Δεν είχε πολλά. Τρία τέσσερα ζωντανά όλο κι όλο.
Τρεις γίδες και μια προβατίνα. Το μανάρι της!!
Έτσι την φώναζε. Μανάρι.
Άλλα δεν ήθελε...αυτά της φτάνανε της Δημήτρως.
Μόνη της ήταν.
Αλλά εκείνο το κουσουράκι που'χε την εμπόδιζε να παντρευτεί.
Το'να μάτι της δεν έκλεινε καλά. Μέχρι τη μέση έφτανε το βλέφαρο και στα χωριά αυτά τα κοιτούσαν πολύ κι ας ήσουν άξια και προκομμένη..
Η καρδιά της χτύπησε για κάποιον από το δίπλα χωριό.
Είχε και κείνος το παθηματάκι του..
Το ένα χέρι του ήταν πιο κοντό από το άλλο μα όλες τις δουλειές τις έκανε.
Φαντάστηκε η Δημήτρω πως θα μπορούσε να κάνουν οικογένεια
κι άρχισε να ονειρεύεται. Ανύπαντρος και κείνος και κάπως μεγαλούτσικος μα δεν την ένοιαξε ποτέ ετούτο.
Είχε μια φίλη στο χωριό του και πήγαινε συχνά μήπως και τον δει μήπως και την προσέξει κι όταν τον αντάμωνε δεν γύριζε να την κοιτάξει.
Απογοητεύτηκε κι η φιλενάδα της το κατάλαβε και όλο την ρωτάει τι έχει. Κουβέντα η Δημήτρω.
Και τι να πει? Ντρεπόταν που 'χε το μυαλό της σ έναν άντρα.
Ήταν ντροπή εκείνα τα χρόνια να θέλεις κάποιον.
Όλα στα μουλωχτά γινόταν...
Κι άντε...να θέλει άντρας μια γυναίκα στέλνει προξενιό.
Η γυναίκα τι να κάνει? Ντροπής πράματα τούτα...
Μια μέρα που πήγε πάλι στη φιλενάδα καθότανε οι δυο τους στο τοιχάκι της αυλής και περνάει ο Γιώργης χαιρετάει κι έχασε τα λόγια της και κοκκίνησε.
Την πήρε χαμπάρι η φίλη της και κρένει του Γιώργη τάχα μου να δει τον τοίχο. Σα να'θέλει λίγο κάποια μαστορέματα του είπε.
Έντιμος ο Γιώργης αφού έριξε μια ματιά της είπε πως ο τοίχος είναι μια χαρά.
Μόνο ένα βαψιματάκι θέλει και τίποτα άλλο και κανονίστηκε να πάει να τον βάψει.
Κι όλο να του λέει για την φίλη της τι προκομμένη γυναίκα είναι
κι όλο να την παινεύει κι όλο να προσπαθεί να πάρει μια κουβέντα του Γιώργη μα τίποτα αυτός.
Μούγκα...
Είδε κι απόειδε...από δω σ έχω από κει σε πάω όλο ξεγλίστραγε ο Γιώργης.
Παίρνει μια ανάσα και του το'πε στα ίσια..
Κι αφήνει το πινέλο κάτω εκείνος και της λέει. Καλή και προκομμένη η Δημήτρω μα σκιάζομαι μη βγουν τα παιδιά με μάτια που δεν κλειούν.
Κατάπιε τη γλώσσα της η φιλενάδα δεν περίμενε τούτα τα λόγια μόνο του είπε πως η Δημήτρω δεν ήταν από γεννησιμιού έτσι αλλά χτύπησε μικρή από κει το'χει τούτο το κουσούρι.
Και θέλησε η καψερή να το πει στη Δημήτρω γιατί την έτρωγε το μαράζι. Έλιωνε από έρωτα μπας και τον βγάλει απ το μυαλό της.
Αλλά τίποτα..Χειρότερα τα κανε τα πράματα.
Δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο χωριό.
Δεν ξαναπήγε στην φιλενάδα η Δημήτρω. Δεν της κάκιωσε όχι για καλό έκανε ό,τι έκανε μα δεν ήθελε ν ανταμώσει τον Γιώργη ποτέ ξανά. Και πέρασε ο καιρός..
Παρέα με τα ζωντανά της με το νοικοκυριό της με τα χωραφάκια της με τον αργαλειό της και τα υφαντά της.
Ξακουστή στα γύρω χωριά έφτιανε προίκες για τις νύφες.
Τι βελέντζες τι φλοκάτες τι καραμηλωτές!!
Τα χέρια της πιάνανε...
Όσο για την δική της προίκα δυο γιούκους ψηλούς μέχρι το ταβάνι. Αλλά τι τα θες..Άτυχη..
Βαριά το πήρε. Πολύ βαριά κι έχασε τον ύπνο της για πολύ καιρό.
Ακούς εκεί να μην κλειούν τα μάτια..
Ήθελε να το γυρίσει πίσω τούτο το λόγο. Την έτρωγε...
Αλλά έλεγε εγώ να'μαι καλά και τα ζωντανά μου!!
Έκανε καλό κομπόδεμα και μια και δυο πήγε στην Αθήνα σε μια μακρινή ξαδέρφη της.
Της είπε πως θέλει να φιάκει το μάτι της βρήκε ένα καλό γιατρό και αποφάσισε να κάνει το μάτι να κλείνει.
Και το'κανε!! Και γύρισε πίσω με μάτι που κλείνει.
Αλλά τα χρόνια είχαν περάσει και δεν ήθελε μπλιο γάμους η Δημήτρω μήτε προξενιά και παιδιά.
Είχε τα ζωντανά της...
Ήταν μεσημέρι κι ειχε αποκάμει στον αργαλειό απ το πρωί. Έγειρε λίγο να ισιώσει την μέση της μα δεν πρόλαβε.
Κάποιος χτύπαγε την πόρτα.
Πάει ν ανοίξει και τι να δει? Ο Γιώργης.
Πέρασε μέσα του είπε. Εσύ για να'ρθεις μέχρι εδώ κάτι θέλεις.
Σου φτιάνω καφέ και μου λες..
Του πάει τον καφέ και το νεράκι δροσερό δροσερό απ τον μαστραπά στον δίσκο στρωμένο το σεμεδάκι.
Νοικοκυρεμένα πράματα.. Ο Γιώργης δεν ματάειδε τέτοια νοικοκυροσύνη και σκέφτηκε πως έκανε λάθος τότε..
Μα τώρα θα το πάρει πίσω για τούτο ήρθε να της πει πως θα το'θελε...Πέρασαν και τα χρόνια..
Μόνοι κι οι δυο.. Μεγάλοι πια..Παιδιά δεν θα κάνανε..
Έφιακε και το μάτι..
Ήπιε τον καφέ ο Γιώργης ήπιε και την πίκρα.
Του το φύλαγε η Δημήτρω κι ήρθε η ώρα να το γυρίσει πίσω.
Δεν με πήραν δα και τα χρόνια Γιώργη του είπε.
Μπορώ ακόμα να κάμω παιδιά αλλά σκιάζομαι να τα κάνω μαζί σου μη μου βγουν κοντόχερα.
Μούγγα ο Γιώργης. Δεν έβρισκε την πόρτα να φύγει..
Κι η Δημήτρω ξαλάφρωσε...
Ακούς εκεί να μην κλειούν τα μάτια...
Έχω τα ζωντανά μου είπε κι έγειρε να ισιώσει την μέση της.
Και πέρασαν τα χρόνια...Και γέρασε η Δημήτρω
Και ξανάπιακε πέντε έξι φορές τα ζωντανά της.
Μα μια φορά μια γίδα δεν έκλεινε καλά το μάτι της και γέλασε η Δημήτρω και της είπε καψερή μου,ανύπαντρη θα μείνεις και συ..
Ακούς εκεί να σκιάζεται να μην κλειούν τα μάτια..
Ελευθερία Λάππα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου