Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Η πρώτη Ελληνίδα υποναύαρχος



site analysis



            Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είναι η πρώτη Ελληνίδα Υποναύαρχος. Ο βαθμός της απονεμήθηκε μετά θάνατον. Οι Ρώσοι της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου». Είναι η μοναδική φορά στην ιστορία τους, που απονεμήθηκε σε γυναίκα αυτός ο βαθμός.
Η ζωή της Λασκαρίνας ήταν τραγική από την ώρα που γεννήθηκε σε κελί της Τουρκιάς έως την ώρα που την σκότωσαν Έλληνες. Ανάμεσα τους έζησε  διαστήματα πατριωτικής έξαρσης, ηρωικών αγώνων, εντάσεων, φιλονικιών, αντιπαραθέσεων, γάμων, χηρειών, τεκνογονιών. Ελάχιστος ήταν ο καιρός που έζησε σε οικογενειακή ατμόσφαιρα γαλήνης. Ήταν μια χαρισματική ηρωίδα μητέρα και Ελληνίδα, που η ζωή της σκλήρυνε την ψυχή για να μπορέσει να επιβιώσει και να προσφέρει τα πάντα στην ελευθερία της Πατρίδας της.
            Η ίδια δεν άφησε απομνημονεύματα. Σκόρπιες είναι οι αναφορές γι’ αυτήν από τους ιστορικούς της Εποχής. Το 1993 οι εκδόσεις «Κάκτος» εξέδωσαν το ιστορικό μυθιστόρημα του πρίγκιπα Μιχαήλ (Michel de Grece) «Μπουμπουλίνα». Πρόκειται για μιαν εξαιρετική λογοτεχνική εργασία, δοσμένη με ακριβή ιστορική προσέγγιση στα γεγονότα. Για το εγχείρημά του  ο πρίγκιπας συνεργάσθηκε με έγκυρους ιστορικούς και εκλεκτούς ευπατρίδες. Από αυτήν του την εργασία αντλούμε στοιχεία, που αναδεικνύουν την προσωπικότητα της ηρωίδας.

            Έγκυος, κοντά στη γέννα της Λασκαρίνας, η μητέρα της Σκευώ πούλησε τα υπάρχοντά της και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να προσπαθήσει να απελευθερώσει τον σύζυγό της Σταυριανό Πινότση. Αυτός είχε λάβει μέρος στα Ορλωφικά και τον είχαν προδώσει στους οθωμανούς. Δεν τον πρόλαβε ζωντανό. Είχε πεθάνει μιαν ημέρα πριν, από τα βασανιστήρια και τις κακουχίες.. Ο ισχυρός κλονισμός της Σκευώς από το θέαμα του νεκρού ανδρός της,  προκάλεσε την πρόωρη γέννηση της Μπουμπουλίνας μέσα στο μπουντρούμι, το 1771.
            Η μητέρα της, χήρα και νέα στην ηλικία, γύρισε με το μωρό πάμπτωχη στις Σπέτσες. Πέντε χρόνια μετά παντρεύτηκε τον πλούσιο Δημήτρη Λαζάρου και έτεκε έξι γιούς και δυο κόρες...Η Μπουμπουλίνα ήταν ξένο σώμα στη νέα οικογένεια. Η μητέρα του πατριού της ήταν δυο φορές μητριά και τα ετεροθαλή αδέλφια της την περιφρονούσαν. Η μητέρα της την υπεραγαπούσε αλλά δεν είχε χρόνο, ούτε τρόπο να την υπερασπιστεί. Η κατάστασή της χειροτέρεψε όταν πήγε να επισκεφθεί στην Ύδρα τον θείο, από την μητέρα της, Κουντουριώτη. Η σύζυγός του και η μητέρα της αδελφές. Αυτός δεν την δέχθηκε και ο γιός του, πρώτος της εξάδελφος, Γιώργος Κουντουριώτης, την έδιωξε με βίαιο τρόπο. Στη σκληρότητα που αντιμετώπιζε η ψυχική διέξοδος για την Μπουμπουλίνα ήταν η θάλασσα και ο γάμος. 
            Στα δέκα επτά της χρόνια, το 1788, παντρεύτηκε τον ανδρείο πλοιοκτήτη Δημήτρη Γιάνουζα. Του χάρισε τρία παιδιά, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και τη Μαρία. Κοντά του έμαθε να κυβερνά πλοία στη Μεσόγειο και στη Μαύρη θάλασσα και συμμετέσχε με επιτυχία στις εμπορικές του δραστηριότητες. Στα 1797, ανοικτά της Λιβύης,  σε ενέδρα τούρκων ο Γιάνουζας σκοτώθηκε. Η Λασκαρίνα ήταν 26 ετών, με τρία παιδιά. Τη ζήτησε σε γάμο ο πλούσιος πλοιοκτήτης και επίσης χήρος Μπούμπουλης, που την ήθελε και πριν παντρευτεί τον Γιάνουζα.  Υποχώρησε μετά από τρία χρόνια. Παντρεύτηκαν στα 1801 και του χάρισε τρία παιδιά, την Σκευώ – όνομα της μητέρας της-, την Ελένη και τον Νικόλαο. Αυτός είχε τρία παιδιά από τον πρώτο του γάμο. Το 1811 Αγαρηνοί σκότωσαν τον Μπούμπουλη και η Λασκαρίνα ήταν δυο φορές χήρα με εννέα παιδιά και με πολύ μεγάλη περιουσία. 
Τα προγόνια της διεκδίκησαν μέρος της περιουσίας. Έφτασαν στην Πόλη και ζήτησαν από το Πατριαρχείο να την αφορίσει αν δεν τους την έδινε. Το Πατριαρχείο, το 1820, την αφόρισε μέχρις ότου δώσει στα προγόνια της όσα διεκδικούσαν. Η Λασκαρίνα δεν υπάκουσε.  Είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και είχε αποφασίσει όλη η περιουσία της να πάει στον Αγώνα, όπως και πήγε. Το 1820 ναυπήγησε το πολεμικό πλοίο «Αγαμέμνων», 48 πήχεων και με δικά της χρήματα το εξόπλισε με 18 κανόνια και το επάνδρωσε με πολλούς ναυτικούς.. Οι Τούρκοι το ήξεραν... Το όνομα που έδωσε στο πλοίο δείχνει το πόσο τιμούσε την εθνική κληρονομιά της.
Στην έναρξη του Αγώνα ήταν πενήντα ετών, αλλά, όπως έγραψε ο Φιλήμων ήταν «επιβλητική καπετάνισσα, προ της οποίας ο άνανδρος ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρει». Δια ξηράς και δια θαλάσσης έλαβε μέρος στην άλωση της Μονεμβασίας, της Τριπολιτσάς και του Ναυπλίου. Κατά την πρώτη, αποτυχημένη, πολιορκία του, οι Έλληνες υποχώρησαν και η Μπουμπουλίνα έσπευσε στο Άργος να τους ενθαρρύνει με χρήματα και οπλισμό. Η εμφάνιση της έφιππης Μπουμπουλίνας, που συνοδευόταν από τον γιό της Γιάννη Γιάνουζα και Σπετσιώτες άνδρες, προκάλεσε ενθουσιασμό στους κατοίκους της πόλης. Στη  μάχη με τους Τούρκους σκοτώθηκε ο γιός της, για τον οποίο είπε: «Ο γιός μου είναι νεκρός, αλλά το Άργος σώθηκε...».
Στον εμφύλιο υποστήριξε τον Κολοκοτρώνη, με τον οποίο και συμπεθέρεψε. Η κόρη της Ελένη Μπούμπουλη παντρεύτηκε το 1823 τον πρωτότοκο γιό του Πάνο Κολοκοτρώνη, που σκοτώθηκε  σε εμφύλια πολεμική σύγκρουση το 1824. Παρά τους καλοθελητές και ζηλόφθονους, που πήγαν να δηλητηριάσουν τον δεσμό της Μπουμπουλίνας με τον Κολοκοτρώνη, αυτός έμεινε πάντα ισχυρός. Μετά την άλωση του Ναυπλίου έμεινε εκεί σε οικία που της παραχώρησαν, αλλά κατά την εμφύλια διαμάχη διώχθηκε από αυτήν και αναγκάστηκε να επιστρέψει στις Σπέτσες μαζί με την κόρη της Ελένη.  
Ο φυλακισμένος από τους κυβερνητικούς   σε μοναστήρι της Ύδρας Κολοκοτρώνης απελευθερώθηκε στις 16 Μαΐου 1825. Στο διπλανό νησί, στις Σπέτσες, λίγες ημέρες μετά, στις 22 Μαΐου, η Μπουμπουλίνα σκοτώθηκε στο σπίτι του πρώτου άνδρα της Γιάννη Γιάνουζα. Ο γιός της Γιώργος Γιάνουζας έκλεψε την Ευγενία Κούτση και οι Κουτσαίοι πήγαν να την πάρουν. Πάνω στον καυγά την πυροβόλησαν στο παράθυρο όπου βρισκόταν. Ένα βόλι την πέτυχε ανάμεσα στα μάτια και την έριξε νεκρή. Ο δράστης Γιάννης Κούτσης αθωώθηκε από το δικαστήριο των Σπετσών, αλλά ο Γιώργος Γιάνουζας κράτησε γυναίκα του την Ευγενία  και απέκτησαν πολλά παιδιά. 
Ο «Αγαμέμνων» από τα παιδιά της Μπουμπουλίνας πουλήθηκε στο ελληνικό κράτος και τον έκαψε στον Πόρο ο Μιαούλης, μαζί με τον υπόλοιπο στόλο. Απόγονος της Μπουμπουλίνας ήταν η ηρωίδα  της Εθνικής Αντίστασης Λέλα Καραγιάννη, πού έδωσε το επώνυμο της  στην αντιστασιακή οργάνωση, που συγκρότησε το 1941.- 
ΠΗΓΗ.ΑΚΤΙΝΕΣ

Εμένα η μητέρα μου μ' έμαθε να λέω την ευχή!



site analysis


Οι γονείς πρέπει να δώσουν στα παιδιά τους να καταλάβουν ότι δεν γίνεται να ζήσουν μακριά από τον Χριστό. Ο Χριστός είναι ο μόνος δρόμος, δεν υπάρχει άλλος. Άμα μεταδώσουν αυτό στα παιδιά τους, δεν χρειάζεται τίποτε άλλο. Αυτή είναι όλη η διαπαιδαγώγηση.
Η μάνα καλύτερα είναι να ασχολείται με την ανατροφή των παιδιών, παρά να καταπιάνεται σχολαστικά με το νοικοκυριό, με τα άψυχα πράγματα. Να τους μιλάει για τον Χριστό, να τους διαβάζει βίους Αγίων. Παράλληλα να ασχολείται και με το ξεσκόνισμα της ψυχής της, για να λαμποκοπάει πνευματικά.
Η πνευματική ζωή της μητέρας θα βοηθήσει αθόρυβα και τις ψυχές των παιδιών της. Έτσι και τα παιδιά της θα ζουν χαρούμενα, και εκείνη θα είναι ευτυχισμένη, γιατί μέσα της θα έχει τον Χριστό. Αν η μάνα δεν ευκαιρεί ούτε ένα «Τρισάγιο» να πει, πώς θα αγιασθούν τα παιδιά της;
Εμένα η μητέρα μου μου έμαθε να λέω την ευχή.
Όταν σαν παιδιά κάναμε καμιά αταξία και πήγαινε να θυμώσει, την άκουγα που έλεγε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν έβαζε το ψωμί στον φούρνο, έλεγε: «Εις το όνομα του Χριστού και της Παναγίας».  
Και όταν ζύμωνε και όταν μαγείρευε, πάλι έλεγε συνέχεια την ευχή. Έτσι αγιαζόταν η ίδια, αγιαζόταν και το ψωμί και το φαγητό που έκανε, αγιάζονταν και αυτοί που το έτρωγαν.
Πόσες μητέρες που είχαν αγία ζωή είχαν και αγιασμένα παιδιά! Νά, η μητέρα του Γέροντα Χατζη-Γεώργη. Ακόμη και το γάλα αυτής της ευλογημένης μάνας, που θήλαζε ο Γαβριήλ – το κατά κόσμον όνομα του Γέροντα Χατζη-Γεώργη – ήταν ασκητικό!



Είχε αποκτήσει δύο παιδιά και ύστερα ζούσαν με τον σύζυγό της εν παρθενία, αγαπημένοι σαν αδέλφια. Είχε ασκητικό πνεύμα από μικρή, γιατί είχε αδελφή μοναχή, ασκήτρια, την οποία επισκεπτόταν και αργότερα με τα παιδιά της.
Ο πατέρας του Γαβριήλ ήταν και αυτός ευλαβής και ασχολούνταν με το εμπόριο, γι᾿ αυτό τον περισσότερο καιρό τον περνούσε στα ταξίδια.
Αυτό έδινε την ευκαιρία στην μητέρα του να ζη απλά, να μη «μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά» , να τον παίρνει μαζί της και να αγρυπνεί με άλλες γυναίκες πότε στις σπηλιές και πότε στα εξωκκλήσια. Γι᾿ αυτό μετά έφθασε σε τέτοια μέτρα αγιότητος .
Η ευλάβεια της μητέρας έχει μεγάλη σημασία. Αν η μητέρα έχει ταπείνωση, φόβο Θεού, τα πράγματα μέσα στο σπίτι πάνε κανονικά. Γνωρίζω νέες μητέρες που λάμπει το πρόσωπό τους, αν και δεν έχουν από πουθενά βοήθεια. Από τα παιδιά καταλαβαίνω σε τι κατάσταση βρίσκονται οι μητέρες.
Τα μωρά είναι σε συνεχή επαφή με τον Θεό, επειδή δεν έχουν μέριμνες. Τί είπε ο Χριστός για τα μικρά παιδιά; «Οι Άγγελοι αυτών εν ουρανοίς δια παντός βλέπουσι το πρόσωπον του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 18, 10). Έχουν επικοινωνία και με τον Θεό και με τον Φύλακα Άγγελό τους, που είναι συνέχεια δίπλα τους.
Στον ύπνο τους πότε γελούν, πότε κλαίνε, γιατί βλέπουν διάφορα. Άλλοτε βλέπουν τον Φύλακα Άγγελό τους και παίζουν μαζί του, τα χαϊδεύει, τα πειράζει, κουνάει τα χεράκια τους, και αυτά γελούν, άλλοτε πάλι βλέπουν καμιά σκηνή του πειρασμού και κλαίνε...
– Γέροντα, ένα αβάπτιστο παιδάκι κάνει να προσκυνήσει άγια Λείψανα;
– Γιατί να μην κάνη; Μπορεί και να το σταυρώσει κανείς με τα άγια Λείψανα.
Είδα σήμερα ένα παιδάκι, σαν αγγελουδάκι ήταν. «Που είναι τα φτερά σου;», το ρώτησα. Δεν ήξερε να μου πει!
Στο Καλύβι, όταν έρχεται η άνοιξη και ανθίζουν τα δένδρα, βάζω καραμέλες πάνω στα πουρνάρια, που είναι κοντά στην πόρτα του φράχτη, και λέω στα μικρά παιδιά που έρχονται εκεί: «Πηγαίνετε, παιδιά, να κόψετε καραμέλες από τα πουρνάρια, γιατί, αν πιάσει βροχή, θα λιώσουν και θα πάνε χαμένες!».



Μερικά έξυπνα παιδάκια καταλαβαίνουν ότι τις έβαλα εγώ και γελούν, άλλα πιστεύουν ότι φύτρωσαν, άλλα προβληματίζονται. Τα μικρά θέλουν και λίγο λιακάδα.
– Βάζετε πολλές καραμέλες, Γέροντα;
– Εμ, πώς! Τί να κάνω; Εγώ καλά γλυκά δεν δίνω στους μεγάλους· λουκούμια τους δίνω. Όταν μου φέρνουν καλά γλυκά, τα κρατώ για τα παιδιά της Σχολής [1].
Να, κι εδώ χθες βράδυ φύτεψα καραμέλες και σοκολατάκια και σήμερα... άνθισαν! Τα είδατε;


Ο καιρός ήταν καλός, το χώμα ήταν αφράτο, γιατί το είχατε σκάψει καλά, και αμέσως άνθισαν!
Να δείτε τι ανθόκηπο θα σάς κάνω εγώ! [2] Δεν θα χρειάζεται να αγοράζουμε καραμέλες και σοκολατάκια για τα παιδιά. Τι; να μην έχουμε δική μας παραγωγή;
– Γέροντα, κάποιοι προσκυνητές είδαν τα σοκολατάκια που φυτέψατε στον κήπο, επειδή το χαρτάκι τους έβγαινε πάνω από το χώμα. Παραξενεύτηκαν. «Κάποιο παιδάκι, είπαν, θα τα έβαλε».
– Δεν τους είπες ότι τα έβαλε ένα μεγάλο παιδί;
(Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου, Συμβουλές για τις μητέρες και τούς συζύγους)
__________

[1] Για τους μαθητές της Αθωνιάδος Σχολής.

[2] Ο Γέροντας είχε φυτέψει στο φρεσκοσκαμμένο χώμα καραμέλες και σοκολατάκια και είχε βάλει επάνω τους ανθάκια από πασχαλιά, για να φαίνονται σαν ανθισμένα.

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Πηνελόπη Νοταρά: Η κόρη του Καραϊσκάκη που έζησε και πέθανε στο Ξυλόκαστρο



site analysis




Τετάρτη 5 Ιουνίου 1874. Βράδυ, ώρα 10 μ.μ., στο αρχοντικό της στο Ξυλόκαστρο η Πηνελόπη Καραϊσκάκη-Νοταρά αφήνει την τελευταία της πνοή «άγουσα το 57ο έτος της ηλικίας της», όπως γράφει η εφημερίδα «Κορινθιακός Αστήρ». Η Πηνελόπη ήταν η μία από τις κόρες του αρχιστράτηγου Γεώργιου Καραϊσκάκη, σύζυγος του Ανδρέα Νοταρά και «πεπροικισμένη με πολλάς αρετάς», όπως σημειώνει στο ίδιο άρθρο ο «Κορινθιακός Αστήρ».

Ορφάνια και φτώχεια

Η Πηνελόπη γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα, το 1817 (ή το 1822) και ήταν η μία από τις δύο κόρες του Γεώργιου Καραϊσκάκη. Η αδελφή της ονομαζόταν Ελένη (Νίτσα) και είχαν δύο αδελφούς: τον Δημήτριο που ήταν ο πρωτότοκος και τον Σπύρο που ήταν το στερνοπούλι του Αρχιστράτηγου της Ρούμελης.
Στις 22 Απριλίου 1827 ο Καραϊσκάκης λαβώθηκε θανάσιμα στη μάχη του Φαλήρου και την επόμενη μέρα εξέπνευσε αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στον Αγώνα για την ελευθερία των Ελλήνων αλλά και τα τέσσερα παιδιά του πεντάρφανα.

Ο θάνατος του Καραϊσκάκη.
«Σαράντα τέσσαρες χιλ. γρόσια εις το κεμέρι του Μητρ Αγραφιώτη» γράφει ο ετοιμοθάνατος Καραϊσκάκης στη διαθήκη του, «από αυτά αι τριάντα χιλιάδες να δοθούν εις ταις τζούπρες (σ.σ. κόρες) μου  να ταις περιλάβουν οι δυο Μήτρηδες του Σκυλοδήμου και του Αγραφιώτη». Την ώρα που παρέδιδε την ψυχή του ο μεγάλος Έλληνας στρατηγός όρισε την τύχη των κοριτσιών του, ποιος θα τις αναθρέψει ποιος θα τις φροντίσει και τι μερτικό θα πάρουν από την περιουσία του.

Η διαθήκη του Καραϊσκάκη. Στην τέταρτη σειρά της αριστερής σελίδας γράφει «να δοθούν εις ταις τζούπρες μου».

Δυστυχώς όμως, από ό,τι δεν φαίνεται, δεν πρέπει να έφτασε στα χέρια των κοριτσιών του Καραϊσκάκη το ορισθέν από τον πατέρα τους ποσό. Στο νησί του Κάλαμου, απέναντι από την Αιτωλοακαρνανία όπου είχαν καταφύγει, η φτώχεια τυραννούσε τα παιδικά τους χρόνια. Ισχυρό τεκμήριο για την κακή οικονομική
κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει αποτελεί μία σειρά επιστολών με αποδέκτη την ελληνική κυβέρνηση, τον Ιωάννη Καποδίστρια αλλά και άλλους αξιωματούχους ώστε να τους παράσχουν οικονομική βοήθεια.
Τα τρία από τα τέσσερα παιδιά (ο μεγάλος, ο Δημήτρης είχε τραβήξει ήδη το δρόμο του ως στρατιωτικός) βρίσκονταν στις αρχές του 1828 στον Κάλαμο, υπό την κηδεμονία του Μήτρου Σκυλοδήμου. Η μητέρα τους, η Γκόλφω είχε ήδη πεθάνει ένα χρόνο πριν τον Καραϊσκάκη.
Από εκεί στέλνουν επιστολή αναζητώντας βοήθεια προς τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον νέο κυβερνήτη της Ελλάδος. «Ο ερχομός σας στην Ελλάδα μας έδωσε μεγάλη εμψύχωση, του γράφουν. Και συνεχίζουν αναφέροντας ότι τρεις μήνες νωρίτερα από τον ερχομό του, είχαν γράψει στην Ελληνική Κυβέρνηση ζητώντας οικονομική στήριξη. Εστείλαμε επί τούτου τον εξάδελφόν μας Μήτρο Σκυλοδήμου, αναφέρουν, αλλά έως τώρα καμία εξοικονόμησιν δεν ίδαμε. Στη συνέχεια τα παιδιά αναφέρουν ότι βρίσκονται σε άθλια κατάσταση και ζητούν από τον Καποδίστρια να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα τους από όλους τους πατριώτες.
Το γράμμα αυτό η Πηνελόπη, η Νίτσα και ο Σπύρος Καραϊσκάκης το στέλνουν στον Μήτρο Σκυλοδήμο και του ζητούν να το παραδώσει στον Καποδίστρια, αφού με το προηγούμενο γράμμα τους προ την Κυβέρνηση δεν κατάφεραν τίποτα!

Ο αρραβώνας με τον Νοταρά και η προίκα της Πηνελόπης

Οι αρραβώνες της Πηνελόπης και του Ανδρέα Νοταρά έγιναν στο στρατόπεδο του Πειραιά, το 1826. Παρόντες δεν ήταν ούτε βέβαια η εννιάχρονη τότε Πηνελόπη, ούτε ο 16χρονος Ανδρέας Νοταράς. Η συμφωνία των αρραβώνων έγινε μεταξύ του Καραϊσκάκη και του αδελφού του Ανδρέα, του Ιωάννη Νοταρά, του Αρχοντόπουλου της Κορινθίας.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει η εφημερίδα Αιών«Επί του πεδίου της δόξης και του υπέρ Πατρίδος αγώνος έδιδον την υπόσχεσιν, όπως συνδεθώσι δια συγγενείας, αφ’ ενός μεν ο περίβλεπτος στρατηγός των νεωτέρων Ελλήνων, αφ’ετέρου δε ο την ύψιστην αυτόχθονα αριστοκρατίαν και την στρατιωτικήν και πολιτικήν επιρροήν αντιπροσωπεύων, Ιωάννης Νοταράς, το περιώνυμον Αρχοντόπουλον».
Λίγους μήνες αργότερα βέβαια, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Ιωάννης Νοταράς έπεσαν νεκροί στην ίδια μάχη, στο ίδιο πολεμικό πεδίο. Ωστόσο, η συμφωνία του αρραβώνος δεν διαλύθηκε.

Ο Ανδρέας Νοταράς.
(αρχ. Αριστείδης Γ. Έσσλιν)
Το 1836, όταν ο Ανδρέας ενηλικιώθηκε, οι γηραιοί άρχοντες της οικογένειάς του, Πανούτσος και Σωτήριος Νοταράς ζήτησαν το χέρι της Πηνελόπης, τιμώντας τη συμφωνία που είχε γίνει στο πεδίο της μάχης.
Είχε προηγηθεί το 1835 η προικοδότηση της Πηνελόπης και η «υιοθεσία» της μαζί με την αδελφή της από τον Όθωνα κατά τη μεταφορά των οστών του πατέρα της από τη Σαλαμίνα στο Κερατσίνι.
Συγκεκριμένα, όπως περιγράφει η εφημερίδα «Αθήνα» στις 22 Απριλίου 1835 παρουσία του βασιλιά Όθωνα, των μελών της Αντιβασιλείας, υπουργών, πρέσβεων και πλήθος κόσμου έγινε το ετήσιο μνημόσυνο του Καραϊσκάκη και η ανακομιδή των λειψάνων του από τη Σαλαμίνα στον τόπο που έπεσε μαχόμενος. Μαζί με τα οστά του Αρχιστράτηγου μεταφέρθηκαν και τα οστά των υπολοίπων νεκρών της μάχης του 1827, μεταξύ αυτών και του Ιωάννη Νοταρά.
Την τελετή παρακολούθησαν και οι δύο κόρες του Καραϊσκάκη, οι οποίες συνόδευσαν τα λείψανα του πατέρα τους στο μνημείο που ανεγέρθη προς τιμήν του. Με το πέρας της επιμνημόσυνης δέησης, ο Όθωνας απένειμε στον Καραϊσκάκη το μέγα Σταυρό του Σωτήρος, προς «μνημόσυνον αιώνιον των προς τον Ελληνικό Αγώνα λαμπρών κατορθωμάτων του».
Κατόπιν, ο Όθωνας στράφηκε, όπως περιγράφει το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Αθήνα», προς τις δύο κόρες του Καραϊσκάκη και τους ανακοίνωσε ότι «την φροντίδα την οποίαν δε αυτάς ήθελεν έχει ο πατήρ των αν εζούσε, αναδέχεται ο ίδιος», επισημοποιώντας το γεγονός ότι έθετε τις δύο νεαρές υπό την κηδεμονία του.
Ο Όθωνας ανακοίνωσε με διάταγμα που διαβάστηκε εκείνη τη στιγμή, την προίκα της Πηνελόπης: 500 στρέμματα γης στην Κόρινθο, εκατό εκ των οποίων με καλλιέργεια σταφίδας. Επίσης 6000 δραχμές ως προίκα, με σκοπό να την νυμφευθεί «ο δεύτερος υιός του Νοταρά, καθώς ζώντος του Πατρός της ήτο συμφωνημένον».

Το διάταγμα του Όθωνα για την προίκα της Πηνελόπης.

Ο γάμος του Ανδρέα Νοταρά και της Πηνελόπης Καραϊσκάκη έγινε στην Κόρινθο το 1836 και έκτοτε η κόρη του αρχιστράτηγου έζησε μεταξύ Κορίνθου, Τρικάλων και Ξυλοκάστρου. Όπως, γράφεται στις εφημερίδες της εποχής, αφοσιώθηκε πλήρως στην ανατροφή των παιδιών της, αλλά και σε κοινωνικό έργο. «Χριστιανή τελεία, μεστή αρετών πολίτιδος, όντως ευγενούς, κατέστη το υποκείμενον της λατρείας της κοινωνίας όλης, εν μέσω της οποίας εβίου», γράφει η εφημερίδα «Αιών».

Η Πηνελόπη Καραϊσκάκη-Νοταρά.
(αρχ. Αριστείδης Γ. Έσσλιν)
Και συνεχίζει: «Η θυγάτηρ του ενδοξοτάτου των στρατηγών, ούτε αγέρωχος ην, ούτε απότομος, ούτε επιδεικτική· προσηνεστάτη τους τρόπους, γλυκείας πάντοτε λέξεις έχουσα επί των χειλέων πετώσας, απλήν φορούσα ενδυμασίαν, διευθύνουσα αυτή μόνη σχεδόν μέγαν οίκον». Η εφημερίδα τονίζει το αγαθό πνεύμα και την ευλογία της Πηνελόπης, η οποία μεγάλωσε τα παιδιά της αλλά έγινε και η προστάτιδα άγγελος της φτώχειας και των στερήσεων που ζούσε η Ελλάδα εκείνες τις εποχές.
Ταπεινή και μετριόφρων, η Πηνελόπη, έζησε στην κορινθιακή επαρχία και απέφυγε τους κύκλους των Αθηνών, παρότι ο άνδρας της ήταν υπασπιστής του Όθωνα, βουλευτής Κορινθίας και υπουργός. Αυτή η «θυγάτηρ του ενδόξου στρατηγού» προτιμούσε να ζει στο Ξυλόκαστρο και τα Τρίκαλα την ίδια στιγμή που όπως εύστοχα σημειώνει η εφημερίδα «Αιών»:  «άσημα όντα, ασύνδετα προς τη δόξα του τόπου ή ανάξια να προσιδώσιν εις το ύψος της εθνικής ιδέας, απολαύουσι των τιμών της αυθεντικής Ελλάδος».

Ο θάνατός της και οι απόγονοί της


Η Μαρία Νοταρά-Έσσλιν.
(αρχ. Αριστείδης Γ. Έσσλιν)
Η Πηνελόπη με τον Ανδρέα Νοταρά απέκτησαν 8 παιδιά μεταξύ των οποίων τη Μαρία και τον Σπυρίδωνα. Η μεν Μαρία παντρεύτηκε τον Αριστείδη Έσσλιν, πολιτικό μηχανικό Βαυαρικής καταγωγής, το 1871 και οι απόγονοί της ζουν σήμερα στην Αθήνα. Ο δε Σπυρίδων ήταν αξιωματικός του στρατού και εκλέχθηκε πολλάκις βουλευτής Κορινθίας.
Η Πηνελόπη Καραϊσκάκη-Νοταρά πέθανε όπως είπαμε, σαν σήμερα, 5 Ιουνίου 1874, στο Ξυλόκαστρο βυθίζοντας στο πένθος όλη την Κορινθία. Ήταν μόλις 57 ετών και δεν πρόλαβε για δύο μήνες να δει την εγγονή της, η οποία γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1874 και πήρε το όνομά της, προς τιμήν της!
Επιμέλεια-έρευνα-κείμενα: Γιώτα Χρ. Αθανασούλη
Πηγές:
  • Αρχείο Εφημερίδων Ελληνικής Βουλής
  • Γεώργιου Χαρίτου, Αρχείον Γεώργιου Καραϊσκάκη
  • Αλέξης Γαλανούλης, Δύο επιστολές των ορφανών παιδιών του Καραϊσκάκη προς τον Ι. Καποδίστρια και τον Μήτρο Σκυλοδήμο
  • gnomipoliton.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Ἡ Ἁγία Φεβρωνία ἡ Ὁσιομάρτυς ἡ πολύαθλος



site analysis



   Η Αγία Φεβρωνία, ήταν περιζήτητη νύμφη για την σωματική της ομορφιά. Το ίδιο όμως έλαμπε και η αγνή ψυχή της. Για το λόγο αυτό σε ηλικία 17 ετών, επέλεξε το δρόμο της άσκησης και της εγκράτειας στο μοναστήρι όπου ηγουμένη ήταν η θεία της, Βρυένη και βρισκόταν στην Μεσοποταμία (στην πόλη της Νισίβεως, που λέγεται Αντιόχεια της Μυγδονίας και βρισκόταν στα σύνορα του Βυζαντινού και Περσικού κράτους).

Γρήγορα, παρά το νεαρό της ηλικίας της, προσαρμόσθηκε στους δύσκολους κανόνες της μοναχικής ζωής βρίσκοντας παράλληλα και χρόνο για να μελετά και να εμβαθύνει στις Θείες Γραφές. Έγινε δε υπόδειγμα ανάμεσα στις άλλες μοναχές για τη σύνεσή της το ζήλο της, την προθυμία της και το ταπεινό της φρόνημα.

Κάποια ημέρα όμως, ένα στρατιωτικό σώμα το οποίο κατεδίωκε χριστιανούς, με επικεφαλής το Σεληνο (288 μ.Χ.) έφθασε και στο μοναστήρι της Φεβρωνίας. Οι άλλες μοναχές κατόρθωσαν να διαφύγουν, η Αγία όμως η οποία ήταν άρρωστη δεν κατόρθωσε να μετακινηθεί. Κοντά της παρέμειναν η ηγουμένη Βρυένη και η αδελφή Θωμαΐς.

Οι στρατιώτες, μόλις αντίκρυσαν τη Φεβρωνία, έμειναν έκπληκτοι από την ομορφιά της. Άφησαν, λοιπόν, τρεις άνδρες να τη φρουρούν και οι υπόλοιποι γύρισαν και το ανέφεραν στον αρχηγό τους Σελήνο. Αυτός αμέσως διέταξε και την έφεραν μπροστά του, και με κάθε τρόπο την πίεσε να άλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στη Φεβρωνία να τη δώσει σύζυγο στον ανεψιό του Λυσίμαχο, που κοντά του θα γνώριζε μεγάλη δόξα. Η Φεβρωνία, όμως, προτίμησε να γίνει «της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός» (Α' Έπιστολή Πέτρου, ε' 1). Προτίμησε, δηλαδή, να είναι συμμέτοχος της δόξας που θα αποκαλυφθεί κατά τη δευτέρα παρουσία, και με περίσσιο θάρρος περιφρόνησε τις προτάσεις του Σελήνου, ο όποιος, αφού τη βασάνισε, τελικά τη σκότωσε με ξίφος.
 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς τῆς ἀσκήσεως, ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως, τῷ κόσμῳ ἔμπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ, δραμοῦσα ἀσχέτῳ, πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν καὶ Μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε, Φεβρωνία ὁ Κύριος· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας χάρισι, καῖ μαρτυρίου τῷ κάλλει, κοσμηθεῖσα ἔνδοξε, ὡς πανακήρατος νύμφη, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νημφίῳ, ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ, καὶ πρεσβεύεις Φεβρωνία, ὑπὲρ τῶν πίστει ὑμνολογούντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Φεβρωνία πανευκλεής, Ὁσίων ἡ δόξα, καὶ Μαρτύρων ἡ καλλονή· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, ἀθλήσασα νομίμως, εἰκότως καὶ βραβείων, διπλῶν ἠξίωσαι.
 
"Εθνέγερσις

Γέροντας Πετρώνιος, Για τη βαθιά χριστιανική ζωή της μητέρας του!



site analysis



Ο Ρουμάνος Αγιορείτης, Γέροντας, Ιερομόναχος, π. Πετρώνιος.

Κάποτε, όταν βρέθηκα στο καταφύγιο της πόλεως Μπροστένι, επήγα να μείνω το Άγιο Πάσχα στο σπίτι μας, και θυμήθηκα τις χριστιανικές μας συνήθειες από την παιδική μου ηλικία.
Μπόρεσα να συνομιλήσω μαζί της και κατάλαβα τότε πόσο βαθιά ήταν η χριστιανική της ζωή.
Τη Μεγάλη Πέμπτη ανεχώρησε το πρωί από το σπίτι, και όταν επέστρεψε και την ρώτησα, έμαθα με μεγάλη μου έκπληξη ότι είχε πάει σε μια ασθενή γειτόνισσα να της κάνει ένα δώρο, να της πλύνει τα πόδια εις ανάμνησιν της ταπεινώσεως του Ιησού μας προ του Μυστικού Δείπνου. «Ο Κύριος να πλύνει τα πόδια των Μαθητών Του κι εγώ να μη κάνω τίποτε γι’ Αυτόν;», μου απήντησε. «Έκαμα κι εγώ κάτι παρόμοιο.
Έπλυνα τα πόδια της Μαρίας του Γαβριήλ, η οποία είναι άρρωστη στο κρεββάτι, και της φόρεσα ένα ζευγάρι κάλτσες από τις δικές μας, καινούργιες».
Τη Μεγάλη Παρασκευή ήταν όλη την ημέρα με τα μάτια της δακρυσμένα. «Όταν σκέπτομαι, μου έλεγε, πόσα υπέφερε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός για μας, μου έρχεται να κλαίω και να στενάζω από πόνο».
Το Μέγα Σάββατο, όταν εμείς θαυμάζαμε τα τσουρέκια και τα κουλούρια που μας παρεσκεύαζε για το Πάσχα, αυτή μας έλεγε: «Τα έκαμα τόσο ωραία, όχι για να τα ευχαριστηθείτε τρώγοντάς τα, διότι δεν μου έρχεται ούτε να τα αγγίξω, αλλά τα έκανα έτσι πρώτα για τη δόξα του Κυρίου μας, που αύριο ανασταίνεται».
Σαν γερόντισσα στην ηλικία, παρότι έπασχε από ασθένειες, ουδέποτε απουσίασε από την εκκλησία. Διατηρούσαν μία συνήθεια οι νοικοκυρές, να ασπάζονται το χέρι των γερόντων και των χηρών και να τους βάζουν στο χέρι χρήματα. Κάποτε με ερώτησε, αν είναι καλό αυτό που κάνει, δηλαδή να παίρνει χρήματα.
Μου έλεγε: «Ποτέ δεν ξοδεύω αυτά τα χρήματα για μένα, αλλά αγοράζω με αυτά κεριά και τα ανάβω μπροστά στην Κυρία Θεοτόκο· και στο σπίτι μου για κάθε φράγκο κάνω και από δέκα μετάνοιες, για την υγεία που μου το έδωσε».
Άλλη φορά ήθελα να μάθω τι ξέρει η μητέρα μου από τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Μου έλεγε τότε το Σύμβολο της Πίστεως, το Όνειρο της Παναγίας, την Επιστολή, τα οποία απήγγελλε από στήθους.
Επίσης ολόκληρα κείμενα από το Ιερό Ευαγγέλιο και τους Ψαλμούς. Μου έλεγε τον 49ο ψαλμό. Εγνώριζε από στήθους πολλές προσευχές, τροπάρια, στιχηρά των εορτών, τα οποία μάθαινε στην εκκλησία. Θαύμασα για όλα αυτά, διότι δεν μου είχε δώσει κάποια αίσθηση ότι τα γνώριζε. Τα κρατούσε μέσα της με πολλή αφοσίωση.
Απόσπασμα Από Το Βιβλίο, «Γεροντικό Ρουμάνων Πατέρων», Των Εκδόσεων Ορθόδοξος Κυψέλη.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Η ΜΗΤΈΡΑ ΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ.



site analysis




Ὅταν τῆς εἶπα κάποτε, «Μάνα, ἡ Στέλλα ἀγάπησε τὸν Ἀνδρέα καὶ παντρεύτηκαν, ὁ Χάρης ἀγάπησε τὴν Εὐδοκία καὶ παντρεύτηκαν», τότε ἐκείνη μοῦ λέει· «Ἀγάπησες κι ἐσὺ καμμιάν, γυιέ μου; Πές μου το, καὶ εἶναι καλὸ πράμα!» Τῆς λέω· «Ἀγάπησα τὴν πιὸ ὄμορφη, τὴν Ἐκκλησία!» «Μά, θὰ γίνεις μοναχός;» Τῆς λέω, «Ναί». Δὲν μοῦ ἔφερε καμμιὰ ἀντίδραση κοσμική. Ἡ ἀντίδρασή της ἦταν πνευματικοῦ χαρακτήρα. Μοῦ εἶπε μόνο· «Ξέρεις, ἐσὺ ὁ ἐνθουσιώδης, τί σημαίνει μοναχός; Καὶ μάλιστα καλὸς μονάχος;»
http://www.immorfou.org.cy/metropolitan/speeches/976-epik-milia-neof.html
Τὴν ἐρωτῶ· «Ἐσὺ ξέρεις;» Μοῦ λέει· «Ξέρω, ὅτι ὁ καλὸς μοναχός, γυιέ μου, μέχρι νὰ πεθάνει εἶναι τσακωμένος μὲ τὸ κορμί του. Εἶσαι διατεθειμένος γι᾽ αὐτὸ τὸν καβγὰ ἢ τελικὰ θὰ μᾶς προσβάλεις;» Θυμήθηκα τότε τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, περὶ τοῦ τί ἐστὶ μοναχός· «Μοναχὸς ἐστι, βία φύσεως διηνεκὴς καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπὴς» (Κλῖμάξ, Λόγος Α´, ι´). Ἡ Μηλιὰ ἀπὸ ποῦ τὸ ἔμαθε αὐτό; Ποιὰ ἄνωθεν σοφία τὴ φώτιζε; Ἀπὸ τότε δὲν τὴν ξαναφώναξα μάνα. Τὴ φώναζα, εἴτε γερόντισσα, εἴτε σκέτα, Μηλιά. Αἰσθανόμουν, ὅτι δὲν μοῦ ἀνήκει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποὺ κουβαλοῦσε τὴ σοφία ἀρχαίων χρόνων. Θὰ μοῦ πεῖτε, μέχρι ποὺ φτάνουν αὐτοὶ οἱ χρόνοι; Μέχρι τοὺς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων! Διότι, ἂν δοῦμε ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη λαϊκὴ εὐσέβεια, εἶναι ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια αὐτῶν τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ ἀγραμμάτων ψαράδων τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἀπὸ τότε οἱ ἄνθρωποι τὴ διαδέχονται, τὴν παραλαμβάνουν καὶ τὴν παραδίδουν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Ἂν ἑνωθεῖ καὶ μὲ τὴν ἱερωσύνη αὐτό, γίνεται καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Χάριτι Θεοῦ, σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀναξίους συνέβη! Ἀλλά, τί κουβαλοῦμε στὰ κηρύγματά μας, στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν λαό; Ὅλοι μας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, κουβαλοῦμε τὴ σχέση τοῦ πατέρα μας καὶ τῆς μάνας μας μὲ τὸν Θεό. Ἂν βρήκαμε καὶ κανένα καλὸ ἅγιο Γέροντα στὴ νεανική μας ζωή, τότε κουβαλοῦμε καὶ τὴ σχέση αὐτοῦ μὲ τὸν Θεὸ τὸν Τριαδικό· αὐτὸ μεταδίδουμε! Ἄρα, πόσα πολλὰ ὀφείλω, σκεφτεῖτε, σὲ ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο; Ἀργότερα, εἶπα στὴ μάνα μου· «Νὰ μοῦ δώσεις τὴν εὐχή σου, νὰ πάω νὰ γίνω μοναχός!» «Ἅ!», μοῦ λέει, «δὲν θὰ σοῦ δώσω τὴν εὐχή μου νὰ γίνεις μοναχός, ἐὰν δὲν δῶ πρῶτα τὸν δάσκαλό σου.» Τὸν Γέροντά μας, ἐννοοῦσε! Ὅταν τὴν πῆγα στὸν π. Συμεὼν καὶ τὸν πρωτοεῖδε, μοῦ εἶπε, πρὶν ἀκόμα τῆς μιλήσει· «Ὁ δάσκαλός σου εἶναι τοῦτος ὁ παστὸς (=αδύνατος);» «Ναί», τῆς λέω. Μοῦ λέει τότε· «Νὰ ἔχεις τὴν εὐχή μου, γυιέ μου. Τουλάχιστον ξέρεις νὰ διαλέγεις δασκάλους!» Τί ἔκαμε νομίζετε κατόπιν, ὡς πρώτη της κίνηση; Ἐγκατέλειψε τὸν καλὸ τῆς ἐδῶ Πνευματικό, τὸν π. Σωτήριο ἀπὸ τὴν Ἄσσια, καὶ ἔκαμε Πνευματικό της τὸν π. Συμεών. Τῆς εἶπα τότε· «Γιατί ἔκαμες Πνευματικὸ τὸν π. Συμεών;» «Γιὰ νὰ σὲ κατηγορῶ», μοῦ λέει, «καὶ νὰ βοηθήσω ἔτσι αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ καταλάβει μιὰν ὥρα γρηγορότερα, γιὰ νὰ συνεργαζόμαστε μαζί του γιὰ τὴ σωτηρία σου.» Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Μηλιά! Σπάνια μᾶς ἐπαινοῦσε! Πολὺ πιὸ σπάνια μᾶς χάιδευε!

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Αγία Αγριππίνα



site analysis

23 Ιουνίου 2020




Εορτάζει στις 23 Ιουνίου εκάστου έτους.

Πλησθεῖσα δεινῶν τραυμάτων ἐκ τυμμάτων,
Πολλῶν μετέσχε στεμμάτων Ἀγριππῖνα.
Εἰκάδι θεινομένη τριτάτῃ θάνεν Ἀγριππῖνα.
Βιογραφία
Η Αγία Αγριππίνα, γεννήθηκε και μαρτύρησε στη Ρώμη. Από νεαρή ηλικία ανέπτυξε βαθύτατο χριστιανικό φρόνημα και αφοσιώθηκε στην υπηρεσία του Κυρίου και Λυτρωτού της. Για το λόγο αυτό διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των πτωχών και τη θεραπεία των ασθενών. Για την αγάπη του ουράνιου Νυμφίου της, απέφυγε το γάμο και προτίμησε να γίνει νύμφη του Χριστού. Όσες δε φορές είχε ανάγκη, η εκκλησία της Ρώμης, η Αγριππίνα έτρεχε πρώτη να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες της. Όμως η Αγία δεν προσέφερε μόνο υλικά αγαθά αλλά και πνευματικά, διδάσκοντας την χριστιανική πίστη και οδηγώντας στο δρόμο της αλήθειας, πλήθη πλανημένων. Η θεάρεστη αυτή δράση της Αγρυππίνας δεν ήταν δυνατό να παραμείνει για πολύ καιρό κρυφή. Το 262 μ.Χ., την κατήγγειλαν στις αρχές, ως ανατροπέα της πατροπαράδοτης λατρείας των ειδώλων. Η Αγία αποδέχθηκε τις καταγγελίες και με περισσό θάρρος, ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό. Οι διώκτες της δεν δίστασαν να τη μαστιγώσουν για να κάμψουν το αγωνιστικό της φρόνημα. Όταν κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να μεταπείσουν την Αγριππίνα, την υπέβαλαν σε νέα φρικτά βασανιστήρια. Το σώμα της Αγίας δεν άντεξε τα μαρτύρια και με μαρτυρικό και ένδοξο τρόπο παρέδωσε την Αγία ψυχή της. Τρεις χριστιανές γυναίκες, η Βάσσα, η Παύλα και η Αγαθονίκη παρέλαβαν το σεπτό σκήνωμά της και μετά από αρκετή περιπλάνηση κατέληξαν, στη Σικελία, όπου και το ενταφίασαν.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον Πνεύματι, κραταιωθεῖσα, ἠνδραγάθησας, γενναιοφρόνως, Ἀγριππίνα παρθενίας ὀσφράδιον ὅθεν Χριστοῦ δοξασθεῖσα τὴ χάριτι, πηγᾶς θαυμάτων βλυστάνεις τοὶς πέρασι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Posted: 23 Jun 2020 05:33 AM PDT

«Η αγία Αγριππίνα, γέννημα και θρέμμα της ένδοξης Ρώμης, προσφέρει έντονα σαν μοσχομύριστο τριαντάφυλλο σε κήπο την ευωδία στις καρδιές των πιστών και διώχνει μακριά τη δυσωδία των παθών, ήδη από τη μικρή της ηλικία. Κι αυτό γιατί ομόρφυνε την ψυχή της με την παρθενία και τη γενναιότητά της κι έγινε νύμφη του Θεού και μάλιστα προχώρησε με θαρραλέο και ανδρείο τρόπο προς το μαρτύριο. Λοιπόν λόγω του έρωτα και της αγάπης της προς τον νυμφίο της Χριστό παραδόθηκε σε πολλά βασανιστήρια. Και καταρχάς ενώ ραβδίστηκε κατά το σώμα, συνέτριψε τα οστά της ασέβειας. Και στη συνέχεια, ενώ γυμνώθηκε από τα ενδύματά της, στηλίτευσε και έλεγξε τη γύμνωση του εχθρού. Κι ακόμη, ενώ την έδεσαν και της στρέβλωσαν τα πόδια, λύθηκε από άγγελο του Θεού και διέλυσε κάθε κακία. Οπότε, μέσα σ’ αυτά τα βάσανα ευρισκόμενη παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό.
Τότε, η Βάσσα και η Παύλα και η Αγαθονίκη πήραν κρυφά το σώμα της μάρτυρος από την πόλη της Ρώμης κι αφού πέρασαν πολλά μέρη και θάλασσες έφτασαν στη Σικελία κι εκεί την έθαψαν. Όταν λοιπόν η Σικελία δέχτηκε το σώμα της, αμέσως λυτρώθηκε από το φοβερό σκότος των πονηρών πνευμάτων. Μάλιστα οι Αγαρηνοί που τόλμησαν να συλήσουν το τείχος του ναού της υπέστησαν παντελή καταστροφή. Από τότε και μέχρι σήμερα όσοι προσέρχονται στον ναό και το σκήνωμά της με πίστη βλέπουν να καθαρίζονται από τα πάθη και τις αρρώστιες τους, όπως και κάθε νόσος θεραπεύεται με τη δική της πρεσβεία στον Θεό».  

Όλη η ακολουθία της αγίας μάρτυρος Αγριππίνας, ποίημα κατά πάσα πιθανότητα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους, ακολουθεί σχεδόν κατά πόδας το σύντομο παραπάνω συναξάρι, με πολύ μικρές παρεκβάσεις και επεξηγήσεις. Κι αυτό σημαίνει ότι ο υμνογράφος αναλώνεται πρωτίστως στην περιγραφή των διαφόρων βασάνων της μάρτυρος, όπως βεβαίως και στη συγκλονιστική θαυμαστή διάσωση του λειψάνου της από τις τρεις άγιες κι αυτές γυναίκες, τη Βάσσα, την Παύλα και την Αγαθονίκη, καθώς και την καταστροφή που υπέστησαν οι Αγαρηνοί από την απόπειρα σύλησης του ναού της. Κι εκείνο που αξίζει ιδιαιτέρως να επιμανθεί ως προσθήκη στο συναξάρι είναι ότι κατά τη μεταφορά του λειψάνου της αγίας μέχρι να φτάσει στην επαρχία των Σικελών ο υμνογράφος μάς αποκαλύπτει τη διπλή θαυμαστή ενέργεια της χάρης του Θεού, η οποία αφενός φώτιζε την πορεία των γυναικών – η νύχτα γινόταν ημέρα κι ο κάθε τόπος ευωδίαζε από όπου περνούσε το ιερό λείψανο – αφετέρου διάνοιγε τον νου της Βάσσας ώστε να προλέγει τα μέλλοντα. «Η νύχτα γινόταν ημέρα για χάρη των γυναικών που μετέφεραν το λείψανό σου, μάρτυς∙ κι ο κάθε τόπος που σε δεχόταν ευωδίαζε, όπως και με σφοδρότητα χανόταν κάθε δαιμονική παράταξη» («Ἡ νύξ ὡς ἡμέρα καθωρᾶτο τοῖς φέρουσι, Μάρτυς, σου τό λείψανον∙ τόπος εὐωδίαστος ἅπας σε δεχόμενος∙ δαιμονική παράταξις σφοδρῶς ἠλαύνετο») (ὠδή η΄). «Έχοντας φωτισμένο νου γεμάτο από προφητεία η αοίδιμη Βάσσα, αξιώθηκε να προλέγει τα μέλλοντα ως παρόντα» («Νοῦν ἔχουσα φωτός προφητείας ἀνάπλεων, τά μέλλοντα ὡς παρόντα ἡ ἀοίδιμος Βάσσα προλέγειν κατηξίωται») (ὠδή ε΄).
Όμως δεν παύει διαρκώς από την άλλη να τονίζει ο άγιος Θεοφάνης, ευκαίρως ακαίρως, εκείνο το οποίο αποτελούσε κίνητρο της αγίας προκειμένου να παραμένει εν Χριστώ μέχρι της τελευταίας εκπνοής της: τον πόθο και την αγάπη της για τον νυμφίο της Χριστό. Κι εδώ συναντάται πράγματι η αγία με όλους τους αγίους και όλες τις αγίες της Εκκλησίας. Διότι όντως δεν μπορεί να κατανοηθεί η όποια αγιότητα ενός πιστού, αν δεν υπάρχει και δεν ληφθεί υπόψη η αγάπη και ο βαθύς έρωτας για τον Ιησού Χριστό και τον Τριαδικό Θεό. Εντελώς δειγματοληπτικά: «Πόθησες τον αθάνατο ζωοδότη νυμφίο, μάρτυς αοίδιμε, και γι’ αυτό του πρόσφερες ως αρραβώνα την άθλησή σου» («Νυμφίον ἀθάνατον τόν ζωοδότην ποθήσασα, ὡς μνῆστρα τήν ἄθλησιν τούτῳ προσήνεγκας, μάρτυς ἀοίδιμε») (ὠδή α΄)∙ «Τη χτυπούσαν με ράβδους κι αυτή χαιρόταν, καθώς σύντριβε τα οστά της ασέβειας και φώναζε δυνατά: Τίποτε δεν θα με χωρίσει από την αγάπη Σου, Χριστέ» («Ράβδοις τυπτομένη ἔχαιρε, τούτοις τά ὀστᾶ τῆς ἀσεβείας συντρίβουσα καί βοῶσα∙ Τῆς σῆς οὐδέν με ἀγαπήσεως χωρίσει, Χριστέ») (ὠδή γ΄)∙ «Ξεπέρασες όλο τον πόλεμο της σάρκας, λόγω της αγάπης του νυμφίου σου, γι’ αυτό και υπέφερες με δύναμη τα βασανιστήρια τότε που σε χτυπούσαν, φωνάζοντας δυνατά: Η αύξηση των παθών δεν θα με χωρίσει από τη στοργή σου, Χριστέ» («Ὑπερβᾶσα τῇ ἀγάπῃ τοῦ νυμφίου σου ἅπαντα τῆς σαρκός τόν πόθον, ἔφερες στερρῶς ἐν τῷ τύπτεσθαι τάς ἀλγηδόνας βοῶσα∙ Οὐ χωρίσει με τῆς στοργῆς σου Χριστέ, τῶν παθῶν ἡ ἐπίτασις») (ὠδή δ΄).
Η αγάπη και ο πόθος για τον Χριστό της αγίας Αγριππίνας εξηγείται περισσότερο με έναν συγκεκριμένο ύμνο από την ωδή γ΄. Αξίζει να τον παρουσιάσουμε. «Ο υπηρέτης της ασέβειας ακυρώθηκε και είδε μάταιο τον αγώνα του, όταν άπλωσε στη γη το σώμα σου. Κι αυτό γιατί  είχες τη διάνοιά σου σε πλήρη ανάταση προς τον Κύριο» («Τείνας ἐπί γῆς τό σῶμά σου ὁ τῆς ἀσεβείας ὑπουργός μεματαίωται, τεταμένην πρός τόν Δεσπότην τήν διάνοιαν ἐχούσης σου»). Τι σημειώνει ο άγιος υμνογράφος; Ότι η αγάπη προς τον Χριστό δεν αποτελεί μία στοχαστικού χαρακτήρα κίνηση του πιστού, αλλά μία ολοκληρωτική στροφή του νου και της διάνοιάς του προς Εκείνον – κυριολεκτικά μία απόλυτης έντασης ορμή και διάθεση της ψυχής και της καρδιάς που αυτονόητα συμπαρασύρει και το σώμα. Πρόκειται γι’ αυτό που εντέλλεται ο λόγος του Θεού, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη πολύ περισσότερο όμως από τον Κύριο στην Καινή, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος».
Με άλλα λόγια ο πιστός χριστιανός που θέλει να ζει με συνέπεια τις εντολές του Θεού βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση, «σαν τεταμένη χορδή» για να θυμηθούμε τον όσιο Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ, δηλαδή ποτέ δεν μπορεί να παραμένει χαλαρός έστω κι αν εξωτερικά δεν δείχνει κάτι το ιδιαίτερο. Κι αυτήν την ένταση τη ζει κυρίως όταν οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής του τον πιέζουν για να τον εκτρέψουν από την «ὁδόν» του Κυρίου, όπως συνέβη και την εποχή του μαρτυρίου της αγίας Αγριππίνας. Θα λέγαμε ότι το «τεταμένον τῆς διανοίας» ισοδυναμεί με το «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» του προφητάνακτα Δαυίδ ή με το «ὅπου εἰμί ἐγώ, ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται» του ίδιου του Κυρίου. Στην περίπτωση αυτή, μας λένε οι άγιοι, ενεργεί τόσο πολύ η χάρη του Θεού, ώστε ο άγιος και στο μαρτύριο ευρισκόμενος δεν αισθάνεται καθόλου τους πόνους. «Ὁ πόθος νικᾶ τήν φύσιν», όπως σημειώνει αλλού η υμνογραφία της Εκκλησίας μας.