Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021

Ο ιερομάρτυς Ηλίας Τσετβερούχιν (†16 Φεβρ. 1934) και η πρεσβυτέρα του Ευγενία


Μάρτυρες του 20ού αιώνα (οι πραγματικοί «αναρχικοί» σ’ έναν κόσμο υποταγμένο σε νέα είδωλα)


Η ζωή του π. Ηλία είναι στενά συνδεδεμένη με τη ζωή της εναρέτου συζύ­γου που του έδωσε ο Θεός, η οποία μοιράστηκε μαζί του όλες τις λύπες και τις χαρές. Η Ευγενία ήταν μια πολύ ευσεβής κόρη που σκεπτόταν να γίνει μοναχή, αλλά με τη συμβουλή του Γέροντος Βαρ­νάβα της Σκήτης της Γεθσημανή, άρχισε να αναζητά έναν ευσεβή σύζυγο. Οι γο­νείς του Ηλία είχαν μεγάλα σχέδια για τον γιό τους επειδή ήταν ένας λα­μπρός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο. Όταν όμως γνώρισε την Ευγενία άρχι­σαν και οι δυο να μελετούν με πόθο πνευματικά βιβλία. Εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο και μια δελεαστική κα­ριέρα και εισήλθε στο ιερατικό Σεμινά­ριο του Αγίου Σεργίου της Λαύρας της Αγίας Τριάδος.

Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση αγίων Γερόντων. Η μη­τέρα της γνώριζε πολλούς Γέροντες και συχνά τους επισκεπτόταν. Βλέποντας αυτό ο Ηλίας Νικολάγιεβιτς θέλησε να έχει και αυτός ένα Γέροντα, ο οποίος θα τον καθοδηγούσε. Η Ευγενία τού συνέ­στησε να πάει στη Σκήτη της Γεσθημανή, στον Γέροντα Βαρνάβα. Την άλλη μέρα ο νεαρός ιεροσπουδαστής πήγε στον Γέ­ροντα.

Ο Γέροντας τον δέχθηκε με ευγέ­νεια, τον έβαλε να καθίσει, του έφερε σαμοβάρι και του έδωσε να πιει τσάι, ενώ συνεχώς του έλεγε καθώς τον κτυπούσε χαϊδευτικά στο κεφάλι: «Είσαι ο μάρτυράς μου! Είσαι ο ομολογητής μου!». Μετά του έδωσε μερικές συμβουλές και τον άφησε να φύγει.

Ο ιεροσπουδαστής γύρισε χαρούμενος στον ξενώνα. Επιτέλους, είχε βρει έναν πνευματικό οδηγό στον οποίο θα μπορούσε να εμπιστευθεί όλη του τη ζωή! Το βράδυ πήγε στον ναό και με κατάπληξη άκουσε να μνημο­νεύουν τον κεκοιμημένο ιερομόναχο Βαρνάβα! Πόσο μεγάλη ήταν πραγμα­τικά η έκπληξή του και η λύπη του όταν έμαθε ότι λίγες ώρες μετά την αναχώρησή του, ο Γέρων Βαρνάβας πέθανε! Τα­ραγμένος επέστρεψε στο σπίτι του.

Αλλά ο Κύριος δεν άφησε ανεκπλή­ρωτη την βαθειά επιθυμία της γεμάτης πίστη ψυχής του. Μετά από λίγο καιρό οι συσπουδαστές του τού πρότειναν να τον πάρουν μαζί τους στο ερημητήριο του Ζωσιμά, που δεν ήταν μακριά από τη Λαύρα της Αγίας Τριάδος, για να δουν τον ερημίτη Γέροντα Αλέξιο (ο οποίος αργότερα ανέσυρε τον κλήρο για την εκλογή του Πατριάρχου Τύχωνος). Ο Ηλίας δέχθηκε ευχαρίστως. Ο Γέρο­ντας τούς υποδέχθηκε εγκάρδια και σύ­ντομα έγινε ο πνευματικός οδηγός του Ηλία και της μνηστής του. Όταν για πρώτη φορά τους είδε μαζί, αναφώνησε: «Τί ψηλός που είναι αυτός, και τί μι­κρούλα αυτή!». Πραγματικά ο Ηλίας ήταν πολύ ψηλός και δυνατός, πραγμα­τικός ιππότης, ενώ η Ευγενία ήταν ένα μικροκαμωμένο και ευαίσθητο κορίτσι. Με την ευλογία του Γέροντος Αλεξίου συναντιούνταν δυο φορές το μήνα στο σπίτι της Ευγενίας, και δυο φορές το μήνα μπορούσε να της γράφει ένα γράμ­μα, το οποίο όμως έπρεπε να το διαβάζει προηγουμένως η μητέρα της Ευγενίας. Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια… Ο Η­λίας τελείωσε με επιτυχία το Σεμινάριο και άρχισε να σπουδάζει στη Θεολογική Ακαδημία.

Τότε η Ευγενία ήταν 25 ετών, δηλαδή όχι πια νέα, κατά την αντίληψη της επο­χής εκείνης. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένας νόμος, κατά τον οποίο οι φοιτητές της Ακαδημίας μπορούσαν να ήταν έγγαμοι. Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση ενός Γέρο­ντος στη Μόσχα, ο οποίος συνέστησε επίσπευση του γάμου τους. Ο Ηλίας υπα­κούοντας στον Γέροντα πήγε στους γο­νείς της Ευγενίας. Αλλά τότε παρου­σιάστηκε ένα απροσδόκητο εμπόδιο: Ο πατέρας της Ευγενίας αρνήθηκε κατη­γορηματικά να του τη δώσει για σύ­ζυγο, επειδή δεν είχε δυνατότητα να τη συντηρήσει. Ο Ηλίας θύμωσε και έφυγε βροντώντας πίσω του την πόρτα. Όμως η μητέρα τής Ευγενίας τον έπεισε να την ζητήσει πάλι από τον πατέρα της. Και χρειάστηκε να τονίσει επανειλημμένα ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μόνο με τα δι­κά τους μέσα, αν και στην πράξη όλα τα χρήματα που είχαν ήταν ένα μικρό ποσό που είχε συγκεντρώσει η Ευγενία παρα­δίδοντας μαθήματα μουσικής, και το οποίο είχε βάλει στην άκρη με την ευλο­γία της μητέρας της, για την προίκα της. Τελικά ο πατέρας της συμφώνησε. Έκα­ναν ήσυχα και ταπεινά την τελετή του γάμου τους και αμέσως μετά έφυγαν για το γαμήλιο ταξίδι. Πήγαν στο ερημητήριο του Ζωσιμά για να ετοιμαστούν για τη μετάληψη της θείας Κοινωνίας, κοντά στον αγαπημένο τους Γέροντα.

Όλα τα μέλη της οικογενείας της Ευγενίας σέβονταν πολύ τον Γέροντα Αλέξιο. Ένας από τους συγγενείς της, ο οποίος αργότερα έγινε μοναχός, πή­γαινε συχνά στο ερημητήριο του Ζω­σιμά και έβλεπε επανειλημμένα το ίδιο όνειρο. Του φαινόταν σαν να ήταν κά­ποια μεγάλη γιορτή. Ο ιδρυτής της Μονής, ο ασκητής Ζωσιμάς, στεκόταν στη μέση της Ωραίας Πύλης και εμύρωνε κάθε έναν που ερχόταν. Μετά το μύρωμα, με τα ολόλαμπρα λευκά τους ενδύματα, περνούσαν κατ’ ευθείαν μέσα από την Ωραία Πύλη! Το όνειρο αυτό, ειδικά επειδή επαναλαμβανόταν τόσο συχνά και επειδή έμπαιναν στο Ιερό ακόμη και γυναίκες, προκάλεσε μεγάλη απορία στον νέο αυτόν. Τελικά, όταν είδε το όνειρο για έκτη φορά, πήγε στον Γέροντα Αλέξιο. Ο Γέροντας δεν απο­κάλυψε την εξήγηση του ονείρου, αλλά μόνο ρώτησε αν ήταν πολλοί άνθρωποι.

—Ήταν πολλοί, πάτερ, ολόκληρο πλήθος!

—Ωραία! Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ! επανέλαβε χαρούμενα ο Γέροντας.

Οι νεαροί νεόνυμφοι έμειναν ένα μήνα στο μοναστήρι. Μετά γύρισαν στη Μόσχα και νοίκιασαν ένα διαμέρισμα στην περιοχή Σέργκιεφ Ποσάντ, κοντά στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου.

Ζούσαν πολύ φτωχικά, αλλά όπως υπο­σχέθηκαν στον πατέρα της Ευγενίας, ζούσαν μόνο με δικά τους χρήματα. Η Ευγενία πάντα τόνιζε ότι σ’ όλη τους τη ζωή ποτέ δεν χρωστούσαν σε κανέναν ούτε μια δεκάρα.

Ζούσαν τόσο φτωχικά που η Ευγενία αναγκαζόταν να ρίχνει στη σόμπα μόνο έξι ξύλα την ημέρα για να ζεστάνει το διαμέρισμα, το οποίο έτσι δεν ήταν ποτέ αρκετά ζεστό.

Όταν γεννήθηκε το πρώτο παιδί τους, έστειλαν αμέσως τηλεγράφημα στην αδελφή της Ευγενίας. Όταν ήρθε κοντά τους, τους εξήγησε ότι έμαθε τη γέννηση του παιδιού πριν πάρει το τηλεγράφημα!

—Μα πώς: τη ρώτησαν.

—Ο άγιος Σεραφείμ εμφανίστηκε στο όνειρό μου και μού είπε: «Πήγαινε να τους συγχαρείς! Έχουν γιό και το όνομά του είναι Σέργιος». Πράγματι ονόμασαν τον πρώτο τους γιό Σέργιο και τον δεύτερο Σεραφείμ.

Ο π. Ηλίας τελείωσε την Ακαδημία πριν ξεσπάσει η επανάσταση (του 1917). Μετά την χειροτονία του, υπηρέτησε για ένα μικρό διάστημα στην εκκλησία ενός πτωχοκομείου, κατόπιν μετετέθη στην εκκλησία του αγίου Νικολάου στην πε­ριοχή Τολματσέφ της Μόσχας, όπου και υπηρέτησε μέχρι τη σύλληψή του το 1932.

Ο π. Ηλίας ήταν ένας ευλαβής ιε­ρεύς. Ποτέ δεν συντόμευε τις ακολου­θίες. Κανοναρχούσε τα στιχηρά και συ­χνά διάβαζε τους κανόνες (που συνήθως παραλείπονταν στις ρωσικές ενορίες). Η πρεσβυτέρα πήγαινε κάθε μέρα στην εκκλησία και διηύθυνε τη χορωδία. Σ’ εκείνη τη θλιβερή εποχή, μετά το ξέσπα­σμα της επαναστάσεως, η εκκλησία του αγίου Νικολάου στην περιοχή Τολματσέφ ήταν φάρος πνευματικού φωτός για πολλούς πιστούς. Μία ενορίτισσα του π. Ηλία αναπολεί: «Ω, η εκκλησία μας στο Τολματσέφ, άστραφτε από κα­θαριότητα! Αλλά ήταν τόσο κρύα, που πάγωναν τα πόδια σου στο πάτωμα!». Όμως η πρεσβυτέρα, σε οποιαδήποτε περίσταση, ποτέ δεν έχανε την ελπίδα της στον Θεό.

Κάποτε, την ημέρα της εορτής του α­γίου Νικολάου, η πρεσβυτέρα γυρνούσε από την εκκλησία και, βάζοντας το χέρι της στην τσέπη, ανακάλυψε ότι ήταν ά­δεια. Τέτοια μέρα κάθε χρόνο, συνήθιζαν να καλούν ενορίτες στο σπίτι τους για ένα λιτό γεύμα. Η πρεσβυτέρα γύρισε γρήγορα στην εκκλησία και ρώτησε τον π. Ηλία αν είχε καθόλου χρήματα. Αυ­τός, με λυπημένο βλέμμα, της έδωσε μόνο μερικά κέρματα. Δεν γινόταν τίποτε. Η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το σπίτι. Στον δρόμο συλλογιζόταν τί ωραία που θα ή­ταν αν είχε μονάχα δύο ρούβλια. Θα αγό­ραζε κάμποσα μπιζέλια, λίγο λάδι, κάτι άλλο ακόμη και αυτά θα τους έφθαναν. Με τέτοιες σκέψεις βάδιζε για το σπίτι.

Ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη ημέρα, και μπροστά από το σπίτι τους είχαν σχηματιστεί λακκούβες με λασπόνερα. Τα πόδια της τα είχε τυλιγμένα με πα­νιά, αφού την εποχή εκείνη ήταν αδύνα­το να βρεθούν παπούτσια, και μ’ αυτή την υπόδηση πηδούσε πάνω από τα λα­σπόνερα. Ξαφνικά βλέπει μπροστά της δυο προσεκτικά διπλωμένα χαρτονομί­σματα, που έπλεαν στο νερό σαν δυο μι­κρές βαρκούλες. Τα πήρε, τα ξεδίπλωσε, ήταν δυο ρούβλια! Άρχισε να ρωτά τους διαβάτες αν έχασαν δυο ρούβλια, αλλά όλοι απαντούσαν αρνητικά. Τότε η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε τον Θεό και επανέλαβε για άλλη μια φορά τον λόγο του Κυρίου:«Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6, 33). Κατόπιν άρχισε να ετοιμάζει ένα λιτό γεύμα.

Κάποια άλλη φορά, η πρεσβυτέρα και ο π. Ηλίας αποφάσισαν να πάνε στο ερημητήριο του Ζωσιμά. Εκείνο τον καιρό το Μοναστήρι δεν μπορούσε πια να παραθέτει τράπεζα για τους επισκέπτες, αφού μόλις και μετά βίας επαρ­κούσαν τα τρόφιμα για τους μοναχούς. Αν και δεν είχαν τότε ούτε μια δεκάρα, εντούτοις η πρεσβυτέρα δεν άλλαξε την απόφαση να ξεκινήσουν για το προσκύ­νημα, και πήγε σ’ έναν ηλικιωμένο ανα­γνώστη να τον παρακαλέσει, αν μπο­ρούσε, να προσέχει τα παιδιά τους όσο θα έλειπαν. Στο δρόμο επαναλάμβανε: «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. 54, 23). Αυτό ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πρεσβυτέρας: Τα λόγια της Γραφής, τα οποία για πολλούς ανθρώπους είναι απλές λέξεις που τις αποστηθίζουν από τα βιβλία, γι’ αυτήν ήταν λόγοι ολοζώ­ντανοι και αληθινοί.

Γυρνώντας στο σπίτι, είδε ξαφνικά ένα μακρύ αντικείμενο τυλιγμένο σ’ ένα λινό σάκο. Η πρεσβυτέρα φοβήθηκε ότι ήταν ένα πτώμα και άρχισε να τρέχει. Μετά όμως πρόσεξε ότι αυτό το αντικεί­μενο δεν ήταν τόσο μεγάλο και πίεσε τον εαυτό της να υπερνικήσει τον φόβο και να επιστρέψει. Με τη σκέψη ότι πιθανόν θα ήταν κάποιο παιδί που το είχαν εγκα­ταλείψει, κοίταξε μέσα στο σάκο και έμεινε κατάπληκτη από το θέαμα. Ήταν γεμάτος με διάφορα τρόφιμα, κρέας, λά­δι, ψωμί, δηλαδή ό,τι ακριβώς χρειαζό­ταν για το ταξίδι τους! Πιθανόν κάποι­ος χωρικός τα έφερε για να τα πουλήσει στην πόλη, αλλά φοβήθηκε την εθνο­φυλακή και έριξε το σάκο στην άκρη του δρόμου.

Βέβαια, δεν είχαν όλες οι δυσκολίες τέτοια ευτυχή κατάληξη για την πρε­σβυτέρα, αλλά αυτή ποτέ δεν έχανε την πνευματική της εγρήγορση. Κάποτε ήρθε κάποια άγνωστη και πρότεινε να της πουλήσει μια τσάντα γεμάτη με λα­χανικά σε τιμή μάλλον χαμηλή. Με με­γάλη δυσκολία συγκέντρωσε το ποσό και το έδωσε στη γυναίκα, η οποία την έφερε στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου, όπως έλεγε, ήταν τα τρόφιμα. Όταν έφθασαν στο σταθμό η γυναίκα είπε στην πρεσβυτέρα να την περιμένει και αυτή μπήκε στον θάλαμο του σταθμού για να φέρει τα τρόφιμα. Η πρεσβυτέρα περίμενε μερικές ώρες προτού πάει η ίδια στον θάλαμο, μόνο και μόνο για να δει ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν ήταν κανείς εκεί μέσα. Πόσο δύσκολο της ήταν να γυρίσει στο σπίτι, όπου την περίμεναν τα πεινασμένα παιδιά και ο παπάς της τόσο ανυπόμονα! Στον δρόμο της επιστροφής η πρεσβυτέρα συλλογι­ζόταν πώς είναι δυνατόν να προσευχηθεί κανείς για τέτοιους ανθρώπους. Πάν­τως αυτοί μας βοηθούν στη σωτηρία της ψυχής μας, ενώ συγχρόνως, χάνουν τη σωτηρία της δικής τους ψυχής. Όταν η πρεσβυτέρα μπήκε στο δωμάτιο και είδε όλους να την κοιτάζουν με απορία, είπε:

—Παιδιά, σηκωθήτε! Ας προσευχη­θούμε! «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν». Μας έκλεψαν!

Αλλά όλες αυτές οι θλίψεις ήταν ασή­μαντες μπροστά στην οδύνη της πρεσβυ­τέρας όταν ο μικρότερος γιός της, ο Βάνια, πέθανε. Έπαιζε με κάποια μεγαλύ­τερα παιδιά στον δρόμο και άρπαξε ένα κρυολόγημα, και καθώς η πρεσβυτέρα δεν μπορούσε να τον προσέχει συνεχώς (κάθε μέρα συμμετείχε στη χορωδία της εκκλησίας) το κρύωμα γύρισε σε μηνιγ­γίτιδα. Και τότε ακριβώς η πρεσβυτέρα έσπασε το χέρι της… Όλες μαζί οι συμ­φορές έπεσαν επάνω της: η θανατηφό­ρος αρρώστια του γιού της, το σπασμέ­νο χέρι της, η πείνα… Αλλά αυτή κατά­φερνε να παρίσταται καθημερινά στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, όπως πριν.

Ο Βάνια πονούσε τόσο ανυπόφορα, ώστε ρωτούσε τη μητέρα του: «Είναι αλήθεια, μητέρα, ότι είμαι κι εγώ ένας μάρτυρας;». Πέθανε την ίδια μέρα που πέθανε και ο Γέροντας Αλέξιος. Ο π. Ηλίας στον επικήδειο λόγο του είπε ότι αυτή την ημέρα πέθανε ένα πολύ μικρό παιδί, αφού υπέφερε πολύ περισσότερο από τους μεγάλους, αν και δεν είχε ανά­λογες αμαρτίες. H μοναχή που υπηρε­τούσε στο ιερό ήρθε στην πρεσβυτέρα και της είπε: «Αγαπητή μου πρεσβυτέ­ρα, συγχαρητήρια, έχεις ήδη ένα γιό στον Παράδεισο!»

Στο τέλος της ζωής της η πρεσβυτέρα δεν θυμόταν τα σχετικά με τον Βάνια. Συνήθιζε να λέει: «Είχα πέντε παιδιά». Και μετά, με λυπημένο χαμόγελο, πρόσ­θετε: «Δεν θυμάμαι όλα όσα πέρασα στη ζωή μου. Ο Κύριος μού πήρε από την μνήμη τα πιο δύσκολα».

Ο π. Ηλίας ζούσε ασκητική ζωή. Μό­νο δυο εβδομάδες τον χρόνο περνούσε με την οικογένειά του στην εξοχή, όπου τα παιδιά μπορούσαν να ξεκουραστούν, κατά την διάρκεια απαραιτήτων επισκευών και καθαριότητος του ναού. Κα­τά κανόνα εκτελούσε κάθε μέρα όλες τις ακολουθίες χωρίς να παραλείπει ή να συντομεύει τίποτα. Το βράδυ μετά τις ιερές ακολουθίες γίνονταν πνευματικές συζητήσεις.

Η πρεσβυτέρα φρόντιζε καθημερινά να μπορεί ο παπάς της να δειπνά πριν από τα μεσάνυχτα. Γυρνούσε στο σπίτι κάθε μέρα μετά τις ένδεκα. Το πρωί ο π. Ηλίας θα κοιμόταν ακόμη, όταν θα παρουσια­ζόταν βιαστικά κάποια πνευματική του κόρη ρωτώντας αν έχει σηκωθεί (οι πε­ρισσότεροι ενορίτες ήταν νεαροί). Η πρεσβυτέρα ποτέ δεν γκρίνιαζε γι’ αυτές τις ενοχλήσεις, μόνο έλεγε: «Κάποια δούλη του Θεού ήρθε, δεν φαίνεται τόσο χαρούμενη». Λίγο αργότερα, αυτή η δούλη του Θεού εκαλείτο στον «κλήρο»[2] για συνομιλία.

Αργότερα, ο επίσκοπος Ιωάννης είπε στην πρεσβυτέρα (η οποία πήγαινε στήν εκκλησία του μετά τον θάνατο του π. Ηλία): «Ο παπάς σου ήταν το πρό­τυπό μου, και εσύ ήσουν η πιστή βοηθός του σε όλα».

Σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς της πείνας κατάφεραν να διατηρήσουν την ομορφιά και την λάμψη της εκκλη­σίας και τον πλούτο των αμφίων. Πόσο υπερήφανοι ήταν όταν έβλεπαν τον ιε­ρέα τους να λειτουργεί με πλούσια και όμορφα άμφια, ή όταν τους διάβαζε και τους εξηγούσε τα έργα των αγίων Πατέ­ρων! Κάποτε, μετά από μια ιδιαίτερα επιτυχημένη ομιλία για τον άγιο Ιωάν­νη τον Χρυσόστομο, όταν ο π. Ηλίας πέ­ρασε πίσω από τον «κλήρο», η πρεσβυτέ­ρα του ψιθύρισε: «Το ύψος ημίν της τα­πεινοφροσύνης υπέδειξεν» (από το απο­λυτίκιο του αγίου).

Ήταν τότε το έτος 1932. Παντού γί­νονταν έρευνες, συλλήψεις και εξορίες. Μερικοί ενορίτες συνελήφθησαν, μαζί με πολλούς συγγενείς τους. Τον π. Ηλία τον κάλεσαν στη NKVD[3] και του υποσχέθηκαν ότι δεν θα τον πειράξουν καθό­λου, αρκεί μόνο να εγκατέλειπε την ιερωσύνη. Κάποιοι φίλοι του προσπαθού­σαν να τον βάλουν σε μια καλή θέση στην Πινακοθήκη Τρετιακώφ, ως ειδικό της τέχνης. Μη ξέροντας τί να κάνη, ο π. Η­λίας γύρισε στο σπίτι και η πρεσβυτέρα τον ενίσχυσε στον αγώνα της ομολογίας.

Μετά από λίγο ήταν η ονομαστική εορ­τή του π. Ηλία και ήρθαν μερικοί επισκέ­πτες. Ο πατερούλης είχε βρει πάλι το κέφι του και ήταν εύθυμος και χαρούμενος. Οι επισκέπτες έφυγαν αργά το βράδυ. Σε λίγα λεπτά ένα κορίτσι επέστρεψε και ψιθύρισε στην πρεσβυτέρα ότι η αστυ­νομία παρακολουθούσε στενά το σπίτι τους. Η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε το κο­ρίτσι και βγήκε έξω. Μια ομάδα τριών ανδρών την πλησίασε και τη ρώτησε πού μένουν οι Τσετβερούχιν. Η πρεσβυτέρα τούς έδειξε το σπίτι, τους είπε τον αριθμό του διαμερίσματος και αμέσως έτρεξε στο σπίτι. «Παπά, ήρθαν για σένα!» είπε μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Ο π. Ηλίας φόρεσε το επιτραχήλιο του Γέροντος Α­λεξίου και διάβασε την «ευχή επί τη ενάρξει παντός αγαθού έργου». Δεν πρόλαβε να πει τις τελευταίες λέξεις και ακούστη­κε ένα τραχύ χτύπημα στην πόρτα. Η πρεσβυτέρα τούς υποδέχθηκε με μια ελαφρά υπόκλιση:

— Περάστε.

Φαίνον­ταν βιαστικοί και ρώτησαν σαστισμένοι:

—Εσύ δεν ήσουν που μας έδειξες το δρόμο:

—Ναι.

—Λοιπόν, ετοίμασε τα πράγματά του.

Καθώς η πρεσβυτέρα ετοίμαζε βια­στικά ό,τι ήταν απαραίτητο, αυτοί έκα­ναν μια επιφανειακή έρευνα. Γενικά ήταν πολύ ευγενικοί και τους επέτρεψαν να αποχαιρετιστούν. Φεύγοντας ένας απ’ αυτούς είπε:

—Λοιπόν, παπαδιά, μπορείς να κοιμηθείς ήσυχη. Δεν θα σε ενοχλήσουμε άλλο[4].

—Πώς μπορώ να κοιμηθώ ήσυχη τώ­ρα; απάντησε η πρεσβυτέρα.

Όλη τη νύχτα την πέρασε με προσευ­χή και δάκρυα. Κατά το πρωί όμως απο­κοιμήθηκε και τότε είδε μια ανέκφρα­στα μεγαλόπρεπη Κυρία που της είπε:

—Μη φοβάσαι! Δεν θα πάθει τίποτε ο παπάς σου στη φυλακή. Εγώ θα μεσιτεύω γι’ αυτόν.

—Πραγματικά έχεις εσύ εξουσία μέ­σα στη φυλακή; ρώτησε η πρεσβυτέρα με έκπληξη.

—Εγώ έχω παντού εξουσία. Μη φοβάσαι· δεν θα πάθει τίποτε στη φυλα­κή. Εσύ όμως να προσεύχεσαι στον Αδριανό και στη Ναταλία! Και μ’ αυτά τα λόγια η υπέροχη Κυρία εξαφανίστηκε! Η πρεσβυτέρα ξύπνησε με μεγάλη απορία: Γιατί η Θεο­τόκος (κατάλαβε ότι αυτή που είχε έρθει ήταν η Πανάμωμος Παρθένος) της έδωσε εντολή να προσεύχεται στους αγίους Αδριανό και Ναταλία; Όταν όμως διά­βασε το συναξάρι τους (26 Αυγούστου) και διαπίστωσε ότι ο Αδριανός ήταν μάρτυς, ενώ η Ναταλία υπέφερε μαζί του λόγω της αγάπης της προς αυτόν και τον ενίσχυε στο μαρτύριο, τότε κατάλα­βε γιατί η Υπεραγία Θεοτόκος της είπε να προσεύχεται σ’ αυτούς τους αγίους.

Μετά τη σύλληψη του π. Ηλία και άλλες θλίψεις βρήκαν την πρεσβυτέρα. Τους έδιωξαν από το διαμέρισμα, και για ένα διάστημα ήταν περιπλανώμενοι εδώ κι εκεί, έως ότου κάποια οικογέ­νεια τους πήρε μαζί τους. Έδιωξαν τα παιδιά από το σχολείο, τους έκλεψαν την τεράστια βιβλιοθήκη τους. Όμως η μεγαλύτερη δοκιμασία ήταν ο θάνατος της μοναχοκόρης τους. Η Μάσενκα ή­ταν το μικρότερο παιδί της οικογενείας. Όταν η πρεσβυτέρα περίμενε τη γέννησή της, επισκέφθηκε τον Γέροντα Αλέ­ξιο, ο οποίος τότε ζούσε ακόμη. Την υποδέχθηκε με την ερώτηση: —Ποιος είναι;

—Η αμαρτωλή Ευγενία.

—Είσαι μόνη σου;

—Όχι, πάτερ, είμαστε δύο!

Πλησιάζοντας για να πάρει την ευχή του, ρώτησε:

—Πάτερ, τί θα κάνω;

—Κόρη, μόνο που θα πρέπει να της ράψεις νυφικό.

—Μα φυσικά, αν έχει κανείς κορίτσι θα πρέπει να του ράψει το νυφικό του, είπε έκπληκτη η πρεσβυτέρα. Μόνο μετά τον θάνατο της Μάσενκα κατάλαβε τα λόγια του Γέροντα – ότι η θυγατέρα της θα γινόταν νύφη Χριστού.

Η κόρη της πέθανε από μια συνηθι­σμένη παιδική αρρώστια. Ο ασθενικός οργανισμός της (ήταν μόνο πέντε ετών) δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπίσει συγ­χρόνως την πείνα, το κρύο και την αρρώστια. Κάτω από τέτοιες συνθήκες (τότε είχε πεθάνει και η μητέρα της Ευγενίας) την ενδυνάμωνε, όπως έλεγε η ίδια, μό­νο ένα πράγμα: η προσευχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την οποία επαναλάμβανε ακατάπαυστα: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».

Λόγω αυτών των δοκιμασιών, μόνο μετά από δυο χρόνια μπόρεσε η πρε­σβυτέρα να πάει στον σύζυγό της, που ήταν τότε εξόριστος στην περιοχή του ποταμού Κράσναγια Βίσερα. Ήταν πολύ δύσκολο να πάει σ’ αυτήν την απομονωμένη βόρεια περιοχή κατά την εποχή της άνοιξης οπότε είχε πολλές λάσπες, αλλά τελικά έφθασε στον προο­ρισμό της. Έφερε για τον π. Ηλία ένα Ευαγγέλιο και ένα μικρό φιαλίδιο με αγιασμό. Το Ευαγγέλιο το άρπαξαν αμέσως, ενώ για το φιαλίδιο ρώτησαν:

—Τί είναι αυτό;

—Για σας είναι απλό νερό, αλλά για μένα είναι κάτι ιερό. Είναι το φάρμακό μου, απάντησε η πρεσβυτέρα και τελικά της επέτρεψαν να του το δώσει.

Με την πρώτη ματιά η Ευγενία κατά­λαβε ότι ο π. Ηλίας ήταν πολύ διαφορε­τικός. Δεν την ευλόγησε, αλλά αντίθετα της είπε: «Τώρα εδώ δεν ασκώ πια την ιερωσύνη». Φαινόταν σαν να τον είχαν βασανίσει, σαν να είχε καταρρεύσει. Η συνάντηση κράτησε πολύ και ο π. Ηλίας μπόρεσε να της πει τα πάντα.

Μετά τη σύλληψή του τον έφεραν στη φυλακή, όπου τον έβαλαν σε ένα «ειδικό κελλί». Ο μικρός θάλαμος ήταν εντελώς γεμάτος και με την πρώτη ματιά φαινό­ταν ότι δεν υπήρχε καθόλου άδειος χώρος. Ο π. Ηλίας δεν ήξερε τι να κά­νει, αλλά κάποιος του φώναξε: «Χώσου κάτω από τα κρεβάτια!». Αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο γι’ αυτόν που ήταν τό­σο ψηλός. Τελικά όμως μπόρεσε να χωθεί κάτω από τα ξύλινα κρεβάτια και να ξαπλώσει στο βρώμικο πάτωμα, που ήταν γεμάτο από φτυσίματα.

Ήταν αδύνατο να κοιμηθεί κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν τον άφηναν άλλω­στε οι φωνές και οι βλαστήμιες που ακού­γονταν στον θάλαμο. Θυμήθηκε τα πνευ­ματικά του τέκνα και πόσο τον σέβονταν και ξέσπασε σε δάκρυα. Της είπε ακόμη πώς τους έφεραν στην επαρχία Κράσνα­για Βίσερα. Τους ανάγκασαν να περπα­τούν πάνω στο χιόνι, που είχε παγώσει επιφανειακά. Το λεπτό στρώμα του πά­γου έσπαζε κάτω από τα πόδια τους και οι κατάδικοι σε κάθε βήμα βυθίζονταν μέσα στο χιόνι μέχρι τη μέση. Κάποιος που βάδιζε πίσω από τον π. Ηλία είπε: «Πάντα αγαπούσα το δάσος, τώρα όμως το μισώ» και έκανε μια απειλητική χει­ρονομία με τη γροθιά του προς το δά­σος. Βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, χωρίς να έχουν φάει ή πιει τίποτα όλη την ημέρα, αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα μέσα σε μια καλύβα. Οι εξουθενωμέ­νοι άνδρες αμέσως έπεσαν στο πάτωμα και αποκοιμήθηκαν σαν πεθαμένοι.

Μόνο ο π. Ηλίας έμεινε ξάγρυπνος. Μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα ένας ανα­στεναγμός ξέσπασε από τα βάθη της καρδιάς του: «Ω Κύριε, γιατί με εγκα­τέλειψες; Σε υπηρέτησα τόσο πιστά. Ολόκληρη τη ζωή μου την αφιέρωσα σε Σένα. Πόσες φορές διάβασα τον Ακάθι­στο Ύμνο και τους Κανόνες. Με πόση ευλάβεια υπηρετούσα στην εκκλησία! Γιατί με εγκατέλειψες και υποφέρω τό­σο πολύ; Ω Υπεραγία Θεοτόκε, ω άγιε ιεράρχα Νικόλαε, ω άγιε πάτερ Σερα­φείμ, πάντες οι Άγιοι του Θεού! Μετά απ’ όλες τις προσευχές μου σε σας γιατί βασανίζομαι τόσο;».

Όλη τη νύκτα έτσι έκραζε ενώπιον του Κυρίου. Ξαφνικά μια θεία επίσκεψη, σαν φλόγα, άγγιξε την πονεμένη ψυχή του και τη γέμισε με μια υπερκόσμια πα­ρηγοριά. Το φως της πίστεως φώτισε μυστικά την καρδιά του καιάναψε μέσα του μια ανέκφραστη και ακατανίκητη αγάπη προς τον Χριστό, την οποία όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος «ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. 12, 4).

Όταν ξημέρωσε, ήταν νέος άνθρω­πος, αναγεννημένος, σαν να είχε βαπτισθεί «εν πυρί» (Ματθ. 3, 11). Μετά από αυτή τη νύκτα δεν μπορούσε πια να ζει μια συνηθισμένη ζωή. Ο ίδιος τόνισε στην πρεσβυτέρα: «Και αν ακόμα μ’ αφήσουν ελεύθερο, μη νομίσεις ότι θα λειτουργήσω ποτέ όπως πριν. Ο παλιός κόσμος έφυγε για πάντα, και δεν πρό­κειται να ξαναγυρίσει». Ο κόσμος στον οποίο είχε συνηθίσει να ζει είχε εξαφανιστεί για πάντα γι’ αυτόν, επειδή είχε χα­ριστεί σ’ αυτόν μια υπερκόσμια εμπει­ρία, με την μεσιτεία της Υπεραγίας Θε­οτόκου, όπως είχε υποσχεθεί στην πρε­σβυτέρα Ευγενία, τη σύγχρονη αγία Ναταλία. Συνεπώς είχε να διαλέξει ένα από τα δύο: ή να υποχωρήσει και να γίνει ένας κανονικός σοβιετικός σκλάβος-πολίτης, ή να πεθάνει εντελώς ως προς αυτόν τον κόσμο. Η ευθύτητα του χαρα­κτήρα του δεν του επέτρεπε, κάτω από συνθήκες αθεϊστικής καταπιέσεως, να «άρη τον ζυγόν» της ιερωσύνης. Το συνειδητοποίησε αυτό και διάλεξε τον θάνατο ως ένωση με τον Ζωοδότη Χρι­στό, τον Κύριό μας!

Καθώς ο π. Ηλίας αποχαιρετούσε την πρεσβυτέρα, της είπε: «Ξέρεις, η καρδιά μου φλέγεται από αγάπη για τον Χριστό. Νομίζω ότι ήλθα εδώ για να κα­ταλάβω ότι δεν υπάρχει απολύτως τίπο­τε καλύτερο, τίποτε πιο θαυμαστό από Αυτόν. Θα ήθελα να πεθάνω γι’ Αυ­τόν!» Αφού αποχαιρέτησε ο ένας τον άλλον, η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το μακρύ και δύσκολο ταξίδι της επι­στροφής. Όταν έφθασε στο σπίτι, την περίμενε ένα τηλεγράφημα: Στο στρατό­πεδο συγκεντρώσεως άναψε μια πυρκαϊά και ο π. Ηλίας έγινε παρανάλωμα του πυρός μαζί με ένδεκα άλλους! Πόσο ταιριαστό ήταν το όνομά του στη ζωή του και στον θάνατό του – Ηλίας ση­μαίνει ακριβώς «πύρινος»!

Μετά τον τραγικό θάνατό του π. Η­λία η πρεσβυτέρα έπεσε άρρωστη για πολύ καιρό. Όταν έγινε καλά άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά της. Εκεί­νο τον καιρό είδε ένα όνειρο: Εμφανί­στηκε σ’ αυτήν, όπως όταν ζούσε, ο π. Πέτρος Λαγκώφ, (ένας ιερεύς που είχε τουφεκισθεί μερικά χρόνια πριν), και της είπε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, πρέπει να προσεύχεσαι στον άγιο Σέργιο, στον άγιο Σεραφείμ και στον άγιο ιερομάρτυρα Πάμφιλο. Ας προσευχηθούμε μα­ζί: Άγιε πάτερ Σέργιε, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε πάτερ Σεραφείμ, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε ιερομάρτυς Πάμφιλε, πρέσβευε υπέρ ημών!». Όταν ξύπνησε η πρεσβυτέρα συλλογίσθηκε ότι η οικο­γένειά της πάντα σεβόταν τον άγιο Σέρ­γιο και τον άγιο Σεραφείμ και έδωσαν τα ονόματα των δύο αυτών αγίων σε δύο αγόρια τους. Αλλά για τον ιερομάρτυρα Πάμφιλο, ούτε καν είχε ακούσει τί­ποτε. Όταν όμως πήγε στην εκκλησία και άνοιξε το Μηναίο, ανακάλυψε ότι εκείνη ακριβώς την ημέρα ήταν η εορτή του ιερομάρτυρος Παμφίλου (16 Φε­βρουαρίου). Μελετώντας το συναξάρι του αγίου, έμαθε ότι ο άγιος Πάμφιλος ήταν ένας πρεσβύτερος πολύ μορφωμέ­νος, που είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη και ο οποίος μαρτύρησε μαζί με άλλους ένδεκα μάρτυρες, μερικοί από τους οποίους «πυρί ετελειώθησαν»!

Η υπόλοιπη ζωή της πρεσβυτέρας δεν ήταν εύκολη. Ήταν μόνη της. χωρίς τον σύντροφο της ζωής της, με ένα παιδί στην αγκαλιά της. Παρ’ όλα αυτά εξα­κολουθούσε κάθε μέρα, όπως και πρώτα, να ψάλλει και να διευθύνει τη χορωδία της εκκλησίας. Μετά τον θάνατο του π. Ηλία, η πρεσβυτέρα έψαλλε στην εκκλη­σία του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, όπου λειτουργούσε ένας επίσκοπος που λεγόταν Ιωάννης. Ήταν αρκετά νέος, δεν είχε φθάσει ακόμη τα σαράντα. Αυστηρός ασκητής ο ίδιος, απαιτούσε από τους ψάλτες ακριβή τήρηση του Τυ­πικού. Οι μακρές μοναστηριακές ακο­λουθίες και η έντονη πνευματική ζωή της ενορίας δεν άρεσαν στις αρχές. Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1937 ήρθαν για να συλλάβουν τον Δεσπότη. Κάποιος τον είχε ήδη προειδοποιήσει και ήταν προετοιμασμένος για τη σύλληψή του. Όταν η αστυνομία τον κάλεσε να βγει έξω «για λίγα λεπτά» είπε στην πρεσβυτέρα: «Αν δεν γυρίσω σε δεκα­πέντε λεπτά, αρχίστε το Απόδειπνο χωρίς εμένα». Φυσικά δεν γύρισε ποτέ!

H πρεσβυτέρα θυμόταν με μεγάλο σεβασμό τον επίσκοπο Ιωάννη. Ποτέ δεν άφηνε από τα χέρια της το κομποσχοίνι που της είχε δώσει, το οποίο από τη συνεχή χρήση είχε γίνει γκρι (από άσπρο, όπως συνηθίζουν οι Ρώσοι). Το τοποθέτησαν στον τάφο μαζί της.

Όταν άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλε­μος η πρεσβυτέρα αντιμετώπισε πολλές νέες δοκιμασίες. Ο ένας γιός της συνε­λήφθη, τους άλλους δυο τους έστειλαν στο μέτωπο, απ’ αυτούς ο μεγαλύτερος δεν γύρισε ποτέ! Αυτή η ίδια υπέφερε από την πείνα. Αλλά πάντοτε παρέμενε η ίδια ήρεμη πρεσβυτέρα, που πάντοτε ήλπιζε στον Θεό. Κάποτε όμως άρχισε να έχει αμφιβολίες, βλέποντας τόσες πολλές δυστυχίες να έρχονται στους πι­στούς. Αναρωτιόταν μήπως πραγμα­τικά είχε έλθει το τέλος της χριστιανικής πίστεως για τη Ρωσία. Μ’ αυτές τις σκέ­ψεις έπεσε να κοιμηθεί και είδε ένα όνει­ρο. Η Θεοτόκος της είπε: «Όσο ανάβει το καντήλι μπροστά στη λειψανοθήκη του αγίου Σεργίου, η Ρωσική Εκκλησία θα αντέχει». Η πρεσβυτέρα εξακολου­θούσε να αμφιβάλλει και γι’ αυτό προ­σευχήθηκε: «Ω Υπεραγία Θεοτόκε, αν ήσουν πράγματι Εσύ, κάνε να δω αυτό το όνειρο για δεύτερη φορά». Την επομένη νύχτα πράγματι είδε πάλι το ίδιο όνειρο. Όταν το διηγείτο αυτό η πρε­σβυτέρα, δεν παρέλειπε να προσθέτει: «Και το καντήλι είναι ακόμη αναμμένο!».

Τα χρόνια περνούσαν. Η πρεσβυτέρα ζούσε με τον ίδιο τρόπο ζωής όπως και προηγουμένως. Πάντοτε την περιτριγύ­ριζαν πολλοί άνθρωποι, επειδή μετά τον θάνατο του π. Ηλία ανέλαβε την καθοδήγηση των πνευματικών του τέκνων, όπως της είχε ζητήσει ο ίδιος. Κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, οι οποίες ανάγκαζαν ακόμη και πολλούς κληρικούς να αποστατούν από την πίστη, αυτή κρατούσε κοντά στην Εκκλησία έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου η πρεσβυτέρα πήρε ένα γράμμα από τον μικρότερο γιό της. Της έγραφε ότι γυρνούσε από το μέτωπο. Όλα τα παράθυρα του σπι­τιού της ήταν σπασμένα και η πρεσβυτέ­ρα ήθελε να τα επισκευάσει πριν έρθει ο γιός της. Γι’ αυτή τη δουλειά όμως χρειαζόταν τουλάχιστον εκατό ρούβλια ενώ αυτή δεν είχε ούτε ένα καπίκι. Ως συνήθως, η πρεσβυτέρα έσπευσε στην προσευχή. Και την άλλη μέρα ήρθε μια νεαρή κόρη και της έδωσε εκατό ρού­βλια! Φυσικά η πρεσβυτέρα έμεινε σαν κεραυνόπληκτη από έκπληξη, παίρνο­ντας ένα τέτοιο δώρο από ένα άγνωστο κορίτσι. Αλλά η κόρη τής εξήγησε ότι τη νύχτα είδε στο όνειρό της τη μητέρα της, μια ενορίτισσα του π. Ηλία που είχε πεθάνει πριν από αρκετό καιρό, και της είπε: «Θέλεις να δώσεις στην πρεσβυτέρα Ευγενία εκατό ρούβλια για μνημόσυνο της ψυχής μου;». Κι έτσι ο Κύριος για άλλη μια φορά βοήθησε θαυματουργικά την πρεσβυτέρα.

Προς το τέλος της ζωής της η πρε­σβυτέρα έλαβε από τον Κύριο ολοφάνε­ρα το διορατικό χάρισμα. Μια φορά πή­γαινε στην εκκλησία με μια πνευματική της κόρη. Με το συνηθισμένο γρήγορο βήμα της προσπέρασε δυο χωριατόπαι­δα, τα οποία έβλεπε για πρώτη φορά. Η πρεσβυτέρα, χωρίς να σταματήσει, τα χτύπησε ελαφρά στο κεφάλι και είπε: «Νικόλαος και Σέργιος». Τότε η συνοδός της απεφάσισε να ελέγξει τον λόγο της πρεσβυτέρας. Σταμάτησε και ρώτησε τα αγόρια πώς ονομάζονται. Η απάντηση ήταν: «Νικόλαος και Σέργιος!».

Ήδη η πρεσβυτέρα, κατά θεία παραχώρηση, είχε υποφέρει πάρα πολλούς πειρασμούς και δοκιμασίες, αλλ’ όμως ο Κύριος ήθελε να δοκιμάσει την πίστη της μέχρι τέλους, και κατά κάποιο τρόπο να διακηρύξει και να δείξει σ’ έναν κόσμο που είχε παραφρονήσει, όλες τις αρετές της δούλης Του. Στα ογδόντα της χρό­νια η πρεσβυτέρα έπεσε και έσπασε τα πλευρά της και λόγω εσφαλμένης θεραπείας οι μύες έγιναν ατροφικοί. Έτσι, μέ­χρι τον θάνατό της δεν μπόρεσε πια να σηκωθεί από το κρεβάτι της. Για δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν κατάκοιτη και περνούσε τον καιρό της με τη μελέτη, την προσευχή και την πνευματική τροφοδότηση πολλών. Στα ενενήντα της χρόνια, λόγω απρόσεκτης νοσηλείας, έπαθε «κατάκλιση» (πληγές λόγω συνε­χούς κατακλίσεως) και το σώμα της έγι­νε τόσο σαθρό, ώστε αυτοί που φρόντι­ζαν την καθαριότητά της μπορούσαν να δουν τα οστά της σπονδυλικής της στή­λης. Υπέφερε πάρα πολύ. Η νύφη της (ζούσε με τον μικρότερο γιό της) συχνά την περιγελούσε και κάποτε της είπε:

—Να, εσύ έδωσες τα πάντα στον Θεό σου, και τον άνδρα σου και τα παιδιά σου. Αυτός τώρα πώς σε ξεπληρώνει έτσι;

—«Ον αγαπά Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. 3, 12), απάντησε η πρεσβυτέρα.

—Ε, τότε γιατί παιδεύει και μένα εξ αιτίας σου;

Η πρεσβυτέρα χαμογέλασε και είπε:

—Αυτό σημαίνει ότι αγαπά και σένα!

Στα τελευταία χρόνια της ζωής της η πρεσβυτέρα ασχολήθηκε σοβαρά με την συγγραφή των απομνημονευμάτων της. Προφανώς, είχε αντιληφθεί τη μεγάλη σπουδαιότητα που είχαν τα γεγονότα τόσο της δικής της ζωής, όσο και της ζωής των άλλων ανθρώπων που έζησαν κοντά της. Αγαπούσε να θυμίζει ότι ήταν αυτόπτης μάρτυς της αναγνωρίσε­ως πολλών αγίων, και κυρίως του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ και του αγίου Ερμογένους της Μόσχας. Και συχνά πρόσθετε: «Και θα πεθάνω όταν θα γίνει μια αναγνώριση». Δεν διευκρίνιζε ποιος άγιος επρόκειτο να αναγνωρισθεί, αλλά προφανώς εννοούσε τους Νεομάρτυρες, αφού ένα μήνα πριν από τον θάνατό της είπε: «Γνωρίζετε καλά τον παπά μου, και τον επίσκοπο Ιωάννη, και τον π. Πέ­τρο Λαγκώφ, και όλους τους άλλους – όλοι τους είναι άγιοι Μάρτυρες». Και με ιδιαίτερη έμφαση επανέλαβε: «Άγιοι Μάρτυρες!».

Λίγες ημέρες πριν από την εκδημία της κάλεσαν έναν ιερέα για να της μεταδώσει την θεία Μετάληψη. Μόλις έλαβε τα τίμια Δώρα, αυτή η υπέργηρη γυναίκα, η οποία στην πράξη ήταν ήδη νεκρή, ξαφνικά με καθαρή φωνή είπε: «Αγαπητέ μου πάτερ! Κύριε ελέησον! Τί ευτυχία!».Ο ιερεύς γονάτισε μπρο­στά στο κρεβάτι της και την παρακάλε­σε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, όταν συνα­ντήσεις τον Κύριο, ενθυμήσου και μένα τον αμαρτωλό!».

Μετά από λίγες μέρες η πρεσβυτέρα έφυγε από αυτόν τον κόσμο. Τα παιδιά της και όλοι εμείς στεκόμασταν γύρω της. Ξαφνικά είδαμε κάτι που δεν το είχαμε ξαναδεί ποτέ άλλοτε, ούτε πρό­κειται να το δούμε άλλη φορά: το πρό­σωπό της άρχισε να μεταβάλλεται και από μια συνηθισμένη απλή ταπεινή γριά, όπως τη βλέπαμε πάντοτε, έγινε μια εντελώς ασυνήθιστα θαυμαστή, ολό­λαμπρη γυναίκα. Ένας γιός της ψιθύ­ρισε: «Ίσως τώρα μόλις συνάντησε τον παπά της!». Ένα λεπτό αργότερα όλα πέρασαν, η ψυχή της βγήκε από το σώμα και η πρεσβυτέρα φαινόταν σαν ένας συνηθισμένος νεκρός άνθρωπος[5].

Η πρεσβυτέρα Ευγενία έζησε μια μα­κρά και εξαιρετικά δύσκολη ζωή. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της, σε κανένα δεν έκανε τον δάσκαλο, αλλά ακριβώς αυτός ο τρόπος της ήσυχης, ταπεινής ηλικιωμένης γυναίκας ήταν η καλύτερη διδα­σκαλία της χριστιανικής ευσέβειας, για εκείνους που θέλουν, στην άθεη εποχή μας, να ζουν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Όπως ακριβώς η αγία Νατα­λία, η οποία επέζησε μετά το μαρτύριο του αγίου Αδριανού και «ετελειώθη εν ειρήνη», έτσι και η πρεσβυτέρα Ευγενία ήταν και αυτή μάρτυς μαζί με τον «μαρτυρικώς τελειωθέντα» σύζυγό της πατέ­ρα Ηλία.

Μοναχή Μαρία Γιεράστοβα

Πηγή:  Αγιορείτικη Μαρτυρία,Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου,

τεύχος 18, Απρίλιος 1995.

Σχόλιο π. Δ. Μ.: Ο σημερινός βολεμένος Χριστιανός (κληρικός ή λαϊκός) για ποιο μαρτύριο και για ποια μαρτυρία «έμπροσθεν των ανθρώπων» θα έχει να καυχηθεί, όταν κληθεί να δώσει λόγο ενώπιον του Θεού;

1.    RUSSIA’S CATACOMB SAINTS. Lives of the new Martyrs. Saint Herman of Alaska Press, Platina California 1982. σελ. 404-416.

2.    «Κλήρος» είναι το παραπέτασμα (εικονοστάσι) πίσω από το οποίο ψάλλει η μικτή χορω­δία, χωρίς να είναι ορατή από το εκκλησίασμα.

3.    NKVD: Η Σοβιετική μυστική αστυνομία η οποία κατά περιόδους είχε διαφορετικά ονό­ματα: GPU, NKVD, Chcka, MVD και τελευταία KGB.

4.    Ειρωνικό υπονοούμενο για την προθυμία της.

5.    Παρόμοιο θαυμαστό γεγονός αναγράφεται ατό συναξάρι της αγίας Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη (29 Αυγούστου και 5 Απριλίου) της οποίας ο βίος παρουσιάζει μερικές ομοιό­τητες με την ζωή της πρεσβυτέρας Ευγενίας.


ΠΗΓΗ antexoume

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Η άγια ισαπόστολος και παρθένος Μαριάμνη, αδελφή του Αποστόλου Φιλίππου




«Γυναίκα Ανδρείαν Τις Ευρήσει; Τιμιωτέρα Δε Εστί Λίθων Πολυτελών Ή Τοιαύτη». (Παροιμ. λα’, 10).

Σκεπτικός κι απορημένος ο σοφός της Παλαιάς Διαθήκης διερωτάται:

«Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει»; Γυναίκα ευσεβή και γνωστική, γυναίκα πιστή και ενάρετη ποίος ημπορεί εύκολα να βρει;

Ποιος ημπορεί χωρίς κόπο να βρει και να παρουσιάσει εκπρόσωπο του γυναικείου φύλου, που να διακρίνεται δια ανώτερα ψυχικά χαρίσματα, να διαθέτει ψυχική αντοχή και δύναμη και να έχει αυταπάρνηση κι αγωνιστική διάθεση;

Ποιος ακόμη ημπορεί να βρει και να προβάλει γυναίκα αμετακίνητη στις υγιείς αρχές και πεποιθήσεις της, να μένει πιστή κι ακλόνητη σ’ αυτές και στα συζυγικά της καθήκοντα;

Αλήθεια! Μια τέτοια, γυναίκα «τις ευρήσει;»

Σπάνιες, ναι! σπάνιες είναι αυτού του είδους οι γυναίκες, οι καλές γυναίκες.. Εκ πρώτης όψεως πολλές φαίνονται τέτοιες.

Αργότερα όμως αποδεικνύονται πολύ διαφορετικές. Και πολλοί που στην αρχή νόμισαν ότι βρήκαν μια τέτοια γυναίκα σαν πέρασε λίγος καιρός αντελήφθησαν με πόνο πόσο απατήθηκαν.

Γι’ αυτό και ο σοφός προσθέτει: Η καλή και ενάρετη γυναίκα, η «ανδρεία» γυναίκα «τιμιωτέρα εστί λίθων πολυτελών».

Αυτή η γυναίκα αξίζει πιο πολύ από όλους τους επίγειους θησαυρούς και όλα τα πολύτιμα πετράδια.

Δυσεύρετο είδος στον προχριστιανικό κόσμο η ενάρετη γυναίκα. Δυσεύρετη και σπάνια. Όχι όμως και στη χριστιανική εποχή. Να αναφέρουμε ονόματα; Θα χρειαζόμασταν πολλές σελίδες. Περιοριζόμαστε σε ένα όνομα σε ένα αληθινό μαργαριτάρι, την αγία ισαπόστολο Μαριάμνη, την αδελφή του αγίου ενδόξου αποστόλου Φιλίππου. Η αγία αυτή παρθένος, που λείψανα του αδελφού της αγιάζουν το μαρτυρικό νησί της Κύπρου, «τιμιωτέρα εστί λίθων πολυτελών». Γι’ αυτήν κι οι γραμμές που ακολουθούν.

Η αγία αυτή παρθένος Μαριάμνη καταγόταν από την Βηθσαϊδά της Γαλιλαίος, την πατρίδα και των αποστόλων Ανδρέου και Πέτρου. Από τους ευλαβείς και ενάρετους γονείς της κληρονόμησε τόσο αυτή, όσο και ο αδελφός της Φίλιππος τον πλούτο της ευσέβειας των. Μετά την κλήση μάλιστα του αδελφού της στο αποστολικό αξίωμα, ολόκληρη η οικογένεια άρχισε να ζει εντονότερα τον πόθο της σωτηρίας. Η διδασκαλία του Κυρίου την οποία παρακολουθούσε όσες φορές ημπορούσε, βοήθησε την ευλαβή κόρη από τα πρώτα χρόνια της ζωής της να προσηλωθεί στου Θεού το θέλημα κι αυτό να κάμει βίωμα και ζωή της. Η ιδιαίτερη προς τον Κύριο αγάπη της, την έσπρωξε με επιμονή να αρνηθεί πολλές προτάσεις γάμου και να προτιμήσει ελεύθερη από οικογενειακές υποχρεώσεις, να ακολουθήσει τον αδελφό της στην ιεραποστολική του προσπάθεια και πορεία.

Μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ο αδελφός της Αγίας Φίλιππος, όπως και οι άλλοι απόστολοι, ξεκίνησε για να μεταφέρει κι αυτός – όπως λέγουμε σε άλλο μέρος – το μήνυμα της σωτηρίας εκεί όπου η αγάπη του Θεού τον είχε καλέσει. Με πίστη και πυρωμένη καρδιά ο πνευματέμφορος αυτός εργάτης της νέας πίστεως, συνοδευόμενος πάντα από τον φίλο του Βαρθολομαίο και την αδελφή του Μαριάμνη προχώρησε για να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού σε διάφορες πόλεις και επαρχίες της Μικράς Ασίας. Με όπλο της τον ένθεο ζήλο και τη φλογερή αγάπη και αυταπάρνηση ακολουθεί κι η αγνή παρθένος Μαριάμνη τους δύο Αποστόλους στη μακρινή τους πορεία. Μαζί τους μοιράζεται τις χαρές και τις λύπες της ιεραποστολής, καθώς και τα πολλά βασανιστήρια από τη μανία και την αγριότητα των ειδωλολατρών.

Παρά τις δυσκολίες, τις αφάνταστες δυσκολίες που συναντούσαν όπου πήγαιναν, η ιεραποστολική ομάδα κήρυξε το Ευαγγέλιο της νέας ζωής σε πολλές πόλεις της Λυδίας, Φρυγίας και Παμφυλίας που είναι επαρχίες της Μικράς Ασίας. Με τα πολλά θαύματα με τα οποία η αγάπη του Θεού παραχωρούσε να συνοδεύεται το κήρυγμα των Αποστόλων, η επιτυχία της ομάδος υπήρξε πολύ μεγάλη. Αλλά και τα μαρτύρια και βασανιστήρια αφάνταστα. Σ’ αυτό φυσικά είχε κι η αγνή κόρη το μερίδιο της. Μερίδιο ανάλογο της προσφοράς της και του ζήλου της.

Πολλοί συνηθίζουν να αποκαλούν ασθενές το γυναικείο φύλο. Κι είναι τούτο μια πραγματικότητα στις περιπτώσεις που η γυναίκα είναι αποκομμένη από την πηγή της δυνάμεως, τον Χριστό. Όταν όμως αυτή είναι συνδεδεμένη με τον κραταιά και παντοδύναμο Δημιουργό, τότε συμβαίνει όλως διόλου το αντίθετο. Τότε κι η λεπτή και αδύνατη κόρη γίνεται με τη μυστική δύναμη που της χαρίζει Εκείνος πανίσχυρη. Τότε εξαίσια κατορθώματα βλέπουμε να επιτελούνται και από τους πιο ασθενείς οργανισμούς. Κάτι τέτοιο βλέπουμε να γίνεται στη ζωή και τους αγώνες χιλιάδων νεαρών γυναικών του μαρτυρολογίου της Εκκλησίας μας. Σε όλες αυτές τις γυναίκες ευρίσκει πλήρη την εφαρμογή του ο λόγος του μεγάλου Πατρός της Εκκλησίας μας του ιερού Χρυσοστόμου. «Ουδέν ισχυρότερον γυναικός ευλαβούς και συνετής». Κάτι παρόμοιο βλέπουμε να γίνεται και στη ζωή της παρθένου Μαριάμνης για την οποίαν ομιλούμε.

‘Ύστερα από πολλά χρόνια έντονης εργασίας η ευλογημένη ομάδα των ιεραποστόλων μας έφθασε και στην Ιεράπολη της Φρυγίας. Το κήρυγμα των Αποστόλων συνεκέντρωνε κάθε φορά πολλούς ακροατές. Κάθε βράδυ πλήθη από Έλληνες έτρεχαν να ακούσουν το κήρυγμα και να βαπτισθούν. Οι λόγοι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού που είχε πει στον Φίλιππο και τον Ανδρέα, όταν αυτοί τον πλησίασαν εκεί που δίδασκε και του ανέφεραν ότι μερικοί Έλληνες προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό ήθελαν να Τον ιδούν, άρχισαν να πραγματοποιούνται. «Ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο Υιός του άνθρωπου» (Ιωάν. ιβ’, 29) είχε πει τότε ο Κύριος. Έφτασε δηλαδή η ορισμένη από τον Θεό ώρα, για να δοξαστεί ο Υιός του ανθρώπου. Να δοξαστεί με τη σταύρωση και την ανάληψη Του και να αναγνωριστεί ως Μεσσίας και Λυτρωτής από τους Έλληνες, που τη στιγμή εκείνη αντιπροσώπευαν όλο τον εθνικό κόσμο. Ευλογημένη και μεγάλη υπήρξε η ημέρα εκείνη.

Ευλογημένη και μεγάλη, γιατί ο ερχομός των Ελλήνων στην πίστη τη χριστιανική σήμαινε και προανήγγελλε τον θρίαμβο της νέας θρησκείας. Το φούντωμα του χριστιανισμού στις διάφορες πόλεις της Ελληνικής τότε Μικράς Ασίας ήταν επόμενο να εξεγείρει ενάντια στους ζηλωτές εργάτες και διδασκάλους της νέας πίστεως άγριο το μίσος και τη μανία του πονηρού. Ένα βράδυ λοιπόν, εκεί που ο απόστολος Φίλιππος μιλούσε και τα πλήθη των παρευρισκομένων κρεμόντουσαν λες από τα χείλη του, μερικοί φανατικοί ειδωλολάτρες άρπαξαν τον Φίλιππο και τους συνεργάτες του κι αφού τους βασάνισαν σκληρά τους οδήγησαν στους άρχοντες. Μια ψευτοδίκη που έγινε αμέσως κατέληξε στην απόφαση ο Φίλιππος να θανατωθεί κι οι άλλοι να βασανισθούν. Οι δήμιοι που περίμεναν άρπαξαν τον Απόστολο κι αφού τον βασάνισαν, τον έδεσαν από τους αστραγάλους και τον κρέμασαν σ’ ένα δένδρο με το κεφάλι προς τα κάτω. Το ίδιο έκαμαν αργότερα και στον Βαρθολομαίο και τη Μαριάμνη.

Τα πλήθη των ειδωλολατρών με φωνές και ύβρεις παρακολουθούν το μαρτύριο των υπηρετών του Κυρίου ενώ αυτοί και από της θέσεως των εκείνης δεν παύουν να προσεύχονται και να εκζητούν από τον Πανάγαθο Θεό με όλη τους την ψυχή να τους συγχωρήσει.

Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος, αλλά και τιμωρός. Εκεί που οι εχθροί του Χριστού διασκεδάζουν και χαίρονται με το μαρτύριο της Μαριάμνης και των Αποστόλων, έξαφνα ένας σεισμός συνετάραξε τη γη κι ένας μεγάλος αριθμός των παρευρισκομένων καταχώσθηκε στο βάραθρο που άνοιξε μπροστά τους. Με κλάματα και σπαρακτικές φωνές όσοι είχαν μείνει έξω από το χάσμα μετανοιωμένοι παρακαλούν τους μάρτυρες να τους συγχωρήσουν και να ζητήσουν από τον Θεό τους να τους σπλαγχνισθεί. Επειδή η μετάνοια τους ήταν ειλικρινής ο Πανάγαθος τους σπλαγχνίστηκε και σταμάτησε τον σεισμό, τους δε καταχωσθέντες έβγαλε έξω από το βάραθρο. Σ’ αυτό έμεινε μόνον ο ανθύπατος και η γυναίκα του Έχιδνα για παραδειγματισμό όλων. Την ίδια ώρα μια θαυμαστή οπτασία έδωκε ακόμη μια απόδειξη της θείας του δυνάμεως. Μια κλίμακα φάνηκε εκεί να ενώνει τη γη με τον ουρανό. Αυτή ήταν η οδός της σωτηρίας γι’ αυτούς, Τα πλήθη τρομαγμένα έτρεξαν και κατέβασαν την Μαριάμνη και τον Βαρθολομαίο από το μέρος που ήσαν κρεμασμένοι. Ο Φίλιππος συνέχισε να τους διδάσκει και να τους προτρέπει να μετανοήσουν και να βαπτισθούν. Πριν προλάβουν να τον κατεβάσουν η αγία ψυχή του πέταξε στον Ουρανό, στη χώρα της αιωνιότητας.

Ο απόστολος Βαρθολομαίος και η Μαριάμνη με σεβασμό πήραν το λείψανο και το έθαψαν ραίνοντας το με τα δάκρυα της στοργής και της ευγνωμοσύνης των βαπτισθέντων και της ιδικής των αγάπης. Ο Βαρθολομαίος, αφού τακτοποίησε τα της Εκκλησίας της Ιεραπόλεως εγκατέστησε εκεί επίσκοπο κάποιο Στάχυ και συνοδευόμενος από τη Μαριάμνη προχώρησε προς τη Λυκαονία κηρύττοντας τον λόγο του Θεού. Αργότερα μετέβη στις Ινδίες όπου συνέχισε το έργο του, και όπου είχε μαρτυρικό τέλος με σταυρικό θάνατο. Η Μαριάμνη μετά τη Λυκαονία επέστρεψε στην Παλαιστίνη στα μέρη του Ιορδάνου όπου και κοιμήθηκε ειρηνικά.

Τα μαρτύρια κι οι ταλαιπωρίες της μακράς περιοδείας της ιεραποστολικής ομάδος, αλλά και τα βάσανα κι οι ξυλοδαρμοί που δοκίμασε με τους Αποστόλους κι η πιστή Μαριάμνη δεν ημπόρεσαν να κάμψουν τον ζήλο της, ούτε να σταματήσουν την προσπάθεια της από του να ιδεί τις χιλιάδες των γυναικών από όπου επέρασε να επιστρέψουν στον Χριστό και να βαπτίζονται και να αποφασίζουν να ζήσουν τη χριστιανική ζωή. Η γενναιοψυχία της παρθένου και ισαποστόλου κόρης αποτελεί υπέροχο παράδειγμα για κάθε γυναίκα και ιδιαίτερα για κάθε κόρη. Σήμερα που ένα μεγάλο μέρος της νήσου μας στενάζει κάτω από τη μπότα του πιο βάρβαρου κατακτητή, σήμερα που δεκάδες από τις εκκλησίες μας βεβηλώνονται καθημερινά από τον άπιστο εισβολέα, σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά το παράδειγμα της αυτοθυσίας της παρθένου κόρης και η υπομονή κι ο ζήλος της πρέπει να είναι πάντα μπροστά μας. Να μας διδάσκει. Να μας κατευθύνει εις νομάς σωτηρίους και να μας θυμίζει ότι μόνο κοντά στον Χριστό μπορεί να έχει νόημα η ζωή μας και μόνο κοντά στον Χριστό και με τον Χριστό θα μπορέσουμε να ιδούμε καλύτερες μέρες και την Κύπρο μας ξανά ελεύθερη, ευτυχισμένη, ευλογημένη. Αγία του Θεού Μαριάμνη, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών. Αμήν.

Απολυτίκιο Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε…

Άμνω ηκολούθησας της σωτηρίας Χριστώ, άμνάς ώσπερ άμωμος συν αποσταλώ κλεινώ, Φιλίππω ομαίμονι, πάνσεπτε Μαριάμνη, αλογήσασα πάντων, όθεν πολλοίς εγένου, των ψυχών ευεργέτις, ζωήν ανακηρύττουσα, την επουράνιον.

Μεγαλυνάριο

Πλάνην αποδίωξαν αφ’ ημών, Μαριάμνη θεία, και εγκαίνισον του Χριστού, Φως ημίν τοίς πόθω, σήν μνήμην εκτελούντων, και ποθώ προσκυνούντων, σεπτήν εικόνα σου.

Πηγή: Http://Www.Pigizois.Net/Kiprioi_agioi/Mariamni.Htm

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

Η αγία Θεοδώρα η Αυγούστα: Η ευσεβής και αγία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου



Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ Η ΑΥΓΟΥΣΤΑ: Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
         Την Α΄ Κυριακή των νηστειών, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, η αγία μας Εκκλησία εορτάζει με κάθε λαμπρότητα την αναστήλωση των Ιερών Εικόνων, η οποία σήμανε τη λήξη μιας εκατονταετούς φοβερής διαμάχης στο Βυζάντιο (726-842).
     Πρωταγωνιστικό πρόσωπο στη λήξη της εικονομαχίας υπήρξε η αγία Θεοδώρα η Αυγούστα, η οποία, ως επίτροπος του ανήλικου γιού της Μιχαήλ Γ΄, συγκάλεσε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία επικύρωσε τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, θέτοντας τέλος στη θεολογική διαμάχη και στους διωγμούς των ορθοδόξων από τους φανατικούς εικονομάχους.
     Η αγία Θεοδώρα γεννήθηκε στην Παφλαγονία της Μ. Ασίας το 815. Ανήκε σε ευγενή και ευσεβή οικογένεια ορθοδόξων. Μαζί με την ευσέβειά της απέκτησε και σπουδαία μόρφωση. Η προσωπικότητά της εντυπωσίασε τον αυτοκράτορα Θεόφιλο (829-842), την οποία νυμφεύτηκε και απέκτησε μαζί της έναν γιο το Μιχαήλ και πέντε κόρες. 

Όμως δυστυχώς ο Θεόφιλος ήταν εικονομάχος και συνέχισε την πολιτική των προκατόχων του, με απαγορεύσεις και διώξεις των ορθοδόξων. Αντίθετα η αυτοκράτειρα Θεοδώρα παρέμεινε πιστή ορθόδοξη και τιμούσε τις Άγιες Εικόνες με τα παιδιά της κρυφά στους γυναικωνίτες του παλατιού. Μάλιστα αναφέρει η παράδοση, πως μητέρα και παιδιά αποκαλούσαν τις Ιερές Εικόνες «καλά νινιά» για να μη καταλάβει κάτι ο αυτοκράτορας.
     Το 842 ο Θεόφιλος είχε αρρωστήσει σοβαρά από δυσεντερία. Ήταν τόσο άσχημη η ασθένειά του ώστε οι γιατροί δε μπορούσαν να προσφέρουν καμιά βοήθεια στον αυτοκράτορα. Μάλιστα εξαιτίας της αρρώστιας του είχε παραμορφωθεί το πρόσωπό του και ο λάρυγγάς του είχε βγει έξω από το στόμα του. Η ευσεβής αυτοκράτειρα προσεύχονταν κρυφά τα βράδια μπροστά στην Ιερή Εικόνα της Θεοτόκου να λυπηθεί και να βοηθήσει τον αυτοκράτορα σύζυγό της, Κάποιο βράδυ και ύστερα από θερμή προσευχή είδε ένα φοβερό όνειρο: λαμπροφορεμένους αγγέλους να χτυπάνε αλύπητα τον Θεόφιλο. Όταν έντρομη ξύπνησε άκουσε κραυγές από τον κοιτώνα του συζύγου της, ο οποίος έλεγε: «αλίμονο σε μένα τον άθλιο και δυστυχή, εξαιτίας των Αγίων Εικόνων με χτυπάνε»! Η Θεοδώρα μπήκε έντρομη στο δωμάτιο του Θεόφιλου, ξεχνώντας ότι είχε στα χέρια της την Εικόνα της Θεοτόκου. Τότε ο Θεόφιλος άρπαξε την Εικόνα, την οποία ασπάστηκε με δάκρια στα μάτια, παρακαλώντας την Μητέρα του Κυρίου να τον ελεήσει. Το θαύμα έγινε, σε λίγες ημέρες έγινε εντελώς καλά.
       Το θαυμαστό αυτό γεγονός οδήγησε το Θεόφιλο να αλλάξει πολιτική, που όμως δεν πρόλαβε να εφαρμόσει, διότι λίγο αργότερα πέθανε. Το θρόνο του ανέλαβε ο μόλις τριών ετών γιός του Μιχαήλ, του οποίου την επιτροπεία, όπως προαναφέραμε, είχε αναλάβει η Θεοδώρα. Πρώτη της ενέργεια ήταν να αποκαταστήσει την ειρήνη στην Εκκλησία και να αναστηλώσει στους ναούς τις Ιερές Εικόνες, τις οποίες είχαν αφαιρέσει οι εικονομάχοι και είχαν ασβεστώσει τις τοιχογραφίες. Κατέβασε από τον πατριαρχικό θρόνο τον εικονομάχο Ιωάννη και ανέβασε το Μεθόδιο. Διέταξε τέλος να βγουν από τις φυλακές και να ανακληθούν από τις εξορίες όλοι οι ορθόδοξοι ομολογητές της ταραγμένης εκείνης εποχής.
       Την Α΄ Κυριακή των Νηστειών, στις 18 Φεβρουαρίου του 842,             συγκεντρώθηκαν  στον περίλαμπρο ναό της Αγίας Σοφίας όσοι πατέρες, μοναχοί, κληρικοί είχαν γλυτώσει από τους διωγμούς των εικονομάχων, με επικεφαλής την αυτοκράτειρα και τον υιό της Μιχαήλ και πλήθος πιστών έκαμαν την επίσημη ανακοίνωση λήξης της εικονομαχίας και την αναστήλωση των Ιερών Εικόνων. Την ίδια  ημέρα με δάκρια χαράς και συγκινήσεως έγινε η πρώτη περιφορά των Ιερών
Εικόνων. Σε ανάμνηση αυτής της περιφοράς, στο εξής περιφέρονται σε όλους τους ορθόδοξους ναούς οι Ιερές Εικόνες και εορτάζεται λαμπρά με ιδιαίτερο τελετουργικό το μεγάλο γεγονός ως τα σήμερα. 
      Αργότερα ο αδελφός της Βάρδας κηδεμόνας και αυτός του Μιχαήλ δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στο παλάτι. Ανήθικος, ασεβής και ραδιούργος, όπως ήταν, παρέσυρε τον νεαρό αυτοκράτορα ανεψιό του σε πράξεις ακολασίας και ασέβειας, για τις οποίες η ευσεβής Θεοδώρα αντέδρασε έντονα. Δυστυχώς ο Μιχαήλ συντάχτηκε με το Βάρδα και εναντιώθηκε στην ευσεβή και συνετή μητέρα του. Ο Βάρδας αποφάσισε να θέσει στο περιθώριο την ενοχλητική αυτοκράτειρα. Γι’ αυτό οργάνωσε συκοφαντική εκστρατεία εναντίον της. Την κατηγόρησε για δήθεν κατάχρηση του αυτοκρατορικού ταμείου και για δήθεν απόπειρα δολοφονίας του υιού της, καταφέρνοντας να υπογράψει ο Μιχαήλ διάταγμα καθαίρεσής της από αυτοκράτειρα και τον βίαιο εγκλεισμό της στη Μονή των Γαστρίων, μαζί με τις  κόρες της.
       Εξανάγκασε τον αδελφό της Θεοδώρας Πάτρωνα, να ντύσει μοναχές την ίδια και τις κόρες της, χωρίς να τη θέλησή τους, όπως προβλέπουν οι μοναχικοί κανόνες. Η Θεοδώρα έζησε στη Μονή, ως την κοίμησή της, διαπρέποντας στη μοναχική ζωή. Με ταπείνωση και ανεξικακία αντιμετώπισε την απομόνωσή της, την οποία θεώρησε ως δώρο Θεού για τη σωτηρία της. 
      Κοιμήθηκε γαλήνια στις 11 Φεβρουαρίου του 867. Μετά από λίγα χρόνια έγινε ανακομιδή του σεπτού της λειψάνου, το οποίο βρέθηκε άφθαρτο και να ευωδιάζει, ποιώντας πολλά θαύματα. Το σεπτό της σκήνωμα μεταφέρθηκε από τον Μέγα Φώτιο στην Κωνσταντινούπολη, όπου φυλασσόταν ως την άλωση. Το 1456 μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα, όπου φυλάσσεται ακέραιο στον μητροπολιτικό ναό του νησιού, ως πολύτιμο κειμήλιο, αγιάζοντας τους πιστούς. Η μνήμη της τιμάται στις 11 Φεβρουαρίου. Την Κυριακή της Ορθοδοξίας γίνεται λιτανεία του στην πόλη της Κέρκυρας με κάθε μεγαλοπρέπεια.  

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΑΓΑΘΗΣ.

Τη Ε΄ (5η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΑΓΑΘΗΣ.

Αγαθή η Αγία και ένδοξος του Χριστού Παρθενομάρτυς ήτο από την Κατάνην της Σικελίας, διέλαμπε δε δια την ωραιότητα του σώματος, το κάλλος της ψυχής και τον πλούτον των σωματικών αγαθών. Εβασίλευε δε κατά τους χρόνους εκείνους ο ασεβέστατος Δέκιος, ο οποίος εθανάτωσε τον Φίλιππον, τον προ αυτού βασιλέα, δια να λάβη την βασιλείαν. Θέλων δε ο αξιοκατάκριτος να αποδείξη ότι δεν εφόνευσε τον Φίλιππον από επιθυμίαν να βασιλεύση, αλλά διότι εκείνος εσέβετο δήθεν τον Χριστόν, εκίνησε διωγμόν μέγαν κατά των Χριστιανών ο παμμίαρος και έστειλεν εις όλας τας πόλεις και χώρας άρχοντας και ηγεμόνας, προστάσσων αυτούς να ερευνώσιν επιμελώς και να κάμνωσι πάντα τρόπον και μέθοδον να εξαλείψουν και να αφανίσουν παντελώς το όνομα του Χριστού.

Μεταξύ λοιπόν των άλλων επάρχων όπου έστειλεν, ήτο σκληρός τις και απάνθρωπος, Κυντιανός εις το όνομα, τον οποίον έκαμεν ηγεμόνα να ορίζη όλην την Σικελίαν. Είχε δε ούτος ανάμεσα εις τας άλλας αισχρουργίας και ταύτα τα τρία ελαττώματα· πρώτον κατήγετο από χωρικούς και χονδρούς ανθρώπους, ανελθών εις εκείνο το αξίωμα από κακάς πράξεις· δεύτερον ήτο βεβυθισμένος εις τον βόρβορον της σαρκός· τρίτον δε, ήτο υπερβολικά φιλάργυρος. Κατά την εποχήν λοιπόν εκείνην ευρίσκετο εις την Κατάνην η κεκοσμημένη ψυχή τε και σώματι με διαφόρους αρετάς και αγαθάς πράξεις, αγαθή εις την γνώμην και την καρδίαν, καθώς ήτο και η επωνυμία της. 
Το όνομα των γονέων της δεν ευρίσκεται γεγραμμένον εις τας γραφάς, διότι απέθανον εις την ασέβειαν· αύτη όμως η θεοδίδακτος κόρη επροσκύνει και εσέβετο τον Εσταυρωμένον Χριστόν και τον αγαπούσε με όλην την δύναμιν της ψυχής, κατά την θείαν εντολήν την λέγουσαν· «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της δυνάμεώς σου» (Δευτ. στ: 5). Είχε δε τρία χαρίσματα πλέον των άλλων παρθένων· πρώτον, κατήγετο από τους ευγενεστέρους άρχοντας, δεύτερον, ήτο ευμορφοτέρα και ωραιοτέρα από όλας τας κορασίδας εκείνης της πόλεως, και αφιέρωσεν εις τον Θεόν την παρθενίαν της, την οποίαν απεφάσισε να φυλάξη άφθορον, τρίτον δε, ήτο πολύ πλουσία και είχε κινητά και ακίνητα πράγματα, τα οποία διεμοίρασεν η ιδία εις τους πτωχούς αφειδώς και ευσπλαγχνικώτατα. Όταν λοιπόν ήκουσεν ο Κυντιανός την καλήν φήμην και τας αρετάς και αγαθάς πράξεις της Αγαθής, έβαλεν εις την καρδίαν του πονηρά, και διελογίζετο εν εαυτώ ταύτα· «Εάν κάμω τρόπον να φέρω την Αγαθήν εις το θέλημά μου, να την πάρω δια γυναίκα μου, αξιώνομαι τρία πράγματα· πρώτον μεν πληρώνω την σαρκικήν μου επιθυμίαν, απολαμβάνων τοιαύτην ευμορφίαν και ωραιότητα· δεύτερον μετέχω της ευγενείας του αίματός της, όταν την κάμω γυναίκα μου, ο οποίος τώρα είμαι από ευτελείς και χωρικούς ανθρώπους· τρίτον δε και τελευταίον πάντων, λαμβάνω τον πλούτον της όλον εις τας χείρας μου και γίνομαι πλουσιώτερος πάντων». Ταύτα μελετών εις την καρδίαν του ο ανόσιος τύραννος επρόσταξε να φέρωσιν αυτήν ενώπιόν του και βλέπων αυτήν τοσούτον ωραίαν, ίστατο άφωνος ώραν πολλήν, ως εκστατικός, θαυμάζων τοιούτον κάλλος· έπειτα την εκολάκευσε με υποσχέσεις να συγκαταβή εις την γνώμην του, υποσχόμενος προς αυτήν τιμάς πολλάς, μεγαλεία και αξιώματα. Αλλά η σοφή και πάγκαλος κόρη δεν έλαβε ποσώς υπ’ όψιν τα ληρώδη του φλυαρήματα, αλλά του έδωσε τοιαύτην απολογίαν με γνωστικούς λόγους, ώστε τον έκαμε να γνωρίση ευθύς εξ αρχής το αμετάθετον της καρδίας της. Βλέπων λοιπόν ο ασύνετος ότι δεν επετύγχανε τίποτε με τας κολακείας και υποσχέσεις του, προσεκάλεσε κακήν τινα και άσεμνον γυναίκα, ονόματι Φροντισίαν, η οποία είχεν εννέα θυγατέρας και ηκολούθουν άπασαι τον της μητρός αυτών άσωτον βίον, κυλιόμεναι εις τον βόρβορον της σαρκικής αμαρτίας· και λέγει προς αυτάς ο παμμίαρος· «Λάβετε την κόρην ταύτην εις την οικίαν σας και κάμετε πάντα τρόπον να την φέρετε εις την γνώμην σας, και εάν αυγκλίνη εις την σαρκικήν πράξιν να κάμη το θέλημά μου, θέλω σας δώσει τόσα χαρίσματα, ώστε να εξέλθετε από το καταφρονεμένον επάγγελμά σας». 
Επήραν λοιπόν αι αναίσχυντοι εκείναι γυναίκες την ευλογημένην Αγαθήν εις τον οίκον των και έθλιβον και εβασάνιζον αυτήν επί ένα ολόκληρον μήνα αδιαλείπτως, υποσχόμεναι προς αυτήν μεγάλας δωρεάς και χαρίσματα· πολλάκις δε την εφοβέριζον και με απειλάς διαφόρων τιμωριών και κολάσεων, της έδιδον ολίγον φαγητόν και ολίγον ύδωρ, και δεν την άφηναν να αναπαυθή ειμή μόνον ολίγον, την υπέβαλλον εις αγρυπνίαν κατά το περισσότερον διάστημα της νυκτός λέγουσαι προς αυτήν όσα ηδύναντο να την παρακινήσουν εις την σαρκικήν απόλαυσιν και κοσμικήν ματαιότητα, τα οποία δεν είναι πρέπον να γράψωμεν, δια να μη μιαίνωμεν τας ακοάς σας· η δε Αγία έλεγε προς εκείνας ταύτα· «Ο νους μου είναι θεμελιωμένος και στερεωμένος εις τον Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν, τον ακρογωνιαίον λίθον, οι δε λόγοι σας είναι άνεμος· αι υποσχέσεις και απειλαί σας ποτάμια ύδατα, τα οποία δύνανται μεν να κτυπήσωσιν εις τον στερρότατον πύργον του νοός μου, δεν θα δυνηθώσιν όμως παντελώς να τον διασείσωσιν· όσον δε τον πολεμήσετε δυνατώτερα, τόσον τον ευρίσκετε εις την αγάπην του Κτίστου μου στερεώτερον». Ταύτα έλεγεν η Αγία δακρυρροούσα και ικετεύουσα τον Θεόν να της δώση Χάριν, να έλθη εις την δόξαν του Μαρτυρίου το γρηγορώτερον. 
Μετά τριάκοντα ημέρας, βλέπουσα η Φροντισία, ότι όσον ενουθέτει την Αγίαν, τόσον εύρισκεν αυτήν στερεωτέραν και αμετάτρεπτον, επήγεν εις τον ηγεμόνα και του λέγει· «Αληθώς ευκολώτερα ημπορεί κανείς να μαλάξη τον σίδηρον και τους σκληρούς λίθους, να τους κάμη μαλακωτέρους του ύδατος, παρά την καρδίαν της κόρης ταύτης να μετατρέψη από την γνώμην της· περισσότερον από τριάκοντα ημέρας την εδίδασκα με τας θυγατέρας μου και της ελέγαμεν ερωτικά και άσεμνα λόγια, τας ιδικάς σου υποσχέσεις και δωρεάς, τας απειλάς τιμωριών και πικροτάτου θανάτου· αλλά εις μάτην εκοπιάσαμεν, διότι ενικήθημεν μάλλον ή να νικήσωμεν· λοιπόν κάμε ει τι βούλεσαι». 
Τότε εθυμώθη περισσώς ο τρισκατάρατος άρχων και προστάσσει να φέρωσι την Αγίαν ενώπιόν του. Τούτου δε γενομένου, την ερώτησε να  ειπή το γένος της και την κατάστασιν· η δε είπε προς αυτόν· «Εγώ είμαι γυνή ελευθέρα, γεννημένη από τους ευγενικωτέρους άρχοντας ταύτης της πόλεως, καθώς το γνωρίζουσιν όλοι ούτοι οι συμπολίται μου». Λέγει ο ηγεμών· «Εάν είσαι ελευθέρα, καθώς λέγεις, διατί έχεις πράξεις και τάξεις, ωσάν να ήσουν δούλη τινός;» Απεκρίθη η Αγαθή· «Διότι είμαι δούλη του Δεσπότου Χριστού και ουδενός άλλου». Λέγει ο άρχων· «Λοιπόν, αν είσαι δούλη, δεν είσαι ελευθέρα». Απήντησεν η Αγία· «Ο τέλειος δούλος του Δεσπότου Χριστού είναι καθολικά ελεύθερος και ει τις είναι αυθέντης του εαυτού του, λέγεται φυσικά κύριος του κόσμου παντός και με τον τρόπον τούτον είναι ελεύθερος από όλα τα κτίσματα». Λέγει προς αυτήν ο άρχων· «Μη αναμένωμεν πλέον εις λόγια άκαιρα· ή θυσίασε εις τους θεούς μου, ή θα σε αφανίσω με σκληροτάτας τιμωρίας». Απεκρίθη η Αγία· «Παρακαλώ τον Κύριόν μου, να γίνης όμοιος του θεού σου». Οι λόγοι ούτοι κατετάραξαν τον τύραννον και προστάσσει τους υπηρέτας να συντρίψουν το στόμα της Αγίας, δια να μη τολμήση πλέον να εξυβρίση τον θεόν του. Τούτου γενομένου, λέγει προς αυτόν η Αγία· «Θαυμάζω εις σε, ω ηγεμών, όστις νομίζεσαι φρόνιμος άνθρωπος, πως έδειξες εις αυτό πολλήν αφροσύνην· εγώ δια σε εδεήθην καλόν και τιμήν, να γίνης όμοιος του θεού σου, και συ εκέλευσας, άγνωστε, να με δείρωσιν· εάν οι θεοί σας είναι καλλίτεροι από σας, έπρεπε να με ευχαριστής, όπου επιθυμώ το συμφέρον σου· ει δε και είναι χειρότεροι, αισχύνθητε, τετυφλωμένοι, και εντραπήτε, προσκυνούντες τοιούτους θεούς ανοήτους». Τότε εθυμώθη ο τύραννος περισσότερον και λέγει προς αυτήν· «Πως τολμάς, αναίσχυντον γύναιον, και λαλείς τοιαύτα μάταια και αφρονέστατα λόγια; Ή θυσίασε εις τους θεούς μου την ώραν ταύτην, ή να λάβης διάφορα κολαστήρια». Απεκρίθη η Αγία· «Τας τιμωρίας σου και τα κολαστήρια εγώ ουδόλως φοβούμαι, διότι, αν με βάλης εις θηρία ανήμερα, ευθύς ως ακούσουν το όνομα του Χριστού γίνονται ταπεινά και ήμερα ως αρνία· εάν με ρίψης εις την φλόγα, δια να με καύσης, οι ουράνιοι Άγγελοι θέλουσιν έλθει να ψυχράνουν την καύσιν και δριμύτητα της φλογός· εάν με ραβδίσης και ξεσχίσης τας σάρκας μου και ό,τι άλλην τιμωρίαν μου δώσης, έχω βοηθόν τον Δεσπότην μου, εις τον οποίον όλα τα στοιχεία υπακούουσι και με τον λόγον του όλαι αι ασθένειαι θεραπεύονται· δαιμόνια εκδιώκονται, παράλυτοι συσφίγγονται, χωλοί περπατούσι και άλλα θαυμαστά τεράστια γίνονται με το νεύμα του μόνον και την θείαν βούλησιν. Αυτός λοιπόν θέλει με ελευθερώσει από πάσας τας επινοίας σου». Τότε προσέταξεν ο ηγεμών να οδηγήσωσι την Αγίαν εις την φυλακήν έως την επομένην, δια να του δοθή καιρός να σκεφθή ποίαν βάσανον να της δώση. Πορευομένη δε η Αγία εις την φυλακήν έχαιρε και είχε τοσούτον αγαλλιώμενον πρόσωπον, ώστε εφαίνετο, ότι επήγαινεν εις γάμους. Την επαύριον εκάθισεν ο Κυντιανός εις τον θρόνον ως λύκος άγριος, αφού δε έφεραν την Αγίαν λέγει προς αυτήν· «Μη χάνωμεν τον καιρόν· αρνήσου παρευθύς τον Χριστόν και θυσίασε εις τα είδωλα». Απεκρίθη η Αγία· «Γνώριζε, ότι ποτέ δεν θέλω έλθει εις τόσην αναισθησίαν, να προσκυνήσω τους δαίμονάς σου, έστω και αν μου δώσης τας φοβερωτέρας τιμωρίας, όπου να ηκούσθησαν ποτέ, αλλά πάντα ομολογώ τον Θεόν μου καρδία και στόματι· λοιπόν παίδευε, τιμώρα, ξέσχιζε τας σάρκας μου, παράδος με εις διαφόρους θανάτους, να γνωρίσης την αλήθειαν». Τότε προσέταξεν ο τύραννος να εκδύσουν παντελώς την Αγίαν, να δέσουν οπίσω τας χείρας της, να την κρεμάσουν εις στύλον, να την δείρουν με βούνευρα και να περικαύσουν την κεφαλήν, τας χείρας και τους πόδας της. Τούτων δε γενομένων, είπε προς τον τύραννον η Αγία· «Συ θαρρείς ότι μου δίδεις μεγάλην θλίψιν, εγώ όμως χαίρομαι εις ταύτα τα παιδευτήρια, ωσάν όταν ακούη τις καλάς αγγελίας και βλέπει ακριβόν τινα και ηγαπημένον φίλον του, τον οποίον είχε καιρόν πολύν να απολαύση· καθώς δε τον σίτον δεν βάλλουσιν εις την αποθήκην, εάν δεν τον καθαρίσουν πρώτα εις την άλωνα, να τον ξεχωρίσουν από το άχυρον, ούτω και η ψυχή μου δεν ημπορεί να εισέλθη εις την δόξαν της ατελευτήτου μακαριότητος, χωρίς του Μαρτυρίου τον στέφανον, εάν δεν βασανίσης πρώτον το σώμα μου με δεινά κολαστήρια». Τότε προσέταξε τους υπηρέτας ο δυσσεβής να ανασπάσουν τους μαστούς της Αγίας με σίδηρον, εάν όμως δεν ημπορέσουν κατ’ αυτόν τον τρόπον, τότε να τους κόψουν με μάχαιραν· έπασχον λοιπόν επί πολλήν ώραν οι δήμιοι, συστρέφοντες αυτούς με πυράγρας, αλλά δεν ημπορούσαν να τους ανασπάσουν, διότι ήσαν πολλά μικροί· όθεν, κόπτοντες αυτούς με μάχαιραν εξέσχισαν τοιουτοτρόπως το στήθος της, ώστε ήτο λύπη μεγάλη να βλέπη κανείς· έρρεεν απ’ αυτής τόσον αίμα, ώστε εκοκκίνισεν όλον το έδαφος. Ταύτα πάσχουσα η Αγία, έστρεψε το πρόσωπον προς τον ηγεμόνα και είπε προς αυτόν· «Ω δυσσεβή και άσπλαγχνε τύραννε, πως δεν ησχύνθης, αναίσχυντε, να κόψης εκείνα τα μέλη, από τα οποία και συ ελάμβανες την τροφήν σου κατά την βρεφικήν ηλικίαν; Αλλά εγώ περί τούτου ουδόλως ενδιαφέρομαι, διότι έχω τον Δεσπότην μου Χριστόν, όστις δύναται να με ιατρεύση, εάν είναι προς το συμφέρον μου». Μετά ταύτα προστάσσει ο τύραννος να ρίψουν την Αγίαν εις σκοτεινήν τινα φυλακήν χωρίς να της δώσουν άλλην τροφήν, ειμή μόνον ολίγον άρτον και ύδωρ, τόσον ώστε να μην αποθάνη, δια να την τιμωρήση και πάλιν χειρότερα, παρήγγειλε δε εις τους φύλακας να προσέχωσι με ασφάλειαν, να μην υπάγη κανείς ιατρός να την θεραπεύση, αλλά να την αφήσουν ούτως ανεπιμέλητον, ώστε να βρωμίσουν αι πληγαί της. Ο μεν λοιπόν μιαρός και άσπλαγχνος τύραννος εμελέτα κενά και μάταια, ο δε πάνσοφος ιατρός και Βασιλεύς πολυεύσπλαγχνος εφρόντισε περί της ιατρείας της δούλης του και ακούσατε: Καθώς η Αγία εκείτετο τοιουτοτρόπως απερριμμένη και πληγωμένη εις το σκοτεινόν δεσμωτήριον, την ώραν του μεσονυκτίου ήλθε φως άρρητον και εξαίσιον· τότε αι μεν θύραι της φυλακής από θείαν ροπήν ηνεώχθησαν, οι δε φύλακες έφυγαν έντρομοι· τότε βλέπει η Αγία ιεροπρεπή τινα και σεβάσμιον γέροντα, όστις εκράτει σκεύος τι εις τας χείρας του, γεμάτον ιατρικά βότανα, έμπροσθεν δε τούτου προεπορεύετο νέος τις ωραίος κρατών λαμπάδα πολύφωτον, ήσαν δε ούτοι ο Άγιος Απόστολος Πέτρος και ο Άγγελος φύλαξ της ψυχής της· η Αγία όμως δεν τους εγνώρισε. Τότε ήλθον και τινες καλοί συμπολίται αυτής και γνώριμοι άνθρωποι και την συνεβούλευον να φύγη δια να μη θανατωθή αδίκως. Η δε Αγία προς αυτούς απεκρίνατο· «Μη γένοιτο, να εγκαταλείψω τον αγώνα και τον στέφανον του Μαρτυρίου, να γίνω δε και αιτία να παιδευθώσιν οι φύλακες». Τότε λέγει προς αυτήν ο Απόστολος· «Προς τούτο ήλθον, θύγατερ, να ιατρεύσω τα πληγωμένα μέλη σου». Η δε Αγία είπε προς αυτόν· «Τις είσαι και μεριμνάς δια την υγείαν μου; Εγώ ποτέ δεν ηθέλησα να κάμω ιατρείαν τινά σωματικήν· λοιπόν άπρεπον είναι να πράξω τώρα, όπου ευρίσκομαι κοντά εις τον θάνατον, εκείνο όπου δεν έπραξα ουδέποτε», Τότε ο μακάριος Πέτρος, θέλων να δειχθή έτι περισσότερον η προθυμία της προς το Μαρτύριον, λέγει προς αυτήν· «Μη εντρέπεσαι, θύγατερ, και άφες με να σε ιατρεύσω, ότι δούλος είμαι του Δεσπότου Χριστού και δι’ αγάπην του ήλθα να σου κάμω την χάριν ταύτην». Η δε Αγία απεκρίνατο· «Εγώ δεν έχω καμμίαν αιτίαν να εντραπώ ποσώς άνθρωπον του κόσμου και μάλιστα από σε, όστις είσαι γέρων, αι δε σάρκες μου είναι τόσον ξεσχισμέναι, ώστε θαρρώ ότι δεν είναι δυνατόν κανείς να σκανδαλισθή εις εμέ· δια ταύτα, κύριέ μου, σε ευχαριστώ πολύ δια την καλωσύνην ταύτην όπου ηθέλησες αυτοπροαιρέτως να μου κάμης, χωρίς εγώ να την ζητήσω». Λέγει πάλιν προς αυτήν ο Άγιος· «Διατί λοιπόν δεν θέλεις να σε ιατρεύσω»; Η δε είπε προς αυτόν· «Διότι έχω τον Δεσπότην μου Ιησού Χριστόν, όστις δια του νεύματος και μόνον κυβερνά όλον τον κόσμον και με τον λόγον του θεραπεύει πάσαν ασθένειαν αθεράπευτον και νόσον ανίατον. Εάν λοιπόν είναι ευάρεστον εις αυτόν και η θεραπεία του εμού σώματος προς το συμφέρον μου, θέλει μου την δώσει η Χάρις του με λόγον μόνον ή νεύμα μικρότατον». Ταύτα ακούσας ο Άγιος και υπομειδιάσας ολίγον είπε προς αυτήν· «Γίγνωσκε, θύγατερ, ότι εγώ είμαι ο Απόστολος Πέτρος και ιδού εθεραπεύθης δια της Χάριτος του Χριστού». Και ταύτα ειπών ο μεν Απόστολος του Κυρίου έγινεν άφαντος, η δε Αγία ευρέθη υγιής, με ανακαινισμένα όλα τα μέλη αυτής, και ούτε καν μικρότατον λείψανον τομής έχουσα. Τότε έπεσε κατά γης και προσηύχετο μετ’ ευχαριστίας προς Κύριον λέγουσα· «Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, ο δια του Αποστόλου σου Πέτρου θεραπεύσας τους μαστούς μου και τα τετραυματισμένα επίλοιπα μέλη του σώματός μου».
 Την επαύριον έφεραν και πάλιν την Αγίαν εις το παλάτιον και της λέγει ο άρχων· «Προσκύνησε τους θεούς μου, διεστραμμένη, ειδ’ άλλως θα λάβης κολαστήρια των προτέρων δριμύτερα». Η δε είπε προς αυτόν· «Ω μάταιε και φρενόληπτε, πως θέλεις να απαρνηθώ τον Δεσπότην μου, όστις μου εθεράπευσε τας πληγάς, και να προσκυνήσω τους λίθους»; Λέγει ο άρχων· «Ποίος σε εθεράπευσεν»; Η δε Αγία είπε· «Ο Δεαπότης μου Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος, τον οποίον πάντοτε θέλω ομολογεί δια στόματος εξ όλης μου της καρδίας». Λέγει προς αυτήν ο άρχων· «Τώρα θέλω να δοκιμάσω, εάν δύναται ο Χριστός σου να σε βοηθήση». Τότε προστάσσει να ανάψουν μεγάλην πυράν από άνθρακας εκεί εις το παλάτιον και επάνω εις τους ανημμένους άνθρακας να ρίψουν τεμάχια πίσσης, κεράμων και σιδηρούς τριβόλους δια να εμπηγούν εις τας σάρκας της· είτα την εξέδυσαν και δένοντες τας χείρας και τους πόδας αυτής με σιδηράς αλύσους την έρριψαν εις εκείνους τους φλογερούς άνθρακας. Τότε δη, τότε, όταν εδίδετο η τοιαύτη σφοδροτάτη βάσανος εις την ευλογημένην Αγάθην και εκείνη εδέετο παρά Κυρίου βοηθείας, την εβοήθησεν ο εν μέσω της φλογός δροσίσας τους τρεις Παίδας αυτού. Γίνεται τότε σεισμός φοβερώτατος τόσον, ώστε όλοι ενόμιζον, ότι επρόκειτο να καταποντισθή η χώρα αυτών. Διότι εκρημνίσθησαν οίκοι πολλοί και εφόνευσαν πολλούς ανθρώπους, μάλιστα δε το παλάτιον του Κυντιανού, το οποίον εκρημνίσθη και εθανάτωσε δύο συμβούλους αυτού. Τότε έδραμεν όλος ο λαός της Κατάνης αρματωμένοι εις το παλάτιον και λέγουσι προς τον άρχοντα· «Δια τας πικράς τιμωρίας όπου δίδεις εις την αξιοθαύμαστον Αγάθην, ω ηγεμών, κινδυνεύομεν όλοι να χάσωμεν την ζωήν και το πράγμα μας· όθεν, ή άφες την και μη την βασανίζης πλέον, ή καίομεν σε με όλον τον οίκον σου». Τότε ο Κυντιανός εφοβήθη την ορμήν του λαού και τον σεισμόν και προστάσσει να εκβάλουν την Αγίαν από τους άνθρακας και ούτω ημικεκαυμένην να την απορρίψουν εις την φυλακήν έως άλλην πρόσταξίν του. Εκεί λοιπόν εις την φυλακήν ευρισκομένην έκλινε τα γόνατα η Αγία και έκαμε την προσευχήν ταύτην προς τον Δεσπότην Χριστόν λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, όστις με έπλασες εκ του μη όντος εις το είναι εις τούτον τον κόσμον, όστις εφύλαξες το σώμα μου άφθορον και αμέτοχον πάσης σαρκικής απολαύσεως και με ενεδυνάμωσες να νικήσω τας τιμωρίας των ασεβών τυράννων, όστις μου εχάρισες την δύναμιν της υπομονής δια την πολλήν ευσπλαγχνίαν σου, δέομαι και ικετεύω την σην αγαθότητα να με δεχθής σήμερον εις την δόξαν σου, ίνα αξιωθώ να ιδώ με τους ψυχικούς οφθαλμούς μου το πρόσωπόν σου το Άγιον». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης, ευθύς ως ετελείωσε την ευχήν εκοιμήθη, η δε αγία ψυχή της επήγεν εις χείρας του επουρανίου Νυμφίου της ν’ αγάλλεται συν Αυτώ εις εκείνην την άρρητον ευφροσύνην και αϊδιον δόξαν. Ως ήκουσαν λοιπόν οι συμπολίται της, ότι εκοιμήθη η Αγία, έδραμον μετά δακρύων και ευλαβείας απείρου εις την φυλακήν και λαβόντες το άγιον εκείνο σώμα, έβαλον εις αυτό σμύρναν και άλλα ευώδη αρώματα, και τυλίξαντες εις σινδόνα καθαράν, το απέθεσαν ευλαβώς εις τάφον μαρμάρινον πορφυρούν. Κατά δε την ώραν κατά την οποίαν ενεταφίαζον την Αγίαν, εισήλθεν εις την πόλιν ωραιότατος τις και θαυμαστός νέος αστραπηφόρος, κρατών εις τας χείρας του μαρμαρίνην πλάκα. Έμπροσθεν του νέου τούτου προεπορεύοντο έτεροι εκατόν νέοι εις στοίχους ανά δύο, λευκοφόροι ως η χιών και υπερβολικά ωραίοι. Όταν δε ούτοι έφθασαν εις τον τάφον της Αγίας, ο προεστώς εκείνος των νέων έβαλεν επάνω εις αυτόν το μάρμαρον, το οποίον εκράτει. Έπειτα έγινεν άφαντος με την συνοδείαν του άπασαν, οίτινες ήσαν Άγιοι Άγγελοι, εκείνος δε όστις εβάσταζε την πλάκα ήτο ο Άγγελος φύλαξ της ψυχής της. Εις εκείνο δε το μάρμαρον ήσαν εγγεγραμμένα τα εξής· «Νους όσιος αυτοπροαίρετος, τιμή εκ Θεού και πατρίδος λύτρωσις». Ταύτα εφανέρωνον ότι η Αγία Αγαθή είχε τον ωουν όσιον, αγιώτατον, αυτοπροαίρετον, διότι αφ’ εαυτής της ήλθεν εις την ευσέβειαν, έδωκε πολλήν τιμήν εις τον Θεόν δια του Μαρτυρίου αυτής, θα είναι δε και αιτία ελευθερώσεως της πατρίδος της από την ασέβειαν και επιστροφήν προς την Ορθόδοξον Πίστιν μας. Μαθών δε ο κατηραμένος τύραννος, ότι απέθανεν η Μάρτυς Αγάθη, εξήλθεν έφιππος από την πόλιν μετά των στρατιωτών του ίνα υπάγη να ιδή τα κτήματα της Αγίας και γίνη εξουσιαστής και κύριος τούτων. Αλλά ο Πανάγαθος Θεός δεν αφήκεν αυτόν να τελειώση την επιθυμίαν της φιλαργύρου γνώμης του, αλλά του ανταπέδωκε την αμοιβήν δια τας τιμωρίας τας οποίας αυτός έδωσεν εις την ευλογημένην Αγάθην. Ενώ λοιπόν διήρχετο ποταμόν τινα ο Κυντιανός έφιππος, εν μέσω δύο στρατιωτών, ηγέρθησαν όρθια τα άλογα των στρατιωτών εκείνων και (ω του θαύματος), το ένα εδάγκασε με το στόμα του τον τύραννον από το στήθος και τον έρριψεν εις τον ποταμόν, και το άλλο επήδησεν επάνω του και τον κατεπάτησε τόσον, ώστε τον εθανάτωσε και ούτως εδικαιώθη η Αγία Μάρτυς Αγάθη. Το δε παμμίαρον αυτού λείψανον παρέσυρεν ο ποταμός και δεν ηδυνήθησαν να το εύρωσι, παρ’ όλον ότι το ανεζήτησαν ικανώς. Νομίζω όμως ότι τον έλαβε σύσσωμον ο αυθέντης του διάβολος εις την κόλασιν, δια να τον τιμωρή αιωνίως ψυχή τε και σώματι. Εις την προρρηθείσαν νήσον της Σικελίας και εις απόστασιν ολίγων χιλιομέτρων από της Κατάνης, ευρίσκεται όρος καλούμενον Αίτνα. Τούτο είναι αρκετά μεγάλον, έχει δε εις την κορυφήν κρατήρα ωσάν στόμα, από το οποίον εξέρχεται μαύρος καπνός και πυρ. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος λέγει ότι τούτο κυριολεκτικά είναι ένα στόμα του Άδου. Το όρος τούτο, ένα χρόνον μετά την τελευτήν της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης, ήνοιξε το στόμα αυτού και έρριψε πυρ καυστικόν ωσάν ποταμόν, ερχόμενος δε ο πύρινος αυτός ποταμός προς την πόλιν της Κατάνης κατέκαιε και ηφάνιζεν ό,τι και αν ευρίσκετο προ αυτού, όχι μόνον φυτά και ξύλα, αλλά και παν άλλο πράγμα. Οι άνθρωποι λοιπόν της πόλεως, άνδρες τε και γυναίκες, Χριστιανοί τε και Έλληνες, τρομοκρατηθέντες και φεύγοντες από του πυρός εκείνου έδραμον πάντες μετά πίστεως εις τον τάφον της Αγίας Αγάθης, παίρνουσι τον μεταξωτόν πέπλον με τον οποίον είχον σκεπασμένον τον τάφον της Αγίας, έθεσαν αυτόν επάνω εις κοντόν και εξήλθον άπαντες, εκκλησιαστικοί τε και λαϊκοί, εις λιτανείαν δεόμενοι κατά του παμφάγου εκείνου πυρός. Ότε δε επλησίασαν, ω του θαύματος! Το πυρ εκείνο, όπερ επροξένει πρωτύτερα τόσην ζημίαν, ευλαβηθέν την σκέπην εκείνην της Αγίας, ωσάν να είχεν αίσθησιν, στραφέν εις τα οπίσω εκλείσθη εις το φλεγόμενον όρος, από δε την ώραν εκείνην και έπειτα δεν εξήλθε πλέον να κάμη άλλην ζημίαν. Από την θαυματουργίαν αυτήν ευλαβήθησαν άπαντες περισσότερον την Αγίαν, όχι μόνον δε οι Χριστιανοί, αλλά και οι Έλληνες όσοι ευρίσκεντο εις την πόλιν αυτήν και προσελθόντες εις την αληθινήν Πίστιν εβαπτίσθησαν εις το όνομα της Αγίας και ζωοποιού Τριάδος, Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός Θεού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.