Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Ελένη Πολυβίου


Η φιλόθεη και φιλάρετη Ελένη Πολυβίου, η «Ελού», όπως την αποκαλούσαν, είδε το φως της ζωής στις 25-4-1926 στην Λάρνακα Κύπρου. Είχε γονείς τον Κυριάκο και την Ελπινίκη, ανθρώπους φτωχούς αλλά τίμιους και πιστούς. Από τον γάμο της με τον Μιχαήλ Πολύβιο απέκτησαν έξι τέκνα: Γεώργιο, Άννα, Κυριάκο, Μιχαλάκη, Ανδρούλα και Ελπινίκη. Αξιώθηκε να ίδη την δευτερότοκη θυγατέρα της Άννα μοναχή, με το όνομα Ταξιαρχία, που μονάζει σε μοναστήρι της Ηπείρου.

 

Εγκύκλια γράμματα έμαθε λίγα. Δεν τελείωσε το Δημοτικό σχολείο, μελετούσε όμως την Αγία Γραφή και τους Βίους των Αγίων. Είχε σύνεση και διάκριση. Ήταν απλή, ευχάριστη και άνετη στην επικοινωνία της με τους άλλους.

Η Ελένη Πολυβίου δεν ήταν ο συνηθισμένος τύπος πιστής γυναίκας. Αν την έβλεπε κάποιος εξωτερικά, θα την θεωρούσε, ίσως, αφελή και θρησκόληπτη. Αν όμως την πλησίαζε, θα ευρίσκετο μπροστά σε μία αποκάλυψη. Ιδιαίτερα ευφυής, ήξερε να κρύβη την πνευματική ζωή και τους ασκητικούς αγώνες της. Όταν ήταν λυπημένη δεν το έλεγε. Πάντα εφαίνετο χαρούμενη. Δεν την ενδιέφεραν οι συνηθισμένοι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Τους υπερέβαινε και τους καταργούσε, θυμίζοντας κάποτε τους διά Χριστόν σαλούς Αγίους της Εκκλησίας μας.

Αγάπησε και πόνεσε πολύ στην ζωή της. Ο μεγαλύτερος πόνος της, ανάμεσα στις πολλές θλίψεις που δοκίμασε κατά τον επίγειο βίο της, ήταν η απώλεια του πρωτόκου γυιού της Γεωργίου, κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974. Ένας πόνος, που μέσα από την πίστη, μεταμορφώθηκε σε αληθινή αγάπη και προσευχή για όλους.

Έμαθε τον πόνο και την θλίψη της που είχε λόγω του αγνοούμενου γυιού της, να τον κάνη προσευχή και όχι κατάθλιψη και απελπισία. Και άρχισε με την συμβουλή ενός καλού Πνευματικού που είχε, να κάνη κάθε Σάββατο πρόσφορο. Και το πήγαινε πρωί-πρωί, από το χάραμα, στο Μοναστήρι και έλεγε: «Οι υπόλοιπες γυναίκες, όταν τελειώνη η Λειτουργία του Σαββάτου, θα πάνε στον τάφο του παιδιού τους, στον τάφο του ανδρός τους να κάνουν τρισάγιο. Εγώ ούτε τάφο δεν έχω για τον γυιο μου. Ούτε ξέρω αν πέθανε. Γι’ αυτό κάνω αυτό το πρόσφορο και το προσφέρω στον ιερέα για να το προσφέρη στον Χριστό μας. Και θα τον παρακαλώ: «Χριστέ μου, αν ο γυιος μου ζη, φώτισέ τον να κρατηθή στην πίστη του. Εκεί που βρίσκεται να είναι κοντά Σου. Αν έχη κοιμηθή, φώτισέ τον αιώνια και φώτισέ μας και μας να τον μνημονεύουμε. Εσύ ξέρεις αν είναι ζωντανός ή κεκοιμημένος».

Κάποια φορά έγραψαν κάποιες εφημερίδες ότι μερικοί αγνοούμενοι ζούνε και μερικούς από αυτούς τους υποχρέωσαν οι Τούρκοι να παντρευτούν Τουρκάλες. Το διάβασε αυτό η γιαγιά η Ελού και θορυβήθηκε και είπε στον π. Νεόφυτο: «Να κάνης μία Παράκληση στον Άγιο Γεώργιο για τον Γιώρκο μου. «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής…» δεν είναι; Αν ο γυιος μου είναι ζωντανός και αλλαξοπίστησε καλύτερα να τον θερίση από αυτήν την ζωή. Εγώ τον θέλω τον γυιο μου ζωντανό, αλλά Ορθόδοξο».

Φτωχή γυναίκα ήταν, ένα πρόσφορο έκανε, και έκανε και την δική της καρδιά πρόσφορο, την προσέφερε στο Χριστό και ο Χριστός έκανε τον πόνο της χαρά και όποιος την επλησίαζε εισέπραττε αυτή την χαρά από την Ελού. Και έφευγε από κοντά της αναπαυμένος και χαρούμενος. Γι’ αυτό και ήταν μαγνήτης.

Σιγά-σιγά αυτή η γυναίκα απόκτησε πολλή χαρά. Τόση χαρά απόκτησε που έλεγε: «Κύριε, ελέησον. Μα πόση χαρά έχω μέσα στην καρδιά μου. Ιδιαίτερα στην θεία Λειτουργία! Εκείνη την ώρα γεμίζει φως ο νους μου και βλέπω μέσα μου χιλιάδες ονόματα. Και αρχίζω και τα διαβάζω. Συλλαβιστά-συλλαβιστά, όπως μπορώ, να διαβάζω».

Αποτέλεσμα αυτής της χαράς που ζούσε, άρχισε να μοιράζη η ίδια χαρά στους πιστούς. Την πλησίαζαν νέοι που κατάλαβαν την αρετή της, και πήγαιναν και την φιλούσαν το χέρι. Και τους έλεγε: «Γυιε μου, εκατομμύρια ευχές να έχετε. Εκατομμύρια εκατομμυρίων».

Μέσα στην Εκκλησία έβλεπες όλες τις γυναίκες να είναι γύρω από την Ελού. Οι νέες να την έχουν κοντά τους, να την παίρνουν στις αγρυπνίες, να την δείχνουν πολύ σεβασμό και να την έχουν ως ένα πρότυπο χαριτωμένης γυναίκας.

Κάθε Σάββατο, αλλά και άλλες μέρες, πήγαινε με τα πόδια στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Κοντού στην Λάρνακα, για να καθαρίση το ναό. Ο μακαριστός πατήρ Νικόλαος, ιερέας του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου, ανέφερε στη νύφη της Στέφη ότι καθάριζε το ναό περισσότερο με τα ρούχα της, αφού ήταν γονατιστή όσο καθάριζε το πάτωμα. Όταν η ηλικία και η υγεία της δεν της επέτρεπαν να πηγαίνη περπατητή στον Άγιο Γεώργιο, ξεκινούσε και στον δρόμο πάντοτε κάποιον εύρισκε, γνωστό ή άγνωστο, που την μετέφερε. Όταν έφθανε στην πόρτα του ναού, γονάτιζε και πήγαινε γονατιστή μέχρι την εικόνα του Αγίου, όπου τον παρακαλούσε για τον αγνοούμενο γυιο της. Είχε αποθέσει όλες τις ελπίδες της για την ανεύρεση του γυιου της στον άγιο Γεώργιο, και ο Άγιος δεν έμεινε απαθής από αυτή την συνεχή παράκληση της πονεμένης μάνας. Μία μέρα καθώς ευρίσκετο στο Μοναστήρι, είδε τον Άγιο καβάλα στο άλογό του φέρνοντας μαζί του το αγνοούμενο παιδί της για να το δη η Ελένη. Αυτό το ανέφερε σε μία γνωστή της, την οποία παρακάλεσε να μην το πη στη νύφη της για να μην στενοχωρηθή.

Άλλοτε που επέστρεψε από τον Άγιο Γεώργιο, ανέφερε στη νύφη της ότι ο Άγιος είχε μόλις επιστρέψει από το Βερούτη (Βηρυτό), και η εικόνα του ήταν ιδρωμένη από πάνω μέχρι κάτω.

Ήξερε να αγαπά χωρίς ανταλλάγματα τον άνθρωπο. Έδινε τον εαυτό της στον άλλον και σήκωσε στους ασθενικούς ώμους της τα βάσανα και τα προβλήματα των άλλων. Λόγω αυτής της ανιδιοτελούς, της χωρίς όρια αγάπης της, έγινε πόλος έλξης για πολλούς ανθρώπους που ανακούφιζε και παρηγορούσε. Όλοι αυτοί είναι οι αψευδείς μάρτυρες της αγιασμένης ζωής της.

Το σπίτι της ήταν πάντα ανοικτό για γνωστούς και αγνώστους, πλούσιους, φτωχούς, νέους, ηλικιωμένους, και αξιωματούχους του κράτους. Φιλοξενούσε Μητροπολίτες, Ιερείς και Μοναχούς, πονεμένους, δυστυχισμένους, αρρώστους. Σε όλους τους κληρικούς -ακόμα και σ’ όσους ένιωθε ότι θα ακολουθήσουν αυτό τον δρόμο- τους χάρισε μαύρες πλεκτές ζακέτες.

Κάθε Κυριακή πήγαιναν στο σπίτι της ηλικιωμένοι από την γειτονική στέγη ενηλίκων, «Παναγίας Χρυσογαλακτούσης», και τους πρόσφερε πρόγευμα, γεύμα, ρούχα, αλλά κυρίως την στοργή και την αγάπη της.

Στον μπακάλη της γειτονιάς της, τον κ. Σάββα, είχε δώσει εντολή να αφήνη δύο φτωχές γυναίκες να ψωνίζουν και να τα χρεώνουν στον λογαριασμό της.

Στον κάθε ένα που περνούσε από το σπίτι, του έλεγε: «Έλα μέσα να πάρης καφέ!». Πάντα κάτι είχε να προσφέρη σε μικρούς και μεγάλους. Οι καλωσύνες της δεν είχαν τέλος.

Κάποια γυναίκα που ερχόταν σχεδόν καθημερινά στο σπίτι της, την άφηνε να μπαίνη στην κουζίνα και να παίρνη ό,τι εχρειάζετο για τις ανάγκες του σπιτιού της. Της χάρισε και το πλυντήριο ρούχων της νύφης της, που έμενε στην ίδια αυλή.

Αρκετοί από αυτούς που έρχονταν να την επισκεφτούν της έφερναν διάφορα πράγματα, όπως τρόφιμα, ρούχα και άλλα, τα οποία όμως μοίραζε αμέσως σε όσους τα εχρειάζοντο. Μία γνωστή της, έφερε ένα δοχείο με πολλά χαλούμια. Ενώ συζητούσαν, ήρθε άλλη κυρία που είχε ανάγκη, και της τα έδωσε όλα, χωρίς να κρατήση ούτε ενα.

Ένας άγνωστος την επισκέφτηκε και της ζήτησε να του δώση ένα παντελόνι. Ολοπρόθυμα του πρόσφερε δύο παντελόνια και ένα σακκάκι και δύο λίρες.

Για ένα χρόνο έρραβε στο χέρι (αφού την ραπτομηχανή της την είχε χαρίσει) ένα παλτό για τον εαυτό της, το οποίο όμως χάρισε σε μία γνωστή της επειδή είπε ότι της άρεσε πολύ.

Μετά τον πόλεμο του 1974 κρατούσαν αρκετούς Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους σε ένα γειτονικό σχολείο. Η γιαγιά Ελένη, παρά τον πόνο του χαμένου παιδιού της, φιλοξενούσε τις Τουρκοκύπριες που πήγαιναν να δουν τους δικούς τους. Όχι μόνο δεν μνησικακούσε, αλλά τους έδινε νερό και τρόφιμα να πάνε στους αιχμαλώτους συγγενείς. Αρκετές ήταν οι φορές που η ίδια μαζί με τον σύζυγό της επεσκέπτοντο τους αιχμαλώτους.

Δεν υπολόγιζε καθόλου τον κόπο και τα υλικά αγαθά, αλλά ούτε και τα χρήματα. Όσα λεφτά έφταναν στα χέρια της, αμέσως τα έδινε εκεί που είχαν ανάγκη.

Σε κάποιον κ. Σταύρο που την επισκέφτηκε, του έδωσε λεφτά, τον παρεκάλεσε να αγοράση ένα κιβώτιο γάλα και να το πάη σε ένα συγκεκριμένο γηροκομείο. Όταν ο κ. Σταύρος έφθασε στο Ίδρυμα, η Διευθύντρια έκπληκτη τον ρώτησε πώς γνώριζε ότι δεν είχαν γάλα και ότι το εχρειάζοντο.

Κάποτε που εώρταζε ο εγγονός της, ήθελε ν’ αγοράση κάτι και δεν είχε καθόλου χρήματα. Εκεί που περπατούσε, βλέπει κάτω στην άκρη του δρόμου χρήματα, και ήταν όσα ακριβώς εχρειάζετο για ν’ αγοράση αυτό που ήθελε! Τα πήρε, και εδόξασε τον Θεό.

Μιλούσε σε αγνώστους και τους έκανε φίλους της, χωρίς να τους ξεχωρίζη για την εθνικότητα, το θρήσκευμα και το χρώμα τους. Κάποτε το Πάσχα, ενώ ετοίμαζαν το τραπέζι, είδε να περνούν έξω από το σπίτι της τουρίστες, τους κάλεσε και έφαγαν με την οικογένειά της. Μία νεαρή ψυχοπαθής ζήτησε καταφύγιο κοντά της. Αφού δείπνησαν, την πήγε στη νύφη της στο διπλανό σπίτι για να περάση το βράδυ. Κάποια άλλη, που φιλοξενήθηκε στο σπίτι της και επειδή δεν είχε άλλο κρεββάτι, της έδωσε το δικό της και ξάπλωσε η ίδια στο πάτωμα. Όταν την ρώτησε η κόρη της Ανδρούλα γιατί κοιμήθηκε κάτω, της απάντησε ότι έκανε πολλή ζέστη το βράδυ και δεν μπορούσε να κοιμηθή στο κρεββάτι.

Κάθε χρόνο στην μεγάλη εμποροπανήγυρη της Λάρνακας, φιλοξενούσε εκτός από τους υπόλοιπους ξένους, ένα λεωφορείο κόσμο από το χωριό του συζύγου της. Το σπίτι και η αυλή γέμιζαν από κόσμο. Μετά το δείπνο έστρωνε στο πάτωμα για να κοιμηθούν οι ξένοι.

Φιλοξενούσαν συχνά μία συγγενή της. Αυτή θέλησε κάποτε να καθαρίση την κουζίνα. Στην προσπάθειά της να καθαρίση και το ολοκαίνουργιο ψυγείο, το κατέστρεψε. Όλοι στενοχωρήθηκαν και την μάλλωσαν, ενώ η Ελένη της έδινε εκατομμύρια ευχές.

Ένας φίλος κάποιου νέου που χτύπησε με το μηχανάκι πολύ άσχημα, ζήτησε από την κ. Ελένη να κάνη προσευχή. Αυτή έδωσε λαδάκι από κάποιο Άγιο και ο νεαρός, αφού τον σταύρωσαν, έγινε καλά. Από τότε πολλοί μαθητές την γνώρισαν και την επισκέπτοντο συχνά. Αφού τους κερνούσε, με πολλή αγάπη τους μιλούσε και τους νουθετούσε. Με αυτόν τον τρόπο πολλοί νέοι γνώρισαν τον Θεό.

Όταν πάθαιναν κάτι οι δικοί της και ειδικά τα παιδιά της, το διαισθάνετο. Η κόρη της Ελπινίκη που μένει στην Αθήνα, έκανε επέμβαση στον εγκέφαλο για αφαίρεση καλοήθους όγκου. Για την εγχείρηση δεν είχε αναφέρει τίποτα στους γονείς της, όμως η κ. Ελένη όλη μέρα ήταν ανήσυχη και ρωτούσε τους άλλους για την κόρη της την Ελπινίκη, και ήθελε οπωσδήποτε να μιλήση μαζί της στο τηλέφωνο.

Άλλοτε περίμενε στο Νοσοκομείο με την κόρη της. Εκεί ήταν κάποιοι Άγγλοι και ήθελε να τους μιλήση, αλλά αυτοί δεν καταλάβαιναν. Λέει τότε στην κόρη της: «Πες τους, ότι τους αγαπώ πολύ!». Αυτοί θαύμασαν και είπαν μεταξύ τους. «Πρώτη φορά είδαμε τόση αγάπη από μία άγνωστη!».

Ήταν πολύ ευλαβής. Τηρούσε όλες τις νηστείες, και την Δευτέρα όπως οι μοναχοί. Τα βράδια, ακόμα και αν ήταν Πάσχα ή Χριστούγεννα, δεν έτρωγε τίποτε άλλο παρά μόνο λίγη σούπα φιδέ. Όταν είχε κόσμο στο σπίτι για δείπνο, για να μην καταλάβουν ότι νήστευε, έβαζε φαγητό στο πιάτο της, χωρίς όμως να το αγγίξη. Κάθε βράδυ διάβαζε τους χαιρετισμούς της Παναγίας μας, την Αγία Γραφή και έκανε κομβοσχοίνι όλη την ημέρα. Έκανε κομβοσχοίνι και στην Παναγία, λέγοντας σε κάθε κόμπο «Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε». Δεν έλειπε το κομβοσχοίνι από το χέρι της. Την ρώτησε μία μοναχή:

— Έχεις την νοερά προσευχή, κ. Έλένη;

— Ναί, παιδί μου, την έχω, απάντησε.

Εκκλησιάζετο πολύ συχνά, σχεδόν καθημερινά και όταν πήγαινε σε θεία Λειτουργία κοινωνούσε. Έλεγε η γιαγιά: «Η Παναγία όταν βλέπη τον κόσμο να πηγαίνη νωρίς στην Εκκλησία, χαίρετε και χαμογελά».

Η απλότητά της, η αθωότητά της και η καλωσύνη της την έκαναν να βλέπη όλους τους ανθρώπους καλούς και να μην βάζη κακό στο νου της για κανέναν.

Κάποτε καθόταν στην τραπεζαρία στο Μοναστήρι που μονάζει η κόρη της μοναχή Ταξιαρχία, και έπαιρνε πρωϊνό. Δεν είχε ανοίξει ακόμη η πόρτα του Μοναστηριού και είχε έρθει κάποιος εργάτης. Αυτός είδε την πόρτα κλειστή και νόμισε ότι δεν τελείωσε η πρωϊνή ακολουθία, και για να μην ενοχλήση χτύπησε το παράθυρο και ζήτησε από την κ. Ελένη να του ανοίξη για να μπη από κει, επειδή βιαζόταν να αρχίση την εργασία του. Αυτή, χωρίς να σκεφτή κάτι κακό, του άνοιξε το παράθυρο και μπήκε μέσα. Στις μοναχές όλη την ημέρα δεν ανέφερε τίποτα. Το βράδυ διηγήθηκε το περιστατικό με τον εργάτη, χωρίς όμως να ξέρη ότι αυτός ήταν εργάτης της Μονής. Οι μοναχές τότε ανησύχησαν πολύ γιατί νόμισαν ότι είναι κλέφτης και άρχισαν να ψάχνουν όλο το Μοναστήρι μήπως και έχη κρυφτή κάπου για να κλέψη την νύκτα, αφού όλη την ημέρα δεν καταλάβαν κάτι. Αυτή με ηρεμία τις διαβεβαίωνε ότι ήταν ένας άγγελος! Τίποτα κακό δεν μπορούσε να βάλη στο νου της. Ο εργάτης κατάλαβε την ανησυχία τους, τις εξήγησε τι συνέβη και ησύχασαν.

Η κ. Ελένη Αγγελίδου από την Λάρνακα, που πολλές φορές ήταν συνοδός και οδηγός της μακαριστής Ελένης Πολυβίου, θυμάται: «Η πρώτη μου επαφή-γνωριμία μαζί της έγινε όταν μου ανατέθηκε από μία γειτόνισσά μου να πάω στο σπίτι της και να της παραδώσω μία μπουκάλα με ελαιόλαδο. Όταν έφθασα, της εξήγησα από ποια ήταν το ελαιόλαδο και μου απάντησε: «Μόλις τώρα κάθησα με τον σύζυγό μου να φάμε όσπρια και δεν είχαμε λάδι. Δεν πρόφθασα να παρακαλέσω τον Πανάγιο Θεό μου και αμέσως μας έστειλε».

»Όταν θα γινόταν η ενθρόνιση του Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτου, στις 13-9-1998, στην Ευρύχου, ζήτησε να παρευρεθή και αυτή γιατί ήταν γνωστός της. Για την μεταφορά του κόσμου είχε δρομολογηθή λεωφορείο. Της εξήγησα ότι θα έχει πολύ κόσμο και επειδή πονούσαν τα πόδια της θα εδυσκολεύετο. Αυτή ήταν ανένδοτη. Φτάσαμε και για λίγη ώρα περιμέναμε ένθεν και ένθεν του δρόμου όλος ο κόσμος, μέχρι να περάση ο Μητροπολίτης για να κατευθυνθή προς την Εκκλησία. Εκεί που περιμέναμε, μου ανέφερε ότι θα ήθελε να δη και την αδελφή της, τη μοναχή που θα ερχόταν και αυτή από το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα Αχερά. Εγώ της απάντησα ότι ήταν αδύνατο, μέσα σε τόσο πολύ κόσμο, να μπορέση να την δη. Λίγο πριν βγη ο κόσμος από τον Μητροπολιτικό ναό, όπου είχε γίνει η ενθρόνιση, κατευθυνθήκαμε σιγά-σιγά προς την Μητρόπολη, όπου ο Μητροπολίτης θα εδέχετο τις ευχές κλήρου και λαού. Όταν φθάσαμε εκεί, δύο αστυνομικοί φρουρούσαν τις εισόδους και δεν άφηναν κανένα να περάση, μέχρις ότου φθάση ο Μητροπολίτης και το υπόλοιπο ιερατείο. Εκεί που στεκόμαστε, έρχεται ο ένας αστυνομικός την παίρνει από το χέρι και της λέει: «Γιαγιά, εσύ μπορείς να περάσης» και ψιθυριστά λέει στον άλλο αστυνομικό: «Είδες τι χαριτωμένη γιαγιά;». Τους εξήγησα ότι την βοηθούσα και με άφησαν να περάσω, για να την βοηθώ. Κανέναν άλλον δεν άφησαν να περάση στην αυλή και στην αίθουσα της Μητροπόλεως. Μέσα στον διάδρομο της Μητροπόλεως την υποδέχτηκε ο οδηγός του Μητροπολίτη, ο οποίος την γνώριζε. Ενώ μιλούσε με τον οδηγό, εμφανίζεται από την άλλη άκρη του διαδρόμου, η αδελφή της η μοναχή. Αγκαλιάστηκαν φιλήθηκαν και μου λέει: «Είδες; Δόξα να έχη ο Άγιος Θεός, που μου την έστειλε να την δω». Ο οδηγός μας ωδήγησε στην αίθουσα της Μητροπόλεως, όπου ο Μητροπολίτης θα εδέχετο τις ευχές. Αφού χαιρέτησαν πρώτα οι Αρχιερείς, οι Ιερείς και οι επίσημοι, πρώτη τον χαιρέτησε και του ευχήθηκε η γιαγιά Ελένη και τον αποκάλεσε «Ω! Γυιε μου!», και ο φωτογράφος τους έβγαλε 2-3 φωτογραφίες μαζί. Τελικά έφυγε πολύ ευχαριστημένη και μέσα σε όλη αυτή την κοσμοσυρροή ούτε κουράστηκε ούτε ταλαιπωρήθηκε».

Η κ. Καλλιόπη Τζιαρή από την Λάρνακα θυμάται το εξής περιστατικό: «Μία Κυριακή, μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας, προχωρώντας προς το τέμπλο του ναού για να προσκυνήσω, είδα την γιαγιά Ελένη να έρχεται προς εμένα με μία έκφραση θαυμασμού και απορίας -δεν ξέρω ακριβώς πως να την περιγράψω- και μου είπε ότι είδε την Παναγία, ψηλή, ωραία, και η οποία χωρίς να περπατά πέρασε από την Αγία Τράπεζα και ανεβαίνοντας χάθηκε στο βάθος ψηλά του Ιερού».

Έπασχε από αρκετές ασθένειες• μεταξύ αυτών έπασχε και από τα έντερά της. Κάθε φορά που οι πόνοι εγίνοντο ανυπόφοροι, καλούσε με την προσευχή της τον άγιο Νεκτάριο να την σταυρώση να γίνη καλά και έπαυαν οι πόνοι.

Έλεγε σε όλους «τα εκατομμύριά μου ευχές να έχετε!». Και έτσι την ωνόμαζαν «το εκατομμύριο!». Μιλούσε σαν πνευματικός πατέρας και σε όσους είχαν προβλήματα, τους έδινε συμβουλές και τους παρηγορούσε με την αγάπη της. Όλοι την γνώριζαν ο Δήμαρχος, οι Βουλευτές, ο Έπαρχος, ο Μητροπολίτης, και άλλοι. Πάντα την χαιρετούσαν και αυτή τους έλεγε «τα εκατομμύριά μου ευχές να έχετε».

Όταν πήγαινε στο Νοσοκομείο ποτέ δεν έκλεινε ραντεβού με τους γιατρούς. Και 50 άνθρωποι να περίμεναν, ο γιατρός έλεγε να περάση η κ. Ελένη. Την γνώριζαν όλοι από τις καλωσύνες της. Ακόμη, όποιος δεν είχε δουλειά του εύρισκε!

Διηγείται ο Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος:

«Πήγα να την δω ένα μήνα πριν από την κοίμησή της. Μου είπε:

— Γυιέ μου, ήρθε η Παναγία και με έπιασε από το χέρι και μου είπε «’Αντε Ελού, είναι η ώρα μας». Της λέω:

— Γιαγιά, γιατί βιάζεσαι να φύγης;

— Μα βιάζεται η Παναγία μας. Βιάζεται η Κυρία Θεοτόκος μας. Της έδωσα ευλογία μία εικόνα της Παναγίας και την προσκυνούσε με πολλή ευλάβεια και έλεγε «Παναγία μου, σε παρακαλώ, μη με εγκαταλείψης και να με έχης κοντά σου όταν θα έρθω στην άλλη ζωή του Χριστού σου». Της είπα:

— Μή βιάζεσαι, πρέπει να εκδοθή το διαβατήριο και να μπη σφραγίδα για να φύγης από αυτή τη ζωή.

— Όχι, γυιέ μου. Τούτη την φορά εκδόθηκε. Για να έρθη η Παναγία, σημαίνει ότι ήρθε η ώρα μου.

Και όντως έφυγε, αλλά με κανονικό διαβατήριο την πίστη της, τη νηστεία της και την αγάπη στην θεία Λειτουργία.

»Την επίσκεψή μου αυτή, ένα μήνα πριν από τον θάνατό της, την έκανα διότι με κάλεσε η ίδια. Ήταν πολύ ταπεινή και ήθελε να με ρωτήση αν το όραμα της Παναγίας που είδε ήταν εκ Θεού ή του Κοντονούρη, για να την ξεγελάση;

— Τι αισθάνθηκες γιαγιά; την ρώτησα.

— Χαρά, γυιέ μου, πολλή χαρά!

— Έ, φαίνεται ότι ετοιμάζεται το διαβατήριο, αλλά εσύ μη βιάζεσαι, έχουμε πολλά να κάνουμε για να μετανοήσουμε…».

Είχε εισαχθή στο Νοσοκομείο Λάρνακος και το Σάββατο το μεσημέρι ζήτησε να κοινωνήση. Η νύφη της Στέφη κάλεσε αμέσως τον εφημέριο του Νοσοκομείου π. Παναγιώτη και την κοινώνησε. Η νύφη της ζήτησε την ευχή της. Με μεγάλη δυσκολία είπε, «τες ευτζές μου, κόρη μου». Ήταν τα τελευταία λόγια της.

Πάντα έλεγε: «Θεέ μου, να πέθαινα Σαββάτο να ανέβη η ψυχή μου Κυριακή κοντά σου», και ο καλός Θεός μας την ακούσε. Το Σάββατο, 5 Απριλίου 2003, η ώρα 7.00 το βράδυ αναχώρησε για τον ουρανό.

Το βράδυ που είχε κοιμηθή, η νύφη της μπήκε στο υπνοδωμάτιό της και ένιωσε άρρητη ευωδία.

Η Μελανή Καλαβασιώτη από την Αραδίππου, τακτική επισκέπτριά της, δεν ήταν παρούσα στις τελευταίες ώρες της. Μόλις ξεψύχησε, έφτασε και δεν την αναγνώρισε. Το πρόσωπό της έμοιαζε με πρόσωπο νέας χαριτωμένης γυναίκας.

Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε στην ενορία της, στον Μητροπολιτικό ναό Σωτήρος Λάρνακος, στις 6 Απριλίου, με προεστώτα τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Κιτίου κ.κ. Χρυσόστομο, με την παρουσία πολλών ιερέων και πλήθους πιστών.

Δεν υπήρχε πένθος και λύπη, αλλά χαρά διάχυτη σε όλους που θύμιζε η όλη τελετή περισσότερο Ανάσταση και Πάσχα.

Αιωνία της η μνήμη Αμήν.

(Πηγή ψηφ. κειμένου: pemptousia.gr)

πηγη.

Ασκητές μέσα στον κόσμο Β’:

Ευθαλία Πατέρα


Η Ευθαλία Πατέρα γεννήθηκε στην Κόνιτσα το 1905. Γονείς της ήταν ο Χρήστος και η Βασιλική Πατέρα, άνθρωποι με θεοσέβεια. Μεγάλωσαν τα παιδιά τους σύμφωνα με το θέλημα του Θεού· τους ενέπνευσαν πίστη και ευλάβεια προς τον Θεό. Η Ευθαλία ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά τους και ξεχώριζε για την ιδιαίτερη πίστη, αγάπη και αφοσίωσή της προς τον Θεό. Από μικρή δεν της άρεσαν τα παιχνίδια, προτιμούσε την προσευχή και την μελέτη των πνευματικών βιβλίων. Ήθελε όλο να προσεύχεται και να μαθαίνη για τον Θεό. Ο Κώστας ο Τζιάλλας, πολύτεκνος και παραδοσιακός, νεωκόρος και ιεροψάλτης, της έφερνε άρθρα από θρησκευτικά περιοδικά που εκείνη τα διάβαζε με ιδιαίτερη χαρά και προσοχή, και γέμιζε η ψυχή της Χριστό.

Το ντύσιμό της ήθελε να είναι σεμνό και ταπεινό· τα χρωματιστά φορέματα δεν τα ήθελε. Κάποτε, όταν ήταν μαθήτρια Δημοτικού, της έβαλαν άσπρο γιακά στην ποδιά της και δεν ήθελε να την φορέση. Είχε φυσική κλίση για ολοκληρωτική αφιέρωση στον Θεό. Ζούμε με προσευχή και νηστεία. Δεν εσκέπτετο για επαγγελματική αποκατάσταση ούτε για δημιουργία οικογενείας. Ήταν άριστη μαθήτρια. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και ήθελε να γίνη δασκάλα. Την απασχολούσε όμως το γεγονός ότι, αν θα εγίνετο δασκάλα, θα επικοινωνούσε και θα συνεργάζετο και με άνδρες συναδέλφους. Έτσι άλλαξε γνώμη. «Τι δουλειά έχω εγώ με τους άνδρες;», έλεγε, και θυσίασε την μόρφωση για να ολοκληρώση απρόσκοπτα την αφιέρωσή της. Επισκέπτετο συχνά την Ιερά Μονή Στομίου και μάλιστα έμεινε περίπου ένα μήνα εκεί με τον θείο της τον Αλέξιο Φλώρο, τα αδέλφια της και άλλους συγγενείς. Ο Αλέξιος ήταν αδερφός της μητέρας της και επίτροπος στο Μοναστήρι. Σε κάποια επίσκεψή της πλησίασε μία γερόντισσα μοναχή και η Ευθαλία της ζήτησε να την κρατήση κοντά της να γίνη μοναχή. Εκείνη της είπε: «Εδώ στα βουνά υπάρχουν άγριοι άνθρωποι, ληστές. Εγώ είμαι γριά και θα πεθάνω. Πώς θα ζήσεις εδώ στην ερημιά μόνη σου;». Ήταν τότε μόλις δεκαέξι ετών και φοβισμένη επέστρεψε και προτίμησε να μείνη μέσα στο σπίτι της, ζώντας πνευματικά.

Η ζωή της κυλούσε με προσευχή, νηστεία και διακονία. Κύριο γνώρισμά της η αγάπη και η θυσία· ήθελε όλους να τους διακονή και να τους ευχαριστή. Τ’ αδέρφια της είχαν εμπορικό κατάστημα και εκείνη στο σπίτι ετοίμαζε τα πάντα. Στολισμένη με την ταπείνωση και την υπομονή έζησε και συνεργάσθηκε αρμονικά με την δεύτερη γυναίκα του μεγαλύτερου αδερφού της για πολλά χρόνια. Την πρώτη την προέπεμψε για την αιώνια ζωή με τα λόγια: «Άγγελος μας ήρθες, άγγελος μας έφυγες». Η πρώτη γυναίκα του αδερφού της Γιώργου πέθανε πάνω στη λοχεία και άφησε ορφανό το μόλις δεκαπέντε ημερών κοριτσάκι, την Άννα, την οποία μεγάλωσε με πολλή αγάπη και στοργή η Ευθαλία. Με την δεύτερη γυναίκα του Γιώργου, την Όλγα, έζησαν αγαπημένα πάνω από τριάντα χρόνια. Επίσης μεγάλωσε και τα έξι παιδιά της αδερφής της, της Χαρίκλειας, γιατί αυτή και ο άνδρας της αντιμετώπιζαν προβλήματα υγείας.

Η Ευθαλία ήταν για όλους επίγειος άγγελος. Στους γονείς της πρόσφερε την αγάπη, την διακονία με προθυμία και ευγνωμοσύνη· ειδικά με την μητέρα της, που χρειάσθηκε βοήθεια, την ετοίμαζε καθημερινά νωρίς το πρωί για να περάσουν τ’ αδέρφια της, που θα πήγαιναν για δουλειά, να την χαιρετήσουν. Τον εαυτό της δεν τον υπελόγιζε, το μόνο που ήθελε ήταν να δίνη και να θυσιάζεται για τους συναθρώπους της. Το σπίτι της ήταν αρχοντικό και η οικογένειά της φιλόξενη. Φιλοξενήθηκαν στο σπίτι της πολλοί άνθρωποι, απλοί και επίσημοι, και κυρίως περιοδεύοντες ιεροκήρυκες. Εκείνη φρόντιζε πάντα να προσφέρη τις υπηρεσίες της χωρίς να φαίνεται. Ήθελε πάντα να ζη στην αφάνεια.

Από το σπίτι της δεν έβγαινε παρά μόνον για να συναντήση την εξαδέρφη της, την Κέτη (Πατέρα) και την Ντίνα Μόκορου· μ’ αυτές είχε πνευματικές συζητήσεις. Πήγαινε και στην Αργυρώ Παπαθεμιστοκλέους, την πρεσβυτέρα, και της έλεγε λόγια Θεού. Η πρεσβυτέρα πολύ εχαίρετο και ενισχύετο. Όταν περνούσε από το σπίτι της παπαδιάς ο Πνευματικός, παπα-Παύλος Ζησάκης, και την εύρισκε χαρούμενη και ειρηνική, την ρωτούσε: «Πέρασε η Ευθαλία από δω;». Γνώριζε ο παπάς ότι το πέρασμα της Ευθαλίας έφερνε την χαρά και την ειρήνη του Θεού.

Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές και όταν είχε θεία Λειτουργία, η Ευθαλία πήγαινε στην Εκκλησία και ζούσε τα μυστήρια του Θεού. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά και όταν τελείωνε η Εκκλησία έπιανε συζήτηση μαζί τους, τα εχαίρετο, και τα συμβούλευε. Βοήθησε πολλά νέα κορίτσια να μην ξεστρατίσουν.

Αγαπούσε και προσευχόταν για όλους τους ανθρώπους. Δεν κατέκρινε και δεν ήθελε συζητήσεις με σχόλια για την ζωή των άλλων. Κάποια φορά συζητήθηκε το ατόπημα ενός Ιερέα· εκείνη δεν είπε τίποτε παρά μόνον προσευχήθηκε θερμά για τον ιερέα και του έγραψε και ένα γράμμα για πνευματική βοήθεια.

Την αγάπη της και φιλανθρωπία της προς κάθε άνθρωπο την εκδήλωνε με κάθε τρόπο. Μένει αλησμόνητη η θυσιαστική προσφορά και αγάπη που έδειξε προς τους τραυματίες του ’40. Η Γεωργική Σχολή της Κόνιτσας είχε μεταβληθή σε νοσοκομείο που εδέχετο τους τραυματίες του πολέμου. Οι τραυματίες όμως ήταν πολλοί και γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε και το σπίτι της Ευθαλίας Πατέρα, και μάλιστα στήθηκε εκεί και χειρουργείο. Η Ευθαλία μαζί με άλλες εθελόντριες αδελφές που είχαν έρθει από την Αθήνα, περιποιούντο τους τραυματίες, δείχνοντάς τους αγάπη και ανακουφίζοντας τον πόνο τους. Τους έδιναν λίγο γάλα και χυμό από πορτοκάλια. Από τα Γιάννενα έστειλαν κάποτε για το πατρικό σπίτι της Ευθαλίας ένα καλάθι πορτοκάλια και η Ευθαλία τα έκανε όλα χυμό για τους τραυματίες. Άλλοτε ετοίμασαν δέματα και μελομακάρονα για τον στρατό και πρότειναν στην Ευθαλία να τα παραδώση. Εκείνη όμως αρνήθηκε, γιατί δεν ήθελε να φαίνεται, ούτε να παραγκωνίζη άλλους, δημιουργώντας αντιπάθειες και αντιζηλίες, και είπε σ’ αυτούς που επέμεναν:

«Θέλω να γίνη το καλό
και ας το κάνη άλλος
αν φθονουσ’ αντιμαχώ
εγκληματώ μεγάλως».

Μαζί με την ανακούφιση και την αγάπη που έδειχνε στους τραυματίες τους έλεγε και λόγια Θεού, στηρίζοντας και παρηγορώντας τους.

Η Ευθαλία διατηρούσε ακόμη τον πόθο της να γίνη μοναχή. Την επιθυμία της την είπε σε κάποιον Πνευματικό-ιεροκήρυκα που φιλοξενήθηκε στο σπίτι της, αλλά τότε ζούσε ακόμη με τη μητέρα της, η οποία ήθελε βοήθεια, και με την προτροπή του έμεινε για να την υπηρετήση.

Η Ευθαλία γνώριζε τον γέροντα Παΐσιο, καθότι Κονιτσιώτισσα. Όταν ο Γέροντας εφιλοξενείτο στο πατρικό της Κέτης, φώναζε την Ευθαλία και προσηύχοντο μαζί, έκαναν Παρακλήσεις και πνευματική συζήτηση (τα σπίτια της Κέτης και της Ευθαλίας ήταν δίπλα-δίπλα). Όταν αργότερα ο Γέροντας εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Στομίου, η Ευθαλία τον επισκέπτετο συχνά. Ήταν μάλιστα παρούσα στην μετακίνηση του βράχου από τον Γέροντα Παΐσιο και όταν ο Γέροντας πέταξε το τηγάνι με τα ψάρια στον γκρεμό. Συμμετείχε στην φιλανθρωπική προσπάθεια με τους κουμπαράδες που είχε ο Γέροντας σε διάφορα σημεία της Κόνιτσας. Η ίδια, καθώς έλεγε με απλότητα, είχε αναλάβει μια πολύτεκνη φτωχή οικογένεια. Τους έδινε σιτάρι και καλαμπόκι για να έχουν το ψωμί. Καθημερινά όμως τους έδινε το γάλα που έπαιρνε από την αγελάδα και βέβαια πρώτα έδινε στα παιδιά αυτής της οικογένειας. Ήταν τέσσερα τα φτωχά και ορφανά. Μαζί με την τροφή φρόντιζε και για το ντύσιμό τους, πλέκοντας ζακέτες και κάλτσες.

Όταν έγινε στην Κόνιτσα Επίσκοπος ο π. Σεβαστιανός, γνώρισε την Ευθαλία, και ένα Σάββατο μετά τον Εσπερινό, στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου, της είπε: «Ευθαλία, αναλαμβάνεις ν’ ανοίξουμε γηροκομείο;». Εκείνη με συστολή απάντησε: «Δεν είμαι ικανή για ένα τέτοιο μεγάλο έργο». Ο ενάρετος εκείνος Ιεράρχης, που εγνώριζε να αναθέτη στον Θεό όλα τα θέματα, της είπε: «Κάνε προσευχή και σε μία εβδομάδα θέλω να μου δώσης απάντηση!». Προσευχήθηκε και ο Επίσκοπος για να δείξη ο Θεός το θέλημά Του και να φωτίση η Παναγία. Διηγήθηκε η Ευθαλία: «Μία εβδομάδα έλιωσα σαν το κερί…Δεν τολμούσα να αναλάβω ένα τέτοιο μεγάλο έργο, ένιωθα αδύναμη και ανίκανη, γι’ αυτό μετά από μία εβδομάδα τρέμουσα μπροστά στον Δεσπότη είπα “Δεν μπορώ Σεβασμιώτατε νιώθω αδύναμη και ακατάλληλη για ένα τέτοιο μεγάλο έργο”».

Εκείνος τότε, έχοντας πληροφορία και εξουσία από τον Θεό, διηγείται η ίδια, με πήρε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και μου είπε «σε καλεί η Παναγία και όχι εγώ». Τότε έβαλα τα κλάμματα και είπα «πώς να αρνηθώ στην Παναγία;», και κάνοντας υπακοή στον επίσκοπο και του λέγω: «Με την ευχή σας, Σεβασμιώτατε…». Χωρίς καθυστέρηση μάζεψε τα ρουχαλάκια της σ’ έναν μποξά και πήγε στο Εκκλησιαστικό γηροκομείο «Η Θεοτόκος». Ήταν ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι, το οποίο δώρισε στην Μητρόπολη η εξαδέρφη της Κέτη Πατέρα. Από την πρώτη μέρα ήρθα τέσσερις γερόντισσες και την Κυριακή με την παρουσία του Σεβασμιωτάτου κ. Σεβαστιανού έκαναν αγιασμό.

Με το ξεκίνημα της λειτουργίας του Εκκλησιαστικού γηροκομείου άνοιξε η Ευθαλία μία νέα ζωή προσφοράς αγάπης. Μετά τον Θεό και την Παναγία είχε πνευματικό στήριγμα τον Επίσκοπο κ. Σεβαστιανό.

Το παράδειγμά της συγκίνησε όλους τους κατοίκους της Κόνιτσας, οι οποίοι έσπευσαν να προσφέρουν από το υστέρημά τους για να λειτουργήση το Ίδρυμα. Συγκροτήθηκε πενταμελής επιτροπή με Πρόεδρο τον Σεβασμιώτατο κ. Σεβαστιανό. Την κύρια και βασική ευθύνη για την λειτουργία του γηροκομείου είχε η Διευθύντρια πλέον, Ευθαλία Πατέρα. Καθημερινά σχεδόν συνεργάζετο με τον Γεώργιο Παπαχρηστίδη για όλα τα θέματα και ζητήματα του γηροκομείου. Η Ευθαλία είχε τις γιαγιάδες σαν αδελφές και μητέρες και τις περιποιείτο με πολλή αγάπη. Φρόντιζε και για την υλική και για την πνευματική τροφή τους. Γονατιστή μπροστά στην εικόνα της Παναγίας ξεκινούσε την καθημερινή της διακονία. Στην αρχή ήταν και μαγείρισσα και πλύστρα και…Διευθύντρια. Κάθε πρωί συγκέντρωνε τις γερόντισσες στο καθιστικό και μαζί τους έκανε προσευχή· το απόγευμα έψελναν όλες μαζί την παράκληση στην Παναγία. Ήταν τελειόφοιτη Δημοτικού αλλά γνώριζε τα της λατρείας. Είχε μάθει και έψελνε πολλά τροπάρια και εξαποστειλάρια. Πολλές φορές ερχόταν και ο Σεβασμιώτατος, προσευχόταν και συνωμιλούσε με τις γερόντισσες, ενώ κάθε Κυριακή έτρωγε μαζί τους. Υπήρχε στο γηροκομείο μία ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα, όπου εύρισκαν τροφή και στέγη και κάθε άλλη φροντίδα ψυχές εγκαταλελειμμένες. Η Ευθαλία είχε διοικητικά χαρίσματα, και ήταν πολύ οικονόμα. Εκεί έζησε ως το τέλος της ζωής της. Όπως αποδείχθηκε εκ’ των υστέρων, η διεύθυνση και η διακονία του γηροκομείου δεν την εμπόδισε να καλλιεργήση τις μοναχικές αρετές με μεγάλη ακρίβεια, ιδιαιτέρως την ακτημοσύνη, την προσευχή, τον εγκλεισμό, την αφάνεια, την υπακοή, την διάκριση και την υπομονή.

Τα πράγματα που μετέφερε από το σπίτι της στο γηροκομείο το 1968 ήταν ένας μποξάς· αυτή ήταν η περιουσία της· δυσκολεύτηκαν να βρουν ενδύματα για την κηδεία της, αφού όλα τα πράγματα της ήταν ένα παλτό, μία ζακέτα, δύο φούστες, πέντε-έξι αλλαξιές, μία οδοντόβουρτσα, μία χτένα, ένα πορτοφολάκι με λίγα ψιλά, μία ομπρέλλα, τα γυαλιά, το μπαστούνι της και τρία βιβλία.

Προσωπικό κελλί δεν είχε. Τα πρώτα χρόνια ζούσε στον ίδιο θάλαμο με τρεις γιαγιάδες. Όταν αυξήθηκε ο αριθμός των γιαγιάδων, έστρωνε δύο κουβέρτες στο καθιστικό για τον βραδινό της ύπνο και το πρωΐ τις μάζευε. Ούτε ντουλάπι ούτε κομοδίνο είχε δικό της.

Όταν δημιουργείτο καμμία παρεξήγηση με τις γιαγιάδες ή όταν δεν την άκουγαν και είχαν ιδιοτροπίες, υποχωρούσε. Πήγαινε στο καθιστικό, άναβε το θυμιατήρι, έψαλλε την παράκληση στην Παναγία και ο Θεός έδινε την λύση. Όταν επέστρεφε τις εύρισκε ειρηνικές και συνεργάσιμες. Με αυτόν τον πνευματικό τρόπο ενεργούσε πάντοτε.

Μελετούσε την Αγία Γραφή, τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, τα συγγράμματα του Αγίου Νεκταρίου και βίους Αγίων. Μάλιστα τα βιβλία που μελετούσε είχαν φθαρή από την πολλή χρήση. Είχε κομβοσχοίνι και ασκούσε την νοερά προσευχή όπως την είχε διδάξει ο γέροντας Παΐσιος.

Η Ευθαλία αρχικά εξωμολογείτο στον παπα-Δημήτριο. Η ίδια ποθούσε την συχνή θεία Κοινωνία. Ο Πνευματικός της όμως της επέτρεπε να κοινωνή τρεις έως τέσσερες φορές τον χρόνο. Αν και δεν την ανέπαυε αυτό, έκανε όμως υπακοή. Αφ’ ότου όμως πήγε στο γηροκομείο, ήταν στην υπακοή του Σεβασμιωτάτου και κοινωνούσε μία με δύο φορές την εβδομάδα. Η τιμή και η αγάπη ήταν αμοιβαία μεταξύ του Σεβασμιωτάτου και της Ευθαλίας.

Για τελευταία φορά πέρασε από την αγορά της Κονίτσης το 1940, μεταφέροντας πορτοκάλια για να προσφέρη χυμό στους τραυματίες πολέμου. Έκτοτε ο μοναδικός δρόμος που γνώριζε ήταν ο δρόμος που ωδηγούσε στον Άγιο Νικόλαο. Από το 1968 που πήγε στο γηροκομείο, συνέχισε ένα διάστημα το ίδιο τυπικό, να βγαίνη μόνο για εκκλησιασμό στον Άγιο Νικόλαο. Αργότερα εκκλησιάζετο μόνο στο παρεκκλήσι των Ιδρυμάτων. Αξιοσημείωτο είναι ότι ποτέ δεν την έβλεπε κανείς ακόμα και στην αυλή.

Δεν ανέχετο ποτέ σχόλια και κουτσομπολιά για άλλους από τις κυρίες που εργάζοντο στο Ίδρυμα. «Αφήστε τον κόσμο να κάνη την δουλειά του», έλεγε επιτακτικά και έκοβε από την αρχή κάθε σχόλιο· η άλλοτε έλεγε: «Άντε, θα έχετε και καμμία δουλειά να κάνετε».

Διηγείτο η Ευθαλία για να δείξη πως η προσφορά μας οφείλει να είναι ανιδιοτελής και διακριτική, το εξής: «Κάποτε ένας Κονιτσιώτης αγόρασε παπούτσια σε ένα φτωχό ξυπόλητο παιδί. Κάθε φορά που το συναντούσε του έλεγε: «Πρόσεχε πως περπατάς μην χαλάσης τα παπούτσια». Άλλοτε: «Μην τα χτυπήσης, μην τα λερώσης» κ.λ.π. ώσπου μία μέρα σε μία παρατήρηση το παιδί αγανάκτησε, τα έβγαλε από τα πόδια του λέγοντας του: «Πάρτα, για να προχωρώ ελεύθερα, όπως θέλω».

Μια γιαγιά που την περιποιείτο η Ευθαλία με πολλή αγάπη και φροντίδα, της φιλούσε τα χέρια. «Σ’ έχω μάννα», της έλεγε, και ας ήταν μεγαλύτερη από την Ευθαλία. Η ίδια προέπλενε με τα χέρια της τα λερωμένα ρούχα των γιαγιάδων, για να τα πλύνουν στην συνέχεια οι κυρίες το πρωΐ.

Υπήρχε παλαιότερα η νοοτροπία ότι, αν κάποιος ήταν κατάκοιτος, είχε πολλές αμαρτίες. Η Ευθαλία, για να μη νιώθουν άσχημα οι κατάκοιτες με τον τρόπο της έκρυβε την κατάσταση κάθε κατάκοιτης γιαγιάς στους επισκέπτες. Ποτέ δεν είχε πει ότι έχουμε κατάκοιτες γιαγιάδες. Τις κατάκοιτες τις περιποιούντο η Ευθαλία και η Κλειώ.

Το πνεύμα της θυσίας το μετέδιδε και στο υπόλοιπο προσωπικό, που κατάφερνε να το διατηρή ενωμένο και αγαπημένο. Ήταν έντονη η παρουσία της βοήθειας του Θεού στο έργο του γηροκομείου την περίοδο που τα μέσα και τα άτομα του προσωπικού ήταν λίγα. Η παρουσία της Ευθαλίας ενέπνεε όλες τις κυρίες. Όπως έλεγε η Κλειώ «ήμασταν όλες μία ψυχή, μία καρδιά!». Έδειχνε κατανόηση στους συνεργάτες της και προσπαθούσε να βρίσκη τρόπους να τους ξεκουράση· π.χ. έλεγε στην Κλειώ, την υποδιευθύντρια του γηροκομείου: «Να πας, παιδί μου, στην αδερφή σου να την δης και να την χορτάσης, γιατί τώρα είμαι στο πόδι εγώ… άμα θα γεράσω δεν θα μπορείς να πας… πήγαινε τώρα στην αδερφή σου». Επίσης όσες φορές ήθελε η Κλειώ να πάη στα Γιάννενα, δεν της έφερνε αντίρρηση και καθόταν αυτή στην θέση της».

Όλοι εδιδάσκοντο και εμπνέοντο από τα λόγια και κυρίως από το παράδειγμα της Ευθαλίας. Εννοείται πως η Ευθαλία πρόσφερε τις υπηρεσίες της χωρίς καμμία υλική αμοιβή. Συνεχώς, σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο εργαζόταν και φρόντιζε για όλα. Από τις πρώτες γυναίκες που συνεργάσθηκαν μαζί της ήταν η κ. Πολυξένη Ζδράβου, τίμια, εργατική και μεγάλης εμπιστοσύνης άνθρωπος. Στην συνέχεια αυξήθηκαν οι δουλειές και χρειάσθηκε να προσλάβουν την κ. Σταθούλα Κίτσιου και την κ. Σοφία. Όλες πολύ καλές και αφοσιωμένες στο θεάρεστο έργο τους. Είχαν ζωντανό παράδειγμα προσφοράς και θυσίας την κυρά-Ευθαλία, όπως την αποκαλούσαν. Σε όλους έδινε όλη της την αγάπη, η οποία εζωγραφίζετο στο ήρεμο και καλωσυνάτο πρόσωπό της και στο ειλικρινές χαμόγελό της. Στους επισκέπτες του γηροκομείου ήταν ευγενέστατη και όσους φιλοξενούσε κάποιες ημέρες τους έκανε να αισθάνωνται πραγματικά σαν το σπίτι τους, αφού της πήγαινε τόσο πολύ ο ρόλος της μητέρας. Ο λογισμός της ήταν καλός για όλους. Το μέγεθος και η ανιδιοτελής αγάπη της Ευθαλίας προς τις γιαγιάδες φαίνεται και από μία περίπτωση μιας γιαγιάς που ξεκίνησε με καρκίνο στο βλέφαρο και δημιούργησε πληγή σε όλο το πρόσωπό της. Το θέαμα ήταν φρικτό, οι πόνοι αφόρητοι, η περιποίηση και απαραίτητη φροντίδα για να γίνη απαιτούσε μεγάλη αγάπη και υπομονή. Αυτά τα διέθετε μόνο η Ευθαλία. Καθώς την φρόντιζε και της μιλούσε με τρυφερότητα, εκείνη (η κυρά-Γίτσα) την αποκαλούσε «μάννα». Η όλη εικόνα ήταν ιεροτελεστία, η αγάπη και η θυσία σε μία γνήσια και αυθεντική έκφραση. Πάνω από δύο δεκαετίες υπηρέτησε η Ευθαλία γερόντισσες πονεμένες και κατάκοιτες.

Όταν πέθανε κάποια γερόντισσα η Ευθαλία ξενυχτούσε και διάβαζε το Ψαλτήρι. Τους υπόλοιπους του προσωπικού του γηροκομείου τους έστελνε για να ξεκουραστούν.

Είχε στην ευθύνη της όλη την λειτουργία του γηροκομείου και ο Θεός της έστελνε καθημερινά ευλογίες. Κάποτε που δεν είχε τυρί, ούτε φρούτα, έκανε προσευχή και σε λίγο εμφανίσθηκε η Δημητρούλα Καπάϊου με δύο τελάρα σταφύλια και δύο πλάκες τυρί. Η Ευθαλία συγκινημένη δόξαζε όλη την ημέρα τον Θεό, ενώ η Πολυξένη Ζδράβου, η μαγείρισσα, απορούσε και θαύμαζε!

Στην αγορά η Ευθαλία δεν κατέβαινε, είχε όμως τον τρόπο της και επικοινωνούσε με τους ανθρώπους που ήθελαν να προσφέρουν. Όλοι ήταν συγκινημένοι από την πηγαία αγάπη και ευγένειά της.

Η Ευθαλία δεν ήταν μόνο μάννα για τις γερόντισσες του Εκκλησιαστικού γηροκομείου, αλλά και για τα παιδιά του Εκκλησιαστικού Οικοτροφείου Αρρένων «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός». Έδειχνε την αγάπη της παντοιοτρόπως. «Ντυθήτε για να μην αρρωστήσετε», «έλα, παιδί μου, να πιης ένα τσάϊ, σ’ ακούω να βήχεις». Όλοι οι οικότροφοι ενθυμούνται με πολύ σεβασμό και ευγνωμοσύνη την κυρά-Ευθαλία.

Κάποιος της είπε: «Ευθαλία, άσκοπα κουράζεσαι με τα παιδιά του Οικοτροφείου. Ελάχιστα παιδιά γίνονται ιερείς, οι υπόλοιποι φεύγουν και τα ξεχνούν όλα». Απάντησε: «Το σφουγγάρι βγάζοντας το από το νερό, όσο και να το στύψης, θα μείνει υγρό».

Αφ’ ότου έφυγε από το πατρικό της το 1968, σπίτι της πλέον ήταν το γηροκομείο. Μόνο στα πρώτα δέκα χρόνια περίπου πήγαινε μία φορά την εβδομάδα, για να ζυμώση πρόσφορα. Αξίζει να αναφερθή ο θαυμαστός τρόπος που έκανε το προζύμι για τα πρόσφορα. Έβραζε Βασιλικό από την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και με τον νερό αυτό έπιανε το προζύμι χωρίς να προσθέση τίποτε άλλο. Με αυτό το προζύμι ζύμωνε τα πρόσφορα όλο τον χρόνο. Μερικές φορές έφτιαχνε και ζυμωτό ψωμί για να ευχαριστήση τις γιαγιάδες.

Η Ευθαλία ήταν άνθρωπος πίστεως και υπομονής· είχε διάκριση, δεν έλεγε πολλά. Ήξερε να φέρεται και να μιλά στον καθένα, όπως έπρεπε, με καλό τρόπο και με αγάπη. Από τις αρχές της και το πνευματικό πρόγραμμα δεν έβγαινε (νηστείες, προσευχές). Έτρωγε την Κυριακή μόνο λίγο κρέας και την Τρίτη λίγο ψάρι. Τις υπόλοιπες μέρες το φαγητό της ήταν πολύ λίγο και απλό. Έκανε το τριήμερο και κρατούσε τις νηστείες με χαρά. Εάν κάποιος της έλεγε ότι έπρεπε να φάη κάτι περισσότερο, έλεγε χαριτολογώντας: «δεν με αφήνει η Μάννα μου». Αργότερα σε μία καινούργια πτέρυγα των φιλανθρωπικών αυτών Ιδρυμάτων ενσωματώθηκε και ένα Εκκλησάκι και σχεδόν κάθε Σάββατο εγίνετο θεία Λειτουργία. Η Ευθαλία έκλαιγε από χαρά, γιατί έτσι ωλοκληρώθηκε η πνευματική τροφή όλων των τροφίμων, και του γηροκομείου και του Εκκλησιαστικού Οικοτροφείου.

Μεγάλη ανακούφιση και βοήθεια είχε η Ευθαλία από το 1973, όταν ήρθε η Κλειώ Ρόκου, μία ψυχή απλή με πολλή αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Αφιερωμένη κι εκείνη στον Θεό και στην υπηρεσία του πλησίον συνεργάσθηκε με την κυρά-Ευθαλία όλα τα χρόνια αρμονικά, σαν μάννα με κόρη υπηρετώντας τις γιαγιάδες. «Μεγάλο δώρο μου έστειλε ο Θεός», έλεγε η Ευθαλία για την Κλειώ.

Η μέριμνα και η φροντίδα για τα άπορα παιδιά ήταν κανόνας στην ζωή της. Κάποιος θείος της της έστελνε χρήματα και εκείνη, ενώ θα μπορούσε να τα διαθέση για τις ανάγκες του Εκκλησιαστικού γηροκομείου, τα έδινε σε ορφανά και φτωχά παιδιά. Είχε αναλάβει τα ορφανά εγγόνια μιας γερόντισσας, η οποία ήταν στο Εκκλησιαστικό γηροκομείο.

Τα δύο τελευταία χρόνια η Ευθαλία εξ αιτίας της οστεοπόρωσης έπεσε κατάκοιτη σε κρεββάτι και η Κλειώ την φρόντιζε με παραδειγματική αφοσίωση και αγάπη, ως κόρη γνήσια. Σε μία επίσκεψη ο Σεβασμιώτατος της είπε:

– Κυρία Ευθαλία, εκεί που θα πας να μας θυμάσαι, μη μας ξεχάσης.

– Σεβασμιώτατε, πρώτα θα πάτε εσείς και ύστερα εγώ.

Και πράγματι· ενώ ήταν υγιής τότε ο Σεβασμιώτατος κλονίστηκε η υγεία του και εκοιμήθη στις 12 Δεκεμβρίου του 1994, ενώ η Ευθαλία εκοιμήθη δώδεκα ημέρες αργότερα στις 24-12-1994.

Η γερόντισσα Ευθαλία ήταν προικισμένη από τον Θεό με πάρα πολλά χαρίσματα πνευματικά και διανοητικά, τα οποία πολλαπλασίασε ενώ συστηματικά τα έκρυβε. Μας δίδαξε όχι τόσο με τα λόγια της, αλλά κυρίως και προπαντός με το παράδειγμά της με ένα ιδιαίτερο μυστικό τρόπο, με όλην την ζωή της, με την αστείρευτη αγάπη της, την εμπιστοσύνη της στην πρόνοια του Θεού, την ακλόνητη πίστη, την απόλυτη ακτημοσύνη της, την ταπείνωση της, την αφάνειά της και την διάκριση· με την εμπνευσμένη καθοδήγηση και διοίκηση του Ιδρύματος, με την προσφορά αβραμιαίας φιλοξενίας. Μας δίδαξε με τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο μίκραινε και διέλυε τα τυχόν προβλήματα που εδημιουργούντο, με την θυσία, την καρτερία και την υπομονή που έδειχνε σε όλα, αλλά και την σιωπή, και με την αδιάκριτη υπακοή στο θέλημα του Θεού, με την υποδειγματική της υπακοή στον Πνευματικό της, τον Σεβασμιώτατο, με την σοφία που την χαρακτήριζε. Τους ιδιαίτερους αγώνες της τους γνωρίζει η ίδια και ο Θεός. Κατάφερε να μείνη άγνωστη στους πολλούς ανθρώπους, αλλά γνωστή στο Θεό.

Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.

(“Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄“, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012)

(Πηγή ψηφ. κειμένου: agiosgeorgioskorydallou.gr)

Η Ηπειρώτισσα μάνα...



Γράφει ο Χρήστος Α.Τούμπουρος

(Με αφορμή τη γιορτή της μητέρα, αυτές οι αράδες ας θεωρηθούν ένας φόρος τιμής στην ηπειρώτισσα μάνα, στην πουτσαρίνα αυτή που κράτησε όρθια την Ήπειρο)

"Η Ηπειρώτισσα μάνα μια διαρκής παρακαταθήκη αξιών"
Ηπειρώτισσα μάνα, λεβέντισσα που καβάλ’σε τη φτώχια, την ορφάνια, την ξενιτιά.

Που αμπήδ’σε βάσανα πίκρες και στενοχώριες.
Που πάλεψε και νίκησε τον φασισμό και τον έστειλε στα γκρεμοτσακίδια.
Που πίστεψε στον τόπο της και μεγάλωσε τη φαμπλιά της με αξιοπρέπεια ήθος και φιλότιμο.
Που το πλατύ σαν ήλιος χαμόγελό της και η φεγγαροστόλιστη ματιά της δεν μπορεί να συγκριθεί με όλο το χρυσάφι του ντουνιά.
Ηπειρώτισσα !!!
Η γυναίκα που αγκομαχώντας στις γιδόστρατες, κρεμασμένη στα καταράχια, ανηφορίζοντας χωρίς σταματημό, με ρυτιδιασμένο, αλλά καθάριο πρόσωπο κι ολάνθιστη την καρδιά της -πάντα με χαμόγελο αισιοδοξίας- κράτησε αλύγιστη και ατόφια την ΗΠΕΙΡΟ.

Αν έζησε η Ήπειρος και έθρεψε γενιές ολόκληρες και απόδιωξε όλους τους σιαταναρέους, φασίστες επιδρομείς και κατακτητές, εντός και εκτός εισαγωγικών, έβαλε πλάτη η Ηπειρώτισσα μάνα.

Όμορφη, αγία και σεπτή αντιμετώπισε και ξεπέρασε τις δοκιμασίες και τις περιπέτειες ψύχραιμα, αξιόπρεπα, με άγρυπνη τη συνείδησή της, που όριζε το ύψος και το ήθος της ύπαρξής της.

Κράτησε τα μυστικά της ψυχής του λαού μας, τα σμίλεψε με ομορφιά και τα βάφτισε στη γλύκα που εκπέμπει ο αντίλαλος της Ηπειρώτικης φυσικής μελωδίας. Μπροστά στην πανδαισία της φυσικής και μελωδικής χαρμονής του τόπου τους, στάθηκαν οι Ηπειρώτισσες παντεπόπτριες και διαφεντεύτρες της ολόφωτης και απρόσμενης ομορφιάς. 
Αυθεντική, ατόφια, αφκιασίδωτη και αγνή και με το άρωμα της ελληνικής λεβεντιάς στην καρδιά και στο κορμί της εξέπεμψε έναν αυτογενή δυναμισμό ανθρωπισμού και μάγεψε φανερώνοντας την ακμή και την αρχοντιά της Ηπειρώτικης ψυχής. 
Με ψυχή αγνή, ταπεινή και άδολη σε φύση πλανεύτρα και γη σκληρή, ιδιότροπη και ανυπάκουη στο αλέτρι και στο τσαπί μπάζωσε τις ρίπες κι έφκιαξε τα χωραφάκια της, με σεβασμό στη φύση και στην Δημιουργία. 
Και με όλα αυτά και άλλα αναρίθμητα προβλήματα άντεξε, δόμησε την Ηπειρώτικη κοινωνία, αντιμετώπισε εισβολείς -παντός είδους- και δίδαξε ανθρωπισμό, ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΗΘΟΣ.

Τα χέρια της ήταν πάντα χρυσωμένα και το τίμιο πρόσωπό της λαμπερό και χαρούμενο. 
Αν τιμάμε την Ηπειρώτισσα γυναίκα είναι γιατί η ιστορία και το παράδειγμά της, έχει πολλά να μας προσφέρει. 

Αδούλωτες, ασκλάβωτες, ελεύθερες! Ξεδίπλωσε όλες τις δυνάμεις της και ρίχτηκε στον αγώνα για τη ζωή, τη λευτεριά.
Η σημερινή πραγματικότητα στην Ήπειρο είναι τουλάχιστον καταθλιπτική. 

Η εσωτερική μετανάστευση και η πλειοδοσία των πολιτικών στον διορισμό, ερήμωσαν την Ήπειρο. Ερημιά παντού. 
Και αυτή η ερημιά έχει και τη μετενέργειά της στον πολιτισμό. 
Δεν κατοικούνται πλέον τα χωριά από παραγωγικές ηλικίες και ως εκ τούτου δεν παράγεται και δεν προάγεται τοπικός πολιτισμός. Πολιτιστικά άφωνα και άλαλα υπέκυψαν στον αρμαγεδόνα του υλοζωισμού, που χτύπησε την πόρτα συλλήβδην της ελληνικής κοινωνίας και την παραβίασε με το αποκριάτικο προσωπείο της δήθεν προοδευτικότητας και του ξενότροπου και ξενόφερτου μιμητισμού. 
Οι σημερινοί καιροί έχουν χάσει κάθε γεύση από το παρελθόν, η αξία του οποίου δεν αναγνωρίζεται . 
Αγωνίζεται και αντιστέκονται οι πολιτιστικοί σύλλογοι, για να σώσουν πολιτιστικά ό,τι σώζεται. Με μεγάλη επιτυχία θα έλεγα. 
Στις σημερινές δύσκολες -απαράδεκτα δύσκολες- συνθήκες, εάν δεν νοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας πάνω σε ακέραιες και δοκιμασμένες αξίες και αρχές, θα μας πνίξει η κατεβασιά, που ασφαλώς είναι απείρως χειρότερη κι από αυτή του Αράχθου. Εάν δεν αντισταθούμε και δεν δώσουμε απάντηση ουσιαστική και με περιεχόμενο, θα ωχριά η κατεβασιά του Ταμερλάνου και του Τσεγκίς Χαν μπροστά στην επαπειλούμενη καταστροφή.

Η Ηπειρώτισσα μάνα μάς δείχνει το δρόμο.
Μέσα στη φθισικιά «ενεργητικότητα» της Αθήνας, παρέα με τον πανζουρλισμό που μεταφράζεται σε χαράτσια, δόσεις, κουτσουρεμένες συντάξεις, ενέργειες, μετενέργειες και προβλήματα μέχρι «τω δόξα πατρί», καλούμαστε να χαμογελάσουμε, να «βιοπαλέψουμε με το βίο της ζωής», όπως έλεγε και ένας καλόβουλος χωριανός μου, να ονειρευτούμε ∙ τουτέστιν να ζήσουμε. 
Στην ηπειρώτισσα μάνα κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ και τουλάχιστον λέμε ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
ΠΗΓΗ.ROMIANEWS

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Ελένη Ιωαννίδη.Μάνα του Έπους του ΄40





Ανδριανή Κυριάκου«Η τυφλή και ορώσα το Θεό»




Ανδριανή Κυριάκου«Η τυφλή και ορώσα το Θεό»


Στο βιβλίο τοῦ Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου για τον Άγιο Νεκτάριο, ὑπάρχει καί ἡ φωτογραφία τῆς πρώτης ἡγουμένης τῆς Ἁγίας Τριάδος, κάτω ἀπό τήν ὁποία γράφει: «Ἡ πρώτη ἡγουμένη τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὄντως ὁσία Ξένη, ἡ τυφλή καί ὁρῶσα τόν Θεό». Αὐτό θυμήθηκα καί αἰσθάνθηκα ἐπισκεφτόμενος γιά πρώτη φορά τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2011 τή γιαγιά Ἀνδριανοῦ, στο σπίτι τῆς κόρης της στά Λειβάδια.
Μ' ἕνα κομποσχοίνι στο χέρι, χωρίς μιζέρια, μέ τό συνεχές «Δόξα σοι ὁ Θεός!», να βιώνει τήν τυφλότητα ὡς δυνατότητα «θέας Θεοῦ». Φαίνεται πώς ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου κρύβει το μυστήριο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Ἀκατανόητος στούς ἄλλους, ἀποκαλυπτικός σ᾿ αὐτόν πού τό σηκώνει.
Σκοπός τῆς ἐπίσκεψής μου ἦταν να μπορέσω να γνωρίσω, ὅσο εἶναι δυνατό, τό μυστήριο τοῦ σταυροῦ της, πού τήν κάνει νά ἐκπέμπει χαρά καί νά θέλουν οἱ ἄλλοι – συγγενεῖς, φίλοι, γνωστοί καί ἄγνωστοι - νά εἶναι κοντά της. Αὐτή ἡ γνώση γίνεται μέ τό λόγο καί τή σιωπή. Ἴσως πιο πολύ αυτή ν' ἀποκαλύπτει το μυστήριο, πού ὄντως, γνωρίζεται - ὅπως ὅλα τά μυστήρια «ἐν σιωπῇ».
– Πῶς πάεις;
- Καλά, πάτερ Ανδρέα, καλά. Δόξα σοι ὁ Θεός! Καλύτερα δέν γίνεται ἀπὸ δῶ καί πέρα. Νά πάρω τήν εὐχή σου, ἴσως καί γίνει ἡ μέρα καλύτερα.
– Γιατί εἶναι ἄσχημη ἡ μέρα;
- Ἐξαρτᾶται ἀπό τό τί θά κάνουμε ἐμεῖς, ἐν νά πάει καλύτερα.
Το κομποσχοίνι πού ἔχει στο χέρι της είναι προσευχές «ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου», ἀρχίζοντας ἀπό τούς «οἰκείους». Προσευχές πού πηγάζουν ἀπό τήν ἀγάπη, ἡ ὁποία γιά τήν ἴδια, ὅπως μᾶς λέει, «ἦταν πάντα στην καρδιά της» χωρίς νά ξέρει πῶς τήν ἀπόκτησε. Τό ἀποδίδει, ὡστόσο, στον πατέρα της Μανώλη που «ἦταν ἄνθρωπος πού ἀγαποῦσε ὅλο τόν κόσμο». Αὐτό το καταλάβαινε καί τό ἔβλεπε από μικρή, ὅταν «τήν ἐποχή πού νοικιάζαμε περβόλια κι ἦταν ὁ καιρός πού βγαίνουν τα σύκα καί τά χρυσόμηλα, την πρώτη δόση πού ἔκοβε, τήν ἔδινε στους φίλους και γνωστούς του.
Ἔβαζε τή μητέρα μου νά τοῦ κάνει μικρά καλαθάκια καί τά γέμιζε λέγοντας “αὐτό εἶναι τοῦ τάδε... τοῦ τάδε...”
Ἀγαποῦσε ὅλο τόν κόσμο κι ἔτσι πιάσαμε τό σύστημα».
Το να σκέφτεται πρῶτα τούς ἄλλους καί μετά τόν ἑαυτό του, δέν ἦταν κάτι τό περιστασιακό ἀλλά συνηθισμένο. Κάθε πού ἑτοιμάζονταν γιά νά καθίσουν στό τραπέζι, πρίν βάλει φαγητό στο δικό του πιάτο, ἔστελλε πρῶτα στις γιαγιάδες, στούς ἐμπερίστατους γείτονες.
Ἡ δέ μητέρα Εὐρυδίκη, συμπορευόμενη μέ τό σύζυγό της, ποτέ δέν τσακώθηκε μέ κανέναν, ἀγαποῦσε τόν κόσμο, πήγαινε τακτικά ἐκκλησία.
Τήν ἀγάπη πού ἔχει στήν καρδιά της γιά ὅλους, τήν αἰσθάνεται ὡς «κληρονομική», ὅτι τήν πῆρε ὡς «προῖκα» ἀπό τούς γονεῖς της. Αὐτή θεωρεῖ ὡς βάση γιά τήν εἰρήνη που νιώθει στήν καρδιά της, παρόλο ὅτι γιά 30 - 40 χρόνια βλέπει μόνο σκοτάδι. Ὅταν, μάλιστα, ξέρει τί σημαίνει νά βλέπεις τόν κόσμο, τούς ἀνθρώπους, τή φύση. Χωρίς να δυσανασχετεῖ, χωρίς νά ἔχει μέσα της άναστάτωση. Βέβαια, προσεύχεται καθημερινά καθώς μᾶς εἶπε, γιά νά τῆς δίνει ὁ Κύριος ὑπομονή καί ταπείνωση.
- Τί εἶναι ταπείνωση; Πῶς ἀποκτᾶται;
- Μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀποκτῶνται ὅλα.
Ὅταν εἶσαι ἐγωιστής, όταν νομίζεις ὅτι ἐσύ εἶσαι καί κανένας ἄλλος τίποτα δεν γίνεται.
· Καλά, ὁ ἄνθρωπος νά μήν κάνει τίποτα; Όλα
ἀπό τό Θεό;
- Ὁ Θεός ὅταν εἶναι μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁ
ἄνθρωπος ἐλπίζει στό Θεό, ὁ Θεός θά τα κάνει όλα ὅταν, βέβαια, θέλει καί ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ Ὀρθοδοξία δέν γνωρίζει μόνο Πατέρες, αλλά καί Μητέρες, πού μέ τό λόγο τους τόν ἐμπειρικό καί γεμάτο Πνεῦμα ἅγιο, γεννοῦν ἀναγεννοῦν τέκνα γιά τή Βασιλεία. Μπροστά μας βρισκόταν μία τέτοια Μητέρα πού μποροῦσε ἀθόρυβα καί ἀληθινά ν᾿ ἀποκαλύψει «ὁδόν σωτηρίας».
- Μέ ποιόν τρόπο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ν᾿ ἀποκτήσει τήν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς; Ποιό εἶναι τό σημαντικό πού χρειάζεται νά κάνει, γιά νά ἔχει τέτοιο καρπό;
- Πρῶτα πρέπει ν' ἀγαπήσει τό Θεό καί μετά τόν κόσμο. Ὅταν ἀγαπᾶς τό Χριστό, τήν Παναγία καί τό Θεό, ἀπό κεῖ καί πέρα εἶναι ὅπως τό νερό όταν το βάζεις στο αὐλάκι καί πάει. Νά ἀγαπᾶς ὅλο τόν κόσμο· καί αὐτούς πού σοῦ φταῖνε καί αὐτούς πού δέν σοῦ φταῖνε. Ἀκόμη καί αὐτούς πού δέν σε θέλουν. Τούς ἀγαπᾶς ὅλους.



Βιβλιογραφία
Συναντήσεις - Αναζητήσεις - Αποκαλύψεις.
Πατήρ Ανδρέας  Αγαθοκλέους!!!

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

H Δημήτρω...



Δεν είχε πολλά. Τρία τέσσερα ζωντανά όλο κι όλο.
Τρεις γίδες και μια προβατίνα. Το μανάρι της!!
Έτσι την φώναζε. Μανάρι.
Άλλα δεν ήθελε...αυτά της φτάνανε της Δημήτρως.
Μόνη της ήταν.
Οικογένεια δεν είχε. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Προκομμένη κι άξια ήταν και μέσα σ όλα πρώτη στο χωριό.
Αλλά εκείνο το κουσουράκι που'χε την εμπόδιζε να παντρευτεί.
Το'να μάτι της δεν έκλεινε καλά. Μέχρι τη μέση έφτανε το βλέφαρο και στα χωριά αυτά τα κοιτούσαν πολύ κι ας ήσουν άξια και προκομμένη..
Η καρδιά της χτύπησε για κάποιον από το δίπλα χωριό.
Είχε και κείνος το παθηματάκι του..
Το ένα χέρι του ήταν πιο κοντό από το άλλο μα όλες τις δουλειές τις έκανε.
Φαντάστηκε η Δημήτρω πως θα μπορούσε να κάνουν οικογένεια
κι άρχισε να ονειρεύεται. Ανύπαντρος και κείνος και κάπως μεγαλούτσικος μα δεν την ένοιαξε ποτέ ετούτο.
Είχε μια φίλη στο χωριό του και πήγαινε συχνά μήπως και τον δει μήπως και την προσέξει κι όταν τον αντάμωνε δεν γύριζε να την κοιτάξει.
Απογοητεύτηκε κι η φιλενάδα της το κατάλαβε και όλο την ρωτάει τι έχει. Κουβέντα η Δημήτρω.
Και τι να πει? Ντρεπόταν που 'χε το μυαλό της σ έναν άντρα.
Ήταν ντροπή εκείνα τα χρόνια να θέλεις κάποιον.
Όλα στα μουλωχτά γινόταν...
Κι άντε...να θέλει άντρας μια γυναίκα στέλνει προξενιό.
Η γυναίκα τι να κάνει? Ντροπής πράματα τούτα...
Μια μέρα που πήγε πάλι στη φιλενάδα καθότανε οι δυο τους στο τοιχάκι της αυλής και περνάει ο Γιώργης χαιρετάει κι έχασε τα λόγια της και κοκκίνησε.
Την πήρε χαμπάρι η φίλη της και κρένει του Γιώργη τάχα μου να δει τον τοίχο. Σα να'θέλει λίγο κάποια μαστορέματα του είπε.
Έντιμος ο Γιώργης αφού έριξε μια ματιά της είπε πως ο τοίχος είναι μια χαρά.
Μόνο ένα βαψιματάκι θέλει και τίποτα άλλο και κανονίστηκε να πάει να τον βάψει.
Κι όλο να του λέει για την φίλη της τι προκομμένη γυναίκα είναι
κι όλο να την παινεύει κι όλο να προσπαθεί να πάρει μια κουβέντα του Γιώργη μα τίποτα αυτός.
Μούγκα...
Είδε κι απόειδε...από δω σ έχω από κει σε πάω όλο ξεγλίστραγε ο Γιώργης.
Παίρνει μια ανάσα και του το'πε στα ίσια..
Κι αφήνει το πινέλο κάτω εκείνος και της λέει. Καλή και προκομμένη η Δημήτρω μα σκιάζομαι μη βγουν τα παιδιά με μάτια που δεν κλειούν.
Κατάπιε τη γλώσσα της η φιλενάδα δεν περίμενε τούτα τα λόγια μόνο του είπε πως η Δημήτρω δεν ήταν από γεννησιμιού έτσι αλλά χτύπησε μικρή από κει το'χει τούτο το κουσούρι.
Και θέλησε η καψερή να το πει στη Δημήτρω γιατί την έτρωγε το μαράζι. Έλιωνε από έρωτα μπας και τον βγάλει απ το μυαλό της.
Αλλά τίποτα..Χειρότερα τα κανε τα πράματα.
Δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο χωριό.
Δεν ξαναπήγε στην φιλενάδα η Δημήτρω. Δεν της κάκιωσε όχι για καλό έκανε ό,τι έκανε μα δεν ήθελε ν ανταμώσει τον Γιώργη ποτέ ξανά. Και πέρασε ο καιρός..
Παρέα με τα ζωντανά της με το νοικοκυριό της με τα χωραφάκια της με τον αργαλειό της και τα υφαντά της.
Ξακουστή στα γύρω χωριά έφτιανε προίκες για τις νύφες.
Τι βελέντζες τι φλοκάτες τι καραμηλωτές!!
Τα χέρια της πιάνανε...
Όσο για την δική της προίκα δυο γιούκους ψηλούς μέχρι το ταβάνι. Αλλά τι τα θες..Άτυχη..
Βαριά το πήρε. Πολύ βαριά κι έχασε τον ύπνο της για πολύ καιρό.
Ακούς εκεί να μην κλειούν τα μάτια..
Ήθελε να το γυρίσει πίσω τούτο το λόγο. Την έτρωγε...
Αλλά έλεγε εγώ να'μαι καλά και τα ζωντανά μου!!
Έκανε καλό κομπόδεμα και μια και δυο πήγε στην Αθήνα σε μια μακρινή ξαδέρφη της.
Της είπε πως θέλει να φιάκει το μάτι της βρήκε ένα καλό γιατρό και αποφάσισε να κάνει το μάτι να κλείνει.
Και το'κανε!! Και γύρισε πίσω με μάτι που κλείνει.
Αλλά τα χρόνια είχαν περάσει και δεν ήθελε μπλιο γάμους η Δημήτρω μήτε προξενιά και παιδιά.
Είχε τα ζωντανά της...
Ήταν μεσημέρι κι ειχε αποκάμει στον αργαλειό απ το πρωί. Έγειρε λίγο να ισιώσει την μέση της μα δεν πρόλαβε.
Κάποιος χτύπαγε την πόρτα.
Πάει ν ανοίξει και τι να δει? Ο Γιώργης.
Πέρασε μέσα του είπε. Εσύ για να'ρθεις μέχρι εδώ κάτι θέλεις.
Σου φτιάνω καφέ και μου λες..
Του πάει τον καφέ και το νεράκι δροσερό δροσερό απ τον μαστραπά στον δίσκο στρωμένο το σεμεδάκι.
Νοικοκυρεμένα πράματα.. Ο Γιώργης δεν ματάειδε τέτοια νοικοκυροσύνη και σκέφτηκε πως έκανε λάθος τότε..
Μα τώρα θα το πάρει πίσω για τούτο ήρθε να της πει πως θα το'θελε...Πέρασαν και τα χρόνια..
Μόνοι κι οι δυο.. Μεγάλοι πια..Παιδιά δεν θα κάνανε..
Έφιακε και το μάτι..
Ήπιε τον καφέ ο Γιώργης ήπιε και την πίκρα.
Του το φύλαγε η Δημήτρω κι ήρθε η ώρα να το γυρίσει πίσω.
Δεν με πήραν δα και τα χρόνια Γιώργη του είπε.
Μπορώ ακόμα να κάμω παιδιά αλλά σκιάζομαι να τα κάνω μαζί σου μη μου βγουν κοντόχερα.
Μούγγα ο Γιώργης. Δεν έβρισκε την πόρτα να φύγει..
Κι η Δημήτρω ξαλάφρωσε...
Ακούς εκεί να μην κλειούν τα μάτια...
Έχω τα ζωντανά μου είπε κι έγειρε να ισιώσει την μέση της.
Και πέρασαν τα χρόνια...Και γέρασε η Δημήτρω
Και ξανάπιακε πέντε έξι φορές τα ζωντανά της.
Μα μια φορά μια γίδα δεν έκλεινε καλά το μάτι της και γέλασε η Δημήτρω και της είπε καψερή μου,ανύπαντρη θα μείνεις και συ..
Ακούς εκεί να σκιάζεται να μην κλειούν τα μάτια..
Ελευθερία Λάππα