Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ -ΙΟΥΛΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ -ΙΟΥΛΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

Τη ΚΕ΄ (25η) Ιουλίου, μνήμη της Οσίας μητρός ημών ΕΥΠΡΑΞΙΑΣ.


Ευπραξίας της Οσίας μητρός ημών η θαυμαστή πολιτεία και η πνευματική ανδρεία πάντα νουν εξέπληξεν Αγγέλων και ανθρώπων και εις αυτήν αληθώς εφαρμόζεται το του σοφού Σολομώντος «Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει; Τιμιωτέρα δε έστι λίθων πολυτελών η τοιαύτη». Απαριθμών είτα ο αυτός Σολομών τα κατορθώματα της ανδρείας γυναικός, λέγει, ότι αύτη επεξεργάζεται το έριον και το λίνον, συνάγει αφθόνως πόρους ζωής και πλούτον, καταφυτεύει αμπελώνας εκ των καρπών των χειρών της, τους βραχίονάς της εκτείνει εις την άτρακτον, και καθίσταται εν ενί λόγω η ελπίς και παρηγορία του ανδρός της και άλλα τινά και ευτελή έργα εργάζεται, άτινα εισί πολύ κατώτερα των πλεονεκτημάτων της όντως γενναίας ψυχής. Αν λοιπόν αι τοιαύται γυναίκες εθεωρήθησαν και ωνομάσθησαν υπό του σοφού Σολομώντος ανδρείαι, πολύ δικαιότερον είναι να ονομασθώσιν ανδρείαι αι κατά Θεόν μεταβαλούσαι την εαυτών φύσιν εις ανδρικήν, και ανδρικώς κατά των παθών αυτών παλαίσασαι και θριανβεύσασαι· διότι η λέξις ανδρεία, ως ώρισαν αυτήν οι περί αρετών φιλοσοφήσαντες, σημαίνει την αφοβίαν και γενναιότητα, την οποίαν δεικνύει ο πάσχων προς παν φοβερόν και επίπονον.

Και φοβερόν μεν και λίαν φρικώδες είναι ο κατά των ασάρκων δαιμόνων πόλεμος, λίαν δε επίπονος είναι η τήξις και ταπείνωσις της σαρκός δια της εγκρατείας και πάσης άλλης σκληραγωγίας. Όσαι λοιπόν γυναίκες ανέλαβον τοιούτον πόλεμον και δια σωματικής σκληραγωγίας κατέστειλαν τας σαρκικάς επαναστάσεις και εις ουδεμίαν εξ αυτών υπεχώρησαν, πως δεν είναι εύλογον να ονομασθώσιν ανδρείαι και να επαινώνται και θαυμάζωνται πλέον ή η γυνή εκείνη, ήτις εκρίθη υπό του Σολομώντος αξία να ονομασθή ανδρεία; Εκ τούτων των γυναικών μία και επισημοτάτη είναι η τρισένδοξος Ευπραξία, ήτις είναι ενδόξου καταγωγής, πολύ δε ενδοξοτέρα και περιφανεστέρα ως προς την κατά Θεόν πολιτείαν. 
Πατρίς μεν της Αγίας είναι η βασιλίς των πόλεων Κωνσταντινούπολις (οικείον δε είναι εις ημάς το καλόν τούτο και ουκ επείσακτον), οι δε γονείς αυτής ήσαν συγκλητικοί και πρώτοι των γερουσιαστών. Το δε γένος αυτής ήτο συγγενές προς το γένος του τότε βασιλέως. Εβασίλευε δε τότε Θεοδόσιος ο επονομασθείς Μέγας, εν έτει τπ΄ (380), όστις σοφώς εκυβέρνα το πηδάλιον της αυτοκρατορίας του. Αντίγονος ωνομάζετο ο περιφανής εκείνος ανήρ, τιμώμενος και αγαπώμενος υπό του βασιλέως όχι τόσω δια την συγγένειαν, όσω δια την χρηστότητα των ηθών του και την δεξιότητα και εμπειρίαν αυτού περί τα πολιτικά. Τούτον αείποτε συνεβουλεύετο ο βασιλεύς. Πλούσιος δε ων σφόδρα, έλαβεν εις γυναίκα την Ευπραξίαν, ευγενή, πλουσίαν και τοις τρόποις χρηστήν. Αμφότεροι δε μετεχειρίζοντο τον πλούτον αυτών ουχί προς απόλαυσιν ματαίων ηδονών, αλλά προς βοήθειαν των ενδεών και δια τροφήν των πεινώντων, περιβολήν των γυμνών, και εν γένει ειπείν μετέδιδον αφειδώς τον πλούτον αυτών και, κατά τον Απόστολον Παύλον, έσπειρον επ’ ευλογίαις και επ’ ευλογίαις εθέριζον. Διότι ο πλούτος αυτών, εκχυνόμενος καθ’ ον τρόπον προανεφέρθη, μάλλον ηύξανε και επληθύνετο δια της άνωθεν επιχορηγίας του Θεού, αφορώντος εις την θεοφιλή και φιλελεήμονα αυτών προαίρεσιν. Ούτω λοιπόν θεαρέστως πολιτευόμενοι οι άνθρωποι ούτοι ηξιώθησαν να αποκτήσωσι θυγατέρα, πρόξενον γενομένην εις τους γονείς ανεκφράστου χαράς και ευφροσύνης. Κατά δε την τελετήν των γενεθλίων οι γονείς πλείστας όσας ευεργεσίας και δωρεάς εχορήγησαν εις τους εν ανάγκαις ευρισκομένους. Ότε δε το θυγάτριον κατηξιώθη του λουτρού της παλιγγενεσίας, ωνομάσθη υπό του πατρός αυτού Ευπραξία, επί τω σκοπώ του να μιμηθή τους χρηστούς τρόπους και χαρακτήρας της ομωνύμου αυτού μητρός. Και το μεν θυγάτριον ανετρέφετο και ηύξανεν, ο δε Αντίγονος είπέ ποτε προς την εαυτού γυναίκα, ότι ο σκοπός του γάμου επληρώθη ήδη χάριτι Θεού, τουτέστιν η παιδοποιϊα, εφεξής λοιπόν ας συζώμεν απέχοντες και καθαρεύοντες της εκ της σαρκικής κοινωνίας ηδονής, ίνα απολαύσωμεν της πνευματικής εκείνης ηδονής, ήτις ουδέποτε παρέρχεται. Ταύτα ακούσασα η καλή εκείνη γυνή απήντησε· «Προ πολλού είχον κατά νουν τον σκοπόν τούτον, και εκ καρδίας επεθύμουν και ηυχόμην υπέρ της εκπληρώσεως αυτού, αλλ’ εδίσταζον να ανακοινώσω εις σε την επιθυμίαν μου ταύτην. Αφού όμως ο Θεός ενέπνευσε και εις σε την αυτήν αγαθήν επιθυμίαν, ας σπεύσωμεν προθύμως να εκπληρώσωμεν αυτήν, συνοικούντες αδελφικώς, προς δε και δι’ ων έχομεν χρημάτων ας φανώμεν πρόθυμοι να ανταλλάξωμεν την επουράνιον Βασιλείαν. Επειδή δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός την εις τους πένητας γενομένην ελεημοσύνην θεωρεί ως γενομένην εις εαυτόν (διότι είπεν· «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε»), ας διανείμωμεν τον πλούτον μετ’ εκείνου, όστις έδωκεν αυτόν εις ημάς, ίνα και της ατελευτήτου αυτού βασιλείας συγκληρονόμοι γενώμεθα».
 Και η μεν γυνή ταύτα είπεν, ο δε Αντίγονος, μεγάλως ευχαριστηθείς δια ταύτα, ηυχαρίστησε τον Θεόν, διότι εύρε την σύζυγον αυτού σύμφωνον. Τοιαύτας λοιπόν συνθήκας έθεσαν μεταξύ των αμφότεροι ομοφώνως. Εξηκολούθουν επομένως να απέχωσι της προς αλλήλους σαρκικής μίξεως και να μεταδίδωσι τα εαυτών αγαθά τοις δεομένοις. Διήγον δε τον εαυτών βίον εργαζόμενοι παν είδος αρετής. Ούτω δε επιζήσας ο Αντίγονος εν έτος και ευαρεστήσας τω Θεώ πολλώ μάλλον ή πρότερον, μετέστη εκ του προσκαίρου τούτου βίου εις τας αιωνίους Μονάς. Μαθόντες τον θάνατον του Αντιγόνου ο βασιλεύς και οι περί αυτόν ελυπήθησαν σφόδρα, ενθυμούμενοι την πίστιν και χρηστότητα των ηθών εκείνου, επαρηγόρουν δε την Ευπραξίαν, επιθυμούντες, όσον ηδύναντο, να μετριάσωσι την λύπην αυτής δια την συμφοράν. Αύτη δε προσπεσούσα εις τους πόδας του βασιλέως και της βασιλίσσης παρεκάλει αυτούς μετά δακρύων, ίνα προστατεύσωσι την θυγατέρα αυτής, μείνασαν ορφανήν πατρός, έλεγε δε προς αυτούς· «Εις τον Θεόν πρώτον παρατίθεμαι ταύτην, και δεύτερον εις υμάς· αν λοιπόν ενθυμήσθε τον πατέρα αυτής, ευεργετήσατε ταύτην». Οι συγκινητικοί ούτοι λόγοι απέσπασαν από των οφθαλμών των βασιλέων θερμά και πολλά δάκρυα, μετά δε ταύτα υπεσχέθησαν πάσαν δυνατήν προστασίαν. Μετά παρέλευσιν χρόνου τινός, ο βασιλεύς Θεοδόσιος εύρε δια την θυγατέρα του Αντιγόνου μνηστήρα τινά, υιόν ενός των εξοχωτάτων συγκλητικών, ευγενή, πλούσιον, νεαρόν, περικαλλή τε και χαριέστατον. Ο νέος ούτος εμνηστεύθη την κόρην δια της πλήρους συγκαταθέσεως της μητρός αυτής. Του δε γάμου η εκτέλεσις ανεβλήθη, ένεκα της ανηλικιότητος της Ευπραξίας, εξαετούς ήδη ούσης. Τα μεν λοιπόν αφορώντα την μικράν Ευπραξίαν ούτως ωκονόμησεν ο βασιλεύς μετά της μητρός, ήτις, θεαρέστως παιδαγωγούσα το θυγάτριόν της, μετήρχετο και αυτή πάσαν αρετήν και μάλιστα την σωφροσύνην, φυλάττουσα άμεμπτον την κοίτην του κεκοιμημένου ανδρός της. Αλλ’ εις όσα εκείνη κατέβαλλε μεγαλυτέραν σπουδήν και προσοχήν, εις ταύτα και ο πολυμήχανος δαίμων εμηχανάτο δεινοτέρας επιβουλάς. Εμβάλλει λοιπόν έρωτα λυσσώδη εις τινα των προυχόντων προς την γυναίκα· ούτος, καλώς γινώσκων ότι δια το σεμνόν αυτής ήθος δεν ηδύνατο ουδέποτε να λάβη αυτήν γυναίκα, μετεχειρίσθη μεσίτιδα προς εκπλήρωσιν της επιθυμίας του την βασίλισσαν, ήτις και ανεκοίνωσε το πράγμα εις την Ευπραξίαν, επαινούσα τον νυμφίον και παρακινούσα αυτήν να συναινέση εις τον γάμον, αλλ’ ως εφαίνετο ελάλει προς κωφόν, οι δε λόγοι αυτής ουδόλως εισήρχοντο εις τας ακοάς της σώφρονος εκείνης γυναικός. Επειδή δε ηνωχλείτο πολλάκις βαρέως ποτέ στενάξασα και τους οφθαλμούς της δακρύων πληρώσασα, ανεφώνησεν· «Ας μη συμβή ποτέ εις εμέ, καθαρώτατε νυμφίε μου Χριστέ Βασιλεύ, να αθετήσω τας προς τον αγνόν σύζυγόν μου συνθήκας και να επιτρέψω εις άλλον νυμφίον να μολύνη την κοίτην εκείνου». 
Ταύτα πάντα τα γενόμενα μαθών ο αυτοκράτωρ και λυπηθείς σφόδρα επέπληξε την βασίλισσαν, διότι επεχείρησε να πείση γυναίκα σεμνήν και την παρθενίαν ασπασαμένην να εισέλθη εις δεύτερον γάμον. Πληροφορηθείσα δε η σώφρων εκείνη γυνή, ότι δι’ αυτήν ο βασιλεύς ήτο δυσηρεστημένος κατά της βασιλίσσης, εθλίβη μεγάλως, και σκεψαμένη απεφάσισε ν’ απέλθη εκ Κωνσταντινουπόλεως και να μεταβή εις Αίγυπτον προς επίσκεψιν δήθεν ενός κτήματος το οποίον είχεν εκεί. Αφού δε ήλθεν εις Αίγυπτον μετά της θυγατρός της, διήρχετο εκεί τον καιρόν της φροντίζουσα επιμελώς περί των πτωχών και το πλείστον του χρόνου διήγεν εντός θείων Ναών και των Μοναστηρίων, επιχορηγούσα εις τους Μοναχούς τα προς το ζην αναγκαία. Μαθούσα  δ’ ότι εν Θηβαϊδι  υφίσταται ασκητήριον πολλών μαναζουσών  (διότι υπήρχον εις αυτό περί τας εκατόν τριάκοντα), επεθύμησε να έλθη και προς εκείνας, κατά την συνήθειάν της, δια να μεταδώση και εις αυτάς τα χρειώδη. Απέρχεται λοιπόν εκεί μετά της θυγατρός και πολλών θεραπόντων. Ο βίος, τον οποίον διήγον αι ασκήτριαι του τόπου εκείνου, ήτο θαυμαστός, διότι και εγκράτειαν μετήρχοντο αυστηράν και πολύ εσκληραγώγουν τα εαυτών σώματα, απέχουσαι παντελώς του ευφραίνοντος την καρδίαν οίνοτ, ωσαύτως και ελαίου του ηδύνοντος τον φάρυγγα, δι’ άρτου μόνον τρεφόμεναι και ακροδρύων τινών· αν δε ποτε υφίστατο ανάγκη να μεταλάβωσι τροφής αναπαυτικωτέρας της συνήθους, η τροφή αύτη ήσαν τα λάχανα και τα όσπρια άνευ ελαίου· στρωμναί δε αυτών ήσαν ένα ψιάθιον και τριών πήχεων ράκος, τα δε ενδύματα αυτών ήσαν τρίχινα, τα οποία και εσκέπαζον και εσκληραγώγουν τα σώματά των. Ενήστευον δε πάσαι διαφόρως· αι μεν έτρωγον την εσπέραν εκάστης ημέρας, άλλαι δε ημέραν παρ’ ημέραν, έτεραι δε μετά δύο ημέρας και τινες μετά περισσοτέρας. 
Οσάκις δε ησθένουν, δεν έκαμνον χρήσιν φαρμάκων, αλλά παιδείαν νομίζουσαι την ασθένειαν ευηρεστούντο εις τας ασθενείας, κατά τον μέγαν Απόστολον, υπεδέχοντο δε τους πειρασμούς ως πατρικήν τιμωρίαν, τότε δε εβεβαιούντο ότι δεν ήσαν νόθαι, αλλά γνήσιαι θεράπαιναι του Θεού. Ουδέποτε εξήρχοντο της θύρας της Μονής. Τοιούτον λοιπόν βίον διάγουσαι ευηρέστουν εις τον Θεόν, όστις και δια τούτο πολλά σημεία δι’ αυτών εποίει. Ελθούσα λοιπόν η Ευπραξία μετά της θυγατρός της εις την Μονήν εκείνην και εκ του πλησίον γνωρίσασα ταύτας, υπερεθαύμασε την πολιτείαν αυτών και εφεξής συνεχώς επεσκέπτετο την Μονήν, προσφέρουσα κηρία και αρώματα. Παρεκάλεσε δε κάποτε την Ηγουμένην, ίνα δεχθή ετήσιόν τινα πρόσοδον χρυσού προς προμήθειαν των αναγκαίων, και προς τον σκοπόν του να μνημονεύωσιν αυτής, ως και της θυγατρός και του κεκοιμημένου ανδρός της επί των προσευχών των. Η Ηγουμένη απεποιήθη την προσφοράν, ειπούσα ότι ουδεμίαν έχουσι ανάγκην χρημάτων. Επειδή όμως η Ευπραξία βαθέως εθλίβη δια την αποποίησιν ταύτην, η προεστώσα, προς ανακούφισιν της θλίψεως εκείνης, είπε προς την Ευπραξίαν· «Έλαιον δίδε εις ημάς προς φωταψίαν του Ναού μας και αρώματα προς θυμίασιν, και ταύτα ας είναι εις οσμήν ευωδίας, εις θυσίαν δεκτήν ευάρεστον τω Κυρίω»· αύτη δε προθύμως εχορήγει ταύτα. Συχνότερον δε επισκεπτομένης της Ευπραξίας και της θυγατρός αυτής την Μονήν λέγει ποτέ εις την κόρην η προεστώσα· «Αγαπάς, τέκνον, την Μονήν και τας αδελφάς, και θέλεις να μένης μεθ’ ημών»; Η δε απεκρίνατο· «Και αγαπώ και θέλω να μένω μεθ’ υμών, αν και η μήτηρ μου συναινέση εις τούτο». Η δε Ηγουμένη, δοκιμάζουσα την κόρην, λέγει προς αυτήν με ιλαρότητα: «Τίνα μάλλον αγαπάς, ημάς ή τον μνηστήρα σου»; Και η κόρη απήντησε· «Ούτε εγώ είδον εκείνον, ούτε εκείνος εμέ· πως λοιπόν δύναμαι να αγαπήσω εκείνον, τον οποίον ουδέποτε είδον; Σας όμως, επειδή σας είδον και σας βλέπω, επομένως και αγαπώ». Ταύτα ακούσασα η μήτηρ εδάκρυσεν υπό της χαράς δια την σύνεσιν και τας αποκρίσεις της θυγατρός της, ανωτέρας ούσας της επταετούς ηλικίας της. 
Περί δε την εσπέραν λέγει η μήτηρ προς αυτήν· «Ας επανέλθωμεν, τέκνον, εις τον οίκον ημών». Λέγει η κόρη· «Συ άπελθε, μήτερ μου, εγώ όμως θα μείνω ενταύθα». Η δε προεστώσα λέγει προς αυτήν· «Ύπαγε μετά της μητρός σου, κυρία μου· διότι δεν είναι εις σε επιτεραμμένον να συζής μαζί μας πριν ή συνταχθής μετά του Χριστού». Η δε κόρη απήντησε παρευθύς· «Συντάσσομαι και εγώ μαζί σας και δεν συναπέρχομαι μετά της μητρός μου». Η προεστώσα ανταπήντησεν· «Άπελθε, τέκνον, μετά της μητρός σου, διότι ενταύθα ούτε στρωμνήν έχεις, αλλ’ ούτε να αναπαυθής δύνασαι». Η δε κόρη προσέθεσε· «Μαζί σας θα κοιμηθώ και εγώ όπως και σεις». Επειδή δε ουδόλως επείθετο να αναχωρήση, παρ’ όλας τας παραινέσεις της μητρός, θέλουσα η Ηγουμένη να εκφοβίση αυτήν, είπεν· «Αν θελήσης να μείνης εδώ, υποχρεούσαι να μάθης γράμματα και να νηστεύης μέχρις εσπέρας». Αύτη δε ουδαμώς δειλιάσασα, προθύμως υπεσχέθη να εκπληρώση πάντα τα καθήκοντα, τα οποία εξεπλήρουν και αι λοιπαί αδελφαί. Αφού λοιπόν είδεν η μήτηρ την ακλόνητον αυτής πεποίθησιν, λαβούσα την χείρα αυτής και παρουσιάσασα αυτήν έμπροσθεν της εικόνος του Χριστού, υψώσασα τας χείρας της εις τον ουρανόν, προσηύχετο μετά δακρύων ως εξής· «Μονογενές Υιέ του Θεού, ο γεννηθείς εκ Παρθένου, ο Νυμφίος των αγνών και καθαρών ψυχών, ο προστάτης των ορφανών, προστάτευσον ταύτην, ήτις σε επόθησε, και πρόσδεξαι αυτήν, ήτις προσφέρεται προς σε εκούσιον αφιέρωμα, δώρον τιμιώτερον λίθων πολυτελών και διαφύλαξον αυτήν καθαράν και άμωμον νύμφην δια σε τον καθαρώτατον Νυμφίον, τετρωμένην υπό της προς σε αγάπης και δραμούσαν εις οσμήν μύρου σου». Ταύτα προσευχηθείσα προς τον Κύριον, εστράφη προς την θυγατέρα της και λέγει προς αυτήν· «Ο Θεός, τέκνον, είθε να σε στηρίξη εις τον φόβον του, τον οποίον ο θεοπάτωρ Δαυϊδ ωνόμασεν αρχήν της σοφίας, διότι ούτος εις τους ήδη αρχομένους να ζώσι κατά Θεόν είναι βάσις και θεμέλιον, διότι όπου φόβος Θεού, εκεί και τήρησις των εντολών του, εις την οποίαν επακολουθεί η κάθαρσις του σώματος και της ψυχής, αύτη δε η κάθαρσις συνεπιφέρει τον άνωθεν φωτισμόν και την έλλαμψιν, αύτη δε η έλλαμψις θα πληρώση τέλος τον ακόρεστον πόθον σου». Μετά τους λόγους τούτους παρέδωκε την θυγατέρα της εις την Ηγουμένην, δακρύουσα, στενάζουσα και τοσούτον συγκινημένη, ώστε και τας άλλας Μοναχάς εκίνησεν εις δάκρυα, μετά δε ταύτα ανεχώρησεν εκ της Μονής. Η δε Ηγουμένη μετ’ ολίγον εισελθούσα εις τον Ναόν και ποιήσασα ευχήν εξέδυσε την Ευπραξίαν και ενέδυσεν αυτήν ενδύματα μοναχικά. Μετά δε τινας ημέρας ελθούσα η μήτηρ εις την Μονήν και ιδούσα την θυγατέρα αυτής ενδεδυμένην το μοναχικόν σχήμα, ηρώτησεν αν αρέση εις αυτήν το σχήμα τούτο. Αύτη δε απεκρίνατο· «Και υπέρ μου αρέσκει, διότι ως εδιδάχθην είναι αρραβών του μυστικού γάμου, του οποίου αξιοί ο νυμφίος Χριστός τας γνησίως αγαπώσας αυτόν». Ταύτα η μήτηρ ακούσασα επηυχήθη εις αυτήν την απόλαυσιν του νυμφώνος εκείνου και ασπασαμένη τας εν τη Μονή ασκουμένας αδελφάς ανεχώρησε. Περιερχομένη δε τα ασκητήρια της Θηβαϊδος, εχορήγει εις τους εις αυτά ασκουμένους όσα είχον ανάγκην. Δια τας ελεημοσύνας ταύτας εφημίζετο πανταχού. Μετ’ ολίγου δε χρόνου παρέλευσιν η Ηγουμένη της Μονής είπε προς την Ευπραξίαν, ελθούσαν προς επίσκεψιν της θυγατρός της· «Λόγον θα είπω προς σε, ο οποίος ας μη σε θορυβήση ποσώς· ιδού εγώ κατά τον Προφήτην Ησαϊαν σου παραγγέλλω να τακτοποιήσης τα κατά τον οίκον σου, διότι μέλλεις μετ’ ολίγον να αποθάνης, ως εις εμέ την αμαρτωλήν εφανέρωσεν ο Θεός κατ’ όναρ και θα μεταβής εις τας σκηνάς, εις ας μετέβη και ο σύζυγός σου Αντίγονος, όστις είναι ηξιωμένος υπό του Θεού μεγάλης παρρησίας και δόξης». Ταύτα ακούσασα η Ευπραξία και καλέσασα την θυγατέρα της είπε· «Τέκνον, ως ανήγγειλεν εις εμέ η διδάσκαλός σου, εγγίζει το τέλος της ζωής μου, συ δε μένεις κληρονόμος της περιουσίας του πατρός σου και εμού. Ταύτην την παραίνεσιν σου δίδω τελευταίαν, μεταχειρίσου δηλαδή την κληρονομίαν σου κατά το θέλημα του Κυρίου, και οικονόμησον φρονίμως, ίνα και εγώ και ο πατήρ σου εύρωμεν αμοιβήν τινα ενώπιον του αδεκάστου Κριτού και συ δε ουχί μικράν. Μη αθετήσης την υπόσχεσιν την οποίαν έδωκες του να ευαρεστής εις τον Θεόν, εις τον οποίον ανετέθης. Την Ηγουμένην θεώρει ως άλλην μητέρα σου, υπάκουε εις τας εντολάς αυτής καθ’ όλα, προς τας αδελφάς προσφέρου μετριοφρόνως, και διακόνει αυτάς μεθ’ όλης της προθυμίας. Μη υπερηφανεύεσαι δια την ευγένειάν σου και την βασιλικήν σου καταγωγήν, διότι πάντων των ανθρώπων εις είναι ο Δημιουργός, ο Πλάστης της φύσεως και πάντων ο Κύριος, όστις δεν θεωρεί ανάξιον εαυτού να ονομάζηται Πατήρ· αν δε πάντες οι άνθρωποι έχωμεν κοινόν Πατέρα τον Θεόν, πως τολμά τις να ονομάζη τον μεν ευγενή, τον δε αγενή; Εις τας προσευχάς μνημόνευε του πατρός σου και εμού υπέρ της σωτηρίας ημών». Ταύτας τας συμβουλάς δώσασα η μήτηρ εις την θυγατέρα της, θρηνούσαν πικρώς τον αποχωρισμόν αυτής, μετ’ ολίγον εξέπνευσε και ούτω μετέβη εκ της κοιλάδος ταύτης του κλαυθμώνος εις τα αγαπητά του Κυρίου σκηνώματα και εις τας αυλάς αυτού, τας οποίας επεπόθει ως έλαφος διψώσα. Η δε θυγάτηρ άπασαν την εν Αιγύπτω περιουσίαν αυτής διανείμασα εις τους πτωχούς, επεμελείτο της ασκήσεως. Μαθών ο αυτοκράτωρ τον θάνατον της γυναικός του Αντιγόνου ελυπήθη μεγάλως, ο δε μνηστήρ της θυγατρός παρεκάλεσε τον βασιλέα να μεταφέρη εξ Αιγύπτου την μνηστήν αυτού, ίνα την συζευχθή. Πεισθείς ο βασιλεύς εις τας παρακλήσεις του μνηστήρος, γράφει προς την Ευπραξίαν δια ταχυδρόμου, ίνα επιστρέψη εις Κωνσταντινούπολιν προς τέλεσιν των γάμων αυτής. Αύτη δε λαβούσα την επιστολήν του βασιλέως ανταπέστειλεν αυτώ λέγουσα· «Εγώ ήδη εμνηστεύθην τον Χριστόν, εκλεξαμένη αυτόν ως νυμφίον· επομένως δεν δύναμαι να εγκαταλείψω αυτόν και να προτιμήσω αντ’ αυτού άλλον παρερχόμενον μετ’ ολίγον, αλλ’ ουδέ η έννομος βασιλεία σου δύναταί ποτε να επιτρέψη το ανόμημα τούτο· αν δε η ευσεβής βασιλεία σου ευαρεστήται να αποδώση χάριν τινά εις τους γονείς μου, παρακαλώ ταύτην να απονείμη εις εκείνους, τουτέστι να διανείμη εις τους πτωχούς την εκεί περιουσίαν εκείνων. Τούτο ποιών, εις εκείνους μεν θα φανής ευγνώμων δια τας εκδουλεύσεις τας οποίας έδειξαν προς σε, εμέ δε θα απαλλάξης φροντίδων πολλών, παρέχων εις εμέ την ευκαιρίαν του να ασκούμαι αθορύβως και απερισπάστως, σεαυτόν δε θα καταστήσης άξιον πολλού μισθού παρά τω Θεώ». Ταύτην την επιστολήν σφραγίσασα η Ευπραξία επέδωκεν εις τον ταχυδρόμον· ότε δε έλαβε ταύτην ο βασιλεύς εθαύμασε την κόρην και εξεπλήρωσε την παράκλησιν αυτής. Και ταύτα μεν ούτως ωκονομήθησαν. Η δε Ευπραξία, αποθέσασα πάσαν περί τούτου φροντίδα, επεδόθη ολοψύχως εις την άσκησιν, την νηστείαν, την αγρυπνίαν και την προσευχήν, τον νουν της αείποτε έχουσα εις τα ουράνια, προορώσα τον Κύριον εκ δεξιών της δια παντός ίνα μη σαλευθή, και τους οφθαλμούς της δια παντός έχουσα προς τον Κύριον, ίνα αυτός εκσπάση εκ παγίδος τους πόδας της, και αναβάσεις εν τη καρδία αυτής διατιθεμένη και εκ δυνάμεως εις δύναμιν πορευομένη και επιτείνουσα καθημερινώς την άσκησιν και αναβαίνουσα ως δια βαθμίδων εις την τελειότητα· διότι μέχρι τινός μετελάμβανε τροφής καθ’ εσπέραν, βραδύτερον δε ημέραν παρ’ ημέραν, κατόπιν ανά δύο ημέρας, ύστερον ανά τρεις και πάλιν ανά τέσσαρας· η δε τροφή αυτής ήτο άρτος μόνον και ύδωρ. Αλλ’ άραγε δια τοσαύτης νηστείας ταλαιπωρούσα το σώμα, απείχε της διακονίας ή διηκόνει μεν, αλλ’ οκνηρότερον; Ή είχεν ανάγκην άλλου τινός προστάσσοντος αυτήν να υπηρετή; Τις όμως άλλος προθυμότερον από αυτήν ετακτοποίει τους κοιτώνας των αδελφών ή διηυθέτει τας στρωμνάς εκάστης προς ανάπαυσιν; Τις προ εκείνης μετέφερέ ποτε ύδωρ προς χρείαν των αδελφών; Ή τις εν τω αρτοποιείω ή μαγειρείω υπηρέτει ταχύτερον εκείνης; Ούτω δε δι’ όλης της ημέρας κοπιάζουσα παρημέλει άραγε τον συνήθη κανόνα της; Ουχί ποτέ, αλλά μάλιστα απήρχετο εις τον Ναόν προ των εκεί συναθροιζομένων αδελφών.
Ύστερον δε των άλλων αδελφών εξερχομένη του Ναού, ευθύς εδίδετο εις την υπηρεσίαν των αδελφών. Επειδή δε εις το ασκητήριον ήτο συνήθεια, κατά την οποίαν οσάκις συνέβαινε τις εκ των αδελφών να ιδή τινά φαντασίαν απήγγελλε την φαντασίαν εις την προεστώσαν, αύτη δε διέτασσε να τεθώσι λίθοι υπό την στρωμνήν αυτής και επί της στρωμνής να επιρριφθή τέφρα, και η φαντασθείσα να κοιμάται επί τοιαύτης στρωμνής έως δέκα νύκτας, η υπηρεσία αύτη ανετέθη εις την Ευπραξίαν. Ήδη δε, προχωρησάσης της ηλικίας της, ήρχισε να ενοχλήται από σαρκικούς λογισμούς, και ποτε φαντασία τις εμπαθής συνέβη εις αυτήν, ένεκα της οποίας έθεσεν υπό την στρωμνήν αυτής λίθους και επ’ αυτής επέχυσε στάκτην. Ταύτην δε ιδούσα η Ηγουμένη ηννόησε τον σαρκικόν αυτής πόλεμον και προσκαλέσασα αυτήν είπε· «Διατί, Ευπραξία, δεν μοι ανήγγειλας την επανάστασιν της σαρκός σου»; Αύτη δε πεσούσα εις τους πόδας αυτής είπε· «Ησχύνθην να φανερώσω εις σε το πάθος μου, δέσποινα». Είπεν η Ηγουμένη· «Να μη εντρέπεσαι, τέκνον μου, διότι το πάθος τούτο είναι φυσικόν, και αν ημείς δε δώσωμεν αφορμήν τινα εις πανάστασιν της σαρκός, είμεθα όλως ανεύθυνοι· οφείλομεν όμως να ταπεινώσωμεν το σώμα, ίνα καθαρθώμεν των φυσικών τούτων παθών· προς τούτο δε συντελεί ο φόβος του Θεού και η σκληραγωγία· και μόνον δι’ αμφοτέρων τούτων των μέσων δυνάμεθα να κατευνάσωμεν τας ορμάς των παθών και να σβύσωμεν την πύρωσιν της σαρκός· μη φοβήσαι λοιπόν, αλλ’ ανδρίζου και γενναίως αντίστηθι προς τας σαρκικάς επαναστάσεις· διότι, αν και πολεμούμεθα υπό της σαρκός, όμως έδωσεν εις ημάς ο Θεός το λογικόν δια του οποίου δυνάμεθα να νικήσωμεν και δουλώσωμεν τα πάθη· τοιουτοτρόπως θα κριθώμεν άξιοι και των ανεκλαλήτων εκείνων βραβείων· ώστε παρασκευάζου προς τους αγώνας, διότι ουδείς ποτε κοιμώμενος νικά». Μετά τους λόγους τούτους η Ευπραξία απήλθε πλήρης εντροπής και κατανύξεως, και έτοιμος ήδη ούσα προς σφοδροτέρους αγώνας. Μετά τινας δε πάλιν ημέρας συνέβη να ίδη καθ’ ύπνον φαντασίαν, αλλ’ επειδή εντρέπετο να αναγγείλη εις την Ηγουμένην το συμβάν εις αυτήν, εξωμολογήθη αυτό εις τινα των αδελφών, Ιουλίαν το όνομα, αύτη δε προέτρεψεν αυτήν να το ανακοινώση εις την διδάσκαλον ανερυθριάστως· διότι και εκείνη ότε ήτο νεωτέρα πολλάκις περιέπιπτεν εις όμοια πάθη. Εκ των λόγων τούτων ενθαρρυνθείσα η νέα προσέρχεται εις την προεστώσαν και φανερώνει τον πόλεμον της σαρκός της· αύτη δε είπε· «Μη φοβού, τέκνον, αλλ’ αγωνίζου· διότι ταύτα είναι του πονηρού προσβολαί και ακροβολισμοί τινες. Αν δε φανής γενναία κατά τούτο, θα καταβληθή και θα φύγη ο εχθρός». Έπειτα ηρώτησεν αυτήν μετά πόσας ημέρας τρώγει· αύτη δε απήντησε μετά τέσσαρας· η δε διδάσκαλος προσέταξεν αυτήν να τρώγη μετά πέντε, και η Ευπραξία προθύμως εδέχθη την προσταγήν. Θέλουσα δε η προεστώσα να ταπεινώση έτι μάλλον την νεάνιδα, διέταξεν αυτήν να μεταφέρη τους εν τη Μονή κειμένους λίθους εις άλλο μέρος, αύτη δε παρευθύς λαμβάνουσα επ’ ώμων ένα έκαστον εξ αυτών μετέφερεν αυτούς όπου ήθελε προσταχθή, διότι όχι μόνον κατά την ψυχήν ηνδρίζετο, αλλά και κατά την σωματικήν δύναμιν, ήδη δε μετά την μεταφοράν των λίθων η Ηγουμένη λέγει εις την Ευπραξίαν· «οι λίθοι δεν ετέθησαν εις τόπον καλόν· λάβε λοιπόν αυτούς και μετάφερε εις άλλο μέρος». Αύτη δε κατά προσταγήν μετέφερε πάλιν τους λίθους μη βοηθουμένη υπ’ ουδεμιάς των άλλων αδελφών, αν και οι λίθοι ήσαν μεγάλοι και πολύ υπέρτεροι γυναικείας δυνάμεως· αλλ’ η Ευπραξία ήτο γενναιοτέρα των άλλων συμμοναστριών αυτής και κατά την καρτερίαν και κατά την δύναμιν, τούτου δε ένεκα προσετάσσετο να εκτελή εργασίαν επ’ εργασίας, προς ταλαιπωρίαν της σαρκός αυτής. Αύτη δε προθύμως και αγογγύστως εξετέλει παν έργον κατά την αποστολικήν παραίνεσιν· τούτο δε βλέπουσαι αι άλλαι Μοναχαί εθαύμαζον αυτήν και της ηύχοντο να λάβη παρά Θεού καρτερίαν και δύναμιν. Δια ταύτα δε και ο διάβολος συχνότερον διήγειρεν εις την φαντασίαν αυτής καθ’ ύπνον απρεπείς φαντασίας, μάτην κοπιάζων και αποκρουόμενος ως το βέλος εκείνο, το οποίον προσπίπτει εις στερεώτερον σώμα. Κοιμωμένη δε ποτε η Ευπραξία είδε συνεργεία του πονηρού τον συγκλητικόν, μετά του οποίου είχε μνηστευθή, απελθόντα εις την Μονήν μετά χαρακτήρος στρατιωτικού, και ότι λαβών αυτήν εξήγαγεν εκ της Μονής και ανεχώρησε, φέρων μεθ’ εαυτού και την Ευπραξίαν. Και τοιαύτη μεν ήτο η φαντασία, η δε Ευπραξία εστέναζε καθ’ ύπνον και εξέπεμπεν οικτροτάτας φωνάς, κραυγάζουσα· «Ω της βίας!» και καλούσα εις βοήθειαν τας αδελφάς. Αφυπνισθείσα δε εκ των γοερών τούτων φωνών η Ηγουμένη και αι λοιπαί αδελφαί εννόησαν, ότι φάντασμά τι συνέβη εις αυτήν και καλέσασαι αυτήν δια του ονόματός της εξήγειραν εκ της κλίνης και ηρώτων τι παθούσα εκραύγαζε και εστέναζε και ωδύρετο. Αύτη δε τεταραγμένη και ασθμαίνουσα εφανέρωσε το ενύπνιον. Μετά δε ταύτα η Ηγουμένη παραλαβούσα την Ευπραξίαν και τας λοιπάς αδελφάς εστάθη εις προσευχήν μέχρι πρωϊας, παρακαλούσα τον Θεόν να παύση τους πειρασμούς της νεάνιδος ταύτης. Αφού δε ανέτειλεν η ημέρα, αι μεν λοιπαί αδελφαί συγκαθήμεναι ειργάζοντο εκάστη το έργον της, η δε Ευπραξία, εν τω μέσω ισταμένη, ανεγίνωσκεν εις τρόπον ώστε να ακούωσιν όλαι· έπειτα ετακτοποίει τας στρωμνάς των αδελφών και μετέφερεν ύδωρ, έκοπτε δε και ξύλα και εκόμιζεν εις το μαγειρείον, μετά ταύτα δε ησχολείτο εις το αρτοποιείον, φέρουσα μετ’ άλλων το άλευρον και ψήνουσα τους άρτους και παραθέτουσα εις τας αδελφάς και τον οίνον διανέμουσα. Αν δε και εκοπίαζε τόσον εις πάσαν διακονίαν, δεν έλειπεν από τας ιεράς συνάξεις· ταύτα δε μη δυνάμενος να βλέπη ο εχθρός, διήγειρεν εις αυτήν σφοδρότερον πόλεμον της σαρκός· αύτη δε ανήγγελλε τας προσβολάς εις την προεστώσαν και παρεκάλει να επιτραπή εις αυτήν να τρώγη μόνον άπαξ της εβδομάδος· η δε Ηγουμένη επέτρεψεν εις αυτήν το ζητούμενον, επευχηθείσα να ενισχυθή υπό του Θεού κατά του διαβόλου. Εφεξής λοιπόν έτρωγεν άπαξ της εβδομάδος· αλλ’ όμως αν και η σαρξ αυτής εξηντλείτο υπό της νηστείας, δεν παρημέλει την υπηρεσίαν της και δεν εκοπίαζεν ήδη ολιγώτερον ή πρότερον· δια τούτο εθαύμαζον αυτήν αι αδελφαί λέγουσαι ότι παρατηρούσαι προσεκτικώς είδον ότι επί εν ολόκληρον έτος ουδέποτε εκάθισεν ούτε εν ημέρα, ούτε εν νυκτί, ει μη ότε κατεκλίνετο εις την στρωμνήν της· και όλαι μεν αι άλλαι αδελφαί εθαύμαζον αυτήν και ηγάπων, μία όμως εξ αυτών, ονομαζομένη Γερμάνα, ήτις και από δούλην κατήγετο (ιδικόν σου, ω φθονερέ δαίμον, είναι και τούτο το έργον) βλέπουσα την Ευπραξίαν επαινουμένην παρ’ όλων των αδελφών κυριεύεται υπό φθόνου, και περί το μαγειρείον απασχολουμένη προσέρχεται εις την νεάνιδα και λέγει προς αυτήν· «Συ, Ευπραξία, αν και τρώγεις άπαξ μόνον της εβδομάδος, αντέχεις· αν όμως και εις ημάς επιβάλη η Ηγουμένη τον αυτόν κανόνα, τότε τι θα γίνωμεν, αν δεν δυνηθώμεν να υποφέρωμεν ταύτην την νηστείαν»; Αύτη δε απήντησεν: «Δεν είναι ούτω, αδελφή μου, διότι η Ηγουμένη ουδεμίαν υποχρεοί να εγκρατεύηται υπέρ την δύναμίν της». Η δε φθονερά εκείνη γυνή έτι μάλλον πικρανθείσα εκ της απαντήσεως της Ευπραξίας ανταπήντησε· «Και τις δεν γινώσκει την αναισχυντίαν σου και την υπόκρισίαν σου και ότι πάντα ποιείς ίνα διαδεχθής την Ηγουμένην μετά τον θάνατόν της; Αλλ’ έχω πεποίθησιν ότι παρ’ όλα ταύτα δεν θέλεις κατορθώσει τον σκοπόν σου». Ταύτα ακούσασα η άκακος εκείνη ψυχή και εννοήσασα τον φθόνον, προσέπεσεν εις τους πόδας αυτής και είπε· «Συγχώρησόν μοι, κυρία μου, και ευχήσου υπέρ εμού, διότι ήμαρτον και προς σε». Αύτη δε έτι μάλλον υβρίσασα την Ευπραξίαν απεμακρύνθη. Αφού δε εγένοντο ταύτα γνωστά εις την προεστώσαν, τοσαύτην αγανάκτησιν εξήγειραν εις αυτήν κατά της Γερμάνας, ώστε εχώρισεν αυτήν και των θείων Μυστηρίων και των Συνάξεων. Η δε Ευπραξία παρεκάλει την Ηγουμένην να συγχωρήση την υβρίσασαν αυτήν· αλλ’ επειδή δεν την έπειθεν, ήδη παρελθόντος ενός μηνός, παραλαβούσα τινάς των πρεσβυτέρων αδελφών προσήλθεν εις την Ηγουμένην και παρεκάλει αυτήν να λύση τον δεσμόν της Γερμάνας. Ούτως η προεστώσα άλλοτε μεν επικρίνουσα την πράξιν άλλοτε δε διδάσκουσα, την πράξασαν εσυγχώρησεν. Αλλ’ ο εχθρός δεν έπαυσε πολεμών την Ευπραξίαν. 
Εν μια λοιπόν νυκτί εξήγειρεν εις αυτήν πόλεμον της σαρκός δια φαντασιών· αύτη δε εξελθούσα μεθ’ ορμής εκ της κοίτης και σταθείσα εν υπαίθρω ύψωσε τας χείρας της προς τον Θεόν παρακαλούσα να καταπαύση τον σαρκικόν αυτής πόλεμον. Ίστατο λοιπόν ούτως εν υπαίθρω τεσσαράκοντα ημέρας κατά συνέχειαν, μηδεμιάς των αδελφών εχούσης την άδειαν να πλησιάση προς αυτήν. Ίστατο δε άσιτος και ορθία. Ήδη όμως καταβληθέντος του σώματος ένεκα της μακράς νηστείας και της στάσεως, κατέπεσεν άφωνος και σχεδόν αναίσθητος. Τότε λοιπόν προσελθούσα η Ηγουμένη και εγείρασα αυτήν δια των αδελφών, εφώνησε· «Τέκνον, Ευπραξία, βλέψον προς με και λάλησον». Αλλ’ η Ευπραξία έμεινεν άφωνος· έπειτα προσέφερεν εις αυτήν τροφήν και ειπούσα «εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φάγε», ενέβαλεν άρτον εις το στόμα αυτής και εκείνη έφαγε και έπιε, και ούτω μετά τινας ημέρας ήρχισε να ενδυναμούται και να αγωνίζεται ως και πρότερον, εν καιρώ μεν θέρους καιομένη υπό του ηλίου, εν καιρώ δε χειμώνος παγώνουσα υπό του ψύχους· αλλ’ όμως ουδέν ηδύνατο να ολιγοστεύση την προθυμίαν την οποίαν είχε του να εργάζεται πάντοτε την αρετήν.  Αλλ’ ο εχθρός των ευσεβών, επειδή δεν ηδυνήθη να υποσκελίση την Ευπραξίαν εξαπατών αυτήν δια των σαρκικών ηδονών, εσκέφθη να επιβουλευθή την ζωήν της Οσίας. Ενώ δε ποτε εξέβαλλεν ύδωρ εκ του φρέατος περιπλέξας τους πόδας αυτής κατέρριψεν εντός αυτού· ανελθούσα δε εκ του βυθού του ύδατος εις την επιφάνειαν αυτού και λαβούσα το σχοινίον, εκ του οποίου εκρέματο ο κάδος, ανέκραξε· «Κύριε, σώσιν με». Τότε αι λοιπαί Μοναχαί, ακούσασαι τας γοεράς αυτής φωνάς, έτρεξαν όλαι και ανέσυρον αυτήν εκ του φρέατος· αύτη δε εξελθούσα είπεν· «Ακλόνητον πεποίθησιν έχουσα, ω πονηρέ δαίμον, εις τον Σωτήρα μου Θεόν, δεν θα φοβηθώ ποτέ τας επιβουλάς σου, αλλά θα αντιταχθώ κατά σου όσον δύναμαι γενναιότερον. Και μέχρι τούδε μετέφερον το ύδωρ με μίαν στάμνον, από σήμερον όμως με δύο». Ούτω δε έπραττε πάντοτε. Αύτη μεν λοιπόν τόσον γενναίως επολέμει κατά του εχθρού, αυτός δε και πάλιν αυτήν επεβουλεύετο και ποτε, ενώ έκοπτε ξύλα, ο δαίμων επέφερε κατά των ποδών της Οσίας την αξίνην και επλήγωσεν αυτήν εις την πτέρναν, εκ της πληγής δε ταύτης τοσούτον αίμα έρρευσεν, ώστε η Αγία ελιποθύμησε. Συναθροισθείσαι τότε αι αδελφαί πέριξ εκείνης εθρήνουν, η δε Ηγουμένη ραντίσασα το πρόσωπον αυτής δι’ ύδατος επανέφερεν εις εαυτήν· αύτη δε συνελθούσα είπε προς τας αδελφάς· «Μη κλαίετε· διότι ο Κύριος δεν θα με αφήση να βλαβώ υπό του πονηρού». Αφού δε εσταμάτησε το αίμα, παρεκινείτο υπό των αδελφών ίνα χειραγωγουμένη αναπαυθή επί της στρωμνής της· αύτη δε στραφείσα πέριξ και ιδούσα τα ξύλα διεσκορπισμένα είπε· «Ζη Κύριος, δεν απέρχομαι πριν ή συλλέξω τα ξύλα». Ειπούσης δε της Ιουλίας· «Εγώ, αδελφή μου, αντί σου τα συλλέγω, συ δε, επειδή έχεις ανάγκην να αναπαυθής, άπελθε». Αύτη πάλιν απήντησεν· «Ζη Κύριος, δεν θα αναβώ επί της κλίνης μου πριν ή συναθροίσω τα διεσκορπισμένα ξύλα μου». Παρευθύς δε γεμίσασα τας αγκάλας αυτής απήλθεν· αλλ’ αναβαίνουσα την κλίμακα, ευθύς ως έφθασεν εις την ανωτάτην βαθμίδα, περιπλεχθείσα τους πόδας, κατέπεσε κατά πρόσωπον επάνω εις τα ξύλα, τα οποία έφερεν· εν δε τούτων τοσούτον βαθέως εβυθίσθη εις το πρόσωπόν της, και τόσον πλησίον των οφθαλμών, ώστε όλαι αι αδελφαί ενόμισαν ότι ετυφλώθη κατά τον ένα οφθαλμόν. Ο μεν λοιπόν πονηρός επεβουλεύετο αυτήν διαφοροτρόπως· ο δε Κύριος καθωδήγει αυτήν δια τον λίαν ευάρεστον εις αυτόν βίον τον οποίον διήγεν. Εγείρασαι λοιπόν αι αδελφαί την Ευπραξίαν πεσούσαν, και επιτηδείως εκβαλούσαι εκ του προσώπου αυτής το εμπαγέν ξύλον άνευ ουδεμιάς βλάβης του οφθαλμού, παρεκάλουν αυτήν θερμώς να κατακλιθή προς ανάπαυσιν, αλλ’ αύτη ουδόλως επείθετο, και είπεν ότι δεν θα αναπαυθή, πριν ή τελειώση την συνήθη υπηρεσίαν των αδελφών. Πληγωμένη λοιπόν κατά τε τον πόδα και τον οφθαλμόν υπηρέτει τας αδελφάς και προ των άλλων παρευρίσκετο εις τας συνάξεις· διότι ο πολύς προς τον Θεόν ζήλος της έκαμεν αυτήν να μη αισθάνηται τους εκ των τραυμάτων πόνους· αλλά δεν ήτο εύκολον εις τον πονηρόν να υποφέρη ταύτα, όστις, πνέων εκδίκησιν, εμηχανάτο διαφόρους τρόπους προς όλεθρον αυτής και ποτε αναβάσαν την Ευπραξίαν μετά της Ιουλίας εις το υπερώον το κείμενον επάνω των τριών ορόφων, ίνα φέρη εκείθεν αναγκαίον τι δια τας Μοναχάς, ο διάβολος, κατά παραχώρησιν του Θεού, θελήσαντος ίνα φανερωθή η αρετή της Ευπραξίας δια του πειρασμού, κατεκρήμνισεν αυτήν άνωθεν εις την γην. Και η μεν Ιουλία, νομίσασα ότι συνετρίβη η Οσία, εκραύγαζε και εθρήνει, αι δε Μοναχαί και η Ηγουμένη μαθούσα ότι εκρημνίσθη η Ευπραξία και αναλογιζόμενη το ύψος, από του οποίου εκρημνίσθη, συνέδραμον εις την Ευπραξίαν ως εις νεκράν. Αύτη όμως εγερθείσα, (διότι ο Κύριος εβάσταζεν αυτήν ότε έπιπτεν) είπε· «Μη κλαίετε, αδελφαί, διότι, ως βλέπετε, εσώθην, ουδόλως βλαβείσα εκ της πτώσεως». Εκπλαγείσαι λοιπόν όλαι είπον· «όντως εξάκις λυτρούται ο δίκαιος εξ αναγκών, αλλά και εβδόμην φοράν επίσης απαλλάσσεται». Αλλ’ άρα γε απέκαμε πλέον ο των δικαίων εχθρός του να επιβουλεύεται την Ευπραξίαν, εννοήσας πλέον ότι ο Θεός βοηθεί τους δικαίους; Η αποχή από πάσης επιβουλής είναι πολύ μακράν της μοχθηράς του διαβόλου φύσεως· δια τούτο, ότε εν τω μαγειρείω έλαβε ποτε το σκέπασμα του λέβητος δια να λάβη το βράζον ύδωρ, χύση δε εντός αυτού άλλο, ο διάβολος, περιπλέξας τους πόδας αυτής, την έρριψε κατά γης και ανατρέψας αυτήν εξεκένωσεν αυτό κατά του προσώπου της. Αλλά καθώς ο πονηρός δεν έπαυε του να πολεμή την Ευπραξίαν, ούτως ουδέ ο Θεός έπαυε του να την βοηθή· διότι εξαπέστειλε τον Άγγελον αυτού φύλακα και λυτρωτήν της Οσίας εκ των παγίδων του εχθρού· διότι αν δεν υπήρχεν η εξ ύψους βοήθεια, ήθελε καταφλεχθή το πρόσωπον της Ευπραξίας υπό του βράζοντος ύδατος· αλλά τούτο έμεινεν όλως αβλαβές, ωσεί ήθελεν επιχυθή επ’ αυτού ψυχρόν ύδωρ. Όθεν η μεν Ευπραξία εξήλθεν αβλαβής, αι δε άλλαι Μοναχαί μαθούσαι το γεγονός συνέδραμον μετά θορύβου και ταραχής· ιδούσαι δε την Ευπραξίαν αβλαβή, εξεπλάγησαν· επί μάλλον δε εθαύμαζον, εφ’ όσον έβλεπον το εν τω λέβητι εναπομείναν ύδωρ έτι κοχλάζον. Εκ του γεγονότος τούτου όλαι αι αδελφαί επείσθησαν ότι θεία χάρις επεσκίασε την Ευπραξίαν και έλεγον ότι είναι γνησία δούλη του Θεού και μεγάλως ο Θεός προνοεί περί ταύτης. Αύτη δε δια του εναρέτου βίου της τοσούτον ευηρέστει εις τον Θεόν, ώστε ηξιώθη και της θαυματουργικής χάριτος. Υπήρχε συνήθεια εις τους κατοικούντας πέριξ του τόπου εκείνου να φέρωσιν εις την Μονήν τους ασθενούντας παίδας· τούτους κατόπιν παρελάμβανον αι πρεσβύτεραι των αδελφών και έφερον εντός του Ναού, ευχόμεναι υπέρ αυτών προς τον Θεόν και ούτως εθεραπεύοντο από της κατεχούσης αυτούς ασθενείας. Γυνή δε τις, έχουσα παιδίον παράλυτον και κωφάλαλον, κατά την συνήθειαν ήλθεν εις την Μονήν φέρουσα το οκταετές αυτής παιδίον ως φορτίον σχεδόν άψυχον. Ελθούσα δε η θυρωρός εις την Ηγουμένην ανήγγειλε τα κατά την γυναίκα. Αύτη δε λέγει εις την Ευπραξίαν· «Άπελθε και λαβούσα το παιδίον εισάγαγε εις τον Ναόν». Αύτη δε απελθούσα και ιδούσα το παιδίον αναίσθητον και ακίνητον σχεδόν, ευσπλαγχνισθείσα αυτό ενηγκαλίσθη και είπεν· «Ο Θεός, τέκνον, όστις σε εδημιούργησεν, είθε να σε θεραπεύση». Και παρευθύς μετά τον λόγον τούτον κραυγάζον το παιδίον εκάλει την μητέρα του. Ότε δε έμαθε τούτο η Ηγουμένη, προσκαλέσασα την μητέρα του παιδίου, λέγει προς αυτήν· «Ήλθες ενταύθα, αδελφή, να εκπειράσης ημάς»; Αύτη δε ωρκίζετο ότι το παιδίον εκ γενετής είναι παράλυτον και κωφάλαλον, εις τρόπον ώστε ούτε περιεπάτησε ποτε, ούτε ήκουσεν, ούτε ωμίλησε μέχρι του χρόνου, κατά τον οποίον λαβούσα αυτό εις χείρας η αδελφή απήλθεν. Η δε προεστώσα απήντησεν· «Ίδε λοιπόν, έχεις ήδη το παιδίον σου υγιές, όθεν άπελθε ευχαριστούσα τον Θεόν». 
Υφ’ όλων λοιπόν των αδελφών η Ευπραξία ωμολογείτο ότι είναι θεοφιλής. Υπήρχεν εν τη Μονή γυνή τις προ πολλών ετών κατεχομένη υπό του δαίμονος, καταφυγούσα εις την Μονήν προς ίασιν· επειδή δε ήτο πολύ αγρία και επικίνδυνος εις τους πλησιάζοντας, εδένετο δι’ αλύσεων, εκραύγαζε δε και ήφριζε δια του στόματός της και έτριζε τους οδόντας της, φόβον και τρόμον εμπνέουσα όχι μόνον εις τους βλέποντας αυτήν, αλλά και εις τους ακούοντας, ουδέ ετόλμα τις να πλησιάση αυτήν, αλλά και ότε προσέφερον εις αυτήν τροφήν, προσέδενον αυτήν εις την ράβδον και την έδιδον από μακράν. Πολλάκις λοιπόν η προεστώσα μετά των πρεσβυτέρων αδελφών προσηύχοντο προς τον Θεόν υπέρ της απαλλαγής αυτής από του δαίμονος, και όμως εισέτι η γυνή εκυριεύετο υπ’ αυτού. Λέγει λοιπόν η Ηγουμένη εις την Ευπραξίαν· «Τέκνον, θέλω ίνα συ προσφέρης την τροφήν εις την ενοχλουμένην υπό του δαίμονος, αν δεν φοβήσαι». Αύτη δε ευπειθώς παραλαβούσα το αγγείον, εντός του οποίου εκόμιζον την τροφήν, απήλθεν. Η δε δαιμονιώσα, αρπάσασα αυτό ητοιμάζετο να το ρίψη εναντίον της Ευπραξίας, αλλ’ αύτη λαβούσα την χείρα αυτής, είπε· «Στάσου και μη ατακτείς, διότι άλλως θα σου προξενήσω πληγάς δια της ράβδου της Ηγουμένης». Εκείνη δε παρευθύς ησύχασε· τότε λέγει προς αυτήν· «Κάθισε, αδελφή, και φάγε». Αύτη δε έφαγε και έπιε και ησύχασεν. Έκτοτε λοιπόν η Ευπραξία εκόμιζεν εις αυτήν την τροφήν, και ότε ήρχιζεν ο δαίμων να την ταράττη, έλεγον προς αυτήν αι αδελφαί· «Ησύχασε, διότι θα έλθη η Ευπραξία να σε δείρη». Ευθύς δε έπαυε τον θόρυβον και ησύχαζεν. Όλαι μεν αι άλλαι αδελφαί και ηγάπων την Οσίαν και εθαύμαζον· η δε Γερμάνα, περί της οποίας είπομεν ανωτέρω, κεκρυμμένον εισέτι έχουσα εις την καρδίαν αυτής τον φθόνον, είπεν· «Εάν δεν έλθη η Ευπραξία, δεν δύναται η δαιμονόληπτος να λάβη τροφήν και παρ’ άλλης; Ας δοθή και εις εμέ η τροφή αυτής, και εγώ θα την υπηρετήσω». Λαβούσα δε την τροφήν απέρχεται και λέγει εις την δαιμονιώσαν· «Αδελφή, λάβε την τροφήν σου και φάγε». Αύτη δε ευθύς εφώρμησεν εναντίον της, και συλλαβούσα αυτήν εξέσχισε τα ενδύματά της, έρριψε δε την αθλίαν ταύτην κατά γης και επιπεσούσα κατά του τραχήλου αυτής επέφερε δήγματα οδυνηρά. Μη δυνάμεναι δε να βοηθήσωσι την Γερμάναν αι αδελφαί, συνεταράχθησαν και μετά κραυγών προσεκάλουν την Ευπραξίαν εις βοήθειαν· αύτη δε εξελθούσα δρομαίως εκ του μαγειρείου απήλλαξε την Γερμάναν από τας χείρας της δαιμονολήπτου τετραυματισμένην και καθημαγμένην, και επιπλήξασα αυτήν είπε· «Με τοιούτον τρόπον φέρεσαι εις την υπηρετούσαν σε αδελφήν; Ζη Κύριος, αν ακόμη μίαν φοράν τολμήσης να πράξης το αυτό, θα λάβω την ράβδον της Ηγουμένης και θα σε δείρω σφοδρότατα». Τους λόγους τούτους ακούσασα η δαιμονιώσα συνεστάλη και ησύχασε. Μετά τινας ημέρας, ελθούσα η Ευπραξία προς επίσκεψίν της, εύρε ταύτην εξεσχισμένα έχουσα τα ιμάτια, καθημένην δε γυμνήν και τρώγουσαν κόπρον· ιδούσα δε αυτήν εις τοιαύτην οικτράν κατάστασιν συνεκινήθη βαθέως, και πολλά δάκρυα χύσασα, ανήγγειλε τα περί αυτής εις την προεστώσαν, αύτη δε διέταξε την Ευπραξίαν να ενδύση την γυναίκα και να προσφέρη εις αυτήν τροφήν, όπερ και εποίησεν η Ευπραξία. Η δε δαιμονιώσα, λαβούσα τροφήν, ησύχασε· της δε Ευπραξίας οι οφθαλμοί επληρώθησαν δακρύων. Λυπουμένη δε την δαιμονιώσαν παρεκάλει τον Θεόν να απαλλάξη αυτήν του δαίμονος, εξηκολούθει δε ταύτην την παράκλησιν και μετά την επέλευσιν της νυκτός. Την δε πρωϊαν λέγει η προεστώσα εις την Ευπραξίαν· «Διατί, τέκνον μου, δεν συμπαρέλαβες και βοηθόν εις τας υπέρ της δαιμονιώσης προσευχάς; Δεν ακούεις του Κυρίου λέγοντος, «όπου είναι συνηθροισμένοι δύο ή τρεις εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών»; Πλην μάθε ότι ο Θεός εισήκουσε της δεήσεώς σου, και απήλλαξε δια σου ταύτην εκ του πονηρού δαίμονος, αλλά πρόσεχε μη υπερηφανευθής επί τούτω». Η δε καλή Ευπραξία, ακούσασα τους λόγους τούτους, προσέπεσεν εις τους πόδας αυτής, λέγουσα: «Τις ειμί εγώ, κυρία μου, ίνα αξιωθώ τοιαύτης χάριτος, εγώ, ήτις είμαι αναξία και της παρούσης ζωής, και βλέπω τον ήλιον εξ αγαθότητος του Υψίστου»; Η δε Ηγουμένη απήντησεν· «Πορεύου, θύγατερ, και φέρε εις πέρας το χάρισμα του Θεού, ίνα το όνομα αυτού δοξασθή και δια σου». Αύτη δε ταχέως εισελθούσα εις τον Ναόν και πεσούσα χαμαί, κατέβρεχε το έδαφος δια των δακρύων της, παρακαλούσα τον Κύριον, ίνα απομακρύνη το δαιμόνιον από την γυναίκα. Έπειτα εγερθείσα εκείθεν, πλησιάζει εις την πάσχουσαν και ποιήσασα το σημείον του Σταυρού επί του μετώπου αυτής, είπεν· «Ο Θεός, όστις σε εποίησε, ας σε θεραπεύση και σε απαλλάξη από της ενεργείας του πονηρού». Το δε ακάθαρτον πνεύμα εφώναξεν επί παρουσία όλων των αδελφών (διότι όλαι είχον συνδράμει να ίδωσι τα διατρέχοντα)· «Διατί με διώκεις, ω κακότροπε, εκ της κατοικίας μου, την οποίαν κατείχον τοσούτον χρόνον; Δεν θα εξέλθω εξ αυτής». Η δε Αγία απήντησε· «Δεν σε διώκω εγώ, αλλ’ ο Νυμφίος μου Χριστός, όστις και πάλαι εξεδίωξεν εκ τινος δαιμονιζομένου λεγεώνα δαιμονίων· αν τυχόν δεν εξέλθης το ταχύτερον, θα σε διώξω και μη θέλοντα δια της μεγάλης ράβδου». Επειδή δε το πονηρόν πνεύμα επέμενεν έτι ανθιστάμενον, η Ευπραξία λαβούσα την ράβδον της Ηγουμένης εμαστίγωσε την δαιμονιώσαν τρις και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν υψώσασα είπεν· «Ελέησον την πάσχουσαν, Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, και αποδίωξον απ’ αυτής το δαιμόνιον». Παρευθύς τότε, ω του θαύματος! η δαιμονιώσα εξέβαλεν αφρούς εκ του στόματός της, έτριζε τους οδόντας και έτρεμεν. Ο δε δαίμων ετράπη εις φυγήν και η γυνή εσωφρονίσθη. Ούτως αι Μοναχαί ανύμνουν τον Θεόν και εθαύμαζον την Ευπραξίαν δια την χάριν, την οποίαν έλαβε παρά Θεού. Αύτη όμως όχι μόνον δεν υπερηφανεύθη δια το γενόμενον θαύμα, αλλά και μάλλον ταπεινή εφαίνετο, και λαβούσα την σωφρονισθείσαν έλουσε δι’ ύδατος και εκαθάρισεν αυτήν εκ του ρύπου και ενέδυσε δια καθαρών ενδυμάτων, και εισαγαγούσα εις τον Ναόν εδόξαζε τον Θεόν. Ούτω μεν λοιπόν δια πολλών εναρέτων πράξεων η Ευπραξία ευαρεστούσα εις τον Χριστόν είχε λάβει παρ’ αυτού τοσαύτην χάριν. Ήδη όμως ο Νυμφίος αυτής Χριστός, εραστής των αγνών ψυχών, απεφάσισε να μη αφήση επί πολύν χρόνον την νύμφην αυτού να αναστρέφεται επί της γης, αφού ήτο αξία να κατοική εις τους ουρανούς· όθεν και αποκαλύπτεται εις την Ηγουμένην δι’ οπτασίας η μετάστασις της Ευπραξίας. Η αγγελία αύτη ενδομύχως ελύπησε την Ηγουμένην, εις τρόπον ώστε εφανερούτο η λύπη αυτής και εις τας λοιπάς Μοναχάς, αίτινες προσερχόμεναι ένεκα τούτου εις την Ηγουμένην ηρώτων να μάθωσι ποίον το αίτιον της βαθείας αυτής λύπης. Επειδή όμως ουδεμίαν ελάμβανον απάντησιν, έτι μάλλον περιεργαζόμεναι, επιμόνως απήτουν να μάθωσι το ερωτώμενον· τέλος η Ηγουμένη απήντησε· «Δεν ήθελον να αποκαλύψω εις υμάς το πράγμα, διότι εγίνωσκον ότι μεγάλως και θα σας ελύπει· επειδή όμως δεν δύναμαι να καταστείλω την επιμονήν σας, μάθετε ότι αύριον η Ευπραξία απέρχεται του κόσμου τούτου· αλλά ας μη γίνη γνωστόν το τοιούτον». 
Οι λόγοι ούτοι εκίνησαν εις θρήνους πάσας τας Μοναχάς, μία δε εξ αυτών δραμούσα και ευρούσα την Ευπραξίαν μετά της Ιουλίας ψήνουσαν άρτους εν τω κλιβάνω είπεν· «Αδελφή Ευπραξία, πολύς περί σου λόγος και θρήνος γίνεται μεταξύ των αδελφών». Η είδησις αύτη ετάραξε την Ευπραξίαν, ήτις στραφείσα προς την Ιουλίαν είπεν· «Ύπαγε, αδελφή μου, και μάθε τα διατρέχοντα». Αύτη δε απελθούσα εύρε την προϊσταμένην διηγουμένην το εξής όραμα· Δύο νεανίαι ενδεδυμένοι λευκά ιμάτια παρουσιάσθησαν εις την Ηγουμένην λέγοντες· «Πέμψον την Ευπραξίαν προς τον Βασιλέα». Έπειτα άλλος τις ελθών προστακτικώς λέγει προς την Ηγουμένην· «Παράλαβε την Ευπραξίαν και άπελθε, διότι ζητεί αυτήν ο Δεσπότης». Και αύτη μεν εκπληρούσα την προσταγήν απήρχετο συμπαραλαβούσα την Ευπραξίαν, προπορευομένην των νέων· φθάσασα δε εις τινα μεγαλοπρεπή πύλην ανακτόρων και εισελθούσα δι’ αυτής είδεν εν τοις ανακτόροις τοιαύτην και τοσαύτην πολυτέλειαν και καλλονήν, οποίαν αδύνατον είναι να περιγράψη τις· εντός δε τούτων υπήρχε και τις νυμφικός θάλαμος, μηδεμίαν έχων ομοιότητα προς τα έργα της ανθρωπίνης χειρός, αλλ’ έργον, ως φαίνεται, δυνάμεως πανσόφου και θείας. Ταύτα έλεγεν η Ηγουμένη ότι είδε μεν, αλλά δεν επετράπη να προσεγγίση, ειμή εις την Ευπραξίαν, ήτις και προσευξάμενη ενώπιον του Δεσπότου Χριστού περιστοιχουμένου υπό μυρίων αγγελικών ταγμάτων και απειραρίθμων Αγίων, προσέπεσε προς τους πόδας αυτού και προσεκύνησεν αυτόν. Έπειτα φανείσα η Μήτηρ του Κυρίου έλαβε την Ευπραξίαν και δείξασα εις αυτήν τον νυμφώνα εκείνον, είπεν· «Ιδού η αμοιβή των κόπων σου· ο νυμφών ούτος θα είναι εις σε ανάπαυσις αιωνία, αλλ’ άπελθε ήδη, και μετά δέκα ημέρας θα έλθης και θα απολαύσης αυτού». Ταύτα διηγηθείσα η προεστώσα προσέθηκεν· «Αύριον συμπληρούται η δεκάτη ημέρα, κατά την οποίαν η Ευπραξία θα αποχωρισθή αφ’ ημών». Αι μεν λοιπόν πρεσβύτεραι των αδελφών εθλίβοντο δια το άκουσμα τούτο, η δε Ιουλία οδυρομένη επανήλθεν εις το αρτοποιείον· προς ταύτην η Ευπραξία λέγει· «Ειπέ μοι, αδελφή μου, παν ό,τι ήκουσας και την αιτίαν του κλαυθμού σου». Αύτη δε απεκρίθη· «Θρηνώ, αδελφή μου, ότι ήδη αποχωριζόμεθα, διότι συ αύριον αποθνήσκεις». Ευθύς δ’ ως ήκουσε τους λόγους τούτους η Ευπραξία δακρυρροούσα έπεσε χαμαί δεομένη του Θεού, ίνα μακροθυμήση επ’ αυτήν και χαρίση εις αυτήν τον τρέχοντα χρόνον, ίνα μετανοήση δια τας αμαρτίας αυτής, διότι, ως έλεγεν, ήτο έτι δήθεν αμετανόητος και ανέτοιμος. Αύτη μεν λοιπόν ταύτα και άλλα τοιαύτα εβόα κειμένη, η δε Ηγουμένη, μαθούσα τους θρήνους της Ευπραξίας, αποστέλλει τινάς εκ των πρεσβυτέρων αδελφών να φέρωσιν αυτήν ενώπιόν της. Ελθούσαν δε λέγει προς αυτήν· «Μη κλαίε, τέκνον μου Ευπραξία, αλλά μάλλον χαίρε, διότι απέρχεσαι προς τον Νυμφίον σου Χριστόν, τον οποίον από της νηπιακής σου ηλικίας επόθησας, και θα συζής μετ’ αυτού και θα απολαύσης των αγαθών, άτινα οφθαλμός ανθρώπου ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν αυτού ουκ ανέβη. Παρακαλώ σε, φίλη μου θύγατερ, ίνα καθικετεύης τον Δεσπότην Χριστόν και υπέρ εμού, όπως και εγώ μετ’ ολίγον απελθούσα εκ των ενταύθα συνυπάρχω μετά σου αξιωθείσα των αυτών Μονών». Προσπεσούσα τότε η Ευπραξία εις τους πόδας της Ηγουμένης εθρήνει και εκόπτετο λέγουσα· «Δεήθητι, τιμία μου Μήτερ, του Δεσπότου Χριστού, ίνα μοι χορηγήση καιρόν προς μετάνοιαν». Ενώ δε έκειτο χαμαί, κατελήφθη υπό τρόμου, τον οποίον διεδέχθη σφοδρός πυρετός· ούτω δε διακειμένη μετεκομίσθη εις τον Ναόν. Προς δε το εσπέρας η Ηγουμένη εις μεν τας λοιπάς επέτρεψε να απέλθωσι και μεταλάβωσι τροφής, αυτή δε μετά της Ιουλίας παρέμεινε πλησίον της κατακεκλιμένης Ευπραξίας, την οποίαν η Ιουλία θρηνωδώς παρεκάλει λέγουσα· «Ενθυμού, αδελφή μου, ότι ενταύθα είμεθα αχώριστοι· μη με λησμονήσης, λοιπόν, αλλ’ ικέτευσον τον Δεσπότην Χριστόν, ίνα προσλάβη και εμέ ταχέως, όπως και εκεί αχώριστοι διατελώμεν». Άμα δε ανέτειλεν η ημέρα, η μεν Οσία ευρίσκετο εις τας τελευταίας αναπνοάς της ζωής της, η δε Ηγουμένη, συγκαλέσασα τας μοναζούσας δια της Ιουλίας, επέτρεψεν εις αυτάς να ασπασθώσι την Ευπραξίαν· προσελθούσα δε μετ’ αυτών και η απαλλαγείσα του πονηρού πνεύματος γυνή δια πρεσβειών της Ευπραξίας, ολοφυρομένη κατησπάζετο τας χείρας αυτής λέγουσα· «Αι χείρες αύται πολλάκις υπηρέτησαν εμέ την αναξίαν, αι χείρες αύται εφυγάδευσαν απ’ εμού το πονηρόν πνεύμα». Εν τω μεταξύ δε τούτω η Ευπραξία εξέπνευσε, το τριακοστόν ήδη έτος της ηλικίας της άγουσα, το δε ιερόν αυτής λείψανον κατετέθη πλησίον του λειψάνου της μακαρίας μητρός της. Η Ιουλία επί τρεις συνεχώς ημέρας εκάθητο επί του τάφου δεομένη της μακαρίας Ευπραξίας, ίνα προσληφθείσα και αύτη συζή μετ’ αυτής αχωρίστως, κατά δε την τετάρτην ημέραν προσελθούσα περιχαρής εις την Ηγουμένην είπεν· «Ιδού, προσκαλεί και εμέ ο Δεσπότης Χριστός, δυσωπηθείς υπό των υπέρ εμού δεήσεων της Ευπραξίας». Αποθνήσκει λοιπόν και εκείνη, αφού ησπάσθη τας αδελφάς και θάπτεται μετά της Ευπραξίας· μετά δε τριάκοντα ημέρας από του θανάτου της Ευπραξίας, συγκαλέσασα η Ηγουμένη τας αδελφάς, επρότεινεν εις αυτάς να εκλέξωσι διάδοχον αυτής· «διότι και εμέ, είπεν, ο Κύριος προσκαλεί δια πρεσβειών της καλής Ευπραξίας, μετά της οποίας απέρχομαι και εγώ η αναξία να συζώ». Ταύτα ακούσασαι αι Μοναχαί κατελήφθησαν υπό βαθυτάτης λύπης και εν τοιαύτη καταστάσει διατελούσαι εξέλεξαν την νέαν Ηγουμένην αυτών, την οποίαν αφού η πρώην Ηγουμένη παρήνεσε δια μακρών ως και τας λοιπάς Μοναχάς, ίνα υποτάσσονται εις αυτήν και επιμελώνται της αρετής, ασπασαμένη αυτάς, παρέδωκεν εις τον Κύριον το πνεύμα αυτής, το δε σώμα ετάφη εις τον τάφον της Οσίας Ευπραξίας, όστις κατέστη ανεξάντλητος θαυμάτων πηγή, δι’ ων δοξάζεται και υμνείται η Αγία Τριάς, η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΠΗΓΗ.ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΦΩΝΗ

Τη ΚΣΤ΄ (26η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΩΡΑΙΟΖΗΛΗΣ.


Ωραιοζήλη η Οσιοπαρθενομάρτυς, η καλλικέλαδος αηδών και καθαρά περιστερά του Χριστού, ούτε πόθεν κατήγετο ούτε ποίους είχε γονείς γνωρίζομεν. Ότι δε εγεννήθη υπό Ελλήνων γονέων, προσκυνούντων τα είδωλα, τούτο θέλει αποδειχθή ευθύς κατόπιν· διότι από των χρόνων των θεοκηρύκων Αποστόλων, όταν διεδόθη εις όλην την οικουμένην το κήρυγμα του Ευαγγελίου, από τότε εσαγηνεύθη δια των λογικών δικτύων του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου και η σεμνοτάτη αύτη Ωραιοζήλη, και λυτρωθείσα εκ του βυθού της ειδωλολατρίας, εβαπτίσθη υπό του Αποστόλου Ανδρέου κατά το έτος πεντήκοντα δύο (52) μ. Χ., φωτισθείσα δε αφιερώθη εις μικράν τινα Εκκλησίαν του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, μεγάλην μετά ταύτα καταστάσαν Μονήν κειμένην εις το μέγα Ρεύμα του Βοσπόρου, δεχθείσα ως γη αγαθή τον σπόρον της διδασκαλίας του Αποστόλου, και τελεσφορήσασα πολύν και εκατονταπλάσιον τον καρπόν.

Μένουσα δε εν τω Ναώ εκείνω ήτο εργάτης των εντολών του Χριστού και εσπούδαζε δια των καλών έργων να γίνεται κήρυξ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, καλουμένη Ισαπόστολος και ταλαιπωρουμένη με πάσαν κακοπάθειαν σώματος. Όθεν προστρέχοντες εις αυτήν πλήθος πολύ Ελλήνων ωφελούντο εκ των καθημερινών διδασκαλιών της, την μεν προτέραν κακήν ζωήν των αποπτύοντες, επιστρέφοντες δε εις τον Χριστόν και με την χάριν αυτού οικειούμενοι. Δια τούτο απέκτησεν η Αγία και άλλας δύο ακόμη παρθένους, αι οποίαι, αποστραφείσαι την ειδωλικήν πλάνην, εγνώρισαν τον Χριστόν δια της διδασκαλίας της, Θεόν προαιώνιον και δημιουργόν του παντός. Αυταί λοιπόν αι δύο παρθένοι κατελήφθησαν υπό του πόθου του Χριστού δια της συνεχούς ασκήσεως των αρετών και σεμνυνόμεναι δια της διδασκαλίας της Ωραιοζήλης απέβλεπον εις αυτήν ακλινώς με τους νοερούς οφθαλμούς, ως πρότυπον της αρετής και παράδειγμα, πάντοτε δε πυρπολούμεναι υπό του ενθέου ζήλου έχαιρον αμιλλώμεναι άμιλλαν αγαθήν και αξιέπαινον, ποία δηλαδή θα υπερέβαινε την άλλην εις αγρυπνίας, νηστείας, προσευχάς και τας λοιπάς κακοπαθείας του σώματος. Ταύτα δε εγένοντο μέχρι των χρόνων του ασεβεστάτου βασιλέως Δομετιανού, ότε ο μισόκαλος διάβολος και των ανθρωπίνων ψυχών πολέμιος κατετήκετο υπό του φθόνου, συλλογιζόμενος την ανίκητον δύναμιν του Χριστού, ότε και δια της ασθενούς φύσεως των γυναικών ενηργείτο η αρετή και πανταχού ηύξανεν. Η αρετή δε πάλιν, αν και εις απόκρυφον και απόκεντρον μέρος γίνεται, κάμνει όμως φανερόν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, και όχι μόνον αυτό αναπτύσσει, αλλά και στηρίζει δια τούτου τας ψυχάς των Χριστιανών. 
Τι δε μετεχειρίσθη ο αλιτήριος διάβολος; Ενέπνευσεν εις τον βασιλέα Δομετιανόν την σατανικήν ιδέαν να κηρύξη πόλεμον και διωγμόν κατά των Χριστανών· διότι ούτος ο ασεβέστατος, μη μεταχειρισθείς καλώς την βασιλείαν, δεν ηθέλησε να αναγνωρίση τον Θεόν όστις εχορήγησε ταύτην εις αυτόν, αλλ’ εξανέστη εναντίον του, θεούς μεν ψευδωνύμους και ματαίους προσκυνών, βιάζων δε και τους υπηκόους του να προσκυνώσιν αυτούς, ο και αυτών των αναισθήτων ειδώλων αναισθητότερος. Ούτος λοιπόν και την μακαρίαν ταύτην Ωραιοζήλην, αποσπάσας από των συναδέλφων της δύο παρθένων, παρέστησεν εις το κριτήριόν του και είπεν προς αυτήν· «Τίνος ένεκα, ω γύναιον, την μεν πατρικήν σου θρησκείαν ηθέτησας, τον δε Χριστόν ανακηρύττεις Θεόν; Ή διατί απατάς τους ανθρώπους με ψευδείς και απιθάνους λόγους, και πείθεις αυτούς να πιστεύσωσιν εις ένα θνητόν, τον οποίον εξυμνούσα λέγεις ότι είναι ο ποιητής του παντός»; Προς ταύτα η Αγία απεκρίθη· «Ενώ συ, ω βασιλεύ, έμαθες, ότι ο υπ’ εμού κηρυττόμενος Χριστός εσταυρώθη ως άνθρωπος, πως δεν έμαθες προσέτι και τούτο, ότι αυτός ο ίδιος ανέστη ως Θεός; Ή πως δεν ήκουσας ότι αυτός καταβάς εις τον Άδην πάντας τους εκεί συνανέστησε, και ως αρχηγός της ζωής εχάρισεν εις τους νεκρούς ζωήν την αιώνιον; Ότι δε ο Χριστός, Θεός ων προαιώνιος, ηθέλησε να γίνη άνθρωπος και να πάθη και να σταυρωθή δι’ ημάς και δια την σωτηρίαν του γένους των ανθρώπων, τούτο περιττόν είναι να το λέγω εις ώτα, εις τα οποία δεν χωρεί το τοιούτον μυστήριον. Πλην εγώ σοι λέγω τούτο πρώτον και τελευταίον· ό,τι δήποτε και αν πράξης, όσον και αν με φοβερίσης ή κολακεύσης ή τιμωρήσης και ό,τι και αν μοι υποσχεθής, δεν θέλεις δυνηθή να με σαλεύσης από της αγάπης του Χριστού μου· μη γένοιτο ποτέ εις εμέ να αρνηθώ τον Θεόν μου, ο οποίος με εδημιούργησεν εκ του μη όντος εις το είναι, και κατέβη εκ των ουρανών εις την γην, και εσαρκώθη ασπόρως δια την εμήν σωτηρίαν. Λοιπόν όπερ θέλεις ποίησον, ω βασιλεύ· ιδού κείται ενώπιόν σου τούτο μου το σώμα, καίε λοιπόν, κόπτε, σφάζε και τιμώρει αυτό». 
Ταύτα μεν είπεν η Αγία· ο δε της βασιλείας και της ζωής ταύτης ανάξιος Δομετιανός παροξυνθείς προσέταξε να εκδύσωσι την Αγίαν και να δέρωσιν αυτήν επί πολλάς ώρας· όλοι δε έμειναν εκστατικοί, βλέποντες την γενναιότητα και υπομονήν της του Χριστού νύμφης, ήτις υφίστατο την βάσανον αταράχως, ως αν μη έπασχεν αυτή, αλλά άλλος. Επειδή δε ο βασιλεύς, στράφων συνεχώς το βλέμμα προς την Αγίαν, εθεώρει αυτήν, ελπίζων ότι θέλει μεταστραφή από της του Χριστού πίστεως, δια τούτο, ω του θαύματος! αποβαλών την οπτικήν δύναμιν των οφθαλμών του, αίφνης ετυφλώθη και εφαίνετο ως παίγνιον εις τους υπηκόους του. Όθεν κατά την ώραν εκείνην προσέταξε να φυλακίσουν την Αγίαν, εγερθείς δε από του θρόνου ωδηγήθη εις τα ανάκτορα υπό τινος χειραγωγού. Αλλ’ επειδή η Αγία έσπευδε να υπάγη προς τον ποθούμενόν της Νυμφίον Χριστόν, εμήνυσεν εις τον ασεβή βασιλέα, ότι εάν δεν χρίση τους οφθαλμούς του με το αίμα της αποτμηθησομένης κεφαλής της, δεν θέλει λάβει το φως του. Όθεν προσέταξε και απεκεφάλισαν την Αγίαν, είτα δε χρίσας τους οφθαλμούς του με το αίμα της ο βδελυρός και ακάθαρτος έλαβε παρευθύς το φως και ανέβλεψεν. Έμεινεν όμως αχάριστος εις την ευεργεσίαν ταύτην ο παράνομος βασιλεύς, μάλλον δε φθονήσας ο παμβέβηλος μη λάβωσιν οι Χριστιανοί το της Αγίας τίμιον σώμα και δι’ αυτού επιστραφώσιν εις την πίστιν του Χριστού πολλοί Έλληνες, προσέταξεν ο αλιτήριος να κατακαύσωσι το λείψανον της Μάρτυρος. Ούτως η μεν Αγία τυχούσα του ποθουμένου χαίρει και ευφραίνεται αιωνίως εις τα ουράνια, συμβασιλεύουσα με τον ποθεινότατον αυτής Νυμφίον Χριστόν· η δε σύναξις και εορτή αυτής τελείται εις τον μαρτυρικόν αυτής Ναόν, τον ευρισκόμενον πλησίον του σεβασμίου Ναού της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αναστασίας. Εις τον Ναόν τούτον ιατρεύονται διάφορα νοσήματα, μαρτυρεί δε τούτο ο παράλυτος εκείνος, ο οποίος προσελθών εις τον Ναόν της Αγίας εσφίχθη και έγινεν υγιής, το μαρτυρούσιν αι στείραι γυναίκες, αι οποίαι δια του λειψάνου της Αγίας μεταβάλλονται εις τεκνογόνους, και αι γυναίκες εκείναι, αι οποίαι έχουσαι τους μαστούς των κενούς γάλακτος επανέρχονται εις τους οίκους αυτών φέρουσαι αυτούς πλήρεις γάλακτος, και ούτω χορταίνουσι τα υπομάζια βρέφη των. Ούτω πως γνωρίζει ο Θεός να αντιδοξάζη τους Αυτόν δοξάζοντας και υπέρ αυτού το οικείον αίμα εκχέοντας.

Αγία Παρασκευή: Η Ηρωϊκή Παρθενομάρτυς της Αρχαίας Εκκλησίας

.

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Η Εκκλησία μας έχει να επιδείξει «νέφος μαρτύρων», ανδρών και γυναικών, νέων και γερόντων, ευγενών και ασήμων, πλουσίων και φτωχών, ελευθέρων και δούλων. Είναι οι καλλίμαχοι Μάρτυρες, οι οποίοι κλήθηκαν από τις περιστάσεις, να δώσουν τη μαρτυρία τους για τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα Χριστό, ως τον μοναδικό Λυτρωτή του ανθρωπίνου γένους. Τη μαρτυρία τους αυτή επισφράγισαν με απίστευτες ταλαιπωρίες, το αίμα τους, και εν τέλει με την ίδια του τη ζωή. Ένα τέτοιο εύοσμο άνθος της αρχαίας Εκκλησίας είναι η μεγαλομάρτυς και παρθενομάρτυς αγία Παρασκευή.

Γεννήθηκε στη Ρώμη το 2ο μ. Χ. αιώνα, όταν οι σκληροί και απάνθρωποι διωγμοί κατά τον Χριστιανών ήταν σε πλήρη εφαρμογή. Οι ευσεβείς χριστιανοί γονείς της Αγαθόνικος και Πολιτεία, προφανώς ελληνικής καταγωγής, οικονομικά εύποροι και κοινωνικά καταξιωμένοι, μετέδωσαν στην μονάκριβη κόρη τους την ευσέβειά τους και την πίστη στο Σωτήρα Χριστό. Την ονόμασαν Παρασκευή, διότι γεννήθηκε την ημέρα της Παρασκευής, κατά την οποία προπαρασκευαζόμαστε για να εορτάσουμε την εβδομαδιαία εορτή της Αναστάσεως του Κυρίου μας, την Κυριακή.

Η ευσεβής κόρη από παιδί άρχισε να μελετά το λόγο του Ευαγγελίου και να προσαρμόζει τη ζωή της στη ζωή του Χριστού, τον Οποίο αγάπησε με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Ξεχώριζε δε από τα άλλα κορίτσια της Ρώμης για τον ενάρετο βίο της και την αγνότητά της.

Σε ηλικία είκοσι ετών έχασε τους γονείς της. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να αλλάξει η πορεία της ζωή της. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μοιράσει την μεγάλη περιουσία της στους φτωχούς και κατόπιν αφιέρωσε τον εαυτό της στη διακονία της Εκκλησίας, ήτοι: στη φιλανθρωπία και την ιεραποστολή. Η ρωμαϊκή εκκλησία της ανέθεσε την κατήχηση στις γυναίκες της Ρώμης. Έμπαινε στις πλούσιες επαύλεις ή τα σπίτια των φτωχών και κήρυττε το Ευαγγέλιο και τις αρχές της χριστιανικής πίστεως με ιδιαίτερο ζήλο και θέρμη. Μετέβαινε συχνά και στα απομακρυσμένα μέρη, για να μεταστρέψει όσο το δυνατόν περισσότερους στην εν Χριστώ σωτηρία. Η φήμη της έφτασε γρήγορα στις ρωμαϊκές αρχές, οι οποίες είχαν κηρύξει απηνή διωγμό εναντίον των Χριστιανών, από τα χρόνια του θηριώδους Νέρωνα (67 μ. Χ.).

Βρισκόμαστε στα χρόνια του Αντωνίνου Πίου (138-161 μ. Χ.). Οι δραστηριότητες της ευγενούς χριστιανής κόρης έφτασαν ως το ανάκτορο του αυτοκράτορα, ο οποίος έδωσε διαταγή να τη συλλάβουν και να την οδηγήσουν μπροστά του. Η σεμνή και όμορφη αρχοντοπούλα στάθηκε μπροστά στον φανατικό ειδωλολάτρη ηγεμόνα με πρωτοφανές θάρρος. Ο Αντωνίνος εντυπωσιάστηκε από το κάλλος και το θάρρος της Παρασκευής και γι’ αυτό δεν ήθελε να εφαρμόσει το νόμο, που προέβλεπε φρικτά βασανιστήρια σε όσους από τους χριστιανούς δεν ήθελαν να θυσιάσουν στους παγανιστικούς «θεούς» και να κάψουν λιβανωτό στο «θεό» αυτοκράτορα.

Άνοιξε διάλογο μαζί της, ελπίζοντας ότι θα την μετέπειθε και θα αρνιόταν τη χριστιανική πίστη και θα θυσίαζε στα είδωλα και στο δικό του άγαλμα. Προσπάθησε με φτηνές κολακείες και υποσχέσεις να την πείσει. Επίσης επιχείρησε να της εξηγήσει ότι ως ρωμαίοι, έπρεπε να θυσιάζουν στους «θεούς», δείχνοντας έτσι την ευαρέσκειά τους σ’ αυτούς που τους προστάτευαν. Αλλά η Παρασκευή έμεινε αμετακίνητη στην πίστη της, αντικρούοντας με περισσό θάρρος, διαύγεια πνεύματος και λογικά επιχειρήματα τα λόγια του Αντωνίνου, τονίζοντάς του ότι ο μόνος αληθινός Θεός είναι ο Τριαδικός, τον οποίο μας αποκάλυψε ο σαρκωμένος Υιός Του.

Η στάση της και τα λόγια της εξόργισε τον αυτοκράτορα, ο οποίος, βλέποντάς την αμετάπειστη, έδωσε εντολή να τη βασανίσουν, ελπίζοντας ότι δε θα άντεχε τα μαρτύρια και θα αρνιόταν την πίστη της. Φοβεροί δήμιοι ειδωλολάτρες εφάρμοζαν φρικτά μέσα βασανισμών κατά των χριστιανών. Στην αρχή της έβαλαν πυρακτωμένη περικεφαλαία στο κεφάλι. Η αγία δε λύγισε και υπόμεινε καρτερικά τους αφόρητους πόνους του εγκαύματος. Μετά την έκλεισαν σε σκοτεινή φυλακή, απομονώνοντάς την από τις άλλες χριστιανές γυναίκες. Το δεσμωτήριό της το μετέβαλλε σε τόπο προσευχής και δοξολογίας του Θεού. Άγγελος Κυρίου κατέβηκε τη νύχτα και την ελευθέρωσε. Αλλά δεν άργησε να συλληφθεί και πάλι και να οδηγηθεί ενώπιον του αυτοκράτορα, όπου αντέκρουσε ξανά με περισσότερο θάρρος και ψυχική δύναμη τις κολακείες και τις απειλές του. Τότε διέταξε να την ρίξουν σε λέβητα με καυτό λάδι. Ο Θεός όμως την προστάτεψε και δεν κάηκε μέσα στο λάδι που κόχλαζε! Ο αυτοκράτορας νόμισε πως δεν έκαιγε το λάδι, πλησίασε στον λέβητα να δει και τυφλώθηκε από τις πύρινες αναθυμιάσεις. Η αγία τον θεράπευσε θαυματουργικά και γι’ αυτό θεωρείται προστάτιδα των ματιών. Ο Αντωνίνος την άφησε ελεύθερη και σταμάτησε τους διωγμούς!

Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε ο Αντωνίνος και τον διαδέχτηκε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ. Χ.). Αν και στωικός φιλόσοφος, συνέχισε με την ίδια μανία και αυτός τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Από τους πρώτους χριστιανούς που συνέλαβαν ήταν η Παρασκευή. Έδωσε εντολή σε δύο έπαρχους, τον Ασκληπιό και τον Ταράσιο να τη βασανίσουν με αγριότητα. Ύστερα από φρικτά βασανιστήρια την αποκεφάλισαν. Οι χριστιανοί της Ρώμης με μύριους κινδύνους κατόρθωσαν και πήραν το τίμιο λείψανο της αγίας και το έθαψαν σε κάποια κατακόμβη με τιμές, όπως αρμόζει σε μια ηρωική Μάρτυρα του Χριστού. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Ιουλίου.

Αυτοί είναι οι καλλίμαχοι Μάρτυρες της Εκκλησίας μας. Τα εύοσμα άνθη της πίστης και της αγνότητας. Στις θυσίες και στα αίματά τους θεμελιώθηκε και ανδρώθηκε η Εκκλησία του Χριστού!

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

ΑΓΙΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς:  Μεγαλομάρτυς Χριστίνα, 24 Ἰουλίου


     Μεγαλομάρτυρες της Εκκλησίας μας δεν υπήρξαν μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες, οι οποίες τους συναγωνίστηκαν επάξια σε ηρωισμό και ομολογιακό φρόνιμα. Πολλές από αυτές υπέστησαν τα μαρτύρια από τους φανατικούς ειδωλολάτρες γονείς τους. Μια από αυτές υπήρξε και η αγία Χριστίνα η Μεγαλομάρτυς.
       Καταγόταν από την πόλη Τύρο της Συρίας. Γεννήθηκε περί το 200 και ήταν κόρη του στρατηγού Ουρβανού, ο οποίος ήταν φανατικός ειδωλολάτρης. Έκτισε μάλιστα έναν πύργο, τον οποίο γέμισε με ειδωλολατρικά αγάλματα. Σε αυτόν έκλεισε την κόρη του, την οποία υποχρέωνε να θυσιάζει καθημερινά στους ανύπαρκτους και γελοίους ειδωλολατρικούς «θεούς». Εκείνη όμως αρνιόταν, διότι ήταν  συνειδητή Χριστιανή. Όταν πιέστηκε πολύ από τον πατέρα της γκρέμισε και κομμάτιασε τα αγάλματα. Ο θρησκομανής πατέρας της οργίστηκε πάρα πολύ, άρπαξε την κόρη του από τα μαλλιά, την κτύπησε αλύπητα και την υπέβαλε σε επώδυνα βασανιστήρια. Κατόπιν την έριξε σε σκοτεινή και υγρή φυλακή. Έδωσε μάλιστα διαταγή να μην της δώσει κανείς τροφή και νερό, ώστε να πεθάνει από την πείνα και τη δίψα. Για πολλές ημέρες δεν την πλησίασε κανένας από το φόβο των αντίποινων του Ουρβανού.

       Όλοι είχαν πιστέψει ότι η Χριστίνα είχε πεθάνει. Αλλά το πρώτο κιόλας βράδυ την επισκέφτηκε άγγελος Κυρίου, της οποίας θεράπευσε τις πληγές και της έφερνε καθημερινά τροφή και νερό. Όταν πήγαν να πάρουν το πτώμα της, νομίζοντάς την νεκρή, την βρήκαν απόλυτα υγιή, η οποία προσεύχονταν και δοξολογούσε το Θεό. Ανήγγειλαν στον πατέρα της το γεγονός και εκείνος περισσότερο οργισμένος, έδωσε διαταγή στους στρατιώτες του να την οδηγήσουν στη θάλασσα και να την πνίξουν. Την έριξαν στο πιο βαθύ σημείο, πιστεύοντας ότι είχε καταποντιστεί. Όμως και πάλι άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε και την έσωσε. Μάλιστα αναφέρει η βιογραφία της, πως δεν είχε βαπτιστεί ως εκείνη τη στιγμή και έλαβε το άγιο Βάπτισμα στη θάλασσα από τον Ίδιο το Χριστό. Ο άγγελος την πήρε και την έβγαλε στη στεριά.  
       Ο Ουρβανός έγινε και πάλι θηρίο από το θυμό του για τη νέα διάσωση της κόρης του. Έδωσε εκ νέου διαταγή να την κλείσουν ξανά στη φυλακή, αφού την μαστιγώσουν άγρια και να την αφήσουν να πεθάνει από την πείνα, τη δίψα και τις πληγές της. Όμως συνέβη το απροσδόκητο. Το ίδιο βράδυ πέθανε ξαφνικά ο Ουρβανός. Τον διαδέχτηκε κάποιος Δίων, το ίδιο φανατικός ειδωλολάτρης με εκείνον και εξίσου θηριώδης και απάνθρωπος. Μισούσε θανάσιμα τους Χριστιανούς και έδειχνε υπέρμετρο ζήλο για την εξόντωσή τους. Πληροφορήθηκε για την ηρωική Χριστίνα και ανάλαβε ο ίδιος να την μεταστρέψει στην λατρεία των ειδώλων. Διέταξε να την οδηγήσουν μπροστά του και να την ανακρίνει ο ίδιος.
        Οι άνθρωποί του έβγαλαν την Χριστίνα από τη σκοτεινή και υγρή φυλακή και την οδήγησαν ενώπιον του στρατηγού Δίωνα. Στάθηκε με θάρρος απέναντί του και απολογήθηκε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό για την πίστη της στο Χριστό, τον μόνο αληθινό Θεό. Παράλληλα στηλίτευσε με ηρωισμό την ειδωλολατρία ως την χειρότερη πνευματική κατάπτωση της ανθρωπότητας. Η λατρεία των ψεύτικων «θεών» δεν είναι απλά μια πλάνη, αλλά πραγματική λατρεία στον πατέρα του ψεύδους και της πλάνης διάβολο, αφού, σύμφωνα με την Αγία Γραφή «οι θεοί των εθνών (είναι) δαιμόνια» (Ψαλμ.95,5). Κατόπιν αυτού απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο να δεχτεί να θυσιάσει στους ψευτοθεούς της αυτοκρατορίας και να εκτελέσει την αυτοκρατορική διαταγή.
       Ο Δίων οργίστηκε και έγινε σωστό θηρίο από την θαρραλέα ομολογία της Μάρτυρος. Διέταξε να την υποβάλλουν σε φρικτά βασανιστήρια, ελπίζοντας ότι ο φόβος των φρικτών πόνων και η απειλή του θανάτου θα την μετέστρεφαν στην
ειδωλολατρία. Όμως παρ’ όλα αυτά η αγία έμεινε αταλάντευτη στην πίστη της. Πολλοί από τους βασανιστές της και από τους παρισταμένους ειδωλολάτρες, βλέποντας τον ηρωισμό της, μεταστρέφονταν στον Χριστιανισμό.  
      Μετά τον Δίωνα, ανάλαβε τους βασανισμούς της Χριστίνας κάποιος Ιουλιανός, πραγματικά δαιμόνιος για τις επιλογές του κατά των Χριστιανών. Την άρπαξε και την έριξε σε πυρακτωμένο καμίνι, αλλά διασώθηκε θαυματουργικά. Κατόπιν γέμισε ένα κλουβί με φαρμακερά φίδια, στο οποίο την έριξε, πιστεύοντας ότι θα ξεμπέρδευε με αυτή. Όμως και πάλι διασώθηκε με τη χάρη του Θεού. Τα δηλητηριώδη ερπετά, αντί να την δαγκώσουν, της έγλυφαν τα πόδια! Μετά έδωσε  διαταγή να της κόψουν τους μαστούς. Αλλά αντί για αίμα έτρεξε γάλα! Μετά της έκοψαν τη γλώσσα.
        Τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν για μέρες. Η αγία υπέμεινε με καρτερία τα μαρτύρια, χωρίς να διαμαρτυρηθεί, χωρίς να βγάλει ούτε ένα στεναγμό! Ο Ιουλιανός βλέποντας ότι δεν ήταν δυνατόν να μεταστραφεί η Χριστίνα, έδωσε διαταγή σους δημίους να της τρυπήσουν το κορμί με κοντάρια. Έτσι τέλειωσε την επίγεια ζωή της, ανταλλάσσοντάς την με την ουράνια ατελεύτητη όντως ζωή.
       Το ιερό της λείψανο το παρέλαβαν κρυφά κάποιοι θαρραλέοι Χριστιανοί, το οποίο έθαψαν με τιμές. Μετά τη λήξη των διωγμών έγινε η εκταφή και βρέθηκε άφθορο να ευωδιάζει! Αργότερα, άγνωστο πότε ακριβώς, μεταφέρθηκε από τη Συρία στην Κωνσταντινούπολη σε ναό του Ιερού Παλατίου, ο οποίος χτίστηκε επ’ ονόματί της. Το 1204 το άρπαξαν οι αιρετικοί φραγκολατίνοι και το μετέφεραν στη Βενετία. Το 1252 τοποθετήθηκε στη Μονή του Αγίου Μάρκου Τορσέλλου και το 1340 μεταφέρθηκε  στο ναό του Αγίου Αθανασίου στο Μουράνο. Το 1435 ο πάπας Ευγένιος το μετέφερε στο ναό του Αγίου Αντωνίου Τορσέλλου. Το 1793 τοποθετήθηκε στη Μονή της αγίας Ιουστίνης στη Βενετία. Τέλος το 1810 τοποθετήθηκε στο ναό του αγίου Φραγκίσκου της Αμπέλου, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα σε κρυστάλλινη λάρνακα. Η μνήμη της τιμάται στις 24 Ιουλίου. Πολλές Χριστιανές φέρουν με καμάρι το σεπτό της όνομα.

Αγία Μαρία η Μαγδαληνή η Μυροφόρος και Ισαπόστολος


ΛΑΜΠΡΟΥ κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η γυναίκα, για πρώτη φορά στην ιστορία της, βρήκε καταξίωση από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Εκτός από την Παναγία μας, η οποία υπήρξε το μοναδικό σκεύος της θείας χάριτος, μια πλειάδα αγίων γυναικών βρισκόταν κοντά στον Κύριο, καθ’ όλη την επί γης παρουσία Του, οι οποίες τον υπηρετούσαν και πλαισίωναν στο σωτήριο έργο του. Μία από αυτές ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η μυροφόρος και ισαπόστολος, η πλέον αφοσιωμένη μαθήτριά Του. 

Καταγόταν από την πόλη Μάγδαλα, η οποία βρισκόταν στην περιοχή της Γαλιλαίας στη δυτική όχθη της λίμνης Τιβεριάδας, και γι’ αυτό πήρε την προσωνυμία Μαγδαληνή. Οι γονείς της ήταν πλούσιοι, ευγενείς και ευσεβείς Ιουδαίοι, ονομάζονταν Σύρος και Ευχαριστία. Μεγάλωσαν τη Μαρία με ευσέβεια και φόβο Θεού. Φρόντισαν δε να της δώσουν σοβαρή μόρφωση, όπως αναφέρει ο βιογράφος της Κάλλιστος Ξανθόπουλος. Μελέτησε την Παλαιά Διαθήκη και εντρύφησε στις προφητείες για τον Μεσσία. Μετά το θάνατο των γονέων της αρνήθηκε να παντρευτεί και αφιερώθηκε στην προσευχή και τη μελέτη των Γραφών. Παράλληλα ασκούσε φιλανθρωπία. Μοίρασε τη μεγάλη περιουσία της στους φτωχούς και ζούσε η ίδια με νηστεία, παρθενία και εγκράτεια.

Ο μισόκαλος διάβολος φθόνησε τη σεμνή και πιστή Μαρία και θέλησε να την καταστρέψει. Έστειλε επτά φοβερά δαιμόνια να την καταλάβουν. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι στην προχριστιανική εποχή, όταν δεν υπήρχε το Άγιο Βάπτισμα και τα άλλα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας μας, ως ισχυρά ελιξίρια κατά των δαιμονικών δυνάμεων, οι άνθρωποι, ακόμα και οι δίκαιοι, μπορούσαν να καταληφτούν από τους δαίμονες. Αυτό έπαθε και η Μαρία.

Κάποτε πέρασε από την περιοχή της ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Η Μαρία, παρ’ όλα τα φρικτά προβλήματα που της δημιουργούσαν τα ακάθαρτα πνεύματα, έτρεξε να ακούσει τον φημισμένο ραβίνο, τον οποίο ακολουθούσαν τα πλήθη και σαγηνεύονταν από το πρωτάκουστο κήρυγμά Του. Ο Χριστός διέγνωσε ως Θεός την αγαθή ψυχή της και το ρόλο που θα διαδραμάτιζε στο έργο Του. Τη θεράπευσε, διώχνοντας τα δαιμόνια (Λουκ.8,1-3) και εκείνη από ευγνωμοσύνη εντάχτηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής της στην ομάδα των μαθητριών Του. Αναγνώρισε στο πρόσωπό Του τον αναμενόμενο Μεσσία και για τούτο υπήρξε η πιο αφοσιωμένη μαθήτριά Του. Μαζί με τις άλλες μαθήτριες (Σουσάνα, Μαρία τη μητέρα του Ιακώβου, Μαρία του Κλωπά, Ιωάννα του Χουζά, τη μητέρα των υιών Ζεβεδαίου, κλπ) υπηρετούσαν τον Κύριο και τους αποστόλους.

Κάποιοι θέλουν να την ταυτίσουν με την αμαρτωλή γυναίκα, η οποία ένιψε τα πόδια του Ιησού, λίγο πριν το πάθος Του (Λουκ.7,36-50). Αυτό δεν ευσταθεί, διότι ο ιερός ευαγγελιστής την αμαρτωλό γυναίκα την αναφέρει ανώνυμα. Η αιρετική δυτική χριστιανοσύνη έπλασε αυτόν τον μύθο στα χρόνια του σκοτεινού μεσαίωνα.

Η Μαρία άκουγε με προσοχή τους λόγους του Κυρίου και έβλεπε με θαυμασμό τα θαύματά Του. Όλα αυτά την οδηγούσαν στη βεβαιότητα ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ είναι ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού, που προφήτευσαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Σύγκρινε αυτά που είχε διαβάσει στις αρχαίες Γραφές με αυτά που άκουγε και έβλεπε και σχημάτισε τη βεβαιότητα ότι ζούσε στην ευλογημένη μεσσιανική εποχή. Διέθεσε στο έργο του Κυρίου την εναπομείνασα περιουσία της και η ίδια διακονούσε χειρονακτικά.

Συνδέθηκε με αδελφική φιλία, όχι μόνο με τις άλλες μαθήτριες του Χριστού, αλλά και με τη Θεοτόκο, την οποία σέβονταν και υπολήπτονταν, ως Θεού Μητέρα. Κατά το σωτήριο πάθος του Κυρίου έδειξε απίστευτη αφοσίωση και ηρωισμό. Από τη νύχτα της προδοσίας ως τον ενταφιασμό Του δεν απομακρύνθηκε από κοντά Του, αλλά μαζί με τη Θεοτόκο σπάραζαν από τον πόνο και την αγωνία. Ενώ οι άνδρες μαθητές Του διασκορπίστηκαν και κρύφτηκαν για να μη συλληφθούν και οι ίδιοι, να μη θεωρηθούν συνεργοί του Ιησού και πάθουν τα ίδια με Εκείνον, οι άγιες γυναίκες μαθήτριες του, μαζί με τη Θεοτόκο, στεκόταν παράμερα στον Γολγοθά και παρακολουθούσαν θρηνώντας το Θείο Πάθος (Ματθ.27,55-56). Η Μαρία η Μαγδαληνή, μαζί με τη Θεοτόκο και τη  Μαρία του Κλωπά, στάθηκαν κάτω από το σταυρό (Ιωάν.19,25) και έδιναν κουράγιο στη Μητέρα του Κυρίου. Έζησαν ολόκληρο το Θείο Δράμα!  

Κατά την Αποκαθήλωση, μαζί με τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, με θρήνους και οδυρμούς μύρωσαν το Άχραντο Σώμα του Κυρίου και το ενταφίασαν. Αλλά, όπως αναφέρουν οι ιεροί Ευαγγελιστές, λόγω της επικείμενης εορτής του Πάσχα, η ταφή έγινε βεβιασμένα και δεν μυρώθηκε το Σώμα του Χριστού αρκούντως. Γι’ αυτό αποφάσισαν οι αφοσιωμένες μαθήτριές Του να μεταβούν «ούσης οψίας τη μια των Σαββάτων» στο μνημείο του Διδασκάλου τους για να αλείψουν το ακήρατο Σώμα Του με πολύτιμα μύρα. Μαζί τους η Μαρία η Μαγδαληνή. Αλλά εκεί τους περίμενε το μεγάλο θαύμα. Πληροφορήθηκαν από τον άγγελο την ανάσταση του Κυρίου. Αξιώθηκαν οι ηρωικές αυτές γυναίκες να μάθουν πρώτες το υπέρτατο γεγονός της αναστάσεως. Η Μαρία η Μαγδαληνή είχε την ύψιστη ευλογία να δει πρώτη, μαζί με τη Θεοτόκο, τον Κύριο αναστάντα, Τον οποίο αρχικά εξέλαβε ως κηπουρό.

Μετά από αυτό δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για το βίο και τη δράση της αγίας Μαρίας. Εικάζουμε ότι έγινε ένα από τα σημαίνοντα μέλη της ιεροσολυμίτικης  Εκκλησίας. Οι παραδόσεις ότι μετέβη στη Δύση και πέθανε στη Μασσαλία είναι παπικά μυθεύματα, τα οποία στερούνται πηγών. Βλάσφημη επίσης είναι η θεωρία ότι υπήρξε σύζυγος του Ιησού. Ευσεβής παράδοση αναφέρει ότι, μετά την κοίμηση της Θεοτόκου, ακολούθησε τον Ευαγγελιστή Ιωάννη στην Έφεσο, όπου κήρυξε με θέρμη το Ευαγγέλιο και κοιμήθηκε ειρηνικά. Η τίμια χείρα της βρίσκεται άφθαρτη και με ιδιότητες ζωντανού σώματος (ευκαμψία, θερμοκρασία, κλπ) στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους. Η μνήμη της τιμάται στις 22 Ιουλίου.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

Η ΑΓΙΑ ΜΑΚΡΙΝΑ

Τη ΙΗ΄ (19η) Ιουλίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΑΚΡΙΝΗΣ, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου.

Μακρίνα η οσιωτάτη μήτηρ ημών ήτο μεγαλυτέρα αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, κεκοσμημένη δε ούσα με σωματικόν κάλλος και με γνώμην αγαθήν, ηρραβωνίσθη, πριν ή δε τελεσθή ο γάμος της απέθανεν ο ταύτην αρραβωνισθείς, ενώ εισέπραττε τους δημοσίους φόρους· η δε μακαρία Μακρίνα, καίτοι εζήτουν αυτήν άλλοι πολλοί εις γάμου κοινωνίαν, όμως δεν ηθέλησεν, αλλά προετίμησε μάλλον την χηρείαν και τα της χηρείας δεινά ή να δοκιμάση τας του γάμου τέρψεις και ηδονάς. Όθεν αποσπασθείσα πάσης κοσμικής συναναστροφής διέμενε μετά της μητρός της και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών· πρωτότοκος δε ούσα, και επέχουσα θέσιν δευτέρας μητρός επί των εννέα άλλων αδελφών της, ανέτρεφε και επαίδευεν αυτούς. Οσίως λοιπόν και ασκητικώς διανύσασα την ζωήν της και μετά του αδελφού της θείου Γρηγορίου του Νύσσης συμφιλοσοφήσασα περί ψυχής εις αυτάς τας τελευταίας της αναπνοάς, απήλθε προς Κύριον.

Ο κατά πλάτος Βίος και πολιτεία της Οσίας μητρός ημών ΜΑΚΡΙΝΗΣ, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου, ασκησάσης κατά το τξ΄ (360) έτος από Χριστού, συγγραφείς υπό του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης του αυταδέλφου αυτής και αποσταλείς προς Πλύμπιον Μοναχόν· ήδη δε μεταφρασθείς εις το απλούν παρά Νικοδήμου Αγιορείτου.                                    

Το είδος του παρόντος λόγου, όσον μεν από την επιγραφήν φαίνεται, είναι επιστολή, το δε πλήθος των λεγομένων υπερβαίνει τα όρια της επιστολής, και εκτείνεται εις διήγησιν και συγγραφήν βίου, διότι ενθυμείσαι, αδελφέ Ολύμπιε, την συνομιλίαν εκείνην, την οποίαν εκάμαμεν μεταξύ μας, όταν εγώ σε συνάντησα εις την Αντιόχειαν, όπου ήθελες να υπάγης εις την Ιερουσαλήμ, δια να προσκυνήσης τους ιερούς τόπους. Αφού δε εκινήθησαν μεταξύ μας λόγοι πολλοί δια τους οποίους έδιδε τας αιτίας η ιδική σου σύνεσις, ήλθεν ο λόγος και εις ενθύμησιν της εναρέτου πολιτείας της μακαρίας Μακρίνης, της οποίας η διήγησις δεν είχε την πληροφορίαν από ακοήν άλλων, αλλά από την πείραν αυτήν και δοκιμήν, καθ’ όσον αυτή ήτο αδελφή μου από τους αυτούς γονείς γεννημένη και πρωτότοκος. 

Επειδή λοιπόν και συ έκρινας κέρδος ψυχής την διήγησιν ταύτην, δια να μη λησμονηθή ο Βίος της και κρυφθή από την σιωπήν ως ανωφελής, αυτή όπου ανέβη εις το άκρον της αρετής με την άσκησιν, δια τούτο νομίζω, ότι είναι καλόν να πεισθώ εις την παρακίνησίν σου, και με ολιγολογίαν να διηγηθώ τον υποδειγματικόν Βίον της, με απλήν και ανεπιτήδευτον διήγησιν. Η παρθένος αύτη ωνομάσθη από τους γονείς μας Μακρίνα και αυτό ήτο το όνομα όπου είχεν εις το φανερόν· άλλο δε όνομα είχεν εις το κρυπτόν, με το οποίον επωνομάσθη προτού ακόμη να γεννηθή, από θείαν οπτασίαν· διότι η μήτηρ ημών Αιμιλία ήτο πολλά ενάρετος, και εποθούσε να φυλάξη παρθενίαν και να διέλθη ζωήν άμεμπτον· αλλ’ επειδή έμεινεν ορφανή από πατέρα και μητέρα, και ήτο πολλά ωραία, και η φήμη του κάλλους της επαρακινούσε πολλούς να την νυμφευθούν, και ανίσως δεν ενυμφεύετο με κανένα άνδρα θεληματικώς, εκινδύνευε να πάθη κανένα σατανικόν πράγμα και να την αρπάση κανένας από εκείνους όπου ήσαν τετρωμένοι εις το κάλλος της, δια τούτο έστερξε να λάβη άνδρα τον πλέον σεμνότερον εις την ζωήν, τον Βασίλειον, λέγω, τον πατέρα μας, δια να τον έχη φύλακα της ζωής και της σωφροσύνης της. Όθεν η μήτηρ μας αύτη εις την πρώτην γέννησιν, όταν ήλθεν ο καιρός δια να γεννήση, είδεν εις τον ύπνον της, ότι εκράτει εις τας χείρας της βρέφος, την θυγατέρα της ταύτην, εκεί δε εφάνη ένας μεγαλοπρεπής άνθρωπος και την ωνόμασε Θέκλαν· λέγω εκείνην, η οποία έχει φήμην μεγάλην ανάμεσα εις τας παρθένους· αφού δε ο μεγαλοπρεπής εκείνος ωνόμασε το βρέφος Θέκλαν τρεις φοράς, έγινεν άφαντος, δίδων ευκολίαν εις την μητέρα μας δια να γεννήση· ευθύς δε όταν εξύπνησεν, εγέννησε την αδελφήν μας. Λοιπόν το όνομα τούτο της Θέκλης είχε κεκρυμμένον η αδελφή μας· εγώ όμως νομίζω, ότι εκείνος ο μεγαλοπρεπής, όστις εφάνη εις την μητέρα μας, δεν είχε σκοπόν, δια να οδηγήση την μητέρα μας εις το να την ονομάση Θέκλαν, αλλά δια να προδηλώση με το όνομα της Θέκλης την ζωήν της αδελφής μας και την ομοιότητα της προαιρέσεως όπου είχε με την παρθένον Θέκλαν. Αφού δε η Μακρίνα επέρασε την νηπιώδη ηλικίαν και ήτο επιτηδεία να μάθη εκείνα τα μαθήματα, εις τα οποία είναι δεκτική η φύσις των παιδίων, εις εκείνο το μάθημα όπου ήθελαν οι γονείς δια να μάθη, εις εκείνο επρόκοπτε και η Μακρίνα. Η δε μήτηρ μας εσπούδαζε να μανθάνη η θυγάτηρ της τα θεόπνευστα λόγια της Αγίας Γραφής και όσα είναι αρμόδια εις την ηλικίαν των παιδίων, μάλιστα δε την Σοφίαν του Σολομώντος, και όσα άλλα συντείνουσιν εις τα χρηστά ήθη της ζωής. Αλλά και τα λόγια του Ψαλτηρίου ήσαν μαθήματα της Μακρίνης, κάθε δε λόγιον του Ψαλτηρίου ελέγετο από την νέαν εις τον αρμόδιον καιρόν· δηλαδή και όταν ηγείρετο από τον ύπνον, και όταν ήρχιζε κανέν έργον και όταν το ετελείωνε, και όταν έτρωγεν άρτον, και όταν ηγείρετο από την τράπεζαν, και όταν επήγαινε δια να κοιμηθή· και πάντοτε τους ψαλμούς του Δαβίδ είχεν εις το στόμα της ως καλήν συνοδείαν. Με ταύτα και τα τοιαύτα μαθήματα ηύξανε την ηλικίαν η Οσία, αφού δε έμαθε α κατασκευάζη και ιερά εργόχειρα, έφθασεν εις το δωδέκατον έτος της ηλικίας της, εις το οποίον αρχίζει να λάμπη το άνθος της νεότητος· όθεν και ήτο άξιον θαύματος, πως και μολονότι ήτο κεκρυμμένον το κάλλος της νέας και δεν εβλέπετο, με όλον τούτο δεν ελάνθανε τους πολλούς, αλλ’ ενομίζετο, πως η Μακρίνα είχε τοιούτον κάλλος, ώστε εις όλην την πατρίδα της δεν ευρίσκετο άλλο παρόμοιον. Δια τούτο πολύ πλήθος νέων έτρεχον εις τους γονείς μας δια να την νυμφευθούν· ο δε πατήρ μας, διότι ήτο φρόνιμος και άξιος να κρίνη την καλήν γνώμην των ανθρώπων, προκρίνων ένα νέον ευγενή, προκομμένον εις την μάθησιν και λαμπρόν εις την σωφροσύνην, απεφάσισε να νυμφεύση με εκείνον την νέαν, όταν έλθη εις ηλικίαν· όθεν ο μεν νέος ετρέφετο με τας καλάς ελπίδας, ότι έχει να πάρη ως γυναίκα του την Μακρίναν, και έδιδεν εις τον πατέρα μας, ωσάν νυμφικούς αρραβώνας, την προκοπήν όπου είχεν εις τους λόγους υπερασπιζόμενος με αυτούς τους αδικουμένους, όμως ο θάνατος έκοψε τας καλάς ταύτας ελπίδας, αρπάζων αυτόν από την ζωήν ταύτην εις τον καιρόν της νεότητός του. Ήξευρε δε και η κόρη την υπόσχεσιν και απόφασιν όπου έκαμεν ο πατήρ, δια να την υπανδρεύση με αυτόν· επειδή δε ημποδίσθη η απόφασις εκείνη από τον θάνατον, δια τούτο την απόφασιν του πατρός της την ωνόμασε γάμον· ωσάν δε να είχε γίνει εμπράκτως ο γάμος, έτσι έκρινεν εύλογον να μένη εις το εξής υποκειμένη εις αυτόν, και δεύτερον να μη υπανδρευθή· όθεν και όταν οι γονείς της τής έλεγον δια γάμον, διότι την εζητούσαν πολλοί δια την ωραιότητά της, αυτή απεκρίνετο εις αυτούς, ότι ήτο άτοπον και παράνομον να μη στέργη τον γάμον, τον οποίον έλαβε πρότερον από τον πατέρα της, αλλά να ζητή άλλον, εις καιρόν δε όπου διωρίσθη εις τους ανθρώπους ένας γάμος, μία γέννησις και ένας θάνατος. Διϊσχυρίζετο δε, ότι ο άνθρωπος όπου συνηρμόσθη με αυτήν, κατά την απόφασιν των γονέων της, δεν απέθανεν, αλλά ανεχώρησεν μόνον, και είναι ζων εν τω Θεώ δια την ελπίδα της αναστάσεως και όχι νεκρός, επομένως άτοπον είναι να μη φυλάξη πίστιν και σωφροσύνην εις τον νυμφίον της, όστις ανεχώρησεν. Με τοιαύτα λόγια απεμάκρυνεν εκείνους όπου της έλεγαν δια γάμον, εστοχάσθη δε δια προφύλαξιν της καλής ταύτης αποφάσεώς της να μη χωρισθή ποτέ από την μητέρα της ουδέ στιγμήν· αύτη δε η ένωσις της Μακρίνης δεν ήτο χωρίς κέρδος δια την μητέρα της· διότι η υπηρεσία όπου της άκαμνεν ήτο αρκετή εις αυτήν, αντί πολλών υπηρετριών, εγίνετο δε αντιπληρωμή καλή και από τας δύο· ότι η μεν μήτηρ υπηρετούσε την ψυχήν της θυγατρός, η δε θυγάτηρ το σώμα της μητρός εις όλα τα χρειαζόμενα, πολλάς δε φοράς ητοίμαζε με τας ιδίας της χείρας και τον άρτον, όπου έτρωγεν η μήτηρ της· έκαμνε δε τούτο, διότι ενόμιζεν, ότι ήτο πρέπον εις το επάγγελμα της παρθενίας να καταγίνεται εις τοιαύτας ιεράς εργασίας, από τον καιρόν δε όπου της επερίσσευεν ητοίμαζε με τους ιδικούς της κόπους τον άρτον εις την μητέρα της. Όχι δε μόνον τούτο αλλά και κάθε φροντίδα της οικίας εκυβερνούσε μαζί με την μητέρα της· επειδή η μήτηρ μας είχεν εννέα τέκνα, χωρίς την Μακρίναν, τέσσαρας υιούς και πέντε θυγατέρας, και ήτο υποκειμένη εις τρεις διαφόρους εξουσιαστάς, διότι είχεν υποστατικά εις την επικράτειαν τριών εθνών. Όθεν επειδή η μήτηρ μας ήτο μοιρασμένη εις πολλά δια τας φροντίδας της οικίας (διότι είχεν αποθάνει πρωτύτερα ο πατήρ μας), εις όλας αυτάς τας φροντίδας ήτο συγκοινωνός η Μακρίνα με την μητέρα μας, και την ελάφρωνεν από τας βαρείας εργασίας, εις τον ίδιον δε καιρόν εφύλαττε και την ζωήν της καθαράν και άμεπτον με την παιδαγωγίαν της μητρός. 

Προς τούτοις, δια μέσου ταύτης της πολιτείας της, εγένετο παράδειγμα εις την μητέρα της, δια να μιμηθή και αυτή την ιδίαν άσκησιν και ολίγον κατ’ ολίγον την προσείλκυσεν εις την άϋλον και τελείαν ζωήν των Μοναχών. Όταν δε η μήτηρ μας ωκονόμησε τας αδελφάς καλώς και ευτάκτως, τότε εγύρισεν από τα σχολεία και ο αδελφός μας ο Μέγας Βασίλειος, πεπαιδευμένος χρόνους πολλούς εις τα μαθήματα της έξω σοφίας. Η δε θαυμαστή Μακρίνα επήρε μαζί της τούτον, και εις ολίγον καιρόν τον έφερεν εις τον σκοπόν της αληθινής φιλοσοφίας και ασκήσεως, με όλον δε όπου ήτο υψωμένος από το φρόνημα της έξω φιλοσοφίας και λαμπρός κατά την μεγαλειότητα περισσότερον από τους δυνάστας, αν και εκαταφρονούσε τα αξιώματά των, με όλον τούτο η Οσία τον έκαμε να χωρισθή από την κοσμικήν λαμπρότητα, να καταφρονήση τους επαίνους της έξω σοφίας και μαθήσεως, όπου όλοι τον εθαύμαζον, και να έλθη εις ταύτην την εργατικήν ζωήν με την τελείαν ακτημοσύνην, δια μέσου δε της ακτημοσύνης να ετοιμάση εις τον εαυτόν του ανεμπόδιστον τον δρόμον της εναρέτου πολιτείας. Αλλά τα μεν περί της ζωής του Μεγάλου Βασιλείου και τα άλλα του κατορθώματα, με τα οποία έγινεν ονομαστός εις όλην την οικουμένην, ας παραλείψωμεν τώρα, διότι χρειάζονται πολύν καιρόν δια να τα συγγράψη τις, και ας έλθωμεν εις το προκείμενον. Επειδή λοιπόν η μακαρία Μακρίνα ηλευθέρωσε τον εαυτόν της από τας φροντίδας της κοσμικής ζωής, κατέπεισε και την μητέρα της να αφήση την συνηθισμένην της ζωήν, την φανταστικήν πολιτείαν και τας υπηρεσίας όπου ελάμβανεν από τας υπηρετρίας, και να γίνη ομοία κατά το φρόνημα με τους πολλούς, να ενωθή δε και αυτή με τας παρθένους και καλογραίας εις την πολιτείαν, και τας πρώην δούλας της να τας κάμη ως αδελφάς ομοτίμους. 

Εδώ όμως θέλω να συνάψω μίαν διήγησιν, την οποίαν δεν αγαπώ να αφήσω, διότι δια μέσου αυτής φανερώνεται περισσότερον η υψηλή γνώμη της Οσίας. Ένας από τους τέσσαρας αδελφούς μας, ο δεύτερος από τον Μέγαν Βασίλειον, Ναυκράτιος ονόματι, διέφερεν από τους άλλους κατά τα φυσικά χαρίσματα, κατά την ωραιότητα του σώματος, κατά την δύναμιν και ταχύτητα, και κατά την επιτηδειότητα, όπου είχεν εις κάθε πράγμα. Ούτος, όταν έφθασεν εις τον εικοστόν δεύτερον χρόνον της ηλικίας του, έδωκε μεγάλην φήμην εις τας ακοάς των πολλών δια την φιλοπονίαν του, τέλος πάντων όμως καταφρονών όλα όσα είχεν εις χείρας του από θείαν πρόνοιαν, μετεχειρίσθη με μεγάλην ορμήν και προθυμίαν την ακτήμονα και ασκητικήν πολιτείαν των Μοναχών, χωρίς να έχη μαζί του άλλο τι, εκτός από τον εαυτόν του· ηκολούθησε δε εις αυτόν και ένας από τους ανθρώπους της οικίας μας, Χρυσάφιος ονομαζόμενος, διότι ήτο ηγαπημένος του Ναυκρατίου, και διότι είχε και αυτός την αυτήν αγάπην εις την μοναδικήν πολιτείαν. Επήγε λοιπόν ο Ναυκράτιος εις μίαν άκραν ερημίαν πλησίον εις τον ποταμόν Ίριδα, ευρίσκων δε ένα τόπον πυκνόν από δένδρα άγρια, και ένα ύψωμα κεκρυμμένον μέσα εις την ράχιν του βουνού, εκάθητο εις αυτό και διήρχετο την ζωήν του μακράν από τας ταραχάς των πόλεων και τας φροντίδας των κριτηρίων, υπηρετούσε δε με τας ιδίας του χείρας τους γέροντας, τους πτωχούς και τους ασθενείς, όσοι ήσαν εκεί πλησίον. Επειδή δε ήτο επιτήδειος εις το να αλιεύη ιχθύς, εξησφάλιζε την ζωοτροφίαν των ρηθέντων ασθενών, και με αυτούς τους κόπους εκαταδάμαζε την νεότητά του, εις τον αυτόν δε καιρόν υπήκουε και εις τα θελήματα της μητρός του, όταν καμμίαν φοράν ήθελε τον προστάξη εις τι με ταύτα δε τα δύο εστόλιζε την ζωήν του και επρόκοπτεν εις τας θείας εντολάς. Έπειτα από πέντε έτη όπου έκαμεν ο Ναυκράτιος εις τοιαύτην άσκησιν, ηκολούθησε μία βαρεία και λυπηρά συμφορά, από επιβουλήν, νομίζω, του διαβόλου, η οποία επροξένησε λύπην μεγάλην εις όλην μας την συγγένειαν· διότι αίφνης ηρπάγη από την ζωήν ταύτην ο αοίδιμος, χωρίς καμμίαν ασθένειαν, χωρίς κανέν άλλο φανερόν πάθος· αλλά πηγαίνων εις τον ποταμόν να αλιεύση ιχθύς, δια να θρέψη τους ασθενείς γέροντας εκείνους, όπου εγηροκομούσεν, εφέρθη εις το κελλίον του νεκρός, τόσον ο Ναυκράτιος, όσον και ο σύντροφός του Χρυσάφιος. Η δε μήτηρ των ήτο μακράν από τον τόπον εκείνον τριών ημερών διάστημα. Όταν δε έλαβε την είδησιν του θανάτου του, αν και ήτο τελεία εις την αρετήν, όμως την ενίκησε το πάθος, και από την λύπην της έγινεν άπνους και άφωνος. Τότε λοιπόν εφάνη η γενναιότης και αρετή της μεγάλης Μακρίνης· διότι αυτή ηναντιώθη εις το πάθος της λύπης με τον ορθόν λογισμόν, και τον εαυτόν της εφύλαξεν ανίκητον από την λύπην, και την ασθένειαν της μητρός μας εδυνάμωσε, και από τον βυθόν της λύπης την ανέσπασεν, επειδή εδίδαξε προς ανδρείαν την ψυχήν της με την ιδικήν της στερεάν και ανίκητον γνώμην. Δια τούτο ανέλαβεν ευθύς από το πάθος η μήτηρ μας, και δεν έπαθεν κανέν άνανδρον ιδίωμα των γυναικών, εις τρόπον ώστε να φωνάξη ή να σχίση το ιμάτιόν της από την λύπην, ή με θρηνώδεις μελωδίας να κινήση τους θρήνους· αλλά με ησυχίαν και αταραξίαν υπέμεινε την λύπην, διώκουσα την ασθένειαν της φύσεως με τους ιδικούς της ορθούς λογισμούς και με εκείνους όπου της επρόσφερεν η Μακρίνα προς παρηγορίαν του πάθους. Αφού δε έλειψαν από την μητέρα μας αι φροντίδες της ανατροφής των τέκνων της και αι μέριμναι της αποκαταστάσεώς των, τα δε υπάρχοντα διεμοιράσθησαν εις τα τέκνα της, τότε, ως προείπομεν, η ζωή της θυγατρός της Μακρίνης έγινε συμβουλή καλή και παράδειγμα εις την ασκητικήν πολιτείαν· δια τούτο άφησεν όλας τας παλαιάς συνηθείας της και έφθασεν εις τα ίδια μέτρα της ταπεινοφροσύνης της Μακρίνης, έκαμε δε τον εαυτόν της ομότιμον με τας άλλας καλογραίας. Έτρωγε και εκείνη από μίαν και την αυτήν τράπεζαν, και εκοιμάτο εις ομοίαν στρωμνήν, αλλά και εις όλα τα άλλα μετείχε παρόμοια με εκείνας· και καθώς αι ψυχαί εκείναι όπου χωρισθούν από τα σώματά των εν ταυτώ χωρίζονται και από όλας τας φροντίδας του κόσμου, τοιουτοτρόπως και η ζωή της Μακρίνης και της μητρός μας ήτο χωρισμένη από κάθε κοσμικήν ματαιότητα, και εμιμείτο την ζωήν των Αγγέλων· διότι εις την πολιτείαν των δεν εφαίνετο ούτε θυμός, ούτε φθόνος, ούτε μίσος, ούτε υπερηφάνεια, ούτε άλλο κανέν τοιούτον πάθος· ούτε ευρίσκετο εις αυτάς καμμία επιθυμία των ματαίων πραγμάτων, τιμής, λέγω, δόξης, τύφου και των άλλων ομοίων· αλλ’ η εγκράτεια ήτο εις αυτάς τρυφή· το να μη γνωρίζωνται από τινα, ήτο δόξα· πλούτος ήτο η ακτημοσύνη και το να αποτινάξουν ως μίαν κόνιν κάθε υλικόν πράγμα. Όλα τα σπουδαζόμενα έργα της παρούσης ζωής ήσαν εις αυτάς πάρεργα, έργον δε ήτο μόνον η μελέτη των θείων, η παντοτεινή προσευχή και η ακατάπαυστος ψαλμωδία, γινομένη εξ ίσου εις το διάστημα της νυκτός και εις το διάστημα της ημέρας· ώστε το αυτό ήτο εις αυτάς εργόχειρον ομού και ανάπαυσις. Τις λόγος ημπορεί να παραστήση την τοιαύτην πολιτείαν, η οποία ήτο ως ένα μεθόριον μεταξύ της ανθρωπίνης ζωής και της αγγελικής; Διότι το να ελευθερωθούν από τα ανθρώπινα πάθη η Μακρίνα και η μήτηρ μας, τούτο ήτο ανώτερον από την φυσικήν κατάστασιν των ανθρώπων, το δε να έχουν σώμα και να ζουν με τας αισθήσεις, τούτο ήτο κατώτερον από την αγγελικήν φύσιν. Τάχα δε τις ήθελε τολμήσει να ειπή, ότι ούτε κατά τούτο ήσαν κατώτεραι, διότι αν και ήσαν συνδεδεμέναι με το σώμα, όμως καθ’ ομοιότητα των ασωμάτων Αγγέλων δεν εφέροντο κάτω από το βάρος του σώματος, αλλ’ ήτο η ζωή των ανωφερής και υψηλή, συνυψουμένη με τας ουρανίους δυνάμεις. 

Εις τοιαύτην λοιπόν πολιτείαν παρήλθον έτη πολλά, και μαζί με τα έτη ηύξανον και αι αρεταί των και πάντοτε επρόκοπτον εις το υψηλότερον με προσθήκας νέων αρετών. Εις τον μέγαν τούτον σκοπόν της ζωής της Μακρίνης υπηρέτει εξαιρέτως ο αδελφός ημών Πέτρος, τελευταίος υιός της μητρός μας, ο οποίος, ευθύς ως εγεννήθη, ωνομάσθη και ορφανός, διότι απεβίωσεν ο πατήρ μας· αλλ’ η μεγαλυτέρα μας αδελφή Μακρίνα τον ανέθρεψε και τον επαιδαγώγησε με την υψηλοτέραν παιδαγωγίαν, διότι εγύμνασεν αυτόν από μικράς ηλικίας τόσον πολύ εις τα ιερά μαθήματα, ώστε δεν έδωκεν ευκαιρίαν εις την ψυχήν του να κλίνη εις κανέν μάταιον· αλλά έγινεν αυτή δι’ αυτόν πατήρ και διδάσκαλος και παιδαγωγός και μήτηρ, και κάθε καλού και αρετής σύμβουλος, τον κατεσκεύασε δε τοιούτον, ώστε πριν ακόμη να διέλθη την ηλικίαν των παίδων, υψώθη εις τον υψηλόν σκοπόν της ασκήσεως και έγινεν επιτήδειος εις κάθε τέχνην, ήτις ενηργείτο δια χειρός, και χωρίς να έχη κανένα οδηγόν και διδάσκαλον έμαθεν ακριβώς τέχνην και επιστήμην, τας οποίας μανθάνουν οι άλλοι με πολυκαιρίαν και κόπον. Oύτος λοιπόν ο αδελφός μας Πέτρος, καταφρονών την μάθησιν της έξω σοφίας, έχων δε την φύσιν διδάσκαλον κάθε καλού μαθήματος, βλέπων μάλιστα και προς την αδελφήν Μακρίναν ως εις παράδειγμα κάθε καλού, τόσον επρόκοψεν, ώστε δεν εφαίνετο να είναι κατώτερος εις την αρετήν από τον Μέγαν Βασίλειον. Επειδή δε και εις εκείνον τον καιρόν ηκολούθησε λιμός μέγας και πολλοί ακούοντες τας ευεργεσίας, τας οποίας έκαμνον οι τρεις ούτοι, η Μακρίνα, η μήτηρ και ο αδελφός Πέτρος, έτρεχον εις τον τόπον, όπου ησκήτευον· ο δε Πέτρος δια μέσου της οικονομικής του εφευρέσεως τόσον επλήθυνε τας τροφάς των πεινώντων, ώστε από το πλήθος των ανθρώπων, οίτινες συνέτρεχον, εφαίνετο πόλις η ερημία. Εις τούτον τον καιρόν έφθασε και η μήτηρ μας εις βαθύ γήρας, και απήλθε προς Κύριον αναπαυθείσα εις τας χείρας των δύο τέκνων της. Άξιον όμως είναι να ενθυμηθώμεν εδώ τα λόγια της ευχής, άτινα είπεν εις τα τέκνα της, όταν απέθνησκεν. Αφού ηυχήθη τα άλλα της τέκνα, όσα έλειπον, ήπλωσε τας χείρας της επάνω εις την Μακρίναν και εις τον Πέτρον, οίτινες εκάθηντο πλησίον της, το ένα τέκνον της από το δεξιόν μέρος και το άλλο από το αριστερόν και ανεβόησε προς τον Θεόν ταύτα· «Εις σε, Κύριε, αφιερώνω και την απαρχήν και το δέκατον καρπόν της κοιλίας μου· απαρχή μου είναι αυτή η πρωτότοκος θυγάτηρ μου, και δέκατος είναι ούτος ο τελευταίος υιός· εις Σε είναι αφιερωμένα από τον νόμον και τα πρωτοφανήσιμα, και τα δέκατα όλων των καρπών, και ιδικαί Σου προσφοραί και αφιερώματα είναι· λοιπόν ας έλθη ο αγιασμός και η χάρις Σου και εις την απαρχήν ταύτην, και εις το δέκατόν μου τούτο», δείξασα με τας χείρας της την Μακρίναν και τον Πέτρον. Και ταύτα λέγουσα έπαυσεν από την ευχήν ομού και από την ζωήν, αφού παρήγγειλεν εις τα τέκνα της να θάψουν το σώμα της εις το μνήμα του πατρός των. Εκείνοι δε, αφού ετελείωσαν την παραγγελίαν της μητρός των, ηγωνίζοντο εις την άσκησιν προθυμότερον, συνεριζόμενοι πάντοτε με την προτέρα ζωήν, και τα πρωτύτερά των κατορθώματα τα ενικούσαν με τα νεώτερα και θαυμασιώτερα. Εις τούτον τον καιρόν έγινεν Αρχιερεύς Καισαρείας και ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος εχειροτόνησε και τον αδελφόν μας Πέτρον πρεσβύτερον και Αρχιερέα Σεβαστείας. Όθεν από τότε και εις το εξής επερνούσεν ο Πέτρος ζωήν αγιωτέραν από την πρώτην και σεμνοτέραν, διότι με την προσθήκην της αρχιερωσύνης ηυξήθη και η άσκησίς του. Αφού δε επέρασαν οκτώ έτη, απήλθεν από τον κόσμον τούτον ο κατά πάσαν την οικουμένην ονομαστός Βασίλειος και εξεδήμησε προς Κύριον, γενόμενος κοινή υπόθεσις πένθους και εις την πατρίδα του και εις όλην την οικουμένην. Η δε αδελφή μας Μακρίνα, ακούσασα από μακρόθεν την θλιβεράν είδησιν του θανάτου του, ελυπήθη μεν κατά την ψυχήν δια την τοσαύτην ζημίαν· διότι πως ήτο δυνατόν να μη αισθανθή και εκείνη, ήτις ήτο αδελφή, το πάθος της λύπης, το οποίον και αυτοί ακόμη οι εχθροί της αληθείας το ησθάνθησαν; Όμως δεν κατέπεσε τελείως, αλλ’ υπέμεινε με γενναιότητα την συμφοράν. Και καθώς ο χρυσός δοκιμάζεται εις διάφορα χωνευτήρια, δια να καθαρισθή από κάθε ρύπον και σκωρίαν και να μείνη τελείως καθαρός, τοιουτοτρόπως και η Μακρίνα εδοκιμάσθη με τας διαφόρους προσβολάς των λυπηρών, και ανεδείχθη από κάθε μέρος το γνήσιον και ακατάσειστον της ψυχής της· πρώτον με τον θάνατον του αδελφού Ναυκρατίου, δεύτερον με τον χωρισμόν της μητρός, και τρίτον όταν εχωρίσθη από την ζωήν το κοινόν καλόν του γένους, ο Μέγας, λέγω, Βασίλειος· όθεν έμεινεν ως ένας αθλητής ακαταγώνιστος, χωρίς να καταπέση εις καμμίαν προσβολήν των συμφορών. Αφού δε ο Μέγας Βασίλειος απέθανε και παρήλθον εννέα μήνες, εσυνάχθη εις την Αντιόχειαν τοπική Σύνοδος, εις την οποίαν έλαβον μέρος και εγώ ο Γρηγόριος, και αφού διελύθη η Σύνοδος και επέστρεψαν όλοι οι Αρχιερείς έκαστος εις την επαρχίαν του, προτού να παρέλθη ο χρόνος, μου ήλθε λογισμός να υπάγω εις την αδελφήν μου Μακρίναν, επειδή επέρασεν εν τω μεταξύ πολύς καιρός, όπου δεν επήγα να την επισκεφθώ, εμποδιζόμενος από τα περιστατικά των πειρασμών, τους οποίους εδοκίμαζον από τους υπερασπιστάς της Αρειανής αιρέσεως, αριθμών δε τον καιρόν, εύρον, ότι ήσαν περασμένα οκτώ έτη, όπου δεν την επεσκέφθην. Εκίνησα λοιπόν δια να υπάγω, και αφού επεριπάτησα πολύ διάστημα οδού και ήμην μακράν από την αδελφήν έως μιας ημέρας διάστημα, είδον ένα όνειρον, το οποίον μοι εδείκνυε λυπηράς ελπίδας δια το μέλλον· διότι μου εφαίνετο εις το όνειρόν μου, ότι εκράτουν εις τας χείρας μου λείψανα Μαρτύρων, από τα οποία εξήρχετο τόση λάμψις, όση εξέρχεται από τον καθαρόν καθρέπτην, όταν τεθή απέναντι εις τον ήλιον· ώστε εξήστραπτον από την λάμψιν οι οφθαλμοί μου. Το όνειρον αυτό το είδον τρεις φοράς την αυτήν νύκτα· αλλά δεν ημπορούσα να καταλάβω τι εδηλούσε, μόνον έβλεπον μίαν λύπην εις την ψυχήν μου και επαρατηρούσα να ιδώ από τα πράγματα την έκβασιν του φανέντος ονείρου. Λοιπόν όταν έφθασα πλησίον εις το ασκητήριον της Οσίας, ηρώτησα ένα φίλον από εκείνους όπου εκατοικούσαν εκεί, πρώτον δια τον αδελφόν μας Πέτρον· επειδή δε εκείνος μου απεκρίθη, ότι ο Πέτρος είχε τάσσαρας ημέρας όπου εξήλθε δια να έλθη προς ημάς, ενόμισα ότι επήγεν από άλλην οδόν και δια τούτο δεν μας απήντησεν· έπειτα ηρώτησα και δια την μεγάλην Μακρίναν πως έχει, μαθών δε ότι ευρίσκεται εις ασθένειαν, έτρεχα την οδόν ταχέως· διότι ετάρασσε την ψυχήν μου λύπη και φόβος δια το μέλλον. 

Όταν δε εγώ έφθασα εις το ασκητήριον της Οσίας και ο λόγος ηκούσθη εις την αδελφότητα, ότι επήγα, τότε οι μεν ασκηταί άνδρες εξήλθον και με προϋπάντησαν· ότι τοιαύτην συνήθειαν έχουν να προϋπαντούν τους φίλους· ο δε χορός των ασκητριών εστέκετο με ευκοσμίαν εις την Εκκλησίαν και με επερίμενον. Αφού εμβήκαν εις την Εκκλησίαν και έλαβε τέλος η συνήθως γινομένη εις τοιαύτας περιστάσεις ευχή και ευλογία, αι μεν καλογραίαι έκλιναν τας κεφαλάς ευσχημόνως και ανεχώρησαν, εγώ δε στοχαζόμενος, ότι δεν ήτο μαζί με εκείνας η Καθηγουμένη τούτων Μακρίνα, έλαβα οδηγόν και επήγα εις το κελλίον της· εκείνη δε από την ασθένειαν ήτο κατάκοιτος, αναπαυομένη όχι επάνω εις κλίνην ή στρώμα, αλλά κατά γης, επάνω εις μίαν σανίδα όπου είχε κάτω από τον σάκκον της· είχε και άλλην σανίδα κατεσκευασμένην με λοξόν σχήμα αντί προσκεφαλαίου, και εστήριζεν επάνω την κεφαλήν της και τον λαιμόν της. Καθώς δε με είδεν όπου επήγα πλησίον εις την θύραν, ηγέρθη και ακούνβησεν επάνω εις τον αγκώνα των χειρών της, αλλά δεν ηδυνήθη να έλθη προς εμ΄ς, διότι ήτο αποκαμωμένη η δύναμίς της από τον πυρετόν, στηρίξασα δε επάνω εις την γην τας χείρας της όσον ηδύνατο, εξήλθεν από την χαμαικοιτίαν της, και με αυτό επλήρωσε την δεξίωσιν της ιδικής μου υπαντήσεως. Τότε εγώ έτρεξα ευθύς και βάλλων τας χείρας μου υποκάτω από το πρόσωπόν της, όπερ ήτο κεκλιμένον χαμαί, την ήγειρα πάλιν και την έβαλα εις το συνειθισμένον σχήμα, με το οποίον έκειτο· εκείνη δε απλώσασα τας χείρας της εις τον Θεόν, είπε· «Και αυτήν την χάριν, Κύριέ μου, την επλήρωσας εις εμέ, και δεν με εστέρησας από την επιθυμίαν μου· ότι εκίνησας τον δούλον σου εις επίσκεψιν της παιδίσκης σου». Πλην δια να μη προξενήση εις εμέ καμμίαν λύπην εκράτησε τον στεναγμόν της, και εβιάζετο να κρύψη από εμέ την θλίψιν της καρδίας της. Ήρχισε τότε να λέγη λόγους χαρμοσύνους και με εχαροποιούσε με τας ερωτήσεις της. Αλλ’ επειδή και παρενέπεσε λόγος δια τον Μέγαν Βασίλειον, παρευθύς η ιδική μου καρδία εθλίβη και το πρόσωπόν μου εσκυθρώπασεν· η δε μακαρία Μακρίνα τόσον μακράν ήτο από το να συλλυπηθή με εμέ, ώστε από την ενθύμησιν του Αγίου έλαβεν αφορμήν περισσοτέρας μεγαλοψυχίας και εφιλοσόφησε πολλά δια την ανθρωπίνην φύσιν, φανερώνουσα την θείαν οικονομίαν, ήτις είναι κεκρυμμένη μέσα εις τα λυπηρά· τόσα δε είπε περί της μελλούσης ζωής, ως φωτισμένη από το Πνεύμα το Άγιον, ώστε μοι εφαίνετο, ότι υψώθη ο νους μου με τα λόγια της, και εβγαίνων από την ανθρωπίνην φύσιν εμβήκα έως μέσα εις τα ύδατα των ουρανών, οδηγούμενος από τους λόγους της. Καθώς δε ακούομεν δια τον Ιώβ, ότι εις το σώμα είχε τους πόνους, ο δε νους του δεν ημποδίζετο από την ιδικήν του ενέργειαν, ουδέ απέκοπτε τον λογισμόν του από το να θεωρή τα υψηλότερα, τοιούτον πράγμα έβλεπον εις εκείνην την μακαρίαν, διότι αν και η θέρμη κατεξήρανεν όλην την δύναμίν της και την ωθούσεν εις τον θάνατον, αυτή όμως αναψύχουσα ως με δρόσον το σώμα της είχεν ανεμπόδιστον τον νουν της εις την θεωρίαν των υψηλών, χωρίς να βλάπτεται τελείως από την ασθένειαν.

 Αν ο λόγος δεν εξετείνετο εις μήκος πολύ, ήθελον διηγηθή όλα καθεξής· πως δηλαδή υψώθη η αοίδιμος με την ομιλίαν και εφιλοσόφησε περί της ψυχής και περί της δια σαρκός ζωής· δια ποίαν αιτίαν έγινεν ο άνθρωπος· πως έγινε θνητός· πόθεν έγινεν ο θάνατος· και πως πάλιν επαναστρέφει από τον θάνατον εις την ζωήν· τα οποία διηγείτο με κάθε ευκολίαν, διότι εφωτίζετο από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, έτρεχε δε ο λόγος από το στόμα της καθώς τρέχει το νερόν από την βρύσιν. Όταν ετελείωσεν η ομιλία είπεν εις εμέ· «Καιρός είναι, αδελφέ, να αναπαύσης ολίγον το σώμα σου, το οποίον είναι κεκοπιασμένον από την οδοιπορίαν». Εγώ δε, αν και ησθανόμην ανάπαυσιν μεγάλην και αληθινήν με το να βλέπω αυτήν και να ακροάζωμαι τα μεγάλα της λόγια, αλλ’ επειδή αυτό ήτο αρεστόν εις αυτήν, δια να φανώ ότι κατά πάντα πείθομαι εις την διδάσκαλον, επήγα με οδηγόν μέσα εις ένα κήπον όπου ήτο εκεί πλησίον, ένθα ευρών ητοιμασμένην και χαριεστάτην κατοικίαν, ανεπαυόμην υποκάτω εις την σκιάν των αναδενδράδων· όμως δεν ήτο δυνατόν να αισθανθώ την ευφροσύνην εκείνην, διότι η ψυχή μου εθλίβετο από την ελπίδα των λυπηρών· επειδή το όνειρον, όπου είδον, εφαίνετο, ότι εδηλοποιείτο δια μέσου των πραγμάτων· διότι το προκείμενον θέαμα της μακαρίας εφαίνετο, κατά την αλήθειαν, ως λείψανα Αγίου Μάρτυρος, τα οποία ήσαν νενεκρωμένα δια του Αγίου Πνεύματος, όπου εκατοικούσεν εις αυτά. Εις καιρόν λοιπόν όπου εγώ ήμουν σκυθρωπός δια την ανάμνησιν των λυπηρών, δεν ηξεύρω πως εστοχάσθη η Οσία τους λογισμούς μου, και έστειλε μήνυμα χαροποιόν εις εμέ, προστάζουσα να ευθυμώ και να έχω δι’ αυτήν καλλιτέρας ελπίδας· ότι ησθάνθη ότι έγινε καλλίτερα· αυτά δε δεν τα έλεγε δια να με γελάση, αλλά ήσαν αληθινά, αν και εγώ τότε δεν τα εκατάλαβα, διότι τη αληθεία έτσι ακολουθεί· καθώς ένας δρομεύς όπου τρέχει και περάση τον αντίπαλόν του και φθάση πλησίον εις το τέλος του δρόμου, όταν πλησιάση να λάβη το χάρισμα, να ιδή τον στέφανον της νίκης, τότε χαίρεται αυτός εις τον εαυτόν του, ως να το έλαβε, μηνύει δε με χαράν την νίκην εις τους φίλους του, τοιουτοτρόπως και η μακαρία εκείνη, από τοιαύτην διάθεσιν κινουμένη, εμήνυσεν εις εμέ να ελπίζω δι’ αυτήν τα καλλίτερα, διότι έβλεπε τότε προς το βραβείον της άνω κλήσεως και σχεδόν έλεγεν εκείνο το λόγιον του θείου Αποστόλου Παύλου· «Απόκειταί μοι λοιπόν ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι ο δίκαιος κριτής· επειδή τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα». Εγώ λοιπόν, επειδή εχαροποιήθηκα από το χαροποιόν μήνυμα, απήλαυσα από τα φαγητά όπου είχον ητοιμασμένα, τα οποία ήσαν διάφορα και νόστιμα, διότι η σπουδή της Μακρίνης τοιουτοτρόπως εσυγκατέβη έως και εις την ετοιμασίαν των φαγητών μου. Αφού δε εγώ ανεπαύθην, πάλιν με εκάλεσε και ήρχισε να ενθυμήται τας πράξεις όπου έκαμεν εκ νεότητός της και να τας διηγήται καταλεπτώς· ομοίως διηγείτο και τα έργα των γονέων μας, όσα ενεθυμείτο και όσα ηκολούθησαν πρωτύτερα από την ιδικήν μου γέννησιν, και την μετά ταύτα ζωήν μου· σκοπός της δε ήτο με την διήγησιν ταύτην να προσφέρη ευχαριστίαν εις τον Θεόν δι’ όλα διότι διηγείτο την ζωήν των γονέων μας, όχι ότι ήτο τόσον λαμπρά εις τους τότε καιρούς, αλλά πως ηυξήθη και εμεγαλύνθη από την φιλανθρωπίαν του Θεού· επειδή οι πρόγονοι του πατρός μας, διότι ωμολόγησαν τον Χριστόν, εστερήθησαν τα υπάρχοντά των, ο δε προπάτωρ της μητρός μας εθανατώθη από αγανάκτησιν βασιλικήν, και οι γονείς μας έμειναν ξένοι από τα υπάρχοντα των γονέων των, με όλον τούτο ο Βίος και ο πλούτος των γονέων μας τόσον ηυξήθη, δια μέσου της πίστεως όπου είχαν εις τον Θεόν, ώστε εις τους καιρούς των δεν ήτο άλλος πλέον ονομαστότερος από αυτούς· και πάλιν η περιουσία των εμοιράσθη εις τόσα μέρη, όσα ήσαν τα τέκνα των, και ο Θεός με την ευλογίαν του τόσον επλήθυνε τα υπάρχοντα του κάθε παιδίου, ώστε η περιουσία του καθενός υπερέβαινε την περιουσίαν των γονέων μας. Έλεγε δε και τούτο η μεγάλη, ότι από όσα υπάρχοντα έλαβεν εις το μερίδιόν της, δεν εκράτησε τίποτε, αλλά τα έδωκεν εις τον αδελφόν Πέτρον, δια να τα οικονομήση, κατά την εντολήν του Θεού· όμως ο Βίος της έγινεν τοιούτος από την ευλογίαν του Θεού, ώστε τα χέρια της δε έπαυαν από το να δουλεύουν κατ’ εντολήν, και ούτε προς άνθρωπον απέβλεψε ποτέ, ούτε με ευεργεσίαν και ελεημοσύνην ανθρώπων ωκονόμησε τας αναγκαίας χρείας της ζωής της· αλλά ούτε απεδίωξε καμμίαν φοράν τους αδελφούς όπου εζητούσαν έλεος χωρίς να τους δώση ούτε εζήτησεν από τους φιλοχρίστους, όπου εμοίραζαν ελεημοσύνην επειδή και ο Θεός ηύξανε κρυφίως, ως σπέρματα, το ολίγον εργόχειρον όπου εδούλευε και το επλήθυνε, με την ευλογίαν του, εις πολύν καρπόν. Επειδή δε ήρχισα και εγώ να διηγούμαι τους κόπους όπου εδοκίμαζα, πρότερον μεν δια τον διωγμόν όπου έκαμνεν ο βασιλεύς Ουάλης, ως Αρειανός, εις την ορθοδοξίαν, ύστερον δε δια την σύγχυσιν και ταραχήν των Εκκλησιών του Χριστού, η οποία μας εκαλούσεν εις αγώνας και πόνους, μου είπεν η μεγάλη· «Δεν παύεις από το να φαίνεσαι αχάριστος εις τα καλά όπου σου εχάρισεν ο Θεός; Δεν διορθώνεις την αχαριστίαν σου; Δεν διωρθώνεις την γνώμην σου; Δεν συγκρίνεις τα καλά των γονέων σου με τα ιδικά σου; Ναι, πολύς εις την μάθησιν ενομίζετο ο πατήρ μας, και μεταξύ εις τους άλλους ρήτορας ήτο ο πρώτος, όμως η φήμη του δεν επέρασε πέραν από την πατρίδα μας· αλλά εσύ έγινες ονομαστός εις πολιτείας και δήμους και έθνη· αι δε Εκκλησίαι του Θεού στέλλουν και σε καλούν, δια να τας συμβοηθήσης και να τας διορθώσης, δεν στοχάζεσαι την χάριν ταύτην; Ουδέ ηξεύρεις την αιτίαν των τόσων αγαθών πόθεν είναι; Δια να ευχαριστήσης τον Θεόν, όπου δια των ευχών των γονέων μας σε ανεβίβασεν εις το ύψος αυτό· διότι εσύ από τον εαυτόν σου δεν είχες εις τούτο καμμίαν δύναμιν». Ταύτα μεν έλεγεν εκείνη, εγώ δε επεθύμουν να εκταθή περισσότερον η ημέρα, δια να μη παύση η μακαρία από το να καταγλυκαίνη τας ακοάς μου με τα λόγια της· αλλ’ επειδή και η φωνή των ψαλλόντων μας εκάλεσεν εις τον εσπερινόν, εγώεπήγα εις την Εκκλησίαν και εκείνη πάλιν ανεχώρησε προς τον Θεόν δια μέσου της προσευχής· ούτω παρήλθεν η νύκτα, και όταν ήλθεν η ημέρα, εγώ μεν επροστοχαζόμην από τα σημεία όπου έβλεπα, ότι η ημέρα εκείνη ήτο το έσχατον τέλος της ζωής της, διότι κατέστρεψεν ο πυρετός όλην την δύναμιν του σώματός της, εκείνη δε διότι προέβλεπε την ασθένειαν των λογισμών μου, εμεθοδεύετο να με εξαγάγη από τας λυπηράς ελπίδας, και με λεπτόν και στενόν ανασασμόν διεσκόρπιζε την λύπην της ψυχής μου με τα καλά της λόγια. Με όλα ταύτα η ψυχή μου ελάμβανε διάφορα πάθη· κατά φυσικόν δε τρόπον έκλινεν εις λύπην, καθώς ήτο πρέπον, διότι δεν υπήρχε πλέον ελπίς να ακούση άλλην φοράν την φωνήν της, αλλά μετ’ ολίγον έμελλε να εξέλθη από την ζωήν ταύτην το κοινόν καύχημα της γενεάς μας. Πάλιν κατά άλλον τρόπον εξεπλήττετο η ψυχή μου από την χαράν, στοχαζομένη από εκείνα όπου έβλεπα, ότι η αδελφή μου υπερέβη κατά αλήθειαν την κοινήν φύσιν και έγινεν υπέρ φύσιν. 

Διότι έβλεπα την μακαρίαν εκείνην, όπου έφθασεν εις τας τελευταίας αναπνοάς, και δεν εδειλίασε τελείως τον χωρισμόν της ζωής, ουδέ έπαθε καμμίαν αλλαγήν, δια την ελπίδα του θανάτου της· αλλά εφιλοσοφούσε με υψηλήν διάνοιαν έως εσχάτης αναπνοής περί της μοναδικής πολιτείας. Δια τούτο φαίνεταί μοι, ότι τότε εφανέρωσεν εις τους παρόντας τον θεϊκόν έρωτα, όπου έκρυπτε μέσα εις τα βάθη της ψυχής της, προς τον αόρατον νυμφίον Χριστόν, και πόσον πόθον είχε να ελευθερωθή από τα δεσμά του σώματος, δια να φθάση το ταχύτερον προς τον ποθούμενον Ιησούν και να ενωθή με Αυτόν. Και της μεν ημέρας εξωδεύθη το περισσότερον μέρος, ο δε ήλιος έφθανεν εις την δύσιν, της δε μακαρίας η προθυμία δεν ητόνιζε τελείως· αλλά τόσον περισσότερον έτρεχε προς τον ποθούμενον με θερμοτέραν ορμήν, βλέπουσα καθαρώτερα του Νυμφίου της το κάλλος· όθεν δεν εκοίταζε πλέον εις εμέ, αλλά προς Αυτόν ητένιζεν ακλινώς· διότι η κλίνη της έβλεπε προς ανατολάς· τότε άφησε πλέον την συνομιλίαν όπου έκαμνε με εμέ, και ωμιλούσεν εις το εξής με τον Θεόν δια μέσου της προσευχής, και τον επαρακαλούσεν υποψιθυρίζουσα με λεπτήν φωνήν, τόσον όπου ήκουον ολίγον τα λόγια της, τα οποία ήσαν ταύτα. «Συ, Κύριε, έλυσας δια χάριν μας του θανάτου τον φόβον· συ έκαμες αρχήν αληθινής ζωής το τέλος της παρούσης ζωής· συ προς καιρόν αναπαύεις τα σώματά μας με τον ύπνον του θανάτου, και πάλιν μας εξεγείρεις με την τελευταίαν σάλπιγγα· συ δίδεις εις την γην, ως παρακαταθήκην, την ιδικήν μας γην, ήτοι το σώμα, το οποίον με τας ιδικάς σου χείρας εμόρφωσας· πάλιν δε λαμβάνεις από την γην, εκείνο όπου της έδωκας, και μεταμορφώνεις με αφθαρσίαν και χάριν το θνητόν και άσχημον σώμα μας· συ μας ηλευθέρωσας από την κατάραν και από την αμαρτίαν, γενόμενος δια την αγάπην μας κατάρα και αμαρτία· συ συνέτριψας τας κεφαλάς του δράκοντος, όστις δια της παρακοής κατέπιε τον άνθρωπον· συ μας ήνοιξας οδόν εις την ανάστασιν, και συντρίβων τας θύρας του Άδου κατήργησας τον έχοντα το κράτος του θανάτου, ήτοι τον διάβολον· συ έδωκας σημείον εις εκείνους όπου σέβονται τον τύπον του τιμίου σου Σταυρού, εις αφανισμόν του εχθρού και εις υπεράσπισιν της ιδικής μας ζωής. Εις εσέ, Θεέ μου, ερρίφθην εκ κοιλίας μητρός μου και σε ηγάπησεν η ψυχή μου εξ όλης μου της δυνάμεως, και εις εσέ αφιέρωσα και το σώμα και την ψυχήν μου εκ νεότητός μου και μέχρι του νυν· συ παράστησόν μοι Άγγελον φωτεινόν, δια να με οδηγήση εις τον τόπον της αναπαύσεως, εις τους κόλπους των Αγίων Πατέρων μας. Συ όπου εμπόδισας την φλογίνην ρομφαίαν και αποκατέστησας εις τον Παράδεισον τον ληστήν άνθρωπον, όπου εσταυρώθη μαζί με Εσέ, και έπεσεν υποκάτω εις τους οικτιρμούς σου, μνήσθητι και εμού εν τη βασιλεία σου· και εγώ εσταυρώθην μαζί με εσέ, καρφώσασα από τον φόβον σου τας σάρκας μου, και φοβηθείσα από των κριμάτων σου· ας μη με χωρίση από τους εκλεκτούς σου το φοβερόν χάσμα, μηδέ ας αντισταθή εις τον δρόμον μου ο φθονερός διάβολος, μηδέ ας ευρεθή έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς σου η αμαρτία μου, είτε έσφαλα δια την ασθένειαν της φύσεώς μας με λόγον ή με έργον ή με λογισμόν· συ, ο έχων εξουσίαν αφιέναι αμαρτίας, συγχώρησόν μοι, ίνα αναψύξω και ευρεθώ ενώπιόν σου, όταν εκδυθώ το σώμα τούτο, χωρίς να έχω κανένα μολυσμόν εις την μορφήν της ψυχής μου· αλλά ας προσδεχθή η ψυχή μου από τας χείρας σου καθαρά και άμωμος, ως θυμίαμα ενώπιόν σου». 

Ταύτα λέγουσα έκαμε και το σημείον του Σταυρού εις τους οφθαλμούς της, εις το στόμα της και εις την καρδίαν της· έπειτα, επειδή εκαταφρυγανίσθη η γλώσσα της από την θέρμην, δεν ημπορούσε πλέον να καθαρίση τον λόγον· αλλά και η φωνή της απέκαμε, με μόνον δε το άνοιγμα των χειλέων της και με την κίνησιν των χειρών της εκαταλαμβάνομεν ότι προσεύχεται. Επάνω εις ταύτα έφθασε και η εσπέρα και όταν έφεραν φως ήνοιξεν η μακαρία μίαν φοράν τους οφθαλμούς της και είδε το φως, εφαίνετο δε πως είχε προθυμίαν να ειπή την συνειθισμένην εσπερινήν ευχαριστίαν, αλλά με το να εχάθη πλέον η φωνή της, ευχαριστούσε με την καρδίαν και με την κίνησιν των χειρών της, μαζί δε με την καρδίαν εκινούντο και τα χείλη της. Όταν ετελείωσε την ευχαριστίαν, έκαμε τον τύπον του Σταυρού επάνω εις το πρόσωπόν της· έπειτα επήρε μίαν μεγάλην και βαθείαν αναπνοήν και ετελείωσε την ζωήν της. Τότε ενεθυμήθην εγώ την εντολήν, όπου μου έδωκε την πρώτην φοράν όπου την αντάμωσα, δια να βάλω τας χείρας μου επάνω εις τους οφθαλμούς της, όταν αποθάνη, και να τους κλείσω, κατά την συνήθειαν των νεκρών, να ενταφιάσω δε το λείψανόν της καθώς πρέπει· όθεν έβαλον την χείρα μου επάνω εις το άγιόν της πρόσωπον, όσον μόνον δια να φανώ πως κάμνω την εντολήν της, επειδή οι οφθαλμοί της μακαρίας δεν εχρειάζοντο δια να κλεισθούν από τινα, διότι εκλείσθησαν μόνοι των από τα βλέφαρα, με μεγάλην ευκοσμίαν, καθώς καλύπτονται εις τον φυσικόν ύπνον· ομοίως και τα χείλη της εσφαλίσθησαν προσφυέστατα, αι χείρες της ηπλώθησαν με σεμνοπρέπειαν επάνω εις το στήθος της και όλη η θέσις του σώματός της ηρμόσθη ευσχημόνως αφ’ εαυτού της και δεν εχρειάζετο χειρ ανθρώπου να την ευκοσμήση. Εγώ λοιπόν από δύο μέρη έγινα παράλυτος από το πάθος της λύπης, από το λείψανον, όπου έβλεπον, και από τους θρήνους των παρθένων· πλην τότε εκείναι εβάστασαν ολίγον την λύπην των με ησυχίαν και απέπνιξαν την προς τα έξω ορμήν των θρήνων, από τον φόβον όπου είχαν εις αυτήν· διότι και με όλον όπου εσιωπούσε το πρόσωπον της Ηγουμένης, με όλον τούτο εφοβούντο την επιτίμησιν, να μη ακουσθή από αυτάς μεγάλη φωνή έξω από την διάταξίν της, και λυπήση και νενεκρωμένην την διδάσκαλον αυτών· αλλά δεν ηδυνήθησαν πλέον να κρατήσουν με ησυχίαν την λύπην, διότι εκατάκαιε κρυφά μέσα τας ψυχάς των ως φωτιά το πάθος. 

Έξαφνα λοιπόν ακούεται ένας ήχος πικρός και ακράτητος από αυτάς, τόσον όπου και εγώ δεν ημπόρεσα να κρατήσω πλέον τον λογισμόν μου, αλλά το πάθος της λύπης, ως ένας χειμερινός ποταμός, έπνιξεν αυτόν όλον και δεν εσυλλογίσθην εκείνα όπου είχον εις χείρας μου, αλλά εδόθην όλως δι’ όλου εις τους θρήνους, νομίζων ότι ήτο εύλογος η αιτία, δια την οποίαν εθρηνούσαν αι Μοναχαί. Διότι δεν εθρηνούσαν δια την στέρησιν της συνηθισμένης σωματικής προνοίας της Οσίας ουδέ δια κανέν άλλο τέλος κοσμικόν, δια το οποίον λυπούνται οι κοσμικοί εις τους θανάτους των συγγενών των, αλλά διότι εστερήθησαν την κατά Θεόν ελπίδα και σωτηρίαν των ψυχών αυτών, δια τούτο έκλαιον και ωδύροντο και εφώναζον μετά δακρύων ταύτα· «Εσβέστη ο λύχνος των οφθαλμών μας, εσβέστη από ημάς το φως της οδηγίας των ψυχών μας· εσηκώθη από ημάς η σφραγίς της αφθαρσίας μας· εκόπη ο δεσμός της σωφροσύνης μας· συνετρίβη το στήριγμα των αδυνάτων· εκλείπει η ιατρεία των ασθενών· εις τας ημέρας τας ιδικάς σου, ω καλή μας διδασκάλισσα, και αυτή η νύκτα εφαίνετο ως ημέρα με το να εφωτίζετο από την καθαράν σου ζωήν· αλλά τώρα και αυτή η ημέρα θέλει μεταστραφή εις νύκτα και σκότος». Περισσότερον δε από τας άλλας εθρηνούσαν εκείναι, όπου την ωνόμαζον μητέρα αυτών και τροφόν. Αυταί ήσαν εκείναι αι Μοναχαί, τας οποίας εύρεν η μεγάλη ερριμμένας εις την οδόν, εις τον καιρόν της πείνης, και τας έλαβε και τας ανέθρεψε και τας ωδήγησεν εις την άφθορον ζωήν των παρθένων. Αλλά μετ’ ολίγον, καθώς εθεώρησα εις την αγίαν εκείνην κεφαλήν του νεκρού λειψάνου, ως να επετιμήθην από αυτήν δια την αταξίαν και ταραχήν των θρήνων, ευθύς ανέβασα τον λογισμόν μου, ως από κανένα βυθόν της θαλάσσης, και εφώναξα προς τας παρθένους· «Κοιτάξατε εις την διδάσκαλον, και ενθυμηθήτε τας παραγγελίας της, με τας οποίας εδιδάχθητε να φυλάττετε κάθε ευταξίαν εις όλα τα πράγματα· η θεία εκείνη ψυχή μας εδίδαξε να θρηνώμεν ένα καιρόν μόνον, όταν προσευχώμεθα εις τον Θεόν· τούτο είναι συγκεχωρημένον και τώρα να κάμωμεν και να μεταβάλωμεν τας θρηνώδεις φωνάς εις ψαλμωδίαν κατανυκτικήν». Αυτά έλεγον με μεγάλην φωνήν δια να νικήση η φωνή μου τας φωνάς των θρήνων εκείνων· έπειτα επαρακίνησα τας παρθένους να υπάγουν εις το κελλίον όπου ήτο πλησίον, και να μείνουν ολίγαι από αυτάς, όσας εδέχετο η μακαρία, όταν εζούσε, να την υπηρετούν. Εις αυτάς ήτο και μία γυναίκα, Ουετιανή καλουμένη, ονομαστή εις τον πλούτον, εις την ευγένειαν και εις την ωραιότητα, η οποία υπανδρεύθη με ένα αξιωματικόν, εις ολίγον δε καιρόν εχήρευσε και έκαμε φύλακα και παιδαγωγόν της χηρείας της την Μεγάλην Μακρίναν, τον περισσότερον δε καιρόν συνανεστρέφετο με τας παρθένους και εδιδάσκετο από αυτάς την ενάρετον πολιτείαν. Εις αυτήν λοιπόν είπον εγώ, ότι τώρα δεν είναι εμποδισμένον το να βάλωμεν εις το ιερόν λείψανον κάποιον φαιδρόν στολισμόν, και να κοσμήσωμεν το καθαρόν εκείνο σώμα με λαμπρά σινδόνια· η δε Ουετιανή είπεν ότι πρέπει να μάθωμεν, ανίσως και η Οσία έκρινεν εύλογον να γίνη τούτο εις αυτήν· διότι είναι πρέπον να κάμωμεν εκείνο όπου της αρέσκει· ότι εκείνο όπου είναι ευάρεστον εις τον Θεόν, είναι και εις αυτήν ευάρεστον και επιθυμητόν. Ήτο δε μία παρθένος πρώτη από όλον τον χορόν των άλλων, διάκονος κατά τον βαθμόν, Λαμπαδία ονομαζομένη, αυτή δε ήξευρε με ακρίβειαν εκείνο, όπου παρήγγειλεν η Οσία δια την ταφήν της· και ερωτών αυτήν εγώ περί τούτου, μου απεκρίθη μετά δακρύων· «Εις την Αγίαν στολισμός ήτο η καθαρά ζωή· αυτό ήτο το εγκαλλώπισμά της, όταν εζούσε· αυτό ας είναι και τώρα εντάφιον εις τον θάνατόν της· εκείνα δε όπου αποβλέπουν εις καλλωπισμόν σώματος, ούτε εις την ζωήν της τα εδέχθη, ούτε τα εφύλαξε δια να έχη τώρα εις την ταφήν της· ώστε και αν θελήσωμεν να κάμωμεν τι περισσότερον εις το λείψανόν της, δεν έχομεν την ετοιμασίαν αυτήν και τον τρόπον». Εγώ δε την ηρώτησα· «Δεν έχετε φυλαγμένα τίποτε από εκείνα, όπου ημπορούν να στολίσουν το λείψανόν της»; Και εκείνη απεκρίθη· «Τι να έχωμεν φυλαγμένον; Ιδού έχεις εδώ όλα τα φυλαγμένα πράγματά της. Ιδού το ιμάτιόν της. Ιδού το σκέπασμά της. Ιδού τα τετριμμένα υποδήματα των ποδών της· αυτός είναι ο πλούτος της· αυτή είναι η περιουσία της· έξω από αυτά, όπου βλέπεις, δεν έχει άλλο τίποτε κεκρυμμένον ούτε εις κιβώτιον, ούτε εις κελλίον· αυτή μίαν αποθήκην ήξευρε του ιδικού της πλούτου, τον ουρανόν· όθεν εκεί τα απεθησαύρισεν όλα και δεν άφησε τίποτε εις την γην». Εγώ δε προς ταύτα είπον· «Ανίσως και εγώ προσφέρω κανέν από εκείνα, όπου έχω φυλαγμένα εις την ταφήν της, είναι τάχα αρεστόν εις αυτήν»; Εκείνη μου είπεν· «Βέβαια και ζωντανή αν ήτο η Αγία ήθελε δεχθή την προσφοράν ταύτην, τόσον δια την αρχιερωσύνην όπου έχεις, όσον και δια την αδελφικήν συγγένειαν της φύσεως, και δεν ήθελε νομίσει ως ξένον το δώρον του αδελφού της· επειδή δια τούτο επρόσταξε να ενταφιασθή το σώμα της με τας ιδικάς σου χείρας». Με το να εσυγχωρήθημεν λοιπόν να περιστείλομεν το άγιον λείψανον με τα ιδικά μου, επρόσταξα έναν άνθρωπόν μου και έφερεν ένα φόρεμα δια να ενδύσωμεν το λείψανον· η δε Ουετιανή, περιστέλλουσα με τας χείρας της την ιεράν κεφαλήν της Οσίας, έβαλε το χέρι της εις τον λαιμόν και λέγει προς εμέ· «Ιδού ο περιδέραιος στολισμός όπου είναι κρεμασμένος από τον λαιμόν της». Λύσασα δε τον δεσμόν από οπίσω, μου έδειξεν ένα Σταυρόν σιδηρούν, και ένα δακτυλίδιον σιδηρούν, τα οποία ήσαν δεμένα με νήμα λεπτόν, και εκρέμαντο επάνω εις την καρδίαν της. Και εγώ είπον· «Ας γίνη κοινόν αυτό το απόκτημα· και συ έχε τον Σταυρόν εις φυλακτήριόν σου, εις εμέ δε είναι αρκετή η κληρονομία του δακτυλιδίου». Επάνω δε εις την σφραγίδα του δακτυλιδίου ήτο χαραγμένος Σταυρός, ο οποίος εφανέρωνε το τίμιον ξύλον του Σταυρού, όπου ήτο κεκρυμμένον μέσα εις την σφραγίδα, καθώς μου είπεν η Ουετιανή, όπου το ήξευρεν. Επειδή δε και ήτο καιρός να ενδυθή το καθαρόν σώμα με το φόρεμα, η δε μακαρία έδωκεν εις εμέ εντολήν να υπηρετήσω εις τούτο, εξετέλουν το πρόσταγμα· ήτο δε εκεί η προαναφερθείσα Ουετιανή και μου εσυμβοηθούσε και ενέδυον το ιερόν λείψανον με το φόρεμα· τότε μου είπεν εκείνη· «Μη αφήσης αθεώρητον το μεγάλον θαύμα όπου έκαμεν η Αγία». Παρευθύς δε εγύμνωσε μέρος τι από το στήθος της, και φέρουσα τον λύχνον πλησιέστερα εις το μέρος εκείνο μου έδειξεν ένα λεπτόν σημείον εις το δέρμα, το οποίον ωμοίαζεν ως να έγινεν από λεπτήν βελόνην. Εγώ δε της είπον· «Και τι θαύμα είναι, αν το μέρος τούτο του σώματος έχει το σημάδι τούτο»; Και εκείνη απεκρίθη· «Τούτο έμεινεν εις το σώμα μία ενθύμησις της μεγάλης βοηθείας, όπου ενήργησεν ο Θεός εις την μακαρίαν· διότι ένα καιρόν εφύτρωσεν εις τούτο το μέρος ένα πάθος δεινόν, ήτο δε κίνδυνος, εάν δεν εσχίζετο με μάχαιραν, να γίνη μεγάλον και ανίατον, και δια τούτο την επαρακαλούσεν η μήτηρ της να φέρη ιατρόν να το σχίση· η δε μακαρία εστοχάσθη, ότι το να ξεγυμνώση κανένα μέρος του σώματός της και να το ιδούν ξένα μάτια ήτο χειρότερον κακόν από το πάθος εκείνο όπου έπασχεν. Όθεν όταν ήλθεν η εσπέρα και ετελείωσε την συνηθισμένην υπηρεσίαν της μητρός της, εμβήκεν εις το άγιον Βήμα και έμεινεν εκεί όλην την νύκτα, και προσπίπτουσα επαρακαλούσε τον ιατρόν των απάντων Θεόν να την θεραπεύση· τόσα δε δάκρυα έχυσεν, όπου με αυτά έκαμε πηλόν, και εκείνον μετεχειρίσθη ιατρικόν εις το πάθος της· επειδή δε η μήτηρ της ελυπείτο και την επαρακινούσε πάλιν να φέρη ιατρόν, η Αγία της είπεν, ότι ανίσως η μήτηρ της κάμη με το χέρι της το σημείον του ζωοποιού Σταυρού εις το πονεμένον μέρος θέλει ιατρευθή· και ευθύς όπου η μήτηρ της έβαλεν εις τον κόλπον το χέρι της και την εσταύρωσεν, ω του θαύματος! Ιατρεύθη το πάθος, και έμεινε μόνον τούτο το ολίγον σημείον, δια να είναι εις ενθύμησιν της θείας ιατρείας και εις αφορμήν παντοτεινής ευχαριστίας εις τον Θεόν». 

Αφού δε τοιουτοτρόπως εκοσμήθη το σώμα της Αγίας, μου είπεν η Ουετιανή· «Δεν πρέπει να φαίνεται η Αγία εις τους οφθαλμούς των παρθένων ως νύμφη εστολισμένη· αλλ’ εγώ έχω ένα αυτόμαυρον φόρεμα της μακαρίας μητρός σας, το οποίον πρέπει να βάλωμεν επάνω από το άγιον λείψανον, δια να μη φαίνεται το ιερόν κάλλος, όπου εκλάμπει από το λείψανον και λαμπρύνεται με τον ξένον τούτον καλλωπισμόν του φορέματος». Ούτως εβάλθη επάνω το αυτόμαυρον εκείνο φόρεμα, αλλά και μέσα εις το μαύρον εκείνο χρώμα έλαμπε το πρόσωπον της Αγίας, και νομίζω, ότι η θεία δύναμις επρόσθεσεν εις το άγιον λείψανον την χάριν ταύτην, ώστε κατά το όνειρον όπου προείδον, εφαίνοντο ότι έβγαιναν αστραπαί από το κάλλος εκείνο. Όταν ημείς ετελειώσαμεν αυτά και αι ψαλμωδίαι των παρθένων ομού με τους θρήνους ηκούοντο γύρωθεν, δεν ηξεύρω πως η φωνή ηκούσθη εις εκείνους όπου εκατοικούσαν εκεί γύρωθεν, και όλοι ομού έτρεχαν από κάθε μέρος και συνηθροίζοντο, ώστε ουδέ το προαύλιον εχωρούσεν εκείνους, όπου εσυνάχθησαν. Κατά δε την νύκτα εκείνην έγινεν αγρυπνία με υμνωδίας, καθώς γίνεται εις τας πανηγύρεις των Μαρτύρων· όταν δε έφθασεν ο όρθρος, το πλήθος των ανδρών και γυναικών όπου εσυνάχθη ετάρασσε την ψαλμωδίαν με τους θρήνους των· εγώ δε, αν και έπασχον κακώς από την λύπην, όμως εστοχαζόμην όσον το δυνατόν να μη λείψη τίποτε από εκείνα όπου έπρεπε να γίνουν εις κηδείαν· όθεν εχώρισα τα συναχθέντα πλήθη, και τας μεν γυναίκας έβαλα μαζί με τας παρθένους, τους δε άνδρας με το τάγμα των Μοναχών, έκαμα δε να γίνεται και από τους δύο χορούς μία εναρμόνιος και εύτακτος ψαλμωδία. Όταν δε εξημέρωσε και όλος ο τόπος του ασκητηρίου εστενοχωρείτο από το πλήθος όπερ εσυνάχθη, ο Επίσκοπος του τόπου εκείνου (Αράξιος καλούμενος, ο οποίος ήλθεν εις την κηδείαν με όλους τους Ιερείς) με επαρακινούσε να άρωμεν το λείψανον και να υπάγωμεν εις τον τόπον, όπου έμελλε να ενταφιασθή· τότε εγώ πρώτος ήγειρα το νεκροκράββατον από το ένα μέρος και ο Επίσκοπος από το άλλο, έτεροι δε δύο εντιμότατοι κληρικοί από τα άλλα δύο μέρη και ούτως επηγαίναμεν ήσυχα. Επροπορεύοντο δε έμπροσθεν από τα δύο μέρη του λειψάνου πλήθος πολύ διακόνων και αναγνωστών, δορυφορούντες κατά σειράν το άγιον λείψανον, έχοντες όλοι αναμμένας λαμπάδας, ώστε ήτο μία μυστική πανήγυρις η κηδεία της μακαρίας, επειδή και η ψαλμωδία εμελωδείτο ομοφώνως από τους πρώτους έως τους τελευταίους. Αλλ’ επειδή το διάστημα έως εις τον Ναόν των Μαρτύρων, όπου ήσαν τεθαμμένα τα σώματα των γονέων μας, ήτο έως επτά ή οκτώ στάδια, ήτοι ένα περίπου μίλιον, μόλις και μετά βίας επεράσαμεν αυτό όλην την ημέραν, διότι το πλήθος μας ημπόδιζεν εις τον δρόμον. Αφού δε εφθάσαμεν μέσα εις τον Ναόν εκείνον, απεθέσαμεν το νεκροκράββατον, ήρχισε δε να γίνεται προσευχή χωρίς ψαλμωδίαν. Αλλ’ η προσευχή έγινεν εις τον λαόν αιτία θρήνων, διότι αφού έπαυσεν η ψαλμωδία, εξεσκεπάζετο ο τάφος των γονέων μας, εις τον οποίον είχε παραγγελίαν η Αγία να ενταφιασθή, και μία από τας παρθένους θεωρήσασα το ιερόν εκείνο πρόσωπον, εφώναξεν άτακτα ταύτα το λόγια· «Αλλοίμονον! Ότι ύστερα από την ώραν ταύτην δεν έχομεν να ίδωμεν πλέον τούτο το θεοειδές πρόσωπον». Καθώς δε ήκουσαν τούτο και αι λοιπαί Μοναχαί, εφώναξαν αυταί τα ίδια λόγια ομού με εκείνην και παρευθύς έγινεν ένας θόρυβος άτακτος, και εσύγχυσε την ιεροπρεπή εκείνην προσευχήν· διότι εσυντρίφθησαν με αυτά τα λόγια όλων των συναχθέντων αι καρδίαι, και ανελύθησαν εις δάκρυα. Τότε εγώ έκαμα νεύμα δια να σιωπήσουν και ο Διάκονος εφώναξε τας συνηθισμένας εις την Εκκλησίαν φωνάς και επρόσταξε να ευχηθούν, μετά βίας δε κατέστη ο λαός εις το εύτακτον σχήμα της προσευχής. Όταν δε ετελείωσεν η προσευχή, εμβήκεν εις την ψυχήν μου ένας φόβος της θείας εντολής εκείνης όπου λέγει· «Ασχημοσύνην πατρός σου και ασχημοσύνην μητρός σου ουκ αποκαλύψεις» (Λευϊτ. ιη:7)  και είπον με τον λογισμόν μου, πως έχω να γλυτώσω από το κρίμα τούτο εγώ, όπου έχω να ίδω εις τα σώματα των γονέων μου την κοινήν ασχημοσύνην της ανθρωπίνης φύσεως, όπου τα σώματά των διελύθησαν και έγιναν άμορφα οστά; (Εντεύθεν φαίνεται, ότι δεν ήτο συνήθεια τότε να κάμνουν ανακομιδήν των λειψάνων, ως νυν αύτη επικρατεί· τούτο το ίδιον συνάγεται και από τον ζ΄ Κανόνα του αυτού τούτου Νύσσης). Ταύτα στοχαζόμενος εφοβούμην τα μάλιστα από την αγανάκτησιν, όπου έδειξεν ο Νώε κατά του υιού Χαμ, διότι είδε την γύμνωσίν του· τέλος πάντων, η μέθοδος όπου εμεταχειρίσθησαν οι δύο υιοί του Νώε, ο Σημ και ο Ιάφεφ, μου έδειξε τι να κάμω. Όθεν ευθύς όπου ήνοιξεν ο τάφος των γονέων μου, εσκεπάσθησαν τα λείψανά των με ένα καθαρόν σινδόνιον, προ του να τα ίδωμεν, έπειτα ελάβαμεν το άγιον λείψανον εγώ και ο Επίσκοπος, και το εθέσαμεν πλησίον εις το λείψανον της μητρός μας· ούτως επληρώθη η ευχή και η υπόσχεσις, όπου είχον και αι δύο μήτηρ και θυγάτηρ. Ότι και αι δύο εζητούσαν από τον Θεόν να ενωθούν και μετά θάνατον τα σώματά των, καθώς ήσαν ηνωμέναι και εις την ζωήν ταύτην. Όταν δε ετελείωσαν τα νενομισμένα εις την ταφήν, έπεσον εις τον τάφον και ησπάσθην την κόνιν, και ούτως εκίνησα εις τον δρόμον, λυπημένος και πλήρης από δάκρυα, στοχαζόμενος ποίον αγαθόν εστερήθη η ζωή των ανθρώπων. Έτυχε δε εις τον δρόμον ένας άνθρωπος επίσημος, έχων εξουσίαν στρατιωτικήν εις μίαν πολιτείαν του Πόντου, την καλουμένην Σεβαστόπολιν. Ευρισκόμενος δε μαζί με τους στρατιώτας του, μας απήντησε φιλοφρόνως· και ακούων τον θάνατον της μακαρίας, ελυπήθη πολλά (διότι ήτο συγγενής μας) και μου διηγήθη τοιούτον διήγημα, το οποίον μόνον θέλω προσθέσει εις την ιστορίαν ταύτην και ούτω να τελειώσω.

 Αφού δε επαύσαμεν από τα δάκρυα και ηρχίσαμεν να ομιλούμεν, μου λέγει· «Άκουε πόσον μεγάλον αγαθόν εβγήκεν από την παρούσαν ζωήν», και ήρχισε το διήγημα. «Επεθυμήσαμεν, λέγει, μίαν φοράν ομού με την σύζυγόν μου να υπάγωμεν εις το σχολείον της αρετής (διότι έτσι πρέπει να ονομάζεται το ασκητήριον εκείνο, εις το οποίον εκατοικούσεν η μακαρία)· ήτο δε μαζί μας και το θυγάτριόν μας, εις του οποίου τους οφθαλμούς ηκολούθησεν ένα πάθος από λοιμικήν ασθένειαν, και ήτο ένα θέαμα άσχημον και ελεεινόν, επειδή το ένδυμα της κόρης του οφθαλμού επαχύνθη και ελευκάνθη το μέρος εκείνο. Όταν λοιπόν επήγαμεν εις το Μοναστήριον, διεμοιράσαμεν τους τόπους, και εγώ μεν επήγα εκεί όπου εμόναζαν οι άνδρες, εις τους οποίους ήτο Ηγούμενος ο αδελφός σου Πέτρος, η δε σύζυγός μου επήγε μέσα εις το Μοναστήριον των παρθένων και ήτο μαζί με την μακαρίαν Μακρίναν. Αφού λοιπόν εμείναμεν επ’ αρκετόν, ηθελήσαμεν να αναχωρήσωμεν, και όταν ητοιμαζόμεθα, τότε συμφώνως και οι δύο μας ημπόδιζον· και ο μεν αδελφός σου επαρακαλούσεν εμέ να σταθώ, δια να απολαύσω την ασκητικήν του τράπεζαν, η δε μακαρία αδελφή σου παρομοίως δεν άφηνε την σύζυγόν μου να αναχωρήση, αλλ’ έχουσα εις τους κόλπους της το θυγάτριόν μας, έλεγε πως δεν της το δίδει, έως ότου να απολαύση την τράπεζάν της· και φιλούσα, κατά το σύνηθες, το παιδίον, επλησίασε το στόμα της εις τους οφθαλμούς του, και βλέπουσα το πάθος όπου είχεν εις τους οφθαλμούς του, είπεν· «Εάν σεις μου δώσετε την χάριν ταύτην και απολαύσετε την τράπεζάν μας, θέλω σας αντιδώσω και εγώ μισθόν, όχι ανάξιον της τοιαύτης τιμής και χάριτος». Η δε μήτηρ είπε· «Ποίον μισθόν έχεις να μας δώσης»; Απεκρίθη η μακαρία· «Έχω να σας δώσω ένα ιατρικόν δια να ιατρευθή το πάθος του οφθαλμού του τέκνου σας». Αυτή η υπόσχεσις της Αγίας ηγγέλθη εις εμέ, και δια τούτο χαρούμενοι εμείναμεν. Όταν δε ετελείωσεν η τράπεζα, εκινήσαμεν με χαράν εις τον δρόμον, διηγούμενοι ο εις εις τον άλλον όσα είδομεν και ηκούσαμεν εις τους ιερούς εκείνους τόπους· εγώ διηγούμην τα των ανδρών, η δε σύζυγός μου διηγείτο καταλεπτώς εκείνα όπου είδε και ήκουσεν από την μακαρίαν, δεν ήθελε δε να αφήση ουδέ αυτά τα παραμικρά. Εκεί λοιπόν όπου διηγείτο ταύτα, και ήλθεν εις τα λόγια όπου υπεσχέθη η Αγία, ότι θέλει ιατρεύσει το τέκνο μας, έκοψε την διήγησιν και είπεν· «Ωχ! Και τι είναι τούτο όπου επάθομεν; Πως ελησμονήσαμεν να λάβωμεν το ιατρικόν όπου μας υπεσχέθη»; Επειδή δε ελυπούμην και εγώ δια την αμέλειαν ταύτην και την επρόσταξα να επιστρέψη οπίσω γρήγορα, δια να το λάβη, κατά τύχην εγύρισε το παιδίον να κοιτάξη εις την μητέρα του, το οποίον είχεν η τροφός εις τας χείρας της, ευθύς δε όπου εκοίταξεν εις τους οφθαλμούς του τέκνου η μήτηρ του, από την χαράν της μου λέγει με μεγάλην φωνήν· «Μη λυπείσαι δια το ιατρικόν, διότι δεν υστερήθημεν από εκείνο όπου μας έταξεν η Αγία· επειδή το ιατρικόν της ήτο η θεραπεία, όπου έκαμεν εις το τέκνον μας δια μέσου της προσευχής της, και δεν έμεινεν εις τον οφθαλμόν του κανένα σημείον πάθους, όπου να μη θεραπευθή από το ιατρικόν της». Ταύτα δε λέγουσα, έλαβεν εις τας αγκάλας της το τέκνον, και το έβαλεν εις τας χείρας μου. Τότε και εγώ, βλέπων το τοιούτον θαυμάσιον, ενεθυμήθην τα θαύματα του Κυρίου μας όπου δεν τα πιστεύουν μερικοί, και είπα·»Και τι μεγάλον πράγμα είναι να θεραπεύωνται οι τυφλοί δια χειρός του Κυρίου, αφού η δούλη του, με την πίστιν όπου έχει εις τον Θεόν, έκαμε το τοιούτον θαύμα, όπου δεν είναι κατώτερον από εκείνα»; Ταύτα διηγούμενος εις εμέ ο επίσημος εκείνος συγγενής μας, έκοψε τον λόγον, και ήρχισεν να τρέχουν τα δάκρυα από τους οφθαλμούς του. Ταύτα και άλλα τοιαύτα θαυμάσια της μακαρίας Μακρίνης ήκουσα από εκείνους όπου έζησαν μαζί με αυτήν, και ήξευραν με ακρίβειαν την ζωήν της, τα οποία δεν τα λέγω, διότι φαίνονται απίστευτα εις τους πολλούς· διότι οι περισσότεροι άνθρωποι, κατά το μέτρον της ιδικής των γνώσεως, κρίνουν και εκείνα όπου ακούουν· εκείνο δε όπου υπερβαίνει τα μέτρα της ιδικής των γνώσεως, το νομίζουν με τας υποψίας των πως είναι ψευδές και δεν το πιστεύουν· δια τούτο σιωπώ και εγώ την παράδοξον εκείνην καρποφορίαν όπου έκαμεν η μακαρία εις τον καιρόν του λιμού, όπου ο σίτος όπου έδιδεν από την αποθήκην και τον διεμοίραζεν εις τους πτωχούς ουδόλως ωλιγόστευεν, αλλά έμενεν ο ίδιος και άλλα ακόμη παραδοξότερα από αυτό, καθώς ήσαν αι θεραπείαι όπου έκαμνεν εις τους ασθενείς, αι ιατρείαι των δαιμονιζομένων, αι προφητείαι όπου έλεγε περί των μελλόντων. Ταύτα τα θαύματα εκείνοι όπου έχουν γνώσιν ακριβή και τελείαν τα πιστεύουν ότι είναι αληθινά και αν έτι φαίνονται απίστευτα, διότι το θαύμα είναι υπέρ φύσιν· εκείνοι δε όπου είναι αμελείς εις τον νουν και σαρκικοί, νομίζουν πως είναι αδύνατα· ούτοι δεν ηξεύρουν, ότι κατά την αναλογίαν της πίστεως, έτσι δίδονται και τα θεία χαρίσματα, μικρά μεν εις τους ολιγοπίστους, μεγάλα δε εις εκείνους όπου έχουν μεγάλην την ευρυχωρίαν της πίστεως. Δια τούτο λέγω, δια να μη ζημιωθούν οι ολιγόπιστοι όπου δεν πιστεύουν εις τα χαρίσματα του Θεού, παρήτησα και εγώ, και δεν έγραψα τα παραδοξότερα θαύματα, όπου έκαμεν ο Θεός δια μέσου της μεγάλης Μακρίνης, στοχαζόμενος ότι εκείνα όπου έγραψα είναι αρκετά εις την περιγραφήν της πολιτείας της· ης ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν της βασιλείας των Ουρανών. Αμήν.