Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Η Γερόντισσα Ευλαμπία Ρωμανίδου



Σαν αρχή...

Όταν την δεκαετία του ’50 ο μακαριστός καθηγητής της θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης παρουσίασε τις θεολογικές του θέσεις στον Ελλαδικό χώρο, οι “παραδοσιακοί” καθηγητές εξανέστησαν με τον τρόπο που προσέγγιζε την σκέψη των Πατέρων. Πολύ γρήγορα η δυσπιστία έδωσε τη θέση της στην αποδοχή και στη συνέχεια στην πλήρη αναγνώριση του πατρός Ιωάννη ως ενός ικανότατου αλλά και “παραδοσιακού” θεολόγου. Στις μέρες μας η Θεολογία του απασχολεί τόσο πολύ τους Ορθοδόξους θεολόγους και πάνω σε αυτή στηρίζονται οι επίσκοποι, οι ιερείς και οι λαϊκοί που θέλουν να ορθοτομούν λόγο αληθείας....

 Ποια ήταν άραγε η προσφορά του πατρός Ιωάννη στην ελλαδική θεολογική Επιστήμη και γενικότερα στην Ορθόδοξη Θεολογία; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συνεισφορά του είναι η διατύπωση μιας επιστημονικής Μεθοδολογίας της Θεολογίας. Διατύπωσε τρόπους και μεθόδους, “κλειδιά ερμηνείας”, με τα οποία κατανοούνται οι πατέρες της Εκκλησίας.

 IMG_2872-e14456290

Σε όσους είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον πατέρα Ιωάννη Ρωμανίδη εδημιουργείτο εύλογα ένα ερώτημα. Πώς αυτό το “αμερικανάκι” με τις σπουδές σε διάσημα Πανεπιστήμια και σε Παπικά Κολέγια που δεν γνώρισε σχεδόν ποτέ από κοντά τον Ορθόδοξο Μοναχισμό, μπόρεσε να βρει πρωτότυπους δρόμους σύνδεσης της ακαδημαϊκής θεολογίας και της ησυχαστικής θεολογικής παράδοσης;...

 Είναι γνωστό ότι ο πατήρ Ιωάννης διέθετε μια εξαιρετική ικανότητα να παρατηρεί και να αναλύει τα φαινόμενα, να τα κατατάσσει και να τα συστηματοποιεί. Αυτή η ικανότητά του όμως δεν θα αρκούσε να δημιουργήσει το φαινόμενο “Ρωμανίδη” αν δεν συνδυαζόταν με την Καππαδοκική καταγωγή του και δεν είχε την προσωπικότητα της μητέρα του Ευλαμπίας Ρωμανίδου, ως “δείγμα” των ορατών αποτελεσμάτων της αδιάλειπτης νοεράς Ευχής.

 

Ας δούμε λοιπόν αυτή την προσωπικότητα.

 Η καταγωγή

 Η Ευλαμπία Ρωμανίδου κατήγετο από την Ρωμαϊκὴ Καστρόπολη της Παλαιάς Αραβησσού της Καππαδοκίας. Μια περιοχή που ποτέ δεν έπαψε να συζητάει θεολογικά, ακόμα και μετά τους μεγάλους Καππαδόκες πατέρες (Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριος Θεολόγο και Γρηγόριο Νύσσης).

Γεννημένη πριν από την καταστροφή (το 1895) μεγάλωσε σε ένα χώρο βαθιάς πίστης. Στο χώρο αυτό η Ορθοδοξία ήταν η πρώτη αξία, η γλώσσα και η καταγωγή το δευτερεύον. Ανήκε σ’ εκείνο το μεγαλειώδη λαό των Καραμανλήδων. “Οι Ορθόδοξοι Έλληνες χριστιανοί της Καππαδοκίας (Καραμανλήδες) ήταν σε πολλά μέρη Τουρκόφωνοι δια τον εξής λόγο: Ο Τούρκος κατακτητής, προκειμένου να τους επιτρέψει να επιβιώσουν, τους έθεσε δια σπάθης τον εξής όρο: “Ή την θρησκεία, ή την γλώσσα σας”. Δηλαδή έπρεπε οι Καππαδόκες Έλληνες Ορθόδοξοι ή να αλλαξοπιστήσουν εξισλαμιζόμενοι (και κρατούντες την Ελληνική τους γλώσσα) ή να παραμείνουν στην πίστη των πατέρων τους, αλλά να αλλάξουν την γλώσσα τους, υιοθετούντες την Τουρκική. Σοφώς φερόμενοι, προτίμησαν το δεύτερο, διαφυλάττοντες την αγία Ορθόδοξο πίστη τους και θυσιάζοντες την Ελληνική γλώσσα”.

 Δημιούργησαν έτσι έναν ανεπανάληπτο πολιτισμό, [2] τον Καραμανλήδικο, που με την δική του ελληνική γραφή, τα σημαντικά μνημεία του, τα μοναδικά ήθη και έθιμά του μετέφρασε το Ορθόδοξο Βίωμα των ασκητών και των Αγίων σε καθημερινή πράξη. Το θεολογικό “μοντέλο” του Καππαδόκη είναι η μίμηση των αυστηρών ησυχαστών, όπως των στηλιτών Αγίων Συμεών και Δανιήλ, του Αγίου Αλεξίου του Ανθρώπου του Θεού κ. ά. [3]. Το κέντρο της κοινωνικής ζωής ήταν ο ναός και πνευματικό κατόρθωμα ήταν η άσκηση στην νοερά προσευχή. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η αναπνοή της Καππαδοκίας ήταν στο ρυθμό της Ευχής: Κύριε Ιησού Χριστέ (εισπνοή), ελέησόν με (εκπνοή)...

 Μέσα σε αυτό το πνευματικό περιβάλλον μεγάλωσε η Ευλαμπία Ρωμανίδου.

 

Τα παιδικά χρόνια

 Τα παιδικά χρόνια της γερόντισσας Ευλαμπίας ήταν μέσα στον πόνο. Πόνος βαθύς, αλλά και σωτήριος. Δωδεκάχρονο κοριτσάκι γνώρισε την φοβερή σφαγή των γονέων της, ένα γεγονός που τα παιδικά μάτια το τύπωσαν βαθιά μέσα στην ψυχή της. Εντούτοις η εμπειρία αυτή, αντί να αποβεί καταστρεπτική για την Ευλαμπία, ήταν το ουράνιο μήνυμα για να “πάρει την καλή στροφή ”, να αγαπήσει το Χριστό και την Εκκλησία.

 

Κοινωνικά η Ευλαμπία έμεινε ορφανή, αλλά πνευματικά απέκτησε μια παντοδύναμη προστασία. Η βασίλισσα των Ουρανών, η των “ορφανών βοηθός” την πήρε κάτω από την δική της σκέπη. Με θαυμαστή απλότητα για τις τόσο μεγαλειώδεις εμπειρίες, μιλούσε αργότερα στις μοναχές η γερόντισσα και έλεγε πως της παρουσιαζόταν η Παναγία, πως την έπαιρνε από το χέρι και την έσωζε από διαφόρους ψυχικούς κινδύνους. Από γλέντια που γινόταν γύρω της και την εμπόδιζε, την απομάκρυνε. Μετά της ερχόταν πολύ διάθεση για προσευχή. Έτσι από μικρό παιδάκι επικοινωνούσε δια της προσευχής με το Θεό!...

 

Άραγε τι είδους προσευχή να έκανε η μικρή ορφανή Ευλαμπία; Σε μια έγγραφη εξομολόγηση που άφησε [4], λέει τα εξής: “Δώδεκα χρονών που ήμουν, η προσευχή που έκανα αυτή ήταν. Παράκληση, Εξάψαλμος, Απόδειπνο, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Έτσι περνούσα το χρόνο μου. Αυτούς τους λόγους δεν τους άφηνα από το μυαλό μου νύχτα και μέρα. Κύριε Αγαθέ, τα αγαθά σου μη μου στερήσεις, από κάθε τι, να ακούω τα λόγια σου. Από απρεπή πράγματα με την βοήθειά σου Κύριε μου, φύλαξέ με. Κύριε, κατά την εντολή σου, όπως ξέρεις εσύ Κύριε, ο λάρυγγάς μου, ο,τι λέει δικό σου να είναι. Η Βασίλισσα η Παναγία μας, με τις πρεσβείες της και των αγίων… Και από όλους αυτούς Ευλογητός είσαι εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν.”

 

Στην προσφυγιά

 Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή έρχεται στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στον Πειραιά. Παντρεύεται τον συμπατριώτη της τον Σάββα Ρωμανίδη που ήταν ράφτης και αποκτά το πρώτο της παιδί, αγόρι. Το έχει ταμένο στον επίσης πρόσφυγα, άγιο Ιωάννη το Ρώσο. Αξιώνεται, όταν το παιδί έγινε 2 ετών, να πραγματοποιήσει το τάμα της και να το βαπτίσει - τον μετέπειτα ιερέα Ιωάννη - στο Προκόπι Εύβοιας.

 Η ζωή στην Ελλάδα είναι δύσκολη και η οικογένεια Ρωμανίδη μεταναστεύει το 1927 στην Αμερική. Η πολυπολιτισμική κοινωνία, με την ποικιλόχρωμη θρησκευτικότητα και τις διαφορετικές αξίες δεν την επηρέασαν, αντίθετα της έδωσαν την πρόκληση για ιεραποστολή. Πολεμάει με τις, όποιες δυνάμεις διαθέτει, τον Προτεσταντικό περίγυρο. Η θερμότητα της πίστης της κάνει εντύπωση.

οι αιρετικοί διαβλέπουν ότι θα είναι μεγάλη επιτυχία γ’αυτούς αν προσηλυτίσουν στις ιδέες τους αυτήν την Καππαδόκισσα με την πολλή πίστη. Δεν παραγνωρίζουν και το αξιόμαχο της αντιπάλου. Οργανώνουν έτσι πραγματική “επιχείρηση” για τον προσηλυτισμό της, στην οποία συμμετέχουν 10-15 άτομα. Την επισκέπτονται και προσπαθούν μέσα από την Αγία Γραφή, με τα γνωστά τους επιχειρήματα, να την κλονίσουν. Η Ευλαμπία έχει άλλα μεγαλύτερα και ακαταμάχητα επιχειρήματα. Τους αφήνει για λίγο μόνους και καταφεύγει στους Αγίους, που έχει στο “εικονοστάσι” του δωματίου της. Προσεύχεται με θέρμη να την φωτίσει ο Θεός. Και Ω! Του θαύματος! Μια δυνατή βοή βγαίνει από τις εικόνες. Την ακούν και οι Προτεστάντες και τρέπονται σε άτακτη φυγή. Έκτοτε δεν την ξαναενόχλησαν.

 

Ιεραπόστολος

 Η σημερινή νεοεποχίτικη νοοτροπία απαιτεί να δεχόμαστε τους άλλους όπως είναι, χωρίς να τους διαφωτίζουμε για την πλάνη τους. Η γερόντισσα Ευλαμπία δεν γνώριζε από αυτές τις ψεύτικες γλυκερότητες. Είχε βεβαιωθεί ότι η μόνη αλήθεια είναι η Ορθόδοξη Πίστη και δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας από το Ορθόδοξο Άγιο Βάπτισμα. Έτσι, όταν έμαθε ότι η κόρη της Παρθενία παντρεύτηκε στην Ν. Ζηλανδία έναν ετερόδοξο, τον Malcolm, ανώτερο κρατικό υπάλληλο, διέγνωσε ποιο ήταν ακριβώς το καθήκον της.

 Πηγαίνει στην Ν. Ζηλανδία - σημειωτέον ότι οι γονείς του πατρός Ιωάννη δεν έμαθαν ποτέ αγγλικά - και μένει εκεί μέχρις ότου να κατηχήσει σωστά το γαμπρό της και να τον βαπτίσει ορθόδοξο με το όνομα Μάρκος. Κι επειδή, έλεγε, ότι για να είσαι Ορθόδοξος δεν αρκεί να είσαι βαπτισμένος, αλλά πρέπει και να κοινωνάς, δεν εγκαταλείπει την Νέα Ζηλανδία πριν να εκπληρώσει και τον άλλο ιερό σκοπό της: Να ιδρύσει Ορθόδοξη Εκκλησία στο Christchurch, την δεύτερη μεγάλη πόλη της χώρας αυτής.

 

Η μάνα

 Η Ευλαμπία ήταν νοικοκυρά και ασκήτρια. Ως μάνα ήταν αυτή που καθόριζε το πνευματικό περιβάλλον της οικογένειάς της. Ήταν αυτή που μετέδωσε στα παιδιά της από πολύ νωρίς το ασκητικό φρόνημα. Γράφει ο ίδιος ο πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης: «Θυμάμαι, που η μάνα μου μού έλεγε· ‘‘Παιδί μου, άνθρωπος άγιος με το ζόρι δεν γίνεται. Πρέπει να το θέλεις!’’» Για να προσθέσει στον λόγο της μητέρας του, «δεν μπορεί βέβαια άνθρωπος με το ζόρι να γίνει άγιος, ο καθένας πρέπει να επιλέξει τον δρόμο της ασκητικής θεραπείας». Αυτός ο λόγος περί ασκητικής θεραπείας του πατρός Ιωάννη φανερώνει μία συνέχεια και μία εμπειρική γνώση Θεολογίας, που είχαν όλοι οι πιστοί που είχαν φτάσει στο στάδιο του φωτισμού.

 Θυμάται πάλι: Κάποτε ρώτησα τη μάνα μου· «Μάνα, τώρα που έγινες 90 ετών, τι συμβουλή θα έδινες σ᾽ εμένα το γιο σου, που αξιώθηκα να γίνω και Δεσπότης;» Μού απάντησε: «Να προσέχεις, γιε μου, να μην γύρει ο νους σου!»

 Δηλαδή βλέπουμε εδώ μία μητέρα Μικρασιάτισσα, να κρατάει το ασκητικό Ορθόδοξο ήθος και να σου λέει, πρόσεξε να μην υπερηφανευτείς, να μην πάρει ο νους σου αέρα! Όλα αυτά έχουν τεράστια θεολογική αξία και βάθος. Κι όπως ξέρουμε, οι πρωτινοί άνθρωποι για να πουν μια λέξη νήστευαν σαράντα μέρες, όπως λέει ο λαός μας. Δηλαδή ο λόγος τους ήταν αποτέλεσμα φωτισμού. Αυτό σημαίνει νήστευαν σαράντα μέρες για να πουν ένα λόγο.

 Αυτή, λοιπόν, η γυναίκα, η Ευλαμπία, ενώ όλη μέρα έραβε μαζί με τον άντρα της, ταυτόχρονα προσευχόταν. Ήταν άνθρωπος της νοεράς προσευχής. Προσευχόταν με την ευχή του Ιησού και έκανε και πολλές μετάνοιες. Την έβλεπε μικρό παιδάκι ο πατήρ Ιωάννης και, σαν πειραχτήρι που ήταν, της έλεγε· «Μάνα, τι κάνεις όλο μετάνοιες και μετάνοιες;» Κι εκείνη του απαντούσε· «Κορόιδευε, Γιαννάκη, κορόιδευε! Μα να ξέρεις, παπάς θα γίνεις εσύ!» Δηλαδή είχε και διορατικό χάρισμα η γιαγιούλα μέσα στην Αμερική!...

 

Η μοναχή

 Μετά τον θάνατο του συζύγου της προσφέρει τις υπηρεσίες της ως ράπτρια στο αντρικό μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στη Βοστώνη και συγχρόνως αρχίζει μόνη της να ασκείται στην μοναχική ζωή. Παίρνει έτσι σταθερή την απόφαση να γίνει μοναχή. Η ευκαιρία δεν άργησε να δοθεί. Ο γιος της, ο πατήρ Ιωάννης, επιστρέφει οικογενειακώς στην Ελλάδα και η γερόντισσα τον ακολουθεί ενημερώνοντάς τον συγχρόνως για τις προθέσεις της.

 Με την μεσολάβηση του πατρός Ιωάννη και την συνδρομή του (νυν) Επισκόπου Τυρολόης και Σερεντίου Παντελεήμονος Ροδοπούλου ο πατήρ Πολύκαρπος Μαντζάρογλου την συνιστά στο Ιερό Ησυχαστήριο “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο θεολόγος” Σουρωτής Θεσσαλονίκης, τη μονή που πνευματικό της καθοδηγητή είχε τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη. Έτσι, η Ευλαμπία μπαίνει κάτω απὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση του μεγάλου τούτου συγχρόνου Αγίου και γίνεται δεκτή ως δόκιμη στις 17/1/1971. Στις 4/5/1973 γίνεται η κουρά της σε μεγαλόσχημη, χωρίς να αλλάξει το βαπτιστικό της όνομα.

 Ως μοναχή, ουδέποτε παρέλειπε τον κανόνα της. Τα μεσάνυχτα στις 12 προσευχόταν ανελλιπώς με τον τρόπο που είχε συνηθίσει από νέα. Εξηγούσε δε με τον ακόλουθο χαρακτηριστικό τρόπο την συνήθειά της αυτή: “τότε, παιδί μου, ανοίγει ο ουρανός”, έλεγε.

 Στο μοναστήρι έζησε μέχρι το 1980, οπότε κοιμήθηκε εν Κυρίω οσιακά, όπως το ζητούσε αδιάκοπα από το Θεό: “Το όνομά μου εν βίβλω ζωής να περάσεις. Ειρηνικά χριστιανικά τα τέλη της ζωής μου δός μου…” [6].

 Προγνώριζε το θάνατό της και το έλεγε στις αδελφές που την υπηρετούσαν, όταν τις μιλούσαν για γεγονότα που θα γίνονταν αργότερα (Κτίσιμο Ναού Αγίων Αρχαγγέλων). Άλλωστε το γεγονός του θανάτου ήταν η μελέτη της καρδίας της από ηλικία 12 χρόνων “τον θάνατο να μην βγάλω από το νου μου Κύριε δός μου” έλεγε [7]. Ο Θεός τής έδωσε τους τελευταίους μήνες της ζωής της όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να προετοιμαστεί για το μεγάλο πέρασμα.

 Όταν επρόκειτο να τελειώσει την ζωή της το απόγευμα της 6ης Νοεμβρίου 1980 δεν ήθελε καμιά από τις αδελφές που την υπηρετούσαν να μείνει κοντά της. Πήγαν όλες στον εσπερινό, έμεινε μόνη. Κάποια περαστική αδελφή την άκουσε να συζητάει μέσα στο κελί της, άγνωστο με ποιον. Όταν επέστρεψαν από τον Εσπερινό είχε κοιμηθεί.

 

Η χαρισματούχος

 Τα μεγάλα χαρίσματα τα δίδει ο Θεός σε αγίους μετά από πολυχρόνιους ασκητικούς αγώνες ή σε απλοϊκούς χριστιανούς, που ουδέποτε εφαντάσθησαν ότι είναι άγιοι. Η γερόντισσα Ευλαμπία ανήκε στους τελευταίους.

 Απέκτησε το διορατικό χάρισμα μετά από το χάρισμα της νοεράς ευχής. Με χαρακτηριστική απλότητα εξηγούσε στον Άγιο Παΐσιο με λεπτομέρειες, πως προσεύχεται γονατιστός στο κρεββάτι του μέσα στο κελί του, στο Άγιον Όρος. Και σχολίαζε ο γέροντας Παΐσιος ότι “η γερόντισσα Ευλαμπία έχει πνευματική τηλεόραση…”

 Ο μητροπολίτης Μόρφου σε ομιλία του, αναφέρει χαρακτηριστικά: "Πριν απὸ ένα χρόνο, που επισκέφτηκα την εν λόγω μονή, μού ανέφερε η νυν ηγουμένη του μοναστηριού Φιλοθέη· «Αυτή η γιαγιά (η Ευλαμπία) καλά καλά ελληνικά δεν ήξερε, αλλά ήταν η πρώτη στις Ακολουθίες, η πρώτη στην υπακοή, και είχε αποκτήσει μεγάλο διορατικό χάρισμα. Για παράδειγμα, όταν ο Άγιος Παΐσιος κάποιες νύχτες (στο κελλί του, στο Άγιον Όρος) ήταν άρρωστος, έκανε τον Κανόνα του καθιστός. Και η γιαγιά Ευλαμπία από τη Σουρωτή της Θεσσαλονίκης τον έβλεπε με τα μάτια της καρδιάς -κι όχι με τα μάτια τους σώματός της- μέσα στο κελλί του τι έκαμνε.

 

Κι όταν συναντήθηκαν αργότερα, τού είπε·

 ‘‘Την τάδε ημερομηνία ήσουν άρρωστος, Γέροντα, και δεν έκανες όλες τις μετάνοιές σου, ούτε όλα τα κομποσχοίνια σου τα έκανες!’’ ‘‘Καλά, εσύ πού με είδες σαν ήμουν στο Άγιο Όρος;’’, τη ρώτησε. ‘‘Να, έχω μια τηλεόραση και μού τα δείχνει’’, απάντησε η γιαγιά! Και έλεγε με θαυμασμό ο Άγιος Παΐσιος·

 ‘‘Κοίτα να δεις, αυτή η γιαγιά που ήρθε από την Τουρκιά και την Αμερική να έχει και τηλεόραση έγχρωμη και να με παρακολουθεί τι κάνω στο Άγιον Όρος!’’

 Και όλες οι καλόγριες έμειναν έκπληκτες με τα χαρίσματα της γιαγιάς Ευλαμπίας.»

 Αυτά επιβεβαιώνουν ότι τη βαθύτερη εσωτερική ζωή μπορεί να την κατέχει κι ένας απλός άνθρωπος του λαού, φθάνει να είναι εντός του πλαισίου της αυθεντικής ησυχαστικής και θεραπευτικής εκκλησιαστικής μας ζωής και παράδοσης.

 Και οι Ορθόδοξοι χριστιανοί γονείς, ζώντας μέσα σε τούτη τη θεραπευτική μας παράδοση, πρέπει να έχουν ως σκοπό να μάθουν στα παιδιά τους να προσεύχονται, να μετανοούν, να συγχωρούν, κι όχι πως να αποκτήσουν επίγεια φήμη και επίγειο πλούτο. Οι πρωτινοί Ορθόδοξοι κύριο μέλημά τους είχαν να μεταδώσουν με τη βιοτή τους στα παιδιά τους τη θεραπευτική αγωγή της Εκκλησίας μας, χωρίς πολλά λόγια και θεωρίες, ήσυχα και απλά, εφαρμόζοντας πρώτα οι ίδιοι στη ζωή τους τη θεραπεία αυτή.

 Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ποια ήταν η καταγωγή του πατρός Ιωάννη Ρωμανίδη και ειδικά η αγία μάνα του, και τι πνευματικά γονίδια τού κληρονόμησε, που καθόρισαν καίρια τη ζωή του...

 Όταν την ρωτούσαν για τις πνευματικές της εμπειρίες, απέφευγε να απαντά με την εξής φράση: “Έτσι όλοι οι άνθρωποι βλέπουν. Εγώ από μικρό παιδί έβλεπα Αγίους. Μου είπαν, παιδί μου, να μην λέω. Κακό και μένα, κακό και σένα”

 Η ευλάβειά της ήταν έκδηλη όταν προσήρχετο στα Άχραντα Μυστήρια. Πάντοτε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος πήγαινε να κοινωνήσει και πάλι με σταυρωμένα τα χέρια επέστρεφε στο στασίδι της. Τον τελευταίο χρόνο, που ήταν κλινήρης και κοινωνούσε στο κελί της, την ίδια ευλάβεια διατηρούσε. Αυτή η συμπεριφορά δεν υπαγορευόταν από μία ευσεβή συνήθεια, αλλά από την εμπειρία της ορατής παρουσίας των Αγίων Αγγέλων, που έβλεπε μέσα στον Ναό [9].

Την εποχή που ήταν κατάκοιτη - για αρκετούς μήνες - και σιγά-σιγά πλησίαζε ο θάνατος της μια μέρα συνέβη και αυτό το παράδοξο: Γινόταν λειτουργία στον Ι.Ναό Ζωοδόχου Πηγής και ξαφνικά εμφανίζεται στην Εκκλησία η γερόντισσα Ευλαμπία μόνη της. Οι αδελφές ξαφνιάστηκαν και την ρώτησαν πώς ήλθε. Η γερόντισσα απήντησε απλά “Εμένα, παιδί μου, ο Άγιος Αρσένιος έτσι (δηλαδή σηκωτή) με ανέβασε”.

 

Εις μνημόσυνον αιώνιον

Πόσο διαφορετική είναι αυτή η γερόντισσα από όλα εκείνα τα τεχνητά μοντέλα που “λανσάρει” το θρησκευτικό “star system” της εποχής μας. Δεν έκανε κανένα ταξίδι στην Ανατολή για να γνωρίσει την πνευματικότητα των γκουρού και τα “άστραμ”. Δεν οργάνωσε γύρω της κοινόβιο με υποτακτικές που να την λατρεύουν για αγία. Δεν έκανε την “φωτισμένη” ώστε να συγκεκτρώσει γύρω της πλήθη οπαδών.

 Τα ΜΜΕ δεν ασχολήθηκαν ποτέ μαζί της. Έχοντας την χάρη τού “ταπεινού και ησυχίου” Αγίου Πνεύματος, υποτάχθηκε στο θέλημα του Τριαδικού Θεού. Υπέμεινε την ορφάνια και την προσφυγιά με πίστη στο Θεό και αδιάλειπτη Προσευχή. Έζησε μέσα στον κόσμο αφοσιωμένη στα καθήκοντά της ως συζύγου και μητέρας και, όταν αποφάσισε να μονάσει, προέκρινε ταπεινά την υπακοή σε ένα Ορθόδοξο Μοναστήρι.

 

Κλείνοντας...

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει: “Η αρχή της θεραπείας του νοός, που λέγεται κάθαρσις, είναι η εκδίωξις από αυτόν όλων των λογισμών, καλών και κακών. Όταν η εκκένωσις αυτή συνδυάζεται με την κάθαρση των παθών και την ορθή περί Θεού Πίστη, ο νους επιστρέφει εις την καρδία και δέχεται το Πνεύμα το Άγιον, αποστελλόμενο από τον Πατέρα και τον Υιό και προσευχόμενο αδιαλείπτως. Τότε κατά τους πατέρας, γίνεται κανείς ναός του Αγίου Πνεύματος και μέλος του σώματος του Χριστού. Η νοερά ευχή λέγεται μονολόγιστος, αφού ο μόνος λογισμός που κατέχει τον νου είναι η αέναος μνήμη του Θεού” [10].

 Φοιτητής του τον θυμάται να περπατά μέσα στους διαδρόμους της Σχολής και να του λέει, «Καλημέρα, πατέρα Ιωάννη», και αυτός να μην του απαντά, αλλά κάποια στιγμή να κοντοστέκεται και να στρέφεται πίσω και να του λέει, «Παιδί μου, μου είπες χαίρετε;» «Μάλιστα, πάτερ!» «Τότε, χαίρετε κι από εμένα!» «Δεν με προσέξατε;» «Όχι, παιδί μου, ασχολούμουν με το ‘‘Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με’’».

 Ήταν ίσως η μοναδική φορά που προδόθηκε ότι προσευχόταν νοερὰ και δεν τον ενδιέφεραν τόσο πολύ οι ευγένειες, ούτε οι καθωσπρεπισμοί, διότι είχε εσωτερική εργασία, αφού ήταν γιος της Ευλαμπίας...

 Θα μπορούσε άραγε ποτέ ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης να μιλήσει με τόση σαφήνεια και απολυτότητα για τόσο υπερφυσικές εμπειρίες, αν δεν είχε βεβαιωθεί από την προσωπικότητα της μητέρας του και εξ ιδίας πείρας, ότι όσα διάβασε στα βιβλία των Πατέρων είναι πέρα ως πέρα αληθινά;...

 

Παραπομπές

  1. Γεωργίου Πρεσβυτέρου, Νέα οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις, γ΄ έκδοση, Έκδοσις I.Μονής Αγίου Προκοπίου Τρικάλων, Αθήναι 2002, σ.10.
  2. Γι’ αυτόν τόν πολιτισμό δυστυχώς δεν έχουν δείξει ενδιαφέρον, ούτε η Τουρκία- για ευνοήτους λόγους- ούτε η Ελλάδα.
  3. Χαρακτηριστικό είναι το καραμανλήδικο τραγουδάκι για τον Άγιο Αλέξιο τον άνθρωπο του Θεού που αρχίζει με τις λέξεις “Ουρφαγιά κάντη καραντάν” και, βρίσκεται στο μουσικό βιβλίο, Σίμωνος Καρά, Μέθοδο της Ελληνικής Μουσικής τ. Α, Αθήναι 1981, Έκδοση Συλλόγου προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής, σ.90 (σε μετάφραση):

“Στην Έδεσσα διά ξηράς πήγε (ο Αλέξιος), τον διεφύλαξε ο πλάστης του.

Γλύτωσε το κεφάλι του απ τους μπελάδες, σ’αυτήν την υπομονή ο Αλέξιος.

Πετσί και κόκκαλο έμεινε, παρά Θεού πολλά χαρίσματα έλαβε.

Δέκα eπτά χρόνια έμεινε εκεί σε τέτοια υπομονή ο Αλέξιος.”

 

  1. Το πρωτότυπο κείμενο είναι στην Τουρκική και μας το διέθεσε ευγενώς σε μετάφραση ο ανεψιός της γερόντισσας π. Πολύκαρπος Καλαϊτζόγλου.
  2. απόσπασμα από την πιο πάνω αναφερθείσα εις χείρας του π. Πολυκάρπου Καλαϊτζόγλου ευρισκομένη εξομολόγηση της γερόντισσας.
  3. άλλο απόσπασμα από την εξόμολόγησή της
  4. όλες οι πληροφορίες για την ζωή της γερόντισσας Ευλαμπίας, ως μοναχής στο I. Ησυχαστήριο “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος” δόθηκαν, με την ευλογία της καθηγουμένης του I. Ησυχαστηρίου Φιλοθέης μοναχής, από τις αδελφές που την εξυπηρετούσαν, προς τις οποίες και ανήκουν οι εποφειλόμενες ευχαριστείες.
  5. “ Εσείς νομίζετε κοιμάμαι. Εγώ βλέπω αγγέλους, γεμάτη η Εκκλησία” έλεγε κάποτε σε μία μοναχή.
  6. Ιωάννου Ρωμανίδη, Γρηγορίου Παλαμά έργα τ.1, Θεσσαλονίκη 1984, Εκδόσεις Πουρναρά, σ.23.

 «Η Γερόντισσα Ευλαμπία Ρωμανίδου» Απόσπασμα από το βιβλίο του Πρωτοπρεσβυτέρου Λάμπρου Φωτόπουλου, Αθήνα 2003

Σάββατο 26 Ιουνίου 2021

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΦΕΒΡΩΝΙΑ Η ΠΟΛΥΑΘΛΟΣ



«Αυτή η αοίδιμη από νεαρής της ηλικίας σήκωσε τον χρηστό ζυγό του Κυρίου και ήλθε σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν στα σύνορα Ρωμαίων και Περσών, σε πόλη που ονομαζόταν Νήσιβη (η Αντιόχεια της Μυγδονίας), έγινε μοναχή και ξεπέρασε όλες τις καλόγριες του μοναστηριού κατά την άσκηση και τη σύνεση και κατά τη μελέτη των θείων Γραφών. Ηγουμένη όλων των εκεί μοναζουσών ήταν η οσία Βρυαίνη. Κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, το 288 μ.Χ., επειδή ο ηγεμόνας Σελήνος δίωκε τους χριστιανούς, οι μεν υπόλοιπες καλόγριες έφυγαν από το μοναστήρι, ζητώντας να σωθούν από τον θάνατο, η δε μακαρία Φεβρωνία, επειδή ήταν ασθενής, δεν μπόρεσε να φύγη, αλλά βρισκόταν κατάκοιτη πάνω σε ένα κρεββάτι, ενώ πλησίον της καθόταν η ηγουμένη Βρυαίνη και η ονομαζόμενη Ιερία. Εκεί λοιπόν πήγαν οι στρατιώτες του Σελήνου και αφού σύντριψαν τις θύρες με πελέκεις, μπήκαν στο μοναστήρι, κι αμέσως γύμνωσαν τα μαχαίρια τους, θέλοντας να κατακόψουν τη Βρυαίνη. Παρεκάλεσε όμως αυτούς ο Πρίμος ο ανιψιός του Λυσιμάχου νά μην την κτυπήσουν, διότι αυτός φερόταν πάντοτε προς τους χριστιανούς με συμπάθεια και ευσπλαχνία. Άρπασαν τότε τη Φεβρωνία και την έφεραν στον Σελήνο, ενώ ακολουθούσαν τη Φεβρωνία η Βρυαίνη, η Ιερία και η Θωμαΐδα, οι οποίες την στήριζαν στην πίστη και την νουθετούσαν να μη φοβηθεί τα βάσανα ούτε να προδώσει την ευσέβεια στον Χριστό. Παρακινούσαν δε αυτήν να ενθυμηθεί τις αδελφές Λιβύα και Λεωνίδα, από τις οποίες η μεν Λιβύα αποκεφαλίστηκε για τον Χριστό, η Λεωνίς παραδόθηκε στη φωτιά, η δε νέα Ευτροπία, όταν άκουσε να της λέγει η μητέρα της ῾Μη φύγεις, τέκνο μου᾽, αμέσως έδεσε τα χέρια της πίσω κι αφού έκλινε τον λαιμό της στον δήμιο, θανατώθηκε με προθυμία.

Και η μεν Βρυαίνη, αφού δίδαξε τη Φεβρωνία, επανήλθε στο μοναστήρι κλαίγοντας και θρηνώντας, γιατί φοβόταν για το άδηλο τέλος της. Γι᾽ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να της χαρίσει νίκη κατά του διαβόλου. Η δε Θωμαΐς και Ιερία, αφού ντύθηκαν ανδρικά φορέματα και ενώθηκαν με τους υπηρέτες, ακολουθούσαν τη Φεβρωνία. Οδηγήθηκε λοιπόν η αγία στον Λυσίμαχο, τον ανιψιό του Σελήνου, και ρωτήθηκε από αυτόν να πει ποιο είναι το όνομά της, το γένος της και η θρησκεία της. Η δε μάρτυς αντί άλλης αποκρίσεως έλεγε ότι είναι χριστιανή. ´Υστερα δε ο θείος του Σελήνος επιχείρησε να μεταθέσει την αγία από την πίστη του Χριστού με κολακείες, αλλά επειδή δεν μπόρεσε, πρόσταξε να την ξαπλώσουν από τα τέσσερα μέρη, και από κάτω να την καίνε με φωτιά, ενώ από πάνω να την δέρνουν με ραβδιά. Επειδή δε όχι μόνο πλήγωσαν την αμνάδα του Χριστού από τους δαρμούς, αλλά έριχναν ακόμη και λάδι στη φωτιά, γι᾽ αυτό διαλύθηκαν οι σάρκες της μακαρίας Φεβρωνίας και έπεφταν κατά γης. Έπειτα την κρέμασαν και την ξέσχιζαν με σιδερένια νύχια και την έκαιγαν με τη φωτιά. Μετά από αυτά έκοψαν τη γλώσσα της, την οποία η αγία με ανδρεία πολλή μόνη της την έβγαλε έξω από το στόμα της. Έπειτα ξερίζωσαν τα δόντια της και έκοψαν με μαχαίρι τους δύο μαστούς της, και πάνω στο κόψιμο έβαλαν κάρβουνα αναμμένα. ´Υστερα έκοψαν τα χέρια και τα πόδια της αγίας και τελευταία την αποκεφάλισαν και έτσι έλαβε η τρισόλβια τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου. Κατά προσταγή του Λυσιμάχου μαζεύτηκε από τους χριστιανούς το σώμα της αγίας και οδηγήθηκε στο μοναστήρι της διά μέσου του Φίρμου του κόμητα. Το βάσταζαν δε και στρατιώτες μαζί με τον Φίρμο. Και τα μεν άλλα μέλη της αγίας συναρμόστηκαν το καθένα στην τάξη και τη φυσική του αρμονία, τα δε δόντια της τέθηκαν πάνω στο στήθος της. Και έτσι μαζεύτηκαν επίσκοποι και κληρικοί με μοναχούς και πλήθος πολύ από τους χριστιανούς, και ψάλλοντας ψαλμούς και ύμνους και κάνοντας αγρυπνία, ενταφίασαν το μαρτυρικό εκείνο και άγιο λείψανο.

Λένε δε ότι όταν κατ᾽ έτος τελείτο η μνήμη της αγίας στο μοναστήρι, βλεπόταν η μάρτυς κατά το μεσονύκτιο να είναι παρούσα μαζί με τις άλλες αδελφές και να συμψάλλει και να αναπληρώνει τον τόπο, στον οποίο και όταν ήταν ζωντανή στεκόταν, μέχρι ότου γινόταν η ευχή. Μία δε φορά θέλησε η Βρυαίνη να την πιάσει, αλλά αμέσως έγινε άφαντη. Ο δε Λυσίμαχος θεώρησε ως βαρειά συμφορά το μαρτύριο της αγίας, και διότι καταγόταν από μητέρα χριστιανή και διότι ο θείος του Σελήνος έδειξε μεγάλη απανθρωπιά και ωμότητα στη μάρτυρα, καθώς κατέστρεψε το κάλλος της νέας παρθένου, το οποίο ήταν σχεδόν υπεράνθρωπο. Γι᾽ αυτό από τη λύπη και την πικρία της ψυχής του τότε μεν δεν έφαγε, αλλά θρήνησε και έκλαψε πικρά τον θάνατο της αγίας, ύστερα δε, πίστεψε στον Χριστό μαζί με τον Πρίμο, και έλαβε μαζί με εκείνον το άγιο βάπτισμα. Ο δε Σελήνος έγινε έξω φρενών, κοίταξε προς τον ουρανό και μούγγρισε σαν βόδι. Έπειτα κτύπησε το κεφάλι του σε μία κολόνα, οπότε ο κακός στην ψυχή έφυγε από τη ζωή αυτή με κακό τρόπο. Τελείται δε η σύναξη της αγίας και η εορτή της στον ναό του αγίου προφήτου προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη, που βρίσκεται στην Οξεία».

(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

Ο υμνογράφος άγιος Θεοφάνης κινείται πάνω στις ράγες του μαρτυρίου όλων των οσιομαρτύρων γυναικών: προβάλλει το μαρτύριο της αγίας Φεβρωνίας ως την κατακόσμηση της αγιασμένης ασκητικής διαγωγής της. Πρώτα δηλαδή η αγία  έζησε θαυμαστά ως μοναχή στο μοναστήρι της κι έπειτα, όταν οι περιστάσεις το κάλεσαν, πρόσφερε τον εαυτό της θυσία στον Κύριο με το μεγάλο και θαυμαστό μαρτύριό της. (ωδή η´). Γι᾽ αυτό και δεν βλέπει να υπάρχει στην αγία καμμία κηλίδα αμαρτίας: όλη η ζωή της ήταν μία σπουδή πάνω στην αγάπη της προς τον Κύριο. «Δεν υπάρχει καμμία κατηγορία σε σένα, πανεύφημε Φεβρωνία. Διότι εσύ από δύο μεριές σπούδασες να ευαρεστήσεις τον Λυτρωτή και Εραστή σου που είχες ποθήσει: πρώτον στολισμένη με τους κόπους της μοναχικής άσκησης, δεύτερον στολισμένη με τους άθλους των μαρτύρων, θεόφρον πανόλβιε» (ωδή δ´).

Έτσι αιτία της θαυμαστής ζωής της αγίας ήταν η φλογερή αγάπη της προς τον Θεό. Η αγία κατέβαλε τον δικό της οβολό: την αγάπη της αυτήν («Εξ απαλών ονύχων πόθησες, μάρτυς, την αιώνια πηγή της αγάπης, την επιθυμητή από όλους τους λογικούς ανθρώπους» - ωδή δ´) κι Εκείνος την ανέλαβε αφενός ενισχύοντάς την καθ᾽ όλη τη διάρκεια της επί γης πορείας της («Συ, τώρα, στερέωσες με την παντοδύναμη δεξιά Σου, Δέσποτα, την ένδοξη Φεβρωνία που αγωνιζόταν μαρτυρικά» - ωδή γ´. «Ο άγγελος που σε έσωζε, πανεύφημε Φεβρωνία, σε προστάτευε από παντού» - στιχηρό εσπερινού),  αφετέρου προσλαμβάνοντάς την στην ένδοξη βασιλεία Του («Αξιώθηκες να επιτύχεις μακαριστό τέλος, καθώς τώρα συμβασιλεύεις με τον Χριστό» -ωδή θ´).

Ο άγιος Θεοφάνης προβαίνει και σε μία σημαντική επισήμανση ως προς την ασκητική διαγωγή της αγίας Φεβρωνίας που της έδωσε και τη χάρη να μείνει μέχρι τέλους σταθερή και στο μαρτύριο. Η αγία ζούσε ως μοναχή έχοντας καθημερινή μελέτη της τον θάνατο. Μελετώντας τον θάνατο βρισκόταν σε εκείνη την πνευματική εγρήγορση, ώστε όταν κλήθηκε για το μαρτύριο όχι απλώς το δέχτηκε, αλλά έτρεξε προς αυτό. «Λάμπρυνες, μάρτυς Φεβρωνία, την ψυχή σου με την αδιάκοπη μελέτη του θανάτου, γι᾽ αυτό και έτρεξες προς το ύψος του μαρτυρίου, οδηγημένη στον Χριστό μέσα από πολλά βάσανα» (ωδή α´). Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι κανείς δεν μπορεί να βαδίσει ορθά την πνευματική ζωή, αν δεν σκέπτεται ότι η κάθε ημέρα του μπορεί να είναι η τελευταία. Η μνήμη του θανάτου θεωρείται ως χάρη του Θεού, γιατί ακριβώς κάνει τον έχοντα αυτήν να βρίσκεται ξύπνιος πνευματικά, συνεπώς σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δαιμονική προσβολή είτε μέσω των παθών είτε μέσω των διώξεων.

«Θυμίσου το τέλος σου και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ»,  μας επισημαίνει  ήδη ο λόγος του Θεού, όπως κι ο απόστολος Παύλος αποκάλυπτε για τον εαυτό του ότι «καθ᾽ ημέραν απέθνησκε», κάθε ημέρα περίμενε ότι μπορεί να είναι η τελευταία του. Η αγία Φεβρωνία είχε τη χάρη αυτή κι ίσως πρέπει κι εμείς να εντάξουμε στα αιτήματα της προσευχής μας κι αυτό: να μας δίνει ο Θεός τη χάρη να θυμόμαστε το τέλος μας. Αν ῾κοντύνουμε᾽ την προοπτική της ζωής μας:  παλεύουμε για την αγιότητα της κάθε ημέρας, της σημερινής, ίσως δεν θα αργήσουμε κι εμείς να βρεθούμε μέσα στην έκπληξη της μεγάλης χάρης που δίνει ο Κύριος σε όλους αυτούς που Τον προσμένουν. 

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

Η μητρότητα ως διακονία τής γυναίκας (Άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ του Έσσεξ)



Ἡ θέση τῆς γυναίκας κατὰ τοὺς περασμένους αἰῶνες ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολη, ἐνῶ ἀκόμη ὡς τὶς ἡμέρες μας δὲν ἔχει πλήρως τακτοποιηθεῖ. Σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδά της ζωῆς τὸ πρόβλημα αὐτὸ ἀποδεικνύεται ὑπερβολικὰ πολύπλοκο· καὶ στὸ ἐπίπεδο τῆς κρατικῆς νομοθεσίας, καὶ στὸ ἐπίπεδο τῆς δομῆς τῆς κοινωνίας, καὶ στὸ ἐπίπεδό τῆς ἐκπαιδεύσεως καὶ τῆς μορφώσεως, καὶ στὸ ἐπίπεδο τέλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Πολλὰ ἔχουν ἀλλάξει κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες· ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις ἡ γυναίκα ἀπέκτησε θέση ἀσύγκριτα καλύτερη ἀπὸ τὴν προηγούμενη, ἀλλὰ ὡστόσο δὲν ἔχει βρεῖ τὴ θέση της στὴν κοινωνία· δὲν ἔχει βρεθεῖ πραγματικὰ τὸ σωστὸ μέτρο γιὰ τὴν ἀξιολόγησή της.

Κατὰ τοὺς προηγούμενους αἰῶνες ὁ ἄνδρας ἦταν ὁ νομοθέτης, ὁ κύριος. Ἡ γυναίκα ὅμως συχνὰ ἦταν ὑπερβολικὰ ὑποβιβασμένη, καὶ κατὰ τὴν ἀναζήτηση ἀλήθειας καὶ δικαιοσύνης ὅλοι ὅσοι ἐπιθυμοῦσαν βελτίωση τῆς θέσεως τῆς γυναίκας εἶχαν τὴ σκέψη: νὰ τὴν ἐξισώσουν στὰ δικαιώματα μὲ τὸν ἄνδρα σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Ἡ ὁδὸς αὐτὴ ἔδωσε ὑπέροχους καρπούς. Πολλὲς γυναῖκες ἀπέκτησαν μεγάλη μόρφωση, κατέχουν ὑπεύθυνες θέσεις στὴν κρατικὴ μηχανή, ἄρχισαν νὰ διαδραματίζουν ἱστορικὸ ρόλο συμμετέχοντας στὶς ἐκλογὲς κυβερνήσεων. Στὴν οἰκογένεια ἐπίσης ἡ θέση τῆς γυναίκας ἄλλαξε πρὸς ὄφελός της.

Πραγματικά, ὅλα αὐτὰ ἔτσι εἶναι. Ἀλλὰ μποροῦμε ἄραγε νὰ θεωρήσουμε λυμένα τὰ προβλήματα ὄχι μόνο τῆς ἐργασίας τῆς γυναίκας, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τῆς οἰκογενειακῆς θέσεώς της; Ἡ πείρα τῆς ἱστορίας ἔδειξε ὅτι τὸ τεράστιο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας ἀποτελεῖται ἀπὸ κύτταρα, καὶ ἕνα τέτοιο κύτταρο εἶναι ἡ οἰκογένεια. Στὸ μέτρο ποὺ τὰ κύτταρα εἶναι ὑγιῆ ὑγιαῖνει καὶ τὸ σῶμα.

Συνεπῶς ἡ ὑγεία στὸ τεράστιο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ὑγεία τοῦ κυττάρου τοῦ σώματος αὐτοῦ, τῆς οἰκογένειας. Μποροῦμε ἄραγε νὰ θεωρήσουμε τὴ σύγχρονη θέση της ὡς εὐτυχῆ; Λόγω τοῦ ὅτι ἡ γυναίκα γίνεται οἰκονομικὰ ἐντελῶς ἀνεξάρτητη, ἐργαζόμενη ὅπως ἐργάζεται κάθε ἄνδρας, πλήθυναν οἱ διαλύσεις τῶν οἰκογενειῶν, δηλαδὴ τὰ διαζύγια. Καὶ στὴν περίπτωση ποὺ δὲν ὑπάρχει διάλυση τῆς οἰκογένειας, ὅταν ἀναγκάζεται νὰ ἐργασθεῖ ἡ γυναίκα ἐκτὸς σπιτιοῦ, πάλι ὑποφέρει ἡ οἰκογένεια, ἐφόσον γιὰ τὰ παιδιὰ δὲν ὑπάρχει στὸ σπίτι πλέον οὐσιαστικὰ οὔτε πατέρας οὔτε μητέρα. Τὰ παιδιὰ μένουν ἀρκετὴ ὥρα μόνα τους ἢ ἀνατρέφονται ἀπὸ συγγενικὰ ἢ ξένα χέρια ἢ ἀνατίθενται σὲ σχολεῖα γιὰ τὴν ἀνατροφή τους. Βασικὰ ὅμως στεροῦνται τῆς μητρικῆς στοργῆς[1].

Ἂν ἡ γυναίκα ἐργάζεται ἐξίσου μὲ τὸν ἄνδρα, τότε πάλι καταργεῖται ἡ δικαιοσύνη, ἐπειδὴ ἡ γυναίκα στὴν οἰκογένεια, παράλληλα μὲ τὴν ἐργασία, βαστάζει καὶ ἄλλα βάρη, ἐπιπρόσθετα καθήκοντα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ μητέρα τῶν παιδιῶν. Θὰ νόμιζε κάποιος ὅτι, ἐπειδὴ ἡ γυναίκα βαρύνεται ἀπὸ μεγαλύτερες εὐθύνες καὶ ἀσκεῖ πολυπλοκότερο ρόλο, σὲ αὐτὴν πρέπει νὰ ἀνήκει τὸ προνόμιο νὰ «κατευθύνει» τὴν οἰκογένεια. Ἀσφαλῶς κάποιος πρέπει νὰ κατευθύνει τὴν οἰκογένεια, ὅπως καὶ κάθε ἄλλο ἀνθρώπινο καθίδρυμα. Ἔτσι, σὲ πολλὲς οἰκογένειες ἀνακύπτει ἡ πάλη γιὰ ἐξουσία, ποὺ πολὺ συχνὰ γίνεται καταστροφικὴ γιὰ τὴν οἰκογένεια. Συνεπῶς, ὅπου καὶ ἂν στρέψουμε τὴν προσοχή μας, παντοῦ βλέπουμε ὑπερβολικὰ πολύπλοκα προβλήματα, καὶ δὲν πλησιάσαμε ἀκόμη στὴν ἐπίλυσή τους.

Ἔκανα τὶς λίγες αὐτὲς παρατηρήσεις, γιὰ νὰ δῶ τὰ πράγματα ἔτσι ὅπως τὰ βλέπει ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων. Νομίζω ὅμως ὅτι ἐμεῖς ὡς χριστιανοὶ βλέπουμε ἀκόμη καὶ ἐκεῖνα ποὺ οἱ ἄλλοι δὲν προσέχουν. Θεωροῦμε ὅτι τὸ σπουδαιότερο θέμα γενικὰ γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶναι τὸ ἐρώτημα: Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ποιὸς εἶναι ὁ προορισμός του; Γιατί καὶ γιὰ ποιὸν λόγο ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο; Ποιὸς σκοπὸς ὑπάρχει μπροστά του; Ποιὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεώς του; Ἂν δὲν ἀπαντήσουμε στὰ ἐρωτήματα αὐτά, δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ λύσουμε τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε· οὔτε σὲ ἕνα ἐπίπεδο. Εἶναι ἀδύνατον γιὰ παράδειγμα νὰ ἐπιτύχουμε ἀληθινὰ δίκαια δομὴ τῆς κοινωνίας χωρὶς τὴ γνώση αὐτή. Δὲν μποροῦμε νὰ λύσουμε τὸ πρόβλημα τῆς κρατικῆς ὀργανώσεως, ἂν δὲν ἔχουμε ἀπάντηση στὸ κύριο αὐτὸ ἐρώτημα. Ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας γράφεται μὲ ἄσκοπη περιδίνηση, παράλογους πολέμους, ἄδικη καταπίεση τοῦ ἰσχυροῦ ἐπάνω στὸν ἀσθενῆ, ὅπως βλέπουμε στὸν ζωϊκὸ κόσμο. Συνεπῶς, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ τὴν παίρνουμε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή: «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ … ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς» (Γέν. 1,27). Καὶ λίγο πιὸ κάτω διαβάζουμε: «Ἐπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γέν. 2,7).

Ἂν λοιπὸν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα ὡς ἑνιαία ἀνθρωπότητα, τότε εἶναι φυσικὸ ὅτι τὸ θέλημα τῆς σχέσεως μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἦταν καὶ θὰ εἶναι πάντοτε ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα ζωτικὰ θέματα. Ἂν στρέψουμε τὴν προσοχή μας στὰ φυσικὰ χαρίσματα τῆς γυναίκας καὶ τὰ συγκρίνουμε μὲ τὰ ἀντίστοιχά τους στὸν ἄνδρα, θὰ δοῦμε ἀπὸ τὴν μακρόχρονη πείρα ὅτι τὰ χαρίσματα αὐτὰ εἶναι ποικίλα· κάποτε συμπίπτουν, ἐνῶ κάποτε γίνονται συμπληρωματικὰ τὸ ἕνα του ἄλλου. Γνωρίζουμε ἐπίσης ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὅτι στὴν Ἀνατολή, ὅπου γεννήθηκαν ὅλες οἱ μεγάλες θρησκεῖες, ἡ κυριότητα τοῦ ἄνδρα ἐπάνω στὴ γυναίκα ἦταν ὑπερβολικὰ ἰσχυρή. Ἡ γυναίκα στὴ συνείδηση τῆς Ἀνατολῆς ἦταν κατὰ κάποιον τρόπο κατώτερο ὄν. Ἀκόμη καὶ στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε παρόμοια χωρία, ὅπως γιὰ παράδειγμα: «Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων» (Μάτθ. 14,21). Ἐλάμβαναν ὑπ’ ὄψιν μόνο τοὺς ἄνδρες, ἐνῶ τὶς γυναῖκες οὔτε καν τὶς μετροῦσαν. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸ βλέπουμε μόνο στὴν Ἀνατολή.

Ἔτυχε νὰ διαβάσω, ὅταν ἤμουν νέος, κάποιες στατιστικὲς ποὺ ἔκαναν μερικοὶ Γερμανοὶ μορφωμένοι ἄνθρωποι γιὰ τὸν ρόλο τοῦ ἄνδρα καὶ τὸν ρόλο τῆς γυναίκας στὴν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ. Οἱ πολυμαθεῖς αὐτοὶ Γερμανοὶ παρουσίαζαν τὰ κατορθώματα τοῦ ἄνδρα ὡς ἄκρως σημαντικὰ (παρομοιάζοντάς τα ὡς ὅρη ὑψηλά), ἐνῶ ἀπὸ τὰ κατορθώματα τῆς γυναίκας σημείωναν μόνο μερικὰ ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως γράφτηκαν στὴν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ.

Μοῦ φαίνεται ὅτι ἡ παρεξήγηση αὐτὴ ἐμφανίστηκε ὡς συνέπεια τῆς ἀπώλειας τῆς συνειδήσεως ἐκείνης, ποὺ περιέχεται στὴ Γραφή: «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα Θεοῦ … ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς» (Γέν. 1,27). Αὐτὸ τὸ ξεχνοῦν ὄχι μόνο οἱ ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες. Γιὰ νὰ διορθώσουμε λοιπὸν τὴ ζωή μας σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδά της, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν οἰκογένεια, ὀφείλουν οἱ γυναῖκες νὰ ἀνυψωθοῦν μὲ τὸ πνεῦμα καὶ νὰ φανερώσουν στὸν κόσμο τὴν αὐθεντικὴ ἀξία τους, τὸν ὑψηλὸ ρόλο τους. Γιὰ τὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία τὸ θέμα τοῦ ρόλου τῆς γυναίκας γίνεται κάθε χρόνο διαρκῶς ὀξύτερο.

Βλέπουμε ὅτι στὶς χῶρες ὅπου ὁ ἄθεος κομμουνισμὸς διεξάγει ἀνοικτὴ πάλη ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἐφαρμογὴ κάθε εἴδους ἐκβιασμῶν, διασώζει τὴν Ἐκκλησία ἡ ἀνδρεία τῶν γυναικών, ἡ αὐτοθυσία τους, ἡ ἑτοιμότητά τους γιὰ κάθε εἴδους παθήματα. Παντοῦ παρατηροῦμε ὅτι οἱ γυναῖκες στὶς Ἐκκλησίες ἀποτελοῦν τὸ μεγαλύτερο ποσοστό. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι στὶς Ἐκκλησίες κατὰ τὶς ἀκολουθίες οἱ γυναῖκες συνιστοῦν τὴν πλειονότητα, κάποτε τὰ τρία τέταρτα, κάποτε ὅμως καὶ περισσότερο. Ἂν τώρα ὅλες οἱ γυναῖκες ἀποχωροῦσαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τότε αὐτὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρχει, γιατί οἱ ἄνδρες ποὺ ἐκπληρώνουν ὑψηλὴ ποιμαντικὴ διακονία, κατέχοντας ὑψηλὲς ἱεραρχικὲς θέσεις, θὰ ἔμεναν ὀλιγάριθμοι καί, μὲ ἁπλὰ λόγια, θὰ ἦταν γι’ αὐτοὺς ἀπὸ ὑλικῆς πλευρᾶς ἀδύνατον νὰ διατηρήσουν τὴν Ἐκκλησία.

Συνεπῶς ὁ ρόλος τῆς γυναίκας στὴν Ἐκκλησία εἶναι μεγάλος, καὶ ὅλοι μας πρέπει νὰ σκεφτοῦμε τὸ φαινόμενο αὐτό. Στὴ χριστιανική μας διδασκαλία γιὰ τὸν ἄνθρωπο, μιλώντας θεολογικά, ἡ γυναίκα παρουσιάζεται στὸ ἴδιο ἀκριβῶς μέτρο ὡς ἄνθρωπος, ὅπως καὶ ὁ ἄνδρας. Οἱ δυνατότητες τῆς διακονίας της μέσα στὴν ἱστορία εἶναι ἀπεριόριστες. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος σαρκώθηκε ἀπὸ Γυναίκα καταδεικνύει ὅτι ἡ γυναίκα δὲν εἶναι καθόλου μειωμένη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ἐδῶ ὅμως θέλω νὰ ἐκφράσω τὸ βασικότερο νόημα τῆς ὁμιλίας μου. Ὅλα, ὅσα εἶπα μέχρι τὴ στιγμὴ αὐτή, ἦταν μόνο εἰσαγωγικά, γιὰ νὰ σταθοῦμε ὅλοι σὲ σαφῆ πορεία σκέψεως. Ἂν μιλᾶμε γιὰ τὴ μεγάλη σπουδαιότητα τῆς γυναίκας, τότε καὶ οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες ὀφείλουν νὰ δικαιώσουν τὴ σπουδαιότητά τους αὐτή· νὰ δικαιώσουν τὸν ἑαυτό τους σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδά τῆς ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητας. Τὸ οὐσιωδέστερο ὅμως γι’ αὐτὲς ἔργο, τὸ σπουδαιότερο λειτούργημά τους, εἶναι ἡ Μητρότητα: «Καὶ ἐκάλεσεν Ἀδὰμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Ζωή, ὅτι αὔτη μήτηρ πάντων τῶν ζώντων» (Γέν. 3,20). Γιὰ νὰ ἀνυψώσουν τὴν ἀνθρωπότητα οἱ γυναῖκες, πρέπει νὰ φέρνουν στὸν κόσμο παιδιὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν ὅμως δύο εἴδη γεννήσεως· τὸ ἕνα κατὰ σάρκα, τὸ ἄλλο κατὰ πνεῦμα. Ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν Νικόδημο: «Τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστι, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος πνεῦμα ἐστι. Μὴ θαυμάσης ὅτι εἶπον σοί, δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι Ἄνωθεν» (Ἰωάν. 3,6-7).

Ἐπειδὴ οἱ γυναῖκες τῆς ἐποχῆς μας ἔχασαν τὴν ὑψηλὴ αὐτὴ συνείδηση, ἄρχισαν νὰ γεννοῦν προπαντὸς κατὰ σάρκα. Τὰ παιδιὰ μας ἔγιναν ἀνίκανα γιὰ τὴν πίστη. Συχνὰ ἀδυνατοῦν νὰ πιστέψουν ὅτι εἶναι εἰκόνα τοῦ Αἰωνίου Θεοῦ. Ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία στὶς ἡμέρες μας ἔγκειται στὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι βυθίστηκαν στὴν ἀπόγνωση καὶ δὲν πιστεύουν πιὰ στὴν Ἀνάσταση. Ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου ἐκλαμβάνεται ἀπὸ αὐτοὺς ὡς τελειωτικὸς θάνατος, ὡς ἐκμηδένιση, ἐνῶ πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς στιγμὴ ἀλλαγῆς τῆς μορφῆς τῆς ὑπάρξεώς μας· ὡς ἡμέρα γεννήσεώς μας στὴν ἀνώτερη ζωή, σὲ ὁλόκληρο πλέον τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς ποὺ ἀνήκει στὸν Θεό. Ἀλήθεια, τὸ Εὐαγγέλιο λέει: «Ὁ πιστεύων εἰς τὸν Υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον· ὁ δὲ ἀπειθῶν τῷ Υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωὴν» (Ἰωάν. 3,36). «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμὶν ὅτι … ὁ πιστεύων τῷ Πέμψαντί Με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» (Ἰωάν. 5,24). «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν τὶς τὸν λόγον τὸν Ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήση εἰς τὸν αἰώνα» (Ἰωάν. 8,51). Παρόμοιες λοιπὸν ἐκφράσεις μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε πολλές.

Συχνὰ ἀκούω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους: Πῶς ἢ γιατί συμβαίνουν ὅλα αὐτά; Γιατί ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων ἔχασε τὴν ἱκανότητα νὰ πιστεύει; Δὲν εἶναι ἄραγε ἡ νέα ἀπιστία συνέπεια τῆς εὐρύτερης μορφώσεως, ὅταν αὐτὸ πού λέει ἡ Γραφὴ γίνεται μύθος, ἀπραγματοποίητο ὄνειρο;

Ἡ Πίστη, ἡ ἱκανότητα γιὰ τὴν πίστη, δὲν ἐξαρτᾶται πρωτίστως ἀπὸ τὸν βαθμὸ μορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι παρατηροῦμε ὅτι στὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν ὁποία διαδίδεται ἡ μόρφωση, ἡ πίστη ἐλαττώνεται, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε οὐσιαστικὰ νὰ συμβαίνει τὸ ἀντίθετο· ὅσο δηλαδὴ πλατύτερες γίνονται οἱ γνώσεις τοῦ ἀνθρώπου, τόσο περισσότερες ἀφορμὲς ἔχει γιὰ νὰ ἀναγνωρίζει τὴ μεγάλη σοφία τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. Σὲ τί λοιπὸν συνίσταται ἡ ρίζα τῆς ἀπιστίας;

Πρὶν ἀπ’ ὅλα ὀφείλουμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι πρωτίστως ἔργο τῶν γονέων, τῶν πατέρων καὶ τῶν μητέρων. Ἂν οἱ γονεῖς φέρονται πρὸς τὴν πράξη τῆς γεννήσεως τοῦ νέου ἀνθρώπου μὲ σοβαρότητα, μὲ τὴ συνείδηση ὅτι τὸ γεννώμενο βρέφος μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὰ «υἱὸς ἀνθρώπου» κατ’ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, τότε προετοιμάζονται γιὰ τὴν πράξη αὐτὴ ὄχι ὅπως συνήθως γίνεται αὐτό. Νὰ ἕνα ὑπέροχο παράδειγμα· ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ Ἐλισάβετ προσεύχονταν γιὰ πολὺ καιρὸ νὰ τοὺς χαρισθεῖ τέκνο … Καὶ τί συνέβη λοιπόν; «Ὤφθη δὲ αὐτῷ (τῷ Ζαχαρίᾳ) ἄγγελος Κυρίου ἐστῶς ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. Καὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ’ αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία· διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱὸν σοί, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην· καὶ ἔσται χαρὰ σοὶ καὶ ἀγγαλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται. Ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου … καὶ Πνεύματος Ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν» (Λούκ. 1,11-16).

Βλέπουμε μάλιστα στὴ συνέχεια ὅτι ὁ Ἰωάννης, εὐρισκόμενος ἀκόμη στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του, ἀναγνώρισε τὴν ἐπίσκεψη τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ, σκίρτησε ἀπὸ χαρὰ καὶ ἡ χαρὰ του μεταδόθηκε στὴ μητέρα του. Τότε ἐκείνη γέμισε μὲ προφητικὸ Πνεῦμα (βλ. Λούκ. 1,40-41). Ἄλλο παράδειγμα εἶναι ἡ προφήτιδα Ἄννα (βλ. Λούκ. 2,36).

Ἔτσι καὶ τώρα· ἂν οἱ πατέρες καὶ οἱ μητέρες θὰ γεννοῦν παιδιὰ συναισθανόμενοι τὴν ἄκρα σπουδαιότητα τοῦ ἔργου αὐτοῦ, τότε τὰ παιδιά τους θὰ γεμίζουν ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιο, ἤδη ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητέρας· καὶ ἡ πίστη στὸν Θεό, τὸν Δημιουργὸ τῶν ἁπάντων, ὡς πρὸς τὸν Πατέρα τους, θὰ γίνει γι’ αὐτὰ φυσική, καὶ καμία ἐπιστήμη δὲν θὰ μπορέσει νὰ κλονίσει τὴν πίστη αὐτή, γιατί «τὸ γεννώμενον ἐκ Πνεύματος πνεῦμα ἐστιν». Ἡ ὕπαρξη λοιπὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐγγύτητά Του σὲ μας εἶναι γιὰ μία τέτοια ψυχὴ ὀφθαλμοφανὲς γεγονός. Καὶ ἡ ἀπιστία τῶν πολυμαθῶν ἢ τῶν ἀμαθῶν στὰ μάτια τῶν τέκνων αὐτῶν τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι ἁπλῶς ἀπόδειξη ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι δὲν γεννήθηκαν ἀκόμη Ἄνωθεν, καὶ ἀκριβῶς ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ δὲν πιστεύουν στὸν Θεό, διότι εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου σάρκα, γεννημένοι ἀπὸ σάρκα.

Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἀποτελεῖ πραγματικὸ πρόβλημα γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὸν προορισμό της, εἶναι τὸ πῶς νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι ἀληθινὰ τέκνα καὶ θυγατέρες τοῦ αἰωνίου Πατρός· πῶς νὰ δείξει στὸν κόσμο τὴ δυνατότητα μίας ἄλλης ζωῆς, ὅμοιας πρὸς τὴ ζωὴ τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ἢ τὴ ζωὴ τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἁγίων. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ φέρει στὸν κόσμο ὄχι μόνο τὴν πίστη στὴν ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ τὴ βεβαιότητα γι’ αὐτήν. Τότε περιττεύει ἡ ἀπαίτηση γιὰ ὁποιεσδήποτε ἄλλες ἠθικιστικὲς διδασκαλίες.

__________________

Παραπομπὴ

[1] Βέβαια, αὐτὸ δὲν ἰσχύει ἀπόλυτα, διότι πολλὰ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ σχέση τῶν γονέων μεταξύ τους, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴ σχέση ποὺ ἔχουν μὲ τὰ παιδιὰ ὅταν ἐπιστρέφουν στὸ σπίτι μετὰ τὴν ἐργασία, ἀπὸ τὴ συμπαράσταση-βοήθεια τοῦ συζύγου στὶς ἐνδοοικογενειακὲς ἀπαιτήσεις, ἀπὸ τὴν ὕπαρξη συγγενικῶν προσώπων ποὺ εἶναι σὲ θέση καὶ μὲ ἀγάπη διατίθενται νὰ βοηθήσουν κλπ. Καὶ φυσικά, δὲν μιλᾶμε γιὰ τὴν περίπτωση ποὺ ὑπάρχει ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη νὰ ἐργαστεῖ ἡ μητέρα.

 

 

(“Τὸ Μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς”, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ)

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

Η πανέμορφη κουρελιάρα μοναχή και η γερόντισσά της!



Οι μοναχές Ταλίδα και Ταώρ

1. Στην Αντινούπολη* υπάρχουν δώδεκα γυναικεία μοναστήρια.

Εκεί αντάμωσα την αμμά Ταλίδα, γερόντισσα, που όπως έλεγε η ίδια αλλά και αυτές που ζούσαν κοντά της, είχε ογδόντα χρόνια στην ασκητική ζωή.

Μαζί της συγκαταβίωναν εξήντα νεαρές μοναχές που τόσο πολύ την αγαπούσαν, ώστε δεν ήταν ανάγκη να κλειδώνουν την αυλόπορτα, όπως συμβαίνει σε άλλα μοναστήρια.

Η αγάπη τους ήταν το μοναδικό κίνητρο παραμονής τους.

Η γερόντισσα είχε φτάσει σε τέτοιο βαθμό απάθειας, ώστε όταν εγώ επισκέφθηκα το μοναστήρι και κάθισα, ήρθε και στάθηκε και αυτή κοντά μου και έβαλε τα χέρια της στους ώμους μου· ένα υπέροχο δείγμα αυθορμητισμού.

2. Στο ίδιο μοναστήρι ζούσε και μια μοναχή μαθήτριά της, η Ταώρ, που είχε συμπληρώσει τριάντα χρόνια στη μοναστική ζωή.

Δεν θέλησε ποτέ να φορέσει καινούριο ράσο, καλύπτρα ή ακόμη παπούτσια, λέγοντας ότι· «Δεν τα έχω ανάγκη, μήπως πλανευτώ και φύγω».

Πραγματικά όλες οι άλλες μοναχές πηγαίνουν την Κυριακή στην εκκλησία για να μεταλάβουν, και μόνη εκείνη κουρελιάρα παραμένει κλεισμένη στο μοναστήρι αφοσιωμένη αδιάκοπα στην εργασία της.

Ήταν η προσωποποίηση της ομορφιάς· και ο πιο δυνατός θα μπορούσε να χάσει το μυαλό του μαζί της.

Η καθαρότητα όμως της καρδιάς και η σεμνότητά της ήταν αρκετές για να μεταμορφώσουν τη λαγνεία σε ντροπή και σεβασμό.

*Βρισκόταν στην Αίγυπτο, στην δεξιά όχθη του Νείλου σχεδόν απέναντι από την Ερμούπολη.

 πηγή

Από το βιβλίο του Δημητρίου Γ. Τσάμη, «Μητερικόν, Διηγήσεις και βίοι των αγίων μητέρων της ερήμου ασκητριών και οσίων γυναικών της ορθοδόξου εκκλησίας», των εκδόσεων Π. Πουρναρά.

Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία, κατά κόσμον Γαλάτεια Κανακάκη



τοῦ  Μητροπολίτου Ναυπάκτου  Ἱεροθέου

Στίς 20 Μαΐου 2021 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ μιά εὐλογημένη μοναχή, ἡ Γερόντισσα Γαλακτία, πού ἔμενε στό χωριό Πόμπια Μοιρῶν Ἡρακλείου Κρήτης. Ἡ κοίμησή της μέ συγκίνησε βαθύτατα, διότι τήν γνώριζα, διά μέσου τοῦ π. Ἀντωνίου Φραγκάκη Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης, πάνω ἀπό μιά δεκαετία καί εἶχα διαρκῆ ἐπικοινωνία μαζί της.

Τό θεωρῶ ἰδιαίτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ πού τήν γνώρισα καί, κυρίως, διότι μέ θεωροῦσε ὡς παιδί της καί φυσικά καί ἐγώ τήν θεωροῦσα ὡς μητέρα μου. Μέχρι τώρα δέν μίλησα ποτέ δημοσίως γι' αὐτήν καί γιά τήν ἐπικοινωνία πού εἶχα μαζί της, παρά μόνον σέ μερικούς γνωστούς μου ἀνθρώπους, ἀλλά τώρα τό κάνω μετά τήν κοίμησή της.

Τήν πρώτη φορά συναντηθήκαμε στό Ἡράκλειο Κρήτης, ὅταν ἐκείνη ἦλθε νά μέ συναντήση τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2013, καί τήν δεύτερη φορά τήν ἐπισκέφθηκα στό σπίτι της, πού ἦταν σάν μοναχικό κελλί, πορευόμενος πρός τήν Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ καί εἴχαμε θεολογικές καί πνευματικές συζητήσεις.

Ὅμως, μιλούσαμε πολλές φορές στό τηλέφωνο γιά διάφορα πνευματικά ζητήματα. Τίς περισσότερες φορές ἐκείνη μέ ἔβλεπε σέ διάφορες φάσεις τῆς ζωῆς μου μέ τήν δική της «πνευματική τηλεόραση τῆς καρδιᾶς», ὅπως ἔλεγε χαριτολογώντας.

Ὁ Θεός τῆς χάρισε τό μεγάλο χάρισμα τῆς διοράσεως καί τῆς προορά­σεως πού ἦταν καρπός ἐμπειρικῶν καταστάσεων. Ἦταν σάν τόν ἅγιο Πορφύριο, γι' αὐτό κάποιος τήν ὀνόμαζε «Γερόντισσα Πορφυρία». Ἐκείνη τό ἐξηγοῦσε πολύ ταπεινά ὅτι ὁ Θεός ἔβλεπε ὅτι ἦταν κλεισμένη στό σπίτι της καί τῆς ἔδωσε τήν εὐλογία νά βλέπη διάφορα γεγονότα γιά νά παρηγορῆται.

Συνήθως ἔλεγε στόν π. Ἀντώνιο ὅτι μέ ἔβλεπε νά ἐργάζομαι στό Γραφεῖο μου στήν Ἱερά Μητρόπολη, νά περπατῶ στό διάδρομο, νά προσεύχομαι, νά κοιμᾶμαι, νά λειτουργῶ σέ διάφορους Ναούς, ἀλλά ἔβλεπε καί πῶς λειτουργοῦσα καί τί ἄμφια φοροῦσα. Αἰσθανόμουν μεγάλη ἔκπληξη ὅταν πληροφορούμουν ὅλα αὐτά, γιατί ἀνταποκρίνονταν στήν πραγματικότητα.

Τήν ἀγαποῦσα καί τήν σεβόμουν πολύ, καί ἐκείνη μέ θεωροῦσε παιδί της καί αἰσθανόταν ἀπέναντί μου ὡς πνευματική μητέρα μου, γιατί μᾶς συνέδεαν πολλά. Στό τηλέφωνο μιλούσαμε γιά τόν Θεό καί γιά τήν νοερά προσευχή. Συνήθως τήν προκαλοῦσα νά μελετήση γιά τά θέματα αὐτά, τῆς ἔλεγα γιά τήν νοερά-καρδιακή προσευχή, καί ἐκείνη ἀπέφευγε νά μιλᾶ γιά τά θέματα αὐτά καί κυρίως ἔλεγε: «Ναί παιδί μου, ἔτσι εἶναι». Τήν χαρά της ἀπό τήν τηλεφωνική συζήτηση πού εἴχαμε τήν ἐξέφραζε ὅταν ὁ π. Ἀντώνιος πήγαινε στό σπίτι της.

Ἐπειδή στόν π. Ἀντώνιο τοῦ διηγεῖτο διάφορες πνευματικές καταστάσεις της γι’ αὐτό ἐκεῖνος τήν προέτρεπε νά μοῦ γράφη, γιά νά τῆς δίνω τίς θεολογικές ἐξηγήσεις. Ἔτσι, μοῦ ἔγραψε ἐννέα (9) γράμματα τό διάστημα ἀπό 22 Φεβρουαρίου 2014 μέχρι τήν 11 Σεπτεμβρίου 2015 καί πάντοτε τῆς ἀπαντοῦσα. Τά γράμματά της ἦταν καρδιακά καί ἀποκαλυπτικά. Ἔγραφε κάποιες ἐμπειρίες της μέ σκοπό νά τῆς πῶ τήν γνώμη μου, ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν χρειαζόταν ἀπαντήσεις.

Πρόκειται γιά μιά θεολογική ἀλληλογραφία, πού ἐπεκτείνεται περίπου σέ τριάντα πέντε σελίδες, γιά τήν ὁποία δοξάζω τόν Θεό πού μέ ἀξίωσε νά ἔχω μαζί της. Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία ἔγραφε ἰδιόχειρα μέ ταπεινό φρό­νημα καί πολλή ἀγάπη, καί ὅλα τά γράμματά της προέρχονταν ἀπό τήν καθαρή καρδιά της.

Στόν κατάλληλο χρόνο ἡ θεολογική αὐτή ἀλληλογραφία θά δῆ τό φῶς τῆς δημοσιότητας γιά νά δοξασθῆ ὁ Θεός τῆς δόξης καί τοῦ Φωτός.

Μετά τήν τελευταία ἐπιστολή της (11-9-2015) δέν εἶχε δυνάμεις νά συνεχίση τήν ἀλληλογραφία, ἀργό­τερα ὑπέστη διάφορα ἐγκεφαλικά ἐπεισόδια, ἀλλά τελικά αὐτό τό διά­στημα τῆς ἀσθενείας της, δέν λειτουργοῦσε καλά τό μυαλό της, ἀλλά φάνηκε ἔντονα ἡ ἀνάσταση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας τῆς ψυχῆς της, μέ τήν ὁποία ἔβλεπε τά πάντα καθαρά καί ἀποκάλυπτε στούς ἀνθρώπους πού τήν πλησίαζαν τά κεκρυμμένα ἐντός τους. Στήν ζωή της ἔβλεπε καθαρά τήν διάκριση πού κάνουν οἱ Πατέρες μεταξύ διανοίας καί νοῦ. Ἐνῶ ὁ ἐγκέφαλός της δέν λειτουργοῦσε καλά ἀπό ἐγκεφαλικά ἐπεισόδια, ἐν τούτοις ὁ νοῦς της ἦταν καθαρός ὡς ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, πού ἔβλεπε τά πάντα καθαρά.

Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθενείας της ἔλαβε καί τό μέγα ἀγγελικό σχῆμα, ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Γαλακτία, καί ἀνῆκε στήν Ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καλυβιανῆς.

Ὡς ἕνα πνευματικό μνημόσυνό της, πρός τό παρόν, θά δημοσιεύσω πρῶτον, μερικά σημεῖα ἀπό ἕνα κείμενο πού ἔγραψα μετά τήν συνάντηση πού εἶχα μαζί της στό Ἡράκλειο Κρήτης καί, δεύτερον, τμήματα ἀπό δύο ἐπιστολές της, ἤτοι τήν πρώτη καί τήν τελευταία.

1. Συνάντηση μέ τήν Γερόντισσα Γαλακτία

Ἄν καί τήν γνώριζα ἀπό πολύ καιρό, ἡ πρώτη συνάντηση μαζί της ἔγινε τήν 14 Ἀπριλίου 2013 σέ μιά δύσκολη περίοδο τῆς ζωῆς μου, ὅταν μέ συκοφαντοῦσαν δημόσια ὡς πολέμιο τοῦ μοναχισμοῦ, καί αὐτό ἔγινε σέ ἕναν Ναό ἔξω ἀπό τό Ἡράκλειο, ἀφοῦ ἐκείνη ἦρθε ἀπό τό χωριό Πόμπια, πού εἶναι στά νότια μέρη τῆς Κρήτης. Ἦταν δύσκολο νά μεταβῶ στήν οἰκία της, ὅπως τό ἐπιθυμοῦσα, γιά διάφορους λόγους ἀνεξάρτητους ἀπό τήν θέλησή μου. Ἔτσι, ἐκείνη, παρά τούς πόνους τοῦ σώματός της, ἔκανε ἕνα κοπιαστικό ταξίδι γιά νά μέ συναντήση, ὅπως τό ἐπιθυμούσαμε καί οἱ δυό.

Εἶχα δεῖ φωτογραφίες της καί μιλοῦσα πολλές φορές τηλεφωνικά. Τότε εἶδα μιά γερόντισσα μέ εὐγένεια καί ἀρχοντικούς τρόπους, μικρόσωμη καί ἀδύνατη, 32 κιλά, ὅπως ἡ ἴδια εἶπε. Ἀπό τήν συζήτηση καί τήν γενικότερη ἐπικοινωνία πού εἶχα μαζί της, παρατήρησα ὅτι ὁμοίαζε μέ τόν ἅγιο Πορφύριο.

Αἰσθανόμουν ὅτι εἶναι μιά πνευματική τηλεόραση, βλέπει ὅ,τι θέλει, ἀλλά ταυτόχρονα ἐκπέμπει καί μιά γλυκύτητα ἀπό τό στόμα της. Πολλές φορές στό τηλέφωνο μοῦ εἶπε ὅτι μέ βλέπει στό γραφεῖο μου νά διαβάζω, νά περνάω γρήγορα τίς σελίδες τῶν βιβλίων, ἔπειτα νά σταματῶ καί νά κρατῶ τό κεφάλι μου μέ τά χέρια μου, πού εἶναι ἀκουμπισμένα στό μπράτσο τῆς καρέκλας, καθώς ἐπίσης μέ βλέπει τό βράδυ στό κρεββάτι νά κοιμᾶμαι καί νά μουρμουρίζω, λέγοντας τήν εὐχή.

Ἡ συζήτηση αὐτή ἔχει βιντεοσκοπηθῆ ἀπό τόν π. Καλλίνικο Γεωργᾶτο, πού μέ συνόδευε, καί ἐδῶ γίνεται μιά ἁπλῆ καί σύντομη καταγραφή. Τά ἐντός εἰσαγωγικῶν εἶναι ἀπολύτως δικά της λόγια, ἀπομαγνητοφωνημένα. 

Κατά τήν διάρκεια τῆς συζητήσεως προσπαθοῦσε νά κρυφτῆ, νά μή φανερώση τά ὅσα γίνονται στόν ἐσωτερικό της κόσμο, χωρίς νά τό κατορθώνη, διότι ταυτοχρόνως ἀποκάλυπτε τά χαρίσματά της. Καταλάβαινα σαφέστατα ὅτι ἔχει μιά βαθειά αἴσθηση αὐτογνωσίας, αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτωλή, πού δέν εἶναι ἄξια νά πίνη νερό ἀκόμη καί ἀπό τούς ὑπονόμους τῆς Νέας Ὑόρκης. «Ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλότερη τοῦ κόσμου, γιατί ἔχω ἁμαρτίες καμωμένες, ἀλλά κάποια στιγμή εἶπα στόν ἑαυτό μου: "δέν ντρέπεσαι; νά πᾶς νά ζητήσης συγγνώμη ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά ἀλλάξης λίγο". Μετάνοια εἶναι ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, εἶναι ριζική ἀλλαγή. Ἐγώ λέω στόν Θεό: "δέν θέλω τίποτε ἄλλο, μόνον μετάνοια καί συγχώρηση"». 

Τήν νύχτα προσεύχεται γιά ὅλους. Πρῶτα προσεύχεται γιά τούς Ἱερωμένους. Μετά γιά τά ἀνδρόγυνα, τήν Πατρίδα της καί ὅλες τίς πατρίδες τοῦ κόσμου. Ταυτόχρονα μοῦ εἶπε ὅτι μέ βλέπει στήν Ναύπακτο ὄχι μέ τά μάτια τοῦ σώματος, γιατί αὐτό τό θεωρεῖ μεγάλο, ἀλλά μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς, χωρίς νά καταλαβαίνη ὅτι αὐτό τό τελευταῖο εἶναι ἀνώτερο ἀπό τό πρῶτο.

Μέ ἄκουσε στό ραδιόφωνο νά ὁμιλῶ στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Σπυρίδωνος Πειραιῶς στίς 12-12-2012, ἀλλά ταυτόχρονα μέ ἔβλεπε καί μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς της, καθώς ἐπίσης ἔβλεπε καί τί στολή φοροῦσα: «Ἔβαλα τό ράδιο νά ἀκούσω καί λειτουργούσατε στόν Πειραιᾶ. Ἐκεῖ σᾶς ἔβλεπα, στήν ὡραία Πύλη». «Τά μάτια τῆς ψυχῆς», ἔλεγε, «ἔχουν μεγάλη ὅραση, μεγάλη δύναμη». Ἴσως ὁ Θεός τῆς ἔδωσε αὐτό τό χάρισμα γιά νά βλέπη ὅ,τι θέλει, γιατί εἶναι κλεισμένη μέσα στό σπίτι της καί δέν μπορεῖ νά μετακινηθῆ.

Κατά τήν συνάντηση αὐτή μέ ἁπλότητα ἐξέφραζε τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Μίλησε γιά τήν καρδιά. Εἶπε ὅτι τό φῶς τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μέσα ἀπό τήν καρδιά καί ὅλο τό σῶμα εἶναι καλυμμένο ἀπό τό Φῶς. Εἶπε: «Ἡ καρδιά εἶναι τό κέντρο τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ (ἔδειξε στόν οὐρανό). Δέν ἔχει ἄκρη, δέν ἔχει τέλος, δέν ἔχει ... τίποτε». «Ναί, (ἡ καρδιά) ἔχει μάτια. Αὐτά τά μάτια (καί ἔδειξε τά σωματικά μάτια) εἶναι πικρά. Τῆς καρδιᾶς ὄχι». «Ἡ καρδιά εἶναι τό σπουδαιότερο ὄργανο τοῦ ἀνθρώπου πού πλησιάζει στόν Θεό». «Καί ἡ λογική, ἀλλά κατόπιν τῆς καρδιᾶς. Αὐτή ὠθεῖ τά πάντα». «Τό βράδυ λέει ἡ καρδιά λόγια, ἀλλά τά ξεχνῶ τό πρωΐ, μόνον μένει ἡ ἀγαλλίαση».

Αὐτό τό Φῶς ἔχει λευκό χρῶμα πρός τό κυανοῦν - ἀνοικτό μώβ. «Ἀκόμη καί τά νύχια τοῦ σώματος εἶναι μέσα στό Φῶς». «Εἶναι χωρίς ὅριο, πῶς νά σοῦ πῶ, δέν εἶναι ὅσο εἶναι ὁ οὐρανός, εἶναι ἀκόμη πιό μεγάλο... Δέν βρίσκεις ὅριο. Εἶναι γαλάζιο καί λίγο πρός τό μώβ, ἀνοικτό μώβ ὅμως, πολύ ἀνοικτό μώβ. Δέν τά βλέπω, δέν βλέπω τίποτε, μέ τόν νοῦ, μέ τήν καρδιά τά βλέπω». Ἡ γνώση πού δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο κατά τήν ἐμπειρία εἶναι σάν μιά καρφίτσα, καί, ὅμως, ὅταν διηγῆται κανείς αὐτήν τήν ἐμπειρία, τό κάνει μέ πολλά λόγια.

Βλέπει τούς δαίμονες οἱ ὁποῖοι μυρίζουν - βρωμᾶνε. Μόλις, ὅμως, ἐπικαλεσθῆ τόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ, τήν εἰκόνα τοῦ ὁποίου ἔχει πάνω ἀπό τό κρεββάτι της, ἀμέσως φεύγουν.

«Ὅταν ἔρχωνται οἱ δαίμονες σέ πιάνει ταραχή, ἐμετό σοῦ 'ρχεται νά κάνης, ἀπ' τήν βρώμα. Δέν ἔχουν τίποτε καλό πάνω τους. Τέρατα. Ἐγώ μιλάω στόν Ἀρχάγγελο, χαϊδεύω τήν εἰκόνα του καί τοῦ λέω: τί στέκεις; Καί παίρνει τήν σπαθάρα του καί τούς διώχνει». Σέ ἐρώτησή μας γιά τό πῶς εἶναι ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ἀπάντησε ὅτι εἶναι «θηρίο», πανύψηλος, ὅτι τήν προστατεύει πάρα πολύ καί ὅτι ἔχει ἐπικοινωνία μαζί του πολλά χρόνια, ἀπό τό 1960.

Μοῦ εἶπε: «Σέ βλέπω σάν παιδί μου καί θεωρῶ τόν ἑαυτό μου ὡς μάνα σου». Τῆς εἶπα ὅτι αἰσθανόμουν καί ἐγώ τό ἴδιο μαζί της.

Μοῦ εἶπε ὅτι ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ ἔχει δύναμη καί τήν προστατεύει. Μιά φορά ἄκουσε ἕνα ἀεροπλάνο πού πετοῦσε πάνω ἀπό τό χωριό της καί βογγοῦσαν οἱ μηχανές τους. Τότε κοίταξε στήν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου καί τοῦ εἶπε: «Τί κάθεσαι ἐδῶ καί φυλᾶς ἐμένα; Πήγαινε ἐκεῖ στόν πιλότο πού ἔχει ἀνάγκη». Ἀμέσως αἰσθάνθηκε νά φεύγη ἀπό τήν εἰκόνα μιά δύναμη, νά γίνεται ἕνας θόρυβος καί ἀμέσως νά σταματᾶ ὁ θόρυβος τοῦ ἀεροπλάνου. Τήν ἄλλη μέρα διάβασαν στίς ἐφημερίδες ὅτι διορθώθηκε ἡ μηχανή τοῦ ἀεροπλάνου κατά τήν πτήση καί δέν ἔπεσε.

Σέ ἐρωτήσεις τίς ὁποῖες κάναμε γιά τό τί εἶναι ὁ Θεός, εἶπε μεταξύ τῶν ἄλλων, ὅτι βλέπει κανείς μέσα στό Φῶς τόν Χριστό, ἀλλά τόν Πατέρα δέν Τόν βλέπει, γιατί ἐκεῖ ὑπάρχει πολύ Φῶς. Δέν κάθονται σέ θρόνους ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός ὅπως παρουσιάζεται σέ μιά εἰκόνα, γιατί εἶναι μέσα στό Φῶς. Καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Φῶς καί κινεῖται συνεχῶς καί κάνει μιά βοή: «Ὁ Χριστός φαίνεται καί ἔχει τά αἵματα, ἐπειδή ὁ κόσμος Τόν εἶπε πλάνο καί μάγο. Δέν ἦταν πλάνος καί μάγος, ἦταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν φαίνεται καθόλου, γυρίζει ὅλο τόν κόσμο πάνω ἀπό τήν κεφαλή μας, μέ βοή, ἀλλά δέν τήν ἀκούει κανένας». «Ἀλλά πρέπει νά ἀκοῦμε καί ἐμεῖς τό Ἅγιον Πνεῦμα, γιά νά γίνουμε καί ἐμεῖς σωστοί. Γι' αὐτό γυρίζει ὅλο τόν κόσμο. Ὁ Μέγας Θεός δέν φαίνεται». «Καί εἶναι πάρα πολύ καλός. Ἀγάπη. Καί τούς ἁμαρτωλούς τούς ἀγαπάει καί τούς λυπᾶται κιόλας. Καί τούς ἀφήνει, τούς ἀφήνει, νά πέσουν σέ μετάνοια. Καί ὅταν πέσουν σέ μετάνοια, ὕστερα τούς ἀγαπάει πιό πολύ ἀπό τούς ἄλλους. Πιό πολύ ἀγαπάει τούς μετανοοῦντες».

 Ἐπίσης, μοῦ περιέγραψε τό μέγεθος τοῦ σώματος τῶν ἁγίων, ὅπως τοῦ ἁγίου Στεφάνου, τῆς ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας, τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ἁγίου Γεωργίου, τῆς ἁγίας Μαρίνας κλπ., ἀκόμη δέ περιέγραψε καί τό πρόσωπο τῆς Παναγίας.

Ψάλαμε τό «Φῶς ἱλαρόν» καί τό ἐξαποστειλάριο «Φῶς ὁ Πατήρ, Φῶς ὁ Λόγος, Φῶς καί τό Ἅγιον Πνεῦμα».

Εἶπε γιά τό ἔργο τῶν Ἀρχιερέων:

«Ἐσεῖς εἶστε οἱ βοσκοί πού τραβᾶτε τό κοπάδι, δίνετε τό παράδειγμα στό κοπάδι, σᾶς ἀκοῦνε καί μετανοοῦν. Ἐγώ δέν θέλω καθόλου τά κουτσομπολιά, τήν κατάκριση. Μετάνοια γιά μένα καί προσευχή γιά τούς ἄλλους νά τούς δίνη ὁ Θεός μετάνοια, ὄχι κατάκριση». «Οἱ ποιμένες εἶναι κεφαλές, πού παραδόθηκαν στόν Θεό. Δέν μποροῦν νά ἀφήσουν τόν Θεό καί νά κοιτᾶνε ἀλλοῦ».

Ἀλλά καί γιά τούς ἀλλόθρησκους εἶπε: «Τούς ἀλλόθρησκους δέν θά τούς σώση ἡ πίστη τους, ἀλλά οἱ πράξεις τους».

Στό τηλέφωνο μετά ἀπό 12 ἡμέρες, δηλαδή στίς 25-4-2013, μοῦ εἶπε: «Καί γεννημένο νά σέ εἶχα, δέν ἔμπαινες τόσο στήν καρδιά μου. Νά σέ προστατεύουν ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις. Στήν ἀρχή φοβόμουν πού θά σέ συναντήσω, ἐπειδή εἶσαι Δεσπότης. Ἀλλά μετά κατάλαβα ὅτι εἶσαι πιό ἁπλός ἀπό μένα ... Σοῦ φιλῶ καί τά δυό σου χέρια γονατιστή».

Νά σημειωθῆ ὅτι ἐκείνη τήν ἡμέρα συνάντησα καί δύο ἄλλους ἁγίους Γέροντες, μακαριστούς τώρα, ἤτοι τόν ἐρημίτη π. Θεόδωρο (Νεῖλο) καί τόν π. Ἀναστάσιο Κουδουμιανό, καί μόλις ἐπέστρεψα στήν Ναύπακτο ἔγραψα ἕνα κείμενο μέ τίτλο «Σημαντική συνάντηση μέ τρεῖς εὐλογημένους ἀνθρώπους στήν Κρήτη», τό ὁποῖο εἶναι ἀκόμη ἀνέκδοτο.

2. Τμήματα ἀπό τίς ἐπιστολές της

Ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως, ἡ Γερόντισσα Γαλακτία μοῦ ἔστειλε ἐννέα ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες εἶναι ἰδιόχειρες, καί φυσικά τίς ἀπέστειλα καί ἀντίστοιχες ἀπαντήσεις. Πρόκειται γιά μιά θεολογική ἀλληλογραφία μαζί της, πού ἐπεκτείνεται σέ 35 σελίδες μεγάλου μεγέθους, ἡ ὁποία κάποτε θά δημοσιευθῆ, γιατί δείχνει ὅλη τήν ἐσωτερική της κατάσταση καί ὅτι ζοῦσε ἔντονα τόσο τήν ἡσυχαστική ζωή, ὅσο καί τίς ἀποκαλυπτικές ἐμπειρίες πού εἶχε.

Στήν συνέχεια θά δημοσιευθοῦν μερικά τμήματα ἀπό ἐπιστολές της, ἤτοι τήν πρώτη καί τήν τελευταία.

Ἡ πρώτη ἰδιόχειρη ἐπιστολή της ἐστάλη τό Ψυχοσάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014, καί ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Ψυχοσάββατον 22 Φεβρουαρίου 2014

Εἰς τό ὄνομα τοῦ ΠΑΤΡΟΣ καί τοῦ ΥΙΟΥ καί τοῦ Ἁγίου ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Ἅγιε Δέσποτά μου, Σεβαστέ καί Πολυαγαπητέ μου, Πάτερ ΙΕΡΟΘΕΕ.

Τήν εὐχή σου ζητῶ, παιδί μου. Στά γόνατα πεσμένη προσκυνῶ τήν ἁγιωσύνη σου, φιλῶ τά χεράκια σου. Συγνώμη πού σέ λέω παιδί μου. Ἐσύ εἶσαι Μητροπολίτης γεμάτος Πνεῦμα Ἅγιο, ἐγώ εἶμαι μιά γρηά γεμάτη ἁμαρτίες πού μέ ἄφησε ὁ Θεός μέχρι τά γεράματα γιά νά μετανοήσω. Ὅμως, νοιώθω ἀπέραντη μητρική ἀγάπη γιά σένα καί ἀφήνω τήν καρδιά μου ἐλεύθερα νά ἐκφρασθῆ. Εὐχαριστῶ πολύ γιά τίς ἐπισκέψεις σου, γιά τήν εὐλογία σου καί τήν διδασκαλία σου.

...

Γιά μένα, παιδί μου, νά εὔχεσαι νά μοῦ δώση ὁ Θεός ταπείνωση καί μετάνοια. Γι᾿ αὐτό μ᾿ ἔχει ὁ Θεός ἐδῶ ἀκόμα. Ἀλήθεια ποιό Θεό ἔχομε; Ἐμένα θά ἔπρεπε νά μοῦ δίδει νερό νά πίνω ἀπό τούς βόθρους τῆς Ν. Ὑόρκης γιατί τοῦ χωριοῦ μου καθαροί εἶναι οἱ βόθροι. Καί ὅμως μέ φροντίζει καί κάθε μέρα βλέπω τήν προστασία του καί τήν ἀγάπη του. Σάν νά εἶναι ἕνα μικρό παιδάκι καί τό στέλνω στίς παραγγελιές. Μόλις τοῦ ζητήσω κάτι ἀμέσως μοῦ τό στέλνει. Καμιά φορά καθυστερεῖ ἀλλά δέν ἀνησυχῶ, γιατί ξέρω πώς θάρθη. Νά εὔχεσαι νά ἀποκτήσω τήν Ἁγία μετάνοια καί πολλή εὐγνωμοσύνη στόν Θεό.

Τίς νύχτες καμιά φορά κάθομαι καί σκέφτομαι, εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά κάθεται σέ θρόνους καί σέ καρέκλες; Ὅταν, ὅμως, πονῶ γιά τίς ἁμαρτίες μου λέω: Πατέρα Ἐπουράνιε συχώρεσέ με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ μου Ἐλέησέ με. Ἅγιον Πνεῦμα μου, φώτισε με. Καί τότε ἔρχεται ἡ ἀπάντηση ἀπό ἄλλο τόπο, ὄχι ἀπό τήν κεφαλή πού εἶναι τρέλλες καί φαντασίες ἀλλά ἀπό τήν καρδιά πού τήν ὁδηγεῖ ὁ Θεός πού εἶναι γεμάτη Θεϊκά μηνύματα. Ὅλο τό σύμπαν δέν εἶναι οὔτε ἕνα μικρό μπαλάκι στά Ἅγια χέρια Του. Ὁ Νοῦς δέν χωράει καί γλώσσα δέν τά ἐκφράζει. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος. Ἄπλετον γαλαζόλευκο φῶς τῆς δόξας του. Ἕνα μόνο μποροῦμε νά ποῦμε. Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΘΕΟΣ εἶναι Ο ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ. Καί γεμίζει τόν ἄνθρωπο μέ τό φῶς τῆς ἀγάπης Του ἀπό τήν κορυφή μέχρι τά νύχια καί δέν ξέρεις ἀπό ποῦ βλέπεις. Νοιώθω σκουλήκι μετά καί κλαίω γιά τίς ἁμαρτίες μου. Ἀγαπῶ ὅλο τόν κόσμο καί τόν ἑαυτόν μου μισῶ. Μόνο τά Σωματικά μάτια τῶν Ἁγίων βλέπουν. Στούς ἁμαρτωλούς σάν καί μένα τό μηχάνημα τῆς καρδιᾶς γιά νά μᾶς γλυκάνη καί νά μετανοήσωμε. Σᾶς ἐξομολογοῦμαι γιά νά μήν ἔχετε ἄλλη ἐντύπωση γιά τόν ἑαυτό μου. Πόσο καλός εἶναι ὁ Θεός πού καί τά πιό τιποτένια πλάσματά Του σάν ἐμένα νά τούς καλοπιάνη στήν μετάνοια.

Εὔχομαι, Σεβασμιώτατε, νά ὑπάρχη μέσα σου πάντοτε αὐτό τό φῶς γιά νά καθοδηγῆς τόν ἀποστάτη κόσμο καί μένα στήν Φωτεινή Βασιλεία τοῦ ΘΕΟΥ.

Ἀσπάζομαι καί τά δυό σου χέρια καί ζητῶ τήν εὐχή σου.

Μέ ἀπέραντο Σεβασμό καί ἀγάπη

Γερόντισσα Γαλάτεια».

Θά χρειάζονταν πολλές σελίδες γιά νά ἀναλυθῆ αὐτή ἡ θαυμάσια ἐπιστολή, στήν ὁποία φαίνεται ἡ μετάνοιά της καί ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σέ αὐτή, μέσα ἀπό τό μηχανάκι τῆς καρδιᾶς, ἀφοῦ τότε ὅλες οἱ αἰσθήσεις γίνονται μία αἴσθηση καί ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διαπορθμεύεται σέ ὅλο τό σῶμα καί τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται πραγματικό μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.

Ἄλλες ἐπιστολές τελείωνε μέ τήν φράση: «Μέ ἀπέραντο σεβασμό καί μητρική ἀγάπη».

Ἡ τελευταία ἐπιστολή της, καί αὐτή ἰδιόχειρη, μοῦ ἀπεστάλη στίς 11 Σεπτεμβρίου 2015, καί μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει:

«Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

11-9-2015

Πάτερ Ἱερόθεε, Ἅγιε Δέσποτα τῆς Ἐκκλησίας.

Τήν εὐχή σου ζητῶ.

Ἤθελα νά ἐπικοινωνήσουμε, νά σοῦ ἀνοίξω τήν καρδιά μου. Νοιώθω πώς μέ καταλαβαίνεις καί δέν θά σκανδαλισθεῖς, σ' ὅλους τούς ἄλλους σιωπῶ γιά νά μή δημιουργοῦνται πλάνες ἐντυπώσεις γιά μένα. Παρά τά γεράματά μου μ' ἔχει ἀκόμα ὁ Θεός καί ζῶ. Χίλιες δόξες νά 'χει τό ὄνομά Του. περιμένει τήν μετάνοιά μου. δέν θέλω νά λέω ὅτι εἶμαι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτωλή, γιατί πολλοί τό λένε καί κρύβουν τό μεγαλύτερο ἐγωϊσμό. ἐγώ τό νοιώθω, παιδί μου. Μέσα στά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, πού ὁ νοῦς δέν χωρεῖ καί γλώσσα δέν διηγᾶται, ἐγώ νοιώθω χειρότερη ἀπό κοπρηά. νοιώθω πώς ἔχω κάμει ὅλες τίς ἁμαρτίες καί ταυτίζομε μέ ὅλο τόν ἁμαρτωλόν κόσμον. Κλαίω καί ζητῶ ἔλεος ἀλλά ὁ Πανάγαθος Θεός μέ λυπᾶται καί μοῦ στέλνει καρδιακές παρηγοριές πού ὁ νοῦς δέν χωρεῖ. Τόσο καλός εἶναι ὁ Θεός μας. ἔχω φοβερούς πόνους ἀλλά μοῦ δίνει δύναμη καί ἀντέχω.

Τώρα τελευταῖα νοιώθω πώς ἔρχονται συμφορές. δέν μιλάω, ὅμως. Λέω μόνο γιά μετάνοια καί ἐπιστροφή στό Θεό. Μοῦ φαίνεται παιδί μου πώς γιά τίς βρωμιές μας θά μᾶς δικάσουν τά ζῶα. Εἶναι καί οἱ ἐκτρώσεις καί οἱ βλαστημιές. δέν ἀκούγεται καί ἀπό τούς κληρικούς πολύς λόγος γιά μετάνοια ἀλλά δέν θέλω νά κρίνω. μετά τήν ἀναμπουμπούλα ἔρχεται γαλήνη. Μεγάλη δόξα τῆς ὀρθοδοξίας. Ἐσύ, ἅγιε Δέσποτά μου, ... ...

Νά εὔχεσαι καί γιά μένα νά ἔχω καλό τέλος καί καλή ἀπολογία. Ἐξασθενεῖ ἡ μνήμη μου ἀλλά νά μήν ἐξασθενεῖ ποτέ ἡ καρδιά μου. Αὐτή πού γίνεται βαθειά σάν τό πηγάδι πού δέν ἔχει πάτο καί γνωρίζη τό Θεό. Σέ φιλῶ μητρικά σάν τήν μάνα σου καί τήν γιαγιά σου

φιλῶ τά χεράκια καί  ζητῶ τήν εὐχή σου

μέ σεβαμό καί ἀγάπη

γερόντισσα Γαλάτεια».

Καί στήν ἐπιστολή αὐτή φαίνεται ἡ μεγάλη αὐτομεμψία της καί ὅπου ὑπάρχει αὐτομεμψία ἐκεῖ δέν μπορεῖ νά ἀντέξη καμμία πλάνη καί δαιμονική ἐνέργεια. Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία κάνει σαφέστατα τήν διάκριση μεταξύ τῆς ἐγκεφαλικῆς μνήμης καί τῆς καρδιακῆς μνήμης, πού τό βλέπουμε διάχυτα σέ ὅλη τήν φιλοκαλική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία εἶχε ὀρθόδοξη καρδιά καί ἀγαποῦσε ὅλους, καθώς ἐπίσης συλλάμβανε πολλά μηνύματα καί ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὅσο ἐπιθυμοῦσε τήν ἀφάνεια, τόσο τήν φανέρωνε ὁ Θεός.

Εἶναι ἐκπληκτικός ἕνας λόγος της γιά τήν νοερά προσευχή, τόν ὁποῖον εἶπε σέ κάποιον ἐπισκέπτη της πού τήν ρώτησε σχετικά: «Γιαγιά, ἀκοῦμε τόν πνευματικό μας καμμιά φορά νά κάνη λόγο γιά νοερά προσευχή. Τί εἶναι αὐτό;».

Γερόντισσα Γαλακτία: «Φλόγα εἶναι, παιδί μου. Φλόγα μέσα στήν καρδιά. Ἀκοίμητη. Γυρίζει γύρου γύρου (κυκλικά) καί μουρμουρίζει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ... Δέν προκάνει νά πέσι πράμα κακό ἐκιά μέσα, γιατί τό καίει... Σοῦ δείχνει ἐκειόνα τό φαναράκι πόσο γλυκός εἶναι ὁ Παράδεισος καί πόσο ἁμαρτωλός εἶναι ἐκειόσας πού τό νοιώθει... Σοῦ δείχνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό πᾶν καί ἐμεῖς μηδέν! Γι' αὐτό ἔχεις χαρά καί λύπη. Χαρά γιά τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ καί πόνο ἀβάσταχτο γιά τίς ἁμαρτίες σου. Ἐλπίζεις ὅμως, γιατί θωρεῖς ποιός εἶναι ὁ Χριστός... Ὅποιος τό ζήσει αὐτό καί καυχηθεῖ, δέν εἶναι πράμα... τοπάκι εἶναι στά πόδια τῶν κακῶν (δαιμόνων)... Λέω τοῦ π. Ἀντωνίου νά μή σᾶς μιλᾶ γι' αὐτά. Γιά τίς ἁμαρτίες νά λέη, γιά μετάνοια νά λέη καί νά λέτε ἥσυχα, ἥσυχα τό ὄνομά Του, τοῦ Χριστοῦ (Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με). Ἐδᾶ, παιδί μου, ζοῦνε οἱ ἄνθρωποι στσί ὑπονόμους... οὔτε κἄν πάνω στήν γῆ... οὔτε χοίροι δέν πᾶνε ὀμπρός τος. Ποῦ νά καταλάβουνε ἀπό τέτοιους ἥλιους...».

Αὐτός εἶναι ἕνας ἐμπειρικός ὁρισμός γιά τήν νοερά προσευχή, ὅπως τήν ζοῦσε ἡ ἴδια.

Στήν Γερόντισσα Γαλακτία δέν πρόσεχα τόσο πολύ στά ὅσα ἔλεγε γιά διάφορα γεγονότα πού θά συμβοῦν, ἀλλά μέ ἐνθουσίαζε πολύ ἡ βαθύτατη μετάνοιά της, ἡ αὐτομεμψία της, ἡ ταπείνωσή της, ἡ νοερά προσευχή στήν καρδιά της, ἡ διάκριση μεταξύ νοῦ καί λογικῆς. Ἐπίσης μέ ἐντυπωσίαζε ἡ διάκριση πού ἔκανε μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, δηλαδή ἤξερε νά ξεχωρίζη ποιό εἶναι τό ἄκτιστο καί ποιό εἶναι τό κτιστό, ποιό εἶναι τό θεϊκό καί ποιό εἶναι τό δαιμονικό καί αὐτό εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας.

Σέ μιά ἀπό τίς ἐπιστολές της μοῦ ἔγραφε:

«Νά εὔχεσαι, παιδί μου. Ἔχω πέσει πολύ. Νοιώθω ὅτι λίγος χρόνος μοῦ ἀπομένει νά ζῆσω ἀκόμη ἐδῶ. Ὅμως ὁ τριαδικός Θεός πού μᾶς καλεῖ κοντά Του εἶναι αἰώνιος. Ξεχνῶ λίγο ἀλλά ἡ κεφαλή τῆς καρδιᾶς δέν ξεχνᾶ. Δέν ξεχνῶ καί σένα, Ἅγιε ἀρχιερέα τοῦ Χριστοῦ, μή μέ ξεχάσης καί ἐσύ, παιδί μου, καί τώρα καί ὅταν θά φύγω γιά τόν οὐρανό.

μέ πολύ σεβασμό καί μητρική ἀγάπη γερόντισσα Γαλάτεια».

Εἶναι ἐκπληκτικός ὁ λόγος της γιά τήν «κεφαλή τῆς καρδιᾶς», πού δείχνει ἕναν ἄνθρωπο πού γνωρίζει πῶς λειτουργεῖ αὐτό τό «μηχανάκι τῆς καρδιᾶς», μέσα ἀπό τήν ὁποία ὁ νοῦς ἀνάγεται στήν θεωρία.

Καί σέ ἄλλη ἐπιστολή ἔγραφε:

«Δῶσε μου καί σύ τήν εὐχή σου νά ἔχω καλό τέλος, ἀγάπη ἀχόρταγη στό Χριστό, νά ἀγαπῶ ὅλα Του τά πλάσματα καί νά μισῶ μόνο τόν ἑαυτό μου τόν ἁμαρτωλό. Καί νά βρῶ ἕνα μικρό μικρό τοπαλάκι στήν Βασιλεία Του, ἀλλά νά βλέπω τό φῶς τοῦ προσώπου Του καί νά χαίρομαι. Νά μετανοήσω, παιδί μου. Φιλῶ καί πάλι τά χεράκια σου καί ζητῶ τήν εὐχή σου.

μέ σεβασμό καί μητρική ἀγάπη γερόντισσα Γαλάτεια».

Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία, ὅπως τήν γνώρισα, εἶχε «ἀγάπη ἀχόρταγη στόν Χριστό», συνδυασμένη μέ μεγάλη αὐτομεμψία, πού δείχνει γνήσιο ὀρθόδοξο φρόνημα, γι' αὐτό ὁ Θεός θά τῆς ἔδωσε αὐτό πού ποθοῦσε, «νά βλέπη τό φῶς τοῦ προσώπου Του».

Ὅταν πληροφορήθηκα τήν κοίμησή της, ἔγραψα στόν π. Ἀντώνιο: «Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία ἄνοιξε τά μάτια της στήν αἰωνιότητα καί δέν θά τά κλείση ποτέ. Εὐλογημένη ἡ εἴσοδος τῶν Ἁγίων εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων, ἀμήν». Νά ἔχουμε τήν ἁγία εὐχή της.

 

Σχόλιο:Υποκλινόμαστε στο ευωδιαστό συναξάρι και την μαρτυρία με τα όσα γράφει ο Επίσκοπος Ιερόθεος για την Γερόντισα.Έχει χάρισμα .Εσείς φίλοι μας όμως τι λέτε ,μπορεί η σχέση του Ναυπάκτου με την οσιοτάτη Γερόντισσα Γαλακτία να ξεπλύνει την τεράστια πνευματικη ζημιά και το αλλοιωμένο ήθος που προκάλεσε με τον αλοπρόσαλο θεολογικό του λογο  τον τελευταίο χρόνο στην ταλαίπωρη διηκούσα Εκκλησια της Ελλάδας ως σύμβουλος;;Του ευχόμαστε με τις ευχές της μακαριστής, να φωτιστεί και να γίνει ο Ναυπάκτου που αγαπήσαμε ..διότι τώρα είναι ο Ναυπάκτου μεταλλαγμένος στην κυριολεξία όσο και ποιητικά και αν γράφει...

 ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ