Ειρήνη η Οσία Μήτηρ ημών, η Ηγουμένη της Μονής του Χρυσοβαλάντου, ήκμασε μετά τον θάνατον του μισοχρίστου και φιλοχρύσου βασιλέως Θεοφίλου αποθανόντος εν έτει ωμβ΄ (842), ότε η ευσεβεστάτη και θεοφιλεστάτη Θεοδώρα η σύζυγος του Θεοφίλου έμεινε διάδοχος της βασιλείας, αλλ’ όχι και της ασεβείας αυτού. Τότε αύτη εστερέωσε την Ορθοδοξίαν, αναστηλώσασα τας αγίας Εικόνας, και ούτως απέλαβε πάλιν η Εκκλησία μας την ευπρέπειαν των αγίων Εικόνων ως πρότερον. Έως ου δε ήτο ο υιός της Μιχαήλ ανήλικος, εκυβέρνα αυτή η αοίδιμος το βασίλειον· όταν δε έφθασεν ο βασιλεύς εις χρόνους ιβ΄ (12) ηθέλησε να τον υπανδρεύση, όθεν έστειλεν ανθρώπους εις διαφόρους τόπους, να εύρωσι κόρην τινά ωραίαν, ευγενικήν και ενάρετον, ήτις να είναι αξία δια σύζυγον βασιλέως. Τον καιρόν εκείνον ευρίσκετο εις την χώραν των Καππαδοκών και η Ειρήνη, ήτις ήτο κόρη ωραία πολύ και ενάρετος, από γονείς ευγενείς γεννηθείσα. Ταύτην επήραν οι βασιλικοί άνθρωποι χαίροντες και ελπίζοντες, ότι αυτή έμελλε να γίνη βασίλισσα, διότι ήτο κατά πολλά κοσμία και εύτακτος. Είχε δε και μίαν αδελφήν, την οποίαν παρέλαβε μετ’ αυτής και την οποίαν έλαβε γυναίκα ο αδελφός της βασιλίσσης Θεοδώρας, Βάρδας ονόματι.
Καθώς δε επορεύοντο προς το Βυζάντιον, όταν επερνούσαν τον Όλυμπον, ακούσασα η Ειρήνη δια τον μέγαν Ιωαννίκιον, όστις ησκήτευεν εις εκείνο το όρος, ότι ήτο άγιος άνθρωπος και όσοι ήσαν άξιοι το έβλεπον, εις δε τους άλλους ήτο αόρατος, παρεκάλεσε θερμώς τους βασιλικούς ανθρώπους να την οδηγήσουν εις τον Όσιον, ίνα λάβη την ευλογίαν του, αυτοί δε μετά βίας εδέχθησαν. Απελθόντες τότε εις το όρος, τους είδεν από μακράν ο Όσιος, και ως προορατικός όπου ήτο, εγνώρισε την μέλλουσαν προκοπήν της κόρης, και της λέγει· «Καλώς ήλθες, δούλη του Θεού Ειρήνη. Ύπαγε εις την βασιλεύουσαν χαίρουσα, ότι η Μονή του Χρυσοβαλάντου σε χρειάζεται, να ποιμάνης τας παρθένους όπου εις ταύτην ευρίσκονται». Ταύτα ακούσασα η κόρη εθαύμασε το προορατικόν του ανδρός, ότι εγνώρισε το όνομά της και την μέλλουσαν αυτής κατάστασιν. Όθεν πίπτουσα κατά γης εις τους πόδας αυτού, εζήτει την ευλογίαν του· εγείρας δε αυτήν ο Όσιος, την εστερέωσε με λόγους πνευματικούς και με ευχάς και ευλογίας την κατευώδωσε χαίρουσαν. Όταν έφθασεν εις την βασιλεύουσαν, εξήλθον και την προϋπήντησαν οι συγγενείς της, όσοι εκατοικούσαν εκεί εις την Πόλιν, και οίτινες είχον διάφορα αξιώματα εις τα βασίλεια, άλλος ήτο Πατρίκιος, άλλος κατείχε θέσιν εις την Σύγκλητον και άλλος άλλο. Με τούτους δε εξήλθον και άλλοι άρχοντες φίλοι των, την υπεδέχθησαν δε με τινήν πολλήν, ως έπρεπεν.
Ο δε βασιλεύς των βασιλευόντων, όστις καλεί τα μη όντα ως όντα και τα μη γενόμενα ως γενόμενα, ωκονόμησε και επήρεν άλλην κόρην εις γυναίκα ο επίγειος βασιλεύς, ολίγας ημέρας πρότερον, πριν ή φθάση η Ειρήνη εις τα βασίλεια, δια να την πάρη αυτός ο αιώνιος και αθάνατος εις τον ουράνιον θάλαμον. Όθεν και η θαυμασία κόρη δεν ελυπήθη εις τούτο ποσώς, αλλά μάλλον ηυχαρίστει τον ευεργέτην Θεόν, ότι εφώτισε τον βασιλέα και επήρεν άλλην ομόζυγον. Πολλοί τότε άλλοι μεγιστάνες και άρχοντες, οι πρώτοι της Συγκλήτου και της Πόλεως οι πλουσιώτεροι, την εζήτησαν εις γυναίκα, δια την πολλήν αυτής ωραιότητα και δια την του γένους της περιφάνειαν, αλλ’ αυτή ποσώς δεν ηθέλησε· μόνον τον ουράνιον Νυμφίον πανσόφως επόθησεν η αοίδιμος, καταφρονούσα όλα τα πρόσκαιρα και επίγεια. Όθεν καθ’ εκάστην εσκόπευε και ανεζήτει τόπον αρμόδιον να περάση την ζωήν της ατάραχα και θεάρεστα. Αφού λοιπόν ενεθυμήθη την πρόρρησιν του μεγάλου Ιωαννικίου, στέλλει ανθρώπους να ίδωσι την Μονήν του Χρυσοβαλάντου, εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκετο. Ούτοι ιδόντες την θέσιν του τόπου και την ευκρασίαν του αέρος, την θαυμασίαν πολιτείαν των Παρθένων και άλλα παρόμοια, επέστρεψαν εις την κυρίαν των διηγούμενοι της Μονής τα εξαίρετα και εξόχως ότι ήτο κατά τον πόθον αυτής, εις τόπον ήσυχον και ευάρμοστον. Η δε, ως ήκουσε ταύτα, εχάρη και διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όσα είχεν όχι μόνον από τους γονείς της πλούσια ιμάτια και χρυσά στολίδια, αλλά και όσα της εχάρισεν η βασίλισσα φιλοτίμως ατίμητα πράγματα· ελευθερώσασα δε και τους δούλους και αιχμαλώτους της, προσήλθε προθύμως εις το ρηθέν Μοναστήριον και έκοψε την κόμην της, ήτις ήτο ξανθή ως το χρώμα χρυσού.
Μετά της κόμης απέρριψε πάσαν κοσμικήν ματαιότητα και παν επίγειον φρόνημα· ενδύεται ράσα τρίχινα η τρυφερά και ευγενεστάτη και πάγκαλος Ειρήνη, σηκώσασα προθύμως τον ελαφρόν ζυγόν του Χριστού, τον χρηστόν και γλυκύτατον. Υπετάσσετο δε εις όλας τας αδελφάς με θαυμασίαν ταπείνωσιν, υπηρετούσα εις όλας τας ανάγκας της Μονής επιμελώς και αόκνως χωρίς τινος αντιλογίας η πάνσοφος, ψωρίς να συλλογίζεται ουδόλως την ευγένειαν του γένους της, αλλά έκαμνε τας ευτελεστέρας υπηρεσίας αγογγύστως. Είχε δε εις την όψιν πολλήν φαιδρότητα και εις την ψυχήν κατάνυξιν και ευφροσύνην χαρμόσυνον. Η δε Καθηγουμένη, ως ενάρετος όπου ήτο και αυτή και δόκιμος εις τα πνευματικά αγωνίσματα, την συνεβούλευε και παρεκίνει εις το καλόν πάντοτε. Προ πάντων δε είχε την χάριν του Θεού, ήτις την έσκεπε μυστικώς και την εδίδασκε τα συμφέροντα, χωρίς της οποίας δεν δύναται να τελέση κανέν καλόν ο άνθρωπος, καθώς είπεν αυτός ο Κύριος. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν· και ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν», και τα λοιπά. Αυτή λοιπόν η αείμνηστος, ως γη καλή και εύχρηστος, εις Χριστόν εκαρποφόρησε και τοσούτον ευηρέστησεν εις τον Θεόν και πάσαν την αδελφότητα, ώστε όλαι την εθαύμαζον.
Ότι ως να την είχον αιχμάλωτον αγοραστήν με αργύρια, ούτως υπετάσσετο εις όλας με ανήκουστον ταπείνωσιν και καμμίαν δεν εσκανδάλισεν ούτε ελύπησε πώποτε· όλαι την ηγάπων και την είχον κατά το πρέπον εις πολλήν ευλάβειαν. Αύτη δε η μακαρία όχι μόνον εις τας σωματικάς υπηρεσίας ήτο άοκνος, αλλά και εις τας του πνεύματος περισσότερον, και δεν έλειπεν από την κοινήν ακολουθίαν ουδέποτε· πάλιν δε εις το κελλίον ανεγίνωσκε βίους εναρέτων Οσίων, δια να μιμήται την πολιτείαν των, και να διδάσκη τας αδελφάς, παρακινούσα αυτάς εις όμοια κατορθώματα. Καθώς λοιπόν ανεγίνωσκε μίαν ημέραν τον βίον του μεγάλουΑρσενίου και είδεν ότι έμενε πολλάκις αφ’ εσπέρας έως το πρωϊ προσευχόμενος, εζήλωσε ταύτην την πράξιν και θαυμασίαν αρετήν ως αγγελομίμητον, και αζήτησεν από την ηγουμένην συγχώρησιν να επιχειρήση τοιούτον αγώνα επίπονον.
Η δε Ηγουμένη κατά πρώτον εδυσκολεύετο να της δώση συγχώρησιν, διότι εφοβείτο μήπως και της έλθη ασθένεια δια τον πολύν κόπον του αγωνίσματος, αλλά πάλιν ύστερον, όταν την είδεν ότι είχεν εις αυτό προθυμίαν μεγάλην, της έδωκε θέλημα, γνωρίσασα την πολλήν αυτής ταπεινοφροσύνην και μετριότητα. Ήρχισε λοιπόν αυτόν τον αγώνα τον υπεράνθρωπον και επίπονον, όταν δεν είχεν ακόμη ένα χρόνον σωστόν εις το Μοναστήριον. Αλλά η θεία χάρις την εδυνάμωνε και τόσον επρόκοψεν εις αυτό το αγώνισμα, ώστε εστέκετο πολλάς φοράς από το εσπέρας έως το πρωϊ έχουσα τας χείρας ως ο Μωϋσής προς τα άνω υψωμένας, όλην δε την νύκτα προσηύχετο. Πολλάκις δε πάλιν από το πρωϊ, έως να βασιλεύση ο ήλιος. Άλλοτε πάλιν εστέκετο όλον το νυχθήμερον, και ποσώς δεν εσάλευεν. Η δε Ηγουμένη περισσώς εθαύμαζεν. Όταν παρήλθον χρόνοι τρεις από την ημέραν όπου ήρχισε τοιούτον αγώνισμα, βλέπων αυτήν ο μισόκαλος διάβολος εδυσφόρει και κατά πολλά επικραίνετο, έπασχε δε να την παγιδεύση εις κανένα πταίσμα ψυχής. Αλλά δεν ηδύνατο ως αδύνατος, ότι όλα τα πάθη ενίκησεν η αοίδιμος και τόσον υπέταξε την σάρκα τω πνεύματι, ώστε εκαταφρόνησεν όλα τα σωματικά και τα εμίσησε τελείως, ήτοι την τρυφήν, την δόξαν, τα χρήματα και τα ενδύματα, και δεν είχεν ιμάτιον δεύτερον ειμή μόνον ένα, το οποίον εφόρει την Αγίαν Λαμπράν καινουργές, και το εφόρει ένα χρόνον χωρίς να το αποβάλη τελείως, ούτε το έπλυνε, μόνον πάλιν το Άγιον Πάσχα περιεβάλλετο άλλο καινουργές και το παλαιόν εχάριζε τινός πένητος. Η δε τροφή της ήτο μόνον άρτος και ύδωρ, μίαν φοράν την ημέραν και ολίγα λάχανα. Την δε δόξαν τοσούτον εκαταφρόνησεν, ώστε κατεδέχετο και εκαθάριζε τα ρυπάσματα και ποσώς δεν εσυλλογίζετο την ευγένειαν του γένους της. Μη δυνάμενος λοιπόν να την νικήση ο δαίμων με το έργον, να τελέση κανένα αμάρτημα, έσπερνεν εις την διάνοιάν της ζιζάνια, ενθυμίζων την προτέραν απόλαυσιν· την παρεκίνει εις τας σαρκικάς ηδονάς ο μισάνθρωπος· αλλά εις μάτην εβασανίζετο ο αδύνατος, ότι αύτη εγνώριζεν ως γνωστική την επιβουλήν και εξωμολογείτο την προσβολήν εις την Καθηγουμένην και ούτως ελυτρώνετο από τον πειρασμόν του δαίμονος και ηγωνίζετο ως το πρότερον. Μίαν δε νύκτα, καθώς ηύχετο προς τον Θεόν κατά την συνήθειαν, μετεσχηματίσθη ο δαίμων και έγινεν ως αράπης μαύρος και άσχημος και την ύβριζεν από μακράν, φοβερίζων να την κακοποιήση ο ασθενής και αδύνατος, λέγων εις αυτήν ταύτα καυχώμενος· «Κατ’ εμού πολεμείς ατυχογυναίκα και μάντισσα; Καρτέρησον ολίγον να γνωρίσης τις είμαι και την μεγάλην μου δύναμιν». Αυτάς και άλλας ύβρεις ο πολυμήχανος έλεγεν, η Αγία όμως έκαμε τον σταυρόν της και παρευθύς ο φανείς αφανής εγένετο. Την άλλην ημέραν της ήλθον πάλιν οι λογισμοί δυνατώτεροι και δεινώς την ετάραξαν· τόσον δε την επολέμησεν ο πολέμιος, ώστε την έφερεν εις αμηχανίαν ανείκαστον.
Όθεν πίπτουσα κατά γης προσηύχετο μετά δακρύων προς τον Κύριον, επικαλουμένη την παντοδύναμον Θεοτόκον εις βοήθειαν, ως και τους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, εις το όνομα των οποίων ετιμάτο ο Ναός της Μονής. Όχι δε μόνον τούτους, αλλά και πάντας τους Αγίους επεκαλείτο, ίνα την λυτρώσουν από τας δαιμονικάς επιβουλάς και τας ακαθάρτους προσβολάς, ηύχετο δε προς Θεόν ταύτα λέγουσα· «Παναγία Τριάς Παντοδύναμε, τη μεσιτεία της Θεοτόκου και τη πρεσβεία των Αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ, και πασών των ουρανίων δυνάμεων και πάντων των Αγίων, βοήθησον την δούλην σου, λύτρωσαί με από την επιβουλήν του δαίμονος». Ούτως η μακαρία Ειρήνη ηύχετο πολλά νυχθήμερα με θερμότατα δάκρυα, έως ου ήλθεν άνωθεν θεία έλλαμψις, ήτις επισκιάσασα την ψυχήν αυτής εδίωξε τους πονηρούς λογισμούς, μείνασα δε του λοιπού ανενόχλητος ηγωνίζετο περισσότερον και εδούλευεν εις τον Θεόν προθυμότατα. Βλέπων δε ο Κύριος τον πολύν πόθον της, την αντήμειψε με χαρίσματα πλούσια και έγινε καθολικά σκεύος εκλογής, ως ο μέγας Παύλος, και αγγείον του Αγίου Πνεύματος, έχουσα εις την ψυχήν αυτής τον Χριστόν ζώντα και μένοντα· δεν έζη δε πλέον κατά σάρκα, αλλά εις τον Χριστόν εν πνεύματι, και ο Χριστός εις αυτήν κατά τον Απόστολον· έγινε δε όλη πεφωτισμένη, ή μάλλον ειπείν φωτιστική, και ωδήγησε πολλάς ψυχάς προς το φως της αληθείας, προσάγουσα ως στάμνος Θεού τους αναξίους προς Κύριον. Εις όλους δε τους άρχοντας της συγκλήτου και εξόχως εις τας γυναίκας και παρθένους έγινε περιβόητος· έτρεχαν δε εις αυτήν καθ’ εκάστην αμέτρητοι, τας οποίας εδίδασκε με τόσην σύνεσιν και γλυκύτητα, ώστε ηρνήθησαν πολλαί τον κόσμον και εκουρεύθησαν εις εκείνο το άγιον Μοναστήριον. Αλλά και οι δαίμονες δεν ετόλμησαν πλέον να πλησιάσωσιν, αλλ’ έφευγον από ταύτης ως υπό πυρός διωκόμενοι. Τον καιρόν εκείνον η Καθηγουμένη ησθένησε, συνήχθησαν δε όλαι εις το κελλίον της κλαίουσαι, διότι εγνώρισαν ότι ήλθε το τέλος της· επειδή δε ήτο ενάρετος, ελυπούντο την ταύτης υστέρησιν. Αλλά πλέον από τας άλλας έκλαιεν η ταπεινόφρων Ειρήνη και επωδύρετο· απλώς δε ειπείν όλαι εθρήνουν απαρηγόρητα. Η δε άρρωστος είπε προς αυτάς με πραότητα· «Μη λυπήσθε δια την αναχώρησίν μου, διότι έχετε καλήν ηγουμένην, ικανωτέραν εμού και συνετωτέραν, εις ταύτην δε ολοψύχως υποτάσσεσθε, την αδελφήν μας, λέγω, Ειρήνην, την θυγατέρα του φωτός, του Ιησού την αμνάδα, το σκεύος του Παναγίου Πνεύματος· μη τολμήσετε δε και κάμετε άλλην προεστώσαν εξ αποφάσεως». Ταύτα προστάξασα την τελευταίαν της ώραν, είπε προς το Δεσπότην· «Δόξα τω ελέει σου, Κύριε», και ούτω παρέδωκε την ψυχήν εις τας των Αγίων Αγγέλων χείρας, οίτινες της παρεστέκοντο.
Η δε Οσία Ειρήνη δεν ήτο εκεί, όταν είπεν η Ηγουμένη τα άνωθεν λόγια δια τον εαυτόν της. Ομοίως και αι μοναχαί ουδέν της ανέφερον δια να μη φύγη ως ταπεινόφρων και ακενόδοξος, διότι όλαι εγνώριζον την καλήν της γνώμην και την πολλήν μετριότητα. Μόνον αφού ενεταφίασαν την νεκράν ως έπρεπεν, συνήχθησαν όλαι εις τον Ναόν και προσηύχοντο, ίνα τας φωτίση ο Κύριος. Ήτο δε τότε Αρχιεπίσκοπος ο Ομολογητής Μεθόδιος, όστις είχε λάβει από τους Εικονομάχους πολλά κολαστήρια δια την Ορθοδοξίαν και εβάστασεν εις το ιερόν αυτού σώμα τα στίγματα του Κυρίου και θαύματα έκαμε, καθολικά δε είχε Πνεύμα Άγιον και εγνώριζε τα μέλλοντα. Όταν δε εκίνησαν αι άλλαι αδελφαί να υπάγουν, δεν ήθελεν η Ειρήνη να ακολουθήση, προφασιζομένη διαφόρους αιτίας και εμπόδια, μετά βίας δε την επήραν. Όταν δε έφθασαν εις τον Πατριάρχην και τον επροσκύνησαν, τας ηρώτησε ποίαν από όλας επρόκριναν δια προεστώσαν. Αι δε απεκρίθησαν· «Ουδεμίαν, Δέσποτα Άγιε, μόνον εις τον Θεόν πρώτον ελπίζομεν, και δεύτερον εις την αγιωσύνην σου, όστις έχεις Πνεύμα Άγιον, να ψηφίσης εκείνην την οποίαν σε φωτίση η χάρις του». Ο δε θεοφόρος απεκρίνατο λέγων· «Εγώ ηξεύρω ότι όλαι θέλετε την τιμίαν και σεμνοτάτην Ειρήνην· καλήν δε γνώμην και θεάρεστον έχετε, και δόξαν να έχη ο Κύριος, όστις μου εφανέρωσε τας εναρέτους πράξεις ταύτης της δούλης του». Ταύτα εκείναι ως ήκουσαν, εθαύμασαν και επροσκύνησαν λέγουσαι· «Όντως ο Θεός κατοικεί εις την μακαρίαν ψυχήν σου και σε φωτίζει, και φανερώνει σου τα απόκρυφα». Ευθύς τότε εγερθείς από τον θρόνον ο Άγιος έλαβε θυμιατήριον, ευλογήσας δε τον Θεόν με την πρέπουσαν υμνωδίαν εχειροτόνησε την Ειρήνην διάκονον της Μεγάλης Εκκλησίας, ηξεύρων από Πνεύμα Άγιον, ότι ήτο καθαρά και άμωμος· έπειτα δε την εχειροτόνησε και Ηγουμένην. Διδάσκων δε πώς να πορεύεται, να καθοδηγή και να οδηγή τας αδελφάς εις νομήν σωτήριον, απέλυσεν εν ειρήνη την Ειρήνην και την λοιπήν αδελφότητα. Και αυταί μεν επορεύοντο χαίρουσαι, η δε Ειρήνη έκλαιε, νομίζουσα δια την πολλήν αυτής μετριότητα ότι έλαβε την αξίαν ανάξια. Αι δε λοιπαί εθαύμαζον και την επαρηγόρουν λέγουσαι· «Μη λυπήσαι δια την προστασίαν, Δέσποινα, ότι ημείς δεν εξερχόμεθα από την υπακοήν σου πώποτε, και θέλομεν σε βοηθεί κατά Θεόν ως δυνάμεθα». Αφού έφθασαν εις το Μοναστήριον, ηυχαρίστησαν τον Κύριον και εφιλεύθησαν. Έπειτα δε την συνώδευσαν εις το ηγουμενείον χαίρουσαι· η δε κλαίουσα έκλεισε την θύραν και πίπτουσα κατά γης προσηύχετο δακρύουσα και έλεγε· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο ποιμήν ο καλός, η θύρα των προβάτων, ο οδηγός μας και διδάσκαλος, βοήθησόν με την δούλην σου, και τούτο το μικρόν ποίμνιόν σου, και λύτρωσαι ημάς από την αρπαγήν του νοητού λύκου. Ότι ηξεύρεις την ασθένειάν μας, ότι δεν έχομεν δύναμιν αφ΄ εαυτού μας να τελέσωμεν το αγαθόν, χωρίς της σης βοηθείας και χάριτος». Ούτως ηύχετο πολλήν ώραν προς Κύριον. Έπειτα στρέφει τον λόγον και προς τον εαυτόν της λέγουσα· «Άραγε, ταπεινή Ειρήνη, γνωρίζεις το φορτίον, όπου έθεσεν ο Χριστός επί των ώμων σου; Ψυχάς επιστώθης, δια τας οποίας ο Θεός εσαρκώθη και έγινεν άνθρωπος, και έχυσε το πανάχραντον και πολυτίμητον αυτού αίμα. Εάν μέλλη να δώση έκαστος, δια ψυχοβλαβή και αργόν λόγον προς τον Θεόν λόγον εν ημέρα κρίσεως, οποίαν κόλασιν μέλλεις να λάβης συ, όπου έλαβες τοσούτων ψυχών φροντίδα και μέριμναν, εάν αμελήσης εις αυτό, και κολασθή μία ψυχή εξ απροσεξίας σου; Της οποίας ψυχής δεν είναι όλος ο κόσμος αντάξιος, καθώς είπεν αυτός ο Κύριος· αγρύπνει λοιπόν και νήστευε, προσεύχου αι πρόσεχε από την σήμερον περισσότερον, να μη γίνη το ελάττωμά σου αφορμή απωλείας εις τινα αδελφήν, και πληρωθή ο λόγος του Θεού εις τον εαυτόν σου, όστις λέγει, ότι όταν οδηγή τυφλός τυφλόν, πίπτουσιν εις τον λάκκον αμφότεροι».
Ούτως ηγωνίζετο η Αγία περισσότερον ημέρας πολλάς ευχομένη και νηστεύουσα, τόσας δε γονυκλισίας και μετανοίας έκαμνεν, ώστε διήρχετο όλην την νύκτα πολλάκις και δεν έδιδε της σαρκός ολίγην ανάπαυσιν, δια να σπλαγχνισθή τους πολλούς της κόπους ο Κύριος, να της δώση σύνεσιν, να κυβερνά την ποίμνην θεάρεστα. Ούτω δε πράγματι κατά τον πόθον της την εσόφιζεν ο Κύριος και εκυβέρνα τας αδελφάς θαυμασιώτατα, τας εδίδασκε δε με τόσην σοφίαν, ώστε επερίσσευεν εις το λέγειν τους διδασκάλους και ρήτορας· και προς πίστωσιν τούτου, ακούσατε ολίγα τινά από τα πολλά παραγγέλματα και τας νουθεσίας, τας οποίας έλεγεν η αξιομακάριστος. «Ηξεύρω καλά, εν Χριστώ αδελφαί και τίμια αναθήματα εις τον Θεόν, ότι δεν ήτο πρέπον και εύλογον να σας διδάσκω εγώ η αναξία και αγράμματος· αλλ’ επειδή τα κρίματα του Θεού είναι ανεξερεύνητα και ακατανόητα, και ωκονόμησεν η χάρις του να γίνω προεστώσα εγώ η ευτελής δούλη σας, παρακαλώ σας να με υπακούετε και να ακούετε τους λόγους της εμής ταπεινώσεως. Ότι εάν δεν φυλάξωμεν τους νόμους και τας τάξεις τούτου του σχήματος, όπερ φορούμεν, και δεν κάμωμεν όσα ενώπιον Θεού και Αγγέλων υπεσχέθημεν, ουδέν ωφελούμεθα. Καθώς και η πίστις χωρίς έργων είναι νεκρά, ως ηκούσαμεν. Ο Κύριος έταξε να μας δώση δια τον ολίγον κόπον, τον οποίον υπεμείναμεν εδώ προσκαίρως, ουρανών Βασιλείαν και ζωήν ατελεύτητον, τρυφήν ακήρατον και απόλαυσιν αιώνιον. Τας υποσχέσεις ταύτας του Κυρίου επιστεύσαμεν, ως έπρεπεν· όθεν αφήσαμεν τα του κόσμου τερπνά ως ψευδή και πρόσκαιρα δια να κληρονομήσωμεν τα αληθή και αιώνια. Λοιπόν εάν δεν φυλάξωμεν τας εντολάς του Κυρίου, άθλιαι ημείς και ταλαίπωροι· ότι και τα πρόσκαιρα εχάσαμεν, και των αιωνίων υστερούμεθα μετά των μωρών παρθένων, ως μωραί και ανάξιαι. Επειδή λοιπόν η ψυχή δεν δύναται να μερισθή εις δύο τμήματα, δηλαδή να έχωμεν τρυφήν και εγκράτειαν, υψηλοφροσύνην και ταπείνωσιν, ούτε τας άλλας αρετάς να αποκτήσωμεν, εάν δεν αφήσωμεν και μισήσωμεν όλως τα εναντία ελαττώματα, ας κοπιάσωμεν να διώξωμεν από την ψυχήν μας πάσαν κοσμικήν επιθυμίαν, δια να είναι και τα έσωθεν ημών ως τα έξωθεν· ότι αι αρεταί της ψυχής είναι από τας σωματικάς προτιμότεραι· και δεν μας ωφελεί ποσώς η νηστεία, η αγρυπνία, και αι άλλαι σκληραγωγίαι του σώματος, όταν λείψουν αι αρεταί του πνεύματος, ήτοι ταπεινοφροσύνη, σωφροσύνη, αγάπη, συμπάθεια, ελεημοσύνη προς τους πένητας και άλλα όμοια έργα χρηστά και θεάρεστα. Μετά δε ταύτα ας επιμελώμεθα και τας σαρκικάς αρετάς, να νηστεύωμεν το κατά δύναμιν». Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγεν η πάνσοφος, διδάσκουσα πολλάκις με σπλάγχνα μητρικά τα πνευματικά τέκνα της, τα οποία προθύμως τον λόγον εδέχοντα και εκαρποφορούσαν θαυμασιώτατα. Η δε Οσία βλέπουσα, ότι έκαμνε καρπόν πολύν εις τας ψυχάς αυτών με τας νουθεσίας της, έχαιρε και ηυχαρίστει τον Κύριον, τον οποίον ηγάπα εξ όλης ψυχής και δυνάμεως.
Όθεν έχουσα εις Αυτόν πίστιν άδολον, και προς τας αδελφάς αγάπην υπέρμετρον, ετόλμησε και του εζήτησεν ένα μεγάλον και υπερφυέστατον χάρισμα· ήτοι να την αξιώση προορατικού χαρίσματος, να γνωρίζη τα απόκρυφα πταίσματα πασών των αδελφών ασφαλέστατα· και τούτο όχι δια ανθρώπινον έπαινον, αλλά δια να τας διορθώνη, ίνα μη κολάζωνται. Όθεν και ο Κύριος, βλέπων τον σκοπόν της ότι ήτο καλός, επήκουσεν αυτής τάχιστα και της έστειλεν από τους ουρανούς φωτοφόρον Άγγελον, όστις ήλθεν εις αυτήν με στολήν λευκήν εξαστράπτων. Η δε Αγία, όταν τον είδε, δεν εταράχθη, ούτε ποσώς εφοβήθη το παράδοξον του σχήματος, αλλά μάλλον εχάρη. Ο δε Άγγελος την εχαιρέτησε λέγων· «Χαίρε δούλη του Θεού πιστοτάτη και εύχρηστος· ο Κύριος με απέστειλεν εις διακονίαν σου, κατά την αίτησιν, την οποίαν του εζήτησας, δια εκείνους όπου μέλλει να σωθούν δια σου και με επρόσταξε να στέκωμαι πλησίον σου πάντοτε, να σου φανερώνω καθ’ ημέραν σαφώς τα απόκρυφα». Ταύτα ειπών ο Άγγελος, αυτός μεν έγινε δια την ώραν άφαντος. Η δε Οσία έπεσεν εις την γην μετ’ ευφροσύνης, ευχαριστούσα τον Κύριον· έκτοτε δεν έλειψεν απ’ αυτής ο Άγγελος, αλλά της εφαίνετο καθ’ εκάστην (ω παρρησίας θαυμασίας της Οσίας προς Κύριον! ) ως φίλος προς φίλον διαλεγόμενος, και της εφανέρωνε τα απόκρυφα έργα του καθ’ ενός, όχι μόνον των μοναζουσών εκείνων, αλλά και των λοιπών ανθρώπων, όσοι ήρχοντο να την βλέπουν, δια ν’ ακούουν τα χρυσά λόγια της. Όταν δε έβλεπε τινά, έχοντα πεπραγμένον κανέν ανόμημα, τον εδίδασκε πρεπόντως η Αγία δια την αιώνιον κόλασιν εις την οποίαν κατακρίνονται όσοι αποθάνουν αμετανόητοι· ανέφερε δε τότε ως παράδειγμα το αμάρτημα λέγουσα παραβολικώς, εξόχως δε όσοι πέσουν εις το δείνα ανόμημα. Φανερά όμως δεν ήλεγχε τον άνθρωπον, δια να μη τον καταισχύνη εις τους άλλους, αλλά με τρόπον κατάλληλον τον έφερεν εις μετάνοιαν. Προσηύχετο δε αφ’ εσπέρας έως την ώραν του Όρθρου, μετά δε την Ακολουθίαν εκοιμάτο μικρόν έως να εξημερώση· έπειτα μετέβαινεν εις την Εκκλησίαν, και προσεκάλει μίαν προς μίαν τας αδελφάς εις εξομολόγησιν, όταν δε ετύχαινε καμμία, ήτις δεν έλεγε την αμαρτίαν της, της το έλεγεν η Οσία, καθώς την ενουθέτει ο Άγγελος πρότερον. Όθεν όλαι την ευλαβούντο ως Αγίαν και υπεράνθρωπον. Λοιπόν από ένα στόμα εις άλλο, έφθασεν εις την Πόλιν η φήμη της, και έκαστος έσπευδε να ίδη το τίμιον αυτής και σεβάσμιον πρόσωπον· και συνήγοντο εκεί καθ’ εκάστην Συγκλητικοί, άρχοντες, γυναίκες, παρθένοι, νέοι και γέροντες, τους οποίους εδίδασκεν η πάνσοφος με τοσαύτην σύνεσιν και κατάνυξιν, ώστε εμετανοούσαν δια τας αμαρτίας αυτών και εσώζοντο. Πανταχού δε το όνομα της θαυμασίας Ειρήνης ηκούετο. Αυτή δε η μακαρία ουδέποτε έλειπεν από την προσευχήν και ευχαριστίαν προς Κύριον.
Οι δε δαίμονες την εβαρύνθησαν και συνήχθησαν μίαν νύκτα εις το κελλίον της, όπου προσηύχετο ισταμένη ορθία με τας χείρας προς τον ουρανόν υψωμένας, καθώς και πρότερον είπομεν, οίτινες εφώναζαν με τεταραγμένην φωνήν και άσχημον, δοκιμάζοντες οι παμπόνηροι να την εμποδίσουν από την προσευχήν, αλλά δεν ηδυνήθησαν. Ένας δε από τους άλλους, ο αυθαδέστερος, επήγε πλησίον και την επεριγέλα ως μίμος, λέγων· «Ειρήνη ξυλίνη, όπου σε βαστάζουν ποδάρια ξύλινα, έως πότε θα θλίβης το γένος μας, να μας φλογίζης με τας προσευχάς σου και να μας δίδης τόσην λύπην και κάκωσιν»; Ομοίως και οι λοιποί εδείκνυον ότι ωδύροντο την συμφοράν αυτών και ετύπτοντο. Η δε Οσία ίστατο αφόβως εις τον τόπον της και δεν εσάλευε τελείως. Τότε ο αναίσχυντος δαίμων εκείνος ήναψε κερί από την κανδήλαν και έκαυσε την σκέπην της Αγίας και το κουκούλιον. Έπειτα έφθασεν η φλοξ έως κάτω, και κατέκαυσεν όχι μόνον το ένδυμα, αλλά και εις πολλά σημεία τας σάρκας της, ήτοι τους ώμους, το στήθος, τα νεφρά και την ράχιν της· και παρ’ ολίγον θα έκαιεν όλον το σώμα της, εάν δεν επρόφθανε μία αδελφή, ήτις έτυχε και προσηύχετο και αυτή ομοίως εις το κελλίον της. Αύτη ως ηννόησε την οσμήν της σαρκός και των ιματίων, τα οποία εκαίοντο, έδραμεν εις το κελλίον της Αγίας, και την βλέπει (θέαμα ξένον και φρικτόν θαυμάσιον! ) όλην κατακεκαυμένην, και όμως από τον τόπον της δεν εσάλευεν, αλλά ίστατο ως στήλη ακίνητος. Τότε εκείνη έσβυσε μεν ευθύς την φλόγα, εσάλευσε δε την Αγίαν ολίγον, ήτις κατεβίβασε τας χείρας λέγουσα· «Διατί μου επροξένησες τόσον κακόν, τέκνον μου, και τοιούτων αγαθών με εστέρησας; Δεν πρέπει να φρονώμεν τα των ανθρώπων, αλλά τα του Θεού. Έως την ώραν ταύτην επαραστέκετο έμπροσθέν μου Άγιος Άγγελος, όστις μου έπλεκεν ένα στέφανον από διάφορα άνθη, τοσούτον ευωδέστατα και θαυμάσια, όπου τοιαύτα ποτέ δεν εφάνησαν· όταν δε ήπλωσε το χέρι του να βάλη εις την κεφαλήν μου τον πολύτιμον εκείνον και ωραιότατον στέφανον, ήλθες συ και μου επεμελήθης εξ ευγνωμοσύνης της αγνωμοσύνης χείρονος· όθεν βλέπων σε ο Άγγελος έφυγε, και μου έδωκες λύπην και ζημίαν ανείκαστον». Η δε ταύτα ακούσασα έκλαυσεν. Έπειτα, καθώς ανέσπα τα τεμάχια των ράσων, άτινα ήσαν μισοκαυμένα και κολλημένα εις την σάρκα της, εξήρχετο τόση ευωδία, ώστε υπερέβαλλεν όλα τα μύρα και πολύτιμα αρώματα, η οποία ευωδία επλήρωσεν όλον το Μοναστήριον και την ησθάνοντο όλαι ημέρας πολλάς εις την όσφρησιν αυτών θαυμάζουσαι.
Επειδή δε δεν είχεν η Οσία ιμάτιον δεύτερον, της έφερεν άλλο η μαθήτρια και την ενέδυσε, μετ’ ολίγας δε ημέρας ο των ψυχών και των σωμάτων ιατρός ιάτρευσε τα κεκαυμένα μέλη της, αυξάνων και το χάρισμα της προφητείας. Ερχόμενος δε ποτέ προς αυτήν εις ευνούχος της αδελφής της, ήτις ήτο γυνή του Καίσαρος Βάρδα, τον προσκάλεσε κρυφίως η Αγία και του λέγει· «Ειπέ της αδελφής μου, Κύριλλε (ούτως εκαλείτο ο ευνούχος), να ετοιμάση τα πράγματά της, ότι εις ολίγας ημέρας αποθνήσκει ο άνδρας της από επιβουλήν του βασιλέως Μιχαήλ. Μετ’ ολίγον δε και αυτός ο βασιλεύς δικαίως θέλει επιβουλευθή από άλλους δια τας ανοσίας πράξεις του και θα χάση την ζωήν του και το βασίλειον. Φυλάττεσθε δε να μη ομολογήσετε τινός ταύτα· μήτε τις από τους συγγενείς μας να τολμήση να εναντιωθή του βασιλέως, όστις μέλλει να ανέλθη εις τον θρόνον ούτε ποσώς να τον εμποδίση, έστω και εάν είναι και φόνων αίτιος, αλλ’ ο Θεός ως θεοσεβή τον επροτίμησε και ηυδόκησεν εις αυτόν. Όθεν δεν θέλει ωφελήσει εχθρός εις τον εαυτόν του». Ταύτα η αδελφή της Οσίας ακούσασα, ενικήθη από την αγάπην του ανδρός και του τα εφανέρωσεν. Ο δε ως υπερήφανος και ασύνετος ου συνήκεν, ούτε έδραμε προς τον Θεόν με δάκρυα να του ζητήση έλεος, αλλά έμεινεν αμέριμνος, μόνον εζήτει να μάθη εκείνου, όπου έμελλε να βασιλεύση, το όνομα· έστειλε δε πολλάς φοράς εις την Οσίαν μήνυμα να του το φανερώση, αλλ’ εκείνη δεν ηθέλησεν, έως ου εις ολίγας ημέρας εφόνευσεν αυτόν ο στρατός. Ομοίως και ο Μιχαήλ κατακοπείς, απέρριψε την ζωήν και εβασίλευσεν ο Μακεδών Βασίλειος. Φθάνουσι ταύτα ίνα φανερώσουν το προφητικόν της Οσίας χάρισμα, ας έλθωμεν δε εις τα λοιπά αυτής θαυματουργήματα. Μία γυνή ευγενής και πάγκαλος από την πόλιν της Οσίας, ήτοι την Καππαδοκίαν, ήτο αρραβωνιασμένη μετά τινος. Έπειτα μετενόησεν η γυνή και δεν τον ήθελε· δια να μη την ενοχλή δε, έφυγεν απ’ εκεί και εκαλογερεύθη εις το Μοναστήριον της Αγίας.
Ο δε διάβολος φθονήσας ανέφλεγε τον μνηστήρα εις πολλήν αγάπην προς αυτήν και ανείκαστον έρωτα. Όθεν μη δυνάμενος εκείνος να την εξαγάγη από το Μοναστήριον, εμέθυσε τόσον από τον έρωτα, ώστε εύρεν ένα μάγον, υπηρέτην του δαίμονος δοκιμώτατον, και του έταξε πολλά χρήματα, εάν φέρη την γυναίκα με τας μαντείας του εις το θέλημά του, να τον πάρη άνδρα της. Έκαμε λοιπόν ο μάντις εκεί εις την Καππαδοκίαν την τέχνην του. Η δε γυνή εξήλθεν από τον νουν της, και εγύριζεν όλον το Μοναστήριον φωνάζουσα και κράζουσα τον άνδρα της εξ ονόματος, ώμνυεν όρκους φοβερούς, ότι εάν δεν της ανοίξουν την θύραν, ίνα υπάγη να τον εύρη, θα επνίγετο. Ταύτα η Οσία ακούσασα έκλαιε και τύπτουσα το πρόσωπον έλεγεν· «Οίμοι τη αθλία, ότι δια την αμέλειαν των βοσκών αρπάζουσιν οι λύκοι τα πρόβατα. Αλλά ματαίως κοπιάς, πονηρέ διάβολε, ότι ο Χριστός δεν σε αφήνει να καταπίης την αμνάδα μου». Τότε συνάγει πάσαν την αδελφότητα, αφού δε τας εδίδαξε και ενουθέτησε να φυλάσσωνται από τας πανουργίας του δαίμονος, επρόσταξε να νηστεύσουν όλαι όλην την εβδομάδα, προς Θεόν ευχόμεναι, και να κάμνουν δια την αδελφήν καθ’ ημέραν μετανοίας χιλίας με δάκρυα. Ούτως εκάστη εις το κελλίον της ηύχετο. Κατά δε την τρίτην νύκτα βλέπει η Αγία, εκεί όπου ηύχετο το μεσονύκτιον, έμπροσθεν αυτής τον μέγαν Βασίλειον, και της λέγει· «Διατί μας ονειδίζεις, Ειρήνη, ότι αφήνομεν και γίνονται εις την πατρίδα μας τα μιαρά και ανόσια; Όταν εξημερώση παράλαβε την ασθενή σου μαθήτριαν να την οδηγήσης εις τας Βλαχέρνας, εκεί δε θέλει έλθει να την ιατρεύση η μήτηρ του Δεσπότου Χριστού, ήτις έχει την δύναμιν». Ταύτα ειπών ο Άγιος έγινεν άφαντος. Η δε Αγία επήρε την πάσχουσαν και δύο αδελφάς προκρίτους, απελθούσα δε εις τον ρηθέντα Ναόν των Βλαχερνών προσηύχοντο όλην την ημέραν με δάκρυα· περί δε το μέσον της νυκτός εκ του κόπου απεκοιμήθησαν. Βλέπει τότε εις τον ύπνον της η Αγία λαόν πολύν, οίτινες ητοίμαζον τους δρόμους χρυσοφορεμένοι και πάμφωτοι, ραντίζοντες με ευωδέστατα άνθη και θυμιάζοντες. Τότε η Αγία ηρώτησεν αυτούς, διατί έκαμναν τόσην ετοιμασίαν και πρόοδον. Οι δε απεκρίθησαν ότι η Μήτηρ του Θεού έρχεται, ετοιμάσου δε και συ να αξιωθής να την προσκυνήσης, τότε ήλθε και η Παντάνασσα ακολουθούντων αυτήν αστραπηφόρων πλήθους αμετρήτου. Το δε θείον αυτής και σεβάσμιον πρόσωπον εξέχεε τόσην λάμψιν, ώστε δεν ηδύνατο να το βλέπη άνθρωπος. Αφού δε είδεν όλους τους αρρώστους η Δέσποινα, ήλθε και εις την μαθήτριαν της Ειρήνης. Τότε πίπτει εις τους αχράντους πόδας της Παναγίας η Αγία έμφοβος όλη και έντρομος· ήκουσε δε ότι εφώνησεν η Θεοτόκος τον μέγαν Βασίλειον, και τον ηρώτησε δια την Ειρήνην, τι εχρειάζετο. Όστις είπεν όλην την υπόθεσιν ως άνωθεν. Τότε λέγει πάλιν η Δέσποινα· «Καλέσατε την Αναστασίαν», και όταν ήλθεν, είπε προς αυτήν· «Υπάγετε με τον Βασίλειον εις την Καισάρειαν, εξετάσατε με επιμέλειαν, και να θεραπεύσητε ταύτην την κόρην, ότι εις σας ο Υιός και Θεός μου ταύτην την χάριν εχάρισε». Τότε προσκυνήσαντες την Θεοτόκον η Αναστασία και ο Βασίλειος ανεχώρησαν μετά σπουδής, να τελέσουν το προστασσόμενον· φωνή δε εγένετο προς την Οσίαν λέγουσα· «Ύπαγε εις το Μοναστήριόν σου, και εκεί θέλει θεραπευθή». Όταν λοιπόν εξύπνησεν εφανέρωσε προς τας άλλας την όρασιν· όθεν ανεχώρησαν χαίρουσαι. Ήτο δε ημέρα Παρασκευή και την ώραν του Εσπερινού συνήχθησαν όλαι εις τον Ναόν· λέγουσα δε την οπτασίαν η Οσία, επρόσταξε να σηκώσουν όλαι προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, να φωνάζουν το, Κύριε ελέησον! Εξ όλης καρδίας με δάκρυα. Μετά πολλήν ώραν, όταν εβράχη όλον το δάπεδον του Ναού από τα δάκρυα, εφάνησαν εις τον αέρα πετόμενοι (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ παντοδύναμε! ) η καλλιμάρτυς Αναστασία και ο μέγας Βασίλειος· φωνή δε από τούτους εξήλθε λέγουσα· «Άπλωσον, Ειρήνη, τας χείρας σου, δέξου ταύτα και μη μας ονειδίζης πλέον άδικα».
Ταύτα της είπεν ο μέγας Βασίλειος, διότι ενώπιον της εικόνος του ηύχετο η Αγία, και του έλεγε να διώξη τους μάγους από την Καισάρειαν. Απλώσασα τότε η Αγία τας αγίας χείρας της υπεδέχθη από του αέρος ερχόμενον εν δέμα, όπερ εζύγιζε τρεις λίτρας· όταν δε το έλυσαν, εύρον εντός αυτού διαφόρους μαντείας και κακουργήματα, σπάγγους, τρίχας, μολύβια, καταδέσματα, και γραμμένα ονόματα δαιμόνων. Εξόχως δε είχον δύο μικρά είδωλα από μόλυβδον, εις το ένα του ανδρός το ομοίωμα, και το άλλο της Μοναχής, ήσαν δε το εν μετά του άλλου κολλημένα ως αμαρτάνοντες. Αι δε Μοναχαί εθαύμασαν, και έμειναν όλην την νύκτα ευχαριστούσαι την Παντοδύναμον Άνασσαν. Το πρωϊ έστειλεν η Αγία εις τας Βλαχέρνας δύο Μοναχάς και την πάσχουσαν· έδωσε δε εις αυτάς και τα προαναφερθέντα μαγικά κακουργήματα, ως και έλαιον με προσφοράν, ίνα λειτουργήση ο Προσμονάριος. Ούτος μετά την ιερουργίαν έχρισε την ασθενή από το έλαιον της κανδήλας· έπειτα έβαλε τα μαγικά εις τους άνθρακας· καθώς δε εκείνα εκαίοντο, ελύοντο και τα αόρατα δεσμά της Μοναχής, και ήλθεν εις τον νουν της δοξάζουσα τον Θεόν, όστις την ελύτρωσεν.
Όταν δε διελύθησαν τελείως τα είδωλα, εξήρχοντο φωναί μεγάλαι από τους άνθρακας, καθώς φωνάζουν οι χοίροι όταν τους σφάζουσιν. Οι δε παρόντες, ορώντες και ακούοντες ταύτα, έφυγον έντρομοι δοξάζοντες τον Θεόν, όστις κάμνει τοιαύτα παράδοξα. Είτα έστρεψαν αι Μοναχαί εις το Μοναστήριον, διηγούμεναι προς τας άλλας και ταύτα τα ύστερα θαυμασιουργήματα. Η δε ταπεινόφρων Ειρήνη, όσον έβλεπε ότι την ηυλαβούντο δια τας αγίας πράξεις της, τόσον αυτή κατέκρινε τον εαυτόν της, και δεν έλειψαν ποτέ από τους οφθαλμούς της τα δάκρυα. Μάλιστα δε εις την λειτουργίαν, όταν εθυσίαζεν ο ιερεύς τον Θεόν εις την θείαν τράπεζαν. Ότι συλλογιζομένη πως ο αόρατος και αθάνατος Θεός κατεδέχθη να γίνη άνθρωπος, και να σταυρωθή δια την αγάπην μας, ετοιμάσας αυτά τα θεία Μυστήρια, δια να τον μεταλαμβάνωμεν, κατενύγετο τόσον, ώστε δεν ηδύνατο να κρατή το πένθος και εσκέπαζε το πρόσωπόν της δια να μη την βλέπωσιν, έκλαιε δε ώσπερ να ήτο ληστής και κακούργος, όστις έπραξεν έργα παράνομα. Αλλά ας είπωμεν και άλλο θαυματούργημα. Νέος τις, Νικόλαος ονόματι, εκαλλιέργει τον αμπελώνα του Μοναστηρίου εκείνου της Αγίας.
Ούτος ηγάπησε μίαν από εκείνας τας Μοναχάς, δεν είχε δε ημέραν και νύκτα ποσώς ανάπαυσιν, αλλά εζήτει τρόπον να τελέση την επιθυμίαν του. Εις τούτο δε τον παρεκίνει ο δαίμων, δια να λυπήση την Αγίαν ο εναγέστατος· τόσον δε τον εσκότισε μίαν νύκτα, ώστε έδραμε προς το Μοναστήριον, νομίζων δε ότι εύρε την θύραν ανοικτήν, επήγεν εις το κελλίον της Μοναχής, την οποίαν ηγάπα· του εφάνη δε κατά φαντασίαν δαίμονος πως έπεσε μετ’ αυτής εις το στρώμα και έκαμνε την επιθυμίαν του, αυτός όμως ο ταλαίπωρος έπεσεν εις την γην και συνετρίβη. Όχι δε μόνον το σώμα του επληγώθη, αλλά και ο δαίμων, ευρίσκων αυτόν εις την κακήν γνώμην, εισήλθεν εις τα εντόσθιά του και τον ετάρασσε. Το πρωϊ λοιπόν, όταν ήνοιξεν η θυρωρός και τον είδε ότι έκειτο απ’ έξω δαιμονιζόμενος, αφρίζων το στόμα και συντριβόμενος, το ανήγγειλε προς την Αγίαν, ήτις εγνώρισε την αιτίαν, πίπτουσα δε εις προσευχήν έλεγε· «Ευλογητός ο Θεός, όστις δεν μας αφήκε να γίνωμεν θήρα και θύματα του δαίμονος». Τον έστειλε τότε εις τον Ναόν της Αγίας Αναστασίας να ιατρευθή τάχα εκεί δια να φύγη τον ανθρώπινον έπαινον· εις ολίγας δε ημέρας φαίνεται εις το όραμα της Ειρήνης η Αναστασία και της λέγει· «Δια να με πειράξης μου έστειλες αυτόν τον δαιμονιζόμενον; Ήξευρε, αδελφή μου ηγαπημένη, ότι μόνον συ δύνασαι να του δώσης την ίασιν». Έστειλε τότε η Αγία και τον έφεραν ούτω δεδεμένον καθώς ευρίσκετο. Αλλά δεν τον εθεράπευσε σύντομα, δια να μη γνωρισθή το θαυμάσιον, αλλά τον έδεσαν εις μίαν κολώναν της Εκκλησίας, έκαμνε δε ομού με τας άλλας καθ’ ημέραν προσευχήν δι’ εκείνον. Όταν δε ελειτούργησεν ο ιερεύς και απέθεσε τα Άγια μετά την μεγάλην είσοδον ηγριώθη πολλά ο δαιμονιζόμενος· κόψας δε την άλυσον, έδραμεν εις το Άγιον Βήμα και αρπάσας τον ιερέα τον εδάγκασεν εις τον ώμον ως να φάγη τας σάρκας του. Προφθάσασα τότε η Αγία τον επρόσταξε να μείνη ακίνητος, αυτός δε, όταν την είδεν, ετρόμαξε, θέλων δε να φύγη, δεν ηδύνατο ποσώς να σαλεύση από τον τόπον του, επειδή εκρατείτο αοράτως με το πρόσταγμα της Αγίας από δυνατωτέραν άλυσον. Όταν δε η λειτουργία ετελείωσεν, έμεινεν η Αγία μοναχή εις την Εκκλησίαν με τον δαιμονιζόμενον και πίπτουσα εις την γην έκαμε προς Κύριον δέησιν. Έπειτα ηγέρθη και εξήταζε τον δαίμονα, και επρόσταξε να είπη την αιτίαν και τον τρόπον, πως εισήλθεν εις εκείνον τον άνθρωπον. Τότε αυτός και μη θέλων έδωκε αληθινήν απόκρισιν εις πάσαν ερώτησιν, υπό της θείας δυνάμεως βιαζόμενος. Κατόπιν επρόσταξεν αυτόν η Αγία να εξέλθη από τον άνθρωπον ο μισάνθρωπος. Όθεν σπαράξας αυτόν τον έρριψεν εις την γην και έφυγεν. Η δε Αγία ήγειρεν αυτόν, και τον εδίδαξε να φυλάσσεται από την πολυφαγίαν και πολυποσίαν πάντοτε, να μη λείπη από την Εκκλησίαν τας εορτάς, και να προσεύχεται ακατάπαυστα, δια να μη εύρη πάλιν ο δαίμων ευκαιρίαν να του δώση ενόχλησιν. Εάν δε τον ερωτήσουν τις τον ιάτρευσε, να λέγη: «ο παντοδύναμος Κύριος δια πρεσβειών των Αγγέλων του». Ούτως αυτός μεν απήκθεν ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον, η δε θαυματουργός έμεινεν αγωνιζομένη ως και το πρότερον. Προσηύχετο δε τακτικά η Αγία έχουσα υψωμένας προς τον ουρανόν τας χείρας, άλλοτε ένα ημερονύκτιον, άλλοτε δύο ή τρία ή και μίαν εβδομάδα ολόκληρον. Όταν δε ήθελε να καταβιβάση τας χείρας της δεν ηδύνατο, ότι από την πολυκαιρίαν της εκστάσεως εκρατούντο εις τους ώμους και εις τους αγκώνας και τας αρθρώσεις· όθεν προσεκάλει καμμίαν αδελφήν και την εβοήθει, όταν δε τας κατεβίβαζεν εκτυπούσαν οι αρμοί δυνατά, ώστε ηκούετο από μακράν ο κρότος. Την δε Αγίαν Τεσσαρακοστήν δεν έτρωγεν έως το Πάσχα, ούτε άλλο βρώσιμον ειμή μόνον ολίγα οπωρικά και λάχανα μίαν φοράν την εβδομάδα και νερόν ολιγώτατον.
Όθεν από την πολλήν εγκράτειαν δεν έμεινεν ειμή μόνον το δέρμα και τα οστά. Τας δε δεσποτικάς εορτάς ηγρύπνει όλην την νύκτα, και δεν εκοιμάτο τελείως, αλλά προσηύχετο κατά μόνας και έψαλλε· πολλάκις δε εξήρχετο εις την αυλήν το μεσονύκτιον, και έκαμε προσευχήν με πολλήν κατάνυξιν. Ότι βλέπουσα τα άστρα, το κάλλος του ουρανού και το μέγεθος, εχαίρετο δοξάζουσα τον Κτίστην, όστις με τόσην σοφίαν τα έκαμε. Κατά θείαν δε οικονομίαν, δια να μη μείνη αμάρτυρος μία μεγάλη θαυματουργία, όπου έγινε πολλάκις εις το προαύλιον, έτυχε και εξήλθε μίαν νύκτα αδελφή τις από το κελλίον της ήσυχα και βλέπει την Αγίαν όπου προσηύχετο, χωρίς να εγγίζουν εις την γην οι πόδες της, αλλά εστέκετο εις τον αέρα δύο πήχεις επάνω· και πλησίον της ήσαν δύο κυπαρίσσια υψηλότατα, τα οποία έκλιναν τας κορυφάς των έως την γην, και περιέμενον ούτω (ω εξαισίου τερατουργήματος!) όσην ώραν η Αγία ηύχετο· όταν δε αυτή ηγέρθη, επήγε και εις τα δύο και εγγίζουσα τας κορυφάς αυτών τα ηυλόγησε σταυροειδώς, τότε δε υψώθησαν και αυτά και έστρεψαν εις την στάσιν των. Βλέπουσα η Μοναχή τοιούτον φρικτόν και θαυμάσιον θέαμα εφοβήθη και έτρεμε, νομίζουσα φάντασμα τα βλεπόμενα, επειδή τρεις ώραι παρήλθον όπου το έβλεπεν. Όθεν, δια να πιστωθή την αλήθειαν, έδραμεν εις το κελλίον της Αγίας· και όταν είδε πως δεν ήτο ψεύμα, εβεβαιώθη ότι δεν έβλεπε φάντασμα, αλλά αληθινόν θαυματούργημα. Πλην τότε μεν εφοβήθη και δεν το εφανέρωσε τινός. Μετά δε ημέρας τινάς είδον αι Μοναχαί εις τας κορυφάς εκείνων των κυπαρίσσων κρεμασμένα δύο μανδήλια, τα οποία εκείνη η μακαρία εις δόξαν Θεού εκρέμασεν. Επειδή πολλάς φοράς έκλινον τας κορυφάς, ως άνωθεν, προσκυνούντα αυτήν. Λοιπόν ηρώτα η μία την άλλην, τις και πότε και πως ηδυνήθη να ανέβη εις τόσον ύψος να δέση εκεί τα μανδήλια. Τότε η Μοναχή, ήτις είδεν ως άνωθεν το θαυμάσιον, το διηγήθη εις όλας, αι οποίαι έφριξαν, από δε την χαράν των εδάκρυσαν, και την ωνείδισαν, διότι δεν τας εξύπνησε και αυτάς να ίδωσι τοιούτον εξαίσιον θέαμα. Όταν δε το έμαθεν η Αγία, ότι η άνωθεν Μοναχή το εδημοσίευσεν, εσκανδαλίσθη και την εκανόνισε λέγουσα· «Εάν με έβλεπες να αμαρτήσω ως άνθρωπος, ήθελες φανερώσει και την αμαρτίαν μου»; Η δε έπεσεν εις την γην έμφοβος, ζητούσα συγχώρησιν. Τότε η Αγία είπε προς αυτήν και εις τας άλλας μετά βαρείας επιτιμήσεως να μη τολμήση καμμία πλέον να φανερώση τινός κανένα θαυμάσιον, όσον καιρόν ζήση η Αγία εις τούτον τον κόσμον· ότι πολλά όμοια σημεία ετέλεσεν, αλλά δεν τα εφανέρωσαν, φοβούμεναι το επιτίμιον της Αγίας. Την πρώτην του Ιανουαρίουείχε συνήθειαν η Αγία να εορτάζη τον μέγαν Βασίλειον, διότι τον είχεν, ως συμπολίτην, εις πολλήν ευλάβειαν. Αφού ο ιερεύς ελειτούργησε και εξήλθεν, είπεν, ότι εις το Άγιον Βήμα ήτο ένας μυς (ποντικός) και εμόλυνε τα ιερά σκεύη, και να κάμουν τρόπον να τον φονεύσωσιν. Η δε Αγία απήλθεν εις το κελλίον της και έκαμε προσευχήν και δι’ αυτό το μικρόν επιζήμιον. Όταν λοιπόν εφιλεύθη ο ιερεύς και ήθελε να φύγη, έστειλεν η Ηγουμένη την Εκκλησιάρχισσαν και της λέγει· «Ύπαγε εις την θύραν του αγίου Βήματος, λάβε τον μυν, όστις κείται νεκρός και ρίψε τον έξω». Τότε επήγε και ο ιερεύς να προσκυνήση· βλέπων δε νεκρόν τον μυν, έλεγε· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού». Αυτήν την ημέραν, την τετάρτην φυλακήν της νυκτός, ήλθε φωνή προς την Οσίαν αοράτως, λέγουσα· «Υπόδεξαι τον ναύκληρον, όστις σου φέρει τα οπωρικά σήμερον, φάγε δε αυτά χαίρουσα και η ψυχή σου αγαλλιάσεται». Όταν δε έψαλλον τον όρθρον, έστειλε δύο καλογραίας λέγουσα· «Υπάγετε εις την θύραν, εμβάσατε μέσα τον ναύτην, τον οποίον θα εύρητε άξω». Όταν ήλθεν εις την Οσίαν ο άνθρωπος, επροσκύνησε ο εις τον άλλον και προσευξάμενοι εκάθισαν. Έπειτα τον ηρώτησεν η Αγία πως ήλθεν έως εκεί· ούτος δε είπεν εις αυτήν· «Ναύτης είμαι, Κυρία μου, από την νήσον της Πάτμου, εισήλθον δε εις πλοίον, δια να έλθω εδώ εις την Πόλιν δια τινα υπηρεσίαν μου· όταν δε είμεθα εις την άκραν της νήσου μου ταξειδεύοντες, βλέπομεν εις την γην ένα ωραίον και θεοειδή γέροντα, όστις μας εφώναξε να τον περιμένωμεν. Ημείς δε μη δυνάμενοι να στέκωμεν, διότι είμεθα πλησίον της γης εις τους βράχους και ο άνεμος αρκετός, ετρέχομεν. Όθεν εκείνος εφώναξε δυνατώτερα, προστάσσων το πλοίον να σταθή· παρευθύς δε εστάθημεν (ω του θαύματος!) έως ου ήλθεν ο γηραιός εκείνος περιπατών εις τα κύματα· όταν δε έφθασεν εις το πλοίον, εξήγαγε τρία μήλα από το στήθος του και μου τα έδωκε, λέγων· «Όταν φθάσης εις την βασιλεύουσαν Πόλιν, δος αυτά του Πατριάρχου, και ειπέ του, πως του τα έστειλεν ο πανάγαθος Θεός και ο δούλος του Ιωάννης από τον Παράδεισον». Έπειτα πάλιν εξήγαγεν άλλα τρία όμοια και μου λέγει· «Ταύτα δώρησαι της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου, Ειρήνης ονόματι, και ειπέ της· «Φάγε απ’ εκείνα, όπου η καλή σου ψυχή επεθύμησεν· ότι τώρα έρχομαι από τον Παράδεισον και τα έφερα». Ούτως ειπών, ηυλόγησε τον Θεόν και μας ηυχήθη· ευθύς τότε το μεν πλοίον εκίνησεν, αυτός δε έγινεν άφαντος. Έδωσα τα τρία του Πατριάρχου· όθεν έφερα και της αγιωσύνης σου τα υπόλοιπα». Ταύτα η Οσία ακούσασα από την χαράν της εδάκρυσε και πολλάς ευχαριστίας απέδωκε προς τον ηγαπημένον μαθητήν του Χριστού και Απόστολον. Τότε εξήγαγε και τα μήλα ο ναύκληρος από ένα μεταξωτόν και χρυσοϋφαντον μανδήλιον, όπου τα είχε φυλαγμένα εντίμως, ως θεία πράγματα, και τα έδωκε της Οσίας με πολλήν ευλάβειαν. Τόσον δε επερίσσευαν τα μήλα ταύτα του Παραδείσου από τα πρόσκαιρα και γήϊνα μήλα εις ταύτα τα τρία χαρίσματα, ήτοι εις την ωραιότητα, εις την ευωδίαν και εις το μέγεθος, ώστε ήσαν εξαίσιον θέαμα. Και τούτο δεν είναι πράγμα απίστευτον, επειδή ήσαν από τον Παράδεισον. Μετά τούτο ο μεν ναύτης λαβών από την Αγίαν ευλογίαν και συγχώρησιν ανεχώρησεν, εκείνη δε ενήστευσε μίαν εβδομάδα ευχαριστούσα τον Κύριον δια την δωρεάν ταύτην, όπου της έστειλεν. Έπειτα εις δόξαν αυτού ήρχισε και έτρωγεν από ένα μήλον καθ’ ημέραν ολίγον, χωρίς να γευθή άρτον ή λάχανα ή άλλο τι βρώσιμον, ούτε καν ύδωρ έπιεν, έως ημέρας τεσσαράκοντα (40) και τόση ευωδία εξήρχετο από το στόμα της ανά πάσαν ώραν όπου έτρωγε εξ αυτού, ώστε επλήρωσεν όλας τας οσφρήσεις των αδελφών και όλον το Μοναστήριον, ώσπερ να κατεσκεύαζον καθ’ ημέραν μύρα και αρώματα πολύτιμα, όλος δε ο αέρας επληρούτο από την θαυμασίαν ταύτην τερπνότητα του Παραδείσου. Μετά ταύτα, όταν ήλθεν η αγία και μεγάλη Πέμπτη, επρόσταξεν η Αγία τας αδελφάς να κοινωνήσουν όλαι τα θεία Μυστήρια· μετά δε την αγίαν Μετάληψιν ετεμάχισε το δεύτερον μήλον και έδωκεν εις εκάστην ένα τεμάχιον και το έφαγαν, αλλά δεν ήξευραν τι ήτο· μόνον την ευωδίαν και γλυκύτητα ησθάνοντο εις το στόμα των και εθαύμαζον, μάλιστα δε διότι ησθάνοντο εις την ψυχήν, όταν το έτρωγαν, πολλήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Το δε έτερον μήλον εφύλαξεν ως φυλακτήριον πολύτιμον, καθ’ εκάστην δε το ωσφραίνετο εις απόλαυσιν της ψυχής της και αγαλλίασιν. Την δε μεγάλην Παρασκευήν, όπου έπαθεν ο Δεσπότης μας, είδεν η Οσία έκστασιν· ήτοι καθώς έψαλλον αι αδελφαί τα άγια Πάθη με πολλήν κατάνυξιν, βλέπει και ήλθαν εις την Εκκλησίαν ασπροφόροι αναρίθμητοι, όλοι νέοι ωραιότατοι και φωτοειδέστατοι· κρατούντες δε εις τας χείρας κιθάρας, έψαλλον ύμνους εις δόξαν Χριστού με μελωδίαν εναρμόνιον, γλυκυτάτην και θαυμάσιον. Εβάσταζον δε και φιάλας, αι οποίαι ήσαν πλήρεις μύρου, τας οποίας εκένωσαν εις την αγίαν Τράπεζαν· τόση δε ευωδία εξήρχετο, ώστε επλήρωσεν όλον το Μοναστήριον. Έπειτα βλέπει μέγαν τινά άνθρωπον, ωραίον και αστραπόμορφον, του οποίου έλαμπε το πρόσωπον ως ο ήλιος και τον οποίον οι επίλοιποι προϋπήντησαν με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν. Ούτος τους έδωκε μίαν σινδόνα ωραίαν και πολύτιμον, να σκεπάσουν τα μύρα επιμελέστατα επάνω εις την αγίαν Τράπεζαν. Τότε ο Άγγελος, όστις επερίμενεν εις το θυσιαστήριον, εφώναξε προς τον μέγαν εκείνον με λύπην πολλήν και κατήφειαν, λέγων· «Έως πότε, Κύριε»; Και φωνή ηκούσθη λέγουσα· «Έως να έλθη ο δεύτερος Σολομών, να ενωθώσι τα άνω με τα κάτω, να γίνουν αμφότερα εν· τότε και ο Κύριος εις τούτον τον τόπον θα υψωθή και θα μεγαλυνθή της δούλης του το μνημόσυνον».
Ταύτα η φωνή λέγουσα, εφώνησαν οι λευκοφόροι το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ», ούτω δε ψάλλοντες ανήλθον εις τα ουράνια. Η δε Αγία συλλογιζομένη τι εδηλούσαν, εννόησεν, ότι η όρασις εφανέρωσε πως ούτε αυτή θέλει δοξασθή ούτε το Μοναστήριον, έως να ζουν αι ταύτης μαθήτριαι. Καθώς αυτή προ ολίγων ημερών παρεκάλεσε τον Κύριον, να μη την δοξάση εις τους ανθρώπους εδώ πρόσκαιρα, αλλά μόνον εις την Βασιλείαν του αιώνια· τούτο δε το όμοιον εδίδασκε και τας αδελφάς, ούτω λέγουσα· «Φεύγετε την τιμήν των ανθρώπων, όσον δύνασθε· ότι η ψυχή, η οποία ορέγεται τιμήν ανθρώπινον, δεν αξιώνεται να την δοξάση ο Κύριος». Άλλοτε την παρεκάλει μία αδελφή ασθενής με απλότητα να της δώση την υγείαν του σώματος. Η δε Οσία εσύναξεν όλην την αδελφότητα, και λέγει· «Πιστεύσατέ μοι, ότι εάν είχον παρρησίαν τινά προς τον Θεόν, θα παρεκάλουν να είμεθα όλας τας ημέρας της ζωής μας άρρωστοι, διότι ηξεύρω πόσην ωφέλειαν έχει η ψυχή από την ασθένειαν του σώματος και μάλιστα όταν ευχαριστή τον Θεόν ο άρρωστος, και δοξάζη Αυτόν και ομολογή ότι δικαίως παιδεύεται». Αλλά ας είπωμεν άλλο ένα ή δύο θαυμάσια, τα οποία ετέλεσεν έτι ζώσα η Αγία, και τότε να τελειώσωμεν με την τελείωσιν της Οσίας και την διήγησιν. Τινές κακότροποι άνθρωποι διέβαλον προς τον βασιλέα δια τον φθόνον των ένα συγγενή της Αγίας, μεγάλον άρχοντα. Ούτος ήτο εις την αξίαν ένδοξος, εις δε το γένος λαμπρός και περιφανέστατος· τούτον ο βασιλεύς εφυλάκισεν εις τόπον σκοτεινόν του παλατίου, εμελέτα δε να τον βυθίση εις την θάλασσαν, να μη ακουσθή τελείως ούτε να αξιωθή ενταφιάσεως. Διότι του είπον ψεύματα, ότι επιβουλεύετο τον αυτοκράτορα, δια τούτο εμελέτα να τον φονεύση.
Μη δυνάμενοι να του βοηθήσουν με άλλον τρόπον οι συγγενείς και φίλοι του, έδραμον εις την Αγίαν κατακοπτόμενοι· προσπίπτοντες δε εις τους πόδας αυτής, εδέοντο με θερμότατα δάκρυα να λυπηθή τον συγγενή και ηγαπημένον της, να τον λυτρώση από τον άδικον θάνατον. Η δε στενάξασα ωε συμπαθής εδάκρυσε και τους παρηγόρησε λέγουσα· «Μη λυπείσθε, αλλά υπάγετε εις τον οίκον σας, ελπίζοντες εις τον Κύριον, και αυτός του δίδει βοήθειαν». Εκλείσθη τότε εις το κελλίον της και εδέετο του Θεού να βοηθήση τον αδικημένον τάχιστα. Ο δε Κύριος, όστις κάμνει το θέλημα των δούλων αυτού, παρευθύς της επήκουσε και ελύτρωσε τον άρχοντα με τούτον τον τρόπον θαυμασιώτατα. Όταν εκοιμάτο ο βασιλεύς, το μεσονύκτιον, είδε την Αγίαν Ειρήνην πρώτον εις το όραμά του, έπειτα δε και οφθαλμοφανώς, και του λέγει ταύτα με μεγάλην φωνήν φοβερίζουσα· «Βασιλεύ, έγειραι παρευθύς να λυτρώσης εκείνον, όπου εφυλάκισες άδικα, ότι τον εσυκοφάντησαν αδίκως δια τον φθόνον των. Ει δε και δεν μου ακούσης, εγώ θα παρακαλέσω τον Βασιλέα των ουρανών κατά σου, να σε θανατώση και να δώση των θηρίων και των πετεινών τας σάρκας σου». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς εθυμώθη και της λέγει· «Τις είσαι συ, ήτις με φοβερίζεις; Και πως ετόλμησες να έλθης τοιαύτην ώραν εις την στρωμνήν μου με τόσην προπέτειαν»; Η δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι η Ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου, Ειρήνη ονόματι». Ταύτα δε ειπούσα, δύο φοράς τον εκέντησεν εις την πλευράν· όθεν από τον πόνον εξύπνησεν οργιζόμενος και την βλέπει (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ παντοδύναμε!) έμπροσθεν αυτού, και του λέγει πάλιν τα ίδια. Είτα εξήλθεν από την θύραν και ανεχώρησεν. Ο δε βασιλεύς φοβηθείς εφώναξε και συναχθέντες οι δούλοι του ηρώτα τον παρακοιμώμενον, εάν είδε την Μοναχήν, όπου εξήλθεν την ώραν ταύτην από το δωμάτιον· εκείνος δε θαυμάζων ώμοσεν, ότι ήσαν όλαι αι θύραι κεκλεισμέναι και αι κλείδες εις το στρώμα του. Τότε ο βασιλεύς ηννόησεν ότι ήτο από τον Θεόν η όρασις· όθεν το πρωϊ επρόσταξε και έφεραν τον κατάδικον και τον εξήταζε δια την επιβουλήν, ως και διατί έκαμε την νύκτα μαντείας δια να αποφύγη τον θάνατον; Ο δε απεκρίνατο· «Ούτε μαντείαν έπραξα πώποτε, ούτε την βασιλείαν σου επεβουλεύθην, μάρτυς μου ο Κύριος». Τότε επράϋνε τον θυμόν ο βασιλεύς και του λέγει πραεία τη φωνή. «Γνωρίζεις την Ηγουμένην του Χρυσοβαλάντου»; Του λέγει· «Ναι, συγγενής μου είναι, και δούλη του Χριστού ενάρετος». Λέγει ο βασιλεύς· «Αν στείλω άνθρωπον θα την εύρη εκεί»; Του λέγει ο κατάδικος· «Δεν εξέρχεται από το Μοναστήριον ουδέποτε». Τότε έστειλε μεγιστάνας τινάς και άρχοντας με ζωγράφον επιστήμονα να ιστορήσουν την όψιν της, δια να βεβαιωθή την αλήθειαν, τον δε κατάδικον εφυλάκισε. Ταύτα πάντα εγνώριζε και η Αγία από την χάριν του Πνεύματος· όθεν, όταν ετελείωσαν τον Όρθρον, είπεν εις τας αδελφάς· «Ταύτην την νύκτα είδον όνειρον, ότι έστειλεν εδώ ο βασιλεύς τόσους άρχοντας, ώστε εγέμισεν η αυλή πλήθος άπειρον· αλλά μη φοβηθήτε όταν έλθωσιν, ότι ο Κύριος οικονομεί το συμφέρον μας». Εις ολίγην ώραν και οι απεσταλμένοι έφθασαν. Η δε Οσία εισήλθεν εις τον Ναόν και ειδοποίησε τους άρχοντας να υπάγουν εκεί να ομιλήσωσι· εισελθόντες δε εκείνοι την επροσκύνησαν. Καθώς δε ηγέρθησαν, εξήλθεν από το πρόσωπόν της αστραπή μεγάλη, ώστε έπεσον εις τα οπίσω οι άρχοντες, μη υποφέροντες την λαμπρότητα. Η δε Αγία τους ήγειρε λέγουσα· «Μη φοβήσθε, τέκνα μου, ότι και εγώ άνθρωπος είμαι ασθενής ως σεις. Αλλά διατί να σας βάλη εις κόπον ο άπιστος εκείνος, όστις σας έστειλεν; Ειπέτε πάλιν εκείνα όπου του είπα εις το όνειρον, να ελευθερώση από την φυλακήν τον άνθρωπον, ότι δεν του έπταισεν. Ει δε και παρακούση μου, θέλουν συμβή όσα του επροφήτευσα· ότι δεν αργεί ο Κύριος, αλλά είναι πλησίον εις όσους τον επικαλούνται με αλήθειαν».
Ταύτα ακούοντες οι άρχοντες εφοβήθησαν περισσότερον, λέγοντες· «Ούτω να είπωμεν εις τον βασιλέα κατά την αγίαν σου πρόσταξιν. Πλην παρακαλούμεν σε να καθίσης ολίγον, να μας διδάξης λόγον ψυχωφελή και σωτήριον». Τούτο δε είπον και δια να την ιστορήση ο ζωγράφος ακριβέστερον. Γενομένου δε τούτου και λαβόντες αυτής το ομοίωμα, επέστρεψαν εις τον βασιλέα και ανήγγειλαν εις αυτόν όσα είδον και ήκουσαν. Καθώς δε του έδειξαν την εικόνα της, εξήλθεν αστραπή από ταύτην, ήτις τον εκτύπησεν εις τους οφθαλμούς και εθαμβώθη προς ώραν το φως του. Όθεν από τον φόβον έμεινεν έντρομος, ταύτα φωνάζων· «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου», έστεκε δε ώραν πολλήν ως εξεστηκώς και θαυμάζων. Περιεργαζόμενος δε την εικόνα, έλεγεν ότι ωμοίαζεν εκείνης, ήτις του ωμίλησε. Τότε ευθύς εκβάλλει τον άρχοντα και ζητών συγχώρησιν ηυχαρίστει τον Κύριον, όστις τον ελύτρωσεν από τα δεινά, όπου έμελλε να του έλθωσι δια τον άδικον εκείνου θάνατον. Έγραψε δε και επιστολήν ο βασιλεύς προς την Οσίαν ταύτα λέγουσαν· «Ελυτρώσαμεν, κατά την αγίαν σου πρόσταξιν, δούλη του Θεού, τον ανεύθυνον, και ευχαριστούμεν σοι, ότι μας ελύτρωσες από τον κίνδυνον· ας έχωμεν όθεν συγχώρησιν εις ό,τι εσφάλαμεν προς την αγιωσύνην σου, και δεν επιστεύσαμεν από το πρώτον την όρασιν, αλλά σου εδώσαμεν ενόχλησιν· παρακάλει δε τον Θεόν δι’ ημάς. Παρακαλούμεν δε εγώ και η βασίλισσα, να έλθης έως εδώ, να μας ευλογήσης με τας αγίας χείρας σου. Ει δε και δεν θέλεις να έλθης, ερχόμεθα να σε προσκυνήσωμεν». Ταύτην την επιστολήν της έστειλεν ομού με βασιλικά δωρήματα. Η δε Αγία ούτως αντέγραψεν· «Ο Θεός συγκαταβαίνει, ω βασιλεύ, εις τας ασθενείας μας ως φιλάνθρωπος, και δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά την μετάνοιαν. Λοιπόν όχι εμέ, αλλ’ εκείνον ευχαρίστει και δόξαζε. Πλην ούτε η βασιλεία σου είναι πρέπον να έλθη εδώ, ούτε εγώ εις τα βασίλεια. Δεν χρειάζεσαι ευλογίαν από αμαρτωλήν και ταπεινήν δούλη Του, ότι έχεις τον αγιώτατον Πατριάρχην και τους άλλους αρχιερείς της Εκκλησίας, και τους πνευματικούς Πατέρας των Μοναστηρίω και εάν ακούης τας νουθεσίας αυτών, θέλεις θεραπεύσει τον Θεόν, να κυβερνήσης την βασιλείαν ευσεβώς, σωφρόνως και δικαίως. Ει δε και δεν κάμης τον λόγον μου, αλλά βουληθής να έλθης, δεν θα σου προξενήση καλόν, και μόνον τον Θεόν παροργίζεις. Ει δε και μου ακούσης, η δεξιά του Υψίστου να σε σκεπάση και να σε λυτρώνη από κάθε πειρασμόν πάντοτε». Ταύτα γράψασα εσφράγισε την επιστολήν και την έστειλε με τινα πράγματα χάριν ευλογίας, τα οποία ευλαβώς εδέχθη, αλλά περισσώς ελυπήθη, πως δεν τον ηξίωσε να ίδη το άγιον αυτής πρόσωπον. Πλην δια να μη την σκανδαλίση, δεν την επείραξε· μόνον πολλάκις της έστειλε μετάνοιαν και δωρεάν με άνθρωπον· ομοίως δε και αυτή εκείνου και απήλαυσε πολλήν παράκλησιν και βοήθειαν ο βασιλεύς από την Αγίαν. Ο δε συγγενής της, όστις ελυτρώθη από τον κίνδυνον, έπεσεν εις τους πόδας αυτής και τόσον έκλαυσεν, ώστε τους έπλυνε με δάκρυα. Αυτή δε τον ενουθέτησε να φυλάττη τας εντολάς του Θεού, δια να μη του έλθη άλλην φοράν πειρασμός όμοιος, οίτινες μας ευρίσκουν δια παίδευσιν των αμαρτιών μας. Αφού δε τον εδίδαξεν ικανώς, τον εκράτησε να φιλευθώσιν ομού με όλην την Αδελφότητα εις δόξαν Θεού δια την σωτηρίαν της ψυχής αυτού και του σώματος· μετά δε την ευχαριστίαν, τον κατευώδωσαν εις τους συγγενείς χαίρουσαι. Αλλά ακούσατε και έτερον προ της τελευτής της Οσίας τελεσιούργημα. Άνθρωπος τις φίλος και γνώριμος της Αγίας, αγαθός, ευλαβής και φιλόχριστος, Χριστοφόρος ονόματι, ήρχετο πολλάκις εις την Μονήν και τον υπεδέχετο και ωμιλούσαν, ηξεύρουσα ότι ήτο ενάρετος.
Μίαν ημέραν λοιπόν όπου ήλθε και συνωμίλησαν ώραν πολλήν, ότανήθελε να αναχωρήση, έβαλε μετάνοιαν κατά την συνήθειαν, ζητήσας συγχώρησιν. Η δε Αγία είπεν εις αυτόν· «Άπελθε, τέκνον, ο Κύριος να αναπαύση μετά δικαίων το πνεύμα σου». Ταύτα ακούσας εκείνος έμεινε σύντρομος και περίλυπος, διότι εννόησεν ως φρόνιμος ότι δεν έλεγεν η Οσία ταύτα χωρίς τινα έννοιαν. Η δε Αγία, όταν τον είδε τεταραγμένον, επροφασίσθη ότι ήτο ο νους της εις άλλο, και δια τούτο ταύτα ελάλησεν· όταν δε τον επαρηγόρησεν ικανώς, απέστειλεν εις τον οίκον του, απήλθε δε χωρίς να έχη κανένα σημείον ασθενείας, αλλ’ ήτο όλος υγιής και άνοσος· φθάσας δε εις την οικίαν του έφαγε καλά, κατά δε την ώραν του εσπερινού αιφνιδίως παρέδωκε το πνεύμα. Τούτο ουδείς είχεν ακόμη μάθει ειμή μόνον η Αγία εγνώρισεν από Πνεύμα Άγιον· δια τούτο και του είπε τα προρρηθέντα λόγια. Μία δε από τας αδελφάς, όπου έτυχεν εκεί όταν ταύτα ελάλησε, την εμέμφθη λέγουσα· «Διατί, κυρία μου, είπες τον λόγον εκείνον του Χριστοφόρου και απήλθε περίλυπος»; Λέγει η Αγία· «Μη νομίσης πως είπα τούτο ούτως απλώς και ως έτυχεν, αλλά διότι έβλεπα ένα νέον λαμπρόν, όπου έστεκεν οπίσω του, και εκράτει ακονισμένον δρέπανον, ήσαν και άλλοι τινές πλησίον του, οίτινες εμετρούσαν τους χρόνους της ζωής αυτού με τα δάκτυλα· απεφάνθησαν δε ότι η τελευταία του ημέρα είναι σήμερον· και αν δεν πιστεύσης, κάλεσον την δούλην σου Ευήθειαν, να υπάγη εις την οικίαν του, να ίδη ότι απέθανεν». Έστειλαν τότε αυτήν και τον εύρε νεκρόν. Όθεν όλαι εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν, ότι τας ηξίωσε να έχωσι τοιαύτην διδάσκαλον, από τότε δε επρόσεχαν τους λόγους της· και όταν έλεγε τινός, ο Θεός να τον αναπαύση, αυτήν την ημέραν ετελειώνετο. Αλλ’ επειδή και αυτή η μακαρία άνθρωπος ήτο, έπρεπε να πληρώση το χρέος της απερχομένη του κόσμου τούτου· τούτο της εφανέρωσε ο Άγγελος λέγων· «Ήξευρε, ότι τον ερχόμενον χρόνον, εις τας είκοσι οκτώ (28) του παρόντος μηνός, όταν εορτάσης τον Μεγαλομάρτυρα Παντελεήμονα, θέλεις έλθει να παρασταθής εις τον θρόνον της θεότητος». Είχε δε τότε ο Ιούλιος είκοσιν εξ (26) και εώρταζον εις το Μοναστήριον της Αγίας τα εγκαίνια του Ναού του Αρχαγγέλου, διότι κατ’ αυτήν την ημέραν τον ενεκαινίασαν. Κατά δε τον επόμενον χρόνον πάλιν, όταν εώρτασε ταύτην την πανήγυριν ως και την του Αγίου Παντελεήμονος, εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια, νηστεύουσα κατά την τάξιν μίαν εβδομάδα πρότερον και προσευχομένη, χωρίς να γευθή καν τίποτε ούτε ύδωρ τελείως. Τότε έλαβε το θαυμάσιον εκείνο μήλον, όπου της είχε στείλει ο ηγαπημένος Μαθητής του Δεσπότου Χριστού από τον Παράδεισον, ομού με τα άλλα δύο, καθώς ανωτέρω είπομεν, και έφαγεν αυτό εις δόξαν Θεού, αφού πλέον εγνώρισεν ότι ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς τον ποθούμενον Νυμφίον της, διότι πρωτύτερα δεν ηθέλησε να το φάγη, δια να το έχη εις ταύτην την εξρίαν παρηγορίαν εις πάσαν αθυμίαν, την οποίαν ήθελεν έχει καμμίαν φοράν ως άνθρωπος ή από τας Μοναχάς λύπην τινά ή παράπονον. Διότι τότε ελάμβανεν αυτό εις τας χείρας της, και με την άμετρον αυτού ευωδίαν ηφανίζετο πάσα πικρία· ετρέπετο δε η πολλή της λύπη αι αθυμία εις ευθυμίαν και αγαλλίασιν, και εχαίρετο η πανολβία ενθυμουμένη οποίαν απόλαυσιν έμελλε να κληρονομήση εις την ουράνιον Βασιλείαν πάντοτε. Τότε λοιπόν, ενώ έτρωγε το μήλον, επληρώθη πάλιν ευωδίας θαυμασίας όλον το Μοναστήριον. Η δε Οσία, μετά την του μήλου μετάληψιν, ήλθεν εις αγωνίαν, φοβουμένη τον θάνατον, βλέπουσα δε προς τον ουρανόν έκλαιεν. Αι δε Μοναχαί, μη ηξεύρουσαι την αιτίαν του πένθους, ομοίως έκλαιον και την ηρώτησαν τι είχε και επικραίνετο. Η δε απεκρίνατο· «Σήμερον, τέκνα μου, αναχωρώ από τούτον τον κόσμον και πλέον δεν με βλέπετε, ότι ήλθεν η ώρα να υπάγω εις την ζωήν την αιώνιον· ψηφίσατε δε προεστώσαν την κυρίαν Μαρίαν, ότι ο Θεός την προέκρινεν, ήτις θέλει σας κυβερνήσει θεάρεστα. Σπουδάσατε δε να περιπατήσετε την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, δια να εύρητε ευρυχωρίαν εις τον Παράδεισον.
Μισήσατε τον κόσμον και τα εγκόσμια, ότι όλα ταύτα τα πρόσκαιρα είναι μάταια. Μισήσατε τας ψυχάς σας, δια να τας κερδήσητε, κατά την θείαν πρόσταξιν· μη κάμνετε ποτέ το θέλημα της σαρκός, αλλά το του Θεού· διότι μόνον Εκείνος δύναται να σας βοηθήση την ώραν της κρίσεως». Αυτά και έτερα ψυχωφελή λέγουσα η μακαρία Ειρήνη την τελευταίαν ώραν, εσήκωσε προς ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, και προσηύξατο προς Κύριον λέγουσα· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού του ζώντος, ο ποιμήν ο καλός, ο λυτρώσας ημάς δια του παναγίου και πολυτίμου αίματός σου, εις τας αγίας χείρας σου παραδίδω τούτο το μικρόν σου ποίμνιον· σκέπασον αυτό με την σκέπην των πτερύγων σου και διαφύλαξον αυτό από τας επηρείας του δαίμονος· ότι Συ είσαι ο αγιασμός και η λύτρωσις ημών, και σοι την ευχαριστίαν αναπέμπομεν και δοξολογούμεν σε πάντοτε». Ταύτα προσευξαμένη εκάθισεν, ήρχισε δε να μειδιά βλέπουσα τους Αγίους Αγγέλους, οίτινες την εχαιρέτησαν, και παρευθύς έλαμψε το πρόσωπόν της ως ο ήλιος· έκλεισε τότε τους οφθαλμούς ωσάν να εκοιμάτο, ούτω δε παρέδωκε την ιεράν της ψυχήν προς Κύριον, ζήσασα χρόνους εκατόν τρεις. Παρ’ όλον δε το γήρας δεν εμαράνθη ποσώς το κάλλος της, αλλ’ εφαίνετο η μακαρία ως νέα ωραιοτάτη είτε ένεκεν του χαρίσματος της παρθενίας, όπου δεν εγνώρισε κόσμον η κοσμία και πάνσεμνος, είτε ήτο τούτο χάρις από τον Θεόν εξαίρετος, να μείνη έως τέλους εις αυτήν αυτή η ωραιότης και το κάλλος του σώματος, δια να μαρτυρή την ωραιότητα της ψυχής, καθώς ηξιώθη και άλλης χάριτος από τον ουράνιον Νυμφίον της. Έγινε τότε από τας αδελφάς κλαυθμός και οδυρμός άμετρος, αίτινες πρεπόντως εθρηνούσαν τοιαύτης μητρός την υστέρησιν.
Όχι δε μόνον αύται, αλλά και όλη σχεδόν η Πόλις εσυνάχθη, εξόχως δε αι Συγκλητικαί και αι αρχόντισσαι και παν γένος και ηλικία έδραμον άπαντες, όσοι ήκουσαν την αγίαν αυτής μετάστασιν, ίνα ασπασθούν προς αγιασμόν το άγιον αυτής και σεβάσμιον λείψανον. Τόσον δε πλήθος εσυνάχθη ανδρών τε και γυναικών, ώστε δεν εχώρει το Μοναστήριον, ούτε και να την ενταφιάσουν ηδύναντο, έως ότου ενύκτωσε· και τότε μετά βίας ετέλεσαν τα ειθισμένα κατά την τάξιν της Εκκλησίας μας· και είχον μεν μύρα ευωδέστατα και αρώματα πολύτιμα και μοσχοθυμιάματα, όπου τα έφεραν οι Αρχιερείς κατά την συνήθειαν· αλλά τόση ευωδία εξήρχετο από το τίμιον και πανσέβαστον λείψανον, ώστε επερίσσευε ασυγκρίτως όλα τα επίγεια αρώματα και τα θυμιάματα. Αφού την έψαλαν, είχον ητοιμασμένον εν γλωσσόκομον εις το οποίον την έβαλαν προς ώραν, έως ότου της έκτισαν τάφον καινουργή εις τον Ναόν του Αγίου Θεοδώρου, όστις είναι πλησίον του Αρχαγγέλου, εκεί εις το Μοναστήριον· εις αυτόν δε ενεταφίασαν την ομοίαν ή και θαυμασιωτέραν του Μάρτυρος· από τον τάφον δε αυτόν εξέρχεται καθ’ εκάστην ευωδία θαυμάσιος, μαρτυρούσα την παρρησίαν της Οσίας προς Κύριον. Εκείνος δε ο συγγενής της και άρχων, τον οποίον ελύτρωσεν η Αγία από τον θάνατον, ως άνωθεν είπομεν, ενθυμούμενος την μεγάλην ταύτην ευεργεσίαν, απέδιδε την ευχαριστίαν, εορτάζων κατ’ έτος την μνήμην της Αγίας πλουσιοπάροχα και λαμπρότατα· όχι δε μόνον αυτός έτυχε της ευεργεσίας της Οσίας, αλλά και όστις άλλος ήθελε την επικαλεσθή μετά πίστεως, του έδιδε τα συμφέροντα αιτήματα· και έως την σήμερον θαυματουργεί εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους αυτήν και μάλιστα εις τους έχοντας ανάγκην, και τους αδικημένους, όπως συνέβη και κατά τας ημέρας μας ταύτας όπως θέλετε ακούσει κατωτέρω. Δια τας ευεργεσίας της ταύτας η Αγία Ειρήνη τιμάται ιδιαιτέρως από τους ευσεβείς Χριστιανούς, εν δε τη περιοχή Αττικής υπάρχουσι σήμερον δύο ευαγέστατοι γυναικείαι Ιεραί Μοναί τιμώμεναι εις το όνομα της Αγίας και προστατευόμεναι υπ’ αυτής, πλήθος δε κόσμου συρρέει τακτικώς εις τους περικαλλεστάτους Ναούς των Μονών αυτών, ιδιαιτέρως δε κατά την μνήμην της Αγίας, τιμώντες και ευχαριστούντες αυτήν δια τας ευεργεσίας, τας οποίας κατά καιρούς απήλαυσαν και πλείστα όσα θαύματα τελούνται εν αυταίς, άτινα αδύνατον είναι να γράψωμεν ημείς, διότι δεν θα μας επήρκει το ανά χείρας βιβλίον, είναι όμως ταύτα αναγεγραμμένα εις ιδιαίτερα βιβλία εκδοθέντα υπό των Μονών αυτών· ημείς δε θα αναφέρωμεν εν μόνον εξαίσιον θαύμα, όπερ ετέλεσεν η Αγία ρυσαμένη εκ βεβαίου θανάτου αδίκως τυφεκισθέντα Χριστιανόν, τον οποίον και ημείς καλώς γνωρίζομεν και ιδίαν έχομεν αντίληψιν του συντελεσθέντος θαύματος. την 14ην Ιουλίου του έτους 1944 Χριστιανός τις ονόματι Νικόλαος Μαυροματάκης, κάτοικος Κηφισίας, έγγαμος, έχων γυναίκα έγκυον ούσαν τότε και επτά τέκνα μετέβη εις θέσιν Νταού Πεντέλη της Αττικής μετ’ άλλων συντρόφων του δια την προμήθειαν ξύλων και ξυλανθράκων. Κατά τας ημέρας εκείνας μέλη ομάδος Ελληνικής Αντιστάσεως είχον φονεύσει τον Γερμανόν φρούραρχον της Ραφίνας καθώς και τον οδηγόν του αυτοκινήτου του. Ευθύς δε ως ανεκάλυψε τούτο η Γερμανική αστυνομία, διέταξεν εις εφαρμογήν αντιποίνων να συλληφθούν αμέσως όλοι όσοι ευρίσκοντο εις την περιφέρειαν Νταού Πεντέλης, συνέλαβον δε τότε τεσσαράκοντα περίπου άνδρας, μεταξύ των οποίων και τον προρρηθέντα Νικόλαον. Εννοείται, ότι όλοι αυτοί ήσαν τελείως αμέτοχοι και ανίδεοι της διαπραχθείσης δολοφονίας των δύο Γερμανών, διότι οι πραγματικοί δράσται ήσαν άλλοι. Μετέφεραν τότε όλους τους συλληφθέντας εις το χωρίον Χαρβάτι, έμπροσθεν του μεγάλου κτήματος Λεβίδη. Εκεί, αφού τους εγύμνωσαν τελείως, τους διέταξαν να εξαπλώσουν γυμνοί όπως ήσαν και με την κοιλίαν να σύρωνται επί του ανωμάλου εκείνου εδάφους ως όφεις! Μετά πάροδον πολλής ώρας και αφού είχον όλοι εξαντληθή και μωλωπισθή από το φρικτόν εκείνο μαρτύριον, τους διέταξαν να εγερθώσιν όλοι και να σταθώσιν ανά τρεις-τρεις εις την γραμμήν και εις στάσιν οκλαδόν.
Τότε οι θηριώδεις εκείνοι βασανισταί, εις εφαρμογήν αντιποίνων δια την δολοφονίαν, ήρχισαν να πυροβολούν με τα αυτόματα όπλα των και με πιστόλια εκ των όπισθεν και να θερίζουν με τα βόλια των τους ατυχείς αθώους. Με την πρώτην ομοβροντίαν, ο ατυχής Νικόλαος ηννόησεν ότι θα τους εφόνευον όλους και ευθύς ποιήσας πολλάκις το σημείον του Σταυρού, επεκαλέσθη την Αγίαν Ειρήνην, λέγων· «Αγία μου Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, οσάκις ημπορούσα, ειργαζόμην εις το Μοναστήρι σου και εβοήθουν εις τας ανάγκας του δια την χάριν σου. Τώρα σε παρακαλώ μη με εγκαταλείψης, αλλά μνήσθητί μου και βοήθησόν με εις την κρίσιμον ταύτην στιγμήν, δια να μη με φονεύσουν αδίκως οι Γερμανοί και μείνουν απροστάτευτα και ορφανά τα τέκνα μου». Ταύτα προσευχηθείς έπεσεν ευθύς κατά γης ως νεκρός, νοερώς όμως επικαλούμενος συνεχώς την Αγίαν, και ω των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ! Παρ’ όλους εκείνους τους επανειλημμένους πυροβολισμούς ο Νικόλαος ουδέν έπαθεν, αλλ’ ησθάνθη μίαν ψυχικήν γαλήνην και ανδρείαν ως να μη συνέβαινε τίποτε γύρω του. Εις εκείνην δε την θαυμασίαν αλλοίωσιν ευρισκόμενος βλέπει με τους οφθαλμούς του μίαν ωραίαν και υψηλήν Μοναχήν να περνά από εμπρός του και να τον βλέπη με ιλαρόν πρόσωπον! Αμέσως ηννόησεν ότι ήτο η Αγία Ειρήνη, η οποία ήλθε δια να τον ενδυναμώση εισακούσασα την δέησίν του, διότι αδύνατον ήτο κατ’ εκείνην την στιγμήν άνθρωπος φυσικός να διέλθη έμπροσθεν από τα βόλια των δημίων εκείνων. Τότε πλησθείς ψυχικής αγαλλιάσεως ο Νικόλαος υπεσχέθη προς την Αγίαν λέγων· «Αγία μου Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, εάν το παιδίον το οποίον μέλλει να γεννηθή είναι κορίτσι, θα το αφιερώσω εις το Μοναστήριόν Σου». Προσηύχετο δε εις την στάσιν εκείνην πλέον της μιάς ώρας τελείως ακίνητος, ίνα μη αντιληφθώσιν οι Γερμανοί ότι είναι ζωντανός και διότι ήκουσε τας οιμωγάς και τας φωνάς των τραυματισθέντων. Όταν έπαυσαν πλέον οι φοβεροί εκείνοι κροταλισμοί των πολυβόλων και παρήλθον αρκεταί ώραι, ήλθον οι Γερμανοί στρατιώται δια να συνάξουν τα πτώματα, καθ’ ότι έπαυσαν πλέον να ακούωνται φωναί, όπερ εδήλου ότι όλοι είχον υποκύψει εις τα τραύματά των και είχον αποθάνει. Μόλις ήλθον και εις τον Νικόλαον και τον εύρον ζώντα, εθαύμασαν και παραλαβόντες αυτόν τον εισήγαγον εις το κτήμα Λεβίδη, όπερ είχον ως φρουραρχείον της περιφερείας εκείνης και τον περιώρισαν εις μίαν σκηνήν, βαλόντες έξωθεν ένα φρουρόν ίνα μη αποδράση. Αυτός ιδών ότι είναι μόνος εκεί, έμεινεν όλην εκείνην την νύκτα αγρυπνών, συνεχώς δε προσευχόμενος επεκαλείτο την βοήθειαν της Αγίας Ειρήνης, ίνα σπεύση πλησίον του και κάμη το θαύμα της, λυτρώνουσα αυτόν από την φοβεράν εκείνην ώραν του βεβαίου και αναποφευκτου θανάτου! Αφού εξημέρωσεν ο Θεός την ημέραν, ήλθον πάλιν οι βασανισταί περί ώραν 5ην πρωϊνήν και τον διέταξαν να εξέλθη της σκηνής και να ίσταται έξω εις την ύπαιθρον όπου και έμεινεν υπό τον καυστικόν ήλιον έως την 12ην μεσημβρινήν ώραν. Τότε τον επήραν πάλιν από εκεί και τον έφεραν εις εν γραφείον, όπου ήσαν πολλοί Γερμανοί αξιωματικοί δια να τον ανακρίνουν. Και αποτεινόμενος εις αξιωματικός προς αυτόν, τον ερωτά εις παρεφθαρμένην ελληνικήν γλώσσαν· «Εμάθαμε πως είσαι μεγάλος κομμουνιστής»! Του απαντά εκείνος αμέσως· «Κακώς σας το επληροφόρησαν αυτό. Εγώ είμαι ανάξιος δούλος του Θεού και κηρύττω το Ευαγγέλιόν Του από πολλών ετών». Τον ερωτούν τότε οι άλλοι· «Ηξεύρεις τι εδίδαξεν ο Χριστός»; Και τους απήντησε· «Μάλιστα, το Ειρήνη υμίν και Αγαπάτε αλλήλους». Τον ηρώτησαν πάλιν· «Έγγαμος είσαι»; Απαντά εκείνος· «Μάλιστα, και έχω επτά παιδιά και ένα που πρόκειται να γεννηθή οκτώ». Εθαύμασαν λοιπόν από την απάντησίν του αυτήν και του είπον· «Φαίνεσαι πως είσαι καλός Χριστιανός. Πάρε τώρα την ταυτότητά σου και τα πράγματά σου και πήγαινε στο σπίτι σου»! Τότε εκείνος τους ηυχαρίστησε που του εχάρισαν την ζωήν και ανεχώρησε δρομέως ώσπερ έλαφος από τον κατηραμένον εκείνον τόπον, δοξάζων και ευχαριστών τον Πανάγαθον Θεόν και την Αυτού θεράπαιναν, την Αγίαν Ειρήνην του Χρυσοβαλάντου, εις την οποιαν μετά τούτο αφιέρωσε κατά την υπόσχεσίν του το γεννηθέν τέκνον του, όπερ ήτο θήλυ, το οποίον και μη θέλουσα η γυνή του πάλιν δι’ ετέρου θαύματος της Αγίας επείσθη και αυτή και το αφιέρωσαν εις την εν Λυκοβρύσει Κηφισίας Αττικής Ιεράν Μονήν της Αγίας εις την οποίαν και αυτός ο Νικόλαος ειργάσθη αρκετά, εις ανταπόδοσιν της ευεργεσίας της Αγίας. Ουχί δε μόνον τούτο αλλά και πλείστα έτερα θαύματα εποίησε και ποιεί εις τας ημέρας μας η Αγία εις όσους αυτήν μετά πίστεως επικαλούνται, φωτίζει τους κριτάς και κάμνουν κρίσιν δικαίαν και λαμβάνει ο αδικημένος το δίκαιον, ενεργεί εις όσους έχουν έχθραν και μίσος κατ’ αλλήλων και το διαλύει η επώνυμος της πάντα νουν υπερεχούσης ειρήνης, η Ειρήνη η χαριτώνυμος, ήτις μεσιτεύει με άρρητον τινα και θείαν δύναμιν εις όσους ευρίσκεται η μνησικακία και το μίσος από δαιμονικής συνεργείας, και μαλάσσει τας καρδίας αυτών, και κάμνουν αγάπην, συνεργούσης της θείας χάριτος. Ταύτην δε την χάριν χαρίζει αυτή η χαριτώνυμος Ειρήνη εις εκείνον, ο οποίος θα δεηθή αυτής με ευλάβειαν, δια να ειρηνεύση το σκάνδαλον, να καταπατηθή ο μισόκαλος, και να δοξασθή ο Πανάγαθος Κύριος· ω πρέπει τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί, και εις τον αιώνα τον ατελεύτητον. Αμήν.