Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Η Γερόντισσα Χαριθέα-Καθηγουμένη της Ιεράς Μονής του Αγίου Ηρακλειδίου



Προδρόμης Μοναχής ,Καθηγουμένης της Ιεράς Μονής Αγίου Ηρακλειδίου.


   Η μακαριστή γερόντισσα Χαριθέα, κατά κόσμον Ελένη Χατηχάρου, γεννήθηκε το 1915 στο χωριό Αθηένου και ήταν το δεύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειάς της. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο και στη συνέχεια βοηθούσε στις διάφορες γεωργικές εργασίες την οικογένειά της η οποία διακρινόταν για την κοινωνική και οικονομική της κατάσταση.
Ο πόθος της για το μοναχικό βίο.
   Από πολύ νεαρή ηλικία η καρδιά της φλεγόταν από τον πόθο να αφιερώσει τη ζωή της στο Χριστό ακολουθώντας το μοναχικό βίο, πράγμα πολύ ασυνήθιστο για τα κυπριακά δεδομένα, αφού μέχρι τότε δεν λειτουργούσε ούτε ένα γυναικείο Κοινόβιο στην Κύπρο. Στην εκπλήρωση της επιθυμίας της αυτής, συνάντησε μεγάλη αντίσταση από τους γονείς της, οι οποίοι μάλιστα την πίεζαν συνεχώς να παντρευτεί. Σχετικά αναφέρει η ίδια στο προσωπικό της ημερολόγιο: ''Αφ' ης ημέρας ανεκοίνωσα τον σκοπόν μου στους γονείς μου, άνοιξα εμπρός μου ένα χάος αδιαπέραστον. Δεν το περίμεναν, δεν ήθελαν να ακούσουν περί μοναχικής πολιτείας, τους εφάνη τόσον απαίσιον και δεν εδίσταζαν να μου λέγουν, ότι τους επρόσβαλλα και ότι έπρεπε να παραιτηθώ. Και μέρα και νύχτα είχαμε έναν πόλεμο ακατάπαυστον. Εγώ επέμενα, εκείνοι με απέτρεπαν και ήμουν διαρκώς λυπημένη και παρακαλούσα τον Θεό να με φωτίσει τι να κάνω διότι ήτο δι' εμέ ένας θάνατος. Είχα εκ δεξιών μου την αγάπη του Θεού και εξ' αριστερών μου την αγάπη των γονέων μου. Τον Θεό δεν τον έβλεπα, αλλά τον αισθανόμην τόσον πλησίον μου, που δεν ήθελα να απομακρυνθώ, διότι κάτι σαν μέθη πνευματική, μία γλυκύτης άρρητος, μία χαρά ανείπωτος επλημμύριζεν την καρδίαν μου και έφρισσε από πνευματική αγαλλίασιν το πνεύμα μου. Πάλιν τους γονείς μου τους υπεραγάπουν (.) Αντέτξα όλας μου τας δυνάμεις, αγωνίσθηκα με σθένος και υπέρ άνθρωπον. Εκομματιάσθη η καρδία μου. Υπέφερα πολύ, νύχτες ολόκληρες άγρυπνη με δάκρυα ατελείωτα και ένας βουβός πόνος ήτο η συντροφιά μου''.
   Στις δύσκολες αυτές στιγμές της ζωής της, η νεαρή τότε Ελένη, έβρισκε μοναδικό καταφύγιο στις κρυφές συναντήσεις και τη μυστική αλληλογραφία που διατηρούσε με τον πνευματικό της Γέροντα Μακάριο Σταυροβουνιώτη ο οποίος διέπρεψε ανάμεσα στους πατέρες της Μονής του, για την πλούσια πνευματική του δράση. Γράφει γι' αυτόν χαρακτηριστικά η Γερόντισσα Χαριθέα: ''(.) ο ευλογημένος μου έδωσε τόσο θάρρος και ελπίδα με τα γραφόμενά του (.) Υπήρξε για μένα πνευματικός μου πατέρας, στήριγμα και παρηγορία σ' όλη την επίγειόν του ζωή και σ' εκείνον χρεωστώ όλην την πνευματική μου υπόστασιν και ουδέποτε θα τον λησμονήσω.''
   Ταυτόχρονα, η ίδια έδινε όλον τον εαυτόν της σε θερμή προσευχή, ακόμη και την ώρα που εργαζόταν έξω στα χωράφια. Γράφει στο ημερολόγιο της: ''Θεέ μου, και αν αυτό είναι το θέλημά σου και αν με προορίζεις δια μοναχήν, βεβαίωσόν με δια να προχωρήσω. Πέρασε καιρός, και εγώ με την προσμονήν δια την απάντησιν του Θεού, περνούσα τον καιρόν μου προσευχομένη και περιμένουσα το πλήρωμα του χρόνου''.

Η θεία κλήση για το μοναχικό βίο.
   Και πράγματι η απάντηση του Θεού ήρθε και η έλλειψη της ανθρώπινης παρηγορίας καλύφθηκε με την επέμβαση της θείας παρηγορίας. Η ίδια η μακριστή Γερόντισσα περιγράφει το θαυμαστό αυτό γεγονός στο προσωπικό της ημερολόγιο: ''Ποτέ δεν θα ξεχάσω το Άγιον Του κάλεσμα. Όταν αναπολώ εις την μνήμη μου την ημέρα εκείνην. με διατρέχουν ρίγη θείας συγκινήσεως και μένω εκστατική μπροστά στο θείο μεγαλείο που αντίκρυσα και έγινα μέτοχος εγώ, ανάξιον πλάσμα και τόσον μικρόν. Ήταν μία Κυριακή του Αυγούστου του 1938. Ανέβηκα στο ανώγι δια να αναπαυθώ και σωματικώς και να τακτοποιήσω τους λογισμούς μου που ήτο τόσο ταραγμένοι και αλληλοσυγκρουόμενοι (.) Όσον και αν προσπαθούσα, μου ήτο αδύνατον να τακτοποιήσω έστω και επ' ελάχιστον το ταραγμένο μου πνεύμα. Ξέσπασα σε κλάματα ατελείωτα και μετά σε κατανυκτική προσευχ ή. Ηρέμησε το πνεύμα μου και κάτι σαν ύπνος με κατέλαβε. Μου εφάνη πως άκουσα σαν βοήν ανέμου, σαν να εσείετο καλαμιώνας και ετράβηξε την προσοχή μου προς το μέρος που ακούετο η βοή. Πράγματι, ήτο άνεμος στην αρχή και ενώ έβλεπα προς τα εκεί, ξανοίχθηκε μπροστά μου ένα μεγαλοπρεπές θέαμα. Εφάνη μαζί με τον άνεμο ένας άνθρωπος ντυμένος ιερατικά, νέος και ωραίος, ασπροντυμένος με γαλανούς σταυρούς επάνω στο φελόνιο. Δεν πατούσε στη γη. Ήρχετο προς το μέρος μου σαν να πετούσε, σαν να γλυστρούσε. Τα μαλλιά του και τα γένεια του τα ξανέμιζεν ο αέρας και το πρόσωπό του ήτο χαροποιόν. Έφθασε κοντά μου και με επροσπέρασε ένα βήμα και ύψωσε έναν μεγάλο σταυρόν και μου είπε συνάμα: ''Έρχουν οπίσω μου''. Επροχώρησε με τον άνεμο και ακούστηκαν ψαλμωδία από μυριάδες φωνές και έπαυσε πλέον δι' εμέ η οπτασία εκείνη. Εξύπνησα και μονομιάς ευρέθηκα γονατιστή. Ξέσπασα σε λυγμούς. Εφώναζα, ''έρχομαι Κύριε, έρχομαι'' και έκλαια. Από την ημέρα εκείνη μία ήτο η σκέψις μου, πως θα κατορθώσω να απαλλακτώ τον κόσμον και να βρεθώ μόνη μου μέσα σε ένα κελλί με τέσσερις τοίχους, να απολαύσω τον Θεό μου''.

Η Γερόντισσα ''ενδεδυμένη τα όπλα του Χριστού''.
   Από τότε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η μακαριστή Γερόντισσα, τάχθηκε υπό τη σημαία του σταυρού και πήρε την οριστική απόφαση να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Τακτοποίησε όλες τις υποθέσεις, βοήθησε στην αποκατάσταση των αδελφών της, κέρδισε κάπως τη μεταβολή των γονιών της και έτσι το 1945 εγκατέλειψε τα του κόσμου και πήγε στο ιδιόρυθμο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Καϊμακλί, αφού τότε δε λειτουργούσε κανένα γυναικείο κοινόβιο μοναστήρι στην Κύπρο.
  Το 1949 στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, αξιώθηκε του μεγάλου και αγγελικού σχήματος και πήρε το όνομα Χαριθέα. Τα γραφόμενα στο ημερολόγιό της γι' αυτή την ημέρα, όπως και ολόκληρη η βιοτή της, φανερώνουν το ανδρείο και αγωνιστικό φρόνημα της και ξεχώριζε πάντα στον χαρακτήρα της. Γράφει σχετικά: ''Τώρα πλέον ως στρατιώτης Χριστού, ενδεδυμένη τα όπλα του Χριστού, κατέρχομαι στο στάδιο του αγώνος αποφασισμένη να αποθάνω εις τον αγώνα, παρά να ενδώσω εις τας υποβολάς του εχθρού από τον οποίον καθώς ήκουσα εις την χειροτονίαν μου δεν θα εύρω άνεσιν''.
   Γεμάτη πνευματικό ενθουσιασμό όπως αναφέρει, έστηνε πύργος με τη φαντασία της και έβλεπε τα μακρά κοντά και τας τραχείας οδούς λείας. Πολύ σύντομα όμως διαπίστωσε ότι η πνευματική κατάσταση στο μοναστήρι δεν την ευχαριστούσε ένεκεν της ιδιορρυθμίας και της έλλειψης διοικήσεως, γι' αυτό η προσευχή της και ο διακαής πόθος της ήταν να φύγει απ' εκεί και να αξιωθεί να ζήσει σ' ένα κοινόβιο, όπως πάντα ονειρευόταν.


Στο μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου.
   Δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια υπομονής και καρτερίας χρειάστηκαν για να φθάσει το πλήρωμα του χρόνου. Το 1962 λοιπόν με την άδεια του τότε Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου του Γ' δίνεται στη Γερόντισσα και σε άλλες δύο αδελφές που έφυγαν μαζί της, την αδελφή Θεοφανώ και την αδελφή Ευπραξία, το μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου που μέχρι τότε ήταν ερειπωμένο, με σκοπό την αναστήλωση και επαναλειτουργία του ως κοινοβίου.

   ''Όταν ήλθαμεν την πρώτη φορά να το δούμεν, γράφει η μακαριστή Γερόντισσα, με έπιασε δέος. Παλαιόν, ερειπωμένον ακατοίκητον. χωρίς εξώπορτα, χωρίς νερό, χωρίς δρόμο, χωρίς φώς. χωρίς κουζίνα και όσα χρειάζονται να ζήσουν οι άνθρωποι. Τα ενθυμούμαι και θαυμάζω το θάρρος που οπωσδήποτε το αναπτέρωνε ο πόθος και η βοήθεια του Αγίου Ηρακλειδίου. Εχρειάσθη αρκετός καιρός να απαλλαγούμε από διάφορα ερπετά. που σφετερίζοντο μαζί μας και αυγά και ψωμιά και όσπρια. Εχρειάσθησαν πολλές ημέρες να καθαρίσωμεν την αυλήν από τα αγκάθια και την εκκλησίαν από τις αράχνες και τες λίγδες των λαδιών. Δουλειά καθημερινώς και κόποι μεγάλοι.''
   Πολύ σύντομα ο αριθμός  της αδελφότητος αυξήθηκε και έτσι το 1966, η Γερόντισσα Χαριθέα αναλαμβάνει επίσημα την ηγουμενία της Μονής. ''Μόνον από αγάπη κινούμενη'', όπως αναφέρει, ''ανέλαβα την ευθύνη, χωρίς να υπολογίσω το μέγεθος της δυσκολίας. Το κοινόβιον και η παρουσία του πνευματικού, μου έδιδε το θάρρος και εσμίκρυνε τες δυσκολίες''.
   Με την ανδρεία της ψυχή, το δραστήριο χαρακτήρα και το άμεμπτο αγωνιστικό της φρόνημα, με θυσία και αυταπάρνηση ανοικοδόμησε τον άγιο και αποστολικό χώρο της μετανοίας της με κομμάτια από την καρδιά της. Κάθε τι έμψυχο και άψυχο στο μοναστήρι είναι ποτισμένο από τα δάκρυα των προσευχών της και τους ιδρώτες των κόπων της. Το οικοδομικό συγκρότημα της Μονής, δέχθηκε πολλαπλές επιδιορθώσεις και προσθήκες κατά τη διάρκεια της ηγουμενίας της. Επισκευάσθηκαν εκ βάθρων και επεκτάθηκαν πτέρυγες της Μονής. Διορθώθηκε και εξωραΐστηκε το Καθολικό και το Συνοδικό. Ανοικοδομήθηκαν εργαστήρια, τραπεζαρία, ξενώνες και αρχονταρίκι. Κτίστηκε παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Τίμιο Πρόδρομο. Ακόμη διαμορφώθηκαν εσωτερικοί διάδρομοι με ψηφιδωτό δάπεδο το οποίο φιλοτέχνησαν οι αδελφές της Μονής.

Καρδιά ανοιχτή για κάθε ''Χριστό''.
   Εκτός όμως από την ευθύνη για την αναστήλωση και επέκταση της Μονής για τριαντατέσσερα χρόνια, σήκωνε και το βαρύ σταυρό της πνευματικής καθοδήγησης των μοναζουσών. Με απέραντη αγάπη, διάκριση, ταπείνωση και συμμόρφωση στην πατερική παράδοση, προσπαθούσε να μορφώσει τον Χριστό στην καρδιά κάθε αδελφής, γεγονός, που απαιτούσε πολλή υπομονή και μακροθυμία, αφού κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικό χαρακτήρα και ιδιαιτερότητες. Γράφει συγκεκριμένα η Μακαριστή Γερόντισσα στο ημερολόγιο της: ''Διά να συγκροτείται και να προχωρεί ένας πνευματικός οργανισμός ο υπεύθυνος οφείλει να κλαίη μετά των κλαιόντων και να χαίρη μετά των χαιρότνων. Να κατεβή στο επίπεδο του οποιουδήποτε αδελφού και να έχη την δύναμιν να τον σηκώση από την πτώσιν του, διαθέτοντας πολλή αγάπην, πολλή υπομονήν και μαεστρίαν, δια να τον θέση ενώπιον του σκοπού του και των υποχρεώσεών του απέναντι του Εσταυρωμένου Ιησού. Δεν είναι εύκολον καθόλου, διότι βαρύνουν η κληρονομικότητα, πολλές φορές η στενή διανοητική δύναμις, οπότε ενισχύεται ο εγωϊσμός, η φιλαυτία, το πείσμα και κυριαρχεί η υπερηφάνεια''.
   Έτσι, η μακαριστή Γερόντισσα Χαριθέα, πλάτυνε τόσο πολύ την καρδιά της, ώστε να χωρεί και να σκεπάζει τα προβλήματα, τις ανησυχίες και τις αδυναμίες κάθε πνευματικού της τέκνου. Επιπλέον, λόγω του χαρακτήρα της, απέφευγε την αυταρχική επιβολή κανόνων και προσπαθούσε να επιταχύνει το έργο της, προκαλώντας την φιλοτιμία και την αγάπη των αδελφών, προσφέροντας ταυτόχρονα ως παράδειγμα προς μίμηση, τόσο την εξωτερική συμπεριφορά όσο και την εσωτερική πνευματική εργασία.
   Παράλληλα με τη φροντίδα για την πνευματική καθοδήγηση της αδελφότητας, πολύ συχνά μοιραζόταν τις υλικές και πνευματικές ανάγκες, τον πόνο και τα προβλήματα κάθε ανθρώπου που ζητούσε την βοήθεια της. Παρ' όλες τις φροντίδες που είχε και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε από διάφορες αρρώστιες που κατά καιρούς πέρασε, η πόρτα και η καρδιά της ήταν πάντοτε ανοιχτή για κάθε ''Χριστό'', όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσε κάθε ένα που ζητούσε τη βοήθειά της. Όσοι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί είχαν την ευλογία να την γνωρίσουν, έτρεφαν γι' αυτήν μεγάλο σεβασμό εκτίμηση και αγάπη, αφού η πανωραία ψυχή της αντανακλούσε με γλυκύτητα και απλότητα τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Αν και διήλθε τη ζωή της δια μέσου πολλών θλίψεων, χύνοντας ποταμούς δακρύων, αν και συνάντησε μεγάλες δυσκολίες και πολλές αντιδράσεις, ε ντούτοις με το φρόνημα που την χαρακτήριζε και τις παννύχιες προσευχές της κατάφερε να αντιμετωπίζει κάθε δύσκολη κατάσταση, έχοντας πάντοτε την ελπίδα της στη Θεία Πρόνοια.

Το οσιακό τέλος της Γερόντισσας.
   Τα τελευταία δύο χρόνια της επιγείου ζωής της, τα πέρασε καθηλωμένη στο αναπηρικό καροτσάκι, λόγω κάποιας βλάβης στη σπονδυλική της στήλη. Ο τελευταίος χρόνος έγινε όμως μαρτυρικός, αφού προστέθηκαν οι αβάσταχτοι πόνοι του καρκίνου και οι ατελείωτες νύχτες που περνούσε άγρυπνη, λόγω της δύσπνοιας. Και αυτή τη δοκιμασία, όμως, την πέρασε με πολλή υπομονή, καρτερία, σιωπή και προσευχή, χωρίς να γογγύσει ή να παραπονεθεί, διδάσκοντας, έτσι, το τελευταίο μάθημα σ' εμάς τις μοναχές της. Στις 13 Απριλίου το 2000, Πέμπτη του Μεγάλου Κανόνος, κοιμήθηκε εν Κυρίω με οσιακό τέλος. Την προηγούμενη νύχτα, όταν οι αδελφές διάβαζαν στο νοσοκομείο το Μεγάλο Κανόνα, η Γερόντισσα συμπλήρωνε το ''Ελέησον με ο Θεός, ελέησον με'', ενώ το πρωί την άκουσαν να λέει: ''Αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντες μοι ε ύγε, εύγε''. Αφού γύρισε αριστερά, έφτυσε τρείς φορές, ξανάφτυσε πιο δυνατά και συνέχισε λέγοντας: ''Αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν επί Σοι, πάντες οι ζητούντες Σε, ο Θεός και λεγέτωσαν διά παντός, μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες το σωπήριόν Σου''.
   Η προσευχή ήταν η συνεχής αδολεσχία της μέχρι και τις τελευταίες αναπνοές της. Ένα δείγμα της προσευχής της προς τον Ουράνιο Νυμφίο της, είναι γραμμένο στο ημερολόγιο της: ''Θεέ μου, σε παρακαλώ η αναξία Σου δούλη. Τη βοήθειάν Σου και τη χάριν Σου την οποία εδοκίμασα πλουσίαν ένεκεν της απείρου Σου ευσπλαχνίας και έδειξες τον πλούτον της χρηστότητός Σου και εις εμέ την ελαχίστην, μη παύσης να μοι χορηγής πάντοτε, δια να δυνηθώ να φέρω τον Σταυρόν Σου, μέχρι τελευταίας μου αναπνοής, να εγασθώ προς δόξαν Σου και να φανώ αξία της κλήσεως της οποίας εκλήθην. Κάμε με αγία, Θεέ μου, και εν σώματι και εν πνεύματι. Μη με εγκαταλείψεις δια τας εν γνώσει και αγνοία μου αμαρτίας. Μη με παρίδης την πτωχή Σου, τεθλιμμένην και αποτεθαρρημένην. Μη με αφήσης μόνην, Θεέ μου, ε ις τας επιθυμίας μου, αλλά δος μοι την χάριν Σου, ίνα συμπαρούσα μοι κοπιάση και μείνη μετ' εμού μέχρι τέλους.
   Ηγαπημένε μου Ιησού, Αγνέ μου εραστά, γλυκύτατε σύζυγε της ψυχής μου, μοναδικόν μου αγαθόν, παντοτινή αδολεσχία του νοός μου, γλυκύτατον εντρύφημα της γλώσσης μου, άρρητος θυμηδία της ψυχής μου, βοήθησόν με να φέρω με υπομονή τον ολίγον κόπον τον οποίον χάριν Σου ανέλαβον, ότι είσαι Θεός ελέους και οικτιρμών και Σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων''.
Αμήν την ευχή της να έχουμε
περιοδ.ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ-Δεκέμβριος 2002-Μάρτιος 2003

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

H OΣIA ΣYΓKΛHTIKH-Επισκόπου Αυγουστίνου


Agia Sygkl.ιστ.H EΠOXH MAΣ, αγαπητοί μου, είναι εποχή φοβεράς αποστασίας από το Θεό. Πολλα σημάδια το μαρτυρούν. Mεταξύ των σημείων που βοούν ότι ο κόσμος εξέκλινε από το δρόμο του Kυρίου είναι και η αποστροφή, η απέχθεια, το μίσος, που αισθάνεται ο σημερινός κόσμος προς ό,τι ο Kύριος διατάζει, και μάλιστα προς την παρθενική ζωή. H παρθενική ζωή είναι εκείνο που ο Xριστός αγάπησε πάνω απ’ όλα, εκείνο που εκήρυξε ως την κορυφή της ευαγγελικής αρετής, και προς αυτήν εκάλεσε και καλεί τις ψυχές εκείνες που θέλουν να ζήσουν μια ανώτερη ζωή.

Για την παρθενική ζωή, που είναι το μυρίπνοο άνθος της ευαγγελικής αρετής, ο κόσμος εκφράζεται περιφρονητικά. Oταν ακουστεί ότι ένας νέος ή μία νέα, από τους χιλιάδες νέους και νέες, αποφάσισε ν’ ακολουθήσει την οδό της τελείας αυταπαρνήσεως, της ολοκληρωτικής αφοσιώσεως στόν Kύριο, ο κόσμος εξανίσταται. Φίλοι και συγγενείς κινητοποιούνται και με ποικίλα μέσα αγωνίζονται να αποτρέψουν από το δρόμο αυτό. Kαι αν δεν το κατορθώσουν, τότε στρέφονται με λύσσα εναντίον εκείνων που υποπτεύονται ότι συνετέλεσαν στό να λάβει ο νέος ή η νέα μια τέτοια ηρωϊκή απόφασι. Oι ταλαίπωροι! δεν θέλουν να καταλάβουν, ότι η ιδέα της παρθενικής ζωής και πολιτείας προέρχεται απ’ αυτόν τον Kύριο και σαν σπόρος ουράνιος σπείρεται και ριζώνει στις εκλεκτές ψυχές· και ό,τι σπείρει ο ουρανός, δεν μπορεί να το ξερριζώσει όλη η γη. Tί λόγια πικρίας, διαβολής και συκοφαντίας βγαίνουν από τα στόματα των εχθρών της παρθενικής ζωής! Oι άνθρωποι αυτοί είναι αιρετικοί, παρθενομάχοι, θεομάχοι. Διότι εάν είναι αίρεσι να εμποδίζει κάποιος το γάμο (βλ. A΄ Tιμ. 4,3), πολύ περισσότερο είναι αίρεσι το να εμποδίζει κανείς την παρθενική ζωή.

Aλλα οι κήρυκες της αληθείας δεν πρέπει να δειλιάσουν. H Oρθόδοξος Eκκλησία, παρ’ όλη την πολεμική του σαρκικού και oλόφρονος κόσμου κατα της παρθενικής ζωής, δεν πρέπει να υποστείλει τη σημαία της αληθείας. Aντιθέτως έχει ιερα oποχρέωσι να κηρύξει και στό θέμα αυτό ό,τι είπε ο Kύριος, ό,τι έγραψαν οι μεγάλοι διδάσκαλοι και πατέρες της Eκκλησίας, ό,τι απεφάνθησαν τοπικές και οικουμενικές Σύνοδοι. Nαί, τίμιος ο γάμος, θείο μυστήριο· αλλα παραπάνω από το γάμο η εν Xριστώ αγαμία. Πολύτιμος ο γάμος σάν το ασήμι, αλλα η παρθενική ζωή πρέπει να εκτιμάται σαν χρυσάφι. Kαι γιατί, παρακαλώ, μητέρες πρέπει να λέγωνται μόνο εκείνες που γεννούν απλώς παιδια ―καί που πολλές φορές δεν είναι εις θέσιν να τα διαπαιδαγωγήσουν―, και δεν είναι άξιες του τίτλου της μητέρας, της πνευματικής μητέρας, εκείνες οι ηρωΐδες γυναίκες που δεν ήλθαν μεν σέ γάμο, δεν γέννησαν φυσικα παιδιά, αλλα ανέθρεψαν ξένα, περιέθαλψαν ορφανά, προστάτευσαν εγκαταλελειμμένα πλάσματα, διενυκτέρευσαν δίπλα στό κρεβάτι ασθενών, ανακούφισαν τον ανθρώπινο πόνο, εστάλαξαν βάλσαμο παρηγοριάς σέ θλιμμένες καρδιές, και έλειωσαν σάν αναμμένες λαμπάδες επάνω στήν αγάπη του πλησίον;

* * *

Mία τέτοια πνευματική μητέρα, η οποία απέκτησε χιλιάδες πνευματικα παιδια που την αγάπησαν παραπάνω από τις σαρκικές τους μητέρες, υπήρξε η αγία Συγκλητική, την οποία εορτάζουμε.

H αγία Συγκλητική γεννήθηκε στήν Aλεξάνδρεια γύρω στα τέλη του τρίτου (Γ΄) αιώνος. Oι γονείς της ήταν ευσεβείς και πλούσιοι, κατήγοντο δε από τή Mακεδονία.  H κόρη αυτή ήταν όχι μόνο περίβλεπτος για την καταγωγή και την κοινωνική θέσι των γονέων της, αλλα και στολισμένη με όλα εκείνα που θεωρούν οι άνθρωποι τερπνα και ευχάριστα. Πολλοί νέοι την ζήτησαν σέ γάμο λόγω της ωραιότητός της, της μεγάλης περιουσίας της, και της ευγενείας των γονέων της. Aλλ’ η σώφρων και ηρωϊκή κόρη δεν άκουγε. Eίχε στραμμένο το νού και την καρδιά της στήν αγάπη του Θεού. Aγαπούσε τή σιωπή, την εγκράτεια, την άσκησι, τή νηστεία. Aσκήτευε μέσα στό πατρικό της σπίτι· αλλα ασκήτευε κατα τέτοιο τρόπο, ώστε να διαφεύγει την προσοχή των άλλων.

Mετα το θάνατο των γονέων της μοίρασε σέ φτωχούς όλη την περιουσία της και μαζί με μία μικρότερη τυφλή αδελφή της απεσύρθη σέ ένα ταπεινό οικίσκο έξω από την πόλι. Eκεί από ένα πρεσβύτερο έγινε μοναχή και δέχθηκε το μοναχικό σχήμα.

Στό αναχωρητήριο αυτό άρχισε να δέχεται τις νέες από την Aλεξάνδρεια, που την επεσκέπτοντο, και τους δίδασκε την εν Xριστώ ζωή. H φήμη της διεδόθη σέ όλη την Aίγυπτο. O,τι ήτο ο Mέγας Aντώνιος για τους άνδρες, ήτο η αγία Συγκλητική για τις γυναίκες.

Για την οσία Συγκλητική ο άγιος Nικόδημος ο Aγιορείτης λέει, ότι αυτή ήτο η παρθένος εκείνη η οποία φιλοξένησε μέσα στό σπήλαιο τον Mέγα Aθανάσιο κατα τους διωγμούς του· και ότι ο Mέγας Aθανάσιος, που έγραψε τον βίο του Mεγάλου Aντωνίου, συνέγραψε και τον βίο της οσίας Συγκλητικής, την οποία παρουσιάζει ως υπόδειγμα ευαγγελικής αρετής για τις γυναίκες.

Tο σύγγραμμα αυτό περιέχει πλούσια διδάγματα, βαθεια νοήματα, σοφα αποφθέγματα, όλα αποστάγματα εμπειρίας πνευματικής ζωής, και εκφράζει το υγιές φρόνημα της Oρθοδοξίας περί γάμου και αγαμίας. Zωγραφίζει την ωραιότητα της παρθενικής ζωής, αλλα και εφιστά την προσοχή των παρθένων γυναικών, που διάλεξαν το δρόμο αυτό του Kυρίου. O δρόμος αυτός δεν είναι κάποια κοσμική άνεσις. Oχι. Ξερρίζωμα κακιών, νέκρωσις πονηρών επιθυμιών, απάρνησις του κόσμου, συνεχές μαρτύριο. Σταυρός είναι η μοναχική ζωή, σταυρός ισόβιος. Kαι αν η παρθένος δεν προσέξει, μπορεί να καταποντισθεί, ενώ αντιθέτως μία έγγαμος γυναίκα, αν προσέχει και έχει στήν καρδιά της τον θείο φόβο, μπορεί να σωθεί. Για όλες και για όλους είναι μέγας ο κίνδυνος, κηρύττει η οσία. Πλέουμε όλοι, σάν σέ θάλασσα, ανάμεσα σέ σκοπέλους και υφάλους· έχουμε μεγάλη ανάγκη προσοχής.

H διδασκαλία, που βγαίνει από το στόμα της οσίας Συγκλητικής είναι γλυκυτάτη. Mοιάζει με κηρήθρα, και οι ψυχές που ποθούν την ουράνιο διδασκαλία εντρυφούν σάν μέλισσες στό πνευματικό αυτό μέλι. Kαι όχι μόνο όσοι και όσες ζούν την παρθενική ζωή, αλλα και όσοι και όσες ζούν στόν κόσμο και παλεύουν με ποικίλες δυσχέρειες, μπορούν στα λόγια της να βρούν εποικοδομητική διδαχή.

Συνιστούσε την αγάπη ως διαρκή και ακατάπαυστο πρόοδο της αρετής. H σωτηρία μας είναι να τηρούμε την εντολή της διπλής αγάπης· «Aγαπήσεις Kύριον τον Θεόν σου εν  όλη τη ψυχή σου» και «τόν πλησίον σου ως σεαυτόν» (Mατθ. 22,37-39). Eτόνιζε πόσο σπουδαίος είναι ο αγών για τή σωφροσύνη. Eδίδασκε την αξία της ακτημοσύνης. Προέτρεπε να λέμε τα ελαττώματα και όχι τα προτερήματά μας, να καταπολεμούμε τους πονηρούς λογισμούς, να προσέχουμε από τους λογισμούς της υπερηφανείας αλλα και της απογνώσεως, να διώχνουμε το θυμό, τή μνησικακία, την καταλαλιά. Yπεδείκνυε την αξία της ταπεινοφροσύνης.

Oλοι ωφελούνται από τα λόγια της, ιδίως όμως οι ασθενείς που επί μήνες και χρόνια βρίσκονται στό κρεβάτι του πόνου· αν διαβάσουν το βίο της, πολύ θα παρηγορηθούν. Διότι η οσία Συγκλητική προς το τέλος της ζωής της προσεβλήθη από αλλεπάλληλες αρρώστιες και έδειξε ιώβειο υπομονή, δοξάζοντας και ευχαριστώντας πάντοτε τον Kύριο.

* * *

Eίθε, αγαπητοί μου, η μελέτη του βίου και της διδασκαλίας της οσίας Συγκλητικής να συντελέσει στήν αναζωπύρωσι του θρησκευτικού αισθήματος των ορθοδόξων, ώστε ν’ αναφλεχθεί το πύρ της θεϊκής εκείνης αγάπης που ήλθε ν’ ανάψει ο Kύριος επί της γής. Eίθε πολλές καρδιές ν’ αγαπήσουν τον αληθινό Nυμφίο, το Xριστό, όπως τον αγάπησε εκείνη. Έτσι θα φανεί, ότι και στις ημέρες μας ο Kύριος εξακολουθεί ν’ απευθύνει την πρόσκληση «Aκολούθει μοι» (Mατθ. 9,9) και να καλεί σέ υπερτάτη θυσία τις εκλεκτές ψυχές.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

ΟΣΙΑ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗ, η αείφωτη λαμπάδα.


«ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησον σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν Ουρανοίς και δεύρο ακολούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄ 21).Στην προτρεπτική πρόσκληση του Κυρίου, για μία σωστική πορεία προς τη Θέωση, η απήχηση είναι θετική, πολυάριθμη, διαχρονική. Οι ψυχικοί δέκτες απειράριθμων ψυχών συλλαμβάνουν το μήνυμα κι απαντούν αυθόρμητα, καταφατικά, έμπρακτα. Ακολουθούν το Αρνίο «όπου και αν υπάγη».Σημασιοδοτούν το τέρμα και μηδενίζουν κάθε γήινη δόξα και τρυφή.
Είναι οι εθελοντές στρατιώτες Χριστού. Είναι οι εκούσιοι ακόλουθοί Του. Είναι οι Άγιοι οι ευαρεστήσαντες στη γη το Θεό.
Αυτούς ατενίζουμε με θαυμασμό, γι' αυτούς καυχόμαστε, αυτούς ποθούμε να μιμηθούμε, αυτούς προσπαθούμε να γνωρίσουμε.
Κάθε Άγιος και μία ιδιαιτερότητα, ένα σημείο αναφοράς στην Αιωνιότητα, μία πολύπτυχη μορφή με αξιόλογες εμπειρίες.
Κάθε ανίχνευση της ζωής των Αγίων επιφυλάσσει μοναδικές εκπλήξεις επωφελείς.
Ας ενσκυψουμε, λοιπόν τώρα , στην πολυθαύμαστη ζωή τηςΟσίας ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗΣ.
Μία μορφή ανένδοτης αγωνίστριας στο στίβο της αρετής, φλογερής καθοδηγήτριας στο πεδίο της ιεραποστολής, άριστης χειραγωγού στην αρένα της Μοναχικής Πολιτείας.
Ένας βράχος πίστεως και ευσέβειας, ταπεινοφροσύνης και αγάπης.
ΟΣΙΑ Σ Υ Γ Κ Λ Η Τ Ι Κ Η !Μία ακάματη σκαπανέας του πνεύματος. Μία ακούραστη εργάτρια της φιλανθρωπίας. Μία αεικίνητη ηρωίδα της αγάπης. Μία λαμπάδα άσβεστη, αείφωτη, καθοδηγητική για τους Ουρανοδρόμους της γης. Μία βακτηρία δυναμική για τους ορειβάτες του Έβερεστ της αρετής. Μία αέναη οδοδείχτης τ' Ουρανού.
Ας προσεγγίσουμε το ολόφωτο πορτραίτο της, ταπεινά. Ο Μ. Αθανάσιος, που διασώθηκε κατά την εξορία του κρυμμένος από την Οσία για έξι χρόνια στον Παρθενώνα της, γράφει αυθεντικά τη βιογραφία της.
270 μ.Χ. ο χρόνος γέννησής της. Καταγωγή της η ένδοξη Μακεδονία. Οι γονείς της πλούσιοι πολύ, αλλά ευσεβείς βαθιά. Φροντίδα τους αμέριστη η πνευματική μόρφωση και η ψυχική καλλιέργεια της θυγατέρας τους.
Η θρησκευτική ακτινοβολία της Αλεξάνδρειας τους γνωστοποιείται κι αποφασίζουν τη μετοίκησή τους εκεί. Σ' ένα ευρύ και θερμό Χριστιανικό περιβάλλον βρίσκεται τώρα η Συγκλητική. Η οικογενειακή γνωριμία με τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Μ. Αθανάσιο σηματοδοτεί την πορεία προς την αρετή, της νεαρής κόρης.
Παράλληλα παίρνει μια πλατιά μόρφωση. Διακρίνεται τώρα για την αρετή, τον πλούτο, τη μόρφωση, την ομορφιά. Οι προτάσεις γάμου είναι πολλές. Η Συγκλητική όμως τις απορρίπτει όλες. Η ψυχή της είναι εστραμμένη προς τον Ουράνιο Νυμφίο Χριστό και η αγάπη της είναι ολοκληρωτικά δοσμένη σ' Εκείνον. Την πλημμύρα των αισθημάτων αγάπης διοχετεύει αποκλειστικά στα κανάλια της ανθρώπινης δυστυχίας, σκορπίζοντας φροντίδα και παρηγοριά, ανακούφιση κι ελπίδα.
Αγαπά και αναζητεί, ανευρίσκει και στηρίζει τον κάθε αναξιοπαθούντα αδελφό. Αχθοφόρος της αγάπης η ενάρετη κόρη. Εργάζεται ταπεινά κι αθόρυβα, στην αφάνεια και στη σιωπή. Διαθέτει τις ώρες της για ανακούφιση των άλλων και για την προσωπική της ψυχική καλλιέργεια. Άγρυπνη στο κάστρο της ψυχής της δίνει μάχες με όπλα την προσευχή και τη νηστεία. Βιώνει την αυτογνωσία και κατευθύνεται προς τη Θεογνωσία.Σε σύντομο χρονικό διάστημα οι γονείς της απέρχονται στον Ουρανό. Η Συγκλητική παίρνει την τυφλή αδελφή της και φεύγουν μακριά από την Αλεξάνδρεια, στο Ηρώον. Εκεί σκορπίζει αφειδώλευτα μέρος της περιουσίας της στους φτωχούς. «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλμ. 23, 1) λέγει και αυτοασφαλίζεται από υπερηφανειακές πτώσεις.
Ο πόθος της και ο στόχος της είναι να λάβει το Αγγελικό Σχήμα. Από κάποιον Ιερέα κείρεται Μοναχή. Ζει συγκλονιστικές στιγμές, καθοριστικές για τη ζωή της. Απελεύθερη της κοσμικής μέριμνας ζει για το Χριστό.
Τώρα διαθέτει την υπόλοιπη περιουσία της και ιδρύει Παρθενώνα, Μοναστήρι. Ήδη πλαισιώνεται από αρκετές ψυχές που ποθούν να συμβαδίσουν αγωνιστικά το δρόμο της Θέωσης.
Η Συγκλητική, ως Ηγουμένη διαθέτει πίστη και αγάπη, αρετή και ζήλο. Προσφέρει κι ένα πλούσιο εμπειρικό οπλοστάσιο, πολύτιμο για τους αγώνες.
Την ιεραποστολική της δράση μεταφέρει και στη Μονή. Έτσι συνδυάζεται ασκητισμός και κοινωνικότητα.
Η διδασκαλία της πολύμορφη, πρακτική, αποτελεσματική. Γνωρίζει την τεχνική του Διαβόλου και τον αντιμετωπίζει νικηφόρα. Με θώρακα την προσευχή και περικεφαλαία την πίστη δίνει μάχες. Οι συμβουλἐς της ανεκτίμητα εφόδια στον αγώνα.
Να, σταχυολογημένα μερικά πολύτιμα πετράδια:
«- Όλοι ξέρουμε να σωθούμε, αλλά από αμέλεια χάνουμε τη σωτηρία. Η σωτηρία βρίσκεται στη διπλή αγάπη: στο Θεό και στον άνθρωπο.
-Η κενοδοξία αποφεύγεται με την απόκρυψη των αρετών και τη φανέρωση των ελαττωμάτων.
-Το θεμέλιο της ψυχικής οικίας μας είναι τα καλά έργα. Η σκεπή είναι η πίστη. Τα παράθυρα είναι οι αισθήσεις. Δια μέσου όλων αυτών μας πολεμεί ο εχθρός. Επαγρύπνηση στους εσωτερικούς λογισμούς απαιτείται.
-Όποιος στέκει, ας προσέχει να μην πέσει. Γιατί εκείνος που έπεσε έχει μία φροντίδα: Πώς να σηκωθεί. Εκείνος όμως που στέκει πρέπει να προσέχει να μην πέσει, είτε επιστρέφοντας στα παλιά πάθη και λιποψυχώντας, είτε να υπερηφανευθεί.
-Αντίδοτο των υπερήφανων λογισμών τα λόγια τοι Ψαλμωδού Δαβίδ: «Εγώ ειμί σκώληξ και ουκ άνθρωπος» (Ψαλμ. 21, 7).
-Ο θησαυρός της ταπεινοφροσύνης επιτυγχάνεται με την απόρριψη κάθε δόξας.
-Ο θυμός συμφέρει να εκτοξεύεται εναντίον των Δαιμόνων και ποτέ εναντίον των ανθρώπων.
-Για κάθε πτώση δεν απελπιζόμαστε, αυτοκατακρινόμαστε και μετανοούμε ειλικρινά.
-Θλίβεσαι; Πονείς; Σκέψου, ότι υποφέρεις από τις αμαρτίες σου. Συλλογίσου τη μελλοντική αιώνια τιμωρία και να χαίρεις».
Η Οσία με τις διδασκαλίες της σώζει πολλές ψυχές.
Ο Διάβολος φθονεί τη σωτήρια δράση της και την εκδικείται με επώδυνη πολύχρονη ασθένεια. Η Οσία την αντιμετωπίζει με καρτερία, μεγαλοψυχία, υπομονή.
Ογδόντα χρονών είναι και πλησιάζει στο τέλος της επίγειας αγωνιστικής πορείας της και στην αρχή της ατελεύτητης ευφροσύνης. Θείες οπτασίες βλέπει. Επιστασίες Αγγέλων φαίνονται. Λάμψεις στο χώρο του Παραδείσου παρακολουθεί. Τα αποκαλύπτει στις αδελφές, τις εμψυχώνει και προλέγει την μετά τρεις ημέρες αναχώρησή της. Όντως νικήτρια, πανευτυχής, τότε που προείπε, στις 5 Ιανουαρίου, αναχωρεί για την ποθητή Πατρίδα, την Αιωνιότητα, αφού δόξασε με τη ζωή της το Θεό. Βραβείο της άφθαρτο η Βασιλεία των Ουρανών.
Οσία του Θεού, πρέσβευε απαύστως και για τη δική μας σωτηρία.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ηχ. δ΄ . ( Ταχύπροκατάλαβε.. )

Σοφία και χάριτι, κεκοσμημένη σεμνή, ακλόνητος έμεινας, ως ο Ιώβ ο κλεινός, εχθρού επιθέσεσιν· όθεν ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗ σε, η Ουράνιος δόξα, δέδεκται μετά τέλος, ως παρθένον φρονίμην εν η των μεμνημένων σου αεί μνημόνευε.

ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ
Χαίροις η ακρότης υπομονής, στύλος καρτερίας, και αθλήσεως κορυφή.Χαίροις οδοδείκτα, και στάθμη Μοναζόντων, η καλλονή Οσίων, πάντων εδραίωμα.-

Οσίας Συγκλητικής διδαχές… (5 Ιανουαρίου)


Τμήμα μωσαϊκού ναού του Αγίου Απολιναρίου του νέου στη Ραβέννα (526 μ.Χ)
1. Είπε η αμμάς Συγκλητική· «Εκείνους που πλησιάζουν προς τον Θεό στην αρχή τους περιμένει αγώνας και πολύς κόπος, ύστερα όμως χαρά ανείπωτη. Γιατί όπως ακριβώς αυτοί που θέλουν να ανάψουν φωτιά στην αρχή καπνίζονται και δακρύζουν και μόνον τότε κατορθώνουν αυτό που γυρεύουν να κάνουν – γιατί βέβαια λέει πως ο Θεός μας είναι φωτιά που κατατρώει – έτσι κι εμείς πρέπει να ανάψουμε μέσα μας τη θεία φωτιά με δάκρυα και πόνους».
2. Είπε ακόμη ότι «Εμείς που διαλέξαμε τη μοναχική ζωή οφείλουμε να έχουμε άκρα σωφροσύνη. Βέβαια και ανάμεσα στους κοσμικούς φαίνεται να υπάρχει η σωφροσύνη, όμως μαζί μ’ αυτήν συνυπάρχει και η αφροσύνη, επειδή αυτοί αμαρτάνουν με όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις, αφού και βλέπουν άπρεπα και γελούν άτακτα».
3. Είπε πάλι· «Καθώς τα πολύ ισχυρά φάρμακα διώχνουν τα δηλητηριώδη ερπετά, έτσι και η προσευχή μαζί με τη νηστεία εξαφανίζει τους πονηρούς λογισμούς».
4. Είπε πάλι· «Πολλές είναι οι παγίδες του διαβόλου. Με την φτώχεια δεν κατάφερε να κλονίσει μια ψυχή; Τότε φέρνει σαν δόλωμα τον πλούτο. Αν ούτε με τις ύβρεις και τους ονειδισμούς δεν μπορέσει, χρησιμοποιεί τους επαίνους και τη δόξα. Σαν νικηθεί με τη σωματική υγεία, φέρνει αρρώστιες στο κορμί. Όταν δεν κατορθώσει να μας ξεγελάσει με τις ηδονές, προσπαθεί να μας κάνει να ξεστρατίσουμε με αθέλητες ταλαιπωρίες. Φέρνει – ύστερα από παραχώρηση – βαρύτατες ασθένειες, ώστε εξαιτίας αυτών να ολιγοψυχήσουμε και έτσι να νοθευτεί η αγάπη προς το Θεό. Ακόμη κατατρώγει το κορμί με σφοδρότατους πυρετούς και το θλίβει με ακατάσχετη δίψα.
Αν λοιπόν τα παθαίνεις αυτά επειδή έχεις αμαρτήσει, υπενθύμισε στον εαυτό σου τη μέλλουσα κόλαση και το αιώνιο πυρ και τις καταδικαστικές ποινές και δεν θα ολιγοψυχήσεις για αυτά που σου συμβαίνουν. Να χαρείς γιατί ενδιαφέρθηκε ο Θεός για σένα και έχε στο στόμα σου το γλυκύτατο εκείνο ρητό· «Με διάφορους τρόπους με παίδευσε ο Κύριος, αλλά τελικά δεν με παρέδωσε στον θάνατο». Αν ήσουν σαν το σίδερο, γνώριζε πως μόνο με τη φωτιά διώχνεις τη σκουριά. Αν πάλι ασθενείς, ενώ είσαι δίκαιος, μάθε πως ανεβαίνεις σε ακόμη υψηλότερα μέτρα. Κι αν ακόμη είσαι χρυσάφι, με τη φωτιά γίνεσαι γνησιότερος. Μήπως όμως σου δόθηκε σατανικός άγγελος να βασανίζει τη σάρκα σου; Να αγαλλιάσεις τότε από χαρά, άκου με ποιόν εξομοιώθηκες – έχεις αξιωθεί της μερίδας του Παύλου. Ή πάλι βασανίζεσαι από πυρετό και παιδεύεσαι με ρίγη; Λέει η Γραφή σχετικά· «Περάσαμε μέσα από φωτιές και θάλασσες και μας οδήγησες σε αναψυχή». Βρίσκεσαι τώρα στην πρώτη φάση; Περίμενε θάρθει και η δεύτερη. Καθώς ασκείς την αρετή να κραυγάζεις τα λόγια του αγίου που λέει· «Είμαι φτωχός και θλίβομαι από τους πόνους». Έτσι μέσα από αυτούς τους δυο τρόπους θλίψης θα γίνεις τέλειος, όπως λέει· «Μέσα από τη θλίψη με ύψωσες». Με αυτά τα γυμνάσματα λοιπόν να προπονήσουμε τις ψυχές μας, γιατί ο αντίπαλος βρίσκεται ήδη μπροστά μας».
5. Είπε ακόμη· «Όταν νηστεύεις, μη προφασιστείς αρρώστια, γιατί σε ίδιες αρρώστιες πέφτουν πολλές φορές και αυτοί που δεν νηστεύουν, Άρχισες το καλό; Μην κάνεις πίσω, αν σου ριχτεί ο εχθρός. Με την υπομονή σου θα τον τσακίσεις. Και οι ναυτικοί όταν καθώς ξανοίγονται με το πλοίο έχουν ευνοϊκό άνεμο και αφού απλώσουν τα πανιά συναντούν αντίθετο, τότε εξαιτίας αυτής της αναποδιάς δεν ρίχνουν μεμιάς την πραμάτεια τους στη θάλασσα. Αλλά, αφού ησυχάσουν για λίγο ή και έστω βγουν έκτος μάχης από την τρικυμία, πάλι συνεχίζουν την πορεία τους. Έτσι και εμείς λοιπόν και αν πέσει καταπάνω μας ενάντιος αγέρας, αντί για πανί να σηκώσουμε ψηλά τον Σταυρό και άφοβα στο υπόλοιπο ταξίδι να πλεύσουμε».
6. Είπε η ίδια· «Είναι επικίνδυνο να διδάσκει ένας που δεν έχει προχωρήσει στην πράξη της αρετής. Όπως δηλαδή καθώς κάποιος έχει σπίτι ετοιμόρροπο και δεχθεί σ’ αυτό φιλοξενούμενους, θα τους κάνει κακό με την πτώση των τοίχων, έτσι και εκείνοι οι οποίοι δεν κατάρτισαν πρώτα τους εαυτούς τους, θα προξενήσουν την απώλεια σε όσους προσέρχονται σε αυτούς. Γιατί με τα λόγια βέβαια τους προσκάλεσαν στο δρόμο της σωτηρίας, με την κακή τους όμως συμπεριφορά θα βλάψουν τελικά τους αγωνιστές».
7. Είπε πάλι· «Καλό είναι να μη οργίζεται κανείς. Αλλά και αν συμβεί αυτό, γνώριζε πως ούτε μιας ημέρας καιρό δεν σου παραχώρησε για το πάθος, εκείνος που είπε· «Ας μη σας προλάβει οργισμένους η δύση του ήλιου». Εσύ όμως περιμένεις να σε προλάβει η δύση της ζωής σου. Γιατί μισείς τον άνθρωπο που σε λύπησε; Δεν είναι αυτός που σε αδίκησε, αλλά ο διάβολος. Να μισήσεις την αρρώστια λοιπόν και όχι τον άρρωστο».
8. Είπε πάλι· «Όσο περισσότερο προοδεύει κάποιος αθλητής, τόσο και με ισχυρότερο αντίπαλο συναγωνίζεται».
9. Είπε πάλι· «Έχει γραφεί· “Γίνετε συνετοί σαν τα φίδια και άμεμπτοι όπως τα περιστέρια”. Το να γίνετε συνετοί σαν τα φίδια λέχθηκε για να μη μας διαφεύγουν οι επιθέσεις και οι πονηριές του διαβόλου, γιατί το όμοιο από το όμοιο του αναγνωρίζεται πολύ γρήγορα. Το άμεμπτο όμως του περιστεριού υποδεικνύει την καθαρότητα των πράξεών μας».
10. Είπε πάλι· «Όπως ένας θησαυρός χάνεται σαν φανερωθεί, έτσι και η αρετή που αναγνωρίζεται και γίνεται ευρέως γνωστή εξαφανίζεται. Και ακόμη όπως το κερί λιώνει μπρος στη φωτιά, έτσι και η ψυχή εξαιτίας των επαίνων χαλαρώνει και σταματάει να αγωνίζεται».
11. Είπε πάλι· «Καθώς δεν είναι δυνατό στον ίδιο τόπο όπου υπάρχει αγριάδα να φυτρώσει σπόρος, έτσι είναι αδύνατο να κάνουμε καρπό ουράνιο όταν μας περιβάλλει η ανθρώπινη δόξα».
12. Είπε πάλι· «Παιδιά μου· όλοι θέλουμε να σωθούμε, όμως εξαιτίας της δικής μας αμέλειας απομακρυνόμαστε τελικά από τη σωτηρία».
13. Είπε επίσης· «Ας είμαστε προσεκτικοί, γιατί οι κλέφτες μπαίνουν και χωρίς να το θέλουμε διαμέσου των σωματικών μας αισθήσεων. Πώς είναι δυνατό να μη μαυρίσει ένα σπίτι από τους καπνούς που θα σηκωθούν έξω αν έχει ανοιχτά παράθυρα;».
14. Είπε πάλι· «Δεν πρέπει σ’ αυτή τη ζωή να ξενοιάσουμε, όπως λέει και η Γραφή· «Αυτός που νομίζει πως στέκεται καλά στα πόδια του, ας προσέχει μην πέσει». Πλέουμε σαν το καράβι στο άγνωστο, άλλωστε η ζωή μας έχει χαρακτηριστεί ως θάλασσα από τον ψαλμωδό. Όμως η θάλασσα αλλού είναι γεμάτη υφάλους, αλλού είναι φουρτουνιασμένη και αλλού πάλι γαλήνια. Εμείς λοιπόν θεωρούμε πως πλέουμε εκεί που είναι γαληνεμένη η θάλασσα, ενώ για τους κοσμικούς εκεί που έχει τρικυμία. Ακόμη πως ταξιδεύουμε μέσα στην ημέρα και μας οδηγεί ο ήλιος της δικαιοσύνης. Όμως είναι ενδεχόμενο πολλές φορές ο κοσμικός άνθρωπος που ταξιδεύει μέσα στο σκοτάδι και την κακοκαιρία, αν ξαγρυπνήσει, να σώσει το πλοίο του, ενώ εμείς που είμαστε μέσα στη γαλήνη, εάν από αμέλεια αφήσουμε το πηδάλιο των αρετών, να βυθιστούμε».
15. Είπε πάλι· «Όπως είναι αδύνατο χωρίς καρφιά να κατασκευαστεί ένα πλοίο, έτσι αποκλείεται να σωθεί κανείς δίχως την ταπεινοφροσύνη».
16. Είπε πάλι· «Υπάρχει λύπη ωφέλιμη, αλλά υπάρχει και λύπη που προξενεί βλάβη. Η ωφέλιμη λύπη είναι όταν θλίβεται κανείς για τις αμαρτίες του, ώστε να μην χάσει την καλή του πρόθεση για σωτηρία, ή όταν στενοχωρείται για την πνευματική ασθένεια των γύρω του, φτάνοντας με αυτό τον τρόπο στην τέλεια αρετή. Η λύπη όμως που προέρχεται από τον εχθρό είναι γεμάτη παραλογισμό, γι’ αυτό και ονομάστηκε από μερικούς ακηδία. Αυτήν την κατάσταση πρέπει να την απομακρύνει κανείς με την προσευχή και την ψαλμωδία».
17. Αυτός που μέσα στη μύτη του έχει τη δική του δυσωδία, δεν αισθάνεται άλλη μυρωδιά, έστω και αν σταθεί πάνω από όλα τα πτώματα.
 (Δ. Γ. Τσάμη, «Μητερικόν». Διηγήσεις αγ. Μητέρων της ερήμου- επιλογή).

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΠΑΤΑΠΙΑ


Γερόντισσα Παταπία (Οκτώβρης 2010) 
H γερόντισσα Παταπία ήταν ηγουμένη στο ελληνικό γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Παταπίου στο βουνό Γεράνεια, στο Λουτράκι, στην Ελλάδα. Έχει βοηθήσει πάρα πολύ στη δημιουργία της μονής. Έχει αναφέρει επίσης πολλά θαύματα από τον Άγιο Πατάπιο.
Γεννήθηκε στην Κόρινθο, στην Ελλάδα, το 1931 και σε ηλικία 21 ετών αποφάσισε να γίνει μοναχή στο μοναστήρι του Αγίου Παταπίου το οποίο σε αυτό το διάστημα είχε μόνο μια – δυο μοναχές και 2 – 3 μικρά δωμάτια.
Εκεί χρίσθηκε ηγουμένη από το 1963 έως το 1970. Η γερόντισσα Παταπία βοήθησε πάρα πολύ στην δημιουργία της μονής που ιδρύθηκε το 1952 από τον πατέρα Νεκτάριο Μαρμαρινό. Η πρώτη ηγουμένη ήταν η αδελφή Συκλητική. Τα πρώτα χρόνια το μοναστήρι ήταν φτωχό και χωρίς οδική πρόσβαση, ούτε νερό.
Οι μοναχές μετέφεραν νερό με ένα γαϊδουράκι από μια πηγή που ήταν μερικά μίλια απόσταση. Η γερόντισσα Παταπία αγωνίστηκε να χτίσει το μοναστήρι. Έδωσε πίστη στις μοναχές και τελικά το μοναστήρι αναπτύχτηκε και σήμερα είναι πολύ γνωστό. Έχει 40 μοναχές και η πρόσβασή του είναι εύκολη από το Λουτράκι, μέσω ενός σύγχρονου οδικού δικτύου.
Η γερόντισσα Παταπία περιγράφει επίσης πολλά θαύματα του Αγίου Παταπίου, όπως η δωρεά χρημάτων, τροφίμων και προμηθειών τη στιγμή που στο μοναστήρι δεν υπήρχαν αρκετά χρήματα για να αποπερατωθεί η κατασκευή του. Επίσης, η υγεία της καλόγριας Παταπίας είναι και αυτή ένα θαύμα. Υπέφερε από πολλά σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά σήμερα είναι ζωντανή και υπηρετεί τις μοναχές και τους ανθρώπους που έρχονται και επισκέπτονται το μοναστήρι.

ΠΗΓΕΣ

  • Δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας, υμνογράφος, «Όσιος Πατάπιος ο θαυματουργός», γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Παταπίου, Λουτράκι, Ελλάδα, έκδοση 2004.

Η αγία Θωμαΐς η εκ Λέσβου, προστάτης του συζυγικού βίου-3 Iανουαρίου


του Γεωργίου Π. Σωτηρίου
Θεολόγου, τ. Διευθυντού Παιδαγωγικής Ακαδημίας
Η Αγία Θωμαΐς γεννήθηκε στη Λέσβο, άγνωστο όμως σε ποιο ακριβώς σημείο του νησιού. Οι γονείς της, Μιχαήλ και Καλή, ήταν ευσεβέστατοι, έντιμοι, ευκατάστατοι και αποτελούσαν ζεύγος, που οι σύγχρονοι το χαρακτήριζαν «ζεύγος χρυσούν, ζεύγος τρισευδαίμον και μακάριον». Ο πατέρας της χαρακτηρίζεται «τον τρόπον χρηστός, το φρόνημα σταθερός…» και η μητέρα της «το ήθος καλλίστη, καλλίων δε την ψυχήν». Την στέρηση παιδιού την αντιμετώπιζαν «πενθούντες και σκυθρωπάζοντες», αλλά και με την ελπίδα ότι θα αποκτούσαν παιδί και για τούτο δεν έπαυαν να προσεύχονται. Τέλος, η Παναγία με θείο όνει­ρο προειδοποίησε την Καλή ότι όχι μόνο θα αποκτούσε παιδί, αλλά ότι τούτο θα ξεχώριζε σε πλούτο χαρισμάτων και αγιότητα. Πραγματικά, απέκτησαν κόρη που την ονόμασαν Θωμαΐδα, και καθώς μεγάλωνε ξεχώριζε για τα χαρίσματα που είχε αλλά και την ομορφιά της. Όπως αναφέρεται στα βιβλία: «Ξυμπάσας τας λεσβίδας κάλλει και μεγέθει διαφερόντως υπερελάσασα», ξεπέρασε δηλαδή, όλες τις κοπέλες της Λέσβου στην ομορφιά και στο ανάστημα. Παρουσίαζε «αρμονία αρίστη σωματική και πνευματική».
Αν και δεν είχε καμιά διάθεση για γάμο, αλλ’ απ’ εναντίας εθαύμαζε τη μοναστική ζωή, πειθαρχώντας στη θέληση και επιθυμία των γονιών της, παντρεύτηκε σε ηλικία 24 ετών κάποιον Στέφανο, που έγινε γι’ αυτήν «ακάνθινος στέφανος» για όλη τη ζωή της. Ενώ αυτή ήταν τόσο καλή, τόσο ενάρετη, ώστε την ήξεραν όλοι σαν υπόδειγμα συζύγου, υπέφερε φοβερά από τη βάναυση συμπεριφορά του βαρβάρου συζύγου της, που καθημερινά εύρισκε ευκαιρία να την πληγώνει στο σώμα και στη ψυχή με ξυλοδαρμούς, ραπίσματα, κλωτσιές ακόμα και στο στόμα της, να την καίει, να της ανοίγει πληγές σ’ όλο της το σώμα, να την κρεμάει δεμένη με σχοινιά για ώρες πολλές.
Από τη Μυτιλήνη έφυγαν και κατοίκησαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου φαίνεται ότι μετακόμισαν και οι γονείς της, για να ακολουθήσουν την κόρη τους, εγκαταλείποντας τη μεγάλη περιουσία τους και αντιμετωπίζοντας εκεί πολλές στερήσεις. Μετά το θάνατο του πατέρα της, η μητέρα της πήγε στο μοναστήρι, το γνωστό με το όνομα “Τα μικρά Ρωμαίου», έγινε μοναχή και αργότερα έγινε και ηγουμένη. Το δράμα της Θωμαΐδος κορυφώθηκε. Η συμπεριφορά του συζύγου της γινότανε από μέρα σε μέρα χειρότερη. Και η Θωμαΐς αντιμετώπιζε όλη αυτή τη μαρτυρική κατάσταση με την προσευχή, την υπομονή βρίσκοντας παρηγοριά στην αγαθοεργία. Μέρα και νύχτα ύφαινε, έραβε και μοίραζε φορέματα και τρόφιμα, «ορφανοίς τα σίτα (τρόφιμα) προσνέμουσα, τοις απόροις προς το ζην αναγκαίους πόρους παρέχουσα». Η αρετή της Θωμαΐδος έδινε το καλό παράδειγμα και σε άλλες γυναίκες, πού αντιμετώπιζαν δύστροπους και βάναυσους συζύγους. Πολύ σύντομα η πίστη και η αγιότητα της Θωμαΐδος ευλογήθηκε από το Θεό, πού της έδωκε τη χάρη να κάνει και θαύματα, όταν ζητούσε με τις θερμές προσευχές της τη βοήθειά Του για ανθρώπους πού υπέφεραν. Αναφέρονται δεκατέσσερα θαύματα που έγιναν με την προσευχή της αγίας Θωμαΐδος στην Κωνσταντινούπολη. Θεραπεύει έναν δαιμονιζόμενο, έναν παράλυτο, έναν άρρωστο με καρκίνο και άλλους.
Έπειτα από δέκα τριών ετών μαρτυρική συζυγική ζωή, απέθανε η Θωμαΐς σε ηλικία τριάντα οκτώ ετών. Την έθαψαν στο μοναστήρι που είχε ταφεί και η μητέρα της. Ο τάφος της και το σεπτό λείψανό της πριν ακόμα περάσουν σαράντα ημέ­ρες από το θάνατό της, έγιναν πηγή θαυμάτων. Κάποιος δαιμονιζόμενος Κωνσταντίνος, πού πλησίασε τον τάφο της, θεραπεύεται. Άλλος παράλυτος Ευτυχιανός ονομαζόμενος, που προσευχήθηκε και άγγισε το τάφο της στάθηκε στα πόδια του. Άρρωστη μοναχή με φοβερούς πόνους στο κεφάλι θεραπεύεται και άλλος με επιληψία επίσης βρίσκει την υγεία του. Κάποιος ψαράς βρίσκει τα χαμένα δίχτυα του στη θάλασσα γεμάτα ψάρια. Φοβερά άρρωστη γυναίκα με φοβερούς πόνους στα σπλάγχνα της θεραπεύεται και από ευγνωμοσύνη χτίζει πάνω στον τάφο της αγίας μεγαλοπρεπή αψίδα. Σαν τελευταίο θαύμα αναφέρεται η θεραπεία του συζύγου της, πού μετά το θάνατό της «προσέκρουσε δαίμονι χαλεπώ», έγινε δηλαδή, δαιμονιζόμενος και μάστιγα για τους πολίτες που κινδύνευαν από την δαιμονική μανία του. Με πολύ κόπο τον συνέλαβαν, τον έδεσαν με αλυσίδες και τον οδήγησαν στον τάφο της αγίας Θωμαΐδος ζητώντας να τον συγχωρέσει, να παρακαλέσει τον Θεό για την θεραπεία του, διότι όλοι πίστευαν ότι υπέφερε από τιμωρία του Θεού για την μαρτυρική ζωή στην οποία υπέβαλε την πιστή, την πονόψυχη, την ενάρετη γυναίκα του. Και πραγματικά το θαύμα έγινε. Μόλις τον απέθεσαν δεμένο στο μνήμα της θεραπεύτηκε και έζησε την υπόλοιπη ζωή του μετανοιωμένος και ενάρετος.
Η μαρτυρική συζυγική ζωή της Θωμαΐδος στον αταίριαστο γι’ αυτήν γάμο της με τον βάναυσο Στέφανο πού έκαμε το στεφάνι του γάμου της πραγματικά ακάνθινο στεφάνι, αλλά και η υπομονή με την οποία υπέφερε όλα αυτά τα δεινά, έγινε υπόδειγμα υπομονής και καρτερίας για πολλούς και πολλές που αντιμετώπιζαν παρόμοιες καταστάσεις στην οικογενειακή τους ζωή. Η προσήλωσή της στον αδιάλυτο θεσμό του γάμου, «παρεκτός λόγω πορνείας», οδήγησαν τους συγχρόνους της να την ονομάσουν Προστάτιδα του γάμου από τον κίνδυνο του διαζυγίου. Το σεπτό λείψανο της αγίας Θωμαΐδος βρισκότανε στην Κωνσταντινούπολη ακέραιο μέχρι που και οι πληγές από τους ξυλοδαρμούς φαίνονταν καθαρά στο δέρμα, μέχρι το 1204, πού έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους. Κατόπιν δεν γνωρίζουμε τι απέγινε.
Πότε έζησε η Αγία Θωμαΐς; Από τις πληροφορίες πού δίνουν τα βιβλία, φαίνεται ότι η Αγία γεννήθηκε στη Λέσβο μεταξύ των ετών 910 – 913, ότι ήλθε σε γάμο μεταξύ των ετών 934 – 937. Έτσι φαίνεται ότι έζησε τις πρώτες δεκαετίες του δεκάτου αιώνος. Η μνήμη της εορτάζεται στις 3 Ιανουαρίου. Ακολουθία της Αγίας συνέταξε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στο Άγιον Όρος, το έτος 1967 με τη μέριμνα του αειμν. Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου Κλεομβρότου και δημοσιεύθηκε στο «Λεσβιακό Μηναίο».
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΩΜΑΪΔΟΣ
Ήχος δ΄ Ταχύ προκατάλαβε
Τας θλίψεις του βίου σου, ως προσφοράν λογικήν, Χριστώ προσενέγκασα, την των θαυμάτων ισχύν, Οσία, ανείληφας. Όθεν ως συζυγίας, υποτύπωσιν θείαν, μέλπομεν Θωμαΐς σε, και πιστώς σοι βοώμεν Χαίρε της νήσου Λέσβου, σεμνόν εγκαλλώπισμα.

Η θαυματουργή Αγία Γενοβέφα των Παρισίων

 

Μία των μεγαλυτέρων οσιακών μορφών του Ε΄ αιώνος είναι η Οσία Γενεβιέβη. Εγεννήθη περί το 422 εις το χωρίον Νεμετοδούρον, μερικά χιλιόμετρα δυτικώς των Παρισίων, από γονείς πλουσίους καί ευσεβείς, τον Σεβήρον και την Γεροντίαν. Εις τα παιδικά της χρόνια εποίμαινε τα ποίμνια των γονέων της εις τους δασώδεις λόφους παρά τάς όχθας του Σηκουάνα.
Εις ηλικίαν περίπου οκτώ ετών ο Θεός την εκάλεσε να του αφιερωθή κατά τον εξής τρόπον. Μία τοπική Σύνοδος εις Γαλλίαν απεφάσισε να στείλη εις την Βρεττανίαν, κατόπιν ζητήσεως βοηθείας πρός καταπολέμησιν της πελαγιανικής αιρέσεως, τους αγιωτάτους και θαυματουργούς Επισκόπους Γερμανόν και Λούππον.
Οι δύο Επίσκοποι κατά το ταξίδιόν των διήλθον από το Νεμετοδούρον. Ο ευσεβής λαός τους υπεδέχθη με ιερόν ενθουσιασμόν καί τούς παρεκάλεσε να ψάλουν μαζί τον Εσπερινόν.
Ο αγιώτατος Γερμανός, ενώ ευλογούσε τον λαόν, είδε το ευλογημένον κοράσιον και φωτισθείς υπό της θείας χάριτος, προεφήτευσεν εις τους καταπλήκτους γονείς του, ότι θα εγίνετο «μεγάλη ενώπιον τού Κυρίου και πολλοί θα εύρισκον την σωτηρίαν διά μέσου αυτής». Κατόπιν ηρώτησε την Γενεβιέβην: «Κόρη μου, επιθυμείς να αφιερωθής ως νύμφη άμωμος εις τον Χριστόν;» Η Αγία απήντησε: «Αυτή, Δέσποτα, ακριβώς είναι η επιθυμία της καρδίας μου. Είθε ο Θεός νά μού την εκπληρώση».
Ο άγιος Επίσκοπος εκράτησε τήν χείρα του επί της κεφαλής τής Γενεβιέβης κατά την διάρκειαν του Εσπερινού και είπεν εις τούς γονείς της να την φέρουν πολύ ενωρίς εις τον Ναόν την επομένην.
Το πρωΐ την ερώτησεν ο Επίσκοπος: «Γενεβιέβη, κόρη μου, ενθυμείσαι το χθεσινόν σου τάμα;» «Ναί, άγιε Δέσποτα», απήντησε, «υπόσχομαι να αφιερώσω την ψυχήν και το σώμα μου εις τον Θεόν μέχρι τό τέλος της ζωής μου».
Τότε ο ῞Αγιος Γερμανός ευρήκεν εις το έδαφος ένα νόμισμα, τό οποίον έφερεν επάνω του το σημείον του Τιμίου Σταυρού, και της τό έδωσε να το κρεμάση εις τον λαιμόν της εις ενθύμιον του τάματός της, παραγγείλας εις αυτήν να μή ενδυθή ποτέ πολύτιμα ενδύματα ή κοσμήματα.
Ολίγον αργότερον ήτο μια εορτή και η μητέρα της θα επήγαινεν εις την Εκκλησίαν, είπε δε εις την Γενεβιέβην να παραμείνη εις τήν οικίαν. Η ευσεβής κόρη διεμαρτυρήθη, υπενθυμίζουσα εις αυτήν τήν υπόσχεσίν της. Η μητέρα της τότε την εράπισε καί… αμέσως ετυφλώθη! Αργότερα η Αγία έφερε νερό εις το σπίτι, προσηυχήθη διά τήν θεραπείαν της μητρός της και το εσταύρωσε. Όταν η μητέρα της Γεροντία ένιψε το πρόσωπόν της με το ευλογημένον ύδωρ ανέβλεψε!…
Εις ηλικίαν περίπου 15 ετών, η Γενεβιέβη επήγε μαζί με άλλας δύο παρθένους εις τον Επίσκοπον, διά να λάβουν την Μοναχικήν κουράν. Παρ’  όλον ότι ήτο η μικροτέρα, ο Επίσκοπος θεόθεν παρακινηθείς, την έκειρε πρώτην.
Κατά την εποχήν αυτήν δεν υπήρχον ακόμη [στη Γαλλία] γυναικεία Μοναστήρια και έτσι, όταν μετ’  ολίγον εκοιμήθησαν οι ευσεβείς γονείς της, εγκατεστάθη εις το Παρίσι εις το σπίτι της αναδόχου της, εις τήν κορυφήν του λόφου απέναντι του Σηκουάνα, πού έχει τώρα το όνομά της.
Εκεί εφήρμοσε μίαν σκληροτάτην άσκησιν, εσθίουσα, μόνον κάθε Πέμπτην και Κυριακήν ολίγον κρίθινον άρτον και κουκιά, τα οποία έβραζε κάθε δυό-τρείς εβδομάδας.
Ο Κύριος επέτρεψε να της έλθη μία φοβερά παραλυσία εις όλον τό σώμα, ώστε δεν ημπορούσε να κινήση κανένα μέλος της, επί τρείς δε ημέρας έμεινεν ως νεκρά. Όταν συνήλθεν ολίγον, διηγήθη ότι ένας Άγγελος την παρέλαβε και της έδειξε την κόλασιν και τόν Παράδεισον. Η αγία κόρη επέμεινεν ιδιαιτέρως εις την περιγραφήν τών ανεκφράστων αγαθών πού αναμένουν τους δικαίους.
Η ευλογημένη Γενεβιέβη συντόμως έδρεψε τους ευχύμους καρπούς μιάς τοιαύτης ασκήσεως, απέκτησε πλουσίως τα χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος: το χάρισμα των δακρύων, το διορατικόν, το προφητικόν, το θαυματουργικόν.
Ως συμβαίνει πάντοτε, βλέπον το πονηρόν πνεύμα, ότι δεν δύναται να νικήση την Αγίαν, εξήγειρεν εναντίον της ανθρώπους διά να την συκοφαντήσουν και κατακρίνουν.
Όταν μάλιστα κατά το 445 ο αγιώτατος Επίσκοπος Γερμανός, πορευόμενος και πάλιν προς την Βρεττανίαν, διήλθε διά των Παρισίων, οι εχθροί της Αγίας την κατέκριναν εις αυτόν. Ο θεοφόρος Ιεράρχης δεν έδωσε σημασίαν εις τάς συκοφαντίας, αλλά προσηυχήθη μαζί της και έδειξεν εις τους Παρισινούς τα δάκρυα, τα οποία αφθόνως είχε χύσει η Οσία, εις ένδειξιν του παρά Κυρίου χαρίσματος.
Έκτοτε οι κάτοικοι της περιοχής ήρχισαν να την σέβωνται και νά εκζητούν τάς φωτισμένας συμβουλάς της και τάς θαυματουργικάς προσευχάς της.
Μία προφητεία της Οσίας, η οποία εξεπληρώθη, συνέβαλε πολύ εις το να εγκαθιδρυθή πλέον εις τάς συνειδήσεις όλων ως όντως Αγία. Όταν ο Αττίλας με τάς βαρβαρικάς ορδάς του επλησίαζε τό Παρίσι, οι κάτοικοι κατελήφθησαν υπό πανικού και ητοιμάσθησαν νά εγκαταλείψουν την πόλιν. Η Αγία τους είπεν, ότι ο Κύριος θα τούς ελύτρωνεν εκ του κινδύνου, να μή ανησυχούν, αλλά να προσευχηθούν και να νηστεύσουν. Οι Παρισινοί δεν εδέχθησαν την συμβουλήν της, εξηγέρθησαν εναντίον της και ήσαν έτοιμοι να την λιθοβολήσουν. Τελικώς ο Κύριος την εφύλαξεν από την μανίαν του όχλου, οι δέ βάρβαροι Ούννοι αιφνιδίως και χωρίς φανερόν λόγον ήλλαξαν κατεύθυνσιν και ολίγον αργότερον ενικήθησαν από τον σχετικώς αδύνατον ρωμαϊκόν στρατόν του στρατηλάτου Αετίου 200 χιλιόμετρα από το Παρίσι, εις τάς Καταλανικάς πεδιάδας (451).
Πλήθος θαυμάτων μάς διηγείται ο ανώνυμος βιογράφος της Αγίας εις τον βίον της, ο οποίος εγράφη μόλις 18 έτη μετά την οσίαν κοίμησίν της: εξεδίωκε δαιμόνια, ανήγειρε παραλυτικούς, έδιδε τό φώς εις τους τυφλούς.
Κάποτε μία περίλυπος μητέρα της έφερε το λείψανον του τετραετούς υιού της. Η Αγία το εκάλυψε με το επανωφόριόν της και προσηυχήθη επί πολλάς ώρας κλαίουσα, έως ότου το παιδίον ανεστήθη.
Κάθε χρόνον, κατά την ανατολικήν ασκητικήν παράδοσιν, έμενεν έγκλειστος από τα Θεοφάνια μέχρι την Μεγάλην Πέμπτην. Μία μοναχή προσεπάθησε να ίδη τί έκαμνεν έγκλειστος εις το κελλίον της, αλλ’ όταν έφθασεν έμπροσθεν της θύρας ετυφλώθη. Μετά την αγίαν Τεσσαρακοστήν, επήγεν η Αγία εις το κελλίον της τυφλωθείσης μοναχής και προσευχηθείσα την εσταύρωσε και της έδωσε πάλιν τό φώς της.
Η Οσία Γενεβιέβη ηυλαβείτο ιδιαιτέρως τον Άγιον Διονύσιον, τόν πρώτον επίσκοπον Παρισίων, ο οποίος είχε μαρτυρήσει μερικά χιλιόμετρα βορείως της πόλεως.
Έπεισε λοιπόν μερικούς ιερείς να κτίσουν μίαν Εκκλησίαν επί τού τάφου του αγίου μάρτυρος. Διαμαρτυρίαι όμως ηγέρθησαν, διότι δέν υπήρχεν άσβεστος διά την οικοδομήν. Η Αγία τους έστειλεν εις τήν γέφυραν της πόλεως. Εκεί συνήντησαν δύο ποιμένας πού συζητούσαν διά το γεγονός, ότι είχεν ευρεθή εις το δάσος μία πηγή ασβέστου!
Συντόμως ο ναός εκτίσθη και η ευλογημένη Γενεβιέβη μετέβαινεν εκεί τακτικώς διά να προσευχηθή, ιδίως τάς Κυριακάς, ότε ηγρύπνει ολονυκτίως.
Ένα Σάββατον βράδυ ανεχώρησε με την συνοδίαν της διά τόν Άγιον Διονύσιον ενώ είχεν εκσπάσει σφοδρά καταιγίς. Αιφνιδίως τό φανάρι των έσβησε από τον δυνατόν αέρα. Αι μοναχαί εκυριεύθησαν από μέγαν φόβον, ευρεθείσαι εγκαταλελειμμέναι εις το σκότος, εις τήν λάσπην, χωρίς προσανατολισμόν. Η Οσία τάς ενεθάρρυνεν, έπειτα προσηυχήθη και εσταύρωσε το φανάρι. Τότε ήναψεν αυτό θαυμαστώς μόνο του και καθοδηγούμεναι υπό του θαυματουργικού φωτός έφθασαν σώαι εις τον Ναόν διά την αγρυπνίαν.
Η Αγία, μαζί με την αδελφότητα πού είχε συγκεντρώσει γύρω της, έκαμνε πολλά προσκυνήματα εις τον τάφον του Αγίου Μαρτίνου τού θαυματουργού εις το Τούρ, περίπου 200 χιλιόμετρα από το Παρίσι, κατά τα οποία ετέλει πολλά θαύματα.
Επίσης άλλην μίαν φοράν η Οσία έσωσε την πόλιν της. Όταν οι Φράγκοι πολιώρκησαν το Παρίσι και οι κάτοικοι εκινδύνευαν από τήν πείνα, η Αγία ωδήγησε μίαν ομάδα πλοίων εις περιοχάς, τάς οποίας δέν είχον καταστρέψει οι Φράγκοι, και τα έφερε πάλιν οπίσω γεμάτα σιτάρι, διά να θρέψουν τους Παρισινούς.
Πρέπει να αναφερθή η λίαν σημαντική μαρτυρία του μεγάλου Αγίου της Αντιοχείας, του ηρωϊκού Οσίου Συμεών του Στυλίτου (†30.4.459), όσον αφορά την παρρησίαν της Οσίας ενώπιον του Κυρίου.
Μερικοί Παρισινοί έμποροι είχον μεταβή εις την Ανατολήν και ελκυσθέντες από την φήμην του θαυμαστού Αγίου Συμεών, ο οποίος ησκήτευεν επί τεσσαράκοντα περίπου έτη επί ενός στύλου εις τήν Αντιόχειαν, τον επεσκέφθησαν διά να λάβουν την ευλογίαν του. Οποίαν όμως έκπληξιν εδοκίμασαν, όταν ο πανθαύμαστος ασκητής τούς είπε να διαβιβάσουν χαιρετισμούς εις την Οσίαν Γενεβιέβην καί εζήτησε με πολλήν ευλάβειαν τάς προσευχάς της!
Η Οσία ήταν επίσης φημισμένη διά την ευσπλαγχνίαν της, ιδίως πρός τους φυλακισμένους, οι οποίοι ήσαν πολλοί κατά την ταραγμένην εκείνην εποχήν.
Πολλάς φοράς εμεσίτευσε με επιτυχίαν προς τον βάρβαρον Φράγκον βασιλέα Χιλδερίκον διά να τους ελευθερώση. Ο βασιλεύς αδυνατούσε να της το αρνηθή, ηττημένος από την θερμήν προσευχήν της.
Μίαν ημέραν ο Χιλδερίκος ήθελε να εκτελέση πολλούς φυλακισμένους, αιχμαλώτους πολέμου. Εξήλθε κρυφίως από την πόλιν καί διέταξεν όπισθεν να κλειδώσουν τάς πύλας. Η Οσία επληροφορήθη τό τεκταινόμενον και έτρεξε προς τον τόπον της εκτελέσεως. Όταν έφθασε προ των κεκλεισμένων πυλών, έκαμε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και αυτομάτως ηνοίχθησαν. Επρόφθασε την εκτέλεσιν καί διά μίαν ακόμη φοράν ο ειδωλολάτρης βασιλεύς, όστις την εκτιμούσε βαθύτατα, της εχάρισε τους φυλακισμένους.
Η θεοφόρος και θαυματουργός Οσία Γενεβιέβη εκοιμήθη εν Κυρίω πλήρης ημερών εις τάς 3 Ιανουαρίου, πιθανόν του έτους 512. Τά χαριτόβρυτα λείψανά της ετοποθετήθησαν αρχικώς εις τον ναόν τού Αγίου Διονυσίου και κατόπιν εις τον ναόν του Αγίου Στεφάνου εις τό Παρίσι, επί του λόφου όπου προσέφερε προς τον Ουράνιον Νυμφίον της Χριστόν ως πολύτιμον προίκαν τους ασκητικούς κόπους και τά δάκρυα της αγάπης της.

Ο τάφος της Αγίας Γενεβιέβης στην εκκλησία του St-Etienne-du-Mont.

Λειψανοθήκη με λείψανο της αγίας Γενεβιέβης.
Πηγή: Περιοδ. «Άγιος Κυπριανός», αριθ. 216/Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1987, σελ. 127-128 και 217/Μάρτιος-Απρίλιος 1987, σελ. 143-144.

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Γερόντισσα Ταϊσία Σαλόπιβα: πνευματικό παιδί του Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης




῾Η ῾Οσιωτάτη Καθηγουμένη τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς τοῦ Λεουσένι
(1840 – 1915)
Σύντομος Βίος
Η ΗΓΟΥΜΕΝΗ Ταϊσία, κατὰ κόσμον Μαρία Σαλόπιβα, κατήγετο ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ μεγάλου Ρώσου ποιητοῦ ᾿Αλεξάνδρου Πούσκιν (1799-1837).
Γεννήθηκε τὸ 1840 στὴν ᾿Επαρχία Νόβγκοροντ καὶ ἐσπούδασε στὸ ᾿ΙνστιτοῦτοΠαυλόβσκυ τῆς Πετρουπόλεως, μία Σχολὴ γιὰ κορίτσια ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς.Τὸ ἔτος 1862, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ἀποφοίτησί της, ἄρχισε τὴν μοναστική τηςζωὴ στὴν πόλι Τιχβὶν τῆς ᾿Επαρχίας Νόβγκοροντ, στὴν γυναικεία Μονὴ τῶνΕἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Εἶναι γνωστό, ὅτι στὴν ἀντίστοιχη ἀνδρι- κὴ Μονὴ τοῦ Τιχβίν, ἡ ὁποία ὠνομάζετο καὶ «Μεγάλο Μοναστήρι», ἐφυλάσσετο καὶ ἡ περίφημη θαυματουργὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν, τῆς ὁποίας ἡ Σύναξις τελεῖται τὴν 26η ᾿Ιουνίου.
Τὸν πρῶτο χρόνο τῆς δοκιμασία της στὴν Μονὴ ρασοφορέθηκε καὶ τὸ 1870 ἔλαβε τὸ Μικρὸ Σχῆμα καὶ ὠνομάσθηκε ᾿Αρκαδία. Τὸ 1872 μετώκησε στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας Φοβερᾶς Προστασίας στὸ Σβέριν καὶ τὸ 1878 στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας Φανερωμένης στὸ Σβάνσκυ τῆς ᾿Επισκοπῆς Νόβγκοροντ, ὅπου καὶ ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχὴ τὸν ἑπόμενο χρόνο, λαβοῦσα τὸ ὄνομα Ταϊσία.
Τἣν 19.3.1881 διωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη ᾿Ισίδωρο ἐπὶ κεφαλῆς τῆς νεοπαγοῦς Μοναστικῆς Κοινότητος τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου στὸ Λεουσένι τῆς περιοχῆς Μποροβιτσί. Η ᾿Αδελφότητα ἐκείνη ἀντιμετώπιζε τότε πολλὰ καὶ δύσκολα προβλήματα, ἀλλὰ μὲ τὶς ἐνέργειες καὶ τὴν καθοδήγησι τῆς Γεροντίσσης Ταϊσίας, ἡ πρώην ἄγνωστη καὶ πτωχὴ μοναστικὴ Κοινότης τοῦ Λεουσένι ἀνωρθώθηκε καὶ τὸ 1885 ἀναγνωρίσθηκε ἐπισήμως ὡς Κοινόβιο ἀπὸ τὴν ῾Ιερὰ Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐνσυνεχείᾳ ἀνεδείχθη σὲ ἕνα Μοναστήρι πρώτης τάξεως, διάσημο γιὰ τὴν μοναχική του πειθαρχία καὶ τὴν παραδειγματική του ὀργάνωσι.
Στὴν Μονὴ Λεουσένι, ἡ ὁποία μὲ τὸν καιρὸ ἐξελίχθηκε σὲ σπουδαῖο κέντρο ἐκκλησιαστικῆς διαπαιδαγωγήσεως, ἀλλὰ καὶ μορφώσεως, ἀφοῦ περιελάμβανε καὶ Σχολεῖα, ἡ Μητέρα Ταϊσία παρέμεινε ὡς ῾Ηγουμένη μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεώς της, 2ας ᾿Ιανουαρίου 1915, ἡμέρα κοιμήσεως καὶ τοῦ ῾Αγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ.
Τὸ ἱερὸ σκήνωμά της ἐτάφη στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία σήμερα ἔχει κατακλυσθῆ ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ φράγματος τοῦ ποταμοῦ Βόλγα· ἔτσι, τὸ εὐλογημένο Λείψανο τῆς Μητέρας Ταϊσίας εὑρίσκεται σήμερα στὸν βυθό αὐτῆς τῆς τεχνιτῆς λίμνης.
* * *
Η χαρισματικὴ ῾Ηγουμένη Ταϊσία ἦταν πνευματικὴ θυγατέρα πρῶτα τοῦ
῾Οσιωτάτου ᾿Αρχιμανδρίτου Λαυρεντίου τῆς Μονῆς ᾿Ιβήρων τοῦ Βαλντάϊ (1808-1876, + 2 ᾿Ιουλίου) καὶ ἀργότερα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης (+20.12.1908), τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φωστῆρος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸν ὁποῖο συχνὰσυνώδευε στὰ ταξίδια καὶ προσκυνή-ματά του γιὰ νὰ ἱδρύη μὲ τὴν εὐλογίατου μοναστηριακὰ Μετόχια.
῾Υπῆρξε μία ἀπὸ τὶς περιφημότερες Μοναχές, γνωστὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἐπικράτεια τῆς Ρωσίας γιὰ τὴν ἀρετή, τὴν μόρφωσι καὶ τὰ σπάνια διοικητικά της χαρίσματα.
῞Ιδρυσε γιὰ τὰ ὀρφανὰ τῶν Κληρικῶν ἕνα μοναστηριακὸ Σχολεῖο, τὸ ὁποῖο μὲ τὸν καιρὸ ἀναβαθμίσθηκε σὲ ᾿Εκκλησιαστικὸ Κολλέγιο Θηλέων, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ Μοναστήρι τοῦ Λεουσένι νὰ καταστῆ φυτώριο πνευματικῆς μορφώσεως καὶ διαφωτισμοῦ στὶς βόρειες περιοχὲς τῆς ᾿Επισκοπῆς τοῦ Νόβγκοροντ.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τριακονταετοῦς ἡγουμενείας της εἶχε τόσοἐνεργὸ καὶ σημαντικὴ συμμετοχὴ στὴν ἵδρυσι καὶ ὀργάνωσι πολλῶν νέων γυναικείων Μονῶν στὴν Βόρεια Ρωσία, ὥστε δὲν ὑπῆρξε κυριο λεκτικὰ οὔτε ἕνα νεοϊδρυμένο Μοναστήρι, τὸ ὁποῖο νὰ μὴν ὠργανώθηκε μὲ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχὴ τῆς ῾Ηγουμένης Ταϊσίας.
Γιὰ τὸ Μοναστήρι της τοῦ Λεουσένι ἔκτισε τρία μεγάλα Μετόχια: στὸ Τσερεπόβιτς, στὴν Πετρούπολι καὶ στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης, στὸν ποταμὸ Σοῦρα τοῦΑρχαγγέλου.
῞Ιδρυσε ἐπίσης καὶ ἐστερέωσε τὸ Μοναστήρι τοῦ Βοροντσὼφ στὴν᾿Επισκοπὴ τοῦ Πσκώφ, καθὼς καὶ τὸ Μετόχι της στὴν Πετρούπολι.᾿Επίσης, μαζὶ μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κρονστάνδης, ἦταν μία ἀπὸ τοὺς ἱδρυτὲς τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου στὸ νησὶ Καρπόβκα τῆς Πετρουπόλεως, ὅπου σήμερα ὑπάρχει ὁ θαυματόβρυτος τάφος τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης.
῾Η ῾Ιερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας (τὸ 1889), καθὼς καὶ ὁ
Τσάρος τῆς Ρωσίας (τὸ 1892), τῆς ἀπένειμαν τὸν ἐπιστήθιο Σταυρὸ
καὶ τὸν χρυσὸ ἀδαμαντοκόλλητο Σταυρὸ ἀντιστοίχως, γιὰ τὴν μεγάλη
της προσφορὰ στὸν Μοναχισμὸ τῆς Ρωσίας καὶ στὴν Ρωσικὴ ᾿Εκκλη-
σία γενικώτερα.
Κατὰ τὰ ἔτη 1910, 1911 καὶ 1913 ἔλαβε διάφορα δῶρα προσωπικὰ
ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Νικόλαο Βʹ καὶ τὴν Αὐτοκράτειρα ᾿Αλεξάνδρα,
τοὺς μετέπειτα Βασιλομάρτυρας (+4/17. 6. 1918).
* * *
῾Η Μητέρα Ταϊσία ὑπῆρξε ἐπίσης ἄριστη παιδαγωγὸς καὶ ταλαντοῦχος συγγραφεύς.
Τὰ ἐκδοθέντα ἔργα της εἶναι τὰ ἑξῆς:
1. Κανὼν εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου.
2. Χαιρετισμοὶ (᾿Ακάθιστος) εἰς τὸν ῞Αγιον Συμεὼν τὸν Θεοδόχο.
3. Συνομιλίες μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κρονστάνδης.
4. ῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κρονστάνδης ὡς Ποιμένας.
5. ῾Η Γυναικεία Μοναστικὴ Κοινότητα τοῦ Σοῦρα (ποίημα).
6. Ποιήματα (τόμοι τρεῖς).
7. Αὐτοβιογραφία.
8. ῾Η ζωὴ τῆς διὰ Χριστὸν Σαλῆς Γερόντισσας Εὐδοκίας Ροντιόνοβα.
9. Γράμματα σὲ μία ᾿Αρχάρια Μοναχὴ
(Αʹ- ΙΔʹ).
10. Λόγος κατὰ τὴν ρασοφορία Μοναζουσῶν τῆς Μονῆς τοῦ Σοῦρα
στὸν ᾿Αρχάγγελο.
• Στὰ ἑλληνικά, ἔχουμε τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία, νὰ κυκλοφοροῦν
σὲ δύο τόμους ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Τὸ ῞Αγιον ῎Ορος» στὴν Θεσσαλονίκη,
τὰ ὑπ᾿ ἀριθ. 3 καὶ 7 μαζὶ (πραγματικὸ ἐντρύφημα!), καθὼς καὶ μερικὰ
Ποιήματα, ὑπ᾿ ἀριθ. 6 (1992)· ἐπίσης, τὰ ὑπ᾿ ἀριθ. 9 καὶ 10 μαζὶ
(1993).
..Διδασκαλία περί προσευχής.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος διαιρεῖ τὴν προσευχὴ σὲ τρία στάδια καὶ λέγει:«᾿Αρχὴ μὲν προσευχῆς, προσβολαὶ μονολογίστως διωκόμεναι ἐκ προοιμίων αὐτῶν· μεσότης δέ, τὸ ἐν τοῖς λεγομένοις καὶ νοουμένοις εἶναι τὴν διάνοιαν· τὸ δὲ ταύτης τέλειον, ἁρπαγὴ πρὸς Κύριον»1.«᾿Αρχὴ τῆς προσευχῆς εἶναι νὰ διώκωνται οἱ ἐχθρικὲςπροσβολὲς στὴν ἀρχή τους μ᾿ ἕναν ἀποφασιστικὸ λόγο.Μέσον τὸ νὰ παραμένη ὁ νοῦς στὰ λόγια καὶ στὰ νοήματατῆς προσευχῆς. Καὶ τέλος τὸ νὰ ἁρπαγῆ ὁ νοῦς πρὸςτὸν Κύριο».Σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο στάδιο φθάνουν κατὰ κανόνα μόνον ὅσοιἔχουν τελειοποιηθῆ στὴν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ ὁ Κύριος μὲ τὸ μεγάλο του ἔλεος ἀξιώνει μερικοὺς νὰ πάρουν μιὰ γεύση αὐτῆς τῆς καταστάσεως, ἔστω κι᾿ ἂν δὲν ἔχουν προχωρήσει πολὺ στὴν προσευχή,σὰν ἀνταμοιβὴ τῶν προσπαθειῶν ποὺ καταβάλλουν.Θὰ σοῦ ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα2.
* * *
῎Ημουν ἀκόμη ἀρχάρια, Δόκιμη, καὶ ἡ Γερόντισσά μου, ἡ Μητέρα Γλαφύρα, μ᾿ ἔστειλε σὲ μιὰν ἄλλη Γερόντισσα, τὴν Μοναχὴ Θεοκτίστη.
῏Ηταν μετὰ τὸν ῾Εσπερινό, ὅταν οἱ περισσότερες Μοναχὲς πηγαίνουν στὴν Τράπεζα.
῞Οταν ἔφθασα στὴν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ εἶπα, σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό, τὴν μονολόγιστη εὐχὴ καὶ ἄνοιξα τὴν πόρτα δίχως νὰ περιμένω ἀπάντηση. Πέρασα τὸ κατώφλι καὶ εἶδα τὴν ἀκόλουθη σκηνή.
Στὴν πιὸ ἀπόμερη γωνιὰ τοῦ Κελλιοῦ καὶ μπροστὰ στὶς Εἰκόνες ἦταν γονατισμένη ἡ Γερόντισσα Θεοκτίστη μὲ τὰ χέρια της ὑψωμένα σὲ δέηση καὶ τὰ μάτια της προσηλωμένα στοὺς ῾Αγίους.Προφανῶς δὲν εἶχε καταλάβει ὅτι μπῆκα, ἂν καὶ εἶχα εἰπεῖ τὴν εὐχὴ μεγαλόφωνα καὶ ἡ πόρτα ἔτριξε δυνατά. ῏Ηταν ἐντελῶς μόνη
της στὸ Κελλί. Εγὼ στάθηκα μὲ ἀμηχανία στὸ κατώφλι, μὴ τολμώντας νὰ προ-
χωρήσω καὶ μὴ ξέροντας τί νὰ κάνω. ᾿Εὰν ἔμενα στὸ Κελλὶ ὑπῆρχε
φόβος νὰ φέρω τὴν Γερόντισσα σὲ δύσκολη θέση, ὅταν θὰ συνερ-
χόταν καὶ ἔβλεπε ὅτι ὑπῆρχε κάποια μάρτυρας τῆς ὑψηλῆς προσευχῆς
της, κι᾿ ἂν ἔφευγα θὰ ἔτριζε πάλι ἡ πόρτα. ῞Υστερα δὲν ἤθελα καὶ
νὰ φύγω.
Στὸν διάδρομο ἄρχισαν ν᾿ ἀκούγωνται οἱ χαρούμενες φωνὲς τῶν ᾿Αδελφῶν, ποὺ εἶχαν πιὰ τελειώσει τὸ γεῦμα τους στὴν Τράπεζα καὶ πήγαιναν στὰ Κελλιά τους κι᾿ ἑτοιμάσθηκα νὰ προλάβω τὶς δύο Δόκιμες τῆς Γερόντισσας, ποὺ θὰ ἔπρεπε τώρα νὰ ἐπιστρέφουν.
᾿Εκεῖνες ὅμως δὲν ἦλθαν, πρᾶγμα ποὺ μὲ εὐχαρίστησε πολύ.
Δὲν ξέρω πόσην ὥρα ἔμεινα ἔτσι στὸ κατώφλι ἀναποφάσιστη
καὶ ἔκθαμβη μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα. ῎Ισως νὰ ἦταν μιὰ ὁλόκληρη ὥρα,
ἴσως καὶ παραπάνω.
…῾Η Γερόντισσα δὲν ἄλλαξε θέση, δὲν κινήθηκε καθόλου, μόνο οἱ
σποραδικοὶ λυγμοί της καὶ κάποια σιγανὰ καὶ ἀκαθόριστα ἐπιφωνή-
ματα μαρτυροῦσαν ὅτι ἦταν σὲ ἐγρήγορση. Τέλος κατέβασε τὰ χέρια της κι᾿ ἔσκυψε τὸ κεφάλι της στὸ πάτωμα. ῎Εμεινε σ᾿ αὐτὴν τὴν στάση λίγα λεπτὰ καὶ μετὰ σηκώθηκε καὶ φύσηξε τὴν μύτη της στὸ μαντήλι της.
Κατάλαβα τότε ὅτι ἡ Γερόντισσα εἶχε συνέλθει ἀπὸ τὴν ἔκσταση
κι᾿ ἐπειδὴ δὲν ἤθελα νὰ καταλάβη ὅτι ἤμουν ἐκεῖ καὶ τὴν στενοχωρήσω,
μισάνοιξα τὴν πόρτα καὶ εἶπα πάλι δυνατὰ τὴν εὐχή, κάνοντας
πὼς ἔμπαινα μόλις ἐκείνη τὴν στιγμή.
«᾿Αμήν», ἀπάντησε κι᾿ ἔτρεξε γρήγορα καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ ἕνα χώρισμα στὴν γωνία τοῦ κελλιοῦ της. Μετὰ βγῆκε ἀργὰ-ἀργὰ τρίβοντας τὰ μάτια της καὶ μουρμούρισε πὼς ἔστειλε κάπου τὶς δόκιμές της κι᾿ αὐτὴν τὴν πῆρε λίγο ὁ ὕπνος.
᾿Εγὼ ἔβαλα μετάνοια συγκρατώντας μὲ δυσκολία τὰ δάκρυά μου καὶ τῆς εἶπα τὸν λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχα ἔλθει, ἀλλὰ ἐκείνη φαινόταν σὰν νὰ μὴν ἄκουγε τὰ λόγια μου καὶ πράγματι δὲν μποροῦσε νὰ τ᾿ ἀκούση, γιατὶ μὲ τὴν ψυχή της βρισκόταν σ᾿ ἕναν ἄλλο καλύτερο τόπο, ποὺ δὲν ἀνήκει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Μὲ κοίταξε λοιπὸν μὲ ἀπορία καὶ στὸ τέλος εἶπε:
«Μήπωςβρίσκεσαι ἐδῶ ἀπὸ ὥρα;».
᾿Επανέλαβα τότε τὸ ψέμα μου ὅτι μόλις εἶχα μπῆ τώρα ποὺ εἶπα τὴν εὐχὴ κι᾿ ἔτριξε ἡ πόρτα, ἀλλὰ προφανῶς μὲ πρόδιδε ἡ ὄψη μου, γιατὶ τὰ δάκρυά μου ἤθελαν νὰ τρέξουν ποτάμι, καθὼς ἔβλεπα τὴν ἤρεμη καὶ ἀγγελικὴ ἔκφραση, ποὺ ἦταν ἀποτυπωμένη στὸ πρόσωπο τῆς Γερόντισσας. ᾿Εξακολούθησα ὅμως νὰ ἐπιμένω στὸ ψέμα μου, γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ ταράξω τὴν Μοναχή.
Αὐτὴ παρέμενε σιωπηλή, ὅσην ὥρα μιλοῦσα ἐγώ, μὰ φαινόταν νὰ σκέφτεται ἄλλα καὶ ὄχι ὅ,τι τῆς ἔλεγα. Εν τῷ μεταξὺ μὲ ἀπασχολοῦσε καὶ μένα ἡ σκέψη τί θὰ ἔλεγα
στὴν Γερόντισσά μου, ποὺ μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ δικαιολογήσω τὴν καθ-
υστέρησή μου. ῾Η Μητέρα Θεοκτίστη καθόταν ἀκόμη σιωπηλὴ μὲ τὸ βλέμμα καρ- φωμένο κατ᾿ εὐθεῖαν μπροστά· τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀσταμάτηταἀπὸ τὰ μάτια της, μὰ δὲν ἔκανε τὸν κόπο νὰ τὰ σκουπίση· ἦτανφανερὸ ὅτι οὔτε κἂν τὰ πρόσεχε καὶ βρισκόταν σὲ μιὰ κατάσταση
μετέωρη, λυπημένη ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν ἔκσταση.
Τέλος μὲ ξαναρώτησε: «Βρίσκεσαι πολλὴν ὥρα ἐδῶ;».Αὐτὴν τὴν φορὰ δὲν εἶχα τὴν δύναμη νὰ εἰπῶ τίποτε, μόνο τῆςἔβαλα ἐδαφιαία μετάνοια. Δὲν μπορῶ κι᾿ ἐγὼ νὰ καταλάβω πῶςβρῆκα τὸ θάρρος νὰ τὴν ρωτήσω: «Μητέρα, τί σοῦ συνέβη;».᾿Εκείνη ἔστρεψε τὸ βλέμμα της μὲ μιὰ ἐρωτηματικὴ ἔκφραση καὶμὲ κοίταξε καλά· μετὰ εἶπε μὲ καλωσύνη: «Τίποτε δὲν μοῦ συνέβη,παιδί μου, μὰ νά, ἦταν σὰν νὰ πέταξα καὶ νὰ πῆγα κάπου, σὰν νὰ εἶδα κάτι», κι᾿ ἄρχισε πάλι νὰ κλαίη.
Μετὰ ἀφοῦ σώπασε γιὰ λίγο συνέχισε: «῞Ενα πρᾶγμα ἔχω νὰ
εἰπῶ, ῾῾Δόξα σοι, Κύριε᾿᾿…» κι᾿ ἔκανε τὸν σταυρό της.
Μετὰ μὲ ρώτησε γιὰ τὰ δικά μου καὶ μὲ παρηγόρησε λέγοντάς
μου νὰ μὴ στενοχωριέμαι γιὰ τὶς θλίψεις τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τέλος
μὲ κατευόδωσε: «Πήγαινε τώρα στὸ καλὸ καὶ πὲς στὴν Γερόντισσά
σου ὅτι ἐγὼ σὲ κράτησα».
῾Η Γερόντισσα Θεοκτίστη προερχόταν ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἁπλῶν χωρικῶν καὶ ἦταν ὀλογιγράμματη, ἴσως καὶ τελείως ἀγράμματη.Γιὰ πολλὰ χρόνια τὸ διακόνημά της ἦταν ἡ πολὺ δύσκολη δουλειὰ τῆς συλλογῆς εἰσφορῶν· πήγαινε δηλαδὴ στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις καὶ μάζευε χρήματα γιὰ τὸ Μοναστήρι.
῞Οταν πιὰ γέρασε καὶ τὴν ἐγκατέλειψαν οἱ δυνάμεις της, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ διακόνημα καὶ πήγαινε μόνο στὶς ᾿Ακολουθίες στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες Γερόντισσες.
῾Η ζωή της στὸ κελλί, ἂν κρίνω ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα, ἦταν σὰν ὅλων τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς της ἦταν γνωστὴ μόνον σ᾿ ᾿Εκεῖνον ποὺ «ἐτάζει καρδίας».
* * *
Θὰ σοῦ διηγηθῶ τώρα ἕνα ἄλλο περιστατικὸ3 σχετικὰ πάλι μὲ τὴν προσευχὴ ποὺ ἀνυψώνει πάνω ἀπὸ τὰ γήϊνα αὐτοὺς ποὺ προσπαθοῦν σ᾿ αὐτήν.
Στὸ Μοναστήρι μας ὑπῆρχε μιὰ Μοναχή, σχετικὰ νέα, ἀλλὰ πολὺ εὐάρεστη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν πνευματική της πρόοδο. Αὐτὴ ἔμενε μαζὶ μὲ δύο νεαρὲς Δόκιμες.
Αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ διηγηθῶ συνέβη κάποιο Σάββατο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.᾿Εκείνη λοιπὸν τὴν ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ τὸ δεῖπνο ἔφυγαν καὶ οἱ δύο Δόκιμες γιὰ νὰ πᾶνε κάπου καὶ ἡ Μοναχὴ θέλησε νὰ ἐκμεταλλευθῆ ὴν μοναξιὰ καὶ νὰ προσευχηθῆ.Καὶ νὰ τὶ μοῦ εἶπε κατὰ λέξη:«Θυμοῦμαι ὅτι ἄρχισα νὰ ἀπαγγέλω ἀπ᾿ ἔξω τοὺς Χαιρετισμοὺς στὸν Γλυκύτατο ᾿Ιησοῦ, ποὺ τὴν παρουσία Του ἔνοιωθα ἀκόμη στὴνκαρδιά μου, ἀφοῦ ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἶχα κοινωνήσει.Εἶπα ἕνα Οἶκο καὶ μετὰ ἕναν ἄλλο κι᾿ ἄρχισα νὰ νοιώθω ὅτι ἡ ψυχή μου ὅλο καὶ περισσότερο συγκινιόταν καὶ θερμαινόταν ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο. ῞Υστερα σιγὰ-σιγὰ ἄρχισα νὰ τρέμω ὁλόκληρη στὴν ψυχὴ καὶ
στὸ σῶμα καὶ νὰ κλαίω μὲ ἄφθονα δάκρυα.Οἱ φυσικές μου δυνάμεις μὲ ἐγκατέλειψαν καὶ γιὰ νὰ μὴν πέσω, γονάτισα κι᾿ ἔβαλα μετάνοια μπροστὰ στὶς ἅγιες Εἰκόνες, ἐνῶ συνέχιζα ἀπὸ μέσα μου νὰ λέω τὸν ᾿Ακάθιστο. Φαίνεται ὅτι τὸν εἶπα μέχρι τὴν μέση, γιατὶ δὲν θυμοῦμαι νὰ συνέχισα.
Τὸ κάθε τὶ γύρω μου στὸ Κελλί, τὸ πάτωμα ποὺ ἤμουν γονατισμένη καὶ ὅλα τὰ ἀντικείμενα σὰν νὰ ἐξαφανίσθηκαν· μπροστά μου παρουσιάσθηκε μιὰ ἄλλη σκηνὴ κι᾿ ἔβλεπα κάπου μακρυὰ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ᾿Ιησοῦ μας ποὺ καθόταν ἐκεῖ. Τὸν περιτριγύριζαν ἕνα πλῆθος ὄντα ποὺ δὲν θυμοῦμαι, ἐὰν ἦταν ἄνθρωποι ἢ ῎Αγγελοι καὶ ποὺ ὅλα ἔψαλλαν μ᾿ ἕναν ἐξαίσιο μελωδικὸ τρόπο, ἐνῶ ἐγὼ στεκόμουν ἐκεῖ πίσω τους καὶ εὐφραινόμουν. Δὲν θυμοῦμαι τίποτ᾿ ἄλλο νὰ σοῦ εἰπῶ κι᾿ οὔτε ξέρω ἂν τὸ ὅραμα κράτησε πολύ, παρὰ μόνο ὅ,τι μοῦ εἶπαν κατόπιν οἱ διακονήτριές μου, πὼς δηλαδὴ ὅταν ἦλθαν στὸ Κελλί μου καὶ μὲ εἶδαν πεσμένη μπροστὰ στὶς Εἰκόνες, νόμισαν στὴν ἀρχὴ πὼς προσευχόμουν, ἀλλὰ κατόπιν, βλέποντας ὅτι περνοῦσε ἡ ὥρα καὶ δὲν σηκωνόμουν, νόμισαν πὼς κοιμόμουν κι᾿ ἄρχισαν νὰ μὲ φωνάζουν, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα, ὁπότε μ᾿ ἄφησαν ἢσυχη.
῞Οταν συνῆλθα ἀπὸ τὴν θαυμάσια αὐτὴ ἔκσταση καὶ τὸ ὅραμα, τὸ Κελλί μου ἦταν πάλι ἄδειο καὶ χάρηκα πολὺ γι᾿ αὐτό.Τὸ πάτωμα, στὸ σημεῖο ποὺ ἀκουμποῦσε τὸ μέτωπό μου, ἦτανκατάβρεχτο μὲ δάκρυα σὰν νὰ εἶχε χυθῆ νερό.Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ μέλη μου δὲν εἶχαν νεκρωθῆ, τὰ δάκρυα ὅμως οὔτε τὰ ἔνοιωσα, οὔτε τὰ συνειδητοποίησα καὶ γιὰ νὰ μιλήσω πιὸ καθαρά, δὲν ἤξερα καθόλου τί μοῦ συνέβαινε.῾Η γλυκύτητα ποὺ γέμισε τὴν καρδιά μου αὐτὲς τὶς πανάγιες στιγμές, παρέμεινε γιὰ πολὺ μέσα στὴν ψυχή μου σὰν μάρτυρας τῆς οὐράνιας ἐπισκέψεώς μου».
* * *
Βλέπεις, ᾿Αδελφή, τί παραδείγματα ὑψηλῆς καὶ συγκεντρωμένης προσευχῆς ἔχομε ἀπὸ σύγχρονες Μοναχές;Ποιός μᾶς ἐμποδίζει λοιπὸν ἀπὸ τὰ νὰ ἐπιτύχωμε κι᾿ ἐμεῖς αὐτὸτὸ ὕψος;Στὰ βιβλία τῶν ῾Αγίων Πατέρων ὑπάρχουν βέβαια πολλὰ παρόμοια παραδείγματα, ἐγὼ ὅμως σοῦ ἔφερα σκόπιμα παραδείγματα ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν μοναζουσῶν τῆς ἐποχῆς μας, γιατί, ὅταν διαβάζωμε κι᾿ ἀκοῦμε διηγήσεις γιὰ τὰ μεγάλα κατορθώματα τῶν ῾Αγίων, λέμε συχνὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσωμε τὴν δική μας ἀμέλεια: «Τότε ὑπῆρχαν ῞Αγιοι.Αὐτὸ ἔγινε ἐκείνη τὴν ἐποχή, τώρα ὅμως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατοι καὶ οἱ καιροὶ ἄλλαξαν!».
Νὰ λοιπόν, μάθε ἀπὸ τὴν δική μου πεῖρα ὅτι ἀκόμη καὶ τώρα ὑπάρχουν ἀληθινοὶ ἀγωνιστές.Οὔτε ὁ χρόνος, οὔτε ὁ τόπος κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ ἐλεύθερη βούληση καὶ ἡ σταθερὴ ἀπόφασή του.
Νὰ προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ σοῦ στερήση τὴν εὐλογία Του.