Είναι ευχής έργον και πρόνοια του Θεού πού υπάρχουν ακόμη στην εποχή μας αγίες μορφές πού μας καθοδηγούν και μας εμπνέουν, αλλά προπαντός μας βεβαιώνουν ότι η αγιότητα δεν είναι ένα άπιαστο για την εποχή μας όνειρο. Μια σεμνοπρεπής μορφή πού σφράγισε την Ιερά Μονή Χρυσοπηγής και ίσως και ολόκληρη τη Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου είναι η μακαριστή Γερόντισσα της Μονής Θεοσέμνη. Από τότε πού ήταν εν ζωή, αλλά ακόμη περισσότερο μετά την κοίμησή της, ο τάφος της έγινε σημείο αναφοράς για τους πολυάριθμους προσκυνητές πού καταφεύγουν σε κείνην και την επικαλούνται. Η Γερόντισσα Θεοσέμνη έζησε και κοιμήθηκε οσίως ως άνθρωπος και ως μοναχή.
Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1938 από ευσεβείς γονείς και ονομαζόταν Αναστασία Αριστέα Δήμτσα. Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειάς της και σε ηλικία τεσσάρων ετών έχασε τον πατέρα της και η φροντίδα της οικογενείας έμεινε στην αφοσιωμένη στο Θεό νέα χήρα μητέρα της η οποία καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Από μικρό παιδί έτρεφε θερμή αγάπη για τον Χριστό και την Εκκλησία και έτρεχε στις ακολουθίες και στις ολονύκτιες αγρυπνίες με ζήλο πρωτοφανή για την ηλικία της. Συμμετείχε επίσης με μεγάλο ενθουσιασμό σε νεανικές δραστηριότητες στο χώρο της Εκκλησίας και είχε εκδηλώσει την κλίση της για την ιεραποστολική διακονία από πολύ νωρίς.
Από το 1976 πού ανέλαβε την ερειπωμένη Ιερά Μονή Χρυσοπηγης και επί 24 χρόνια εργάστηκε σιωπηλά και με τέλεια αυταπάρνηση, με αποτέλεσμα το Μοναστήρι της να γίνει μία πνευματική όαση για την γύρω περιοχή, αλλά και για χιλιάδες ψυχές πού κατέφευγαν κοντά της. Η πνευματική της παρουσία και το ασκητικό της παράδειγμα παρακίνησαν πολλές ψυχές να αφοσιωθούν στο Νυμφίο Χριστό κι εκείνη ως φιλόστοργη μητέρα τις παιδαγωγούσε και τις κατάρτιζε εν Κυρίω.
Η ζωή της αείμνηστης Γερόντισσας είναι ένα συναξάρι τελείας κενώσεως και μαρτυρικής εν σιωπή και ταπεινώσει ασκήσεως, όπως γράφει η Γερόντισσα της Μονής Θεοξένη. Στο μικρό πόνημα πού έγραψαν ως ευλαβικό αφιέρωμα οι μοναχές της Ι.Μ. Χρυσοπηγής αναφέρουν ότι μόνο λίγες πτυχές της ζωής θα αναφέρουν προς το παρόν και ό,τι αναφερθεί θα είναι πολύ λίγο μπροστά σ’ αυτό πού ήταν και βίωσε η μακαριστή Γερόντισσα Θεοσέμνη. Η δυσκολία στο να αναφερθεί κανείς στην αγία της βιοτή πηγάζει και από το γεγονός ότι είναι δύσκολο να απαριθμηθούν οι αρετές και η πνευματική κατάσταση ενός ανθρώπου πού μιλούσε με τη σιωπή.
Η Γερόντισσα Θεοσέμνη ήταν πρότυπο μοναχής σύμφωνα με τις διδαχές των Πατέρων. Συνδύαζε σπάνια χαρίσματα και μεγάλες ικανότητες σε όλα τα θέματα. Ήταν δραστήρια και ενεργητική, αλλά παράλληλα ασκητική και ησυχαστική. Ήταν εκ φύσεως σιωπηλή και αφανής στις σχέσεις της με τους ανθρώπους, και είχε την τέχνη να κρύβει ακόμα και από τους κοντινούς της ανθρώπους τις μεγάλες της ικανότητες και αρετές. Παρόλο πού η ίδια ηταν ώριμη, οργανωτική, μεθοδική, οξύνους και παρατηρητική, παρουσίαζε πάντοτε το αποτέλεσμα της εργασίας ως συλλογική κοινή εργασία κι έτσι δίδασκε τις αδελφές να μην επιδιώκουν ποτέ την προσωπική τους προβολή.
Η Γερόντισσα ουδέποτε πίστεψε στα πολλά της χαρίσματα. Τη διέκρινε βαθειά ταπείνωση και όχι απλή, συνηθισμένη ταπεινολογία ή αξιοπρεπής σεμνότητα.
Ασκούσε τη διοίκηση της Μονής εντελώς αθόρυβα. Γνώριζε με διάκριση σε ποιά αδελφή έπρεπε να αναθέσει το κάθε διακόνημα ή την συγκεκριμένη ευθύνη αξιοποιώντας τα χαρίσματα όλων. Και όπως με μοναδικό τρόπο περιποιόταν τα δέντρα, γνωρίζοντας ποιό κλαδί πρέπει να μείνει και ποιό να αφαιρεθεί, για να ανθίσει το δέντρο και να καρπίσει, το ίδιο έκανε και με την Αδελφότητα. Απ’ όποιον χώρο ή διακόνημα της Μονης διερχόταν, είχε την παρατηρητικότητα να διακρίνει τί έπρεπε να διορθωθεί ή να βελτιωθεί και αυτό γινόταν πάντοτε με σεμνότητα και μία λακωνική εξήγηση.
Η ίδια έκανε διάφορα διακονήματα της Μονης, χωρίς να περιορίζεται στην εκτέλεση των ηγουμενικών καθηκόντων. Αξιοποιούσε το χρόνο με απερίγραπτη δημιουργικότητα.
Όταν διαπίστωνε ότι ένας τομέας διακονίας στο μοναστήρι παρουσίαζε καθυστέρηση ή αναποτελεσματικότητα, χωρίς εκνευρισμό ή ένταση εμπλεκόταν η ίδια στο διακόνημα, με εκείνη την απαράμιλλη απλότητα πού τη χαρακτήριζε, λέγοντας: “Για να δούμε, αδελφές, με υπομονή, πώς αλλιώς μπορεί να γίνει…”. Και, βεβαίως, έβρισκε πάντοτε λύση.
Η Γερόντισσα σεβόταν απεριόριστα όλες τις αδελφές και κανείς δεν την άκουσε ποτέ να μιλήσει προσβλητικά. Δεν συμβούλευε κανέναν, αν δεν της το ζητούσε, ούτε τις μοναχές της Μονής μας, παρά μόνο σπάνια. Και όταν το έκανε, μεμφόταν γι’ αυτό τον εαυτό της, λέγοντάς μας ότι δεν είναι άξια να μας διδάξει. Για τα δικά μας σφάλματα και τις ελλείψεις θεωρούσε τον εαυτό της υπαίτιο.
Είχε το χάρισμα να διοικεί και να κατευθύνει την αδελφότητα χωρίς να ταράζεται, να υψώνει τη φωνή, να ελέγχει ή να απειλεί με κανόνες. Γενικά δεν έβαζε κανόνες. Αν κάποτε το έκανε, ήταν πολύ λυπημένη, γι’ αυτό έσπευδε να εκτελέσει πρώτη τον κανόνα πού είχε δώσει στην αδελφή.
Ουδέποτε αποδέχτηκε ως ηγουμένη εξυπηρετήσεις ή προνόμια. Αν χρειαζόταν κάτι ενώ εργαζόταν, δεν έστελνε κάποια αδελφή να της το φέρει, αλλά σαν μικρό παιδί έτρεχε μόνη της να το πάρει. Στις ενστάσεις μας σχετικά με αυτό απαντούσε ειρηνικά: Ευλόγησον αισθάνομαι ότι έτσι πρέπει να ενεργούμε στο μοναστήρι”.
Δεν κρατούσε για τον εαυτό της ποτέ κανένα από τα δώρα πού της έφερναν. Τα έδινε αμέσως, για να μοιραστούν στις αδελφές.
Όταν της επιμέναμε να κρατήσει ένα εργαλείο, για να το χρησιμοποιεί μόνο εκείνη -είχε μεγάλη επιδεξιότητα σε τεχνικά πράγματα-, δίσταζε να το κάνει και έλεγε ότι τα εργαλεία, όπως όλα τα αντικείμενα, πρέπει να είναι σε κοινή χρήση στο μοναστήρι. Μολονότι η ίδια ήξερε να χειρίζεται εργαλεία και μηχανήματα με σπάνια ικανότητα, υπέμενε ως άσκηση τη φθορά πού προκαλούσε η χρήση τους από όλη την αδελφότητα.
Η Γερόντισσα ήταν απέραντα ελεήμων. Αγαπούσε και σεβόταν βαθιά, χωρίς καμία διάκριση, τους ανθρώπους πού βρίσκονταν σε ανάγκη και απορία. Κανείς δεν έφυγε ποτέ από τη Μονή με άδεια χέρια· δεν παρέλειπε ούτε εκείνους πού, για οποιονδήποτε λόγο, δεν μπορούσαν να φτάσουν μέχρι το μοναστήρι. Τόση ήταν η χαρά της όταν έδινε, πού ένιωθε την ανάγκη να ευχαριστήσει γι’ αυτό.
Η Γερόντισσα αγαπούσε πολύ να κρύβεται μέσα στην αδελφότητα. Γενικά δεν παρουσιαζόταν στους επισκέπτες, ιδιαίτερα όταν έρχονταν πολλοί άνθρωποι στο μοναστήρι. Επιδίωκε να είναι μακριά από τον κόσμο. Ενώ συμπονούσε τους άνθρώπους και προσευχόταν πολύ για τα προβλήματά τους, απέφευγε συστηματικά να εμπλέκεται σε συναναστροφή μαζί τους. “Αυτό, έλεγε, είναι διακόνημα της αρχοντάρισσας” και με τον τρόπο αυτόν δίδασκε στις αδελφές να μην επιδιώκουν τις συναναστροφές και τις συνομιλίες με προσκυνητές, γνωστούς ή συγγενείς. ‘Ελεγε, χαρακτηριστικά, ότι η πνευματική ζωή του μοναχού αυξάνει στην απομόνωση και στη σιωπή.
Λεπτολογούσε κάθε πτυχή της μοναχικής ζωής και δεν προσπερνούσε τίποτα ως ασήμαντο ή λεπτομερές. Δεν επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της να αποφασίζει αλλαγές, μένοντας πάντοτε πιστή στο πνεύμα των Αγίων Πατέρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ουδέποτε έδινε ευλογία να γίνει κατάλυση, αν δεν ήταν σημειωμένη στο Ωρολόγιο.
Ακόμα και ο άσθενής τηρούσε το τυπικό της νηστείας απαρέγκλιτα. Όταν κάποτε είχαμε βρεθεί εκτός Μονής, αρχή Μεγάλης Σαρακοστής, για ακτινοθεραπεία, τήρησε το τριήμερο με απόλυτη ακρίβεια και έκανε την πρώτη ακτινοβολία, Τετάρτη απόγευμα της πρώτης εβδομάδας, μετά την Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία.
Σε όλη την περίοδο της ασθένειάς της, παρά τις επίμονες παρακλήσεις μας, ουδέποτε εξέφρασε επιθυμία για κάποιο είδος φαγητού, αλλά δεχόταν με ευγνωμοσύνη οποιαδήποτε τροφή της προσφερόταν.
Η μακαρία Γερόντισσα Θεοσέμνη δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ, για τίποτα, για κανέναν.
Θεωρούσε το μαρτύριο και την εξουθένωση συνώνυμα της μοναχικής ζωής, έχοντας τη βεβαιότητα ότι ο Θεός επιτρέπει τις δοκιμασίες για τη σωτηρία μας.
Πάντοτε σκέπαζε τα λάθη των άλλων, ουδέποτε απέδωσε ευθύνες σε κανέναν και δεν ακούσαμε ποτέ κρίση, κατάκριση ή παράπονο για κάποιο πρόσωπο πού την είχε αδικήσει ή συκοφαντήσει. Συγχωρούσε και αγαπούσε τους πάντες αβίαστα, χωρίς προσπάθεια, γι’ αυτό και όλοι αισθάνονταν οικειότητα μαζί της, παρά τη σοβαρή και μετρημένη παρουσία της. Εκείνη, ωστόσο, πίστευε ότι δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το αυτονόητο χρέος του μοναχού.
Όταν κάποτε, στο τέλος της επίγειας ζωής της, τολμήσαμε να της υπενθυμίσουμε γεγονότα σπάνιας θυσίας και ταπείνωσης, απάντησε λακωνικά: “Αδελφές, μην προσπαθούμε να μετατρέψουμε σε επίτευγμα το καθημερινό μας καθηκον, αν το έχουμε, χάριτι Θεού, εκτελέσει ποτέ…”.
Η Γερόντισσα αγωνιούσε για τη σωτηρία όλου του κόσμου. Προσευχόταν ακατάπαυστα για γνωστούς και αγνώστους, μικρούς και μεγάλους, χριστιανούς και μη, για όλους τους ανθρώπους.
Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, περπατούσαμε σ’ ένα δρόμο στο Λονδίνο, μετά από συνάντηση με τον ογκολόγο καθηγητή, πού της είχε αναγγείλει ότι ο όγκος στον πνεύμονα είχε πάλι ενεργοποιηθεί και θα έπρεπε να κάνει νέα θεραπεία. Μου φάνηκε σκεπτική. Νόμισα ότι την απασχολούσε το πρόβλημα της υγείας της και τη ρώτησα σχετικά. “Όχι, μου απάντησε, αυτό το θέμα το έχω αφήσει τελείως στο Θεό. Αυτό πού σκεφτόμουν τώρα, και γι’ αυτό είμαι προβληματισμένη, είναι αυτά τα νέα παιδιά πού συναντήσαμε στη γωνία να ζητιανεύουν. Τα παρατηρούσα· ήταν ωχρά και τα χέρια… αχ, πώς ήταν τα χέρια τους! Πόσο στεναχωριέμαι! Φοβάμαι ότι παίρνουν ναρκωτικά. Και εκείνο το κορίτσι, τι ωραία πού έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε! Θα μπορούσε και να ψάλλει…”.
Η σοβαρή ασθένειά της ήταν πληγμα για όλους μας, όχι όμως και για την ίδια. Συνέχιζε τη ζωή της με ψυχικό σθένος, ανεπανάληπτη υπομονή και πραότητα, θάρρος και ανδρεία, απέραντη πίστη και υπακοή στο θέλημα του Θεού.
Η ειρήνη του προσώπου της γαλήνευε τις ανησυχίες όλων και ο ειρηνοποιός της λόγος λειτουργούσε ιαματικά στην ψυχή όσων την άκουγαν. Όλος ο βίος της ηταν αρμονία θεωρίας, λόγου και πράξεως. Η Γερόντισσα ενσάρκωνε την αγιοπατερική ταπείνωση, γι’ αυτό και οι άνθρωποι ένιωθαν κοντά της ειρήνη και μια χάρη υπερκόσμια, ίδια με αυτή που νιώθουμε κοντά στους Αγίους.
Το τέλος της υπήρξε οσιακό, όπως οσιακή ήταν και η ζωή της. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 31 Μαΐου 2000, σε ηλικία 62 ετών και όσοι προσκύνησαν το σεπτό σκήνωμά της ένιωσαν ότι “ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει”.
πηγή: “Γερόντισσα Θεοσέμνη”, Έκδοσις Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής, Χανιά 2002αναδημοσίευση από: Περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», τ. 19, Μάρτιος-Απρίλιος 2007, Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Νεκταρίου, Τρίκορφο Φωκίδος