Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Ανυσίας της Αγίας



site analysis



Ανυσίας της Αγίας
εορτάζουμε τη μνήμη
και εις το ένδοξό της τέλος
άσβεστο καίει καντήλι.
Γόνος ευγενών γονέων
που της δίδαξαν την πίστη
και έκαναν την Ανυσία ,
πάμπλουτη εις την καρδία..
Τι να θες κληρονομία
δώσε δούλου, ελευθερία,
δώσε στου φτωχού τα πλούτη ,
μέγιστη η χαρά ειν, τούτη….
Καλλινίκων των μαρτύρων
τις πληγές παρθένα, νίψε,
δώσε έλεος , στο φτωχό
σκέπε με , τον ταπεινό..
Στου Κυρίου ευθύς τας πόδας
δάκρυ πίπτει, δίκην μπόρας…
Φέρνει η λατρεία ετούτη
φως καρδίας, αντί πλούτη. ..
Φέρνει ο πειρασμός, σεισμό
προς τερματισμό ευχών,
μα η προσήλωση για Eκείνον
κάνει το θηρίο , ανήμερο…..
Στων διωγμών τα μαύρα χρόνια
του στρατού, άφρων οπλίτης
λόγχισε την Ανυσία
με αμέτρητη μανία .
Πέφτει κάτω , η Ανυσία
στέλνει Αγγέλους , η Κυρία,
αποθέτουν στην Οσία
στέφανο για τη θυσία…
Λάρναξ αργυρή τυλίγει
σκήνωμα με ευωδία,
πλάι στο Μεγαλομάρτυ
προσκυνώ με δέος τη Μάρτυ…
Θεία όμως η προνοία,
μετοικεί στη Λευκωσία,
με τεμάχιο Λειψάνου
σε ναό, κάλλους μεγάλου..
Είναι η νήσος των Αγίων
κατά τι, πλουσιότερα
και από θρόνου Παντανάσσης
έθνους ευλογεί, δυνάμεις…
Στις 30 Δεκεμβρίου
μνήμη, ο στρατός δοξάζει
και εκ του όρους του Αγίου
νέα προσευχή , δια βίου…
Πρεσβειών, της Ανυσίας
Θείου έρωτα αθλητρίας
μιμητής κληρονομίας
παρθενίας και νηστείας ….
Μνάσων ο παλαιός μαθητής.
πηγη.http://www.diakonima.gr/

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Τα Χριστούγεννα μιας μοναχικής γυναίκας (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς, επίσκοπος Αχρίδος)



site analysis

Τα Χριστούγεννα της Ιωάννας.
«Παραπονιέσαι για τη μοναξιά στη μέση μεγάλης πόλης. Τόσος λαός γύρω σου κοχλάζει σαν μυρμηγκοφωλιά, και εσύ και πάλι αισθάνεσαι σαν στην έρημο. Στις μεγάλες γιορτές η κατάσταση είναι ανυπόφορη. Παντού πλημμυρίζει η χαρά, ενώ εσένα σε πιέζει η λύπη. Οι εορταστικές ημέρες των Χριστουγέννων και της Ανάστασης σου φαίνονται σαν κάποια άδεια δοχεία, τα οποία εσύ γεμίζεις με δάκρυα. Όταν αυτές οι άγιες γιορτές βρίσκονται μακριά πίσω ή μπροστά σου, αισθάνεσαι πιο ήρεμη. Αλλά όταν πλησιάσουν και έρθουν, η θλίψη και η ερημιά κυριεύουν την ψυχή σου.
Τί να σου κάνω; Θα σου διηγηθώ την ιστορία για τα Χριστούγεννα της Ιωάννας διότι ίσως σε ωφελήσει. Θα αφήσω όμως να σου διηγείται εκείνη όπως τα είχε διηγηθεί σε μένα.
«Σαράντα και κάτι χρόνια βλέπω εγώ αυτό τον κόσμο σαν γυναίκα. Ποτέ καμιά χαρά, εκτός από λίγη σαν παιδί στο σπίτι των γονέων μου. Αλλά μπροστά στον κόσμο δεν έδειχνα λυπημένη. Μπροστά στους ανθρώπους υποδυόμουν τη χαρούμενη, και στη μοναξιά έκλαιγα. Όλοι με θεωρούσαν ένα ευτυχισμένο πλάσμα, αφού ως τέτοια έδειχνα. Ακούω, όλοι γύρω μου παραπονούνται, και οι έγγαμοι και οι άγαμοι, και οι πλούσιοι και οι φτωχοί, όλοι. Και σκέφτομαι, γιατί κι εγώ να παραπονιέμαι στους δυστυχισμένους για τη δική μου δυστυχία, και μόνο να αυξάνω τη λύπη γύρω μου; Θεέ, να δείχνω χαρούμενη έτσι θα είμαι πιο χρήσιμη στον δυστυχισμένο κόσμο, ενώ το μυστικό μου θα το κρύβω μεσα μου και θα κλαίω στη μοναξιά μου. Προσευχόμουν στον Θεό, για να μου εμφανισθεί με κάποιο τρόπο, τουλάχιστον μόνο ένα δάχτυλό Του να αισθανθώ. Προσευχόμουν έτσι, για να μην σβήσω από την κρυμμένη λύπη. Από κάθε έσοδο έκανα ελεημοσύνη οπουδήποτε είχα ευκαιρία. Επισκεπτόμουν αρρώστους και ορφανούς, και έφερνα χαρά με τη δική μου φαινομενική χαρά. Πιστεύω σε Σένα, αγαθέ μου Θεέ, έλεγα συχνά, αλλά Σε παρακαλώ, εμφανίσου μου με κάποιο τρόπο, για να Σε πιστεύω ακόμα περισσότερο. «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία» (Μάρκ. 9, 24). Επαναλάμβανα αυτά τα λόγια από το Ευαγγέλιο. Και πράγματι, βίωσα να μου εμφανιστεί ο Κύριος.
Δυσκολότατες για μένα ήταν οι μεγάλες γιορτές. Μετά από τη Λειτουργία κλεινόμουν στο δωμάτιο και έκλαιγα ολόκληρα τα Χριστούγεννα και την Ανάσταση. Όμως τα προηγούμενα Χριστούγεννα εμφανίστηκε ο Θεός. Αυτό έγινε ως εξής. Πλησίαζε αυτή η μεγάλη μέρα. Εγώ αποφάσισα να ετοιμάσω όλα έτσι όπως η μητέρα μου ετοίμαζε: και κρέας, και ζυμαρικά, και γλυκά, και όλα τ’άλλα. Άπλωσα σανό στο σπίτι, πέταξα από τρία καρύδια σε κάθε γωνιά του δωματίου. Ας είναι η Αγία Τριάδα ελεήμων σε όλες και τις τέσσερις πλευρές του κόσμου. Και κάνοντας όλα αυτά ασταμάτητα προσευχόμουν: Κύριε, στείλε μου επισκέπτες αλλά εντελώς πεινασμένους και φτωχούς! Σε παρακαλώ, εμφανίσου μ’αυτόν τον τρόπο! Που και που μου ερχόταν η σκέψη: τρελή Ιωάννα, τι επισκέψεις περιμένεις τα Χριστούγεννα! Αυτή την άγια μέρα ο καθένας βρίσκεται στο σπίτι του ποιος θα μπορούσε να έρθει ως επισκέπτης σε σένα; Κι εγώ έκλαιγα και έκλαιγα… Όμως και πάλι επαναλάμβανα εκείνη την προσευχή και ετοίμαζα.
Όταν τα Χριστούγεννα γύρισα από την Εκκλησία, άναψα το κερί, έστρωσα το τραπέζι, έβαλα όλα τα φαγητά, και τότε άρχισα να περπατώ από δω κι από κει στο δωμάτιο. Θεέ μου, μην με εγκαταλείψεις! Πάλι προσευχόμουν. Στο δρόμο λίγοι περνούσαν. Είναι Χριστούγεννα, αλλά και ο δρόμος μας είναι απόμερος. Όμως μόλις το χιόνι έτριζε κάτω από τα πόδια κάποιου, εγώ πεταγόμουν στην πόρτα! Άραγε είναι ο επισκέπτης μου; Δεν είναι. Να, προσπέρασε. Το μεσημέρι ήρθε και πέρασε, και εγώ μόνη. Άρχισα να κλαίω και κραύγασα: τώρα βλέπω, Κύριε, ότι με εγκατέλειψες εντελώς! Έκλαιγα έτσι και σιγοέκλαιγα συνεχώς! Ξαφνικά χτύπησε κάποιος την πόρτα, και εγώ άκουσα φωνές: δώσε αδελφέ, δώσε αδελφή! Γρήγορα έτρεξα και άνοιξα την πόρτα. Μπροστά μου ένας τυφλός και ο οδηγός του, και οι δυο σκυμμένοι, κουρελιασμένοι, παγωμένοι. Ο Χριστός γεννήθηκε, κύριοί μου! φώναξα εγώ χαρούμενα. Αληθώς γεννήθηκε! κροτάλιζαν με τα δόντια εκείνοι τρέμοντας. Έλεος, αδελφή, ελέησέ μας! Δεν σου ζητάμε χρήματα. Από το πρωί κανένας δεν μας πρόσφερε ψωμί, λίγα λεφτά ή από ένα ποτήρι με ρακί. Πεινάμε πολύ. Εγώ πέταξα από τη χαρά μου ως τον τρίτο ουρανό. Τους οδήγησα στο σπίτι και τους έβαλα στο γεμάτο τραπέζι. Τους σέρβιρα κλαίγοντας από χαρά. Εκείνοι με ρώτησαν παραξενεμένοι: «Γιατί κλαις, κυρία;». Από χαρά, κύριοί μου, από καθαρή και φωτεινή χαρά! Εκείνο για το οποίο προσευχόμουν στον Θεό ο Θεός μου το έδωσε. Μερικές μέρες εγώ Του προσεύχομαι, να μου στείλει ακριβώς τέτοιους επισκέπτες όπως είσαστε εσείς, και να, Αυτός μου έστειλε. Δεν ήρθατε εσείς έτσι τυχαία, αλλά σας έστειλε ο αγαθός μου Κύριος. Αυτός σήμερα μου φανερώθηκε μέσα από σας. Αυτά είναι τα πλέον χαρούμενα Χριστούγεννα στη ζωή μου. Τώρα ξέρω, ότι είναι ζωντανός ο Θεός μας. Δόξα σ’ Εκείνον και ευχαριστία! «Αμήν», απάντησαν οι αγαπητοί μου επισκέπτες. Τους κράτησα έως το βράδυ, τους γέμισα τις τσάντες και τους αποχαιρέτησα».
Τέτοια ήταν τα προηγούμενα Χριστούγεννα της Ιωάννας. Δώσε Θεέ, να είναι φέτος ακόμα πιο χαρούμενα. Προσευχήσου κι εσύ, κόρη, να σου φανερωθεί ο ουράνιος Πατέρας με κάποιο τρόπο -και στον Θεό οι τρόποι είναι πολλοί- και θα ζήσεις θαύμα. Μην ετοιμάζεσαι για λύπη σε τούτη τη μεγάλη μέρα, αλλά να ετοιμάζεσαι για χαρά. Και ο Πανορατικός, ο Παντελεήμων, θα σε κάνει χαρούμενη.
[Από το βιβλίο «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται» βιβλίο με επιστολές του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ο οποίος υπήρξε Επίσκοπος της Ορθόδοξης Σερβικής Εκκλησίας και θεολόγος. Έζησε από το 1881 μέχρι το 1956. Το Μάιο του 2003, η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Σερβίας τον διεκήρυξε Άγιο και τον ενέταξε στο Αγιολόγιό της στις 18 Μαρτίου (Κοίμηση) και στις 3 Μαΐου (Μεταφορά Λειψάνων)].






(Πηγή ηλ. κειμένου: agiameteora.net)

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια



site analysis

22 Δεκεμβρίου 2019

1. Καταγωγή καί δράση της Αγίας Αναστασίας
Γεννήθηκε καί μεγάλωσε στή Ρώμη στό τέλος του 3ου μ.Χ αιώνος. Ήταν κόρη αρχοντικής καί πλούσιας οικογένειας. Παρά τήν σκληρή επαγρύπνηση του ειδωλολάτρη πατέρα της Πραιτεξτάτου, η Χριστιανή μητέρα της Φαύστα τήν οδήγησε στόν Χριστιανό διδάσκαλο Χρυσόγονο πού της δίδαξε τό Χριστιανισμό καί άναψε τόν έρωτα καί τήν αγάπη της πρός τόν Χριστό. Αποφασισμένη νά ζήσει μοναχική ζωή διά βίου, εν αγνεία καί παρθενία, υποχρεώθηκε εν τούτοις πιεζόμενη από τόν πατέρα της, νά παντρευτεί τόν ειδωλολάτρη αξιωματούχο του αυτοκράτορος Διοκλητιανού Πούπλιο, τήν πρός τόν οποίο όμως σαρκική συνάφεια απέφευγε, όπως λέγει τό συναξάριο, διά τήν απιστίαν αυτού, προφασιζόμενη ότι ήταν ασθενής· «νοσείν αεί προφασιζομένη». Ο αιφνίδιος καί θεόσταλτος θάνατος του συζύγου της ελευθέρωσε όλες τίς δυνατότητες της Αναστασίας, πού διέθεσε στό εξής, η περικαλλέστατη αυτή καί αρχοντική νεαρή γυναίκα, όλα της τά πλούτη, τό χρόνο, τή δράση καί τήν αγάπη της στό νά επισκέπτεται στίς φυλακές τούς φυλακισμένους Χριστιανούς, νά τούς ενισχύει καί νά τούς ενθαρρύνει, ώστε νά μήν δειλιάσουν μπροστά στό μαρτύριο. Έγινε «αλείπτρια», προπονήτρια πολλών μαρτύρων πού οφείλουν τό ένδοξο μαρτυρικό τους τέλος στήν ενθάρρυνση της Αναστασίας.
2. Ενισχύει στή Θεσσαλονίκη τίς αδελφές οσιομάρτυρες, Αγάπη, Χιονία καί Ειρήνη
Γιά τό έργο της αυτό δέν περιορίστηκε στή Ρώμη, αλλά άπλωσε τήν αγάπη της μέχρι τήν Ανατολή, μέχρι τή Νικομήδεια, αφού διέτρεξε τό Ιλλυρικό καί τή Μακεδονία, όπου έδρασε ιδιαίτερα στήν πόλη της Θεσσαλονίκης. Οι τρεις γνωστές αδελφές Αγάπη, Χιονία καί Ειρήνη πού μαρτύρησαν επί Διοκλητιανού στή Θεσσαλονίκη, πρίν από τό μαρτυρικό τους θάνατο γνώρισαν τήν φροντίδα καί τήν αγάπη της Αγίας Αναστασίας, η οποία γιά τό λόγο αυτό φυλακίσθηκε καί βασανίσθηκε σέ φυλακή της Θεσσαλονίκης. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό ότι τό όρος στό οποίο τοξεύθηκε από στρατιώτη η τρίτη από τίς αδελφές, η αγία Ειρήνη, είναι τό όρος όπου σήμερα είναι η Μονή της Αγίας Αναστασίας, η οποία φρόντισε καί ενεταφίασε τά τίμια σώματα των τριών αδελφών παρθενομαρτύρων, των οποίων τή μνήμη η Εκκλησία γιορτάζει στίς 16 Απριλίου.
3. Χρυσόγονος καί Ζωΐλος
Δέν είναι όμως μόνον οι τρεις παρθενομάρτυρες της Θεσσαλονίκης μέ τίς οποίες συνδέθηκε η Αγία Αναστασία. Αναφερθήκαμε προηγουμένως στόν διδάσκαλό της Χρυσόγονο, ο οποίος υπέστη μαρτυρικό θάνατο στήν Νικομήδεια της Μικράς Ασίας κατά τόν συναξαριστή, κατ’ άλλους δέ στήν Ακυϊλία της Ιλλυρίας. Σώζεται αλληλογραφία μεταξύ της Αγίας Αναστασίας, τόν καιρό πού τήν είχε φυλακίσει ο άνδρας της, γιά νά εμποδίσει τήν φιλάνθρωπη δράση της, καί του Χρυσογόνου, πού τόν είχαν φυλακίσει, γιατί δίδασκε μέ παρρησία καί πολλή επιτυχία τό Χριστιανισμό. Τόν Χρυσόγονο ακολούθησε η Αναστασία στήν μαρτυρική του πορεία από τή Ρώμη στή Νικομήδεια, αφού εν τώ μεταξύ αποφυλακίσθηκε μετά τό θάνατο του συζύγου της. Του συμπαρεστάθη καί τον ενεδυνάμωσε, η τολμηρή αυτή μαθήτρια τόν πρεσβύτη δάσκαλο. Μετά τόν δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρικό του θάνατο, ο Χρυσόγονος εμφανίσθηκε σέ όραμα στόν ιερέα Ζωΐλο, του υπέδειξε τόν τόπο πού βρισκόταν τό άγιό του λείψανο καί του απεκάλυψε ότι ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός έδωσε εντολή νά βασανιστούν οι τρεις αδελφές Αγάπη, Χιονία καί Ειρήνη, τίς οποίες όμως θά ερχόταν νά ενθαρρύνει η Αναστασία, όπως καί έγινε. Τό ίδιο όραμα είδε συγχρόνως καί η Αναστασία, πού ανέλαβε πράγματι νά συμπαρασταθεί στίς τρεις μέλλουσες μάρτυρες. Ο ιερεύς Ζωΐλος, πλησίον του οποίου έμεναν οι τρεις αδελφές, δέχτηκε σέ λίγες μέρες τήν προαναγγελθείσα επίσκεψη της Αναστασίας, η οποία προσκύνησε τό άγιο λείψανο του διδασκάλου της καί ανέλαβε τίς τρεις αδελφές, οι οποίες όπως είπαμε, μαρτύρησαν στή Θεσσαλονίκη. Ο Ζωΐλος εντός ολίγου απέθανεν εν Κυρίω, όπως του είχε προαναγγείλει ο Χρυσόγονος, μαζί μέ τόν οποίο εορτάζεται στίς 22 Δεκεμβρίου, ημέρα του μαρτυρίου καί της μνήμης της Αγίας Αναστασίας. Στόν συναξαριστή ο Ζωΐλος παρουσιάζεται ως μάρτυς. Χρυσόγονος, Ζωΐλος, Αγάπη, Χιονία, Ειρήνη αποτελούν τήν πρώτη ομάδα αγίων, μέ τήν οποία συνδέθηκε η Αγία μας, ακολουθούν όμως καί άλλες.
4. Η Θεοδότη καί τά παιδιά της
Κατά τήν παραμονή της στή Νικομήδεια, όπου είχε φθάσει συνοδεύοντας τόν διδάσκαλό της Χρυσόγονο, η Αναστασία έγινε γνωστή γιά τίς αγαθοεργίες καί τήν χριστιανική της δράση. Στήν πόλη αυτή ζούσε εν χηρεία, μετά τό θάνατο του συζύγου της, η Θεοδότη μέ τά τρία παιδιά της. Προσκολλήθηκε στήν Αναστασία, ως συνεργάτης καί βοηθός στίς ατέλειωτες επισκέψεις των φυλακισμένων καί διωκομένων Χριστιανών. Επειδή αρνήθηκε νά υπανδρευθεί τόν άρχοντα Λευκάδιο, πού τήν θαύμαζε γιά τήν ομορφιά της, η Θεοδότη οδηγήθηκε σέ δίκη, κατά τήν οποία προτίμησε νά μαρτυρήσουν αυτή καί τά τρία παιδιά της μέσα σέ καμίνι φωτιάς, παρά νά αρνηθούν τόν Χριστό· η μητρότητα στίς ωραιότερες στιγμές της, αφού θέτει σέ δεύτερη μοίρα τή ζωή τή σαρκική των παιδιών της, προκειμένου νά κερδίσουν τήν αιώνια καί αγέραστη ζωή της βασιλείας του Θεού. Αλλη μία ομάδα μαρτύρων από τόν κύκλο της Αγίας Αναστασίας, πού γιορτάζουν επίσης μαζί της στίς 22 Δεκεμβρίου.
5. Οι εκατόν είκοσι κατάδικοι
Εφθασε όμως καί ο καιρός καί του δικού της μαρτυρίου, πρίν από τό οποίο έγινε αιτία νά πλουτίσει η Εκκλησία μας μέ εκατόν είκοσι ακόμη μάρτυρες. Μετά από επίμονες προσπάθειες οι άρχοντες, άλλοτε μέ υποσχέσεις καί γλυκόλογα καί άλλοτε μέ φρικτά βασανιστήρια, δέν κατόρθωσαν νά πείσουν τήν Αναστασία νά αρνηθεί τή χριστιανική της πίστη. Η Θεοδότη εμφανιζόταν στόν ύπνο της, μήνυμα από τόν ουρανό, γιά νά τήν ενισχύσει, ανταποδίδοντας έτσι όσα είχε κάνει η Αναστασία γι αυτήν. Κατά θαυματουργικό τρόπο η Αναστασία, αντί νά βγαίνει ταλαιπωρημένη καί εξουθενωμένη από τίς φυλακές καί τά βασανιστήρια, εμφανιζόταν ακμαία καί χαρούμενη. Στήν απόγνωσή του ο ειδωλολάτρης άρχοντας διατάσσει νά βάλουν τήν Αναστασία μαζί μέ άλλους εκατόν είκοσι ειδωλολάτρες καταδίκους καί ένα Χριστιανό, τόν Ευτυχιανό, μέσα σέ μεγάλη βάρκα, νά ανοιχθούν στή θάλασσα καί, αφού ανοίξουν οπές στή βάρκα, νά τούς αφήσουν νά πνιγούν, όπως καί έγινε. Ο Θεός όμως δέν επέτρεψε νά ευοδωθούν τά σχέδια του άρχοντα, γιατί τό δικό του σχέδιο προέβλεπε τή σωτηρία καί άλλων ανθρώπων. Ξαφνικά εμφανίζεται στό τιμόνι της βάρκας η Θεοδότη καί τήν οδηγεί μέ ασφάλεια στή στεριά. Εκθαμβοι οι εκατόν είκοσι κατάδικοι από τό θαύμα πού έζησαν, πίστεψαν στόν Χριστό, ομολόγησαν καί αυτοί μέ παρρησία τήν πίστη τους ενώπιον του άρχοντος, μέ συνέπεια νά αποκεφαλισθούν καί νά κερδίσουν τόσο γρήγορα τήν αιωνιότητα.
6. Τό μαρτύριο της Αγίας
Η άκαμπτη καί ανυποχώρητη Αναστασία τελικά δέθηκε σέ πασσάλους καί, δεμένη όπως ήταν, παραδόθηκε στή φωτιά, στίς 22 Δεκεμβρίου, πού η Εκκλησία γιορτάζει τή μνήμη της. Τό λείψανο της Αγίας τό πήρε μία γυναίκα αρχόντισσα, πού λεγόταν Απολλωνία, αφού χρησιμοποίησε τή γνωριμία της μέ τή σύζυγο του επάρχου. Ενεταφίασε τό σώμα στόν κήπο της, όπου αργότερα έκτισε καί νάο πρός τιμήν της. Ποιός ακριβώς ήταν ο τόπος αυτός του μαρτυρίου καί του ενταφιασμού της δέν γνωρίζουμε. Τό μαρτύριό της έγινε τό 303 ή 304 κατά τό Διωγμό του Διοκλητιανού, κατά πολλούς στή Θεσσαλονίκη, κατά άλλους στό Σίρμιο, ενώ υπάρχουν καί μερικοί πού πιστεύουν ότι εμαρτύρησε στή Ρώμη.
7. Τά λείψανα της Αγίας
Είναι πάντως ιστορικά εξακριβωμένο ότι τό λείψανό της βρέθηκε στό Σίρμιο, απ όπου μεταφέρηθκε στήν Κωνσταντινούπολη επί πατριάρχου Γενναδίου (457-471) καί αυτοκράτορος Λέοντος Α´ (457-474). Τοποθετήθηκε κατ αρχήν στόν επ ονόματί της ναό πού βρισκόταν στόν Ιππόδρομο, τόν μοναδικό πού είχε απομείνει στούς Ορθοδόξους κατά τήν εποχή του Αρειανισμού. Στόν μικρό αυτό ναό έδωσε τή μεγάλη μάχη του εναντίον αυτής της αιρέσεως ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος καί επανέφερε τήν Ορθοδοξία στήν Κωνσταντινούπολη μέ τούς περίφημους Θεολογικούς Λόγους πού εξεφώνησε εκεί.
Σήμερα, μέρη των ιερών λειψάνων της Αγίας, η αγία κάρα της καί μέρος από τό δεξιό της πόδι βρίσκονται στήν Ιερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στήν Μακεδονία.
8. Γιατί ονομάζεται «Φαρμακολύτρια»
α) Δίδει φάρμακα καί θεραπεύει σωματικές καί ψυχικές ασθένειες
Τό επίθετο «Φαρμακολύτρια» της Αγίας έχει δύο έννοιες, μία γενική καί μία ειδική. Κατά τήν ευρύτερη, τήν γενική έννοια, η Αγία ονομάζεται έτσι, διότι όπως λέει ο Τρύφων Ευαγγελίδης στό βιβλίο του Βίοι Αγίων (σελ. 994) «είχεν άνωθεν παρά Θεού τήν δύναμιν νά λύη καί καταστρέφη των φαρμάκων καί των δηλητηρίων τά κακά αποτελέσματα καί τάς ενεργείας» ή διότι παρέχει η ίδια αφθόνως φάρμακα, «εκλύει» φάρμακα γιά τήν θεραπεία των σωματικών καί ψυχικών ασθενειών, όπως λέγει τό Μεγαλυνάριο μιάς ακολουθίας της: «Φάρμακα προχέουσα μυστικά ψυχών καί σωμάτων θεραπεύεις πάθη δεινά, ω Αναστασία, τη θεία ενεργεία· διό τάς χάριτάς σου πάντες κηρύττομεν».
β) Διότι λύνει τίς φαρμακείες, δηλαδή τά μάγια
Κατά τήν ειδική έννοια η Αγία ονομάζεται «Φαρμακολύτρια», διότι ανάμεσα στίς πολλές άλλες ιάσεις καί θεραπείες πού επιτελεί έλαβε από τόν Θεό τή Χάρη καί τή δύναμη νά γλυτώνει όσους έπεσαν στά δίχτυα των φαρμακών καί των φαρμακευτριών, δηλαδή των μάγων καί των μαγισσών. Λύνει τίς φαρμακείες, δηλαδή τά μάγια, καί γι αυτό ονομάζεται φαρμακολύτρια.
Παραθέτουμε ένα από τά παλαιά θαύματα της Αγίας πού αναφέρεται σέ θεραπεία μαγεμένης κοπέλλας καί έχει σχέση μέ τό μοναστήρι πού ήταν τότε ηγουμένη η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, όπως τό διηγείται ο πατήρ Χαράλαμπος Βασιλόπουλος (Βίοι Αγίων 89, Η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια, σελ. 34 ε.):
Μιά κοπέλλα ευγενής καί ωραία, πού καταγόταν από τήν Καππαδοκία, ήταν αρραβωνιασμένη. Επειτα μετάνοιωσε η νέα καί δέν τόν ήθελε τόν μνηστήρα. Αλλά γιά νά μήν τήν ενοχλεί εκείνος, έφυγε καί πήγε στό Μοναστήρι, πού ήταν Ηγουμένη η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, κοντά στήν Κωνσταντινούπολη καί εκεί εμόνασεν.
Ο μνηστήρας της δέν μπορούσε μέ κανέναν τρόπο νά τήν βγάλη από τό Μοναστήρι. Ηταν μεθυσμένος από τόν έρωτα. Γι αυτό βρήκε ένα μεγάλο μάγο καί του έταξε πολλά χρήματα, αν θά μπορούσε νά καταφέρη τήν νέα μέ τά μάγια του, νά εγκαταλείψη τό Μοναστήρι καί νά γίνη γυναίκα του.
Ο μάγος εκεί στήν Καππαδοκία έκανε τά μάγια του καί η γυναίκα βγήκε από τίς φρένες της. Γύριζε όλο τό Μοναστήρι καί φώναζε τόν μνηστήρα μέ τό όνομά του. Ωρκιζόταν δέ, ότι εάν δέν της ανοίξουν τήν πόρτα νά πάη νά τόν βρή θά πνιγόταν. Η Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, η Ηγουμένη, τήν έβλεπε σ αυτήν τήν κατάσταση, έκλαιγε καί έλεγε:·
– Αλλοίμονο σέ μένα τήν αθλία, διότι διά τήν αμέλειαν των βοσκών αρπάζουν οι λύκοι τά πρόβατα. Αλλά, πονηρέ διάβολε, άδικα κοπιάζεις. Ο Χριστός δέν θά σέ αφήση νά καταπιής τήν αμνάδα μου.
Τότε συγκέντρωσε όλη τήν αδελφότητα καί τίς δίδαξε νά φυλάγωνται από τίς πανουργίες του δαίμονος. Διέταξε κατόπιν νά νηστέψουν όλες όλη τήν εβδομάδα καί νά προσεύχωνται. Νά κάμνουν δέ διά τήν πάσχουσαν αδελφήν, κάθε μέρα χίλιες μετάνοιες. Ετσι προσευχόταν η κάθε μία στό κελλί της.
Τήν τρίτη νύχτα βλέπει η Αγία Ειρήνη εκεί πού προσευχόταν, τά μεσάνυχτα, μπροστά της τόν Μέγαν Βασίλειον, πού της είπε:
-Γιατί μάς ονειδίζεις Ειρήνη, ότι αφήνομε καί γίνονται στήν πατρίδα μας τά φοβερά καί ανόσια μάγια; ῞Οταν ξημερώση, πάρε τήν άρρωστη μαθήτριά σου καί νά τήν πάς εις τάς Βλαχέρνας. Εκεί θά έλθη νά τήν θεραπεύση η Μήτηρ του Δεσπότου Χριστού, πού έχει τή δύναμη.
Ο ῞Αγιος αμέσως έγινε άφαντος. Η Αγία πήρε τήν πάσχουσα καί δύο αδελφές, τίς εναρετώτερες, καί πήγε στόν Ναό των Βλαχερνών. Εκεί προσευχόταν όλη τήν ημέρα μέ δάκρυα. Τό μεσονύκτιον όμως από τόν κόπον αποκοιμήθηκαν.
Τότε βλέπει στόν ύπνο της η Αγία πολύ λαό, πού ετοίμαζαν τούς δρόμους. Ηταν χρυσοφορεμένοι, ολόφωτοι καί ραντίζανε μέ ευωδέστατα άνθη καί εθυμίαζαν. Η Αγία τούς ρώτησε, γιατί έκαμναν τόση ετοιμασία. Εκείνοι αποκρίθηκαν:
– Η Μήτηρ του Θεού έρχεται. Ετοιμάσου καί σύ ν αξιωθής νά τήν προσκυνήσης.
Τότε έφτασε η Παντάνασσα. Τήν ακολουθούσε πλήθος αμέτρητο αστραπηφόρων, τό δέ θείο καί σεβάσμιο πρόσωπό της έχυνε τόση λάμψη, πού δέν μπορούσε νά τό βλέπη άνθρωπος. ῞Οταν είδε όλους τούς εκεί αρρώστους η Παναγία, ήλθε καί στήν άρρωστη μαθήτρια της Ειρήνης. Η Ηγουμένη πέφτει στά πόδια της Παναγίας φοβισμένη καί έντρομη. Ακουσε όμως ότι η Θετόκος φώναξε τό Μέγαν Βασίλειον καί τόν ερώτησεν γιά τήν Ειρήνη, τί χρειαζόταν. Εκείνος της εξέθεσεν όλη τήν υπόθεση της νέας.
– Καλέστε τήν Αναστασία, είπεν η Παναγία.
Η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια έφθασε αμέσως. Τότε η Θεοτόκος της είπε:
– Πηγαίνετε στήν Καισάρεια μέ τόν Βασίλειο, εξετάστε μέ επιμέλεια καί νά θεραπεύσετε αυτήν τήν κόρη της, διότι σέ σένα ο Υιός καί Θεός μου χάρισε αυτήν τήν χάριν.
Κατόπιν προσκύνησαν τήν Παναγία η Αγ. Αναστασία καί ο Μέγας Βασίλειος καί ανεχώρησαν εσπευμένως νά εκτελέσουν τήν εντολή. Ακουσε δέ καί η Οσία Ηγουμένη μιά φωνή, πού της έλεγε·:
– Πήγαινε στό Μοναστήρι σου, εκεί θά θεραπευθή.
Όταν η Χρυσοβαλάντου ξύπνησε, φανέρωσε καί στίς άλλες μοναχές τό όραμα καί ανεχώρησαν χαρούμενες. Ηταν Παρασκευή καί τήν ώρα του Εσπερινού μαζεύτηκαν όλες στό Ναό. Η οσία τούς διηγήθηκε τήν οπτασία καί τίς διέταξε νά σηκώσουν μάτια καί χέρια στόν Ουρανό καί νά λέγουν από τήν καρδιά τους τό «Κύριε ελέησον».
Επειτα από πολλή ώρα προσευχής μέ δάκρυα, φάνηκαν στόν αέρα πετώντας η Αναστασία η Φαρμακολύτρια καί ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος της είπε:
– ῞Απλωσε, Ειρήνη, τά χέρια σου. Δέξου αυτά καί μή μάς ονειδίζεις άδικα.
Αυτό της τό είπε, διότι η Οσία Χρυσοβαλάντου προσευχόταν στήν εικόνα του καί του έλεγε νά διώξη τούς Μάγους από τήν Καισάρεια. Άπλωσε τότε τά χέρια της καί πήρε ένα δέμα, πού ερχόταν από τόν αέρα καί τό οποίον εζύγιζε τρεις λίτρες.
῞Οταν όμως τό έλυσε, βρήκαν μέσα διάφορα μαγικά· σπάγγους, τρίχες, μολύβια, δεσίματα καί γραμμένα ονόματα δαιμόνων, ιδιαιτέρως όμως είχαν δύο μικρά αγαλματάκια από μολύβι. Τό ένα ήτο του ανδρός τό ομοίωμα καί τό άλλο της μοναχής. Οι μοναχές εθαύμασαν καί όλη τήν νύχτα ευχαριστούσαν τήν Θεοτόκον.
Τό πρωί έστειλε η Ηγουμένη στίς Βλαχέρνες δύο μοναχές καί τήν πάσχουσαν. Εδωσε συγχρόνως εις αυτές καί τά προαναφερθέντα μαγικά, καθώς καί λάδι μέ πρόσφορον, γιά νά λειτουργήση ο Προσμονάριος.
Αυτός μετά τήν θείαν Λειτουργίαν έχρισε τήν άρρωστη από τό λάδι της κανδήλας. Επειτα έβαλε τά μαγικά επάνω στά αναμμένα κάρβουνα. Τήν ώρα δέ πού καιγόταν εκείνα, λύνονταν καί τά αόρατα δεσμά της μοναχής. Ηλθε τότε στό μυαλό της καί δόξαζε τόν Θεόν, πού τήν απάλλαξε.
῞Οταν όμως διαλύθηκαν τελείως τά μολυβένια αγάλματα, έβγαιναν φωνές μεγάλες από τά κάρβουνα, όπως κάνουν οι χοίροι, όταν τούς σφάζουν.
῞Οσοι ήσαν παρόντες καί έβλεπαν καί άκουγαν αυτά, φύγανε έντρομοι, δοξάζοντες τόν Θεόν, πού κάμνει τέτοια θαυμάσια. Κατόπιν επέστρεψαν οι μοναχές στό Μοναστήρι καί διηγόνταν στίς άλλες τά συμβάντα.
Πηγή: Αποσπάσματα Από Τό Βιβλίο «ΙΕΡΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑΣ ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΒΑΔΙΣΤΟΣ ΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» Τού ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΙΛΗΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ
Αναδημοσίευση Από: Http://Www.Imkby.Gr/Greek/Ordodox/Anastasia.Htm

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Τη ΚΑ΄ (21η) Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΙΟΥΛΙΑΝΗΣ.



site analysis

Ιουλιανή η ένδοξος Μάρτυς του Κυρίου ήτο από την Νικομήδειαν και έζη κατά τους χρόνους του δυσσεβούς βασιλέως Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 286- 305. Ήτο δε αύτη από γένος επιφανές και έκλαμπρον, ωραία την όψιν και τον τρόπον επαινετή και φιλάρετος, επάνω δε εις τας άλλας της αρετάς είχε και την ευσέβειαν, η οποία είναι το θαυμασιώτερον, διότι ο πατήρ αυτής και οι λοιποί συγγενείς της ήσαν Έλληνες ειδωλολάτραι, η δε μήτηρ της ούτε τα είδωλα εσέβετο, ούτε τον Χριστόν, αλλά ίστατο αμφίβολος. Επί πλέον ο πατήρ της Ιουλιανής εμίσει πολύ τους Χριστιανούς και τους εμάχετο σφόδρα.
Αλλά η πάνσεμνος Ιουλιανή, ως γνωστική όπου ήτο εκ φύσεως, βλέπουσα την γην, τον ουρανόν, τον αέρα, την θάλασσαν και τα λοιπά του Κτίστου ποιήματα, εζήτει τον τούτων Δημιουργόν, έχουσα τον Παύλον διδάσκαλον και δια μέσου των κτισμάτων ηννόησε τον Ποιητήν η αοίδιμος· και έλεγε καθ΄ εαυτήν τοιαύτα ως πάνσοφος· «Εάν είναι εις μόνον Θεός αληθέστατος, αυτόν πρέπει να προσκυνώ και να σέβωμαι, τα δε είδωλα ως απολείας αίτια να βδελύσσωμαι». Ταύτα έλεγε, και τα έργα εις τους λόγους επηκολούθησαν· όθεν καταφρονούσα τας φροντίδας πάσας του σώματος, μόνον τα ψυχικά επόθει και καθ΄ εκάστην ανεγίνωσκε τας θείας Γραφάς, προσηύχετο και ει τι άλλο θεάρεστον εγνώριζε, το εποίει προθύμως. Ήτο δε τότε εις την Νικομήδειαν άρχων τις ονόματι Ελεύσιος, φίλος μέγας του βασιλέως και των δαιμόνων λάτρης επιμελέστατος, με τον οποίον είχον αρραβωνίσει οι γονείς της την Ιουλιανήν και εκείνος εβιάζετο να τελέσουν τους γάμους, μη γνωρίζων την γνώμην της· η δε Αγία του διεμήνυσε να μη έχη ελπίδα τινά εις αυτήν, ότι θα την λάβη γυναίκα του, εάν δεν γίνη πρότερον έπαρχος της πόλεως. Ταύτα μεν είπε, δια να εύρη πρόφασιν να εμποδίση τους γάμους, εάν δεν λάβη την αξίαν. Εάν δε πάλιν και γίνη έπαρχος, να του προβάλη και άλλην αξίωσιν, καθώς κατωτέρω φαίνεται σαφέστερον. Ο  δε Ελεύσιος, επειδή ήτο εις την αγάπην αυτής αιχμάλωτος, έκαμεν ό,τι ηδύνατο και ηγόρασε την επαρχίαν με χρυσίον πολύ. Έπειτα της έστειλε μήνυμα, ότι έγινεν ο νυμφίος αυτής εις την αξίαν λαμπρότερος. Η δε πάλιν αντέγραψεν εις αυτόν λέγουσα· «Εάν δεν προσκυνήσης τον Θεόν και Δεσπότην μου, ζήτησε να εύρης άλλην ομόζυγον· διότι τούτο μόνον θέλω δια προίκα και νυμφικά μου χαρίσματα» . Ταύτα ακούσας εθυμώθη πολύ ο Ελεύσιος, και το ανήγγειλεν εις τον πατέρα της, τον οποίον μάλιστα και ηπείλησεν ότι θα κακοποιήση, εάν δεν την εξαναγκάση να ικανοποιήση τον πόθον του. Μαθών ταύτα ο πατήρ της Ιουλιανής ελυπήθη και έδραμεν ευθύς εις τον οίκον του, δεν έδειξεν όμως αμέσως τον θυμόν του, αλλά εδοκίμασε πρότερον με κολακείας να διαστρέψη την Άγίαν και της λέγει· «Ειπέ μου, γλυκυτάτη μου θυγατέρα και φως των οφθαλμών μου, διατί δεν θέλεις να γίνη ο γάμος και καταφρονείς τον έπαρχον»; Η δε απεκρίνατο· «Εάν δεν γίνη πρότερον κοινωνός εις την δόξαν μου ο Ελεύσιος, δεν είναι πρέπον να τον λάβω σύζυγον· διότι πως είναι δυνατόν να ενωθώσι τα σώματά μας, αι δε ψυχαί μας να μάχωνται»; Ταύτα εθύμωσαν τον πατέρα της και της λέγει οργιζόμενος· «Εμωράνθης, ανόητη, και ποθείς να λάβης μύρια κολαστήρια; Σε διαβεβαιώ όμως ενώπιον των μεγάλων θεών Απόλλωνός τε και Αρτέμιδος, ότι θέλω δώσει το σώμα σου να το φάγουν οι κύνες και τα άγρια θηρία». Απάντησεν η Μάρτυς· «Μη αμελήσης, αλλά σύναξε όσα θηρία θέλεις και δος μου όσους θανάτους δυνηθής, διότι πολλήν ωφέλειαν θέλω λάβει, εάν πολλάκις αποθάνω δια τον Χριστόν μου και πολλάς αμοιβάς θέλω απολαύσει εις τον Παράδεισον». Τότε πάλιν ο δεινός εκείνος και άσπλαγχνος εδοκίμασε με κολακείας αλλά και άλλας απειλάς κολαστηρίων να την φέρη εις την γνώμην του, όμως δεν ηδυνήθη, διότι αυτή τον απέκοψεν από τον λόγον του λέγουσα· «Μήπως είσαι και συ ως τους θεούς σου αναίσθητος, και έχων ώτα δεν ακούεις τους λόγους μου; Εγώ σου είπα και σε εβεβαίωσα, ότι εάν δεν προσκυνήση τον Χριστόν, δεν συγκοινωνώ ποτέ με τον Ελεύσιον». Βλέπων ο πατήρ της Αγίας ότι με τους λόγους μόνον δεν κατορθώνει τίποτε, έκλεισεν αυτήν εις σκοτεινήν φυλακήν, κατά δε την νύκτα την ερωτούσαν και πάλιν εάν μετέβαλε γνώμην. Αλλ΄ αυτή απεκρίνατο στερεώτερα λέγουσα· «Δεν προσκυνώ γλυπτά και αναίσθητα ξόανα, αλλά μόνον τον Χριστόν μου, τον αληθή Θεόν προσκυνώ και σέβομαι». Τότε θυμωθείς ο πατήρ της αφήκε τους λόγους και ερχόμενος εις τα έργα έδειρε την Αγίαν όχι ως πατήρ, αλλά ως εχθρός και επίβουλος, ανηλεώς πολύ και ασπλάγχνως, έπειτα δε την παρέδωκεν εις τον μνηστήρα της, να την κάμη ως βούλεται. Λαβών εκείνος εις την εξουσίαν του την Αγίαν και βλέπων το τόσον κάλλος αυτής και την ωραιότητα την άφθαστον, κατεπραϋνθη εκ της επιθυμίας η οργή και η μανία αυτού και λησμονήσας τον θυμόν, τον οποίον είχε κατ΄ αυτής πρότερον, λέγει προς αυτήν με πολλήν ημερότητα· «Ποίησον το θέλημά μου, γλυκυτάτη μου νύμφη, και συμφώνησον να γίνης ομόζυγός μου ίνα λυτρωθής από τα κολαστήρια και εάν δεν θέλης να προσκυνήσης τους θεούς, ημείς εις τούτο δεν σε βιάζομεν· αρκεί μόνον να κάμωμεν τον γάμον». Η δε απεκρίνατο· «Ούτε κανένας λόγος, ούτε βάσανος, ούτε αυτός ο κίνδυνος του θανάτου θέλει με πείσει να συζευχθώ μετά σου, εάν δεν λάβης το θείον Βάπτισμα και δεν γίνης ως και εγώ Χριστιανός τέλειος». Ακούων τους λόγους τούτους της Μάρτυρος και φλεγόμενος εισέτι υπό της επιθυμίας, λέγει προς αυτήν ο έπαρχος με πραότητα· «Επ΄ αληθείας, φιλτάτη μου κόρη και πολυπόθητος, θα εδεχόμην να σου κάμω και τούτο το θέλημα δια την προς σε αγάπην μου, εάνδεν εκινδύνευεν η ζωή μου· διότι, εάν κάμω τοιούτον πράγμα, ευθύς ως το μάθη ο βασιλεύς όχι μόνον την επαρχίαν θέλει μού αφαιρέσει, αλλά θέλει μού δώσει και πικρότατον θάνατον». Απεκρίθη η Αγία· «Εάν συ φοβείσαι τον θνητόν και πρόσκαιρον βασιλέα, όστις δεν δύναται να σου εγγίση εις την ψυχήν, ειμή μόνον να παιδεύση το σώμα σου, πως εγώ να μη φοβηθώ τον αθάνατον και ουράνιον, τον Δεσπότην πάντων των βασιλέων, Όστις εξουσιάζει πάσαν πνοήν και ζωήν; Πως εγώ να καταφρονήσω τοιούτον Βασιλέα και να λάβω τον αντίδικον αυτού άνδρα; Εάν είχες συ δούλον τινά ηγαπημένον και έκαμνε γάμον με τους εχθρούς σου, δεν θα εσκανδαλίζεσο εναντίον του και δεν θα τον εμισούσες ως επίβουλον; Μη πλανάσαι λοιπόν και μη έχης καμμίαν ελπίδα εις εμέ. Μη χάνης τον καιρόν σου με το να με δοκιμάζης με κολακείας και απειλάς. Αλλά εάν θέλης, πρόσελθε συ εις τον Θεόν μου και πίστευσον, ή άλλως σφάξον με, καύσον με εις το πυρ, μάστιζε και κατάκοπτε τας σάρκας μου, βάλε θηρία να με σπαράξωσι και μηχανεύσου να μου δώσης τα δεινότερα κολαστήρια εξ όσων δύνασαι, διότι εγώ σε εμίσησα και νομίζω την μετά σου κοινωνίαν τάφον και θάνατον». Ταύτα ακούσας ο υπό του πυρός της επιθυμίας φλογιζόμενος έπαρχος εξεκαύθη υπό άλλου πυρός, του θυμού, έτι περισσότερον και έγινεν ως θηρίον ανήμερον, καθώς ο καταφρονηθείς έρως το έχει συνήθειαν. Προστάσσει όθεν να τανύσουν την Αγίαν με λωρία τέσσαρες άνδρες, άλλοι δε να την δέρουν ανηλεώς εις όλον το σώμα με ξηρά βούνευρα, έως να κουρασθώσιν οι μαστιγούντες. Τούτου γενομένου, αυτοί μεν απέκαμον δέροντες, η δε μακαρία εκείνη κόρη εστερεούτο έτι περισσότερον εις την γνώμην της και δεν εφοβήθη τας μάστιγας, ούτε ποσώς εδειλίασεν. Ο δε Ελεύσιος εκέλευσε να την αφήσουν, και της λέγει· «Αυτά, Ιουλιανή, είναι τα προοίμνια των βασάνων, τα οποία μέλλεις να λάβης, από ταύτα δε εννόησον και τα επίλοιπα, τα οποία σε αναμένουν, εάν έως τέλους απειθήσης, και τότε θέλεις μετανοήσει, αλλ΄ ανωφελώς». Η δε απεκρίνατο· «Ποίησον ει τι θέλεις, αναίσθητε και ανόητε, διότι καλλίτερον έχω να πάθω όλα του κόσμου τα βασανιστήρια, παρά να συγκοινωνήσω μετά σου». Τότε την εκρέμασαν από τας τρίχας της κεφαλής όλην την ημέραν, έως ου ανεσπάσθη το δέρμα της όλον και ανέβησαν αι οφρύες αυτής υπεράνω του μετώπου, τόσον ώστε έμεινεν ελεεινόν θέαμα· αλλά και πάλιν την παρεκάλει ο έπαρχος (καθώς ο έρως τον εξωθούσε) με διάφορα κολακεύματα. Βλέπων όμως ότι εκοπίαζε ματαίως και ανωφελώς, την εβασάνισε πάλιν χειρότερα, και πυρώσας σίδηρα, έβαλεν εν εις τας μασχάλας, άλλο εις τα πλευρά της και έτερον εις τους μηρούς της, δέσαντες δε εις τας σάρκας της τα πυρωμένα εκείνα σίδηρα, την έρριψαν εις την φυλακήν ανεπιμέλητον, ένθα οδυνωμένη σφοδρώς από την ανύποιστον εκείνην βάσανον, έκειτο εις την γην και προσηύχετο ταύτα λέγουσα· «Κύριέ μου Θεέ παντοκράτορ και παντοδύναμε, καθώς ελύτρωσες τον Προφήτην Δανιήλ, τους Αγίους Τρεις Παίδας και Θέκλαν την Πρωτομάρτυρα από το πυρ και τα θηρία και από πάσαν άλλην βάσανον, αυτός και τώρα παραστάσου και εις εμέ και λύτρωσόν με από τα πάνδεινα ταύτα κολαστήρια και από τον πολεμούντα με, Βασιλεύ αήττητε». Ταύτα προσευξαμένης της Αγίας εφάνη προς αυτήν με μορφήν Αγγέλου ο διάβολος, λέγων· «Πολλά δεινά κολαστήρια έχει κατασκευασμένα δια σε ο έπαρχος, τα οποία δεν δύνασαι να υποφέρης. Λοιπόν όταν σε εκβάλωσιν απ΄ εδώ, ύπαγε εις τους βωμούς και θυσίασον». Ερωτήσασα δε αυτόν η Μάρτυς τις ήτο, απεκρίνατο· «Άγγελος είμαι του Θεού και με απέστειλε να σου είπω να κάμης τον λόγον του τυράννου, δια να μη αφανισθή κακώς το σώμα σου, ο δε Θεός είναι φιλάνθρωπος και θέλει σε συγχωρήσει δια την της σαρκός ασθένειαν». Η δε Μάρτυς εθαύμασε, Αγγέλου μεν μορφήν βλέπουσα, συμβουλήν δε δαίμονος ακούουσα. Όθεν βαθέως στενάξασα εδάκρυσε λέγουσα· «Κύριε και ποιητά των απάντων, τον οποίον υμνούσιν οι Άγγελοι και φρίττουσιν οι σκοτεινοί δαίμονες, μη με καταφρονήσης και με απατήση ο πονηρός διάβολος, αλλά δείξον μοι τις είναι ούτος, όστις με συμβουλεύει τοιαύτα, και προσποιείται ότι είναι δούλος και υπηρέτης σου». Ταύτα ειπούσα, ευθύς επήκουσεν ο επικαλούμενος και φωνή ουρανόθεν ηκούσθη λέγουσα· «Έχε θάρρος, Ιουλιανή, ότι εγώ είμαι μετά σου, και σου δίδω δύναμιν να νικήσης τον πειράζοντα, όστις θέλει σου ομολογήσει και την αλήθειαν». Με την φωνήν και το θαύμα ηκολούθησε πάραυτα, και της μεν Αγίας τα δεσμά ελύθησαν, ο σίδηρος των μηρών εξέπεσεν, ο δε φαινόμενος δαίμων εδέθη με τρόπον θαυμάσιον, τον οποίον επιλαβομένη ανδρείως η Μάρτυς εξήταζεν αυτόν ως δούλον κάκιστον, να είπη τις ήτο, διατί ήλθε και τις τον έστειλεν, ο δε δαίμων, υπό αοράτου δυνάμεως μαστιγούμενος, εφανέρωσεν ευθύς ο φιλοψευδής την αλήθειαν, ειπών ότι ήτο εις εκ των πρώτων δαιμόνων και εστάλη υπό του πατρός αυτού σατανά να την πλανήση, διότι και αυτή τον κατεπλήγωσε με τους ανδρείους αγώνας της. Εις το τέλος δε είπε και ταύτα ο αλιτήριος· «Εγώ την Εύαν ηπάτησα· τον Κάϊν αδελφοκτόνον απέδειξα· τον Ηρώδην βρεφοκτόνον κατέστησα, τον Ιούδαν προδότην και φονευτήν εαυτού κατήντησα· τους Ισραηλίτας ειδωλολάτρας εποίησα και τον σοφόν Σολομώντα εμώρανα και παίγνιον έρωτος κατέστησα». Ταύτα η Μάρτυς ακούσασα, έπτυσεν αυτόν, τον δε Θεόν εδόξασεν, ευχαριστούσα ότι την ελύτρωσεν από τας κακουργίας εκείνου και όλας τας πληγάς αυτής εθεράπευσε. Τη επαύριον έστειλεν ανθρώπους ο έπαρχος να την φέρουν (εάν έζη ακόμη) εις το κριτήριον. Η δε Μάρτυς Ιουλιανή απήλθε χαίρουσα, ηκολούθει δε αυτήν και ο δαίμων αοράτως συρόμενος. Ο δε άρχων ιδών αυτήν όλως υγιά και τεθεραπευμένην, εξίστατο λέγων· «Ειπέ μας πότε και ποίος σου έμαθε τας μαντείας και τελείς τοιαύτα τερατουργήματα»; Απεκρίθη η Μάρτυς· «Αυτό δεν έγινεν από τέχνην ανθρωπίνην, αλλά από θείαν και άρρητον δύναμιν, ήτις κατήσχυνε και σε και τον σατανάν τον πατέρα σου, εμέ δε ανωτέραν της ιδικής σου και της εκείνου κακοτεχνίας απέδειξε· και ούτως εδώ μεν ο Χριστός την δύναμίν σας παντελώς εξενεύρισεν, εκεί δε σας έχει ητοιμασμένον πυρ φοβερόν και τάρταρον χαλεπόν, σκότος και σκώληκα και έτερα δεινά κολαστήρια». Ο δε έπαρχος ακούσας το πυρ, πυρ κατά της Αγίας ηυτρέπιζε πρόσκαιρον· και εκκαύσας κάμινον δυνατά με ξύλα και ετέραν εύκαυστον ύλην, έρριψαν εντός αυτής την αήττητον Μάρτυρα· ευθύς δε ως ερρίφθη εκείνη η μακαρία εις την κάμινον ύψωσε τα βλέμματα προς τον Θεόν και εδάκρυσεν, αι δε μικραί σταγόνες των δακρύων αυτής το πυρ εκείνο το φοβερόν και άμετρον έσβεσαν, ως να ήσαν αύται ποταμός μέγας και ακατάπαυστος. Βλέποντες ο λαός των Νικομηδέων, άνδρες τον αριθμόν πεντακόσιοι, τοιούτον φρικτόν θαυμάσιον, με μίαν φωνήν και γνώμην εβόησαν· «Εις είναι ο Θεός, ο Θεός της Μάρτυρος Ιουλιανής, τον οποίον και ημείς σεβόμεθα, καν με πυρ ή με ξίφος μάς θανατώσης». Τούτους προσέταξεν ο έπαρχος και απεκεφάλισαν άπαντας, έτι δε και γυναίκας εκατόν και τριάκοντα, αι οποίαι ομοίως τον Χριστόν Θεόν αληθή ωμολόγησαν· έπειτα βράζων από τον θυμόν του ο έπαρχος, έβαλε την Αγίαν εις λέβητα γεμάτον βρασμένον μόλυβδον. Η δε θεία Χάρις αυτήν μεν εφύλαξεν αβλαβή, τον δε μόλυβδον περιέχυσεν εις τα πρόσωπα των στρατιωτών με τρόπον θαυμάσιον, και όλους τους περιεστώτας εκύκλωσε παραδόξως ως η χαλδαϊκή κάμινος, και δικαίως τους αδίκους η θεία δίκη ενέπρησε και ως κακούς κακώς εθανάτωσεν. Ιδών δε τους δημίους αναλωθέντας δεινώς ο δεινός και δείλαιος εδαιμονίσθη από τον θυμόν, και ξεσχίζων τα ενδύματά του εβλασφήμει τους ανισχύρους και αναισθήτους θεούς ο τούτων αναισθητότερος, βλέπων ότι δεν ηδύνατο να νικήση μίαν τρυφεράν κορασίδα ασθενή και αδύνατον. Συλλογιζόμενος λοιπόν καθ΄ εαυτόν ο τύραννος, ότι και εάν της δώση και έτερα κολαστήρια, δεν την νικά, αλλά μάλιστα θέλουν πιστεύσει και άλλοι εις τον Χριστόν, και θέλει ζημιωθή και χλευασθή περισσότερον, έδωκε κατ΄ αυτής την τελευταίαν απόφασιν, να την αποκεφαλίσωσιν. Η δε καλλίνικος Ιουλιανή επορεύετο προς τον θάνατον χαίρουσα, με ηδονήν και αγαλλίασιν άμετρον, ότι ελυτρώνετο από τα λυπηρά του παρόντος ματαίου βίου και απήρχετο εις τα χαρμόσυνα και πανευφρόσυνα κάλλη του Παραδείσου. Εδίδασκε δε τους ακολουθούντας να προτιμούν την αγάπην του Χριστού από όλα τα πράγματα, και να είναι έτοιμοι να υπομείνουν όλα τα κολαστήρια και αυτόν ακόμη τον πανώδυνον θάνατον, ίνα αυτόν κερδήσωσι. Ταύτα δε λέγουσα, εσφράγισε και με τα έργα βεβαιότερα τα λεγόμενα, και φθάνουσα εις τον τόπον της καταδίκης, πρώτον μεν προσηυχήθη, έπειτα δε έκλινε τον αυχένα της προς τον δήμιον, χωρίς να δείξη σημείον λύπης ή σκυθρωπότητά τινα, αλλά με χαράν και ευφροσύνην και ούτως έκοψαν την τιμίαν αυτής κεφαλήν, την νικηφόρον και πολύαθλον. Γυνή δε τις Ρωμαία, Σοφία ονόματι, πλουσία και ένδοξος, έτυχεν εκεί εις την Νικομήδειαν δια τινα αναγκαίαν υπόθεσιν, και ιδούσα τα γενόμενα, επήρε το άγιον Λείψανον της Μάρτυρος και της έκτισεν εις την πατρίδα της Ναόν περικαλλέστατον, αντάξιον των άθλων και των αγώνων αυτής. Μετ΄ ολίγας ημέρας και ο μιαρός Ελεύσιος έλαβεν από την θείαν δίκην την δικαίαν ο άδικος παίδευσιν· διότι ενώ εταξίδευε δια θαλάσσης ομού με άλλους πολλούς έγινε τρικυμία μεγάλη, όλοι δε οι ταξιδεύοντες με το πλοίον εκείνο επνίγησαν και μόνον αυτός ηδυνήθη να σωθή, δια να λάβη περισσοτέραν παίδευσιν, διότι βαστών εν σανίδιον εξήλθεν εις τόπον τινά έρημον, και εκεί έγινε τροφή των θηρίων ο δείλαιος. Τοιούτον εστάθη της ωραίας και σώφρονος Ιουλιανής το του Μαρτυρίου στάδιον και τοιούτον τέλος δια τον Κύριον έλαβε, καταφρονήσασα τον Ελεύσιον, τον οποίον όταν ήτο ετών εννέα ηρραβωνίσθη· κατά δε το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας της ενυμφεύθη τον Δεσπότην Χριστόν, με το ένδοξον και πολύαθλον όντως Μαρτύριον αυτής, με τον οποίον συμβασιλεύει τώρα και συνευφραίνεται πάντοτε εκεί ένθα υπάρχει η ανέκφραστος ηδονή και άρρητος αγαλλίασις· της οποίας είθε να αξιωθώμεν και ημείς τη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φιλανθρωπία και Χάριτι· Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Τη ΙΘ΄ (19η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΥ και της Αγίας ΑΓΛΑΪΔΟΣ της Ρωμαίας.



site analysis

Βονιφάτιος ο Άγιος Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του αντιχρίστου βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284- 305), ήτο δε εις την Ρώμην δούλος της Αγλαϊδος, ήτις ήτο γυνή συγκλητική, θυγάτηρ Ακακίου ανθυπάτου Ρώμης. Αύτη δε η Αγλαϊς, ούσα από γένος λαμπρότατον, ήτο και ωραία εις το κάλλος του σώματος, αλλά και πλουσία πολύ από χρήματα, και από άλλα αγαθά πρόσκαιρα, εκ των οποίων ήτο παραδεδομένη εις τας σαρκικάς ηδονάς, καθώς δυστυχώς πράττουν οι περισσότεροι εκ των εχόντων ταύτα, διότι με το να έχουν πολλά, εκτελούν της σαρκός τα θελήματα.
Ήτο δε ο Βονιφάτιος γνωστικός και ωραίος άνθρωπος, ελεήμων κατά πολλά και συμπαθής προς τους πένητας, η δε κυρία του Αγλαϊς είχε καταστήσει αυτόν οικονόμον της περιουσίας της και γραμματέα της. Ούτος λοιπόν, καθό άνθρωπος, ενικάτο από τον οίνον και από τον έρωτα της κυρίας του, επειδή εκείνη δεν είχεν άνδρα, και καθ΄ εκάστην ημάρτανον· πλην τόσον ήτο σπλαγχνικώτατος και φιλόξενος, ως άλλος ουδείς κατά αλήθειαν, και όταν έβλεπεν οδοιπόρους τινάς τους έπαιρνεν εις την οικίαν του και τους εφίλευε φιλοφρόνως ο φιλότιμος και φιλόχρηστος. Διψασμένους καθ΄ εκάστην επότιζε, γυμνούς ενέδυε, και πάντας τους ενδεείς επεμελείτο πλουσιοπαρόχως, καθώς το έχουν εκ φύσεως οι πορνεύοντες και δίδουν πολλάς ελεημοσύνας, μήπως και σβύσουν με το έλεος της συμπαθείας το πυρ της κολάσεως. Ήτο λοιπόν πολύς προς την αρετήν και θαυμάσιος ο γνωστικός Βονιφάτιος, μόνον δε η ακρασία και ακολασία του τον εκώλυε και δεν είχε το τέλειον ο μακάριος· αλλά εις ολίγον καιρόν τον ηξίωσεν ο Δεσπότης Χριστός (βλέπων την μεγάλην του αρετήν) να ξεπλύνη με το αίμα του Μαρτυρίου τον μολυσμόν της σαρκός και να γίνη όλως καθαρός και λαμπρότατος. Και ακούσατε οι αμαρτήσαντες, δια να γνωρίσετε, ότι πας ακόλαστος δύναται να απολαύση Βασιλείαν ουράνιον, αρκεί μόνον να κάμη αποχήν του κακού και ικανήν κατά την αμαρτίαν μετάνοιαν. Τον καιρόν εκείνον ήτο εις την νατολήν διωγμός μέγας κατά των Χριστιανών, η δε Αγλαϊς, η κυρία του Βονιφατίου, είχε πόθον πολύν να αποκτήση ιερά τινα Λείψανα Αγίων Μαρτύρων· όθεν είπε τον λογισμόν της προς εκείνον, γνωρίζουσα ότι αυτός ήτο πιστός και επιμελέστατος και άξιος να εκπληρώση τον ένθεον πόθον της. Είπε λοιπόν προς αυτόν η Αγλαϊς ταύτα· «Γνωρίζεις, αδελφέ, πόσας αμαρτίας επράξαμεν, και ποσάκις το κατ΄ εικόνα Θεού εμολύναμεν, και οποίαι τιμωρίαι μάς ναμένουν εις την αιώνιον κόλασιν· πλην ήκουσα από τινα ενάρετον και ευσεβή άνδρα, ότι όποιος τιμά τα άγια Λείψανα έχει μισθόν μέγαν παρά Θεού και αντάμειψιν. Λοιπόν καθώς ήσουν έως τώρα εις το κακόν πρόθυμος, ούτω πλήρωσόν μου και την επιθυμίαν ταύτην την ψυχωφελή και σωτήριον· ύπαγε σπουδαίως εις την Ασίαν, εις την οποίαν εμαρτύρησαν πολλοί Άγιοι, να φέρης όσα δυνηθής από τα τίμια αυτών και σεβάσμια Λείψανα, να τους οικοδομήσωμεν Ναούς, δια να έχωμεν την χάριν των εις την ψυχήν μας βοήθειαν». Ταύτα εκείνης ειπούσης υπεσχέθη ο Βονιφάτιος να τελέση μετά χαράς το προστασσόμενον. Όθεν έδωκε προς αυτόν άφθονα χρήματα δια να αγοράση ιερά Λείψανα και να διαμοιράση και εις πένητας. Απέστειλε δε μετά του Βονιφατίου και δώδεκα ιππείς, προς συνοδείαν αυτού, ως και σινδόνας, αρώματα, μύρα ευωδέστατα, και παν άλλο αρμόδιον προς τιμήν των αγίων Λειψάνων ως έπρεπεν. Όταν δε ο Βονιφάτιος απεχαιρέτησε την Αγλαϊδα, είπε προς αυτήν μειδιών· «Άραγε, δέσποινα, εάν επιτύχω να σου φέρουν το ιδικόν μου Λείψανον, καταδέχεσαι να τιμήσης αυτό ως άγιον»; Ταύτα μεν είπε χαριεντιζόμενος, ή ίσως να τον εφώτισεν ο Θεός και προείπεν εκείνο όπερ έγινε κατόπιν. Η δε Αγλαϊς απεκρίνατο· «Δεν είναι καιρός δι΄ αστεία, Βονιφάτιε, αλλ΄ ύπαγε κοσμίως και με ευλάβειαν να τελέσης το προστασσόμενον, συλλογιζόμενος ότι τα άγια Λείψανα, τα οποία μέλλεις να φέρης, δεν είμεθα άξιοι συ και εγώ να τα εγγίσωμεν ούτε καν να τα κυττάξωμεν με τους οφθαλμούς μας· άπελθε λοιπόν εις ειρήνην, και αυτός ο Θεός, όστις δι΄ ημάς έλαβε σάρκα και θάνατον, να μας συγχωρήση τα πταίσματα και να αποστείλη τον Άγγελον αυτού έμπροσθέν σου, να σου κατευθύνη τα διαβήματα». Αυτά τα λόγια ωφέλησαν πολύ τον Βονιφάτιον και έγινε προς τα θεία ευσεβέστερος. Όθεν ούτε κρέας έφαγε καθ΄ όλην την οδοιπορίαν εκείνην, ούτε οίνον εδοκίμασεν, αλλά ενθυμούμενος τας αμαρτίας του εφρόντιζε δια την ψυχικήν του σωτηρίαν και δεν επεμελείτο ουδόλως δια το σώμα, αλλά διήρχετο με πολλήν προσοχήν, και ευλάβειαν, αναλογιζόμενος τας πράξεις αυτού, διότι ο φόβος γεννά την προσοχήν, και αυτή την γαλήνην και την κατάστασιν εκείνην, με την οποίαν γνωρίζει έκαστος τας ασχημίας και ανομίας του, και ούτως έρχεται προς μετάνοιαν, καθώς έκαμε και ο σοφός την ψυχήν Βονιφάτιος, όστις, έχων πόθον να γίνη φίλος του Δεσπότου Χριστού, εγκρατεύετο από τα παχύτερα φαγητά και ενήστευε καθ΄ όλην την οδοιπορίαν εκείνην ευχόμενος.  Αφού λοιπόν έφθασεν εις την Ασίαν ο Άγιος επήγεν εις την Ταρσόν της Κιλικίας, εις την οποίαν ηγωνίζοντο τότε πολλοί Μάρτυρες, και τους μεν άλλους συντρόφους του αφήκεν εις το ξενοδοχείον να αναπαύωνται, αυτός δε απήλθεν ευθύς εις το στάδιον και βλέπει τους Αγίους τιμωρουμένους με διάφορα κολαστήρια, και άλλους μεν ερράβδιζαν, άλλων δε έκοπτον τας χείρας και τους πόδας, και με ράβδους τους συνέτριβον τα οστά οι ανηλεείς και άσπλαγχνοι. Αλλά ταύτα πάντα πάσχοντες οι γενναιότατοι εκείνοι αγωνισταί έχαιρον, συλλογιζόμενοι την μέλλουσαν ανταπόδοσιν. Ταύτα βλέπων ο Βονιφάτιος και θαυμάζων την καρτερίαν και υπομονήν αυτών, εθερμάνθη προς τον όμοιον ζήλον και παρρησιάζει την ευσέβειαν αυτού λέγων· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, όστις βοηθεί τους Αγίους του». Ταύτα εκβοήσας μεγαλοφώνως, προσέπεσεν εις τους πόδας των Μαρτύρων, οίτινες ήσαν τον αριθμόν είκοσι, και καταφιλών τα εναπομείναντα μέλη του σώματός των, τους εμακάριζε δια τα βασανιστήρια τα οποία έλαβον και τους παρεκίνει και ηρέθιζεν εις τα μέλλοντα, να μη δειλιάσουν ολίγον πόνον, δια να εύρουν ευφροσύνην και ανάπαυσιν αιώνιον, τους παρεκάλει δε να κάμουν δι΄ αυτόν προς Κύριον δέησιν, να τους συνοδεύση εις το Μαρτύριον, δια να γίνη και της δόξης αυτών συμμέτοχος. Τούτον ιδών ο άρχων, ηρώτησεν αυτόν, τις και πόθεν ήτο και τι εζήτει. Ο δε απεκρίνατο· «Χριστιανός είμαι και ονομάζομαι Βονιφάτιος, ήλθον δε από την Ρώμην επιταυτού δια να μαρτυρήσω την αλήθειαν του Χριστού μου». Λέγει προς αυτόν ο τύραννος· «Πριν αφανίσω τας σάρκας σου και συντρίψω τα οστά σου, ποίησον το συμφέρον σου, προσκύνησον τους σπλαγχνικούς θεούς, δια να λάβης παρ΄ αυτών πολλάς ευεργεσίας, ημείς δε οι άρχοντες να σε τιμήσωμεν με πλούτον και δόξαν πολλήν». Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Ούτε καν να σου αποκριθώ είναι δίκαιον· μόνον τούτο σου λέγω, ότι είμαι Χριστιανός, και δος μοι όσας τιμωρίας βούλεσαι». Τότε τον ετάνυσαν και τον έδειραν τόσον δυνατά, ώστε εφαίνοντο τα οστά του. Ο δε Βονιφάτιος υπέμεινε τας πληγάς κυττάζων ακλινώς προς τους λοιπούς Μάρτυρας. Βλέπων δε αυτόν ο άρχων, ότι δεν εδειλίαζε ποσώς από την οδυνηράν ταύτην βάσανον, προστάσσει να τον αφήσουν ολίγον, και του λέγει· «Ας γίνουν εις σε, Βονιφάτιε, αυτά τα παθήματα μαθήματα, να κάμης το συμφέρον σου, πριν λάβης χειρότερα κολαστήρια». Ο δε απεκρίνατο· «Δεν εντρέπεσαι να μου λέγης να προσκυνήσω θεούς αναισθήτους, ανόητε; Και νομίζεις ότι θέλεις με νικήσει με παιδευτήρια»; Ταύτα ακούων ο τύραννος εθυμώθη κατά του Μάρτυρος και προσέταξε να καρφώσουν καλάμους οξείς εις τους όνυχας αυτού. Είναι δε η βάσανος αύτη δριμυτάτη και πανώδυνος, τόσον ώστε όχι μόνον να πάθη τις αυτήν, αλλά και εις την ακοήν της δειλιά και τρέμει χωρίς να την δοκιμάση. Αλλ΄ ο Μάρτυς ταύτα πάσχων ύψωσε προς ουρανόν την διάνοιαν, και δεν εσκέπτετο ουδόλως την οδύνην ο αξιέπαινος. Όθεν ο δυσσεβής τύραννος, βλέπων ότι ματαίως εβασανίζετο και δεν ηδύνατο να νικήση τον Μάρτυρα, εύρεν άλλην χαλεπωτέραν βάσανον, και προστάσσει να ανοίξουν το στόμα του και να χύσουν εντός αυτού βρασμένον μόλυβδον. Ταύτα ακούσας ο Άγιος ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς λέγων· «Δέσποτά μου Ιησού Χριστέ, όστις με ενεδυνάμωσες να νικήσω τα πρότερα κολαστήρια, ελθέ και τώρα να με βοηθήσης, η παρηγορία και παράκλησίς μου, ελαφρύνων την εμήν οδύνην και κάκωσιν, και δος μοι νίκην κατά του σατανά και του άρχοντος, διότι, καθώς γνωρίζεις, δια την αγάπην σου βασανίζομαι». Ταύτα ειπών παρεκάλει τους Αγίους να κάμουν δι΄ αυτόν δέησιν, όπως τον ενδυναμώση ο Κύριος, όπερ και εγένετο και ηύχοντο οι άλλοι Άγιοι Μάρτυρες προς τον Θεόν δια τον Βονιφάτιον να του δώση νίκην, να τελειώση την άθλησιν. Όταν λοιπόν ανέλυσαν οι υπηρέται τον μόλυβδον και ήθελον να χύσουν αυτόν με την χώνην εις την κοιλίαν τού Μάρτυρος, ηγανάκτησαν οι παρεστώτες δια την ωμότητα του άρχοντος, όχι μόνον δια τον Βονιφάτιον, αλλά και δια τους άλλους Αγίους, τους οποίους εβασάνιζε με σκληρότατα κολαστήρια· όθεν μη υποφέροντες τοσαύτην θηριόγνωμον ψυχήν ανεβόησαν λέγοντες· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, μέγας είσαι, Χριστέ Βασιλεύ, εις σε και ημείς πάντες πιστεύομεν». Ταύτα λέγοντες, το μεν βωμόν όστις ήτο εκεί πλησίον κατέστρεψαν, τον δε άρχοντα ελιθοβόλησαν, τόσον ώστε εκινδύνευσε να απολεσθή από τους λίθους ο άθλιος· όθεν έφυγεν έντρομος και κατά πολλά αισχυνόμενος. Κατά δε την επομένην ημέραν εκάθησε πάλιν εις το κριτήριον ο αλιτήριος, δια να αποπλύνη δε την ύβριν της προηγουμένης ωνείδιζε τον Μάρτυρα χλευάζων τον Χριστόν, ότι ως ληστής και κακοποιός εσταυρώθη. Ο δε Άγιος ήλεγχε τον τύραννον περισσότερον, εκείνος δε μη υποφέρων την εξουδένωσιν κατεδίκασε τον Αθλητήν, να τον βάλουν εις λέβητα γεμάτον πίσσαν, να τον βράσουν έως να διαλυθή τελείως, ο Θεός όμως δεν ημέλησε να θαυματουργήση και τότε, αλλ΄ έστειλεν εξ ουρανού Άγγελον, ο οποίος τον μεν Άγιον ως και ποτε τους Αγίους Τρεις Παίδας αβλαβή διεφύλαξεν, η δε φλοξ εκχυθείσα κατέκαυσεν όσους επρόφθασε.Ταύτα βλέπων ο δυσσεβής τύραννος και φοβηθείς την δύναμιν του Χριστού, έτι δε και αισχυνόμενος να βλέπη τους θεούς του υβριζομένους από τον Βονιφάτιον, τον κατέκρινεν εις θάνατον να τον αποκεφαλίσουν ως υβριστήν των θεών και παραβάτην των βασιλικών διατάξεων. Ούτω λοιπόν έλαβον αυτόν οι δορυφόροι και τον επήγαιναν εις τον τόπον της καταδίκης αγαλλόμενον· ο δε Άγιος Μάρτυς εχαίρετο τόσον, ως να επήγαινεν εις ζωήν πανευφρόσυνον και όχι εις θάνατον. Φθάσαντες δε εις τον ωρισμένον τόπον εζήτησεν ολίγην διορίαν από τους στρατιώτας και σταθείς κατά ανατολάς, τοιαύτα προσηύξατο· «Κύριε και Θεέ μου, απόστειλον εις εμέ τα ελέη σου, παραστάσου και γενού βοηθός μου κατά την ώραν ταύτην, να μη με εμποδίση ο πονηρός δια τας αμαρτίας τας οποίας ετέλεσα πρότερον ο αφρονέστατος, αλλά παράλαβε την ταπεινήν μου ψυχήν εν ειρήνη, συναρίθμησον δε και εμέ τον ανάξιον δούλον σου μετ΄ εκείνων, οίτινες εφύλαξαν την πίστιν απ΄ αρχής έως τέλους. Λύτρωσον δε και το περιπόθητόν σου ποίμνιον, τον λαόν σου τον περιούσιον, από την ειδωλικήν δυσσέβειαν, ότι ευλογητός ει και μένων εις τους αιώνας». Ταύτα του Αγίου ευξαμένου έκοψαν την μακαρίαν αυτού κεφαλήν, έρρευσε δε από της τομής, ω του εξαισίου θαυματουργήματος! γάλα και αίμα· το μεν αίμα εις σημείον της φύσεως, το δε γάλα εις μαρτύριον της Πίστεως· όσοι δε έτυχον εκεί παρόντες εξέστησαν εις το μέγα τούτο θαυμάσιον και επίστευσαν εις τον Χριστόν άνδρες πεντακόσιοι πενήκοντα. Τοιούτον τέλος έλαβε δια τον αγαθοδότην Θεόν ο καλός Βονιφάτιος και ούτως ετελειώθη η προφητεία του αληθέστατα. Βλέποντες οι σύντροφοι και συνοδοιπόροι του Αγίου την παρατεινομένην απουσίαν αυτού και μη έχοντες ουδεμίαν περί τούτου πληροφορίαν, ενόμισαν ότι εχρόνιζεν εις κανέν οινοπωλείον ή ευρίσκετο εις οίκον τινά της απωλείας κατά την παλαιάν του συνήθειαν. Όθεν απελθόντες εζήτουν αυτόν, ερευνώντες εις όλην την πόλιν και ακριβώς εξετάζοντες, ιδόντες δε τον αδελφόν τού κομενταρησίου, ηρώτησαν αυτόν, εάν είδε ξένον τινά προχθές εις την αγοράν, όστις ήθελε ν΄ αγοράση πραγματείαν πολύτιμον, ο δε απεκρίνατο λέγων· «Είδα άνθρωπον τινα εις το στάδιον, όστις εμαρτύρησε δια ξίφους θάνατον προθύμως, αλλά δεν γνωρίζω εάν ήτο εκείνος τον οποίον ζητείτε· ειπέτε μοι όμως τα σημεία της μορφής του, να γνωρίσωμεν το βέβαιον, εάν ήτο εκείνος ή έτερος». Οι δε ιστόρησαν δια λόγου τον Βονιφάτιον λέγοντες, ότι ήτο νέος την ηλικίαν, ξανθός την τρίχα, την όψιν ωραίος και τα επόλοιπα της μορφής του σημεία και χαρακτήρας της όψεως. Ο δε είπε προς αυτούς · «Εκείνος ήτο κατ΄ αλήθειαν». Αυτοί όμως δεν επίστευον, γνωρίζοντες την προτέραν αυτού πολιτείαν την ασελγή και άσχημον· όθεν παραλαβών αυτούς τους ωδήγησεν εις το στάδιον και τους έδειξε το ιερόν του Μάρτυρος Λείψανον. Βλέποντες οι σύντροφοι του Αγίου το ιερόν αυτού σώμα χωρίς την κεφαλήν δεν τον ανεγνώρισαν, έως ου εύρον και την τιμίαν του κεφαλήν, την οποίαν σμίξαντες με το σώμα εβεβαιώθησαν, ότι αυτός εκείνος ήτο ο Βονιφάτιος· όθεν έλαβον φόβον πολύν και αγαλλίασιν εκθαμβούμενοι· εφοβούντο μεν, μήπως και κακίση δια την κατάκρισιν την οποίαν του έκαμαν, έχαιρον δε διότι ηξιώθησαν να απολαύσουν τοιούτον θησαυρόν πολύτιμον. Έκλαιον λοιπόν από την χαράν των και εδέοντο του Αγίου να τους συγχωρήση το πταίσιμον. Ο δε Θεός, όστις δοξάζει τους Αγίους του, ενήργησε και άλλο θαυμάσιον και καθώς εκόλλησαν την τιμίαν κεφαλήν με το υπόλοιπον σώμα, ήνοιξεν ο Άγιος τους οφθαλμούς του και εκοίταξε τους συντρόφους του φιλικά και ήμερα με ευσπλαγχνίαν μεγάλην, φανερώνων ασφαλώς με το ιλαρόν εκείνο βλέμμα την αγάπην του και ότι τους συνεχώρησε το αμάρτημα και δεν ενεθυμείτ την προτέραν ύβριν ως αμνησίκακος. Οι δε ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον εξεθαμβήθησαν και χέοντες δάκρυα θερμά εκ των οφθαλμών των, έλεγον· «Δούλε του Θεού, μη ενθυμηθής τας ανομίας ημών και τον παραλογισμόν, τον οποίον κατά της θείας και ιεράς κεφαλής σου ελαλήσαμεν, αλλά συγχώρησον ημάς ως αμνησίκακος, ότι εξ αγνοίας ημάρτομεν». Έδωσαν λοιπόν φλωρία χρυσά πεντακόσια και αγοράσαντες το άγιον εκείνο και πολυτιμότατον Λείψανον και ευωδιάσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, το έβαλαν εις θήκην πολύτιμον και δεν εζήτησαν άλλο Λείψανον, έχοντες εκείνο του γνωρίμου και φίλου των. Καθώς δε ήρχοντο προς την Ρώμην, κατέβη Άγγελος εξ ουρανού προς την Αγλαϊδα και της λέγει· «Έγειραι να προϋπαντήσης τον ποτέ μεν δούλον σου, νυν δε αδελφόν ημών των Αγγέλων και συλλειτουργόν γενόμενον· υπόδεξαι τον πρότερον ικέτην και υπηρέτην σου και τώρα δεσπότην σου και τίμησον αυτόν ευλαβώς ως της ψυχής σου σωτήρα και της ζωής σου χρησιμώτατον φύλακα». Ταύτα ακούσασα η γυνή ηγέρθη έντρομος και συναθροίσασα τους πλέον επιφανείς και ευλαβεστέρους των Κληρικών, προϋπήντησαν με πολλήν τιμήν τον Άγιον, τον οποίον και απέθεσαν εις τόπον αρμόδιον, έξω της πόλεως πεντήκοντα στάδια. Έκτισε δε ύστερον εκεί η Αγλαϊς Ναόν περικαλλή και περίφημον, εις τον οποίον ετελέσθησαν και τελούνται έως την σήμερον παράδοξα θαύματα, δαίμονες διώκονται και νόσοι ανίατοι θεραπεύονται. Όχι δε μόνον από σωματικάς ασθενείας, αλλά και από ψυχικάς ιατρεύθησαν αναρίθμητοι. Η δε μακαρία Αγλαϊς μετετράπη θείαν αλλοίωσιν δια πρεσβειών του Αγίου· όθεν διαμοιράσασα όλον τον πλούτον της εις τους πτωχούς, επολιτεύθη το επίλοιπον της ζωής της τοσούτον σώφρονα και ενάρετα και με τοσαύτην σκληραγωγίαν και άσκησιν, ώστε επερίσσευσεν η αγιωσύνη την προτέραν φαυλότητα και τόσον ευηρέστησε τον Θεόν, ώστε της έδωκε χάριν να κάμνη θαυμάσια και εδίωκεν από τους ασθενείς τα δαιμόνια· έζησε δε μετά την καλήν αλλοίωσιν έτη δεκαπέντε, και τότε η μεν αγία ψυχή της απήλθε προς Κύριον, το δε μακάριον αυτής Λείψανον έβαλον ομού μετά του ηγαπημένου της Βονιφατίου, του θαυμαστού και τρισμάκαρος. Τοιούτον τέλος ηξιώθησαν να λάβουν δια τον Κύριον η Αγλαϊς και ο Βονιφάτιος, οίτινες πρότερον μεν ως άνθρωποι έπιπτον εις τα σαρκικά πάθη, ύστερον δε δια τον Χριστόν κατά των παθών ηγωνίσθησαν και κατεφρόνησαν νεανικώς και ανδρείως τας σαρκικάς ηδονάς και πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον, δια να απολαύσουν την αεί και πάντοτε διαμένουσαν· της οποίας είθε να αξιωθώμεν και ημείς, Χάριτι και φιλανθρωπία Αυτού του Χριστού και Δεσπότου μας, Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τον αιώνα τον ατελεύτητον. Αμήν.

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019

Η αξία της γυναίκας στο Κοράνι και στην Ορθοδοξία.



site analysis


Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, στέκεται και γένι
Κοράνι, σούρα 4,στίχος 34:
«Εάν φοβάστε ότι οι γυναίκες αυθαδιάζουν τότε να τους επισημαίνετε το ορθό,να αποφεύγετε τη συνεύρεση στην κλίνη μαζί τους και να τις ξυλοκοπάτε»


 Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και άτομα στέκονται
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος:
"Όση, λοιπόν, αγάπη έχεις στον εαυτό σου, τόση αγάπη θέλει ο Θεός να έχεις και στη γυναίκα σου. Δεν βλέπεις ότι και στο σώμα μας πολλές ατέλειες ή ελλείψεις έχουμε; Ο ένας έχει πόδια στραβά, ο άλλος τα χέρια παράλυτα, ο τρίτος κάποιο άλλο μέλος άρρωστο κ.ο.κ. Και όμως, δεν το κακομεταχειρίζεται ούτε το κόβει· απεναντίας μάλιστα, το φροντίζει και το περιποιείται περισσότερο απ’ όσο τα υγιή μέλη του, και ο λόγος είναι ευνόητος.
Όσο αγαπάς, λοιπόν, τον εαυτό σου, τόσο ν’ αγαπάς και τη γυναίκα σου. Όχι μόνο γιατί ο άνδρας και η γυναίκα έχουν την ίδια φύση, αλλά και για μιάν άλλη σπουδαιότερη αιτία:
Γιατί δεν είναι πιά δύο ξεχωριστά σώματα, αλλά ένα· και ο άνδρας είναι το κεφάλι, ενώ η γυναίκα το σώμα."