Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Η μοναχή Βαρσανουφία και το δισάκι με τα χιλιάδες ονόματα!



site analysis




 Στο μοναστήρι της Όπτινα ζούσε μια μοναχή σχεδόν ενενήντα ετών.Το όνομά της ήταν Βαρσανουφία και περιπλανιόνταν με ένα ραβδί στο χέρι από το ένα μοναστήρι στο άλλο.

Όλη της η περιουσία ήταν δυο δισάκια τα οποία κουβαλούσε μαζί της.Στο ένα δισάκι είχε κάποια ξεροκόμματα ψωμί ενώ τα υπόλοιπα ήταν χαρτιά μνημόνευσης η πλειοψηφία των οποίων ήταν παλιά και φαγωμένα.
Η προσκυνήτρια ερχόνταν στην Όπτινα συνήθως το βράδυ και χτυπούσε με το ραβδί στο παράθυρο:«Αφήστε με να διανυκτερεύσω»!
 Άλλοι την άφηναν και άλλοι όχι,γνωρίζοντας την συνήθεια της μοναχής να μην κοιμάται το βράδυ,προσευχόμενη γονατιστή όλη νύχτα.Δεν θα ήταν τίποτα εαν μόνο αυτή δεν κοιμόνταν,κατά τα μεσάνυχτα όμως ξύπναγε όσους κοιμόνταν:«Γιατί κοιμάσαι υπναρά;Σκέψου την Τελική Κρίση και σήκω να προσευχηθείς!»Εδώ να σημειώσουμε ότι επέμενε πολύ μέχρι να σηκωθούν γι αυτό πολλές φορές το ξημέρωμα την έβρισκε στον σταύλο ή σε καμιά αποθήκη,μαζί με τα πολύτιμα πράγματά της.Εκτιμούσε πολύ τα δισάκια της ,αντιθέτως τα ζεστά ρούχα που τις έδιναν τα χάριζε ή τα παρατούσε.
Η μοναχή Βαρσανουφία ήταν παρθένος και είχε καρεί μοναχή από πολύ νεαρή.Κανείς δεν ήξερε γιατί περιπλανιόνταν,όχι πάντως επειδή δεν είχε καταφύγιο

 Παλαιότερα ερχόνταν σπάνια στην Όπτινα και μόνο στα βαθιά γεράματα εγκαταστάθηκε εκεί.Τα χρόνια είχαν αρχίσει να την βαραίνουν και  οι περιπλανήσεις είχαν μειωθεί,ενώ στις ακολουθίες καθόνταν σ'ένα στασίδι.Βασικά δεν καθόνταν μόνο στις ακολουθίες αλλά ερχόνταν στον ναό από τις πέντε το πρωί.Έβγαζε τα χαρτάκια της από το δισάκι της και όλη την ημέρα καθόνταν εκεί προσευχόμενη και μνημονεύοντας ονόματα.
 Δεν πήγαινε στην τράπεζα της μονής για να φάει αφού το φαγητό δεν την ενδιέφερε.Εαν την σέρβιρες κάτι ψευτομασουλούσε,εαν όχι έβγαζε ένα ξεροκόμματο από το δισάκι της,δάγκανε λίγο και το υπόλοιπο το ξαναφύλαγε με μεγάλη προσοχή....

...Πριν πεθάνει παρακάλεσε όσους ήρθαν να την δουν,να πάρει κάποιος το δισάκι με τα ονόματα έτσι ώστε μετά τον θάνατό της να συνεχιστεί η μνημόνευση των ονομάτων
-«Αυτή είναι μια μεγάλη αρετή των χριστιανών,να μνημονεύουν τους κεκοιμημένους!έλεγε ταπεινά και κοίταζε με ελπίδα στα μάτια τον καθέναν ξεχωριστά.
 Όλοι όμως κοίταζαν αλλού και κανένας δεν αναλάμβανε να πάρει τα δισάκια με τα ονόματα των κεκοιμημένων που ζύγιζαν τουλάχιστον δέκα-δεκαπέντε κιλά.
Λένε πως η μοναχή Βαρσανουφία ήξερε όλα τα ονόματα απέξω.Είχε μια πολύ καλή μνήμη και να πως το κατάλαβα αυτό:
Μετά τον θάνατο της μητέρας μου,μοίραζα στην εκκλησία φρούτα και γλυκά για το συγχώριο.Όταν είδα την μοναχή Βαρσανουφία σε μια γωνία να προσεύχεται,ήδη τα είχα μοιράσει όλα.Βρήκα ωστόσο δυο μικρές ντομάτες στην τσάντα μου.Της τις έδωσα και την παρακάλεσα να προσεύχεται για την ψυχή της κεκοιμημένης δούλης του Θεού Αναστασίας.Μετά από πέντε χρόνια και ενώ βρισκόμουν έξω από τον ναό,με φώναξε και μου είπε:''Την μητέρα σου Αναστασία την μνημονεύω πάντοτε...''
 Θυμάμαι μιαν ακόμη ιστορία που σχετίζεται με το κοιμητήριο της πόλης Κοζέλσκ.Στα χρόνια των διωγμών όταν έκλεισαν τα μοναστήρια,εδώ έθαβαν τους μοναχούς της Όπτινα και τις μοναχές του Σαμόρντινο αλλά κανείς δεν γνώριζε τα ονόματά τους.Αρχεία δεν διατηρήθηκαν,ενώ οι επιγραφές των τάφων με τον καιρό ξεθώριασαν.Οι ιερομόναχοι της Όπτινα συχνά έκαναν εδώ μνημόσυνα,μνημονεύοντας τους κεκοιμημένους με αυτόν τον τρόπο:«Κύριε,Εσύ γνωρίζεις τα ονόματά τους»
 Μια φθινοπωρινή ημέρα ήρθαν στο κοιμητήριο για το μνημόσυνο.Τα χρυσοκίτρινα φθινοπωρινά φύλλα του σφένδαμου είχαν σκεπάσει τα μνήματα και στα στενά δρομάκια είχαν σχηματιστεί ολόκληροι σωροί.Ξαφνικά μέσα απο έναν σωρό πετάχθηκε χαρούμενη η μοναχή Βαρσανουφία.
 Αδελφή Βαρσανουφία,τι κάνεις εκεί;ρώτησαν όλοι έκπληκτοι.Περνάς το βράδυ σου στο κοιμητήριο;
 Εμένα οι νεκροί με αγαπάνε,τους απάντησε η μοναχή και ταυτόχονα οδήγησε τους αδελφούς στο κοιμητήριο λέγοντάς  τους ποιος και που είναι θαμμένος!

 Έτσι οι μοναχοί της Όπτινα ερχόνταν συχνά στο κοιμητήριο για να φτιάξουν τις επιγραφές στους τάφους με την καθοδήγηση της μοναχής.Ταυτόχρονα τους διηγούνταν το θάρρος και το σθένος των ομολογητών που υπέφεραν για τον Χριστό στα χρόνια των διωγμών.Τους θυμόνταν όλους,τους γνώριζε,τους αγαπούσε και το βράδυ προσευχόνταν γι αυτούς.Σπάνια την έβλεπε κάποιος να κοιμάται.
-Αδελφή Βαρσανουφία,την ρωτούσαμε,πως αντέχεις χωρίς ύπνο;
-Με βοηθούν οι νεκροί,απαντούσε αυτη με χαρά....!

....Τώρα στα μνημόσυνα στην Όπτινα μνημονεύουν την μοναχή Βαρσανουφία.
Η μοναχή τους αγαπούσε όλους,όμως αγαπούσε τους κεκοιμημένους πιο πολύ και από τους ζωντανούς.Αυτοί της φαινόνταν πιο ενδιαφέροντες αφού ΕΚΕΙ όλα είναι ΑΛΗΘΕΙΑ.Στην γη η ψυχή αισθάνεται στριμωγμένη στην ματαιότητα και μας πιέζουν οι έγνοιες και οι φροντίδες για τα φθαρτά και τα περαστικά.Γι αυτό ίσως σε όλη της την ζωή  περιπλανιόνταν,μακριά από τις έγνοιες για τα φθαρτά,ξεχνώντας τις ανάγκες της ζωής έτσι όπως ένας μεγάλος ξεχνά τα παιδικά του παιχνίδια.Η πίστη της μοναχής Βαρσανουφίας ήταν απλή.
 Εμείς μόνο ζητάμε  στα μνημόσυνα -μας εξηγούσε-όπως οι κεκοιμημένοι να προσεύχονται για εμάς στο Θεό.Και αυτά δεν είναι κούφια λόγια αλλά η πραγματικότητα.Προσεύχονται για εμάς,μας θυμούνται και μας αγαπούν.Όλα τα επίγεια θα φθαρούν,το μόνο που θα μείνει είναι η αγάπη...

 Από το βιβλίο της Нина павлова-михайлов день(Νίνας Πάβλοβα-Η ημέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ)
Απόδοση στα ελληνικά π.Γεώργιος Κονισπολιάτης/proskynitis.blogspot.

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΒΑΡΕΝΚΑ ΤΟΥ ΣΕΡΚΑΣ ΜΕ ΤΟ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΠΟΥ ΈΒΛΕΠΕ ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. (1914- 1980)



site analysis




Η μακάρια Βάρενκα Πάβλοβνα Σουλάγεβα, γεννήθηκε το 1914 στο χωριό Μάιντανι της επαρχίας Νίζνι - Νόβγκοροντ, από γονείς χωρικούς. Οι γονείς της ήταν ευλαβείς άνθρωποι. Δούλευαν όλη τη βδομάδα και τις Κυριακές πήγαιναν στην εκκλησία. Ή Βάριενκα δεν ξεχώριζε από τ' άλλα παιδιά του χωριού, ακολουθούσε κι αυτή τούς γονείς της στην εκκλησία.

Κάποτε, πού ήταν δεκατριών χρονών, είδε στον ύπνο της μια εκκλησία. Στην εκκλησία βρισκόταν μια γυναίκα με μοναχική περιβολή και γύρω της ήταν πολλοί άλλοι άνθρωποι. Όλοι είχαν τα μάτια στραμμένα πάνω της. Όλοι πήγαιναν στη γυναίκα Εκείνη κι έπαιρναν την ευλογία της. Ή Βάρενκα ήθελε κι αυτή πάρα πολύ να την πλησιάσει, να πάρει κι αυτή την ευλογία της. Σηκώθηκε λοιπόν μετά από τούς άλλους -υπήρχαν εκεί μοναχές, καθώς και ιερείς- και την πλησίασε όσο πιο κοντά μπορούσε. 

Τελικά κατόρθωσε να βρεθεί μπροστά της και της είπε:
-           Δώσε μου την ευλογία σου!
-           Όχι, εγώ ευλογώ τους τακτικούς, εκείνους πού εκκλησιάζονται και τις καθημερινές.

Πόση θλίψη ένιωσε στην καρδιά του το μικρό κορίτσι! Ήθελε τόσο πολύ να πάρει την ευλογία της, πού από τότε άρχισε να πηγαίνει κάθε μέρα στην εκκλησία. Και για να μη την κοροϊδεύει ό κόσμος πού την έβλεπε να εκκλησιάζεται καθημερινά, όπως οι καλόγριες, τύλιγε το πρόσωπο της μ' ένα σάλι και πήγαινε στην εκκλησία μέσα από τα περιβόλια.

Λίγο καιρό αργότερα έπεσε σ' έναν ασυνήθιστο ύπνο. Κοιμόταν ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο. Στον ύπνο της είδε τούς ένοικους του παραδείσου και της κόλασης και κατάλαβε τί περιμένει τον άνθρωπο μετά το θάνατο του.

Όταν ξύπνησε, είπε στη μητέρα της:
-           Θυμάσαι όταν άπλωσα τα χέρια μου ψηλά; Αυτό έγινε όταν είδα μια γυναίκα να την δέρνουν με σιδερένια χτένια. Μετά την έριξαν σ' ένα καζάνι πού έβραζε και τρομοκρατήθηκα.

Κι από τότε ή Βάρενκα έπεφτε συχνά σε ύπνωση κι έβλεπε περίεργα και θαυμαστά πράγματα πού είχαν σχέση κυρίως με το μέλλον. Μερικές φορές έλεγε στους ανθρώπους όσα ευαρεστήθηκε ό Κύριος να της αποκαλύψει.
Ό Ματθαίος Λεόντιεφ πέθανε στο Μάιντανι.

Ήταν εποχή πείνας όμως κι οι συγγενείς του δεν ήθελαν να κάνουν το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο και το επιμνημόσυνο δείπνο, όπως συνηθιζόταν στο χωριό. Όταν ή Βάρενκα κοιμήθηκε το βράδυ, είδε στον ύπνο της το Ματθαίο να στέκεται χωμένος ως τα γόνατα σ' ένα πύρινο ποτάμι.
- Πες στους ανθρώπους μας να με βοηθήσουν, της είπε.


Ή Βάρενκα το διηγήθηκε αυτό στους συγγενείς του κι αυτοί μετά αποφάσισαν να κάνουν το μνημόσυνο και το επιμνημόσυνο δείπνο. Μετά απ' αυτό ή Βάρενκα τον ξαναείδε στον ύπνο της, άλλ' αυτή τη φορά καθόταν στην όχθη του ποταμού.
Ή φήμη για το ασυνήθιστο χάρισμα της διαδόθηκε γρήγορα ανάμεσα στους ορθόδοξους πιστούς. Έτσι άρχισαν να την επισκέπτονται πολλοί για να μάθουν την τύχη των νεκρών συγγενών τους.

Στο χωριό ζούσε τότε κάποια ηλικιωμένη γυναίκα, ή Όλγα. Ήταν πάρα πολύ φτωχή κι αδύνατη. Ό φράχτης γύρω από το σπίτι της ήταν από καλαμωτή και ξεχαρβαλωμένος. Για το κόψιμο των ξύλων είχε ένα δικέλλι αντί για τσεκούρι, ενώ ή αυλή της ήταν σκεπασμένη με χιόνι. Δεν είχε ούτε τη δύναμη ούτε το χρόνο να την καθαρίσει, γιατί είχε επίσης να φροντίσει ένα άλογο και μια αγελάδα. Χωρίς τα ζωντανά αυτά κανένας χωρικός δεν μπορούσε να επιβιώσει εκεί. Όσο θυμόταν τον εαυτό της δούλευε συνέχεια, ή ζωή της ήταν πολύ σκληρή. Κι όταν πέθανε, ή Βάρενκα την είδε στον παράδεισο.

Μερικές φορές τη ρωτούσαν για κάτι μα εκείνη δεν απαντούσε αμέσως. Την απάντηση την έδινε όταν ξυπνούσε από τον ύπνο της. την επόμενη φορά.
Κάποτε, αρκετές μέρες πριν από τον ύπνο της, εμφανίστηκε άγγελος και της είπε να μην απομακρυνθεί από το σπίτι, μήπως πέσει κάπου και δεν είχε κανένα να την φροντίσει. Κι όταν μετά έπεσε να κοιμηθεί, έμοιαζε με νεκρή. Τα άκρα τού σώματος της μούδιασαν κι έμεινε ακίνητη.

Μια άλλη φορά στην εκκλησία, μόλις τέλειωσε ή θεία λειτουργία, ή Βάρενκα είπε στην Αναστασία Άσταφίεβα, πού ήταν φίλη της:
-           Πάμε σπίτι, θα κοιμηθώ σε λίγο.
-           Δεν πήγα ακόμα να προσκυνήσω το σταυρό, απάντησε εκείνη.
-           Γρήγορα, της είπε βιαστικά ή Βάρενκα. Δεν είχαν φτάσει καλά καλά στην πλατεία, όταν ή Βάρενκα αποκοιμήθηκε. Χρειάστηκε να βρουν ένα φορείο για να την μεταφέρουν στο σπίτι.

Μερικές φορές, την ώρα πού κοιμόταν, διηγιόταν με λεπτομέρειες αυτά πού έβλεπε τη στιγμή εκείνη. Τις ιστορίες αυτές τις είχαν καταγράψει μερικοί, γέμισαν ολόκληρο βιβλίο μ' αυτές. Όταν όμως άρχισαν οι διωγμοί πέταξαν το βιβλίο στη φωτιά, επειδή φοβούνταν τούς άθεους.

Τις αποκαλύψεις αυτές τις έβλεπε συνέχεια για δέκα περίπου χρόνια. Κάποτε είπε πώς είχε δει την Παναγία, πώς την καθοδηγούσε ό άγιος Νικόλαος, πώς υπάρχει ένας πύρινος ποταμός πού πρέπει να τον περάσει κάθε ψυχή μετά το θάνατο της. Έδειξε μάλιστα ένα σημείο στο χέρι της πού είχε καεί ως το κόκκαλο, από μια σταγόνα τού πύρινου ποταμού πού έπεσε πάνω της.

Κάποτε οι αρχές έμαθαν για τη Βάρενκα κι από τότε μέλη της Κομσομόλ πήγαιναν πολλές φορές στο σπίτι της την ώρα πού κοιμόταν. Πολλές φορές την χτυπούσαν, με την ελπίδα πώς θα ξυπνούσε και θ' αποκάλυπταν την «άπατη» της. Μετά ήρθαν και γιατροί από το Γκόρκυ (Νίζνι -Νόβγκοροντ). Της έκαναν δραστικές ενέσεις ταχείας ενέργειας, έχοντας τον ίδιο σκοπό με τα μέλη της Κομσομόλ. Της έκαναν τόσο μεγάλες δόσεις και τόσο συχνά, ώστε όταν ξυπνούσε, δεν μπορούσε ούτε τα χέρια της να κουνήσει.

Ότι κι αν έκαναν οι άθεοι όμως, δέ ήταν ικανό να την ξυπνήσει. Έτσι αποφάσισαν να τη μεταφέρουν σ' ένα νοσοκομείο, για να συνεχίσουν εκεί τα πειράματα τους.
Κάποτε είχαν ήδη φτάσει κοντά της και προσπαθούσαν να τη σηκώσουν. Την βρήκαν όμως τόσο βαριά, πού δεν μπόρεσαν να την μετακινήσουν από το κρεβάτι της.
- Δεν πειράζει, είπαν. Αύριο θα 'ρθουμε με το αυτοκίνητο και θα τη μεταφέρουμε μαζί με το κρεβάτι της.

 Όταν έφυγαν εκείνοι, ξύπνησε ή Βάρενκα. Ή μητέρα της της είπε τί είχαν σκοπό να της κάνουν οι γιατροί και παραπονιόταν επειδή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Την ίδια μέρα ή Βάρενκα μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε από το σπίτι. Για μερικά χρόνια περιπλανιόταν στους ιερούς τόπους της περιοχής τού Βόλγα, μερικές φορές μόνη της κι άλλοτε με παρέα.

Μια φορά ό ιερέας π. Πέτρος της έστειλε τα θεία δώρα πού τα είχε τοποθετήσει σε μια εικόνα κατάλληλα προσαρμοσμένη. Μετά οι μπολσεβίκοι πήγαν να συλλάβουν τον π. Πέτρο στο σπίτι του. Με το πού πλησίασαν στην πόρτα του όμως, εκείνος έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε.


Το 1936 ή Βάρενκα ήταν είκοσι δύο χρονών. Τότε πήγε μαζί με κάτι φίλους στο γέροντα Ιωάννη Άρντατόφσκυ, πού ήταν φημισμένος σ' ολόκληρη την περιοχή για την άγια ζωή του και το προορατικό του χάρισμα. Εκείνος της είπε:
-           Πήγαινε στο Σάρωφ. δεν είναι μακριά από δώ. Οι φίλοι της δεν ήθελαν να την ακολουθήσουν,
βιάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι τους. Έτσι και κείνη, επειδή φοβήθηκε πώς ή μητέρα της θ' ανησυχούσε, δεν πήγε στο Σάρωφ.
-           Καλύτερα να πάω σπίτι πρώτα, να ενημερώσω και τη μητέρα μου, σκέφτηκε.

Μετά έφυγε από το σπίτι για την Πίλνα, όπου συγκατοίκησε με τις αδελφές Όπάρινυ στο σπίτι τους, για ν' αποφύγει την καταδίωξη. Έπειτα έφυγε και από κει μαζί με μια κοπέλα, τη Δάμασα, για να πάει στο Σάρωφ. Εκεί όμως κρύβονταν σ' ένα απομονωμένο σημείο έξι αστυνομικοί και την περίμεναν. Ένας απ' αυτούς την κυνηγούσε πολύ καιρό. Τ' όνομα του ήταν Γαβρίλωφ.

Ή Βάρενκα κατάλαβε πώς δέ θα την άφηναν να πάει στο Σάρωφ κι έκανε μια θερμή προσευχή στην Παναγία.

Οι αστυνομικοί την έπιασαν και την έδειραν ανελέητα. Την κλωτσούσαν, τη χτυπούσαν με σιδερόβεργες. Της έδωσαν τόσο ξύλο. πού το πρόσωπο της παραμορφώθηκε, έμοιαζε με κόκκινη μάσκα. Το αίμα έτρεχε από το στόμα και τ' αυτιά της. Μετά ετοιμάστηκαν να την ατιμάσουν, μα εκείνη τη στιγμή ή Παναγία την προστάτεψε και μια αόρατη δύναμη τούς εμπόδισε να την πλησιάσουν.

Στο τέλος πήραν τις κοπέλες στην αστυνομία, μα ή σκέψη της τιμωρίας της δεν τούς είχε εγκαταλείψει. Όταν ή Βάρενκα ζήτησε κάτι να πιει της έδωσαν νερό. Μα μέσα έριξαν λίγο αρσενικό, δήθεν πώς της έδωσαν φάρμακο. Οι αστυνομικοί παραξενεύτηκαν πολύ πού δεν πέθανε. Περίμεναν να δράσει το φάρμακο, όταν όμως δεν είδαν κανένα σημάδι δηλητηρίασης, της είπαν:

-           Πόσο σφριγηλή γυναίκα είσαι... Ίσως να είσαι και αγία.
Από τότε όμως ή Βάρενκα έχασε τα πόδια της, δεν την κρατούσαν πια. Τα υπόλοιπα σαράντα χρόνια της ζωής της τα πέρασε στο κρεβάτι. Μόνο από τη μέση και πάνω όριζε τον εαυτό της.

-           Αυτό είναι το δικό μου Σάρωφ, έλεγε. Ή ανυπακοή μου φταίει.
Από τότε σταμάτησε κι ή ύπνωση της. Συνέχισαν όμως να την κυνηγούν οι αρχές κι έτσι δεν μπορούσε να μείνει για πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Έπρεπε να μετακινείται από τόπο σε τόπο, όποιος κι αν ήταν ό καιρός. Το χειμώνα την μετέφεραν σ' ένα καλάθι, δεμένο σε φορείο.

Μια νύχτα πού ό καιρός ήταν πολύ άσχημος, ένας ανεμοστρόβιλος την παρέσυρε κι ή Βάρενκα έπεσε από το καλάθι. Οι συνοδοί της την έχασαν, δεν την βρήκαν αμέσως. Κι όπως γύριζαν όλη νύχτα να τη βρουν, μπερδεύτηκαν κι έχασαν το δρόμο. Άργησαν πολύ να την εντοπίσουν.

Ή Βάρενκα δεν υπόφερε μόνο από τούς αθεϊστές, αλλά κι από ανθρώπους πού βρίσκονταν κοντά της. Στην αρχή την φρόντιζε ή 'Άννουσκα, πού είχε το παρατσούκλι «Κουλή», και ή Νιούρα. Όταν κάτι δεν άρεσε στην 'Άννουσκα, χτυπούσε την ανάπηρη Βάρενκα άγρια. Αίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκε ή Νιούρα και πήρε όλα τα πράγματα της Βάρενκα, έκτος από τις εικόνες και το κρεβάτι της. Σύντομα όμως το σπίτι όπου έμενε με τον άντρα της, πήρε φωτιά και κάηκε. Μετά έχτισαν άλλο, πού κάηκε κι αυτό. Τότε μόνο κατάλαβε ή μητέρα της Νιούρα πώς την τιμωρούσε ό Κύριος επειδή έκλεψε την ανάπηρη Βάρενκα και πήγε να ζητήσει συγγνώμη για λογαριασμό της κόρης της.

Τελικά ή Βάρενκα κατόρθωσε ν' αγοράσει ένα μικρό αλλά καλοφτιαγμένο σπίτι, με χρήματα πού της έδιναν οι χριστιανοί. Την επισκέπτονταν πολλοί άνθρωποι. Μερικοί της ζητούσαν να προσευχηθεί γι' αυτούς, άλλοι ζητούσαν πνευματική καθοδήγηση. Οι αρχές παρατήρησαν πώς την επισκέπτονταν πολλοί άνθρωποι κι όταν έμαθαν το λόγο της επίσκεψης τους, αποφάσισαν να τη διώξουν. Άρχισαν να πιέζουν τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του σπιτιού να της επιστρέψει τα χρήματα και να πάρει πίσω το σπίτι. Τρομοκρατημένος ό πρώην ιδιοκτήτης συμφώνησε. Ό Θεός όμως ού μυκτηρίζεται. Την άλλη μέρα πέθανε ό πρώην ιδιοκτήτης και το σπίτι παρέμεινε στη Βάρενκα.

Κάποτε επισκέφτηκε τη Βάρενκα ή Ντάρια Ζαϊκίνα κάθισε λίγο μαζί της κι έπειτα ετοιμάστηκε να φύγει. Ή Βάρενκα όμως της είπε:
-           Μη φύγεις. Υπάρχουν τόσο πολλά πονηρά πνεύματα στο σπίτι...
Λέγοντας αυτά ή Βάρενκα. κάλυψε το κεφάλι της με την κουβέρτα.
-           Βάρενκα, κοίταξε με, είπε ή Ντάρια.
-           Δεν μπορώ ν` ανοίξω τα μάτια μου, είναι τόσο φοβερά.
Εκείνη τη στιγμή έμπαινε μέσα μια γυναίκα πού άρχισε να προσεύχεται και είπε:
-           Πηγαίνετε από κει πού ήρθατε.
Ό δαίμονας αποκρίθηκε με αντρική φωνή:
-           Κανένας μας δεν είναι εκεί τώρα, είμαστε μαζεμένοι όλοι εδώ στη γη. Σε όποιον δέ φορά σταυρό και δεν κρατά κομποσκοίνι τού κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Μετά γύρισε στη Βάρενκα και είπε:
-           Βγάλε τα αυτά, πέταξε τα γρήγορα!
-           Δέ θα τα βγάλω, δέ θα τα πετάξω, απάντησε ή Βάρενκα.
Δυό φορές ό δαίμονας πρόβαλε την ίδια απαίτηση και δύο φορές τού απάντησε ή Βάρενκα. Ξαφνικά ό δαίμονας είπε με μανία:
-           'Αχ, τί μεγάλη μπουκιά πού είσαι! Έχεις κρεμάσει μέσα σου ένα παλιόσχοινο (κομποσκοίνι), αλλιώς θα σε πέταγα έξω ολόκληρη.
Μετά την άρπαξε, τη σήκωσε ψηλά και τη χτύπησε δυνατά.
Κι ό δαίμονας συνέχισε να την βασανίζει ολόκληρο εικοσιτετράωρο, για να την τρομοκρατήσει.
-           Παναγία μου, βοήθησε με, κραύγαζε εκείνη.
Εκείνο τον καιρό οι δαίμονες την επισκέπτονταν τακτικά στο σπίτι, το 'χαν βάλει σκοπό να την τρομοκρατήσουν. Μόνο όταν εμφανίστηκε ή ίδια ή Παναγία κι ακούμπησε στο κεφάλι της ένα πετραχείλι, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Με το πού παρουσιάστηκε ή Παναγία, οι δαίμονες εξαφανίστηκαν, έγιναν καπνός.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ Γ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΡΙΕΣ.
ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ. ΑΘΗΝΑ 2012
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Θαύμα Αγίας Ματρώνας



site analysis
Το Γενάρη του 1995 πήγαμε να προσκυνήσουμε τον τάφο της Αγίας Ματρώνας στο Νεκροταφείο του Αγίου Δανιήλ της Μόσχας. Προσκυνήσαμε. Μετά ήρθανε μερικοί καλόγεροι από τον Άγιο Σέργιο και κάνανε μνημόσυνο. Ακούσαμε λοιπόν το μνημόσυνο και γυρίσαμε σπίτι.
Περνά μια μέρα, περνά η άλλη, η τρίτη..Δεν καταλάβαινα τι μου γινόταν!
Μόλις πήγαινα να βρίσω, σαν να δενόταν η γλώσσα μου! Τότε κατάλαβα ότι με έχει θεραπεύσει η Μάτουσκα.
Εδώ και τρία χρόνια δε βρίζω. Έχω μεγάλη χαρά, που ελευθερώθηκα από την αμαρτία αυτή. Μα, έβριζα σαν τον τσαγκάρη και ακόμα πιο άσχημα! Τώρα είναι αλλιώς τα πράγματα. Τώρα πάμε στην Εκκλησία με όλη μου την Οικογένεια. Στον κόσμο, σ' όλους , λέω το πάθημά μου. Και πριν από δύο χρόνια στεφανωθήκαμε με τον άνδρα μου στην Εκκλησία, εκεί στο Νεκροταφείο του Αγίου Δανιήλ. Παλαιά ζούσαμε με πολιτικό γάμο.

Λ.Νικίτινα, Μόσχα.

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Οσίες Ξένη και οι δύο θεραπαινίδες της



site analysis



Οσίες Ξένη και οι δύο θεραπαινίδες της
Οσίες Ξένη και οι δύο θεραπαινίδες της
Εορτάζει στις 24 Ιανουαρίου εκάστου έτους.
Εις την Ξένην.
Αποξενούται τούδε του βίου Ξένη,
Ου ζώσα και πριν, ως αληθώς ην ξένη.
Εις τας δύω θεραπαινίδας.
Θνήσκουσιν άμφω της Ξένης αι δουλίδες,
Ου των εκείνης αρετών ούσαι ξέναι.
Εικάδι ουρανού εις ξενίην Ξένη ήλθε Τετάρτη.
Βιογραφία
Η Οσία Ξένη έζησε τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Ονομαζόταν στην αρχή Ευσεβεία και καταγόταν από τη Ρώμη.
Αρνούμενη τη πίεση των γονιών της να νυμφευθεί άνδρα της επιλογής τους, φεύγει κρυφά στην Αλεξάνδρεια όπου μετονομάσθηκε Ξένη για να χαθούν τα ίχνη της. Πηγαίνει στο νησί της Κω και στη συνέχεια εγκαθίσταται στα Μύλασσα της Καρίας. Εκεί, μαζί με δύο υπηρέτριές (θεραπαινίδες) της που της είχαν μείνει πιστές, έκτισε ναό στο όνομα του αγίου πρωτομάρτυρα Στεφάνου και ησυχαστικά κελιά.
Πολύ γρήγορα η φήμη της και η ενάρετη και ασκητική ζωή που διήγε έφεραν κοντά της νέες κοπέλες που ποθούσαν το βίο της άσκησης και της προσευχής, ενώ το μοναστήρι έγινε περίφημο πνευματικό κέντρο, όπου καθημερινά συνέρεαν πολλές πονεμένες γυναίκες για να πάρουν τις συμβουλές και να ζητήσουν τις προσευχές της αγίας.
Η αγιοσύνη της αναγνωρίσθηκε και κατά τη διάρκεια του ενταφιασμού του σεπτού της σκηνώματος, όταν εμφανίσθηκε στον ουρανό σταυρός σχηματισμένος από αστέρια.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπεροράν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ, διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ξένη τό πνεῦμά σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ξένην ἤνυσας, ζωὴν ἐν κόσμῳ, ξένην ἔσχηκας, προσηγορίαν, ὑπεμφαίνουσαν τὴ κλήσει τὸν τρόπον σου, σὺ γὰρ νυμφίον λιποῦσα τὸν πρόσκαιρον, τῷ ἀθανάτῳ ὁσίως νενύμφευσαι. Ξένη ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τό σόν ξενότροπον Ξένη μνημόσυνον, ἐπιτελοῦντες οἱ πόθῳ τιμῶντές σε, ὑμνοῦμεν Χριστόν τόν ἐν ἅπασι, σοί παρέχοντα ἰσχύν τῶν ἰάσεων· ὅν πάντοτε δυσώπει, ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Ὁ Οἶκος
Ἵλεων Ξένη, τὸν ξενοτρόπως ἐκ Παρθένου τεχθέντα, ἐκδυσώπει Χριστὸν ἡμῖν γενέσθαι Ἀοίδιμε, τοῖς κατὰ χρέος σοι προσφοιτῶσιν ἐκ ψυχῆς καὶ καρδίας καθαρωτάτης, καὶ εὐσεβῶς τὴν σὴν μνήμην ὑμνῆσαι σπουδάζουσιν, ἣν πᾶσαι τῶν οὐρανῶν αἱ Δυνάμεις ἀξίως ἐτίμησαν, ὡς φωτοφόρον καὶ ἄμωμον καὶ ἁγίαν πανήγυριν, Ἔνδοξε, πρεσβεύουσα ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Ιερά Λείψανα: Η Κάρα της Αγίας βρίσκεται στο Ναό Τιμίου Προδρόμου Καβάλας.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκονται στις Μονές Αγάθωνος Φθιώτιδος, Μεταμορφώσεως Σωτήρος Νικητών Χρυσουπόλεως Καβάλας, Λειμώνος Λέσβου και Νταού Πεντέλης και στον ομώνυμο Ναό Νικαίας Πειραιώς.

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Αγία Ισαπόστολος Νίνα.



site analysis



Η Γεωργία γνώρισε πολύ νωρίς το χριστιανισμό. Σύμφωνα με αρχαιότατη παράδοση, το σπόρο του Ευαγγελίου σ’ εκείνη την περιοχή έριξαν πρώτοι οι άγιοι απόστολοι Ανδρέας  ο Πρωτόκλητος και Σίμων ο Κανανίτης. Η μεταστροφή, πάντως, ολόκληρου σχεδόν του λαού της Γεωργίας στη χριστιανική πίστη έγινε τον 4ο αιώνα από την αγία Ισαπόστολο Νίνα.
Η αγία Νίνα γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα στην Καππαδοκία, όπου τότε κατοικούσαν πολλοί Γεωργιανοί. Ήταν στενή συγγενής του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου  του Τροπαιοφόρου, σύμφωνα μάλιστα μ’ ένα παλαιό χειρόγραφο ήταν ξαδέλφη του.

Ο πατέρας της Ζαβουλών, φημισμένος στρατιωτικός στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και η μητέρα της Σωσάννα, αδελφή του επισκόπου Ιεροσολύμων Ιουβενάλιου, 
διακρίνονταν για τη βαθιά τους ευσέβεια. Έτσι, από το ευλογημένο αυτό ζεύγος προήλθε ένας εξίσου ευλογημένος καρπός, η μακάρια Νίνα.

Όταν έγινε δώδεκα χρόνων, πήγε με τους γονείς της στα Ιεροσόλυμα. Εκεί ο Ζαβουλών, με τη συγκατάθεση της συζύγου του και την ευλογία του επισκόπου, αναχώρησε για  ν’ ασκητέψει στην έρημο του Ιορδάνη. Ο ακριβής τόπος και ο χρόνος του θανάτου του παρέμειναν άγνωστοι. Η Σωσάννα, πάλι, τοποθετήθηκε από τον επίσκοπο αδελφό της 
ως διακόνισσα στον ιερό ναό της Αναστάσεως, για να φροντίζει τις φτωχές και άρρωστες γυναίκες. Τέλος, την αγία Νίνα την παρέδωσαν στην ευλαβέστατη γερόντισσα.
Σάρα-Νιοφόρα, τη Βηθλεεμίτισσα, διακόνισσα κι εκείνη στον Πανάγιο Τάφο, για να την αναθρέψει «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6,4).

Η Σάρα-Νιοφόρα γνώριζε σε βάθος τις χριστιανικές αλήθειες και μιλούσε ακατάπαυστα στη μικρή Νίνα για το σωτηριώδες έργο του Θεανθρώπου στη γη, για τα Πάθη και την  Ανάσταση Του. Και η αγία την άκουγε με πολύ ζήλο, «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. 2,51), μελετούσε καθημερινά την Αγία Γραφή και φλεγόταν από αγάπη για το Χριστό και πόθο για τη σωτηρία των ανθρώπων.

Κάποτε, καθώς διάβαζε στο Ευαγγέλιο για τη Σταύρωση του Κυρίου, η σκέψη της στάθηκε στον άρραφο χιτώνα Του (Ιω. 19, 23-24).
— Τι απέγινε άραγε αυτή η πορφύρα; ρώτησε η αγία τη Σάρα-Νιοφόρα.
— Γνωρίζουμε από την παράδοση, αποκρίθηκε η γερόντισσα, ότι βρίσκεται στην πόλη Μτσχέτα, πρωτεύουσα της Γεωργίας. Μεταφέρθηκε εκεί από έναν Εβραίο, το ραββίνο  της Μτσχέτα Ελιόζ, στον οποίο παραδόθηκε από το στρατιώτη πού την κέρδισε στην κλήρωση, κάτω από το Σταυρό. Οι κάτοικοι όμως της χώρας αυτής παραμένουν μέχρι  σήμερα βυθισμένοι στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας.

Zoom in (real dimensions: 322 x 446)Εικόνα


Τα λόγια εκείνα χαράχθηκαν βαθιά στην καρδιά της αγίας. Από τότε προσευχόταν νύχτα-μέρα στην Παναγία:
— Αξίωσέ με, Δέσποινα, να πάω στη Γεωργία, για να προσκυνήσω το χιτώνα του Υιού σου και να κηρύξω εκεί το όνομά Του!
Και μια νύχτα η Θεοτόκος εμφανίσθηκε στον ύπνο της και της είπε:
— Πήγαινε στη Γεωργία, κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού, και μη φοβάσαι! Εγώ θα είμαι η σκέπη σου!
Για να την ενθαρρύνει, μάλιστα, της έβαλε στο χέρι ένα σταυρό από κληματόβεργες και πρόσθεσε:
— Πάρε τούτον το σταυρό. Θα σε προστατεύει απ’ όλους τους ορατούς και αόρατους εχθρούς. Με τη δύναμή του θα οδηγήσεις τη χώρα της Γεωργίας στην πίστη του Υιού μου, «ός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2,4).

Η αγία ξύπνησε, και είδε στα χέρια της τον θαυμαστό εκείνο σταυρό! Αφού τον ασπάσθηκε με δάκρυα, έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά της και την τύλιξε ολόγυρά του. 
Ύστερα έτρεξε να βρει το θείο της επίσκοπο Ιουβενάλιο, πού, ακούγοντας για την εμφάνιση και την εντολή της Θεοτόκου, έδωσε στην ανηψιά του την ευλογία να κηρύξει  το Ευαγγέλιο στη μακρινή Γεωργία.

Μετά από πολλές περιπέτειες και αφού διέσχισε την Αρμενία, στην πρωτεύουσα της οποίας Βαγαρσαπάτ παρακολούθησε το φρικτό μαρτύριο της αγίας Ριψιμίας και άλλων  τριανταπέντε παρθένων (η μνήμη τους εορτάζεται στις 30 Σεπτεμβρίου), η αγία Νίνα έφτασε, το 315, στις όχθες του ποταμού Κούρ. Κατάκοπη και ολομόναχη, καθώς ήταν,  σε μια ξένη χώρα, ένιωσε να δειλιάζει. Ένα θεϊκό όραμα, όμως, της αναπτέρωσε το ηθικό. Με νέο ενθουσιασμό συνέχισε την πορεία της. Τράβηξε για τη Μτσχέτα, 
ακολουθώντας το δρόμο πού της έδειξαν κάποιοι βοσκοί.

Στην πρωτεύουσα της χώρας η αγία βρέθηκε την ημέρα πού ολόκληρος ο λαός, με επικεφαλής το βασιλιά Μιριάν (265-342), είχε συγκεντρωθεί σ’ ένα βουνό, απέναντι από  την πόλη, για να προσφέρει θυσίες στο ανθρωπόμορφο είδωλο Αρμάζ. Κατευθύνθηκε και εκείνη προς το βουνό. Κρυμμένη στο κοίλωμα ενός βράχου, παρακολουθούσε τις  ειδωλολατρικές τελετές. Και κάποια στιγμή, καθώς ήχησαν οι σάλπιγγες και τα πλήθη έπεσαν στη γη για να προσκυνήσουν το Αρμάζ, η καρδιά της αγίας άναψε από θειο ζήλο. 
Σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και προσευχήθηκε θερμά:
— Παντοδύναμε Θεέ! Οδήγησε το λαό αυτό στη γνώση Σου! Σύντριψε τα είδωλα! Ελευθέρωσε τούτες τις ψυχές από την εξουσία του διαβόλου!...

Zoom in (real dimensions: 658 x 750)Εικόνα


Την ίδια στιγμή ο ολοκάθαρος ουρανός σκοτείνιασε. Μαύρα σύννεφα πλησίασαν με τρομερή ταχύτητα από τη δύση και στάθηκαν ακριβώς πάνω από τον ειδωλολατρικό ναό. 
Ξέσπασαν τότε βροντές, αστραπές και δυνατή ανεμοθύελλα. Μέσα σε ελάχιστη ώρα ο ναός γκρεμίστηκε και το είδωλο Αρμάζ έγινε συντρίμμια. Μετά απ’ αυτή τη θεομηνία ο  ήλιος έλαμψε πάλι λαμπρότερος από πριν! Ήταν 6 Αυγούστου, η ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, και το θαβώρειο φως, αστράφτοντας για πρώτη φορά στη Γεωργία,  σκόρπισε το ειδωλολατρικό σκοτάδι. Από τότε ο βασιλιάς Μιριάν και ο λαός του έχασαν την πίστη τους στη δύναμη του Αρμάζ και άρχισαν να αναρωτιούνται τί σημείο ήταν εκείνο  πού έγινε και τί προμηνούσε για το μέλλον.

Στη Μτσχέτα τώρα η αγία, καθώς περνούσε μπροστά από τον βασιλικό κήπο, είδε τη γυναίκα του κηπουρού, πού την έλεγαν Αναστασία, να τρέχει κοντά της και να την καλεί  στο σπίτι της. Σαν να τη γνώριζε από παλιά, σαν να την περίμενε. Ο Θεός την είχε φωτίσει, για να βοηθήσει την αγία στο ξεκίνημα του έργου της.
Η αγία ακολούθησε την Αναστασία ως το σπίτι της, όπου τόσο η ίδια όσο και ο άνδρας της όχι μόνο τη φιλοξένησαν με πολλή αγάπη, αλλά και την παρακάλεσαν να μείνει μαζί τους σαν αδελφή, γιατί ήταν άτεκνοι και τους έθλιβε η μοναξιά. Εκείνη δέχτηκε, και ο κηπουρός, σύμφωνα με την επιθυμία της, της έχτισε ένα κελάκι σε μια άκρη του κήπου. 
Στη θέση αυτή -μέσα στον περίβολο τώρα της γυναικείας μονής Σαμτάβρ- είναι κτισμένο σήμερα ένα παρεκκλήσι προς τιμήν της αγίας Νίνας.

Η αγία τοποθέτησε στο κελί της το σταυρό πού της είχε δώσει η Θεοτόκος, και περνούσε τις ημέρες και τις νύχτες της με προσευχές και δεήσεις, με πνευματικές ασκήσεις και θαύματα. Το πρώτο θαύμα πού επιτελέσθηκε με την προσευχή της μακαρίας Νίνας ήταν η θεραπεία της Αναστασίας, πού από στείρα έγινε πολύτεκνη και καλλίτεκνη μητέρα. 
Και οι πρώτοι Γεωργιανοί πού πίστεψαν στο Χριστό ήταν το τίμιο εκείνο ζεύγος πού περιέθαλψε την αγία.
Κάποια μέρα μια γυναίκα, κρατώντας στα χέρια το ετοιμοθάνατο παιδί της, τριγυρνούσε με γοερό θρήνο στους δρόμους της πόλης και ζητούσε απ’ όλους βοήθεια. 
Η αγία Νίνα πήρε το παιδί, το έβαλε στο αχυρόστρωμά της, προσευχήθηκε, το σταύρωσε με το σταυρό της Θεοτόκου και το παρέδωσε στη μητέρα του θεραπευμένο.

Το θαύμα διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Από τότε η αγία άρχισε να κηρύσσει δημόσια το Ευαγγέλιο και να καλεί τους Γεωργιανούς σε μετάνοια. Η ευσέβεια, η δικαιοσύνη και η ακεραιότητα της ζωής της έγιναν σε όλους γνωστές. Πολλοί, και προπαντός γυναίκες, την πλησίαζαν, άκουγαν από τα μελίρρυτα χείλη της τη νέα διδασκαλία για τη βασιλεία  του Θεού και ασπάζονταν τη χριστιανική πίστη.


Zoom in (real dimensions: 369 x 463)Εικόνα

Ανάμεσα σ’ αυτές τις γυναίκες ήταν και η Σιδωνία, θυγατέρα του αρχισυνάγωγου των Εβραίων της Καρτάλης Αβιάθαρ, καθώς και άλλες έξι Εβραίες. Σύντομα πίστεψε και ο ίδιος ο Αβιάθαρ, όταν άκουσε πώς ερμήνευε η αγία τις αρχαίες προφητείες για το Μεσσία και πώς εκπληρώθηκαν οι προφητείες αυτές στο πρόσωπο του Ιησού.
Από τον Αβιάθαρ έμαθε η αγία Νίνα ότι, σύμφωνα με παλαιά εβραϊκή παράδοση, ο χιτώνας του Κυρίου ήταν θαμμένος μαζί με την αδελφή του ραββίνου Ελιόζ, Σιδωνία, κάτω  από τον βαθύσκιο κέδρο, πού υψωνόταν στο κέντρο του βασιλικού κήπου. Από τότε άρχισε να πηγαίνει τις νύχτες και να προσεύχεται κάτω απ’ τα κλαδιά του μεγάλου δέντρου. 
Υπερφυσικά οράματα, πού είδε εκεί, την έπεισαν για την ιερότητα του τόπου.

Στο μεταξύ η δούλη του Θεού κήρυσσε ακατάπαυστα την αληθινή πίστη. Καθοριστικές, όμως, για τη μεταστροφή του γεωργιανού λαού ήταν οι θεραπείες των βασιλέων Μιριάν  και Νάνας.

Πρώτη η βασίλισσα Νάνα, γυναίκα σκληρή και ειδωλολάτρισσα φανατική, αρρώστησε βαριά και κινδύνευε να πεθάνει. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να της προσφέρουν τίποτα. 
Τότε κάποιες φίλες της τη συμβούλεψαν να ζητήσει τη βοήθεια της ξένης Νίνας, πού με την επίκληση του Θεού της θεραπεύει κάθε ασθένεια. Πράγματι, η απελπισμένη  βασίλισσα κατέφυγε στη Νίνα, πού με τη χάρη του Κυρίου της χάρισε την υγεία της. Επιστρέφοντας στο παλάτι η βασίλισσα, ομολόγησε με παρρησία, μπροστά στο βασιλιά  Μιριάν, ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός. Αργότερα, αφού διδάχθηκε τις χριστιανικές αλήθειες από την αγία Νίνα, βαπτίσθηκε και έγινε θερμή χριστιανή. Μετά το θάνατο της,  μάλιστα, ο λαός την ανακήρυξε αγία. Η μνήμη της εορτάζεται την 1η Οκτωβρίου.

Ο βασιλιάς, ωστόσο, όχι μόνο αρνιόταν πεισματικά να πιστέψει στο Χριστό, μα και απειλούσε ότι θα θανάτωνε τη Νίνα και θα εξολόθρευε όλους τους χριστιανούς του βασιλείου  του. Ώσπου μια μέρα, καθώς κυνηγούσε στα δάση του Μουρχάν, είκοσι χιλιόμετρα περίπου βορειοδυτικά της Μτσχέτα, ξαφνικά και αναπάντεχα τυφλώθηκε! Έντρομος, άρχισε  να επικαλείται τους θεούς του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Πάνω στην απελπισία του, θυμήθηκε το Θεό της Νίνας και ζήτησε τη βοήθειά Του. Αμέσως ξαναβρήκε το φως του! 
Συγκλονισμένος και ολόχαρος, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και κραύγασε με δάκρυα:
— Θεέ της Νίνας! Εσύ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός. Ομολογώ και δοξάζω το όνομά Σου!
Το θαυμαστό εκείνο γεγονός συνέβη στις 6 Μαΐου του 319.

Zoom in (real dimensions: 242 x 347)Εικόνα


Μόλις επέστρεψε στην πόλη ο βασιλιάς, έτρεξε κι έπεσε στα πόδια της αγίας:
— Ώ μητέρα μου! της είπε. Δίδαξέ με και αξίωσέ με να επικαλούμαι το όνομα του μεγάλου Θεού σου και Σωτήρα μου!
Έτσι ο Μιριάν έγινε ο Μέγας Κωνσταντίνος της Γεωργίας. Ο Κύριος τον είχε διαλέξει για χειραγωγό των Γεωργιανών προς τη μοναδική αλήθεια.
Αμέσως έστειλε πρεσβεία στο Βυζάντιο και ζήτησε έναν επίσκοπο και ιερείς, για να κατηχήσουν και να βαπτίσουν το λαό του. Στο μεταξύ η αγία Νίνα τους προετοίμαζε για το  άγιο βάπτισμα με τις ιερές διδαχές της.

Ώσπου να έρθουν οι κληρικοί, ο Μιριάν σκέφτηκε να οικοδομήσει έναν χριστιανικό ναό. Η αγία του υπέδειξε να τον κατασκευάσει μέσα στον βασιλικό του κήπο, και μάλιστα στο  σημείο όπου υψωνόταν ο γνωστός κέδρος.
Ο κέδρος κόπηκε και από τα έξι κλαδιά του έγιναν ισάριθμοι στύλοι, πού τοποθετήθηκαν σε κατάλληλα σημεία του οικοδομήματος. Με θεία οικονομία, όμως, ο έβδομος στύλος, πού ήταν καμωμένος από τον κορμό του δέντρου και προοριζόταν για τη βάση του ναού, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να μετακινηθεί. Από το κάτω μέρος του, μάλιστα,  άρχισε να τρέχει ευωδιαστό και ιαματικό μύρο, πού θεράπευε όσους άρρωστους πρόστρεχαν εκεί και χρίονταν με πίστη.

Πλήθη λαού συνέρρεαν στον θαυματουργό στύλο, και ο βασιλιάς έδωσε εντολή να κατασκευασθεί ολόγυρά του μια περίφραξη. Στο μεταξύ ολοκληρώθηκε και η ανέγερση του πρώτου ναού στη Γεωργία, πού ήταν ξύλινος -σήμερα, μετά από ανακατασκευή του, είναι πέτρινος- και αφιερώθηκε στους αγίους Αποστόλους. Ο λαός όμως τον ονόμασε  κοινά «Σβετιτσχόβελι» (= άγιος Στύλος).

Ήδη οι απεσταλμένοι του Μιριάν είχαν γίνει δεκτοί με μεγάλες τιμές από τον Μέγα Κωνσταντίνο, πού τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους με πλούσια δώρα και με τον  αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Ευστάθιο (+337), δύο ιερείς, τρείς διακόνους και τα απαραίτητα για τη θεία λατρεία σκεύη και είδη.
Με διαταγή του Μιριάν ήρθαν στην πρωτεύουσα όλοι οι διοικητές των επαρχιών, οι στρατηγοί και οι αξιωματούχοι του κράτους. Σ’ ένα βαπτιστήριο, κοντά στη γέφυρα του  ποταμού Κούρ, ο αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος βάπτισε πρώτα το βασιλικό ζεύγος και στη συνέχεια τους άρχοντες. Γι αυτό το μέρος εκείνο ονομάζεται από τότε «Μταβάρτα  Σανατλάβι», δηλαδή «Κολυμβήθρα Μεγιστάνων».

Zoom in (real dimensions: 400 x 499)Εικόνα


Λίγο πιο κάτω οι δύο ιερείς βάπτιζαν το λαό, πού είχε προετοιμασθεί και πιστέψει από το κήρυγμα και τα θαύματα της αγίας Νίνας. Από τους Εβραίους της Μτσχέτα βαπτίσθηκαν  ο Αβιάθαρ με όλους τους οικείους του και πενήντα ακόμη εβραϊκές οικογένειες.
Με τη βοήθεια του Θεού, ο αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος και η αγία Νίνα φώτισαν μέσα σε μερικά χρόνια ολόκληρη σχεδόν τη χώρα της Γεωργίας. Ύστερα ο αρχιεπίσκοπος, αφού  χειροτόνησε ως επίσκοπο της χώρας τον πρεσβύτερο Ιωάννη, επέστρεψε στην Αντιόχεια.

Η αγία Νίνα, αποφεύγοντας τη δόξα και τις τιμές του βασιλιά και του λαού, κατέφυγε σε μια ορεινή περιοχή, στις πηγές του ποταμού Άραγβι, όπου ετοιμαζόταν με προσευχές και  νηστείες για νέους αποστολικούς αγώνες. Πράγματι, αφού κήρυξε το Χριστό στους σκληροτράχηλους ορεσίβιους κατοίκους του Καυκάσου, τους οποίους βάπτισε ο συνεργάτης  της πρεσβύτερος Ιάκωβος, κατευθύνθηκε στα νότια της Καχέτης και εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη Μπόντμπε, τον τελευταίο σταθμό της επίγειας ζωής και των αγίων κόπων  της. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η βασίλισσα της Καχέτης Σόντζε (= Σοφία), ακούγοντας το θεόπνευστο κήρυγμα της αγίας, πίστεψε και βαπτίσθηκε μαζί με πλήθη λαού.

Τώρα πια ο Θεός αποκάλυψε στην πιστή απόστολό Του ότι πλησίαζε το τέλος της. Ειδοποίησε αμέσως με γράμμα τον βασιλιά Μιριάν, πού κατέφθασε ταχύτατα με τους αυλικούς  του και τον επίσκοπο Ιωάννη. Η αγία κοινώνησε από τα χέρια του επισκόπου και ζήτησε να ταφεί στο φτωχικό καλύβι της. Ύστερα παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα της στον Κύριο. 
Ήταν τότε 67 ετών.

Ο βασιλιάς και ο επίσκοπος θέλησαν να μεταφέρουν το τίμιο λείψανο της στο ναό των αγίων Αποστόλων της Μτσχέτα και να το θάψουν δίπλα στον ιερό στύλο. 
Με κανένα τρόπο, όμως, δεν μπόρεσαν να μετακινήσουν το σώμα της. Έτσι το έθαψαν εκεί, στο ταπεινό καλυβάκι της, στο Μπόντμπε, όπως η ίδια το ζήτησε.

Η μακαρία Νίνα συγκαταριθμήθηκε στη χορεία των αγίων και η μνήμη της ορίσθηκε να εορτάζεται στις 14 Ιανουαρίου, ημέρα της κοιμήσεώς της. Η Εκκλησία της Γεωργίας  την ανακήρυξε Ισαπόστολο και φωτίστρια της χώρας.

Πάνω στον τάφο της αγίας κτίσθηκε ναός αφιερωμένος στο συγγενή της μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Ο ναός εγκαινιάσθηκε στα χρόνια του γιού και διαδόχου του Μιριάν,  του βασιλιά Μπακάρ (342-364) και σώζεται μέχρι σήμερα. Αργότερα σ’ αυτόν το χώρο ιδρύθηκε γυναικεία μονή αφιερωμένη στην αγία Νίνα.



Zoom in (real dimensions: 500 x 736)Εικόνα



Ἀπολυτίκιον Ήχος πλ α΄. Τον συνάναρχον λόγον
Ως ωραίοι οι πόδες σου οι ζηλώσαντες ακολουθήσαι ταίς τρίβοις των αποστόλων Χριστού, Νίνα σκεύος Παρακλήτου παμφαέστατον, όθεν τιμώντες σε πιστώς, Γεωργίας φρυκτωρέ φωτόλαμπρε, σε αιτούμεν’ ημών τα σκότη λιταίς σου της αγνωσίας πόρρω σκέδασον.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr