Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Ἡ Πολιοῦχος τῶν Ἀθηνῶν Ἁγία Φιλοθέη



site analysis


Ἡ ἁγία Φιλοθέη γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ γονιοὺς ἄρχοντες, μοναχοπαίδι τοῦ Ἀγγέλου Μπενιζέλου καὶ τῆς Συρίγας. Φιλοθέη ὀνομάσθηκε ὅταν ἔγινε καλογρηά, ἀλλὰ τὸ πρῶτο ὄνομά της ἦταν Ρεβούλα. Ἡ μητέρα της ἤτανε στείρα καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τῆς δώσει τέκνο, καὶ μία νύχτα εἶδε πὼς βγῆκε ἀπὸ τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας ἕνα φῶς δυνατὸ καὶ πὼς μπῆκε στὴν κοιλιά της. Κι᾿ ἀληθινά, τὸ φῶς ἐκεῖνο ἤτανε ἡ ἁγιασμένη ψυχῆ τῆς κόρης ποὺ γέννησε σ᾿ ἐννιὰ μῆνες.
Ἀπὸ μικρὴ φανέρωνε μὲ τὰ φερσίματα καὶ μὲ τὰ αἰσθήματά της ποιὰ θὰ γινότανε ὑστερώτερα, στολισμένη μὲ κάθε λογῆς ἀρετή. Στὴν εὐσέβεια εἶχε γιὰ ὁδηγό της τὴν ἴδια τὴ μητέρα της ποὺ ἤτανε εὐλαβέστατη. Φτάνοντας σὲ ἡλικία δώδεκα χρονῶν τὴ ζήτησε γιὰ γυναῖκα κάποιος ἄρχοντας τοῦ τόπου, μὰ ἡ κόρη δὲν ἤθελε νὰ παντρευθεῖ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ γονιοί της τὴν παρακαλούσανε, ἡ τρυφερὴ ψυχή της δὲν βάσταξε νὰ τοὺς λυπήσει καὶ νὰ τοὺς παρακούσει καὶ στὸ τέλος παραδέχθηκε νὰ πανδρευθεῖ μὲ ἐκεῖνον τὸν πλούσιο ἄνθρωπο, ποὺ ἤτανε ὅμως πολὺ φτωχὸς στὴν ψυχή, διεστραμμένος καὶ κακός. Τρία χρόνια ἔζησε μαζί του ἡ Ρεβούλα κάνοντας ὑπομονὴ στὰ ἀπότομα φερσίματά του, ὡς ποὺ ὁ ἄνδρας της πέθανε κι᾿ ἀπόμεινε χήρα. Οἱ γονιοί της θελήσανε νὰ τὴν ξαναπανδρέψουνε, μὰ αὐτὴ τοὺς εἶπε καθαρὰ πὼς ἔταξε νὰ γίνει καλόγρηα.
Σὰν πεθάνανε οἱ γονιοί της, δέκα χρόνια ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ χήρεψε, δόθηκε ἐλεύθερα στὴν ἄσκηση, μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἀγρύπνιες καὶ ἐλεημοσύνες. Κατήχησε τὶς ὑπηρέτριές της καὶ τὶς ἔκανε δοχεῖα τοῦ Πνεύματος. Κατὰ θέλημα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο της, ἔχτισε ἕνα μοναστήρι μὲ ἐκκλησία στὄνομά του. Εἶναι ἡ ἐκκλησιὰ ποὺ σῴζεται ἀκόμα πλάγι στὸ μέγαρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς στὴν ὁδὸ Ἁγίας Φιλοθέης. Ἀφοῦ τελείωσε τὸ μοναστήρι, ἡ Ρεβούλα χειροθετήθηκε μοναχὴ μὲ τὄνομα Φιλοθέη. Οἱ πρῶτες ἀδελφὲς ποὺ ζήσανε μαζί της ἤτανε οἱ δουλεύτρες ποὺ εἶχε στὸ πατρικὸ σπίτι της. Μὲ τὸν καιρὸ ἔδραμαν πλῆθος ἄλλες παρθένες κι᾿ ἀπὸ ἀρχοντικὲς οἰκογένειες καὶ ντυθήκανε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ζήσανε ἀγωνιζόμενες τὸν καλὸν ἀγώνα μὲ ὑποταγὴ στὴν ἄξια ἡγουμένισσα ποὺ τὶς διοικοῦσε στὸν πνευματικὸ δρόμο σὰν κάποια ἁγία Συγκλητική. Τὰ ἁγιασμένα λόγια της ἔμπαιναν στὴν καρδιά τους σὰν δροσιὰ καὶ ἄνθιζαν μέσα τοὺς τὰ εὔοσμα ἄνθη τῶν ἀρετῶν. Καὶ τὰ ἔργα της βεβαιώνανε τὰ λόγια της κατὰ τὰ λόγια του Χριστοῦ ποὺ λέγει: «Ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε´, 19).
Ὅπου μάθαινε πὼς βρίσκεται φτωχός, δυστυχισμένος, ἄρρωστος, χαροκαμένος, ἔτρεχε σὲ βοήθειά του μὲ περισσότερη προθυμία παρὰ ἂν ἔπαιρνε ἡ ἴδια τὴ βοήθεια ἀπ᾿ ἄλλον. Ἔχτισε νοσοκομεῖα καὶ γηροκομεῖα κοντὰ στὸ μοναστήρι της κι᾿ ἡ ἁγία Φιλοθέη δὲν φρόντιζε μοναχὰ γιὰ τὴ γιατρειά τους καὶ γιὰ τὴ σωματικὴ τροφὴ τοὺς ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πνευματική. Μὲ τὸν καιρό, πληθύνανε τόσο πολὺ οἱ ἀδελφὲς ποὺ μπήκανε στὸ μοναστήρι της, ποὺ δυστυχούσανε ἀπὸ κάθε πρᾶγμα ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε ἡ ἡγουμένη νὰ ἀπαντήσει τὰ μεγάλα ἔξοδα, κ᾿ οἱ καλογρηὲς γογγύζανε. Μὰ ἡ ἁγία τὶς καταπράϋνε μὲ λόγια ὑπομονετικά, κι᾿ ὁ Θεὸς ἔστελνε τὴ βοήθειά του πότε μ᾿ ἕναν τρόπο καὶ πότε μὲ ἄλλον ὡς ποὺ περνοῦσε ἡ στενοχώρια.
Ἐξὸν ἀπὸ τὰ ντόπια κορίτσια ποὺ συμμάζευε στὸ μοναστήρι της, ἔδινε προστασία καὶ σὲ ξένες γυναῖκες ποὺ ἐρχόντανε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ διάφορα μέρη σκλαβωμένες ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Μὲ τί κινδύνους καὶ μὲ τί βάσανα τὶς προστάτευε δὲν εἶναι μπορετὸ νὰ γράψουμε καταλεπτῶς σὲ τοῦτο τὸ σύντομο σημείωμα. Τέσσερες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς σκλάβες εἴχανε ἀκουστὰ τὴν ἁγία Φιλοθέη κι᾿ ἐπειδὴ τὶς βασανίζανε οἱ ἀφεντάδες τους νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους, φύγανε κρυφὰ καὶ καταφύγανε στὸ μοναστήρι. Ἡ ἁγία τὶς πῆρε μέσα καὶ τὶς στερέωσε στὴν πίστη τους καὶ περίμενε εὔκαιρη περίσταση γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὶς στείλει στὸν τόπο τους. Μὰ οἱ Τοῦρκοι, ποὺ εἴχανε τὶς σκλάβες, μάθανε πὼς τὶς εἶχε περιμαζέψει ἡ Φιλοθέη καὶ μπήκανε σὰν θηρία στὸ κελλί της ποὺ κειτότανε ἄρρωστη καὶ τὴν τραβήξανε καὶ τὴν πήγανε στὸν πασά. Καὶ κεῖνος πρόσταξε νὰ τὴ ρίξουνε στὴ φυλακή. Ἡ ἁγία δὲν φοβήθηκε, ἀλλὰ ἑτοιμάσθηκε νὰ χύσει τὸ αἷμα της γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἄλλη μέρα μαζευθήκανε πολλοὶ Τοῦρκοι καὶ φωνάζανε νὰ σκοτώσουνε τὴν ἁγία. Κι᾿ ὁ πασᾶς πρόσταξε νὰ τὴ βγάλουνε ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὴν παρουσιάσουνε μπροστά του, καὶ τῆς εἶπε νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὰ δυό, ἢ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της ἢ νὰ κοπεῖ τὸ κεφάλι της. Μὰ ἡ ἁγία ἀπάντησε μὲ ἀφοβία πὼς εἶναι ἕτοιμη νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ πασᾶς θἄβγαζε τὴν ἀπόφαση νὰ κόψουνε τὸ κεφάλι της, ἀλλὰ προφθάσανε κάποιοι ἐπίσημοι χριστιανοὶ καὶ μὲ τὰ παρακάλια τους ἀλλάξανε τὴ γνώμη τοῦ πασᾶ καὶ πρόσταξε νὰ τὴ βγάλουνε ἀπὸ τὴ φυλακή.
Γυρίζοντας στὸ μοναστήρι της ἡ ὁσία, δὲν ἔπαψε νὰ πορεύεται ὅπως καὶ πρὶν στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. K᾿ ἐπειδὴ πληθαίνανε ὁλοένα οἱ μαθήτριές της, ἔχτισε κι᾿ ἄλλο μοναστήρι στὴν τοποθεσία Πατήσια, κι᾿ αὐτὸ στὄνομα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Ἀλλὰ ἔχτισε μετόχια καὶ στὴ Τζια καὶ στὴν Αἴγινα, κι᾿ ἐκεῖ ἔστελνε τὶς ἀδελφὲς ποὺ ἔπρεπε νὰ μακρύνουνε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ κάποια αἰτία. Σ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀσκητήρια οἱ καλογρηὲς δουλεύανε στοὺς ἀργαλειοὺς καὶ σὲ ἄλλα ἐργόχειρα, σὰν τὶς προκομμένες μέλισσες μέσα στὸ κουβέλι. Φτωχὰ κι᾿ ὀρφανὰ κορίτσια βρήκανε προστασία κ᾿ ἐργασία μέσα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ καταφύγια. Σὲ ὅ,τι κτήματα εἶχε ἡ ἁγία ἀπὸ τοὺς γονιούς της, ἔχτισε μοναστήρια καὶ φτωχοκομεῖα. K᾿ εἶχε πολλὴ περιουσία. Ἕνας προπάππος τῆς εἶχε πάρει τὴ «δεχατέρα τοῦ ἀφέντη τῆς Ἀθήνας καὶ πῆρε προίκα ὅλη τὴν Κηβισιὰ καὶ τὸν Ἀχλαδόκαμπο ποὺ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὸ Χαλιάντρι». Στὸ κτῆμα ποὺ εἶχε στὸν Περισὸ ἔχτισε ἄλλο μοναστήρι στὸ μέρος ποὺ τὸ λένε τώρα Καλογρέζα. Ὅλη ἡ φτωχολογιὰ τὴν εἶχε σὰν πονετικιὰ μάνα. Μὲ κάθε τρόπο πάσχιζε νὰ ἀνακουφίσει τοὺς δυστυχισμένους, τοὺς τάιζε, τοὺς ἄνοιγε πηγάδια γιὰ νάχουνε νερό, τοὺς γιάτρευε, τοὺς ἔβρισκε δουλειά. Ὁ κόσμος τὴν ἔλεγε «κυρὰ δασκάλα».
Τὴν παραμονὴ τοῦ ἁγίου Διονυσίου στὰ 1589 ἡ ἁγία Φιλοθέη βρισκότανε στὸ μοναστηράκι ποῦχε χτισμένο στὰ Πατήσια. Τὸ βράδυ συναχθήκανε οἱ ἀδελφὲς γιὰ νὰ κάνουνε ἀγρυπνία. Κάποιοι Ἀγαρηνοί, ποὺ τὴν ἐχθρευόντανε ἀπὸ καιρό, πηδήσανε ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ πιάνοντας τὴν ἁγία ἀρχίσανε νὰ τὴ χτυπᾶνε ὡς ποὺ τὴν ἀφήσανε μισοπεθαμένη. Τὴν ἄλλη μέρα τὴ σηκώσανε οἱ ἀδελφὲς καὶ τὴν πήγανε στὸ μετόχι ποῦχε στὸν Περισό. Σὰν συνέφερε λίγο, ἔπιασε τὴν προσευχή, εὐχαριστώντας τὸ Θεὸ γιατὶ ἀξιώθηκε νὰ πληρωθεῖ μὲ κακία γιὰ τὰ καλὰ ποὺ ἔκανε στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ μοιάσει σ᾿ αὐτὸ μὲ τὸν Χριστό, κατὰ τὰ λόγια του ἀποστόλου Πέτρου ποὺ λέγει: «καθὸ κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, χαίρετε» (Α´ Πέτρ. δ´ 13). Στὶς 19 Φεβρουαρίου τοῦ 1589 παρέδωσε τὴν καθαρὴ ψυχή της στὸν Κύριο, ποὺ ὑπόμεινε τόσα βάσανα γιὰ τὴν ἀγάπη του. Τὸ ἅγιο σκήνωμά της θάφτηκε στὸ μοναστηράκι τῆς Καλογρέζας κι᾿ ἀπὸ κεῖ ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ βρίσκεται στὴ σημερινὴ Ἀρχιεπισκοπή.
Μετὰ πολλὰ χρόνια, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἐκκλησιὰ κόντευε νὰ γκρεμνισθεῖ, τὸ πήγανε στὸν ἅγιο Ἐλευθέριο κι᾿ ἀπὸ κεῖ στὴ σημερινὴ μητρόπολη, μέσα στ᾿ ἅγιο βῆμα. Στὸ μνῆμα της ἀπάνω βρεθήκανε γραμμένα τοῦτα τὰ λόγια: «Φιλοθέης ὑπὸ σῆμα τόδ᾿ ἁγνῆς κεύθει σῶμα, ψυχὴν δ᾿ ἐν μακάρων θήκετο Ὑψιμέδων». Ἡ Φιλοθέη ἀνακηρύχθηκε ἁγία ἐπὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ματθαίου B´ (1595-1600). Ὁ Νεόφυτος ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ἀφοῦ ἐξήτασε καὶ ἐρεύνησε τὰ κατὰ τὸν βίον καὶ τὸ μαρτύριον τῆς ὁσίας, σύνταξε ἀναφορὰ στὸ Πατριαρχεῖο μαζὶ μὲ τοὺς ἐπισκόπους Κορίνθου καὶ Θηβῶν καὶ μὲ τοὺς προκρίτους τῆς Ἀθήνας γιὰ νὰ τάξει τὴν ὁσία Φιλοθέη στοὺς χοροὺς τῶν ἁγίων. Σ᾿ αὐτὸ τὸ συνοδικὸ ἔγγραφο εἶναι γραμμένα καὶ τοῦτα: «Ἐπειδὴ ἐδηλώθη ἀσφαλῶς ὅτι τὸ θειότατον σῶμα τῆς ὁσιωτάτης Φιλοθέης εὐωδίας πεπληρωμένον ἐστι καὶ μύρον διηνεκῶς ἐκχεῖται, ἀλλὰ καὶ τοῖς προσιοῦσί τε ἀσθενέσι τε καὶ θεραπείας δεομένοις τὴν ἴασιν δίδωσι… τούτου χάριν ἔδοξε ἡμῖν τε καὶ πάσῃ τῇ ἱερᾷ Συνόδῳ τῶν καθευρεθέντων ἐνταῦθα ἀρχιερέων συγγραφῆναι καὶ ταύτην ἐν τῷ χορῷ τῶν ὁσίων καὶ ἁγίων γυναικῶν, ὥστε κατ᾿ ἔτος τιμᾶσθαι καὶ πανηγυρίζεσθαι».
Αὐτὸς εἶναι μὲ ὀλιγολογία ὁ βίος τῆς Ἀθηναίας ἁγίας Φιλοθέης, ποὺ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ γένους μας στὸν τυραννισμένον καιρὸ τῆς σκλαβιᾶς. Δὲν στάθηκε αὐστηρὴ μονάχα στὸ νὰ κάνει τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, μὰ ἀγωνίσθηκε καὶ πνευματικὰ γιὰ νὰ στερεωθεῖ ἡ ἁγιασμένη παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας σὰν κάστρο ποὺ θὰ ἀποσκέπαζε τὸν Ἑλληνισμὸ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ ἐκφυλισμὸ καὶ τὴν ἀποβαρβάρωση. Ὅλα τὰ θυσίασε, πλούτη, ἀνάπαυση, ζωή, γιὰ τὴν πίστη τῶν πατέρων της. «Θλίψις συνέχει τὴν ψυχήν της» βλέποντας οἱ χριστιανοὶ νὰ μὴν ἔχουνε στὰ «πάτρια» τὴν ἀγάπη ποὺ ἔπρεπε, ἀλλὰ νὰ ζοῦνε μουδιασμένοι, ἀδιάφοροι, μὲ ψυχὴ γεμάτη δειλία, μικροψυχία, πονηριά.
Τὴν Ἀκολουθία της τὴν ἔγραψε κάποιος σοφὸς καὶ εὐλαβὴς ἄνθρωπος Ἱέραξ λεγόμενος. Ἀνάμεσα στὰ ὡραῖα ἐγκώμια εἶναι καὶ τοῦτο: «Δαυῒδ γὰρ τὸ πρᾶον ἔσχες καὶ Σολομῶντος, σεμνή, τὴν σοφίαν, Σαμψῶν τὴν ἀνδρείαν, καὶ Ἀβραὰμ τὸ φιλόξενον, ὑπομονήν τε Ἰώβ, τοῦ Προδρόμου δὲ θείαν ἄσκησιν…».
Τὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ βρισκότανε στὸ σημερινὸ δρόμο τῆς Ἁγίας Φιλοθέης τὴν ἐγκρέμνισε ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν Γερμανὸς Καλλιγᾶς, παρ᾿ ὅτι εἶχε μεγάλο σέβας στὴν ἁγία, ἐπειδὴ ἤτανε ραγισμένοι οἱ τοῖχοι, κ᾿ ἔχτισε στὰ ἴδια θεμέλια τὸ παρεκκλήσι ποὺ ὑπάρχει τώρα, ἐνῷ μποροῦσε νὰ στερεώσει τὴν παλιὰ ἐκκλησία ποὺ εἶχε ὡραῖες τοιχογραφίες. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ (ὁ Γερμανὸς στάθηκε μητροπολίτης ἀπὸ τὰ 1889 ἕως τὰ 1896) δὲν γνωρίζανε οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀξία τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Ἡ καινούρια ἐκκλησιὰ ποὺ χτίσθηκε εἶναι ψυχρή, κακότεχνη, γυμνή. Ὅποιος μπαίνει μέσα, δὲν αἰσθάνεται κατάνυξη. Ἀλλ᾿ ἡ ἐκκλησιὰ τοῦ μετοχιοῦ ποὺ εἶχε χτίσει ἡ ὁσία στὰ Πατήσια γκρεμνίσθηκε καὶ κείνη ἀπὸ τὴν πολυκαιρία καὶ γιατὶ δὲν μπορούσανε οἱ χριστιανοὶ νὰ τὴν περιποιηθοῦνε ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Τούρκων πρὶν νὰ σηκωθεῖ ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ὡς πρὸ ὀλίγα χρόνια κειτόντανε οἱ κολόνες μέσα στὰ ἀγριάγκαθα, στεκότανε ὄρθια μοναχὰ ἡ χυβάδα (κόγχη) τοῦ ἱεροῦ κ᾿ ἡ πόρτα μὲ τὸ δυτικὸ τοῖχο. Κάποιοι εὐλαβεῖς χριστιανοὶ τὴν ἀναστηλώσανε μὲ τὴν ὁδηγία τοῦ κ. Ὀρλάνδου καὶ τώρα βρίσκεται πάλι ἀπαράλλαχτη ὅπως ἤτανε στὰ χρόνια της ἁγίας Φιλοθέης, ἕνα ταπεινὸ μὰ ἀτίμητο στόλισμα ἀνάμεσα στὰ ἀκαλαίσθητα καὶ ξενόμορφα σπίτια ποὺ χτισθήκανε γύρω στὸ γηραλέο αὐτὸ ἐκκλησάκι. Ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσε καὶ τὸ στόλισα μὲ ἁγιογραφίες, ὅπως ἤτανε ὁ πόθος μου. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα ζωγράφισα καὶ τὸ μοναστήρι, ὅπως ἤτανε τότε, μὲ τὴν ἡγουμένη ἁγία Φιλοθέη καὶ τὶς ἀδελφὲς ποὺ πηγαίνουνε στὴν ἐκκλησία.
Φαίνεται πῶς ὅλη ἡ οἰκογένεια τῶν Μπενιζέλων ἤτανε ἄνθρωποι φιλόθρησκοι. Στὸ νάρθηκα τῆς Καισαριανῆς εἶναι γραμμένη ἀπὸ τὸ ζωγράφο ποὺ τὸν ἁγιογράφησε τούτη ἡ ἐπιγραφή: «Ἰστόρηται ὁ πρόναος οὗτος ἤτοι νάρθηξ διὰ δαπάνης τῶν προσδραμόντων τῇ μονῇ φόβῳ λοιμοῦ τῇ κραταιᾷ χειρὶ τῆς πανυμνήτου Τριάδος καὶ σκέπῃ τῆς μακαρίας Παρθένου, οἵτινες εἰσὶν ὁ εὐγενὴς καὶ λογιώτατος Μπενιζέλος υἱὸς Ἰωάννου, ἅμα ταῖς εὐγενέσιν ἀδελφαῖς καὶ τῇ τεκούσῃ καὶ τῇ λοιπῇ αὐτοῦ συνοδείᾳ. Ἐπὶ ἡγουμένου Ἰεροθέου τοῦ σοφωτάτου ἱερομονάχου. Διὰ χειρὸς δὲ Ἰωάννου Ὑπάτου του ἐκ Πελοποννήσου. Ἔτει αϠχβ´ (1682) μηνὶ Αὐγούστω κ´ (20)». Ἕνας Μπενιζέλος, ὁ Νικόλας, γίνηκε κι᾿ ἁγιογράφος, μαθητὴς τοῦ Γεωργίου Μάρκου τοῦ Ἀργείου ποὺ ζωγράφισε πολλὲς ἐκκλησιὲς στὰ μέρη τῆς Ἀττικῆς, ἀπὸ τὰ 1727 ὡς τὰ 1740 ἀπάνω-κάτω. Στὴν παλιὰ ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας στὸ Κορωπὶ εἶναι γραμμένο: «Ἱστορήθη δὲ κατὰ τὸ αψλβ´ (1732) διὰ χειρὸς Γεωργίου Μάρκου καὶ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Νικολάου Μπενιζέλου». Μαζὶ μὲ τὸ μάστορά του δούλεψε ὁ Μπενιζέλος καὶ στὸ τελευταῖο ἔργο του, τὴν ἁγιογράφηση τῆς Μονῆς τῆς Φανερωμένης στὴ Σαλαμίνα, ὅπως φανερώνει ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ σῴζεται καὶ ποὺ λέγει: «ΑΨΛE (1635). Ἱστορήθη ὁ θεῖος καὶ πάνσεπτος Ναὸς οὗτος τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν διὰ συνδρομῆς κόπου τὲ καὶ δαπάνης… Ἱστορήθη δὲ διὰ χειρὸς Γεωργίου Μάρκου ἐκ πόλεως Ἄργους καὶ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Νικολάου Μπενιζέλου, Γεωργάκης καὶ Ἀντώνιος».
Πηγή: Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Η Αγία Κυράννα(28 Φεβρουαρίου)



site analysis




Η Αγία Κυράννα
Η ΑΓΙΑ ΚΥΡΑΝΝΑ - ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η Αγία Κυράννα γεννήθηκε στην Αβυσσώκα της Θεσσαλονίκης, σημερινή Όσσα της επαρχίας Λαγκαδά.
Η ομορφιά της ψυχής της συμβάδιζε με την εξωτε­ρική της ωραιότητα, αφού ήταν προικισμένη με τις αρε­τές της σεμνότητας και της σωφροσύνης. Έτσι περνού­σε τη ζωή της κοντά στους γονείς της. Ο μισόκαλος ό­μως διάβολος τη φθόνησε για την αγνότητα της και α­φού δεν μπόρεσε με πονηρούς λογισμούς και αμαρτωλές σκέψεις να την παρασύρει στο κακό και να την μεταβά­λει σε όργανό του, βρήκε άλλο τρόπο να ταράξει την ευ­τυχία των δικών της και τη γαλήνη της νεανικής και πε­ντακάθαρης ψυχής της.
Ένας τούρκος λοιπόν γενίτσαρος, που ήταν σούμπασης, δηλαδή διοικητής του αστυνομικού τμήματος και εισπράκτορας των φόρων από τα εισοδήματα, ερωτεύθη­κε την Κυράννα και προσπαθούσε να την κατακτήσει με διάφορες κολακείες. Η Κυράννα με κανένα τρόπο δε δε­χόταν τις κολακείες του τούρκου και τις μεγάλες του υ­ποσχέσεις για λίρες και φορέματα. Ούτε όμως και τις φοβέρες του, ότι θα την βασάνιζε σκληρά και στο τέλος θα την θανάτωνε αν δε δεχόταν το σκοπό του.
Η επιμονή του γενίτσαρου δεν μπόρεσε να μεταβά­λει το Χριστιανικό της φρόνημα. Έτσι απογοητευμένος ο γενίτσαρος μαζί με άλλους γενίτσαρους αρπάζουν την αγία και την οδηγούν στη Θεσσαλονίκη. Την φέρνουν μπροστά στον Κριτή με την ψευδή κατηγορία ότι δήθεν στην αρχή δέχθηκε να τον παντρευτεί και να αλλαξοπιστήσει, αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη. Οι γονείς της την ακολούθησαν μέχρι τη Θεσσαλο­νίκη.
Οι τούρκοι άρχισαν την ίδια τακτική, στην αρχή κο­λακείες, και μετά την αγριότητα. Η Κυράννα άφοβη, ατάραχη μπροστά στους βια­στές της θέλησής της δε μιλούσε.

Είπε μόνο τα λόγια:
«Εγώ είμαι Χριστιανή και έχω νυμφίον τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον προσφέρω ως προί­κα την παρθενίαν μου και αυτόν επόθησα και ποθώ εκ νεότητός μου και δια την αγάπην του είμαι έτοιμη να χύσω και το αίμα μου, δια να αξιωθώ να τον απολαύσω. ακού­σατε λοιπόν την απάντησή μου και πλέον άλλον λόγο μη περιμένετε να σας πω».
Ύστερα από την απάντηση έσκυψε η Κυράννα με πολλή σεμνότητα το κεφάλι της σιώπησε και προσευχό­ταν νοερά στον Κύριο να την ενδυναμώσει μέχρι το τέ­λος του μαρτυρίου.
Οι τούρκοι όταν είδαν την Πίστη της στο Χριστό ντροπιάστηκαν και την έρριξαν στη φυλακή. Ο σούμπασης, έλαβε άδεια από τον μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, τον αλή εφέντη να μπαίνει στη φυλακή όποτε θέ­λει. Έμπαινε τακτικά με άλλους γενίτσαρους και την βασάνιζαν. Άλλος την κλωτσούσε, άλλος τη χτυπούσε με ξύλο ή με μαχαίρι και άλλος με γροθιές μέχρι να λιποθυμήσει. Το βράδυ ο δεσμοφύλακας την κρεμούσε α­πό τις μασχάλες με αλυσίδες και την έδερνε με ό,τι έβρι­σκε και την άφηνε κρεμασμένη μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο.
Ένας Χριστιανός φύλακας τον πλησίαζε μόλις περνούσε ο θυμός του και τον παρακαλούσε να του δώσει ά­δεια να ξεκρεμάσει την Αγία.

Εδώ σημειώνει ο συγγραφέας του μαρτυρίου της τα εξής:

«Η Αγία είχε τόσην υπομονήν, ησυχίαν και σιωπήν, όπου σου εφαίνετο ότι άλλη πάσχει και όχι εκείνη και ό­λος ο νους της και η προσοχή της, ευρίσκετο εις τους Ου­ρανούς και εις τον Χριστόν».
Στην ίδια φυλακή ήταν φυλακισμένοι και άλλοι Χρι­στιανοί, εβραίοι και μερικές τουρκάλες που έλεγχαν το δεσμοφύλακα ως άσπλαχνο και μη φοβούμενο τον Θεό, γιατί τυραννούσε σκληρά μια γυναίκα που δεν έσφαλε σε τίποτε.
Αυτός όμως αντιθέτως γινόταν όλο και πιο σκληρός. Τα φρικτά βασανιστήρια συνεχίστηκαν επί μία ε­βδομάδα.
Την έβδομη ημέρα κορυφώθηκαν τα βασανιστήρια. Ο δεσμοφύλακας οργισμένος άρπαξε την Αγία, την κρέ­μασε και άρχισε να την χτυπάει αλύπητα με μια μεγάλη ξύλινη σχίζα, οι τουρκάλες φώναζαν, οι φυλακισμένοι όλοι τον μάλωναν δυνατά και ο δεσμοφύλακας έπεσε κά­τω μπρούμυτα και άρχισε να κλαίει.
Εκείνη τη στιγμή η Αγία άφηνε την τελευταία της πνοή και η ψυχή της πετούσε για να ενωθεί με το Χρι­στό που τόσο ποθούσε και για Χάρη Του μαρτύρησε. Στις 4 με 5 η ώρα το πρωί ένα μεγάλο φως έλαμψε ξαφνι­κά στη φυλακή που κατέβηκε σαν αστραπή από τη σκε­πή της. Το φως αυτό περιέλουσε το σώμα της μάρτυρος και φωτίστηκε όλη η φυλακή. Οι φυλακισμένοι Χριστιανοί φώναζαν το «Κύριε ελέησον» οι εβραίοι πέσανε μπρούμυτα και οι τουρκάλες φώναζαν: «αχ, αχ, το κρίμα της φτωχής Ρωμαίας μας έφθασε και έπεσε σαν αστραπή να μας καύψη». Ο δεσμοφύλακας από το φόβο του άρχισε να τρέμει και είπε στον φύλακα Χριστιανό να κατε­βάσει την κρεμασμένη Κυράννα. Ο φύλακας βρήκε την Αγία Κυράννα τελειωμένη.
Το φως σιγά-σιγά υποχώρησε, μια άρρητη όμως ευ­ωδία έμεινε για πολλή ώρα σε όλη τη φυλακή.
Ο φύλακας άνοιξε με τα κλειδιά τα σίδερα, έλυσε τα χέρια της Αγίας, σκέπασε με σεβασμό το Άγιο Λείψα­νο, άναψε τα φώτα, θύμιασε και κάθησε κοντά της, ώ­σπου να ξημερώσει. Δόξασε το Θεό που τον αξίωσε να δει τέτοια θαυμαστά πράγματα αλλά και να πιάσει και να περιποιηθεί μαρτυρικό λείψανο.
Το πρωί διαδόθηκε σε όλη τη Θεσσαλονίκη η φήμη της τελείωσης της Αγίας και η έλλαμψη του Αγίου Φω­τός. Οι τούρκοι ντροπιασμένοι σιωπούσαν, έδωσαν την άδεια στους Χριστιανούς να πάρουν το Λείψανο της Α­γίας και οι Χριστιανοί ένιωθαν χαρά και ευφροσύνη για τα θαυμάσια του Αληθινού και Ζωντανού Θεού μας.
Την έθαψαν έξω από τη Θεσσαλονίκη εκεί όπου ε­νταφίαζαν και τους άλλους Ορθοδόξους Χριστιανούς, και τα φορέματά της τα μοίρασαν για ευλογία στους πι­στούς. Ήταν 28 Φεβρουαρίου 1751 μ.Χ.

Η Εκκλησία ψάλλει αιώνες τώρα.

«Άγιοι Μάρτυρες, οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες, πρεσβεύσατε προς Κύριον, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών».

* * *
Απολυτίκιον της Αγίας
(ως προς τον Συνάναρχον Λόγον)

Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθε­ρά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.

«Ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται». Ευαγγέλιο Ματθ. 10, 22
«Δι' υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα». Απ. Παύλος προς Εβραίους 12, 1.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Η Αγία Νεομάρτυς Κυράννα ( 28 Φεβρουαρίου)



site analysis

Αυτή η καλή σε όλα νύμφη του Χριστού ήταν από ένα χωριό της Θεσσαλονίκης, που λεγόταν Αβυσσώκα, τέκνο Χριστιανών γονέων, ήταν δε πολύ όμορφη και ζούσε ζωή σεμνή και συνετή. Αλλά ο διάβολος, που μισεί το καλό, τη φθόνησε για την τόση αρετή της και, μη μπορώντας να την μολύνει με αισχρούς λογισμούς και με άτοπες κρυφές πράξεις, βρήκε ως όργανο της κακίας του έναν Αγαρηνό Γενίτζαρο, που ήταν σε εκείνο το χωριό σούμπασης και συγκέντρωνε τα αρχοντικά εισοδήματα, ο οποίος χτυπήθηκε από σατανικό έρωτα για την κόρη και άρχισε ο μιαρός να την κολακεύει με διαφόρους τρόπους, για να την φέρει στο σκοπό του, αλλά η παρθένος δεν τον δεχόταν καθόλου. Ύστερα εκείνος της έταζε να της δώσει, όσα χρήματα θέλει και να της κάμει και φορέματα πολύτιμα, εάν παραδεχθεί, αλλιώς την απειλούσε, ότι θα την υποβάλει σε μεγάλα βασανιστήρια και τελευταία θα της δώσει και θάνατο.
AgiaKyranna
Η κόρη όμως, έχουσα όλο της τον πόθο προς τον Χριστό, δεν υπολόγιζε καθόλου ούτε τα χαρίσματα και τις υποσχέσεις του, ούτε τις φοβέρες του. Επειδή λοιπόν εκείνος έβλεπε, ότι δεν κατορθώνει το σκοπό του, συμφωνεί με άλλους γενίτζαρους του ιδίου τάγματος και αρπάζουν ξαφνικά την κόρη και την πηγαίνουν στο δικαστή της Θεσσαλονίκης ψευδομαρτυρώντας, ότι είπε τάχα η κόρη πως θα τον πάρει άνδρα και θα έλθει στην πίστη τους. Ακολούθησαν δε και οι γονείς της κόρης, αλλά επειδή δείλιασαν από τις φοβέρες εκείνων, κρύφθηκαν. Εκεί λοιπόν οι Τούρκοι έκαναν πολλά στην παρθένο, για να την φέρουν στο σκοπό τους, πότε με κολακείες και ταξίματα, πότε με φοβέρες. Αλλά η μακάρια έστεκε ατάραχη και μόνο ένα λόγο είπε σ’ αυτούς• «Εγώ είμαι Χριστιανή και έχω νυμφίο τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, στον οποίο προσφέρω ως προίκα την παρθενία μου, και αυτόν πόθησα και ποθώ από τα νιάτα μου και για την αγάπη του είμαι έτοιμη να χύσω και το αίμα μου, για να αξιωθώ να τον απολαύσω. Ακουστέ λοιπόν την απάντησή μου και πλέον άλλο λόγο μη περιμένετε να σας πω».
Μόλις είπε αυτά, σιώπησε και πλέον δεν θέλησε να αποκριθεί καθόλου σε όσα την ρωτούσαν αργότερα, αλλά γέρνοντας κάτω την κεφαλή, έστεκε με πολλή σεμνότητα σαν να ντρεπόταν να βλέπει και τα ίδια τα πρόσωπα των ανδρών, προσευχόμενη νοερά και παρακαλώντας τον νυμφίο της Χριστό, να την ενδυναμώσει έως τέλους. Και την ώρα εκείνη γέμισε η καρδιά της από αγαλλίαση και χαρά πνευματική και, καθώς φανταζόταν νοερά τον γλυκύτατό της Χριστό, της φαινόταν σαν να ήταν ανεβασμένη στον παράδεισο και λησμόνησε όλα τα λυπηρά της παρούσας ζωής και επιθυμούσε να λάβει το γρηγορότερο τον θάνατο υπέρ του Χριστού. Βλέποντας όμως εκείνοι το αμετάθετο της γνώμης της και την χαρά στο πρόσωπό της καταντράπηκαν και έτσι την έστειλαν στη φυλακή και την έβαλαν σε σίδερα.
Ο δε γενίτζαρος εκείνος, φλεγόμενος ακόμη από τον δαιμονικό έρωτα, πήγε σε έναν αγά μεγάλο του κάστρου, που ονομαζόταν Αλή αφέντης, μπέης ως προς το αξίωμα, και τον παρακαλεί να προστάξει τον δεσμοφύλακα να τον αφήνει να μπαίνει μέσα στη φυλακή, όταν θέλει. Το οποίο και έγινε. Και πήγαινε ο μιαρός κάθε ώρα και της έκανε πολλές τυραννίες με πείσμα ή να την φέρει στο θέλημά του ή να την σκοτώσει. Και δεν έφθανε μόνο αυτός, άλλα έπαιρνε μαζί του και άλλους ομοίους του γενιτζάρους, για να την τιμωρούν αυστηρά, αλλά η μακάρια, όταν τους έβλεπε, έσκυβε κάτω την κεφαλή, σκέπαζε το πρόσωπό της και, σταυρώνοντας τα χέρια της ούτε τους κοίταζε, ούτε τους αποκρινόταν.
Εκείνοι δε πρώτα άρχιζαν να παρακινούν την Αγία με κολακείες και ταξίματα, ύστερα όμως, βλέποντάς την πως ήταν τόσο σταθερή και ασάλευτη, άρχιζαν τα βασανιστήρια· ο ένας την κτυπούσε με ξύλο, ο άλλος με μαχαίρι, άλλος με κλωτσιές και άλλος με γροθιές έως ότου την άφηναν σαν νεκρή και έτσι αναχωρούσαν, για να πάρει χρόνο και να συνέλθει και πάλι να την βασανίσουν.
Και αυτά μεν έκαναν εκείνοι τις ημέρες. Ενώ τις νύχτες ο δεσμοφύλακας την κρεμούσε από τις μασχάλες, παρόλο που είχε και τα χέρια της αλυσοδεμένα και, αρπάζοντας ό,τι ξύλο εύρισκε, την έδερνε άσπλαχνα, έως ότου κουραζόταν και τότε την άφηνε κρεμασμένη στην τόση ψύχρα του χειμώνα, που ήταν τότε.
Ένας Χριστιανός, που ήταν μέσα επιθεωρητής περίμενε την ευκαιρία, και όταν καταλάβαινε πως του περνούσε ο θυμός, πήγαινε και τον παρακαλούσε και του έδινε άδεια και την κατέβαζε. Η Αγία ωστόσο είχε τόση υπομονή, ηρεμία και σιωπή, που σου φαινόταν ότι άλλη πάσχει και όχι εκείνη, και όλος ο νους της και η προσοχή της βρισκόταν στους ουρανούς.
Ήταν δε στη φυλακή και άλλοι Χριστιανοί και Εβραίοι και μερικές Τουρκάλες για ατιμίες τους, οι οποίες έλεγχαν τον δεσμοφύλακα ως άσπλαχνο και μη φοβούμενο το Θεό, επειδή τυραννούσε έτσι μία γυναίκα, που δεν τον έβλαψε. Αλλά και ο Χριστιανός εκείνος δεν έπαυε, πότε με το καλό, πότε με ήπιους ελέγχους (διότι είχε θάρρος προς αυτόν), να του θυμίζει την κρίση του Θεού και άλλα τέτοια να του λέει, για να τον μαλακώνει να μη παιδεύει την Αγία· αλλά ο σατανάς σκλήρυνε πολύ την καρδιά του και όσο εκείνοι τον παρακαλούσαν, τόσο εκείνος περισσότερο τη βασάνιζε. Εκείνοι πάλι οι γενίτζαροι πηγαίνοντας να την τιμωρήσουν, πολλές φορές άφηναν τις τιμωρίες και προσπαθούσαν να της δώσουν να φάει, για να μην πεθάνει, και πότε της έδιναν σταφίδες, πότε φοίνικες. Και καθώς η Αγία δεν ήθελε καθόλου φαγητό, εκείνοι προσπαθούσαν με τη βία να της ανοίξουν το στόμα, αλλά δεν το κατάφερναν.
Παρόμοια και οι Χριστιανοί, που βρίσκονταν στη φυλακή πολύ την παρακαλούσαν, να φάει το παραμικρό, η Μάρτυς όμως δεν πειθόταν καθόλου να γευτεί τίποτε, επειδή είχε μέσα στην καρδιά της τη φλόγα της αγάπης του Κυρίου της και νυμφίου Χρίστου, που την έτρεφε και την ενδυνάμωνε.
Την έβδομη ημέρα πήγαν πάλι οι γενίτζαροι και την τυράννησαν πολύ δυνατά. Γι’ αυτό παρακινούμενος από θείο ζήλο ο προαναφερθείς Χριστιανός άρχισε να επιπλήττει αυστηρά τον δεσμοφύλακα και να τον φοβερίζει, ότι μπορεί να τον καταδώσει στον πασά, που αφήνει και έρχονται απ’ έξω άνθρωποι και τιμωρούν τους φυλακισμένους που είναι ενάντιο στο νόμο τους και που άλλη φορά τέτοιο πράγμα δεν έγινε· αλλά και οι Τουρκάλες εκείνες πολύ τον έβρισαν, λέγοντάς τον άπιστο και φονιά και θέλησαν να φωνάξουν και δυνατά.
Ύστερα όμως από λίγη ώρα, να, και έφθασαν πάλι οι γενίτζαροι για να την τιμωρήσουν, αλλά ο δεσμοφύλακας δεν τους άφησε. Γι’ αυτό εκείνοι πήγαν αμέσως και παραπονέθηκαν στον αλήμπεη. Ο οποίος φωνάζει το βράδυ τον δεσμοφύλακα και τον βρίζει, γιατί παρακούει εκείνο που τον πρόσταξε. Τότε εκείνος γύρισε πίσω πολύ θυμωμένος και αρπάζει την Αγία και την κρεμά και πιάνοντας μία σχίζα ξύλινη, που έτυχε να είναι εκεί πολύ μεγάλη και κρατώντάς την με τα δύο χέρια χτυπούσε επάνω στην Αγία, όπου έφθανε χωρίς έλεος, τόσο που άρχισαν οι φυλακισμένοι να φωνάζουν.
Ακόμη και οι Τουρκάλες εκείνες φώναζαν δυνατά. Βλέποντας δε την αναταραχή ο καταραμένος, την άφησε κρεμασμένη και πήγε στον οντά του με μεγάλη στενοχώρια και ταραχή στην καρδιά του και είπε σ’ εκείνον τον Χριστιανό να του ψήσει καφέ να πιεί. Ψήνοντας όμως τον καφέ ο Χριστιανός, άρχισε πάλι ήρεμα να τον επιπλήττει για την ασπλαχνία που επέδειξε, τόσο που τον έκανε και έπεσε μπρούμυτα και έκλαιγε ή από τον έλεγχο της συνειδήσεώς του ή από την ντροπή του. Και εκείνη την ώρα, που ήταν η Αγία ακόμη κρεμασμένη, ω του θαύματος!, έξαφνα έλαμψε φως μέγα στη φυλακή, που κατέβαινε από ψηλά από τη σκεπή σαν αστραπή, το οποίο περικυκλώνοντας το σώμα της Μάρτυρος, ξεχύθηκε και σε όλη την φυλακή και την φώτιζε σαν να έμπαινε μέσα όλος ο ήλιος. (Ήταν δε τότε τέσσερις ή πέντε η ώρα τη νύχτα).
Και οι μεν Χριστιανοί φώναζαν το, Κύριε ελέησον. Οι δε Εβραίοι έπεσαν μπρούμυτα να μη βλέπουν το φως. Οι Τουρκάλες φώναζαν, ωχ, ωχ, το κρίμα της φτωχής ρωμαίας μάς έφθασε και έπεσε αστραπή να μας κάψει, ο δε δεσμοφύλακας από το φόβο του άρχισε να τρέμει ολόκληρος και είπε σ’ εκείνον τον Χριστιανό να ξεκρεμάσει την Αγία. Ο δε Χριστιανός πηγαίνοντας την βρήκε τελειωμένη. Το δε φως έφυγε και έμεινε ύστερα μία μυστηριώδης ευωδία για πολλή ώρα.
Παίρνοντας λοιπόν ο Χριστιανός εκείνος τα κλειδιά από τον δεσμοφύλακα, άνοιξε τα σίδερα και, αφού έλυσε τα χέρια της ταχτοποίησε με σεβασμό και ευλάβεια το Άγιό της λείψανο και, αφού άναψε κεριά και θυμίασε, καθόταν δίπλα, προσμένοντας με χαρά την ημέρα και δοξάζοντας τον Θεό που τον αξίωσε να δει τέτοια θαύματα και να πιάσει και να περιποιηθεί Μαρτυρικό λείψανο.
Την αυγή διαδόθηκε στην πόλη η φήμη του θανάτου της Αγίας και η έλαμψη του Αγίου φωτός. Και οι μεν Αγαρηνοί καταντροπιασμένοι σιωπούσαν και έδωσαν άδεια στους Χριστιανούς να πάρουν το λείψανο και να το κάνουν ό,τι θέλουν. Οι δε Χριστιανοί όλοι ευχαριστήθηκαν και έτρεξαν πολλοί στη φυλακή και, αφού πήραν το Άγιο λείψανο με ευλάβεια, το ενταφίασαν έξω από την πόλη, εκεί όπου ενταφιάζονται και των υπολοίπων Χριστιανών τα λείψανα. Τα δε ενδύματα της Αγίας τα διαμοίρασαν πολλοί Χριστιανοί προς αγιασμό τους και σωτηρία.
(Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συναξαριστής τ. Γ΄, έκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος, σ. 416-420)

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Αγία Γοργονία: Ένας πρότυπος βίος για όλες τις γυναίκες



site analysis




Η μακαρία Γοργονία [23 Φεβ.] ήταν αδελφή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (*) [25 Ιαν.] και θυγατέρα του Γρηγορίου Ναζιανζηνου του Πρεσβυτέρου [1η Ιαν.] και της αγίας Νόννας [5 Αυγ.]. Από το υποδειγμα­τικό αυτό ζευγάρι δεν έλαβε μόνο την ύπαρξη, άλλα και τον ζήλο για την πίστη. Μεγάλωσε στην Ναζιανζό, αλλά πάντα θεωρούσε ως αληθινή πατρίδα της την ουράνια Ιερουσαλήμ και ότι η πραγματική ευγένειά της ήταν εκείνη της εικόνος του Θεού που από νεαρή ηλικία προσπαθούσε να καλλύνει με τα στολίδια των αρετών, ιδιαιτέρως δε την αγνεία στην οποία διέπρεπε. Νυμφευμένη με έναν κάτοικο του Ικονίου, τον Αλύπιο, με τον οποίο έκανε τρεις κόρες, επεδείκνυε στον γάμο την διάθεση των παρθένων αποκλειστικά προς τον Θεό και συμπαρέσυρε πίσω της τον σύ­ζυγό της ως συναθλητή στους αγώνες της αρετής.

Διαφυλάσσοντας το βλέμμα της από κάθε άσεμνο θέαμα, κλείνοντας τα αυτιά της στις μάταιες συζητήσεις ώστε να ακούν μονάχα τα θεία και σωτήρια λόγια, έλεγχε τα ανάρμοστα γέλια μεταμορφώνοντάς τα σε ένα χαμόγελο που φώτιζε ειρηνικά την όψη της και γνώριζε, όπως κανείς άλλος, να συγκρατεί την γλώσσα της και να νοστιμεύει με άλας τα λόγια της ώστε να αποτελούν αίνους στον Κύριο. Αντίθετα με τόσες άλλες γυναίκες, δεν έχανε τον καιρό της σε επιπολαιότητεςούτε αντενεργούσε στην φυσική τάξη των πραγμάτων που θέλησε ο Θεός, φροντί­ζοντας για ενδύματα και στολίδια και παραμορφώνοντας το πρόσωπο της, εικόνα του Θεού, με πούδρες και ψιμύθια. Ένα καλλώπισμα μόνο γνώριζε, εκείνο της ψυχής από τις άγιες αρετές και το μόνο κοκκινάδι που έβαζε στο ωχρό από την νηστεία πρόσωπο της ήταν το ερυθρίασμα της αιδημοσύνης.
Πρότυπο χριστιανής συζύγου, με την σοφία και την ευλάβειά της, ήταν για τους συγγενείς της, τους συμπολίτες αλλά και πολλούς ξένους, σύμβουλος εμβριθής σε πολλά λεπτά ζητήματα που αφορούν την συμ­περιφορά των χριστιανών στον κόσμο. Κανείς άλλος τα χρόνια εκείνα δεν μεριμνούσε τόσο για τους ναούς του Θεού, κανείς δεν απέτινε τόση τιμή στους ιερείς και στους κληρικούς, έχοντας πάντα γι’ αυτούς ορθάνοιχτη την θύρα της κατοικίας της. Δεν είχε εξάλλου τον όμοιό της στις ελεη­μοσύνες και στηνσυμπόνια για τους τεθλιμμένους, σε σημείο μάλιστα που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν σαν τον δίκαιο Ιώβ: «οφθαλ­μός τυφλών, πους χωλών, η μητέρα των ορφανών...» (πρβλ. Ιώβ 29, 15). Μοίραζε όλα τα αγαθά της σε ελεημοσύνες κι έτσι όταν εξεδήμησε από την ζωή αυτή δεν άφησε πίσω της παρά μόνο το σώμα της· φρόν­τιζε, ωστόσο, πάντοτε να κρατά μυστικές τις αγαθοεργίες της.
Μία ημέρα είχε ένα τρομερό ατύχημα: ανατράπηκε η άμαξά της που την έσυρε στο χώμα για πολύ μεγάλη απόσταση· παρά ταύτα η αγία αρνήθηκε από αιδώ να δείξει το καταμωλωπισμένο σώμα της στον για­τρό, εναποθέτοντας την ελπίδα της στον Θεό ο οποίος την θεράπευσε τότε θαυματουργικώς.
Μιαν άλλη φορά που υπέφερε από μια αρρώστια μπροστά στην οποία οι γιατροί έμεναν ανίσχυροι, σηκώθηκε την νύχτα και πήγε στην εκκλη­σία να προσπέσει στην αγία Τράπεζα, υπενθυμίζοντας στον Θεό τα προη­γούμενα θαύματά Του προς όφελος των δούλων Του. Σαν την γυναίκα του Ευαγγελίου που έλουσε με τα δάκρυα της τα πόδια του Κυρίου, η Γοργονία πότισε με τα δικά της δάκρυα το ιερό θυσιαστήριο και βρήκε την ιατρειά της.
Όταν έλαβε όψιμα, όπως συνηθιζόταν τα χρόνια εκείνα, το άγιο Βά­πτισμα, τίποτε πια δεν την κρατούσε στην ζωή αυτή και παρακαλούσε για νύκτες τον Χριστό να πορευθεί προς συνάντησή Του χωρίς άλλη χρο­νοτριβή. Κατά την διάρκεια μιας τέτοιας αγρυπνίας της αποκαλύφθηκε η ημέρα του θανάτου της και το μόνο που της απέμενε πια ήταν να φροντίσει να βαπτισθεί ο σύζυγός της, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί το έργο της ωςμαθήτριας του Χριστού και εφάμιλλης των αγίων Αποστόλων. Όταν έφθασε η ημέρα, έπεσε άρρωστη και αφού συγκέντρωσε γύρω της συγγενείς και φίλους για να τους μεταδώσει την τελευταία διδαχή της για την αιώνια ζωή, εξεδήμησε προς τον χορό των αγίων ψιθυρίζοντας ανεπαίσθητα σχεδόν τον στίχο του ψαλμού: Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω (Ψαλμ. 4, 9).

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου
Εκδόσεις «Ίνδικτος», 2006



(*) Συνοψίζεται εδώ ο Εις Γοργονίαν επιτάφιος, που εξεφώνησε ο άγιος Γρηγόριος προς τιμήν της αδελφής του· Λόγος 8, ΕΠΕ 6, Θεσσαλονίκη 1980, 346-381.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ (+ 1589)



site analysis



Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Κορυφαία μορφή στήν σεπτή χορεία τῶν μετά τήν Ἅλωση τῆς ΚΠόλεως Ἁγίων Νεομαρτύρων τοῦ Γένους.
Γεννήθηκε τό 1552, ἀπό τήν ἀρχοντική Ἀθηναϊκή οἰκογένεια τῶν Μπενιζέλων, νυμφεύθηκε μέ ἀπαίτηση τῶν γονέων της καί μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο καί ἀφιερώθηκε σέ ἔργα φιλανθρωπίας καί ἀγάπης. Ἵδρυσε τήν Μονή τοῦ ἁγ. Ἀποστόλου Ἀνδρέου (ἐκεῖ πού βρίσκεται σήμερα τό Μέγαρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν) καί τήν κατέστησε τόσο κέντρο πνευματικῆς ζωῆς, ὅσο καί κέντρο κοινωνικῆς ἐργασίας, φιλανθρωπίας καί εὐποιϊας.
Τό ἔργο της ὑπῆρξε (γιά τήν ἐποχή του) μεγάλης σημασίας, ὄχι μόνον ἐκκλησιαστικῆς, ἀλλά καί κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς, διότι μέ τίς σχολές πού ἵδρυσε γιά τά κορίτσια τῶν Ἀθηναίων, ἀπέτρεψε τούς ἐξισλαμισμούς καί βοήθησε οὐσιαστικά τήν θέση τῶν ὑποδούλων. Ἀκόμη προσέφερε ἄσυλο σέ Ἑλληνίδες πού δραπεύτευαν ἀπό τά χαρέμια τῶν Ὀθωμανῶν καί γιά τόν λόγο αὐτό διώχθηκε ἀπό τούς Τούρκους.
Κοιμήθηκε τό 1589, μετά ἀπό τόν ξυλοδαρμό της ἀπό Ὀθωμανούς ἀτάκτους. Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στόν Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν (ἐκτός τῆς τιμίας Κάρας ἡ ὁποία ἔχει χαθεῖ), κατατεθημένο σέ περίτεχνη ἀργυρή λάρνακα.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 19η Φεβρουαρίου.

ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΦΩΤΕΙΝΗ Η ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ (1ος αἰ.)



site analysis




Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Πρόκειται γιά τήν ἀναφερόμενη στό Εὐαγγέλιο Σαμαρείτιδα πού συνομίλησε μέ τόν Κύριο στό Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Μετά τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀκολούθησε τούς Ἁγίους Ἀποστόλους στόν ἱεραποστολικό τους ἔργο καί ἐπέστρεψε πολλούς στήν θεοσέβεια.
Μαρτύρησε στή Ρώμη κατά τόν διωγμό τοῦ Νέρωνα, μαζί μέ τούς γιούς της Βίκτωρα (πού ὑπηρετοῦσε στό Ρωμαϊκό Στρατό μέ τόν βαθμό τοῦ Στρατηλάτη καί ὀνομάστηκε Φωτεινός ἀπό τόν Ἴδιο τόν Κύριο) καί Ἰωσῆ καί τίς ἀδελφές της Ἀνατολή, Φωτώ, Φωτίδα, Παρασκευή καί Κυριακή. Μαζί τους μαρτύρησαν ὁ "φαρμακός" Λαμπάδιος (ὁ ὁποῖος κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα ὀνομάσθηκε Θεόκλητος) καί ὁ Δοῦκας Σεβαστιανός (τόν ὁποῖο μετέστρεψε ὁ ἅγ. Φωτεινός). Οἱ Ἅγιοι τελειώθηκαν μετά ἀπό φοβερά βασανιστήρια μέ τούς ἀκόλουθους τρόπους:
Ἡ ἁγ. Φωτεινή τελειώθηκε στήν φυλακή, ἀφοῦ προηγουμένως "ἐξεδάρη τό δέρμα"! Οἱ ἁγίες Ἀνατολή, Φωτώ, Παρασκευή καί Κυριακή τελειώθηκαν μέ ἀποκεφαλισμό, ἀφοῦ ἔκοψαν τούς μαστούς καί τίς ἔγδαραν! Ἡ ἁγ. Φωτίς δέθηκε στίς λυγισμένες κορυφές δύο δέντρων στούς βασιλικούς κήπους καί "διεμοιράσθη εἰς δύο μέρη"! Οἱ ἅγιοι Σεβαστιανός, Φωτεινός καί Ἰωσῆς τελειώθηκαν μέ ἀποκεφαλισμό, ἀφοῦ τούς ἔκοψαν "τά παιδογόνα μόρια" καί τούς ἔγδαραν!
Ἀπό τά Λείψανα τῆς ἁγ. Φωτεινῆς, μία ὠλένη μέ ἄφθαρτη σάρκα σώζεται στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους. Σώζονται ἀκόμη ἡ τιμία της Κάρα στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, ἕνας τῶν ποδῶν της καί μία ὠμοπλάτη στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους καί ἀποτμήματα Λειψάνων της στίς Μονές Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, Γηρομερίου Φιλιατῶν καί Κύκκου Κύπρου.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 26η Φεβρουαρίου.

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΑΓΑΘΗ ΤΗΣ ΣΙΚΕΛΙΑΣ (3ος αἰ.)



site analysis






Γεννήθηκε στήν Κατάνη τῆς Σικελίας, ὅπου μαρτύρησε κατά τόν διωγμό τοῦ Δεκίου (249 - 251), σέ ἡλικία μόλις 15 ἐτῶν! Οἱ γονεῖς της ἦσαν εὐγενεῖς στήν καταγωγή καί πλούσιοι καί ἡ ἴδια μετά τόν θάνατό τους διέθεσε τήν μεγάλη τους περιουσία σέ ἔργα εὐποιϊας.
Τόν καιρό ἐκεῖνο Ἔπαρχος τῆς Σικελίας ἦταν ὁ δυσεβέστατος Ἀκυλῖνος, ὁ ὁποῖος θελγόμενος ἀπό τήν σωματική ὀμορφιά καί τήν περιουσία τῆς Ἀγάθης, ζήτησε νά τήν νυμφευθεῖ, ἐκείνη ὅμως εἶχε ὑποσχεθεῖ παρθενία στό Νυμφίο της Χριστό καί δέν ἔστερξε στίς ὀρέξεις του. Τότε ὁ Ἀκυλῖνος, μέ πρόσχημα τό διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν, τήν ὑπέβαλλε σέ πολλές πιέσεις, ψυχικές (τήν ἔκλεισε γιά ἕνα μῆνα σέ πορνεῖο!) καί σωματικές (τήν ἔδειρε μέ βούνευρα, ἔκαψε διάφορα σημεῖα τοῦ σώματός της, τῆς ἀπέκοψε τούς μαστούς, ἀλλά ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τήν ἀποκατέστησε ὑγιή στήν φυλακή!). Τελικά ἡ Ἁγία ὑπέστη τόν "διά πυρᾶς" θάνατο.
Σχετικά μέ τό Λείψανο τῆς ἁγ. Ἀγάθης οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέχονται (βλ. ἔργα Γρηγορίου DAHMAN), ὅτι αὐτό ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί τόν 11ο αἰ. μεταφέρθηκε στήν ΚΠολη, ἀπ' ὅπου τό 1204 κλάπηκε ἀπό τούς Σταυροφόρους καί μετεφέρθηκε καί πάλι στήν Σικελία, ὅπου διαμοιράσθηκε μεταξύ διαφόρων προσώπων. Σήμερα στήν Κατάνη φυλάσσονται: Τά χέρια, τά πόδια καί τό στῆθος τοῦ Λειψάνου σέ ἀδιάφθορη κατάσταση, ἐκτεθημένα σέ γυάλινη θήκη. Ἡ Κάρα καί τά μεγάλα ὀστά βρίσκονται μέσα σέ ἀνθρωπόσχημη Λειψανοθήκη, στήν ὁποία εἰκονίζεται ἡ Ἁγία μέχρι τήν μέση. Στό κεφάλι αὐτῆς τῆς λειψανοθήκης - ἀγάλματος, εἶναι τοποθετημένο πολύτιμο στέμμα, ἐνῶ ὅλο τό ἄγαλμα εἶναι καλλυμένο μέ πολύτιμα ἀφιερώματα κατοίκων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διασωθεῖ σέ διάφορες ἐποχές διά πρεσβειῶν της ἀπό ἐκρήξεις τοῦ ἡφαιστείου τῆς Αἴτνας.
Στό χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Κάρα πού ἀποδίδεται στήν ἁγ. Ἀγάθη φυλάσσεται στή Μονή ἁγ. Παύλου Ἁγίου Ὄρους καί ἀποτμήματα τῶν Λειψάνων της στή Μονή Λουκούς Κυνουρίας.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 5η Φεβρουαρίου. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τήν τιμοῦν ἐπίσης τήν 12η Φεβρουαρίου (Ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς) καί τήν 17η Αὐγούστου (μεταφορά τῶν Λειψάνων).

2/02 - μνήμη της Oσίας Mαρίας της μετονομασθείσης Mαρίνος.



site analysis

Στολή Mαρίνον μαρτυρεί την Mαρίαν,
Tαφή Mαρίαν δεικνύει τον Mαρίνον.

Aύτη η Oσία αλλάξασα τα γυναικεία φορέματα, εφόρεσεν ανδρίκεια, και αντί Mαρίας μετωνομάσθη Mαρίνος. Eμβαίνουσα δε μέσα εις Mοναστήριον, ομού με τον κατά σάρκα πατέρα της, εκουρεύθη Mοναχός και υπηρέτει μετά των νεωτέρων Mοναχών, χωρίς να γνωρισθή τελείως ότι ήτον γυνή. Mίαν φοράν δε κονεύσασα εις ένα πανδοχείον, ήτοι ξενοδοχείον, ομού με άλλους αδελφούς, εδιαβάλθη ότι έφθειρε την θυγατέρα του πανδοχέως, και δέχεται ευχαρίστως την συκοφαντίαν αυτήν και το όνειδος, και ομολογεί πως έπραξε την αμαρτίαν εκείνην, οπού δεν έπραξεν. Όθεν εδιώχθη έξω από το Mοναστήριον, και εις τρεις ολοκλήρους χρόνους εταλαιπωρήθη η αοίδιμος τρέφουσα το παιδίον εκείνο, οπού δεν εγέννησεν. Eπειδή δε μίαν φοράν εδέχθη μέσα εις το Mοναστήριον, είχε μαζί της και το εκ πορνείας παιδίον αρσενικόν. Eφανερώθησαν όμως τα κατά την Oσίαν, αφ’ ου ετελεύτησεν. Όταν γαρ ενταφιάζετο, εγνωρίσθη, ότι ήτον γυναίκα. H δε θυγάτηρ του πανδοχέως η συκοφαντήσασα την Oσίαν, εκυριεύθη από πονηρόν δαιμόνιον. Όθεν ωμολόγησε φανερά και είπεν, ότι διεφθάρη από ένα στρατιώτην. Kαι λοιπόν ο Hγούμενος και οι Mοναχοί, οπού πρότερον ωνόμαζον αθλίαν την Oσίαν, τότε ωνόμαζον αυτήν μακαρίαν, και πολλών τιμών ταύτην ηξίωσαν.