Η Οσία Ματρώνα γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1881, στο χωριό Σέμπινο της Ρωσίας. Οι γονείς της Δημήτριος και Ναταλία ήταν φτωχοί χωρικοί αλλά πολύ ευλαβείς. Η Αγία ήταν το μικρότερο παιδί από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Η μητέρα της λόγω της φτώχειας σκεφτόταν να αφήσει την Οσία σε ένα ορφανοτροφείο μια διπλανής πόλης αλλά μετά από θαυματουργική επέμβαση,- είδε στο όνειρο της ότι ήλθε και κάθησε στο χέρι της ένα άσπρο πουλί με ανθρώπινη φωνή αλλά χωρίς μάτια , την κράτησαν άν και γεννήθηκε αόμματη (δηλαδή χωρίς οφθαλμούς, με κενές τις κόγχες). Βαπτίστηκε Ματρώνα προς τιμήν της Οσίας Ματρώνας της εν Κωνσταντινουπόλει.
Η θεία της εκλογή φάνηκε φάνηκε πολύ νωρίς. Κατά το βάπτισμα της είδαν οι παρευρισκόμενοι να υπάρχει πάνω της ένα σύννεφο που ευωδίαζε. Στη ηλικία των έξι χρόνων σχηματίστηκε στο στήθος της ένα εξόγκωμα σε σχήμα σταυρού. Όπως αφηγείτο η μητέρα της Τετάρτη και Παρασκευή η Οσία δεν θήλαζε αλλά κοιμόταν συνεχώς χωρίς να μπορεί κανείς να την ξυπνήσει.
Σε κάποια πνευματική κόρη της, που της είπε με λύπη ότι δεν μπορεί να δεί τη φυσική ομορφιά του κόσμου αποκάλυψε τα εξής: « Ο Θεός μια φορά μου άνοιξε τα μάτια και μου έδειξε τον κόσμο και όλα τα δημιουργήματα του. Εἰδα τον ήλιο, τα άστρα στον ουρανό και όλα όσα υπάρχουν πάνω στη γη, την ομορφιά της, τα βουνά, τους ποταμούς, το πράσινο χορτάρι, τα λουλούδια τα πουλιά».
Όταν ήταν μικρή λόγω της κοροϊδίας των άλλων παιδιών σταμάτησε να παίζει και έμενε στο σπίτι. Αγωνιζόταν στην προσευχή και γρήγορα φάνηκε το διορατικό, προορατικό αλλά και το θεραπευτικό της χάρισμα. Αν και ήταν αόμματη της δόθηκε, στην ηλικία των έξι ετών, από τον Θεό το χάρισμα της διόρασης αλλά και της προόρασης. Μπορούσε να βλέπει γεγονότα από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, και σε άγνωστους γι αυτήν τόπους. Γνώριζε αμαρτίες, σκέψεις, προβλήματα και πράξεις των ανθρώπων. Ένιωθε και προγνώριζε συμφορές και καταστροφές, με τις ευχές της δέ, θεράπευε πλήθος αρρώστων πού συνέρεαν όχι μόνο από το χωριό της αλλά και από την ευρύτερη περιοχή. Δεκάδες ασθενείς περνούσαν καθημερινά από το σπίτι της και οι περισσότεροι, έχοντας πίστη, γίνονταν καλά… Όλοι οι επισκέπτες για να την ευχαριστήσουν έφερναν μαζί τους πολλά αγαθά. Έτσι η Οσία έγινε βοηθός της φτωχής οικογένειας της.
Η Οσία έζησε και μεγάλωσε μέσα στις λατρευτικές ακολουθίες της Εκκλησίας. Στεκόταν όρθια συνήθως αριστερά της εισόδου.
Στην εφηβική της ηλικία πήγε σε αρκετά προσκυνήματα συχνά συνοδευόμενη από την κόρη ενός πλούσιου ευγενούς της περιοχής. Λέγεται ότι σε μία επίσκεψή της στην Κρονστάνδη, στον ναό όπου λειτουργούσε ο Άγιος Ιωάννης, εκείνος μετά από την Θεία Λειτουργία μέσα στον κατάμεστο από κόσμο ναό του Αγίου Ανδρέα παρεκάλεσε τον κόσμο να παραμερίσει για να περάσει η δεκατετράχρονη τότε Ματρώνα, την οποίαν δεν γνώριζε, λέγοντας: «Έλα Ματρώνουσκα, έλα σε μένα. Ιδού έρχεται η αντικαταστάτριά μου, ο όγδοος στύλος της Ρωσίας!», προμηνύοντας την αποστολή της Αγίας για την εκκλησία και τον πολυπαθή Ρωσικό λαό, στα μετέπειτα χρόνια των διωγμών πού έβλεπε να έρχονται. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ήταν δεκαεπτά ετών, η Αγία καθηλώθηκε εξαιτίας μόνιμης παράλυσης στα πόδια. Αυτό το γνώριζε γιατί της δόθηκε σημείο με το πότε θα της συμβεί. Έζησε παράλυτη πενήντα χρόνια χωρίς ποτέ να παραπονεθεί, βαστάζοντας το βαρύ σταυρό της. Παρέμεινε καθιστή σε ένα κρεβάτι πενήντα χρόνια, ως το τέλος της οσιακής ζωής της, ευχαριστώντας και δοξολογώντας τον Θεό . Έλεγε ότι την πνευματική αιτία για όσα της συνέβαιναν την γνώριζε μόνο Αυτός.
Σε μικρή ακόμη ηλικία προείπε την Ρωσική επανάσταση του 1917 πού έγινε χρόνια αργότερα, λέγοντας: «Θα ληστεύουν και θα αφανίζουν τις Εκκλησίες, θα αρπάζουν τα εδάφη και θα τα μοιράζουν άπληστα μεταξύ τους, καταδιώκοντας όλους, χωρίς εξαίρεση». Προέβλεψε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα των Γερμανών από τους Ρώσους.
Προβλέποντας τη δολοφονία του Τσάρου, ζήτησε μια φορά από την μητέρα της ένα φτερό μεγάλο. Το μάδησε, και δείχνοντας το στην μητέρα της, της είπε:
- Βλέπεις μαμά, αυτό το φτεράκι;
- Και τι να δω παιδάκι μου, αφού το χεις μαδήσει;
- Έτσι μητέρα, θα μαδήσουν σε λίγο, και τον πατερούλη μας τον Τσάρο…
Η μητέρα της φοβήθηκε, όμως σε λίγο καιρό η προφητεία βγήκε σωστή.
Μετά την κομμουνιστική επανάσταση, όταν και τα αδέλφια της έγιναν μέλη του κομμουνιστικού κόμματος η κατάσταση γι’ αυτήν έγινε αφόρητη γι’ αυτό και μετακόμισε στη Μόσχα το 1925, χωρίς μάλιστα διαβατήριο και άδεια παραμονής, στην οποίαν έζησε μέχρι τέλους της ζωής της βοήθώντας πλήθη δυστυχισμένων και πονεμένων ανθρώπων χωρίς πίστη στο Θεό. Στη Μόσχα δεν είχε μόνιμη στέγη διαμονής αλλά πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο. Το Σοβιετικό καθεστώς επανειλημμένως προσπάθησε να την συλλάβει. Παρ’ όλο που ήταν τυφλή, τους ξέφευγε την τελευταία στιγμή ειδοποιημένη από τον Θεό με διάφορους περίεργους τρόπους.
Όπου και αν πήγαινε, σε όποιο σπίτι και αν φιλοξενούνταν έφερνε την ειρήνη και την ηρεμία στις ψυχές, Άλλοτε χαριτολογούσε με τους ανθρώπους και άλλοτε τους έλεγχε με δριμύτητα, και τους νουθετούσε. Ήταν επιεικής, θερμή και ευσπλαχνική, δεν έκανε κηρύγματα και διδασκαλίες μα ήταν ολιγόλογη, λακωνική. Δίδασκε τον κόσμο να αποφεύγει την κατάκριση και να εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού. Να κάνουν θερμή προσευχή και συχνά τον σταυρό τους θωρακίζοντας έτσι τον εαυτό τους. Συνιστούσε συχνή μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων και αγάπη στους ασθενείς και ηλικιωμένους.
Η Αννα Βιμπορνόβα θυμάται το παρακάτω περιστατικό.
«Ήρθε μια φορά ένας αστυνομικός να συλλάβει την Ματρώνα και εκείνη του λέει,
«Φύγε, φύγε γρήγορα, έχεις συμφορά στο σπίτι σου. Η τυφλή δεν φεύγει από σένα, εδώ στο κρεβάτι κάθομαι, δεν πάω πουθενά…»
Την άκουσε ο αστυνομικός, πήγε σπίτι του και βρήκε την γυναίκα του καμένη από την γκαζιέρα. Πρόλαβε και την μετέφερε στο Νοσοκομείο. Όταν την άλλη μέρα ήρθε στην υπηρεσία, τον ρώτησαν,
- Την συνέλαβες την τυφλή;
- Την τυφλή, τους είπε, δεν θα την συλλάβω ποτέ. Χάρη στην τυφλή πρόλαβα να πάω την γυναίκα μου στο Νοσοκομείο. Άμα δεν μου το λεγε θα την έχανα…
Όπου και αν πήγαινε, σε όποιο σπίτι και αν φιλοξενούνταν έφερνε την ειρήνη και την ηρεμία στις ψυχές. Αλλοτε χαριτολογούσε με τους ανθρώπους και άλλοτε τους έλεγχε με δριμύτητα, και τους νουθετούσε. Ήταν επιεικής, θερμή και ευσπλαχνική, δεν έκανε κηρύγματα και διδασκαλίες μα ήταν ολιγόλογη, λακωνική. Δίδασκε τον κόσμο να αποφεύγει την κατάκριση και να εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού. Να κάνουν θερμή προσευχή και συχνά το σταυρό τους θωρακίζοντας έτσι τον εαυτό τους. Να αγάπούν τους ασθενείς και ηλικιωμένους. Έλεγε: « άμα άνθρωποι γέροι, άρρωστοι ή εκείνοι που έχασαν τα μυαλά τους σας λένε κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό, μην τους ακούτε, αλλά απλά να τους βοηθάτε. Με όλη την επιμέλεια πρέπει να βοηθά κανείς τους αρρώστους και να τους συγχωρεί ό,τι και να πουν, ό,τι και να κάνουν» .
Η ίδια έκανε συνεχώς πολλούς σταυρούς ώστε στο μέτωπο της σχηματίστηκε μιά μικρή ουλή από τα δάκτυλα της. Μισοκοιμόταν ακουμπώντας πάνω στη γρονθιά του χεριού της. Συμβούλευε όσους την πλησίαζαν να έχουν πίστη στον Θεό, να αφήσουν την αμαρτωλή ζωή τους, να εξομολογούνται, και να ζουν την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Τόνιζε σε όλους ότι η βοήθεια που δίνει δεν είναι δική της, ούτε έχει από μόνη της τέτοια δύναμη. Όλα προέρχονται από τον Θεό.
Σε όλους έλεγε να φορούν πάντοτε το σταυρό τους και να κάνουν προσευχή. « Αδικοχαμένος γίνεται κανείς, όταν ζεί χωρίς προσευχή» έλεγε.
Φοιτητές αποκλεισμένοι πολιτικά από το τότε καθεστώς διηγούνται πώς με τις προσευχές αυτής της τυφλής γυναίκας ξεπέρναγαν τα εμπόδια για την απόκτηση ενός πτυχίου. Ακόμη και αξιωματούχοι του καθεστώτος, κατά παράδοξο τρόπο, βοηθούσαν αυτούς για τους οποίους η Αγία Ματρώνα προσηύχετο.
Την ρώτησε κάποτε η Ζηναΐδα Ζδάνοβα:
- Γιατί επέτρεψε ο Θεός να κλείσουν και να γκρεμίσουν τόσες Εκκλησίες; και απάντησε με τα παρακάτω λόγια,
- Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Ο λαός είναι σαν υπνωτισμένος και μια φοβερή δαιμονική δύναμη έχει μπεί σε δράση. Βρίσκεται στον αέρα, και διεισδύει παντού. Παλιά, η δαιμονική αυτή δύναμη κατοικούσε στα έλη και στα πυκνά δάση, επειδή οι άνθρωποι πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία, φορούσαν και τιμούσαν τον σταυρό. Τα σπίτια τους ήταν προστατευμένα από τις εικόνες, τα κανδήλια πού έκαιγαν, τον αγιασμό πού έκαναν… Τα δαιμόνια πετούσαν μακριά και φοβόντουσαν να πλησιάσουν… Σήμερα όμως, τα σπίτια αυτά αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουνε γίνει κατοικητήριο δαιμόνων για την απιστία τους, και την απομάκρυνσή τους από τον Χριστό…
Από τα απομνημονεύματα της Άννας Βύμπορνοβα και της Ξένιας Σιφάροβα: “Η Ματρώνα βαπτίστηκε στην εκκλησία μας. Όταν την βύθισαν στην κολυμβήθρα, ευωδίασε όλη η εκκλησία. Όλοι απόρησαν και ο παπάς είπε: “Αυτό το κορίτσι είναι σταλμένη απ’ τον Θεό. Θα γίνει Δίκαια”.Μια μέρα η Ματρώνουσκα λέει: “Μαμά, βλέπω στο όνειρό μου συνέχεια την εικόνα της Παναγίας “Γλυκοφιλούσας”. Η Θεομήτηρ ζητάει να μπει στην εκκλησία μας”. Συγκεντρώθηκαν όλες οι γυναίκες του χωριού. Η Ματρώνουσκα τις ευλόγησε για να πάνε σ’ όλα τα διπλανά χωριά να μαζέψουν λεφτά για την εικόνα. Μάζεψαν πολλά: λεφτά, ψωμί, βούτυρο, αυγά. Επίσης βρήκαν στην πόλη έναν ζωγράφο. Η Ματρώνουσκα τον ρώτησε: “Θα μπορέσεις να ζωγραφίσεις την εικόνα;” Ο ζωγράφος απάντησε, ότι θα μπορέσει. Η Ματρώνουσκα τον έστειλε πρώτα στην εκκλησία να εξομολογήσει τις αμαρτίες του και να κοινωνήσει προτού να ξεκινήσει τη δουλειά. Πέρασε αρκετός καιρός. Μια μέρα ο ζωγράφος ήρθε στη Ματρώνα και της είπε ότι δεν μπορεί να ζωγραφίσει τίποτα. Η Ματρώνουσκα του λέει τότε: “Πήγαινε ξανά να εξομολογήσεις τις αμαρτίες σου, σκότωσες έναν”. Ξαναπήγε στον παπά, εξομολόγηθηκε και μετέλαβε. Ύστερα γύρισε στη Ματρώνουσκα να ζητήσει συγγνώμη που έκρυψε την αλήθεια στην αρχή. Η Ματρώνουσκα του λέει: “Τώρα θα μπορέσεις να ζωγραφίσεις την θαυματουργή εικόνα της Βασίλισσας του Ουρανού “Γλυκοφιλούσας”.