Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010
Διδαχές της αείμνηστης Γερόντισσας Μακρίνας,Ηγουμένης της Ι.Μ.Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς.
ΗΓΟΥΜΕΝΗ Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ ΒΟΛΟΥ
Ευσεβείς πνευματικές σκέψεις
* Για να νικήσει κανείς τα πάθη του πρέπει να κοιτάζει μόνο τον εαυτό του όχι να βλέπει δεξιά κι αριστερά. Πρέπει να προλαβαίνουμε τα πάθη και τα ελαττώματα που ξεφυτρώνουν στην ψυχή μας γιατί αν μεγαλώσουν δεν θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε εύκολα. Το κάθε πάθος που ξεφυτρώνει θέλει πολύ ταπείνωση για να προχωρήσουμε στο μεγαλείο της αγάπης του Θεού, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί κανείς να στερεωθεί. Εμάς μας έχει προορίσει ο Θεός για την Άνω Ιερουσαλήμ, για να απολαύσουμε τα αγαθά που ετοίμασε.
* Μόνο εκείνος που ακουμπάει στο Θεό και τον αγαπάει έχει για λίγο την πνευματική ηδονή και μετά αρχίζουν πάλι οι θλίψεις. Όσοι όμως έχουν θεωρία και ο νους τους είναι στον ουρανό, θέλουν να πάνε στην πραγματική τους πατρίδα έχουν πνευματική ευφροσύνη και εμείς, πολύ ευτυχισμένες είμαστε και να ευχαριστούμε τον Θεό, που μας έφερε στη μάνδρα του.
* Να φυλάμε τα μάτια μας, την ακοή μας και να προσευχόμαστε αδιαλείπτως για να έχουμε τη χάρη του Θεού, γιατί, όσο αγωνιζόμαστε, βάζουμε στην άκρη και δεν θα φοβηθούμε ότι κι αν έρθει.
* Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται βλέπει το διάβολο από που έρχεται να τον χτυπήσει. Ενώ όταν είναι ξένοιαστος τρυπώνουν τα δαιμόνια μέσα του καθώς έχει αμέλεια και σκληρότητα και κάνουν σαματά και σκοτίζεται ο άνθρωπος και γίνεται σαν τον Διάβολο.
* Τα κλειδιά από την πόρτα της ψυχής μας πρέπει να τα 'χουμε στα χέρια. Να μην αμελούμε τα καθήκοντα μας. Να μην δίνουμε σημασία στις επιθυμίες μας (φαγητά, αναπαύσεις κλπ.).
* * *
* Θέλω να επικρατήσει σιωπή, να λέτε την ευχή, να προσεύχεστε, να μου κάνετε ένα κομποσχοίνι με σταυρό και μια παράκληση, για να 'ναι μια ενίσχυση για μένα αυτό.
Να μην αργολογείτε, συζητάτε, και μεμψιμοιρείτε.
Την ευχή να λέτε για να βρούμε τον Θεό.
Πρέπει να κυνηγήσουμε τον Θεό, να μην αφήνουμε λεπτό να πηγαίνει χαμένο. Όσο το δυνατόν να πιάσετε τον Θεό, γιατί αυτές τις μέρες που περνούν θα τις αναζητούμε και δε θα τις βρίσκουμε. Με αγάπη και καλοσύνη να μιλάμε.
Είναι λυπηρό να στερούμαστε τη μακαριότητα, την γλυκύτητα του Θεού και την αγάπη Του ενώ βρισκόμαστε στο μοναστήρι. Να μην αμελούμε, να μην κάνουμε διακεκομμένη την προσευχή μας, για να την απολαμβάνουμε κι' αυτή θα φέρει την ανάπαυση της ψυχής και την μακαριότητα.
Συνέχεια την ευχή. Να μην την αφήνουμε από την ψυχή μας. Να έχουμε προσοχή πώς να αρέσουμε στην Παναγία μας. Το βράδυ, που θα κάνουμε προσευχή, να σημειώνουμε τις αμαρτίες μας. Χρειάζεται πολλή υπομονή στη ζωή μας. Ο καθένας έχει τα ελαττώματα του, τα πάθη του και για κάθε ψυχή που πάσχει, που δεν ξέρει πώς να πολιτευθεί, να κάνουμε μια προσευχή για τη σωτηρία της και θα 'ρθει η Θεία Μακροθυμία στην ψυχή μας.
Πιάστε την προσευχή να διορθώσετε τα πάθη και τα ελαττώματά σας.
Η προσευχή μας γαληνεύει. Να συγκεντρώσουμε τον λογισμό μας καλά - καλά και να σκεφτόμαστε το Θεό. Όλα τα άλλα είναι σκουπίδια, να τα πετάμε. Σημασία να μη δίνουμε στις παγίδες του διαβόλου. Τον εαυτό μας να βλέπουμε, που λυπήσαμε τον Θεό, Τον ευαρεστήσαμε. Τότε θα πάμε μπροστά.
Αλλιώς ξεφεύγουμε. Ταπείνωση όσο το δυνατόν.
Τελευταίος άνθρωπος να γίνουμε. Αυτός θα πάει μπροστά.
Να αποφεύγουμε τα λόγια, τις μεμψιμοιρίες. Δεν ταπεινωθήκαμε, δεν θα σωθούμε. Πρέπει να έχουμε μια δυναμικότητα στον εαυτό μας να στεκόμαστε καλά απέναντι στο Θεό.
* * *
* Τον νου μας να τον έχουμε βιβλίο ανοιγμένο και να κάνουμε μελέτη την κόλαση και τον Παράδεισο. Άμα σκεφτούμε την αιώνια κόλαση, συγκλονίζεται το εσωτερικό μας όλο. Για σκέψου το πυρ το αιώνιον; Τον σκώληκα τον ακοίμητο; τον βρυγμό των οδόντων;
Αν σκεφθεί κανείς την κόλαση, δεν μπορεί να συγκράτησει τα δάκρυά του.
Όταν ο άνθρωπος έχει στη μνήμη του την κόλαση, τα πάθη του ελαττώνονται, η ψυχή γίνεται μαλακιά σαν το βαμβάκι, τρυφερή. Πονάει, συμπαθεί, ευσπλαχνίζεται.
Όλα μπορεί να τα σηκώσει κανείς, αλλά από την ευσπλαχνία του Θεού καίγεται, διαλύεται, «φθάνει Θεέ μου, λέει, δεν μπορώ άλλο, ελάττωσέ την». Αν ο άνθρωπος, τότε που έρχεται μέσα του η αγάπη του Θεού, πονάει όλο τον κόσμο με τις αμαρτίες του, τα πάθη του, και δε μπορεί να το αντέξει αυτό, για σκέψου την ευσπλαχνία του Θεού. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Για σκέψου, να πορνεύει, να σκοτώνει και εσύ να τον αγαπάς. Αν ξέραμε τι χάνουμε κάθε δευτερόλεπτο δεν θα κοιτάζαμε δεξιά κι αριστερά. Θα κοιτάζαμε όλο το είναι μας να το αφιερώσουμε στο Θεό.
*Άμα θα σιωπήσετε κι έχετε τον νου σας στην αδιάλειπτη προσευχή, μια βδομάδα, θα δείτε τη διαφορά τη μεγάλη μέσα στην ψυχή σας. Αλλά κοιτάζουμε τον Α και τον Β και δεν μπορούμε να προοδεύσουμε.
Τότε θα ζητάμε μοναξιά, ησυχία, τόσο πολύ θα νοιώσει η ψυχή μας το μεγαλείο του Θεού. Και μπορούμε μέσα στην κιβωτό να τα απολαύσουμε όλα αυτά.
Όταν βιαστεί κανείς, αισθάνεται τη Θεία Μακαριότητα και θα είναι ήσυχος, ανεύθυνος, χωρίς προβλήματα και το πνεύμα του θα είναι στον ουρανό και θα γεύεται τα μεγαλεία του Θεού.
Το κελί έχει πάρα πολλή χάρη. Είναι μία παλαίστρα που παλεύει κανείς και δίνεται στο Θεό.
*Όταν υπάρχει πνευματική ένωση με τους προεστώτας ο υποτακτικός αισθάνεται στην ψυχή του το Θεό χωρίς να κηλιδωθεί ο λογισμός του. Αισθάνεται πώς είναι το ρεύμα, ή πρίζα.
Όταν υπάρχει πνευματική προεργασία στο Χριστό και στους προεστώτας αισθάνεται μεγάλη χαρά, αγαλλίαση παρακαλεί πότε να πεθάνει και λέει ας φύγω. Θέλει προσοχή στο λογισμό να μην έρθει μώμος ή για τον Γέροντα ή για την Γερόντισσα. Όταν αυτό φυλάξουμε, θαύματα θα δούμε.
* * *
*Όποιος αγωνίζεται να απολαύσει την αρετή αυτός θα αισθανθεί τα μελίρρυτα άνθη, την γλυκύτητα, το μέλι της χάριτος θα λάβει, όταν προσπαθεί να ενωθεί με τον Θεό, να γίνει ένα.
Να γίνει θέωση μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, να γίνει Θεός κατά χάριν.
Να μην ζούμε κατώτερα, ρηχά, να μη ζούμε τόσο επιπόλαια, να έχουμε σύνεση στην εργασία.
*Μας λέει ο λογισμός να κοιμηθούμε πιο πολύ όχι, να λέμε, δεν θα κοιμηθούμε πιο πολύ. Όποτε μας ξυπνάει ο φύλακας άγγελος της ψυχής, προσευχή να κάνουμε εκείνη την ώρα να μην αφήνουμε τον εαυτό μας. Η προσευχή θεραπεύει τα πάθη και τα ελαττώματα. Όταν θα πέσει ο ήλιος μέσα σε μια λάσπη και την αποξηραίνει, την κάνει κόκκαλο και ότι έντομο έχει το αποδιώκει, το φυγαδεύει, το ψοφάει.
Σαν βολίδα έρχεται η χάρις του Θεού.
*Εμάς μας πολεμάει πιο πολύ η μεμψιμοιρία και πολλές φορές, πιστέψατε με, βλέπω κοπάδι δαιμόνων και βλέπεις, λοιπόν, άλλος σκουντάει τη μία, άλλος τσιγκλάει την άλλη και γίνεται ένα πράγμα τρομερό. Άλλα αν είναι οπλισμένο το μοναστήρι με προσευχή δεν θα μπορούν να κάνουν κακό, θα στέκονται από μακριά και θα βλέπουν.
Αλλά βρίσκει χώρα και τριγυρνάει και την μια την πιάνει από το πόδι, την άλλη από το λαιμό, την άλλη από τη φωνή, την άλλη από την κραυγή και χαλάει ο κόσμος• εκείνη την ώρα πιστέψετε με βλέπω τους δαίμονες πώς περνάνε εν ριπή οφθαλμού, όπως πετούν τα αεροπλάνα.
Λοιπόν, πολύ προσοχή και προσευχή.
Όταν ο άνθρωπος έχει προσοχή και προσευχή, η χάρις του Θεού τον επισκιάζει. Εάν το ψηλαφήσουμε στη διάνοια μας, ότι ο θάνατος μας είναι και η κρίσης του Θεού, δηλαδή που θα πάμε και που θα σταθούμε, δηλαδή ή στην κόλαση ή στον παράδεισο, θα είμαστε προσεκτικές.
* Να μην αντιλογούμε το θέμα της αντιλογίας είναι το πιο φοβερό πράγμα «όχι δεν θα πάω, εκείνη γιατί δεν πάει, γιατί δεν την λες».... Μέσα στον κόπο θα βρείτε το Χριστό σας το λέω από μεγάλη πείρα, επειδή το 'νιωσα αυτό το πράγμα, καίτοι ανάξια είμαι και αμαρτωλή, αλλά επειδή μέσα στον κόπο είδα τον Θεό, γι' αυτό ο κόπος είναι ένα πολύ μεγάλο πράγμα.
Να αγαπούμε πολύ την Παναγία. Να της τραβάτε κομποσχοίνι, να κάνετε κάθε μέρα παράκληση και θα μας πάει όλες στον Παράδεισο. Την είδα σαν μικρό κοριτσάκι 15 χρονών (όπως είναι στην εικόνα στην Γοργοϋπήκοο στο κελί της) την ώρα του Χερουβικού, που ήμουν γονατισμένη.
Στεκόταν όρθια μπροστά στην ωραία Πύλη και κρατούσε πάνω στην κοιλίτσα Της τον Χριστούλη. Δεν θα ξεχάσω τα ματάκια Της εκείνα τα γλυκά, πώς με κοιτούσαν μέχρι μέσα στην καρδιά μου έμπαινε εκείνο το Βλέμμα Της. Ήταν γαλάζια και η Παναγία είχε δύο ξανθές κοτσίδες, αλλά όλη μου η προσοχή είχε συγκεντρωθεί στα μάτια Της.
Και την παρακαλούσα και έλεγα «Παναγία μου τι θα γίνουμε, τι θα γίνει αυτό το μοναστήρι, τίποτε δεν κάνουμε, πώς θα σωθούμε;» Και η Παναγία χαμογέλασε, η διάθεση μου άλλαξε από εκείνη την μέρα μια γαλήνη ήρθε μέσα μου από το βλέμμα της Παναγίας.
Η μονή μας να ξέρετε ότι είναι αγιασμένη.
Το κάθε βήμα που κάνουμε μας το γράφει ο Χριστός. O π. Ιγνάτιος που είναι στα Ιεροσόλυμα έλεγε: πολύ αγιασμένο το μοναστήρι σας, άγια τα χώματα εκεί. Αυτό βέβαια το έχω διαπιστώσει πολλές φορές παρουσιάζεται η χάρις της Παναγίας μας εδώ πέρα και πολλοί άνθρωποι την βλέπουν. Είναι η προστασία της Παναγίας, που μας προστατεύει.
Γι' αυτό, όταν θα έρθει η χάρις του Θεού στην ψυχή σας, θα λέτε: «Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, εγώ δεν σου προσέφερα τίποτε, άσε που θα μας τα δώσει στον ουρανό. Θα τα δούμε σωρούδια εδώ, σωρουδάκια παραπέρα, ότι, κι ένα κρεμμύδι να ‘χει δώσει κανείς και μια πατάτα και μια κλωστή, όλα, όλα θα τα δει στον ουρανό.
Και το κάθε βηματάκι πού\υ θα κάνει κανείς η χάρις του Θεού τον πλουτίζει.
Το μοναστήρι δεν είναι δικό μας. Μας φιλοξενεί η Παναγία και σύμφωνα με την φιλοξενία που μας κάνει πρέπει να πολιτευόμαστε.
* * *
Κυριακή της Σαμαρείτιδος '85.
Όταν θα ‘χουμε γρήγορον νουν, που λέει «γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν» να παίρνει γρήγορα ο νους, να μην αμελεί, να τρέχει στον Θεό να έχει πολλή αγάπη, να έχει λατρεία στο Θεό πολλή. Γιατί ο Χριστός θέλει να Τον αγαπούμε πάρα πολύ, να τον λατρεύουμε ολοκληρωμένα, ούτε στα παιδιά μας, ούτε στην οικογένεια μας να 'ναι ο νους μας, ούτε σε διάφορα που μας ενοχλούν κ.λ.π. Θέλει δηλ. να έχουμε την μέριμνα όλη στο Θεό, πώς θα Τον λατρέψουμε, πώς θα τον ευεργετήσουμε, πώς να κάνουμε τάς εντολάς Του, να είμαστε ειλικρινείς, να μην είμαστε χλιαροί, να έχουμε δυνατότητα ν' αγαπούμε τον Θεό.
Η Σαμαρείτης είχε προαίρεση καλή γι' αυτό την αξίωσε ό Θεός να δει τον Χριστό, είχε προαίρεση, αλλά δεν έβρισκε φως, δεν έβρισκε άνθρωπο να τη φωτίσει. Τα χαρίσματα αυτά τα είχε μέσα στην ψυχή της και μετά, αφού είχε την προαίρεση την καλή, βρήκε τον Χριστό, την περίμενε εκεί πέρα και ζήτησε το ύδωρ το ζών κ.λ.π. Η προσευχή μας να μην είναι χλιαρή, να μην είναι αδρανής. Αυτό πού θέλει ο Θεός, αυτό να κάνουμε. Τώρα ήρθε η ώρα π.χ. να κάνουμε την προσευχή μας, θα κάνουμε την προσευχή μας. Τώρα ήρθε ή ώρα να ησυχάσουμε, θα ησυχάσουμε. Ήρθε η ώρα να κάνουμε το θέλημα του Θεού, την εργασία, θα κάνουμε την εργασία γιατί η εργασία είναι συνδεδεμένη με την προσευχή, και μετά η χαρά, πώς βλέπουμε το φως, έτσι έρχεται μέσα στην ψυχή μας ένα φως ουράνιο. Κι έρχεται η νήψις. Βλέπει τον εαυτό του κανείς και δεν κοιτάει δεξιά, αριστερά, ποιος φταίει, ποιος δεν φταίει, τι κάνει τι δεν κάνει, τίποτα, τίποτα, μόνο τον εαυτό του, πώς δηλαδή θα ευχαριστήσει το Θεό, τι λόγια θα Του πει.
Θέλει να Του μιλάμε ο Χριστός μας, όχι να λέμε ένα ξερό «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» θέλει να Του λέμε λόγια να μας σώσει. Ήταν μία κοπέλα, μου τηλεφώνησε προχθές και μου λέει ότι πέρσι ήταν κατάκοιτη. Ούτε από δω γυρνούσε ούτε από κει, είχε πάθει εγκεφαλικό. Αλλά την ευχούλα δεν την άφηνε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθει μοι», στο κεφάλι δεν είχε πάθει τίποτε. Και λοιπόν μετά παρουσιάστηκε η Παναγία τόσο λαμπρή, τόσο όμορφη, τόσο ωραία, πού ήταν ένα ανάστημα που δεν μπορεί να το φανταστεί κανείς και πίσω της ήταν τάγμα αγγέλων. Είχε μία σκέπη και σκέπαζε όλο τον κόσμο και της λέει: -«Τι θέλεις να σου κάνω;» -Λέει: «θέλω να γυρίσω από το ένα πλευρό και από το άλλο γιατί είμαι παράλυτη. Η πλάτη μου κουράστηκε και να σωθώ, τη σωτηρία μου θέλω». -«Αυτά θα σ' τα δώσω, αλλά όμως αυτό που θα σου πω να κάνεις να με φωνάζεις, γιατί εγώ θέλω να με φωνάζετε». Λοιπόν, της Παναγία μας να της λέμε λογάκια, να της λέμε το ένα, το άλλο. Θέλω να φωνάζεις της λέει. Αυτά θα σ' τα κάνω. Πλημμύρισε το δωμάτιο όλο άρωμα και τέτοιο φως μέσα στο σπίτι της, πού έλαμπε το προσωπάκι της, τόσο πολύ χάρη είχε και κατόπιν άρχισε και σηκωνότανε από το ένα πλευρό, από το άλλο και γύριζε από το ένα μέρος και το άλλο.
Γι' αυτό ό Χριστός μας θέλει να Τον φωνάζουμε, θέλει να Τον ζητάμε. Είναι εραστής μας. Ο Χριστός θέλει όλη την αγάπη μας να την δώσουμε σ' Εκείνον και ύστερα Αυτός τα οικονομάει όλα....
...Είδατε όταν ο πνευματικός μας δείξει λίγο αγάπη πόσο μέσα στον εαυτό μας αισθανόμαστε μια αλλαγή και μια ένωση, έτσι, λοιπόν, και ο Νυμφίος Χριστός δωρίζει αυτή την ένωση. Και υστέρα δεν μπορεί να σταθεί. Γι' αυτό οι Πατέρες λέγαν, τότε, «παύσον Χριστέ τα κύματα της χάριτος Σου», δεν μπορούσαν να εξιχνιάσουν αυτή τη γεύση, το μέλι της χάριτος την ευωδία της χάριτος, την Θεία μακαριότητα, την Θεία λάμψη, το άκτιστο φως και ο άνθρωπος, άμα βρίσκεται συνέχεια στην προσευχή βλέπει ένα φως μέσα στην ψυχή του, βλέπει μια λάμψη, ένα μεγαλείο, του έρχονται άφθονα δάκρυα, κι αυτά τα δάκρυα είναι τόσο γλυκά, τόσο νόστιμα, πού δεν μπορούσε κανείς να αισθανθεί το καλύτερο φαγητό να 'τρωγε, δηλαδή αισθάνεται χορτασμό, ένα χορτασμό, δεν μπορεί να το συλλάβει ο νους του.
Μια φορά, μεγάλη πείνα ήταν. Τότε στην πείνα, 66 στην κατοχή κι όλη την εβδομάδα είχα μια πολλή μεγάλη στέρηση. Είχα ένα χρέος, πού έπρεπε να το δώσω μέχρι το Πάσχα, εντολή να το έδινα. Και τώρα εγώ έκανα μεγάλη οικονομία για να το δώσω και έτρωγα όλη την Μ. Εβδομάδα λίγο ψωμάκι 50 δράμια ψωμί, γιατί κι αυτό δεν μπορούσα να το αγοράσω, κι έβρεχα το ψωμί μου μέσα στο νερό και το έτρωγα, δεν είχα τίποτε άλλο.
Ε! όταν πήγαμε στην εκκλησία, τότε το Μ. Σάββατο, γιατί ο πνευματικός μας διάβαζε από η ώρα 8 τους Αγίους Αποστόλους, όπως κάνουν στο Άγιο Όρος, και θέλω να σας πω για τη στέρηση, τι κάνει ο Θεός, για την ανέχεια τη μεγάλη, πώς βοηθάει ο Θεός, όχι ότι είχα αξία, αλλά για να μου δείξει πόσο δυνατός είναι και πόσο πρέπει να τον λατρεύουμε. Ήρθε και το Μ. Σάββατο πήγα στις 8 στην εκκλησία, ε! κάθησα σε μια γωνιά τραβούσα κομποσχοινάκι, όλοι κρατούσαν λαμπάδες, εγώ δεν είχα τίποτα, ούτε ένα κεράκι, τίποτα. Τώρα πώς να πάω, στο «Δεύτε λάβετε φως» δεν είχα κερί. Λέω με το νου μου «Χριστέ μου αν Εσύ θέλεις να κρατήσω και την λαμπάδα Σου, αν Εσύ δεν θέλεις να ‘ναι ευλογημένο, αφού δεν θέλεις ούτε κερί να ‘χω».
Ε! εκεί έλεγα λόγια στον Χριστό, παράπονα, έλεγα τον πόνο μου, αφού άρχισε η ακολουθία, δεν κατάλαβα εγώ είχα λιποθυμήσει, μόνο κατάλαβα σαν να είχε ανοίξει όλα τα ράδια του κόσμου κι' έλεγε: «Εν αρχή ην ό Λόγος και ό Λόγος ην ό Θεός, και Θεός ην ό Λόγος» και το πασχαλινό το Ευαγγέλιο κι αυτού λοιπόν, μ' αυτό το Ευαγγέλιο τώρα πόση ώρα ήμουν λιποθυμισμένη δεν ξέρω. Πήγαν να με συνεφέρουν, αλλά εμένα αυτά τα λόγια είχανε τυπωθεί μέσα στην ψυχή μου. Άκουγα αυτή τη φωνή την ωραία σ' όλη την ακολουθία την Πασχαλινή, κι αυτά τα λόγια μου φέρνανε έναν χορτασμό, πώς τρως δηλ. κατά κόρον και δεν μπορείς να σταθείς έτσι ακριβώς αισθανόμουν κι ύστερα μου ήρθε ο λογισμός: να και οι Πατέρες στην έρημο που δεν τρώνε που δε γεύονται τίποτε, αυτόν τον χορτασμό αισθάνονται, έτσι μια φωνή μου το ‘λεγε αυτό το πράγμα και δεν μπορώ να σας πω, και άρρητα ρήματα μέσα στην ψυχή μου και άρρητη ευωδία και άρρητη γεύση, σα να είχα φάει του κόσμου τα μέλια, του κόσμου τα γλυκά και μετά έλαβα δυνάμεις. Ενώ την Μ. Εβδομάδα είχα εξαντληθεί από την αφαγιά και τη στέρηση, ύστερα έλαβα ισχυρές δυνάμεις, και την ώρα που πήγαινα να ασπαστώ την Ανάσταση και το Ευαγγέλιο, ο πνευματικός με κατάλαβε και μου λέει: «Χριστός Ανέστη» και με το Χριστός Ανέστη εμένα πιο πολύ μ' ανέβηκε αυτό το πράγμα στην ψυχή μου, ήρθε κι απλώθηκε πιο πολύ αυτός ο πλούτος μέσα στην ψυχή μου. Και παίρνω έναν δρόμο λοιπόν, τους αφήνω προτού τελειώσει η εκκλησία και πηγαίνω στο σπίτι για να μην χάσω αυτό το μεγαλείο. Πήγα στο σπίτι. Δεν ήθελα να φάω, μα τίποτα - τίποτα. Ούτε νεράκι, ούτε ψωμί, μα τίποτα, τίποτα δεν ήθελα. Μου λέει η ξαδέλφη μου - ήταν απέναντι τα σπίτια μας. Έλα έχω κάνει πατσά, να φας, τίποτε δεν πήρες. Εγώ που να πω ότι είχα φάει; κτλ. δεν είπα τίποτα. Πήγα να φάω μια κουταλιά δεν κατέβαινε και το μεσημέρι με είχε κάνει τραπέζι η κουμπάρα μου, πού τους είχα βαφτίσει 2 παιδάκια. Ήταν πολύ πλούσια αυτή. Και μέχρι το μεσημέρι δεν είχα φάει τίποτα. Έλεγα πώς θα πάω σ' αυτό το σπίτι τώρα; Ήταν πνευματικός κόσμος. Λέω θα με ρωτούν το ένα, το άλλο. Εγώ τώρα ήθελα να βρω άνθρωπο να πω αυτό το μεγαλείο, πού αισθάνθηκα μέσα μου. Λέω, τι κάνει ο Θεός, να βλέπω το Θεό, δηλαδή, τόσο μεγάλο που να λέω: μα τι κάνει ο Θεός! Πόσο πλουτίζει τον άνθρωπο! Γι' αυτό λέω που λένε μερικοί, δεν ζουν οι άνθρωποι μόνο με την τροφή, αλλά και με τη χάρη του Θεού. Ε! εγώ αυτό το πράγμα, τη χάρη του Χρίστου, το αισθάνθηκα λόγω της πείνας και της κακομοιριάς, που είχα και της στερήσεως, ο Θεός μου το ‘δωσε για να καταλάβω τι δίνει ο Θεός στη στέρηση επάνω. Και λέω η εγκράτεια πόσο καλό κάνει στον άνθρωπο, και η προσευχή, και όταν αφήσει κανείς τον εαυτό του στο Θεό εξ ολοκλήρου, ο Θεός τον ταΐζει, ο Θεός τον ποτίζει, από τον Θεό γεύεται κι' όλα αυτά τα ουράνια μεγαλεία τα αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου, που τα δίνει δωρεάν ο Θεός. Δεν μας υστερεί εμάς τίποτα. Εμείς τώρα δε θέλουμε να πλησιάσουμε το Χριστό μας για να μας δώσει αυτό το ουράνιο μεγαλείο, να το γευόμαστε, να το σκεφτόμαστε, να Τον αγαπάμε. Εμείς απομακρυνόμαστε. Εκείνος μας καλεί συνέχεια, να μας δώσει εκείνο, να μας δώσει το άλλο, δηλαδή όλα, χαρά, αγαλλίαση, ότι έχει Εκείνος να μας τα χαρίσει. Άμα σκεφθούμε τι μας έχει ετοιμάσει στον ουρανό, θα φρίξουμε. Δεν μπορεί να το συλλάβει η διάνοια του ανθρώπου, το να δει τα κάλλη του Παραδείσου, δεν μπορεί να ζήσει άμα τα δει κανείς.
Είναι τρομερά, είναι φοβερά, τόσο όμορφα είναι και τόση αγαλλίαση αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου.
Θέλει αγάπη, να Τον αγαπήσουμε. Αν τον αγαπήσουμε θα μας τα δώσει όλα δωρεάν. Μόνο να δώσουμε την καρδιά μας σ' Εκείνον. «Να ‘ναι ευλογημένο» και «ευλόγησαν». Αυτό είναι να βρει κανείς στην ψυχή του το Θεό. Η στέρηση είναι πολύ μεγάλο πράγμα.
Μέναμε σ' ένα σπιτάκι τότε στην Αθήνα, μας είχε ένας Δεσπότης, Πολύκαρπος και μας είχε δώσει ένα σπιτάκι, παιδιά εγκαταλελειμμένα, πήγαμε εκεί πέρα στενοχωρημένοι, μας πήγε ο Δεσπότης και μας νοίκιασε ένα σπίτι κι αυτό ήταν καλοκαιρινό, ήταν τα κεραμίδια μόνο και να πέφτει το χιόνι και να κοιμάμαι σε δυο σανιδάκια επάνω ακόμα λίγο και θα κοκκαλιάζαμε εκεί μέσα. Τρέξαν οι άνθρωποι και μας γλύτωσαν, Θεοφάνεια. Και θέλω να πω ότι αυτά ήταν της στερήσεως που πέρασα. Αυτά κάνει η Χάρις του Θεού.
Σ' ένα παρεκκλήσι στην πείνα, στην Κατοχή, πήγα ν' ανάψω το καντηλάκι. Κι εκεί λοιπόν είχε συκιές απέξω από τον φράχτη. Και λέω «Βοήθησε Χριστέ μου να κόψω ένα συκάκι, μόνο ένα συκάκι», κι η πείνα να σε δουλεύει ε! να σε θερίζει.
Και πάω και κόβω ένα συκαλάκι και τρώω να δυναμώσω και να ‘χω τύψεις γιατί να κόψω το σύκο αυτό. Πάω, λοιπόν, και το λέω στον πνευματικό.
-Έκοψα ένα σύκο λέω, αλλά η πείνα τόσο πολύ μ' ανάγκασε. Μου λέει όταν θα γίνεις σε καλή κατάσταση, θα πάρεις 3 οκάδες σύκα και θα τα μοιράσεις γι' αυτό που έκλεψες. Ήταν ο απαγορευμένος καρπός.
Ήμασταν 3 και σηκωθήκαμε τώρα να πάμε στη Ζαγορά. Στο πίσω μέρος, στο ανατολικό Πήλιο. Λοιπόν, γνώριζα κάποια δική μου εκεί πέρα και λέω ας πάω μήπως μου δώσει λίγο ψωμάκι και λίγο λαδάκι. Μόλις πήγα εκεί πέρα και με είδανε άρχισαν να κλαίνε. Πάει το Μαρικάκι. Είχε βγει το χνούδι από την αδυναμία σκελετός ήμουνα. Αυτοί, λοιπόν, οι καημένοι μάζεψαν πατάτες από δω, μάζεψαν λίγο λαδάκι, εν τω μεταξύ κόβουν ψωμί (είχαν ψωμί ζυμωτό) κι έφαγα 1 καρβέλι εκείνο το βράδυ. Πώς το ‘φαγα; που πήγε; Φάε μου λέει πατάτες βραστές. Μου έδιναν από όλα κι όλα τα έτρωγα. Δεν χόρταινα. Τώρα, το πρωί; πώς σηκώνω εγώ τις πατάτες, πού μου δώσανε; σηκώνονται 18 οκάδες πατάτες και μου δίνουν ένα τενεκεδάκι λάδι. Μου τ' ανέβασαν στον ανήφορο τα παιδιά -είχαν ζώα- μετά από κει είχαν φυλάκια οι Ιταλοί και νυχτώσαμε. Ήταν 12 η ώρα νύχτα. Που να πάω με το βάρος; Μόλις έβλεπα τους Ιταλούς ωχ! ακουμπούσα στα βραχάκια και καθόμασταν εκεί πέρα και κοιτούσαν αυτοί και κλαίγαμε εμείς και λέγαμε: «Τείχος ει των παρθένων Θεοτόκε Παρθένε» κι αυτοί τα έβλεπαν τώρα αυτά πού προσευχόμασταν και παρακαλούσαμε και έκλαιγαν και μας σήκωναν το βάρος, που είχαμε πίσω για να μπορέσουμε να βαδίσουμε. Μόλις φτάνουμε πρωί στο σπίτι, σιγά - σιγά, 6 ώρες δρόμο. Είχα τις πατάτες στον ώμο, ετοιμοθάνατη ήμουν. Αμέσως λιποθύμησα, έπεσα κάτω γιατί δεν είχα άλλη αντοχή. Μου κλέβουν τις πατάτες οι γειτόνοι όλοι, μου κλέβουν το λάδι και δεν μ' άφησαν τίποτε. Κι εμένα, λοιπόν, μ' έπιασε ένας πόνος στο πλευρό, ένα επανωφόρι φορούσα τότε, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Λέω άσχημα την έχω. Που να βρω γιατρό; Η γειτονιά έρημη, δηλαδή λίγα πρόσωπα. Αυτά τα λίγα μου κλέψαν τις πατάτες. Πάω στο γιατρό σιγά - σιγά, μου λέει: έχεις πλευρίτιδα και πρέπει να βρεις πίτουρα να βάλεις. Που να βρω; Εγώ λέω: Θα καθίσω Παναγία μου μέσ' το δωμάτιο κι ότι είναι ευλογημένο. Θες να με πάρεις; πάρε με, δε θέλεις, όποτε εσύ θέλεις. Κάθισα μόνη μου τώρα, σκοτεινά, χωρίς καντήλι, χωρίς τίποτα.
Όπως ήμουν ξαπλωμένη, κουκουλωμένη, είχε θαμπώσει, είχε σκοτεινιάσει Βλέπω μια μοναχίτσα με το σχηματάκι. Λέει: «δεν μπορείς»; με πλησιάζει, αλλά το δωμάτιο έλαμψε όλο φως. Λέω: «ναι δεν μπορώ -Πήγα στη Ζαγορά, κάθισα, είπα τα παράπονα μου εγώ και μου δώσανε λίγες πατάτες και μου τις κλέψαν, και τώρα δεν έχω τίποτα, ούτε καντηλάκι έχω, τίποτα δεν έχω κι είπα θα καθίσω εδώ και ας πεθάνω ποιος θα με ανοίξει την πόρτα; Δεν έχω κανέναν.» Λέει: «μη στεναχωριέσαι, θα γίνεις καλά εγώ θα σε κάνω καλά» κι' ούτε να φαντασθώ ποια είναι, να τη ρωτήσω. Παίρνει, λοιπόν, και βάζει το πάπλωμα μου, είχα ένα παπλωματάκι μικρό και μου το ‘βαλε πώς κάνεις το χωνί; έτσι ακριβώς και μου λέει: «άντε δεν έχεις τίποτε, θα γίνεις καλά.» Αμέσως μου πέρασε το πλευρό μου, έλαβα τον χορτασμό, είχα πείνα, εξάντληση, που να βρω φαγητό, που να βρω τίποτα, και χόρτασα σαν να είχα σφάξει ένα ζώο μπροστά μου και το ‘ψησα και το ‘φαγα.
Τέτοιο χορτασμό αισθανόμουν. Το πρωί πήγα στο γιατρό. «Λέει: τι ήρθες; -Να με ακροαστείτε λιγάκι» Μου κάνει εξέταση, μου λέει «δεν έχεις τίποτε. Τι έγινε;» Λέω, αυτό κι' αυτό. Επέτρεψε ο Θεός για τις ανέχειες, λόγω της πείνας, για να σε κάνει η Αγία καλά. Και μου λέει μέσα μου: Ποια είναι αυτή; ποια είναι αυτή; και μου λέει μια φωνή: η Αγία Παρασκευή" και γι' αυτό την αγαπούσα την Αγ. Παρασκευή. Μου το ‘πε η ίδια στ' αυτί, πληροφορία, ότι ήταν ή Αγ. Παρασκευή.
Είναι της πείνας αυτά, της κατοχής. Πήγα μάζευα χόρτα. Στο μέρος που τα μάζευα ξαναφύτρωναν την άλλη μέρα. Κάθε μέρα στο ίδιο μέρος φυτρώνανε όλα. Και μετά σιγά - σιγά τα ‘πλενα και τους τα πήγαινα πολλές φορές ωμά, σ' αυτό το κοριτσάκι πού ήταν άρρωστο. Είχε φυματίωση το καημένο. Μ' είδε κι εμένα ο π. Εφραίμ ο παλιός μου πνευματικός. Κοίταξε παιδί μου, μου λέει. Κοίταξε παιδάκι μου, όλους τους θάψαμε. Κοίταξε Μαρικάκι μου, χρυσό μου παιδί, κοίταξε, άμα πας στο Χριστό και έχεις παρρησία πολλή εύχου και για μένα τον αμαρτωλό. Ό,τι είναι θέλημα Θεού, έλεγα. Άμα θέλει να με πάρει ό Χριστός, ας πεθάνω. Ό,τι είναι θέλημα Θεού. Ύστερα, λοιπόν, βγάζει κήρυγμα και λέει: Όσο θα έχετε ψωμί, από μια μπουκιά θα ρίχνετε, θα κόβετε, το Μαρικάκι θ' ανοίξει το παράθυρο, να πετάτε την μπουκιά μέσα στο σπίτι να βρίσκει, να τρώει. Και τότε λοιπόν είχαν εξαφανίσει οι Ιταλοί τις γάτες και άνοιγα το παράθυρο και ‘ρίχναν μπουκιές - μπουκιές μέσα κι έπαιρνα λοιπόν κι έτρωγα και συνήλθα. Έκανα υπακοή.
Λοιπόν, όταν συναντιόμασταν με τις αδελφές δεν μιλούσαμε. Μας έλεγε: μη μιλάτε. Θα πάρετε το αντίδωρο και θα πάτε στο σπίτι και στη διαδρομή όλη θα λέτε την ευχή και μόλις φτάσετε στο σπίτι, θα λέτε" Δόξα σοι ο Θεός ημών δόξα σοι, και μέσα θα αισθάνεστε στο σπίτι μεγάλη ευωδία, μεγάλη χάρη. Δεν κοινωνούσαμε, μόνο το αντίδωρο παίρναμε, αυτό λέγαμε και νομίζαμε ότι λιβανίζανε εκείνη την ώρα. Στο δρόμο που βαδίζαμε σαν κάποιος να λιβάνιζε. Λέμε: τι ευωδέστατα λουλούδια είναι αυτά; και δεν είχε τίποτε ούτε περιβόλι, ούτε τίποτε, ήταν δηλαδή η χάρις του Θεού πολλή. Στην εκκλησία: τι κάνεις; ευλόγησαν αδελφές, τι κάνεις; Ευλόγησον, όλη τη μέρα την ευχή, δεν έφευγε η ευχή από το στόμα καθόλου. Η ευχή πήγαινε ρολόι. Μόνο τι κάνεις κι όλο ευχή και ουράνια, όλο στα ουράνια.
Μια φορά πήγαμε σ' ένα παρεκκλησάκι. Ήταν Δεκαπενταύγουστος, λέω «δεν πάμε ν' ανάψουμε τα καντηλάκια στον Αγ. Νικόλαο και να φύγουμε;» Όλες μαζί ξεκινήσαμε. Ήμασταν 7. Και αφού ξεκινήσαμε, δεν πήραμε ούτε κουλούρι, μόνο με τ' αντίδωρο. Λοιπόν, μόλις φθάσαμε στους πρόποδες, στο παρεκκλησάκι εκεί πέρα, λέω: τι καλά να είχαμε μια φετούλα ψωμάκι και να είχαμε και από ένα συκαλάκι φρέσκο και φρέσκο ψωμάκι να τρώγαμε! Μπαίνουμε στο παρεκκλησάκι, ανάψαμε τα καντηλάκια, ψάλαμε, μπαίνω εγώ στο ιερό να ανάψω το καντηλάκι μέσα. Βλέπω ένα δέμα πάνω στην Αγ. Τράπεζα. Λέω: παιδιά ό Αγ. Νικόλαος μας έφερε κάτι. Δεν ξέρω, του Αγ. Νικολάου δώρο είναι.
Πάω, λοιπόν, να το ανοίξω, τι να δω; Όσες ήμασταν από ένα σύκο και από μία φέτα ψωμί ζεστό, φρέσκο, της ώρας. Και υστέρα, λοιπόν, μετά από ενάμιση μήνα ξαναπήγαμε κι εγώ τώρα γλυκάθηκα, πήγα πάλι μέσα στο ιερόν, ανάψω τα καντηλάκια και βλέπω τον Εσταυρωμένο και στ' αγκάθινο στέφανο είδα πώς τρέχουν σταλαγμίτες, πώς τρέχουν τα δάκρυα, έτρεχαν από την πλευρά του, έτρεχε ύδωρ μεμιγμένο με αίμα. Είχαμε μια εικόνα της Παναγίας κι είχε μέσα γύρω - γύρω βαμβάκι και παίρνω, λοιπόν, το βαμβάκι, πάω πίσω και σκούπιζα, σκούπιζα τον Εσταυρωμένο ήταν μούσκεμα. Κατ' ευθείαν πάμε στον εσπερινό. Το είπαμε αυτό το πράγμα. Λέει: παιδιά, πόλεμος θα γίνει και το έκανε κήρυγμα στην εκκλησία. Και αυτός όταν έβλεπε τέτοια σημάδια να κλαίνε οι Άγιοι, να κλαίει ο Χριστός θα γίνει πόλεμος λέει και πολύ γρήγορα. Και μ' αυτό το βαμβάκι είχαμε σταυρώσει όλον τον κόσμο, πού ήταν εκεί πέρα και πράγματι έγινε έτσι σε λίγο καιρό κηρύχθηκε ό πόλεμος.
Φεβρουάριος 1989
Όπως είδαμε τον γέροντα, είδαμε ένα πολύ μεγάλο παράδειγμα, είδαμε ότι θέλει να αγωνιστεί για το Θεό, βλέποντας ότι πίνει ένα ζουμί σκέτο, μας δίδαξε την εγκράτεια, τη μνήμη θανάτου, την αυταπάρνηση.
Όπως αντιληφθήκατε κάτι προβλέπει. Μας έδειξε πώς πρέπει να βιώνουμε. Εύχομαι να βάλουμε μια αρχή και να βιώσουμε την Αγάπη του Χριστού και να αγωνιστούμε όπως πρέπει. Γιατί δεν έχουμε καθόλου την ακρίβεια, που ζητάει ο Γέροντας.
Είτε από λεπτότητα, είτε από σεβασμό και αγάπη δεν ήθελα να σας εκθέσω, αλλά τώρα να βάλουμε μια αρχή όπως το θέλει ο Θεός, γιατί χαλαρώσαμε πολύ, ιδίως στη μεμψιμοιρία, την αργολογία, μεγαλοφωνία, απιστία, ανευλάβεια κι' όλα μαζί.
«Αγαπήσεις.... και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Αλλά σ' εμάς δεν υπάρχει αυτή η αγάπη και η συμπόνοια.
Η προσοχή και η προσευχή είναι το μεγαλύτερο δίδαγμα. Δεν έχουμε προσοχή, δεν έχουμε προσευχή. Η αντιλογία φέρνει την μεμψιμοιρία, τις έριδες, οπότε δεν μπορεί ο άνθρωπος να νοιώσει την Θ. Χάρη όταν δεν εγκρατεύεται, στη γλώσσα, στο στομάχι.
Βρισκόμαστε στα Ανάκτορα πώς θα σταθούμε, πώς θα χαιρετίσουμε τον Βασιλέα, μία Κυρία της τιμής πώς θα της φερθούμε; Έτσι και στην προσευχή.
Η χάρις του Θεού θα μας πιάνει από το χεράκι και θα μας λέει έτσι θα φερθείς, έτσι θα κοιμηθείς.
Θέλει από μας ολοκληρωμένη την Αγάπη ο Θεός και όχι μοιρασμένη.
Να προσέχουμε τις συζητήσεις μεταξύ μας. Όταν λέω τον λογισμό μου στην άλλη δήθεν για να με ξεκουράσει, δεν ξεκουράζομαι. Λες το κακό; διπλασιάζεται. Λες το καλό; αφαιρείται.
Η Γερόντισσα προσπαθεί να μην γίνει του διαβόλου το κέφι. Νομίζουμε ότι θα βοηθήσουμε τον εαυτό μας με τις διάφορες οικονομίες, αλλά φθάνουμε σε πολύ άσχημη κατάσταση.
Εκείνος πού πληγώνεται τιμάται, αλλά o λιποτάκτης τουφεκίζεται. Μερικές φορές λιποτακτούμε από το διακόνημα, από την προσευχή, από την εντολή του Γέροντα. Να κάνουμε κάθε μέρα ταμείο.
Πώς κάναμε την προσευχή μας; Συγχωρέσαμε τον αδελφό; Μέσα μας έχουμε μεμψιμοιρία, αντιλογία;
Κι εσείς θα είστε αναπαυμένες και τον γέροντα θα αναπαύσετε, γιατί θα ξέρει πώς πολιτεύεσθε....
...Γι' αυτό είναι ο προεστός μέσα στη Μονή για να παίρνει ευλογία σε καθετί, έτσι φεύγει η ψυχή χαρούμενη, ότι ανέπαυσε τον γέροντα και πάει στον Παράδεισο. Αυτές οι λεπτομέρειες, που δεν υπολογίζουμε, φέρνουν τη Θ. Χάρη στην ψυχή μας....
Μετά το απόδειπνο να φάμε γρήγορα και να πάμε στα κελιά μας.
Στους αρρώστους 5-10' το πολύ για να μην χρωστάμε κομποσχοίνια.
Το ότι δεν εγκρατευόμαστε στο φαγητό είναι κάτι που κωλύει τη χάρη του Θεού....
Το κάθε τι που γίνεται μεταξύ σας ξεσπάει σε μένα. Όταν έχετε προσοχή και επιμέλεια και σε μένα θα είναι ωφέλιμο. Κάθε βράδυ ταμείο «τι έκανες; είτε σε πίκραναν, είτε πίκρανες», και ας βάλεις μετάνοια, θα γραφεί κι αυτό όπως περνάει ο σαλιαγκός κι αφήνει μια γραμμή. Όταν γράφετε συχνά στο γέροντα, αυτό θα σας βοηθήσει πολύ, γιατί όταν υπάρχει αυτή η παρακολούθηση θα φέρει τη χάρη του Θεού στην ψυχή σας κι εμένα θα μου μείνει χρόνος να προσευχηθώ.
Δοκιμάστε να μη φάτε ότι σας ανήκει, να μην κοιμηθείτε όσο κοιμάστε, να μην πιείτε μια μέρα νερό, για την αγάπη του Χριστού, να δείτε τι θα νοιώσετε, ο Θεός τα δωρίζει αυτά...
Λόγος της Γερόντισσας Μακρίνας 1971
Όταν ο μοναχός δεν έχει ακρίβεια στη ζωή του, στην υπακοή του, στα καθήκοντα του, δεν έχει προκοπή. Γι' αυτό, λοιπόν, πολλές φορές σας λέω, παιδιά κάντε τα καθήκοντα σας, γιατί κι εγώ έκανα φυσικά πολλά αδιάκριτα πράγματα κι έβλαψα τον εαυτό μου στο θέμα της υγείας μου, γιατί έκανα ανευλόγητα ήταν ο πολύς ό ζήλος τότε, δεν ήμασταν και σε κοινόβιο κι όσο θέλαμε τρώγαμε είτε κάναμε ξηροφαγία και δεν το λέγαμε στον πνευματικό. Εμείς ότι ακούγαμε απ’ τις αναγνώσεις θέλαμε να τα εφαρμόσουμε και δεν λάβαινε γνώση ο πνευματικός μας. Ύστερα, λοιπόν, αρρωστήσαμε από αδενοπάθεια κλπ. γιατί ήταν αδιάκριτα. Γι' αυτό, λοιπόν, εμείς εδώ, επειδή είμαστε στην υπακοή, μέσα στο κοινόβιο, δε θα πρέπει να συμβαίνει αυτό το πράγμα.
Όταν κανείς βαδίζει την βασιλική οδό, δεν μπορεί να τον τραβήξει κανείς ούτε από δω, ούτε από κει. Φυσικά όταν γίνεται με ευλογία του Γέροντος ή της Γερόντισσας, αισθάνεται μέσα και ο γέροντας ότι πρέπει να το κάνει αυτό και δίνει ευλογία να το κάνει. Όταν όμως σου λέει δε θα το κάνεις αυτό, δεν πρέπει να το κάνεις .
Όταν τον πιέζουμε τον Γέροντα να μας δώσει μια ευλογία να κάνουμε κάτι, και μας τη δίνει χωρίς να θέλει παθαίνουμε και υστέρα λέμε πώς το έπαθα εγώ αυτό το πράγμα; Να γιατί, γιατί δεν έδωσε μ' όλη του την ψυχή την ευλογία.
Όταν κάνει υπακοή, έχει ταπείνωση η ψυχή. Γι' αυτό, λοιπόν, οι άνθρωποι, επειδή έχουμε σωματική ασθένεια και μια σχετική πείρα, γι' αυτό κι εγώ σας λέω καμία κουβεντούλα: είτε σας λέω παιδιά προσέξτε αυτό το πράγμα, είτε προσέξτε το θέμα της προσευχής σας, είτε το φαγητό σας, είτε τις μετάνοιες σας, είτε το α, το β, από πείρα τέλος πάντων. Γι' αυτό, λοιπόν, όταν θα κάνουμε γνήσια τέλεια υπακοή, ούτε το σώμα μας θα εξασθενεί, ούτε η ψυχή μας θα αρρωσταίνει.
Αφού το λέει ο Γέροντας ή η Γερόντισσα αυτό, «να ‘ναι ευλογημένο». Μα στραβό το λέει, μα κουτσό, μα αδιάκριτο είναι, μα άδικο είναι; Ό,τι κι αν είναι. Τόπε, τελείωσε. Αφού τόπε, να ‘ναι ευλογημένο. Από πάνω είναι ο Θεός και το βλέπει και κρίνει. Είτε άδικο, είτε δίκαιο, εκείνος θα δώσει λόγο στο Θεό. Λοιπόν, εμείς οφείλουμε να υπακούσομε. Όσο ακρίβεια φυλάγει κανείς στη ζωή του, δηλαδή μ' αυτές τις παραγγελίες πού ακούμε απ' το γέροντα και διαβάζουμε, και τα εκτελούμε με πολλή σύνεση και σεβασμό, και από αυτού θ' αποκομίσουμε τη σωτηρία μας κι όλες τις αρετές.
Όταν, λοιπόν, λέμε ότι ετούτο δεν πειράζει, το άλλο δε βαριέσαι, το άλλο αφού το κάνει εκείνη, θα το κάνω κι' εγώ. Γιατί το κάνει εκείνη, θα το κάνης κι εσύ; Εκείνη μπορεί να την παρέσυρε ο πειρασμός και να είναι στο σκοτάδι της. Πρέπει να ακολουθήσουμε εκείνη πού είναι πεσμένη; Εμείς να κρατήσουμε να πούμε «στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου». Να προσέξουμε κι εμείς τον εαυτό μας, να μην πέσουμε στο ίδιο. Γι' αυτό χρειάζεται πολλή προσοχή. Έχει μεγαλείο η ζωή μας, έχει μεγάλη χάρη. Έχει τέτοιο βάθος και τέτοιο ύψος πού δεν μπορεί διάνοια να το φαντασθεί. Φυσικά αυτό θα το νοιώσει κανείς σε μια στιγμή πού θα τον επισκεφθεί η χάρις του Θεού, θα τον επισκεφθεί ο Κύριος. Ενώ όταν βρίσκεται στον πειρασμό του και σε μένα και σε όλους, γενικά μας φαίνεται ότι πια δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει τίποτε.
Όταν βλέπουμε τον εαυτό μας, και δεν κοιτάζουμε δεξιά κι αριστερά, κι ό,τι σάπια τα πετάμε, όταν κοιτάζουμε την οδό πού μας άνοιξε ό πνευματικός μας και ο γέροντάς μας, τότε αισθανόμαστε αυτό το μεγαλείο.
Εμείς μπορεί να σφάλλουμε σαν άνθρωποι, αλλά είπαμε, εσείς οφείλετε να κάνετε υπακοή και μέσα σ' αυτήν την υπακοή, θα βρείτε τον μαργαρίτη, τον χρυσό μαργαρίτη, θα βρείτε τα ουράνια, θα βρείτε όλα τα μεγαλεία της άνω ζωής, πού δεν έχουν τέλος, πού δεν μπορεί γλώσσα ανθρώπου να τα διηγηθεί αυτά τα πράγματα. Όλα αυτά τα έχει η υπακοή. Όλες οι αρετές είναι μέσα στην υπακοή, μέσα στην ταπείνωση, γιατί άμα θα έχει ταπείνωση, θα έχει και υπακοή. Όταν κανείς δεν τα ψηλαφίζει και τα παίρνει επιπόλαια και ξεφεύγει από δω και ξεφεύγει από κει και δεν ενδιαφέρεται και λέει δε βαριέσαι... το δεν βαριέσαι αυτό είναι πτώσης. Ύστερα λέμε: πώς μου ήρθε αυτή η σκοτοδίνη, πώς μου ήρθε αυτή η ανορεξία της προσευχής, πώς με πνίξανε αυτοί οι λογισμοί, πώς μου ήρθε αυτός ο πόλεμος, και δεν μπορούμε να καταλάβουμε από που μας έρχεται, είναι από το θέμα της παρακοής. Δηλαδή αν προσέξαμε τις υποσχέσεις πού δώσαμε την ώρα του σχήματος, τις υποσχέσεις πού δώσαμε πολλάκις στο γέροντα, επί παρουσία όλων, ότι θα βάλουμε καλή αρχή, «ευχηθείτε δια των ευχών σας να βάλω μια καλή αρχή», να διορθωθούμε γιατί είναι μια ομολογία αυτή, πού γίνεται ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων και αρχαγγέλων. Και για μια στιγμή, αυτήν την καλή αρχή την ξεχνάμε, και φεύγει από τη διάνοια μας και δεν λογαριάζουμε αν ο γέροντας μας νουθέτησε, εάν μας άφησε παραγγελίες, εάν μας είπε εκείνο πού θέλει ο Θεός.
Εάν όλα του κόσμου τα καλά τα κερδίσουμε, ζημιώσουμε αυτήν την πολύτιμη ψυχή; τα χάσαμε όλα. Γι' αυτό, ό,τι μπορούμε κατά δύναμιν να κάνουμε, να μην ξεφεύγουμε από τον σκοπό μας, να μην ξεφεύγουμε από τις υποσχέσεις πού δώσαμε ενώπιον Θεού, ανθρώπων και προεστώτων μας.
Κάθε φορά στον ερχομό του Γέροντα να του δίνουμε ζωή και χαρά, να μας βρίσκει οπλισμένες από τα πνευματικά εφόδια, με χαρίσματα πνευματικά, για να χαίρεται.
Κι' εμείς, όταν έχουμε την ακρίβεια αυτή, θα βλέπουμε την ψυχή μας να θρέφεται με το ουράνιο μάννα.
Όσο θα Τον αγαπήσουμε πραγματικά τον Χριστό, θα κρεμαστούμε στον τράχηλο Του, θα αγκαλιάσουμε τα πόδια Του, κι αν δεν υπάρχει κάτι στην ψυχή μας κι αν σαν άνθρωποι πέφτουμε «βοήθησε μας Χριστέ μου, ενίσχυσε μας, χάρισε μου φωτισμό, πρόσθεσε μου πίστη, αγάπη, πρόσθεσε μου σωφροσύνη, πρόσθεσε μου υπακοή». Θα τα ζητάει η ψυχή γιατί θέλει τη σωτηρία. Βλέπουμε ότι μας πολεμάει ένα πάθος" «Χριστέ μου βοήθησε με, ενίσχυσε με, με πολεμάει αυτό το πάθος, έως πότε θα σε πικραίνω με την παρακοή μου, μ' αυτό το έντονο πάθος, μ' αυτή τη σκοτοδίνη πού έχω μέσα μου, βοήθησε με». Όταν θα δει αυτόν τον πόνο και τα δάκρυα μας ο Θεός θα μας βοηθήσει. Όταν καταλαβαίνουμε ότι κάποιο κακό μας υπερνικά, είτε θυμός είναι, είτε περιέργεια, είτε αμέλεια, είτε σκοτοδίνη, είτε αναισθησία, να παρακαλούμε, να ικετεύουμε τον Θεό μας. Όλοι μας έχουμε τα πάθη και τα ελαττώματα μας. Όσο μπορούμε να λαμπρύνουμε την διάνοια μας. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε μας, φώτισε μας». Κι ο Χριστός μας υστέρα δεν θα μας ακούσει; Θα πει: το παιδί μου εύχεται, με παρακαλεί, πάει ο πειρασμός, το πειράζει κι εγώ ας το βοηθήσω γιατί με επικαλείται. Είδες η μάνα, όταν την φωνάζουμε και πεινάμε μας δίνει να φάμε. Εμείς πνιγόμαστε από λογισμούς και δεν Τον φωνάζουμε και μας κυριεύουν όλα τα πάθη και σκοτιζόμαστε και τα βλέπουμε όλα καλά και έχουμε μια αναισθησία στον εαυτό μας.
Όταν λείπει η προσοχή και η υπακοή έρχεται η αναισθησία.
Αν εξετάσει τον εαυτό του και ανοίξει το βιβλίο της ψυχής, να δει που ελύπησε τον Θεό, που λύπησε την αδελφή, αν έκανε προσευχή, αν έκανε μελέτη, αν είχε αυτομεμψία στον εαυτό της, αν έκανε γνήσια τα καθήκοντα της, τότε ανοίγοντας αυτό το βιβλίο, θα βλέπει τον εαυτό της μόνο και θα λέει ας κλειστώ στο κελλί μου να γονατίσω, να φωνάξω τον Θεό να με ελεήσει, γιατί πόσα χρόνια θα ζήσω; Πρόσκαιρη η ζωή.
Κι αν χάσουμε αυτό το μεγαλείο, το χάνουμε αιώνια και θα κλαίμε με μαύρα δάκρυα στην άλλη ζωή. Φεύγουμε και τότε θα λέμε τι χάσαμε; Τώρα λέμε ότι ο Θεός είναι εύσπλαχνος και θα μας σώσει. Ο Κύριος μας ανοίγει όλες τις πόρτες της σωτηρίας μας, και εμείς δεν θέλουμε να το καταλάβουμε, τότε, δεν μας φταίει κανένας.
Απ' τη μνήμη των αγίων δεν έφευγε η κόλασης. Όταν έρχεται η χάρις του Θεού, ο άνθρωπος θα δει τον εαυτό του, ότι βρίσκεται στην κόλαση, στον τάφο, μέσα στο πυρ. Κι αν θα μείνει πολύ στην ψυχή του ανθρώπου δεν αντέχει ο άνθρωπος, καταβάλλεται ο οργανισμός γι' αυτό ο Θεός το παίρνει και φέρνει τη χαρά.
Αυτή η θεωρία φέρνει πολλή ταπείνωση στην ψυχή του ανθρώπου, πολλή μετάνοια, βλέπει τον εαυτό του.
Όταν θα 'ρθει ο χορτασμός του Θεού, ο άνθρωπος δεν θέλει να βάλει τίποτε στο στόμα του. Μπορεί να μείνει μέρες νηστικός και να αισθάνεται γεμάτο το στομάχι του.
Πώς καταδέχεται ο Χριστός και θρονίζεται στην καρδιά του ανθρώπου και πόσο παρηγορεί και δροσίζει την ψυχή του ανθρώπου. Γι' αυτό θέλει πολλή προσοχή, ας βιάζουμε και εμείς τον εαυτό μας για να μην έχουμε να δώσουμε λόγο στο Θεό και σύμφωνα βέβαια, με τις υποσχέσεις μας και τη ζωή μας να εκτελούμε, κατά δύναμη, εκείνο πού θέλει ο Θεός και κατόπιν ευλογίας έστω και μία μετάνοια. Όταν λέμε: «ας το κάνω Γερόντισσα, δεν έχω τίποτα, είμαι καλά» και η Γερόντισσα δεν δίνει ευλογία και εμείς επιμένουμε. Βία, βία, βία έ! κάνε το, όπως θες κάμε. Έπειτα έρχεται η πληρωμή. Ενώ στην αρχή έκανες την προσευχούλα σου, την καταλάβαινες, κατά δύναμιν, υστέρα, με την εξόρμηση πού κάνεις εκείνη την ώρα, βλέπεις τον εαυτό σου γίνεται ένα ράκος και δεν μπορείς ψυχή τε και σώματι ν' ανορθώσεις μια λέξη, να πεις «Θεέ μου μνήσθητί μου». Γι' αυτό κάμετε υπακοή, πολλή υπακοή, αντιλογία καθόλου, να 'ναι ευλογημένο. Αυτό το «να 'ναι ευλογημένο» πόσο το ποθώ να τ' ακούσω! πόσο το νοσταλγεί ή ψυχή μου τόσα χρόνια; Ν' αναπαυθεί η καρδιά μου και να χαίρομαι. «Να 'ναι ευλογημένο» και να πάει στην δουλίτσα της, με σκυφτό το κεφαλάκι της, σταυρωμένα τα χεράκια της και να πάρει την ευλογία. «Άντε παιδάκι μου στην ευχή του Θεού. Και να πάρει την ευλογία και να πάει να ησυχάσει και να έχει ένα ωραίο σακκίδιο με την ευχή και να βλέπεις να τη βοηθά, βακτηρία από την υπακοή, «να 'ναι ευλογημένο», σταυρώνει τα χεράκια της και πάει στο διακόνημά της. Εκείνο, πού θα μας πει ο λογισμός μας ότι είναι δύσκολο, πώς θα το κάνω; Αυτό θα γίνει εύκολο, θα γίνει πούπουλο, όταν εσύ θα πάρεις τη βακτηρία σου και θα πας.
Είμαστε στρατιώτες του Χριστού. Σήμερα ο αξιωματικός θέλει τον στρατιώτη του να πάει στα σύνορα, αύριο στην πόλη, σήμερα στο παζάρι" δε θα πει κανείς «γιατί».... «να 'ναι ευλογημένο». Αυτή είναι πνευματικό της, αυτό είναι μοναχισμός, αυτή είναι υποταγή, αυτή σωτηρία.
Υπακοή τυφλή, σιωπή, προσευχή, ταπείνωση, εγκράτεια στα λόγια, στις συμπεριφορές, στις κινήσεις μας, σε όλα μας. Αυτή είναι η χαρά και η αγαλλίασης των μοναχών.
Ο μοναχός ποιο πανεπιστήμιο θα περάσει; Η χαρά μας είναι, κάθε χρόνο, κάθε μήνα να παίρνουμε κι ένα βαθμό. Και να λέμε, σήμερα κόψαμε αυτό το πάθος, την άλλη, κατά δύναμη Χριστέ μου κι εγώ αγωνίζομαι να κόψω αυτό το πάθος. Αυτό είναι το Πανεπιστήμιο μας, από αυτό θα παίρνουμε βαθμούς, παράσημα, από τον Χριστό μας. Πολλή προσοχή στο θέμα της σωτηρίας μας, αν θέλουμε να πάμε στο Χριστό. Να προσπαθούμε να μην βάζουμε θέλημα, πού τσακίζει την ψυχή του ανθρώπου....
Αν φαντασθεί κανείς τι ομορφιά έχουμε στο μοναστήρι! αλλά τα πάθη, τα ελαττώματα. Πώς κάνανε οι Άγιοι; σηκωνόντουσαν την νύχτα και πλένανε τα ρούχα των ασθενών, διακονούσαν τους φτωχούς, γιατί; πώς; Είχανε το Θείο ερωτά. Εμείς μέσα στο μοναστήρι μας πώς πρέπει να είμαστε; να πετάει η καρδιά μας, να μην γογγύζει να πάμε όλοι μαζί, για την αγάπη του Χριστού, να βοηθήσουμε, να μην ξεσυνερίζεται η μία την άλλη. Ο Θεός θα δει τα βήματα του καθενός, πρέπει να κοπιάζεις για να δεις το Χριστό θέλει βία, εκτός αν υπάρχει ασθένεια. Αλλά όταν μπορεί κανείς να προσφέρει και δεν το κάνει και φυλάει τον εαυτό του, όπως θα στρώσει έτσι θα κοιμηθεί. Πολλά εργάζεται, πολλά θ' απολαύσει.
Τότε πού εργαζόμουν έλεγα την προσευχή και δεν μιλούσα και είχα ωφέλεια και σωματική και ψυχική. Όταν κανείς αγωνίζεται δεν αφήνει ο Θεός γεμίζει το μπαούλο του «χρήματα», γεμίζει αρετές και αυτά θα τα φορτωθεί πηγαίνοντας στον ουρανό. Δεν το κάνει κανείς ούτε για την Γερόντισσα, ούτε για τον Γέροντα, αλλά για την Παναγία. Άμα σκεφθεί αυτό, όχι προθυμία, όχι ζήλος, θα θέλει το μοναστήρι να το γλύφει με τη γλώσσα του τόση χαρά! Να 'χουμε τάξη και σειρά στο μοναστήρι. Και για όλα αυτά πληρώνεται από την Παναγία και λαμβάνει χάρη στην ψυχή του μέσα. Και όταν κάνει το κάθε πράγμα με ταπείνωση «εγώ δεν κάνω τίποτε, αλλά ο Θεός μου δίνει δύναμη και το κάνω». Δεν τα βλέπουμε εδώ, θα τα δούμε στον ουρανό....
* * *
Διάφορα ωφέλιμα
Προσπαθώ με την προσευχή να σας βοηθήσω.
Έλεγα: Πώς γίνεται και να μην έρχεται η Θεία Χάρις στην ψυχή μας; ποια είναι τα εμπόδια, τι φταίει; Και βλέπω κατά σειρά δυο βράδια και ένα μεσημέρι τα εξής:
Το πρώτο βράδυ βλέπω και ανατέλλει ένας ήλιος πολύ λαμπερός και φωτεινός και μέσα μου έλεγε μια φωνή, ότι έτσι φωτίζεται από την Θεία Χάρη ο άνθρωπος όταν έχει πολλή βία και αυταπάρνηση, και ό,τι θλίψη είχα, μου την πήρε αυτό πού είδα....
Το άλλο βράδυ είδα πολλά τοιχώματα και μόλις έμπαινε ανάμεσα λίγο φως, με την ανατολή του ηλίου, και περνούσε καμιά ακτίνα. Και μια φωνή μου έλεγε ότι είναι στον άνθρωπο πού δεν κάνει τα έργα του Θεού όπως πρέπει. Και πάλι το άλλο μεσημέρι έβλεπα μικρά-μεγάλα τοιχώματα και κοίταζα σε ποιο μέρος θα μπει λίγος ήλιος. Και έλεγα: Τι Μεγάλος Θεός είναι! Παρ' όλο ότι αμαρτάνουμε, ότι έχουμε τοιχώματα, έστω και λίγο φως έρχεται και κοιτάζει να μας ζεστάνει, να μας ζωογονήσει, να έχουμε πότε-πότε μια παρηγοριά. Και έφυγε η λύπη, και σαν να μου έλεγε μη στεναχωριέσαι, θα βγει εκείνος ο ήλιος και θα διαλύσει όλα τα τοιχώματα.
Γι' αυτό ας προσέξουμε, ας βοηθήσουμε τον εαυτό μας με την προσευχή και να ζητήσουμε το φως της Θεότητος να έρθει να λάμψη μέσα μας. Ν' αφήσουμε τις συζητήσεις και να κυνηγήσουμε τον Θεό για να μας ανοίξει τον Παράδεισο.
Πρέπει όμως και εμείς ολοψύχως να τον αγαπήσουμε εξ όλης της ψυχής και εξ όλης καρδίας και εξ όλης ισχύος μας... Σας τα λέω αυτά από πολύ πόνο γιατί είναι μεγάλο το θέμα της σωτηρίας μας και να μην το παίρνουμε αψήφιστα και ρηχά. Λίγο φόβο Θεού, λίγη αυταπάρνηση, το όνομα του Θεού να κυνηγάμε και τότε θα δείτε ο Θεός τι θα μας χαρίσει.
* Ο Θεός μας χαρίζει ένα αμπέλι πού έχει πέτρες, αγριάδες και σου λέει αυτό στο χαρίζω, όπως θέλεις φτιάξτο. Και παίρνεις και σκάβεις και πετάς τις πέτρες και τις αγριάδες. Μετά το οργώνεις, το φυτεύεις, το λιπαίνεις, το καλλιεργείς κ.λπ.
* Πάντα να έχουμε αμφιβολία και στο αυτί και στο στόμα, γιατί καμιά φορά λέμε μια λέξη πάνω στο θυμό μας και δεν την θυμόμαστε και τα παίρνουμε όλα στην πλάτη, τα ανευλόγητα κ.λπ. κι υστέρα γονατίζουμε και πάσχει η ψυχή μας, πάσχει το σώμα μας, η διάνοια μας. Κυρίως το στόμα μας να προσέξουμε, για να ‘ρθει η χάρις του Θεού στην ψυχή μας, για να μην υστερούμεθα τα μεγαλεία του Θεού.
Ο Θεός θέλει προσευχή - προσοχή και ταπείνωση.
Τόπε ή γερόντισσα; Να 'ναι ευλογημένο. Όταν δεν δίνετε σημασία, παθαίνετε ζημιές. Βουλοκέρι στο στόμα για να μπορέσουμε να λέμε την «ευχή» μέσα μας, γιατί τότε ούτε θα θυμώνουμε, ούτε θα κατακρίνουμε. Γι' αυτό Προσοχή - Προσοχή - Προσοχή! Ό Θεός τότε θα μας ελεήσει, θα μας ενισχύσει, θα μας βοηθήσει πολύ. Άμα προσέξουμε θα μας στεφανώσει ο Χριστός.
Πώς λέμε, τι προσεκτικός άνθρωπος!
Λίγα λογάκια λέει, δεν προτρέχει. Να προσέχουμε την αργολογία. Να δαγκώνουμε λίγο τη γλώσσα μας για να λέμε και καμιά ευχή. Για να μπορέσουμε να προσευχηθούμε και λίγο τη νύχτα, να θυμηθούμε και τους ανθρώπους πού έχουν ανάγκη....
Γι' αυτό να ζητάμε σύνεση, επίγνωση των πραγμάτων που θα πούμε, τι δεν θα πούμε.
Αν είχαμε καρκινώματα και πονούσαμε δεν θα κλαίγαμε; δεν θα παρακαλούσαμε τον Θεό να μας θεραπεύσει;
Έτσι και σε μας για την ψυχή μας είναι η αντιλογία, η παρρησία και η κατάκριση. Να μην ανοίγουμε τάρτες και παράθυρα και τους χαϊδεύουμε τους λογισμούς μας και δίνουμε και πολυθρόνα. Ύστερα πώς θα απαλλαγούμε από αυτούς;
Θέλει να πολεμούμε τους λογισμούς μας. Ό,τι ακάθαρτος λογισμός, πέταμα.
Να είμαστε συνεπείς στην εκκλησία, στο διακόνημά μας και ο Θεός θα μας βοηθήσει. Προσέξτε την παρρησία, την μεγαλοφωνία, την αργολογία και την κατάκριση.
Να μη κάνετε στέκια. Όσο ανοχή κάνει ο προεστώς, μετά επεμβαίνει ο Θεός στον καθένα μας και να προσευχώμεθα για τον γέροντα" Να λέμε:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθησε τον δούλο σον» και «Υπεραγία Θεοτόκε, ενίσχυσαν τον δούλον σου».
* * *
* ...Απ' τη μια να φωνάζει, να λυπεί τον αδελφό, να κατακρίνει και απ' την άλλη να κοινωνάει είναι φοβερό. Περνάμε και βλέπουμε ένα σκουπιδάκι και το καταφρονούμε. Να συλλάβουμε στη διάνοια μας ότι εδώ πού πατάμε βαδίζει η Παναγία. Το σπίτι της Παναγίας να το ‘χουμε να λάμπει. Ο μοναχός πρέπει να είναι πολυόμματος. Αν δεν κάνουμε ότι θέλει ο Θεός κατακρινόμαστε. Αν εξετάσουμε τον εαυτό μας θα δούμε ένα κόσμο καταφρονήσεως, αργολογίας, κατακρίσεως. Πώς ζητούμε να ‘ρθει η Θεία λαμπρότης, η γλυκύτης, το πυρ της Θεότητος; Πρέπει να τα ζούμε, να τα γευόμαστε εδώ πού είμαστε. Η προσευχή πρέπει να γίνεται με φόβο Θεού. Στην εκκλησία να μην πηγαινοερχόμαστε. Δεν υπάρχει πραγματική αγάπη για το Θεό. Χάνουμε τον χρόνο μας με τις κουβέντες, γι' αυτό αισθανόμαστε άδειες και ανικανοποίητες, γιατί δεν έχουμε προσευχή. Ο φόβος του Θεού φέρνει εγκράτεια, αγάπη προς τον πλησίον. Δεν έχουμε τίποτε μέσα μας γι' αυτό πρέπει να κλάψουμε, γιατί λέμε ότι είμαστε αφιερωμένες, και αυτό είναι ψέμα. Θα μείνουν μόνο τα καλά έργα. Να κάνουμε προετοιμασία της Θ. Μεταλήψεως. Εάν καταλαβαίνετε κάτι σας βαραίνει δεν πρέπει να πλησιάζετε. Αφού ο άλλος λυπήθηκε μαζί σου πώς εσύ κοινωνάς; Γιατί να μην πάμε να φτερουγίσουμε στο θρόνο του Θεού; και να προτιμάμε τις συζητήσεις;
* Όποια κάνει οικονομία, προσέχει στο φαγητό της δεν θα στερηθεί. Να γίνεται οικονομία για να μας σκεπάσει ο Θεός. Φοβάμαι πολύ την πείνα. Όποιος δεν την έζησε... Είπα, στη ζωή μου δεν θα πετάξω ούτε μια μπουκίτσα. Έβλεπα τις πέτρες κι έλεγα «Χριστέ μου κάνε τις ψωμάκι να φάω, να στηριχθώ στα πόδια μου». Θα 'ρθει εποχή που δεν θα υπάρχουν ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια. Εμείς πρέπει να παρακαλούμε την Παναγία να μας σκεπάζει από τις παγίδες του διαβόλου και τους κακούς ανθρώπους.
Να μην αργολογούμε, καιρός μετανοίας. Ολα τα λεπτά θα μας τα ζητήσει ο Θεός και τις μέρες μας που φεύγουν.
Και τα παπούτσια μας και τις κάλτσες μας όλα να τα οικονομούμε. Θα με θυμηθείτε μια μέρα. Πρέπει να τα προσέξουμε όλα για να φωτίσει ανθρώπους να μας φέρνουν....
* * *
Με την μεμψιμοιρία μας και τα χαζά μας τα χάνουμε όλα και ζημιωνόμαστε το Θείο Μεγαλείο.
Αν σκεφτόμασταν τι χάνουμε, τι μας κάνει ο διάβολος, θα κλαίγαμε μέρα-νύχτα.
Επειδή λοιπόν κάθε μέρα μας ρίχνει στην μεμψιμοιρία, θα σας πω κάτι, αν και ήθελα να το νοιώθω μόνη μου και να το βλέπω. Αυτό είναι πολύ σοβαρό και να το τυπώσετε. Ο Θεός δεν το δίνει στον τυχόντα, αλλά στον προεστώτα για να βάλει σωστή γραμμή. Και τα παρουσιάζει αυτά ο Θεός για να μη κολασθούμε, γιατί ξεφύγαμε πάρα πολύ... Αυτά τα δείχνει ο Θεός επειδή είναι τέτοια η θέση μου για να μπορέσω να σας κυβερνήσω.
Μ' αυτήν την μεμψιμοιρία, τα γέλια, τις χειρονομίες, ξεφύγαμε πολύ και χάνουμε τις ώρες μας και τυλίγεται το βιβλίο και βλέπεις στα πρόσωπα μας μια δαιμονική μορφή.
Αυτό πού θα σας πω είναι πράγμα αισθητό - πνευματικό. Το βλέπω με την ψυχή μου.
Αυτό είναι πράγμα πνευματικό πού δεν μπορείτε να το νοιώσετε.
Βλέπω ένα βόδι απ' τα μεγαλύτερα πού υπάρχουν στον κόσμο, ένα βόδι με κάτι μάτια γουρλωμένα και φλογισμένα κι έχει μια φουστανέλα με γαζί κι αυτή η φουστανέλα του είναι όλο βελόνια και βλέπεις την μια την τραυματίζει στο κεφάλι και πέφτει κάτω -έτσι τα βλέπω, τα λέω για να διορθωθούμε για την αγάπη του Χριστού την άλλη την τραυματίζει στα πόδια της, δεν μπορώ να κάνω εκείνο, το άλλο, είναι του διαβόλου αμέλεια.
Να μην κάνουμε προσευχή, να μη σηκωθούμε να πάμε το πρωί στην εκκλησία, να μην πάμε στην ώρα μας στην ακολουθία, να χάνουμε τα πνευματικά μας, για να γίνει το κέφι του διαβόλου....
Ευχές της γερόντισσας στην τράπεζα πριν από την αγρυπνία των Χριστουγέννων
«Απόψε εύχομαι να Τον δούμε τον Χριστό μέσα μας, να γεννιέται και να γίνει οδηγός μας μέχρις εσχάτης μας αναπνοής. Καλή αγρυπνία, δύναμη να μας δώσει η χάρις του Θεού.
Άγγελοι και αρχάγγελοι και εξουσίαι θα χοροστατούν απόψε. Νοερώς να είμαστε γονατισμένες στη Βηθλεέμ, στη Φάτνη, στον αστέρα, εκεί οπού με δόξα θα γίνεται αγρυπνία ολονύχτια. Να Τον αγκαλιάσουμε, να Τον χαϊδέψουμε τον Χριστό μας όπως η Παναγία. Να σκιρτήσει σαν βρέφος στις ψυχές μας. Να Του δείξουμε την αγάπη μας και να γίνει ψυχική και σωματική αναγέννηση -Χρόνια πολλά, σας εύχομαι, ευλογημένα παρά Κυρίου -Αμήν Γένοιτο».
* * *
Σε επιστολή του ο κ. Μ.Κ., προϊστάμενος Π. Εκπαιδεύσεως από την Αθήνα, πού έγραψε 12 ήμερες μετά την εκδημία της μακαριστής Γερόντισσας Μακρίνας Μοναχής, 16-6-95, μεταξύ των άλλων μας ανέφερε και τα εξής αξιοπρόσεκτα:
Η μακαριστή Γερόντισσα Μακρινά ήταν μεγάλο πνευματικό ανάστημα. Μορφή οσιακή. Δεμένη με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Ήταν πνευματική μάνα, και είχε το χάρισμα να σε ξεκουράζει... Η Γερόντισσα Μακρινά διακρινόταν από την χάρη που την διακατείχε....
Τα νεανικά της χρόνια τα πέρασε στο Βόλο. Ο Άγιος Θεός την δοκίμασε ως χρυσόν στο χωνευτήρι. Πείνασε και δίψασε. Πολλές φορές παρακαλούσε τις πέτρες να γίνουν ψωμάκια. Αργότερα λυπόταν όταν έβλεπε τεμάχια άρτου στους δρόμους πεταμένα... Η καρδιά της ήταν δοσμένη στον Κύριο. Αγάπησε τον Νυμφίον της Εκκλησίας και έγινε αξία νύμφη Του.
Συνεδέετο με τον Μακαριστόν Γέροντα π. Ιωσήφ τον Ησυχαστήν και είχε πνευματικόν Γέροντα τον π. Έφραίμ της Ί. Μονής Φιλόθεου Αγ. Όρους.
Πολύ νωρίς έλαβε γνώση της ευχής του Ιησού Χρίστου και το ιερό κομποσχοίνι ήταν πάντα στα χέρια της. Μάλιστα συνεχώς μοίραζε και στους λαϊκούς, για να προσεύχονται με την ευχή.
Στο Ιερό Κοινόβιο της Μονής είχε χωρίσει σε ομάδες τις αδελφές και ηή ευχή λεγόταν συνέχεια.
Ο Κανόνας της Μονής ήταν η ευχή και η καθημερινή Θεία Λειτουργία....
Συνήθιζε η Γερόντισσα Μακρινά να κάνει πνευματικές περιοδείες για δική της ψυχική ωφέλεια και για πνευματικούς λόγους....
Η αείμνηστος Γερόντισσα έζησε πολλές καταστάσεις Χάριτος, τόσο στο χαριτωμένο κελλάκι της, όσο και στην εκκλησία....
Στο πρόσωπο της είδα να βιώνεται η θεωρία του Χριστιανισμού πλήρως. Όχι μόνο λόγια, αλλά και έργα. Η ζωή της υπήρξε: Προσευχή, διδασκαλία και αγάπη στην πράξη. Ήταν ο καλός Σαμαρείτης.
Η Γερόντισσα Μακρινά στο Λονδίνο
Προ ετών η Γερόντισσα είχε ένα θέμα υγείας και μετά από προσευχή και κατόπιν υπακοής πήγε στο Λονδίνο. Έκανε μια μικρή επέμβαση στο έντερο. Συνοδεύετο από μερικά πνευματικά παιδιά της. Το πρώτο βράδυ ήταν δύσκολο. Σύμφωνα με το τυπικό του Νοσοκομείου στην Γερόντισσα δεν επέτρεψαν να μείνει κάποιος το βράδυ κοντά της. Όταν όλοι έφυγαν η Ηγουμένη της Ιεράς της Παναγίας Οδηγητρίας έμεινε μόνη. Μόνη με αρκετή δυσκολία το πρώτο βράδυ μετά την επέμβαση. Ξαφνικά χτυπά η πόρτα και μπαίνουν μέσα δύο γιατροί μαύροι. Της συμπεριφέρονται ευγενικά και συμπαρίστανται στην αγωνία της Ο ένας την κρατά αγκαλιά και ο άλλος με το πτυελοδοχείο και γάζες βοηθούν να περάσει το σημείον της δυσκολίας. Το πρωί φεύγουν οι ιατροί. Μάρτυρες του γεγονότος οι γάζες σε μια γωνιά του δωματίου ευρισκόμενες. Όταν έρχονται τα παιδιά της η Μητέρα είναι πολύ καλά. Όταν ζητούν από την προϊσταμένη τα ονόματα των ιατρών, πληροφορούνται ότι μαύροι ιατροί δεν υπάρχουν στο Νοσοκομείο. Η Γερόντισσα προσεύχεται δια την λύσιν του προβλήματος και παίρνει την πληροφορία, ότι οι μαύροι ιατροί ήταν το ζεύγος των Αγίων Αναργύρων από την Αιθιοπία.
Το ίδιο βράδυ γινόταν πολύ προσευχή και στο Άγιον Όρος.
Τέτοιες καταστάσεις περνούσε πολλές η Γερόντισσα, δια τούτο ευρίσκετο πάντοτε εις κατάσταση Χάριτος και προσφοράς Αγάπης.
Διδαχές της Γερόντισσας
* Ο άνθρωπος από την φύση του είναι παρήκουος. Γι' αυτό πρέπει να κάνουμε άσκηση να γίνουμε υπάκουοι. Σ' αυτό βοηθά η Χάρη του Θεού, η ευχή του Γέροντος και ο προσωπικός αγώνας.
Να φροντίσουμε, έλεγε, να νικήσουμε τα πάθη μας. Τακτική εξομολόγηση και εξαγόρευση των λογισμών. Πίσω από κάθε μας ενέργεια να ευρίσκεται ο Χριστός, Αυτό γίνεται όταν παίρνουμε ευλογία. Κοπή θελήματος είναι ό,τι πιο ευλογημένο υπάρχει δια τον Πνευματικόν άνθρωπον.
Αγάπη. Η προσφορά της Γερόντισσας ήταν μεγάλη σ' όλους τους τομείς. Αγάπη που έφθανε σε όρια θυσίας. Όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα. Είχε την Αγάπη του Ευαγγελίου. Είχε τα πάντα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ 09-12-2003
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΥΨΕΛΗΣ
Η Αγία Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ της Ρωσίας
Νεομάρτυς επί Κουμουνισμού
«Καμία γυναίκα δεν υπήρξε πιο ευγενής,
καμία δεν έχει αφήσει τόσο έντονη τη σφραγίδα
της προσωπικότητάς της πάνω στις ποτισμένες
με αίμα σελίδες της ρωσικής ιστορίας».
Μεγάλος δούκας Αλέξανδρος Μιχαήλοβιτς
Η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ γεννήθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1864 (το δεύτερο από τα επτά παιδιά που αριθμούσε η δουκική οικογένεια), κόρη του Μεγάλου δούκα Λουδοβίκου IV της Δαρμστάτης (πρωτεύουσα της Έσσης) και της πριγκίπισσας Άλις, θυγατέρας της βασίλισσας Βικτωρίας της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας. Μέσα στην οικογένεια την ονόμαζαν «Έλλα».
Η πριγκίπισσα Άλις ήταν μητέρα και σύζυγος γεμάτη φροντίδα και τρυφερότητα. Δεν ενέπνευσε στα παιδιά της μόνο αισθήματα για τη μουσική και την τέχνη αλλά έθεσε και σταθερά χριστιανικά θεμέλια. Ωστόσο, η τόσο στενά δεμένη δουκική οικογένεια, το 1878 εξαιτίας κάποιας επιδημίας, είχε την τραγική απώλεια μητέρας και ενός παιδιού με αποτέλεσμα το βάρος της ευθύνης να πέσει στις δύο μεγαλύτερες αδελφές Βικτωρία και Ελισάβετ. Έτσι, οι ημέρες της ξένοιαστης παιδικής ηλικίας τελείωσαν απότομα για την Ελισάβετ.
Η πριγκίπισσα Ελισάβετ γινόταν μια ασυνήθιστα όμορφη νεαρή γυναίκα, ψηλή και λεπτή, με χαριτωμένα χαρακτηριστικά. Παρουσίαζε μια πλήρη απουσία εγωϊσμού, προσπαθώντας πάντοτε να ικανοποιήσει και να βοηθήσει τους άλλους, συχνά εις βάρος της. Ποτέ δεν έκρινε, ποτέ δεν κατηγορούσε τους άλλους. Από τα κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η βαθιά θρησκευτικότητα και η ανιδιοτελής αγάπη για τους άλλους.
Το 1881, όταν οι δύο αδελφές, Βικτώρια και Ελισάβετ άρχισαν να κάνουν τις πρώτες τους κοινωνικές εμφανίσεις, ο κόσμος έλεγε ότι ήταν οι πιο επιθυμητές νύφες από όλους τους Γερμανικούς οίκους των ευγενών. Αλλά η καρδιά της πριγκίπισσας Ελισάβετ ανήκε αληθινά στο Μεγάλο δούκα Σέργιο. Από τα πρώτα νεανικά της χρόνια τον συμπάθησε, όταν συναντήθηκαν κατά την διάρκεια των μακρών του επισκέψεων στο Γιούγκενχαϊμ με τη μητέρα του. Ο Μεγάλος δούκας γεννήθηκε το 1857 και ήταν ο 5ος γιος του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου ΙΙ. Ψηλός και ξανθός, με λεπτά χαρακτηριστικά και γκριζοπράσινα μάτια, ο Σέργιος, όμοια με τα περισσότερα μέλη του οίκου των Ρομανώφ, ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Χωρίς την ελάχιστη επίδειξη βοηθούσε πολλούς που είχαν ανάγκη.
Έφτασε, λοιπόν, η στιγμή η Ελισάβετ νά ετοιμαστεί για το μακρινό ταξίδι στη Ρωσία και τον αναπόφευκτο χωρισμό απο τους αγαπημένους της. Ολόκληρη η δουκική οικογένεια την συνόδευσε στη Ρωσία για το γάμο. Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε με ασυνήθιστη μεγαλοπρέπεια. Όλοι θαύμαζαν την ομορφιά, τη χάρη και τη γοητεία της. Η θριαμβευτική είσοδος της πριγκίπισσας Ελισάβετ στην πρωτεύουσα, την Αγία Πετρούπολη, έλαβε χώρα την παραμονή της ημέρας του γάμου της.
Η γαμήλια τελετή, έγινε σύμφωνα με την ορθόδοξη ιεροτελεστία στο παρεκκλήσιο των χειμερινών Ανακτόρων. Μετά από την τελετή αυτή έγινε μια προτεσταντική ακολουθία σε μια από τις αίθουσες υποδοχής των Ανακτόρων (η πριγκίπισσα Ελισάβετ δεν ήταν υποχρεωμένη να μεταστραφεί στην Ορθοδοξία προκειμένου να παντρευτεί ένα Ρώσο Μεγάλο δούκα˙ παρέμενε Λουθηρανή προς το παρόν). Οι νεόνυμφοι πήγαν για το μήνα του μέλιτος στο Ιλυίνσκοϊε, στο κτήμα του Μεγάλου δούκα. Η Ελισάβετ συνόδευε το σύζυγό της, όπου κι αν πήγαινε, παραμένοντας όρθια μαζί του σ’ όλη τη διάρκεια των μακρών εκκλησιαστικών ακολουθιών. Ο Μεγάλος δούκας ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος και όταν γονάτιζε μπροστά στις εικόνες και με σεβασμό τις ασπαζόταν, η Μεγάλη δούκισσα, ως προτεστάντις, δεν ήξερε πως θα έπρεπε να ενεργήσει, αλλά επιθυμώντας να δείξει σεβασμό για ό,τι ήταν ιερό, γονάτιζε με μια χαμηλή ευγενική υπόκλιση μπροστά στις εικόνες. Όταν ο σύζυγος της ασπαζόταν το σταυρό και το χέρι του ιερέα αυτή ακολουθούσε το παράδειγμά του.
Επιστρέφοντας στην Αγία Πετρούπολη, η Ελισάβετ έγινε δεκτή από την αυτοκρατορική οικογένεια με πολύ ζεστασιά καθώς όλοι είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά, την ευγένεια, την λεπτότητα και την πνευματικότητά της. Παρά την ευρύτερη, όμως κοινωνική της επιτυχία, τις ατελείωτες εξόδους και υποδοχές η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ δοκίμαζε μια νοσταλγία για τη μόνωση και την ησυχία. Όποτε μπορούσε, συνήθιζε να κάνει μοναχικούς περιπάτους στα πάρκα το Τσάρσκογιε Σέλο, της Γκατσίνα ή του Πέτερχοφ και ν’ αναζητά έναν παράμερο τόπο όπου μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα μπορούσε ν’ ατενίζει την ομορφιά της φύσης και ν’ ανυψώνει το νου στο Δημιουργό της.
Από την αρχή του έγγαμου βίου της η Ελισάβετ ένοιωσε να την ελκύει η ορθόδοξη πίστη του συζύγου της. Είναι αλήθεια ότι κατά καιρούς συνέχιζε να παρακολουθεί τις προτεσταντικές ακολουθίες και είχε πολύωρες συζητήσεις με τον πάστορα, αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν ένοιωθε στη Ρωσία, όπως όταν ήταν στη Δαρμστάτη. Ο προτεσταντισμός δεν μπορούσε να ικανοποιήσει πια την πνευματική της αναζήτηση. Στους ορθόδοξους ναούς, όπου παρευρισκόταν με το σύζυγό τηςένοιωθε ένα τρυφερό συναίσθημα που της έδινε έμπνευση για προσευχή. Δεν άντεχε να βλέπει την ευτυχία, που αισθανόταν ο Σέργιος, έπειτα από τη θεία Μετάληψη, και ήθελε τόσο πολύ να πλησιάσει κι αυτή στο Άγιο Ποτήριο, να λάβει τη θεία Ευχαριστία και να μοιραστεί αυτή τη χαρά με τον αγαπημένο της. Ο Σέργιος πάλι, παρόλη την έντονη θρησκευτικότητα και την αγάπη του για την ορθοδοξία δεν επέτρεψε ποτέ στη σύζυγό του ν’ αντιληφθεί, είτε με λόγια είτε με οποιαδήποτε νύξη, πόσο θα ήθελε να ενστερνιστεί κι αυτή την ορθόδοξη πίστη. Όσο για τη Μεγάλη δούκισσα, ζήτησε από το σύζυγό της να της προμηθεύσει βιβλία για την πίστη, σχολιασμούς και μια ορθόδοξη κατήχηση. Μόνη της μελετούσε και σύγκρινε, ώσπου μετά από αλλεπάληλες αμφιβολίες και συγκρούσεις (ορισμένοι συγγενείς της ποτέ δεν μπόρεσαν να καταλάβουν αυτή τη μεταστροφή της), η Ελισάβετ ανέφερε στο σύζυγό της την απόφασή της να μεταστραφεί στην Ορθοδοξία. Στη μεταστροφή της αυτή κράτησε το όνομά της Ελισάβετ, διαλέγοντας ως προστάτιδα τη Δικαία Ελισάβετ τη μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού.
Η ζωή της τώρα άρχισε να κυλά με πολύ πιο έντονες φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Οι ιδιωτικές της αυτές προσπάθειες ήταν γνωστές μόνο σε λίγους και παρόλες τις κοινωνικές υποχρεώσεις της (ο Σέργιος είχε αναλάβει το αξίωμα του Γενικού Διοικητή της Μόσχας), συνέχιζε με αμείωτο ενδιαφέρον και κόπο να βοηθά τους φτωχούς, τους αρρώστους και όσους είχαν την ανάγκη της. Συζητούσε τις δραστηριότητές της αυτές με το Σέργιο, που πάντοτε της συμπαραστεκόταν και την ενθάρρυνε στη φιλανθρωπική της δράση. Ωστόσο, το 1891, δύο θάνατοι - του πατέρα της και της νεαρής νύφης της, της Μεγάλης δούκισσας Αλεξάνδρας - είχαν μεγάλη επίπτωση στην υγεία της. Της προκάλεσαν όχι μόνο πνευματικό πόνο αλλά και σωματικό μαρτύριο˙συνεχείς πονοκέφαλοι, πόνοι από ρευματικά και ένα σωρό άλλες ταλαιπωρίες υπέσκαψαν την όχι και τόσο δυνατή κράση της. Μόνο αργότερα ο γάμος της μικρότερης αδελφής της Άλις με το διάδοχο του ρωσικού θρόνου Νικόλαο ΙΙ, της έδωσε κάποια χαρά και μετρίασε τον πόνο της από τα συνεχή προβλήματα, που ολοένα παρουσιαζόταν.
Τα χρόνια κυλούσαν καθώς σκοτεινά σύννεφα καταιγίδας συγκεντρώνονταν πάνω από τη Ρωσία. Τα επαναστατικά συναισθήματα ήταν εξαπλωμένα παντού, όχι μόνο ανάμεσα στους διανοούμενους και τους εργάτες αλλά και στις μάζες των χωρικών. Απεργίες φούντωναν στην Πετρούπολη, τη Μόσχα και άλλες ρωσικές πόλεις. Υπουργοί, κυβερνήτες, αρχηγοί και αξιωματικοί της αστυνομίας δολοφονούνταν σε όλη τη χώρα. Η επαναστατική τρομοκρατία ρίζωνε, μεγάλωνε και απλωνόταν. Η Ελισάβετ είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί τρομερά για το σύζυγό της. Γνώριζε ότι ήταν στη μαύρη λίστα εκείνων που ήταν σημειωμένοι για «ξεκαθάρισμα». Παρά το γεγονός ότι ο Μεγάλος Δούκας είχε παραιτηθεί από Γενικός Διοικητής, οι αρχηγοί των τρομοκρατών δεν εγκατέλειψαν το σχέδιο τους να τον δολοφονήσουν.
Οι χειρότεροι φόβοι της Ελισάβετ δεν άργησαν να πραγματοποιηθούν : στις 18 Φεβρουαρίου 1905, ο Μεγάλος δούκας είχε γίνει θρύψαλα από τη βόμβα ενός τρομοκράτη έχοντας την ίδια τύχη με τον πατέρα του (Αλέξανδρο ΙΙ). Ο Ιβάν Καλιάεφ εκσφενδόνισε τη βόμβα του, η οποία χτύπησε το Σέργιο στο στήθος και εξερράγη. Όλως παραδόξως το πρόσωπο του Μεγάλου δούκα παρέμεινε άθικτο. Η Ελισάβετ δεν άργησε να φτάσει στον τόπο του ατυχήματος. Σιωπηλή, με τα μάτια της στεγνά, έγειρε πάνω από τα λείψανα του συζύγου της. Συγκλονισμένη, όπως ήταν, φαινόταν να μή βλέπει τους ανθρώπους γύρω της ούτε να αισθάνεται τίποτε παρά μια ανάγκη, που την έσπρωχνε να μαζέψει βιαστικά ό,τι απέμεινε από τον σύζυγό της. Η Μεγάλη δούκισσα γονατισμένη πάνω στο χιόνι, μάζευε τα σκόρπια υπολείμματα του σώματος του συζύγου της και με τη βοήθεια των στρατιωτών τα φόρτωνε στο φορείο : δεν υπήρχαν πολλά - ένας μικρός σωρός. Το φορείο μεταφέρθηκε στο παρεκκλήσιο της Μονής του Τσιουντώφ και τοποθετήθηκε μπροστά στον άμβωνα. Την επόμενη μέρα τα λείψανα του Μεγάλου δούκα τοποθετήθηκαν σ’ ένα φέρετρο. Η Μεγάλη δούκισσα έλαβε τη θεία Κοινωνία καθώς στεκόταν κοντά στο φέρετρο του συζύγου της, ενώ τελούνταν συνεχώς ακολουθίες για την ανάπαυση της ψυχής του. Η Ελισάβετ δύσκολα απομακρυνόταν από το φέρετρο, γονατισμένη σε προσευχή ή όρθια δίπλα του σιωπηλα, συχνά αγρυπνώντας μόνη μέσα στη σκοτεινή εκκλησία.
Στον τόπο της δολοφονίας του Μεγάλου δούκα, ανεγέρθηκε ένας πελώριος σταυρός κατά παράκληση της Μεγάλης δούκισσας[1]. Ένοιωθε ότι η επιγραφή που είχε διαλέξει θα ικανοποιούσε το σύζυγό της : «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Μετά από δύο μέρες και ενώ προσευχόταν για το σύζυγό της, η Ελισάβετ αισθάνθηκε ξαφνικά ότι ο Μεγάλος δούκας ήθελε να πάει η Ελισάβετ να επισκεφθεί το δολοφόνο του και να του πει, ότι τον συγχώρεσε. Τρεις μέρες μετά τον τραγικό θάνατο του συζύγου της, πήγε στη φυλακή, όπου κρατούνταν ο Καλιάεφ. Δεν αισθανόταν κανένα μίσος για τον άνθρωπο, του οποίου το χέρι είχε διαλύσει την ευτυχία της˙ η Ελισάβετ ήθελε να μετανιώσει ο Καλιάεφ για το έγκλημα του και να ζητήσει τη συγχώρηση από το Θεό.
Είπε στον τρομοκράτη, ότι του είχε φέρει τη συγχώρηση του Μεγάλου δούκα. Του μίλησε για τη βαρύτητα του αμαρτήματός του και του ζήτησε να μετανοήσει˙ έφερε την Αγία Γραφή και ικέτευσε τον Καλιάεφ να τη διαβάσει. Αυτός αρνήθηκε. «Εάν μετανοήσεις», είπε η Μεγάλη δούκισσα, «θα ζητήσω από τον αυτοκράτορα να σε συγχωρήσει. Εγώ η ίδια σε έχω ήδη συγχωρήσει». Αλλά ο Καλιάεφ δεν ένοιωθε καθόλου τύψεις. Παρόλ’ αυτά η Μεγάλη δούκισσα άφησε την Αγία Γραφή και μια μικρή εικόνα πάνω στο τραπέζι του κελιού, ελπίζοντας ότι θ’ άλλαζε γνώμη και θα στρεφόταν στο Θεό. Παρά την άρνηση του Καλιάεφ, η Μεγάλη δούκισσα έκανε έγγραφη αίτηση στον τσάρο να τον συγχωρήσει. Αν και ο τσάρος δέχτηκε ο Καλιάεφ, όμως, αρνήθηκε και έτσι εκτελέστηκε το Μάϊο του 1905.
Ο θάνατος του Μεγάλου δούκα βύθισε την Ελισάβετ σε μια όλο και περισσότερο εντεινόμενη διάθεση ευσέβειας. Έτσι, παρόλη την λύπη της, ένας νέος σκοπός μπήκε στη ζωή της. Μια νέα επιθυμία να αφιερωθεί στην προσευχή, στην εργασία και τη φιλανθρωπία. Έτσι, πούλησε ότι πολύτιμο είχε από κοσμήματα ή άλλα αντικείμενα μ’ ένα μόνο σκοπό : την ανοικοδόμηση μιας γυναικείας μονής αφιερωμένης στις Αγίες Μαρία και Μάρθα, καθώς και την δημιουργία κλινικής και ορφανοτροφείου και άλλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.
Η Ελισάβετ θέλησε να δώσει αυτό το όνομα στη Μονή, γιατί η Μάρθα είναι σύμβολο της ενεργούς υπηρεσίας στον Κύριο μας, ενώ η Μαρία συμβολίζει μια πνευματική απορρόφηση στα θεία Μυστήρια. Επομένως, η Μεγάλη δούκισσα ήθελε να τα συνδιάσει και τα δύο. Χωρίς χρονοτριβή αγόρασε το οικόπεδο και με ατελείωτο μόχθο επιδόθηκε στην οργάνωση της μονής της. Έκανε πολλές επισκέψεις στη μονή Ζωσιμά για να συζητήσει το έργο της με τους εκεί Γέροντες˙ έγραψε σε μοναστήρια και βιβλιοθήκες θρησκευτικών βιβλίων και μελέτησε τυπικά αρχαίων μονών . Μια γυναικεία μονή που θά συνδύαζε φιλανθρωπία, εργασία και προσευχή ήταν χωρίς προηγούμενο στη Ρωσία. Ήταν, επομένως, φυσικό η ιδέα να συναντήσει κάποιο σκεπτικισμό από τη μεριά ορισμένων μελών της Ιεράς Συνόδου και η Ελισάβετ έπρεπε επανειλημμένως να επεξεργαστεί το τυπικό για να το κάνει αποδεκτό απ’ αυτούς.
Η γυναικεία μονή άνοιξε τις πόρτες της τη 10η Φεβρουαρίου του 1909 με βάση ένα προσωρινό θέσπισμα. Η Ιερά Σύνοδος κράτησε το όνομα «Γυναικεία Μονή του Ελέους Μάρθας και Μαρίας», ως το επίσημο όνομά της. Η μονή άνοιξε με έξι αδελφές˙ μέσα σ’ ένα χρόνο ο αριθμός τους είχε αυξηθεί στις τριάντα ενώ η κοινότητα συνέχιζε να μεγαλώνει. Μετά την επικύρωση των τελικών θεσπισμάτων από την Ιερά Σύνοδο την 9η Απριλίου 1910 η εκκλησία της μονής έγινε ο τόπος ενός σημαντικού γεγονότος : δεκαεπτά γυναίκες, οδηγούμενες από τη Μεγάλη δούκισσα εκάρησαν μοναχές, ως Σταυροφόρες Αδελφές της αγάπης και τουελέους. Ταυτοχρόνως η Ελισάβετ ανέβηκε στο βαθμό της ηγουμένης.
Στη μονή της η Μεγάλη δούκισσα ζούσε τη ζωή μιας αληθινής ασκήτριας. Κοιμόταν σε ξύλινο κρεβάτι χωρίς στρώμα˙ το μαξιλάρι ήταν σκληρό. Συχνά κοιμόταν όχι περισσότερο από τρεις ώρες, ξυπνώντας τα μεσάνυχτα για να προσευχηθεί στο παρεκκλήσιό της και να κάνει τους γύρους των θαλάμων του νοσοκομείου. Όταν ένας ασθενής βαριά άρρωστος τιναζόταν από τον πόνο και ζητούσε βοήθεια, έμενε στο πλευρό του μέχρι την αυγή. Νήστευε αυστηρά, έτρωγε πάντα με μέτρο και με κάθε τρόπο προσπαθούσε ν’ ακολουθεί τη ζωή μιας μοναχής-ασκήτριας. Εκπαιδεύοντας τις αδελφές της μονής, η Μεγάλη δούκισσα, δίδασκε σ’ αυτές την προσευχή και την πρακτική ιατρική και τα πνευματικά εφόδια, που χρειαζόταν προκειμένου να προετοιμάσουν τους μελλοθάνατους ασθενείς για την ενδεχόμενη μετάβασή τους στην αιώνια ζωή. Η ίδια, η Ελισάβετ, μάλιστα, κατόρθωνε πάντα να είναι παρούσα στο πλευρό ενός ασθενούς που πέθαινε και όταν πλησίαζε το τέλος του, προσευχόταν για το ταξίδι της ψυχής στον άλλο κόσμο.
Η φιλανθρωπική δραστηριότητα της Μεγάλης δούκισσας επεκτεινόταν πολύ πέρα από τους τοίχους της μονής της˙ έδινε βοήθεια με ευχαρίστηση οποτεδήποτε και οπουδήποτε χρειαζόταν. Δεν έδινε μόνο βοήθεια όταν της ζητούσαν, αλλά αναζητούσε η ίδια όσους βρίσκονταν στην έσχατη ανάγκη, ιδιαίτερα τα εγκαταλελειμμένα ορφανά. Πρόσεχε, επίσης, τις ανάγκες των φτωχών κληρικών και πρόθυμα ανταποκρινόταν στους κληρικούς των χωριών των οποίων οι φτωχές ενορίες δεν είχαν την οικονομική άνεση να διορθώσουν μια παλιά εκκλησία, να χτίσουν μια καινούργια, ή να ιδρύσουν ένα ορφανοτροφείο.
Στη Μονή, η Μεγάλη δούκισσα άνοιξε ένα ορφανοτροφείο για κορίτσια. Το 1913 δεκαοχτώ τέτοια κορίτσια προετοιμάζονταν για την τελική είσοδό τους στη μονή. Αν, όταν μεγάλωναν, δεν αισθάνονταν ότι αυτή ήταν η κλήση τους, η εκπαίδευση που θα είχαν λάβει θα τους έδινε τη δυνατότητα να βρουν την κατάλληλη απασχόληση στο κόσμο. Η ανακούφιση από τον αναλφαβητισμό, ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών, ήταν ακόμα μια από τις φροντίδες της Μεγάλης δούκισσας. Οργάνωσε κατηχητικό στη μονή για ημιαναλφάβητα και αναλφάβητα κορίτσια και εργάτριες εργοστασίων. Το 1913 κάπου 75 γυναίκες παρακολουθούσαν αυτά τα μαθήματα. Ωστόσο, η βιβλιοθήκη της Μονής ήταν υπερήφανη για τους 2000 τόμους της. Τα βιβλία δανείζονταν δωρεάν και υπήρχαν πάνω από εκατό εξωτερικοί συνδρομητές, που έκαναν χρήση αυτής της υπηρεσίας. Οι φτωχοί σιτίζονταν στις κουζίνες της Μονής, όπου πάνω από 300 γεύματα σερβίρονταν καθημερινά. Το 1913 οι κουζίνες σέρβιραν 139.443 γεύματα. Εκτός της μονής η Μεγάλη δούκισσα οργάνωσε επίσης ένα ίδρυμα για τη φυματική γυναίκα, στο οποίο ήταν πολύ αφοσιωμένη. Μια ακόμη, όμως, φροντίδα της ήταν η λεγόμενη «Συνεισφορά για τα παιδιά». Ενήλικες και παιδιά συγκεντρώνονταν τις Κυριακές στο Παλάτι του Νικολάου για να βοηθήσουν με την εργασία τους τα φτωχά παιδιά. Στην πορεία του έτους 1913 περισσότερα από 1.800 παιδιά ντύθηκαν χάρη στις προσπάθειες αυτής της ομάδας.
Η Μεγάλη δούκισσα δεν παραμελούσε και την πνευματική ανατροφή των Μοσχοβιτών, και γι’ αυτό οργάνωνε πολλές διαλέξεις για το λαό. Κάθε Κυριακή, σε όλη τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, γίνονταν εποικοδομητικές ομιλίες στον Καθεδρικό ναό της Αγίας Σκέπης μετά τον Εσπερινό. Έπειτα από την ομιλία, έψαλλαν όλοι μαζί τη βραδινή προσευχή.
Οι αρχιεπίσκοποι, οι επίσκοποι και άλλοι ιεράρχες έρχονταν στη μονή για να κάνουν ομιλίες. Οι ομιλίες αυτές ήταν τόσο δημοφιλείς που άνθρωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων και επαγγελμάτων συγκεντρώνονταν γύρω από το ναό πολλή ώρα προτού να ανοίξει για τις ακολουθίες.
Αν δεν γινόταν η Επανάσταση, δε χωράει αμφιβολία ότι όλη αυτή η δραστηριότητα που ξεκίνησε από τη Μεγάλη δούκισσα θα είχε συνεχιστεί, και ότι και άλλα ιδρύματα, θα είχαν αναφυεί σε όλη τη Ρωσία με πρότυπο τη μονή του Ελέους Μάρθας και Μαρίας, για το καλό του ρωσικού λαού.
Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1914, ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία. Αλλά παρά τίς προσωρινές επιτυχίες της Ρωσίας το 1915 έφερε τη μια καταστροφική ήττα μετά την άλλη και τα ρωσικά στρατεύματα υποχώρησαν από τη Γαλικία και την Πολωνία. Οι αναταραχές σ’ όλη τη χώρα ήταν μεγάλες. Οι αγορές και τα καταστήματα τροφίμων γρήγορα άρχισαν να αδειάζουν από προμήθειες. Η μονή έπρεπε παρ’ όλα αυτά να συνεχίσει να φροντίζει τους αρρώστους και τα ορφανά και να τρέφει τους φτωχούς. Στο μεταξύ τα ρωσικά στρατεύματα συνέχιζαν να υφίστανται ήττες στο μέτωπο. Η Ρωσία πλησίαζε στην καταστροφή. «Προδοσία» ήταν η λέξη που ακουγόταν παντού. Απίστευτες ιστορίες για την αυτοκρατορική οικογένεια και ιδιαίτερα την αυτοκράτειρα απλώνονταν αστραπιαία σ’ όλες τις πόλεις. Οι εργατικές απεργίες στην πρωτεύουσα εμπόδιζαν τώρα την παραγωγή στα εργοστάσια που δούλευαν για να βοηθούν τις πολεμικές επιχειρήσεις. Στους δρόμους της πόλης ξεσπούσαν αψιμαχίες ανάμεσα σε εργάτες και στρατιώτες.
Ο αυτοκράτορας έφυγε βιαστικά από το αρχηγείο του με τρένο για την Πετρούπολη, αλλά τον σταμάτησαν απροσδόκητα σ’ ένα σιδηροδρομικό σταθμό με το παράξενο όνομα «Ντνό» (άβυσσος), μια μακάβρια συγκυρία η οποία εκ των υστέρων προοιώνιζε την πτώση της ισχυρής Ρωσίας στον πυθμένα μιας σκοτεινής αβύσσου.
Ωστόσο, έφθασαν τηλεγραφήματα από τους διοικητές διαφόρων μετώπων, που συνιστούσαν στον αυτοκράτορα να παραιτηθεί. Τα τηλεγραφήματα αυτά παρουσιάσθηκαν από το στρατηγό Ρούζκυ στον τσάρο 2/15η Μαρτίου, κατά τις τρεις η ώρα. Αφού άκουσε την αναφορά του στρατηγού, ο τσάρος πήρε την απόφαση να παραιτηθεί. Αν και είχε στη διάθεση του ένα στρατό δεκαπέντε εκατομμυρίων ανδρών, ο τσάρος Νικόλαος υπέγραψε την πράξη της παραίτησης. Ήταν ολομόναχος˙ δεν υπήρχε κανείς για να τον σταματήσει προτού κάνει αυτό το μοιραίο βήμα. Ο ηγούμενος Σεραφείμ περιγράφει την τελευταία του συνάντηση με τη Μεγάλη δούκισσα, την άνοιξη του 1917, έπειτα από την παραίτηση του τσάρου. Έμεινε έκπληκτος με την εμφάνισή της, είχε αλλάξει πάρα πολύ. Αδυνατισμένη και εξαντλημένη, η ψυχή της βρισκόταν σε οδύνη και δεν μπορούσε να μιλά δίχως να κλαίει. Έβλεπε την άβυσσο μέσα στην οποία έπεφτε η Ρωσία και έκλαιγε πικρά για τη χώρα και το λαό της, στον οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή της και είχε υπηρετήσει με τόση ανιδιοτέλεια. Όταν μίλησε για την αυτοκρατορική οικογένεια δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Αλλά έβλεπε επίσης ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού και έτσι έπρεπε να το δεχθεί. Έβλεπε τον πόνο της αυτοκρατορικής οικογένειας ως το δρόμο τους για το μαρτύριο.
Κατά κάποιο τρόπο, η εργασία στη μονή συνεχιζόταν. Η Μεγάλη δούκισσα περνούσε πολύ χρόνο καθισμένη στο προσκέφαλο πολλών αρρώστων γυναικών που η κατάστασή τους ήταν κρίσιμη. Έξω από τη μονή, η Μόσχα βρισκόταν σε αναστάτωση και χάος. Σπίτια λεηλατούνταν και καίγονταν, πλήθη κουρέληδων τριγύριζαν μέσα στους δρόμους, ενώ ο αριθμός τους αυξανόταν από τους φυλακισμένους που είχαν απελευθερωθεί και από ψυχασθενείς που είχαν διαφύγει, αλλά η Ελισάβετ δε φοβόταν κανένα. Πάντα προσπαθούσε να βρίσκει θετικά στοιχεία σε όλους, ακόμη και σε εγκληματίες, πιστεύοντας ότι το καλό στην ψυχή ενός ανθρώπου μπορεί να υπερνικήσει τις κακές του τάσεις.
Τον Αύγουστο του 1917 έμαθε ότι ο Κερένσκι είχε εξορίσει τον αυτοκράτορα, την αυτοκράτειρα και τα παιδιά τους στο Τομπόλσκ, γκρεμίζοντας έτσι κάθε ελπίδα για την Ελισάβετ ότι θα τους ξαναδεί. Συνειδητοποίησε επίσης ότι δεν επρόκειτο να γίνει καμία «απελευθέρωση» της πρώην κυβερνώσας οικογένειας. Τους έστειλε γράμματα, αυτοί όμως έλαβαν μόνο ένα. Οι τελευταίες εβδομάδες πριν την πτώση της Προσωρινής Κυβέρνησης βρήκαν τη μονή της Μάρθας και της Μαρίας να γίνεται δημοφιλές κέντρο - όχι τόσο πολύ για τροφές ή ιατρική βοήθεια, αλλά εξαιτίας της Μεγάλης δούκισσας, στην οποία προσέτρεχαν πολλοί άνθρωποι, φορτωμένοι με βάσανα και πόνο, για να ανοίξουν την καρδιά τους. Δεχόταν τους πάντες, τους άκουγε, τους μιλούσε από τις Γραφές, τους έδινε ηθική υποστήριξη. Οι άνθρωποι έφευγαν ενδυναμωμένοι και ειρηνικοί. Αλλά η κατάσταση στη χώρα συνέχισε να χειροτερεύει. Την 7η Νοεμβρίου, 1917, η Προσωρινή Κυβέρνηση έπεσε. Στην κορυφή της γιγαντιαίας πολιτείας στεκόταν τώρα ο Λένιν και οι συνεργάτες του.
Εκτός από την αυτοκρατορική οικογένεια, οι Σοβιετικοί είχαν ήδη συλλάβει πολλούς άλλους Ρομανώφ. Επειδή ήξερε ότι η Μεγάλη δούκισσα την αγαπούσαν και τη σέβονταν, φοβόταν ότι, στην περίπτωση της σύλληψης και εκτέλεσής της, θα ξεσπούσαν ταραχές στη Μόσχα κατά του Μπολσεβικού καθεστώτος. Αλλά με μια σειρά από κόλπα και απάτη αποφάσισε να την εξαφανίσει στα γρήγορα από την πόλη, σε κάποιο τόπο όπου θα ήταν σχετικά άγνωστη.
Η Ελισάβετ ένοιωθε ότι το τέλος πλησίαζε γρήγορα. Η μόνη της επιθυμία ήταν να διατηρήσει τη δύναμη του πνεύματος και να παραμείνει, μέχρι τέλους, πιστή στο Χριστό. Πράγματι, τη συνέλαβαν και την απομάκρυναν από τη Μόσχα προτού οι κάτοικοι προλάβουν να συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί την τρίτη ημέρα του Πάσχα, του 1918, την ημέρα της εορτής της Εικόνας της Θεομήτορος των Ιβήρων, στην οποία η Μεγάλη δούκισσα είχε μεγάλη αφοσίωση. Την ίδια εκείνη ημέρα, η Αγιότης του, ο πατριάρχης Τύχων, είχε έρθει στη μονή για να τελέσει τη Θεία Λειτουργία. Η ηγουμένη στην προσπάθεια της να φαίνεται χαρούμενη, ένοιωθε έναν ενστικτώδη πόνο. Μισή ώρα αργότερα, μετά την αναχώρηση του πατριάρχη, έφθασε ένα όχημα με ένα κομισάριο και στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, οι οποίοι διέταξαν την Ελισάβετ να τους ακολουθήσει.
Η Μητέρα ηγουμένη ευχαρίστησε τρυφερά τις αδελφές της για όλους τους κόπους τους και ζήτησε από τον πατέρα Μητροφάνη να μήν εγκαταλείψει τη μονή και να συνεχίσει να τελεί τις ακολουθίες για όσο καιρό θα μπορούσε. Οι Μπολσεβίκοι επέτρεψαν μόνο σε δύο αδελφές να συνοδεύσουν την ηγουμένη τους : τη Βαρβάρα Γιακόβλεβνα και τήν Αικατερίνα Γιανίσεβα. Λίγο πριν μπει στο όχημα των Τσεκά, στράφηκε και ευλόγησε τις αδελφές μ’ ένα μεγάλο σημείο του σταυρού. Αμέσως την άρπαξαν και εξαφανίστηκαν. Για πάντα.
Μόλις ο πατριάρχης Τύχων έμαθε τί είχε συμβεί, με τη βοήθεια κάποιων εκκλησιαστικών οργανισμών που οι Μπολσεβίκοι ακόμη αναγνώριζαν, άρχισε τις προσπάθειες να πετύχει την απελευθέρωσή της αλλά μάταια. Η Ελισάβετ και οι δύο υποτακτικές της βρίσκονταν πάνω σ’ ένα τρένο και πήγαιναν εξόριστες στο Πέρμ.
Το μακρινό ταξίδι της Μεγάλης δούκισσας από τη Μόσχα στο Πέρμ αποδείχθηκε ότι ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο. Δεν της έδωσαν ούτε ένα ποτήρι ζεστό νερό να πιεί, αλλά αγόρασε η ίδια ένα ποτήρι στο σταθμό, ενώ οι συνεπιβάτες της δάνεισαν μια τσαγιέρα.
Φθάνοντας στο Πέρμ, η Ελισάβετ και οι δύο συντρόφισσες της μπήκαν σ’ ένα μοναστήρι. Οι μοναχές λυπήθηκαν ειλικρινά για την ευγενή φυλακισμένη τους και προσπάθησαν να απαλύνουν τις δυσκολίες της. Της επέτρεψαν να παρακολουθεί τις ακολουθίες στην εκκλησία της μονής - πράγμα που γι’ αυτήν ήταν μεγάλη παρηγοριά. Καθ’ οδόν από το Περμ για την Αλαπαγιέφσκη, η Μεγάλη δούκισσα και οι αδελφές πέρασαν λίγες μέρες στο Αικατερινβούργ. Την άνοιξη του 1918 οι Μπολσεβίκοι έφεραν μια καινούργια ομάδα φυλακισμένων στο Αικατερινβούργ : το Μεγάλο δούκα Σέργιο Μιχαήλοβιτς και το γραμματέα του, Φ.Μ.Ρεμέζ˙ τρείς γιούς του Μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου Κωνσταντίνοβιτς - τον Ιωάννη, τον Κωνσταντίνο και τον Ιγκόρ˙ και τον πρίγκιπα Βλαντιμίρ Παλέϋ. Τους έβαλαν όλους σ’ ένα δωμάτιο κάποιου βρώμικου πανδοχείου και όχι μόνο τους μεταχειρίζονταν με εξαιρετική σκληρότητα, αλλά ήταν και υποσιτιζόμενοι.
Όλοι αυτοί οι φυλακισμένοι - με εξαίρεση μόνο την άμεση αυτοκρατορική οικογένεια μεταφέρθηκαν μαζί με τη Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ, στην Αλαπαγιέφσκη την 20η Μαΐου του 1918, όπου τους έβαλαν να μείνουν στη Σχολή Ναπόλναγια στα περίχωρα της πόλης. Την 21η Ιουνίου έγινε μια δραστική αλλαγή για τους φυλακισμένους. Τα χρήματά τους και τα προσωπικά τους αντικείμενα κατασχέθηκαν. Κάθε άσκηση εκτός του περίφρακτου χώρου του σχολικού κτιρίου απαγορεύθηκε. Τέλος στερήθηκαν και τη μόνη τους παρηγοριά : τις εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Οι φυλακισμένοι γνώριζαν πια τί τους περίμενε και συνειδητά προετοιμάζονταν γι’ αυτό, ζητώντας από τον Κύριο να δυναμώνει το πνεύμα τους και νά μην επιτρέψει να βεβηλωθούν τα γήϊνα λείψανά τους από τους κομουνιστές, αλλά να βρούν ανάπαυση με την πρέπουσα ταφή σύμφωνα με τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Σύντομα υποχρέωσαν όλο το υπηρετικό προσωπικό να φύγει από τη Σχολή με εξαίρεση το Φιόντορ Ρεμέζ, ο οποίος έμεινε με το Μεγάλο δούκα Σέργιο, και την αδελφή Βαρβάρα, η οποία παρέμεινε με την Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ. Το μεσημέρι της 17ης Ιουλίου, ο αξιωματικός των Τσεκά και λίγοι κομουνιστές εργάτες ήρθαν στη Σχολή. Πήραν από τους φυλακισμένους ό,τι χρήματα τους είχαν απομείνει και ανήγγειλαν ότι εκείνη τη νύχτα θα τους μετέφεραν στον επάνω περίβολο του εργοστασίου Σινιατσικένσκυ.
Το απεχθές έγκλημα της Αλαπαγιέφσκης διεπράχθη τη νύχτα της 17ης προς 18η του Ιουλίου, κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας προς τιμήν του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ και ημέρα κατά την οποία γιόρταζε ο σύζυγος της Ελισάβετ, Μεγάλος δούκας Σέργιος. Ξύπνησαν τους φυλακισμένους και τους μετέφεραν πάνω σε κάρρα από ένα δρόμο που οδηγούσε στο χωριό Σινιάτσικα. Κατά μήκος αυτού του δρόμου, κάπου δεκαοκτώ χιλιόμετρα από την Αλαπαγιέφσκη, υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο μετάλλου μ’ ένα λάκκο, βάθους εξήντα μέτρων, που είχαν διαλέξει οι οπαδοί των Τσεκά για το κτηνώδες τους σχέδιο.
Βρίζοντας, φωνάζοντας και χτυπώντας τους φυλακισμένους, οι εκτελεστές - ντόπιοι Μπολσεβίκοι - έριχναν τα θύματά τους σ’ αυτό το ορυχείο. Χωρίς να το γνωρίζουν, ένας χωρικός της περιοχής ήταν μυστικός μάρτυρας όλων όσων συνέβησαν. Η Μεγάλη δούκισσα ήταν η πρώτη που την έριξαν μέσα στη σκοτεινιά του ορυχείου που έχασκε. Ο χωρικός είδε ότι αυτή προσευχόταν φωναχτά και έκανε το σταυρό της, ενώ επαναλάμβανε : «Ἄφες αὐτοῖς, Κύριε, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Τους ἄλλους - που όλοι τους ήταν ζωντανοί ακόμα - τους εκσφενδόνισαν κάτω μετά από αυτήν. Αλλά ακριβώς προτού να τους σπρώξουν μέσα στο λάκκο, ο Μεγάλος δούκας Σέργιος είχε αρχίσει να παλεύει και αμέσως πυροβολήθηκε στο κεφάλι˙ ήταν νεκρός προτού το σώμα του φθάσει στον πάτο.
Τότε οι Τσεκά εκσφενδόνισαν χειροβομβίδες κάτω στο φρέαρ. Ο σκοπός τους ήταν να καλύψουν το λάκκο με χώμα για να προσποιηθούν ότι έγινε έκρηξη και να συγκαλύψουν το έγκλημα, αλλά μόνο ένα θύμα, ο Φιόντορ Ρεμέζ πέθανε από τις χειροβομβίδες˙ οι άλλοι πέθαναν με φρικτούς πόνους που προκαλούσαν η δίψα, η πείνα και τα τραύματα.
Η ίδια η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ δεν έπεσε στον πάτο του λάκκου. Σε δεκαπέντε περίπου μέτρα βάθος, η πτώση της διακόπηκε από κορμούς ξύλων που προεξείχαν. Ο δούκας Ιωάννης έπεσε πάνω στην ίδια προεξοχή τραυματίζοντας το κεφάλι του. Η Μεγάλη δούκισσα, υποφέροντας η ίδια από τραύματα στο κεφάλι, προσέχοντας να μην πέσει, κατόρθωσε μέσα στο κατάμαυρο σκοτάδι να δέσει την πληγή του χρησιμοποιώντας το μοναχικό κάλυμα της κεφαλής της. Ανακουφίζοντας τον πόνο του άλλου, εκπλήρωσε το τελευταίο της έργο του ελέους πάνω στη γη. Αγαπούσε ιδιαίτερα το δούκα Ιωάννη - έμοιαζαν στο πνεύμα, ζούσαν και οι δύο για την αιωνιότητα - και ταίριαζε να είναι μαζί και στο θάνατο.
Ο χωρικός της περιοχής κατέθεσε ότι είχε ακούσει φωνές να βγαίνουν από το ορυχείο, που έψαλλαν το Χερουβικό Ύμνο από τη Θεία Λειτουργία. Την ψαλμωδία κατηύθυνε η Μεγάλη δούκισσα, που συνέχιζε να ψάλλει ύμνους και να λέει λόγους παρηγορίας στους άλλους μέχρι η ψυχή της ν’ αφήσει το σώμα της για να ανεβεί ψηλά, όπου χαιρετίσθηκε από άλλες, παραδείσιες μελωδίες, ενώ πάνω από το κεφάλι της έλαμπε το στέμμα της μάρτυρος.
Μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο, η αυτοκρατορική οικογένεια εκτελέστηκε χωρίς πολλές διατυπώσεις στο υπόγειο του σπιτιού-φυλακής τους το Αικατερινβούργ και τα σώματά τους τα μετέφεραν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο φρέαρ ορυχείου για να απαλλαγούν απ’ αυτά.
Όταν τον Οκτώβριο ο Λευκός Στρατός κατέλαβε την Αλαπαγιέφσκη ανακάλυψε τα πτώματα. Η Μεγάλη δούκισσα ήταν σοβαρά μωλωπισμένη : υπήρχε ένας μώλωπας στο μέγεθος παλάμης ενός ενήλικα στον αριστερό της κρόταφο˙ οι υποδόριοι ιστοί, οι μύες και ο κρανιακός θόλος είχαν επίσης μωλωπισθεί˙ τα οστά του κρανίου ήταν άθικτα. Δίπλα στη μάρτυρα βρίσκονταν δύο χειροβομβίδες που δεν είχαν εκραγεί˙ ο Παντοδύναμος δεν επέτρεψε το σώμα της εκλεκτής Του να κομματιαστεί. Στο στήθος της βρέθηκε μια εικόνα του Σωτήρος. Δεν ξέρουμε σίγουρα ποιός «τύπος» εικόνας ήταν, αλλά πολύ πιθανόν να ήταν η εικόνα με την οποία την είχε ευλογήσει ο τσάρος Αλέξανδρος ΙΙΙ, όταν έγινε Ορθόδοξη˙ σκεπασμένη με πολύτιμους λίθους, έφερε την επιγραφή : «Κυριακή τῶν Βαΐων, 13 Απριλίου 1891», την ημερομηνία της μεταστροφής της. Την είχε κρύψει αυτή την εικόνα πάνω της για να μην την ανακαλύψουν οι πράκτορες των Τσεκά, και χωρίς αμφιβολία την κρατούσε σφιχτά κατά τη διάρκεια της μακράς επιθανάτιας αγωνίας. Τα δάκτυλα του δεξιού της χεριού, ακριβώς όπως και της μοναχής Βαρβάρας και του δούκα Ιωάννη, ήταν κλεισμένα μαζί σαν να ήταν έτοιμα να κάνουν το σημείο του σταυρού, ή ίσως να τον είχαν ήδη κάνει προτού ο θάνατος να φέρει την ακαμψία στα απλωμένα χέρια τους.
Μετά από τη νεκροψία που έγινε από έμπειρους ιατρούς, έπλυναν τα σώματα με ευλάβεια, τα έντυσαν με λευκά σάβανα που ήταν καλυμμένα με επίστρωση κεριού και τα τοποθέτησαν σε απλά ξύλινα φέρετρα στο παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου στην Αλαπαγιέφσκη. Εκεί, έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία και οι Ψαλμοί διαβάζονταν συνεχώς στους νεκρούς.
Μετά από μια ολονύκτια αγρυπνία στις 18 Οκτωβρίου, που αφιερώθηκε στους μάρτυρες, με τον αργό ρυθμικό χτύπο από τις καμπάνες και τον εθνικό Ύμνο που έπαιζε μια στρατιωτική μπάντα, τα φέρετρα μεταφέρθηκαν στην κρύπτη του καθεδρικού, στα αριστερά της Αγίας Τράπεζας. Οι μάρτυρες όμως της Αλαπαγιέφσκης δεν επρόκειτο να βρούν την αιώνια ανάπαυση εδώ. Ο Κόκκινος Στρατός εξαπέλυε επιθέσεις, και έγινε επομένως επιτακτική η ανάγκη να μεταφερθούν τα λείψανα σε ασφαλέστερο μέρος.
Ο πατήρ Σεραφείμ τοποθέτησε τα οκτώ φέρετρα πάνω σ’ ένα φορτηγό τρένο την 1η Ιουλίου, 1919˙ προορισμός τους : η Τσίτα με τη σιδηροδρομική γραμμή του Ανατολικού Σιβηριανού. Έπειτα από ένα απίστευτα δυσχερές ταξίδι με το ίδιο φορτηγό αυτοκίνητο στο οποίο βρισκόταν τα φέρετρα, έφθασαν τελικά τον Αύγουστο και με τη βοήθεια Ρώσων και Ιαπώνων αξιωματικών, ο πατήρ Σεραφείμ μετέφερε τα φέρετρα στη μονή της Αγίας Σκέπης.
Εδώ, τα φέρετρα ανοίχτηκαν. Το σώμα της αγίας Νεομάρτυρος Ελισάβετ δεν έφερε σημεία αποσύνθεσης. Οι μοναχές έπλυναν τα σώματα της Μεγάλης δούκισσας και της μοναχής Βαρβάρας και τα έντυσαν με μοναχικά ενδύματα. Μυστικά, για να μη μάθουν οι κομουνιστές τί συμβαίνει, ο πατήρ Σεραφείμ και οι δύο δόκιμοι μοναχοί του, έσκαψαν ένα μεγάλο, όχι πολύ βαθύ τάφο στο δάπεδο ενός από τα μοναχικά κελλιά, τοποθέτησαν αυτά τα οκτώ φέρετρα δίπλα-δίπλα, και τα σκέπασαν με ένα στρώμα από χώμα. Ο πατήρ Σεραφείμ τότε ζούσε σ’ αυτό το κελλί ο ίδιος, ένα είδος «φρουρού-προστάτη» των αγίων λειψάνων.
Πράγματι, σύμφωνα και με τη μαρτυρία της πρώην Μητέρας Βαρβάρας, ηγουμένης της Μονής Γεθσημανή στην Ιερουσαλήμ, η Αγία Ελισάβετ εμφανίστηκε στον πατέρα Σεραφείμ αρκετές φορές καθώς αυτός συνόδευε τα λείψανα των Μαρτύρων της Αλαπαγιέφσκης. Αλλά οι απειλές μιας επικείμενης προέλασης του Κόκκινου Στρατού σ’ αυτή την περιοχή δημιούργησαν την ανάγκη να μεταφέρουν και πάλι τα ιερά σώματα για να εμποδίσουν την κατάσχεση και τη βεβήλωσή τους. Αυτή τη φορά, όμως, θα τα μετέφεραν έξω από τη μητρική γη. Την 26η Φεβρουαρίου 1920, μέσα στο φοβερό παγετό του χειμώνα, έγινε η αναχώρησή τους.
Με μυστικότητα, τελικά, τα φέρετρα έφθασαν τον Απρίλιο στο Πεκίνο, όπου τα υποδέχτηκε ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, όπου τα τοποθέτησαν προσωρινά σε μια από τις κρύπτες του κοιμητηρίου της ιεραποστολής. Η πριγκίπισσα Βικτωρία, όμως, κανόνισε ώστε τα δύο φέρετρα (της Μεγάλης δούκισσας και της αδελφής Βαρβάρας), να φύγουν από το Πεκίνο για το λιμάνι του Τιεντσίν και από εκεί να μεταφερθούν με πλοίο στη Σανγκάη και έπειτα στο Πόρτ Σάϊντ στην Αίγυπτο, όπου έφθασαν τον Ιανουάριο του 1921. Και όπως, είχε προγραμματισθεί, τα φέρετρα τα προϋπάντησαν στην Ιερουσαλήμ Ρώσοι και Έλληνες κληρικοί καθώς και Βρετανοί αξιωματούχοι, ο λαός του τόπου και Ρώσοι προσκυνητές που είχαν αποκλεισθεί παραμένοντας στους Αγίους Τόπους εξ αιτίας της Κομμουνιστικής Επανάστασης. Ο πατριάρχης Δαμιανός, βοηθούμενος από πολυάριθμους κληρικούς, τέλεσε την επίσημη επικήδεια ακολουθία. Ο Παλαιολόγος μαρτυρεί ότι δίπλα στο φέρετρο της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ, στα πόδια της, τοποθετήθηκε μία μικρή λειψανοθήκη που περιείχε τον καρπό του χεριού του συζύγου της, του Μεγάλου δούκα Σεργίου.
Το 1981 , η Σύνοδος των αρχιεπισκόπων και επισκόπων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού όρισε όλοι οι μάρτυρες και ομολογητές της Ορθοδόξου Πίστεως, που είχαν υποφέρει στα χέρια των αθέων στη Ρωσία, να γραφούν στο ημερολόγιο των αγίων.
Η αγιοκατάταξη αυτή έγινε την 1η Νοεμβρίου 1981, στο Συνοδικό Καθεδρικό ναό της Παναγίας του Συμβόλου, στην πόλη της Νέας Υόρκης, που είναι έδρα του πρώτου ιεράρχη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού.
Αρκετούς μήνες πρίν από αυτό το γεγονός, οι τάφοι της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ και της υποτακτικής της, στην Ιερουσαλήμ, ανοίχτηκαν και εξετάστηκαν από μία ειδική εκκλησιαστική επιτροπή. Όταν, μάλιστα, ανοίχτηκε το φέρετρο της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ το δωμάτιο ξαφνικά πλημμύρισε από ευωδία, που κάποιος αυτόπτης μάρτυς περιέγραψε ως «ένα δυνατό άρωμα, από κάτι ανάμεσα στο μέλι και το γιασεμί». Τα λείψανα, ωστόσο, των δύο μαρτύρων ήταν μερικώς άφθαρτα. Τα πόδια και τα πέλματα της αγίας Ελισάβετ ήταν άθικτα, το ίδιο και ο εγκέφαλός της μέσα στο κρανίο. Το κεφάλι της αγίας Βαρβάρας ήταν καλά διατηρημένο. Και τα δύο ήταν ντυμένα με μαύρα ράσα, και το πρόσωπο της αγίας Ελισάβετ ήταν σκεπασμένο με ένα πέπλο. Ένας μεγάλος μοναχικός σταυρός, βρισκόταν πάνω στο στήθος της. Στο χέρι της κρατούσε κομποσχοίνι, και ένας απλός μεταλλικός σταυρός ήταν περασμένος στο λαιμό της. Επίσης υπήρχαν μερικές μεταλλικές εικόνες μέσα στο φέρετρο.
Πάντως, ο σημερινός Ορθόδοξος προσκυνητής στην Ιερουσαλήμ θα γονατίσει φυσικά μπροστά στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου και σε άλλους αγίου τόπους. Αλλά τώρα μπορεί επίσης να πάει και στην εκκλησία της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής και να γονατίσει μπροστά στους τάφους των Αγίων Ελισάβετ και Βαρβάρας. Εδώ τα κεριά και οι ακοίμητες λαμπάδες καίουν συνεχώς και μέσα από το ευωδιαστό θυμίαμα, θα ακούσει τον αντίλαλο του ύμνου : Ἅγιες Νεομάρτυρες Μεγάλη δούκισσα Ἐλισάβετ και Μοναχή Βαρβάρα πρεσβεύσατε τῷ Θεῷ ὑπέρ ἡμῶν!
«Είναι ευκολώτερο το αδύναμο άχυρο να αντισταθεί
στη δυνατή φωτιά,
παρά η φύση της αμαρτίας να αντισταθεί
στη δύναμη της αγάπης.
Εμείς πρέπει να καλλιεργήσουμε αυτή την αγάπη
στις ψυχές μας,
για να μπορέσουμε να συγκαταριθμηθούμε
μαζί με όλους τους αγίους,
γιατί αυτοί ήταν σε όλα ευάρεστοι στο Θεό
μέσω της αγάπης τους προς τον πλησίον»
Αγία Ελισάβετ
[1] Όταν οι Μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία, ο Λένιν, περνώντας από ‘κεί, είδε το σταυρό. Τότε ζήτησε ένα σχοινί, έκανε μια θηλειά, την έριξε πάνω στο σταυρό, και με τη βοήθεια των συντρόφων του, τράβηξε το σταυρό κάτω και τον κατέστρεψε.
῾Η ῾Αγία Μαρία ἡ Βιθυνὴ*
῾Ο Βίος τοῦ Εὐγενίου καὶ τῆς θυγατέρας του Μαρίας
— ῾Αγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ
(ΣΤʹ αἰὼν)
ΗΤΑΝ κάποιος ἄνθρωπος στὴ Βιθυνία, ποὺ λεγόταν Εὐγένιος. Αὐτὸς εἶχε γυναίκα, ἡ ὁποία γέννησε μιὰ μοναχοκόρη καὶ τὴν ὀνόμασε Μαρία. ᾿Επειδὴ ὅμως πέθανε ἡ μητέρα της, τὴν ἀνέθρεψε ὁ πατέρας της μὲ πολὺ συστηματικὴ διδασκαλία καὶ ἁγία ζωή. Κι ὅταν μεγάλωσε ἡ νέα, τῆς εἶπε ὁ πατέρας της:
«Παιδί μου, νά, ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου τ᾿ ἀφήνω στὰ χέρια σου, κι ἐγὼ σηκώνομαι καὶ φεύγω στὸ μοναστήρι νὰ σώσω τὴν ψυχή μου».
Καὶ ἡ κόρη ἀπάντησε καὶ εἶπε: «Πατέρα, σὺ θέλεις νὰ σώσεις τὴν ψυχή σου, καὶ τὴ δική μου νὰ τὴν ἀφήσεις νὰ χαθεῖ; Δὲν ξέρεις ὅτι λέει ὁ Κύριος· ῾Ο βοσκὸς ὁ καλὸς τὴ ζωή του θυσιάζει γιὰ τὰ πρόβατάτου, καὶ πάλι λέγει· Αὐτὸς ποὺ σώζει ψυχὴ θὰ εἶναι ὅπως αὐτὸς ποὺ τὴ δημιούργησε»;
Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσε ὁ πατέρας της τῆς λέει, ἐπειδὴ τὴν ἔβλεπε νὰ
ὀδύρεται καὶ νὰ κλαίει: «Παιδί μου, τί μπορῶ νὰ σοῦ κάνω, ἀφοῦ ἐγὼ ἐπιθυμῶ νὰ μπῶ σὲ μοναστήρι καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν μαζί μου νὰ εἶσαι; Γιατὶ ὁ διάβολος ἐνοχλεῖ μὲ σᾶς τὶς γυναῖκες καὶ ταράζει τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ».
Κι αὐτὴ εἶπε· «῎Οχι, πατέρα, δὲν θὰ μπῶ στὸ μοναστήρι ὅπως σὺ νο-
μίζεις, ἀλλὰ ἀφοῦ κόψω τὰ μαλλιά μου καὶ ντυθῶ ἀνδρικά,
ἔτσι θὰ ἔλθω μαζί σου».
* * *
ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ἀφοῦ μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔκοψε τὰ μαλλιά της τὴν ἔντυσε ἀνδρικά, τὴν ὀνόμασε Μαρίνο καὶ τῆς παρήγγειλε λέγοντας:«Πρόσεχε, παιδί μου, πῶς νὰ φυλάγεις τὸν ἑαυτό σου,
γιατὶ πρόκειται νὰ περνᾶς ἀνάμεσα ἀπὸ φωτιά· φύλαξε λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου ἁγνὸ χάριν τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε τὴν ὑπόσχεσή μας».Κι ἀφοῦ τὴν πῆρε μπῆκε σὲ κοινόβιο καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα προόδευε ἡ κόρη σὲ κάθε ἀρετὴ καὶ σὲ πολλὴ ἄσκηση. ῞Ολοι λοιπὸν οἱ ἀδελφοὶ τὴ θεωροῦσαν ὅτι εἶναι εὐνοῦχος, ἐπειδὴ δὲν εἶχε γένεια καὶ εἶχε λεπτὴ φωνή, ἐνῶ ἄλλοι ὑπέθεταν ὅτι αὐτὸ συνέβαινε ἀπὸ πολλὴ ἐγκράτεια, γιατὶ ἔτρωγε κάθε δύο μέρες. Συνέβη νὰ πεθάνει ὁ πατέρας της καὶ πρόσθεσε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ὑπακοή, ὥστε καὶ χάρισμα νὰ πάρει ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐναντίον τῶν δαιμόνων· σ᾿ ὁποιονδήποτε δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους ἀκουμποῦσε τὰ χέρια της εὐθὺς ἀμέσως θεραπευόταν. Τὸ κοινόβιο εἶχε μαζί μ᾿ αὐτὴν σαράντα πνευματικοὺς ἄνδρες καὶ κάθε μήνα τέσσερις ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς ἔστελναν ἔξω γιὰ τὶς ὑποθέσεις τοῦ Μοναστηριοῦ, ἐπειδὴ εἶχαν αὐτοὶ καὶ ἄλλων ἀναχωρητῶν τὴ φροντίδα. Στὰ μέσα τοῦ δρόμου ὑπῆρχε πανδοχεῖο καὶ ἐπειδὴ ἦταν μακρὺς ὁ δρόμος πηγαινοερχόμενοι οἱ ἀδελφοὶ ἐκεῖ ἀναπαύονταν.Αὐτοὺς τοὺς περιποιόταν ὁ ξενοδόχος καὶ τοὺς φιλοξενοῦσε μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα.
ΚΑΠΟΙΑ μέρα λοιπὸν ὁ ἡγούμενος κάλεσε κοντά του τὸν ἀββᾶ Μαρίνο καὶ τοῦ λέγει:«᾿Αδελφέ, γνωρίζω καλὰ ὅλη σου τὴ ζωὴ καὶ τὴ μεγάλη σου ὑπακοή, ὅτι δηλαδὴ εἶσαι τέλειος σὲ ὅλα. ᾿Αποφάσισε λοιπὸν νὰ βγεῖς στὴ διακονία τοῦ μοναστηριοῦ, ἐπειδὴ οἱ ἀδελφοὶ λυποῦνται ποὺ δὲν βγαίνεις. ᾿Εὰν τὸ κάνεις αὐτό, μεγαλύτερο μισθὸ θὰ ἀποκομίσεις ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεό». Καὶ ὁ Μαρίνος ἀφοῦ ἄκουσε αὐτὰ ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ λέει:«Δῶσε τὴν εὐχή σου, πάτερ, καὶ ὅπου κι ἄν μὲ διατάξεις,ἐγὼ πηγαίνω». Κι ὅταν λοιπὸν κάποια μέρα βγῆκε ὁ ἀββᾶς Μαρίνος μὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς ἀδελφοὺς γιὰ δουλειὰ τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σταμάτησαν νὰ ξεκουρασθοῦν στὸ πανδοχεῖο, συνέβη κάποιος στρατιώτης νὰ διαφθείρει τὴν κόρη τοῦ πανδοχέα, ὥστε αὐτὴ νὰ συλλάβει. Εἶπε σ᾿ αὐτὴν ὁ στρατιώτης ὅτι: «῎Αν γίνει γνωστὸ στὸν πατέρα σου, πὲς ὅτι· ῾Ο νεώτερος, ὁ μοναχὸς τοῦ κοινοβίου, ὁ ὄμορφος, ὁ λεγόμενος Μαρίνος, ἐκεῖνος κοιμήθηκε μαζί μου». Κι ἀφοῦ τῆς ἔδωσε τὴν πληρωμὴ γιὰ τὴν ἀτίμωση, πῆρε τὸ δρόμο καὶ ἔφυγε. ᾿Επειδὴ ὅμως ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες τὸ ἀντιλήφθηκε ὁ πατέρας της, ζήτησε νὰ μάθει λέγοντας: «᾿Απὸ ποῦ σοῦ ἔγινε αὐτό;». Καὶ αὐτὴ ἔρριξε τὸ φταίξιμο πάνω στὸν Μαρίνο.
Ο ΠΑΝΔΟΧΕΑΣ λοιπὸν ἀφοῦ τὴν πῆρε, φθάνει στὸ μοναστήρι κρά-
ζοντας καὶ λέγοντας: «Ποῦ εἶναι ὁ πλάνος ἐκεῖνος, ποὺ τὸν λένε χριστιανό;».
Καὶ μόλις τὸν συνάντησε ὁ ἀποκρισάριος τοῦ εἶπε: «Τί φωνάζεις ἀδελφέ;».
Κι αὐτὸς ἀπάντησε:«Φωνάζω, γιατὶ κακιὰ ἡ ὥρα ποὺ σᾶς συνάντησα καὶ νὰ
μὴν μοῦ συμβεῖ ποτὲ πιὰ νὰ δῶ μοναχοὺς καὶ ὅσα ἔχουν σχέση μ᾿ αὐτούς».
Τὰ ἴδια ὅμως ἔλεγε καὶ στὸν ἡγούμενο, ὅτι: «Τὸ κορίτσι μου, πάτερ, τὸ ὁποῖο εἶχα μονάκριβο καὶ ποὺ σ᾿ αὐτὸ περίμενα ὅτι μποροῦν ν᾿ ἀναπαυθοῦν τὰ γηρατιά μου, νὰ τὶ μοῦ τὸ ᾿κανε ὁ Μαρίνος, ποὺ τὸν λέτε χριστιανό».
Κι ὁ ἡγούμενος τοῦ λέει:«᾿Αδελφέ, τί νὰ σοῦ κάνω, ἀφοῦ αὐτὸς δὲν εἶναι ἐδῶ;
῞Οταν ὅμως ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία, δὲν μοῦ μένει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ τὸν διώξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι».
Κι ἀφοῦ ἔφτασε ὁ ἀββᾶς Μαρίνος μὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς ἀδελφούς,
λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἡγούμενος: «Αὐτὴ εἶναι ἡ διαγωγή σου καὶ ἡ ἄσκηση, ὅτι δηλαδὴ ἐνῶ κατέλυσες στὸ πανδοχεῖο διέφθειρες τὴν κόρη τοῦ πανδοχέ-
α καὶ ἦρθε ἐκεῖνος ἐδῶ καὶ μᾶς ἔκανε θέατρο μπροστὰ στοὺς
λαϊκούς;». Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσε ὁ Μαρίνος πέφτει κάτω λέγοντας:
«Συγχώρεσέ με, πάτερ, γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου, γιατὶ ὡς
ἄνθρωπος πλανήθηκα».
῾Ο ἡγούμενος ὀργίστηκε καὶ τὸν ἔβγαλε ἀμέσως ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι.
ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ βγῆκε ἔξω καὶ καθόταν στὸ ὕπαιθρο ὑπομένοντας τὸ
κρύο μὲ γενναιότητα καὶ τὴ ζέστη. Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ ἔμπαιναν καὶ
ἔβγαιναν τὸν ρωτοῦσαν· «Γιατί κάθεσαι ἐδῶ;».Καὶ τοὺς ἔλεγε· «Γιατὶ ἐπόρνευσα καὶ γι᾿ αὐτὸ μ᾿ ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι».
Κι ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ τοκετοῦ τῆς θυγατέρας τοῦ πανδοχέα,
γέννησε ἡ κόρη του ἀγόρι καὶ ἀφοῦ τὸ πῆρε στὰ χέρια του ὁ πανδοχέ-
ας φθάνει στὸ μοναστήρι. Βρῆκε τὸν Μαρίνο νὰ κάθεται ἔξω ἀπὸ τὸν
πυλώνα, τοῦ ᾿ριξε στὰ πόδια του τὸ παιδὶ καὶ λέει· «Νὰ τὸ παιδὶ τῆς
ἁμαρτίας σου. Πάρτο».
Καὶ ἀμέσως ἔφυγε. Κι ἀφοῦ λοιπὸν πῆρε ὁ Μαρίνος τὸ παιδὶ λυπό-
ταν γι᾿ αὐτὸ λέγοντας:
«Καλὰ ἐγὼ τὶς ἁμαρτίες μου πληρώνω, ἀλλὰ γιατί καὶ αὐτὸ τὸ ἀξιολύπητο παιδὶ μαζί μου νὰ πεθαίνει;».
῎Αρχισε λοιπὸν νὰ ζητάει καὶ νὰ παίρνει γάλα ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς καὶ
νὰ τὸ ἀνατρέφει σὰν πατέρας. Καὶ δὲν τοῦ ᾿φτανε ὁ περισπασμὸς τὸν
ὁποῖο εἶχε, ἀλλὰ τὸ παιδὶ κλαίγοντας καὶ θρηνώντας τοῦ χαλοῦσε καὶ
τὰ ροῦχα του.Μετὰ τρία χρόνια, ἐπειδὴ εἶδαν οἱ ἀδελφοὶ τὴν τόσο μεγάλη θλίψη καὶ τὴν ὑπομονή του, ἀφοῦ παρουσιάστηκαν στὸν ἡγούμενο λένε:
«᾿Αρκετὰ τιμωρήθηκε, ἀφοῦ μπροστὰ σὲ ὅλους ὁμολογεῖ
τὸ σφάλμα του».
Καὶ ἐπειδή, ὁ ἡγούμενος μὲ κανένα τρόπο δὲν πειθόταν νὰ τὸν δεχθεῖ, τοῦ λένε οἱ ἀδελφοί:
«᾿Εὰν δὲν τὸν δεχθεῖς κι ἐμεῖς φεύγουμε ἀπὸ τὸ μοναστή-
ρι· πῶς ἆραγε μποροῦμε νὰ ζητοῦμε συγγνώμη γιὰ τὶς ἁ-
μαρτίες μας τὶς καθημερινές, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς κάθεται
τρία χρόνια στὸ ὕπαιθρο;».
ΤΟΤΕ τὸν δέχτηκε ὁ ἡγούμενος λέγοντας:«Νά, σὲ δέχομαι ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης τῶν ἀδελφῶν, παρόλο ποὺ εἶσαι ὁ τελευταῖος ἀπ᾿ ὅλους».
Κι αὐτὸς ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: «Μοῦ εἶναι πολὺ, πάτερ, νὰ μπῶ κάτω ἀπὸ τὴ στέγη σας».
Καὶ ὁ ἡγούμενος τὸν ἔβαλε στὶς πιὸ ἐξευτελιστικὲς ἐργασίες τοῦ
μοναστηριοῦ καὶ τὶς ἔκανε αὐτὲς μὲ προθυμία ζώντας μὲ πολὺ κούρα-
ση, ἐνῶ εἶχε καὶ τὸ παιδὶ πίσω του νὰ φωνάζει δυνατὰ καὶ νὰ ζητάει
φαγητὸ καὶ ὅσα χρειάζονται τὰ νήπια νὰ τρῶν. ᾿Αφοῦ λοιπὸν μεγάλω-
σε τὸ παιδὶ καὶ ἀνατράφηκε μὲ πολλὴ ἀρετὴ ἀξιώθηκε νὰ πάρει καὶ τὸ
μοναχικὸ σχῆμα.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ρώτησε ὁ ἡγούμενος τοὺς ἀδελφούς:«Ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφὸς Μαρίνος; Γιατὶ μέχρι σήμερα πέρα mσαν τρεῖς μέρες καὶ δὲν τὸν εἶδα στὶς ἀκολουθίες ἀφοῦ πάντοτε πρὶν ἀπ᾿ ὅλους ἐρχόταν σ᾿ αὐτὲς - μπῆτε στὸ κελλί του μήπως ἀπὸ κάποια ἀρρώστια βρίσκεται πεσμένος».
᾿Αφοῦ σηκώθηκαν λοιπὸν καὶ πῆγαν, τὸν βρῆκαν νὰ ἔχει πεθάνει καὶ
ἀνακοίνωσαν στὸν ἡγούμενος ὅτι ὁ ἀββᾶς Μαρίνος πέθανε καὶ αὐτὸς
εἶπε: «῏Αραγε πῶς ἔφυγε ἡ ἄθλια ψυχή του; Ποιά ἀπολογία
μπόρεσε νὰ δώσει;».
Καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κηδέψουν. Καὶ μόλις πῆγαν νὰ τὸν πλύνουν
ἀνακάλυψαν ὅτι ἦταν γυναίκα καὶ ὅλοι ἀνέκραξαν τὸ «Κύριε ἐλέησον».
Καὶ ὁ ἡγούμενος ρωτοῦσε νὰ μάθει: «Τί ἔχετε πάθει;».
Κι αὐτοὶ εἶπαν· «῾Ο ἀδελφὸς Μαρίνος εἶναι γυναίκα».
Τότε ἀφοῦ μπῆκε μέσα, πέφτει κάτω μὲ τὸ πρόσωπο στὸ ἔδαφος
κλαίοντας καὶ λέγοντας:
«᾿Εδῶ θὰ πεθάνω μπροστὰ στὰ ἅγια του πόδια, ἕωςὅτου ἀκούσω συγχώρηση».
Καὶ ἦλθε φωνὴ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔλεγε: «᾿Εὰν αὐτὸ τὸ ἤξερες καὶ τὸ ἔκανες, δὲν θὰ σοῦ συγχωριόταν ἡ ἁμαρτία· ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἔκανες χωρὶς νὰ τὸ γνω-
ρίζεις, θὰ σοῦ συγχωρεθεῖ».
ΑΦΟΥ σηκώθηκε εἰδοποιεῖ τὸν πανδοχέα κι ὅταν ἐκεῖνος μπῆκε τοῦλέει:
«Νά, ὁ Μαρίνος πέθανε».
Κι αὐτὸς λέει:
«῾Ο Θεὸς νὰ τὸν συγχωρήσει, γιατὶ ρήμαξε τὸ σπίτι μου».
Λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ ἡγούμενος:
«Μετανόησε,ἀδελφέ, γιατὶ ἁμάρτησες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μένα μὲ παρέσυρες μὲ τὰ λόγια σου, γιατὶ ὁ Μαρίνοςεἶναι γυναίκα».
Καὶ ἀφοῦ τὸ κατάλαβε ὁ πανδοχέας τἄχασε καὶ δόξασε τὸν Θεό. Καὶ
νὰ σὲ λίγη ὥρα φθάνει ἡ θυγατέρα του γεμάτη τύψεις καὶ λέγει τὴν
ἀλήθεια ὅτι: «῾Ο στρατιώτης μὲ ἀτίμασε καὶ μὲ μόλυνε» καὶ ἀμέσως
θεραπεύθηκε.
Καὶ ἀφοῦ πῆραν οἱ ἀδελφοὶ τὸ λείψανο τῆς ὁσίας Μαρίας, τὸ ἄλειψαν μὲ μύρα καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ τόπο ἱερὸ προσφέροντας τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ταφή, ἀνυμνώντας τὸν Χριστὸ τὸν σωτήρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, αὐτὸν ποὺ πάντοτε δοξάζει ὅσους τὸν δοξάζουν. Σ᾿ αὐτὸν ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
_
(*) Δημητρίου Γ. Τσάμη, Μητερικόν, Τόμος Αʹ, ἐκδόσεις ᾿Αδελφότητος «῾Η ῾Αγία Μακρί-
να», Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 314-319.
Ή όσια Συγκλητική
Ή όσια Συγκλητική έζησε στον καιρό του Μεγάλου Αθανασίου. ΟΊ γονείς της ήταν πλούσιοι, αλλά και πολύ ευσεβείς. Τα χέρια τους ήταν πάντοτε ανοιχτά προς τους φτωχούς, και ή μόνη ευχαρίστηση τους ήταν να μένουν στην αγάπη του Θεού και να υπηρετούν στην αγάπη των ανθρώπων. Τα πατρικά πλούτη έφερναν διακεκριμένους γαμπρούς στο σπίτι τους για την ωραία κόρη τους. Ή Συγκλητική όμως, παρακάλεσε τους γονείς της να μη επιμένουν να παντρευτεί. Διότι ήθελε να αφιερωθεί στην αγάπη του πλησίον. Πράγματι, οί ευσεβείς γονείς σεβάστηκαν την απόφαση της κόρης τους. Έτσι λοιπόν ή Συγκλητική αφιέρωσε τη ζωή της για την ανακούφιση των ασθενών, των λυπημένων, των ορφανών και των φτωχών. Ευχαρίστηση της ήταν να βλέπει το γέλιο, εκεί οπού δέσποζε πριν ό σπαραγμός, και να σφουγγίζει τα δάκρυα, για να επανέρχεται στα μάτια ή ακτινοβολία της γαλήνης και της αγαλλίασης. Ό πολύς κόπος όμως, στην Ιερή αυτή διακονία, έκαναν το σώμα της Συγκλητικής ασθενικό. 'Αλλ' ή όσια, στη δοκιμασία αύτη υπήρξε καρτερική, χωρίς ποτέ να γογγύσει προς τον Θεό. Τελικά πέθανε 80 χρονών με τη συνείδηση αναπαυμένη, και τις ευχές χιλιάδων, τους οποίους βοήθησε, αλλά και υπό την ευλογία του στεφανοδότη Χριστού.
Απολυτίκιον.
Ηχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Σοφία και χάριτι, κεκοσμημένη σεμνή, ακλόνητος έμεινας, ως ό Ίώβ ό κλεινός, εχθρού έπιθέαεσιν όθεν Συγκλητική σε, ή ουράνιος δόξα, δέδεκται μετά τέλος, ως παρθένον φρονίμην εν η των μεμνημένων σου αεί μνημόνευε
Ὁσίας Συγκλητικῆς
Διδαχές
Διδαχές
Παιδιά μου, ὅλοι ξέρομε, πῶς θά σωθοῦμε, ἀλλά χάνομε τήν σωτηρία μας ἀπό τήν πνευματική μας ἀμέλεια. Πρέπει λοιπόν, ἀρχικά, νά τηροῦμε μέ ἀκρίβεια τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου» «καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. 22, 37-39). Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ νόμου καί τό πλήρωμα τῆς χάριτος. Λίγα λόγια, ἀλλά μέ πολλή καί μεγάλη δύναμι. Ὅλες οἱ ἀρετές ἐξαρτῶνται ἀπ᾽ αὐτή, γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει τήν ἀ γ ά π η τέλος τοῦ νόμου. Αὐτή εἶναι ἑπομένως ἡ σωτηρία μας, ἡ διπλῆ ἀγάπη, ἡ ἀρχή καί τό τέλος κάθε καλοῦ ἔργου τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπάρχει λύπη ὠφέλιμη καί λύπη καταστρεπτική. Γνωρίσματα τῆς καλῆς λύπης εἶναι ἡ θλῖψι γιά τά δικά μας ἁμαρτήματα, ἡ λύπη γιά τήν ἄγνοια, πού ἔχουν οἱ ἀδελφοί μας καί ὁ φόβος μήπως χάσουμε τήν ἀγαθή προαίρεσι καί δέν φθάσουμε στόν σκοπό τῆς σωτηρίας. Ἐνῶ τῆς ἄλλης, πού δημιουργεῖ ὁ ἐχθρός, εἶναι ἡ παράλογη καί ὑπερβολική θλῖψι, πού οἱ πατέρες τήν ὀνομάζουν ἀκηδία. Τό πνεῦμα αὐτό τῆς ἀκηδίας καί τῆς λύπης, πρέπει νά τό διώχνουμε μέ τήν προσευχή καί τήν ψαλμωδία.
Ἄς προσέχῃ, λοιπόν, ὅποιος νομίζει πώς στέκεται, γιά νά μή πέσῃ. Γιατί αὐτός πού ἔπεσε, ἔχει μία μόνο φροντίδα, νά σηκωθῆ, ἐκεῖνος ὅμως, πού στέκεται, ἄς προσέχῃ νά μή πέσῃ, γιατί οἱ πτώσεις εἶναι διάφορες. Αὐτοί πού ἔπεσαν ἔχουν στερηθῆ τή θεία χάρι κι ὅταν σηκώθηκαν, ἡ ζημιά τους δέν ἦταν μικρή. Αὐτός πού στέκεται, ἄς μήν ἐξευτελίζη τόν ἄλλον πού ἔπεσε, μήπως πάθῃ κι αὐτός τά ἴδια καί βρεθῆ σέ χειρότερο βάραθρο. Εἶναι πολύ φυσικό, ἡ φωνή πού ἔρχεται ἀπό βαθύ πηγάδι καί καλεῖ σέ βοήθεια, νά μήν ἀκουσθῆ, ὅπως λέει καί ὁ ψαλμωδός: «Μή καταπιέτω με βυθός, μηδέ συσχέτω ἐπ᾽ ἐμέ φρέαρ τό στόμα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 68,16). Ὁ πρῶτος πού ἔπεσε, ἔμεινε (μέσα στό πηγάδι), σύ ὅμως πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, μήπως, ὅταν πέσῃς, δέν μπορέσης νά σηκωθῆς καί γίνης τροφή στά θηρία. Ἐκεῖνος, πού πέφτει δέν μπορεῖ νά κλείσῃ τήν πόρτα στόν πονηρό. Ἀλλά σύ μή νυστάξῃς καθόλου καί ψάλλε πάντοτε τό θεῖο ρητό: «Φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. 22,4). Τέλος νά ἀγρυπνῆς συνέχεια, γιατί ὁ διάβολος σάν λέοντας ὠρύεται κοντά σου.
Τό πόσο καλή καί σωστική εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τήν ἐνδύθηκε γιά νά οἰκονομήση τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ μάλιστα εἶπε: «Μάθετε ἀπ᾽ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11,29). Πρόσεχε ποιός εἶναι αὐτός, πού μιλεῖ καί γίνε τέλειος μαθητής Του. Ἡ ἀρχή καί τό τέλος στά καλά ἔργα ἄς εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἐννοῶ τό ταπεινό φρόνημα καί ὄχι μόνο τά σχήματα λόγου. Ὅταν ἡ ψυχή σκέπτεται ταπεινά, ταπεινές θά εἶναι καί οἱ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις. Ἔχεις ἐφαρμόσει ὅλες τίς ἀρετές; Ὁ Κύριος τό ξέρει, ἀλλά ὁ Ἴδιος μᾶς λέει, ν᾽ ἀρχίζουμε πάλι ἀπό τήν ταπείνωση, λέγοντας, «ὅταν πάντα ποήσητε, εἴπατε. Δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν» (Λουκ. 17,10).
Ἡ ταπεινοφροσύνη ἀποκτᾶται μέ ὀνειδισμούς, μέ ὕβρεις καί πόνους, σέ σημεῖο πού νά σέ ποῦν τρελλό καί ἀνόητο, πτωχό, ἀδύνατο καί τιποτένιο, ἀπρόκοπτο σέ καλά ἔργα, ἀνίκανο νά μιλᾶς, ἀνυπόληπτο, ἐξουθενωμένο. Αὐτά εἶναι τά νεῦρα τῆς ταπεινοφροσύνης. Κι ὁ Κύριος τά ἴδια ἄκουσε καί ἔπαθε. Καί Σαμαρείτη τόν εἶπαν καί δαιμονισμένο. Πῆρε τήν μορφή δούλου, μαστιγώθηκε καί γέμισε στό σῶμα Του πληγές.
Πρέπει λοιπόν κι ἐμεῖς νά μιμούμεθα τίς πράξεις τῆς ταπεινοφροσύνης. Εἶναι μερικοί, πού μέ ἐξωτερικά σχήματα ὑποκρίνονται τόν ταπεινό ἀπό φιλοδοξία, ἀλλά φανερώνονται ἀπό τά ἀποτελέσματα. Ὅταν τύχη νά ὑβριστοῦν ἐλαφρά, δέν ὑπομένουν, χύνοντας ἀμέσως τό δηλητήριό τους, σάν τά δηλητηριώδη φίδια.
Ἡ ὀργή λοιπόν εἶναι μικρό ἁμάρτημα. Τό πιό βαρύ ὅμως ἁμάρτημα ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἡ μνησικακία. Γιατί ὁ θυμός διαλύεται σάν τόν καπνό, πού θολώνει γιά λίγο τήν ψυχή, ἡ μνησικακία ὅμως σάν μόνιμη κατάσταση ἐξαγριώνει τήν ψυχή περισσότερο κι ἀπό θηρίο. Καί ὁ σκύλος, ὅταν χτυπήση κάποιο μέ μανία, μέ λίγη τροφή μαλακώνει, ὅπως καί τά ἄλλα θηρία, πού πραΰνονται μέ τήν ἀγάπη. Ἐκεῖνος ὅμως, πού κυριεύεται ἀπό μνησικακία, οὔτε μέ παρακλήσεις ἀλλάζει, οὔτε μέ τροφή μαλακώνει, οὔτε μέ τόν χρόνο, πού μεταβάλλει τά πάντα, μπορεῖ νά θεραπευθῆ. Οἱ μνησίκακοι εἶναι οἱ πιό ἀσεβεῖς καί παράνομοι ἀπ᾽ ὅλους, γιατί δέν ὑπακούουν στά λόγια τοῦ Χριστοῦ πού λέει, «Ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου καί οὔτω προσάγαγε τό δῶρον» (Ματθ. 5,24) καί «μή ἐπιδυέτω ὁ ἥλιος ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» (Ἐφεσ. 4,26).
Πρέπει λοιπόν νά προσέχουμε τήν μνησικακία. Ἀπ᾽ αὐτή γεννῶνται πολλά κακά, ὅπως ὁ φθόνος, ἡ λύπη καί ἡ καταλαλιά. Ἡ ζημιά πού κάνουν, ἄν καί φαίνεται μικρή, ὅπως τά λεπτά βέλη τοῦ ἐχθροῦ, εἶναι θανατηφόρα. Πολλές φορές τά τραύματα, πού προξενεῖ ἕνα δίκοπο μαχαίρι, ἤ ἕνα μεγάλο ξίφος, πού εἶναι ἡ πορνεία, ἡ πλεονεξία καί ὁ φθόνος, μποροῦν νά θεραπευθοῦν μέ τό σωτήριο φάρμακο τῆς μετανοίας. Ἡ ὑπερηφάνεια ὅμως, ἡ μνησικακία καί ἡ κατάκρισι, ἐπειδή θεωροῦνται μικρά βέλη, ξεφεύγουν ἀπό τήν προσοχή καί πληγώνουν τήν ψυχή θανατηφόρα, στά πιό σπουδαῖα μέρη. Κι αὐτά τήν φονεύουν, ὄχι τόσο μέ τίς μεγάλες πληγές, πού ἄνοιξαν, ὅσο μέ τήν ἀμέλεια, στήν ὁποία ρίχνουν τούς πληγωμένους. Γιατί, ἐπειδή περιφρόνησαν τήν καταλαλιά καί τά ἄλλα, σάν ἀσήμαντα, σιγά σιγά ἀπό τά ἴδια νικήθηκαν.
Στ᾽ ἀλήθεια ἡ κατάκρισι εἶναι βαρύ καί φοβερό ἁμάρτημα. Κι ὅμως εἶναι τροφή καί ἀνάπαυσι γιά πολλούς ἀνθρώπους. Σύ μή δεχθῆς ποτέ ν᾽ ἀκούσης κάτι σέ βάρος ἄλλου. Μή κάνεις τήν ψυχή σου δοχεῖο ἀπό ξένες κακίες. Κράτησε τήν ψυχή σου ἁπλῆ, γιατί ἄν δεχθῆς τήν ἀκαθαρσία τῶν κακῶν λόγων, μέ τίς σκέψεις θά φέρης ἐμπόδια στήν προσευχητική σου διάθεσι καί θά μισήσης χωρίς αἰτία, ὅσους συναντᾶς. Ἀφοῦ πρῶτα ἡ ἀκοή σου θά ἔχη μολυνθῆ μέ τίς κακολογίες, ὅλους θά τούς κοιτᾶς μέ ἀγένεια, ὅπως παθαίνει ὁ ὀφθαλμός, ὅταν κοιτάξη στό ἔγχρωμο δυνατό φῶς καί δέν μπορεῖ νά δῆ καθαρά τό σχῆμα αὐτῶν, πού βλέπει.
Γι αὐτό πρέπει νά προσέχουμε πολύ τήν γλῶσσα καί τήν ἀκοή μας. Νά μή λέμε τίποτα ἀλλά καί νά μήν ἀκοῦμε, μέ ἐμπάθεια· γιατί ἔχει γραφῆ, «Μή ἀκοήν ματαίαν παραδέξασθαι» (Ἐξ. 23,1) καί «τόν καταλαλοῦντα λάθρα τῷ πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. 100,5). Καί στό ψαλτήρι, «ὅπως λαλήσῃ τό στόμα μου τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ 16,4). Ἐμεῖς συνήθως μιλᾶμε, χωρίς νά ξέρουμε. Πρέπει λοιπόν νά μήν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σέ ὅσα λέγονται, οὔτε νά κατακρίνουμε ὅσους κατακρίνουν, ἀλλά σύμφωνα μέ τήν Γραφή νά ἐφαρμόζουμε τό «Ἐγώ δέ ὡσεί κωφός οὐκ ἤκουον καί ὡσεί ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τό στόμα μου» (Ψαλμ. 37,14).
Σέ καμμιά περίπτωσι δέν κάνει νά χαιρώμαστε στήν δυστυχία κάποιου ἀνθρώπου, ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶναι. Μερικοί μάλιστα, ὅταν βλέπουν κάποιο νά μαστιγώνεται ἤ νά φυλακίζεται ἀπό ἄγνοια, λένε «Ὁ στρώσας κακῶς ταλαιπωρήσει ἐν τῷ δεινῶ», δηλ. ὅποιος δέν στρώσει καλά, θά κοιμηθῆ καί ἄσχημα. Σύ λοιπόν, πού ἔχεις τακτοποιήσει καλά τά θέματά σου, νομίζεις πώς θά ἀναπαυθῆς στήν ζωή σου; Καί τί θά ποῦμε γι᾽ αὐτό, πού λέει ἡ Γραφή, «ἕν συνάντημα τῷ δικαίῳ καί τῷ ἁμαρτωλῷ»; Ἡ ζωή μας πάνω στή γῆ εἶναι ἴδια, ἄσχετα ἄν ἡ πολιτεία μας εἶναι διαφορετική.
Ὅπως δέν κάνει νά μισοῦμε τούς ἐχθρούς μας, τό ἴδιο δέν κάνει νά περιφρονοῦμε καί νά ἐξευτελίζουμε τούς ραθύμους στήν ἀρετή. Μερικοί γιά (νά δικαιολογήσουν) τούς ἑαυτούς τους χρησιμοποιοῦν τό Γραφικό,«Μετά ὁσίου ὅσιος ἔσῃ» καί «μετά στρεβλοῦ συνδιαστρέψεις» (Ψαλμ. 17, 26-27) καί λένε ὅτι πρέπει ν᾽ ἀποφεύγουμε τούς ἁμαρτωλούς γιά νά μή διαστραφοῦμε. Ἀλλά ἐξ ἀγνοίας πράττουν τά ἀντίθετα. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐδῶ δέν παραγγέλλει τήν ἀποφυγή, γιά νά μή γίνουμε στρεβλοί, ἀλλά τήν προσπάθεια (πού πρέπει νά δείξουμε) γιά τήν διόρθωσί τους. Τό «συνδιαστρέψεις» θά πῆ νά στρέψης τόν κακό (ἄνθρωπο) στόν ἑαυτό σου, στήν ἀρετή, ἀπό ἀριστερά στά δεξιά.
Εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο νά προσπαθῆ νά διδάσκη, ὅποιος δέν μπόρεσε νά ζήση ἔμπρακτα τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅπως αὐτός πού ἔχει παλαιό σπίτι καί ἑτοιμόρροπο, ὅταν φιλοξενήση ξένους, κινδυνεύει νά τούς βλάψη μέ τήν πτώση τοῦ οἰκήματος, τό ἴδιο κι αὐτοί, ἐπειδή δέν ἔκτισαν σταθερά τό πνευματικό τους οἰκοδόμημα, θά ὁδηγήσουν στήν καταστροφή ὅσους τούς πλησιάζουν νά ὠφεληθοῦν μαζί μέ τούς ἑαυτούς τους. Γιατί, ἐνῶ μέ τά λόγια τους τούς κάλεσαν στήν σωτηρία, μέ τό κακό τους παράδειγμα τούς σκανδάλισαν πολύ. Τά καλά καί θεωρητικά λόγια μοιάζουν μέ εἰκόνα ζωγραφικῆς, πού ἔχει γίνει ἀπό χρώματα, ἕτοιμα νά διαλυθοῦν σέ λίγο χρόνο ἀπό τούς ἀνέμους καί τίς σταγόνες τῆς βροχῆς. Τήν πρακτική ὅμως διδασκαλία οὕτε ὁλόκληρος αἰώνας δέν θά μπορέση νά διαλύση. Γιατί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, λαξεύοντας τά πιό σκληρά μέρη τῆς ψυχῆς, χαρίζει στούς πιστούς τήν αἰώνια μορφή τοῦ Χριστοῦ.
Μ Ἀθανασίου: Βίος τῆς Ὁσίας Συγκλητικῆς
Γερόντισσα Ταϊσία Σαλόπιβα:.......... πνευματικό παιδί του Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης
῾Η ῾Οσιωτάτη Καθηγουμένη τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς τοῦ Λεουσένι
(1840 - 1915)
Σύντομος Βίος
Η ΗΓΟΥΜΕΝΗ Ταϊσία, κατὰ κόσμον Μαρία Σαλόπιβα, κατήγετο ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ μεγάλου Ρώσου ποιητοῦ ᾿Αλεξάνδρου Πούσκιν (1799-1837).
Γεννήθηκε τὸ 1840 στὴν ᾿Επαρχία Νόβγκοροντ καὶ ἐσπούδασε στὸ ᾿ΙνστιτοῦτοΠαυλόβσκυ τῆς Πετρουπόλεως, μία Σχολὴ γιὰ κορίτσια ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς.Τὸ ἔτος 1862, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ἀποφοίτησί της, ἄρχισε τὴν μοναστική τηςζωὴ στὴν πόλι Τιχβὶν τῆς ᾿Επαρχίας Νόβγκοροντ, στὴν γυναικεία Μονὴ τῶνΕἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Εἶναι γνωστό, ὅτι στὴν ἀντίστοιχη ἀνδρι- κὴ Μονὴ τοῦ Τιχβίν, ἡ ὁποία ὠνομάζετο καὶ «Μεγάλο Μοναστήρι», ἐφυλάσσετο καὶ ἡ περίφημη θαυματουργὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν, τῆς ὁποίας ἡ Σύναξις τελεῖται τὴν 26η ᾿Ιουνίου.
Τὸν πρῶτο χρόνο τῆς δοκιμασία της στὴν Μονὴ ρασοφορέθηκε καὶ τὸ 1870 ἔλαβε τὸ Μικρὸ Σχῆμα καὶ ὠνομάσθηκε ᾿Αρκαδία. Τὸ 1872 μετώκησε στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας Φοβερᾶς Προστασίας στὸ Σβέριν καὶ τὸ 1878 στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας Φανερωμένης στὸ Σβάνσκυ τῆς ᾿Επισκοπῆς Νόβγκοροντ, ὅπου καὶ ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχὴ τὸν ἑπόμενο χρόνο, λαβοῦσα τὸ ὄνομα Ταϊσία.
Τἣν 19.3.1881 διωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη ᾿Ισίδωρο ἐπὶ κεφαλῆς τῆς νεοπαγοῦς Μοναστικῆς Κοινότητος τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου στὸ Λεουσένι τῆς περιοχῆς Μποροβιτσί. Η ᾿Αδελφότητα ἐκείνη ἀντιμετώπιζε τότε πολλὰ καὶ δύσκολα προβλήματα, ἀλλὰ μὲ τὶς ἐνέργειες καὶ τὴν καθοδήγησι τῆς Γεροντίσσης Ταϊσίας, ἡ πρώην ἄγνωστη καὶ πτωχὴ μοναστικὴ Κοινότης τοῦ Λεουσένι ἀνωρθώθηκε καὶ τὸ 1885 ἀναγνωρίσθηκε ἐπισήμως ὡς Κοινόβιο ἀπὸ τὴν ῾Ιερὰ Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐνσυνεχείᾳ ἀνεδείχθη σὲ ἕνα Μοναστήρι πρώτης τάξεως, διάσημο γιὰ τὴν μοναχική του πειθαρχία καὶ τὴν παραδειγματική του ὀργάνωσι.
Στὴν Μονὴ Λεουσένι, ἡ ὁποία μὲ τὸν καιρὸ ἐξελίχθηκε σὲ σπουδαῖο κέντρο ἐκκλησιαστικῆς διαπαιδαγωγήσεως, ἀλλὰ καὶ μορφώσεως, ἀφοῦ περιελάμβανε καὶ Σχολεῖα, ἡ Μητέρα Ταϊσία παρέμεινε ὡς ῾Ηγουμένη μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεώς της, 2ας ᾿Ιανουαρίου 1915, ἡμέρα κοιμήσεως καὶ τοῦ ῾Αγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ.
Τὸ ἱερὸ σκήνωμά της ἐτάφη στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία σήμερα ἔχει κατακλυσθῆ ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ φράγματος τοῦ ποταμοῦ Βόλγα· ἔτσι, τὸ εὐλογημένο Λείψανο τῆς Μητέρας Ταϊσίας εὑρίσκεται σήμερα στὸν βυθό αὐτῆς τῆς τεχνιτῆς λίμνης.
῾Η χαρισματικὴ ῾Ηγουμένη Ταϊσία ἦταν πνευματικὴ θυγατέρα πρῶτα τοῦ ῾Οσιωτάτου ᾿Αρχιμανδρίτου Λαυρεντίου τῆς Μονῆς ᾿Ιβήρων τοῦ Βαλντάϊ (1808-1876, + 2 ᾿Ιουλίου) καὶ ἀργότερα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης (+20.12.1908), τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φωστῆρος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸν ὁποῖο συχνὰσυνώδευε στὰ ταξίδια καὶ προσκυνή-ματά του γιὰ νὰ ἱδρύη μὲ τὴν εὐλογίατου μοναστηριακὰ Μετόχια.
῾Υπῆρξε μία ἀπὸ τὶς περιφημότερες Μοναχές, γνωστὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἐπικράτεια τῆς Ρωσίας γιὰ τὴν ἀρετή, τὴν μόρφωσι καὶ τὰ σπάνια διοικητικά της χαρίσματα.
῞Ιδρυσε γιὰ τὰ ὀρφανὰ τῶν Κληρικῶν ἕνα μοναστηριακὸ Σχολεῖο, τὸ ὁποῖο μὲ τὸν καιρὸ ἀναβαθμίσθηκε σὲ ᾿Εκκλησιαστικὸ Κολλέγιο Θηλέων, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ Μοναστήρι τοῦ Λεουσένι νὰ καταστῆ φυτώριο πνευματικῆς μορφώσεως καὶ διαφωτισμοῦ στὶς βόρειες περιοχὲς τῆς ᾿Επισκοπῆς τοῦ Νόβγκοροντ.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τριακονταετοῦς ἡγουμενείας της εἶχε τόσοἐνεργὸ καὶ σημαντικὴ συμμετοχὴ στὴν ἵδρυσι καὶ ὀργάνωσι πολλῶν νέων γυναικείων Μονῶν στὴν Βόρεια Ρωσία, ὥστε δὲν ὑπῆρξε κυριο λεκτικὰ οὔτε ἕνα νεοϊδρυμένο Μοναστήρι, τὸ ὁποῖο νὰ μὴν ὠργανώθηκε μὲ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχὴ τῆς ῾Ηγουμένης Ταϊσίας.
Γιὰ τὸ Μοναστήρι της τοῦ Λεουσένι ἔκτισε τρία μεγάλα Μετόχια: στὸ Τσερεπόβιτς, στὴν Πετρούπολι καὶ στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης, στὸν ποταμὸ Σοῦρα τοῦΑρχαγγέλου.
῞Ιδρυσε ἐπίσης καὶ ἐστερέωσε τὸ Μοναστήρι τοῦ Βοροντσὼφ στὴν᾿Επισκοπὴ τοῦ Πσκώφ, καθὼς καὶ τὸ Μετόχι της στὴν Πετρούπολι.᾿Επίσης, μαζὶ μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κρονστάνδης, ἦταν μία ἀπὸ τοὺς ἱδρυτὲς τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου στὸ νησὶ Καρπόβκα τῆς Πετρουπόλεως, ὅπου σήμερα ὑπάρχει ὁ θαυματόβρυτος τάφος τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης.
῾Η ῾Ιερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας (τὸ 1889), καθὼς καὶ ὁ Τσάρος τῆς Ρωσίας (τὸ 1892), τῆς ἀπένειμαν τὸν ἐπιστήθιο Σταυρὸ καὶ τὸν χρυσὸ ἀδαμαντοκόλλητο Σταυρὸ ἀντιστοίχως, γιὰ τὴν μεγάλη
της προσφορὰ στὸν Μοναχισμὸ τῆς Ρωσίας καὶ στὴν Ρωσικὴ ᾿Εκκλησία γενικώτερα.
Κατὰ τὰ ἔτη 1910, 1911 καὶ 1913 ἔλαβε διάφορα δῶρα προσωπικὰ ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Νικόλαο Βʹ καὶ τὴν Αὐτοκράτειρα ᾿Αλεξάνδρα, τοὺς μετέπειτα Βασιλομάρτυρας (+4/17. 6. 1918).
῾Η Μητέρα Ταϊσία ὑπῆρξε ἐπίσης ἄριστη παιδαγωγὸς καὶ ταλαντοῦχος συγγραφεύς.
Τὰ ἐκδοθέντα ἔργα της εἶναι τὰ ἑξῆς:
1. Κανὼν εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου.
2. Χαιρετισμοὶ (᾿Ακάθιστος) εἰς τὸν ῞Αγιον Συμεὼν τὸν Θεοδόχο.
3. Συνομιλίες μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κρονστάνδης.
4. ῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κρονστάνδης ὡς Ποιμένας.
5. ῾Η Γυναικεία Μοναστικὴ Κοινότητα τοῦ Σοῦρα (ποίημα).
6. Ποιήματα (τόμοι τρεῖς).
7. Αὐτοβιογραφία.
8. ῾Η ζωὴ τῆς διὰ Χριστὸν Σαλῆς Γερόντισσας Εὐδοκίας Ροντιόνοβα.
9. Γράμματα σὲ μία ᾿Αρχάρια Μοναχὴ
(Αʹ- ΙΔʹ).
10. Λόγος κατὰ τὴν ρασοφορία Μοναζουσῶν τῆς Μονῆς τοῦ Σοῦρα
στὸν ᾿Αρχάγγελο.
• Στὰ ἑλληνικά, ἔχουμε τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία, νὰ κυκλοφοροῦν
σὲ δύο τόμους ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Τὸ ῞Αγιον ῎Ορος» στὴν Θεσσαλονίκη,
τὰ ὑπ᾿ ἀριθ. 3 καὶ 7 μαζὶ (πραγματικὸ ἐντρύφημα!), καθὼς καὶ μερικὰ
Ποιήματα, ὑπ᾿ ἀριθ. 6 (1992)· ἐπίσης, τὰ ὑπ᾿ ἀριθ. 9 καὶ 10 μαζὶ
(1993).
...Διδασκαλία περί προσευχής.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος διαιρεῖ τὴν προσευχὴ σὲ τρία στάδια καὶ λέγει:«᾿Αρχὴ μὲν προσευχῆς, προσβολαὶ μονολογίστως διωκόμεναι ἐκ προοιμίων αὐτῶν· μεσότης δέ, τὸ ἐν τοῖς λεγομένοις καὶ νοουμένοις εἶναι τὴν διάνοιαν· τὸ δὲ ταύτης τέλειον, ἁρπαγὴ πρὸς Κύριον»1.«᾿Αρχὴ τῆς προσευχῆς εἶναι νὰ διώκωνται οἱ ἐχθρικὲςπροσβολὲς στὴν ἀρχή τους μ᾿ ἕναν ἀποφασιστικὸ λόγο.Μέσον τὸ νὰ παραμένη ὁ νοῦς στὰ λόγια καὶ στὰ νοήματατῆς προσευχῆς. Καὶ τέλος τὸ νὰ ἁρπαγῆ ὁ νοῦς πρὸςτὸν Κύριο».Σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο στάδιο φθάνουν κατὰ κανόνα μόνον ὅσοιἔχουν τελειοποιηθῆ στὴν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ ὁ Κύριος μὲ τὸ μεγάλο του ἔλεος ἀξιώνει μερικοὺς νὰ πάρουν μιὰ γεύση αὐτῆς τῆς καταστάσεως, ἔστω κι᾿ ἂν δὲν ἔχουν προχωρήσει πολὺ στὴν προσευχή,σὰν ἀνταμοιβὴ τῶν προσπαθειῶν ποὺ καταβάλλουν.Θὰ σοῦ ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα2.
῎Ημουν ἀκόμη ἀρχάρια, Δόκιμη, καὶ ἡ Γερόντισσά μου, ἡ Μητέρα Γλαφύρα, μ᾿ ἔστειλε σὲ μιὰν ἄλλη Γερόντισσα, τὴν Μοναχὴ Θεοκτίστη.
῏Ηταν μετὰ τὸν ῾Εσπερινό, ὅταν οἱ περισσότερες Μοναχὲς πηγαίνουν στὴν Τράπεζα.
῞Οταν ἔφθασα στὴν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ εἶπα, σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό, τὴν μονολόγιστη εὐχὴ καὶ ἄνοιξα τὴν πόρτα δίχως νὰ περιμένω ἀπάντηση. Πέρασα τὸ κατώφλι καὶ εἶδα τὴν ἀκόλουθη σκηνή.
Στὴν πιὸ ἀπόμερη γωνιὰ τοῦ Κελλιοῦ καὶ μπροστὰ στὶς Εἰκόνες ἦταν γονατισμένη ἡ Γερόντισσα Θεοκτίστη μὲ τὰ χέρια της ὑψωμένα σὲ δέηση καὶ τὰ μάτια της προσηλωμένα στοὺς ῾Αγίους.Προφανῶς δὲν εἶχε καταλάβει ὅτι μπῆκα, ἂν καὶ εἶχα εἰπεῖ τὴν εὐχὴ μεγαλόφωνα καὶ ἡ πόρτα ἔτριξε δυνατά. ῏Ηταν ἐντελῶς μόνη της στὸ Κελλί. Εγὼ στάθηκα μὲ ἀμηχανία στὸ κατώφλι, μὴ τολμώντας νὰ προχωρήσω καὶ μὴ ξέροντας τί νὰ κάνω. ᾿Εὰν ἔμενα στὸ Κελλὶ ὑπῆρχε φόβος νὰ φέρω τὴν Γερόντισσα σὲ δύσκολη θέση, ὅταν θὰ συνερχόταν καὶ ἔβλεπε ὅτι ὑπῆρχε κάποια μάρτυρας τῆς ὑψηλῆς προσευχῆς της, κι᾿ ἂν ἔφευγα θὰ ἔτριζε πάλι ἡ πόρτα. ῞Υστερα δὲν ἤθελα καὶ νὰ φύγω.
Στὸν διάδρομο ἄρχισαν ν᾿ ἀκούγωνται οἱ χαρούμενες φωνὲς τῶν ᾿Αδελφῶν, ποὺ εἶχαν πιὰ τελειώσει τὸ γεῦμα τους στὴν Τράπεζα καὶ πήγαιναν στὰ Κελλιά τους κι᾿ ἑτοιμάσθηκα νὰ προλάβω τὶς δύο Δόκιμες τῆς Γερόντισσας, ποὺ θὰ ἔπρεπε τώρα νὰ ἐπιστρέφουν. ᾿Εκεῖνες ὅμως δὲν ἦλθαν, πρᾶγμα ποὺ μὲ εὐχαρίστησε πολύ.
Δὲν ξέρω πόσην ὥρα ἔμεινα ἔτσι στὸ κατώφλι ἀναποφάσιστη καὶ ἔκθαμβη μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα. ῎Ισως νὰ ἦταν μιὰ ὁλόκληρη ὥρα, ἴσως καὶ παραπάνω.
…῾Η Γερόντισσα δὲν ἄλλαξε θέση, δὲν κινήθηκε καθόλου, μόνο οἱ σποραδικοὶ λυγμοί της καὶ κάποια σιγανὰ καὶ ἀκαθόριστα ἐπιφωνήματα μαρτυροῦσαν ὅτι ἦταν σὲ ἐγρήγορση. Τέλος κατέβασε τὰ χέρια της κι᾿ ἔσκυψε τὸ κεφάλι της στὸ πάτωμα. ῎Εμεινε σ᾿ αὐτὴν τὴν στάση λίγα λεπτὰ καὶ μετὰ σηκώθηκε καὶ φύσηξε τὴν μύτη της στὸ μαντήλι της.
Κατάλαβα τότε ὅτι ἡ Γερόντισσα εἶχε συνέλθει ἀπὸ τὴν ἔκσταση κι᾿ ἐπειδὴ δὲν ἤθελα νὰ καταλάβη ὅτι ἤμουν ἐκεῖ καὶ τὴν στενοχωρήσω, μισάνοιξα τὴν πόρτα καὶ εἶπα πάλι δυνατὰ τὴν εὐχή, κάνοντας
πὼς ἔμπαινα μόλις ἐκείνη τὴν στιγμή.
«᾿Αμήν», ἀπάντησε κι᾿ ἔτρεξε γρήγορα καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ ἕνα χώρισμα στὴν γωνία τοῦ κελλιοῦ της. Μετὰ βγῆκε ἀργὰ-ἀργὰ τρίβοντας τὰ μάτια της καὶ μουρμούρισε πὼς ἔστειλε κάπου τὶς δόκιμές της κι᾿ αὐτὴν τὴν πῆρε λίγο ὁ ὕπνος.
᾿Εγὼ ἔβαλα μετάνοια συγκρατώντας μὲ δυσκολία τὰ δάκρυά μου καὶ τῆς εἶπα τὸν λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχα ἔλθει, ἀλλὰ ἐκείνη φαινόταν σὰν νὰ μὴν ἄκουγε τὰ λόγια μου καὶ πράγματι δὲν μποροῦσε νὰ τ᾿ ἀκούση, γιατὶ μὲ τὴν ψυχή της βρισκόταν σ᾿ ἕναν ἄλλο καλύτερο τόπο, ποὺ δὲν ἀνήκει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Μὲ κοίταξε λοιπὸν μὲ ἀπορία καὶ στὸ τέλος εἶπε: «Μήπωςβρίσκεσαι ἐδῶ ἀπὸ ὥρα;».
᾿Επανέλαβα τότε τὸ ψέμα μου ὅτι μόλις εἶχα μπῆ τώρα ποὺ εἶπα τὴν εὐχὴ κι᾿ ἔτριξε ἡ πόρτα, ἀλλὰ προφανῶς μὲ πρόδιδε ἡ ὄψη μου, γιατὶ τὰ δάκρυά μου ἤθελαν νὰ τρέξουν ποτάμι, καθὼς ἔβλεπα τὴν ἤρεμη καὶ ἀγγελικὴ ἔκφραση, ποὺ ἦταν ἀποτυπωμένη στὸ πρόσωπο τῆς Γερόντισσας. ᾿Εξακολούθησα ὅμως νὰ ἐπιμένω στὸ ψέμα μου, γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ ταράξω τὴν Μοναχή.
Αὐτὴ παρέμενε σιωπηλή, ὅσην ὥρα μιλοῦσα ἐγώ, μὰ φαινόταν νὰ σκέφτεται ἄλλα καὶ ὄχι ὅ,τι τῆς ἔλεγα. Εν τῷ μεταξὺ μὲ ἀπασχολοῦσε καὶ μένα ἡ σκέψη τί θὰ ἔλεγα στὴν Γερόντισσά μου, ποὺ μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ δικαιολογήσω τὴν καθυστέρησή μου. ῾Η Μητέρα Θεοκτίστη καθόταν ἀκόμη σιωπηλὴ μὲ τὸ βλέμμα καρ- φωμένο κατ᾿ εὐθεῖαν μπροστά· τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀσταμάτηταἀπὸ τὰ μάτια της, μὰ δὲν ἔκανε τὸν κόπο νὰ τὰ σκουπίση· ἦτανφανερὸ ὅτι οὔτε κἂν τὰ πρόσεχε καὶ βρισκόταν σὲ μιὰ κατάσταση μετέωρη, λυπημένη ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν ἔκσταση.
Τέλος μὲ ξαναρώτησε: «Βρίσκεσαι πολλὴν ὥρα ἐδῶ;».Αὐτὴν τὴν φορὰ δὲν εἶχα τὴν δύναμη νὰ εἰπῶ τίποτε, μόνο τῆςἔβαλα ἐδαφιαία μετάνοια. Δὲν μπορῶ κι᾿ ἐγὼ νὰ καταλάβω πῶςβρῆκα τὸ θάρρος νὰ τὴν ρωτήσω: «Μητέρα, τί σοῦ συνέβη;».᾿Εκείνη ἔστρεψε τὸ βλέμμα της μὲ μιὰ ἐρωτηματικὴ ἔκφραση καὶμὲ κοίταξε καλά· μετὰ εἶπε μὲ καλωσύνη: «Τίποτε δὲν μοῦ συνέβη,παιδί μου, μὰ νά, ἦταν σὰν νὰ πέταξα καὶ νὰ πῆγα κάπου, σὰν νὰ εἶδα κάτι», κι᾿ ἄρχισε πάλι νὰ κλαίη.
Μετὰ ἀφοῦ σώπασε γιὰ λίγο συνέχισε: «῞Ενα πρᾶγμα ἔχω νὰ εἰπῶ, ῾῾Δόξα σοι, Κύριε᾿᾿...» κι᾿ ἔκανε τὸν σταυρό της. Μετὰ μὲ ρώτησε γιὰ τὰ δικά μου καὶ μὲ παρηγόρησε λέγοντάς μου νὰ μὴ στενοχωριέμαι γιὰ τὶς θλίψεις τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τέλος μὲ κατευόδωσε: «Πήγαινε τώρα στὸ καλὸ καὶ πὲς στὴν Γερόντισσά σου ὅτι ἐγὼ σὲ κράτησα».
῾Η Γερόντισσα Θεοκτίστη προερχόταν ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἁπλῶν χωρικῶν καὶ ἦταν ὀλογιγράμματη, ἴσως καὶ τελείως ἀγράμματη.Γιὰ πολλὰ χρόνια τὸ διακόνημά της ἦταν ἡ πολὺ δύσκολη δουλειὰ τῆς συλλογῆς εἰσφορῶν· πήγαινε δηλαδὴ στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις καὶ μάζευε χρήματα γιὰ τὸ Μοναστήρι.
῞Οταν πιὰ γέρασε καὶ τὴν ἐγκατέλειψαν οἱ δυνάμεις της, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ διακόνημα καὶ πήγαινε μόνο στὶς ᾿Ακολουθίες στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες Γερόντισσες.
῾Η ζωή της στὸ κελλί, ἂν κρίνω ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα, ἦταν σὰν ὅλων τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς της ἦταν γνωστὴ μόνον σ᾿ ᾿Εκεῖνον ποὺ «ἐτάζει καρδίας».
Θὰ σοῦ διηγηθῶ τώρα ἕνα ἄλλο περιστατικὸ3 σχετικὰ πάλι μὲ τὴν προσευχὴ ποὺ ἀνυψώνει πάνω ἀπὸ τὰ γήϊνα αὐτοὺς ποὺ προσπαθοῦν σ᾿ αὐτήν.
Στὸ Μοναστήρι μας ὑπῆρχε μιὰ Μοναχή, σχετικὰ νέα, ἀλλὰ πολὺ εὐάρεστη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν πνευματική της πρόοδο. Αὐτὴ ἔμενε μαζὶ μὲ δύο νεαρὲς Δόκιμες.
Αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ διηγηθῶ συνέβη κάποιο Σάββατο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.᾿Εκείνη λοιπὸν τὴν ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ τὸ δεῖπνο ἔφυγαν καὶ οἱ δύο Δόκιμες γιὰ νὰ πᾶνε κάπου καὶ ἡ Μοναχὴ θέλησε νὰ ἐκμεταλλευθῆ ὴν μοναξιὰ καὶ νὰ προσευχηθῆ.Καὶ νὰ τὶ μοῦ εἶπε κατὰ λέξη:«Θυμοῦμαι ὅτι ἄρχισα νὰ ἀπαγγέλω ἀπ᾿ ἔξω τοὺς Χαιρετισμοὺς στὸν Γλυκύτατο ᾿Ιησοῦ, ποὺ τὴν παρουσία Του ἔνοιωθα ἀκόμη στὴνκαρδιά μου, ἀφοῦ ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἶχα κοινωνήσει.Εἶπα ἕνα Οἶκο καὶ μετὰ ἕναν ἄλλο κι᾿ ἄρχισα νὰ νοιώθω ὅτι ἡ ψυχή μου ὅλο καὶ περισσότερο συγκινιόταν καὶ θερμαινόταν ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο. ῞Υστερα σιγὰ-σιγὰ ἄρχισα νὰ τρέμω ὁλόκληρη στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα καὶ νὰ κλαίω μὲ ἄφθονα δάκρυα.Οἱ φυσικές μου δυνάμεις μὲ ἐγκατέλειψαν καὶ γιὰ νὰ μὴν πέσω, γονάτισα κι᾿ ἔβαλα μετάνοια μπροστὰ στὶς ἅγιες Εἰκόνες, ἐνῶ συνέχιζα ἀπὸ μέσα μου νὰ λέω τὸν ᾿Ακάθιστο. Φαίνεται ὅτι τὸν εἶπα μέχρι τὴν μέση, γιατὶ δὲν θυμοῦμαι νὰ συνέχισα.
Τὸ κάθε τὶ γύρω μου στὸ Κελλί, τὸ πάτωμα ποὺ ἤμουν γονατισμένη καὶ ὅλα τὰ ἀντικείμενα σὰν νὰ ἐξαφανίσθηκαν· μπροστά μου παρουσιάσθηκε μιὰ ἄλλη σκηνὴ κι᾿ ἔβλεπα κάπου μακρυὰ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ᾿Ιησοῦ μας ποὺ καθόταν ἐκεῖ. Τὸν περιτριγύριζαν ἕνα πλῆθος ὄντα ποὺ δὲν θυμοῦμαι, ἐὰν ἦταν ἄνθρωποι ἢ ῎Αγγελοι καὶ ποὺ ὅλα ἔψαλλαν μ᾿ ἕναν ἐξαίσιο μελωδικὸ τρόπο, ἐνῶ ἐγὼ στεκόμουν ἐκεῖ πίσω τους καὶ εὐφραινόμουν. Δὲν θυμοῦμαι τίποτ᾿ ἄλλο νὰ σοῦ εἰπῶ κι᾿ οὔτε ξέρω ἂν τὸ ὅραμα κράτησε πολύ, παρὰ μόνο ὅ,τι μοῦ εἶπαν κατόπιν οἱ διακονήτριές μου, πὼς δηλαδὴ ὅταν ἦλθαν στὸ Κελλί μου καὶ μὲ εἶδαν πεσμένη μπροστὰ στὶς Εἰκόνες, νόμισαν στὴν ἀρχὴ πὼς προσευχόμουν, ἀλλὰ κατόπιν, βλέποντας ὅτι περνοῦσε ἡ ὥρα καὶ δὲν σηκωνόμουν, νόμισαν πὼς κοιμόμουν κι᾿ ἄρχισαν νὰ μὲ φωνάζουν, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα, ὁπότε μ᾿ ἄφησαν ἢσυχη.
῞Οταν συνῆλθα ἀπὸ τὴν θαυμάσια αὐτὴ ἔκσταση καὶ τὸ ὅραμα, τὸ Κελλί μου ἦταν πάλι ἄδειο καὶ χάρηκα πολὺ γι᾿ αὐτό.Τὸ πάτωμα, στὸ σημεῖο ποὺ ἀκουμποῦσε τὸ μέτωπό μου, ἦτανκατάβρεχτο μὲ δάκρυα σὰν νὰ εἶχε χυθῆ νερό.Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ μέλη μου δὲν εἶχαν νεκρωθῆ, τὰ δάκρυα ὅμως οὔτε τὰ ἔνοιωσα, οὔτε τὰ συνειδητοποίησα καὶ γιὰ νὰ μιλήσω πιὸ καθαρά, δὲν ἤξερα καθόλου τί μοῦ συνέβαινε.῾Η γλυκύτητα ποὺ γέμισε τὴν καρδιά μου αὐτὲς τὶς πανάγιες στιγμές, παρέμεινε γιὰ πολὺ μέσα στὴν ψυχή μου σὰν μάρτυρας τῆς οὐράνιας ἐπισκέψεώς μου».
Βλέπεις, ᾿Αδελφή, τί παραδείγματα ὑψηλῆς καὶ συγκεντρωμένης προσευχῆς ἔχομε ἀπὸ σύγχρονες Μοναχές;Ποιός μᾶς ἐμποδίζει λοιπὸν ἀπὸ τὰ νὰ ἐπιτύχωμε κι᾿ ἐμεῖς αὐτὸτὸ ὕψος;Στὰ βιβλία τῶν ῾Αγίων Πατέρων ὑπάρχουν βέβαια πολλὰ παρόμοια παραδείγματα, ἐγὼ ὅμως σοῦ ἔφερα σκόπιμα παραδείγματα ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν μοναζουσῶν τῆς ἐποχῆς μας, γιατί, ὅταν διαβάζωμε κι᾿ ἀκοῦμε διηγήσεις γιὰ τὰ μεγάλα κατορθώματα τῶν ῾Αγίων, λέμε συχνὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσωμε τὴν δική μας ἀμέλεια: «Τότε ὑπῆρχαν ῞Αγιοι.Αὐτὸ ἔγινε ἐκείνη τὴν ἐποχή, τώρα ὅμως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατοι καὶ οἱ καιροὶ ἄλλαξαν!».
Νὰ λοιπόν, μάθε ἀπὸ τὴν δική μου πεῖρα ὅτι ἀκόμη καὶ τώρα ὑπάρχουν ἀληθινοὶ ἀγωνιστές.Οὔτε ὁ χρόνος, οὔτε ὁ τόπος κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ ἐλεύθερη βούληση καὶ ἡ σταθερὴ ἀπόφασή του.
Νὰ προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ σοῦ στερήση τὴν εὐλογία Του.
ΠΗΓΗ.Πνευματικα θησαυρισματα(.dosambr.wordpress.com )
Συνέντευξη με την μοναχή Φωτεινή-Μια ερημίτισσα των καιρών μας
-Πως είναι να ζει κανείς στην έρημο αδερφή Φωτεινή σε σχέση με τη ζωή στο κόσμο; Επειδή λένε για αυτούς που διαλέγουν να ζήσουν στην ερημιά ότι είναι τρελοί
(μοναχή Φωτεινή ) – Σας λέγω σίγουρα ότι αν γεννιόμουν ξανά κατευθείαν στην ησυχία θα πήγαινα . Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ «ησυχίας» και «κόσμου», ακόμη και μεταξύ μοναστηριού και της ησυχίας της ερήμου. Σίγουρα οι πειρασμοί είναι πιο μεγάλοι στην έρημο αλλά η χαρά που δίνει ο Κύριος δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα εγκόσμιο. Αν από τη έρημο χρειαστεί να βγεις στον κόσμο (όπως καμιά φορά είναι ανάγκη να κάνω εγώ ) αισθάνεσαι ότι μπαίνεις στους «τρελούς»όπως και οι άλλοι λένε για αυτούς που αποτραβιόνται στην ερημιά….αλλά δε θέλω να προσβάλω κανέναν.
-Μπορούμε να πούμε ότι εδώ σε αυτή τη καλύβα είστε στο προθάλαμο του Παραδείσου;
-Εγώ χαίρομαι για ότι μου έδωσε ο Θεός επειδή αισθάνομαι ότι με αγαπάει η Παναγία, αλλιώς δε θα άντεχα στους πειρασμούς της ερήμου χωρίς τη βοήθεια της Παναγίας των Αγίων και του Χριστού ….επειδή ο εχθρός είναι πεισματώδης και επιθετικός ιδίως προς εκείνους που φέρουν το ζυγό του Χριστού και αποτραβήχτηκαν στην ησυχία
-Μοναχή Φωτεινή γνωρίζω μοναχούς και μοναχές που θέλουν να φύγουν από το μοναστήρι και να πάνε στη έρημο σε μια μικρή καλύβα στο δάσος, να είναι με το Χριστό ,μόνοι αυτοί και ο Χριστός, όσο και να υπέφερουν. Σε αυτούς θα ήθελα από τη πείρα σας να πείτε τι πειρασμοί τους περιμένουν
-Ναι, μπορώ να πω, αφού σίγουρα πολλοί μοναχοί είναι ήδη οικείοι με τις παγίδες και τις πονηριές του εχθρού. Αλλά δε ξέρω να δώσω συμβουλές η αγιοσύνη τους πρέπει να δώσει σε μένα. Αν αισθάνονται λοιπόν αυτή την ανάγκη, αφού έχουν μείνει στο μοναστήρι τουλάχιστον 10 χρόνια (συμφωνά με τους κανόνες) θα πρέπει να έχουν πρώτα από όλα την ευλογία του πνευματικού τους.
-Μετά το 1989 κυρίως βγαίνουν στο δάσος κάποιοι άνθρωποι που δε τα πάνε καλά με τους νόμους και αν δουν κάποιο μοναχό σε κάποιο καλυβάκι τον ληστεύουν. Αυτοί δε ξέρουν τι είναι ερημίτης ,μοναχός ,ότι διάλεξε να ζήσει στη φτώχεια και ότι δεν έχουν τι να κλέψουν.
-Ηρθαν και σε μένα δε πολυβρήκαν κάτι να κλέψουν, αλλά είχα μια υποτακτική ή οποία φοβήθηκε και έφυγε ,δεν άντεξε.
Ή τη νύχτα όταν κάνεις την ακολουθία του όρθρου συμβαίνει να αισθάνεσαι τον διάβολο να περνάει από κοντά σου και να αφήνει μια μυρωδιά ψοφιμιού, κάτι τρομερό και να χρειάζεται να ανοίξεις τη πόρτα και το παράθυρο της καλύβας για να μπορείς να συνεχίσεις τη προσευχή
-Εμφανίζεται αυτή η μυρωδιά χωρίς να υπάρχει η «πηγή» αυτής της μυρωδιάς;
-Ναι σίγουρα στο δάσος δεν υπάρχουν τέτοιες μυρωδιές. Αλλά είναι καλό αυτό επειδή ο Θεός επιτρέπει στο σατανά να σε πειράξει για να Τον πλησιάσεις πιο πολύ, επειδή ίσως δεν έκανες όλο το κανόνα και για αυτό έχεις πειρασμούς ,όπως εγώ η ανάξια όπου δεν προσεύχομαι όσο πρέπει και στενοχωρώ το Θεό. Άλλη φορά ενώ προσευχόμουν ήρθε κάποιος και μου ξερίζωσε υδρορροές από το τοίχο της καλύβας (αν και έξω δεν ήταν κανείς εγώ τα έβαλα στη θέση τους και συνέχισα τη προσευχή, αλλά έχασα αρκετό χρόνο για την επιδιόρθωση. Συνέχισα να διαβάζω το ψαλτήρι και πάλι άκουσα τις υδρορροές να πέφτουν…τις επιδιόρθωσα και συνέχισα τη προσευχή μου.
-Τι είναι πιο δύσκολο στην έρημο αδερφή Φωτεινή;
-Αυτό που είναι δύσκολο είναι η πάλη με τους λογισμούς . Είναι δύσκολη αυτή η πάλη επειδή ο εχθρός σου δίνει σκέψεις όπου ούτε που υποπτεύεσαι πως μπορεί να γεννήσει το μυαλό σου. Για παράδειγμα : «τι γυρεύεις εδώ ;», «γιατί ήρθες εδώ;», «άλλη δουλειά δεν έχεις;»,»δεν μπορούσες να μείνεις στον κόσμο;»
Για αυτό είναι καλό να μην επισκέπτονται συγγενείς επειδή τον αναστατώνουν, ίσως κάποια μοναχή ή μοναχός για να φέρει λίγο φαγητό. Είναι καλό όμως τον ερημίτη να μην τον επισκέπτεται κόσμος .Εμένα ο πνευματικός μου δε μου επιτρέπει να δέχομαι κόσμο και άλλωστε γιατί να έρθει κάποιος σε εμένα , τι συμβουλές να του δώσω …εγώ είμαι ένας απλός άνθρωπος …προσεύχομαι για όλο τον κόσμο όπως κάνει η εκκλησία μας.
μετάφραση-www.proskynitis.blogspot.com
πηγή-περιοδικό LUMEA MONAHILOR
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)