Ελισάβετ η Οσία Μήτηρ ημών η Θαυματουργός, εκ νεαράς ηλικίας υποβληθείσα εις ασκητικούς αγώνας, έλαβε παρά Κυρίου την Χάριν των ιαμάτων, θεραπεύουσα διάφορα πάθη και ασθενείας. Ταύτης της Οσίας η γέννησις εδηλώθη άνωθεν δια θείας αποκαλύψεως και προεμηνύθη παρά Θεού, ότι μέλλει να γίνη σκεύος εκλογής. Εφόρει δε η μακαρία ένα μόνον χιτώνα, ταλαιπωρουμένη υπό του ψύχους και παγετού του χειμώνος· δεν έπλυνε ποτέ το σώμα της δι’ ύδατος· ενήστευσε τεσσαράκοντα ημέρας· επί τρία έτη είχε τον νουν της όλως προσηλωμένον εις τον Θεόν και με τους σωματικούς οφθαλμούς της δεν έβλεπε τελείως το κάλλος και το μέγεθος του ουρανού· εθανάτωσε δια προσευχής της όφιν μέγιστον φαρμακερόν· δεν εγεύθη ελαίου εις διάστημα πολλών ετών· δεν εφόρεσεν υποδήματα εις τους πόδας της· και πλείστα άλλα θαυμάσια επετέλεσε. Μετά λοιπόν τους τοιούτους και τοσούτους αγώνας και αρετάς, θεαρέστως διαλάμπουσα, η τρισολβία, ανεπαύθη εν Κυρίω, χαρίζουσα μέχρι σήμερον εις τους μετά πίστεως προς αυτήν προστρέχοντας, χάριν πολλών δωρεών και ιαμάτων, διότι και χώμα μόνον εκ του τάφου αυτής λαμβανόμενον ιατρεύει πάσαν ασθένειαν.
--------------------------------------------------------------------------------------------
Ἐλισάβετ, λιποῦσα γῆν, Θεοῦ Λόγε,
Καλὴ καλὸν βλέπει σε νύμφη νυμφίον.
Εἰκάδι καί γε τετάρτῃ ἀπῆρε πόλονδε Ἐλισαβέτεια.
Η Οσία Ελισάβετ καταγόταν από την Ηράκλεια της Θράκης και έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. Οι γονείς της, Ευνομιανός και Ευφημία, ήταν ξακουστοί και ονομαστοί, φημισμένοι για τα πλούτη τους και περίφημοι για την αρετή τους. Κατοικούσαν κοντά στην Ηράκλεια, στον τόπο που από παλιά ονομαζόταν Θρακοκρήνη και αργότερα Αβυδηνοί. Ζούσαν με ευσέβεια έχοντας ως πρότυπο τον Ιώβ. Ποθώντας δε με πάθος να μιμηθούν την φιλοξενία του Αβραάμ, απλόχερα βοηθούσαν όλους, όσοι είχαν ανάγκες υλικές.
Όμως είχαν περάσει δεκαέξι χρόνια από τότε που νυμφεύθηκαν και ήταν ακόμη άτεκνοι. Γι' αυτό παρακαλούσαν αδιάκοπα τον Θεό να τους χαρίσει ένα παιδί, διάδοχο του γένους τους και κληρονόμο του πλούτου τους. Ο Κύριος, που ικανοποιεί τα αιτήματα των πιστών Του, άκουσε με ευμένεια τη δέησή τους και δεν παρέβλεψε την προσευχή τους.
Υπήρχε στον τόπο εκείνο ένα παλαιό έθιμο να συγκεντρώνονται οι Χριστιανοί στην μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Γλυκερίας (τιμάται 13 Μαΐου) και να εορτάζουν μια ολόκληρη εβδομάδα. Τότε λοιπόν, βρέθηκαν εκεί μαζί με τους άλλους Χριστιανούς και οι γονείς της Οσίας. Έκαναν λιτανείες και ολονύκτιες δοξολογίες και επισκέπτονταν τους ναούς της πόλεως, που σε αυτούς φυλάσσονταν τα ιερά λείψανα των σαράντα Αγίων Γυναικών, του διακόνου Αμώς (βλέπε 1 Σεπτεμβρίου) και πολλών άλλων Αγίων. Λιτάνευαν τότε και την πολυσέβαστη κάρα της Αγίας Γλυκερίας. Όμως κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, την οποία τελούσε ο Επίσκοπος της πόλεως Λέων, ο πατέρας της Ελισάβετ, Ευνομιανός, έβλεπε την αγία κάρα πότε να χαμογελά και πότε να λυπάται. Αυτό το θεώρησε ως σημείο της πίστεώς του στη Μάρτυρα και η ψυχή του γέμισε με χαρά και λύπη μαζί. Μαζί με την σύζυγό του ικέτευσαν την αθληφόρο Αγία, να λύσει τα δεσμά της στειρώσεώς τους και να τους χαρίσει ένα παιδί. Έτσι, όταν τους πήρε για λίγο ο ύπνος, ο Ευνομιανός είδε σε όνειρο την Αγία Γλυκερία, η οποία του είπε: «Γι' αυτό μου δημιουργείς κόπους, άνθρωπέ μου, και μου ζητάς αυτό που μόνο ο Θεός μπορεί να σου δώσει; Όμως, εάν στ' αλήθεια δίνεις τον λόγο σου πως θ' αποκτήσετε καρδιά και πνεύμα ταπεινό και πως ποτέ δεν θα καυχιέσαι σε βάρος των άλλων, ευχή κάνω να σου δώσει με τις πρεσβείες μου ο μεγαλόδωρος Κύριος, το γρηγορότερο, ένα κορίτσι. Αυτό θα το ονομάσεις Ελισάβετ, γιατί θα αναδειχθεί όμοια στην ψυχή με την μητέρα του Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτισθού».
Ο πατέρας της Οσίας συμφώνησε ότι θα κάνε αυτό που ζήτησε η Αγία Γλυκερία. Τότε εκείνη τον σφράγισε με το σημείο του Σταυρού και έφυγε. Η γυναίκα του συνέλαβε αμέσως και μετά από τη συμπλήρωση εννέα μηνών γέννησε κορίτσι.
Όταν η Ελισάβετ έγινε δώδεκα ετών, η μητέρα της έφυγε από την πρόσκαιρη ζωή. Μετά από τρία χρόνια έφυγε από την ζωή και ο πατέρας της. Η μακαρία Ελισάβετ απέμεινε ορφανή. Όμως αμέσως εμπιστεύθηκε τον εαυτό της στον Θεό και διακρίθηκε στη διακονία των φτωχών και των ελαχίστων αδελφών της. Χάρισε την περιουσία της στους φτωχούς και έτσι με τα χέρια τους την κατέθεσε στον Θεό, ενώ στους δούλους χάρισε την ελευθερία τους.
Έπειτα αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Έφθασε στη μονή του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, που είχε το όνομα «Μικρός Λόφος» και που ηγουμένη εκεί ήταν κάποια θεία από τον πατέρα της. Στη μονή αυτή απαρνήθηκε τα εγκόσμια και τις βιοτικές μέριμνες και εκάρη μοναχή. Ζούσε με σκληραγωγία, νηστεία και άσκηση και περπατούσε ανυπόδητη. Το σώμα της ποτέ δεν δέχθηκε να το πλύνει με νερό. Το διατηρούσε όμως καθαρό λούζοντάς το καθημερινά με τις αστείρευτες πηγές των δακρύων της. Έτσι έφθασε στα ύψη της αγιότητας και ο Άγιος Θεός την αξίωσε του προορατικού χαρίσματος και αυτού της θαυματουργίας.
Δύο χρόνια αργότερα η ηγουμένη της μονής έφυγε από την παρούσα ζωή, αφού όρισε διάδοχό της την Οσία Ελισάβετ, την οποία εγκατέστησε ο Πατριάρχης Γεννάδιος Α' (458 - 471 μ.Χ.).
Η Οσία γέμιζε με φως αυτούς που με πίστη την πλησίαζαν. Κάποτε, την ώρα που ετελείτο η Θεία Λειτουργία στο ναό, είδε να αστράφτει ένα απερίγραπτο φως και το Πανάγιο Πνεύμα να κατέρχεται μετά τον Χερουβικό ύμνο μέσα στο Θυσιαστήριο και να καλύπτει τον ιερέα που στεκόταν μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Η Οσία πλημμύρισε από θάμβος και έκπληξη. Όμως αυτό δεν το είπε σε κανένα, μέχρι που έφθασε ο καιρός της εκδημίας της στον Θεό. Όσο πλησίαζε η ώρα της, ο πόθος της - όπως έλεγε - να δει την πατρίδα της, περίσσευε. Ήλθε λοιπόν στην Ηράκλεια και προσκύνησε τους εκεί σεπτούς ναούς των Αγίων. Και εκεί, στο ναό της Θεοτόκου, είδε σε όραμα την Παναγία, που την υποδέχθηκε. Το πρόσωπο της Θεοτόκου το αναγνώρισε σε εικόνα, όταν έφθασε στο ναό του Ιερομάρτυρα Ρωμανού. Η φωνή της Παναχράντου την κάλεσε να επιστρέψει στο μοναστήρι της, γιατί ο καιρός της κοιμήσεώς της ήταν κοντά. Έτσι η Οσία Ελισάβετ, αφού επέστρεψε πίσω, κοιμήθηκε με ειρήνη. Το ιερό λείψανό της ενταφιάσθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου, μένοντας ακέραιο και ανέπαφο.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῶν ἐκ λαγόνων Χριστὸν ἠγάπησας, ὥσπερ βλαστὸς Ἐλισάβετ δικαιοσύνης τερπνός, καὶ τοὶς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἀκολουθήσασα, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, γεωργεῖς τᾶς ἀπαρχᾶς, ἀμέμπτω σου πολιτεία, θαυματουργοῦσα θεόφρον, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος..
--------------------------------------------------------------------------------------
Η οσία Ελισάβετ χαρίστηκε παρά Θεού στους γονείς της, ευσεβείς χριστιανούς και άρχοντες της Ηράκλειας της Θράκης, μετά από θαυματουργική επέμβαση της αγίας μάρτυρος Γλυκερίας [13 Μαΐου]. Από την πλέον τρυφερή παιδική ηλικία είχε αποστηθίσει τους Βίους των αγίων, ώστε να μπορεί σε κάθε περίπτωση να ακολουθεί το παράδειγμα της ευαγγελικής διαγωγής τους. Σε ηλικία δώδεκα ετών έμεινε ορφανή, διαμοίρασε την κληρονομιά της στους πτωχούς, απελευθέρωσε τους δούλους της και εισήλθε στην Μονή Αγίου Γεωργίου, την λεγομένη «του Μικρού Λόφου», κοντά στην στέρνα του Αγίου Μακίου στην Βασιλεύουσα, της οποίας ηγουμένη ήταν η εκ μητρός θεία της.
Με ζήλο επιδόθηκε σε όλους τους άθλους της ασκητικής ζωής και σύντομα κατέστη σκεύος εκλογής της θείας χάριτος. Οι οφθαλμοί τής ψυχής της ήσαν αδιάκοπα προσηλωμένοι στο θείο κάλλος: επί τρία χρόνια είχε το βλέμμα της καρφωμένο στο έδαφος, χωρίς ποτέ να το στρέψει αλλού. Φορούσε διαρκώς τον ίδιο χιτώνα, και περπατούσε ανυπόδητη, ακόμη και τους χειμερινούς μήνες, ο πόθος όμως για τον Θεό που έφλεγε την καρδία της την περιέβαλλε σαν πανωφόρι και σκέπασμα. Τα δάκρυα που έρρεαν όταν έψαλλε ήσαν πλέον ηδεία από τα ύδατα και τα αρώματα του λουτρού, ενώ τροφή της συνηθέστατα ήταν μόνο η μετάληψη του επουρανίου Άρτου.
Όταν η ηγουμένη της μονής έφθασε στα τέλη του βίου της, όρισε διάδοχό της την Ελισάβετ, η οποία ενθρονίστηκε από τον πατριάρχη άγιο Γεννάδιο (458-471) [17 Νοεμ]. Ο Κύριος πολλαπλασίασε τότε τις δωρεές της χάριτός του με την οποία την περιέβαλλε, και η οσία επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων, θεραπεύοντας ανίατες ασθένειες, εκβάλλοντας δαίμονες, προφητεύοντας μέλλοντα συμβάντα. Προειδοποίησε τον αυτοκράτορα Λέοντα Α’ για την τρομακτική πυρκαγιά που ξέσπασε στην Βασιλεύουσα το 465, την οποία προέβλεψε επίσης ο όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης [11 Δεκ.], και χάρις στις δεήσεις των δύο αγίων η Πόλη σώθηκε από πλήρη αφανισμό. Ως δείγμα ευγνωμοσύνης, ο αυτοκράτορας δώρισε στην μονή της οσίας το κτήμα του Αγίου Βαβύλα, στο προάστιο του Εβδόμου. Τον τόπο αυτό λυμαίνονταν ένας φοβερός δράκοντας που τρομοκρατούσε τους κατοίκους. Η οσία έφθασε εκεί με τον Τίμιο Σταυρό, σκότωσε τον δράκοντα και τον ποδοπάτησε.
Η φήμη της ως θαυματουργού απλώθηκε τότε σε όλη την Βασιλεύουσα. Ως νέος άγιος Ανάργυρος, η οσία Ελισάβετ θεράπευε τους ασθενείς που προσέτρεχαν στην μεσιτεία της. Μία ημέρα, κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, περιήλθε σε έκσταση και είδε να κατέρχεται το Άγιον Πνεύμα, όμοιο με πάλλευκη και φωτεινή σινδόνη που περιέβαλλε την Αγία Τράπεζα.
Προς τα τέλη του βίου της, η οσία Ελισάβετ επέστρεψε στην γενέτειρά της για να προσκυνήσει τα ιερά σκηνώματα. Παρουσιάστηκε τότε η αγία Γλυκερία, της υπενθύμισε την προστασία την οποία της παρείχε από την παιδική της ηλικία και την κάλεσε να μεταβεί στην ουράνια πατρίδα, την επομένη της εορτής του αγίου Γεωργίου.
Επιστρέφοντας στην μονή, η Ελισάβετ έδωσε τις τελευταίες της νουθεσίες και εντολές και την προρρηθείσα ημέρα κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, το πρόσωπό της έλαμψε ως ήλιος, άπλωσε τα χέρια προς τον ουρανό και παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο, προφέροντας τους λόγους του δικαίου Συμεών του Θεοδόχου: «Νυν απολύεις την δούλην Σου, Δέσποτα, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το Σωτήριόν Σου!» Το τίμιο λείψανό της παρέμεινε άφθορο και επί σειρά αιώνων αποτέλεσε πηγή ιαμάτων.