Η Ματρώνα Μπελιακόβα γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1864 στο χωριό Ανεμνιάσευο της περιφέριας του Κασίμοβ του νομού της Ριαζάν σε μια φτωχή πολύτεκνη οικογένεια. Όταν η Ματρώνα έγινε 7 χρονών, πέρασε ευλογιά. Μετά απ’ αυτήν την αρρώστια το κορίτσι έχασε την όρασή της. Οι γονείς έδερναν συχνά την τυφλή τους κόρη. Μετά από αυτά τα σκληρά κτυπήματα το κοριτσάκι έχασε και την ικανότητα να κουνιέται.
Από τα απομνημονεύματα της Οσίας Ματρώνας:
- Μια μέρα, όταν ήμουνα 10 χρονών, φρόντιζα ως συνήθως την μικρή μου αδερφή, και η μάνα έφυγε για το ποτάμι. Άθελά μου, μου έπεσε η αδερφούλα απ’ τα χέρια. Τρόμαξα πολύ και άρχισα να κλαίω. Εκείνη τη στιγμή γύρισε η μάνα. Με άρπαξε και άρχισε να με δέρνει. Με έδερνε, έδερνε, έδερνε ώστε με έπιασε αδυναμία και ξαφνικά είδα μπροστά μου την Παναγία. Το είπα στη μάνα μου, αυτή όμως πάλι άρχισε να με δέρνει...
Μετά απ’ αυτό με δυσκολία πήγα πίσω από τη σόμπα και έμεινα εκεί ξαπλωμένη ως το πρωί. Το πρωί με φωνάζουν να φάω κρέπες, εγώ όμως δεν μπορώ να σηκωθώ: τα πόδια δεν περπατάνε, τα χέρια σαν τσακισμένα και το σώμα πονάει. Από εκείνη την ημέρα δεν μπορούσα να περπατάω πια, ούτε να κάθομαι, ήμουνα μόνο ξαπλωμένη...
Η μάρτυς έμεινε στο πατρικό της σπίτι μέχρι 17 χρονών. Όλο αυτό τον καιρό περνούσε με υπομονή τις θλίψεις και προσβολές, βρίσκοντας παρηγοριά στην προσευχή. Οι κάτοικοι του χωριού Ανεμνιάσεβο έδειχναν μεγάλο σεβασμό σ’ αυτήν.
Μια φορά ένας χωριάτης ζήτησε τη βοήθεια από τη Ματρώνα:
- Ματριώσα, είσαι ξαπλωμένη εδώ και μερικά χρόνια, λοιπόν σε χρειάζεται ο Θεός. Έχω πόνο στην πλάτη και δεν μπορώ να πριονίζω. Άγγιξε την πλάτη μου, ίσως θα περάσει ο πόνος. Δεν ξέρω τι να κάνω, έκαμνα θεραπεία, αλλά οι γιατροί δεν μπορούν να βοηθήσουν.
Η Ματρώνα ικανοποίησε την παράκλησή του και ο πόνος έφυγε.
Μετά απ’ αυτήν τη θαυμαστή ίαση το νέο για την εκλεκτή του Θεού μαθεύτηκε σ’όλη την περιοχή. Στην όσια Ματρώνα ερχόταν για να ζητήσουν τη βοήθειά της όχι μόνο οι συγχωριανοί της, αλλά και κάτοικοι άλλων χωριών.
Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ματρώνα έπασχε από πολλές θλίψεις που της δημιουργούσαν τα αδέρφια της. Κάποια στιγμή ο ανιψιός της Οσίας Ματρώνας – ο Ματθαίος, την πρότεινε για να μείνει στο σπίτι του. Η όσια δέχτηκε αυτήν την πρόταση πολύ ευχαρίστως. Στο σπίτι του ανιψιού της η Όσια Ματρώνα βρισκόταν στο δικό της μικρό δωματιάκι στο μικρό παιδικό κρεβατάκι. Κάθε καλοκαίρι, όταν στο σπίτι είχε πολύ ζέστη την έβαζαν συνήθως στο κατώφλι και έτσι έμεινε εκεί ως το χειμώνα.
Η Όσια Ματρώνα θυμόταν:
- Μια φορά τον Οκτώβρη ήμουνα ξαπλωμένη στο κατώφλι. Τη νύχτα έβρεχε πολύ. Το νερό περνούσε τη στέγη και έτρεχε επάνω μου και έγινα μούσκεμα. Το πρωί ήταν παγωνιά και εγώ κρύωσα τόσο πολύ, που όλα τα ρούχα μου πάγωσαν.
Η Ματρώνα ήταν εμφανισιακά τόσο μικρή, που φαινόταν σαν 10 χρονών παιδί.
Όσοι την γνώριζαν προσωπικά, έλεγαν, ότι η όσια στάριτσα (γερόντισσα) ήξερε απ’ έξω πολλές προσευχές, ακάθιστους και ψαλμούς. Η φωνή της στάριτσας ήταν πολύ καθαρή και ηχηρή.
Όταν ένας επισκέπτης την ρώτησε μια φορά, πώς χωρίς να βλέπει ξέρει απ΄ έξω ολόκληρους ακάθιστους, η Ματρώνα απάντησε: «Κάπου κάπου έρχεται κάποιος καλός άνθρωπος, μου διαβάζει κάτι και εγώ το θυμάμαι με τη βοήθεια του Θεού».
Κάθε μήνα η όσια Ματρώνα καλούσε τον παπά της ενορίας. Η ημέρα της Θείας Κοινωνίας ήταν για αυτήν η πιο χαρούμενη μέρα.
Είναι γνωστό, ότι η όσια Ματρώνα όταν έγινε 17, δεν έτρωγε κρέας τις Δευτέρες, Τετάρτες και Παρασκευές. Πάντα κρατούσε την αυστηρή νηστεία και στις εκκλησιαστικές νηστείες έτρωγε πολύ λίγο.
Η όσια Ματρώνα σεβόταν πολύ την Ιερουσαλήμ, τα μοναστήρια Ντιβέεβο και Σαρώβ. Θεωρούσε, ότι αυτά τα μέρη έχουν την ευλογία του Θεού.
Η στάριτσα προέβλεπε όλες τις πνευματικές αδυναμίες των ανθρώπων, που ερχόταν σ’ αυτήν. Τους κατεύθυνε, στηλίτευε. Τους αποκάλυπτε αμαρτίες και ελαττώματα, αλλά ταυτόχρονα παρηγορούσε τους ανθρώπους στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους. Από τις προσευχές της Οσίας Ματρώνας οι άνθρωποι γιατρευόταν από τις βαριές αρρώστιες.
Η ίαση της Άννας:
Η 19 χρονών Άννα, η οποία μπήκε στο κόμμα παρά τη θέληση των γονιών της, ξαφνικά παρέλυσαν ένα πόδι και ένα χέρι. Έξι εβδομάδες η κοπέλα ήταν ξαπλωμένη στο σπίτι της, ακίνητη. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Η μάνα πήγε την κόρη της στη στάριτσα. Όταν η όσια Ματρώνα άλειψε την κοπέλα με λάδι από την καντήλα της, η Άννα άρχισε να γίνεται σιγά-σιγά καλά. Άρχισε να περπατάει, αλλά η απόλυτη ανάρρωση έγινε μόνο μετά από την επίσκεψη του μοναστηριού Ντιβέεβο, που πήγαν μάνα και κόρη με την ευλογία της στάριτσας. Ύστερα απ’αυτό το γεγονός η Άννα έγινε πολύ πιστή.
Από τα απομνημονεύματα του επισκόπου της πόλεως Καλούγα Στεφάνου:
- Τα χρόνια της δεκαετίας 30-40 με έκλεισαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Εκείνα τα χρόνια ήμουνα γιατρός και μου ανάθεσαν στο στρατόπεδο να διαχειριστώ το ιατρείο. Οι περισσότεροι κρατούμενοι βρισκόταν σε τόσο δύσκολη κατάσταση, ώστε η καρδιά μου δεν άντεχε. Μερικούς απ’ αυτούς απελευθέρωνα από τη δουλειά για να τους βοηθήσω κάπως και τους πιο αδύναμους τους έστελνα στο νοσοκομείο.
Μια μέρα η νοσοκόμα, που δούλευε μαζί μου (και αυτή ήταν κρατούμενη στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως) μου είπε:
- Γιατρέ, έχω μάθει, ότι σας κατάγγειλαν. Λένε, ότι είστε πολύ καλόψυχος σχετικά με τους κρατούμενους και απειλείστε με παράταση της παραμονής σας στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως για άλλα 15 χρόνια.
Η νοσοκόμα ήταν σοβαρός άνθρωπος, πληροφορημένος για το τι γινόταν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, γι΄ αυτό μόλις άκουσα αυτό που είπε, με έπιασε φόβος. Με καταδίκασαν για 3 χρόνια, τα οποία κόντευαν να τελειώσουν, και ξαφνικά άλλα 15 χρόνια! Δεν κοιμήθηκα εκείνη τη νύχτα και όταν ήρθα στο ιατρείο το πρωί ,η νοσοκόμα κούνησε το κεφάλι της με στεναχώρια, όταν είδε το πρόσωπό μου ξάγρυπνο και μαραζωμένο.
Μετά τη δουλειά η νοσοκόμα μου είπε διστακτικά:
- Γιατρέ, θέλω να σας δώσω μια συμβουλή, αλλά φοβάμαι, ότι θα με γελοιοποιήσετε.
- Πείτε μου, της είπα.
- Σ’ αυτήν την πόλη, από την οποία προέρχομαι, μένει μια γυναίκα, την λένε Ματρώνουσκα. Ο Θεός της έδωσε την ιδιαίτερη δύναμη της προσευχής. Αν αρχίζει να προσεύχεται για κάποιον, αυτός σώζεται. Πολλοί άνθρωποι απευθύνονται σ’ αυτήν, δεν αρνιέται τη βοήθεια σε κανέναν, να την παρακαλέσετε και εσείς.
Γέλασα θλιμμένα.
- Μέχρι να φτάσει το γράμμα μου σ’ αυτήν, θα προλάβουν να με καταδικάσουν για 15 χρόνια.
- Δεν χρειάζεται να της γράψετε, να την φωνάξετε μόνο... – είπε η νοσοκόμα ντροπαλά.
- Να την φωνάξω; Απο δω; Μα μένει σε απόσταση εκατό χιλιομέτρων από μας!
- Το ήξερα, ότι θα με γελοιοποιήσετε. Αυτή ακούει όμως από παντού, και εσάς θα σας ακούσει. Μπορείτε να κάνετε έτσι: το βράδυ, όταν θα βγείτε για βόλτα, να μείνετε λίγο πίσω από τους άλλους και να φωνάξετε δυνατά τρεις φορές: «Ματρώνουσκα, βοήθησέ με, έπαθα συμφορά!» Θα σας ακούσει και θα βοηθήσει.
Όλα αυτά μου φαινόταν περίεργα, και όμως όταν βγήκαμε για βραδινή βόλτα, έκανα έτσι, όπως μου είπε η βοηθός μου.
Πέρασε μια μέρα, μια βδομάδα, ένας μήνας. Κανένας δεν με καλούσε. Εν τω μεταξύ ανάμεσα στη διοίκηση του στρατοπέδου συγκεντρώσεως έγιναν αλλαγές: έναν απόλυσαν, άλλον διόρισαν.
Πέρασε ακόμα μισός χρόνος και ήρθε η μέρα της απελευθέρωσής μου. Παίρνοντας τα έγγραφα από το φρουραρχείο, τους παρακάλεσα να μου γράψουν το διορισμό σ’ αυτήν την πόλη, που έμεινε η Ματρώνουσκα, διότι έδωσα υπόσχεση πριν ζητήσω τη βοήθειά της, αν θα με βοηθήσει, θα λέω γι’ αυτήν έναν καλό λόγο κάθε μέρα όταν προσεύχομαι, και όταν θα βγω από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως, το πρώτο που θα κάνω είναι να πάω σ’ αυτήν να την ευχαριστήσω.
Βάζοντας τα έγγραφα στην τσέπη μου, άκουσα, ότι δύο νέοι που απελευθερώθηκαν μαζί μου πηγαίνουν σ’ εκένη την πόλη. Πήγα μαζί τους.
Στο δρόμο άρχισα να τους ρωτάω αν γνωρίζουν τη Ματρώνουσκα.
- Την γνωρίζουμε πολύ καλά. Όλοι την γνωρίζουν στην πόλη και σ’ όλη την περιοχή. Θα μπορούσαμε να σας πάμε σ’ αυτήν, αλλά δεν μένουμε στην πόλη, μένουμε στο χωριό και θέλουμε πολύ να φτάσουμε σπίτι πιο γρήγορα. Εσείς μπορείτε να κάνετε το εξής: όταν θα φτάσετε, ρωτήστε τον πρώτο άνθρωπο που θα δείτε, που μένει η Ματρώνουσκα, και θα σας δείξει.
Μόλις έφτασα, έκανα έτσι όπως μου είπαν: ρώτησα το πρώτο αγόρι, που συνάντησα στο δρόμο.
- Να ακολουθήσετε αυτόν το δρόμο -μου είπε- μετά να στρίψετε δίπλα στο ταχυδρομείο στην πάροδο, εκεί στο τρίτο σπίτι αριστερά μένει η Ματρώνουσκα.
Πλησίασα το σπίτι της με ανησυχία και μόλις ήθελα να χτυπήσω την πόρτα, πρόσεξα ότι δεν ήταν κλειδωμένη και την άνοιξα. Εβρισκόμενος στο κατώφλι, κοίταξα μέσα στο δωμάτιο, που ήταν σχεδόν άδειο. Στη μέση στεκόταν ένα τραπέζι και πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα σχετικά μεγάλο κιβώτιο.
- Μπορώ να μπω; – ρώτησα δυνατά.
- Μπες, Σεργιούλη,- ακούστηκε μια φωνή από το κιβώτιο.
Τρόμαξα από το αναπάντεχο και πήγα αναποφάσιστα στη φωνή. Όταν κοίταξα μέσα στο κιβώτιο, είδα εκεί μια μικρή τυφλή γυναίκα, που ήταν ξαπλωμένη ακίνητη. Το πρόσωπό της ήταν πολύ φωτεινό και τρυφερό. Την χαιρέτησα και ρώτησα:
- Από που ξέρετε το όνομά μου;
- Πως μπορώ να μην το ξέρω! – ήχησε η αδύναμη, αλλά πολύ καθαρή φωνή της. – Με φώναξες και προσευχόμουνα για σένα, γι’ αυτό το ξέρω. Κάθισε να σε φιλοξενήσω!
Πολλές ώρες πέρασα στη Ματρώνουσκα. Μου είπε, όταν ήταν μικρή, αρρώστησε βαριά και μετά απ’ αυτήν την αρρώστια σταμάτησε να μεγαλώνει και να κουνιέται. Η οικογένειά της ήταν φτωχή. Η μητέρα της πηγαίνοντας για δουλειά την έβαζε στο κιβώτιο και έτσι την άφηνε στην εκκλησία ως αργά το βράδυ. Βρίσκοντας στο κιβώτιο το κορίτσι άκουγε όλες τις ακολουθίες της εκκλησίας και τα Θεία Κηρύγματα. Οι ενορίτες λυπόνταν το κορίτσι και της έφερναν πότε ένα νόστιμο κομμάτι φαγητού, πότε κάτι απ’ τα ρούχα. Κάποιοι απλά την χάιδευαν ή την έβαζαν πιο άνετα. Ο παπάς και αυτός λυπόταν το κοριτσάκι και ασχολόταν μαζί της. Έτσι μεγάλωνε σε ατμόσφαιρα μεγάλης πνευματικότητας και προσευχής.
Μετά μιλούσαμε με τη Ματρώνουσκα για το σκοπό της ζωής, για την πίστη, για τον Θεό. Ακούγοντάς την, έμενα κατάπληκτος από τις σοφές της γνώμες, από τις γνώσεις για τους Άγιους Πατέρες, από την εκβάθυνσή της και τελικά κατάλαβα, ότι μπροστά μου δεν είναι μια απλή άρρωστη γυναίκα, αλλά ένας μεγάλος άνθρωπος μπροστά στον Θεό.
Για τον εαυτό της η Ματρώνουσκα είπε, ότι σύντομα θα την πάνε στη Μόσχα και με παρακάλεσε:
- Όταν θα έρθει ο καιρός που θα βρεθείς μπροστά στην Αγία Τράπεζα, λέγε έναν καλό λόγο και για μένα.
Δεν ήθελα να φύγω από τη Ματρώνουσκα και έδωσα λόγο στον εαυτό μου, ότι θα την επισκεφτώ ξανά όσο πιο γρήγορα γίνεται, αλλά δεν έτυχε να την ξαναδώ. Σε λίγο καιρό την πήγαν στη Μόσχα και την έβαλαν φυλακή, όπου πέθανε. Ήταν πάνω από 70 χρονών.
Από τον βίο της Οσίας Ματρώνας του Ανεμνιάσεβο:
«Το καλοκαίρι το 1935 στο Μπέλκοβο κίνησαν την αγωγή κατά «των παππάδων Πραβδολιούμποβ», η οποία ξεκίνησε από την καταγγελία ενός κατοίκου της πόλεως Κασίμοβ κατά του παππά Νικολάι Πραβδολιούμποβ σχετικά με το χειρόγραφο βιβλίο (για την όσια Ματρώνα). Την ύλη για το βιβλίο την μάζεψε και την έγραψε μαζί με τον αδερφό του για την έκδοσή του. Συνέλαβαν 10 άτομα (αν και έπρεπε να συλληφθούν 12). Μια γυναίκα πέθανε, μόλις έλαβε την κλήτευση για να παρουσιαστεί στο τμήμα της NKVD του Κασίμοβ. Έπρεπε να συλληφθεί και η όσια Ματρώνα, η οποία ήταν στη λίστα. Όλους τους έστειλαν στην Ριαζάν και στη Μόσχα, φοβόταν μόνο να αγγίξουν την Ματρώνα.
Τελικά έγινε η συνέλευση των μελών του κολχόζ και αποφάσισαν να «εξαιρέσουν» την Ματρώνα Γριγόριεβνα Μπελιακόβα ως «βλαβερό στοιχείο».
Έστειλαν το αυτοκίνητο για να πάρει την Ματρώνα. Πλησίασαν το σπίτι της κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο πρόεδρος του χωριού, προσπαθώντας να ξεχάσει το φόβο, σήκωσε την Ματρώνα μαζί με το ξύλινό της κρεβατάκι. Η Ματρώνα άρχισε να φωνάζει με ψιλή φωνούλα. Ο λαός κοκάλωσε. Ο πρόεδρος την πήγε στην είσοδο. Εβρισκόμενος στην πόρτα είπε:
- Αχ, τι ελαφριά είναι.
Η Ματρώνα του απάντησε:
- Και τα δικά σου τα παιδιά θα γίνουν και αυτά τόσο ελαφριά».
Κάποια χρόνια πριν ο πρωθιερέας του ναού της Αγίας Τριάδας στο συνοικισμό Γκούς-Ζελέζνι ο πατήρ Σεραφείμ ήταν στην κηδεία ενός από τους γιους του πρόεδρου. Ο γιος ήταν πολύ κοντός. Όλα τα παιδιά του προέδρου σταμάτησαν να μεγαλώνουν μετά από τη σύλληψη της Οσίας Ματρώνας.
Το αυτοκίνητο χάλασε δύο φορές στο δρόμο για την πόλη Κασίμοβ, δίπλα στο Άνικοβ και Λοσίνιν. Κάθε φορά κάποιος κρατούσε στα χέρια του την όσια Ματρώνα μέχρι να φτιάξουν το αυτοκίνητο. Από το Κασίμοβ την Ματρώνα γρήγορα την πήγαν στην Ριαζάν και μετά στη Μόσχα.
Ο πρόεδρος, ο οποίος «εξαίρεσε» την όσια Ματρώνα, κάποια χρόνια μετά απ’ αυτό ψυχορραγούσε. Τότε ήταν καλοκαίρι. Όλα τα παράθυρα του σπιτιού του ήταν ανοιχτά λόγω ζέστης. Φώναζε απ’ τον πόνο τόσο δυνατά, που τον άκουγαν σχεδόν σε όλο το χωριό. Οι άνθρωποι έλεγαν:
- Δεν είναι το ίδιο, όπως να σηκώσεις τη Ματρώνα!..
Ο Πρόεδρος όμως κάλεσε τον παπά και εξομολόγησε τις αμαρτίες του ειλικρινά και θερμά.
Πέθανε αφού ήρθε σε ειρήνη με την εκκλησία.
Η κάτοικος του Μπέλκοβο θυμόταν:
- Δεν φύλαξαν τέτοιο μεγάλο θησαυρό, πέταξε σαν πουλί...
Στη Μόσχα η όσια Ματρώνα έμεινε σχεδόν ένα χρόνο.
Πιθανόν την έκλεισαν στη φυλακή Μπουτίρσκαγια. Όμως έμεινε εκεί λίγο καιρό, επειδή έγινε «αντικείμενο λατρείας» όλων των φυλακισμένων χωρίς εξαίρεση, οι οποίοι άρχισαν να προσεύχονται και να ψάλλουν ακάθιστους. Έπρεπε να την βάλουν κάπου. Φοβόταν να την σκοτώσουν, ούτε ήθελαν να την στείλουν στο στρατόπεδο.
Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή. Η μητέρα του ανακριτή, ο οποίος ασχολιόταν με την αγωγή της Οσίας Ματρώνας, ήταν απελπιστικά άρρωστη. Η Ματρώνα την ιάτρεψε και ο ανακριτής κατάφερε να ελευθερώσει την Ματρώνα ως άρρωστη. Την έβαλε σένα γεροκομείο για τους ανάπηρους και χρόνιους ασθενείς.
Υπάρχουν τα αποδεικτικά στοιχεία, ότι η όσια Ματρώνα πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 16/29 Ιουλίου το 1936 στο γεροκομείο για τους χρόνιους ασθενείς στη Μόσχα, δίπλα στην εκκλησία της Γενέσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Η Αγία Όσια Ματρώνα αναγνωρίστηκε ως Αγία στην πόλη Κασίμοβ του επισκοπάτου Ριαζάν στις 9/22 Απριλίου το 1999. Η μνήμη της τιμάται στις 16/29 Ιουλίου
Όσια Ματρώνα του Ανεμνιάσεβο προσευχήσου στον Θεό για μας!