοτροπία, και ντύνεται ανδρικά. 
Κατόπιν με προφύλαξη ξεφεύγει από την προσοχή των υπηρετών της και αφήνει σπίτι λαμπρό, χρυσάφι και ασήμι άφθονο, μαργαριτάρια και λοιπά χρυσαφικά. Απαρνιέται πατέρα,
μνηστήρα, συγγενείς. Περιφρονεί τις απολαύσεις του κόσμου, και παίρνει τον Σταυρό τον γλυκύτατο του Χριστού και πηγαίνει σε κείνο το ίδιο το Μοναστήρι, από το όποιο την ίδια 
μέρα έφυγε ο πατέρας της ο Παφνούτιος.

Παρουσιάζεται σαν άνδρας στον Ηγούμενο
Όταν παρουσιάσθηκε στον Ηγούμενο, εκείνος τη ρώτησε κατά την τάξη, από πού είναι και τί ζητούσε. Εκείνη αποκρίθηκε:
Σμάραγδος, ονομάζομαι, Δέσποτα, και είμαι ευνούχος στο παλάτι του Θεοδοσίου. Επειδή δε βαρέθηκα το θόρυβο και τη σύγχυση του βίου, άκουσα δε και την καλή φήμη και τις 
αρετές της αγιοσύνη σας, ήλθα να σας παρακαλέσω να με δεχτείτε στη συνοδεία σας.
Δέχτηκαν τον Σμάραγδο στο Μοναστήρι και τον έστειλαν να γίνει υποτακτικός σε έναν γέροντα. Όμως ο σατανάς που φθονούσε προσπαθούσε να νικήσει την Ευφροσύνη.
Αφού όμως είδε, ότι δεν μπορεί να μείωση τον τόνο της αρετής της, προκαλούσε τους άλλους Μοναχούς με έρωτα του κάλλους της, πού όταν την έβλεπαν σκανδαλίζονταν. Τόσο 
δε επάθαιναν, πού αναγκάσθηκαν να το πουν στον ηγούμενο.

Ο Σμάραγδος απομονώνεται
Όταν έμαθε αυτά ο Ηγούμενος, διέταξε το Σμάραγδο να ησυχάσει σε ένα κελί αναχωρητικό. Δεν του επέτρεψε να πάει αλλού, ούτε να δέχεται κανένα στο κελί του, ούτε να συνομιλεί 
με κανένα. Να διαβάζει μόνος του την ακολουθία του, και ο Αγάπιος να του φέρνει ότι χρειάζεται. Βιβλία για να αναπτύσσεται πνευματικά και τρόφιμα για τη συντήρηση του.
Η μακαρία χάρηκε υπερβολικά, όταν βρέθηκε μόνη και απαλλάχθηκε από κάθε ενόχληση. Με τον τρόπο αυτό αύξανε και ο ζήλος της προς τον Κύριο. Πρόσθεσε νηστεία στη νηστεία 
και με αγρύπνιες και προσευχές αγωνιζόταν περισσότερο ώστε να θαυμάζει ο Αγάπιος και να τα διηγείται στην αδελφότητα με κάθε λεπτομέρεια.

Επιστρέφει ο πατέρας και αναζητεί την κόρη του
Όταν γύρισε ο Παφνούτιος από το Μοναστήρι στο σπίτι του, και δεν βρήκε την θυγατέρα του, άρχισε να ρωτά τους δούλους του και τις θεραπαινίδες της μήπως επήγε σε κανένα 
από τους συγγενείς τους. Άρχισε να θρηνεί ο πατέρας της αλλά και ο μνηστήρας της θρηνούσε περισσότερο ακόμη.
Μη υποφέροντας τη λύπη του ο Παφνούτιος, έρχεται στον αγιώτατο Ηγούμενο του Μοναστηρίου ρκείνου για να του αναγγείλει τη συμφορά του. Είχε την ελπίδα, ότι αφού με τις 
προσευχές του χάρισε ο Θεός την Ευφροσύνη, έτσι πάλι με τις προσευχές του μπορούσε να του φανερώσει τι έγινε.

Ο ηγούμενος προσεύχεται με όλους τους Μοναχούς
Ο Ηγούμενος δάκρυσε. Σπλαχνίστηκε το φίλο του και κάλεσε όλη την αδελφότητα για να μάθουν τη θλίψι του φίλου των. Προτείνει λοιπόν να νηστέψουν όλη την εβδομάδα και να 
προσεύχονται όλοι, έως ότου αποκαλύψει ο Κύριος σε κανένα από αυτούς, σε ποιόν τόπο βρίσκεται η Ευφροσύνη. Οι μοναχοί έκαμαν, όπως τους είπε ο ηγούμενος. Αλλά κανένα 
όνειρο δεν είδαν, διότι η Όσια δεόταν και αυτή να μην την φανερώσει ο Κύριος. Γι αυτό επέτρεψε ο ελεήμων και φιλεύσπλαχνος Κύριος, να βασανίζεται ο Παφνούτιος μάλλον και να 
πένθη κλαίγοντας, παρά να τον παρηγορήσει, και να λυπήσει την ψυχή εκείνη, η οποία τον αγάπησε και για την αγάπη του θυσίασε την πατρική αγάπη και κάθε κοσμική απόλαυση.
Λέγει λοιπόν ο Ηγούμενος στον Παφνούτιο:
Μη λυπάσαι, τέκνον μου, μήτε να οδύρεσαι ανόητα και άσκοπα, καθώς οι άπιστοι, πού δεν έχουν άλλη ελπίδα, παρά μόνο της παρούσης ζωής. Πίστεψέ με, πού είμαι γέροντας, ότι 
η θυγατέρα σου σε καλό και θεάρεστο δρόμο πήγε. Γιατί, αν δεν ήταν άσφαλισμένη για το καλό της, δεν θα μάς καταφρονούσε ο Κύριος, άλλά θα μάς έδειχνε τί έγινε. Λοιπόν για να 
μη εμπόδιση τη σωτηρία της την σκεπάζει. Παρηγορήθηκε κάπως με τα λόγια αυτά ο Παφνούτιος και σε λίγο έφυγε. Άλλα και πάλιν ερχόταν πολλές φορές στη Μονή, για να βλέπει 
τους αγίους Πατέρες και να παίρνει μικρή παρηγοριά από τα λόγια τους.


Βλέπει την κόρη του
Κάποια μέρα, πού είχε πάει πάλι στο Μοναστήρι ο Παφνούτιος, του λέγει ο ηγούμενος:
Θέλεις να δεις ένα αδελφό πού έχουμε, πολύ νεαρό, αλλά πολύ θαυμάσιο στην αρετή. Ονομάζεται Σμάραγδος και είναι από αρχοντικό γένος. Παράτησε πλούτο και δόξα του 
κόσμου, και τόσο αγωνίζεται για τις εντολές του Κυρίου, ώστε δεν είναι άλλος όμοιός του.
Χάρηκε ο Παφνούτιος, όταν άκουσε αυτά, και αφού τον οδήγησε ο Αγάπιος πήγε στο κελί της Ευφροσύνης. Τί απροσδόκητη χαρά για την Ευφροσύνη να δη ξαφνικά τον πατέρα 
της μπροστά της! Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα και έτρεχαν ποταμηδόν. Αλλ' αυτός δεν την γνώρισε. Τόση κακοπάθεια είχε από τη νηστεία, τις αγρυπνίες και τις γονυκλισίες 
και τις ορθοστασίες και τους κόπους! Τέλος έπαυσε να κλαίει η Ευφροσύνη. Έκαμε αμέσως ευχή κατά την συνήθεια και ύστερα λέγει στον Παφνούτιον:
Πίστεψέ με, άνθρωπε, άνθρωπε αν ήταν η θυγατέρα σου στον δρόμο της απώλειας, δεν θα περιφρονούσε ο ελεήμων Θεός τις ευχές και τις ελεημοσύνες και τα δάκρυά σου. Δε 
θα περιφρονούσε τις δεήσεις, πού κάνουμε εμείς οι αμαρτωλοί μαζί με τον καθηγούμενο μας, όλη την ημέρα, από αγάπη προς σένα. Αλλά πιστεύω στον Θεό, ότι διάλεξε την 
αγαθή μερίδα. Αφού είπε αυτά τον άφησε να φύγει. Φεύγοντας ο Παφνούτιος επήγε στον Ηγούμενο και του λέγει:
Σε ευχαριστώ Άγιε Πάτερ, τόσο ευχαριστήθηκα με τα λόγια του Όσιου Σμάραγδου, πού μου φάνηκε πώς είδα το ίδιο το κορίτσι μου.

Πεθαίνει η Ευφροσύνη
Τριάντα οκτώ χρόνια έμεινε αγνώριστη η Ευφροσύνη στο Μοναστήρι και τότε αρρώστησε. Κατά θείαν πρόνοιαν έτυχε να είναι εκεί ο Παφνούτιος. Όταν είδε το Σμάραγδο άρρωστο, 
άρχισε να κλαίει πικρά και να λέγει:
Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο! Ποιος θα με παρηγορήσει στα γηρατειά μου; Τριάντα οκτώ χρόνια είναι πού έχασα το παιδί μου, και μόνο συ, πάτερ Σμάραγδε, με παρηγόρησες. Συ 
μου έδωσες θάρρος και ελπίδα. Τώρα ούτε εκείνο βλέπω, ούτε εσένα έχω πλέον, πού ήσουνα η παρηγοριά της λύπης μου. Τώρα απελπίστηκα και δεν πιστεύω πλέον να δω την 
θυγατέρα μου.
Τότε εκείνη του λέγει:
Γιατί θλίβεσαι τόσο και βασανίζεσαι; Μην χάνεις την ελπίδα σου. Κάμε υπομονή, υπόμενε άλλες τρεις ημέρες, και να δεις του Θεού τα θαυμάσια.
Έμεινε λοιπόν ο Παφνούτιος, νομίζοντας, ότι ο Κύριος αποκάλυψε στο Σμάραγδο αυτό, πού ποθούσε, και γι' αυτό του είπε να μείνει τρεις ήμερες. Όταν έφθασε η τελευταία ημέρα 
της Όσιας κάλεσε τον Παφνούτιο και του λέγει:
Επειδή ο Παντοδύναμος Θεός οικονόμησε τα δικά μου όπως ήθελε, και με αξίωσε να τελειώσω την καλή μου πρόθεση, θέλω να σου αποκαλύψω τώρα πού φεύγω για την αιώνια 
αγαλλίαση, και να σε απαλλάξω από τη φροντίδα. Μάθε λοιπόν, ότι εγώ είμαι η θυγατέρα σου. Για να μη με εμποδίσρις, άλλαξα σχήμα, και με βοήθησε ο Θεός να μη με 
αναγνωρίσεις. Και πάλι τώρα σε έφερε κοντά μου, για να με δεις και παρηγορηθείς και να ενταφιάσεις το σώμα μου. Όταν ήλθα εδώ στη Μονή, υποσχέθηκα στον ηγούμενο επειδή 
είχα πλούτη πολλά, να τα αφιερώσω στη Μονή, αν μπορέσω ως το τέλος να υποφέρω και να μείνω εδώ. Ο Κύριος με αξίωσε. Λοιπόν σε παρακαλώ, ξεπλήρωσε εσύ την υπόσχεση 
αυτή. Δώσε στους Πατέρες όσα ήθελες να δώσεις σε μένα. Είναι πολύ ενάρετοι άνθρωποι.
Αφού είπε αυτά, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.

Ο Παφνούτιος συντρίβεται
Ο πατέρας της Ευφροσύνης έμεινε κατάπληκτος, για το απροσδόκητο τέλος της κόρης του. Έπεσε στη Γή σαν νεκρός άφωνος και άλαλος. Δεν ήξερε εάν έπρεπε να ευρανθεί που 
την βρήκε ή να θρηνήσει για τον θάνατο της. Αλλά τους θρήνους διαδέχεται η χαρά πού μετατρέπει σε ευχαρίστηση τα δάκρυα.

Ένα θαύμα στον ένταφιασμό της
Ο Αγάπιος από τα λόγια του Παφνούτιου κατάλαβε, ότι ο Σμάραγδος ήταν η θυγατέρα του Παφνούτιου, και έτρεξε και το ανήγγειλε στον Ηγούμενο και σε όλη την αδελφότητα. 
Έτρεξαν αμέσως όλοι και συναγωνίζονταν ποιος να πλησιάσει πιο μπροστά το άγιο λείψανο, για να το ασπασθεί με ευλάβεια. Ένας ασκητής, πού είχε το ένα μάτι τυφλό, όταν 
ασπάστηκε την Αγία ώ του θαύματος! Βρέθηκε με δυο μάτια γερά. Από το μεγάλο αυτό θαύμα κατάλαβαν πόση χάρη επήρε από τον Κύριο. Αμέσως αύξησαν την ευλάβεια προς 
αυτήν και δοξολόγησαν τον Κύριο.
Κατόπιν ενταφίασαν με τιμή το ιερότατο λείψανο και κατά την ταφή, έλαμψε το πρόσωπο της Άγιας, σαν ήλιος.

Ο Παφνούτιος μένει για πάντα στο Μοναστήρι
Μετά την ταφή της Αγίας, ο Παφνούτιος δεν έφυγε. Έμεινε για πάντα στη Μονή. Διαμοίρασε όλα τους τα υπάρχοντα στους φτωχούς, σε σχολεία σε Εκκλησίες και κατοίκησε στη 
Μονή αφού έγινε Μοναχός. Κατοικία του ήταν το κελί της Ευφροσύνης και κοιμόταν στην ίδια ψάθα, πού κοιμόταν και κείνη. Έζησε σαν Μοναχός δέκα έτη με μεγάλη αρετή και 
ευσέβεια.
Όταν πέθανε τον ενταφίασαν στο μνημείο της Ευφροσύνης, εις δόξαν του Πατρός και του Υιού και του Άγιου Πνεύματος. Αμήν.




Στίχος
Εικάδα Ευφροσύνη κατά πέμπτην πότμον υπέστη.
Το θήλυ κρύπτεις ανδρικώς, Ευφροσύνη, και κρυπτά τον βλέποντα Δεσπότην βλέπεις.

Ἀπολυτίκιον
Ἐν τῇ ἀσκήσει τὸ θῆλυ ἐκάλυψας, ἐν τῇ κοιμήσει τοὺς πάντας ἐξέπληξας, Εὐφροσύνη ἀνύσασα ἀνδρικῶς, νεᾶνις οὖσα λαμπρά, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς 
τῶν κινδύνων ἀπαλλάττεις τοὺς τιμῶντάς σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς παρθένος φρόνιμη καὶ ἀδιάφθορος, κοτηγγυήθης ὁσίως τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καὶ προσκαίρων τὴν χλιδὴν ἐμφρόνως ἔλιπες, ὅθεν ἐν μέσω τῶν ἀνδρῶν, 
ὡς ἀμόλυντος ἀμνάς, ἐξέλαμψας Εὐφροσύνη, καὶ τοῦ Βελίαρ τὰ κέντρα, τὴ πολιτεία σου ἀπήμβλυνας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα• λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, 
παρέρχεται γάρ• ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ• διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Εὐφροσύνη τὸ πνεῦμά σου.

Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω ζωῆς, τυχεῖν ἐπιποθήσασα, τὴν κάτω τρυφήν, σπουδαίως καταλέλοιπας, καὶ σαυτὴν ἀνέμιξας, ἀνάμεσον ἀνδρῶν παναοίδιμε• διὰ Χριστὸν γὰρ 
τὸν νυμφίον σου, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησας.

Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Εὐφροσύνης πρόξενος, βιοτῆ σου, τοῖς ἐν κόσμω γέγονε, προτυπωθεῖσα ἐναργώς, τή φερωνύμω σου πανσεμνέ, προσηγορία, Εὐφροσύνη ἔνδοξε.

Ὁ Οἶκος
Ἐν εὐφροσύνῃ καὶ θυμηδίᾳ, τάς ψυχὰς εὐφρανθέντες, ἀναστῶμεν σπουδῇ ἀκοῦσαι λόγον παράδοξον• ὑπερβαίνει γὰρ ἔννοιαν πᾶσαν τὸ διήγημα τοῦτο 
καὶ καταπλήττει, ὅτι γυνὴ ἐν μέσῳ ἀνδρῶν καταμένουσα, ἐνίκησε τὸν Βελίαρ, καὶ τὸ πῦρ κατεπάτησε τῶν ἡδονῶν, καὶ οὐκ ἐφλέχθη τὸ σύνολον• τὸν 
Χριστὸν γὰρ ποθοῦσα ἡ ἄσπιλος, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησε.

Μεγαλυνάριον.
Μνήστορα λιποῦσα τὸν γεηρόν, φαιδρῶς ἐνυμφεύθης, τῷ ὡραίῳ κάλλει Χριστῷ, δι’ ἀμέμπτου βίου, Ὁσία Εὐφροσύνη, δι’ οὗ ἀεὶ εὐφραίνεις, τοὺς σὲ γεραίροντας.