Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Μαΐου 2022

Η ΠΟΝΤΙΑ ΓΙΑΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ


Άγιοι Πόντου66623

Ήταν ένα απόγευμα της δεκαετίας του ογδόντα. Καθόμουν στο μπαρ του ξενοδοχείου που εργαζόμουν ως υπάλληλος στην Reception, στην κωμόπολη Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). Εκείνη τη μέρα δεν είχα βάρδια. Παρόλο που υπήρξε κίνηση στο ξενοδοχείο, κατέπεσα σε μία αδράνεια.
Το να πάρω παραγγελίες, να δέχομαι πελάτες, να καταγράφω ταυτότητες, να συμπληρώνω φόρμες, να απαντάω στα τηλέφωνα κλπ. όλα αυτά με αγανάκτησαν. Παρήγγειλα ένα ποτό και σύρθηκα σε μια γωνιά. Μια ανυπότακτη νοσταλγία, είχε περικυκλώσει τον εγκέφαλο μου. Είχα επιθυμήσει το χωριό μου.

Μόλις είχα ξεκινήσει να ταξιδεύω προς τα παρχάρια (εξοχικά βουνά), της Μαύρης Θάλασσας, κάτω από τη μελωδία του γαβαλιού (φλογέρα) και της λύρας που ανακατευόταν με τα τραγούδια τον κοριτσιών, με ξύπνησε ένας συνάδελφος από το γλυκό όνειρο που μόλις είχε αρχίσει. Είχα ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο μου, που δούλευε σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο.
Πέρασε καιρός που είχαμε γνωριστεί. Τότε, όταν πρωτογνωρισθήκαμε, μου είχε πει ότι κατά καιρούς φιλοξενούν Έλληνες στο ξενοδοχείο τους. Τον παρακάλεσα να με ειδοποιήσει όταν θα ξαναρθούν Έλληνες. Διότι, του είπα, ξέρω Ποντιακά και θέλω να τα συγκρίνω με τα Νέα Ελληνικά.
Γι’ αυτόν τον λόγο με τηλεφωνούσε τώρα :
«Έλα γρήγορα. Υπάρχει μία ομάδα Ελλήνων εδώ, οι οποίοι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν από το ξενοδοχείο. Είχα άδεια και δεν ήμουν εδώ. Γι’ αυτό και δε σε πήρα πιο πριν» μου είπε και χαιρετώντας έκλεισε το τηλέφωνο.

Τελικά παίρνω ένα ταξί και πάω στο ξενοδοχείο που βρισκότανε οι Έλληνες επισκέπτες. Κατευθύνθηκα στην Reception. Πριν να κοντέψω καλά-καλά, ο φίλος μού έκανε σήμα και μού έδειξε το πούλμαν που βρισκότανε έξω. Τρέχοντας προς το πούλμαν που περίμενε έξω, με έπιασε ένα απερίγραπτο άγχος. Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Δεν ήξερα πώς και με ποιόν να έρθω σε επαφή, τι να πω και τι συμπεριφορά θα δεχτώ. Ούτε χρόνος υπήρξε όμως για να σκεφθώ. Το μισό το πούλμαν ήταν γεμάτο. Μερικοί επισκέπτες κυκλοφορούσαν γύρω από το πούλμαν. Μάλλον περιμένανε να έρθουν καί οι υπόλοιποι. Εγώ προτίμησα να μπω στο πούλμαν. Μόλις μπήκα μέσα, άρχισα να κοιτάω στα μάτια τους ανθρώπους. Λες κι έψαχνα κάποιον συγκεκριμένο. Άρχισαν και αυτοί να με κοιτάνε διότι δεν ήμουν από την ομάδα, ούτε με συνάντησαν στο ξενοδοχείο. Μία στιγμή ντράπηκα τόσο πολύ, πού σκέφτηκα να βγω έξω.
Δεν ξέρω πώς ξεχείλισε η μικρή Ποντιακή φράση από τα χείλη μου, αλλά, λέγοντας «εγρεικά κανείς Ρωμαίικα;», τους ρώτησα αν ξέρει κανείς Ποντιακά.

Παναγία Σουμελά_Sümela Manastırı_Монастырь Панагия Сумела_ Sumela Monastery_Soymela2

Μόλις διατύπωσα αυτήν την ερώτηση, όλα τα μάτια που βρισκόντουσαν μέσα στο πούλμαν, στράφηκαν προς τα μένα. Ίσως οι περισσότεροι να μην είχαν καταλάβει καν τι τους ρωτούσα.
Όμως μια ηλικιωμένη γιαγιά, σηκώθηκε από τη θέση της και με κοίταζε περίεργα λες κι ήθελε να με ρωτήσει κάτι. Μάλλον και αυτή δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. Της έλυσα τη γλώσσα , λέγοντας της την ίδια φράση που χρησιμοποίησα πιο πριν. Δηλαδή την ρώτησα αν ξέρει Ποντιακά.
Μου απάντησε με την ερώτηση στα Ποντιακά λέγοντας: «απόθεν είσε;». Δηλαδή με ρώτησε από πού είμαι.
Της είπα: «Είμαι ασην Τραπεζούντα (Από τη Τραπεζούντα είμαι)».
Μόλις άκουσε τη λέξη Τραπεζούντα, σηκώθηκε από τη θέση της και διασχίζοντας το στενό διάδρομο του πούλμαν, έρχονταν κοντά μου. Δεν είχα καταλάβει το τι έγινε.
Μόλις έφτασε, με αγκάλιασε με φίλησε και αμέσως έβαλε τα κλάματα. Από τη μία με αγκάλιαζε και από την άλλη κλαίγοντας άρχισε να μιλά στα Ποντιακά.
Μου είπε: «Να είνομε γουρπάντ σα ποδάρες. (να θυσιαστώ στα πόδια σου)».
Αυτή η φράση χρησιμοποιούνταν από μας αλλά μόνο από μικρούς που ζητούσανε ελεημοσύνη από μεγάλους σε περίπτωση που ήταν ένοχοι για κάτι. Ποτέ ένας ηλικιωμένος ή ηλικιωμένη δεν θα το χρησιμοποιούσε σε μικρότερο. Είχα πάθει σοκ. Δεν ήξερα τι να πω.
Από την ντροπή μου ίδρωσα και έγινα μούσκεμα.
Συνεχίζοντας η γιαγιά, με ρώτησε: «απόθεν εξέβες και έρθες, αδακές ντ’ αραέυεις, εσείς ακόμε σην Τραπεζούτα γιασαέβειτε; (από πού βγήκες και ήρθες, τι ψάχνεις εδώ, εσείς ακόμη στην Τραπεζούντα ζείτε;)».

Ούτε σε αυτές τις ερωτήσεις της απάντησα. Άλλωστε με είχε αγκαλιάσει τόσο σφιχτά, που αισθανόμουν τα δάκτυλα της στο κορμί μου. Μ’ αγκάλιαζε και δε μ’άφηνε να την κοιτάξω καλύτερα και να της πω και εγώ κάτι. Συχνά με κοιτούσε για λίγο στα μάτια, ξανά με αγκάλιαζε και ψιθυρίζοντας κάτι έκλαιγε. Λες κι ήμασταν γιός και μητέρα που βρεθήκαμε πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. Δεν μπορούσε να με χορτάσει. Οι υπόλοιποι Έλληνες που βρισκόντουσαν στο πούλμαν, μας κοιτούσαν έκπληκτοι.

Νομίζω πως δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν την κατάσταση. Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε έτσι. Όμως ήρθαν και αυτοί που έλειπαν και το πούλμαν ήταν έτοιμο να αναχωρήσει. Κάποιοι από τους επιβάτες, ειδοποίησαν την γιαγιά για να περάσει στη θέση της. Η καημένη η γιαγιά, κλαίγοντας με λυγμούς, με άφησε και στράφηκε προς τη θέση της. Είχε εξαντληθεί τόσο πολύ που πηγαίνοντας, κρατούσε δεξιά κι’ αριστερά. Μάλλον και από τα δάκρυα που κατέβαζε, δεν έβλεπε καλά που βάδιζε. Από πίσω, μόνο μερικά δευτερόλεπτα μπόρεσα να την κοιτάξω. Έπρεπε να βγω από το πούλμαν. Βγαίνοντας έξω, έτρεξα προς το μέρος του πούλμαν εκεί που ήταν η θέση της γιαγιάς. Με είχε δει και εκείνη και με χαιρετούσε. Λες κι αυτή έφευγε στην ξενιτιά και εγώ έμενα στην πατρίδα. Το πούλμαν αποχώρισε και απομακρύνθηκε. Κοιτάζοντας προς το πούλμαν, με έπιασε μελαγχολία. Σαν να ήρθε η γιαγιά μου από το χωριό, με είδε και προσθέτοντας στην νοσταλγία μου έφευγε. Ούτε εγώ μπόρεσα να μάθω το όνομα της γιαγιάς, μα ούτε εκείνη ρώτησε το δικό μου.

Από τότε στη μνήμη μου, αυτή η γιαγιά έμεινε ως «γιαγιά χωρίς όνομα».
Ύστερα από κάμποσα χρόνια βρέθηκα σε κάποιο χωριό της Ελλάδας και φιλοξενήθηκα από μία γιαγιά πού ονομάζονταν Σουμέλα.
Αυτή μού διηγήθηκε κάποιες ιστορίες πού έζησαν οι δικοί της στον ξεριζωμό. Μού είπε για τα παιδιά πού χάθηκαν στον δρόμο. Όπως και σε μας πριν από είκοσι χρόνια, έτσι και στην εποχή των δικών της, οι κοπέλες παντρευόντουσαν σε παιδική ηλικία, ώστε πολλές μανάδες πού έχασαν τα παιδιά τους ήταν και οι ίδιες παιδιά. Γι αυτό και μερικές δεν άντεξαν και έχασαν τα λογικά τους μετά τον θάνατο των παιδιών τους. Η γιαγιά Σουμέλα ακόμα δεν είχε καλά-καλά ξεφορτώσει τους πόνους της επάνω μου, κι’ εγώ ταξίδευα στο παρελθόν. Θυμήθηκα την «γιαγιά χωρίς όνομα» πού είχα συναντήσει στην Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). Τώρα καταλάβαινα καλύτερα γιατί η «γιαγιά χωρίς όνομα» με αγκάλιαζε τόσο σφιχτά… Ίσως στο πρόσωπό μου να έβλεπε κάποιο χαμένο παιδί της… Ποιος ξέρει…
Στην εποχή της ανταλλαγής, αυτοί πού ξεριζώθηκαν και βρέθηκαν στην Ελλάδα, για πολλά χρόνια ήλπιζαν ότι μια μέρα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους στην πατρίδα, πού τα έχτισαν με νύχια και με δόντια. Ήλπιζαν να ξαναβρεθούν στα πανέμορφα παρχάρια (εξοχικά βουνά) τους, και όπως πριν να ξαναχορέψουν όλοι μαζί.
Προσδοκώντας να επιστρέψουν, πολλοί από αυτούς δεν δημιούργησαν περιουσία. Όπως τονίζει ο Τραπεζούντιος συγγραφέας İlyas Karagöz, οι μουσουλμάνοι συμπατριώτες τους, πού έμειναν στον Πόντο, τους περίμεναν επί έξι χρόνια διαφυλάσσοντας τις περιουσίες τους, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα ξαναγυρίσουν οι ιδιοκτήτες τους. Γι αυτό και δεν επέτρεψαν σε κανένα μουσουλμάνο πρόσφυγα από τα βαλκάνια να μπει σ΄ αυτά τα χωριά. Τόσο πιστοί στάθηκαν απέναντι στους συμπατριώτες τους.
Άραγε βρίσκεται σήμερα κανείς Τραπεζούντιος πού μοιάζει στον παππού του;

(το άρθρο αυτό, έχει δημοσιευτεί το 23/12/2007 στην εφημερίδα Radikal στην Τουρκία.)

 


Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Η ιστορία της μουσουλμάνας που έγινε μοναχή στην Τήνο.


Αληθινή Ιστορία: Η μουσουλμάνα Αλί Μουλά που έγινε μοναχή στην Τήνο. Η μοναχή Αγαθονίκη, πού κοιμήθηκε στα 1981, καταγόταν από τα βάθη της Μικράς Ασίας.

Το μουσουλμανικό της όνομα ήταν Αλί Μουλά. Ο πατέρας της ήταν Χότζας. Διέθετε σοφία και πείρα και έτσι πολλοί τον επισκέπτονταν για να ζητήσουν την πολύτιμη συμβουλή του.


Συνήθιζε όμως να λέει: «Κάποιο απ’ τά παιδιά μου θα προδώσει την θρησκεία μας και θα γίνει κακό γκιαούρ». Το παιδί μεγάλωνε και διακρινόταν για την σεμνότητα και την φιλοτιμία του. Αγαπούσε ιδιαίτερα τους Χριστιανούς και ένιωθε κάτι να την μαγνητίζει και να την τραβά κοντά τους…

Η ευκαιρία που έψαχνε για να αποκολληθεί από την οικογένειά της, κατά θεία φώτιση βέβαια, της δόθηκε στις ημέρες τού ξεριζωμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας με τά γεγονότα του 1922.

Μικρό κοριτσάκι 9 χρόνων ήταν, όταν ξέκοψε από το πατρικό της και ακολούθησε τους καταδιωκόμενους Χριστιανούς. ’Έραψε μάλιστα στον ποδόγυρο της φούστας της ένα μασουράκι λίρες για τά έξοδά της.

Στο λιμάνι την περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη: ο γαμπρός της, που ήταν δικαστικός, βρισκόταν μαζί μέ άλλους Τούρκους στην προβλήτα και επέβλεπαν τους Χριστιανούς, που σαν ζώα εγκατέλειπαν τά πατρογονικά τους χώματα.

Ή μικρή Αλί, για να ξεφύγει την προσοχή του, κρύφτηκε κάτω από την φαρδιά φούστα μιας εύσωμης χριστιανής και έτσι μπήκε απαρατήρητη στο καράβι. Το καράβι έφτασε στην Μυτιλήνη, όπου και έμεινε κοντά σε διάφορες χριστιανικές οικογένειες για ένα εξάμηνο.

Από κει ήλθε μέ κάποια άλλη οικογένεια στις Σέρρες και από κει στην Καβάλα και στο τέλος στην Δράμα.

Επειδή ήταν καλό, υπάκουο και πρόθυμο παιδί, αγαπήθηκε πολύ από τούς Χριστιανούς, πού την είχαν σαν δικό τους παιδί.

Κάποτε στο σπίτι πού έμενε έκαναν ευχέλαιο και άκουσε τον ιερέα πού έλεγε ότι δεν πρέπει να πεταχτεί το περιεχόμενο του κανδηλιού.

’Έτσι εκείνη το πήρε και ήπιε όλο το περιεχόμενο: το λάδι, το κρασί και την φυτιλήθρα μαζί μέ το φυτίλι.

Το βράδυ είδε στον ύπνο της τον Τίμιο Πρόδρομο που της είπε: «Καλό είναι αυτό πού έκανες, παιδί μου, άλλα αν δεν βαπτιστείς, δεν ωφελείσαι».

Από τότε η επιθυμία της να βαφτισθεί φούντωνε μέσα της καθημερινά όλο και πιο πολύ. Όμως κανείς δεν την βοηθούσε να πραγματοποιήσει τον πόθο της• όλοι φοβόντουσαν τα αντίποινα, αν γινόταν γνωστό το γεγονός από τους ομοεθνείς της.

Η συνέχεια της αληθινής ιστορίας

Τελικά βαπτίστηκε στα μέρη της Καβάλας και πήρε το όνομα Σοφία. Τα χρόνια κυλούσαν, η μικρούλα έγινε μια όμορφη νεαρή κοπέλα πού επιθυμούσε να αφιερωθεί τελείως στον Χριστό χωρίς να ξέρει τίποτε για μοναχισμό.

Από πληροφορίες άλλων ανθρώπων, ξεκίνησε να κάνει προσκύνημα στην Τήνο (είχε ωστόσο οραματιστεί την Μεγαλόχαρη που την καλούσε στο Ιερό Νησί…)

Εκεί παρέμεινε για έξι μήνες και διανυκτέρευε στο προαύλιο της Ευαγγελίστριας. Η κακοπάθειά της αυτή συγκίνησε τον Εικονοφύλακα τού Ιερού Προσκυνήματος Παντελή Φιλιππούση, ο οποίος εκτός από τα αναγκαία για την διατροφή και την διαμονή της, της προσέφερε και καταφύγιο.

Την προστάτευσε επίσης, διότι είχε σε κτήμα του ένα οικογενειακό εκκλησάκι στο όνομα της Αγίας Σοφίας.

Ο προστάτης της μαζί μέ τον ιερέα Στυλιανό Κορνάρο και τον  πατέρα του Νικόλαο την έφεραν στο Κεχροβούνι. Όταν τότε φθινόπωρο τού 1938 και η Σοφία ήταν 25 χρόνων.

Η Ηγούμενη Θεοφανώ Βιδάλη χάρηκε πού είδε την κοπέλα, άλλα αρνήθηκε να την κρατήσει. Φοβόταν μήπως την αναζητήσουν οι δικοί της και καταστρέψουν το μοναστήρι.

’Έδωσε τότε εντολή να επιστρέψει στην Ευαγγελίστρια. Τελικά όμως υποχώρησε, όταν είδε τον ζήλο της κοπέλας, και την όρισε ως υποτακτική της τυφλής Γερόντισσας Ελισάβετ Καραζεπούνη από το Καστελλόρριζο.

Αυτή εξαιτίας της αρρώστιας της και της αρρώστιας της κατάκοιτης υποτακτικής της Κασσιανής κατέβηκε με αγωγιάτη και δύο ζώα στην Ευαγγελίστρια για να την φέρει πίσω στην Μονή κοντά της.

Η αληθινή ιστορία της μουσουλμάνας που έγινε μοναχή στην Τήνο

Η Γερόντισσά της με χαρά την έντυσε δόκιμη και την έγραψε ως αδελφή της Μονής στο Μοναχολόγιο μέ το δικό της επίθετο, Καραζεπούνη.

Μεγαλόσχημη έγινε το 1942 από τον Μητροπολίτη Σύρου-Τήνου Φιλάρετο. Ήταν ημέρες στερήσεως για το μοναστήρι λόγω της κατοχής και για κέρασμα πρόσφεραν σταφύλια…

Η αδελφή Αγαθονίκη δεν μιλούσε ποτέ Τούρκικα ούτε συζητούσε για την θρησκεία της ή τα προσωπικά της. Της ήταν αρκετό ότι είχε δει τά καλά των Χριστιανών και είχε βιώσει τά κακά των Τούρκων…

’Έκανε πολύ προσευχή μέ το κομβοσχοίνι, επειδή δεν ήξερε να διαβάζει. Μετά τον θάνατο της Γερόντισσάς της επισκεπτόταν τά κελιά και ζητούσε να της διαβάζουν Βίους Αγίων και Πατερικά.

Διψούσε πολύ η ψυχή της να ακούει την ζωή και τά κατορθώματα των Αγίων. Έκτος από ανάγνωση, όπως ήταν φυσικό, δεν ήξερε ούτε γραφή και αντί υπογραφής έβαζε σταυρό.

Νήστευε αρκετά. Κατά τις νηστείες ξηροφαγούσε μόνο με παξιμάδι και το Σαββατοκύριακο μόνο κατέλυε 2-3 λειψές τηγανίτες με χόρτα. Τον χειμώνα για άσκηση συνήθιζε να τρώει το χιόνι.

Ζούσε στην τέλεια πτωχεία και ακτημοσύνη. Δεν έκανε εργόχειρο. Προσέφερε βοηθητικές διακονίες. Μάζευε και τακτοποιούσε το νήμα για τους αργαλειούς και άλεθε τον καφέ.

Ήταν πρόθυμη να εξυπηρετεί, όταν και όπου της ζητούσαν βοήθεια. Έκτος από την τυφλή Γερόντισσά της, γηροκόμησε και την κατάκοιτη Γερόντισσα Κασσιανή.

Παραστεκόταν επίσης μέ το κομβοσχοίνι στις ετοιμοθάνατες αδελφές και προσευχόταν για να έχει καλή έξοδο η ψυχή τους.

Έτσι αξιώθηκε να δει τον Αρχάγγελο Μιχαήλ να παίρνει τις ψυχές για να τις οδηγήσει στον Κύριο. Γι’ αυτό και μετά την κοίμηση της Μοναχής Ιερείας Μεϊντάνη δεν παραστάθηκε σε άλλη αδελφή.

Το 1980 στην γιορτή τού Αρχαγγέλου Μιχαήλ και πασών των επουρανίων Δυνάμεων Ασωμάτων έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο και κοιμήθηκε εν Κυρίω οσιακά μετά από λίγους μήνες στις 28 Μαρτίου 1981.

Ήταν πολύ απλή, εγκρατής και αγαπητή αδελφή. Όλες οι μοναχές μέ συγκίνηση διηγούνται την ιστορία της και ζητούν την ευχή της.

Πηγαίνοντας κανείς έξω από την μάνδρα τού μοναστηριού στην εκκλησία των Αγίων Πάντων, όπου και το κοιμητήριο, μπορεί να διαβάσει πάνω στο κιβώτιο μέ τά οστά της την εξής επιγραφή:

Οστά
Μοναχής Άγαθονίκης Καραζεπούνη.

Αυτή Οθωμανής υπάρχουσα το γένος,
εβαπτίσθη κατά θείαν άποκάλυψιν.

Μονάσασα θεαρέστως,
ανεπαύθη εν Κυρίω τή 28η/3ου/1981

«Προσδοκώ Άνάστασιν νεκρών και ζωήν
του μέλλοντος αίώνος…

https://www.diaforetiko.gr/sygklonizei-i-istoria-moysoylmanas-poy-egine-monachi-stin-tino/

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

Η ΠΟΝΤΙΑ ΓΙΑΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ.... ( Σ υ γ κ ι ν η τ ι κ ό )


 

Ήταν ένα απόγευμα της δεκαετίας του ογδόντα. 

Καθόμουν στο 'μπάρ' του ξενοδοχείου που εργαζόμουν ως υπάλληλος στήν Reception, στην κωμόπολη Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). 

Εκείνη τήν ημέρα δεν είχα βάρδια. 

Παρ΄όλο που υπήρξε κίνηση στο ξενοδοχείο, κατέπεσα σε μία αδράνεια.

Το να πάρω παραγγελίες, να δέχομαι πελάτες, να καταγράφω ταυτότητες, να συμπληρώνω φόρμες, να απαντάω στα τηλέφωνα κλπ. όλα αυτά με αγανάκτησαν. 

Παρήγγειλα ένα ποτό και σύρθηκα σε μια γωνιά. 

Μια ανυπότακτη νοσταλγία, είχε περικυκλώσει τον εγκέφαλο μου. 

Είχα επιθυμήσει το χωριό μου.

Μόλις είχα ξεκινήσει να ταξιδεύω προς τα παρχάρια (εξοχικά βουνά), της Μαύρης Θάλασσας, κάτω από τη μελωδία του γαβαλιού (φλογέρα) και της λύρας που ανακατευόταν με τα τραγούδια τον κοριτσιών, με ξύπνησε ένας συνάδελφος από το γλυκό όνειρο που μόλις είχε αρχίσει. 

Είχα ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο μου, που δούλευε σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο.

Πέρασε καιρός που είχαμε γνωριστεί. 

Τότε, όταν πρωτογνωρισθήκαμε, μου είχε πει ότι κατά καιρούς φιλοξενούν Έλληνες στο ξενοδοχείο τους. Τον παρακάλεσα να με ειδοποιήσει όταν θα ξαναρθούν Έλληνες. 

Διότι, του είπα, ξέρω Ποντιακά και θέλω να τα συγκρίνω με τα Νέα Ελληνικά.

Γι’ αυτόν τον λόγο με τηλεφωνούσε τώρα :

«Έλα γρήγορα. 
Υπάρχει μία ομάδα Ελλήνων εδώ, οι οποίοι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν από το ξενοδοχείο. 

Είχα άδεια και δεν ήμουν εδώ. 

Γι’ αυτό και δε σε πήρα πιο πριν» μου είπε και χαιρετώντας έκλεισε το τηλέφωνο.

Τελικά παίρνω ένα ταξί και πάω στο ξενοδοχείο που βρισκότανε οι Έλληνες επισκέπτες.

Κατευθύνθηκα στην Reception. 

Πριν να κοντέψω καλά-καλά, ο φίλος μού έκανε σήμα και μού έδειξε το 'πούλμαν' που βρισκότανε έξω. 

Τρέχοντας προς το 'πούλμαν' που περίμενε έξω, με έπιασε ένα απερίγραπτο άγχος. 

Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. 

Δεν ήξερα πώς και με ποιόν να έρθω σε επαφή, τι να πω και τι συμπεριφορά θα δεχτώ. 

Ούτε χρόνος υπήρξε όμως για να σκεφθώ. 

Το μισό το 'πούλμαν' ήταν γεμάτο. 

Μερικοί επισκέπτες κυκλοφορούσαν γύρω από το πούλμαν. 

Μάλλον περιμένανε να έρθουν καί οι υπόλοιποι. 

Εγώ προτίμησα να μπω στο 'πούλμαν'. 

Μόλις μπήκα μέσα, άρχισα να κοιτάω στα μάτια τους ανθρώπους. 

Λες κι έψαχνα κάποιον συγκεκριμένο. 

Άρχισαν και αυτοί να με κοιτάνε διότι δεν ήμουν από την ομάδα, ούτε με συνάντησαν στο ξενοδοχείο. 

Μία στιγμή ντράπηκα τόσο πολύ, πού σκέφτηκα να βγω έξω.

Δεν ξέρω πώς ξεχείλισε η μικρή Ποντιακή φράση από τα χείλη μου, αλλά, λέγοντας «εγρεικά κανείς Ρωμαίικα;»,τους ερώτησα αν ξέρει κανείς Ποντιακά.

Μόλις διατύπωσα αυτήν την ερώτηση, όλα τα μάτια που βρισκόντουσαν μέσα στο 'πούλμαν', στράφηκαν προς τα μένα. 

Ίσως οι περισσότεροι να μην είχαν καταλάβει καν τι τους ερωτούσα.

Όμως μια ηλικιωμένη γιαγιά, σηκώθηκε από τη θέση της και με κοίταζε περίεργα λες κι ήθελε να με ερωτήσει κάτι. 

Μάλλον και αυτή δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. Της έλυσα τη γλώσσα , λέγοντας της την ίδια φράση που χρησιμοποίησα πιο πριν. 

Δηλαδή την ρώτησα αν ξέρει Ποντιακά.

Μου απάντησε με την ερώτηση στα Ποντιακά λέγοντας: «απόθεν είσε;». 

Δηλαδή με ερώτησε από πού είμαι.

Της είπα: «Είμαι ασην Τραπεζούντα (Από τη Τραπεζούντα είμαι)».

Μόλις άκουσε τη λέξη Τραπεζούντα, σηκώθηκε από τη θέση της και διασχίζοντας το στενό διάδρομο του πούλμαν, έρχονταν κοντά μου. 

Δεν είχα καταλάβει το τι έγινε.

Μόλις έφτασε, με αγκάλιασε με φίλησε και αμέσως έβαλε τα κλάματα. 

Από τη μία με αγκάλιαζε και από την άλλη κλαίγοντας άρχισε να μιλά στα Ποντιακά.

Μου είπε:«Να είνομε γουρπάντ σα ποδάρες. (να θυσιαστώ στα πόδια σου)».

Αυτή η φράση χρησιμοποιούνταν από μας αλλά μόνο από μικρούς που ζητούσανε ελεημοσύνη από μεγάλους σε περίπτωση που ήταν ένοχοι για κάτι. 

Ποτέ ένας ηλικιωμένος, ή ηλικιωμένη δεν θα το χρησιμοποιούσε σε μικρότερο. 

Είχα πάθει σοκ. 

Δεν ήξερα τι να πω.

Από την ντροπή μου ίδρωσα και έγινα μούσκεμα.

Συνεχίζοντας η γιαγιά, με ρώτησε: «απόθεν εξέβες και έρθες, αδακές ντ’ αραέυεις, εσείς ακόμε σην Τραπεζούτα γιασαέβειτε; (από πού βγήκες και ήρθες, τι ψάχνεις εδώ, εσείς ακόμη στην Τραπεζούντα ζείτε;)».

Ούτε σε αυτές τις ερωτήσεις της απάντησα. 

Αλώστε με είχε αγκαλιάσει τόσο σφιχτά, που αισθανόμουν τα δάκτυλα της στο κορμί μου. 

Μ’ αγκάλιαζε και δε μ’άφηνε να την κοιτάξω καλύτερα και να της πω και εγώ κάτι. 

Συχνά με κοιτούσε για λίγο στα μάτια, ξανά με αγκάλιαζε και ψιθυρίζοντας κάτι έκλαιγε. 

Λες κι ήμασταν γιός και μητέρα που βρεθήκαμε πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. 

Δεν μπορούσε να με χορτάσει. 

Οι υπόλοιποι Έλληνες που βρισκόντουσαν στο πούλμαν, μας κοιτούσαν έκπληκτοι...

Νομίζω πως δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν την κατάσταση. 
Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε έτσι. 

Όμως ήρθαν και αυτοί που έλειπαν και το πούλμαν ήταν έτοιμο να αναχωρήσει. 

Κάποιοι από τους επιβάτες, ειδοποίησαν την γιαγιά για να περάσει στη θέση της. 

Η καημένη η γιαγιά, κλαίγοντας με λυγμούς, με άφησε και στράφηκε προς τη θέση της. 

Είχε εξαντληθεί τόσο πολύ που πηγαίνοντας, κρατούσε δεξιά κι’ αριστερά. 

Μάλλον και από τα δάκρυα που κατέβαζε, δεν έβλεπε καλά που βάδιζε. 

Από πίσω, μόνο μερικά δευτερόλεπτα μπόρεσα να την κοιτάξω. 

Έπρεπε να βγω από το 'πούλμαν'.

Βγαίνοντας έξω, έτρεξα προς το μέρος του 'πούλμαν' εκεί που ήταν η θέση της γιαγιάς. 

Με είχε δει και εκείνη και με χαιρετούσε. 

Λες κι αυτή έφευγε στην ξενιτιά και εγώ έμενα στην πατρίδα. 

Το πούλμαν αποχώρισε και απομακρύνθηκε.

Κοιτάζοντας προς το 'πούλμαν', με έπιασε μελαγχολία. 

Σαν να ήρθε η γιαγιά μου από το χωριό, με είδε και προσθέτοντας στην νοσταλγία μου έφευγε. 

Ούτε εγώ μπόρεσα να μάθω το όνομα της γιαγιάς, μα ούτε εκείνη ερώτησε το δικό μου.

Από τότε στη μνήμη μου, αυτή η γιαγιά έμεινε ως «γιαγιά χωρίς όνομα».

Ύστερα από κάμποσα χρόνια βρέθηκα σε κάποιο χωριό της Ελλάδος και φιλοξενήθηκα από μία γιαγιά πού ονομάζονταν Σουμέλα.

Αυτή μού διηγήθηκε κάποιες ιστορίες πού έζησαν οι δικοί της στον ξεριζωμό. 

Μού είπε για τα παιδιά πού χάθηκαν στον δρόμο. 

Όπως και σε μας πριν από είκοσι χρόνια , έτσι και στην εποχή των δικών της, οι κοπέλλες παντρευόντουσαν σε παιδική ηλικία, ώστε πολλές μανάδες πού έχασαν τα παιδιά τους ήταν και οι ίδιες παιδιά. 

Γι αυτό και μερικές δεν άντεξαν και έχασαν τα λογικά τους μετά τον θάνατο των παιδιών τους. 

Η γιαγιά Σουμέλα ακόμα δεν είχε καλά-καλά ξεφορτώσει τους πόνους της επάνω μου, κι’ εγώ ταξίδευα στο παρελθόν. 

Θυμήθηκα την «γιαγιά χωρίς όνομα» πού είχα συναντήσει στην Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). 

Τώρα καταλάβαινα καλύτερα γιατί η «γιαγιά χωρίς όνομα» με αγκάλιαζε τόσο σφιχτά… 

Ίσως στο πρόσωπό μου να έβλεπε κάποιο χαμένο παιδί της… 

Ποιος ξέρει…

Στην εποχή της ανταλλαγής, αυτοί πού ξεριζώθηκαν και βρέθηκαν στην Ελλάδα, για πολλά χρόνια ήλπιζαν ότι μια μέρα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους στην πατρίδα, πού τα έχτισαν με νύχια και με δόντια. 

Ήλπιζαν να ξαναβρεθούν στα πανέμορφα παρχάρια (εξοχικά βουνά) τους, και όπως πριν να ξαναχορέψουν όλοι μαζί.

Προσδοκώντας να επιστρέψουν, πολλοί από αυτούς δεν δημιούργησαν περιουσία. 

Όπως τονίζει ο Τραπεζούντιος συγγραφέας İlyas Karagöz, οι μουσουλμάνοι συμπατριώτες τους, πού έμειναν στον Πόντο, τους περίμεναν επί έξι χρόνια διαφυλάσσοντας τις περιουσίες τους, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα ξαναγυρίσουν οι ιδιοκτήτες τους. 

Γι αυτό και δεν επέτρεψαν σε κανένα μουσουλμάνο πρόσφυγα από τα βαλκάνια να μπει σ΄ αυτά τα χωριά. 

Τόσο πιστοί στάθηκαν απέναντι στους συμπατριώτες τους.

Άρα γε βρίσκεται σήμερα κανείς Τραπεζούντιος πού μοιάζει στον παππού του;


(το άρθρο αυτό, έχει δημοσιευτεί το 23/12/2007 στην εφημερίδα 'Radikal' στην Τουρκία.)
 

Τρίτη 22 Μαρτίου 2022

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΝΑΣ

ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΝΑΣ

« Τα παιδικά μου χρόνια χωρίς ιδιαίτερα βιώματα από εκκλησιαστική ζωή. Στη διάρκεια των σπουδών μου, ένταξη στο χώρο της δογματικής αριστεράς, η οποία – τουλάχιστον τότε – περιλάμβανε στο ¨πακέτο¨ και τη μαχητική αθεΐα. Με κλονισμένη την πίστη, γνωρίζω έναν ομοϊδεάτη συνάδελφο και παντρεύομαι….

Γεννιέται η κόρη μας με σπάνιο-σοβαρότατο καρδιολογικό πρόβλημα. Μεγάλος πόνος, που δίνει και τη χαριστική βολή στα τελευταία ψίχουλα της πίστης μου. Πώς να χωρέσει το μυαλό μου ότι αυτό το πανέμορφο λεπτεπίλεπτο πλάσμα έχει μόνο μερικούς μήνες ζωής; Στο κόμμα μου λένε: Τα βλέπεις; Πού είναι ο Θεός;

Φυσικά το παιδί μας δεν το βαφτίσαμε και ήμασταν περήφανοι με τον πατέρα του ότι σταθήκαμε συνεπείς στις αρχές μας. Του δώσαμε το όνομα Μαρία, όταν το δηλώσαμε στο ληξιαρχείο. Παρά τις προβλέψεις η Μαρία δε «φεύγει» στους πρώτους μήνες. Μεγαλώνει με το πρόβλημα της καρδούλας της, με μαρτυρικές κρίσεις άπνοιας, με επιπλοκές. Συμβαίνει όμως κάτι το θαυμαστό.

Παρόλο που ζούσε σε μαχητικά αθεϊστικό περιβάλλον, είχε μια ανεξήγητη πίστη στο Θεό, μια ηρεμία, μια καρτερικότητα. Αντί να τη στηρίζουμε εμείς, μας στήριζε εκείνη! Οκτώ ετών η Μαρία, και σε μια απέλπιδα προσπάθεια θεραπείας την πάμε στην Αμερική. Εκεί απλώς επιβεβαιώνεται ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. Γυρίζουμε πίσω χωρίς καμιά πλέον ελπίδα.

Όμως το ταξίδι δεν πήγε τελείως χαμένο, γιατί εκεί γνωρίσαμε μια ομάδα Ελλήνων μεταπτυχιακών φοιτητών, που ήταν συνειδητοί χριστιανοί. Ήταν εθελοντές στον νοσοκομείο. Μας συμπαραστάθηκαν, και το κυριότερο, ανάπτυξαν μια πολύ δυνατή φιλία με τη Μαρία μας. Εγώ κι ο άντρας μου τους βλέπαμε με συμπάθεια και κατανόηση. Δεν μας φαινόταν «φυσιολογικό», άνθρωποι με τέτοια μόρφωση να θρησκεύουν.

Γυρίζοντας στην Ελλάδα η Μαρία συνεχίζει να προσεύχεται και να χαίρεται, όταν η γιαγιά της την πηγαίνει στην Εκκλησία. Πάει στο γυμνάσιο, Άριστη μαθήτρια. Γλυκύτατο πλάσμα. Εγώ, μ΄ένα μόνιμο μαχαίρι στην καρδιά!

Κάποια μέρα στο σχολείο, σε μια ελεύθερη συζήτηση στο μάθημα των θρησκευτικών, μπροστά σε όλα τα παιδιά, λέει στο θεολόγο:

-Κύριε, δεν είμαι βαφτισμένη, και θέλω τόσο πολύ να βαπτιστώ! Μπορείτε να με βοηθήσετε;

Άφωνος ο καθηγητής. Τα παιδιά την πειράζουν: Καλά εσένα σου δώσανε το όνομα όπως στα σκυλάκια!

-Όχι τους είπε. Οι γονείς μου με σεβάστηκαν και μου είπαν να επιλέξω εγώ πότε θα βαπτιστώ. Και τώρα το θέλω πάρα πολύ!

Ο θεολόγος με καλεί στο σχολείο και δειλά με ρωτάει, αν έχω αντίρρηση για τη βάφτιση. Σκίζεται η καρδιά μου στα δύο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν η αιτία να είναι πικραμένο το κοριτσάκι μου, που ποτέ δεν μου είχε ζητήσει τίποτε. Και τώρα – μέσω του καθηγητή της – μου ζητούσε μόνο να βαφτιστεί! Πώς μπορούσα να είμαι τόσο εγωίστρια και εγκλωβισμένη σε ιδεολογίες;

Γυρνάω σπίτι, την αγκαλιάζω κλαίγοντας και της υπόσχομαι ότι θα βαπτιστεί όσο πιο γρήγορα γίνεται. Παρακάμπτοντας θαυματουργικά τη λυσσαλέα αντίρρηση του πατέρα της, βαφτίζεται, σ΄ένα μυστήριο που συγκλόνισε τους λίγους παριστάμενους. Έφτιαξε μόνη της τη λιτή λαμπάδα της, απάγγειλε το «Πιστεύω», συμμετείχε…

Δύο χρόνια μετά η Μαρία είναι στα 14 και η υγεία της επιδεινώνεται ραγδαία. Λόγω πνευμονικής υπέρτασης παθαίνει κρίσεις με συνεχείς αιμοπτύσεις. Ένας μαρτυρικός μήνας στο Ωνάσσειο με εξανεμισμένες όλες πια τις ελπίδες. Το παιδί γαλήνιο, καρτερικό, προσευχόμενο. Κι εγώ απογοητευμένη απ΄ όλες τις ιδεολογίες και τα πολιτικά σχήματα, απλώς είμαι δίπλα της, χωρίς να μπορώ να κατανοήσω, από πού αντλεί δύναμη.

Οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Την παίρνω σπίτι. Το ήθελε και η ίδια. Οι αιμοπτύσεις συνεχίζονται. Εγώ δίπλα της, μόνο να κλαίω μπορούσα, όταν κοιμόταν. Σε μια έντονη αιμόπτυση μου λέει:

-Μανούλα, όταν γίνεται κάτι πολύ κακό, ο Θεός δίνει κάτι πολύ μεγάλο. Κι εγώ τώρα περνάω κάτι πολύ κακό, αλλά ο Θεός μου ετοιμάζει κάτι πολύ μεγάλο!

Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε! ώρα 11 το βράδυ, 12 Νοεμβρίου 1995. Μια νέα αιμόπτυση την εξάντλησε. Δύσπνοια και δυσφορία. Η Μαρία μου σταυροκοπιόταν. Εγώ παρακαλούσα (δεν ξέρω ποιόν) να μην βασανίζεται άλλο. Στις δύο τα ξημερώματα παθαίνει εγκεφαλικό. Γέρνει το κεφαλάκι της και αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά της. Βλέποντάς την να έχει χάσει κάθε επαφή με το περιβάλλον, ουρλιάζω:

– «Δεν υπάρχει Θεός; Πού είναι ο Θεός;»

Και τότε ανοίγει τα μάτια της, μου ρίχνει ένα κουρασμένο, γαλήνιο βλέμμα και ψιθυρίζει:

– Μαμά υπάρχει Θεός!

Και ξανακλείνει τα μάτια της για πάντα, στην αγκαλιά μου. Στην αγκαλιά του Θεού, ξεκούραστη πια, βαφτισμένη! Δεν θα περιγράψω την πορεία μου μετά. Η Μαρία μου έγινε η πνευματική μου μητέρα, ο άγγελος που μεταμόρφωσε την οικογένειά μου, η μεσίτριά μου στον Ουρανό. Αυτή με βοήθησε να αναστηθώ από τον πνευματικό μου θάνατο. Από τότε η ζωή μου, μόνο με θαύμα μπορεί να παρομοιαστεί. Οι δωρεές του Θεού τόσο πλούσιες, που δεν τις αντέχω….»

πηγη.ΒΑΛΣΑΜΟ ΨΥΧΗΣ

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ, Η ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ!


Το χιονόνερο που έπεφτε ήταν εκνευριστικό. Ο δυνατός βοριάς δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Το τσουχτερό κρύο ήταν ανυπόφορο.
Ο Μάρκος τυλίχθηκε με μία κουβέρτα και ζάρωσε πάνω στα πρόχειρα χαρτόκουτα που είχε στρώσει. Αναστέναξε βαριά. Ήπιε μία γουλιά νερό από το μπουκάλι. Όλα τα στοιχεία έδειχναν πως η νύκτα που θα ακολουθούσε θα ήταν εφιαλτική.

Αναρωτιόταν αν θα ξημέρωνε ζωντανός η αν θα πάγωνε. Κοιτούσε δεξιά -αριστερά μη τυχόν και περάσει κάποιος περαστικός και ανοίξει κουβέντα. Το εμπορικό Κέντρο δίπλα του είχε σχεδόν αδειάσει. Ασυναίσθητα κοίταξε τον ουρανό. «Γιατί Θεέ μου έφθασα σ’ αυτήν την κατάσταση; Γιατί με τιμωρείς τόσο σκληρά;» ψέλλισε! Κοιτούσε σαν να προσδοκούσε μία απάντηση. Μάταια όμως περίμενε. Το ρολόι που ήταν αναρτημένο στο εμπορικό κέντρο έδειχνε 1:45 π.μ.

Κοίταξε τις απέναντι πολυκατοικίες. Τα φώτα των διαμερισμάτων ήταν όλα κλειστά. Μόνο ένα εξ αυτών ήταν ανοικτό. Κάποιος άρρωστος η κανένα μωρό θα τους κρατά ξάγρυπνους, σκέφτηκε. Τουλάχιστον είναι στα ζεστά και θα έχουν κάποιον να τους φροντίσει. Ξαφνικά βλέπει μία μπλε ακτίνα φωτός να φεύγει από τον ουρανό και να εισέρχεται μέσα από την μπαλκονόπορτα στο διαμέρισμα. Ξαφνιάστηκε! Τρόμαξε. Άρχισε να τρίβει τα μάτια του μη τυχόν και έχει παραισθήσεις.

«Βρε τι ζημιά μπορείς να πάθεις από μία μπύρα!» σκεφτόταν. Προσπάθησε να σκεφθεί κάτι άλλο για να ξεφύγει από την παραίσθηση. Τα μάτια του όμως δεν τα όριζε. Ήταν καρφωμένα σ’ αυτό το περίεργο μπλε φως που κατέληγε στο διαμέρισμα. Άρχισε να τσιμπιέται μη τυχόν και κοιμόταν. Νόμιζε πως έβλεπε όνειρο. Αποφάσισε να σηκωθεί λίγο και να περπατήσει. Έτσι πίστευε πως θα ξέφευγε από τις παραισθήσεις. «Λες να είχε κανένα περίεργο χόρτο το σουβλάκι που έφαγα και μου έφερε αυτή την αναστάτωση;» αναλογιζόταν καθώς προχώρησε δύο τρία βήματα. «Μήπως πάλι είναι η τελευταία μου νύκτα αυτή και ο Θεός έδωσε αυτό το σημάδι;»

Ξανακοίταξε προς την πολυκατοικία. Το φως γινόταν πιο δυνατό. «Μπορεί να πρόκειται για κάποιο λέιζερ. Μπορεί αυτός που μένει στο διαμέρισμα να δημιουργεί όλο αυτό το θέαμα και ενώ το φως φεύγει από το διαμέρισμα να πιστεύω πως έρχεται από τον ουρανό. Αυτό είναι… Με το κρύο αυτό φαίνεται χάζεψα εντελώς» μονολόγησε ο Μάρκος και επέστρεψε στη θέση του! Άδικα σηκώθηκα, έλεγε. Ξανακάθισε κάτω και τυλίχθηκε με τις κουβέρτες. Ασυναίσθητα έκανε το σταυρό του και έγειρε πίσω το κεφάλι του.

«Τρεις ώρες απομένουν θα περάσουν. Πες ότι κάνω γερμανικό νούμερο στο στρατό…Α! ρε μανούλα ευτυχώς που δεν ζεις, να δεις πως κατάντησε ο γιος σου. Βέβαια αν ζούσες θα ήταν όλα διαφορετικά. Δεν νομίζω να κατέληγα ζητιάνος και άστεγος. Πολλά λάθη μάνα έκανα στη ζωή μου. Την κατέστρεψα. Έχασα τα πάντα. Πίστευα πως όλος ο κόσμος γυρίζει γύρω από μένα. Δεν υπολόγιζα τίποτε. Πούλησα και το πατρικό μας. Και εκείνο το χωραφάκι που είχα ενθύμιο από τον πατέρα μου. Εκείνο που έλεγες πως κάποτε βρισκόταν εκεί το ξωκκλήσι της Παναγίας μας. Εκείνο που έκαψαν οι αντάρτες. Κι εκείνο το πούλησα. Τα λεφτά τα ξόδεψα στα ξενύχτια και στα χαρτιά.

Δεν σεβάστηκα ούτε την υπόσχεση που σου έδωσα παιδί ακόμη, λίγο μετά το θάνατο του πατέρα μου ότι θα ανοικοδομήσω το σπίτι της Παναγίας και θα ανάβω το καντηλάκι της… Αχ ρε μάννα κι σ’ άκουγα θα είχα οικογένεια με τη Χρυσούλα, που μ’ αγαπούσε αληθινά. Αλλά ήθελα τη μεγάλη ζωή. Και να τώρα έγινα ένα ρεμάλι. Και το περίεργο είναι πως τα βάζω και με το Θεό. Με εκείνον δηλαδή που πολεμούσα γιατί τον έβλεπα εμπόδιο στη ζωή μου… Θυμάσαι που σου έλεγα πόσο ανόητος ήταν ο άσωτος υιός που αν και μπορούσε να περνά ζωή χαρισάμενη κοντά στο σπίτι προτίμησε και εκείνος τη μεγάλη ζωή.

Ε! μάννα πολύ πιο ανόητος από εκείνον είναι ο γιος σου. Ακολούθησα τα βήματα του ασώτου. Και να τρώω τώρα τα αποφάγια των άλλων και ζητιανεύω. Ούτε στο χωριό δεν τολμώ να πάω, τέτοιο τομάρι που είμαι». Αυτά συλλογιόταν ο Μάρκος προσπαθώντας να ανταπεξέλθει στην παγωμένη νύχτα.

Ασυναίσθητα κοίταξε και πάλι προς την πολυκατοικία. Το μπλε ουράνιο φως παρέμενε σταθερό. Τότε είδε μία ακτίνα φωτός να έρχεται προς το μέρος του. Όλα γύρω φωτίσθηκαν και μία ζεστασιά γέμισε τον χώρο. Ένιωσε τότε ένα χέρι να τον ακουμπά. Γύρισε να δει ποιος ήταν αλλά δεν είδε κανένα. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου κάποιος τον σήκωσε στα χέρια του. Λουσμένος όπως ήταν από το φως βρέθηκε πάνω στο μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας. Κοίταξε μέσα. Είδε μία νεαρή κοπέλα να έχει υψώσει τα χέρια της και να προσεύχεται. Την έβλεπε λες και ήταν δίπλα του και τα πατζούρια να έχουν εξαφανιστεί. Άγγελοι φωτεινοί στέκονταν δίπλα της.

Διάβαζε από ένα βιβλίο προσευχές. Το πρόσωπό της έλαμπε σαν τον ήλιο. Ακούμπησε το βιβλίο στην άκρη. Ψαλτήριο ήταν ο τίτλος του. Η κοπέλα στη συνέχεια άνοιξε ένα τετράδιο και άρχισε να διαβάζει διάφορα ονόματα. Ο άγγελος που έστεκε δεξιά της σημείωνε. «Κύριε, στείλε τη ζεστασιά σου και στον φτωχό άγνωστο άστεγο που στέκεται εκεί απέναντι μέσα στη βαρυχειμωνιά. Σώσε τον Χριστέ μου. Κάλεσέ τον και πάλι κοντά σου και οδήγησε τον στη μετάνοια» είπε η κοπέλα αμέσως μετά την ικεσία που έκανε για να περάσει η κρίση στην Ελλάδα.

Για την κρίση είπε: «Κύριε στείλε την Παναγία μας και τους αγίους να διαλύσουν τον εγωισμό μας και να δώσουν τέλος στην αποστασία μας. Στείλε τους αγγέλους σου να μαλακώσουν τις ψυχές και τις καρδιές μας και να επαναφέρουν την αγάπη και την αληθινή πίστη στον ελληνικό λαό. Βοήθησε την πατρίδα μου να λούζεται πάλι με το ανέσπερον αναστάσιμο φως Σου και να εκδιώξει τους δαίμονες που τη διασύρουν και τη ξευτιλίζουν. Κύριε, έλα γρήγορα και μην αργείς. Ιδού η δούλη σου Μαρία έτοιμη να θυσιαστεί για σένα…»!

– «Τέτοιες προσευχές δεν είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά μου. Ήταν τόσο όμορφα εκεί πάνω στο μπαλκόνι. Ήταν τόσο ζεστά. Δεν ξέρω πόσο έμεινα. Ξέρω μόνο πως όταν το ίδιο χέρι που με θαυμαστά με ανέβασε στο μπαλκόνι όταν με γύρισε πίσω είχε σχεδόν ξημερώσει. Ήταν η πιο γλυκιά νύχτα της ζωής μου. Το ρολόι του εμπορικού κέντρου έδειχνε σχεδόν έξι και τα συνεργεία καθαριότητας είχαν αναλάβει εργασία. Το μπλε φως είχε εξαφανισθεί.

Αν και δεν είχα κοιμηθεί ένιωθα ξεκούραστος και δυνατός. Έτρεξα απέναντι και κάθισα σε ένα απάγκιο μέρος. Ήθελα να συναντήσω αυτή την κοπέλα, να την ευχαριστήσω για το δώρο που μου έκανε και για τις προσευχές της. Γύρω στις 9 παρά κάτι την είδα να βγαίνει από την πολυκατοικία. Έτρεξα κοντά της. Μόλις με είδε έβαλε το χέρι στη τσάντα της, πιστεύοντας ότι θα της ζητήσω βοήθεια.

– Όχι, Όχι Μαρία δεν θέλω βοήθεια. Να σε ευχαριστήσω θέλω για το μεγάλο δώρο που μου έκανες και για τις προσευχές σου.

– Πως ξέρεις το όνομά μου», είπε τότε εκείνη.

– Να άκουσα χθες το βράδυ τις προσευχές σου, ψέλλισα αμήχανος καταπίνοντας τη γλώσσα μου. Είμαι ο άστεγος ζητιάνος που ικέτευες το Θεό να τον σώσει και να τον βοηθήσει να μετανοήσει. Πες μου Μαρία τι να κάνω;

Α! κατάλαβα είσαι εσύ που έκανες το σταυρό σου, του είπε τότε εκείνη. Σε κοιτούσα από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας. Ήθελα να σε φωνάξω να έρθεις να κοιμηθείς μαζί μας αλλά δεν ήξερα πως θα αντιδράσουν οι γονείς μου γιατί ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Και επειδή δεν μπορούσα να σε βοηθήσω ζήτησα να το κάνει ο Χριστός μας για να βγάλεις τη νύχτα και να μην παγώσεις.

Ο Χριστός έκανε πάλι το θαύμα του. Περίμενε να χτυπήσω στη μάνα μου να σου φτιάξει ένα καλό πρωινό γιατί εγώ πρέπει να φύγω για διαφορετικά θα αργήσω στη δουλειά μου.

Πριν προλάβω να μιλήσω η Μαρία με έβαζε στο ασανσέρ.

– Γλυκιά μου μητερούλα θα φτιάξεις ένα ζεστό τσάι στον κύριο, γιατί πρέπει να φύγω;

– Ευχαρίστως Μαρία μου, ευχαρίστως! είπε εκείνη και μου έγνεψε να περάσω μέσα.

Ένιωσα πολύ άσχημα. Δεν ξέρω πόσο καιρό είχα να μπω σε σπίτι. Κοίταξα στο σαλόνι. Εκεί υπήρχε μία εικόνα της Παναγίας και μπροστά έκαιγε το καντηλάκι. Στο λιβανιστήρι, δίπλα στο νεροχύτι έκαιγε ακόμη το λιβάνι. Η Μαρία έφυγε λέγοντάς μου:

– Νιώσε άνετα και μην στεναχωριέσαι. Ο Χριστός σ’ αγαπά.

Σε λίγο ήρθε από το διπλανό δωμάτιο ο πατέρας της Μαρίας ο κυρ – Λάμπρος, όπως μου συστήθηκε. Με καλημέρισε και κάθισε δίπλα μου. Ευτυχώς που οι άνθρωποι έχουν λιβανίσει, γιατί από τη βρώμα μου δεν θα μπορούσαν ούτε να σταθούν. Η κυρά – Ουρανία ψιθύρισε κάτι στον άνδρα της και εκείνος πήγε στο δωμάτιο και γύρισε με φρεσκοσιδερωμένα ολοκαίνουργια ρούχα.

-Μάρκο παιδί μου, πιστεύω πως αυτά θα σου κάνουν. Αν δεν σου κάνουν θα πεταχτώ απέναντι στο εμπορικό κέντρο να σου πάρω ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο. Μπουφάν και μπλούζες έχω πολλές και είναι στα μέτρα σου. Η Ράνιά μου έβαλε ήδη το θερμοσίφωνο να κάνεις ένα μπάνιο, μέχρι να φτιάξει κάτι να φάμε.

– Δεν είναι ανάγκη κυρ – Λάμπρο. Θα πιω ένα τσάι και θα φύγω, είπα και έσκυψα από αμηχανία και ντροπή το κεφάλι μου.

-Μην ντρέπεσαι παιδί μου οι χριστιανοί είναι αδέλφια. Έχουν τον ίδιο Πατέρα και την ίδια μάνα την Παναγία μας.

Ο κυρ – Λάμπρος την ώρα που ήμουν στο μπάνιο έτρεξε και μου πήρε δύο-τρία παντελόνια, εσώρουχα, μία ζώνη κι ένα σακβουαγιάζ. Τα ρούχα του μου έκαναν κουτί. Είχα πολλούς μήνες να φορέσω φρεσκοσιδερωμένα ρούχα. Άλλωστε δεν πρέπει να ήταν και πολύ μεγαλύτερός μου. Η κυρά Ράνια, πρόσθεσε δύο-τρεις μπλούζες, ένα τάπερ με γλυκίσματα και αρκετές κάλτσες, στο σακβουαγιάζ. Με ρώτησε αν το νούμερο των παπουτσιών που φοράω ήταν 43 και όταν απάντησα καταφατικά, μου έφερε και ένα ζευγάρι μποτάκια.

Έμεινα δύο-ώρες μαζί τους και τους εξιστόρησα με το νι και με το σίγμα τι είχα ζήσει το προηγούμενο βράδυ. Εκείνοι έκαναν συχνά το σταυρό τους και ευχαριστούσαν το Θεό. Όπως μου είπε η κυρά Ράνια, η Μαρία της θέλει να μοιάσει στην Αγία Παρασκευή. Να αξιωθεί όπως εκείνη να δίδει το φως του Χριστού στους ανθρώπους…

Φεύγοντας ο κυρ – Λάμπρος μου έδωσε τριακόσια ευρώ και μου πρότεινε να μεταβώ στην Πελοπόννησο, σ’ ένα μοναστήρι κοντά στην Κόρινθο. Εκεί βρίσκεται ο τάδε γέροντας. Πες του ότι σε έστειλα εγώ και ζήτησέ του να δουλέψεις στο μοναστήρι ως εργάτης.

Το ότι συνήλθε και μπήκε πάλι σε μία σειρά είναι ένα θαύμα. Αλλά το μεγαλύτερο θαύμα είναι πως υπάρχουν ακόμη οικογένειες άγιες, οικογένειες χριστιανικές, οικογένειες Ορθόδοξες, εξομολογείτο στον γέροντα ο Μάρκος. Του ζήτησε ακόμη να γίνει μοναχός και να αξιωθεί να ξαναζήσει το άκτιστο φως.

Να ξαναζήσει τη γλυκιά εκείνη ζεστή νύχτα που διέλυσε τη βαρυχειμωνιά και το παγετό της καρδιάς του. Να βιώσει το φως του Χριστού που του πρόσφεραν οι αγνές προσευχές της Μαρίας.

ΠΗΓΗ.ΡΩΜΙΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ