Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Βίος Αγίας Νίνας της Ισαποστόλου



site analysis




Η Αγία Νίνα η Ισαπόστολος εορτάζεις στις 14 Ιανουαρίου


Η Γεωργία γνώρισε πολύ νωρίς το χριστιανισμό. Σύμφωνα με αρχαιότατη παράδοση, το σπόρο του Ευαγγελίου σ’ εκείνη την περιοχή έριξαν πρώτοι οι άγιοι απόστολοι Ανδρέας 
ο Πρωτόκλητος και Σίμων ο Κανανίτης. Η μεταστροφή, πάντως, ολόκληρου σχεδόν του λαού της Γεωργίας στη χριστιανική πίστη έγινε τον 4ο αιώνα από την αγία Ισαπόστολο 
Νίνα.Η αγία Νίνα γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα στην Καππαδοκία, όπου τότε κατοικούσαν πολλοί Γεωργιανοί. Ήταν στενή συγγενής του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου 
του Τροπαιοφόρου, σύμφωνα μάλιστα μ’ ένα παλαιό χειρόγραφο ήταν ξαδέλφη του.

Ο πατέρας της Ζαβουλών, φημισμένος στρατιωτικός στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και η μητέρα της Σωσάννα, αδελφή του επισκόπου Ιεροσολύμων Ιουβενάλιου, 
διακρίνονταν για τη βαθιά τους ευσέβεια. Έτσι, από το ευλογημένο αυτό ζεύγος προήλθε ένας εξίσου ευλογημένος καρπός, η μακάρια Νίνα.

Όταν έγινε δώδεκα χρόνων, πήγε με τους γονείς της στα Ιεροσόλυμα. Εκεί ο Ζαβουλών, με τη συγκατάθεση της συζύγου του και την ευλογία του επισκόπου, αναχώρησε για 
ν’ ασκητέψει στην έρημο του Ιορδάνη. Ο ακριβής τόπος και ο χρόνος του θανάτου του παρέμειναν άγνωστοι. Η Σωσάννα, πάλι, τοποθετήθηκε από τον επίσκοπο αδελφό της 
ως διακόνισσα στον ιερό ναό της Αναστάσεως, για να φροντίζει τις φτωχές και άρρωστες γυναίκες. Τέλος, την αγία Νίνα την παρέδωσαν στην ευλαβέστατη γερόντισσα 
Σάρα-Νιοφόρα, τη Βηθλεεμίτισσα, διακόνισσα κι εκείνη στον Πανάγιο Τάφο, για να την αναθρέψει «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6,4).

Η Σάρα-Νιοφόρα γνώριζε σε βάθος τις χριστιανικές αλήθειες και μιλούσε ακατάπαυστα στη μικρή Νίνα για το σωτηριώδες έργο του Θεανθρώπου στη γη, για τα Πάθη και την 
Ανάσταση Του. Και η αγία την άκουγε με πολύ ζήλο, «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. 2,51), μελετούσε καθημερινά την Αγία Γραφή και φλεγόταν 
από αγάπη για το Χριστό και πόθο για τη σωτηρία των ανθρώπων.

Κάποτε, καθώς διάβαζε στο Ευαγγέλιο για τη Σταύρωση του Κυρίου, η σκέψη της στάθηκε στον άρραφο χιτώνα Του (Ιω. 19, 23-24).
— Τι απέγινε άραγε αυτή η πορφύρα; ρώτησε η αγία τη Σάρα-Νιοφόρα.
— Γνωρίζουμε από την παράδοση, αποκρίθηκε η γερόντισσα, ότι βρίσκεται στην πόλη Μτσχέτα, πρωτεύουσα της Γεωργίας. Μεταφέρθηκε εκεί από έναν Εβραίο, το ραββίνο 
της Μτσχέτα Ελιόζ, στον οποίο παραδόθηκε από το στρατιώτη πού την κέρδισε στην κλήρωση, κάτω από το Σταυρό. Οι κάτοικοι όμως της χώρας αυτής παραμένουν μέχρι 
σήμερα βυθισμένοι στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας.


Τα λόγια εκείνα χαράχθηκαν βαθιά στην καρδιά της αγίας. Από τότε προσευχόταν νύχτα-μέρα στην Παναγία:
— Αξίωσέ με, Δέσποινα, να πάω στη Γεωργία, για να προσκυνήσω το χιτώνα του Υιού σου και να κηρύξω εκεί το όνομά Του!
Και μια νύχτα η Θεοτόκος εμφανίσθηκε στον ύπνο της και της είπε:
— Πήγαινε στη Γεωργία, κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού, και μη φοβάσαι! Εγώ θα είμαι η σκέπη σου!
Για να την ενθαρρύνει, μάλιστα, της έβαλε στο χέρι ένα σταυρό από κληματόβεργες και πρόσθεσε:
— Πάρε τούτον το σταυρό. Θα σε προστατεύει απ’ όλους τους ορατούς και αόρατους εχθρούς. Με τη δύναμή του θα οδηγήσεις τη χώρα της Γεωργίας στην πίστη του Υιού μου,
«ός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2,4).

Η αγία ξύπνησε, και είδε στα χέρια της τον θαυμαστό εκείνο σταυρό! Αφού τον ασπάσθηκε με δάκρυα, έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά της και την τύλιξε ολόγυρά του. 
Ύστερα έτρεξε να βρει το θείο της επίσκοπο Ιουβενάλιο, πού, ακούγοντας για την εμφάνιση και την εντολή της Θεοτόκου, έδωσε στην ανηψιά του την ευλογία να κηρύξει 
το Ευαγγέλιο στη μακρινή Γεωργία.

Μετά από πολλές περιπέτειες και αφού διέσχισε την Αρμενία, στην πρωτεύουσα της οποίας Βαγαρσαπάτ παρακολούθησε το φρικτό μαρτύριο της αγίας Ριψιμίας και άλλων 
τριανταπέντε παρθένων (η μνήμη τους εορτάζεται στις 30 Σεπτεμβρίου), η αγία Νίνα έφτασε, το 315, στις όχθες του ποταμού Κούρ. Κατάκοπη και ολομόναχη, καθώς ήταν, 
σε μια ξένη χώρα, ένιωσε να δειλιάζει. Ένα θεϊκό όραμα, όμως, της αναπτέρωσε το ηθικό. Με νέο ενθουσιασμό συνέχισε την πορεία της. Τράβηξε για τη Μτσχέτα, 
ακολουθώντας το δρόμο πού της έδειξαν κάποιοι βοσκοί.

Στην πρωτεύουσα της χώρας η αγία βρέθηκε την ημέρα πού ολόκληρος ο λαός, με επικεφαλής το βασιλιά Μιριάν (265-342), είχε συγκεντρωθεί σ’ ένα βουνό, απέναντι από 
την πόλη, για να προσφέρει θυσίες στο ανθρωπόμορφο είδωλο Αρμάζ. Κατευθύνθηκε και εκείνη προς το βουνό. Κρυμμένη στο κοίλωμα ενός βράχου, παρακολουθούσε τις 
ειδωλολατρικές τελετές. Και κάποια στιγμή, καθώς ήχησαν οι σάλπιγγες και τα πλήθη έπεσαν στη γη για να προσκυνήσουν το Αρμάζ, η καρδιά της αγίας άναψε από θειο ζήλο. 
Σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και προσευχήθηκε θερμά:
— Παντοδύναμε Θεέ! Οδήγησε το λαό αυτό στη γνώση Σου! Σύντριψε τα είδωλα! Ελευθέρωσε τούτες τις ψυχές από την εξουσία του διαβόλου!...


Την ίδια στιγμή ο ολοκάθαρος ουρανός σκοτείνιασε. Μαύρα σύννεφα πλησίασαν με τρομερή ταχύτητα από τη δύση και στάθηκαν ακριβώς πάνω από τον ειδωλολατρικό ναό. 
Ξέσπασαν τότε βροντές, αστραπές και δυνατή ανεμοθύελλα. Μέσα σε ελάχιστη ώρα ο ναός γκρεμίστηκε και το είδωλο Αρμάζ έγινε συντρίμμια. Μετά απ’ αυτή τη θεομηνία ο 
ήλιος έλαμψε πάλι λαμπρότερος από πριν! Ήταν 6 Αυγούστου, η ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, και το θαβώρειο φως, αστράφτοντας για πρώτη φορά στη Γεωργία, 
σκόρπισε το ειδωλολατρικό σκοτάδι. Από τότε ο βασιλιάς Μιριάν και ο λαός του έχασαν την πίστη τους στη δύναμη του Αρμάζ και άρχισαν να αναρωτιούνται τί σημείο ήταν εκείνο 
πού έγινε και τί προμηνούσε για το μέλλον.

Στη Μτσχέτα τώρα η αγία, καθώς περνούσε μπροστά από τον βασιλικό κήπο, είδε τη γυναίκα του κηπουρού, πού την έλεγαν Αναστασία, να τρέχει κοντά της και να την καλεί 
στο σπίτι της. Σαν να τη γνώριζε από παλιά, σαν να την περίμενε. Ο Θεός την είχε φωτίσει, για να βοηθήσει την αγία στο ξεκίνημα του έργου της.
Η αγία ακολούθησε την Αναστασία ως το σπίτι της, όπου τόσο η ίδια όσο και ο άνδρας της όχι μόνο τη φιλοξένησαν με πολλή αγάπη, αλλά και την παρακάλεσαν να μείνει μαζί 
τους σαν αδελφή, γιατί ήταν άτεκνοι και τους έθλιβε η μοναξιά. Εκείνη δέχτηκε, και ο κηπουρός, σύμφωνα με την επιθυμία της, της έχτισε ένα κελάκι σε μια άκρη του κήπου. 
Στη θέση αυτή -μέσα στον περίβολο τώρα της γυναικείας μονής Σαμτάβρ- είναι κτισμένο σήμερα ένα παρεκκλήσι προς τιμήν της αγίας Νίνας.

Η αγία τοποθέτησε στο κελί της το σταυρό πού της είχε δώσει η Θεοτόκος, και περνούσε τις ημέρες και τις νύχτες της με προσευχές και δεήσεις, με πνευματικές ασκήσεις και 
θαύματα. Το πρώτο θαύμα πού επιτελέσθηκε με την προσευχή της μακαρίας Νίνας ήταν η θεραπεία της Αναστασίας, πού από στείρα έγινε πολύτεκνη και καλλίτεκνη μητέρα. 
Και οι πρώτοι Γεωργιανοί πού πίστεψαν στο Χριστό ήταν το τίμιο εκείνο ζεύγος πού περιέθαλψε την αγία.
Κάποια μέρα μια γυναίκα, κρατώντας στα χέρια το ετοιμοθάνατο παιδί της, τριγυρνούσε με γοερό θρήνο στους δρόμους της πόλης και ζητούσε απ’ όλους βοήθεια. 
Η αγία Νίνα πήρε το παιδί, το έβαλε στο αχυρόστρωμά της, προσευχήθηκε, το σταύρωσε με το σταυρό της Θεοτόκου και το παρέδωσε στη μητέρα του θεραπευμένο.

Το θαύμα διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Από τότε η αγία άρχισε να κηρύσσει δημόσια το Ευαγγέλιο και να καλεί τους Γεωργιανούς σε μετάνοια. Η ευσέβεια, η δικαιοσύνη και 
η ακεραιότητα της ζωής της έγιναν σε όλους γνωστές. Πολλοί, και προπαντός γυναίκες, την πλησίαζαν, άκουγαν από τα μελίρρυτα χείλη της τη νέα διδασκαλία για τη βασιλεία 
του Θεού και ασπάζονταν τη χριστιανική πίστη.


Ανάμεσα σ’ αυτές τις γυναίκες ήταν και η Σιδωνία, θυγατέρα του αρχισυνάγωγου των Εβραίων της Καρτάλης Αβιάθαρ, καθώς και άλλες έξι Εβραίες. Σύντομα πίστεψε και ο ίδιος
ο Αβιάθαρ, όταν άκουσε πώς ερμήνευε η αγία τις αρχαίες προφητείες για το Μεσσία και πώς εκπληρώθηκαν οι προφητείες αυτές στο πρόσωπο του Ιησού.
Από τον Αβιάθαρ έμαθε η αγία Νίνα ότι, σύμφωνα με παλαιά εβραϊκή παράδοση, ο χιτώνας του Κυρίου ήταν θαμμένος μαζί με την αδελφή του ραββίνου Ελιόζ, Σιδωνία, κάτω 
από τον βαθύσκιο κέδρο, πού υψωνόταν στο κέντρο του βασιλικού κήπου. Από τότε άρχισε να πηγαίνει τις νύχτες και να προσεύχεται κάτω απ’ τα κλαδιά του μεγάλου δέντρου. 
Υπερφυσικά οράματα, πού είδε εκεί, την έπεισαν για την ιερότητα του τόπου.

Στο μεταξύ η δούλη του Θεού κήρυσσε ακατάπαυστα την αληθινή πίστη. Καθοριστικές, όμως, για τη μεταστροφή του γεωργιανού λαού ήταν οι θεραπείες των βασιλέων Μιριάν 
και Νάνας.

Πρώτη η βασίλισσα Νάνα, γυναίκα σκληρή και ειδωλολάτρισσα φανατική, αρρώστησε βαριά και κινδύνευε να πεθάνει. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να της προσφέρουν τίποτα. 
Τότε κάποιες φίλες της τη συμβούλεψαν να ζητήσει τη βοήθεια της ξένης Νίνας, πού με την επίκληση του Θεού της θεραπεύει κάθε ασθένεια. Πράγματι, η απελπισμένη 
βασίλισσα κατέφυγε στη Νίνα, πού με τη χάρη του Κυρίου της χάρισε την υγεία της. Επιστρέφοντας στο παλάτι η βασίλισσα, ομολόγησε με παρρησία, μπροστά στο βασιλιά 
Μιριάν, ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός. Αργότερα, αφού διδάχθηκε τις χριστιανικές αλήθειες από την αγία Νίνα, βαπτίσθηκε και έγινε θερμή χριστιανή. Μετά το θάνατο της, 
μάλιστα, ο λαός την ανακήρυξε αγία. Η μνήμη της εορτάζεται την 1η Οκτωβρίου.

Ο βασιλιάς, ωστόσο, όχι μόνο αρνιόταν πεισματικά να πιστέψει στο Χριστό, μα και απειλούσε ότι θα θανάτωνε τη Νίνα και θα εξολόθρευε όλους τους χριστιανούς του βασιλείου 
του. Ώσπου μια μέρα, καθώς κυνηγούσε στα δάση του Μουρχάν, είκοσι χιλιόμετρα περίπου βορειοδυτικά της Μτσχέτα, ξαφνικά και αναπάντεχα τυφλώθηκε! Έντρομος, άρχισε 
να επικαλείται τους θεούς του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Πάνω στην απελπισία του, θυμήθηκε το Θεό της Νίνας και ζήτησε τη βοήθειά Του. Αμέσως ξαναβρήκε το φως του! 
Συγκλονισμένος και ολόχαρος, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και κραύγασε με δάκρυα:
— Θεέ της Νίνας! Εσύ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός. Ομολογώ και δοξάζω το όνομά Σου!
Το θαυμαστό εκείνο γεγονός συνέβη στις 6 Μαΐου του 319.


Μόλις επέστρεψε στην πόλη ο βασιλιάς, έτρεξε κι έπεσε στα πόδια της αγίας:
— Ώ μητέρα μου! της είπε. Δίδαξέ με και αξίωσέ με να επικαλούμαι το όνομα του μεγάλου Θεού σου και Σωτήρα μου!
Έτσι ο Μιριάν έγινε ο Μέγας Κωνσταντίνος της Γεωργίας. Ο Κύριος τον είχε διαλέξει για χειραγωγό των Γεωργιανών προς τη μοναδική αλήθεια.
Αμέσως έστειλε πρεσβεία στο Βυζάντιο και ζήτησε έναν επίσκοπο και ιερείς, για να κατηχήσουν και να βαπτίσουν το λαό του. Στο μεταξύ η αγία Νίνα τους προετοίμαζε για το 
άγιο βάπτισμα με τις ιερές διδαχές της.

Ώσπου να έρθουν οι κληρικοί, ο Μιριάν σκέφτηκε να οικοδομήσει έναν χριστιανικό ναό. Η αγία του υπέδειξε να τον κατασκευάσει μέσα στον βασιλικό του κήπο, και μάλιστα στο 
σημείο όπου υψωνόταν ο γνωστός κέδρος.
Ο κέδρος κόπηκε και από τα έξι κλαδιά του έγιναν ισάριθμοι στύλοι, πού τοποθετήθηκαν σε κατάλληλα σημεία του οικοδομήματος. Με θεία οικονομία, όμως, ο έβδομος στύλος, 
πού ήταν καμωμένος από τον κορμό του δέντρου και προοριζόταν για τη βάση του ναού, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να μετακινηθεί. Από το κάτω μέρος του, μάλιστα, 
άρχισε να τρέχει ευωδιαστό και ιαματικό μύρο, πού θεράπευε όσους άρρωστους πρόστρεχαν εκεί και χρίονταν με πίστη.

Πλήθη λαού συνέρρεαν στον θαυματουργό στύλο, και ο βασιλιάς έδωσε εντολή να κατασκευασθεί ολόγυρά του μια περίφραξη. Στο μεταξύ ολοκληρώθηκε και η ανέγερση του 
πρώτου ναού στη Γεωργία, πού ήταν ξύλινος -σήμερα, μετά από ανακατασκευή του, είναι πέτρινος- και αφιερώθηκε στους αγίους Αποστόλους. Ο λαός όμως τον ονόμασε 
κοινά «Σβετιτσχόβελι» (= άγιος Στύλος).

Ήδη οι απεσταλμένοι του Μιριάν είχαν γίνει δεκτοί με μεγάλες τιμές από τον Μέγα Κωνσταντίνο, πού τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους με πλούσια δώρα και με τον 
αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Ευστάθιο (+337), δύο ιερείς, τρείς διακόνους και τα απαραίτητα για τη θεία λατρεία σκεύη και είδη.
Με διαταγή του Μιριάν ήρθαν στην πρωτεύουσα όλοι οι διοικητές των επαρχιών, οι στρατηγοί και οι αξιωματούχοι του κράτους. Σ’ ένα βαπτιστήριο, κοντά στη γέφυρα του 
ποταμού Κούρ, ο αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος βάπτισε πρώτα το βασιλικό ζεύγος και στη συνέχεια τους άρχοντες. Γι αυτό το μέρος εκείνο ονομάζεται από τότε «Μταβάρτα 
Σανατλάβι», δηλαδή «Κολυμβήθρα Μεγιστάνων».


Λίγο πιο κάτω οι δύο ιερείς βάπτιζαν το λαό, πού είχε προετοιμασθεί και πιστέψει από το κήρυγμα και τα θαύματα της αγίας Νίνας. Από τους Εβραίους της Μτσχέτα βαπτίσθηκαν 
ο Αβιάθαρ με όλους τους οικείους του και πενήντα ακόμη εβραϊκές οικογένειες.
Με τη βοήθεια του Θεού, ο αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος και η αγία Νίνα φώτισαν μέσα σε μερικά χρόνια ολόκληρη σχεδόν τη χώρα της Γεωργίας. Ύστερα ο αρχιεπίσκοπος, αφού 
χειροτόνησε ως επίσκοπο της χώρας τον πρεσβύτερο Ιωάννη, επέστρεψε στην Αντιόχεια.

Η αγία Νίνα, αποφεύγοντας τη δόξα και τις τιμές του βασιλιά και του λαού, κατέφυγε σε μια ορεινή περιοχή, στις πηγές του ποταμού Άραγβι, όπου ετοιμαζόταν με προσευχές και 
νηστείες για νέους αποστολικούς αγώνες. Πράγματι, αφού κήρυξε το Χριστό στους σκληροτράχηλους ορεσίβιους κατοίκους του Καυκάσου, τους οποίους βάπτισε ο συνεργάτης 
της πρεσβύτερος Ιάκωβος, κατευθύνθηκε στα νότια της Καχέτης και εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη Μπόντμπε, τον τελευταίο σταθμό της επίγειας ζωής και των αγίων κόπων 
της. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η βασίλισσα της Καχέτης Σόντζε (= Σοφία), ακούγοντας το θεόπνευστο κήρυγμα της αγίας, πίστεψε και βαπτίσθηκε μαζί με πλήθη λαού.

Τώρα πια ο Θεός αποκάλυψε στην πιστή απόστολό Του ότι πλησίαζε το τέλος της. Ειδοποίησε αμέσως με γράμμα τον βασιλιά Μιριάν, πού κατέφθασε ταχύτατα με τους αυλικούς 
του και τον επίσκοπο Ιωάννη. Η αγία κοινώνησε από τα χέρια του επισκόπου και ζήτησε να ταφεί στο φτωχικό καλύβι της. Ύστερα παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα της στον Κύριο. 
Ήταν τότε 67 ετών.

Ο βασιλιάς και ο επίσκοπος θέλησαν να μεταφέρουν το τίμιο λείψανο της στο ναό των αγίων Αποστόλων της Μτσχέτα και να το θάψουν δίπλα στον ιερό στύλο. 
Με κανένα τρόπο, όμως, δεν μπόρεσαν να μετακινήσουν το σώμα της. Έτσι το έθαψαν εκεί, στο ταπεινό καλυβάκι της, στο Μπόντμπε, όπως η ίδια το ζήτησε.

Η μακαρία Νίνα συγκαταριθμήθηκε στη χορεία των αγίων και η μνήμη της ορίσθηκε να εορτάζεται στις 14 Ιανουαρίου, ημέρα της κοιμήσεώς της. Η Εκκλησία της Γεωργίας 
την ανακήρυξε Ισαπόστολο και φωτίστρια της χώρας.

Πάνω στον τάφο της αγίας κτίσθηκε ναός αφιερωμένος στο συγγενή της μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Ο ναός εγκαινιάσθηκε στα χρόνια του γιού και διαδόχου του Μιριάν, 
του βασιλιά Μπακάρ (342-364) και σώζεται μέχρι σήμερα. Αργότερα σ’ αυτόν το χώρο ιδρύθηκε γυναικεία μονή αφιερωμένη στην αγία Νίνα.





Ἀπολυτίκιον Ήχος πλ α΄. Τον συνάναρχον λόγον
Ως ωραίοι οι πόδες σου οι ζηλώσαντες ακολουθήσαι ταίς τρίβοις των αποστόλων Χριστού, Νίνα σκεύος Παρακλήτου παμφαέστατον,
όθεν τιμώντες σε πιστώς, Γεωργίας φρυκτωρέ φωτόλαμπρε, σε αιτούμεν’ ημών τα σκότη λιταίς σου της αγνωσίας πόρρω σκέδασον.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Η κάρα της Αγίας Τατιάνας στην Κραιόβα της Ρουμανίας



site analysis


Η Αγία Μάρτυς Τατιανή καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του Σεβήρου (222-235 μ.Χ.). Ο πατέρας της είχε διατελέσει ύπατος.
Η Αγία Τατιανή είχε το εκκλησιαστικό αξίωμα της διακόνισσας και στην υμνολογία παρίσταται ως μαθήτρια των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Η επισημότητα της καταγωγής της και ο ένθεος ζήλος με τον οποίο εκτελούσε τα διακονικά της καθήκοντα, έδωσαν στην Τατιανή περιφανή θέση μεταξύ των Χριστιανών. Και οι Εθνικοί όμως είχαν ακούσει περί αυτής και δεν μπορούσαν να δεχθούν το γεγονός ότι μια τέτοια γυναίκα καταφρονούσε τις κοσμικές βλέψεις και περιφρονούσε τα είδωλα, για να υπηρετεί με τόση αυταπάρνηση τους Χριστιανούς και να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Κυρίου.
Όταν, επί Σεβήρου, διατάχθηκε δίωξη των Χριστιανών, η Τατιανή συνελήφθη και επειδή διεκήρυττε την πίστη της στον Χριστό, την οδήγησαν μπροστά στο βασιλέα και μαζί με αυτόν εισήλθε σε ένα ειδωλολατρικό ναό. Εκεί όμως η Αγία, με μια θερμή προσευχή στο Χριστό, συντάραξε τα ξόανα (τα ξύλινα αγάλματα) των θεοτήτων της ειδωλολατρίας και τα γκρέμισε στο δάπεδο. Για τον λόγο αυτό την υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Την κτύπησαν και με σιδερένια νύχια της ξέσκισαν τα βλέφαρα. Έπειτα την κρέμασαν και της ξύρισαν το κεφάλι. Ακολούθως την έριξαν πάνω σε φωτιά, αλλά δεν έπαθε τίποτα. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα άγρια θηρία, αλλά αυτά δεν τόλμησαν να την βλάψουν. Ύστερα από όλα αυτά, οι ειδωλολάτρες, έκοψαν την Τίμια κεφαλή και κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αγία εισήλθε με το στέφανο της δόξας στη χαρά του Κυρίου της. 
Η κάρα της Αγίας Τατιανής μαζί με λείψανα των Αγίων Σεργίου,Βάκχου και Νηφωνος Κων/λεως
Μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως(1453)όταν ηγεμόνας ήταν ο ευσεβής Νεάγκοε Μπασαράμπ,οι άρχοντες Κραιοβέστι έφεραν την κάρα της Αγ.Τατιανής,μαζί με το λείψανο του Αγ.Γρηγορίου του Δεκαπολίτου(Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΕΔΩ) στην Μονή Μπίστριτσα.Το 1955 μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό του Αγ.Δημητρίου της Κραιόβας-Ρουμανία
ΠΗΓΗ.proskynitis.blogspot.com

Αγία Τατιανή



site analysis



Αγία Τατιανή
Αγία Τατιανή
Εορτάζει στις 12 Ιανουαρίου εκάστου έτους.
Της πάντα λαμπράς Τατιανής τη κάρα,
Λαμπρόν προεξένησε το ξίφος στέφος.
Τη δυοκαιδεκάτη Τατιανής αυχένα κέρσαν.

Βιογραφία
Η Αγία Μάρτυς Τατιανή καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του Σεβήρου (222 – 235 μ.Χ.). Ο πατέρας της είχε διατελέσει ύπατος.
Η Αγία Τατιανή είχε το εκκλησιαστικό αξίωμα της διακόνισσας και στην υμνολογία παρίσταται ως μαθήτρια των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Η επισημότητα της καταγωγής της και ο ένθεος ζήλος με τον οποίο εκτελούσε τα διακονικά της καθήκοντα, έδωσαν στην Τατιανή περιφανή θέση μεταξύ των Χριστιανών. Και οι Εθνικοί όμως είχαν ακούσει περί αυτής και δεν μπορούσαν να δεχθούν το γεγονός ότι μια τέτοια γυναίκα καταφρονούσε τις κοσμικές βλέψεις και περιφρονούσε τα είδωλα, για να υπηρετεί με τόση αυταπάρνηση τους Χριστιανούς και να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Κυρίου.
Όταν, επί Σεβήρου, διατάχθηκε δίωξη των Χριστιανών, η Τατιανή συνελήφθη και επειδή διεκήρυττε την πίστη της στον Χριστό, την οδήγησαν μπροστά στο βασιλέα και μαζί με αυτόν εισήλθε σε ένα ειδωλολατρικό ναό. Εκεί όμως η Αγία, με μια θερμή προσευχή στο Χριστό, συντάραξε τα ξόανα (τα ξύλινα αγάλματα) των θεοτήτων της ειδωλολατρίας και τα γκρέμισε στο δάπεδο. Για τον λόγο αυτό την υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Την κτύπησαν και με σιδερένια νύχια της ξέσκισαν τα βλέφαρα. Έπειτα την κρέμασαν και της ξύρισαν το κεφάλι. Ακολούθως την έριξαν πάνω σε φωτιά, αλλά δεν έπαθε τίποτα. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα άγρια θηρία, αλλά αυτά δεν τόλμησαν να την βλάψουν. Ύστερα από όλα αυτά, οι ειδωλολάτρες, έκοψαν την Τίμια κεφαλή και κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αγία εισήλθε με το στέφανο της δόξας στη χαρά του Κυρίου της.
Απολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ισχύι της πίστεως, κραταιωθείσα σεμνή, νομίμως ενήθλησας, υπέρ Χριστού του Θεού, Τατιανή ένδοξε πάσας γαρ τας ιδέας, των δεινών ενεγκούσα, ήσχυνας τον Βελίαρ, τη ατρέπτω σου στάσει εξ ου της κακοτροπίας πάντας απάλλαξαν.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Σωτήρογλου Κατερίνη. (ή Κατίγκω ή Χατίν)



site analysis

.


Γνωστή ως «Εμπέ».το ονομά της  ήταν Σωτήρογλου Κατερίνη. (ή Κατίγκω ή Χατίν).
Γενήθηκε στο Ρούμ καβακ της Καισάρειας της Καππαδοκίας. Ορφάνεψε μικρή από μητέρα. Η μητριά της, την παράτησε και πήγε στην Σμύρνη όπου δούλευε ο άνδρας της, και έκανε κι άλλα παιδιά εκεί. Την μικρή φρόντισε η δημογεροντία του χωριού. Όταν απολύθηκε από τον στρατό ο μετέπειτα άνδρας της ο Χουντούρης του είπαν οι γέροντες «Μια εκκλησία μη χτίζεις και αυτό το ορφανό για γυναίκα σου πάρε το». (Δηλαδή είναι τόσο μεγάλο χαΐρι, που προσμετρείται με την ανοικοδόμηση Εκκλησίας πρβλ «κατ οίκον εκκησία»). Ήταν όμως μικρή και την πήρε να της μάθει οικοκυρικά. Πήγε στην Καισάρεια, πήρε ύφασμα έριξε πάνω το ρούχο του και με το κάρβουνο το ζωγράφισε. Έδειξε την ραπτική στην μικρή Χατίν. Άλλωστε τις περισσότερες εργασίες τις γνώριζε από την σκληρή μητριά της (Άρτεμις). Όταν μεγάλωσε την παντρεύτηκε και την πήρε για γυναίκα του.

Μια μέρα και ενώ είχε αρχίσει η σφαγή των Αρμενίων, ήρθε ο τούρκος αγροφύλακας που αναγνώριζε το ακέραιο του χαρακτήρα της, και της είπε να πάρει ψωμί και ξηρά τροφή και να πάει έξω από το χωριό κοντά σε μια σπηλιά. Εκεί να προσποιηθεί ότι ψάχνει μοσχαράκια και να πεί τα συνθηματικά «γκέλ μπιτζίκ μπιτζίκ γκέλ» γιατί είναι κριμένοι αρμένιοι που γλύτωσαν την σφαγή. Φοβήθηκε μην είναι παγίδα του τούρκου, αλλά η συνείδησή της δεν την άφησε να ησυχάσει. Προσευχήθηκε, πήγε και τάισε τους άνδρες και γύρισε το σούρουπο. Το ίδιο έγινε και άλλη μια φορά με κίνδυνο να την πιάσουν για περίθαλψη εχθρών της χώρας, ή με κίνδυνο να πέσει σε παγίδα του τούρκου. (δε γνωρίζουμε αν ήταν άλλοι αρμένιοι την δεύτερη φορά ή οι ίδιοι.) 

Μετά από πολλά χρόνια ζούσε πια στην Ελλάδα στην Θηριόπετρα, γέννησε η νύφη της ένα αγόρι (7 Νοεμβρίου 1937) και είχε λαγώχειλο. Το πήρε νεογέννητο και το πήγε σε κάποιο χωριό που είχε έρθει ένας γιατρός Σαχαλού Ντοκτόρ (μουσάτος γιατρός) (πιθανόν το μικρό του όνομα να ήταν Ιωάννης). Όταν την είδε ο γιατρός της είπε «οτούρ μπενίμ εκμεκτζίμ, οτούρ». «Κάθισε ψωμά μου εσύ κάθισε». Διαμαρτυρήθηκε τότε εκείνη ότι δεν έκλεψε ποτέ κανενός το ψωμί. Ο γιατρός της εξήγησε ότι ήταν ένας από τους αρμενίους που χάρη στην δική της φροντίδα έζησε. 

Η αρετή αυτής της γυναίκας ήταν μεγάλη. Κρατούσε όπως οι παλιοί καππαδόκες όλες τις νηστείες τόσο αυστηρά όσο οι ασκητές στο Άγιον Όρος. Όλη την σαρακοστή δεν έτρωγαν και δεν έπιναν ούτε νερό μέχρι την δύση του ηλίου. Μετά έκαμνε ένα τσάι με λίγο ψωμί και ξεροφάι.. Αυτό γινόταν καθημερινά για πενήντα ημέρες!!! Μόνο το Σάββατο και την Κυριακή γινόταν κατάλυση μαγειρεμένου νηστήσιμου φαγητού με λάδι. Τις τρείς πρώτες μέρες της Σαρακοστής δεν έτρωγαν τίποτε και δεν έπιναν ούτε νερό, μέχρι την απογευματινή προηγιασμένη της Τετάρτης. 

Ήταν η μαμή του χωριού και είχε ιατρικές γνώσεις. Βοήθησε πολλούς με κρυφές ευεργεσίες χωρίς να το μαθαίνουν οι δικοί της για να μην τους σκανδαλίζει. Η μητέρα μου ήταν βοηθός της σε ότι χρειαζόταν για αυτόν τον σκοπό της και τα γνωρίζει.
Την θυμόμαστε πολύ καλά και την είχαμε σαν σωτήρα μας σαν παιδιά που ήμασταν γιατί στη γειτονιά μας περνούσε ένα ποταμάκι και κατέβαζε φίδια το νερό. Φωνάζαμε «γιλάν γιλάν» και έτρεχε η Χατίν Εμπέ και κρατώντας μια πετρούλα πιο μικρή από αυγό, άφοβα ζύγωνε το κεφάλι του φιδιού και το συνέθλιβε.
Μια εβδομάδα πριν πεθάνει συνομιλούσε με ανθρώπους που είχαν κοιμηθεί πριν χρόνια. Έκαμνε την κίνηση σαν να κόβει ψωμί και να τους δίνει καθώς τους καλούσε με το όνομά τους. Είπε στους δικούς της: «ακόμη μια εβδομάδα έχω να πάω στο σχολείο αυτό και τελειώνω». Σε μια εβδομάδα κοιμήθηκε. Ήταν ημέρα της Παναγίας 15 Αυγούστου.
Την ευχή σου να έχω και από το ψωμί σου να γευτώ στην άλλη ζωή ..μπενίμ εκμεκτζίμ…Χατίν Εμπέ..
— με Χάριν Εμπε
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Η Αγία Μυροφόρος και Ισαπόστολος Μαρία η Μαγδαληνή



site analysis





Η Αγία Μυροφόρος και Ισαπόστολος Μαρία Μαγδαληνή τιμάται στις 22 Ιουλίου και η ημερομηνία εορτής της Αγίας είναι σταθερή. Επίσης συνεορτάζει μαζί με τις άλλες Αγίες Γυναίκες Μυροφόρες την Κυριακή μετά το Πάσχα (Κυριακή των Μυροφόρων).

Η Αγία ένδοξος και πανεύφημος Μαρία η Μα­γδαληνή υπήρξε η πιστή και αφοσιωμένη Μαθήτρια του Υιού και Λόγου του Θεού, η ακόλουθος της Υπεραγίας Θεοτόκου, η Διακόνισσα του Κυρίου και των Αποστόλων, η εκλεκτή Μυροφόρος, η Ευαγγελίστρια της Αναστάσεως, η Ισαπόστολος και κήρυκας της πί­στεως. Σ' αυτήν δόθηκε η Χάρις να δεί πρώτη μετά την Ανάσταση, μαζί με την Θεοτόκο, τον Αναστάντα Ιη­σού. Αυτή ευαγγελίσθηκε στους Αποστόλους την Α­νάσταση του Κυρίου. Μέσα στα ιερά Ευαγγέλια δοξά­ζεται από τους Αγίους τέσσερις Ευαγγελιστές, ως πρώ­τη μετά την Θεοτόκον, Μαθήτρια και Μυροφόρος. Πατέρες της Εκκλησίας μας την χαρακτηρίζουν σε­μνή και σοφή παρθένον με ψυχική ωραιότητα. Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή είναι «ωραίο και ευγενικό παράδειγμα γυναικείας αφοσιώσεως, που φθάνει στην αυταπάρνηση και τον ηρωισμό. Γιατί ας μην έχει η γυναίκα την μυϊκή δύναμη του ανδρός, έχει όμως πλούτο αισθημάτων. Και είναι αλήθεια πως τους ήρω­ες δεν τους κάνει η σωματική ρώμη, αλλά η πίστη και η ευψυχία. "Ηρίστευσαν γυναίκες τω σω Σταυρώ κρατυνθείσαι, Χριστέ παντοδύναμε" ψάλλει η Εκκλη­σία μας».

Η καταγωγή της
Πατρίδα της ήταν η πόλη Μάγδαλα, γι' αυτό ο­νομάσθηκε Μαγδαληνή, εκ του τόπου καταγωγής της. Τα Μάγδαλα, κατά πάσα πιθανότητα, ευρίσκοντο στην Γαλιλαία, επί της δυτικής όχθης της λίμνης Τιβεριάδος. Καταγόταν από πλούσια και επιφανή οικο­γένεια. Οι γονείς της, ο Σύρος και η Ευχαριστία, ήταν εξαιρετικά ελεήμονες και φιλεύσπλαχνοι. Ζούσαν με φόβο Θεού, τηρούσαν τις εντολές του παλαιού Νόμου (Μωσαϊκού), γιατί αυτός ο Νόμος επικρατούσε τότε, αν και πλησίαζε το τέλος του. Γεννούν, λοιπόν, οι μα­κάριοι αυτοί γονείς την μακαρία Μαρία. Όταν άρχι­σε αυτή να μεγαλώνει, δεν θέλησε να ασχοληθεί με τα συνηθισμένα έργα των γυναικών της εποχής, δηλαδή να υφαίνει και να γνέθει και να φτιάχνει λαμπρά υφάσμα­τα, αλλά διάλεξε να επιδοθεί στις σπουδές και πήγε κοντά σε διδάσκαλο να μάθει γράμματα, κατά τον βιο­γράφο της Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο. Έτσι 
μελέτησε όλη την Παλαιά Διαθήκη και ιδιαιτέρως α­γάπησε το Ψαλτήριον και τις Προφητείες. Εντρυφώντας στα βιβλία αυτά, ανίχνευε τις προρρήσεις των Προφητών για την έλευση του Χριστού και Μεσσίου. Μετά τον θάνατο των γονέων της, ενώ είχε πλέον κά­θε ελευθερία και εξουσία να περάσει την ζωή της μέ­σα στη ραθυμία, την άνεση και την πολυτέλεια, συνέ­χισε να ζει με μελέτη και προσευχή. Την τρυφή και κάθε είδος αναπαύσεως απέφευγε, την καλοπέραση και τις ηδονές απέρριπτε. Μοίραζε τα πλούτη της και τα υπάρχοντά της σε όποιους είχαν ανάγκη. Με την ε­λεήμονα καρδιά της και την γενναιόδωρη μεγαλοψυ­χία της, άδειαζε τα επίγεια ταμεία της και συγκέντρω­νε στα ουράνια θησαυρούς άφθαρτους και αιώνιους. Διάλεξε να ακολουθήσει τον δρόμο της αγνείας και παρθενίας. Για να διαφύλαξει την καθαρότητα σώμα­τος και ψυχής, απέφευγε τις πολλές συναναστροφές και κοσμικές εκδηλώσεις. Αυτήν την υψηλή, ενάρετη και ένθεη πολιτεία της βλέποντας ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους, μισόκαλος διάβολος, εφθόνησε και εφοβήθει. Ορμά εναντίον της με όλη του την δύναμη. Την πολιορκεί με τα σκοτεινά και πονηρά μηχανεύματα και τεχνάσματά του και στέλνει επτά πονηρά πνεύματα που την κυριεύουν.

Περί των επτά δαιμονίων
Από τα επτά πονηρά πνεύματα ο Κύριος την εθεράπευσε και την ελύτρωσε. Διότι η μακαρία πλησίασε τον Δεσπότη και Σωτήρα Ιησού Χριστό με θερμή καρδιά και πίστη και έλαβε από τον Ιατρό των ψυ­χών και των σωμάτων την ίαση και θεραπεία.
Διαβάζουμε στο κατά Λουκάν άγιο Ευαγγέλιο (Λουκ. η', 1-3) «Κατά τον χρόνο που ακολούθησε, περνούσε ο Κύριος κάθε πόλη και χωριό, και εκήρυττε και εδίδασκε το χαρμόσυνο άγγελμα της Βασιλείας Του Θεού. Μαζί με αυτόν ήταν και οι δώδεκα μαθητές και μερικές γυναίκες, οι οποίες είχαν θεραπευθεί από Αυτόν από νόσους και βασανιστικές παθήσεις και από πνεύματα πονηρά και από ασθένειες. Η Μαρία, η οποία ελέγετο Μαγδαληνή, και από την οποία είχαν εκδιωχθή επτά δαιμόνια και η Ιωάννα, σύζυγος του Χουζά, ο οποίος ήτο οικονομικός διαχειριστής του Ηρώδη και η Σουσάννα και άλλες πολλές, οι οποίες υπηρετούσαν Αυτόν και προσέφεραν για την συντή­ρηση Αυτού και των Αποστόλων από τα υπάρχοντά τους».

Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή ήταν άρρωστη αλλά όχι αμαρτωλή!
Στον Βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (του οποίου η αρχή είναι: «Εγώ τους εμέ φιλούντας αγαπώ» διατυπώνονται τα εξής περί των επτά δαιμο­νίων: «Όταν ακούς για τα επτά δαιμόνια να σκέπτε­σαι τα πνεύματα που είναι τα αντίθετα των επτά αρε­τών. Δηλαδή πνεύμα αφοβίας Θεού, πνεύμα ασυνεσίας, πνεύμα αγνωσίας, πνεύμα ψεύδους, πνεύμα κενο­δοξίας, πνεύμα επάρσεως, πνεύμα κάλλους. Και όλα αυτά είναι αντίθετα και αντίπαλα όλων των αρετών. Γιατί κάθε αμαρτία έχει τον δαίμονά της δηλαδή το πνεύ­μα που την ενεργεί».
Ο Θεοφάνης Κεραμεύς γράφει: «Αλλά να μην νομίσει κανείς ότι η Μαρία είχε επτά δαίμονες. Αλλά ό­πως ακριβώς τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος ο­νομάζονται συνωνύμως επτά πνεύματα, καθώς ο μέγας Ησαΐας τα αρίθμησε: "Πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής, πνεύμα ισχύος και γνώσεως και ευσέ­βειας και φόβου Θεού". Έτσι αντιθέτως και οι ενέργειες των δαιμόνων λέγονται δαίμονες. η ακηδία, η φειδωλία, η απείθεια, ο φθόνος, το ψευδός, η απλη­στία και κάθε πάθος είναι συνώνυμον του δαίμονος που το εγέννησε. Όποιος, λοιπόν, είναι κυριευμένος από αυτά τα πάθη, κατέχεται από δαίμονες. Δεν ήταν λοιπόν καθόλου απίθανον και αδύνατον και η Μαρία η Μαγδαληνή να υποδουλώθηκε σε κάποια επτά πά­θη, από τα οποία λυτρώθηκε και ύστερα έγινε μαθή­τρια του Σωτήρος».
Και στον άγιο Μόδεστο, Πατριάρχη Ιεροσολύ­μων (α' ήμισυ ζ' αιώνος) διαβάζομε: «Τον συμβολικό αριθμό επτά και όταν πρόκειται περί της αρετής και όταν πρόκειται περί της κακίας, βλέπομε να χρησιμοποιεί η Αγία Γραφή. Ευλόγως, λοιπόν, διαλέγει ο Σω­τήρας την Μαρία την Μαγδαληνή, από την οποία εξέβαλε επτά δαιμόνια, για να εκδίωξει μέσω αυτής, τον άρχοντα της κακίας (διάβολο) από την ανθρώπινη φύση. Διότι οι ιστορίες διδάσκουν την Μαγδαληνή αυτήν δια βίου παρθένον. Και αναφέρεται μαρτύριον της Μαρίας Μαγδαληνής, όπου γράφεται ότι για την άκραν παρθενίαν και καθαρότητά της, φαινόταν στους βασανιστές της, σαν καθαρό κρύσταλλο».
Την ίδια άποψη διατυπώνει περί των επτά δαιμο­νίων και ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας στην Ερμηνεία του στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο: «Καθώς είναι επτά πνεύματα της αρετής έτσι είναι και εξ εναντίας επτά πνεύματα της κακίας. Ωσάν πως είναι Πνεύμα φόβου Θεού, έτσι είναι και εξ εναντίας Πνεύμα αφοβίας Θε­ού είναι Πνεύμα συνέσεως, είναι και εναντίον Πνεύ­μα ασυνεσίας, και καθεξής τα λοιπά. Εάν το λοιπόν δεν εβγούν τα επτά ταύτα πνεύματα της κακίας από την ψυχήν, δεν δύναται τινάς ν' ακολουθεί τον Χριστόν. Διότι πρώτον πρέπει να εβγάλει κανείς τον σατανάν από λόγου του, και τότε να κατοικήσει ο Χρι­στός».
Αυτά γράφουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας και αυτήν την ερμηνεία δίνουν όσον αφορά τα επτά δαι­μόνια.


Πλάνη εναντίον της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής
Είναι κατασυκοφάντηση και βλάσφημος λόγος ε­ναντίον της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής η ταύτι­σή της με την αμαρτωλή γυναίκα του Ευαγγελίου, η οποία στο σπίτι του Φαρισαίου άλειψε τα πόδια του Ι­ησού με μύρα. Έχει γίνει δυστυχώς μεγάλη παρερμη­νεία των περικοπών του ιερού Ευαγγελίου από ορι­σμένους συγγραφείς ακόμη και εκκλησιαστικούς διό­τι εταύτισαν την Αγία Μαρία την Μαγδαληνή με την αμαρτωλή γυναίκα, η οποία έπλυνε τα πόδια του Κυ­ρίου με τα δάκρυά της και τα άλειψε με μύρο, δείχνο­ντας την συντριβή της, τον σπαραγμό της καρδιάς της, και την μετάνοιά της για τις αμαρτίες της (Βλ. Λουκ. ζ' 36-50). Γι' αυτήν μιλά ο ιερός Λουκάς ανώνυ­μα: «Και γυνή ήτις ην αμαρτωλός εν τη πόλει». Στο α­μέσως επόμενο κεφάλαιο (Λουκ. η', 1-3), ομιλεί για την Αγία Μαρία την Μαγδαληνή και αναφέρεται στην θεραπεία της από τον Ιησού. Αν η Μαρία η Μαγδα­ληνή ήταν η αμαρτωλός γυνή, ο Άγιος Ευαγγελιστής δεν θα απέκρυπτε το όνομά της, ενώ αμέσως παρακάτω μιλάει συγκεκριμένα και ονομαστικά γι' αυτήν και για την θεραπεία της από τα επτά δαιμόνια. Το όνομα της αμαρτωλής και πόρνης γυναικός δεν αναγράφεται πουθενά μέσα στα ιερά Ευαγγέλια. Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή όμως αναφέρεται συγκεκριμένα και ονο­μαστικά μετά την θεραπεία της, ως μαθήτρια και ακό­λουθος του Κυρίου και της Θεοτόκου Μητρός Του, ως Διακόνισσα των Αποστόλων και ως πρώτη των Μυροφόρων.
Στην Ορθόδοξη Υμνολογία μας της Μεγάλης Ε­βδομάδος, γίνεται πολύ καθαρά η διάκριση μεταξύ των γυναικείων αυτών προσώπων. Της πόρνης γυναι­κός που άλειψε μύρα τον Κύριο, της οποίας «μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν» τη Αγία και Μεγάλη Τετάρτη. Και της Αγίας Μαρίας της Μα­γδαληνής ως Μυροφόρου και Ευαγγελιστρίας της Αναστάσεως του Σωτήρος. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσό­στομος ερμηνεύοντας τα Άγια Ευαγγέλια, ερευνά και διευκρινίζει ποιες και πόσες ήταν οι γυναίκες που ά­λειψαν με μύρα την κεφαλήν και τα πόδια του Κυρίου και ουδεμίαν σχέσιν έχουν με την Αγία Μαρία την Μαγδαληνή. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έχει γράψει και Λόγους με θέμα την πόρνη γυναίκα που μετενόησε και η οποία είναι ένα πρόσωπο άγνωστο και ανώνυμο.
Πώς δημιουργήθηκε αυτή η πλάνη και αυτή η σύγχυση γύρω από το ιερό πρόσωπο της Αγίας Μα­ρίας της Μαγδαληνής; Η σύγχυση αυτή προήλθε από την Δύση και είναι αυτή άλλη μία παπική πλάνη.
«Συγχέεται συνήθως, μάλιστα δε εις την Δύσιν, και κακώς ταυτίζεται η Μαγδαληνή μετά της αμαρτω­λού γυναικός, η οποία στην οικία του Φαρισαίου Σίμωνος άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρα».

Μαθήτρια του Κυρίου Ακόλουθος τής Θεοτόκου
Ο φιλάγαθος λοιπόν και φιλεύσπλαγχνος Κύ­ριος την εθεράπευσε δια της χάριτός Του και την ε­λευθέρωσε από τα επτά δαιμόνια. Και αυτή συναισθα­νόμενη την μεγάλη ευεργεσία, γεμάτη ευγνωμοσύνη για τα αγαθά που αξιώθηκε, άφησε τα πάντα και άρχι­σε να ακολουθεί τον Σωτήρα και Διδάσκαλο, όπως έ­καναν οι Μαθητές και Απόστολοι. Απεκδύθηκε κάθε κακία και ενδύθηκε κάθε αρετή και αγαθότητα η μα­καρία Μαρία. Για τα επίγεια και για τους συγγενείς καθόλου πλέον δεν ενοιάζετο. Για τα αγαθά του κό­σμου, πλούτη, δόξα, ωραιότητα, καθόλου δεν εφρόντιζε. Έβλεπε τους χωλούς να θεραπεύονται, τους τυ­φλούς να αναβλέπουν, τα δαιμόνια να εκδιώκονται, να επιτιμώνται και να διασκορπίζονται από τον Δεσπότη Χριστό, τους παραλύτους να περπατούν. Από όλα αυ­τά και από τις μαρτυρίες των Γραφών καταλάβαινε ό­τι Αυτός είναι ο αναμενόμενος Ελευθερωτής του Ισ­ραήλ. Αναγνώριζε ότι και άλλοι βέβαια, συνέβη να κατορθώσουν θαύματα, αλλά όχι με τέτοια εξουσία, με τέτοια δύναμη. Εκείνοι τα κατώρθωναν με προσευ­χή και σαν δούλοι. Σ' Αυτόν, όμως, το «Σοι λέγω» και το «Θέλω καθαρίσθητι» ελέγοντο με μεγάλη εξουσία και κυριότητα. Τώρα περπατά επάνω στη θάλασσα ε­λαφρά, δίχως διόλου να βρέχεται. Ύστερα, με την δύ­ναμή Του, καταπαύει τον άνεμο. Ανασταίνει νεκρούς, σαν να είναι ο θάνατος ένας ύπνος. Αυτά όλα, που με τέτοια εξουσία διαπράττει, είναι γνώρισμα της θεϊκής Του δεσποτείας και δυνάμεως. Έτσι η μακαρία κατε­νόησε πλήρως και επίστεψε ότι Αυτός είναι αληθώς ο Υιός του Θεού. Και τον ακολουθούσε πιστά και αφο­σιωμένα, υπηρετώντας Αυτόν και τους μαθητές Του και όσους Τον ακολουθούσαν. Τα πλούτη της, την πε­ριουσία της, όλα τα διέθεσε στην διακονία των Μαθη­τών και του Κυρίου. Αλλά και με την Μητέρα Του, Θεοτόκο Παρθένο Μαριάμ, συνδέθηκε με σύνδεσμο φιλίας και αγάπης και με τους συγγενείς της. Και με όλους αυτούς που ακολουθούσαν τον Χριστό, όλη την συνοδεία των Μαθητών και Μαθητριών. Μάλιστα, ξε­χώρισε μέσα στην συνοδεία των Μαθητριών ως πρώ­τη μετά την Θεοτόκο, όπως ο Πέτρος ξεχώριζε ως πρώτος και επί κεφαλής των Αποστόλων.
«Όπως ακριβώς, λέγουν, ο αρχηγός των Αποστό­λων ονομάσθηκε Πέτρος για την ασάλευτη πίστη που είχε στον Χριστό, την Πέτρα, έτσι και αυτή έγινε αρ­χηγός των Μαθητριών για την καθαρότητά της και τον πόθο που είχε προς Αυτόν, και Μαρία ονομάσθηκε από τον Σωτήρα, ομωνύμως προς την Μητέρα Του. Και όπως τον Δεσπότη ακολουθούσε ο χορός των Μαθητών, έτσι την Δέσποινα και Μητέρα του Κυ­ρίου, ακολουθούσε ο χορός των μαθητευομένων γυ­ναικών. Διότι στο Ευαγγέλιο γράφει "εθαύμαζον γαρ, ποτέ οι Μαθηταί ότι μετά γυναικός ελάλει". Δηλαδή α­πορούσαν και εθαύμαζαν οι Μαθητές γιατί είδαν τον Κύριο να συνομιλεί με γυναίκα. Διότι ο Κύριος δεν συνήθιζε να συνομιλεί με γυναίκες. Αλλά τον ευαγγε­λικό δρόμο της Μητρός του Δεσπότου, Υπεραγίας Θεοτόκου, που διέτρεχε με τον Υιό και Δημιουργό Της, και αυτές ακολουθούσαν μαζί της. Και διακονού­σαν τον κοινόν Δεσπότην και Κύριον και τους Μαθη­τές Του από τα υπάρχοντά τους, σε ό,τι εχρειάζοντο», γράφει ο άγιος Μόδεστος, αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων.


Στο άχραντον πάθος
Σταυρώ καθηλούμενον Χριστόν, καθορώσα έκλαιες Μαγδαληνή και εκραύγαζες. Τί το ορώμενον; η ζωή πώς θνήσκεις, και η κτίσις βλέπουσα κλονείται και φωστήρες σκοτίζονται;
Μέχρι το άχραντον Πάθος του Κυρίου ακολου­θεί ως πιστή Μαθήτρια και Διάκονος. Την νύκτα της προδοσίας, όταν ο μαθητής προδίδει τον Διδάσκαλο και τον παραδίδει στα χέρια των αχάριστων και ασε­βών Ιουδαίων, μαζί με την Θεοτόκο Μαρία σπαράζουν από πόνο και αγωνία. Να πώς παρουσιάζουν πο­λύ παραστατικά οι άγιοι Ευαγγελιστές Ματθαίος, Μάρκος και Ιωάννης την παρουσία της Αγίας Μα­ρίας Μαγδαληνής στην Σταύρωση του Κυρίου:
«Ήσαν δε εκεί και πολλές γυναίκες, οι οποίες από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα. Αυτές ακολού­θησαν τον Ιησούν από την Γαλιλαία και Τον υπηρε­τούσαν. Μεταξύ αυτών ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των υιών του Ζεβεδαίου» (Ματθ. κζ' 55-56).
«Ήσαν δε και μερικές γυναίκες, που από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα, μεταξύ των οποίων ήτο και η Μαρία η Μαγδαληνή, και η Μαρία του Ια­κώβου του μικρού και του Ιωσή, και η Σαλώμη. Αυ­τές και όταν ευρίσκετο ο Ιησούς εις την Γαλιλαία Τον ακολουθούσαν και Τον υπηρετούσαν. Ήσαν ακό­μη και πολλές άλλες, οι οποίες είχαν ανεβή μαζί με Αυτόν από την Γαλιλαία εις τα Ιεροσόλυμα» (Μάρκ. ιε', 40-41).
«Οι στρατιώτες αυτά έκαναν. Στάθηκαν δε πλη­σίον εις τον Σταυρόν του Ιησού η μητέρα Του και η αδελφή της μητέρας Του, Μαρία του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή» (Ιω. ιθ', 25).
Από απόσταση στην αρχή παρακολουθούν δακρυ­σμένες, με πόνο και σπαραγμό ψυχής οι Μαθήτριες με την Θεοτόκο την πορεία του Κυρίου προς τον Γολ­γοθά και την ανάρτησή Του επί του Σταύρου. Μαζί τους, η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή πονεμένη αλλά ά­φοβη, παρακολουθεί το δράμα του Διδασκάλου. Συ­μπαραστέκεται στην θλιμμένη Μητέρα Του και προ­σπαθεί να την παρηγόρησει. Δίπλα στον Σταυρό, μαζί με την Θεοτόκο και τον αγαπημένο μαθητή του Κυ­ρίου, Ιωάννη, ζει το αποκορύφωμα του Θείου Δράμα­τος. Αξίζει να παραθέσουμε εδώ τον θρήνο της Μα­ρίας της Μαγδαληνής, καθώς βλέπει τον Κύριο της δόξης επί του Σταυρού κρεμάμενο: «Τί είναι τούτο, Δέσποτα και Θεέ; Τόσο άπειρον το πέλαγος της ευσπλαγχνίας Σου; Με αυτά σε αντα­μείβουν εκείνοι που γεύθηκαν και απήλαυσαν όλα τα καλά των ευεργεσιών Σου; Σε έντυσαν με χιτώνα χλευαστικό αυτοί που Συ τους έντυσες με φόρεμα α­φθαρσίας και σαν αετός άνοιξες τις φτερούγες Σου και τους έβαλες επάνω στα μετάφρενά σου; Επάνω στην Αγία κεφαλήν Σου, στεφάνι υβριστικό σου φόρε­σαν, αυτοί που με δόξα και τιμή τους εστεφάνωσες; Ε­σύ που τους ελευθέρωσες από την σκλαβιά και την δουλεία της Αιγύπτου, καταδέχεσαι να λάβεις ράπι­σμα απ' αυτούς; Με καλάμι χτυπούν την ακήρατη κε­φαλή Σου, εκείνοι που προς χάριν τους χώριζες την θάλασσα στα δύο, κτυπώντας την με ράβδο; Χολή με όξος σε ποτίζουν αυτοί που τους έστειλες εξ'ουρανού το μάννα σαν βροχή και από την πέτρα ανέβλυσες σαν ποτάμι το νερό, με ένα χτύπημα ραβδιού; Αυτούς που τους αξίωσες να περάσουν την Έρημο και να σω­θούν, αυτοί σου προξενούν τους πόνους των καρφιών; Πες μας κάποιον λόγο παρήγορο, σ' εμάς που στεκό­μαστε εδώ και σ' αντικρύζουμε με τόσο πόνο! Παρη­γόρησε με λόγους τελευταίους, προ του θανάτου Σου, την Μητέρα Σου που εδώ κοντά Σου στέκεται. Τί με­γάλη παρηγοριά θα είναι για την Μητέρα Σου, τα λό­για αυτά προ του θανάτου. Μάλιστα, όταν αυτά τα λόγια λέγονται από έναν Μοναδικόν και αλησμόνητον Υιόν. Σε ποιον την εμπιστεύεσαι αναχωρώντας από την ζωή; Γιατί, μπορεί να σε γέννησε δίχως πόνους, αλλά τώρα ρομφαία τρυπά και πληγώνει την καρδιά της, καθώς Σε βλέπει σ' αυτήν την αθλιότητα. Πες λό­γο παρήγορο και στον Μαθητή, ο οποίος θα γίνει πα­ρηγοριά της Μητρός Σου».
Εκεί, ακούει τον Κύριο να αρθρώνει τις τελευ­ταίες Του λέξεις. Να απευθύνει τον τελευταίο Του λό­γο στην Μητέρα Του, λέγοντας: «Μήτηρ, ιδού ο Υιός Σου» και στον αγαπημένο μαθητή Ιωάννη: «Ιωάννη, ιδού η Μήτηρ σου» (Ιω. ι', 26-27). Και η Μαγδαληνή ξεσπά σε θρήνο που συνοδεύει τον θρήνο της Πανα­γίας Μητέρας, που σπαράζει και οδύρεται, ακούγο­ντας τον αγαπημένο Της Υιό, να αφήνει την τελευταία Του λέξη «Τετέλεσται» μαζί με την τελευταία ανθρώ­πινη πνοή Του επάνω στον Σταυρό.


Μυροφόρος
Έρρανε τον Τάφον η πρώτη Μυροφόρος Μαγδαληνή Μαρία
Κάτω από τον Σταυρό, στέκεται η θαυμαστή Μα­ρία και περιμένει ακλόνητη. Στέκεται στον Γολγοθά και περιμένει με δέος. Βλέπει με προσοχή τι γίνεται. Δύο κρυφοί μαθητές του Κυρίου εμφανίζονται, ο βου­λευτής Ιωσήφ και ο Νικόδημος. Έχουν πάρει άδεια από τον Πιλάτο να θάψουν το Σώμα Του Διδασκάλου. Αποκαθηλώνουν το Πανάγιο Σώμα από τον Σταυρό, το τυλίγουν με ευλάβεια και σεβασμό στο λευκό σενδόνι. Το αλείφουν με σμύρνα και αλόη. Το ενταφιά­ζουν μέσα στο λαξευμένο καινούργιο μνήμα, σ' ένα κήπο δίπλα στον Γολγοθά. Και οι Μαθήτριες του Κυ­ρίου «εθεώρουν που τίθεται».
«Και ήδη οψίας γενομένης, επεί ην Παρασκευή, ο έστι προσάββατον, ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού... και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου. Η Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν που τίθεται» (Μάρκ. ιε'42-47).
«Και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν. Ην δε ε­κεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, καθήμε­νοι απέναντι του τάφου» (Ματθ. κζ' 59-61).
Οι δύο Μαθητές, Νικόδημος και Ιωσήφ ενταφία­σαν το Άγιο Σώμα Του Κυρίου, αφού το άλειψαν μόνον με σμύρνα και αλόη. Αρώματα δεν επρόφθασαν να βά­λουν, γιατί επλησίαζε ήδη η νύκτα. Μετά τον ενταφια­σμό αποχωρούν. Οι Μαθήτριες όμως δεν φεύγουν από τον Τάφο. Δεν μπορούν να αποχωριστούν τον λατρευτό τους Διδάσκαλο και Σωτήρα, ακόμη και τώρα που Εκεί­νος είναι νεκρός. Τώρα πιο πολύ επιθυμούν να εκφρά­σουν την αγάπη τους. Τα δάκρυα κυλούν ασταμάτητα. Θρήνοι, αναφιλητά, ανακατεμένα με προσευχές, με ψιθύρους, με αναστεναγμούς. Σιγά-σιγά αρχίζει να πέφτει η νύχτα και το σκοτάδι να απλώνεται μέσα στον κήπο. Οι Μαθήτριες πρέπει να φύγουν. Όχι όμως για να κρυ­φθούν. Οι Απόστολοι κρύφθηκαν «δια τον φόβον των Ιουδαίων». Αυτές θα επιστρέψουν στον Τάφο, Μυρο­φόρες, φέρνοντας μύρα και αρώματα ακριβά και πολύ­τιμα, για να «μυρίσουν» το άχραντο Σώμα δηλαδή να το α­λείψουν με αρώματα και μύρα. Να προσφέρουν στο Πανάγιο Σώμα Του τις νεκρικές τιμές, το λατρευτικό τους τελευταίο ιερό καθήκον στον Διδάσκαλο.
'Ετσι η Μαρία η Μαγδαληνή με τις άλλες γυναί­κες επιστρέφουν στα Ιεροσόλυμα και αγοράζουν αμέ­σως τα μύρα από την Παρασκευή το βράδυ, διότι το Σάββατο υπήρχε αργία, σύμφωνα με τον Νόμο. Το ε­σπέρας του Σαββάτου, όταν η αργία θα λήξει, θα αγο­ράσουν κι άλλα αρώματα. «Κατακολουθήσασαι δε αι γυναίκες, αίτινες ήσαν συνεληλυθυίαι αυτώ εκ της Γαλιλαίας, εθεάσαντο το μνημείον και ως ετέθη το σώμα αυτού. Υποστρέψασαι δε ητοίμασαν αρώματα και μύρα. Και το μεν Σάββατον ησύχασαν κατά την ε­ντολήν» (Λουκ. κγ', 55-56). Περιμένουν να περάσει η ημέρα του Σαββάτου. Ησυχάζουν την ημέρα της αρ­γίας που επιβάλλει ο Νόμος. Με υπομονή, με σύνεση, με ωριμότητα, καρτερικές και συγκρατημένες. Κι ας συγκλονίζονται οι ψυχές τους από τα πιο δυνατά και ιερά συναισθήματα. Και η θαυμαστή Μαρία η Μα­γδαληνή, με θάρρος, με αυταπάρνηση, άφοβη, το βρά­δυ του Σαββάτου, ενώ ξημερώνει η Κυριακή, ξεκινά για τον Τάφο του Ιησού μαζί με τις άλλες Μυροφό­ρες γυναίκες. «Τη δε μια των σαββάτων όρθρου βαθέος ήλθον γυναίκες επί το μνήμα φέρουσαι ητοίμασαν α­ρώματα, και τίνες συν αυταίς» (Λουκ. κδ', 1). Βρίσκο­νται οι Άγιες και ηρωικές αυτές γυναίκες σ' ένα ξένο τόπο. Διατρέχουν τόσους κινδύνους. Τίποτε, όμως, δεν τις σταματά στον δρόμο τους. Δεν υπολογίζουν θυσίες, δεν υπολογίζουν την ζωή τους. «Το ασθενέστερον γένος ανδρειότερον εφάνη τότε», γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
«Μάθε εξ'ημών, πόση είναι η προθυμία της γυναι­κείας φύσεως εις τα καλά έργα και πόση η των αν­δρών. Των γυναικών την καλήν βουλήν ( = απόφαση) δεν ηδυνήθη να την εμποδίση ούτε η ασθένεια της γυ­ναικείας φύσεως, ούτε η δυσφημία η οποία ακολουθεί εις όσας περιπατούσι την νύκτα, ούτε ο κοινός φόβος, όστις εκράτει ( = κυρίευσε) τότε όλους τους φίλους Του Χριστού, ούτε η έχθρα της συναγωγής, ούτε η μέ­θη των στρατιωτών, ούτε το αξίωμα του Πιλάτου, ού­τε η βαρεία βουλή των αρχιερέων, ούτε ο επικείμενος μέγας λίθος εις το μνήμα. Πάντα τα δύσκολα έδειξεν η προθυμία των γυναικών εύκολα. Τους κινδύνους εθεώρησεν κέρδος, τας ζημίας αμοιβήν. Όλην την μεγάλην προθυμίαν των ανδρών έσβεσε μία μικρά απει­λή παιδίσκης».
Ηρωική η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή, πρωτοπό­ρος της πίστεως. Ατρόμητη, αποφασιστική σαν μάρτυρας, δοσμένη ολόψυχα στον ιερό σκοπό της. «Αρ­γά την νύκτα της εβδομάδος, ήλθεν η Μαρία η Μα­γδαληνή και η άλλη Μαρία για να ιδούν τον τάφον» (Ματθ. κη', 1). Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή έχει μία ξεχωριστή θέση μέσα στον όμιλο των Μυροφόρων και Μαθητριών. Βλέπουμε ότι και οι τέσσερις Ευαγγε­λιστές αναφέρουν αυτήν πρώτη από όλες τις άλλες Μυροφόρες. «Και αφού πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν το βράδυ του Σαββάτου αρώματα για να έλθουν στον Τάφο και να αλείψουν τον Ιησού. Και πολύ πρωί της πρώτης ημέρας της εβδομά­δος, έρχονται στο μνημείο, την ώρα που ο ανατέλλων ήλιος άρχιζε να διαλύη το σκοτάδι» (Μάρκ. ιστ', 1-2). Ειδικά ο Άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει μόνον γι' αυτήν στο Ευαγγέλιό του και αυτήν μόνο αναφέ­ρει. Ξεκινάει μόνη της μέσα στη νύχτα. Ανυπομονεί να φτάση πρώτη στον Τάφο. Ήταν περισσότερο θερ­μή στην αγάπη της. Η Μαρία «πάνυ γαρ περί τον Διδάσκαλον φιλοστόργως έχουσα...» γράφει ο ιερός Χρυσόστομος. Καθώς φτάνει, βρίσκει τον Τάφο αδειανό, τον λίθο αποκεκυλισμένο. Και τότε σκέφτεται ότι κάποιοι έκλεψαν το Άγιο Σώμα Του Ιησού (Ιω. κ', 1).


Ευαγγελίστρια της Αναστάσεως
Δεύτε από θέας γυναίκες ευαγγελίστριαι, και τη Σιών είπατε. Δέχου παρ' ημών χαράς ευαγγέλια της Αναστάσεως Χριστού.
Φαίνεται από τα Άγια Ευαγγέλια ότι η θαυμαστή Μαρία η Μαγδαληνή πήγε πολλές φορές εκείνο το βράδυ του Σαββάτου στον Τάφο. Πήγε πρώτα μαζί με την Θεοτόκο νύχτα ακόμη, πολύ πριν ξημερώσει (Βλ. Ματθ. κη', 1-10). Πήγε μαζί με άλλες γυναίκες αργό­τερα (Λουκ. κδ' 1-10 και Μάρκ. ιστ', 1-8). Ήρθε ακό­μη μία φορά μαζί με τους Αποστόλους Πέτρο και Ιω­άννη (Ιω. κ', 1-10). Οι ευσεβείς Μυροφόρες γυναίκες αξιώθηκαν αυτές πρώτες να ακούσουν από Άγγελο Κυρίου το ευφρόσυνο μήνυμα ότι «ηγέρθη ο Κύριος» και να γίνουν πρώτες και αψευδείς μάρτυρες της Ανα­στάσεως.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μας αναφέρει περί της επισκέψεως των Μυροφόρων στον τάφο: «Οι Μυ­ροφόρες ήταν πολλές και ήλθαν στον τάφο όχι μία φορά αλλά δύο και τρεις φορές, συντροφιά μεν αλλ' όχι οι ίδιες και κατά τον όρθρο όλες, αλλά όχι την ί­δια ώρα ακριβώς. Η δε Μαγδαληνή ήλθε πάλι μόνη της και έμεινε περισσότερο. Πρώτη απ' όλες ήλθε στον τάφο του Υιού του Θεού η Θεοτόκος, έχοντας μαζί της την Μαρία την Μαγδαληνή... Η Παρθενομήτωρ έφθασε την στιγμή που γινόταν ο σεισμός, αποκυλίσθηκε η πέτρα και ανοιγόταν ο τάφος και οι φύλακες ήταν παρόντες, αν και συγκλονισμένοι από τον φόβο. Γι' αυτό μετά τον σεισμό αυτοί ανασηκώ­θηκαν και εκοίταξαν αμέσως να φύγουν, ενώ η Θεομήτωρ εντρυφούσε στην θέα. Εγώ, πάντως, νομίζω ό­τι γι' Αυτήν πρώτη ανοίχθηκε ο ζωηφόρος εκείνος Τάφος. Ότι γι' Αυτήν άστραψε έτσι ο άγγελος, ώστε αν και ήταν ακόμη σκοτάδι, Αυτή με το πλούσιο φως του αγγέλου όχι μόνο να δει ότι ο τάφος ήταν άδειος, αλλά και τα εντάφια να είναι τακτοποιημένα και πολυτρόπως να μαρτυρούν την έγερση του ενταφιασθέντος. Ήταν δε προφανώς ο ευαγγελιστής Άγγελος ο ί­διος ο Γαβριήλ, ο οποίος λέγει στις γυναίκες που ή­σαν μαζί με την Θεοτόκο: "Μη φοβείσθε εσείς, ζητείτα τον Ιησού τον σταυρωμένον; Αναστήθηκε. Ιδού ο τόπος όπου εκειτόταν ο Κύριος..." Η Θεομήτωρ Παρ­θένος συνοδευομένη από τις άλλες Μυροφόρες επέ­στρεψε και ιδού ο Ιησούς τις συνάντησε λέγοντας. "χαίρετε". Η Θεοτόκος, όταν συνάντησε τον Υιό της και Θεό, πρώτη από όλες τις άλλες είδε και αναγνώρι­σε τον Αναστάντα, και προσπίπτοντας έπιασε τα πό­δια Του και έγινε Απόστολός Του προς τους Αποστό­λους. Η Θεοτόκος πριν από όλους, Αυτή είδε τον Α­ναστάντα και απήλαυσε τη Θεία ομιλία Του. ...Πρώτη και μόνη άγγιξε τα άχραντα πόδια Του, έστω και αν οι Ευαγγελισταί δεν τα λέγουν φανερά όλα αυτά, μη θέλοντας να προσαγάγουν ως μάρτυρα της Αναστάσεως την Μητέρα, για να μη δώσουν αφορμή υποψίας στους απίστους».

Μας αποκαλύπτει λοιπόν ο Άγιος Γρηγόριος ο Πα­λαμάς, κινούμενος από αγάπη, αυτό που αναφέρεται συνεσκιασμένα από τους Ευαγγελιστές, ότι πρώτη απ' ό­λους τους ανθρώπους, η Θεοτόκος δέχθηκε το Ευαγγέ­λιο της Αναστάσεως του Κυρίου. Και ότι η Αγία Μα­ρία η Μαγδαληνή και οι άλλες γυναίκες Μυροφόρες που είχαν έλθει ως τότε δεν κατενόησαν την σημασία των λόγων του Αγγέλου και δεν εγνώρισαν αμέσως την αλήθεια. Διαπίστωσε μόνον την κένωση του Τάφου και έτρεξε η Μαρία η Μαγδαληνή στους Αποστόλους Πέ­τρο και Ιωάννη και τους μετέφερε μόνον αυτό, ότι δηλαδή ο τάφος είναι άδειος. Και όταν η Θεοτόκος, μαζί με άλ­λες γυναίκες, επέστρεφε και συνήντησε στον δρόμο τον Ιησού και μίλησε μαζί Του και έπιασε τα άχραντα πό­δια Του, η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή δεν ήταν μαζί με την Μητέρα του Θεού, διότι είπε στους Αποστόλους: «εσήκωσαν τον Κύριο από το μνήμα και δεν γνωρίζουμε πού Τον τοποθέτησαν». Δεν είχε καταλάβει ακόμη τίπο­τε περί της Αναστάσεως. Οι δύο Μαθητές ήρθαν στον Τάφο τρέχοντας. Διαπίστωσαν ότι όσα τους είπε η γυ­ναίκα ήταν αληθινά. Μέσα στον άδειο τάφο ο Πέτρος με τον Ιωάννη είδαν τα οθόνια και το σουδάριον και έ­φυγαν. Η Μαρία η Μαγδαληνή, όμως, μένει κοντά στον Τάφο και κλαίει γοερά: «Ίστατο η Μαρία, έξωθεν του μνημείου κλαίουσα» (Βλ. Ιω. κ', 11). Κλαίει, γιατί χάθηκε το Σώμα Του Κυρίου της και δεν ξέρει ποιος το πήρε. «Η χριστοφόρος Μαγδαληνή έμεινεν εμφιλοχω­ρούσα τω μνήματι και περιενόστει αλύουσα, και λιβάδας (ποταμούς) δακρύων ενστάζουσα, τη επιμόνω προσεδρία υψηλότερόν τι καραδοκούσα μαθείν».
Απαρηγόρητη κλαίει και θρηνεί, γιατί δεν μπορεί να αντέξει την στέρηση τέτοιου θαυμαστού Διδασκά­λου, Ευεργέτου και Σωτήρος. Γράφει ο Άγιος Νικόδη­μος Αγιορείτης: «Ηξεύρουσι γαρ αι φιλόθεαι ψυχαί και καρδίαι τι αξίζει ο Θεός και ο Ιησούς, και δια τούτο, όταν τον στερηθούν, τρέχουν επάνω και κάτω, τον ζητούν επιπόνως, και χύνουν δι' Αυτόν αιματωμένα δάκρυα. όθεν και ο Δαβίδ έκλαιγε απαρηγόρητα δια την στέρησιν του Θεού. διό έλεγεν: "Εγεννήθη τα δάκρυά μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός, εν τω λέγεσθαί μοι καθ' εκάστην ημέραν. πού εστιν ο Θεός σου;" (Ψαλμ. μα', 4) ...Δια τούτο και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ταύτην την σωτήριον συμβουλήν δίδει εις κάθε ψυχήν να εί­ναι πρόθυμος και να δακρύη, ίνα αξιωθή να απολαύ­ση νοερώς εκείνα που ηξιώθησαν να ιδούν αι μυροφό­ροι αισθητώς, ούτω λέγων: "Καν Μαρία τις ης, καν η άλλη Μαρία, καν Σαλώμη, καν Ιωάννα, δάκρυσον ορθρία. ίδε πρώτη τον λίθον ηρμένον, τυχόν δε και τους Αγγέλους και Ιησούν αυτόν" (Λόγος εις το Πάσχα)... Βλέπε, αγαπητέ αναγνώστα, πόσην μεγάλην ωφέλειαν προξενούν τα δάκρυα. Διότι αυτά έκαναν τις Μυροφό­ρους γυναίκες να ιδούν τον Αναστάντα Χριστόν, αυ­τά τις έκαναν να ιδούν τους Αγγέλους, αυτά τις αξίω­σαν να γίνουν της Αναστάσεως πρώται κήρυκες, και να χρηματίσουν των Αποστόλων και Ευαγγελιστών του Κυρίου ευαγγελίστριαι».
Για τον θρήνο της Μαρίας της Μαγδαληνής έξω από τον Τάφο γράφει ο ιερός Χρυσόστομος: «Το γυναικείο φύλο διακρίνεται κατά κάποιον τρόπο για την λεπτότητα των αισθημάτων του και έχει μεγαλύτερη τάση προς οίκτο. Αυτό το λέγω, για να μην απορήσης, γιατί τέλος πάντων, η Μαρία θρηνούσε πικρά στον τάφο, ενώ ο Πέτρος δεν έκανε κάτι παρόμοιο... Οι μαθητές, λοιπόν, έφυγαν για να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα, ενώ εκείνη στάθηκε κοντά στον τάφο. Ήταν μεγάλη παρηγοριά να βλέπει το μνήμα. Να, την κοιτάζεις, που σκύβει και θέλει να δει τον τόπο όπου βρισκόταν το Σώμα, προκειμένου να παρηγορηθεί; Γι' αυτό και έλαβε μεγάλο μισθό, γι' αυτήν την μεγάλη φροντίδα της. Γιατί εκείνο που δεν είδαν οι Μαθητές, το είδε πρώτη η γυναίκα. Είδε δηλαδή δύο Αγγέλους, να κάθονται ο ένας προς το μέρος των ποδιών και ο άλ­λος προς το μέρος της κεφαλής, με λευκή ενδυμασία και το πρόσωπο γεμάτο από πολλή φαιδρότητα και χαρά». Από την εμφάνιση των δύο Αγγέλων η Μα­ρία μένει έκπληκτη, θαμπωμένη από το παράδοξο θέα­μα. «Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητείς;» Την ρω­τούν. Και αυτά τα είπαν, κατά κάποιον τρόπον σαν να την επέπλητταν:
-Γιατί κλαις, αφού τόσα είδες; Ακόμη φοβείσαι και δεν μπορείς να εννοήσεις τίποτε υψηλότερο; Ακό­μη αμφιβάλλεις και διστάζεις; Ποιον ζητείς; Εκείνον που ηγέρθη; Που αναστήθηκε; Βλέπεις Αγγέλους να κάθονται μέσα στον τάφο και εσύ ακόμη πιστεύεις, ό­τι εσύλησαν το Σώμα; Ποιος μπορεί να κλέψει Βασι­λέα που φρουρείται από αγγελική φρουρά;
Και εκείνη λέγει: «Πήραν τον Κύριό μου από το μνημείο, και δεν γνωρίζω πού τον έβαλαν» (Ιω. κ', 13). Αυτό που είπε προηγουμένως στους Αποστόλους, αυτό λέγει και στους Αγγέλους.
«Αλλ' ω της καλής καρτερίας! Ω της επαινετής πολυπραγμοσύνης! Ου παρείδεν αυτήν ο ποθούμενος. Ουκ αφήκε τη απιστία βυθίζεται ο ζητούμενος. Αλλά τον ζέοντα πόθον ιδών, αυτομάτως εφιστάται» (Θεοφ. Κεραμέως Ομιλία ΛΕ', εις το όγδοον εωθινόν).
Τότε, στράφηκε πίσω η Μαρία και βλέπει Τον Ιη­σού! Πώς εστράφη ξαφνικά προς τα πίσω, ενώ μιλού­σε με τους Αγγέλους; Από την όψη και το βλέμμα των Αγγέλων, από την έκπληξή τους και την στάση τους, μόλις αντίκρυσαν τον Κύριο. Γυρίζει και αυτή προς τα πίσω και βλέπει Τον Ιησού. Και εκείνος την ρωτάει: «Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητείς;» (Ιω. κ', 15). Δεν Τον αναγνωρίζει ακόμη. Τα μάτια της «εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν» (Βλ. Λουκ. κδ', 16), ό­πως έγινε με τους δύο Μαθητές που βάδιζαν προς την Εμμαούς. Ίσως δεν Τον αναγνώρισε αμέσως, επειδή τα μάτια της θάμπωσαν από το πολύ κλάμα και δεν έ­βλεπε καθαρά. Ίσως ακόμη δεν είχε φέξει καλά η μέ­ρα. Ίσως, διότι έτσι ο ίδιος ο Ιησούς οικονόμησε, εμ­φανιζόμενος με την πιο ταπεινή και κοινή ενδυμασία, ώστε να τον νομίσει για κηπουρό. Και Του λέγει: «Κύριε, εάν εσύ τον πήρες στα χέρια σου, πες μου που τον έχεις τοποθετήσει, κι εγώ θα τον πάρω από ε­κεί». Ω της γυναικείας αγάπης! «Ω της ευνοίας και φιλοστοργίας της γυναικός!» (Ιωάννης Χρυσόστο­μος). Και η απάντηση; Το άκουσμα του ονόματός της από το γλυκύ στόμα του Κυρίου: «Μαρία!». Στρέφε­ται, λέγει, αυτή τότε και συγκλονισμένη από το άκου­σμα, αυθόρμητα απαντά: «Ραββουνί» δηλαδή Διδάσκαλε. Ο Θεός Λόγος, που γνωρίζει και βλέπει τους διαλογι­σμούς και τις καρδιές των ανθρώπων, δεν την αφήνει να βασανίζεται άλλο. Φώτισε τον νου της, φώτισε τους οφθαλμούς της να δει και να κατανόησει ποιος εί­ναι αληθινά Αυτός που της μιλά. Σπεύδει τότε να αγκαλιάσει και να ασπαστεί τα πόδια του Κυρίου. Αλλά Αυτός την αποτρέπει και της λέγει: «Μη μου άπτου. ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου» (Ιω. κ', 17). Στάσου μακριά. Μη με αγγίζεις. Επειδή ήτο ακόμη η Μαρία ατελής κατά το φρόνημα, και Τον αναζητούσε στον Τάφο ως άνθρωπο, θέλει να α­νυψώσει το φρόνημά της, ώστε να μην τον νομίζει πλέον άνθρωπο, αλλά και Θεό. «Μη με πλησίασης, μη με αγγίξης». Δεν φέρω πλέον το ίδιο φθαρτό σώ­μα, την σάρκα της παχύτητος και της φθοράς. Το Σώ­μα αυτό δεν μπορείτε να το πλησιάσετε και να το αγ­γίξετε. «Επειδή η διάνοιά σου δεν ήγγισε το ύψος του σχετικά μ' εμέ μυστηρίου, ότι ενώ είμαι Θεός, τώ­ρα βλέπομαι σε σώμα, και μάλιστα θεοειδές, γι' αυτό μη μ' εγγίζεις».
Και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει σχετικώς: «Ας μη ζητήσουμε ανάμεσα στους νεκρούς αυτόν που ζη. Ο Κύριος απωθεί όποιον τον ζητεί μ' αυτόν τον τρόπον, λέγοντάς του "μη μου άπτου". Όταν ανεβώ στον Πατέρα μου τότε θα σου επιτρέπεται να με αγγίζης. Θέλει να πη μην αποτυπώσης στην πίστη σου την σωματική και δουλική μορφή μου, αλλά να λατρεύης αυτόν που βρίσκεται στην δόξα του Πατέρα και υπάρχει με την μορφή του Θεού και που είναι Λό­γος του Θεού».
«Το Μη μου άπτου μπορεί να σημαίνη και την νοητή προσέγγιση και επαφή. Διότι (η Μαρία) ήθελε να ερευνήσει πώς οικονομήθηκε το Μυστήριο της Αναστάσεως. Την απομακρύνει και την αποθαρρύνει α­πό τέτοιου είδους ερωτήσεις και είναι σαν να της λέγει, μην ερευνάς και θέλεις να εξετάσεις αυτά που εί­ναι πάνω από τις δυνάμεις σου και τα μέτρα σου. Για­τί ακόμη δεν μπορείς να ανεβής και να φθάσης σε τέ­τοιου είδους μυσταγωγία. Επειδή "Δεν ανέβηκα ακό­μη προς τον Πατέρα μου", ώστε κι εσάς να σας ελκύ­σω και να σας ανεβάσω στην υψηλότερη θεωρία και γνώση που θα γίνη με την κάθοδο σ' εσάς του Αγίου Πνεύματος».
Μεγάλη τιμή για την Μαρία να αξιωθεί να ιδή τον Κύριο, πρώτη μετά την Θεοτόκο. Μεγάλη ευτυχία για την Μαρία να ιδή πρώτη τον Αναστάντα Ιησού και να μιλήσει μαζί Του, μετά την Θεοτόκο. Μεγάλη η τι­μή να την στείλει στους Αποστόλους, να μάθουν και αυτοί την χαρμόσυνη είδηση. Διότι αμέσως μετά προ­σθέτει: «Πορεύου δε προς τους αδελφούς μου και ειπέ αυτοίς. αναβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα υ­μών, και Θεόν μου και Θεόν υμών» (Ιω. κ' 17). Και συνεχίζει ο άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Έρχεται Μαρία η Μαγδαληνή απαγγέλουσα τοις μαθηταίς ότι εώρακε τον Κύριον, και ταύτα είπεν αυτή». Γίνεται η Μαρία Μαγδαληνή των Αποστόλων απόστολος, των Μαθητών κήρυκας, των Ευαγγελιστών ευαγγελίστρια. Ο Χριστός την διάλεξε γι' αυτήν την υψηλή διακονία και αποστολή. «Αυτή, λοιπόν, φεύγει -λέγει ο ιερός Χρυσόστομος- για να αναγγείλη αυτά στους Μαθη­τές. Τόσο σπουδαίο πράγμα είναι, λέγει, η προσεδρία και η καρτερία» (Ερμηνεία στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, Ομιλία Πστ').
Η ορθόδοξη υμνολογία μας, βασισμένη στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, αποτύπωσε τον συγκινητικό διά­λογο της Μαρίας Μαγδαληνής με τον Ιησού, έξω α­πό τον Τάφο, σ' έναν υπέροχο ύμνο:
«Εις το μνήμα σε επεζήτησεν, ελθούσα τη μια των Σαββάτων, Μαρία η Μαγδαληνή. μη ευρούσα δε ωλοφύρετο, κλαυθμώ βοώσα. Οίμοι! Σωτήρ μου, πώς ε­κλάπης πάντων βασιλεύ; Ζεύγος δε ζωηφόρων Αγγέ­λων, ένδοθεν του μνημείου εβόα. Τί κλαίεις, ω γύναι; Κλαίω, φησίν, ότι ήραν τον Κύριόν μου του τάφου, και ουκ οίδα που έθηκαν αυτόν. Αυτή δε στραφείσα ο­πίσω, ως κατείδέ σε, ευθέως εβόα: Ο Κύριος μου και ο Θεός μου, δόξα σοι».
«Λίαν πρωί έδραμε η Μαρία στον τάφο και γι' αυ­τό ευαγγελίζεται το μυστήριον της Αναστάσεως. Η προθυμία της γυναικός υπερέβη την προθυμία των αν­δρών. Δεν έπρεπε αυτή πρώτα να δεχθή της χαράς τα μηνύματα; Ας απολαύση πρώτη της Αναστάσεως την χαρά εκείνη που εδοκίμασε και του πάθους την πικρότητα. Ας γίνη μηνύτρια της Αναστάσεως εκείνη που το Ποτήριον του θανάτου του Κυρίου πρώτη είδε. Ε­λάτε, γυναίκες, εσείς που ξεπεράσατε με την προθυμία σας τους Αποστόλους, και γι' αυτό αξιωθήκατε την θεία οπτασία, ελάτε να διώξετε από τις καρδιές των Μαθητών το σκοτάδι της δειλίας. Ελάτε να τους μηνύσετε την έλευση του Κυρίου. Γίνετε δάσκαλοι σ' αυτούς που θα διδάξουν όλη την οικουμένη. Δώστε φως σ' εκείνους που ετοιμάζονται να διασκορπίσουν σ' όλην την γη την αλήθεια του αληθινού Φωτός. Δείξτε σ' αυτούς πόση είναι η διαφορά της μεγαλοψυ­χίας, της προθυμίας, της τόλμης, που κατοικεί στις καρδιές των γυναικών από τις καρδιές των ανδρών. Ας μάθουν από την δική σας προθυμία, πόσος φόβος τους κυριεύει. Επειδή τον καιρό που εκείνοι έψαξαν τα πιο σκοτεινά και κρυφά μέρη για να κρυφθούν, ε­σείς τρέξατε στον Τάφο και δεν υπολογίσατε ούτε τον φόβο των εχθρών, ούτε την λύσσα των Φαρισαίων, ούτε τις απειλές των Γραμματέων. Το σκοτάδι σας φά­νηκε φως, οι οπλισμένοι στρατιώτες συνοδοιπόροι σας, οι απειλές των αρχιερέων βοηθοί σας στον σκο­πό σας να "μυρίσετε" δηλαδή να αλείψετε με μύρα το δεσποτικόν σώμα».
Η Μαρία Μαγδαληνή αγγελιοφόρος προς τους Μαθητές. Από το στόμα της θα διαλαληθή το μήνυμα της Αναστάσεως, «χαράς ευαγγέλια της Αναστάσεως Χριστού». Αυτό, όμως ήταν και θεϊκή οικονομία. Διό­τι από την γυναίκα ήλθε η λύπη στον κόσμο. Η προμήτωρ Εύα έγινε πρόξενος λύπης στον Αδάμ. Μία γυ­ναίκα πάλι θα γίνη τώρα μηνυτής της χαράς στους άν­δρες. Γυναίκα έφερε την πτώση. Αλλά και γυναίκα θα διακηρύξη το σωτήριο γεγονός της Αναστάσεως.
«Το χαίρε ταις Μυροφόροις φθεγξάμενος, τον θρήνον της Προμήτορος Εύας κατέπαυσας, τη Αναστάσει Σου, Χριστέ ο Θεός. τοις Αποστόλοις δε τοις σοις κηρύττειν επέταξας. ο Σωτήρ εξανέστη του μνήματος».

Ισαπόστολος
Μετά από όλα αυτά η Μαρία η Μαγδαληνή έμει­νε στα Ιεροσόλυμα, μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο και τις άλλες γυναίκες. Ύστερα από την Ανάληψη του Κυρίου στους Ουρανούς, όπως διαβάζομε στις Πράξεις των Αποστόλων, συνήθιζαν να συγκεντρώ­νονται στο υπερώον και να προσεύχονται μαζί με τους Αποστόλους και όλους τους Μαθητές του Κυρίου. «Όλοι αυτοί με μια ψυχή και με μια καρδιά α­κούραστα προσεύχονταν και εδέοντο στον Θεό μαζί και με άλλες ευσεβείς γυναίκες, που είχαν ακολουθή­σει τον Κύριο, όπως επίσης μαζί με την Μαρία την μητέρα του Ιησού και με αυτούς που ενομίζοντο α­δελφοί του» (Πράξ. α', 14). Εκεί στα Ιεροσόλυμα, η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή επιδόθηκε σε σπουδαίο φι­λανθρωπικό έργο μαζί με την Θεοτόκο, μοιράζοντας τα πλούτη της στους φτωχούς.
Ύστερα από την Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής, οι Απόστολοι διασκορπίσθηκαν σε διάφορους τόπους για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, σ' όλα τα έθνη και σ' όλους τους λαούς, όπου τους κατηύθυνε το Άγιο Πνεύμα. Και η μακαρία Μαρία, όπως λέγει κάποια παράδοση, ξεκίνησε να φθάση στην Ρώμη, για να ζητήση από τον Καίσαρα Τιβέριο31 να αποδώση δικαιοσύνη για τον άδικο θάνα­το του Ιησού Χριστού. Ακολουθώντας τον δρόμο και την ζωή των Αποστόλων, αρχίζει την μακρινή οδοιπορία, καταφρονώντας κόπους, εμπόδια και δυσκο­λίες. Καθ' οδόν διδάσκει και κηρύττει. Διηγείται και διακηρύττει την Ανάσταση του Κυρίου. «Και ποιος μπορεί να διηγηθή τις δυσκολίες που της έτυχαν στην οδοιπορία; και πόσον πλήθος προσείλκυσε στην πί­στη δια της σαγήνης του Ευαγγελίου; Αυτά τα γνωρί­ζουν καλώς όσοι μελετούν με σπουδή και επιμέλεια τα χρονικά της Ιταλίας, εις τα οποία σώζονται ιστορίες ότι πολύ εδοξάσθη η μακαρία από τον Θεό» γράφει ο Νικηφ. Κάλλιστος Ξανθόπουλος. Και συνεχίζει: «Αλλά και προς αυτόν τον Καίσαρα Τιβέριον παρου­σιάσθηκε και καλά εξετέλεσε την αποστολή της. Δεν θα πίστευε ποτέ κανείς ότι θα είχαν καλύτερο τέλος -όσα δηλαδή έπρεπε να πάθουν- αυτοί που εσταύρωσαν τον Χριστό, ο Άννας, ο Καϊάφας και ο Πιλάτος, καθώς ιστορούν άνθρωποι φιλαληθέστατοι». Αφού δικάσθηκαν και τιμωρήθηκαν οι σταυρωτές του Κυρίου, η μακαρία Μαρία η Μαγδαληνή κατήχησε τους πι­στούς στην Ρώμη και τους στερέωσε στην πίστη -συ­νεχίζει ο ίδιος βιογράφος. Και αφού κήρυξε στην Ρώ­μη, περιηγήθηκε όλη την Ιταλία και Γαλλία. Και επέ­στρεψε στα Ιεροσόλυμα, αφού πρώτα πέρασε από την Αίγυπτο, την Φοινίκη, την Συρία και την Παμφυλία. Σ' όλες αυτές τις χώρες εδίδασκε και εκήρυττε το Ευαγγέλιο και την πίστη στον Αναστάντα Ιησού. Στα Ιεροσόλυμα μικρό διάστημα παρέμεινε μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο, ως την Κοίμησή της.

Κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, η Αγία Μαρία Μαγδαληνή μετέβει κατόπιν στην Έφεσο, ό­που ζούσε και εδίδασκε ο ηγαπημένος μαθητής, ο υιός της βροντής, Ιωάννης. Στην Έφεσο συναντήθη­κε με τον Μαθητή, συμμετείχε στο κήρυγμά του και έ­γινε βοηθός του και συμπαραστάτης του στις δοκιμασίες και στις θλίψεις του, στην φυλάκισή του και σε όλα του τα δεινά. Στην Έφεσο, η Αγία, οδήγησε πολ­λούς στην πίστη και στην επίγνωση της αλήθειας. Ο λαός της Εφέσου την ετίμησε και την ευλαβήθηκε δε­όντως. 
Μετά τον θάνατό της το πάντιμον και πάνσεπτον σώμα της ενταφιάσθηκε οσιοπρεπώς από τον ά­γιο Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη, σ' ένα σπή­λαιο κοντά στην Έφεσο, σαν πολύτιμος θησαυρός. Κατά την ώρα της ταφής, επιτελέσθηκαν πολλά θαύ­ματα, καθώς και τους μετέπειτα χρόνους, μέχρι της σήμερον, η Αγία δεν σταμάτησε να θαυματουργή. Το έτος 890 μ.Χ. ο βασιλεύς Λέων Στ' ο Σοφός (886-912), έκανε ανακομιδή του αγίου λειψάνου της και το μετέ­φερε από την Έφεσο στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο, το έλαβε επάνω στους ώμους του και το απέθεσε με ευλάβεια στον Ναό που αυτός έκτισε επ' ονόματι του Αγίου και Τετραημέρου φίλου του Χριστού Λαζάρου στην Κωνσταντινούπο­λη. Το άγιο λείψανο τοποθετήθηκε μάλιστα στο αρι­στερό μέρος του Ιερού Βήματος, μέσα σε ασημένια θήκη. «Τελείται δε αυτών η Σύναξις», την 4η Μαΐου, «εν τη ευαγεστάτη Μονή τη παρά του αυτού βασιλέως επ' ονόματι του Αγίου Λαζάρου συστάση». Εκ του κοινού αυτού εορτασμού της ανακομιδής των λειψά­νων της Αγίας μετά του Αγίου Λαζάρου, στην Μονή του οποίου εναπετέθησαν υπό του βασιλέως Λέοντος, πολλοί εταύτισαν την αγία Μαρία Μαγδαληνή, λαν­θασμένα, με την αγίαν Μαρίαν, την αδελφή του Λαζά­ρου, η οποία είναι διαφορετικό πρόσωπο.
Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη της αγίας Μυροφόρου και Ισαποστόλου Μαρίας Μαγδαληνής την 22 Ιουλίου. Επίσης την συνεορτάζει μαζί με τις άλλες Μυροφόρες Άγιες Γυναίκες, την τρίτη Κυρια­κή μετά το Πάσχα, την Κυριακή των Μυροφόρων. Η ανακομιδή των λειψάνων της εορτάζεται στις 4 Μαΐου.
Και αναφέρομεν επίσης και τούτο, ότι της Μυρο­φόρου και Ισαποστόλου Μαρίας της Μαγδαληνής η ιερά χειρ, βρίσκεται στην Ιερά και Σεβάσμια Μονή της Σιμωνόπετρας, στο Αγιώνυμον Όρος του Άθω, θαύματα βρύουσα και χάριτας ιαμάτων πηγάζουσα ως ποταμός αένναος.
Έζησε ζωή ισάγγελη και έγινε σεβαστή και σ' αυτούς τους Αγγέλους. Και υπερτέρησε όλων των α­γίων ως τότε γυναικών που ευηρέστησαν τον Θεό, αλ­λά και όλων των μεταγενεστέρων αγίων μαρτύρων γυ­ναικών και ασκητριών. Επειδή είδε και εγνώρισε και υπηρέτησε τον ίδιον τον Χριστόν, τον αληθινό Νυμφίο των ψυχών τους. Και ό,τι είναι οι Απόστολοι με­ταξύ όλων των Αγίων, τούτο είναι η Μαγδαληνή με­ταξύ όλων των αγίων Γυναικών, όσες δια της πολι­τείας των ευηρέστησαν τον Θεό. Διότι τις μεν εμιμήθη στον ζήλο, από τις άλλες φάνηκε ανώτερη και σε όλες έγινε παράδειγμα θεαρέστου πολιτείας, γράφει ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος.
Έτσι από τα πολλά που αξίζουν να σου πούμε, λί­γα μπορέσαμε να σου αποδώσουμε «Μαρία θαυμαστή και υπέρτιμε συ δε τας αθανάτους νυν οικούσα σκηνάς και συν αγγέλοις περί τον θρόνον χορεύουσα τον δεσποτικόν και τας υπέρ του κόσμου ποιουμένη λιτάς», αίτησαι δοθήναι ημίν πταισμάτων άφεσιν και το μέγα έλεος.
Ταις της Αγίας Σου Μυροφόρου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.


Απολυτίκιον
Ήχος α'. Τον τάφον σου Σωτήρ
Χριστώ τω δι' ημάς, εκ Παρθένου τεχθέντι, σεμνή Μαγδαληνή, ηκολούθεις Μαρία, αυτού τα δικαιώματα, και τους νόμους φυλάττουσα. όθεν σήμερον, την παναγίαν σου μνήμην, εορτάζοντες, αμαρτημάτων την λύσιν, ευχαίς σου λαμβάνομεν.

Κοντάκιον
Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Ο υπερούσιος Θεός εν τω κόσμω, μετά σαρκός επιφοιτών Μυροφόρε, σε αληθή μαθήτριαν προσήκατο, όλην σου την έφεσιν, προς αυτόν κεκτημένην. όθεν και ιάματα επετέλεσας πλείστα. και μεταστάσα νυν εν ουρανοίς, υπέρ του κόσμου πρεσβεύεις εκάστοτε.

Μεγαλυνάριον
Λόγοις λαμπρυνθείσα τοις του Χριστού, κόσμου την απάτην, καταλέλοιπας, και αυτώ προσήλθες, Μαγδαληνή Μαρία, και τούτω ηκολούθεις, ψυχής θερμότητι.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Η Αγία Ιουλιανή



site analysis




Βιογραφία
Οι γονείς της Ιουλιανής ήταν ειδωλολάτρες και θέλησαν να τη μνηστεύσουν με κάποιο διακεκριμένο αξιωματούχο της Αντιόχειας, τον Ελεύσιο. Αλλά η Ιουλιανή αρνήθηκε σθεναρά. Η άρνησή της κατέπληξε τους γονείς της, διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν τους είχε φέρει καμιά αντίρρηση και ήταν υπάκουη κόρη. Ο Ελεύσιος με πληγωμένο εγωισμό ζητούσε εκδίκηση. Αφού ερεύνησε και παρακολούθησε για πολύ καιρό την Ιουλιανή, έμαθε ότι εν αγνοία των γονέων της είχε γίνει χριστιανή. Έτσι ο Ελεύσιος την κατήγγειλε στον έπαρχο, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακισθεί.
Μέσα στη φυλακή, συνεχίστηκαν οι προσπάθειες να γίνει σύζυγος του Ελευσίου και να αποφύγει τον κίνδυνο του θανάτου. Αλλά η Ιουλιανή προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πάρει ειδωλολάτρη σύζυγο. Τότε ο Ελεύσιος με διαταγή του έπαρχου και πολύ μίσος την μαστίγωσε ανελέητα. Έπειτα, έκαψε το πρόσωπό της με πυρακτωμένο σίδερο, και της είπε: «Πήγαινε τώρα στον καθρέπτη να καμαρώσεις την ομορφιά σου». Η δε Ιουλιανή, με ένα ελαφρό μειδίαμα του απάντησε: «Στην ανάσταση των δικαίων, στα πρόσωπα δε θα υπάρχουν πληγές και εγκαύματα. Θα υπάρχουν μόνο οι πληγές των ψυχών από την αμαρτία. Γι' αυτό, Ελεύσιε προτιμώ τώρα τις πληγές του σώματος, που είναι προσωρινές, παρά τις πληγές της ψυχής, που βασανίζουν αιώνια». Μετά από λίγο, το ξίφος του δημίου έκοψε το νεανικό κεφάλι της Ιουλιανής.
Αργότερα ο Ελεύσιος, όταν βρέθηκε ναυαγός σε κάποιο άγνωστο νησί, βρήκε τραγικό τέλος, όταν τον κατασπάραξε ένα άγριο λιοντάρι.
Η σύναξή της τελείται στο μαρτύριο αυτής, πλησίον της μάρτυρος Ευφημίας στο Πέτριο.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς νύμφη πανάμωμος καὶ ἀθληφόρος σεμνή, τῷ Λόγῳ νενύμφευσαι τοῦ ἀθανάτου Πατρός, Ἰουλιανὴ ἔνδοξε, σὺ γὰρ φθαρτὸν μνηστήρα παριδοῦσα, ἐμφρόνως ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλες· καὶ νῦν ταῖς τοῦ νυμφίου σου τρυφᾶς φαιδρότησι.