Προδρόμης Μοναχής ,Καθηγουμένης της Ιεράς Μονής Αγίου Ηρακλειδίου.
Η μακαριστή γερόντισσα Χαριθέα, κατά κόσμον Ελένη Χατηχάρου, γεννήθηκε το 1915 στο χωριό Αθηένου και ήταν το δεύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειάς της. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο και στη συνέχεια βοηθούσε στις διάφορες γεωργικές εργασίες την οικογένειά της η οποία διακρινόταν για την κοινωνική και οικονομική της κατάσταση.
Ο πόθος της για το μοναχικό βίο.
Από πολύ νεαρή ηλικία η καρδιά της φλεγόταν από τον πόθο να αφιερώσει τη ζωή της στο Χριστό ακολουθώντας το μοναχικό βίο, πράγμα πολύ ασυνήθιστο για τα κυπριακά δεδομένα, αφού μέχρι τότε δεν λειτουργούσε ούτε ένα γυναικείο Κοινόβιο στην Κύπρο. Στην εκπλήρωση της επιθυμίας της αυτής, συνάντησε μεγάλη αντίσταση από τους γονείς της, οι οποίοι μάλιστα την πίεζαν συνεχώς να παντρευτεί. Σχετικά αναφέρει η ίδια στο προσωπικό της ημερολόγιο: ''Αφ' ης ημέρας ανεκοίνωσα τον σκοπόν μου στους γονείς μου, άνοιξα εμπρός μου ένα χάος αδιαπέραστον. Δεν το περίμεναν, δεν ήθελαν να ακούσουν περί μοναχικής πολιτείας, τους εφάνη τόσον απαίσιον και δεν εδίσταζαν να μου λέγουν, ότι τους επρόσβαλλα και ότι έπρεπε να παραιτηθώ. Και μέρα και νύχτα είχαμε έναν πόλεμο ακατάπαυστον. Εγώ επέμενα, εκείνοι με απέτρεπαν και ήμουν διαρκώς λυπημένη και παρακαλούσα τον Θεό να με φωτίσει τι να κάνω διότι ήτο δι' εμέ ένας θάνατος. Είχα εκ δεξιών μου την αγάπη του Θεού και εξ' αριστερών μου την αγάπη των γονέων μου. Τον Θεό δεν τον έβλεπα, αλλά τον αισθανόμην τόσον πλησίον μου, που δεν ήθελα να απομακρυνθώ, διότι κάτι σαν μέθη πνευματική, μία γλυκύτης άρρητος, μία χαρά ανείπωτος επλημμύριζεν την καρδίαν μου και έφρισσε από πνευματική αγαλλίασιν το πνεύμα μου. Πάλιν τους γονείς μου τους υπεραγάπουν (.) Αντέτξα όλας μου τας δυνάμεις, αγωνίσθηκα με σθένος και υπέρ άνθρωπον. Εκομματιάσθη η καρδία μου. Υπέφερα πολύ, νύχτες ολόκληρες άγρυπνη με δάκρυα ατελείωτα και ένας βουβός πόνος ήτο η συντροφιά μου''.
Στις δύσκολες αυτές στιγμές της ζωής της, η νεαρή τότε Ελένη, έβρισκε μοναδικό καταφύγιο στις κρυφές συναντήσεις και τη μυστική αλληλογραφία που διατηρούσε με τον πνευματικό της Γέροντα Μακάριο Σταυροβουνιώτη ο οποίος διέπρεψε ανάμεσα στους πατέρες της Μονής του, για την πλούσια πνευματική του δράση. Γράφει γι' αυτόν χαρακτηριστικά η Γερόντισσα Χαριθέα: ''(.) ο ευλογημένος μου έδωσε τόσο θάρρος και ελπίδα με τα γραφόμενά του (.) Υπήρξε για μένα πνευματικός μου πατέρας, στήριγμα και παρηγορία σ' όλη την επίγειόν του ζωή και σ' εκείνον χρεωστώ όλην την πνευματική μου υπόστασιν και ουδέποτε θα τον λησμονήσω.''
Ταυτόχρονα, η ίδια έδινε όλον τον εαυτόν της σε θερμή προσευχή, ακόμη και την ώρα που εργαζόταν έξω στα χωράφια. Γράφει στο ημερολόγιο της: ''Θεέ μου, και αν αυτό είναι το θέλημά σου και αν με προορίζεις δια μοναχήν, βεβαίωσόν με δια να προχωρήσω. Πέρασε καιρός, και εγώ με την προσμονήν δια την απάντησιν του Θεού, περνούσα τον καιρόν μου προσευχομένη και περιμένουσα το πλήρωμα του χρόνου''.
Η θεία κλήση για το μοναχικό βίο.
Και πράγματι η απάντηση του Θεού ήρθε και η έλλειψη της ανθρώπινης παρηγορίας καλύφθηκε με την επέμβαση της θείας παρηγορίας. Η ίδια η μακριστή Γερόντισσα περιγράφει το θαυμαστό αυτό γεγονός στο προσωπικό της ημερολόγιο: ''Ποτέ δεν θα ξεχάσω το Άγιον Του κάλεσμα. Όταν αναπολώ εις την μνήμη μου την ημέρα εκείνην. με διατρέχουν ρίγη θείας συγκινήσεως και μένω εκστατική μπροστά στο θείο μεγαλείο που αντίκρυσα και έγινα μέτοχος εγώ, ανάξιον πλάσμα και τόσον μικρόν. Ήταν μία Κυριακή του Αυγούστου του 1938. Ανέβηκα στο ανώγι δια να αναπαυθώ και σωματικώς και να τακτοποιήσω τους λογισμούς μου που ήτο τόσο ταραγμένοι και αλληλοσυγκρουόμενοι (.) Όσον και αν προσπαθούσα, μου ήτο αδύνατον να τακτοποιήσω έστω και επ' ελάχιστον το ταραγμένο μου πνεύμα. Ξέσπασα σε κλάματα ατελείωτα και μετά σε κατανυκτική προσευχ ή. Ηρέμησε το πνεύμα μου και κάτι σαν ύπνος με κατέλαβε. Μου εφάνη πως άκουσα σαν βοήν ανέμου, σαν να εσείετο καλαμιώνας και ετράβηξε την προσοχή μου προς το μέρος που ακούετο η βοή. Πράγματι, ήτο άνεμος στην αρχή και ενώ έβλεπα προς τα εκεί, ξανοίχθηκε μπροστά μου ένα μεγαλοπρεπές θέαμα. Εφάνη μαζί με τον άνεμο ένας άνθρωπος ντυμένος ιερατικά, νέος και ωραίος, ασπροντυμένος με γαλανούς σταυρούς επάνω στο φελόνιο. Δεν πατούσε στη γη. Ήρχετο προς το μέρος μου σαν να πετούσε, σαν να γλυστρούσε. Τα μαλλιά του και τα γένεια του τα ξανέμιζεν ο αέρας και το πρόσωπό του ήτο χαροποιόν. Έφθασε κοντά μου και με επροσπέρασε ένα βήμα και ύψωσε έναν μεγάλο σταυρόν και μου είπε συνάμα: ''Έρχουν οπίσω μου''. Επροχώρησε με τον άνεμο και ακούστηκαν ψαλμωδία από μυριάδες φωνές και έπαυσε πλέον δι' εμέ η οπτασία εκείνη. Εξύπνησα και μονομιάς ευρέθηκα γονατιστή. Ξέσπασα σε λυγμούς. Εφώναζα, ''έρχομαι Κύριε, έρχομαι'' και έκλαια. Από την ημέρα εκείνη μία ήτο η σκέψις μου, πως θα κατορθώσω να απαλλακτώ τον κόσμον και να βρεθώ μόνη μου μέσα σε ένα κελλί με τέσσερις τοίχους, να απολαύσω τον Θεό μου''.
Η Γερόντισσα ''ενδεδυμένη τα όπλα του Χριστού''.
Από τότε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η μακαριστή Γερόντισσα, τάχθηκε υπό τη σημαία του σταυρού και πήρε την οριστική απόφαση να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Τακτοποίησε όλες τις υποθέσεις, βοήθησε στην αποκατάσταση των αδελφών της, κέρδισε κάπως τη μεταβολή των γονιών της και έτσι το 1945 εγκατέλειψε τα του κόσμου και πήγε στο ιδιόρυθμο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Καϊμακλί, αφού τότε δε λειτουργούσε κανένα γυναικείο κοινόβιο μοναστήρι στην Κύπρο.
Το 1949 στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, αξιώθηκε του μεγάλου και αγγελικού σχήματος και πήρε το όνομα Χαριθέα. Τα γραφόμενα στο ημερολόγιό της γι' αυτή την ημέρα, όπως και ολόκληρη η βιοτή της, φανερώνουν το ανδρείο και αγωνιστικό φρόνημα της και ξεχώριζε πάντα στον χαρακτήρα της. Γράφει σχετικά: ''Τώρα πλέον ως στρατιώτης Χριστού, ενδεδυμένη τα όπλα του Χριστού, κατέρχομαι στο στάδιο του αγώνος αποφασισμένη να αποθάνω εις τον αγώνα, παρά να ενδώσω εις τας υποβολάς του εχθρού από τον οποίον καθώς ήκουσα εις την χειροτονίαν μου δεν θα εύρω άνεσιν''.
Γεμάτη πνευματικό ενθουσιασμό όπως αναφέρει, έστηνε πύργος με τη φαντασία της και έβλεπε τα μακρά κοντά και τας τραχείας οδούς λείας. Πολύ σύντομα όμως διαπίστωσε ότι η πνευματική κατάσταση στο μοναστήρι δεν την ευχαριστούσε ένεκεν της ιδιορρυθμίας και της έλλειψης διοικήσεως, γι' αυτό η προσευχή της και ο διακαής πόθος της ήταν να φύγει απ' εκεί και να αξιωθεί να ζήσει σ' ένα κοινόβιο, όπως πάντα ονειρευόταν.
Στο μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου.
Δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια υπομονής και καρτερίας χρειάστηκαν για να φθάσει το πλήρωμα του χρόνου. Το 1962 λοιπόν με την άδεια του τότε Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου του Γ' δίνεται στη Γερόντισσα και σε άλλες δύο αδελφές που έφυγαν μαζί της, την αδελφή Θεοφανώ και την αδελφή Ευπραξία, το μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου που μέχρι τότε ήταν ερειπωμένο, με σκοπό την αναστήλωση και επαναλειτουργία του ως κοινοβίου.
''Όταν ήλθαμεν την πρώτη φορά να το δούμεν, γράφει η μακαριστή Γερόντισσα, με έπιασε δέος. Παλαιόν, ερειπωμένον ακατοίκητον. χωρίς εξώπορτα, χωρίς νερό, χωρίς δρόμο, χωρίς φώς. χωρίς κουζίνα και όσα χρειάζονται να ζήσουν οι άνθρωποι. Τα ενθυμούμαι και θαυμάζω το θάρρος που οπωσδήποτε το αναπτέρωνε ο πόθος και η βοήθεια του Αγίου Ηρακλειδίου. Εχρειάσθη αρκετός καιρός να απαλλαγούμε από διάφορα ερπετά. που σφετερίζοντο μαζί μας και αυγά και ψωμιά και όσπρια. Εχρειάσθησαν πολλές ημέρες να καθαρίσωμεν την αυλήν από τα αγκάθια και την εκκλησίαν από τις αράχνες και τες λίγδες των λαδιών. Δουλειά καθημερινώς και κόποι μεγάλοι.''
Πολύ σύντομα ο αριθμός της αδελφότητος αυξήθηκε και έτσι το 1966, η Γερόντισσα Χαριθέα αναλαμβάνει επίσημα την ηγουμενία της Μονής. ''Μόνον από αγάπη κινούμενη'', όπως αναφέρει, ''ανέλαβα την ευθύνη, χωρίς να υπολογίσω το μέγεθος της δυσκολίας. Το κοινόβιον και η παρουσία του πνευματικού, μου έδιδε το θάρρος και εσμίκρυνε τες δυσκολίες''.
Με την ανδρεία της ψυχή, το δραστήριο χαρακτήρα και το άμεμπτο αγωνιστικό της φρόνημα, με θυσία και αυταπάρνηση ανοικοδόμησε τον άγιο και αποστολικό χώρο της μετανοίας της με κομμάτια από την καρδιά της. Κάθε τι έμψυχο και άψυχο στο μοναστήρι είναι ποτισμένο από τα δάκρυα των προσευχών της και τους ιδρώτες των κόπων της. Το οικοδομικό συγκρότημα της Μονής, δέχθηκε πολλαπλές επιδιορθώσεις και προσθήκες κατά τη διάρκεια της ηγουμενίας της. Επισκευάσθηκαν εκ βάθρων και επεκτάθηκαν πτέρυγες της Μονής. Διορθώθηκε και εξωραΐστηκε το Καθολικό και το Συνοδικό. Ανοικοδομήθηκαν εργαστήρια, τραπεζαρία, ξενώνες και αρχονταρίκι. Κτίστηκε παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Τίμιο Πρόδρομο. Ακόμη διαμορφώθηκαν εσωτερικοί διάδρομοι με ψηφιδωτό δάπεδο το οποίο φιλοτέχνησαν οι αδελφές της Μονής.
Καρδιά ανοιχτή για κάθε ''Χριστό''.
Εκτός όμως από την ευθύνη για την αναστήλωση και επέκταση της Μονής για τριαντατέσσερα χρόνια, σήκωνε και το βαρύ σταυρό της πνευματικής καθοδήγησης των μοναζουσών. Με απέραντη αγάπη, διάκριση, ταπείνωση και συμμόρφωση στην πατερική παράδοση, προσπαθούσε να μορφώσει τον Χριστό στην καρδιά κάθε αδελφής, γεγονός, που απαιτούσε πολλή υπομονή και μακροθυμία, αφού κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικό χαρακτήρα και ιδιαιτερότητες. Γράφει συγκεκριμένα η Μακαριστή Γερόντισσα στο ημερολόγιο της: ''Διά να συγκροτείται και να προχωρεί ένας πνευματικός οργανισμός ο υπεύθυνος οφείλει να κλαίη μετά των κλαιόντων και να χαίρη μετά των χαιρότνων. Να κατεβή στο επίπεδο του οποιουδήποτε αδελφού και να έχη την δύναμιν να τον σηκώση από την πτώσιν του, διαθέτοντας πολλή αγάπην, πολλή υπομονήν και μαεστρίαν, δια να τον θέση ενώπιον του σκοπού του και των υποχρεώσεών του απέναντι του Εσταυρωμένου Ιησού. Δεν είναι εύκολον καθόλου, διότι βαρύνουν η κληρονομικότητα, πολλές φορές η στενή διανοητική δύναμις, οπότε ενισχύεται ο εγωϊσμός, η φιλαυτία, το πείσμα και κυριαρχεί η υπερηφάνεια''.
Έτσι, η μακαριστή Γερόντισσα Χαριθέα, πλάτυνε τόσο πολύ την καρδιά της, ώστε να χωρεί και να σκεπάζει τα προβλήματα, τις ανησυχίες και τις αδυναμίες κάθε πνευματικού της τέκνου. Επιπλέον, λόγω του χαρακτήρα της, απέφευγε την αυταρχική επιβολή κανόνων και προσπαθούσε να επιταχύνει το έργο της, προκαλώντας την φιλοτιμία και την αγάπη των αδελφών, προσφέροντας ταυτόχρονα ως παράδειγμα προς μίμηση, τόσο την εξωτερική συμπεριφορά όσο και την εσωτερική πνευματική εργασία.
Παράλληλα με τη φροντίδα για την πνευματική καθοδήγηση της αδελφότητας, πολύ συχνά μοιραζόταν τις υλικές και πνευματικές ανάγκες, τον πόνο και τα προβλήματα κάθε ανθρώπου που ζητούσε την βοήθεια της. Παρ' όλες τις φροντίδες που είχε και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε από διάφορες αρρώστιες που κατά καιρούς πέρασε, η πόρτα και η καρδιά της ήταν πάντοτε ανοιχτή για κάθε ''Χριστό'', όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσε κάθε ένα που ζητούσε τη βοήθειά της. Όσοι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί είχαν την ευλογία να την γνωρίσουν, έτρεφαν γι' αυτήν μεγάλο σεβασμό εκτίμηση και αγάπη, αφού η πανωραία ψυχή της αντανακλούσε με γλυκύτητα και απλότητα τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Αν και διήλθε τη ζωή της δια μέσου πολλών θλίψεων, χύνοντας ποταμούς δακρύων, αν και συνάντησε μεγάλες δυσκολίες και πολλές αντιδράσεις, ε ντούτοις με το φρόνημα που την χαρακτήριζε και τις παννύχιες προσευχές της κατάφερε να αντιμετωπίζει κάθε δύσκολη κατάσταση, έχοντας πάντοτε την ελπίδα της στη Θεία Πρόνοια.
Το οσιακό τέλος της Γερόντισσας.
Τα τελευταία δύο χρόνια της επιγείου ζωής της, τα πέρασε καθηλωμένη στο αναπηρικό καροτσάκι, λόγω κάποιας βλάβης στη σπονδυλική της στήλη. Ο τελευταίος χρόνος έγινε όμως μαρτυρικός, αφού προστέθηκαν οι αβάσταχτοι πόνοι του καρκίνου και οι ατελείωτες νύχτες που περνούσε άγρυπνη, λόγω της δύσπνοιας. Και αυτή τη δοκιμασία, όμως, την πέρασε με πολλή υπομονή, καρτερία, σιωπή και προσευχή, χωρίς να γογγύσει ή να παραπονεθεί, διδάσκοντας, έτσι, το τελευταίο μάθημα σ' εμάς τις μοναχές της. Στις 13 Απριλίου το 2000, Πέμπτη του Μεγάλου Κανόνος, κοιμήθηκε εν Κυρίω με οσιακό τέλος. Την προηγούμενη νύχτα, όταν οι αδελφές διάβαζαν στο νοσοκομείο το Μεγάλο Κανόνα, η Γερόντισσα συμπλήρωνε το ''Ελέησον με ο Θεός, ελέησον με'', ενώ το πρωί την άκουσαν να λέει: ''Αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντες μοι ε ύγε, εύγε''. Αφού γύρισε αριστερά, έφτυσε τρείς φορές, ξανάφτυσε πιο δυνατά και συνέχισε λέγοντας: ''Αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν επί Σοι, πάντες οι ζητούντες Σε, ο Θεός και λεγέτωσαν διά παντός, μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες το σωπήριόν Σου''.
Η προσευχή ήταν η συνεχής αδολεσχία της μέχρι και τις τελευταίες αναπνοές της. Ένα δείγμα της προσευχής της προς τον Ουράνιο Νυμφίο της, είναι γραμμένο στο ημερολόγιο της: ''Θεέ μου, σε παρακαλώ η αναξία Σου δούλη. Τη βοήθειάν Σου και τη χάριν Σου την οποία εδοκίμασα πλουσίαν ένεκεν της απείρου Σου ευσπλαχνίας και έδειξες τον πλούτον της χρηστότητός Σου και εις εμέ την ελαχίστην, μη παύσης να μοι χορηγής πάντοτε, δια να δυνηθώ να φέρω τον Σταυρόν Σου, μέχρι τελευταίας μου αναπνοής, να εγασθώ προς δόξαν Σου και να φανώ αξία της κλήσεως της οποίας εκλήθην. Κάμε με αγία, Θεέ μου, και εν σώματι και εν πνεύματι. Μη με εγκαταλείψεις δια τας εν γνώσει και αγνοία μου αμαρτίας. Μη με παρίδης την πτωχή Σου, τεθλιμμένην και αποτεθαρρημένην. Μη με αφήσης μόνην, Θεέ μου, ε ις τας επιθυμίας μου, αλλά δος μοι την χάριν Σου, ίνα συμπαρούσα μοι κοπιάση και μείνη μετ' εμού μέχρι τέλους.
Ηγαπημένε μου Ιησού, Αγνέ μου εραστά, γλυκύτατε σύζυγε της ψυχής μου, μοναδικόν μου αγαθόν, παντοτινή αδολεσχία του νοός μου, γλυκύτατον εντρύφημα της γλώσσης μου, άρρητος θυμηδία της ψυχής μου, βοήθησόν με να φέρω με υπομονή τον ολίγον κόπον τον οποίον χάριν Σου ανέλαβον, ότι είσαι Θεός ελέους και οικτιρμών και Σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων''.
Αμήν την ευχή της να έχουμε
περιοδ.ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ-Δεκέμβριος 2002-Μάρτιος 2003
Αμήν την ευχή της να έχουμε
περιοδ.ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ-Δεκέμβριος 2002-Μάρτιος 2003