Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Τρύφαινα η Αγία Μάρτυς

Τη ΛΑ΄ (31η) Ιανουαρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΤΡΥΦΑΙΝΗΣ.

Τρύφαινα η Αγία Μάρτυς κατήγετο από την Κύζικον την ευρισκομένην εις τον Ελλήσποντον, θυγάτηρ Αναστασίου τινός συγκλητικού και μητρός Σωκρατίας Χριστιανής. Εμαρτύρησε δε, όχι φερθείσα υπό των άλλων εις τους ειδωλολάτρας, αλλά αύτη αυθορμήτως επήγε και ενέπαιζε τα είδωλά των και κατηγόρει τας αισχράς των πράξεις, δι’ ων ενόμιζον οι άφρονες ότι τιμώσι τους ψευδωνύμους θεούς των. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και εδίδασκεν αυτούς να αφήδωσι μεν την θρησκείαν των ματαίων ειδώλων, να επιστραφώσι δε εις την του Χριστού πίστιν.

Όθεν, κατά προσταγήν Καισαρίου του ηγεμόνος, έβαλον την Αγίαν εις κάμινον ανημμένην· επειδή δε εφυλάχθη αβλαβής εν αυτή υπό της του Χριστού χάριτος, εκρεμάσθη υψηλά· είτα αφεθείσα, έπεσε κάτω εις καρφία, τα οποία είχον υπό κάτω και εκαρφώθη. Έπειτα εδόθη εις τα θηρία δια να την φάγωσι· και τα μεν άλλα θηρία δεν την ήγγισαν, εις δε ταύρος άγριος ορμήσας εναντίον αυτής έσχισε την Αγίαν δια των κεράτων του και ούτως απέλαβεν η μακαρία τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Λέγουσι δε, ότι εις τον τόπον εκείνον εις τον οποίον εχύθη το άγιον αίμα της Μάρτυρος ανεφάνη μία πηγή ύδατος καθαρού, από του οποίου πίνουσιν αι γυναίκες, όσαι δεν έχουσι γάλα μετά τον τοκετόν και ευθύς κάμνουσιν· όχι δε μόνον αι γυναίκες, αλλά και τα θηλυκά άλλα ζώα, όσα δεν έχουσι γάλα, και αυτά, λέγω, πίνοντα από του ύδατος εκείνου, την ιδίαν χάριν λαμβάνουσιν.

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ, Η ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ!


Το χιονόνερο που έπεφτε ήταν εκνευριστικό. Ο δυνατός βοριάς δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Το τσουχτερό κρύο ήταν ανυπόφορο.
Ο Μάρκος τυλίχθηκε με μία κουβέρτα και ζάρωσε πάνω στα πρόχειρα χαρτόκουτα που είχε στρώσει. Αναστέναξε βαριά. Ήπιε μία γουλιά νερό από το μπουκάλι. Όλα τα στοιχεία έδειχναν πως η νύκτα που θα ακολουθούσε θα ήταν εφιαλτική.

Αναρωτιόταν αν θα ξημέρωνε ζωντανός η αν θα πάγωνε. Κοιτούσε δεξιά -αριστερά μη τυχόν και περάσει κάποιος περαστικός και ανοίξει κουβέντα. Το εμπορικό Κέντρο δίπλα του είχε σχεδόν αδειάσει. Ασυναίσθητα κοίταξε τον ουρανό. «Γιατί Θεέ μου έφθασα σ’ αυτήν την κατάσταση; Γιατί με τιμωρείς τόσο σκληρά;» ψέλλισε! Κοιτούσε σαν να προσδοκούσε μία απάντηση. Μάταια όμως περίμενε. Το ρολόι που ήταν αναρτημένο στο εμπορικό κέντρο έδειχνε 1:45 π.μ.

Κοίταξε τις απέναντι πολυκατοικίες. Τα φώτα των διαμερισμάτων ήταν όλα κλειστά. Μόνο ένα εξ αυτών ήταν ανοικτό. Κάποιος άρρωστος η κανένα μωρό θα τους κρατά ξάγρυπνους, σκέφτηκε. Τουλάχιστον είναι στα ζεστά και θα έχουν κάποιον να τους φροντίσει. Ξαφνικά βλέπει μία μπλε ακτίνα φωτός να φεύγει από τον ουρανό και να εισέρχεται μέσα από την μπαλκονόπορτα στο διαμέρισμα. Ξαφνιάστηκε! Τρόμαξε. Άρχισε να τρίβει τα μάτια του μη τυχόν και έχει παραισθήσεις.

«Βρε τι ζημιά μπορείς να πάθεις από μία μπύρα!» σκεφτόταν. Προσπάθησε να σκεφθεί κάτι άλλο για να ξεφύγει από την παραίσθηση. Τα μάτια του όμως δεν τα όριζε. Ήταν καρφωμένα σ’ αυτό το περίεργο μπλε φως που κατέληγε στο διαμέρισμα. Άρχισε να τσιμπιέται μη τυχόν και κοιμόταν. Νόμιζε πως έβλεπε όνειρο. Αποφάσισε να σηκωθεί λίγο και να περπατήσει. Έτσι πίστευε πως θα ξέφευγε από τις παραισθήσεις. «Λες να είχε κανένα περίεργο χόρτο το σουβλάκι που έφαγα και μου έφερε αυτή την αναστάτωση;» αναλογιζόταν καθώς προχώρησε δύο τρία βήματα. «Μήπως πάλι είναι η τελευταία μου νύκτα αυτή και ο Θεός έδωσε αυτό το σημάδι;»

Ξανακοίταξε προς την πολυκατοικία. Το φως γινόταν πιο δυνατό. «Μπορεί να πρόκειται για κάποιο λέιζερ. Μπορεί αυτός που μένει στο διαμέρισμα να δημιουργεί όλο αυτό το θέαμα και ενώ το φως φεύγει από το διαμέρισμα να πιστεύω πως έρχεται από τον ουρανό. Αυτό είναι… Με το κρύο αυτό φαίνεται χάζεψα εντελώς» μονολόγησε ο Μάρκος και επέστρεψε στη θέση του! Άδικα σηκώθηκα, έλεγε. Ξανακάθισε κάτω και τυλίχθηκε με τις κουβέρτες. Ασυναίσθητα έκανε το σταυρό του και έγειρε πίσω το κεφάλι του.

«Τρεις ώρες απομένουν θα περάσουν. Πες ότι κάνω γερμανικό νούμερο στο στρατό…Α! ρε μανούλα ευτυχώς που δεν ζεις, να δεις πως κατάντησε ο γιος σου. Βέβαια αν ζούσες θα ήταν όλα διαφορετικά. Δεν νομίζω να κατέληγα ζητιάνος και άστεγος. Πολλά λάθη μάνα έκανα στη ζωή μου. Την κατέστρεψα. Έχασα τα πάντα. Πίστευα πως όλος ο κόσμος γυρίζει γύρω από μένα. Δεν υπολόγιζα τίποτε. Πούλησα και το πατρικό μας. Και εκείνο το χωραφάκι που είχα ενθύμιο από τον πατέρα μου. Εκείνο που έλεγες πως κάποτε βρισκόταν εκεί το ξωκκλήσι της Παναγίας μας. Εκείνο που έκαψαν οι αντάρτες. Κι εκείνο το πούλησα. Τα λεφτά τα ξόδεψα στα ξενύχτια και στα χαρτιά.

Δεν σεβάστηκα ούτε την υπόσχεση που σου έδωσα παιδί ακόμη, λίγο μετά το θάνατο του πατέρα μου ότι θα ανοικοδομήσω το σπίτι της Παναγίας και θα ανάβω το καντηλάκι της… Αχ ρε μάννα κι σ’ άκουγα θα είχα οικογένεια με τη Χρυσούλα, που μ’ αγαπούσε αληθινά. Αλλά ήθελα τη μεγάλη ζωή. Και να τώρα έγινα ένα ρεμάλι. Και το περίεργο είναι πως τα βάζω και με το Θεό. Με εκείνον δηλαδή που πολεμούσα γιατί τον έβλεπα εμπόδιο στη ζωή μου… Θυμάσαι που σου έλεγα πόσο ανόητος ήταν ο άσωτος υιός που αν και μπορούσε να περνά ζωή χαρισάμενη κοντά στο σπίτι προτίμησε και εκείνος τη μεγάλη ζωή.

Ε! μάννα πολύ πιο ανόητος από εκείνον είναι ο γιος σου. Ακολούθησα τα βήματα του ασώτου. Και να τρώω τώρα τα αποφάγια των άλλων και ζητιανεύω. Ούτε στο χωριό δεν τολμώ να πάω, τέτοιο τομάρι που είμαι». Αυτά συλλογιόταν ο Μάρκος προσπαθώντας να ανταπεξέλθει στην παγωμένη νύχτα.

Ασυναίσθητα κοίταξε και πάλι προς την πολυκατοικία. Το μπλε ουράνιο φως παρέμενε σταθερό. Τότε είδε μία ακτίνα φωτός να έρχεται προς το μέρος του. Όλα γύρω φωτίσθηκαν και μία ζεστασιά γέμισε τον χώρο. Ένιωσε τότε ένα χέρι να τον ακουμπά. Γύρισε να δει ποιος ήταν αλλά δεν είδε κανένα. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου κάποιος τον σήκωσε στα χέρια του. Λουσμένος όπως ήταν από το φως βρέθηκε πάνω στο μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας. Κοίταξε μέσα. Είδε μία νεαρή κοπέλα να έχει υψώσει τα χέρια της και να προσεύχεται. Την έβλεπε λες και ήταν δίπλα του και τα πατζούρια να έχουν εξαφανιστεί. Άγγελοι φωτεινοί στέκονταν δίπλα της.

Διάβαζε από ένα βιβλίο προσευχές. Το πρόσωπό της έλαμπε σαν τον ήλιο. Ακούμπησε το βιβλίο στην άκρη. Ψαλτήριο ήταν ο τίτλος του. Η κοπέλα στη συνέχεια άνοιξε ένα τετράδιο και άρχισε να διαβάζει διάφορα ονόματα. Ο άγγελος που έστεκε δεξιά της σημείωνε. «Κύριε, στείλε τη ζεστασιά σου και στον φτωχό άγνωστο άστεγο που στέκεται εκεί απέναντι μέσα στη βαρυχειμωνιά. Σώσε τον Χριστέ μου. Κάλεσέ τον και πάλι κοντά σου και οδήγησε τον στη μετάνοια» είπε η κοπέλα αμέσως μετά την ικεσία που έκανε για να περάσει η κρίση στην Ελλάδα.

Για την κρίση είπε: «Κύριε στείλε την Παναγία μας και τους αγίους να διαλύσουν τον εγωισμό μας και να δώσουν τέλος στην αποστασία μας. Στείλε τους αγγέλους σου να μαλακώσουν τις ψυχές και τις καρδιές μας και να επαναφέρουν την αγάπη και την αληθινή πίστη στον ελληνικό λαό. Βοήθησε την πατρίδα μου να λούζεται πάλι με το ανέσπερον αναστάσιμο φως Σου και να εκδιώξει τους δαίμονες που τη διασύρουν και τη ξευτιλίζουν. Κύριε, έλα γρήγορα και μην αργείς. Ιδού η δούλη σου Μαρία έτοιμη να θυσιαστεί για σένα…»!

– «Τέτοιες προσευχές δεν είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά μου. Ήταν τόσο όμορφα εκεί πάνω στο μπαλκόνι. Ήταν τόσο ζεστά. Δεν ξέρω πόσο έμεινα. Ξέρω μόνο πως όταν το ίδιο χέρι που με θαυμαστά με ανέβασε στο μπαλκόνι όταν με γύρισε πίσω είχε σχεδόν ξημερώσει. Ήταν η πιο γλυκιά νύχτα της ζωής μου. Το ρολόι του εμπορικού κέντρου έδειχνε σχεδόν έξι και τα συνεργεία καθαριότητας είχαν αναλάβει εργασία. Το μπλε φως είχε εξαφανισθεί.

Αν και δεν είχα κοιμηθεί ένιωθα ξεκούραστος και δυνατός. Έτρεξα απέναντι και κάθισα σε ένα απάγκιο μέρος. Ήθελα να συναντήσω αυτή την κοπέλα, να την ευχαριστήσω για το δώρο που μου έκανε και για τις προσευχές της. Γύρω στις 9 παρά κάτι την είδα να βγαίνει από την πολυκατοικία. Έτρεξα κοντά της. Μόλις με είδε έβαλε το χέρι στη τσάντα της, πιστεύοντας ότι θα της ζητήσω βοήθεια.

– Όχι, Όχι Μαρία δεν θέλω βοήθεια. Να σε ευχαριστήσω θέλω για το μεγάλο δώρο που μου έκανες και για τις προσευχές σου.

– Πως ξέρεις το όνομά μου», είπε τότε εκείνη.

– Να άκουσα χθες το βράδυ τις προσευχές σου, ψέλλισα αμήχανος καταπίνοντας τη γλώσσα μου. Είμαι ο άστεγος ζητιάνος που ικέτευες το Θεό να τον σώσει και να τον βοηθήσει να μετανοήσει. Πες μου Μαρία τι να κάνω;

Α! κατάλαβα είσαι εσύ που έκανες το σταυρό σου, του είπε τότε εκείνη. Σε κοιτούσα από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας. Ήθελα να σε φωνάξω να έρθεις να κοιμηθείς μαζί μας αλλά δεν ήξερα πως θα αντιδράσουν οι γονείς μου γιατί ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Και επειδή δεν μπορούσα να σε βοηθήσω ζήτησα να το κάνει ο Χριστός μας για να βγάλεις τη νύχτα και να μην παγώσεις.

Ο Χριστός έκανε πάλι το θαύμα του. Περίμενε να χτυπήσω στη μάνα μου να σου φτιάξει ένα καλό πρωινό γιατί εγώ πρέπει να φύγω για διαφορετικά θα αργήσω στη δουλειά μου.

Πριν προλάβω να μιλήσω η Μαρία με έβαζε στο ασανσέρ.

– Γλυκιά μου μητερούλα θα φτιάξεις ένα ζεστό τσάι στον κύριο, γιατί πρέπει να φύγω;

– Ευχαρίστως Μαρία μου, ευχαρίστως! είπε εκείνη και μου έγνεψε να περάσω μέσα.

Ένιωσα πολύ άσχημα. Δεν ξέρω πόσο καιρό είχα να μπω σε σπίτι. Κοίταξα στο σαλόνι. Εκεί υπήρχε μία εικόνα της Παναγίας και μπροστά έκαιγε το καντηλάκι. Στο λιβανιστήρι, δίπλα στο νεροχύτι έκαιγε ακόμη το λιβάνι. Η Μαρία έφυγε λέγοντάς μου:

– Νιώσε άνετα και μην στεναχωριέσαι. Ο Χριστός σ’ αγαπά.

Σε λίγο ήρθε από το διπλανό δωμάτιο ο πατέρας της Μαρίας ο κυρ – Λάμπρος, όπως μου συστήθηκε. Με καλημέρισε και κάθισε δίπλα μου. Ευτυχώς που οι άνθρωποι έχουν λιβανίσει, γιατί από τη βρώμα μου δεν θα μπορούσαν ούτε να σταθούν. Η κυρά – Ουρανία ψιθύρισε κάτι στον άνδρα της και εκείνος πήγε στο δωμάτιο και γύρισε με φρεσκοσιδερωμένα ολοκαίνουργια ρούχα.

-Μάρκο παιδί μου, πιστεύω πως αυτά θα σου κάνουν. Αν δεν σου κάνουν θα πεταχτώ απέναντι στο εμπορικό κέντρο να σου πάρω ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο. Μπουφάν και μπλούζες έχω πολλές και είναι στα μέτρα σου. Η Ράνιά μου έβαλε ήδη το θερμοσίφωνο να κάνεις ένα μπάνιο, μέχρι να φτιάξει κάτι να φάμε.

– Δεν είναι ανάγκη κυρ – Λάμπρο. Θα πιω ένα τσάι και θα φύγω, είπα και έσκυψα από αμηχανία και ντροπή το κεφάλι μου.

-Μην ντρέπεσαι παιδί μου οι χριστιανοί είναι αδέλφια. Έχουν τον ίδιο Πατέρα και την ίδια μάνα την Παναγία μας.

Ο κυρ – Λάμπρος την ώρα που ήμουν στο μπάνιο έτρεξε και μου πήρε δύο-τρία παντελόνια, εσώρουχα, μία ζώνη κι ένα σακβουαγιάζ. Τα ρούχα του μου έκαναν κουτί. Είχα πολλούς μήνες να φορέσω φρεσκοσιδερωμένα ρούχα. Άλλωστε δεν πρέπει να ήταν και πολύ μεγαλύτερός μου. Η κυρά Ράνια, πρόσθεσε δύο-τρεις μπλούζες, ένα τάπερ με γλυκίσματα και αρκετές κάλτσες, στο σακβουαγιάζ. Με ρώτησε αν το νούμερο των παπουτσιών που φοράω ήταν 43 και όταν απάντησα καταφατικά, μου έφερε και ένα ζευγάρι μποτάκια.

Έμεινα δύο-ώρες μαζί τους και τους εξιστόρησα με το νι και με το σίγμα τι είχα ζήσει το προηγούμενο βράδυ. Εκείνοι έκαναν συχνά το σταυρό τους και ευχαριστούσαν το Θεό. Όπως μου είπε η κυρά Ράνια, η Μαρία της θέλει να μοιάσει στην Αγία Παρασκευή. Να αξιωθεί όπως εκείνη να δίδει το φως του Χριστού στους ανθρώπους…

Φεύγοντας ο κυρ – Λάμπρος μου έδωσε τριακόσια ευρώ και μου πρότεινε να μεταβώ στην Πελοπόννησο, σ’ ένα μοναστήρι κοντά στην Κόρινθο. Εκεί βρίσκεται ο τάδε γέροντας. Πες του ότι σε έστειλα εγώ και ζήτησέ του να δουλέψεις στο μοναστήρι ως εργάτης.

Το ότι συνήλθε και μπήκε πάλι σε μία σειρά είναι ένα θαύμα. Αλλά το μεγαλύτερο θαύμα είναι πως υπάρχουν ακόμη οικογένειες άγιες, οικογένειες χριστιανικές, οικογένειες Ορθόδοξες, εξομολογείτο στον γέροντα ο Μάρκος. Του ζήτησε ακόμη να γίνει μοναχός και να αξιωθεί να ξαναζήσει το άκτιστο φως.

Να ξαναζήσει τη γλυκιά εκείνη ζεστή νύχτα που διέλυσε τη βαρυχειμωνιά και το παγετό της καρδιάς του. Να βιώσει το φως του Χριστού που του πρόσφεραν οι αγνές προσευχές της Μαρίας.

ΠΗΓΗ.ΡΩΜΙΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Όταν φανερώθηκε ο Αγ.Νικόλαος σε μια σοβιετική ηθοποιό


 



Ονομάζεται Λιούμποβ Σοκόλοβα.Παρότι είναι γνωστή για δευτερεύοντες κυρίως ρόλους θεωρείται μία από τις μεγάλες ηθοποιούς του σοβιετικού και ρωσικού κινηματογράφου.

 

 Γεννήθηκε σε μία οικογένεια εργατών στο Ιβάνοβο το 1921.

 

Κοινωνική,γενναιόδωρη και ασυμβίβαστη,η Λιούμπον Σοκόλοβα κατάφερνε πάντα να εισάγει ακτίδες ειλικρίνειας και αλήθειας ακόμη και στις ταινίες που υπόκεινταν στους κομμουνιστικούς κανόνες.Είναι αλήθεια πως οι μεγάλοι κινηματογραφιστές της ρωσικής σχολής την υποστήριξαν στους ελιγμούς της ανάμεσα στους σκόπελους της λογοκρισίας,αποδεικνύοντας πως το ταλέντο είναι ανώτερο από τους ιδεολογικούς περιορισμούς.

Μέχρι το 2001- ημερομηνία του θανάτου της-έπαιξε σε πάνω από 370 ταινίες

 Εδώ όμως δεν θα μιλήσουμε για την νίκη του ταλέντου επί της ιδεολογίας,αλλά για το πως η Θεία Πρόνοια οδήγησε τα βήματά της σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς.Αλλά και για την ευτυχία..

 

Ήταν το 1941 και μόλις είχε παντρευτεί στο Λένινγκραντ.Ο σύζυγός της ήταν τόσο ερωτευμένος που την ανέβαζε αγκαλιά μέχρι τον 6ο όροφο,σε μία πολυκατοικία χωρίς ανελκυστήρα,θυμάται η Λιούμποβ.Εδώ τους βρήκε ο πόλεμος.Για να συντηρηθεί εργάζονταν σ'ένα εργοστάσιο μαζί με την πεθερά της.Η πολιορκία της πόλης δεν είχε αρχίσει αλλά υπήρχαν πολλές δυσκολίες.

 

Ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων της,στις 31 Ιουλίου 1941,ενώ περπατούσε στον δρόμο μαζί με την πεθερά της,την πλησίασε ένας γέρος με καστανά μάτια και κοντό μούσι και της είπε:«Θα φας τόσο ψωμί(και της έδειξε το χέρι του, εννοώντας  ψίχουλα)αλλά θα ζήσεις πολύ και θα είσαι ευτυχισμένη.Εμένα με λένε Νικόλαο.Εαν θα έχεις κάποια ανάγκη να μου ζητήσεις.Ο καθένας ξέρει να σου πει που μπορείς να με βρεις.Να μάθεις όμως το ''Πάτερ Ημών''...και μερικές ακόμη λέξεις»

 

Μου ψιθύρισε τότε κάποιες λέξεις στα γερμανικά.'Επειτα απομακρύνθηκε και χάθηκε σαν να έλιωσε!-διηγείται η ηθοποιός στην Όλγα Σουμεάτσκαια,η οποία το 2011 επιμελήθηκε ένα ντοκυμαντέρ με θέμα την ζωή της Σοκόλοβα.

 

«Είσαι τυχερή Λιούμπα! Σου φανερώθηκε ο Άγιος Νικόλαος ο θαυματουργός»μου είπε η πεθερά μου.Εγώ δεν ήξερα από τέτοια πράγματα,ήμουν είκοσι ετών.Την φράση στα γερμανικά όμως την συγκράτησα.Έπειτα ήλθε ο αποκλεισμός της πόλης,η πείνα.Άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους...ήταν φρικιαστικό. Κοντά στο Λένινγκραντ όμως έμεναν Γερμανοί.Όχι φασίστες.Από τους δικούς μας.Άρχισα να πηγαίνω σε αυτούς.Τους έλεγα εκείνες τις λέξεις,μου έδιναν ένα φτυάρι και εγώ έσκαβα τον κήπο τους.Σε αντάλλαγμα μου έδιναν πατάτες,κρεμμύδια,γάλα...Τα έφερνα σπίτι και η πεθερά μου έλεγε:«Λιούμπα,έσυ έγινες η τροφέας μας.»Έπειτα ο σύζυγός μου και η πεθερά μου πέθαναν από την πείνα.

 

 Η Λιούμποβ θα είχε την ίδια τύχη αλλά ως εκ θαύματος κατάφερε να ξεφύγει από τον αποκλεισμό,πιάνοντας έναν διάδρομο εκκένωσης.Έπειτα τελείωσε τις σπουδές της στην ηθοποιία.Έκανε ντεμπούτο με την πολεμική ταινία ''Διήγηση για έναν αληθινό άνθρωπο''(1948)και ακολούθησαν προτάσεις από πολλούς μεγάλους σκηνοθέτες.

 

   Εξαιτίας των τραυμάτων από τον πόλεμο δεν επιθυμεί να ξαναπαντρευτεί.Το 1958 γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα και παντρεύεται τον σκηνοθέτη Γκεόργκι Ντανέλια,ο οποίος βρισκόνταν στην αρχή της καριέρας του.Στα 38 της χρόνια γέννησε έναν γιό,τον Νικόλαο,ο οποίος θα γίνει και αυτός ηθοποιός.Αρνήθηκε πολλούς μεγάλους ρόλους για να αφιερωθεί στην ανατροφή του γιού της.Ο Νικόλαος πέθανε στα 26 του χρόνια κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες,αφήνοντας πίσω του την σύζυγο και δύο κόρες.Για να ξεχάσει τον πόνο της αφιερώνεται στην δουλειά της.Μετά από λίγο καιρό την εγκαταλείπει και ο σύζυγός της για μία άλλη γυναίκα.Συνέχισε να δουλεύει ασταμάτητα στο θέατρο,στο ραδιόφωνο στον κινηματογράφο.

 

 Παρότι ήταν το αντίθετο του βεντετισμού,το κοινό ήταν το μόνο που έμεινε κοντά της πιστό.Την λάτρευε.Ποτέ δεν δέχονταν αρνητικούς ρόλους,θέλοντας να μεταδίδει μόνο αισθήματα θετικά.Οι ερμηνείες της ήταν πάντοτε συγκλονιστικές.Πολλοί θεωρούν ότι είχε μία μοίρα τραγική.Ο Άγιος Νικόλαος όμως την ονόμασε ευτυχή..

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022

Στην ευλογημένη μνήμη της μακαρίας Ναταλίας Βυρίτσκαγια /1890 - 16/01/1976/



Στην ευλογημένη μνήμη της μακαρίας Ναταλίας Βυρίτσκαγια /1890 - 16/01/1976/ 

Σήμερα είναι η ημέρα μνήμης της μακαρίας Ναταλίας Βυρίτσκαγια

Από τα απομνημονεύματα: 
«Ο πατήρ Σεραφείμ της Βυριτσα /†04/03/1949/ ακόμη και στη διάρκεια της ζωής του με ευλόγησε να χτίσω ένα σπίτι στη Βυρίτσα, και όλα έγιναν καλά: έχτισα ένα σπίτι, πήγα στον τάφο του γέροντα. 1960 /, που έγινε πνευματικός μου πατέρας. 

Με την ευλογία του γέροντα, γνώρισα τη μητέρα Νατάλια στο Πετσόρι. Έγινε αμέσως μετά τον αποκλεισμό μου από το κόμμα. 
Κάποτε ο πατέρας Συμεών με ρώτησε: - Ξέρεις τη μητέρα Νατάλια ; Περπατά ήδη κοντά. - Μα πώς θα την αναγνωρίσω; - Να προσεύχεσαι: "Κύριε, βοήθησέ με να δω τη μητέρα Νατάλια" και θα συναντηθείτε, ακούει τα πάντα.

Για μια ολόκληρη εβδομάδα σκεφτόμουν τα λόγια του γέροντα και μέσα μου επανέλαβα: «Κύριε, βοήθησέ με να δω τη μητέρα Νατάλια». 
Και τότε, φεύγοντας από το μοναστήρι μια μέρα, είδα μια πολύ παράξενα ντυμένη ηλικιωμένη γυναίκα να κάθεται στο έδαφος. Ταλαντεύτηκε πέρα ​​δώθε, αγκάλιασε τα γόνατά της με τα χέρια της και επανέλαβε ήσυχα: 
-Κάτια, Κάτια, σε περιμένω μια ολόκληρη εβδομάδα. 

Υπήρχε ένα καλάθι δίπλα στη μητέρα, και μέσα σε αυτό - μια γάτα και ένα κοτόπουλο. Δεν είχε τίποτα άλλο. Θυμάμαι με εξέπληξε πολύ μια τέτοια εικόνα. Είπα: - Με έδιωξαν από το κόμμα και από τη δουλειά. 
«Τι ωραίο δωμάτιο!» απάντησε η μητέρα.

Και η μητέρα ονόμασε την περιοχή του δωματίου μου στο Λένινγκραντ, μετά απαρίθμησε πολλά πράγματα που ήταν εκεί και συνέχισε, απαντώντας στο άρρητο μέρος της ερώτησής μου. Ανησυχούσα πολύ για το πώς  θα ζήσω, γιατί αφού με έδιωξαν από το κόμμα δεν με προσέλαβαν πουθενά. Έτσι, η μητέρα συνέχισε: 
- Να πουλήσεις τους πίνακες - και θα ζήσουμε ένα χρόνο. Πουλήστε το χαλί και θα ζήσουμε. 

Αναρωτήθηκα γιατί είπε «θα ζήσουμε». Λοιπόν, μαζί, θα ζήσουμε; Αλλά κατάλαβα γιατί η μητέρα Ναταλία απαριθμούσε πράγματα στο δωμάτιό μου. Είχα πολύτιμους πίνακες ζωγραφικής, καλές αντίκες και για αρκετά χρόνια μετά ζούσα πουλώντας τους. 

Μετά από αυτή τη συνάντηση και τη συζήτηση, πήγα στον ιερέα και μου λέει:
- Πάρε μαζί σου τη μητέρα Νατάλια, πρέπει να μένει στη Βυρίτσα. Αυτός είναι ο μεγάλος δούλος του Θεού. Έτσι η μητέρα Ναταλία κατέληξε στη Βυρίτσα. 

Αφού κατάφερα να κανονίσω τη μητέρα Ναταλία στη Βυρίτσα, ήρθα στον πατέρα Συμεών. Με ρωτάει: - 
Λοιπόν, πώς είναι η μητέρα σου Ναταλία; 
- Εντάξει, του απάντησα.
«Να την προσέχεις», είπε ο γέροντας. 

«Μια ακόμη ιστορία μου έρχεται στο μυαλό. Ο πατέρας Συμεών (Zhelnin) ήταν αδελφικός εξομολογητής, του πατέρα  Savva (Ostapenko) /†27.02.1980/ (ο μελλοντικός διάσημος ηγούμενος) θέλησε να δεχτεί το σχήμα και στράφηκε στον πρεσβύτερο για ευλογία. Εκείνος απάντησε: 

- Ξέρεις, θα σε ευλογούσα να αποδεχτείς το σχήμα, αλλά τώρα υπάρχει μια μητέρα Νατάλια, είναι δύο σκαλιά ψηλότερα από μένα. Αν αυτή ευλογεί, τότε θα ευλογήσω. Πήγαινε στη Βυρίτσα, εκεί θα τη βρεις».

"Είχα ένα δωμάτιο στο Λένινγκραντ, αλλά ζούσα τον περισσότερο χρόνο στη Βυρίτσα. Η μητέρα Νατάλια δεν ήξερε τη διεύθυνσή μου, γιατί έτσι κι αλλιώς πολύ σπάνια εμφανιζόμουν στην πόλη. Την παραμονή των Χριστουγέννων έφτασα στο διαμέρισμα και ο γείτονας είπε εγώ 
: ο ασθενής ρώτη

Μετά εμφανίστηκε η ίδια η μητέρα Νατάλια. Επιβεβαίωσα στη γειτόνισσα ότι αυτό ήταν για μένα και ρώτησα τη μητέρα μου πώς με βρήκε. 
- Και εγώ Περπατάω στην πόλη και ρωτάω: "Πού μένει η Κάτια - ένα μεγάλο καπέλο;", Και όλοι με δείχνουν. 

Η μητέρα μπορούσε να περάσει από κλειστές πόρτες. Μετά το συνήθισα, αλλά για πρώτη φορά ήμουν πολύ Φοβήθηκα. Ήταν έτσι. Ξύπνησα το βράδυ από κάποιο θρόισμα, πήδηξα από το κρεβάτι τρομαγμένος και είδα ότι η μητέρα Νατάλια ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα στο δωμάτιο.
- Μάνα, πώς μπήκες; 
Και μου το άνοιξε ο άγγελος. 
Ρώτησα τους γείτονες το πρωί αν ήρθε κανείς το βράδυ. Μου απάντησαν ότι δεν είχαν δει κανέναν.» 

... Μια από τις κατοίκους της Βυρίτσας, κοντά στη μητέρα της, διηγήθηκε πώς άκουσε κάποιο θρόισμα στο δωμάτιο τη νύχτα. Ήταν μόνη στο σπίτι, η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Αποφάσισα ότι ήταν κάποιου είδους εμμονή. Άναψε το φως και είδε τη μητέρα Νατάλια να γονατίζει μπροστά στις εικόνες. 
- Μάνα, πώς βρέθηκες εδώ; 
«σύρθηκα κάτω από την πύλη».

... "Στην μετέπειτα ζωή μου, όλα συνέβησαν όπως προέβλεψε η μητέρα Νατάλια. Αφού με απέλυσαν από τη δουλειά και με έδιωξαν από το κόμμα για την πίστη μου, δεν μπορούσα να βρω δουλειά πουθενά για πολύ καιρό. Για πέντε χρόνια ζούσα πουλώντας τα πράγματά μου. Τελικά ", βρήκε μια θέση σε εστιατόριο σε ένα ερευνητικό ινστιτούτο. Και τότε μια μέρα ένας φύλακας από το ρολόι (είχαμε έλεγχο πρόσβασης) μπήκε στην καφετέρια και μου είπε: 
- Η γιαγιά σου ήρθε σε σένα, πολύ Περίεργο. 

Αμέσως συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν η μητέρα Νατάλια και ρώτησα, αν είναι δυνατόν, να την παραλείψετε, λέγοντας ότι μπήκε ο συγγενής μου. Ήταν απλώς ένα μεσημεριανό διάλειμμα, ο μπουφές ήταν γεμάτος και δεν μπορούσα να φύγω, περιμένοντας με αγωνία την εμφάνιση της μητέρας.

Όταν μπήκε στον μπουφέ, φαίνεται ότι όλοι όσοι ήταν εκεί σταμάτησαν να τρώνε και κοιτούσαν έκπληκτοι αυτό το θαύμα. Η Ματούσκα, με ένα τεράστιο καλάθι στα χέρια της, φορούσε ένα ντραπέ πανωφόρι, πάνω στο οποίο δεν υπήρχε χώρος διαβίωσης, και από κάτω φαινόταν γυμνά πόδια. 

Κάθισε η μητέρα μου στο τραπέζι και προσφέρθηκα να φάω. Κάθισε σε μια καρέκλα και είπε δυνατά: - Αικατερίνα Βλαντιμίροβνα, ας πάμε στη Μαρία Ιβάνοβνα στο νοσοκομείο, να της πω τον 90ό ψαλμό και το φαγητό μου. " 

..." Ο φίλος μου άκουσε για τη μητέρα από τον γέροντα Συμεών από το Πετσόρι και ρώτησε. : - Ο πάτερ Συμεών την αγαπά τόσο πολύ, είναι τόσο ευγενική, παρακαλέστε της να μπει και να αγιάσει το σπίτι μας με την παρουσία της. 

Η μητέρα Νατάλια συμφώνησε και, μπαίνοντας στο σπίτι του φίλου μου, άρχισε αμέσως να "φιλοξενεί": έβγαλε μια κατσαρόλα με μπορς και άρχισε να βγάζει κομμάτια κρέατος με τις λέξεις: - Αυτό είναι για μια γάτα. Αυτό είναι για σκύλους...

Οι πράξεις της μητέρας δεν άρεσαν στην οικοδέσποινα. 
- Μάνα, έρχεσαι σε εμάς, αλλά μην μάς φέρνεις δώρα. 
- Ναι, θα παγώσεις σύντομα, - απάντησε η μητέρα Νατάλια. 

Η ερωμένη του σπιτιού δεν κατάλαβε τι διακυβευόταν, αλλά κυριολεκτικά λίγες μέρες αργότερα ξέσπασε μια ισχυρή καταιγίδα, που έσκισε τη στέγη του σπιτιού. 

Η στέγη ήταν κατά κάποιον τρόπο μπαλωμένη, το παράθυρο ήταν σανίδι, αλλά έκανε πολύ κρύο στο σπίτι και ο γαμπρός της οικοδέσποινας κρυολόγησε άσχημα. Ήταν άρρωστος για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί και του έκαναν παραπομπή στο νοσοκομείο. Τότε θυμήθηκαν τα λόγια της μητέρας και μου ζήτησαν να της πω για το πρόβλημα με παράκληση να προσευχηθούν. 

Η μητέρα απάντησε: - Τίποτα, τίποτα, ας αρρωστήσει.
Ο γαμπρός μου είναι στο νοσοκομείο, δεν υπήρχε βελτίωση. Και πάλι μετέφεραν στη μητέρα ένα αίτημα για βοήθεια στους άρρωστους. Τότε η μητέρα Νατάλια ήρθε στο σπίτι τους και τους ρώτησε: -Φέρτε ένα σίδερο και τα λινά του. 
Σιδέρωσε τα σεντόνια με ένα καυτό σίδερο και είπε: 
-Ορίστε, και πάρε τώρα τα σεντόνια στο νοσοκομείο, ας τα φορέσει. Σχεδόν αμέσως μετά , ο 
γαμπρός μου πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο.» 

...» Μια άλλη φίλη μου, η Μαρία, που είχε ακούσει πολλά για τη μητέρα Νατάλια, μου ζήτησε να τη φέρω στο σπίτι της για να γνωριστούμε. Η μητέρα συνέχιζε να αρνείται, αλλά απροσδόκητα συμφώνησε. Ήρθαμε στη Μαρία, έστρωσε ένα καλό τραπέζι, γευμάτισε. 

Ξαφνικά η μητέρα Νατάλια πήδηξε πάνω στο τραπέζι, πήρε ένα εικονίδιο από τον τοίχο και φώναξε: - Αυτή είναι η εικόνα μου! 
- Όχι, η δικη μου! απάντησε θυμωμένη η κυρία του σπιτιού.
- Το εικονίδιο μου - Ξέσπασε σκάνδαλο, κλήθηκε η αστυνομία. Το εικόνισμα το πήραν από τη μητέρα και το παρέδωσαν στην οικοδέσποινα, που αγανάκτησε - Ποια  μου έφερες; Είναι τρελή! 

Όμως πολύ σύντομα όλα έγιναν ξεκάθαρα. Η Μαρία χώρισε από τον άντρα της και αυτός, προφανώς σε κατάσταση μέθης, ήρθε στο σπίτι και άρχισε να απαιτεί: 
-Δώστε μου τις εικόνες, θα μοιραστούμε την περιουσία .
Η Μαρία δεν συμφώνησε. Τότε ο πρώην σύζυγός της ανέβηκε στο τραπέζι και άρχισε να αφαιρεί το εικονίδιο από τον τοίχο (το ίδιο και η μητέρα της Ναταλίας πριν) φωνάζοντας: - Αυτή είναι η εικόνα μου! 
«Όχι, δικό μου», απάντησε η οικοδέσποινα. 
Και όταν άρχισαν να τσακώνονται, η Μαρία φώναξε:
Κάλεσε την αστυνομία - και όλα επαναλήφθηκαν από αυτό που έδειξε προφητικά η μητέρα Νατάλια.

... "Είχα έναν ανιψιό που δανειζόταν συνεχώς χρήματα και δεν τα έδινε πίσω. Του έκρυψα χρήματα, γιατί μπορούσε να τα πάρει ο ίδιος χωρίς να ρωτήσει. Ήρθε με κάποιο τρόπο και η μητέρα Νατάλια λέει: - 
Βολόντια, αν θέλεις, Θα σου πω πού είναι τα λεφτά της Κάτιας 
; Και μια άλλη φορά είπε: «Έδωσα τα λεφτά σου στον Βολόντια, μόνο λίγα». 

... "Η μητέρα Νατάλια ερχόταν συχνά σε μια Ευγενία. Είχε πολλά όμορφα ρούχα και η μητέρα χρησιμοποιούσε την γκαρνταρόμπα της για τις δικές της ανάγκες. 

Η μητέρα Νατάλια, ως συνήθως, πήγε στη Ζένια και είπε: - 
Χρειάζομαι ένα ρούχο σήμερα. 
- Πάρε κανένα, - απάντησε η Ευγενία. Η μητέρα διάλεξε ένα φόρεμα με μεγάλη λαιμόκοψη.

Στο σπίτι φόρεσε αυτό το φόρεμα, κουλουριάστηκε, έβαψε τα χείλη της μέχρι τα αυτιά της με λαμπερό κραγιόν. Αποδεικνύεται ότι ετοιμαζόταν να δεχθεί «καλεσμένους». Της ήρθαν με μια επιταγή από τις κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας: κάποιος έγραψε μια καταγγελία ότι ήταν από βασιλική οικογένεια, ζούσε πάνω από τις δυνατότητές της και πολλοί ύποπτοι άνθρωποι πηγαίνουν σε αυτήν. 

Όταν δύο αξιωματικοί της KGB μπήκαν μέσα, η μητέρα Νατάλια εμφανίστηκε μπροστά τους «σε όλη της τη δόξα» και απευθυνόταν με τα λόγια: 
«Αγαπημένοι  μου, μόνο μην με κρατάτε, αλλιώς βιάζομαι για τόν  γάμο, βλέπετε, εγώ ακόμη και ντυμένη είμαι.
-Από που είσαι? 
-Είμαι βασίλισσα. 

-Πες μου πώς ζεις; 
- Εμπορεύομαι γάλα, έχω μια κατσίκα, κρατάω όλα τα ζωντανά, ένα πουλί. Μετακινήστε το κομοδίνο. Βλέπετε, υπάρχουν τρεις κατσίκες.
Εκείνη την ώρα, μια κατσίκα ανέβηκε και έσπρωξε με το μέτωπό της έναν από τους επισκέπτες. Η μητέρα μίλησε αμέσως: - Οι κατσίκες δεν αφήνουν να περάσουν. Εσείς, ως εκπρόσωποι των αρχών, πρέπει να καταλάβετε. Βλέπετε, ακόμη και η αστυνομία δέχεται επίθεση. 

- Λένε ότι είσαι από τη βασιλική οικογένεια. 
- Μη με πιστεύεις. Θέλεις γάλα; 
Και πάλι η κατσίκα σκουντηξε  τον υπάλληλο με το μέτωπό του. 
-Α, αυτές οι κατσίκες δεν σε αφήνουν να περάσεις. Ένας από τους «καλεσμένους» λέει στον άλλο: 
- Τι είναι η βασιλική οικογένεια; Κατσίκες, σκύλοι, γάτες. Ναι, είναι απλά τρελή!» 

... Κάποτε πήγαινα στην εκκλησία για λειτουργία και είδα πώς η μητέρα Νατάλια έσπρωχνε ένα σακουλάκι  και μια εικόνα από το σπίτι  στο τραμ. Σκέφτηκα μέσα μου: «Αν όχι  είναι η Εικόνα του Σωτήρα που δεν έγινε από τα χέρια» (την αγαπούσα πολύ). 
«Όχι, όχι αυτή η άλλη εικόνα», απάντησε αμέσως η μητέρα μου στις σκέψεις μου.

... "Υπήρχε μια άλλη απολύτως εκπληκτική ιστορία με το τραμ. Πήγαινα με έναν φίλο στον καθεδρικό ναό Νικόλσκι για λειτουργία. Ξαφνικά το τραμ σταμάτησε απότομα (αν και ήταν ακόμα μακριά από τη στάση), οι πόρτες άνοιξαν και η μητέρα Νατάλια που έλαμψε εμφανίστηκε σε αυτά, ήρθε κοντά μας και είπε: 

"Πάω για τις δουλειές μου, βλέπω ότι άνθρωποι που γνωρίζω πηγαίνουν στον ναό για λειτουργία και είπα: " Οδηγε ! Σταμάτα!" Και το τραμ σταμάτησε Ο οδηγός, που δεν καταλάβαινε τίποτα, κοίταξε απορημένος αυτό που συνέβαινε: δεν άγγιξε καν τη διαχείριση μοχλών». 

... "Την ημέρα των εκλογών, η μητέρα Ναταλία πήγε στο εκλογικό τμήμα με ένα έλκηθρο που το έσερνε μια κατσίκα. Όταν ρωτήθηκε τι σήμαινε αυτό, η μητέρα απάντησε: - Ψηφίζω τη σοβιετική κυβέρνηση, ας ζήσει περισσότερο." 

... «Κάποτε η μητέρα είπε σε μια γυναίκα που ήρθε κοντά της:
-Άσε με να δω το χέρι σου. Ω, πόσα χρήματα, ακόμα να κερδίσετε. Και ο δρόμος είναι στρωμένος με βαμβάκι κατευθείαν στην κόλαση. 
Αυτή η γυναίκα δούλευε σε εκκλησία και έκλεβε από το ταμείο. 
«Ω, συγγνώμη, μητέρα», αναφώνησε. 
«Αν δεν μετανοήσεις», απάντησε η μητέρα Νατάλια, «θα πας στην κόλαση!» 

... Ο σύζυγος ενός κατοίκου της Βυρίτσας έπινε. Πήγε στη μητέρα της Ναταλία. Ξαφνικά ήρθε μια κατσίκα και χτύπησε τον φιλοξενούμενο με το μέτωπό του. Η μητέρα βγήκε έξω και άρχισε να βρίζει: - Ω, είσαι τόσο μεθυσμένος και ακόμα τσακώνεσαι. Θα σκότωνα μια τέτοια κατσίκα. Ας πάμε στην αστυνομία. Πρέπει να δηλώσουμε την κατσίκα! 

Η μητέρα πήγε στην αστυνομία, όπου για πολύ καιρό δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ήθελε. Όταν κατάλαβαν ότι διεκδικούσαν μια κατσίκα που χτύπησε κάποιον, είπαν με εκνευρισμό: -Λυστε το μόνοι σας!

... Η μητέρα Νατάλια προσποιούνταν συχνά τη μεθυσμένη. Ρίξτε σε ένα μπουκάλι νερό, και το έπινε  σαν νά ήταν βότκα. Το έκανε αυτό όταν της έρχονταν μεθυσμένοι. Αξιοσημείωτο είναι ότι αφού τους έδωσε να πιουν νερό από το μπουκάλι της, απομακρύνθηκαν από τη συνήθεια. 
Με τις προσευχές της μητέρας, οι άνθρωποι θεραπεύονταν από τις πιο σοβαρές ασθένειες.. " 

..." Λίγα χρόνια πριν από τα ίδια τα γεγονότα, η μητέρα Νατάλια προέβλεψε τον θάνατο του Πάπα, Μητροπολίτη Νικοδίμ, Μπρέζνιεφ. Θυμάμαι όταν μίλησε για τον θάνατό τους, ρώτησε δυνατά: - 
Κύριε, μιλάω σωστά; 
Και απάντησε η ίδια:
-Έτσι είναι... 
Με παρακάλεσε να πω στον Επίσκοπο Νικοδήμ να μην πάει στην κηδεία του Πάπα. Ωστόσο, πήγε και πέθανε στη Ρώμη. " 

..." Περπατούσαμε με τη μητέρα μου στην αγορά και είδαμε έναν άντρα να οδηγεί ένα σκύλο με λουρί. Η μητέρα Νατάλια τον πλησίασε: 
- Αυτός είναι ο σκύλος μου, δώσε το πίσω! 
-Όχι, είναι δικό μου! 

Άρχισαν να μαλώνουν. Η μητέρα δεν έκανε πίσω. Ένας αστυνομικός πλησίασε το σκάνδαλο που ξέσπασε.  Ο άντρας φώναξε θυμωμένος ότι η ηλικιωμένη γυναίκα ήθελε να του πάρει το σκύλο. Τότε η μητέρα είπε: 
-Ας ελέγξουμε: με ποιον πάει ο σκύλος - ποιόν έχει  ιδιοκτήτη. 

Μόλις το σκυλί απελευθερώθηκε από το λουρί, έτρεξε αμέσως στη μητέρα , κόλλησε πάνω της, κουνώντας την ουρά της και χωρίς να δίνει σημασία στις κραυγές του πρώην ιδιοκτήτη της. Ο αστυνομικός είπε στον άντρα: - 

Γιατί προσβάλλεις τη γιαγιά σου;
Μετά γύρισε στη μητέρα : 
-Είναι γραμμένη μαζί σου; 
-. Πόσα πρέπει να πληρώσετε; 
Η μητέρα Ναταλία έδωσε στον αστυνομικό τρία ρούβλια και είπε στον άντρα: 
-Ε, ήθελες να πάρεις το σκυλί από τη γιαγιά του. 
Αυτό το σκυλί έγινε το αγαπημένο της μητέρας  και συχνά το κουβαλούσε μαζί της σε ένα καλάθι».
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022

Η ΕΥΛΟΓΗΜΈΝΗ ΜΟΝΑΧΉ ΌΛΓΑ





 23 Ιανουαρίου - Πριν από 49 χρόνια, η ηλικιωμένη γυναίκα της Μόσχας, η ευλογημένη μοναχή Όλγα (Λοζκίνα) / 1871 


Ήταν μεγάλη ενώπιον του Κυρίου: είδε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, της αποκαλύφθηκε η ψυχή για κάθε άτομο, για την πνευματική του διάθεση, για το τι τον περιμένει στη ζωή. Σε όποιον ήταν χρήσιμο, άνοιγε απευθείας, αλλά συχνά μιλούσε αλληγορικά, μερικές φορές συμπεριφερόταν σαν ανόητη....

Γεννήθηκε στην επαρχία της Μόσχας σε μια μεγάλη οικογένεια. Οι ευσεβείς γονείς Ιβάν και Αγριππίνα ενστάλαξαν στα παιδιά τους την αγάπη για τον Θεό από μικρή ηλικία. Ήδη στη νεολαία της, διακρινόταν από θάρρος, αφοβία, φοβόταν μόνο να παραβιάσει τις εντολές του Θεού.

Στην εφηβεία, με τη συμβουλή του πατέρα της, μπήκε στο μοναστήρι Kashirsky Nikitsky στην επαρχία Τούλα. Οι μοναχές της μονής ήταν υπό την πνευματική καθοδήγηση των Πρεσβυτέρων της Όπτινα. Στο μοναστήρι έκανε μοναχικούς όρκους με το όνομα του Μωυσή.

Το 1919 το μοναστήρι μετατράπηκε σε εργατικό καρτέλ και έκλεισε στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Όταν έκλεινε το μοναστήρι, η Ματούσκα υπέφερε πολύ, το κεφάλι της τρυπήθηκε με ένα βαρύ αντικείμενο.

Μετά το κλείσιμο του μοναστηριού, η μητέρα έζησε για κάποιο διάστημα στο χωριό της, στη συνέχεια πήγε στη Μόσχα. Εδώ, ένας από τους πιστούς κανόνισε να ζήσει σε ένα τριγωνικό δωμάτιο πέντε μέτρων στο υπόγειο ενός διώροφου σπιτιού από τούβλα (όχι μακριά από την πλατεία Taganskaya).

Στην αρχή, ζούσε σε αυτό το δωμάτιο με δύο καλόγριες, οι οποίες κοιμόντουσαν εναλλάξ σε ένα μονό κρεβάτι. Οι καλόγριες έπιαναν δουλειά ως «νοικοκύρηδες» σε ένα καρτέλ παραγωγής, στο σπίτι έβαζαν κουβέρτες με καπιτονέ και τις έδιναν στην καρτέλ.

Η μητέρα, ακόμη και στα χρόνια της απιστίας, δεν έβγαζε τα μοναστικά της άμφια, προσευχόταν στο σπίτι μέρα και νύχτα και επισκεπτόταν τις εκκλησίες της Μόσχας. Συχνά την προσκαλούσαν να διαβάσει το Ψαλτήρι για τους νεκρούς (για το οποίο λάμβανε φαγητό).

Η Ματούσκα συνελήφθη πολλές φορές· μετά από μια σύντομη παραμονή στη φυλακή, επέστρεψε στο «κελί της Ταγκάνκα».

Τα πνευματικά παιδιά είπαν ότι λίγο πριν από την έναρξη του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, η μοναχή Όλγα και η μοναχή Σεβαστιάνα /†04/05/1970/ έκλεισαν τη Μόσχα από τον εχθρό «στο κάστρο» - τη νύχτα ξεκίνησαν κατά μήκος του δακτυλίου του κήπου με μια προσευχή από ένα σημείο προς διαφορετικές κατευθύνσεις, και όταν συναντήθηκαν, βγήκαν στο Boulevard Ring και κατευθύνθηκαν πάλι ο ένας προς τον άλλο. Όταν άρχισε ο πόλεμος, οι διορατικές γριές καθησύχασαν τα πνευματικά τους παιδιά: «Η Μόσχα είναι κλειδωμένη, οι εχθροί δεν θα μπουν μέσα της!»

Για πολλά χρόνια, η ευλογημένη ηλικιωμένη γυναίκα υπέμεινε γενναία τα βάσανα . Οι γείτονες, που ονειρευόντουσαν να κυριεύσουν το δωμάτιο της γριάς, δημιούργησαν αφόρητες συνθήκες, δεν της επέτρεψαν να ζεστάνει μόνη της τη σόμπα, επομένως, στους παγετούς, η  ηλικιωμένη γυναίκα βρισκόταν σε ένα μη θερμαινόμενο δωμάτιο και δεν μπορούσε να ζεστανει ούτε το τσάι της. Η ευλογημένη ηλικιωμένη γυναίκα δεν καταδίκασε τους γείτονές της, προσευχήθηκε για αυτούς λέγοντας: «Με προσβάλλουν, αλλά ανησυχώ γι’ αυτούς». Της περνούσαν  ζεστό φαγητό από το παράθυρο, αφού οι γείτονες δεν άφηναν κανέναν να μπει στη γριά.

Όταν η ευλογημένη ηλικιωμένη γυναίκα άρχισε να συμπεριφέρεται σαν ανόητη, οι γείτονες κατάφεραν να την τοποθετήσουν σε ψυχιατρείο. Με την πρόνοια του Θεού, εδώ έπρεπε να φανεί το κατόρθωμα της προσευχής της. Οι γιατροί κατέθεσαν ότι με τήν παρουσία της ηλικιωμένης οι πιο «βίαιοι» ασθενείς ηρεμούσαν, και κάποιοι θεραπεύτηκαν.

Από τα απομνημονεύματα της δούλης του Θεού Ακιλίνα: «... Σιγά σιγά άρχισαν να φεύγουν ένας ένας οι γέροντες που θεραπεύτηκαν με τις προσευχές. Μια φορά, όταν ήρθα να επισκεφτώ τη μητέρα μου, ένας από τους γιατρούς μου είπε: «Μα η γιαγιά σου δεν είναι απλή, οι άρρωστοι ηρεμούν μαζί της…»

Προσπάθησα να βγάλω τη μητέρα μου από το νοσοκομείο, αλλά μου είπαν ότι η «άρρωστη» θα αποφυλακιζόταν μόνο αν κάποιος πάρει την κηδεμονία, διαφορετικά θα την στείλουν σε οίκο ευγηρίας».

Η Ακιλίνα κατάφερε να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χαρτιά και να κανονίσει την κηδεμονία - η ηλικιωμένη γυναίκα πήρε εξιτήριο.

Στα μεταπολεμικά χρόνια, η μητέρα εισήχθη κρυφά από τον Σχήμα-Αρχιμανδρίτη Αμβρόσιο Μπαλαμπανόφσκι /†15.10.1978/ στο σχήμα  μοναχή με το όνομα Όλγα. Όταν ρωτήθηκε για την κουρά της  απάντησε: «Είναι μυστικό, δεν το λένε σε κανέναν». Κάποτε είπε: «Το σχήμα είναι προσευχή, και τα ρούχα είναι κουρέλια, και στο σχήμα η φωτιά είναι προσευχή. Το σχήμα είναι αγάπη!»

Η μητέρα Όλγα είπε για τον μοναχισμό: «Ένας μοναχός, όπως το ψάρι, τηγανίζεται σε τηγάνι για να σώσει την ψυχή του και να φέρει τον σταυρό μέχρι το τέλος, τέτοιοι πειρασμοί στέλνονται».

Όταν οι άρρωστοι άρχισαν να έρχονται στη γριά για βοήθεια, οι γείτονες δεν τους άφησαν να μπουν, έγραψαν καταγγελίες, κάλεσαν την αστυνομία, απείλησαν ότι θα την ξαναβάλουν στο νοσοκομείο.

Η ηλικιωμένη γυναίκα χρειάστηκε να επισκεφτεί για δεύτερη φορά το νοσοκομείο, σύμφωνα με τους συγγενείς της, η ίδια ήθελε να «θεραπεύσει» εκεί λέγοντας: «Οι αδερφές μου είναι εκεί, χρειάζονται βοήθεια, δεν έχουν τίποτα να κάνουν εκεί». Με τις προσευχές της ηλικιωμένης, αρκετές μοναχές πήραν εξιτήριο από το νοσοκομείο.

Μόνο αφού οι γείτονες έλαβαν ένα ξεχωριστό διαμέρισμα, η ευλογημένη άρχισε να δέχεται ανοιχτά τους ανθρώπους. Με τον καιρό όλοι οι κάτοικοι του παλιού σπιτιού εκδιώχθηκαν, καθώς το σπίτι επρόκειτο να γκρεμιστεί, αλλά η ηλικιωμένη αρνήθηκε να μετακομίσει ... Με τις προσευχές τής μακαριστης , το σπίτι δεν γκρεμίστηκε. Όχι μόνο λαϊκοί, αλλά και μοναχοί, ιεροσπουδαστές και ιερείς ήρθαν εδώ στην μακαριστή γερόντισσα Όλγα για συμβουλές και βοήθεια.

Από τα απομνημονεύματα της πνευματικής κόρης της μακαριστής γερόντισσας Όλγας: «Έρχεσαι στο σπίτι της, και περιμένουν εκεί τριάντα ή σαράντα άτομα. Η μητέρα μιλάει σε όλους, δίνει οδηγίες, δίνει συμβουλές, ταΐζει όλους, τους δίνει τσάι…

Και πάντα έπειθε τα παιδιά της: «Προσευχηθείτε, κόρες, προσευχηθείτε! Ο κόσμος συγκρατείται με προσευχή!

Προέβλεψε τις επερχόμενες θλίψεις και πειρασμούς, για να τις συναντήσουν οι άνθρωποι θαρραλέα, με προσευχή. Η Matushka απευθυνόταν πάντα στη Μητέρα του Θεού με μεγάλη αγάπη, αγαπούσε τους χαιρετισμούς προς τιμήν Της. Σεβόταν ιδιαίτερα την εικόνα της Μητέρας του Καζάν…»

Πολλοί που την είδαν εξεπλάγησαν που άλλαζε το πρόσωπό της: άλλοτε φαινόταν πολύ γερασμένη, αρχαία, άλλοτε φαινόταν νέα, με μάτια που γυαλίζουν.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία πνευματικών παιδιών, η Γερόντισσα Όλγα προσευχόταν αδιάκοπα, κανείς δεν την έβλεπε να κοιμάται τα βράδια. Συχνά το βράδυ πήγαινε κάπου να προσευχηθεί. Αν έμενε στο σπίτι, τριγυρνούσε όλο το βράδυ στα δωμάτια, ψιθύριζε κάτι, στεκόταν σιωπηλά στα εικονίδια και πάλι τριγυρνούσε στα δωμάτια κάνοντας πολλές προσκυνήσεις. Η γερόντισσα ανάγκαζε και τα πνευματικά της παιδιά να προσεύχονται περισσότερο, να διαβάζουν πνευματικά βιβλία.

Συχνά η ηλικιωμένη γυναίκα, συνοδευόμενη από μια από τις πνευματικές της κόρες, «έκανε πολλές ώρες πεζοπορίας γύρω από τη Μόσχα». Σταματούσε  κοντά σε κλειστούς ναούς και προσευχόταν

«Η μητέρα Όλγα έστειλε πολλά από τα παιδιά της να πάνε να προσευχηθούν στα κατεστραμμένα μοναστήρια και εκκλησίες της Μόσχας. Συχνά σε αυτά τα ιερά ερειπωμένα  λάμβαναν θεραπεία από ασθένειες, και δύσκολες ψυχικές καταστάσεις.

Η μητέρα επανέλαβε πολλές φορές: «Όλα αυτά θα αποκαλυφθούν με τον καιρό. Προσευχηθείτε, δεν υπάρχουν κλειστοί ναοί. Προσευχηθείτε και όλα θα αποκαλυφθούν!

Θυμούνται πώς μια ηλικιωμένη γυναίκα πλησίασε την εκκλησία του Αγ. Μάρτιν του Ομολογητή στην Ταγκάνκα (στην οδό Bolshaya Kommunisticheskaya). Πλησιάσαμε στο ναό - υπήρχε μια τεράστια κλειδαριά στις πόρτες και η μητέρα είπε στην κόρη της που τη συνόδευε: «Ακούς; Η λειτουργία συνεχίζεται, πάμε να προσευχηθούμε». - «Γιατί, μωρέ, είναι αδρανής». «Τι είσαι, τι είσαι! Δεν ακούς - τραγουδούν! Πρέπει να ζητήσετε από τον Κύριο, επειδή οι άνθρωποι πεθαίνουν, πρέπει να προσευχηθείτε - και ο Κύριος θα αποκαλύψει τα πάντα!».

Οι πιστοί ήρθαν στη γριά με τα προβλήματά τους, ζήτησαν συμβουλές και προσευχή βοήθεια. Για όσους αντιμετώπισαν δυσκολίες στην απόκτηση στέγης στη Μόσχα, η ηλικιωμένη γυναίκα πάντα συμβούλευε να παραγγείλει μια  ιδιαίτερη προσευχή στον ιδιοκτήτη της Μόσχας - τον άγιο ευγενή πρίγκιπα Δανιήλ της Μόσχας, προσευχήθηκε στον ίδιο τον σεβαστό πρίγκιπα, μέσω των προσευχών της διευθετήθηκαν πολλά στο ζωές ανθρώπων που στράφηκαν σε αυτήν για βοήθεια.

Δεχόταν τους πάντες με μητρική αγάπη, μετά την κουβέντα προσευχόταν πάντα με τα βάσανα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία των πνευματικών της παιδιών, συνήθως μιλούσε λίγο - μόνο τα πιο απαραίτητα, ανέβαινε, χάιδευε το χέρι της, το κεφάλι της, λέγοντας: «Το χέρι πονάει, το κεφάλι πονάει». Προς έκπληξη των ασθενών, ο πόνος πέρασε αμέσως, η θλίψη υποχώρησε. Για ασθενείς που δεν μπορούσαν να έρθουν οι ίδιοι, παρέδωσε τα μαντήλια της. Οι ασθενείς, έχοντας βάλει μαντήλια, έλαβαν ανακούφιση ...

Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, η ηλικιωμένη Όλγα παρηγόρησε τα δεινά μέχρι να φύγει η θλίψη, συχνά τους άφηνε να περάσουν τη νύχτα, τους άπλωνε στο κρεβάτι της, τους σκέπασε με μια κουβέρτα, τους χάιδευε τα κεφάλια, καταδικάζοντας. «Κρυώνει, καημένη, να της δώσουμε τα ρούχα μου, τώρα θα σε ζεστάνουμε, φόρεσε το μαντήλι μου», και μέσα από την προσευχή της γριάς, οι ανήσυχες σκέψεις έφυγαν, ο πόνος υποχώρησε.

Η μακαρία Όλγα αναλάμβανε συχνά τις ασθένειες των ανθρώπων. Υπήρχαν περιπτώσεις που, αφού κάποιος άρρωστος την άφησε χαρούμενη και ανανεωμένη, η ηλικιωμένη αρρώστησε.

Μια μέρα μια γυναίκα με άρρωστους πνεύμονες ήρθε στη γριά Όλγα. Η μητέρα την ξάπλωσε στο κρεβάτι και τη χτυπούσε στην πλάτη με τις παλάμες της για πολλή ώρα. Μετά από αυτό, ο ασθενής ανάρρωσε και η μητέρα έκανε εμετό για αρκετές ημέρες, ήταν σαφές ότι πονούσε έντονο ...

Η μητέρα προέβλεψε με ποια αρρώστια θα της ερχόταν κάποιος. Κάποτε  πήρε ένα σχοινί και άρχισε να τυλίγει το πόδι της, κουβαλώντας το, είναι ξεκάθαρο ότι πονάει... Ξαφνικά ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Έρχεται μια γυναίκα και λέει: «Ήρθα για μια ευλογία στη μητέρα μου: πόνεσε πολύ το πόδι μου, αλλά ενώ περπατούσα, όλα έμοιαζαν να έχουν περάσει και δεν πονούσε».

Η Γερόντισσα Όλγα προέβλεψε πολλά γεγονότα στη ζωή της χώρας ...
Για πολλά χρόνια εκ των προτέρων, η μητέρα Όλγα προέβλεψε την καταστροφή του Τσερνομπίλ.

Η μητέρα είπε: «Έρχονται τρομεροί καιροί. Ποιος θα κρατήσει την πίστη; Τέτοιες δοκιμασίες περιμένουν τους πιστούς! Μερικοί έχουν ήδη πάει ως μάρτυρες για την πίστη…» Όπως όλοι οι ανόητοι για χάρη του Χριστού, η μητέρα έδινε προφητικές οδηγίες τις περισσότερες φορές όχι με ευθέως λόγια, αλλά αλληγορικά, με πράξεις…

Μια φορά ήρθε ένας διάκονος στη μητέρα Όλγα με τα παιδιά. Η γριά άρχισε να βάζει τον διάκο στο κρεβάτι... Έβγαλε ένα σεντόνι και τύλιξε τον διάκονο μέχρι το κεφάλι του. Θυμήθηκαν αυτή τη συνάντηση όταν λίγους μήνες αργότερα πέθανε ο διάκονος…

Υπήρξε μια χρονιά που τα δάση και οι τύρφη κάηκαν εξαιτίας του ζεστού και άνυδρου καλοκαιριού. Η μητέρα είπε μια μέρα αυτό το καλοκαίρι: «Όλοι οι στρατιώτες έπεσαν στην τύρφη και κάηκαν. Ας προσευχηθούμε για αυτούς!». Λίγες μέρες αργότερα, εμφανίστηκε ένα μήνυμα ότι οι στρατιώτες που έσβησαν τις δασικές πυρκαγιές είχαν καεί σε τύρφη...

Μια φορά, κατά τη λειτουργία, έψελνε  δυνατά, όρθια κοντά στην πορτα .Ο ιερέας κοίταξε έξω από το βωμό - ποιος κάνει θόρυβο εκεί; - και πήγε να ρωτήσει γιατί η μητέρα  παρεμβαίνει στην θεία λειτουργία. Και ο μητέρα έψαλε μια πανιχίδα δυνατά, θυμούμενη το όνομα του διακονούντος ιερέα. Είπε: «Πες στη μητέρα να σταματήσει να ψέλνει». Όμως ο γεροντισσα  αγνοώντας την προειδοποίηση, τελείωσε το τραγούδι του μνημόσυνου μέχρι τέλους. Σύντομα αυτός ο ιερέας πέθανε…»

Η οξυδερκής ηλικιωμένη γυναίκα απάντησε σε ανείπωτες σκέψεις, μερικές φορές έλεγε τα ονόματα αυτών που θα ερχόντουσαν, συχνά έδινε σε όσους ερχόντουσαν να διαβάσουν κάποιο πνευματικό βιβλίο και το άτομο έβρισκε εκεί μια προφητεία ή μια ακριβή απάντηση στην ερώτησή του.

«Καποιος πρέπει νά  θέλει να προσεύχεται τη νύχτα, ακόμη και χωρίς να κοιμηθεί για ένα βράδυ! Τότε όλα θα πάνε καλά και ο Θεός θα βοηθήσει!». είπε.

Έλεγε: δεν πρέπει να σταματήσει κανείς να κινείται προς τον Θεό. Και ο Κύριος θα σε βοηθήσει να ξεπεράσεις τον εαυτό σου γι' αυτό. Και προειδοποίησε ενάντια στον πνευματικό ύπνο - δεν μπορείς να κοιμηθείς, πρέπει να προσευχηθείς, δεν μπορείς να σταματήσεις ... "


Τα πνευματικά παιδιά ελεγαν ότι η ηλικιωμένη γυναίκα ταξίδευε συχνά στη Μόσχα με βαριές τσάντες, τις γέμιζε με κουρέλια στο σπίτι και πηγαίνει να σώσει χαμένες ψυχές. Στο δρόμο, θα ζητήσει από τον έναν ή τον άλλον να βοηθήσει να φέρει ένα βαρύ δέμα, και η ίδια πηγαίνει δίπλα στον βοηθό και προσεύχεται για τη σωτηρία της ψυχής του.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία των πνευματικών τέκνων της ευλογημένης γερόντισσας Όλγας, ήταν ασυνήθιστα δυνατή κσι σχεδόν ποτέ δεν αρρώστησε, δεν φοβόταν ούτε το κρύο ούτε τη ζέστη, ούτε καμία δουλειά. Πολλοί έμειναν έκπληκτοι με το πώς απέκτησε τόση δύναμη και ενέργεια σε εκείνη την ηλικία.

Τον χειμώνα του 1973, η ηλικιωμένη γυναίκα άρχισε ξαφνικά να πνίγεται από έναν βήχα, όταν κλήθηκε ένας γιατρός, «δεν τον άφησε να μπει».

Λίγο πριν πεθάνει, η ηλικιωμένη γυναίκα είπε στα πνευματικά της παιδιά: «Όταν φύγω, προσευχηθείτε για μένα και θα προσευχηθώ για όλους».

Η μητέρα αρρώστησε λίγο πριν από τη γιορτή των Θεοφανείων ... Στις τέσσερις η ώρα το πρωί, η μητέρα έψαλε ήσυχα: "Άνοιξε τις πόρτες του Ελέους για μας, Ευλογημένη Μητέρα του Θεού ..." - και μετά από αυτά τα λόγια ένα θαύμα συνέβη: το πρόσωπό της έλαμψε, αναζωογονήθηκε, έγινε λευκό σαν το χιόνι, ολόκληρο το δωμάτιο φώτισε υπέροχο φως και η ψυχή της αναχώρησε ήσυχα στον Κύριο.

Έθαψαν την ευλογημένη γριά Όλγα στη νότια πλευρά της εκκλησίας στο νεκροταφείο Καλιτνικόφσκι στη Μόσχα, κοντά στον τοίχο της εκκλησίας. Στον τάφο υπάρχει ένας μεγάλος μαύρος μαρμάρινος σταυρός.

Η Γερόντισσα Όλγα κατά τη διάρκεια της ζωής της υποσχέθηκε στα πνευματικά της παιδιά ότι αν είχαν πρόβλημα και ζητούσαν βοήθεια, θα άκουγε και θα βοηθούσε. Ακόμη και τώρα βοηθά όλους όσους, πιστεύοντας στη δύναμη των προσευχών του ασκητή, στρέφονται σε αυτήν για προσευχητική βοήθεια.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ