Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Η ΕΥΦΗΜΙΑ,Η ΘΕΟΦΑΝΩ,Η ΣΟΛΟΜΩΝΗ...



site analysis


16 Δεκεμβρίου: εορτάζει η Αγία Θεοφανώ, 
η Θαυματουργή σύζυγος του βασιλιά Λέοντα του σοφού, 
το λείψανο της οποίας φυλάσσεται στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό


Η ΕΥΦΗΜΙΑ,Η ΘΕΟΦΑΝΩ,Η ΣΟΛΟΜΩΝΗ...

Του Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου




  Τρείς μυρωμένες κοιμούνται σέ λάρνακες 
 τόν ύπνο τών αγίων στό κλίτος τό δεξί
  αιώνες κλώθοντας τήν θέωση 
 σέ χάρη, σά φώς καί σά ζωή,
 η Ευφημία,η Θεοφανώ καί η Σολομωνή . 




 Τρείς σφραγισμένες μέ Τόμους καί Σκήπτρα 
 από Συνόδων καί Ανάκτων ορισμό 
 κρατάνε σέ στάση πρόσκαιρης ταφής 
 τού χρόνου καί τού θρόνου τό φανό, 
 η Ευφημία,η Σολομωνή και η Θεοφανώ.


 Τρείς ορκισμένες  γιά σεπτή παρουσία 
 τής μνήμης ψάλλουν τούς αιώνες 
 τραβώντας τόν Αέρα απ΄τά πρόσωπα 
 μιά ρήγισσα,μιά μάνα,μιά αγία,
 η Θεοφανώ,η Σολομωνή κι η Ευφημία.  


( Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου " ΕΚ ΦΑΝΑΡΙΟΥ Β ")  

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

ΟΣΙΑ ΑΝΝΑ Η ΣΟΥΗΔΗ (+ 1050)



site analysis



Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).



Ἡ Πριγκίπισσα Εἰρήνη, θυγατέρα τῶν Σουηδῶν Βασιλέων Ὄλαφ καί Ἐστρίδης καί σύζυγος τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Γιαροσλάβου τοῦ Σοφοῦ, γιοῦ τοῦ Μεγάλου Βλαδιμήρου.
Ἡ ἐποχή κατά τήν ὁποία ἔζησε ἦταν ἐποχή μεγάλων κοινωνικῶν καί πολιτικῶν ἀναστατώσεων, συνεχῶν ἐμφυλίων πολέμων καί ταραχῶν. Ἡ ἴδια ὅμως, ἀφοῦ βίωσε τό Εὐαγγέλιο, ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἐπικράτηση τῶν ἀρχῶν Του, τόσο στήν προσωπική καί οἰκογενειακή της ζωή, ὅσο καί στή ζωή τοῦ πρώϊμου Ρωσικοῦ κράτους. Δημιούργησε μεγάλη χριστιανική οἰκογένεια (ἀπέκτησε 10 παιδιά!), ἀνέθρεψε μαζί μέ τά δικά της παιδιά πολλά ὀρφανά, ἔκτισε στό Κίεβο τήν Μονή τῆς Ἁγίας Σοφίας καί σύνδεσε τό ὄνομά της μέ τήν ἀνέγερση τοῦ περίφημου Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, στό Νόβγκοροντ.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1050, ἀφοῦ προηγουμένως ἔλαβε τό Ἀγγελικό Σχῆμα καί ὀνομάσθηκε Ἄννα. Δέν εἶναι γνωστό πότε τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 πάντως, ἦταν κατατεθημένο μαζί μέ τό ἐπίσης ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ γίου της ἁγ. Βλαδιμήρου Γιαροσλάβιτς, στό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Νόβγκοροντ.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 10η Φεβρουαρίου καί μαζί μέ ἐκείνη τοῦ γιοῦ της ἁγ. Βλαδιμήρου, τήν 4η Ὀκτωβρίο

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

EΓΓΑΜΕΣ ΑΓΙΕΣ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ.



site analysis



Απόσπασμα από το άρθρο «Γάμος και αγιότητα στη Μέση Βυζαντινή Περίοδο
Της Αμαλίας  Κ. Ηλιάδη 

Στόχος των βίων των εγγάμων αγίων της Μέσης βυζαντινής περιόδου είναι να υπαχθεί ο θεσμός του γάμου στον αυστηρό έλεγχο της Εκκλησίας. Μέσω της προσπάθειας που θα πρέπει να καταβάλλουν οι έγγαμοι πιστοί για να μιμηθούν στη ζωή τους τούς εγγάμους αγίους, υποδεικνύεται από την Εκκλησία ο άλλος, εναλλακτικός δρόμος προς την αγιότητα: ο θεάρεστος έγγαμος βίος σε σχέση με το μοναχικό βίο που είναι και πιο συνηθισμένος δρόμος αγιοποίησης. Εξάλλου το «σύμπαν» των αγιολογικών κειμένων αντανακλά την οργάνωση της κοινωνίας και ανταποκρίνεται σε κοινωνικές ανάγκες της εποχής στην οποία αναφέρονται τα αγιολογικά κείμενα.



 Ειδικότερα για τη Μέση βυζαντινή περίοδο, ο ικανός αριθμός (34) των βίων των εγγάμων αγίων μαρτυρεί την έμφαση της κοινωνίας της εποχής αυτής στις οικογενειακές αξίες και κατ’ επέκταση στο θεσμό του γάμου. Μάλιστα οι περιπτώσεις οικογενειακής λατρείας ενός προσώπου που αργότερα και μετά από πολλές προσπάθειες αναγνωρίζεται ως άγιος ή αγία απ’ την επίσημη Εκκλησία είναι πολύ ενδιαφέρουσες.

ΑΓΙΑ ΘΩΜΑΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΣΒΟ.
Στο Βίο της Αγίας Θωμαΐδος της Λεσβίας, που διαδραματίζεται στην Μυτιλήνη και στην Κωνσταντινούπολη του 10ου αιώνα, θίγεται ο ξυλοδαρμός των γυναικών απ’ τους συζύγους τους ως κοινωνική πληγή της εποχής. Οι γονείς της αγίας Θωμαΐδος ευτύχησαν στο γάμο τους και ο βιογράφος της αγίας τους ονομάζει «ζεύγος χρυσούν, ζεύγος τρισευδαίμον και μακάριον», ενώ η Θωμαΐδα ατύχησε στο γάμο της, ο οποίος απέβη αγκάθινο στεφάνι γι’ αυτή. Οι γονείς της, όντας ευκατάστατοι και ευσεβείς, την πάντρεψαν σε ηλικία 24 ετών με ένα νέο ονόματι Στέφανο. Η Θωμαΐδα, παρότι διακρινόταν ως ενάρετη, καλή και υποδειγματική σύζυγος και νοικοκυρά και δίχως να δίνει καμιά αφορμή, αντιμετώπιζε χείριστο τρόπο συμπεριφοράς εκ μέρους του συζύγου της. Ο ατυχής της γάμος ανάγκασε τους θλιμμένους γονείς της να αναχωρήσουν απ’ τη Μυτιλήνη για τα μέρη της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας της, μετά από λίγο καιρό, πέθανε και η μητέρα της έγινε μοναχή και αργότερα ηγουμένη.
Ο σύζυγος της Θωμαΐδας, απ’ την φιλαργυρία και την πλεονεξία του, ειρωνευόταν και έβριζε την ευλάβεια και την φιλοστοργία της. Μάλιστα την χτυπούσε βάναυσα σ’ όλο της το σώμα. Στο τέλος η αγία πεθαίνει απ’ τα τραύματα που της προξένησε ο βάρβαρος σύζυγός της. Έζησε δεκατρία χρόνια μαρτυρικού συζυγικού βίου και πέθανε σε ηλικία 38 ετών. Τάφηκε στο μοναστήρι που ήταν ηγουμένη η μητέρα της.
Η αντίθεση του φρονήματος της αγίας με το φρόνημα του συζύγου της, αναδεικνύει την υπομονετική γυναίκα σύζυγο και τις αρετές της ευλάβειας, της φιλανθρωπίας, της ελεημοσύνης και της φιλοστοργίας. Παράλληλα συνδέει, η αντίθεση αυτή, τον άνδρα σύζυγο με την ασέβεια, την φιλαργυρία, την πλεονεξία και την σκληρότητα. Το γεγονός αυτό, απ’ τη μια μεριά, ανυψώνει τη γυναικεία φύση και υπόσταση απέναντι στην ανδρική, αλλά απ’ την άλλη ο βίος της Οσίας Θωμαΐδος ως υπόδειγμα για τις έγγαμες γυναίκες της εποχής της, ενισχύει μια τάση παθητικότητας και υποταγής της γυναίκας, ακόμη και στις άδικες ή παράλογες συμπεριφορές του συζύγου της. Η παραπάνω διαπίστωση επιβεβαιώνεται και από άλλες, πατερικές κυρίως πηγές, καθώς σύμφωνα μ’ αυτές, η διατήρηση, η ενίσχυση και η επιβίωση του θεσμού του γάμου, ως συνεκτικού ιστού της κοινωνίας, απαιτούσε θυσίες, υπομονή και ανεκτικότητα άνευ ορίων, κυρίως εκ μέρους των γυναικών που εισέρχονταν σ’ αυτόν.


ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Στο βίο της Οσίας Θεοδώρας της Θεσσαλονίκης που καταγόταν απ’ την Αίγινα και έζησε στα τέλη του 8ου και στις αρχές του 9ου αιώνος, ο μοναχισμός αποτελεί οικογενειακή υπόθεση καθώς όλα τα μέλη της οικογένειάς της κείρονται μοναχοί. Η αγία Θεοδώρα ήταν κόρη ιερέως, ο οποίος, μετά το θάνατο της συζύγου του, έγινε μοναχός. Η Θεοδώρα είχε μια αδελφή μοναχή και έναν αδελφό διάκονο τον οποίο σκότωσαν πειρατές σε επιδρομή τους στην Αίγινα. Επειδή έμεινε ορφανή σε μικρή ηλικία, την πήρε κοντά της η νονά της και σε συνεννόηση με τον πατέρα της την αρραβώνιασε μ’ ένα θεοσεβούμενο νέο. Μετά το θάνατο του αδελφού της, η Θεοδώρα και ο αρραβωνιαστικός της εγκαταλείπουν την Αίγινα και εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη για μια πιο ασφαλή ζωή χωρίς το φόβο των πειρατών. Εκεί, απ’ το γάμο τους απέκτησαν τρία παιδιά, από τα οποία τα δύο πολύ σύντομα πέθαναν. Η Θεοδώρα πείθει το σύζυγό της ν’ αφιερώσουν το τρίτο τους παιδί στο Θεό και να το κείρουν μοναχή. Μετά το θάνατο του άνδρα της γίνεται και η ίδια μοναχή, όντας 25 ετών.

Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΩ
Η αγία Θεοφανώ, πρώτη σύζυγος του τετράγαμου αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ του Σοφού, ανακηρύχθηκε αγία για την αζηλοτυπία της, την αμνησικακία της, τις πολλές ελεημοσύνες της και την ανεξάντλητη υπομονή της απέναντι σ’ ένα σύζυγο που την απατούσε και την παραμελούσε. Ως πρότυπο υπομονετικής συζύγου, υπέμεινε αυτήν την κατάσταση του προβληματικού γάμου της επί δώδεκα έτη και μετά το θάνατό της, ο αυτοκράτορας σύζυγός της, πιθανώς, για να εξιλεωθεί απ’ τις τύψεις του για την μοιχεία που διέπραττε εις βάρος της, έκτισε προς τιμήν της ναό κοντά στην εκκλησία των αγίων Αποστόλων.

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΝΕΑ.

Στην περίπτωση της οσίας Μαρίας της Νέας η αγιότητα καθίσταται οικογενειακή υπόθεση και οικογενειακή παράδοση. Μετά το θάνατό της η Μαρία παρουσιάζεται πολλές φορές στον ύπνο του συζύγου της Νικηφόρου, που όταν ήταν εν ζωή την ξυλοκοπούσε ανελέητα, για να του πει να επιμεληθεί την ανέγερση ναού προς τιμήν της. Μερικοί μοναχοί όμως, παρακινημένοι από φθόνο και ζήλεια, καθώς αναφέρει ο βίος της, αντιτάσσονταν στην πρόθεση του συζύγου της να της κτίσει ναό, υποστηρίζοντας πως δεν είναι δυνατό να ζει κανείς στον κόσμο, να κρεοφαγεί, να χαίρεται τις συζυγικές ηδονές και παράλληλα να θαυματουργεί, όταν οι μοναχοί, στερούμενοι όλων των ευχαρίστων, κακουχούμενοι και θλιβόμενοι πάντοτε σε όλα, νύχτα και ημέρα προσευχόμενοι, παρόλα αυτά δεν αξιώνονται τέτοιων χαρισμάτων. Αυτή η αντιπαράθεση ανάμεσα σε αγίους που προέρχονται απ’ το μοναχικό βίο και σε αγίους που προέρχονται απ’ τον «κοσμικό» βίο αίρεται, τελικά, από την επιτέλεση θαυμάτων εκ μέρους της αγίας, της οποίας τους συζυγικούς ξυλοδαρμούς δε λάμβαναν υπόψη, απ’ τη σκοπιά τους, οι παραπάνω μοναχοί, και αναφέρονταν μόνο στις ηδονές του συζυγικού βίου, φέρνοντας εμπόδια στην αγιοποίησή της.
Τελικά η Μαρία η Νέα αγιοποιείται λόγω της επιμονής του συζύγου της να της ανεγείρει ναό για να εξιλεωθεί απέναντι της και απέναντι του Θεού για την απάνθρωπη συμπεριφορά του. Το έγκυρο της αγιότητάς της επιβεβαιώνεται με την πάροδο του χρόνου απ’ την εξέλιξη της ζωής των δυο παιδιών της: ο ένας γιος της ο Βαάνης μεγαλώνοντας ανήλθε σε υψηλά αξιώματα και παντρεύτηκε επιφανή γυναίκα. Μιμήθηκε τον βίο της μητέρας του: ήταν ανδρείος στο σώμα και πολύ περισσότερο ανδρείος στην ψυχή. Τα χρήματά του τα μοίραζε στους συστρατιώτες του, στους οποίους ήταν προσφιλής και «περίδοξος». Καθημερινά διάβαζε την ακολουθία των Ωρών και το Ψαλτήρι και κάθε βράδυ, μετά το απόδειπνο, παράκληση στην Παναγία. Όταν ασθένησε ήρθε στην Κωνσταντινούπολη όπου συναντήθηκε με τον αδελφό του Συμεών, που είχε γίνει μοναχός στο όρος του Κυμινά και τον έκειρε μοναχό ονομάζοντάς τον Μαρίνο. Ο Συμεών, όντας φυγόδοξος και μοναχικός, περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο. Αργότερα έγινε ιερέας, εφαρμόζοντας στη ζωή του το «Αγίας μητέρας άγιος βλαστός».

Οι βίοι των παντρεμένων αγίων της μέσης βυζαντινής περιόδου (7ος-10ος αιώνας) στηρίζουν και ταυτόχρονα κλονίζουν το θεσμό του γάμου. Τα δύο αυτά αντιφατικά φαινόμενα παρατηρούνται ταυτόχρονα και κατά περιπτώσεις: κάποιοι βίοι στηρίζουν με τις διηγήσεις τους το γάμο και κάποιοι άλλοι κλονίζουν τον ίδιο θεσμό, ιδιαίτερα όταν ο άγιος εγκαταλείπει γυναίκα και παιδιά για να ακολουθήσει, απερίσπαστος, το μοναχικό βίο. Εξάλλου, οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις είναι εγγενές στοιχείο της βυζαντινής κοινωνίας της μέσης περιόδου που εντοπίζεται σε πολλά επίπεδα.

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Οσίας Συγκλητικής διδαχές… (5 Ιανουαρίου)


Τμήμα μωσαϊκού ναού του Αγίου Απολιναρίου του νέου στη Ραβέννα (526 μ.Χ)
1. Είπε η αμμάς Συγκλητική· «Εκείνους που πλησιάζουν προς τον Θεό στην αρχή τους περιμένει αγώνας και πολύς κόπος, ύστερα όμως χαρά ανείπωτη. Γιατί όπως ακριβώς αυτοί που θέλουν να ανάψουν φωτιά στην αρχή καπνίζονται και δακρύζουν και μόνον τότε κατορθώνουν αυτό που γυρεύουν να κάνουν – γιατί βέβαια λέει πως ο Θεός μας είναι φωτιά που κατατρώει – έτσι κι εμείς πρέπει να ανάψουμε μέσα μας τη θεία φωτιά με δάκρυα και πόνους».
2. Είπε ακόμη ότι «Εμείς που διαλέξαμε τη μοναχική ζωή οφείλουμε να έχουμε άκρα σωφροσύνη. Βέβαια και ανάμεσα στους κοσμικούς φαίνεται να υπάρχει η σωφροσύνη, όμως μαζί μ’ αυτήν συνυπάρχει και η αφροσύνη, επειδή αυτοί αμαρτάνουν με όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις, αφού και βλέπουν άπρεπα και γελούν άτακτα».
3. Είπε πάλι· «Καθώς τα πολύ ισχυρά φάρμακα διώχνουν τα δηλητηριώδη ερπετά, έτσι και η προσευχή μαζί με τη νηστεία εξαφανίζει τους πονηρούς λογισμούς».
4. Είπε πάλι· «Πολλές είναι οι παγίδες του διαβόλου. Με την φτώχεια δεν κατάφερε να κλονίσει μια ψυχή; Τότε φέρνει σαν δόλωμα τον πλούτο. Αν ούτε με τις ύβρεις και τους ονειδισμούς δεν μπορέσει, χρησιμοποιεί τους επαίνους και τη δόξα. Σαν νικηθεί με τη σωματική υγεία, φέρνει αρρώστιες στο κορμί. Όταν δεν κατορθώσει να μας ξεγελάσει με τις ηδονές, προσπαθεί να μας κάνει να ξεστρατίσουμε με αθέλητες ταλαιπωρίες. Φέρνει – ύστερα από παραχώρηση – βαρύτατες ασθένειες, ώστε εξαιτίας αυτών να ολιγοψυχήσουμε και έτσι να νοθευτεί η αγάπη προς το Θεό. Ακόμη κατατρώγει το κορμί με σφοδρότατους πυρετούς και το θλίβει με ακατάσχετη δίψα.
Αν λοιπόν τα παθαίνεις αυτά επειδή έχεις αμαρτήσει, υπενθύμισε στον εαυτό σου τη μέλλουσα κόλαση και το αιώνιο πυρ και τις καταδικαστικές ποινές και δεν θα ολιγοψυχήσεις για αυτά που σου συμβαίνουν. Να χαρείς γιατί ενδιαφέρθηκε ο Θεός για σένα και έχε στο στόμα σου το γλυκύτατο εκείνο ρητό· «Με διάφορους τρόπους με παίδευσε ο Κύριος, αλλά τελικά δεν με παρέδωσε στον θάνατο». Αν ήσουν σαν το σίδερο, γνώριζε πως μόνο με τη φωτιά διώχνεις τη σκουριά. Αν πάλι ασθενείς, ενώ είσαι δίκαιος, μάθε πως ανεβαίνεις σε ακόμη υψηλότερα μέτρα. Κι αν ακόμη είσαι χρυσάφι, με τη φωτιά γίνεσαι γνησιότερος. Μήπως όμως σου δόθηκε σατανικός άγγελος να βασανίζει τη σάρκα σου; Να αγαλλιάσεις τότε από χαρά, άκου με ποιόν εξομοιώθηκες – έχεις αξιωθεί της μερίδας του Παύλου. Ή πάλι βασανίζεσαι από πυρετό και παιδεύεσαι με ρίγη; Λέει η Γραφή σχετικά· «Περάσαμε μέσα από φωτιές και θάλασσες και μας οδήγησες σε αναψυχή». Βρίσκεσαι τώρα στην πρώτη φάση; Περίμενε θάρθει και η δεύτερη. Καθώς ασκείς την αρετή να κραυγάζεις τα λόγια του αγίου που λέει· «Είμαι φτωχός και θλίβομαι από τους πόνους». Έτσι μέσα από αυτούς τους δυο τρόπους θλίψης θα γίνεις τέλειος, όπως λέει· «Μέσα από τη θλίψη με ύψωσες». Με αυτά τα γυμνάσματα λοιπόν να προπονήσουμε τις ψυχές μας, γιατί ο αντίπαλος βρίσκεται ήδη μπροστά μας».
5. Είπε ακόμη· «Όταν νηστεύεις, μη προφασιστείς αρρώστια, γιατί σε ίδιες αρρώστιες πέφτουν πολλές φορές και αυτοί που δεν νηστεύουν, Άρχισες το καλό; Μην κάνεις πίσω, αν σου ριχτεί ο εχθρός. Με την υπομονή σου θα τον τσακίσεις. Και οι ναυτικοί όταν καθώς ξανοίγονται με το πλοίο έχουν ευνοϊκό άνεμο και αφού απλώσουν τα πανιά συναντούν αντίθετο, τότε εξαιτίας αυτής της αναποδιάς δεν ρίχνουν μεμιάς την πραμάτεια τους στη θάλασσα. Αλλά, αφού ησυχάσουν για λίγο ή και έστω βγουν έκτος μάχης από την τρικυμία, πάλι συνεχίζουν την πορεία τους. Έτσι και εμείς λοιπόν και αν πέσει καταπάνω μας ενάντιος αγέρας, αντί για πανί να σηκώσουμε ψηλά τον Σταυρό και άφοβα στο υπόλοιπο ταξίδι να πλεύσουμε».
6. Είπε η ίδια· «Είναι επικίνδυνο να διδάσκει ένας που δεν έχει προχωρήσει στην πράξη της αρετής. Όπως δηλαδή καθώς κάποιος έχει σπίτι ετοιμόρροπο και δεχθεί σ’ αυτό φιλοξενούμενους, θα τους κάνει κακό με την πτώση των τοίχων, έτσι και εκείνοι οι οποίοι δεν κατάρτισαν πρώτα τους εαυτούς τους, θα προξενήσουν την απώλεια σε όσους προσέρχονται σε αυτούς. Γιατί με τα λόγια βέβαια τους προσκάλεσαν στο δρόμο της σωτηρίας, με την κακή τους όμως συμπεριφορά θα βλάψουν τελικά τους αγωνιστές».
7. Είπε πάλι· «Καλό είναι να μη οργίζεται κανείς. Αλλά και αν συμβεί αυτό, γνώριζε πως ούτε μιας ημέρας καιρό δεν σου παραχώρησε για το πάθος, εκείνος που είπε· «Ας μη σας προλάβει οργισμένους η δύση του ήλιου». Εσύ όμως περιμένεις να σε προλάβει η δύση της ζωής σου. Γιατί μισείς τον άνθρωπο που σε λύπησε; Δεν είναι αυτός που σε αδίκησε, αλλά ο διάβολος. Να μισήσεις την αρρώστια λοιπόν και όχι τον άρρωστο».
8. Είπε πάλι· «Όσο περισσότερο προοδεύει κάποιος αθλητής, τόσο και με ισχυρότερο αντίπαλο συναγωνίζεται».
9. Είπε πάλι· «Έχει γραφεί· “Γίνετε συνετοί σαν τα φίδια και άμεμπτοι όπως τα περιστέρια”. Το να γίνετε συνετοί σαν τα φίδια λέχθηκε για να μη μας διαφεύγουν οι επιθέσεις και οι πονηριές του διαβόλου, γιατί το όμοιο από το όμοιο του αναγνωρίζεται πολύ γρήγορα. Το άμεμπτο όμως του περιστεριού υποδεικνύει την καθαρότητα των πράξεών μας».
10. Είπε πάλι· «Όπως ένας θησαυρός χάνεται σαν φανερωθεί, έτσι και η αρετή που αναγνωρίζεται και γίνεται ευρέως γνωστή εξαφανίζεται. Και ακόμη όπως το κερί λιώνει μπρος στη φωτιά, έτσι και η ψυχή εξαιτίας των επαίνων χαλαρώνει και σταματάει να αγωνίζεται».
11. Είπε πάλι· «Καθώς δεν είναι δυνατό στον ίδιο τόπο όπου υπάρχει αγριάδα να φυτρώσει σπόρος, έτσι είναι αδύνατο να κάνουμε καρπό ουράνιο όταν μας περιβάλλει η ανθρώπινη δόξα».
12. Είπε πάλι· «Παιδιά μου· όλοι θέλουμε να σωθούμε, όμως εξαιτίας της δικής μας αμέλειας απομακρυνόμαστε τελικά από τη σωτηρία».
13. Είπε επίσης· «Ας είμαστε προσεκτικοί, γιατί οι κλέφτες μπαίνουν και χωρίς να το θέλουμε διαμέσου των σωματικών μας αισθήσεων. Πώς είναι δυνατό να μη μαυρίσει ένα σπίτι από τους καπνούς που θα σηκωθούν έξω αν έχει ανοιχτά παράθυρα;».
14. Είπε πάλι· «Δεν πρέπει σ’ αυτή τη ζωή να ξενοιάσουμε, όπως λέει και η Γραφή· «Αυτός που νομίζει πως στέκεται καλά στα πόδια του, ας προσέχει μην πέσει». Πλέουμε σαν το καράβι στο άγνωστο, άλλωστε η ζωή μας έχει χαρακτηριστεί ως θάλασσα από τον ψαλμωδό. Όμως η θάλασσα αλλού είναι γεμάτη υφάλους, αλλού είναι φουρτουνιασμένη και αλλού πάλι γαλήνια. Εμείς λοιπόν θεωρούμε πως πλέουμε εκεί που είναι γαληνεμένη η θάλασσα, ενώ για τους κοσμικούς εκεί που έχει τρικυμία. Ακόμη πως ταξιδεύουμε μέσα στην ημέρα και μας οδηγεί ο ήλιος της δικαιοσύνης. Όμως είναι ενδεχόμενο πολλές φορές ο κοσμικός άνθρωπος που ταξιδεύει μέσα στο σκοτάδι και την κακοκαιρία, αν ξαγρυπνήσει, να σώσει το πλοίο του, ενώ εμείς που είμαστε μέσα στη γαλήνη, εάν από αμέλεια αφήσουμε το πηδάλιο των αρετών, να βυθιστούμε».
15. Είπε πάλι· «Όπως είναι αδύνατο χωρίς καρφιά να κατασκευαστεί ένα πλοίο, έτσι αποκλείεται να σωθεί κανείς δίχως την ταπεινοφροσύνη».
16. Είπε πάλι· «Υπάρχει λύπη ωφέλιμη, αλλά υπάρχει και λύπη που προξενεί βλάβη. Η ωφέλιμη λύπη είναι όταν θλίβεται κανείς για τις αμαρτίες του, ώστε να μην χάσει την καλή του πρόθεση για σωτηρία, ή όταν στενοχωρείται για την πνευματική ασθένεια των γύρω του, φτάνοντας με αυτό τον τρόπο στην τέλεια αρετή. Η λύπη όμως που προέρχεται από τον εχθρό είναι γεμάτη παραλογισμό, γι’ αυτό και ονομάστηκε από μερικούς ακηδία. Αυτήν την κατάσταση πρέπει να την απομακρύνει κανείς με την προσευχή και την ψαλμωδία».
17. Αυτός που μέσα στη μύτη του έχει τη δική του δυσωδία, δεν αισθάνεται άλλη μυρωδιά, έστω και αν σταθεί πάνω από όλα τα πτώματα.
 (Δ. Γ. Τσάμη, «Μητερικόν». Διηγήσεις αγ. Μητέρων της ερήμου- επιλογή).

Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

ΑΓΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΗ (2ος αἰ. π.Χ.)





Ἡ μητέρα τῶν Ἁγίων 7 Μακαβαίων παίδων (Ἀβείμ, Ἀντωνίου, Γουρία, Ἐλεάζαρου, Εὐσεβωνᾶ, Ἀχείμ καί Μάρκελλου). Κατά τήν αἰχμαλωσία τῶν Ἑβραίων ἀπό τόν Ἀντίοχο Σελευκίδη, πιέσθηκαν νά παραβοῦν τίς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου τίς σχετικές μέ τήν χοιροφαγία καί ἐπειδή ἀρνήθηκαν καταδικάσθηκαν σέ θάνατο καί μαρτύρησαν στήν πυρά. Ἡ ἁγ. Σολομονή ἀνῆκει στούς λεγόμενους "αὐτόκλητους Μάρτυρες", διότι ρίχθηκε μόνη της στήν πυρά, μετά τόν θάνατο τῶν παιδιῶν της.
Τό Λείψανό της σεβάσθηκε ἡ φωτιά καί σήμερα φυλάσσεται ἀδιάφθορο στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, στό Φανάρι ΚΠόλεως, μαζί μέ τά ἐπίσης ἀδιάφθορα Λείψανα τῶν Ἁγίων Θεοφανοῦς τῆς Βασιλίσσης καί Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 1η Αὐγούστου.

ΑΓΙΑ ΦΙΛΟΘΕΗ ΤΟΥ ΑΡΤΖΕΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ (16ος αἰ.)



Σχετικά μέ τήν ἁγ. Φιλοθέη τοῦ Ἄρτζες, ἐπικρατοῦν δύο ἐκδοχές. Σ' αὐτή τήν ἐργασία δεχόμεθα τήν Βουλγαρο-Ρουμανική ἐκδοχή, καθ' ὅτι τό ἀδιάφθορο Λείψανο πού φυλάσσεται στό Ἄρτζες ἀνῆκει σέ παιδί καί ὄχι σέ ἐνήλικο ἄτομο.
Ἡ ἁγ. Φιλοθέη ἦταν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς. Γεννήθηκε στό Τύρνοβο ἀπό πτωχούς γονεῖς. Στήν τρυφερή παιδική της ἡλικία ἔμεινε ὀρφανή ἀπό μητέρα, ἀπό τήν ὁποία εἶχε διδαχθεῖ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Βρῆκε τόν θάνατο σέ ἡλικία 11 ἐτῶν, ἀφοῦ ὑπέφερε τά πάνδεινα ἀπό τήν μυτριά της, κάτω ἀπό τίς ἀκόλουθες συνθῆκες:
Κάποια φορά πού ὁ πατέρας της δούλευε στήν ἐξοχή, ἡ μυτριά της τῆς ἔδωσε φαγητό γιά νά τοῦ τό πάει. Ἡ Φιλοθέη, ἀπό τήν ἀγάπη πού ἔτρεφε πρός τούς πτωχούς, μοίρασε τό φαγητό κατά τήν διαδρομή καί ἔτσι ὁ πατέρας της τό βράδυ ἐπέστρεψε νηστικός καί κουρασμένος. Τό περιστατικό αὐτό συνέβη ἀρκετές φορές. Κάποτε ὁ πατέρας της παραφύλαξε σέ κάποιο σημεῖο τῆς διαδρομῆς, γιά νά διαπιστώσει τί κάνει ἡ κόρη του τό φαγητό πού προοριζόταν γι' αὐτόν. Ὅταν λοιπόν τήν εἶδε νά τό μοιράζει στούς πτωχούς, "ὥρμησε μέ ἕνα ρόπαλο κατεπάνω της, τήν ἔδεσε μέ σχοινιά καί ἄρχισε νά τήν κτυπάει καί νά τήν τσαλαπατάη μέ τά πόδια του"!
Στόν τόπο ἐκεῖνο καί ἀπό τά χέρια τοῦ πατέρα της, ἡ Φιλοθέη ἀναδείχθηκε Μάρτυρας τῆς Ἀγάπης καί τῆς Ἐλεημοσύνης. Ὁ παιδοκτόνος μετά τό ἔγκλημά του, στήν προσπάθειά του νά κρύψει τό σῶμα τοῦ θύματος, διαπίστωσε ὅτι ἦταν ὑπερφυσικά βαρύ! Ἔσπευσε λοιπόν νά παραδωθεῖ στίς Ἀρχές, ἐνῶ στόν τόπο τοῦ συμβάντος πῆγε ὁ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος, μέ τήν συνοδεία Κληρικῶν καί πολλῶν Χριστιανῶν. Παρά τίς δεήσεις τό σῶμα τῆς Φιλοθέης παρέμενε ἀμετακίνητο! Ἔτσι, "ἀποφάσισαν νά μνημονεύσουν μοναστήρια καί ἐκκλησίες τῆς Βουλγαρίας, μήπως εἶναι θέλημά Της νά ἐγκατασταθῆ σέ κάποιο ἱερό τόπο. Ἀφοῦ τελείωσαν τήν μνημόνευση τῶν ἱερῶν τόπων τῆς Βουλγαρίας καί τό Λείψανο παρέμενε ἀσήκωτο, ἄρχισαν νά μνημονεύουν μοναστήρια καί ἐκκλησίες τῆς Ρουμανίας. Ὅταν ἐμνημόνευσαν τήν περικαλλῆ ἐκκλησία τῆς Μονῆς Κούρτεα τῆς πόλεως Ἄρτζες, ἀμέσως τό σῶμα τῆς Μάρτυρος ἐλάφρωσε περισσότερο ἀκόμη καί ἀπό τό φυσικό του βάρος! Ἔτσι ὅλοι ἐγνώρισαν, ὅτι εἶναι θέλημά Της νά μεταφερθῆ στήν Μονή ἐκείνη, μακριά ἀπό τήν πατρίδα Της".
Τό παρθενικό Λείψανο τῆς Παιδομάρτυρος Φιλοθέης, ὑποδέχθηκε στήν βόρεια ὄχθη τοῦ Δουνάβεως ὁ Ἡγεμόνας Ράδος ὁ Μέγας, μέ κάθε πολιτική καί ἐκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια καί τό ἐναπέθεσε στόν περίφημο γιά τό κάλλος του Ναό τῆς Μονῆς Κούρτεα τῆς πόλεως Ἄρτζες, πρώτης πρωτεύουσσας τῆς Οὐγγροβλαχίας. Τό Λείψανο ἀργότερα ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στό Παρεκκλήσιο τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, στήν ἴδια Μονή, κατατεθημένο σέ ἀργυρή λάρνακα.
Ἡ ἁγ. Φιλοθέη ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἐπιληπτικῶν καί ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 7η Δεκεμβρίου.
http://churchsynaxarion.blogspot.com/

Η Οσία Μελάνη (31 Δεκεμβρίου)



Η Αγία Μελάνη. Αγιογραφία της μακαριστής αδ. Ολυμπιάδος. Από το βιβλίο "Μοναχής Ολυμπιάδος Δέησις: Επιλογή από το Αγιογραφικό της Έργο", εκδ. Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Ευαγγελισμού Μητρός Ηγαπημένου, Πάτμου.
Έζησε στα χρόνια που βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, ο δεύτερος γιός του Μεγάλου Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά.
Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Τη μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της.
Οι στιγμές που περνούσε ήταν πολύ δύσκολες. Το μόνο που την παρηγορούσε ήταν ο λόγος του Θεού «Τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ἁπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες»(προς Ρωμ.,ιβ΄12)
Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας.
Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στην μελέτη και στην προσευχή. Εκεί επίσης καλλιγραφούσε ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί.
Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των πτωχών και των ασθενών. Και αφού επισκέφτηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα.
Η εκκλησία μας τιμά την μνήμη της στις 31 Δεκεμβρίου.

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΩ-H θαυματουργός βασίλισσα με το άφθαρτο λείψανο


Η Αγία Θεοφανώ ήταν μια ευσεβέστατη και ενάρετη βασίλισσα, που εξυμνήθηκε πολύ από τους χρονογράφους της εποχής εκείνης, για την ευαγγελική της ζωή, τις ελεημοσύνες της και την άκρα ευσέβειά της.

Ήταν κόρη του Κωνσταντίνου του Μαρτινακίου, του Ιλλουστρίου και της Άννας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ανατράφηκε με επιμέλεια.
Σε κατάλληλη ηλικία, ο βασιλιάς Βασίλειος ο Μακεδόνας την έδωσε για σύζυγο στον γιό του Λέοντα τον Σοφό (886 - 912 μ.Χ.), με τον οποίο για 12 χρόνια ζούσε με αφοσίωση συζυγική και αναγνωρίστηκε αμέσως από τους συγχρόνους της σαν αγία και θαυματουργή για τα πολλά έργα αγάπης που έκανε.
Παρ' όλο τα μεγαλεία και τον πλούτο που την πλαισίωνε, διατήρησε τη ταπεινοφροσύνη και την μετριοφροσύνη που την χαρακτήριζε πριν. Προτιμούσε να είναι απλά ντυμένη και να βρίσκεται δίπλα στους ανθρώπους που την χρειαζόντουσαν. Γι' αυτό ντυνόταν απλά για να μην αναγνωρίζεται και με την συνοδεία δύο έμπιστων υπηρετριών της, γύρναγε στα σπίτια των φτωχών και κατατρεγμένων και πρόσφερε την βοήθειά της. Ήταν τόση η πίστη της, που αξιώθηκε να θαυματουργήσει. Όταν εγκατέλειπε η ιατρική επιστήμη κάποιον ασθενή διότι δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει, του επανέφερε την υγεία του η Αγία με την δύναμη της ψυχής της. Παρ' όλο τις πίκρες που δέχθηκε στη ζωή της η Αγία Θεοφανώ υμνούσε τον Κύριο με μία άσβεστη φλόγα.
Τα λείψανα των Αγ.Ευφημια,Αγ,Σολομονή και Αγ.Θεοφανώς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο
Όταν πέθανε, ο σύζυγός της, έκτισε ωραιότατο ναό, κοντά στον ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου εναποτέθηκε το τίμιο λείψανό της. Αυτό μετακόμισε ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και από 'κεί αργότερα μεταφέρθηκε στο Πατριαρχείο, όπου μέχρι σήμερα σώζεται.
proskynitis.blogspot.com

O BIOΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΒΑΤΙΝΗΣ



Ο πατέρας της Οσίας Παρασκευής ονομαζόταν Νικήτας.Δεν γνώριζουμε το όνομα της μητέρας της.Είχαν άλλον έναν γιό ,τον μετέπειτα επίσκοπο Μαδύτου,Αγιο Ευθύμιο τον Μυροβλήτη.Η μητέρα της την ανέθρεψε με φόβο και αγάπη Θεού.Οταν ήταν δέκα χρονών άκουσε το ευαγγελικό αναγνωσμα που αναφέρονταν στο διαλογο του πλουσιου νεου με τον Κυριο.<<Πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασε τα στους φτωχούς και ακολούθησε με>>.Για μένα τα λέει,είπε η μικρή Παρασκευή,όπως κάποτε ο Αγιος Αντωνιος που άκουσε το ίδιο ευαγγελικό ανάγνωσμα και βγαινοντας από το ναό έδωσε τα ρουχα της στην πρωτη φτωχή κοπέλα που συνάντησε και ντύθηκε τα φτωχικά.Αυτο το έκανε συχνά.Μοιραζε το φαγητό της και τα ρούχα της στα φτωχά παιδιά.
Η Παρασκευή ήταν περιζήτητη νύφη από τους πλούσιους νέους που είχαν επίσημη κοινωνικη θεση και μεγάλα αξιώματα αλλά εκείνη αρνιόνταν.Τελικά εφυγε κρυφά από τους γονιους της στην Κωνσταντινουπολη και από εκεί στην Χαλκηδόνα οπου προσκύνησε τα λείψανα της Αγίας Ευφημίας και έπειτα στην Ηράκλεια του Ποντου όπου έμεινε σ’ένα ναό της Θεοτόκου 5 χρόνια,κατερχόμενη κάθε είδος αρετής με ολονύχτιες προσευχές,νηστείες,αναστέναγμους,δάκρυα και πένθος άσβεστο.Αφού επισκέφτηκε τα Ιεροσόλυμα αποφάσισε να μείνει στην έρημο του Ιορδάνη.Μια νύχτα οπως πάντα αγρυπνώντας παραδομένη στην προσευχή και στην άσκηση είδε άγγελο Κυριου με μορφή νέου ο οποίος την προέτρεψε να γυρίσει στην πατρίδα της για να πεθανει εκεί.Αφού πέρασε από την Κωνσταντινουπολη για δεύτερη φορά κατέληξε στην Καλλικράτεια της Ανατολικής Θράκης και υπηρέτησε στον ναό των Αγίων Αποστόλων.Σε ηλικία μόλις 27 χρόνων εκοιμήθη και την έθαψαν κοντά στη θάλασσα.
Εύρεση του λειψάνου της Οσίας
Πέρασαν πολλά χρόνια όταν η θάλασσα έβγαλε στην παραλία της Καλλικράτειας το σώμα κάποιου νεκρού ναύτη.Οταν έσκαψαν για να θάψουν το σώμα του βρήκαν ένα άφθαρτο λείψανο,αλλά άπειροι όπως ήταν δεν έδωσαν σημασία στο γέγονος και πέταψαν το δύσοσμο σώμα του ναύτη στον ίδιο τάφο και σκέπασαν τα σώματα.Το συμβαν ξεχάστηκε.Ενας ευλαβής από το χωριό ,ονόματι Γεώργιος,αγαπούσε το Χριστό και συχνά προσευχονταν τις νυχτερινές ώρες στο σπίτι.Μια φορά τα ξημερωματα τον πήρε λίγο ο ύπνος και είδε μια λευκοφορεμένη σαν βασίλισσα περικυκλωμένη από πλήθος λαμπρών στρατιωτών.Ενας από τους στρατιώτες του είπε:’’Γεωργιε,γιατί περιφρονησατε το σώμα της Οσίας Παρασκευής;Παρτε το γρήγορα και βάλτε το σε κιβώτιο λαμπρό,γιατί ο βασιλιάς του ουρανού την τίμησε στον ουρανό και θέλει να τη δοξάσει και στη γη’’.Και η λευκοφορέμενη βασίλισσα του είπε’’Πάρτε γρήγορα το λείψανό μου και βάλτε το σε λαμπρό χώρο,γιατί δεν μπορώ να υποφέρω την δυσοσμία αυτού του ανθρώπου.Του αποκαλύπτει δε και τον τόπο όπου ήταν θαμμένη και το όνομά της.
Το ίδιο βράδυ μια άλλη γυναίκα του χωριού η Ευφημία είδε στον ύπνο της παρόμοιο όραμα.Το πρωί διηγηθηκαν και οι δύο το όραμά τους στους συγχωριανους τους.Ολοι έτρεψαν στον τάφο και βρήκαν το άφθαρτο σώμα της Οσίας να ευωδιάζει και έκανε πολλά θαύματα την ώρα που το μετέφεραν με την συνοδεία ιερέων και του πιστού λαού στο Ναο των Αγίων Αποστόλων στην Καλλικράτεια.Μερικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα λείψανα έμειναν στους Επιβάτες 200 χρόνια και όχι στην Καλλικράτεια.
Οι μετακομιδές του λειψάνου
Ο Ιωαννης Ασαν ο Β’διάδοχος των ιδρυτων του Βουλγαρικού βασιλείου αφού κατεκτησε τη Θεσσαλονίκη,τη Θεσσαλια,τη σημερινή Σερβία και τη Δαλματία,το 1238 ζήτησε τα λείψανα της Οσίας Παρασκευης από τις λατινικές αρχές της Κωνσταντινουπολης και τα έφερε στο Τυρνοβο.Το 1393 ο Σουλτανος Βαγιαζήτ κατέκτησε το Τύρνοβο.Το ίδιο έτος τα λείψανα μεταφέρθηκαν στο Βίντιν(Βιδίνιο)για πέντε χρόνια.Το 1398 τα άγια λείψανα της Οσίας Παρασκευης φτάνουν στο Βελιγράδι όπου έμειναν μέχρι το 1521 όταν ο Σουλτάνος Σουλειμάν ο Μεγαλοπρεπής κατακτά το Βελιγράδι καιματαφέρονται στην Κωνσταντινουπολη μαζί με τα λείψανα της Βασιλισσά Θεοφανούς.
Το Μαιο του 1641 ο Πατριαρχης Κωνσταντινουπόλεως Παρθένιος ο Α’ σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον ηγεμόνα της Μολδαβίας Βασίλε Λούπου ο οποίος είχε πληρώσει όλα τα χρέη του Πατριαρχείου, του δώρησε τα λείψανα της Οσίας Παρασκευης τα οποία έφτασαν στο Ιάσιο στις 13 Ιουνίου 1641 και παρέμειναν στον Ι.Ν.Αγ.Τριων Ιεραρχών μεχρι το1888 όταν μεταφέρθηκαν στο νέο καθεδρικό ναό Ιασίου όπου παραμένουν εώς σήμερα.Η μνήμη της εορτάζεται στις 14 Οκτωβριου.
proskynitis.blogspot.com

Αγία Φιλοθέη του Άρτζες(με άφθαρτο λείψανο)+7 Δεκεμβρίου


Η Αγ. Φιλοθέη του Άρτζες γεννήθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα στην πόλη Τίρνοβο-στα νότια του Δούναβη από γονείς απλούς και αγράμματους.Η μητέρα της προερχόνταν από το γένος των Βλάχων.Ήταν γυναικα πολύ πιστή και ελεήμων ΄Εμεινε ορφανή από μάνα από πολύ μικρή.Ο πατέρας της ασχολούνταν με την καλλιέργεια των χωραφιών.Είχε χριστιανική πίστη αλλά ήταν ανενέργητη.Μετά το θάνατο της γυναίκας του παντρεύτηκε μια γυναίκα άσπλαχνη και αλαζονική. Η μικρή Φιλοθέη δεν έλειπε ποτέ από το ναό, ήταν σιωπηλή, αγαπούσε πολύ τους φτωχούς και το Χριστό.Οι νηστείες της και οι καλωσύνες της εξόργιζαν την μητριά της Υπέφερε πολλά από τη μητριά της υπομένοντας καρτερικά τις βρισιές και το ξύλο.Τίποτα όμως δε μπορούσε να την εμποδίσει από τις ελεημοσύνες της.
Η μητριά της, της είχε αναθέσει να παίρνει φαγητό στον πατέρα της που εργαζόνταν στο χωράφι.Εκείνη όμως το μοίραζε στους φτωχούς.Αυτό επαναλήφθηκε πιο πολλές φορές.
Μια φορά, παρακολουθώντας την ο πατέρας της για να δει τι κάνει με το φαγητό και βλέποντας την ελεημοσύνη της, με κτηνώδη θυμό όρμησε επάνω της και την χτύπησε αλύπητα μ’ένα τσεκούρι χωρίς να συλλογισθεί ποιο πλάσμα χτυπούσε.. Η Αγ. Φιλοθέη παρέδωσε τότε την ψυχή της στο Θεό σε ηλικία 12 ετών. Ήταν 7 Δεκεμβρίου του 1218. Προσπαθώντας ο φονιάς πατέρας να σηκώσει το σώμα της δε μπόρεσε επειδή είχε γίνει πολύ βαρύ σαν ένας βράχος!. Βλέποντας ο φονιάς αυτό το θαύμα ειδοποίησε τον επίσκοπο του Τίρνοβο και μαζί με τον κλήρο πήγαν εκεί όπου κείτονταν η Αγία. Καταλαβαίνοντας ότι η θέληση της ήταν να την πάρουν σ’ άλλον τόπο και όχι στο Τίρνοβο. Άρχισαν να ονομάζουν όλα τα μοναστήρια και τις εκκλησίες που βρισκόνταν στα δεξιά και αριστερά του Δούναβη. Όταν μνημόνευσαν το όνομα του ναού του Αγ.Νικολάου της μονής Κουρτέα ντε Άρτζες το σώμα της ελάφρυνε πολύ. Τότε κατάλαβαν που ήθελε να την πάνε.
Θυμιάζοντας το λείψανο, τ’ οποίο ένα θείο φως το περιέβαλε, πήραν το λείψανο στην εκκλησία του Τιρνόβο μέχρι να ειδοποιήσουν τον ηγεμόνα Ραντου Νέγκρου για το ποια ήταν η θέλησή της αγίας.
Τότε όλος ο κλήρος και ο λαός μαζί με τον ηγεμόνα Ράντου με δοξολογίες,λαμπάδες και θυμιατά μετέφεραν αυτό το θείο δώρο,το σώμα της αγίας και το τοποθέτησαν στην εκκλησία Κουρτέα ντε Άρτζες στην πόλη Άρτζες της Ρουμανίας όπου και το άφθαρτο λείψανό της βρίσκεται μέχρι και σήμερα.
Η μνήμη της εορτάζεται στις 7 Δεκεμβρίου

επιμέλεια-http://www.proskynitis.blogspot.com/

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Η Αγία Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ της Ρωσίας

Νεομάρτυς επί Κουμουνισμού

«Καμία γυναίκα δεν υπήρξε πιο ευγενής,
καμία δεν έχει αφήσει τόσο έντονη τη σφραγίδα
της προσωπικότητάς της πάνω στις ποτισμένες
με αίμα σελίδες της ρωσικής ιστορίας».
Μεγάλος δούκας Αλέξανδρος Μιχαήλοβιτς

Η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ γεννήθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1864 (το δεύτερο από τα επτά παιδιά που αριθμούσε η δουκική οικογένεια), κόρη του Μεγάλου δούκα Λουδοβίκου IV της Δαρμστάτης (πρωτεύουσα της Έσσης) και της πριγκίπισσας Άλις, θυγατέρας της βασίλισσας Βικτωρίας της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας. Μέσα στην οικογένεια την ονόμαζαν «Έλλα».
Η πριγκίπισσα Άλις ήταν μητέρα και σύζυγος γεμάτη φροντίδα και τρυφερότητα. Δεν ενέπνευσε στα παιδιά της μόνο αισθήματα για τη μουσική και την τέχνη αλλά έθεσε και σταθερά χριστιανικά θεμέλια. Ωστόσο, η τόσο στενά δεμένη δουκική οικογένεια, το 1878 εξαιτίας κάποιας επιδημίας, είχε την τραγική απώλεια μητέρας και ενός παιδιού με αποτέλεσμα το βάρος της ευθύνης να πέσει στις δύο μεγαλύτερες αδελφές Βικτωρία και Ελισάβετ. Έτσι, οι ημέρες της ξένοιαστης παιδικής ηλικίας τελείωσαν απότομα για την Ελισάβετ.
Η πριγκίπισσα Ελισάβετ γινόταν μια ασυνήθιστα όμορφη νεαρή γυναίκα, ψηλή και λεπτή, με χαριτωμένα χαρακτηριστικά. Παρουσίαζε μια πλήρη απουσία εγωϊσμού, προσπαθώντας πάντοτε να ικανοποιήσει και να βοηθήσει τους άλλους, συχνά εις βάρος της. Ποτέ δεν έκρινε, ποτέ δεν κατηγορούσε τους άλλους. Από τα κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η βαθιά θρησκευτικότητα και η ανιδιοτελής αγάπη για τους άλλους.
Το 1881, όταν οι δύο αδελφές, Βικτώρια και Ελισάβετ άρχισαν να κάνουν τις πρώτες τους κοινωνικές εμφανίσεις, ο κόσμος έλεγε ότι ήταν οι πιο επιθυμητές νύφες από όλους τους Γερμανικούς οίκους των ευγενών. Αλλά η καρδιά της πριγκίπισσας Ελισάβετ ανήκε αληθινά στο Μεγάλο δούκα Σέργιο. Από τα πρώτα νεανικά της χρόνια τον συμπάθησε, όταν συναντήθηκαν κατά την διάρκεια των μακρών του επισκέψεων στο Γιούγκενχαϊμ με τη μητέρα του. Ο Μεγάλος δούκας γεννήθηκε το 1857 και ήταν ο 5ος γιος του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου ΙΙ. Ψηλός και ξανθός, με λεπτά χαρακτηριστικά και γκριζοπράσινα μάτια, ο Σέργιος, όμοια με τα περισσότερα μέλη του οίκου των Ρομανώφ, ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Χωρίς την ελάχιστη επίδειξη βοηθούσε πολλούς που είχαν ανάγκη.
Έφτασε, λοιπόν, η στιγμή η Ελισάβετ νά ετοιμαστεί για το μακρινό ταξίδι στη Ρωσία και τον αναπόφευκτο χωρισμό απο τους αγαπημένους της. Ολόκληρη η δουκική οικογένεια την συνόδευσε στη Ρωσία για το γάμο. Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε με ασυνήθιστη μεγαλοπρέπεια. Όλοι θαύμαζαν την ομορφιά, τη χάρη και τη γοητεία της. Η θριαμβευτική είσοδος της πριγκίπισσας Ελισάβετ στην πρωτεύουσα, την Αγία Πετρούπολη, έλαβε χώρα την παραμονή της ημέρας του γάμου της.
Η γαμήλια τελετή, έγινε σύμφωνα με την ορθόδοξη ιεροτελεστία στο παρεκκλήσιο των χειμερινών Ανακτόρων. Μετά από την τελετή αυτή έγινε μια προτεσταντική ακολουθία σε μια από τις αίθουσες υποδοχής των Ανακτόρων (η πριγκίπισσα Ελισάβετ δεν ήταν υποχρεωμένη να μεταστραφεί στην Ορθοδοξία προκειμένου να παντρευτεί ένα Ρώσο Μεγάλο δούκα˙ παρέμενε Λουθηρανή προς το παρόν). Οι νεόνυμφοι πήγαν για το μήνα του μέλιτος στο Ιλυίνσκοϊε, στο κτήμα του Μεγάλου δούκα. Η Ελισάβετ συνόδευε το σύζυγό της, όπου κι αν πήγαινε, παραμένοντας όρθια μαζί του σ’ όλη τη διάρκεια των μακρών εκκλησιαστικών ακολουθιών. Ο Μεγάλος δούκας ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος και όταν γονάτιζε μπροστά στις εικόνες και με σεβασμό τις ασπαζόταν, η Μεγάλη δούκισσα, ως προτεστάντις, δεν ήξερε πως θα έπρεπε να ενεργήσει, αλλά επιθυμώντας να δείξει σεβασμό για ό,τι ήταν ιερό, γονάτιζε με μια χαμηλή ευγενική υπόκλιση μπροστά στις εικόνες. Όταν ο σύζυγος της ασπαζόταν το σταυρό και το χέρι του ιερέα αυτή ακολουθούσε το παράδειγμά του.
Επιστρέφοντας στην Αγία Πετρούπολη, η Ελισάβετ έγινε δεκτή από την αυτοκρατορική οικογένεια με πολύ ζεστασιά καθώς όλοι είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά, την ευγένεια, την λεπτότητα και την πνευματικότητά της. Παρά την ευρύτερη, όμως κοινωνική της επιτυχία, τις ατελείωτες εξόδους και υποδοχές η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ δοκίμαζε μια νοσταλγία για τη μόνωση και την ησυχία. Όποτε μπορούσε, συνήθιζε να κάνει μοναχικούς περιπάτους στα πάρκα το Τσάρσκογιε Σέλο, της Γκατσίνα ή του Πέτερχοφ και ν’ αναζητά έναν παράμερο τόπο όπου μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα μπορούσε ν’ ατενίζει την ομορφιά της φύσης και ν’ ανυψώνει το νου στο Δημιουργό της.
Από την αρχή του έγγαμου βίου της η Ελισάβετ ένοιωσε να την ελκύει η ορθόδοξη πίστη του συζύγου της. Είναι αλήθεια ότι κατά καιρούς συνέχιζε να παρακολουθεί τις προτεσταντικές ακολουθίες και είχε πολύωρες συζητήσεις με τον πάστορα, αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν ένοιωθε στη Ρωσία, όπως όταν ήταν στη Δαρμστάτη. Ο προτεσταντισμός δεν μπορούσε να ικανοποιήσει πια την πνευματική της αναζήτηση. Στους ορθόδοξους ναούς, όπου παρευρισκόταν με το σύζυγό τηςένοιωθε ένα τρυφερό συναίσθημα που της έδινε έμπνευση για προσευχή. Δεν άντεχε να βλέπει την ευτυχία, που αισθανόταν ο Σέργιος, έπειτα από τη θεία Μετάληψη, και ήθελε τόσο πολύ να πλησιάσει κι αυτή στο Άγιο Ποτήριο, να λάβει τη θεία Ευχαριστία και να μοιραστεί αυτή τη χαρά με τον αγαπημένο της. Ο Σέργιος πάλι, παρόλη την έντονη θρησκευτικότητα και την αγάπη του για την ορθοδοξία δεν επέτρεψε ποτέ στη σύζυγό του ν’ αντιληφθεί, είτε με λόγια είτε με οποιαδήποτε νύξη, πόσο θα ήθελε να ενστερνιστεί κι αυτή την ορθόδοξη πίστη. Όσο για τη Μεγάλη δούκισσα, ζήτησε από το σύζυγό της να της προμηθεύσει βιβλία για την πίστη, σχολιασμούς και μια ορθόδοξη κατήχηση. Μόνη της μελετούσε και σύγκρινε, ώσπου μετά από αλλεπάληλες αμφιβολίες και συγκρούσεις (ορισμένοι συγγενείς της ποτέ δεν μπόρεσαν να καταλάβουν αυτή τη μεταστροφή της), η Ελισάβετ ανέφερε στο σύζυγό της την απόφασή της να μεταστραφεί στην Ορθοδοξία. Στη μεταστροφή της αυτή κράτησε το όνομά της Ελισάβετ, διαλέγοντας ως προστάτιδα τη Δικαία Ελισάβετ τη μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού.
Η ζωή της τώρα άρχισε να κυλά με πολύ πιο έντονες φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Οι ιδιωτικές της αυτές προσπάθειες ήταν γνωστές μόνο σε λίγους και παρόλες τις κοινωνικές υποχρεώσεις της (ο Σέργιος είχε αναλάβει το αξίωμα του Γενικού Διοικητή της Μόσχας), συνέχιζε με αμείωτο ενδιαφέρον και κόπο να βοηθά τους φτωχούς, τους αρρώστους και όσους είχαν την ανάγκη της. Συζητούσε τις δραστηριότητές της αυτές με το Σέργιο, που πάντοτε της συμπαραστεκόταν και την ενθάρρυνε στη φιλανθρωπική της δράση. Ωστόσο, το 1891, δύο θάνατοι - του πατέρα της και της νεαρής νύφης της, της Μεγάλης δούκισσας Αλεξάνδρας - είχαν μεγάλη επίπτωση στην υγεία της. Της προκάλεσαν όχι μόνο πνευματικό πόνο αλλά και σωματικό μαρτύριο˙συνεχείς πονοκέφαλοι, πόνοι από ρευματικά και ένα σωρό άλλες ταλαιπωρίες υπέσκαψαν την όχι και τόσο δυνατή κράση της. Μόνο αργότερα ο γάμος της μικρότερης αδελφής της Άλις με το διάδοχο του ρωσικού θρόνου Νικόλαο ΙΙ, της έδωσε κάποια χαρά και μετρίασε τον πόνο της από τα συνεχή προβλήματα, που ολοένα παρουσιαζόταν.
Τα χρόνια κυλούσαν καθώς σκοτεινά σύννεφα καταιγίδας συγκεντρώνονταν πάνω από τη Ρωσία. Τα επαναστατικά συναισθήματα ήταν εξαπλωμένα παντού, όχι μόνο ανάμεσα στους διανοούμενους και τους εργάτες αλλά και στις μάζες των χωρικών. Απεργίες φούντωναν στην Πετρούπολη, τη Μόσχα και άλλες ρωσικές πόλεις. Υπουργοί, κυβερνήτες, αρχηγοί και αξιωματικοί της αστυνομίας δολοφονούνταν σε όλη τη χώρα. Η επαναστατική τρομοκρατία ρίζωνε, μεγάλωνε και απλωνόταν. Η Ελισάβετ είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί τρομερά για το σύζυγό της. Γνώριζε ότι ήταν στη μαύρη λίστα εκείνων που ήταν σημειωμένοι για «ξεκαθάρισμα». Παρά το γεγονός ότι ο Μεγάλος Δούκας είχε παραιτηθεί από Γενικός Διοικητής, οι αρχηγοί των τρομοκρατών δεν εγκατέλειψαν το σχέδιο τους να τον δολοφονήσουν.
Οι χειρότεροι φόβοι της Ελισάβετ δεν άργησαν να πραγματοποιηθούν : στις 18 Φεβρουαρίου 1905, ο Μεγάλος δούκας είχε γίνει θρύψαλα από τη βόμβα ενός τρομοκράτη έχοντας την ίδια τύχη με τον πατέρα του (Αλέξανδρο ΙΙ). Ο Ιβάν Καλιάεφ εκσφενδόνισε τη βόμβα του, η οποία χτύπησε το Σέργιο στο στήθος και εξερράγη. Όλως παραδόξως το πρόσωπο του Μεγάλου δούκα παρέμεινε άθικτο. Η Ελισάβετ δεν άργησε να φτάσει στον τόπο του ατυχήματος. Σιωπηλή, με τα μάτια της στεγνά, έγειρε πάνω από τα λείψανα του συζύγου της. Συγκλονισμένη, όπως ήταν, φαινόταν να μή βλέπει τους ανθρώπους γύρω της ούτε να αισθάνεται τίποτε παρά μια ανάγκη, που την έσπρωχνε να μαζέψει βιαστικά ό,τι απέμεινε από τον σύζυγό της. Η Μεγάλη δούκισσα γονατισμένη πάνω στο χιόνι, μάζευε τα σκόρπια υπολείμματα του σώματος του συζύγου της και με τη βοήθεια των στρατιωτών τα φόρτωνε στο φορείο : δεν υπήρχαν πολλά - ένας μικρός σωρός. Το φορείο μεταφέρθηκε στο παρεκκλήσιο της Μονής του Τσιουντώφ και τοποθετήθηκε μπροστά στον άμβωνα. Την επόμενη μέρα τα λείψανα του Μεγάλου δούκα τοποθετήθηκαν σ’ ένα φέρετρο. Η Μεγάλη δούκισσα έλαβε τη θεία Κοινωνία καθώς στεκόταν κοντά στο φέρετρο του συζύγου της, ενώ τελούνταν συνεχώς ακολουθίες για την ανάπαυση της ψυχής του. Η Ελισάβετ δύσκολα απομακρυνόταν από το φέρετρο, γονατισμένη σε προσευχή ή όρθια δίπλα του σιωπηλα, συχνά αγρυπνώντας μόνη μέσα στη σκοτεινή εκκλησία.
Στον τόπο της δολοφονίας του Μεγάλου δούκα, ανεγέρθηκε ένας πελώριος σταυρός κατά παράκληση της Μεγάλης δούκισσας[1]. Ένοιωθε ότι η επιγραφή που είχε διαλέξει θα ικανοποιούσε το σύζυγό της : «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Μετά από δύο μέρες και ενώ προσευχόταν για το σύζυγό της, η Ελισάβετ αισθάνθηκε ξαφνικά ότι ο Μεγάλος δούκας ήθελε να πάει η Ελισάβετ να επισκεφθεί το δολοφόνο του και να του πει, ότι τον συγχώρεσε. Τρεις μέρες μετά τον τραγικό θάνατο του συζύγου της, πήγε στη φυλακή, όπου κρατούνταν ο Καλιάεφ. Δεν αισθανόταν κανένα μίσος για τον άνθρωπο, του οποίου το χέρι είχε διαλύσει την ευτυχία της˙ η Ελισάβετ ήθελε να μετανιώσει ο Καλιάεφ για το έγκλημα του και να ζητήσει τη συγχώρηση από το Θεό.
Είπε στον τρομοκράτη, ότι του είχε φέρει τη συγχώρηση του Μεγάλου δούκα. Του μίλησε για τη βαρύτητα του αμαρτήματός του και του ζήτησε να μετανοήσει˙ έφερε την Αγία Γραφή και ικέτευσε τον Καλιάεφ να τη διαβάσει. Αυτός αρνήθηκε. «Εάν μετανοήσεις», είπε η Μεγάλη δούκισσα, «θα ζητήσω από τον αυτοκράτορα να σε συγχωρήσει. Εγώ η ίδια σε έχω ήδη συγχωρήσει». Αλλά ο Καλιάεφ δεν ένοιωθε καθόλου τύψεις. Παρόλ’ αυτά η Μεγάλη δούκισσα άφησε την Αγία Γραφή και μια μικρή εικόνα πάνω στο τραπέζι του κελιού, ελπίζοντας ότι θ’ άλλαζε γνώμη και θα στρεφόταν στο Θεό. Παρά την άρνηση του Καλιάεφ, η Μεγάλη δούκισσα έκανε έγγραφη αίτηση στον τσάρο να τον συγχωρήσει. Αν και ο τσάρος δέχτηκε ο Καλιάεφ, όμως, αρνήθηκε και έτσι εκτελέστηκε το Μάϊο του 1905.
Ο θάνατος του Μεγάλου δούκα βύθισε την Ελισάβετ σε μια όλο και περισσότερο εντεινόμενη διάθεση ευσέβειας. Έτσι, παρόλη την λύπη της, ένας νέος σκοπός μπήκε στη ζωή της. Μια νέα επιθυμία να αφιερωθεί στην προσευχή, στην εργασία και τη φιλανθρωπία. Έτσι, πούλησε ότι πολύτιμο είχε από κοσμήματα ή άλλα αντικείμενα μ’ ένα μόνο σκοπό : την ανοικοδόμηση μιας γυναικείας μονής αφιερωμένης στις Αγίες Μαρία και Μάρθα, καθώς και την δημιουργία κλινικής και ορφανοτροφείου και άλλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.
Η Ελισάβετ θέλησε να δώσει αυτό το όνομα στη Μονή, γιατί η Μάρθα είναι σύμβολο της ενεργούς υπηρεσίας στον Κύριο μας, ενώ η Μαρία συμβολίζει μια πνευματική απορρόφηση στα θεία Μυστήρια. Επομένως, η Μεγάλη δούκισσα ήθελε να τα συνδιάσει και τα δύο. Χωρίς χρονοτριβή αγόρασε το οικόπεδο και με ατελείωτο μόχθο επιδόθηκε στην οργάνωση της μονής της. Έκανε πολλές επισκέψεις στη μονή Ζωσιμά για να συζητήσει το έργο της με τους εκεί Γέροντες˙ έγραψε σε μοναστήρια και βιβλιοθήκες θρησκευτικών βιβλίων και μελέτησε τυπικά αρχαίων μονών . Μια γυναικεία μονή που θά συνδύαζε φιλανθρωπία, εργασία και προσευχή ήταν χωρίς προηγούμενο στη Ρωσία. Ήταν, επομένως, φυσικό η ιδέα να συναντήσει κάποιο σκεπτικισμό από τη μεριά ορισμένων μελών της Ιεράς Συνόδου και η Ελισάβετ έπρεπε επανειλημμένως να επεξεργαστεί το τυπικό για να το κάνει αποδεκτό απ’ αυτούς.
Η γυναικεία μονή άνοιξε τις πόρτες της τη 10η Φεβρουαρίου του 1909 με βάση ένα προσωρινό θέσπισμα. Η Ιερά Σύνοδος κράτησε το όνομα «Γυναικεία Μονή του Ελέους Μάρθας και Μαρίας», ως το επίσημο όνομά της. Η μονή άνοιξε με έξι αδελφές˙ μέσα σ’ ένα χρόνο ο αριθμός τους είχε αυξηθεί στις τριάντα ενώ η κοινότητα συνέχιζε να μεγαλώνει. Μετά την επικύρωση των τελικών θεσπισμάτων από την Ιερά Σύνοδο την 9η Απριλίου 1910 η εκκλησία της μονής έγινε ο τόπος ενός σημαντικού γεγονότος : δεκαεπτά γυναίκες, οδηγούμενες από τη Μεγάλη δούκισσα εκάρησαν μοναχές, ως Σταυροφόρες Αδελφές της αγάπης και τουελέους. Ταυτοχρόνως η Ελισάβετ ανέβηκε στο βαθμό της ηγουμένης.
Στη μονή της η Μεγάλη δούκισσα ζούσε τη ζωή μιας αληθινής ασκήτριας. Κοιμόταν σε ξύλινο κρεβάτι χωρίς στρώμα˙ το μαξιλάρι ήταν σκληρό. Συχνά κοιμόταν όχι περισσότερο από τρεις ώρες, ξυπνώντας τα μεσάνυχτα για να προσευχηθεί στο παρεκκλήσιό της και να κάνει τους γύρους των θαλάμων του νοσοκομείου. Όταν ένας ασθενής βαριά άρρωστος τιναζόταν από τον πόνο και ζητούσε βοήθεια, έμενε στο πλευρό του μέχρι την αυγή. Νήστευε αυστηρά, έτρωγε πάντα με μέτρο και με κάθε τρόπο προσπαθούσε ν’ ακολουθεί τη ζωή μιας μοναχής-ασκήτριας. Εκπαιδεύοντας τις αδελφές της μονής, η Μεγάλη δούκισσα, δίδασκε σ’ αυτές την προσευχή και την πρακτική ιατρική και τα πνευματικά εφόδια, που χρειαζόταν προκειμένου να προετοιμάσουν τους μελλοθάνατους ασθενείς για την ενδεχόμενη μετάβασή τους στην αιώνια ζωή. Η ίδια, η Ελισάβετ, μάλιστα, κατόρθωνε πάντα να είναι παρούσα στο πλευρό ενός ασθενούς που πέθαινε και όταν πλησίαζε το τέλος του, προσευχόταν για το ταξίδι της ψυχής στον άλλο κόσμο.
Η φιλανθρωπική δραστηριότητα της Μεγάλης δούκισσας επεκτεινόταν πολύ πέρα από τους τοίχους της μονής της˙ έδινε βοήθεια με ευχαρίστηση οποτεδήποτε και οπουδήποτε χρειαζόταν. Δεν έδινε μόνο βοήθεια όταν της ζητούσαν, αλλά αναζητούσε η ίδια όσους βρίσκονταν στην έσχατη ανάγκη, ιδιαίτερα τα εγκαταλελειμμένα ορφανά. Πρόσεχε, επίσης, τις ανάγκες των φτωχών κληρικών και πρόθυμα ανταποκρινόταν στους κληρικούς των χωριών των οποίων οι φτωχές ενορίες δεν είχαν την οικονομική άνεση να διορθώσουν μια παλιά εκκλησία, να χτίσουν μια καινούργια, ή να ιδρύσουν ένα ορφανοτροφείο.
Στη Μονή, η Μεγάλη δούκισσα άνοιξε ένα ορφανοτροφείο για κορίτσια. Το 1913 δεκαοχτώ τέτοια κορίτσια προετοιμάζονταν για την τελική είσοδό τους στη μονή. Αν, όταν μεγάλωναν, δεν αισθάνονταν ότι αυτή ήταν η κλήση τους, η εκπαίδευση που θα είχαν λάβει θα τους έδινε τη δυνατότητα να βρουν την κατάλληλη απασχόληση στο κόσμο. Η ανακούφιση από τον αναλφαβητισμό, ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών, ήταν ακόμα μια από τις φροντίδες της Μεγάλης δούκισσας. Οργάνωσε κατηχητικό στη μονή για ημιαναλφάβητα και αναλφάβητα κορίτσια και εργάτριες εργοστασίων. Το 1913 κάπου 75 γυναίκες παρακολουθούσαν αυτά τα μαθήματα. Ωστόσο, η βιβλιοθήκη της Μονής ήταν υπερήφανη για τους 2000 τόμους της. Τα βιβλία δανείζονταν δωρεάν και υπήρχαν πάνω από εκατό εξωτερικοί συνδρομητές, που έκαναν χρήση αυτής της υπηρεσίας. Οι φτωχοί σιτίζονταν στις κουζίνες της Μονής, όπου πάνω από 300 γεύματα σερβίρονταν καθημερινά. Το 1913 οι κουζίνες σέρβιραν 139.443 γεύματα. Εκτός της μονής η Μεγάλη δούκισσα οργάνωσε επίσης ένα ίδρυμα για τη φυματική γυναίκα, στο οποίο ήταν πολύ αφοσιωμένη. Μια ακόμη, όμως, φροντίδα της ήταν η λεγόμενη «Συνεισφορά για τα παιδιά». Ενήλικες και παιδιά συγκεντρώνονταν τις Κυριακές στο Παλάτι του Νικολάου για να βοηθήσουν με την εργασία τους τα φτωχά παιδιά. Στην πορεία του έτους 1913 περισσότερα από 1.800 παιδιά ντύθηκαν χάρη στις προσπάθειες αυτής της ομάδας.
Η Μεγάλη δούκισσα δεν παραμελούσε και την πνευματική ανατροφή των Μοσχοβιτών, και γι’ αυτό οργάνωνε πολλές διαλέξεις για το λαό. Κάθε Κυριακή, σε όλη τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, γίνονταν εποικοδομητικές ομιλίες στον Καθεδρικό ναό της Αγίας Σκέπης μετά τον Εσπερινό. Έπειτα από την ομιλία, έψαλλαν όλοι μαζί τη βραδινή προσευχή.
Οι αρχιεπίσκοποι, οι επίσκοποι και άλλοι ιεράρχες έρχονταν στη μονή για να κάνουν ομιλίες. Οι ομιλίες αυτές ήταν τόσο δημοφιλείς που άνθρωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων και επαγγελμάτων συγκεντρώνονταν γύρω από το ναό πολλή ώρα προτού να ανοίξει για τις ακολουθίες.
Αν δεν γινόταν η Επανάσταση, δε χωράει αμφιβολία ότι όλη αυτή η δραστηριότητα που ξεκίνησε από τη Μεγάλη δούκισσα θα είχε συνεχιστεί, και ότι και άλλα ιδρύματα, θα είχαν αναφυεί σε όλη τη Ρωσία με πρότυπο τη μονή του Ελέους Μάρθας και Μαρίας, για το καλό του ρωσικού λαού.
Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1914, ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία. Αλλά παρά τίς προσωρινές επιτυχίες της Ρωσίας το 1915 έφερε τη μια καταστροφική ήττα μετά την άλλη και τα ρωσικά στρατεύματα υποχώρησαν από τη Γαλικία και την Πολωνία. Οι αναταραχές σ’ όλη τη χώρα ήταν μεγάλες. Οι αγορές και τα καταστήματα τροφίμων γρήγορα άρχισαν να αδειάζουν από προμήθειες. Η μονή έπρεπε παρ’ όλα αυτά να συνεχίσει να φροντίζει τους αρρώστους και τα ορφανά και να τρέφει τους φτωχούς. Στο μεταξύ τα ρωσικά στρατεύματα συνέχιζαν να υφίστανται ήττες στο μέτωπο. Η Ρωσία πλησίαζε στην καταστροφή. «Προδοσία» ήταν η λέξη που ακουγόταν παντού. Απίστευτες ιστορίες για την αυτοκρατορική οικογένεια και ιδιαίτερα την αυτοκράτειρα απλώνονταν αστραπιαία σ’ όλες τις πόλεις. Οι εργατικές απεργίες στην πρωτεύουσα εμπόδιζαν τώρα την παραγωγή στα εργοστάσια που δούλευαν για να βοηθούν τις πολεμικές επιχειρήσεις. Στους δρόμους της πόλης ξεσπούσαν αψιμαχίες ανάμεσα σε εργάτες και στρατιώτες.
Ο αυτοκράτορας έφυγε βιαστικά από το αρχηγείο του με τρένο για την Πετρούπολη, αλλά τον σταμάτησαν απροσδόκητα σ’ ένα σιδηροδρομικό σταθμό με το παράξενο όνομα «Ντνό» (άβυσσος), μια μακάβρια συγκυρία η οποία εκ των υστέρων προοιώνιζε την πτώση της ισχυρής Ρωσίας στον πυθμένα μιας σκοτεινής αβύσσου.
Ωστόσο, έφθασαν τηλεγραφήματα από τους διοικητές διαφόρων μετώπων, που συνιστούσαν στον αυτοκράτορα να παραιτηθεί. Τα τηλεγραφήματα αυτά παρουσιάσθηκαν από το στρατηγό Ρούζκυ στον τσάρο 2/15η Μαρτίου, κατά τις τρεις η ώρα. Αφού άκουσε την αναφορά του στρατηγού, ο τσάρος πήρε την απόφαση να παραιτηθεί. Αν και είχε στη διάθεση του ένα στρατό δεκαπέντε εκατομμυρίων ανδρών, ο τσάρος Νικόλαος υπέγραψε την πράξη της παραίτησης. Ήταν ολομόναχος˙ δεν υπήρχε κανείς για να τον σταματήσει προτού κάνει αυτό το μοιραίο βήμα. Ο ηγούμενος Σεραφείμ περιγράφει την τελευταία του συνάντηση με τη Μεγάλη δούκισσα, την άνοιξη του 1917, έπειτα από την παραίτηση του τσάρου. Έμεινε έκπληκτος με την εμφάνισή της, είχε αλλάξει πάρα πολύ. Αδυνατισμένη και εξαντλημένη, η ψυχή της βρισκόταν σε οδύνη και δεν μπορούσε να μιλά δίχως να κλαίει. Έβλεπε την άβυσσο μέσα στην οποία έπεφτε η Ρωσία και έκλαιγε πικρά για τη χώρα και το λαό της, στον οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή της και είχε υπηρετήσει με τόση ανιδιοτέλεια. Όταν μίλησε για την αυτοκρατορική οικογένεια δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Αλλά έβλεπε επίσης ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού και έτσι έπρεπε να το δεχθεί. Έβλεπε τον πόνο της αυτοκρατορικής οικογένειας ως το δρόμο τους για το μαρτύριο.
Κατά κάποιο τρόπο, η εργασία στη μονή συνεχιζόταν. Η Μεγάλη δούκισσα περνούσε πολύ χρόνο καθισμένη στο προσκέφαλο πολλών αρρώστων γυναικών που η κατάστασή τους ήταν κρίσιμη. Έξω από τη μονή, η Μόσχα βρισκόταν σε αναστάτωση και χάος. Σπίτια λεηλατούνταν και καίγονταν, πλήθη κουρέληδων τριγύριζαν μέσα στους δρόμους, ενώ ο αριθμός τους αυξανόταν από τους φυλακισμένους που είχαν απελευθερωθεί και από ψυχασθενείς που είχαν διαφύγει, αλλά η Ελισάβετ δε φοβόταν κανένα. Πάντα προσπαθούσε να βρίσκει θετικά στοιχεία σε όλους, ακόμη και σε εγκληματίες, πιστεύοντας ότι το καλό στην ψυχή ενός ανθρώπου μπορεί να υπερνικήσει τις κακές του τάσεις.
Τον Αύγουστο του 1917 έμαθε ότι ο Κερένσκι είχε εξορίσει τον αυτοκράτορα, την αυτοκράτειρα και τα παιδιά τους στο Τομπόλσκ, γκρεμίζοντας έτσι κάθε ελπίδα για την Ελισάβετ ότι θα τους ξαναδεί. Συνειδητοποίησε επίσης ότι δεν επρόκειτο να γίνει καμία «απελευθέρωση» της πρώην κυβερνώσας οικογένειας. Τους έστειλε γράμματα, αυτοί όμως έλαβαν μόνο ένα. Οι τελευταίες εβδομάδες πριν την πτώση της Προσωρινής Κυβέρνησης βρήκαν τη μονή της Μάρθας και της Μαρίας να γίνεται δημοφιλές κέντρο - όχι τόσο πολύ για τροφές ή ιατρική βοήθεια, αλλά εξαιτίας της Μεγάλης δούκισσας, στην οποία προσέτρεχαν πολλοί άνθρωποι, φορτωμένοι με βάσανα και πόνο, για να ανοίξουν την καρδιά τους. Δεχόταν τους πάντες, τους άκουγε, τους μιλούσε από τις Γραφές, τους έδινε ηθική υποστήριξη. Οι άνθρωποι έφευγαν ενδυναμωμένοι και ειρηνικοί. Αλλά η κατάσταση στη χώρα συνέχισε να χειροτερεύει. Την 7η Νοεμβρίου, 1917, η Προσωρινή Κυβέρνηση έπεσε. Στην κορυφή της γιγαντιαίας πολιτείας στεκόταν τώρα ο Λένιν και οι συνεργάτες του.
Εκτός από την αυτοκρατορική οικογένεια, οι Σοβιετικοί είχαν ήδη συλλάβει πολλούς άλλους Ρομανώφ. Επειδή ήξερε ότι η Μεγάλη δούκισσα την αγαπούσαν και τη σέβονταν, φοβόταν ότι, στην περίπτωση της σύλληψης και εκτέλεσής της, θα ξεσπούσαν ταραχές στη Μόσχα κατά του Μπολσεβικού καθεστώτος. Αλλά με μια σειρά από κόλπα και απάτη αποφάσισε να την εξαφανίσει στα γρήγορα από την πόλη, σε κάποιο τόπο όπου θα ήταν σχετικά άγνωστη.
Η Ελισάβετ ένοιωθε ότι το τέλος πλησίαζε γρήγορα. Η μόνη της επιθυμία ήταν να διατηρήσει τη δύναμη του πνεύματος και να παραμείνει, μέχρι τέλους, πιστή στο Χριστό. Πράγματι, τη συνέλαβαν και την απομάκρυναν από τη Μόσχα προτού οι κάτοικοι προλάβουν να συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί την τρίτη ημέρα του Πάσχα, του 1918, την ημέρα της εορτής της Εικόνας της Θεομήτορος των Ιβήρων, στην οποία η Μεγάλη δούκισσα είχε μεγάλη αφοσίωση. Την ίδια εκείνη ημέρα, η Αγιότης του, ο πατριάρχης Τύχων, είχε έρθει στη μονή για να τελέσει τη Θεία Λειτουργία. Η ηγουμένη στην προσπάθεια της να φαίνεται χαρούμενη, ένοιωθε έναν ενστικτώδη πόνο. Μισή ώρα αργότερα, μετά την αναχώρηση του πατριάρχη, έφθασε ένα όχημα με ένα κομισάριο και στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, οι οποίοι διέταξαν την Ελισάβετ να τους ακολουθήσει.
Η Μητέρα ηγουμένη ευχαρίστησε τρυφερά τις αδελφές της για όλους τους κόπους τους και ζήτησε από τον πατέρα Μητροφάνη να μήν εγκαταλείψει τη μονή και να συνεχίσει να τελεί τις ακολουθίες για όσο καιρό θα μπορούσε. Οι Μπολσεβίκοι επέτρεψαν μόνο σε δύο αδελφές να συνοδεύσουν την ηγουμένη τους : τη Βαρβάρα Γιακόβλεβνα και τήν Αικατερίνα Γιανίσεβα. Λίγο πριν μπει στο όχημα των Τσεκά, στράφηκε και ευλόγησε τις αδελφές μ’ ένα μεγάλο σημείο του σταυρού. Αμέσως την άρπαξαν και εξαφανίστηκαν. Για πάντα.
Μόλις ο πατριάρχης Τύχων έμαθε τί είχε συμβεί, με τη βοήθεια κάποιων εκκλησιαστικών οργανισμών που οι Μπολσεβίκοι ακόμη αναγνώριζαν, άρχισε τις προσπάθειες να πετύχει την απελευθέρωσή της αλλά μάταια. Η Ελισάβετ και οι δύο υποτακτικές της βρίσκονταν πάνω σ’ ένα τρένο και πήγαιναν εξόριστες στο Πέρμ.
Το μακρινό ταξίδι της Μεγάλης δούκισσας από τη Μόσχα στο Πέρμ αποδείχθηκε ότι ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο. Δεν της έδωσαν ούτε ένα ποτήρι ζεστό νερό να πιεί, αλλά αγόρασε η ίδια ένα ποτήρι στο σταθμό, ενώ οι συνεπιβάτες της δάνεισαν μια τσαγιέρα.
Φθάνοντας στο Πέρμ, η Ελισάβετ και οι δύο συντρόφισσες της μπήκαν σ’ ένα μοναστήρι. Οι μοναχές λυπήθηκαν ειλικρινά για την ευγενή φυλακισμένη τους και προσπάθησαν να απαλύνουν τις δυσκολίες της. Της επέτρεψαν να παρακολουθεί τις ακολουθίες στην εκκλησία της μονής - πράγμα που γι’ αυτήν ήταν μεγάλη παρηγοριά. Καθ’ οδόν από το Περμ για την Αλαπαγιέφσκη, η Μεγάλη δούκισσα και οι αδελφές πέρασαν λίγες μέρες στο Αικατερινβούργ. Την άνοιξη του 1918 οι Μπολσεβίκοι έφεραν μια καινούργια ομάδα φυλακισμένων στο Αικατερινβούργ : το Μεγάλο δούκα Σέργιο Μιχαήλοβιτς και το γραμματέα του, Φ.Μ.Ρεμέζ˙ τρείς γιούς του Μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου Κωνσταντίνοβιτς - τον Ιωάννη, τον Κωνσταντίνο και τον Ιγκόρ˙ και τον πρίγκιπα Βλαντιμίρ Παλέϋ. Τους έβαλαν όλους σ’ ένα δωμάτιο κάποιου βρώμικου πανδοχείου και όχι μόνο τους μεταχειρίζονταν με εξαιρετική σκληρότητα, αλλά ήταν και υποσιτιζόμενοι.
Όλοι αυτοί οι φυλακισμένοι - με εξαίρεση μόνο την άμεση αυτοκρατορική οικογένεια μεταφέρθηκαν μαζί με τη Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ, στην Αλαπαγιέφσκη την 20η Μαΐου του 1918, όπου τους έβαλαν να μείνουν στη Σχολή Ναπόλναγια στα περίχωρα της πόλης. Την 21η Ιουνίου έγινε μια δραστική αλλαγή για τους φυλακισμένους. Τα χρήματά τους και τα προσωπικά τους αντικείμενα κατασχέθηκαν. Κάθε άσκηση εκτός του περίφρακτου χώρου του σχολικού κτιρίου απαγορεύθηκε. Τέλος στερήθηκαν και τη μόνη τους παρηγοριά : τις εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Οι φυλακισμένοι γνώριζαν πια τί τους περίμενε και συνειδητά προετοιμάζονταν γι’ αυτό, ζητώντας από τον Κύριο να δυναμώνει το πνεύμα τους και νά μην επιτρέψει να βεβηλωθούν τα γήϊνα λείψανά τους από τους κομουνιστές, αλλά να βρούν ανάπαυση με την πρέπουσα ταφή σύμφωνα με τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Σύντομα υποχρέωσαν όλο το υπηρετικό προσωπικό να φύγει από τη Σχολή με εξαίρεση το Φιόντορ Ρεμέζ, ο οποίος έμεινε με το Μεγάλο δούκα Σέργιο, και την αδελφή Βαρβάρα, η οποία παρέμεινε με την Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ. Το μεσημέρι της 17ης Ιουλίου, ο αξιωματικός των Τσεκά και λίγοι κομουνιστές εργάτες ήρθαν στη Σχολή. Πήραν από τους φυλακισμένους ό,τι χρήματα τους είχαν απομείνει και ανήγγειλαν ότι εκείνη τη νύχτα θα τους μετέφεραν στον επάνω περίβολο του εργοστασίου Σινιατσικένσκυ.
Το απεχθές έγκλημα της Αλαπαγιέφσκης διεπράχθη τη νύχτα της 17ης προς 18η του Ιουλίου, κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας προς τιμήν του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ και ημέρα κατά την οποία γιόρταζε ο σύζυγος της Ελισάβετ, Μεγάλος δούκας Σέργιος. Ξύπνησαν τους φυλακισμένους και τους μετέφεραν πάνω σε κάρρα από ένα δρόμο που οδηγούσε στο χωριό Σινιάτσικα. Κατά μήκος αυτού του δρόμου, κάπου δεκαοκτώ χιλιόμετρα από την Αλαπαγιέφσκη, υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο μετάλλου μ’ ένα λάκκο, βάθους εξήντα μέτρων, που είχαν διαλέξει οι οπαδοί των Τσεκά για το κτηνώδες τους σχέδιο.
Βρίζοντας, φωνάζοντας και χτυπώντας τους φυλακισμένους, οι εκτελεστές - ντόπιοι Μπολσεβίκοι - έριχναν τα θύματά τους σ’ αυτό το ορυχείο. Χωρίς να το γνωρίζουν, ένας χωρικός της περιοχής ήταν μυστικός μάρτυρας όλων όσων συνέβησαν. Η Μεγάλη δούκισσα ήταν η πρώτη που την έριξαν μέσα στη σκοτεινιά του ορυχείου που έχασκε. Ο χωρικός είδε ότι αυτή προσευχόταν φωναχτά και έκανε το σταυρό της, ενώ επαναλάμβανε : «Ἄφες αὐτοῖς, Κύριε, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Τους ἄλλους - που όλοι τους ήταν ζωντανοί ακόμα - τους εκσφενδόνισαν κάτω μετά από αυτήν. Αλλά ακριβώς προτού να τους σπρώξουν μέσα στο λάκκο, ο Μεγάλος δούκας Σέργιος είχε αρχίσει να παλεύει και αμέσως πυροβολήθηκε στο κεφάλι˙ ήταν νεκρός προτού το σώμα του φθάσει στον πάτο.
Τότε οι Τσεκά εκσφενδόνισαν χειροβομβίδες κάτω στο φρέαρ. Ο σκοπός τους ήταν να καλύψουν το λάκκο με χώμα για να προσποιηθούν ότι έγινε έκρηξη και να συγκαλύψουν το έγκλημα, αλλά μόνο ένα θύμα, ο Φιόντορ Ρεμέζ πέθανε από τις χειροβομβίδες˙ οι άλλοι πέθαναν με φρικτούς πόνους που προκαλούσαν η δίψα, η πείνα και τα τραύματα.
Η ίδια η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ δεν έπεσε στον πάτο του λάκκου. Σε δεκαπέντε περίπου μέτρα βάθος, η πτώση της διακόπηκε από κορμούς ξύλων που προεξείχαν. Ο δούκας Ιωάννης έπεσε πάνω στην ίδια προεξοχή τραυματίζοντας το κεφάλι του. Η Μεγάλη δούκισσα, υποφέροντας η ίδια από τραύματα στο κεφάλι, προσέχοντας να μην πέσει, κατόρθωσε μέσα στο κατάμαυρο σκοτάδι να δέσει την πληγή του χρησιμοποιώντας το μοναχικό κάλυμα της κεφαλής της. Ανακουφίζοντας τον πόνο του άλλου, εκπλήρωσε το τελευταίο της έργο του ελέους πάνω στη γη. Αγαπούσε ιδιαίτερα το δούκα Ιωάννη - έμοιαζαν στο πνεύμα, ζούσαν και οι δύο για την αιωνιότητα - και ταίριαζε να είναι μαζί και στο θάνατο.
Ο χωρικός της περιοχής κατέθεσε ότι είχε ακούσει φωνές να βγαίνουν από το ορυχείο, που έψαλλαν το Χερουβικό Ύμνο από τη Θεία Λειτουργία. Την ψαλμωδία κατηύθυνε η Μεγάλη δούκισσα, που συνέχιζε να ψάλλει ύμνους και να λέει λόγους παρηγορίας στους άλλους μέχρι η ψυχή της ν’ αφήσει το σώμα της για να ανεβεί ψηλά, όπου χαιρετίσθηκε από άλλες, παραδείσιες μελωδίες, ενώ πάνω από το κεφάλι της έλαμπε το στέμμα της μάρτυρος.
Μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο, η αυτοκρατορική οικογένεια εκτελέστηκε χωρίς πολλές διατυπώσεις στο υπόγειο του σπιτιού-φυλακής τους το Αικατερινβούργ και τα σώματά τους τα μετέφεραν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο φρέαρ ορυχείου για να απαλλαγούν απ’ αυτά.
Όταν τον Οκτώβριο ο Λευκός Στρατός κατέλαβε την Αλαπαγιέφσκη ανακάλυψε τα πτώματα. Η Μεγάλη δούκισσα ήταν σοβαρά μωλωπισμένη : υπήρχε ένας μώλωπας στο μέγεθος παλάμης ενός ενήλικα στον αριστερό της κρόταφο˙ οι υποδόριοι ιστοί, οι μύες και ο κρανιακός θόλος είχαν επίσης μωλωπισθεί˙ τα οστά του κρανίου ήταν άθικτα. Δίπλα στη μάρτυρα βρίσκονταν δύο χειροβομβίδες που δεν είχαν εκραγεί˙ ο Παντοδύναμος δεν επέτρεψε το σώμα της εκλεκτής Του να κομματιαστεί. Στο στήθος της βρέθηκε μια εικόνα του Σωτήρος. Δεν ξέρουμε σίγουρα ποιός «τύπος» εικόνας ήταν, αλλά πολύ πιθανόν να ήταν η εικόνα με την οποία την είχε ευλογήσει ο τσάρος Αλέξανδρος ΙΙΙ, όταν έγινε Ορθόδοξη˙ σκεπασμένη με πολύτιμους λίθους, έφερε την επιγραφή : «Κυριακή τῶν Βαΐων, 13 Απριλίου 1891», την ημερομηνία της μεταστροφής της. Την είχε κρύψει αυτή την εικόνα πάνω της για να μην την ανακαλύψουν οι πράκτορες των Τσεκά, και χωρίς αμφιβολία την κρατούσε σφιχτά κατά τη διάρκεια της μακράς επιθανάτιας αγωνίας. Τα δάκτυλα του δεξιού της χεριού, ακριβώς όπως και της μοναχής Βαρβάρας και του δούκα Ιωάννη, ήταν κλεισμένα μαζί σαν να ήταν έτοιμα να κάνουν το σημείο του σταυρού, ή ίσως να τον είχαν ήδη κάνει προτού ο θάνατος να φέρει την ακαμψία στα απλωμένα χέρια τους.
Μετά από τη νεκροψία που έγινε από έμπειρους ιατρούς, έπλυναν τα σώματα με ευλάβεια, τα έντυσαν με λευκά σάβανα που ήταν καλυμμένα με επίστρωση κεριού και τα τοποθέτησαν σε απλά ξύλινα φέρετρα στο παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου στην Αλαπαγιέφσκη. Εκεί, έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία και οι Ψαλμοί διαβάζονταν συνεχώς στους νεκρούς.
Μετά από μια ολονύκτια αγρυπνία στις 18 Οκτωβρίου, που αφιερώθηκε στους μάρτυρες, με τον αργό ρυθμικό χτύπο από τις καμπάνες και τον εθνικό Ύμνο που έπαιζε μια στρατιωτική μπάντα, τα φέρετρα μεταφέρθηκαν στην κρύπτη του καθεδρικού, στα αριστερά της Αγίας Τράπεζας. Οι μάρτυρες όμως της Αλαπαγιέφσκης δεν επρόκειτο να βρούν την αιώνια ανάπαυση εδώ. Ο Κόκκινος Στρατός εξαπέλυε επιθέσεις, και έγινε επομένως επιτακτική η ανάγκη να μεταφερθούν τα λείψανα σε ασφαλέστερο μέρος.
Ο πατήρ Σεραφείμ τοποθέτησε τα οκτώ φέρετρα πάνω σ’ ένα φορτηγό τρένο την 1η Ιουλίου, 1919˙ προορισμός τους : η Τσίτα με τη σιδηροδρομική γραμμή του Ανατολικού Σιβηριανού. Έπειτα από ένα απίστευτα δυσχερές ταξίδι με το ίδιο φορτηγό αυτοκίνητο στο οποίο βρισκόταν τα φέρετρα, έφθασαν τελικά τον Αύγουστο και με τη βοήθεια Ρώσων και Ιαπώνων αξιωματικών, ο πατήρ Σεραφείμ μετέφερε τα φέρετρα στη μονή της Αγίας Σκέπης.
Εδώ, τα φέρετρα ανοίχτηκαν. Το σώμα της αγίας Νεομάρτυρος Ελισάβετ δεν έφερε σημεία αποσύνθεσης. Οι μοναχές έπλυναν τα σώματα της Μεγάλης δούκισσας και της μοναχής Βαρβάρας και τα έντυσαν με μοναχικά ενδύματα. Μυστικά, για να μη μάθουν οι κομουνιστές τί συμβαίνει, ο πατήρ Σεραφείμ και οι δύο δόκιμοι μοναχοί του, έσκαψαν ένα μεγάλο, όχι πολύ βαθύ τάφο στο δάπεδο ενός από τα μοναχικά κελλιά, τοποθέτησαν αυτά τα οκτώ φέρετρα δίπλα-δίπλα, και τα σκέπασαν με ένα στρώμα από χώμα. Ο πατήρ Σεραφείμ τότε ζούσε σ’ αυτό το κελλί ο ίδιος, ένα είδος «φρουρού-προστάτη» των αγίων λειψάνων.
Πράγματι, σύμφωνα και με τη μαρτυρία της πρώην Μητέρας Βαρβάρας, ηγουμένης της Μονής Γεθσημανή στην Ιερουσαλήμ, η Αγία Ελισάβετ εμφανίστηκε στον πατέρα Σεραφείμ αρκετές φορές καθώς αυτός συνόδευε τα λείψανα των Μαρτύρων της Αλαπαγιέφσκης. Αλλά οι απειλές μιας επικείμενης προέλασης του Κόκκινου Στρατού σ’ αυτή την περιοχή δημιούργησαν την ανάγκη να μεταφέρουν και πάλι τα ιερά σώματα για να εμποδίσουν την κατάσχεση και τη βεβήλωσή τους. Αυτή τη φορά, όμως, θα τα μετέφεραν έξω από τη μητρική γη. Την 26η Φεβρουαρίου 1920, μέσα στο φοβερό παγετό του χειμώνα, έγινε η αναχώρησή τους.
Με μυστικότητα, τελικά, τα φέρετρα έφθασαν τον Απρίλιο στο Πεκίνο, όπου τα υποδέχτηκε ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, όπου τα τοποθέτησαν προσωρινά σε μια από τις κρύπτες του κοιμητηρίου της ιεραποστολής. Η πριγκίπισσα Βικτωρία, όμως, κανόνισε ώστε τα δύο φέρετρα (της Μεγάλης δούκισσας και της αδελφής Βαρβάρας), να φύγουν από το Πεκίνο για το λιμάνι του Τιεντσίν και από εκεί να μεταφερθούν με πλοίο στη Σανγκάη και έπειτα στο Πόρτ Σάϊντ στην Αίγυπτο, όπου έφθασαν τον Ιανουάριο του 1921. Και όπως, είχε προγραμματισθεί, τα φέρετρα τα προϋπάντησαν στην Ιερουσαλήμ Ρώσοι και Έλληνες κληρικοί καθώς και Βρετανοί αξιωματούχοι, ο λαός του τόπου και Ρώσοι προσκυνητές που είχαν αποκλεισθεί παραμένοντας στους Αγίους Τόπους εξ αιτίας της Κομμουνιστικής Επανάστασης. Ο πατριάρχης Δαμιανός, βοηθούμενος από πολυάριθμους κληρικούς, τέλεσε την επίσημη επικήδεια ακολουθία. Ο Παλαιολόγος μαρτυρεί ότι δίπλα στο φέρετρο της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ, στα πόδια της, τοποθετήθηκε μία μικρή λειψανοθήκη που περιείχε τον καρπό του χεριού του συζύγου της, του Μεγάλου δούκα Σεργίου.
Το 1981 , η Σύνοδος των αρχιεπισκόπων και επισκόπων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού όρισε όλοι οι μάρτυρες και ομολογητές της Ορθοδόξου Πίστεως, που είχαν υποφέρει στα χέρια των αθέων στη Ρωσία, να γραφούν στο ημερολόγιο των αγίων.
Η αγιοκατάταξη αυτή έγινε την 1η Νοεμβρίου 1981, στο Συνοδικό Καθεδρικό ναό της Παναγίας του Συμβόλου, στην πόλη της Νέας Υόρκης, που είναι έδρα του πρώτου ιεράρχη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού.
Αρκετούς μήνες πρίν από αυτό το γεγονός, οι τάφοι της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ και της υποτακτικής της, στην Ιερουσαλήμ, ανοίχτηκαν και εξετάστηκαν από μία ειδική εκκλησιαστική επιτροπή. Όταν, μάλιστα, ανοίχτηκε το φέρετρο της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ το δωμάτιο ξαφνικά πλημμύρισε από ευωδία, που κάποιος αυτόπτης μάρτυς περιέγραψε ως «ένα δυνατό άρωμα, από κάτι ανάμεσα στο μέλι και το γιασεμί». Τα λείψανα, ωστόσο, των δύο μαρτύρων ήταν μερικώς άφθαρτα. Τα πόδια και τα πέλματα της αγίας Ελισάβετ ήταν άθικτα, το ίδιο και ο εγκέφαλός της μέσα στο κρανίο. Το κεφάλι της αγίας Βαρβάρας ήταν καλά διατηρημένο. Και τα δύο ήταν ντυμένα με μαύρα ράσα, και το πρόσωπο της αγίας Ελισάβετ ήταν σκεπασμένο με ένα πέπλο. Ένας μεγάλος μοναχικός σταυρός, βρισκόταν πάνω στο στήθος της. Στο χέρι της κρατούσε κομποσχοίνι, και ένας απλός μεταλλικός σταυρός ήταν περασμένος στο λαιμό της. Επίσης υπήρχαν μερικές μεταλλικές εικόνες μέσα στο φέρετρο.
Πάντως, ο σημερινός Ορθόδοξος προσκυνητής στην Ιερουσαλήμ θα γονατίσει φυσικά μπροστά στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου και σε άλλους αγίου τόπους. Αλλά τώρα μπορεί επίσης να πάει και στην εκκλησία της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής και να γονατίσει μπροστά στους τάφους των Αγίων Ελισάβετ και Βαρβάρας. Εδώ τα κεριά και οι ακοίμητες λαμπάδες καίουν συνεχώς και μέσα από το ευωδιαστό θυμίαμα, θα ακούσει τον αντίλαλο του ύμνου : Ἅγιες Νεομάρτυρες Μεγάλη δούκισσα Ἐλισάβετ και Μοναχή Βαρβάρα πρεσβεύσατε τῷ Θεῷ ὑπέρ ἡμῶν!

«Είναι ευκολώτερο το αδύναμο άχυρο να αντισταθεί
στη δυνατή φωτιά,
παρά η φύση της αμαρτίας να αντισταθεί
στη δύναμη της αγάπης.
Εμείς πρέπει να καλλιεργήσουμε αυτή την αγάπη
στις ψυχές μας,
για να μπορέσουμε να συγκαταριθμηθούμε
μαζί με όλους τους αγίους,
γιατί αυτοί ήταν σε όλα ευάρεστοι στο Θεό
μέσω της αγάπης τους προς τον πλησίον»

Αγία Ελισάβετ



[1] Όταν οι Μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία, ο Λένιν, περνώντας από ‘κεί, είδε το σταυρό. Τότε ζήτησε ένα σχοινί, έκανε μια θηλειά, την έριξε πάνω στο σταυρό, και με τη βοήθεια των συντρόφων του, τράβηξε το σταυρό κάτω και τον κατέστρεψε.