Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Ι.Μ. Κυδωνίας: Εξόδιος Ακολουθία Γερόντισσας Νεκταρίας



site analysis


Σε κλίμα βαθειάς συγκίνησης και με την παρουσία εκατοντάδων πιστών πραγματοποιήθηκε η εξόδιος ακολουθία της Γερόντισσας Νεκταρίας κατά το μοναχικό τυπικό προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου Κυδωνίας κ.κ. Δαμασκηνού την Δευτέρα 26 Μαρτίου στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Κορακιών Ακρωτηρίου.

Οπως αναφέρει ανακοίνωση της Μητρόπολης: «Τον επικήδειο λόγο για την αγαπητή προς όλους και σεβάσμια Γερόντισσα εκφώνησε με ευλογία του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ.κ. Δαμασκηνού, ο Πανοσιολογιώτατος Πρωτοσύγκελλος μας Αρχιμ. Δαμασκηνός Λιονάκης ο οποίος εξήρε την προσωπικότητα και το έργο της μακαριστής Γερόντισσας, αναφέροντας ότι έφυγε από την παρούσα ζωή πλήρης ημερών και πλήρης αρετών.

Ακολουθεί ο επικήδειος του Πρωτοσυγκέλλου μας:

Σήμερα η τοπική μας Εκκλησία προπέμπει στην αιωνιότητα τήν πολιά και πολυσέβαστη πνευματική Μητὲρα, μακαριστή Μοναχή Νεκταρία, η οποία «διά πίστεως της του Χριστού θεοσεβείς και δικαίους ανέπλαττε» η ίδια θεοσεβής και δικαία εκ νεότητος γενόμενη.
Όμως «πολλοί οι δίκαιοι και ουδείς αυτών της του θανάτου εξουσίας εαυτόν ηδυνήθη λυτρώσασθαι». Συνεπώς και η αοίδιμος Γερόντισσα ήταν φυσικό να ακολουθήσει την εν είδει ρέοντος ποταμού ασυγκράτητη ροή του ανθρωπίνου βίου, του «πεπληρωμένου με αλλεπάλληλα κύματα», κατά τον ουρανοφάντορα Πατέρα της Εκκλησίας μας, Μέγα Βασίλειο.
Προτού της αποδώσουμε τον τελευταίο ασπασμό και αποθέσουμε το σκήνωμά της προσώρας στη γη εξ ης ελήφθη, ας ανατρέξουμε με την σκέψη μας στην προσωπική ιστορική της διαδρομή, διότι από αυτήν πολλούς και ευχύμους πνευματικούς καρπούς θα αποκομίσουμε.

Η μακαριστή Γερόντισσα γεννήθηκε το 1932 στον Άστρικα Κισάμου. Ήταν το τέταρτο παιδί του ενάρετου ιερέως Πέτρου Πλευράκη και της Μαρίας, μετέπειτα Μυροφόρας μοναχής..
Η Αργυρώ Πλευράκη αναθρεμμένη σε εκκλησιαστικό περιβάλλον προσήλθε επίσημα στην Μονή Κορακιών, στο λιμάνι της οποίας παιδιόθεν έκανε τις διακοπές της, στις 5 Ιουλίου του 1950 σε ηλικία 18 ετών και έλαβε τη Μοναχική Κουρά τό 1961, λαβούσα το μοναχικό όνομα Νεκταρία.
Εκεί εγκαταβίωσε στο ίδιο Κελί με την κατά σάρκα μητέρα της Μοναχή Μυροφόρα και τη θεία της, Μοναχή Βλασία, την και ηγουμένη της Μονής διατελέσασα, ως υποτακτική της οποίας ασκήθηκε στην ισάγγελο μοναστική πολιτεία.

.Έκτοτε, η αοίδιμος Μοναχή ανέβαινε ένα-ένα τα σκαλοπάτια της προσωπικής της τελείωσης, έχοντας καθηγητές και αλληλογραφώντας με οσίους Γέροντες, όπως τον Γαβριήλ Διονυσιάτη, Αβιμέλεχ τον Μικραγιαννανίτη και Γεράσιμο τον Υμνογράφο.
Αφοσιώθηκε στο Θεό και το συνάνθρωπο….
Κατέφευγε στο Θεό και οι άνθρωποι κατέφευγαν σ` αυτήν.

Το τηλέφωνο στο κελί της ποτέ δεν έπαψε να χτυπά. Όλοι ζητούσαν μία προσευχή. Αμέσως, κατέβαζε το τηλέφωνο, ξεκινούσε την παράκληση και όταν τελείωνε, έβαζε πάλι το τηλέφωνο στη θέση του, το οποίο και πάλι χτυπούσε και πάλι ένα αίτημα πνευματικό μετέφερε και πάλι μια νέα παράκληση άρχιζε…
Από το κελί της πέρασαν χιλιάδες άνθρωποι, από όλα τα μέρη του κόσμου. Μπαίνανε παραμορφωμένοι και βγαίνανε μεταμορφωμένοι. Ο λόγος της, γλυκύς σαν νέκταρ, δικαίωνε το όνομά της, μαλάκωνε την καρδιά τους, τούς ενίσχυε η γνώση της, τους δυνάμωνε η με παρρησία προσευχή της.
Μιλούσε μαζί τους μετρώντας ασταμάτητα το κομποσχοίνι της, ενδιαφερόνταν για όλους, τους εγγύς και τους μακράν και όταν έφευγαν τους σφράγιζε με το σημείο του Σταυρού και τους συνόδευε με αμέτρητες ευχές.

Φύση ευαίσθητη, αγαπούσε τους πονεμένους, συμπονούσε τους ασθενείς. Την είδα πολλές φορές με το κομποσχοίνι στο χέρι να υψώνει τα χέρια της και να μνημονεύει δυνατά ονόματα ασθενών.
Ελεήμων, συμπαθής και φιλάνθρωπη, την είδα επίσης πολλές φορές να βγάζει κάτω από το καρεκλόπανο τα χρήματα της σύνταξης της και να τα μοιράζει στους αναγκεμένους αδελφούς, οι οποίοι γνώριζαν πότε παίρνει τη σύνταξή της και προσέφευγαν σ`αυτήν.
«Τι να τα κάνω εγώ τα λεφτά» μου έλεγε; «Μοναχή είμαι». Είχε κατακτήσει σε μεγὰλο βαθμό την αρετή της ακτημοσύνης, έχοντας στα 68 χρόνια της μοναστικής της ζωής, ένα δυό ράσα, που ήταν στο μοναστήρι και λίγα ζωστικά τριμμένα και φθαρμένα.
Υπήρξε άνθρωπος της ησυχίας, της νηστείας και της προσευχής. Ενθυμούμαι μικρό παιδί να χτυπώ την πόρτα της και να μην ανοίγει. Και ως ανώριμος και αδιάκριτος, να πηγαίνω από την πίσω πόρτα του κελιού της, για να την δώ γονατιστή μαζι με την Βλασία και την Μυροφόρα προσευχόμενες.
Δεν έτρωγε πολλές φορές τιποτα. Έκανε τρία τριήμερα την μεγάλη Σαρακοστή και την μεγάλη εβδομάδα . Και πάντα έλεγε «προς δόξαν Θεού, από τις πολλές μου αμαρτίες», για τις οποίες έκλαιγε μετά δακρύων, φοβούμενη μην χάσει την ψυχή της.

Ευσεβής και φιλακόλουθος διάβαζε ανελλιπώς το Ευαγγέλιο, το Ψαλτήρι και τις Παρακλήσεις των Αγίων.
Πρωτοψάλτρια και Εκκλησιάρχισσα μετείχε βιωματικά στους ιερούς ύμνους. Δύο φορές ως εφημέριος στο μοναστήρι μεγάλη εβδομάδα ψάλλοντας το ιδού αναβαίνομεν είς Ιεροσόλυμα έκλαιγε γοερώς. Το ζούσε. Ήταν αλλού, συνοδεύοντας το Χριστό στο δρόμο του προς το Σταυρό!
Ως εκκλησιαρχισα αγάπησε την ευπρέπεια του Οίκου του Κυρίου, άναβε ανελλιπώς τα κανδήλια κι όταν χρειάσθηκε να επισκευασθεί ο ναός μου είχε παράπονο έξι μήνες. Μου έλεγε «μας έκλεισες τον ναό αλλά εγώ όλα τα κανδήλια των Αγίων τα ανάβω στο κελί μου για να μας συγχωρήσει ο Θεός». Τέτοια αγνή και άδολη αγάπη είχε για το Θεό και τούς αγίους του.
Η μακαρία Γερόντισσα Νεκταρία, διεκρίνετο και για το γνήσιο Εκκλησιαστικό της ήθος!
Σεβάστηκε και τίμησε όλους τους Αρχιερείς που κατά καιρούς διαποίμαναν τη Μητρόπολή μας, και ιδιαίτερα εσάς, Σεβασμιώτατε!
«Τον αγαπώ», έλεγε, «γιατί όταν με κοινωνά μου δίνει πολύ Χριστό! Μεγάλη μερίδα. Μου γεμίζει χαρά το στόμα μου»! Και όταν ασθενήσατε, Σεβασμιώτατε, κατά τις ημέρες της νοσηλείας σας στην εντατική όλη νύχτα ήταν στο προσκεφάλι σας.
Αμέτρητα κομποσχοίνια!
Αμέτρητες παρακλήσεις!
Αμέτρητα δάκρυα!
Μου είχε πει τότε χαρακτηριστικά «παρακαλώ τον άγιό μου, Νεκτάριο, να μην τον αφήσει»!
Και δεν σας άφησε, Σεβασμιώτατε, αλλά σας απέδωσε και πάλι στην Εκκλησία μας υγιή και δυνατό, ποιμένα και πατέρα μας πνευματικό!
Είχα το προνόμιο να την γνωρίσω από δέκα ετών παιδί, όταν ο μακαριστός Γέροντας του χωριού μου π. Γεώργιος οδήγησε τα βήματά μου προς αυτήν. Πάντα την έβλεπε κανείς να αποδίδει σεβασμό στην ιεροσύνη, να ασπάζεται το χέρι μικρών και μεγαλυτέρων ιερέων ενώ όλοι οι διατελέσαντες εφημέριοι της Μονής την ενθυμούνται ως μία ευλαβέστατη και ευγενέστατη ψυχή.
Η μοναχή Νεκταρία υπήρξε το πρότυπο της αυθεντικής Κρητικιάς Μοναχής!

Γνήσια ασκήτρια, έλαμψε και έλιωσε φωτίζοντάς μας σα λαμπάδα πνευματική!
Η ζωή της ένα διαρκές θυμίαμα προσευχής, δοξολογίας και αγάπης, προς το Θεό, τους ανθρώπους, ακόμα και προς τα λουλούδια, που και αυτά, ως δημιουργήματα του Θεού θυμίαζε.
Στη σεπτή μορφή της όλοι βλέπαμε τη στοργική μας μανούλα, την αθόρυβη, άκακη, ελεήμονα, ευσπλαχνική, φιλόξενη, γεμάτη αγάπη για το Θεό και τους ανθρώπους…
Αλλά, πάνω απ’ όλα γεμάτη διάκριση! Κανένα ποτέ δεν κατέκρινε, έζησε μακριά από μερισμούς, διπλωματίες, αργολογίες, διχόνοιες, φατριασμούς και υπόγειες διαδρομές, με το γλυκό της λόγο σβήνοντας τις φωτιές της ανθρώπινης μικρότητας, με το αγγελικό της χαμόγελο και ένα «να ναι ευλογημένο πάντα στα χείλη της»!
Αξιώθηκε να καλωσορίσει τη σημερινή Γερόντισσα Θεοφόρα, που ήλθε στη Μονή της από την Μονή της Χρυσοπηγής, την οποία με το λόγο της στήριξε και με την αγιασμένη ψυχή της αγάπησε και στην κατ’ άνθρωπο θλίψη της όλοι συμμετέχουμε.

Ο βίος και η πολιτεία της προσθέτουν χρυσές σελίδες στο Μητερικό της Εκκλησίας μας, και μας καλούν προς μίμηση των αρετών της
Προς την ταπείνωσή της επέβλεψε και η Κυρία Θεοτόκος, γι’ αυτό την πήρε κοντά της τη μέρα του Ευαγγελισμού της, με αρετές κεκοσμημένη και πεποικιλμένη, από την πολυετή καθήλωση στο κρεββάτι του πόνου κεκαθαρμένη, αγιασμένη από τό Σώμα και το Αίμα του Κυρίου!
Η μακαριστή Νεκταρία, με το οσιακό της τέλος, ευαγγελίσθηκε την απαρχή της αιωνιότητας.
Και ιδού, ανεβαίνει προς τον Ουρανό, να συναντήσει το Νυμφίο της Ιησού Χριστό.
Στα χέρια της έχει τα ονόματα όσων την βοήθησαν και της συμπαραστάθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, να τα καταθέσει στην αγάπη του Θεού.
Το όνομα της Κατερίνας, που την φρόντιζε τα τελευταία χρόνια υποδειγματικά και από τη φροντίδα της έζησε.
Της πολυαγαπημένης της Σωτηρίας, του συζύγου της και των παιδιών της και ειδικά της Θεοδωρούλας, που ήταν καρπός προσευχής της.
Των ανηψών της με πρώτο τον Φώτη, τον μονάκριβο αδελφό της παπά~Μανώλη, της Άννας, τις κυρίες Μαρίες, την Γιασεμίτσα, την Καλλιόπη που της έδωσαν την καρδιά τους και τόσο χρόνο από την ζωή τους και

τις ιατρούς αδ. Θεοπνεύστη, Κ. Γκόγκου και Κ. Πολυμίλη, οπως και ολο το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό πού με τόση επιστημοσύνη και αγάπη την περιέθαλψαν όλα αυτά τα χρόνια!
Σεβασμιώτατε Πάτερ, Σεβαστοί πατέρες, Σεβαστές Γερόντισσες, οσιώτατες μοναχές, ευλογημένοι Χριστιανοί,
Ύψος μαζί και βάθος, μεγαλείο και ματαιότητα απαρτίζουν την ανθρώπινη ζωή. Αλλά το βάθος και η ματαιότητα κατανικώνται, όταν εμείς, οι φέροντες τά στίγματα και τα χαράγματα του Ιησού Χριστού, υψώσουμε το βλέμμα στον Αρχηγό της πίστεώς μας, ο Οποίος θανάτω τον θάνατο επάτησε και την κτίση εκαινοποίησε, αποφασισμένοι να ακολουθήσουμε την στενή μά τρισόλβια οδό. Η νίκη αυτή εναντίον του βάθους, της κακότητος, της ματαιότητος και της φθοράς απόκειται στην θέληση του ανθρώπου, ώστε να συνεργασθή με τον Θεό και να αναδειχθή συνετός οικονόμος και να «δώση εν καιρώ το σιτομέτριον»(Λουκ.12, 42), κατά την Ευαγγελική ἔκφραση, όπως αποδίδει τούτο σήμερα η Γερόντισσα Νεκταρία.
Και τώρα αοίδιμε και τιμία Μήτερ, αφού εξεζήτησες εκ νεότητος σου τα βάθη του πνεύματος του Θεού και προσέθεσες σε αυτά το κάλλος των θεοφιλών έργων σου και των μεστών λόγων σου,
κληροδοτείς σε εμάς σοφία Θεού, σύνεση, ζήλο, ταπείνωση, υπομονή και θυσιαστική αγάπη προς το Θεό και τον άνθρωπο.
Πενθεί η τοπική μας Εκκλησία και το Μοναστήρι σου για την έξοδό σου από τον κόσμο αυτό, θρηνεί τον πρόσκαιρο, έστω, αποχωρισμό, όλοι πίνουμε το πικρό ποτήρι της πνευματικής ορφάνιας, όλοι θα σε αναζητήσουμε, οδηγό, σύμβουλο και στήριγμά μας!
Τούτη την ώρα του αποχαιρετισμού, δέξου την έκφραση της ευγνωμοσύνης όλων μας, οι οποίοι μυριόστομη ευχή αναπέμπουμε στον Κύριο υπέρ αναπαύσεως της μακαρίας ψυχής σου και τον έπαινό σου εκδιηγούμενοι, σε προπέμπουμε στην αιωνιότητα, απευθύνοντας το λόγο του ποιητή:
«Πέρνα τώρα Γερόντισσα στο φως,
ζήσε την χαρά του Παραδείσου,
πλούσιος που σε προσμένει ο μισθός,
όλη τούτη η δόξα είναι δική σου».
Καλό παράδεισο γλυκειά μας μανούλα! Σε παρακαλούμε να μας προσέχεις . Καλή αντάμωση».
ΠΗΓΗ.ΕΞΑΨΑΛΜΟΣ

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Αγία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη



site analysis
Αγία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη
Αγία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη
Εορτάζει στις 27 Μαρτίου εκάστου έτους.
Ουκ άξιον λαθείν σε Μαρτυς Ματρώνα,
Καν ένδον ειρκτής εκπνέης κεκρυμμένη.
Εικάδι εβδομάτη θάνε Ματρώνα ενί ειρκτή.
Βιογραφία
Η Οσία Ματρώνα έζησε στη Θεσσαλονίκη και συγκαταλέγεται μεταξύ των Μαρτύρων των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας μας, κατά την περίοδο των διωγμών. Υπήρξε ακόλουθος μιας πλούσιας και ευγενούς Ιουδαίας, με το όνομα Παντίλλα η Παυτίλλα, η οποία ήταν σύζυγος του στρατοπεδάρχη της Θεσσαλονίκης. Καθημερινά συνόδευε την κυρία της στη συναγωγή της πόλεως, όπου ωστόσο δεν πήγαινε η ίδια, διότι κρυφά κατέφευγε σε χριστιανικό ναό, για να προσευχηθεί.
Μοιραία, όμως, επειδή για πολύ καιρό η Ματρώνα ξεγελούσε την κυρία της, μια λάθος κίνηση στάθηκε αφορμή για να αποκαλυφθεί η ταυτότητά της. σε μία εορτή των Ιουδαίων, κατά την οποία συνήθιζαν να τρώνε πικρά χόρτα και άζυμα, η Ματρώνα άργησε να επιστρέψει από το ναό και όταν έφθασε στην συναγωγή γινόταν η τελετή των Επιτιμίων. Ένας από τους δούλους της Παντίλλας κατήγγειλε ότι η Ματρώνα ήταν Χριστιανή και ότι εξαπατά την κυρία της, φροντίζοντας κάθε φορά που αυτή προσερχόταν στην συναγωγή, εκείνη να πηγαίνει στην Εκκλησία. Αυτό προκάλεσε την οργή της Παντίλλας, που δεν δίστασε, ξεσπώντας σε κραυγές, να την κατηγορήσει ότι είναι εχθρική προς αυτήν. Διέταξε αμέσως την σύλληψή της και, αφού την συνέλαβαν και την έδεσαν, άρχισαν να την μαστιγώνουν. Η Ματρώνα, όμως, με παρρησία δήλωσε ότι είναι Χριστιανή και ότι, αν και η κυρία της εξουσίαζε το σώμα της και την ίδια της την ζωή, ωστόσο δεν μπορούσε να την μεταπείσει σε όσα πίστευε.
Η Παντίλλα, αφού την αλυσόδεσε, διέταξε να την φυλακίσουν και να σφραγίσουν την πόρτα του κελιού της. Έπειτα από τρεις ημέρες, νωρίς το πρωί, πήγε η ίδια να δει αν η Ματρώνα ζει. Έκπληκτη διαπίστωσε ότι είχε ελευθερωθεί από τα δεσμά της και στεκόταν φωτεινή ψάλλοντας, χωρίς να έχει το παραμικρό ίχνος τραύματος και βασανισμού. Εξοργισμένη η Παντίλλα διέταξε να δέσουν πάλι την Ματρώνα και να την μαστιγώσουν ανηλεώς. Εκείνη, έκπληκτη για την ιδιαίτερη σκληρότητα της κυρίας της, την ρώτησε γιατί την βασάνιζε, ομολογώντας ωστόσο την πίστη της στον Χριστό. Καταπονημένη από τα βασανιστήρια και μην μπορώντας να σταθεί στα πόδια της, η Ματρώνα κλείσθηκε και πάλι στην φυλακή.
Έπειτα από τρεις ημέρες, όταν η Παντίλλα επισκέφθηκε το κελί της φυλακής της Αγίας, αντίκρισε το ίδιο θέαμα. Την Μάρτυρα απελευθερωμένη από τα δεσμά της, με το ίδιο φωτεινό πρόσωπο, παρά τα βασανιστήρια και την πείνα που υπέστη επί δεκατέσσερις ημέρες. Τότε η κυρία της, γεμάτη οργή, διέταξε να δέσουν την Ματρώνα σε δρύινα ξύλα και να την βασανίσουν. Εξαντλημένη η Αγία από τις μαστιγώσει και με το σώμα της γεμάτο σημάδια, ψέλλισε με αδύναμη φωνή λίγες λέξεις προσευχής και παρέδωσε το πνεύμα της.
Η Παντίλλα διέταξε τότε κάποιον με το όνομα Στρατόνικος, να τυλίξει το λείψανο της Αγίας σε δέρμα και στην συνέχεια να το ρίξει έξω από τα τείχη της πόλεως. Το ιερό λείψανό της το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν με ευλάβεια κοντά στην Λεωφόρο, δηλαδή την Εγνατία οδό. Μετά το τέλος των διωγμών, ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος πήρε το σκήνωμα της Μάρτυρος και το μετέφερε μέσα στην πόλη και, αφού έκτισε ναό, το απέθεσε εντός αυτού.
Την εποχή της Φραγκοκρατίας, όμως, το σκήνωμα της Αγίας μεταφέρθηκε στην Βαρκελώνη και εναποτέθηκε σε ναό, που καταστράφηκε κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εκτός των τειχών της Θεσσαλονίκης υπήρχε και μονή αφιερωμένη στην Αγία Ματρώνα.
 Απολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ήχος γ’. Την ωραιότητα.
Γνώμην αήττητον, Ματρώνα φέρουσα, πίστιν την ένθεον, άσυλον έσωσας, μη δουλωθείσα την ψυχήν, Εβραίων τη απηνεία όθεν αριστεύσασα, και τον δόλιον κτείνασα, μυστικώς νενύμφευσαι, τω Δεσπότη της κτίσεως. Αυτόν ουν εκτενώς εκδυσώπει, πάσης ημάς ρυσθήναι βλάβης.
Οπτικοακουστικό Υλικό

Ακούστε το απολυτίκιο!
Πηγή:  saint.gr 

Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Ε΄ Κυριακή Νηστειών –της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας



site analysis

 Έχοντας διανύσει και την 5η εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής και έχοντας στο μυαλό μας τις αρετές που πρέπει να κατακτούμε ανεβαίνοντας τη σκάλα που μας οδηγεί στον ουρανό, βλέπουμε ότι στον δρόμο μας υπάρχουν πολλές δυσκολίες. Υπάρχουν φορές που βλέπουμε πράγματα που δεν μας αρέσουν είτε στο σχολείο με τους συμμαθητές μας είτε στο σπίτι με τους γονείς και τ΄ αδέλφια μας είτε στη γειτονιά με τους φίλους μας. Τότε μας δίνεται η αφορμή να θυμώσουμε, να πούμε άσχημες κουβέντες, να μη θέλουμε να μιλήσουμε, να προσπαθούμε να βρούμε το δίκιο μας, έστω κι αν έχουμε άδικο, να προσπαθούμε να δικαιολογθούμε λέγοντας και ψέματα, να κάνουμε τους άλλους να στενοχωρηθούν εξαιτίας της άσχημης συμπεριφοράς μας. Πολλά κάνει κάθε μέρα κάθε άνθρωπος και με τις πράξεις του στενοχωρεί τον Χριστό μας.
Υπάρχει όμως η μετάνοια. Κανείς άνθρωπος δεν πρέπει να μένει με το βάρος των σφαλμάτων του μέσα του. Το καλύτερο είναι να μπορεί αμέσως να σκέφτεται πόσο λύπη προξενεί  στους γύρω του κάθε άσχημη πράξη του, αλλά κυρίως στον Χριστό, και να μετανιώνει γι΄ αυτήν. Και αυτή την αμαρτία του να την αποθέτει στο μυστήριο της Εξομολογήσεως και να ελαφρώνει. Αυτό ακριβώς μας προσκαλεί να κάνουμε η Εκκλησία μας, καθώς πλησιάζουμε προς τη Μεγάλη Εβδομάδα· να σκεφθούμε τα σφάλματα που πράξαμε και να μετανοήσουμε γι΄ αυτά. Και ως πρότυπο προβάλλει μια αγία, την οσία Μαρία την Αιγυπτία. Να ποια ήταν η ζωή της:
Η οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο τον 6ο αι. όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Ιουστινιανός. Μέχρι το 12 χρόνια της έμενε με τους γονείς της, αλλά στην ηλικία αυτή έφυγε από το σπίτι της και τα επόμενα 17 χρόνια ζούσε μέσα στην αμαρτία. Η ζωή της ήταν μακριά από τον Θεό και υπέκυπτε αμέσως σε όλους τους πειρασμούς που της έβαζε ο διάβολος. Έτσι κατάντησε να είναι μια αμαρτωλή γυναίκα, με τόσο σκοτισμένο μυαλό, που δεν μπορούσε ούτε να αναλογισθεί το κακό των πράξεών της.
Κάποτε, ανέβηκε στο πλοίο στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας και με άλλους προσκυνητές αποβιβάσθηκε στις ακτές της Ιουδαίας με προορισμό τα Ιεροσόλυμα. Εκεί, όπως κάθε χρόνο, θα γιορταζόταν πανηγυρικά η Ύψωση του Σταυρού. Όταν η Μαρία ακολούθησε από περιέργεια τους ανθρώπους που έμπαιναν μέσα στον ναό για να προσκυνήσουν τον Σταυρό του Κυρίου, μια αόρατη δύναμη την σταμάτησε, καθώς πήγαινε να περάσει την πόρτα. Στην αρχή δεν κατάλαβε τι συνέβαινε, αλλά μετά, καθώς προσπάθησε και για δεύτερη και τρίτη και τέταρτη φορά και δεν κατάφερε να περάσει, μια αναλαμπή αναφάνηκε στο σκοτισμένο μυαλό της. Ο πανάγαθος Θεός επέτρεψε να αντιληφθεί ότι εξαιτίας των πολλών της αμαρτημάτων και της άσωτης ζωής της δεν ήταν δυνατόν να μπει στον ναό μαζί με τους άλλους χριστιανούς. Έπεσε τότε κάτω στο έδαφος και παρακάλεσε θερμά την Παναγία να της επιτρέψει την είσοδο στον ναό, κι αυτή από κει και πέρα θα ζούσε μακριά από κάθε αμαρτία και θα αφιέρωνε τη ζωή της σ΄ Αυτήν. Πράγματι, την αμέσως επόμενη φορά που η Μαρία κατευθύνθηκε προς τον ναό, μπήκε ανεμπόδιστα μέσα και προσκύνησε με δάκρυα τον Τίμιο Σταυρό. Και δεν λησμόνησε αυτό που υποσχέθηκε στη Θεοτόκο. Παίρνοντας μαζί της δυο ψωμιά, αποσύρθηκε στην έρημο του Ιορδάνη.
Γύρω από την έρημο υπήρχαν κάποια μοναστήρια. Σ΄ ένα από αυτά, μεταξύ των ασκητών, ζούσε κι ο αββάς Ζωσιμάς, ένας γέροντας ιερέας, ευσεβής αλλά, προπαντός, ταπεινός. Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε συνήθεια στην αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής όλοι οι μοναχοί να βγαίνουν έξω στην έρημο και να ασκούνται μόνοι τους στην  προσευχή και τη νηστεία μέχρι την Κυριακή των Βαΐων, οπότε και επέστρεφαν, για να περάσουν όλοι μαζί τη Μεγάλη Εβδομάδα και να γιορτάσουν το Πάσχα. Έτσι κι ο αββάς Ζωσιμάς, μόλις άρχισε η Σαρακοστή, αναχώρησε για την έρημο του Ιορδάνη, όπου περνούσε τις μέρες του προσευχόμενος. Ενώ πλησίαζαν οι μέρες για να επιστρέψει στο μοναστήρι, συναντήθηκε με έναν άνθρωπο ασκητικό και αδύνατο, που φορούσε κουρέλια. Έτρεξε από πίσω του και όταν τον πρόφτασε και τον σταμάτησε, με μεγάλη δυσκολία διαπίστωσε ότι επρόκειτο για γυναίκα. Ο Ζωσιμάς, αντιλήφθηκε ότι είχε μπροστά του έναν ξεχωριστό άνθρωπο και τον πίεσε να του διηγηθεί τη ζωή του. Η Μαρία, αυτή ήταν η ασκήτρια της ερήμου, διηγήθηκε εξομολογούμενη στον αββά όλη την προηγούμενη ζωή της. Ήταν ήδη 47 χρόνια στην έρημο, χωρίς να συναντήσει άνθρωπο. Τρεφόταν με τα ελάχιστα που μπορούσε να της δώσει ο χώρος. Του είπε ότι τα 17 πρώτα χρόνια που κατέφυγε στην έρημο μετανιωμένη για την παλιά αμαρτωλή ζωή της δεχόταν καθημερινά πόλεμο από τον διάβολο, αλλά στη συνέχεια η χάρη του Θεού και οι πρεσβείες της Θεοτόκου, στην οποία είχε αφιερώσει τη ζωή της, την απάλλαξαν από αυτόν. Η μετάνοιά της είχε γίνει δεκτή από τον Θεό. Παρακάλεσε τον αββά να έρθει στον ίδιο τόπο την επόμενη χρονιά έχοντας μαζί του τα Τίμια Δώρα και να μην πει σε κανέναν για τη συνάντηση αυτή. Πριν αναχωρήσει για το μοναστήρι του, προσευχήθηκαν μαζί και ο Ζωσιμάς είδε με δέος τη Μαρία, καθώς προσευχόταν, να είναι ανυψωμένη και να μην ακουμπάει τη γη.

Την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς ο αββάς Ζωσιμάς, εκτελώντας την εντολή της οσίας έφθασε στον Ιορδάνη ποταμό έχοντας μαζί του το Σώμα και του Αίμα του Κυρίου. Η Μαρία φάνηκε από την άλλη όχθη του ποταμού· έκανε το σημείο του σταυρού πάνω του και μετά, βαδίζοντας πάνω στο νερό, έφθασε στον γέροντα που περίμενε. Μετέλαβε και είπε στον αββά να έρθει την ίδια μέρα και τον επόμενο χρόνο.

Πράγματι, ο Ζωσιμάς πήγε την άλλη χρονιά να συναντήσει την Οσία, αλλά τη βρήκε νεκρή. Δίπλα στο σώμα της, που με ευλάβεια ασπάσθηκε, είδε να είναι γραμμένο πάνω στο χώμα το όνομα της Οσίας και η θέλησή της να τη θάψουν εκεί όπου βρέθηκε. Έγραφε ακόμη ότι είχε πεθάνει την ίδια μέρα που είχε κοινωνήσει, την προηγούμενη χρονιά. Ο αββάς Ζωσιμάς θέλησε αμέσως να εκτελέσει το θέλημα της Οσίας, αλλά δεν είχε εργαλεία για να σκάψει το σκληρό έδαφος και να τη θάψει. Τότε φάνηκε ένα λιοντάρι. Ο αββάς πλημμύρισε με φόβο μπροστά στη θέα του, αλλά σύντομα κατάλαβε ότι δεν μπορεί ένα τέτοιο αγρίμι να βρέθηκε τυχαία εκεί. Το λιοντάρι έσκαψε με τα πόδια του έναν λάκκο, όπου ο αββάς Ζωσιμάς τοποθέτησε το λείψανο της Οσίας, ψάλλοντας τη νεκρώσιμη ακολουθία. Μετά επέστρεψε στο μοναστήρι του, όπου διηγήθηκε σε όλους τη ζωή και τα ασκητικά κατορθώματα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.
Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα γιατί η Εκκλησία όρισε να τιμάται η μνήμη της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας λίγο πριν από την έναρξη της εβδομάδας των Παθών του Κυρίου. Για να μας θυμίσει ότι για όλα τα αμαρτήματα, όσο σοβαρά κι αν είναι, υπάρχει μετάνοια. Και όταν υπάρξει μετάνοια δίνεται απεριόριστη η Χάρη του Θεού.

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”



site analysis




(καθώς πλησιάζει η ημέρα εορτασμού της εθνικής επετείου της Επανάστασης του 1821, επιλέξαμε κάποια άρθρα που αναφέρονται στην συμβολή των γυναικών στον Αγώνα. Αδικημένες από την ιστορία, αλλά φωτεινά παραδείγματα θάρρους, τόλμης και αγάπης για την Πατρίδα… για αυτό θελήσαμε να κάνουμε μια ελάχιστη αναφορά στους αγώνες και τις θυσίες τους, ως μνημόσυνο δόξας και τιμής. Θα αναρτηθούν, συν Θεώ, τις επόμενες ημέρες. ιστολόγιο “Αντέχουμε…” )
παραθέτουμε την ομιλία της δρ. Φωτεινής Μπέλλου, από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας)
“Σήµερα, τιµούµε τη λαµπρή επέτειο των 186 χρόνων από την 25η Μαρτίου του 1821 που σηµατοδοτεί ιστορικά την ηµεροµηνία έναρξης της επανάστασης των Ελλήνων από τον Οθωµανικό ζυγό.
Από τον καιρό του θρυλικού ηρωισµού και της αυταπάρνησης για την ελευθερία µέχρι σήµερα οι Έλληνες βίωσαν συχνά περιόδους δύσκολες και τις περισσότερες φορές επεδείκνυαν γενναιότητα και θάρρος. Άλλοτε πάλι, οι Έλληνες βιώσαν περιόδους κατάπτωσης και χρόνια παρακµής. Ωστόσο, σε καµία περίοδο της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας δεν µειώθηκε ούτε για µια στιγµή το µεγαλείο της αυτοθυσίας και της µεγαλοσύνης των Ελλήνων ηρώων της επανάστασης του 1821.
Παρά την εικονοκλαστική διάθεση της σύγχρονης εποχής, που θέτει σε αµφισβήτηση πρότυπα, αξίες και πεποιθήσεις, το 1821 έχει επιδείξει µοναδική αντοχή στη λαϊκή συνείδηση και παραµένει το µεγάλο εθνικό κοµµάτι της ιστορίας, που το χρειαζόµαστε όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, ως αξιακό υπόβαθρο της συλλογικής µας αυτογνωσίας και ως πυξίδα της ιστορικής µας πορείας προς το µέλλον.
Ήσαν αµέτρητοι οι επώνυµοι και ανώνυµοι ήρωες, οι οποίοι έγραψαν «τα µεγάλα και τα πολλά»που, τους είπε «η τρίσβαθη ψυχή τους» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σολωµικός στίχος στους «Ελεύθερους πολιορκηµένους». Ηταν αυτή η µοναδική ελληνική ψυχή, που, από τον Μαραθώνα και τις Θερµοπύλες, µέχρι τα Γαυγάµηλα, τα τείχη της Βασιλεύουσας και το Μεσολόγγι, έµαθε µόνον να νικά ή να πεθαίνει. Τίποτε άλλο! Αυτή τη µοναδική ελληνική ψυχή διέθεταν, στον µεγάλο Αγώνα του Γένους µας, άνδρες και γυναίκες.
Αλλά η Ιστορία µοιάζει να έχει αδικήσει, ως προς την τιµή και τη δόξα που τους πρέπει, τις Ελληνίδες, που στάθηκαν γενναίες δίπλα στους γενναίους, άξιες δίπλα στους άξιους, και ηρωίδες δίπλα στους ήρωες. Ακόµη και αν η γυναικεία φύση εµπεριέχει την ανιδιοτελή αίσθηση του καθήκοντος και της προσφοράς, χωρίς την προσδοκία της αναγνώρισης ή της επιβράβευσης, εµείς που θέλουµε, αδιάκοπα, να αντλούµε µαθήµατα εθνικής ευθύνης και να προβάλλουµε πρότυπα ηθικού µεγαλείου, για την ατοµική ή συλλογική µας συµπεριφορά, οφείλουµε να ανασύρουµε από τις παρυφές της Ιστορίας και να οδηγήσουµε στις κορυφές της Εθνικής Μνήµης, τις Ελληνίδες του Εικοσιένα. Όχι επειδή τούτο επιβάλλει η σύγχρονη αντίληψη για την ισότητα των φύλων, αλλά διότι τούτο υπαγορεύει, διαχρονικά, η δίκαιη και αντικειµενική αποτίµηση των γεγονότων του µεγάλου µας εθνικού ξεσηκωµού.
Γυναίκες ηρωίδες αναφέρονται στη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία για τη δράση τους ενάντια στον Οθωµανικό ζυγό ακόµα και πριν από την έναρξη της επανάστασης. Την ώρα που ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος άφηνε, ηρωικά, τη ζωή, στην Πύλη του Ρωµανού και πέρναγε στον αιώνιο θρύλο, γεννιόταν στην Λήµνο η Μαρούλα, µια κοπέλα αγνώστων λοιπών στοιχείων, για την οποία ο Σπύρος Λάµπρος έγραψε ότι, «ήταν αξία ευρυτέρας εκτιµήσεως». Ο Κωστής Παλαµάς, στο µακροσκελές ποίηµά του «Η κόρη της Λήµνου», σώζει το µεγαλείο αυτής της γενναίας κόρης, που, βλέποντας τον πατέρα της να πέφτει νεκρός, κατά την πολιορκία του νησιού από τους Τούρκους, το 1475, χωρίς να δειλιάσει, άρπαξε την ασπίδα του και το ξίφος του και οδήγησε τους πολιορκούµενους στο κάστρο Κότσινο σε 10 11 γενναία έξοδο, Ενετούς και Έλληνες, αναγκάζοντας τους επιδροµείς να υποχωρήσουν και να φύγουν µε τα πλοία τους. Αυτή την ηρωίδα ύµνησε, µε τον δικό του µοναδικό επικολυρικό τρόπο, ο Παλαµάς:
Κανείς περίγελο, κανείς ντροπή δεν πρέπει νάχη,
Ότι γυναίκα οδηγεί τη λεβεντιά’ ς τη µάχη.
Ας τρέµει κάθε αγαρηνό σπαθί, κάθε σαρίκι.
Γυναίκες ήταν οι θεές, παρθένα είναι’ η Νίκη.
Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 1570-71, οι Τούρκοι κατέλαβαν, µετά από πολύµηνη πολιορκία, την Κύπρο. Σαράντα χιλιάδες άνθρωποι σφαγιάστηκαν. Από τα πλήθη των αιχµαλώτων, ο Μουσταφά πασάς ξεχώρισε, για να στείλει στο χαρέµι του σουλτάνου, τις ωραιότερες νέες και τους ωραιότερους νέους. Το άνθος της Κύπρου στοιβάχτηκε σ’ ένα µεγάλο καράβι και δύο µικρότερα, για να πάνε στην Πόλη. Ανάµεσα τους η Μαρία, κόρη ή ανεψιά του καπετάν Πέτρου Συγκλητικού. Πριν προλάβουν τα πλοία να ξεκινήσουν, η Μαρία έβαλε φωτιά σ’ ένα βαρέλι µε µπαρούτι, αποτρέποντας το ατιµωτικό ταξίδι και χαράσσοντας τον δρόµο που ακολούθησαν, αργότερα, ο Σαµουήλ στο Κούγκι, ο Γιωργάκης Ολύµπιος στη µονή Σέκου και η ∆έσπω Σέχου – Μπότση στον πύργο του ∆ηµουλά, µεταξύ Άρτας και Πρέβεζας.
Τα µυστικά νήµατα της Ιστορίας ένωσαν την αδάµαστη κόρη της Λήµνου και την ηρωική Κυπριωτοπούλα, µε την µαρτυρική ∆έσπω, που θυσίασε έντεκα κόρες, νύφες και εγγόνια, για να µην πέσουν στα χέρια των Τούρκων και έγιναν τραγούδι στα χείλη της απαράµιλλης λαϊκής µούσας:
Το Σούλι κι’ αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
Η ∆έσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει.
∆αυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει
Σκλάβες Τουρκών µη ζήσετε, παιδιά µαζί µ’ ελάτε.
Και τα φουσέκια άναψε κι όλες φωτιά γενήκαν.
Σε µια αυστηρά πατριαρχική και ανδροκρατική κοινωνία, όπως αυτή των Σουλιωτών, ο σεβασµός προς τη γυναίκα ήταν απόλυτος. Ίσως διότι οι Σουλιώτισσες κέρδιζαν την αναγνώριση των ανδρών µε την εξοικείωσή τους στα όπλα και τη συµπεριφορά τους στη µάχη. ∆ίπλα στη Μόσχω Τζαβέλα, τη γυναίκα του Λάµπρου, στη Λένω Μπότσαρη, την αδελφή του Μάρκου και στη Χάϊδω Σέχου, κάθε Σουλιώτισσα δεν ήταν µόνο µάνα, αδελφή, γυναίκα και κόρη ήρωα. Ήταν και η ίδια, από µόνη της ηρωίδα. Όταν οι άνδρες µάχονταν, οι γυναίκες κουβαλούσαν πολεµοφόδια, τροφές και ό,τι άλλο χρειάζονταν οι µαχητές. ∆εν γεννήθηκαν τυχαία, στα ίδια κακοτράχαλα βουνά, οι γυναίκες της Πίνδου το ’40. Οι Σουλιώτισσες, µε την παρουσία τους στις µάχες εµψύχωναν τους µαχητές, ενίσχυαν την άµιλλά τους, γιγάντωναν την αυτοθυσία τους. Αλλά και έψεγαν όσους τυχόν δείλιαζαν και, κάποτε, τους αφόπλιζαν.
Μόνο από τέτοιες γυναίκες θα µπορούσε να µείνει στην Ιστορία το Ζάλογγο, ως υπέρτατο µνηµείο αρετής και θυσίας, που υµνήθηκε ακόµη και από τον εχθρό. Πράγµατι, στις 18 ∆εκεµβρίου 1803, τον θρύλο που έγραψαν µε τον χορό τους στο Ζάλογγο οι Σουλιώτισες, τον παρέδωσε στην ιστορική µνήµη η περιγραφή Τούρκου αυτόπτη µάρτυρα, ενός αξιωµατικού του Αλή πασά, του Σουλεϊµάν Αγά. Η περιγραφή του υπάρχει σε βιβλίο του Ibrahim Manzour efendi, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1828. Συγκλονισµένος ο τούρκος αξιωµατικός αναφέρει ότι, οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, που τα βήµατά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισµός και η αγωνία του θανάτου τόνιζε το ρυθµό του… στο τέλος των επωδών οι γυναίκες βγάζουν µια διαπεραστική και µακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός τους σβήνει στο βάθος ενός τροµακτικού γκρεµού, όπου ρίχνονται µαζί µε όλα τα παιδιά τους».
∆εκαεννιά χρόνια αργότερα, στις 21 Απριλίου 1822, οι Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου ξαναζούν στην ψυχή των γυναικών της Νάουσας. Για ν’ αποφύγουν την αιχµαλωσία και την ατίµωση από τους Τούρκους, ρίχνονται στους καταρράκτες της Αραπίτσας, µαζί µε τα παιδιά τους και πνίγονται, προσθέτοντας και τη δική τους θυσία στον µεγάλο Αγώνα.
Η επανάσταση έχει πια ξεκινήσει και οι Ελληνίδες γράφουν, µε το δικό τους πάθος και µε την δική τους ξεχωριστή λεβεντιά σελίδες µεγαλείου και δόξας. Η Λασκαρίνα Μπουµπουλίνα, δυο φορές χήρα και µε έξι παιδιά, όλα ταγµένα στον Αγώνα, πρωτοστατεί µε το πλοίο της, τον θρυλικό «Αγαµέµνονα», στην πολιορκία του Ναυπλίου και µπαίνει θριαµβεύτρια, δίπλα στον Κολοκοτρώνη, στη Τριπολιτσά. Είναι η «νέα Αµαζόνα» κατά τον ιταλό περιηγητή Πέτσιο, ενώ ο γερµανός δηµοσιογράφος Κρίστιαν Μίλλερ, γράφει, εντυπωσιασµένος, για τη γυναίκα που το όνοµά της και τα ανδραγαθήµατά της συζητούνται σε όλη την Ευρώπη: «Σπετσιώτισσα είναι η γνωστή ηρωίδα Μπουµπουλίνα, που εξόπλισε τρία καράβια, εκ των οποίων τα δύο κυβερνούν οι γιοι της και το µεγαλύτερο το κυβερνάει η ίδια. Έχασε κιόλας ένα γιο της σ’ αυτόν τον αγώνα και φλέγεται τόσο σα µάνα από το αίσθηµα της εκδίκησης, όσο και σαν Ελληνίδα από την αγάπη προς την πατρίδα. Έχει επιφέρει πολλές καταστροφές στους τούρκους και τους έχει πάρει πολλά καράβια»

Το ίδιο ατρόµητη θαλασσοµάχος και η ∆όµνα Βισβίζη, η Θρακιώτισσα από την Αίνο. Όπως γράφει ο Ιωάννης Φιλήµων, «Τοιαύτη ανεδείχθη και η ∆όµνα σύζυγος Βασιλείου Χατζή, πλοιάρχου. Θανατωθέντος αυτού κατά την πολιορκία της Ευβοίας, ανέλαβε η ίδια την διοίκησιν του πλοίου ως άλλος ανήρ, επί πολύ χρόνον, ίνα µη στερηθή η πολιορκία της από θαλάσσης βοηθείας». Η ∆όµνα Βισβίζη, την οποία ο ∆ηµ. Υψηλάντης αποκαλούσε Ευγενεστάτη και Γαληνοτάτη και για την οποία ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πιστοποιούσε µε έγγραφό του, ότι τον Μαϊο του 1822, τον έσωσε, αυτόν και τους άνδρες του, προµηθεύοντάς του τρόφιµα και πολεµοφόδια, διατήρησε το πλοίο της επί τρία χρόνια. ∆απάνησε για την συντήρησή του και την διατροφή του πληρώµατός του, όλη της την περιουσία. Και όταν πια οι πόροι της τελείωσαν και το µπρίκι είχε πάθει µεγάλη φθορά, το χάρισε, τον Σεπτέµβριο του 1824 στην κυβέρνηση, που το µετέτρεψε σε πυρπολικό. Μ’ αυτό ο Ανδρέας Πιπίνος έκαψε, στη Σάµο, την τουρκική φρεγάτα.

Μια άλλη µεγάλη γυναικεία µορφή του ’21, ήταν η Μαντώ Μαυρογένους. Γεννήθηκε στην Τεργέστη,

 από Μυκονιάτισσα µάνα σπαρτιατικής καταγωγής και τον Νικόλαο Μαυρογένη, µεγάλο σπαθάρη του συνώνυµου του και θείου του, ηγεµόνα της Βλαχίας. Μετά τον αποκεφαλισµό του ηγεµόνα από τους Τούρκους, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εµπόριο. Η Μαντώ, είχε εξαιρετική µόρφωση και µιλούσε επαρκώς εκτός από την µητρική της γλώσσα, τουρκικά, γαλλικά και ιταλικά..Λίγο πριν την κήρυξη της Επανάστασης και µετά τον θάνατο του πατέρα της, εγκαταστάθηκε στην Τήνο και στη συνέχεια στην Μύκονο. Με χρήµατα της οικογενείας της, αρµάτωσε και διέθεσε στον Αγώνα δύο καράβια, ενώ συντηρούσε και δύναµη 800 πολεµιστών. Φορώντας αντρικά ρούχα και ζωσµένη µε το σπαθί του πατέρα της, η Μαντώ πήρε µέρος σε µάχες στην Κάρυστο, στη Μαγνησία, στο Τρίκκερι, στην Άµφισσα, στη Χαιρώνεια και σε επιθέσεις εναντίον του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. 12 13 Με διαταγή της εθνοσυνέλευσης του Άστρους, της απονεµήθηκε, ως διακριθείσα επ’ ανδραγαθία στο πεδίο της µάχης, στέφανος δάφνης, «εν επισήµω τελετή οµοία προς την των Ολυµπιακών Αγώνων». Ακόµη, για την τεράστια συµβολή της στην Επανάσταση, της απονεµήθηκε, µοναδικό προς γυναίκα, το αξίωµα του επιτίµου αντιστρατήγου και της παραχωρήθηκε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο για την εγκατάστασή της. Αυτή η σπουδαία γυναίκα, µε την αριστοκρατική καταγωγή, που πολέµησε παθιασµένα σε όλα τα πεδία των µαχών, που ουδέποτε εφατρίασε κατά τις εµφύλιες διαµάχες, που τροφοδότησε το κύµα του φιλελληνισµού στην Ευρώπη µε τις δύο επιστολές που έγραψε, τη µία προς τις παρισινές κυρίες και την άλλη προς τις αγγλίδες κυρίες, και η οποία προσέφερε 7.000.000 γρόσια για τον Αγώνα, πέθανε, τελικά, πάµπτωχη.
Επανέλαβαν τις θυσίες-αυτοθυσίες του Ζαλόγγου στη βραχώδη κοίτη του ποταμού Μαυρονέρι (Αραπίτσα) οι Ελληνίδες της Νάουσας το 1822, για να μην πέσουν ζωντανές στα χέρια των Τούρκων και για να αποφύγουν ατιμώσεις, μαρτύρια και εξισλαμισμό των παιδιών τους. Οι γυναίκες και θυγατέρες – νύφες των προεστών και οπλαρχηγών της Νάουσας δέχθηκαν το 1822 συσσωρευμένα πρωτοφανή μαρτύρια: Μισοθαμένες στο χώμα ως πάσσαλοι, δέχονταν βρισιές από τις Μουσουλμάνες και κτυπήματα από τα μικρά παιδιά των Τούρκων, με αναμμένα δαυλιά! Ο ίδιος ο Αλμπούλ – Αμπούδ τους πρότεινε να εξισλαμισθούν. Και όταν δέχθηκε την άρνησή τους, άλλες έκλεισε σε σάκκους με γάτες και ποντίκια , άλλες σε σάκκους γεμάτους φίδια και άλλες γυναίκες έκλεισε σε οχετούς, των οποίων απέφραξε την έξοδο!


Η Ελληνίδα στο «21» δέχθηκε κάθε είδους οργή, αγριότητα, βάσανο, θάνατο, ατίμωση και σκλαβιά από τους Τούρκους, Αρβανίτες και Αιγυπτίους. Χιλιάδες Ελληνίδες, ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες, πωλήθηκαν στα ανθρωποπάζαρα της Κων/πόλεως, της Σμύρνης, της Αλεξάνδρειας, της Τύνιδας, του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης. Βασανισμένες υπάρξεις οι Ελληνίδες των ανθρωποπαζαριών περιπλανήθηκαν για δεκάδες χρόνια, καθώς περνούσαν από πολλά χέρια αγοραστών, μα παρέμεναν Ελληνίδες. Το παρακάτω παράδειγμα είναι εντυπωσιακό:
Η Μαρία Δασκαλογιάννη, η μεγαλύτερη κόρη του επαναστάτη των Σφακίων, αιχμαλωτίσθηκε και οδηγήθηκε στην Κων/πολη σκλάβα. Έγινε σύζυγος Τούρκου αξιωματούχου και απέκτησε και δυο παιδιά. Όταν πέθανε ο άνδρας της, πήρε την κόρη της και ξέφυγε, έφθασε στην Τήνο, για να προσκυνήσει την Παναγιά της Τήνου και να πεθάνει μοναχή πλέον.
Οι Ελληνίδες μητέρες στις καταστροφές – ολοκαυτώματα της Χίου, της Κάσου, των Ψαρών και αλλαχού, έζησαν το μαρτυρικό πόνο του σπαρακτικού θανάτου των σπλάχνων τους, των παιδιών τους, βλέποντας να γίνονται παιγνίδισμα – λιάνισμα Τούρκικων σπαθιών, ή ρίχτηκαν μαζί τους στον όλεθρο μ’ όποιον τρόπο μπορούσαν.
πίνακας: Sir Charles L. Eastlake: Φυγάδες, μετά την καταστροφή στην Χίο
Πολλές δεκάδες χιλιάδες γνώρισαν τους αλάλητους καημούς και τις πίκρες της προσφυγιάς, χωρίς να γίνονται ουδαμώς εμπόδιο, ούτε έγνοια στους άνδρες τους, αγωνιστές -μαχητές του Ιερού Αγώνα! ο Καραϊσκάκης ήταν αρχιστράτηγος, αλλά η γυναίκα του πέθανε πρόσφυγας στο νησί Κάλαμος της Επτανήσου. Ποιος μπορεί να υπολογίσει τί είδους και πόσες δοκιμασίες περνούσε, όμως δεν ειδοποίησε τον άνδρα της, να σπεύσει κοντά της. Στις 19 Αυγούστου 1825 έλαβε την πληροφορία ότι πέθανε η γυναίκα του και οι θυγατέρες του έμεναν πλέον απροστάτευτες. Εκείνος δεν έφυγε, μόνον έγραψε στην κυβέρνηση: «απέθανεν η σύζυγος μου και ήθελον να υπάγω να οικονομήσω τα παιδιά μου, αλλά δεν αφήνω την πατρίδα». Αυτή η βαθειά ζωντανή συνείδηση της ιερής ανάγκης του Αγώνα , που κατέπνιγε κάθε άλλη υποχρέωση, κάθε άλλον πόνο, ήταν κοινή πίστη των Ελληνίδων στο «21»!. Η βιοτική ανάγκη δεν θόλωνε τις συνειδήσεις των Ελληνίδων.
Και όταν ήρθαν οι μαύρες ώρες των εμφυλίων πολέμων στον Αγώνα του «21», όταν οι ήρωες έχαναν τους εαυτούς των, οι Ελληνίδες κράτησαν τους αγνούς πόθους τους, την πίστη τους και τη δύναμή τους και δεν βαρύνονταν με πάθη, με φιλοδοξίες ούτε με λεηλασίες, αρπαγές και εγκλήματα. Οι Ελληνίδες δεν έχασαν τους «καλούς εαυτούς των». Είναι χαρακτηριστική ηεπιστολή της γυναίκας του Νικηταρά στον Πρόεδρο Κουντουριώτη, με την οποία παρακαλεί και παρακινεί να σταματήσουν οι εμφύλιες διαμάχες:

«Εκλαμπρότατε Πρόεδρε κύριε Γεώργιε Κουντουριώτη, είναι δύσκολον να σας παραστήσω την λύπην της ψυχής, οπού εδοκιμάσαμεν όλοι οι ευαίσθητοι πατριώται, όταν οφθαλμοφανώς είδομεν αναμμένον τον εμφύλιον πόλεμον εις τους κόλπους της πατρίδος μας και Χριστιανούς Έλληνας να σκοτώνουν ασπλάγχνως τους αδερφούς των Χριστιανούς. Και αν αφήσω εις αλησμονησίαν την τιμήν του αίματος και τους οικείους αγώνας, μεθ’ ων εξηγοράσθη η ελευθέρα αυτή γη, την οποίαν τολμά να ξαναβάφη σήμερον με αίμα αθώων ομογενών ή ραδιουργία τινών, δεν ημπορώ κατ’ ουδένα τρόπον ούτε εγώ, ούτε άλλος καλός πατριώτης να παραβλέψωμεν τα πικρά δάκρυα τοσούτων πτωχών φαμελιών ταλανιζομένων από τόσας δυστυχίας, πενίαν πείναν, εξωτερικούς και εσωτερικούς φόβους και περιπλέον από την απελπισίαν οπού τους εμπνέει ο εμφύλιος πόλεμος. Δια τούτο παρακαλούμεν την υμετέραν εκλαμπρότητα, ίνα λάβη οίκτον φιλανθρωπίας και να απαντηθή αυτή η κακή αρχή του εμφυλίου πολέμου. Όσον δε δια την κατάχρησιν των αιτίων της δικαίας σας οργής, μείνετε βέβαιοι ότι θέλετε εύρει συμμάχους όλους τους καλούς πατριώτας, δια να παύσουν αύται αι καταχρήσεις με ειρηνικώτερον τρόπον και ούτω, να έχετε και την ευλογίαν όλου του Εθνους».
Εν Ναυπλίω τη 1η Μαρτίου 1824. η ευσεβεστάτη πατριώτισσα ΝΙΚΗΤΑΙΝΑ ΑΓΓΕΛΙΝΑ

Ο ψυχικός κόσμος της Ελληνίδας:
Την εποχή που μαίνονταν οι εμφύλιες διαμάχες και εσφάδαζε αιμόφυρτος και σκελετώδης ο αγωνιζόμενος λαός, οι Ελληνίδες συνέχιζαν να προσφέρουν τη μεγάλη γενναία απόφαση, τους αγώνες και τις θυσίες τους για ελευθερία, έναντι οιασδήποτε θυσίας. Έλαμψε στα χρόνια εκείνα το άστρο του Μεσολογγίου. Οι γυναίκες ήταν στο πλάι των ελεύθερων πολιορκημένων πολεμιστών, καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα και μαζί τους στην έξοδο μ’ αντρίκια ρούχα, με τα παιδιά και τ’ άρματα στα χέρια. Όλες οι Ελληνίδες του Μεσολογγίου, εκτός από δεκατρείς (13) που σώθηκαν με την έξοδο, προσφέρθηκαν ολοκαύτωμα στον αγώνα του «21», ή αιχμαλωτίσθηκαν.
Αλλά και στο Μωριά η Ελληνίδα άνθεξε στην οργή του Ιμπραήμ. Συγκλονίζει κάθε ψυχή το απόσπασμα του Μακρυγιάννη: «Ανάμεσα Πάτρα και Γαστούνη, είναι ένα χωριό, το Μέγα Σπήλαιο. Έκανα κονάκι σ’ ενού παπά το σπίτι. Μου λέγει η παπαδιά: «Όταν ήρθαν οι Τούρκοι του Μπραήμη, εμείς ήμαστε μέσα στο βάλτο, στο νερό, τόσες ψυχές, να γλυτώσουμε. Και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε. Και ήταν το σώμα μας καταματωμένο απ’ τις αβδέλλες, μας φάγαν… Και τα παιδιά πεταμένα μέσα – γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια πλέγαν κι άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οχτώ και μ’ αφάνισαν κι εμένα και τις άλλες. Διατί τα τραβήσαμεν αυτά; Δι’ αυτείνη την πατρίδα. Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα… Με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ». Τέτοια ήταν η ψυχή της Ελληνίδας του «21»! Ελεύθερη, αδέσμευτη, πεντακάθαρη η ψυχή της. Ό,τι κι αν υπέστη η σάρκα της, εξαγνίσθηκε η σάρκα και δέχθηκε η ψυχή της περίσσια τη Χάρη του Θεού. Ο Ιμπραήμ έκαιγε, έσφαζε, ζωγρούσε κι ατίμαζε, μα ο Μωριάς δεν έπεσε. Και οι Μανιάτισσες, όπως η Γερακάκη, η Σάββαινα, η Πανώρια Βοζίκη, η Κων/να Ζαχαριά, η Ροζάκαινα, η Ραλλού Μαυρομιχάλη, η Ελένη Λαμπροπούλου και η Ελένη Αναίπη με όπλα τα δρεπάνια του θερισμού, ξύλα και πέτρες τον Ιούνιο του 1826, κράτησαν αναμμένη τη φλόγα της ελευθερίας-όταν είχε πέσει και το Μεσολόγγι και η επανάσταση βρισκόταν στο πιο κρίσιμο σημείο – και ο Ιμπραήμ δεν πέρασε. Η Μάνη έμεινε απάτητη, ο Μωριάς και η Ελλάδα έμεινε ελεύθερη.

Και όταν ο αγώνας τελείωσε, παρά τη δραματική εξάντληση, η Ελληνίδα, η χαροκαμένη γυναίκα του απόμαχου αγωνιστή , η μαυροφορεμένη χήρα του πεσόντος μαχητή, η αλύγιστη μάνα των πεινασμένων ή, καθώς λέγονταν στη Μάνη, των μαύρων ορφανών, ξεπέρασαν τον πόνο τους και ξαναβρήκαν τη ζωτικότητα και την Πίστη στο Θεό και στο Γένος, την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και νοικοκύρεψαν την νεοελληνική οικογένεια και τον τόπο ετούτο τον Ελληνικό. Η σκέψη τους, η καρδιά τους, οι παραγωγικές ικανότητες δεν έγιναν υπόθεση φιλοπρωτίας ή πολιτικού ανταγωνισμού, αλλά έδωσαν ηθική και πνευματική θέρμη στο λαό μας. Και αυτή την παράδοση της Ελληνίδας της Τουρκοκρατίας και του εικοσιένα, ακολούθησε και η Ελληνίδα του Σαράντα.

πίνακας:”αποχαιρετισμός”
Στα χρόνια μας γίνεται πολύς λόγος για ισότητα των δύο φύλων, του άνδρα και της γυναίκας, πολύς και ποικίλος λόγος για τα δικαιώματα της γυναίκας, περισσότερος ακόμα λόγος για την εθελοντική και για την υποχρεωτική στράτευση της γυναίκας. Ωστόσο, περισσότερο τιμούμε την Ελληνίδα γυναίκα όταν της αναγνωρίζουμε, ομολογούμε και συνειδητοποιούμε την προσφορά της. Και η Ελληνική Ιστορία τονίζει ότι, η προσφορά και η θυσία δικαίωσε την Ελληνίδα γυναίκα. Η Ελληνίδα γυναίκα στην Τουρκοκρατία και στο εικοσιένα, ούτε διακηρύξεις, ούτε επίσημες κατοχυρώσεις είχε για την ισότητα των δύο φύλων και για δικαιώματα! Είχε όμως αφάνταστα εκπληκτική ευαισθησία για τις υποχρεώσεις της στην Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη και στην Ελλάδα. Έτσι μεγαλούργησε, δικαιώθηκε ενώπιον Θεού και των γενεών των επομένων ανθρώπων και άνοιξε δρόμο για τις επερχόμενες γενεές και για την δική μας: Το δρόμο της προσφοράς, του χρέους, της θυσίας.
Οπωσδήποτε από κάπου άντλησε δύναμη η Ελληνίδα της Τουρκοκρατίας και του Εικοσιένα. Δεν άντλησε δύναμη από την… απελπισία, όπως γράφει κάποιος σύγχρονος ιστορικός. Ούτε από ανθρώπινες διακηρύξεις δικαιωμάτων, από Καταστατικά και νόμους ανθρώπων. Ούτε μόνον από τον πόθο της ελευθερίας πορίσθηκε τόση καρτερία και τόση δύναμη. Άντλησε η Ελληνίδα δύναμη από ψηλότερα, από την Κυρά του Γένους, την Παναγία! Ένας Γάλλος περιηγητής, ο Francois Richard, σε χρονικό του που κυκλοφόρησε το 1657 στο Παρίσι, έγραψε ότι η εγκαρτέρηση, η αισιοδοξία, η ευτυχία των Ελλήνων, οφείλονταν στη λατρεία που τρέφουν στην Παναγία: «Σ’ όλα τα σπίτια, βλέπεις εικόνες της Παναγίας. Είναι ο φρουρός, ή καλύτερα η νοικοκυρά του σπιτιού. Σ’ αυτή την εικόνα στρέφουν το βλέμμα, όταν τους συμβή κάτι κακό, ικετεύοντας τη βοήθεια της»Δημιούργησε και αυτή την παράδοση η Ελληνίδα της Τουρκοκρατίας και του Εικοσιένα: την παράδοση της κυράς του Γένους, που συνδέει τον εθνικό βίο των Ελλήνων στενά, με την Παναγία Θεοτόκο. Γι’ αυτό και είναι απίστευτος ο αριθμός των ναών της Παναγίας στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και ονόμασε την Παναγία Θρηνωδούσα, Ξεσκλαβώτρα, Φιλέρημη, Χιλιαρμενίτισα, Ελευθερώτρια, Οδηγήτρια, Παναγιά Χιλιάρμενη, Παναγιά Αρβανίτισσα και Παναγιά Αρμάδα. Από την Παναγία αντλούσε παρηγοριά και δύναμη η Ελληνίδα της πολυστένακτης δουλείας και του πολυαίμακτου αγώνα της Ελευθερίας. Και εκεί κατηύθυνε το Γένος να προσβλέπει, να ελπίζει και να σώζεται. Η Ελληνίδα έκανε την Παναγία φιλέλληνα!
Γι’ αυτή την προσφορά και την παράδοση της Ελληνίδας στην Τουρκοκρατία και στο «21» ο καθένας αξίζει να επαναλαμβάνει συνειδητά τους στίχους του εθνικού μας ποιητή:
«Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ” όνομά τους μνέω».
*******
πηγή: Από το βιβλίο του Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου, φιλολόγου-ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., «Ιστορικές γραμμές» Τόμος Γ” (Λάρισα 1983. Σελίδες 27 – 43.)
Η/Υ επιμέλεια: Μοναχής Θεοδοσίας, Κωνσταντίνας Κυριακούλη, Ιωάννου Τρίτου. ηλ. πηγή κειμένου: http://www.orp.gr/?p=3902
εικόνες από agiasofia.com, kolivas.de, Διακόνημα και google images


επιμέλεια ανάρτησης: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”

ΠΗΓΗ.ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ..

Η Αγία Δροσίς και οι συν αυτή πέντε Κανονικές – 22 Μαρτίου



site analysis


22 Μαρτίου 2018


Οι άγιοι Βασίλειος Αγκύρας, Δροσίς και Καλλινίκη (22 Μαρτίου).
Η Αγία Μάρτυς Δροσίς ήταν θυγατέρα του αυτοκράτορα Τραϊανού (98 – 117 μ.Χ.) και συμπαθούσε τους Χριστιανούς, που τόσο υπέφεραν από τον διωγμό. Κάθε βράδυ η Αγία εξερχόταν από τα ανάκτορα και μαζί με πέντε Κανονικές, δηλαδή πέντε μοναχές, περισυνέλεγε και ενταφίαζε τα λείψανα των άταφων Χριστιανών, που είχαν μαρτυρήσει.
Όμως ένας σύμβουλος του αυτοκράτορος, που ήταν και μνηστήρας της Δροσίδος, ο Αδριανός, πληροφόρησε τον βασιλέα για το έργο των γυναικών. Τότε ο Τραϊανὸς τις συνέλαβε και την μεν Αγία Δροσίδα την περιόρισε στο παλάτι, τις δε μοναχές τις έριξε μέσα σε χωνευτήρι με λιωμένο χαλκό.
Στο Συναξάρι αναφέρεται ότι με τον χαλκό αυτό, μέσα στον οποίο χωνεύθηκαν οι πέντε Αγίες, ο Τραϊανός διέταξε να κατασκευασθον οι βάσεις των χάλκινων αγγείων του δημόσιου λουτρού, το οποίο είχε ανεγείρει και που επρόκειτο να δοθεί σε δημόσια λειτουργία κατά την ημέρα της εορτής των Απολλωνίων.
Όταν έγιναν τα εγκαίνια του λουτρού, ο πρώτος που έσπευσε να εισέλθει μέσα, μόλις πλησίασε, έπεσε κάτω νεκρός. Το ίδιος συνέβη και με όσους άλλους, μετά από αυτόν, πλησίασαν την θύρα.
Μόλις ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε τα γεγονότα, ρώτησε τους ιερείς των ειδώλων μήπως οι Χριστιανοί είχαν κάνει καμία μαγεία. Εκείνοι απάντησαν ότι αυτό το έκαναν τα χάλκινα αγγεία, που κατασκευάστηκαν από τα λείψανα των πέντε μοναχών. Τότε ο Τραϊανός διέταξε να κατασκευασθούν άλλα χάλκινα αγγεία, ώστε να σταματήσουν οι θάνατοι και να ξαναλιώσουν τα αγγεία μέσα στα οποία μαρτύρησαν οι Άγίες, για να κατασκευαστούν χάλκινα ομοιώματα των πέντε εκείνων Μαρτύρων προς ατίμωση και όνειδός τους.
Έτσι κι έγινε. Τα γυμνά αγάλματα στήθηκαν. Ο Τραϊανός, όμως, είδε στον ύπνο του τις πέντε μοναχές να τον επιτιμούν και να του προαναγγέλουν την κοίμηση της θυγατέρας του. Ὁ ἀσεβὴς αὐτοκράτορας ἐξοργίστηκε, διότι ο Θεός εξευτέλισε τις ανόητες βουλές του και τις γεμάτες παράνοια πράξεις του. Έδωσε, λοιπόν, εντολὴ να αναφθούν δύο κλίβανοι σε καθένα από τα δύο άκρα της πόλεως και να πυρακτώνονται συνεχώς. Με διαταγή του τοποθέτησε στους κλιβάνους και επιγραφή, η οποία έγραφε: «Χριστιανοί, που προσκυνάτε τον Εσταυρωμένο, λυτρώσατε τους εαυτούς σας από τα πολλά βασανιστήρια καὶ απαλλάξατε εμάς από τον κόπο των βασάνων. Ρίψατε εαυτούς στον κλίβανο».
Η Αγία Δροσίς απέβαλε τα βασιλικά ενδύματα και έφυγε από τα ανάκτορα χωρίς να την αντιληφθεί κανείς. Προχωρούσε προς τον κλίβανο, για να μαρτυρήσει υπέρ του Χριστού και να βρεθεί κοντά στις Αγίες, που αναπαύονταν στη Βασιλεία του Θεού. Σκέφθηκε όμως ότι δεν είχε βαπτισθεί. Έβγαλε τότε από το θηλάκιο του χιτώνα της το μύρο, μπήκε μέσα σε ένα λάκκο με νερό και βαπτίσθηκε στο Όνομα του Πατρὸς και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Στην συνέχεια κρύφθηκε κάπου για λίγες ημέρες, τρεφόμενη με τροφή που της έφερνε Άγγελος Κυρίου, και παρακαλώντας τον Θεό να της δείξει τί έπρεπε να κάνει, παρέδωσε την ψυχή της.