Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Ελένη Ιωαννίδη.Μάνα του Έπους του ΄40





Ανδριανή Κυριάκου«Η τυφλή και ορώσα το Θεό»




Ανδριανή Κυριάκου«Η τυφλή και ορώσα το Θεό»


Στο βιβλίο τοῦ Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου για τον Άγιο Νεκτάριο, ὑπάρχει καί ἡ φωτογραφία τῆς πρώτης ἡγουμένης τῆς Ἁγίας Τριάδος, κάτω ἀπό τήν ὁποία γράφει: «Ἡ πρώτη ἡγουμένη τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὄντως ὁσία Ξένη, ἡ τυφλή καί ὁρῶσα τόν Θεό». Αὐτό θυμήθηκα καί αἰσθάνθηκα ἐπισκεφτόμενος γιά πρώτη φορά τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2011 τή γιαγιά Ἀνδριανοῦ, στο σπίτι τῆς κόρης της στά Λειβάδια.
Μ' ἕνα κομποσχοίνι στο χέρι, χωρίς μιζέρια, μέ τό συνεχές «Δόξα σοι ὁ Θεός!», να βιώνει τήν τυφλότητα ὡς δυνατότητα «θέας Θεοῦ». Φαίνεται πώς ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου κρύβει το μυστήριο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Ἀκατανόητος στούς ἄλλους, ἀποκαλυπτικός σ᾿ αὐτόν πού τό σηκώνει.
Σκοπός τῆς ἐπίσκεψής μου ἦταν να μπορέσω να γνωρίσω, ὅσο εἶναι δυνατό, τό μυστήριο τοῦ σταυροῦ της, πού τήν κάνει νά ἐκπέμπει χαρά καί νά θέλουν οἱ ἄλλοι – συγγενεῖς, φίλοι, γνωστοί καί ἄγνωστοι - νά εἶναι κοντά της. Αὐτή ἡ γνώση γίνεται μέ τό λόγο καί τή σιωπή. Ἴσως πιο πολύ αυτή ν' ἀποκαλύπτει το μυστήριο, πού ὄντως, γνωρίζεται - ὅπως ὅλα τά μυστήρια «ἐν σιωπῇ».
– Πῶς πάεις;
- Καλά, πάτερ Ανδρέα, καλά. Δόξα σοι ὁ Θεός! Καλύτερα δέν γίνεται ἀπὸ δῶ καί πέρα. Νά πάρω τήν εὐχή σου, ἴσως καί γίνει ἡ μέρα καλύτερα.
– Γιατί εἶναι ἄσχημη ἡ μέρα;
- Ἐξαρτᾶται ἀπό τό τί θά κάνουμε ἐμεῖς, ἐν νά πάει καλύτερα.
Το κομποσχοίνι πού ἔχει στο χέρι της είναι προσευχές «ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου», ἀρχίζοντας ἀπό τούς «οἰκείους». Προσευχές πού πηγάζουν ἀπό τήν ἀγάπη, ἡ ὁποία γιά τήν ἴδια, ὅπως μᾶς λέει, «ἦταν πάντα στην καρδιά της» χωρίς νά ξέρει πῶς τήν ἀπόκτησε. Τό ἀποδίδει, ὡστόσο, στον πατέρα της Μανώλη που «ἦταν ἄνθρωπος πού ἀγαποῦσε ὅλο τόν κόσμο». Αὐτό το καταλάβαινε καί τό ἔβλεπε από μικρή, ὅταν «τήν ἐποχή πού νοικιάζαμε περβόλια κι ἦταν ὁ καιρός πού βγαίνουν τα σύκα καί τά χρυσόμηλα, την πρώτη δόση πού ἔκοβε, τήν ἔδινε στους φίλους και γνωστούς του.
Ἔβαζε τή μητέρα μου νά τοῦ κάνει μικρά καλαθάκια καί τά γέμιζε λέγοντας “αὐτό εἶναι τοῦ τάδε... τοῦ τάδε...”
Ἀγαποῦσε ὅλο τόν κόσμο κι ἔτσι πιάσαμε τό σύστημα».
Το να σκέφτεται πρῶτα τούς ἄλλους καί μετά τόν ἑαυτό του, δέν ἦταν κάτι τό περιστασιακό ἀλλά συνηθισμένο. Κάθε πού ἑτοιμάζονταν γιά νά καθίσουν στό τραπέζι, πρίν βάλει φαγητό στο δικό του πιάτο, ἔστελλε πρῶτα στις γιαγιάδες, στούς ἐμπερίστατους γείτονες.
Ἡ δέ μητέρα Εὐρυδίκη, συμπορευόμενη μέ τό σύζυγό της, ποτέ δέν τσακώθηκε μέ κανέναν, ἀγαποῦσε τόν κόσμο, πήγαινε τακτικά ἐκκλησία.
Τήν ἀγάπη πού ἔχει στήν καρδιά της γιά ὅλους, τήν αἰσθάνεται ὡς «κληρονομική», ὅτι τήν πῆρε ὡς «προῖκα» ἀπό τούς γονεῖς της. Αὐτή θεωρεῖ ὡς βάση γιά τήν εἰρήνη που νιώθει στήν καρδιά της, παρόλο ὅτι γιά 30 - 40 χρόνια βλέπει μόνο σκοτάδι. Ὅταν, μάλιστα, ξέρει τί σημαίνει νά βλέπεις τόν κόσμο, τούς ἀνθρώπους, τή φύση. Χωρίς να δυσανασχετεῖ, χωρίς νά ἔχει μέσα της άναστάτωση. Βέβαια, προσεύχεται καθημερινά καθώς μᾶς εἶπε, γιά νά τῆς δίνει ὁ Κύριος ὑπομονή καί ταπείνωση.
- Τί εἶναι ταπείνωση; Πῶς ἀποκτᾶται;
- Μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀποκτῶνται ὅλα.
Ὅταν εἶσαι ἐγωιστής, όταν νομίζεις ὅτι ἐσύ εἶσαι καί κανένας ἄλλος τίποτα δεν γίνεται.
· Καλά, ὁ ἄνθρωπος νά μήν κάνει τίποτα; Όλα
ἀπό τό Θεό;
- Ὁ Θεός ὅταν εἶναι μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁ
ἄνθρωπος ἐλπίζει στό Θεό, ὁ Θεός θά τα κάνει όλα ὅταν, βέβαια, θέλει καί ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ Ὀρθοδοξία δέν γνωρίζει μόνο Πατέρες, αλλά καί Μητέρες, πού μέ τό λόγο τους τόν ἐμπειρικό καί γεμάτο Πνεῦμα ἅγιο, γεννοῦν ἀναγεννοῦν τέκνα γιά τή Βασιλεία. Μπροστά μας βρισκόταν μία τέτοια Μητέρα πού μποροῦσε ἀθόρυβα καί ἀληθινά ν᾿ ἀποκαλύψει «ὁδόν σωτηρίας».
- Μέ ποιόν τρόπο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ν᾿ ἀποκτήσει τήν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς; Ποιό εἶναι τό σημαντικό πού χρειάζεται νά κάνει, γιά νά ἔχει τέτοιο καρπό;
- Πρῶτα πρέπει ν' ἀγαπήσει τό Θεό καί μετά τόν κόσμο. Ὅταν ἀγαπᾶς τό Χριστό, τήν Παναγία καί τό Θεό, ἀπό κεῖ καί πέρα εἶναι ὅπως τό νερό όταν το βάζεις στο αὐλάκι καί πάει. Νά ἀγαπᾶς ὅλο τόν κόσμο· καί αὐτούς πού σοῦ φταῖνε καί αὐτούς πού δέν σοῦ φταῖνε. Ἀκόμη καί αὐτούς πού δέν σε θέλουν. Τούς ἀγαπᾶς ὅλους.



Βιβλιογραφία
Συναντήσεις - Αναζητήσεις - Αποκαλύψεις.
Πατήρ Ανδρέας  Αγαθοκλέους!!!

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

H Δημήτρω...



Δεν είχε πολλά. Τρία τέσσερα ζωντανά όλο κι όλο.
Τρεις γίδες και μια προβατίνα. Το μανάρι της!!
Έτσι την φώναζε. Μανάρι.
Άλλα δεν ήθελε...αυτά της φτάνανε της Δημήτρως.
Μόνη της ήταν.
Οικογένεια δεν είχε. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Προκομμένη κι άξια ήταν και μέσα σ όλα πρώτη στο χωριό.
Αλλά εκείνο το κουσουράκι που'χε την εμπόδιζε να παντρευτεί.
Το'να μάτι της δεν έκλεινε καλά. Μέχρι τη μέση έφτανε το βλέφαρο και στα χωριά αυτά τα κοιτούσαν πολύ κι ας ήσουν άξια και προκομμένη..
Η καρδιά της χτύπησε για κάποιον από το δίπλα χωριό.
Είχε και κείνος το παθηματάκι του..
Το ένα χέρι του ήταν πιο κοντό από το άλλο μα όλες τις δουλειές τις έκανε.
Φαντάστηκε η Δημήτρω πως θα μπορούσε να κάνουν οικογένεια
κι άρχισε να ονειρεύεται. Ανύπαντρος και κείνος και κάπως μεγαλούτσικος μα δεν την ένοιαξε ποτέ ετούτο.
Είχε μια φίλη στο χωριό του και πήγαινε συχνά μήπως και τον δει μήπως και την προσέξει κι όταν τον αντάμωνε δεν γύριζε να την κοιτάξει.
Απογοητεύτηκε κι η φιλενάδα της το κατάλαβε και όλο την ρωτάει τι έχει. Κουβέντα η Δημήτρω.
Και τι να πει? Ντρεπόταν που 'χε το μυαλό της σ έναν άντρα.
Ήταν ντροπή εκείνα τα χρόνια να θέλεις κάποιον.
Όλα στα μουλωχτά γινόταν...
Κι άντε...να θέλει άντρας μια γυναίκα στέλνει προξενιό.
Η γυναίκα τι να κάνει? Ντροπής πράματα τούτα...
Μια μέρα που πήγε πάλι στη φιλενάδα καθότανε οι δυο τους στο τοιχάκι της αυλής και περνάει ο Γιώργης χαιρετάει κι έχασε τα λόγια της και κοκκίνησε.
Την πήρε χαμπάρι η φίλη της και κρένει του Γιώργη τάχα μου να δει τον τοίχο. Σα να'θέλει λίγο κάποια μαστορέματα του είπε.
Έντιμος ο Γιώργης αφού έριξε μια ματιά της είπε πως ο τοίχος είναι μια χαρά.
Μόνο ένα βαψιματάκι θέλει και τίποτα άλλο και κανονίστηκε να πάει να τον βάψει.
Κι όλο να του λέει για την φίλη της τι προκομμένη γυναίκα είναι
κι όλο να την παινεύει κι όλο να προσπαθεί να πάρει μια κουβέντα του Γιώργη μα τίποτα αυτός.
Μούγκα...
Είδε κι απόειδε...από δω σ έχω από κει σε πάω όλο ξεγλίστραγε ο Γιώργης.
Παίρνει μια ανάσα και του το'πε στα ίσια..
Κι αφήνει το πινέλο κάτω εκείνος και της λέει. Καλή και προκομμένη η Δημήτρω μα σκιάζομαι μη βγουν τα παιδιά με μάτια που δεν κλειούν.
Κατάπιε τη γλώσσα της η φιλενάδα δεν περίμενε τούτα τα λόγια μόνο του είπε πως η Δημήτρω δεν ήταν από γεννησιμιού έτσι αλλά χτύπησε μικρή από κει το'χει τούτο το κουσούρι.
Και θέλησε η καψερή να το πει στη Δημήτρω γιατί την έτρωγε το μαράζι. Έλιωνε από έρωτα μπας και τον βγάλει απ το μυαλό της.
Αλλά τίποτα..Χειρότερα τα κανε τα πράματα.
Δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο χωριό.
Δεν ξαναπήγε στην φιλενάδα η Δημήτρω. Δεν της κάκιωσε όχι για καλό έκανε ό,τι έκανε μα δεν ήθελε ν ανταμώσει τον Γιώργη ποτέ ξανά. Και πέρασε ο καιρός..
Παρέα με τα ζωντανά της με το νοικοκυριό της με τα χωραφάκια της με τον αργαλειό της και τα υφαντά της.
Ξακουστή στα γύρω χωριά έφτιανε προίκες για τις νύφες.
Τι βελέντζες τι φλοκάτες τι καραμηλωτές!!
Τα χέρια της πιάνανε...
Όσο για την δική της προίκα δυο γιούκους ψηλούς μέχρι το ταβάνι. Αλλά τι τα θες..Άτυχη..
Βαριά το πήρε. Πολύ βαριά κι έχασε τον ύπνο της για πολύ καιρό.
Ακούς εκεί να μην κλειούν τα μάτια..
Ήθελε να το γυρίσει πίσω τούτο το λόγο. Την έτρωγε...
Αλλά έλεγε εγώ να'μαι καλά και τα ζωντανά μου!!
Έκανε καλό κομπόδεμα και μια και δυο πήγε στην Αθήνα σε μια μακρινή ξαδέρφη της.
Της είπε πως θέλει να φιάκει το μάτι της βρήκε ένα καλό γιατρό και αποφάσισε να κάνει το μάτι να κλείνει.
Και το'κανε!! Και γύρισε πίσω με μάτι που κλείνει.
Αλλά τα χρόνια είχαν περάσει και δεν ήθελε μπλιο γάμους η Δημήτρω μήτε προξενιά και παιδιά.
Είχε τα ζωντανά της...
Ήταν μεσημέρι κι ειχε αποκάμει στον αργαλειό απ το πρωί. Έγειρε λίγο να ισιώσει την μέση της μα δεν πρόλαβε.
Κάποιος χτύπαγε την πόρτα.
Πάει ν ανοίξει και τι να δει? Ο Γιώργης.
Πέρασε μέσα του είπε. Εσύ για να'ρθεις μέχρι εδώ κάτι θέλεις.
Σου φτιάνω καφέ και μου λες..
Του πάει τον καφέ και το νεράκι δροσερό δροσερό απ τον μαστραπά στον δίσκο στρωμένο το σεμεδάκι.
Νοικοκυρεμένα πράματα.. Ο Γιώργης δεν ματάειδε τέτοια νοικοκυροσύνη και σκέφτηκε πως έκανε λάθος τότε..
Μα τώρα θα το πάρει πίσω για τούτο ήρθε να της πει πως θα το'θελε...Πέρασαν και τα χρόνια..
Μόνοι κι οι δυο.. Μεγάλοι πια..Παιδιά δεν θα κάνανε..
Έφιακε και το μάτι..
Ήπιε τον καφέ ο Γιώργης ήπιε και την πίκρα.
Του το φύλαγε η Δημήτρω κι ήρθε η ώρα να το γυρίσει πίσω.
Δεν με πήραν δα και τα χρόνια Γιώργη του είπε.
Μπορώ ακόμα να κάμω παιδιά αλλά σκιάζομαι να τα κάνω μαζί σου μη μου βγουν κοντόχερα.
Μούγγα ο Γιώργης. Δεν έβρισκε την πόρτα να φύγει..
Κι η Δημήτρω ξαλάφρωσε...
Ακούς εκεί να μην κλειούν τα μάτια...
Έχω τα ζωντανά μου είπε κι έγειρε να ισιώσει την μέση της.
Και πέρασαν τα χρόνια...Και γέρασε η Δημήτρω
Και ξανάπιακε πέντε έξι φορές τα ζωντανά της.
Μα μια φορά μια γίδα δεν έκλεινε καλά το μάτι της και γέλασε η Δημήτρω και της είπε καψερή μου,ανύπαντρη θα μείνεις και συ..
Ακούς εκεί να σκιάζεται να μην κλειούν τα μάτια..
Ελευθερία Λάππα

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Θεοπίστη Οικονομίδου



Ἡ Θεοπίστη γεννήθηκε στίς 17 Νοεμβρίου τοῦ 1917 σέ ἕνα πολύ μικρό χωριό τῆς ἐπαρχίας Πάφου, τίς πάνω Ἀκουρδάλιες. Σέ ἡλικία πέντε μόλις ἐτῶν ἔχασε τήν μητέρα της ἡ ὁποία πέθανε στήν γέννα της στό τρίτο της μωρό.

Ὁ πατέρας της πλήρωνε μία παραμάνα σέ διπλανό χωριό, μαζί μέ τό μωρό της νά θηλάζη καί τό μικρό ὀρφανό, ἀλλά τελικά πέθανε κι αὐτό. Ἔτσι ἡ Θεοπίστη ἀπό μικρή γεύτηκε τό πικρό ποτήριο τοῦ θανάτου μένοντας μόνη, μέ τόν κατά ἕνα χρόνο μικρότερο ἀδελφό της καί τόν πατέρα της.
Ἡ γιαγιά της ἀπό τήν μητέρα της καί αὐτή χήρα μέ 4 παιδιά πήγαινε στό σπίτι γιά νά κοιτάζη τά ὀρφανα τῆς κόρης της. Ἡ γιαγιά θέλοντας νά ἀποφύγη τά κουτσομπολιά καί τά σχόλια στό χωριό, ἐπειδή σύχναζε στό σπίτι τοῦ γαμπροῦ της γιά νά βοηθᾶ σκέφτηκε ὡς δυναμικός ἄνθρωπος πού ἦταν, ὅπως ἔλεγε ἡ Θεοπίστη, νά βρῆ γυναῖκα γιά νά ξαναπαντρευτῆ ὁ γαμπρός της. Αὐθημερόν κλείνει τά ὀρφανά ὅλα, τά δικά της καί αὐτά τοῦ γαμπροῦ της σέ ἕνα σπίτι, ἀφήνει τήν μεγάλη της κόρη νά ἐπιβλέπη καί φεύγη μαζί μέ τόν γαμπρό της γιά ἕνα κοντινό χωριό. Σέ ἐρώτηση τῶν παιδιῶν «ποῦ θά πᾶτε;», ἡ γιαγιά ἀπαντᾶ: «Πᾶμε νά σᾶς φέρωμε μάννα!»

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2023

Οσία Μαρίνα της Ραϊθού, το άνθος της ερήμου του Σινά


Σιναΐτες Άγιοι_All Saints of Mount Sinai_Святые отцы Синайской горы_σιναιτεσ sinaxi_sinaiton_pateronΗ οσία Μαρίνα έζησε και ασκήτεψε στη έρημο της Ραϊθού, όπου εκοιμήθη οσιακά. Τα ιερά λείψανα της βρίσκονται στο μετόχι του Σινά, στην Μονή της Θεοτόκου όπου μένουν σιναΐτες πατέρες.

Στην ακολουθία του Οσίου Φιλοθέου του Αγιορείτη (βλέπε ίδια ημέρα) που συνέγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης (Ἔγκρισις Ἱ. Συνόδου: 4188/79. Ἐκδόσεις Παρουσία, Ἱ. Μ. Φιλίππων, Νεαπόλεως & Θάσου, χ.χ.) αναφέρει για την Αγία Μαρίνα:
«Αύτη η Μαρίνα η πάνσεμνος παρθένος, σήμερον προς την άνω εισάγεται ζωήν· των δαιμόνων τας ορμάς καταβαλούσα, και πόνους διά τον Χριστόν υπομείνασα, τον σκολιόν δράκοντα τελείως απώλεσε, την λαμπάδα άσβεστον τηρήσασα· ένθα νυν μετ’ Αγίων Αγγέλων ευφραίνεται, η δε λάρνακα έχει την τιμίαν αυτής σορόν των λειψάνων· ην εν τω μετοχίω ένθα νυν κατοικούσιν οι Πατέρες οι Σιναϊται, εις την Μονήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, σιμά της θαλάσσης· ένθα και φιλόχρηστοι κοσμικοί κατοικούσιν».

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

ΑΓΙΑ ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ: Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ


Αποτέλεσμα εικόνας για Αγία Πουλχερία

       Ανάμεσα στη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας υπάρχουν και πολλοί βασιλείς, αυτοκράτορες και μέλη των ανακτόρων, οι οποίοι δεν αλλοτριώθηκαν από την εξουσία. Ενέταξαν την εγκόσμια δόξα στη δόξα του Θεού και στη διακονία της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και ανακηρύχτηκαν άγιοι για την προσφορά τους στο εκκλησιαστικό σώμα. Μια από αυτούς υπήρξε και η αγία Πουλχερία, η ευσεβής Αυγούστα του Βυζαντίου.
       Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 399. Ήταν η μεγαλύτερη κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408) και της Ευδοξίας και αδελφή του Θεοδοσίου Β΄ (408-450). Είχε δε την τιμή να λάβει το άγιο Βάπτισμα από τον ιερό Χρυσόστομο. Αν και βρέθηκε μέσα στην χλιδή των ανακτόρων και συναναστρέφονταν και με ραδιούργους παλατιανούς, είχε καλλιεργήσει στην ψυχή της βαθειά πίστη στο Θεό και απόκτησε σπάνιες αρετές.
      Μετά το θάνατο του πατέρα της Αρκαδίου, το 408, η Πουλχερία, εννέα μόλις ετών, ανάλαβε την κηδεμονία του επτάχρονου αδελφού της Θεοδοσίου Β΄, ο οποίος ανάλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο, ως ο νόμιμος διάδοχος του πατέρα τους. Παρά το παιδικό της ηλικίας της, τη διέκρινε σπάνια ωριμότητα και σωφροσύνη. Το πρώτο, που έκαμε ήταν να διαπλάσει το χαρακτήρα του αδελφού της, ώστε να βασιλέψει θεοφιλώς. Του παραστάθηκε με αφοσίωση και προσπάθησε να σταλάξει στην ψυχή του τις αρχές της χριστιανικής πίστεως και να του καλλιεργήσει τις ευαγγελικές αρετές. Τον ήθελε να ξεχωρίζει από τους άλλους ηγεμόνες της εποχής του, οι οποίοι μεθούσαν από την εξουσία και συμπεριφέρονταν με αλαζονεία και τυραννία στους υπηκόους τους. Θεωρούσε την βασιλική και κάθε άλλη εξουσία ως διακονία, έχοντας υπόψη της τα λόγια του Χριστού: «ος αν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος αν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος»  (Μαρκ.9,42-44).
      Όμως ο Θεοδόσιος δεν διέθετε τα απαιτούμενα προσόντα να επιτελέσει τα υψηλά του καθήκοντα, σε αντίθεση με την Πουλχερία, η οποία διακρινόταν για την δυναμικότητά της, τη σωφροσύνη της και την αξιολογότατη μόρφωσή της. Διέθετε μια σπάνια σωματική ομορφιά και έναν πλουσιότατο ψυχικό κόσμο. Σπούδασε τις επιστήμες της εποχής της και μιλούσε, εκτός από τη λατινική γλώσσα, και την ελληνική. Θαύμαζε τον ελληνικό πολιτισμό και μελετούσε τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους. Ήταν αξιολάτρευτη για την πραότητά της, την ευγένειά της,  την ανεκτικότητά της, τη σεμνότητά της και την έκδηλη αγάπη της για το λαό.
       Το 414, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών αναδείχτηκε Αυγούστα, με τη θέληση του αδελφού της Θεοδοσίου.  Υπήρξε δε πραγματικός ηγεμόνας του απέραντου βυζαντινού κράτος, ως το τέλος της βασιλείας του Θεοδοσίου (450), το οποίο σημείωσε ημέρες δόξας, χάρις στην συγκυβέρνηση με την δυναμική και σώφρονα Πουλχερία. Η ίδια αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο Θεό και στο λαό. Αποφάσισε να μείνει σε όλη τη στη ζωή παρθένος και γι’ αυτό φορούσε συνεχώς τη  μοναχική καλύπτρα. Προσευχόταν και νήστευε, μη συμμετέχοντας στα πολυτελή τραπέζια του παλατίου. Παράλληλα άρχισε την αναδιοργάνωση του κράτους με την εποπτεία της. Αναδιοργάνωσε το στρατό, εξασφαλίζοντας εξωτερική ασφάλεια και ευημερία στους υπηκόους. Σε κάθε της απόφαση προηγούνταν θερμή προσευχή στο Θεό. Φρόντισε δε να έχει κοντά της ευσεβείς και ειδήμονες συμβούλους όλα τα χρόνια της εξουσία της.
       Ασκούσε μεγάλη επιρροή στον αδελφό της αυτοκράτορα Θεοδόσιο, στερούμενος, όπως προαναφέραμε, προσόντων και αποφασιστικότητας, στην οποία άκουε και υπολήπτονταν και έτρεφε για το πρόσωπό της απεριόριστη εμπιστοσύνη. Ο δε λαός την υπεραγαπούσε, για τη συνετή και φιλολαϊκή της διακυβέρνηση.
       Η αγάπη της για την ελληνική παιδεία και τον ελληνικό πολιτισμό την ώθησε να νυμφεύσει τον Θεοδόσιο, με τη λόγια κόρη του αθηναίου φιλοσόφου Ηρακλείτου Αθηναΐδα, η οποία έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, βαπτίσθηκε και ονομάστηκε Ευδοκία. Σκοπός της Πουλχερίας ήταν να μεταλαμπαδευτεί στη Βασιλεύουσα ο ελληνικός πολιτισμός. Και πράγματι, η Αθηναΐδα έφερε μαζί της εκατοντάδες φιλοσόφους και διδασκάλους, οι οποίοι μετέβαλαν την Κωνσταντινούπολη σε «μικρή Αθήνα». Μεγάλης σημασίας γεγονός υπήρξε η ίδρυση, το 425, με τη φροντίδα της Πουλχερίας και την αρωγή της Ευδοκίας, το φημισμένο «Πανδιδακτήριο» (Πανεπιστήμιο) της Κωνσταντινουπόλεως, το πρώτο οργανωμένο πανεπιστήμιο της Ευρώπης και του κόσμου! Επίσης σημαντικό γεγονός υπήρξε και η καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας, ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Τα δύο αυτά μεγάλα γεγονότα υπήρξαν η απαρχή για τον εξελληνισμό του Ρωμαϊκού κράτους. 
        Η Πουλχερία πρωτοστάτησε και για την περιφρούρηση της ορθοδόξου πίστεως. Με δική της δυναμική παρέμβαση, πέτυχε να πείσει τον Θεοδόσιο να συγκαλέσει την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431), η οποία καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου. Φρόντισε ακόμα να χτίσει λαμπρούς ναούς, όπως το ναό των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη  και μοναστήρια, όπως τις Μονές Εσφιγμένου και Ξηροποτάμου στο Άγιον Όρος. Ίδρυσε πλήθος ευαγών ιδρυμάτων (νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, κλπ), όπου έβρισκαν ανακούφιση χιλιάδες ενδεείς. Το 438 φρόντισε να αρθεί μια μεγάλη αδικία που διέπραξαν οι γονείς της Αρκάδιος και Ευδοξία. Να αποκαταστήσει τη μνήμη του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και να μεταφέρει τα λείψανά του στη Βασιλεύουσα, παρακαλώντας γονατιστή τον άγιο να συγχωρήσει τους διώκτες του γονείς της.
       Οι αιρετικοί νεστοριανοί την μισούσαν θανάσιμα και πέτυχαν με συκοφαντίες, να την απομακρύνουν από το θρόνο, αλλά για λίγο, διότι το 450 πέθανε ο Θεοδόσιος και έμεινε αυτή, ως η μόνη νόμιμη διάδοχος του θρόνου. Όντας 52 ετών νυμφεύτηκε τον ευσεβή συγκλητικό Μαρκιανό (450-457), στον οποίο παρέδωσε το θρόνο, με την προϋπόθεση να σεβαστεί την απόφασή της να μείνει παρθένα. Εκείνος σεβάστηκε την απόφασή της, διότι ήταν το ίδιο θεοσεβής με την Πουλχερία. Το 451 συγκάλεσαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα, η οποία καταδίκασε την αίρεση του μονοφυσιτισμού. Ο Μαρκιανός και η Πουλχερία είχαν μια σύντομη βασιλεία, την οποία αφιέρωσαν στη στήριξη της Ορθοδοξίας και στην φιλανθρωπία.

      Το 453 σε ηλικία πενήντα τεσσάρων ετών κοιμήθηκε ειρηνικά η Πουλχερία, αφιερώνοντας την περιουσία της στους φτωχούς. Τη θρήνησε ολόκληρη η αυτοκρατορία και η Εκκλησία την ανακήρυξε αγία. Η μνήμη της εορτάζεται στις 10 Σεπτεμβρίου. Ο Μαρκιανός κοιμήθηκε το 457 και ανακηρύχτηκε και αυτός άγιος.

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2023

Η ΚΡΥΠΤΟΜΟΝΑΧΗ ΘΕΟΚΛΗΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ.


ζησε πρίν ἀπό ἀρκετές δεκαετίες στήν Ἀθήνα καί ἦταν πρόσφυγας Ἑλληνίδα τοῦ Πόντου.
Τά τῆς ζωῆς της μᾶς ἐξιστόρησε ἕνας σεβαστός ἱερομόναχος, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε τότε ὡς διάκονος στήν ἐνορία πού ἔμενε ἡ εὐλαβέστατη αὐτή ἡλικιωμένη γυναῖκα.
Μᾶς εἶπε:
-” Ἡ κυρά-Ἄννα ξεχώριζε ἀνάμεσα στούς ἐνορίτες μας γιά τήν εὐσέβειά της.
Δέν ἔλειπε ποτέ ἀπό καμιά Θεία Λειτουργία ἀπ᾿ ὅσες γίνονταν στόν Ἱερό Ναό μας. Μέ τό μαντηλάκι της, σιωπηλή, ἀλλά γεμάτη ἀγάπη. Παρ᾿ ὅτι ἦταν μιά πολύ πτωχή πρόσφυγας, πάντα ἐρχόταν στήν Ἐκκλησία μέ τό καλοζυμωμένο πρόσφορό της, τά καθαρά κεράκια της, λιβανάκι καί ὅ,τι ἄλλο.
Κάποια ἡμέρα μοῦ εἶπε συνεσταλμένα μέ τή χαρακτηριστική ποντιακή προφορά της:
– “Διάκο μου, καλό μου Διάκο, σέ παρακαλῶ πολύ, ὅταν μέ κοινωνεῖς, φώναζε δυνατά τ᾿ ὄνομά μου, καί ἔπειτα σιγούλια, σάν πλησιάζεις τήν ἁγία Λαβίδα στό στόμα μου, λέγε τό μοναχικό μου ὄνομα, Θεοκλήτη! Μ᾿ἔχει χειροτονήσει κρυφά ἕνας ἅγιος ἀρχιμανδρίτης πέρα στήν πατρίδα! “
Ἔμεινα κατάπληκτος ἀκούγοντας τό μυστικό της. Ὅταν ὅμως πρόσεξα καί ἀντιλήφθηκα τή μυστική πνευματική ζωή της, παρ᾿ ὅτι τήν ἔκρυβε ἐπιμελῶς, θαύμασα!
Ὅλη τήν ἑβδομάδα ζοῦσε μέ τήν Θεία Κοινωνία. Κοινωνοῦσε τακτικά. Δέν ἔλειπε ἀπό καμιά Θεία Λειτουργία. Καί μέ παρακαλοῦσε νά τῆς δίνω ἀπό τό πρόσφορο πού προσκομίζαμε ἕνα ὕψωμα, ἕνα μικρό κομματάκι ἀντίδωρο, πού τό ἔκοβε σέ πέντε – ἕξι μικρότερα κομματάκια κι ἔτρωγε ἕνα κάθε μέρα.
Τίποτε ἄλλο! Λάδι ἔτρωγε μόνο τό Σαββατοκύριακο.
Τή μία νύχτα πήγαινε στήν ἁγιά-Βαρβάρα, τήν ἄλλη στήν Παναγία, τήν ἄλλη στόν ἅγιο Νικόλαο καί τελικά κατέληγε στήν Ἐκκλησία πού εἶχε πολύ πρωϊνή Θεία Λειτουργία! Ἔβρεχε, χιόνιζε, ἦταν καλοκαίρι, ἡ ἀγρυπνία καί ἡ προσευχή ἔξω ἀπό τίς Ἐκκλησίες γινόταν.
Ἡ μοναχική ἄσκησή της ἦταν ἀκριβής καί ὑπερθαύμαστη. Καί ὅλα μυστικά!
Ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς εἴχαμε ἀντιληφθεῖ μερικά ἀγωνίσματά της, ἀλλά φυλάσσαμε τό ἱερό μυστικό της..
Αὐτή ἡ ἁγία γυναῖκα εἶχε ἕναν ἀδελφό δικηγόρο, πολύ μορφωμένο, ἀλλά δυστυχῶς ἄπιστο. Ὁπαδό τῶν ὑλιστικῶν θεωριῶν τοῦ ἄθεου Μάρξ. Ἡ καημένη ἡ Ἄννα τόν περιποιόταν κι αὐτόν, γιατί δέν εἶχε κάνει οἰκογένεια. Τόν ἔπλενε, τοῦ μαγείρευε, τόν φρόντιζε, παρ᾿ ὅλο πού αὐτός περιφρονοῦσε τήν χριστιανική πίστη καί ζωή της καί δέν ἄκουγε καμία ἀπό τίς φωτισμένες συμβουλές της.
Κάποτε λοιπόν στή γιορτή του τοῦ πῆγε δῶρο μία Ἁγία Γραφή. Κόντεψε νά τῆς τήν πετάξει στό πρόσωπο! Ἐκείνη γιά πρώτη φορά ἔγινε αὐστηρή μαζί του καί τοῦ εἶπε:
” Μήν τήν διαβάσεις, ἀντελφέ, ἀφοῦ ντέν θέλεις, ὅμως ἄσε την στό δωμάτιό σου νά σέ φυλάει καί κάποτε νά σέ φωτίσει. Ἄν δέν τήν κρατήσεις, δέν θά ξανάλθω σπίτι σου!”
Ὁ δικηγόρος τά χρειάστηκε. Τήν εἶχε ἀνάγκη, αὐτό ἦταν ἀλήθεια. Γι᾿ αὐτό μουρμουρίζοντας τήν ἔβαλε σέ μιά γωνιά τῆς βιβλιοθήκης του.
Τί οἰκονόμησε ὅμως ὁ Θεός γιά τήν σωτηρία του;
Καί ἀσφαλῶς συνετέλεσαν πολύ καί οἱ ὁλονύκτιες προσευχές της ἁγιασμένης ἀδελφῆς του.
Κατά τήν διάρκεια τῆς Κατοχῆς, ἕνα βράδυ οἱ Γερμανοί πληροφορούμενοι τήν ἰδεολογία του ἔκαναν ἔφοδο στό σπίτι του καί, ἐπειδή ἐφοβοῦντο τούς μαρξιστές ἰδεολόγους
(ἄν κι αὐτοί ἦταν χειρότεροι, ἀκολουθῶντας τόν ἄθεο Νίτσε), εἶχαν πάρει ἀπόφαση νά τόν σκοτώσουν.
Ἄρχισαν λοιπόν νά τόν χτυποῦν θανάσιμα μέ τίς μπότες τους στό στομάχι καί στό πρόσωπο καί δέν ἔμεναν παρά λίγα χτυπήματα ἀκόμη γιά νά τόν ἀποτελειώσουν. Συγχρόνως, ὁ ἀξιωματικός ἔκανε ἔρευνα καί πετοῦσε κάτω τά βιβλία τῆς βιβλιοθήκης του. Ξαφνικά εἶδε τήν Ἁγία Γραφή.
Κατάλαβε ἀπό τόν Σταυρό πού εἶχε ἀπ΄ ἔξω καί ὡς διά θαύματος ἠρέμησε καί φώναξε μέ σεβασμό:
“Ἡ Βίβλος! Ἡ Βίβλος! Ἐδῶ Βίβλος! Σταματήσε νά τόν χτυπᾶς” , εἶπε στόν Γερμανό στρατιώτη.
Καί πρόσθεσε:
– “Πᾶμε νά φύγουμε. Φθάνει!”
Ὁ ἄπιστος δικηγόρος, ὁ ἀδελφός τῆς Ἄννας ἤ καλύτερα τῆς κρυπτομοναχῆς Θεοκλήτης, ἐπειδή γνώριζε γερμανικά, παρ᾿ ὅτι ἔκειτο αἱμόφυρτος στό πάτωμα βογγῶντας ἀπ᾿ τούς πόνους, κατάλαβε τί εἶχε γίνει καί τί εἶπε ὁ Γερμανός ἀξιωματικός.
Πράγματι, τό Εὐαγγέλιο πού τοῦ χάρισε ἡ ἀδελφή του τόν ἔσωσε!
Σύρθηκε μέ κόπο πρός τό τραπέζι πού ἄφησε ὁ Γερμανός τό ἱερό βιβλίο, τό πῆρε μέ τρεμάμενα χέρια στήν ἀγκαλιά του, τό φίλησε καί ἔχασε τίς αἰσθήσεις του. Σ᾿ αὐτή τή στάση τόν βρῆκε ἡ ἀδελφή του, ὅταν μετά ἀπό λίγο ἦρθε γιά νά τοῦ φέρει φαγητό. Τόν βοήθησε νά συνέλθει καί ἔζησε τόν γλυκύτατο καρπό τῆς προσευχῆς της:
Τή μετάνοια καί τήν τελεία ἀλλαγή τοῦ ἀδελφοῦ της.
Πίστεψε μέ ὅλη του τήν ψυχή, ἐξομολογήθηκε, κοινώνησε καί ἀκολουθοῦσε κατά πόδας τήν ἀδελφή του στήν πνευματική ζωή καί ἄσκηση. Τό δωμάτιό του τό μετέτρεψε σέ Ἐκκλησάκι. Ἐκεῖ προσευχόταν καί “χόρταινε” τόν Θεό του, πού τόσα χρόνια Τόν στερήθηκε. Τελικά ἔγινε κι ἐκεῖνος μοναχός μέ τό ὄνομα Παῦλος..
ΔΌΞΑ ΣΟΙ ΚΎΡΙΕ ΔΌΞΑ ΣΟΙ
πηγή το Βιβλίο: “Νεώτερα Θαύματα τῆς Παναγίας στή Βαρνάκοβα και Ἱστορίες γιά τήν Αἰωνιότητα”. Ἐκδόσις: Ἱερᾶς Γυν. Μ. Παναγίας Βαρνάκοβας Δωρίδα 2007

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Μαρία Γλυμιδάκη – Μανωλαράκη η ηρωίδα απ’ το Μούλετε (Χρυσαυγή Κισσάμου) που επιβίωσε του Άουσβιτς




Είναι η ιστορία του κοριτσιού που πήγε αιχμάλωτη στο Άουσβιτς, επέζησε και μετά από πολλές περιπέτειες δραπέτευσε και επέστρεψε στο χωριό της, τη Χρυσαυγή Κισσάμου, περπατώντας. Τότε λεγόταν Μούλετε Κισσάμου.

  Όταν οι Γερμανοί έπεσαν στο χωριό της συνεννοήθηκαν οι κάτοικοι να κάνουν πως τους υποδέχονται για να στείλουν σήμα οι Γερμανοί στα επιτελεία τους πως τους υποδέχθηκαν σαν να ήταν «ιππότες εξ ουρανού» κατά Ρίχτερ, σήμερα. Μετά όμως την «υποδοχή» να τους εκτελέσουν όλους τους αλεξιπτωτιστές. Αυτό το έκαναν για να κερδίσουν χρόνο να εξαφανίσουν τα πτώματα.

  Έτσι πράγματι έγινε. Οι κάτοικοι του χωριού υπερασπιζόμενοι τα πάτρια εδάφη, την ελευθερία τους και την ανεξαρτησία τους, μετά την υποδοχή και τα κεράσματα, μετά το σήμα που έστειλαν καταχαρούμενοι για την υποδοχή οι αλεξιπτωτιστές, τους εκτέλεσαν όλους. Πήγαν σ’ ένα αμπέλι, άντρες και γυναίκες έσκαψαν λάκκους και τους έθαψαν. Έλα σου, όμως που πάντα υπάρχει ένας προδότης.

  Παρόλο που όλα έγιναν κρυφά από αυτόν, αυτός μόλις έμαθε τα γεγονότα έβαλε κάτω την μικρή αδελφή του και την έδερνε μέχρι που η κοπέλα ξέρασε αίμα. Την έσερνε και την υποχρέωσε να του δείξει το μέρος που θάψανε τους Γερμανούς. Πήγε στην Κομαντατούρ και τους υπέδειξε το μέρος της ταφής των πτωμάτων. Ήρθαν στο χωριό αγριεμένοι οι Γερμανοί, βρήκαν τα πτώματα και συνέλαβαν τον Δήμαρχο του χωριού και όσους άντρες βρήκαν για να τους πάνε για εκτέλεση.

  Η Μαρία εκείνη την ώρα ήταν στην κουζίνα τους και έπλενε τα πιάτα. Απ’ το παράθυρο είδε έναν Γερμανό να έχει πιάσει τον μικρό της αδελφό, περίπου 15 χρονών και να τον παίρνει. Η Μαρία άρπαξε ένα μαχαίρι όρμησε στον Γερμανό που πάλευε με τον αδελφό της και τον έσφαξε. Αλλά η σωτηρία δεν κράτησε πολύ. Τους συνέλαβαν και τους δύο οι Γερμανοί και τους έστειλαν στο Άουσβιτς.
Ο αδελφός της χάθηκε. Δεν έμαθαν ποτέ για την τύχη του. Η Μαρία μετά από πολλές περιπέτειες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατάφερε και δραπέτευσε. Γύρισε πίσω, περπατώντας. Έφτασε στο χωριό της. Στο χέρι της ήταν αποτυπωμένος ο αριθμός που είχε στο Άουσβιτς.

Παρόλο που είχαν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια, ο αρραβωνιαστικός της, την περίμεν. 
Έλεγε πάντα: «Η Μαρία θα γυρίσει». 
Και πράγματι, η Μαρία γύρισε και παντρεύτηκαν. Έκαναν οικογένεια και είναι απ’ τους ελάχιστους που κατόρθωσαν και διασώθηκαν απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η ιστορία της προβλήθηκε στην TV και αν δεν κάνω λάθος έγινε ντοκιμαντέρ. Η Μαρία Μανωλαράκη πέθανε πριν λίγα χρόνια.

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

Η Βάβω....


site analysis


(Φωτό Κώστας Μπαλάφας)

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

«Λάρωσε καλό μ’, λάρωσε παιδάκι μ’. Τώρα έρχεται η μάνα σ’». Αυτά τα λόγια άκουγε κανείς σε κάθε σχεδόν σπίτι. Ήταν η γιαγιά που για να «λαρώσει» το μωρό, να σταματήσει το κλάμα, το έπαιρνε στην αγκαλιά της και κουνώντας το, του έλεγε ρυθμικά και μελωδικά αυτοσχέδιους στίχους. Τα «ταχταρίσματα» ή τα «ταρνανίσματα» που έμοιαζαν με νανουρίσματα. «Ταχτιρτί του λέγανε και μου το παντρεύανε». «Κοιμήσου αγγελούδι μου, γλυκά με το τραγούδι μου». Αλάρωτη η γιαγιά μέχρι να κοιμήσ’ το κούτσ’κο. Πολλές φορές το είχε αγκαλιά της, στο ένα χέρι και ταυτόχρονα μαγείρευε, έπλενε και γενικά συγύριζε το σπίτι. 

Η γιαγιά, η Βάβω. Μοναδικός ο ρόλος της στο μεγάλωμα του παιδιού. Μιλάμε για τις πατριαρχικές - εκτεταμένες οικογένειες. Στο σπίτι αναγκαστικά έμεναν τρεις γενιές. Παππούδες, γονείς, παιδιά, εγγόνια. Έχουμε και λέμε: Οι γονείς στα χωράφια. Μάνα και πατέρας στα ζωντανά απ’ τα χαράματα ως το σούρουπο, «όντας η μέρα σώνεται και βασιλεύει ο ήλιος» ή πολλές φορές ως το βράδυ. Επομένως το σπίτι έμενε στα χέρια της γιαγιάς. Γιαγιά η μαγείρισσα, η νοικοκυρά, η παιδοκόμος κ.ο.κ. Η Βάβω, το ανεκτίμητο κεφάλαιο της ελληνικής κοινωνίας. Μοναδική η προσφορά της. 

Για όλα αυτά η βάβου, (βάβω, μπάμπω, βαβά και γιαγιά) 
ήταν το πρόσωπο της οικογένειας με το οποίο το παιδί δενόταν περισσότερο. Και μιλάμε για δέσιμο ζωής, αφού από αυτήν άκουγε τα πρώτα τραγούδια, τα παραμύθια και τις ορμήνιες. Η αγκαλιά της γιαγιάς ήταν και η καταφυγή του παιδιού, όταν έκανε ζαβολιές και κινδύνευε να χειροτονηθεί επισήμως από τη μητέρα του. Ο παππούς δεν βρισκόταν και πολλές ώρες στο σπίτι. Κι αν βρισκόταν δεν είχε καν λόγο, γιατί τα πάντα διαφέντευε η γιαγιά. 

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

Μαρία Παντίσκα: Η μαυροφορεμένη γυναίκα από το Δίστομο



Φθινόπωρο του 1944. Ο Ουκρανός φωτογράφος Ντμίτρι Κέσερ βρίσκεται στην Ελλάδα απεσταλμένος του περιοδικού Life και καταγράφει την υποχώρηση των Γερμανών . Χάρη σε αυτόν χρωστάμε μοναδικά ντοκουμέντα που έζησε η χώρα στην δεκαετία του '40. Ήταν παρών με τον φακό του στα Δεκεμβριανά, στην επίσκεψη Τσώρτσιλ στην Αθήνα αλλά και αργότερα στον εμφύλιο πόλεμο.

Τον Οκτώβριο επισκέφθηκε και το μαρτυρικό Δίστομο λίγο μετά από τις θηριωδίες των Γερμανών και απαθανάτισε τους εναπομείναντες κατοίκους να προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους. Εκεί, μεταξύ των άλλων φωτογραφίζει την μαυροφορεμένη Μαρία Παντίσκα η οποία έμελλε να γίνει μία από τις πιο γνωστές φωτογραφίες που απεικονίζουν τον πόνο της απώλειας. Τις φωτογραφίες μαζί με τις μαρτυρίες τις στέλνει πίσω στην Αμερική και αυτές δημοσιεύονται τελικά στις 27 Νοεμβρίου στο Life.

To τεύχος αυτό ήρθε ξανά στο φως χάρη στην επιμονή ενός φοιτητή από το Δίστομο που σπούδαζε στην Καλιφόρνια. Έτσι αφηγείται ο ίδιος την εύρεση του περιοδικού στο “Αράχωβας Blog”: Το περασμένο καλοκαίρι περπατούσαμε με ένα φίλο στο Berkeley χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Δίπλα μας σε ένα ισόγειο κτήριο που έμοιαζε αποθήκη γίνονταν δημοπρασίες. Αποφασίσαμε να μπούμε  από περιέργεια, εκείνος για τα αντικείμενα της δημοπρασίας, εγώ και για την διαδικασία.

Στον τεράστιο χώρο υπήρχε ό,τι μπορείς να φανταστείς, από μικρά διακοσμητικά μέχρι αντίκες αυτοκινήτων, όλα για δημοπρασία. Χωριστήκαμε κι ο καθένας κατευθύνθηκε στα ενδιαφέροντά του. Σε ένα έδρανο ψηλό όπως στις αίθουσες δικαστηρίων οι υπεύθυνοι έβγαζαν σε δημοπρασία ένα ένα τα αντικείμενα  σύμφωνα με μια προκαθορισμένη σειρά που είχαμε κι εμείς στα χέρια μας. Ο φίλος έκανε δυο απόπειρες να πάρει κάποια βιβλία χωρίς επιτυχία. Κάποιοι αποφασισμένοι ανέβαζαν τις τιμές σε απαγορευτικά ύψη.

Συνέχιζα να περιεργάζομαι τα αντικείμενα μέχρι που έπεσα πάνω σε στοίβες παλιών περιοδικών Life τοποθετημένα σε ράφια και ταξινομημένα ανά δεκαετία. Κοίταξα χρονολογίες και είδα ότι υπήρχαν τεύχη ακόμα και πριν το ´50. Αυτό ενίσχυσε το ενδιαφέρον μου για τη δημοπρασία και έκανε την αναζήτηση συγκεκριμένη πλέον. Έψαξα να βρω το τεύχος με το αφιέρωμα στη σφαγή του Διστόμου. Ήξερα το έτος, 1944, αλλά όχι ακριβή ημερομηνία. Μια αναζήτηση στο κινητό μου έδωσε 29 Νοεμβρίου. Όμως όσο κι αν έψαχνα τεύχος με αυτή την ημερομηνία δεν βρήκα. Το Life ήταν εβδομαδιαίο, υπήρχαν πολλά τεύχη και τα εξώφυλλα δεν παρέπεμπαν πουθενά. Συνέχισα την αναζήτηση στο διαδίκτυο μέσω του κινητού και είδα ότι σε άλλη πηγή η ημερομηνία ήταν διαφορετική, 27 Νοεμβρίου 1944.



Πράγματι στις στοίβες με τα παλιά περιοδικά υπήρχε τεύχος με αυτήν την ημερομηνία. Το κράτησα στα χέρια μου αλλά δεν ήταν αυτό που περίμενα να δω. Από όσα είχα κατά καιρούς διαβάσει μου είχε σχηματιστεί η εντύπωση ότι η φωτογραφία σύμβολο της Μαρίας Παντίσκα που όλοι έχουμε δει σε αφίσες και φυλλάδια, ήταν εξώφυλλο του τεύχους κι εδώ έβλεπα μια αμερικανίδα στρατιώτη. Αργότερα διάβασα ότι ήταν η ηθοποιός Γερτρούδη Λόρενς η οποία είχε συμπληρώσει μια περιοδεία επτά εβδομάδων στις συμμαχικές εμπροσθοφυλακές στην Ευρώπη.

Όταν όμως ξεφύλλισα το περιοδικό, βρήκα στη σελίδα 21 σχεδόν ολοσέλιδη τη γνωστή  φωτογραφία. Ήταν ένα αφιέρωμα στις καταστροφές που έκαναν οι Γερμανοί στη χώρα μας και μέσα σ´ αυτό το αφιέρωμα τη μεγαλύτερη έκταση είχε  η σφαγή του Διστόμου.
Τα εκατοντάδες περιοδικά life που υπήρχαν εκεί είχαν  πουληθεί όλα μαζί σε κάποιον συλλέκτη που όταν  είδε την επιμονή μου να ξεφυλλίζω το συγκεκριμένο τεύχος με πλησίασε. Του ζήτησα αν γίνεται να το αγοράσω. Δέχθηκε και χωρίς περισσότερες  εξηγήσεις για το τι σημαίνει το τεύχος αυτό για μένα, κανονίσαμε μια τιμή και έγινε δικό μου”.
Το επίμαχο άρθρο που φέρει τον τίτλο “Τι έκαναν οι Γερμανοί στην Ελλάδα” ξεκινάει με την φωτογραφία της Μαρίας Παντίσκα και την λεζάντα “Η Μαρία Παντίσκα ακόμη θρηνεί τέσσερις μήνες μετά τη δολοφονία της μητέρας της από τους Γερμανούς στη σφαγή στο ελληνικό χωριό Δίστομο”.
Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ στην επόμενη σελίδα: “Μια από τις τελευταίες επίσημες γερμανικές πράξεις στην Ελλάδα ήταν η σφαγή του Διστόμου. Μια πόλη περίπου 60 μίλια βορειοδυτικά των Αθηνών. Τον περασμένο Ιούνιο ένας περαστικός Γερμανός ρώτησε τον παππά του Διστόμου πατέρα Σωτήριο Ζήση αν υπήρχαν αντάρτες στην περιοχή. Ο παππάς είπε ότι δεν ήξερε κανέναν. Οι Γερμανοί όμως έκαναν επίθεση στην πόλη. Στην αρχή επέστρεψαν και σκότωσαν  τον πατέρα Ζήση. Λίγες μέρες αργότερα μια ομάδα μαυροφορεμενων ανδρών των SS μπήκαν στο Δίστομο, διέταξαν τους ανθρώπους να κλειστούν στα σπίτια τους, πέρασαν απο σπίτι σε σπίτι πυροβολώντας όλους αυτούς που μπορούσαν να βρουν. Σε δυο ώρες είχαν σκοτώσει 1000 Διστομίτες (σ.σ. Ο αριθμός που αναφέρεται στο άρθρο είναι λανθασμένος καθώς στην σφαγή του Δίστομου έχασαν την ζωή τους 228 άνδρες, γυναίκες και παιδιά ) από τους 1200. Οι ελάχιστοι επιζήσαντες έτυχε να βρίσκονται στα βουνά και στα χωράφια. Αφού οι Γερμανοί τελείωσαν με τη σφαγή πήραν λάφυρα και έκαψαν το μικρό χωρίο. Δεκαπέντε μέρες αργότερα επέστρεψαν αλλά αυτή τη φορά οι χωρικοί είχαν προειδοποιηθεί και είχαν φύγει στα βουνά. Οι Γερμανοί πήραν λάφυρα για άλλη μια φορά”.
Η Μαρία Παντίσκα έφυγε από την ζωή σε ηλικία 84 ετών, στις 16 Μαρτίου 2009. Εντύπωση προκαλεί ότι παρόλο ότι υπήρξε η πλέον χαρακτηριστική φυσιογνωμία από τους επιζώντες, και ενώ υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες από άλλους επιζώντες, δεν υπάρχει κάποια γνωστή μαρτυρία από την ίδια.
Ξεφυλλίστε το τεύχος του Life ΕΔΩ