site analysis
τα ταπεινά αυτά λογάκια που λέω,
τα λέω άπ’ την καρδιά μου…».
(Γερ. Μακρίνα, Διακαινήσιμος 1989)
Η Γερόντισσα Μακρίνα εκοσμείτο με πλείστες αρετές που επήγαζαν από την Χριστοκεντρική βιοτή της και από την γνήσια ασκητική πολιτεία της, αλλά ιδιαιτέρως διεκρίνετο για την εγκάρδια φιλοξενία και την ελεημοσύνη. Βοηθούσε αφανώς και στήριζε ποικιλοτρόπως πολλούς πονεμένους αδελφούς μας που ευρίσκοντο σε ανάγκη και δυσχέρεια. Διαρκώς μας νουθετούσε περί ελεημοσύνης: «Η Παναγία δεν αφήνει. Δίνεις ένα, εκατό δίνει η Παναγία. Όταν έχουμε αυτή την πίστι! Ό,τι δίνουμε από το σπίτι της Παναγίας, είναι όλα ευλογία της Παναγίας. Γι’ αυτό λοιπόν η Χάρι της Κυρίας Θεοτόκου μας ενισχύει και μας βοηθάει».
Όταν ζυμώνανε οι αδελφές, είχε πάρα πολύ μεγάλη χαρά να δίδη ως ευλογία ζυμωτό ψωμί. Κάποτε στον Εσπερινό του Σαββάτου της Τυρινής είχε έλθει μία οικογένεια και η Γερόντισσα, όταν την κατευώδωνε, είπε σε μία μοναχή να τους δώση ενα καρβέλι ψωμί, καίτοι η υπεύθυνη αδελφή την είχε ενημερώσει ότι ήταν το τελευταίο και δεν υπήρχε χρόνος να ζυμώσουν άλλο, διότι θα άρχιζε η Καθαρά Εβδομάδα. Η Γερόντισσα είχε πλήρη εμπιστοσύνη ότι η Παναγία θα οικονομούσε το Μοναστήρι Της και έτσι το τελευταίο καρβέλι δόθηκε. Μετά το Απόδειπνο, και ενώ είχε κλείσει η πύλη της Μονής, κάποιος κτυπούσε το κουδούνι επιμόνως. Ήταν ένας αρτοποιός, γνωστός της Μονής, ο οποίος είχε φέρει ένα αυτοκίνητο φρέσκα ψωμιά. Ήταν τόσο μεγάλη η ποσότητα, ώστε οι αδελφές το έκαναν παξιμάδι και πέρασαν με αυτό όλη την Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Η αρετή της φιλοξενίας της Γερόντισσας φαίνεται και στην περίπτωσι ενός ευλαβούς ιερομονάχου, που επισκέφθηκε την Μονή μαζί με πενήντα άτομα προσκυνητές από την συνοικία Χαριλάου της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι ζήτησαν να διανυκτερεύσουν για να παρευρεθούν στην Θεία Λειτουργία της Κυριακής. Παρ’ ότι η φιλοξενία τόσων άνθρώπων ήταν αδύνατη, εν τούτοις η Γερόντισσα μερίμνησε να τους προσφερθή φαγητό και κατάλυμα πρόχειρο σε τρία δωμάτια, τα μόνα που υπήρχαν διαθέσιμα, για να ξεκουρασθούν. Η Γερόντισσα ήταν στενοχωρημένη που δεν είχε την δυνατότητα να φιλοξενήση άνετα, όπως θα ήθελε, τους προσκυνητές, και σκέφθηκε να αγρυπνήση όλη την νύκτα, για να συμμετέχη με αυτόν τον τρόπο στην ταλαιπωρία τους. Το πρωί που κατέβηκαν στην εκκλησία ο ιερεύς με τους προσκυνητές έσπευσαν να την ευχαριστήσουν, διότι όλη την νύκτα ξάγρυπνη δεν σταμάτησε να περνά ανάμεσά τους και να τους σκεπάζη για να μή κρυώσουν. Η Γερόντισσα όμως τους είπε ότι δεν βγήκε καθόλου από το κελλί της και τότε όλοι αντιλήφθηκαν ότι ήταν θαύμα της Παναγίας της Οδηγητρίας και το απόγευμα πριν φύγουν ετέλεσαν την ιερά Παράκλησι προς τιμήν Της.
Η Γερόντισσα Μακρίνα είχε, επίσης, το χάρισμα της προσευχής, την οποία ήδη από μικρό παιδί είχε «εγκολπωθή». Στην προσευχή η ψυχή της εύρισκε την ανάπαυσι και σε αυτήν εμπιστευόταν όλα τα αιτήματά της. Κάποτε ζήτησε με δάκρυα από τον Θεό να της δείξη πως πρέπει να προσεύχεται, ούτως ώστε η προσευχή ενώπιον Του να είναι καθαρή και απηλλαγμένη από την οίησι, για να μπορή ανεμπόδιστα ο προσευχόμενος να ενώνεται με τον Θεό. Εκείνο το βράδυ της παρουσιάσθηκε Άγγελος Κυρίου με ολόλευκη στολή, ο οποίος την δίδαξε πως πρέπει να προσεύχεται ο άνθρωπος αναλόγως προς τις πνευματικές καταστάσεις του. Συμφώνως με τις υποδείξεις του Αγγέλου, όταν η ψυχή αισθάνεται την τελεία αγάπη προς τον Θεό, ο άνθρωπος υψώνει τα χέρια του ψηλά. Όταν κυριαρχούν εντός του η ταπείνωσι και η μνήμη των Παθών του Κυρίου, ο άνθρωπος σταυρώνει τα χέρια και σκύβει το κεφάλι. Όταν η ψυχή από τον πόλεμο των παθών νοιώθη την άκρα ταπείνωσι, τότε ο άνθρωπος προσεύχεται με τα χέρια πίσω, σαν κατάδικος. Κατόπιν ο Άγγελος άρχισε να προσεύχεται γονατισμένος και να κλαίη σαν να αγκάλιαζε τα πόδια του Χριστού, δεικνύων πως, όταν ο άνθρωπος συναισθάνεται την μηδαμινότητά του, προσεύχεται έτσι και βιώνει ανεκλάλητη χαρά και παράκλησι από τον Θεό.
Στην συνέχεια εμφανίσθηκε μία τεράστια κλίμαξ, που στεκόταν στον αέρα· τα δε σκαλοπάτια της είχαν μεγάλη απόστασι μεταξύ τους. Ο Άγγελος της είπε να τον ακολουθήση και κρατώντας την από το χέρι άρχισαν να τα ανεβαίνουν. Σιγά-σιγά τους περιέβαλε ένα πυκνό, μελανό και ψηλαφητό σκότος που μύριζε θειάφι. Καθώς ανέβαιναν, ολοένα και περισσότερο δυσκολευόταν η Γερόντισσα στην αναπνοή. Έφθασαν τέλος στις φυλακές, όπου ευρίσκονταν οι άνθρωποι με τα θανάσιμα αμαρτήματα. Στον απαράκλητο εκείνο τόπο με το βαθύ σκοτάδι, κυριαρχούσαν τα μουγκρητά των κολασμένων που η όψι τους ήταν φρικτή. Από παντού ακούγονταν θρήνοι και οιμωγές. Αυτόν τον θρήνο η Γερόντισσα δεν μπόρεσε ποτέ σε όλη της την ζωή να τον ξεχάση.
Μετά από αυτή την εμπειρία που βίωσε, όταν συνήλθε, κατελήφθη από κλαυθμό. Επί δέκα ημέρες δεν μπορούσε να σταματήση τα δάκρυά της. Αισθανόταν αφ’ ενός την ευφροσύνη της αγγελικής παρουσίας και της διδασκαλίας του Αγγέλου περί προσευχής αφ’ ετέρου το πένθος από την θεωρία της Κολάσεως. Μετά από αυτήν την επίσκεψι αισθανόταν στην προσευχή της περισσότερη κατάνυξι, δεν είχε κατ’ αυτήν την αίσθησι του χρόνου και τα δάκρυά της έρρεαν άφθονα.
Πολιτευομένη ησυχαστικώς και ασκούσα αδιαλείπτως την «ευχή», η Γερόντισσα Μακρίνα προσευχόταν για όλους τους ανθρώπους και ιδιαιτέρως για όσους είχε γνωρίσει εν όσω ζούσε στον κόσμο. Με πολύ πόνο ευχόταν υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των κεκοιμημένων, οι οποίοι δεν είχαν εξομολογηθή, κυρίως θανάσιμα αμαρτήματα. Μία τέτοια περίπτωσι, για την οποία παρακαλούσε και άλλους ανθρώπους να προσεύχωνται υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της, ήταν η Γλυκερία, μία γνωστή της από τα νεανικά της χρόνια. Η Γλυκερία στην Κατοχή δεν άντεξε την πείνα και για να επιβιώση άρχισε να κάνη στην ζωή της παραχωρήσεις μέχρι που κατέληξε στην αμαρτία. Η Γερόντισσα με πολλή θλίψι διερωτάτο σε τι κατάστασι ευρίσκεται η ψυχή της Γλυκερίας, η οποία είχε κοιμηθή. Ένα βράδυ, ύστερα από έντονη προσευχή, είδε ένα πύρινο ποταμό και στο μέσο του πάνω σε μία σχεδία διέκρινε την Γλυκερία, που φώναζε προς την Γερόντισσα εκλιπαρώντας την για προσευχή και βοήθεια: «Βοήθησέ με, Γερόντισσα, καίγομαι!». Αυτή η εικόνα της Κολάσεως και οι απεγνωσμένες κραυγές της Γλυκερίας δεν έφυγαν ποτέ από τον νού της Γερόντισσας και η προσευχή της γινόταν με πολύ πόνο ψυχής και συντριβή για την ανάπαυσι ανθρώπων, που έφευγαν από αυτόν τον κόσμο ανεξομολόγητοι και ατακτοποίητοι ενώπιον του Θεού.
Διαρκής μέριμνα και διακαής πόθος της Γερόντισσας μας ήταν η σωτηρία όλων των ανθρώπων και πρωτίστως των μοναζουσών. Για να δύναται να αντεπεξέρχεται στην διακονία της διαποιμάνσεως της αδελφότητος, ζητούσε από τον Θεό να της χαρίζη βιώματα, για να μή μας ομιλή μόνο μέσα από τα βιβλία, αλλά και από την προσωπική της πείρα, για να έχη έτσι μεγαλύτερη απήχησι ο λόγος της στις ψυχές μας. Και ο Κύριος της έδωσε όρασι πνευματική, διδάσκοντάς την με θείες οπτασίες και ουράνιες εμπειρίες. Μέσα της δεκαετίας του 1980, κατά την εορτή της Κυριακής των Βαΐων και κατά την ώρα του Χερουβικού ύμνου, ενώ η Γερόντισσα ήταν γονατισμένη εμπρός από το στασίδι της, βρέθηκε νοερώς στο Ιερό Βήμα. Είδε ότι η Αγία Προσκομιδή είχε ως κάλυμμα ένα ύφασμα κατακόκκινο, σαν βελούδο. Επάνω ήταν το Άγιο Ποτήριο και ολόγυρά του σχηματίζονταν γλώσσες. Η κάθε μία γλώσσα είχε παραστάσεις από την εβδομάδα των Παθών του Κυρίου μέχρι και την Ανάστασί Του. Καθώς κοιτούσε η Γερόντισσα, επάνω από το Άγιο Ποτήριο ξεχύθηκε ένα φως με εκτυφλωτική λάμψι και επί ολίγα λεπτά νόμιζε ότι έχασε την δρασί της. Η έμπειρία αυτή του ακτίστου Φωτός χάρισε στην Γερόντισσα ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια και κατάνυξι εις το φρικτόν Μυστήριον της Θείας Εύχαριστίας.
Η πνευματική μας Μητέρα είχε πολύ μεγάλη ευλάβεια και στον όσιο Εφραίμ τον Σύρο, τον Άγιο των δακρύων, και τακτικώς μελετούσε και εντρυφούσε στα Ασκητικά Έργα του. Μία ημέρα ο Άγιος εμφανίσθηκε στο κελλί της ως γέρων ασκητής, με το Αγγελικό Σχήμα και με ένα «ντουρβά» στον ώμο του. Συστήθηκε και την κάλεσε πλησίον του, την ευλόγησε, την ασπάσθηκε στην κεφαλή και εξαφανίσθηκε· αμέσως μετά αισθάνθηκε τον εαυτό της σαν μικρό παιδάκι και ένοιωσε μία ευλογημένη θερμότητα στο πρόσωπό της. Η χαρά που της άφησε κράτησε για ημέρες.
Πέρα από τις προσωπικές της εμπειρίες, η Γερόντισσα επιζητούσε θεοφρόνως να πληροφορήται τα πνευματικά βιώματα και άλλων ανθρώπων, και δή των ιερέων, για να ωφελήται η ίδια και εν συνεχεία για να καταρτίζη και εμάς. Στις συναθροίσεις μας πάντοτε μας μιλούσε με πολύ δέος και φόβο Θεού για την μεγίστη αξία της Θείας Λειτουργίας. Συνήθιζε να λέη ότι το Θείον Μυστήριον δεν εξαγοράζεται με τίποτε γήινο. Όταν επισκεπτόταν κάποιος ιερέας την Μονή μας, παρακινουμένη από την βαθυτάτη ευλάβειά της προς το ύψιστο υπούργημα της ιερωσύνης, τον ρωτούσε τι βίωνε κατά την ώρα της Θείας Μυσταγωγίας. Κάποτε επισκέφθηκε το Μοναστήρι μας ο μακαριστός Γέρων π. Γαβριήλ (1910-1994) εκ της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Φλαμουρίου Μαγνησίας. Ερωτηθείς από την Γερόντισσα για τις πνευματικές καταστάσεις που του χαρίζει ο Θεός κατά την ώρα της Θείας Λατρείας και ειδικώτερα για την θεωρία των Αγγέλων εν αυτή, ο Γέρων Γαβριήλ απάντησε με απλότητα: «… Λέγονται αυτά, Γερόντισσα; Δεν μπορείτε να τα καταλάβετε, δεν μπορεί να τα πή η γλώσσα μας αυτά. Δεν μπορούμε να τα πούμε, είναι ουράνια! Την ώρα της Θείας Μυσταγωγίας τι γίνεται εκεί μέσα!… Άγγελοι, Αρχάγγελοι, γεμίζει περισσότερο από την αναπνοή μας η εκκλησία από αγίους Αγγέλους». Έν συνεχεία ο σεβάσμιος Γέρων κατανυχθείς δάκρυσε και πρόσθεσε ότι η θεωρία της Παναγίας μας υπερτερεί ασυγκρίτως της θεωρίας των Ασωμάτων Θείων Δυνάμεων.
Η Γερόντισσα, παρ’ όλη την πίστι και την θερμή προσευχή της, δεν εφησύχαζε ποτέ, αλλά απαύστως αγωνιούσε και προβληματιζόταν για την πορεία και την σωτηρία της αδελφότητος. Νυχθημερόν παρακαλούσε την Παναγία για όλες τις ψυχές που ειχε ύπ’ ευθύνη της, και η Παναγία δεν της στερούσε την παράκλησι και την επίσκεψί Της. Κάποια φορά, κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, στον Χερουβικό ύμνο, καθώς ήταν γονατισμένη και ενώ την συνείχε αυτή η αγωνία, είδε στην Ωραία Πύλη την Παναγία, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, με υπερκόσμιο φως στο πρόσωπό Της. Κρατούσε ως βρέφος τον Χριστό, όπως είναι η εικόνα της Γοργοϋπηκόου στο κελλί της. Η Γερόντισσα εξέφρασε την ανησυχία της για την σωτηρία της αδελφότητος και η Παναγία της χαμογέλασε, γεγονός που έφερε πάραυτα την ειρήνη εντός της.
Αλλά και στις πρακτικές υποθέσεις και εργασίες της Μονής η Υπεραγία Θεοτόκος την καθοδηγούσε. Κάποτε ειδε την Παναγία στο μαγειρείο να της υποδεικνύη πως να εργάζεται, να τακτοποιή τα φλιτζάνια και τα ποτήρια και να συμμαζεύη τον χώρο εν ριπή οφθαλμού. Διά τούτο συνήθιζε να λέη ότι η Παναγία είναι πολύ καλή νοικοκυρά και πολύ σβέλτη και μας παρώτρυνε να εργαζώμαστε προσεκτικώς και εν τάχει. Άλλοτε πάλι πορευομένη προς το παρεκκλήσι της Παναγίας Οδηγητρίας, για τα πνευματικά καθήκοντά της, είδε την Παναγία ως μοναχή να την διδάσκη πως να κάνη τον κανόνα της.
Η Γερόντισσα αγαπούσε πολύ να ψάλλη στον Χριστό και στην Παναγία ύμνους και τροπάρια, με την εύτονον και κατανυκτική φωνή της, και κυρίως τα δογματικά Θεοτοκία των Αναστασίμων Εσπερινών της Οκτωήχου και τα Απολυτίκια των Αγίων. Ιδιαιτέρως έψαλλε το τροπάριο: «Επιθυμώ, Παναγία, τα κάλλη του Παραδείσου, τους μυρισμούς και τα άνθη, και την τερπνήν ευωδίαν, και τάς φωνάς των Αγγέλων, όταν υμνούν τον Δεσπότην»[1]. Επίσης, πολύ κατανυσσόταν με το Προκείμενον: «Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών…»[2], καθώς και με το ιδιόμελο Δοξαστικό των Αποστίχων του Εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής: «Σε τον αναβαλλόμενον το φως…», τα οποία παρακαλούσε να της ψάλλουν και οι εκάστοτε ιεροψάλτες επισκέπτες της Μονής. Όταν έψαλλε, το πρόσωπό της φωτιζόταν από την εμπειρική θεολογία των υψηλών νοημάτων των ύμνων, όπως μυστικώς τα εβίωνε την ώρα της Λατρείας και της κατ’ ιδίαν προσευχής.
Σημειώσεις:
1. Κατά το μέλος των Εξαποστειλαρίων του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, σε ήχο γ’.
2. Μέγα Προκείμενον των μεθεόρτων Εσπερινών Δεσποτικών εορτών, σε ήχο βαρύ.
Φωτογραφία: pigizois.net
Πηγή: Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς», Έκδοση Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου, 2012.