Ἡ Θεοπίστη γεννήθηκε στίς 17 Νοεμβρίου τοῦ 1917 σέ ἕνα πολύ μικρό χωριό τῆς ἐπαρχίας Πάφου, τίς πάνω Ἀκουρδάλιες. Σέ ἡλικία πέντε μόλις ἐτῶν ἔχασε τήν μητέρα της ἡ ὁποία πέθανε στήν γέννα της στό τρίτο της μωρό.
Ὁ πατέρας της πλήρωνε μία παραμάνα σέ διπλανό χωριό, μαζί μέ τό μωρό της νά θηλάζη καί τό μικρό ὀρφανό, ἀλλά τελικά πέθανε κι αὐτό. Ἔτσι ἡ Θεοπίστη ἀπό μικρή γεύτηκε τό πικρό ποτήριο τοῦ θανάτου μένοντας μόνη, μέ τόν κατά ἕνα χρόνο μικρότερο ἀδελφό της καί τόν πατέρα της.
Ἡ γιαγιά της ἀπό τήν μητέρα της καί αὐτή χήρα μέ 4 παιδιά πήγαινε στό σπίτι γιά νά κοιτάζη τά ὀρφανα τῆς κόρης της. Ἡ γιαγιά θέλοντας νά ἀποφύγη τά κουτσομπολιά καί τά σχόλια στό χωριό, ἐπειδή σύχναζε στό σπίτι τοῦ γαμπροῦ της γιά νά βοηθᾶ σκέφτηκε ὡς δυναμικός ἄνθρωπος πού ἦταν, ὅπως ἔλεγε ἡ Θεοπίστη, νά βρῆ γυναῖκα γιά νά ξαναπαντρευτῆ ὁ γαμπρός της. Αὐθημερόν κλείνει τά ὀρφανά ὅλα, τά δικά της καί αὐτά τοῦ γαμπροῦ της σέ ἕνα σπίτι, ἀφήνει τήν μεγάλη της κόρη νά ἐπιβλέπη καί φεύγη μαζί μέ τόν γαμπρό της γιά ἕνα κοντινό χωριό. Σέ ἐρώτηση τῶν παιδιῶν «ποῦ θά πᾶτε;», ἡ γιαγιά ἀπαντᾶ: «Πᾶμε νά σᾶς φέρωμε μάννα!»