site analysis
Μια φορά και ένα καιρό ένα παιδί ήταν
η σειρά του να γεννηθεί και να έρθει. Μια μέρα το παιδί ρώτησε το Θεό "μου
λένε ότι θα με στείλεις στη γη αύριο αλλά πως να ζήσω εκεί τόσο μικρό και τόσο
αβοήθητο;"
Ο Θεός απάντησε "μέσα στους τόσους αγγέλους έχω διαλέξει έναν και για
σένα. Θα σε περιμένει και θα σε φροντίζει στη γη."
"αλλά ..." είπε το παιδί, "εδώ στον παράδεισο δεν κάνω
τίποτε άλλο από το να τραγουδώ και να γελώ. Μόνο αυτό χρειάζομαι για να είμαι
ευτυχισμένο".
Ο Θεός είπε "ο άγγελος σου θα σου τραγουδά κάθε μέρα, θα
νιώθεις την αγάπη του αγγέλου σου, θα είσαι ευτυχισμένο".
"Όμως ..." είπε το παιδί "πως θα μπορώ να καταλαβαίνω όταν
οι άνθρωποι μου μιλούν αφού δεν ξέρω τη γλώσσα τους;"
"αυτό είναι εύκολο" είπε ο Θεός "ο αγγελός σου θα σου λέει τις
πιο όμορφες και γλυκές λέξεις που άκουσες ποτέ σου, και έτσι με πολλή υπομονή
και φροντίδα ο άγγελος σου θα σου διδάξει πως να μιλάς".
Το παιδί κοίταξε ψηλά στον Θεό και είπε: "Και τι θα κάνω όταν θέλω να
μιλήσω σ' Εσένα;"
Ο Θεός χαμογέλασε και του είπε "ο άγγελός σου θα σου βάλει τα χέρια μαζί
και θα δείξει πως να κάνεις την προσευχή σου".
Το παιδί ήταν λυπημένο και είπε στο Θεό "αλλά θα είμαι πάντα λυπημένο
επειδή δεν θα μπορώ να σε βλέπω πλέον".
Ο Θεός αγκάλιασε το παιδί : " Ο άγγελός σου θα σου μιλά πάντα
για μένα και θα σου δείξει το δρόμο να έρθεις πίσω σε έμενα παρόλο που εγώ θα
είμαι πάντα δίπλα σου."
Το παιδί τότε είπε: "Έχω ακούσει ότι στην γη υπάρχουν κακοί άνθρωποι.Ποιός
θα με προστατεύσει;"
Ο Θεός έβαλε το παιδί στην αγκαλιά του λέγοντας " ο άγγελός σου θα σε
προστατεύει, ακόμα και αν σημαίνει το δικό του κακό."
Εκείνη τη στιγμή ήταν απόλυτη γαλήνη στον Παράδεισο, αλλά φωνές από τη γη
μπορούσαν ήδη να ακουστούν. Το παιδί αμέσως ρώτησε απαλά "Ω! Θεέ μου αν
είναι να φύγω τώρα πες μου σε παρακαλώ το όνομά του αγγέλου μου!"
Ο Θεός απάντησε "το όνομα του αγγέλου σου δεν είναι σημαντικό ... εσύ απλά
θα την φωνάζεις ΜΗΤΕΡΑ ή ΜΑΝΑ
Η μητέρα αυτή δεν είναι Ελληνίδα,
αλλά Ρουμάνα. Όμως πόσο δική μας είναι! Πόσο πιο δική μας (συχωρέστε με,
τον ανόητο, αδελφοί), από κάποιες σημερινές μανάδες, που δε σκέφτονται
ούτε επιθυμούν να βάλουν το Χριστό στη ζωή τους και στη ζωή των παιδιών τους...
Δε φταίνε αυτές - είναι θύματα της προπαγάνδας πανίσχυρων εξουσιαστών, αλλά και
θύματα της δικής μου αδιαφορίας & ολιγωρίας, που δεν
ακτινοβολώ, ούτε μεταδίδω το ευαγγέλιο. Της αδιαφορίας και ολιγωρίας, που
δεν αντιστέκεται στους ισχυρούς, αλλά αφήνει να διαβρώνεται η πίστη & η
συνείδηση των αδελφών μου. Ντροπή μου!
Αλλά κι αυτός ο πατέρας, που περιγράφεται στο κείμενο, πόσο διαφέρει
από μας κι από άλλους πατεράδες που σίγουρα γνωρίζετε...
Η
Μητέρα μου
Γέροντος π. Πετρωνίου Τανάσε
(†2011) -Δικαίου Ρουμανικῆς
Σκήτης
Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους
.......Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της ζοῦσε μιά βαθειά πνευματική ζωή. Στίς ἑορτές συμμετεῖχε
μέ πολλή εὐλάβεια, ἀκόμη καί στίς μικρότερες. Βέβαια δέν γνώριζε ἀπό βιβλία, εἶχε
διάκρισι καί διαίσθησι, δέν ἐγνώριζε ἀπό ἑορταστικούς κύκλους καί ὅμως συμμετεῖχε
σ᾿ ὅλες τίς ἑορτές, στίς νηστεῖες καί στά ἐτήσια μνημόσυνα τῆς Ἐκκλησίας
μας ἀλανθάστως.
.......Ἡ ἐλεημοσύνη της ἦτο ἡ βασική της φροντίδα σχεδόν σέ καθημερινή βάσι.
Τούς ξένους τούς καλοῦσε ἀπό τόν δρόμο, τούς φιλοξενοῦσε σπίτι μας καί τούς ἀνέπαυε.
Ποτέ δέν ἀνεχώρησε ἔστω καί ἕνας πτωχός ἀπό τό σπίτι μας μέ ἀδειανά τά χέρια.
.......Ὁ πατέρας μου τήν ὠνείδιζε ἐνίοτε, διότι εἶχε σέ μεγάλο βαθμό ἀνοικτά τά
χέρια της.
.......Στά μνημόσυνα τῶν νεκρῶν συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε Σάββατον
πρωΐ ἔδινε ξεχωριστή ἐλεημοσύνη γιά τούς κοιμηθέντες: Μία λεκάνη γάλα ἤ φαγητό
καί νερό πού μετέφερε ἡ ἴδια γιά τούς γείτονες. Κατόπιν ἀσχολεῖτο μέ τήν
καθαριότητα τῶν ρούχων γιά τήν ἑπομένη ἡμέρα καί στήν συνέχεια ἐμαγείρευε τό
φαγητό γιά τό τραπέζι τῆς Κυριακῆς, μετά τήν Θεία Λειτουργία, διότι τήν Κυριακή
οὐδέποτε ἐμαγείρευε.
.......Ὅταν κτυποῦσε ἡ καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅλες οἱ δουλειές γιά τήν αὐριανή ἡμέρα
εἶχαν τελειώσει καί ἔτσι ἄρχισε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἐφορούσαμε
ὅλοι τά καθαρά μας ροῦχα καί ἐσώρουχα καί ἐπηγαίναμε στήν ἐκκλησία.
.......Ὁ πατέρας μας σηκωνόταν πολύ πρωΐ, ἀφοῦ ἔκανε τήν προσευχή του, μετά ἐδιάβαζε
τούς Χαιρετισμούς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τό Ὠρολόγιο καί κατόπιν ἐδιάβαζε
περικοπές ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Ὅταν ἀναχωρούσαμε γιά τήν ἐκκλησία, πρῶτα ἐζητούσαμε
συγγνώμη οἱ μέν ἀπό τούς δέ: «Συγχωρέστε», καί «ὁ Θεός νά σέ συγχωρέση!» Αὐτό
συνέβαινε ὄχι μόνο μεταξύ μας, μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀλλά καί μέ
τούς γείτονες.
.......Τίς νηστεῖες, τίς τρεῖς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος Δευτέρα, Τετάρτη καί
Παρασκευή, καθώς καί τίς μεγάλες νηστεῖες τίς κρατοῦσε μέ πολλή εὐλάβεια καί ἀκρίβεια,
καθώς καί τά μικρά παιδιά, ἔστω καί νά ἦσαν ἄρρωστα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο ἕνα
γεγονός σημαντικό στήν χριστιανική ζωή ὅλων μας. Εἴχαμε σκεύη διατηρημένα μόνο
γι᾿ αὐτόν τόν καιρό: ὅπως λεκάνες, πιάτα καί κουτάλια. Τό Πάσχα καί τά
Χριστούγεννα ἡ γιορτές στά χωριά μας διαρκοῦσαν πολλές ἡμέρες.
.......Ἡ μητέρα μου ἦτο μία ἀνεπανάληπτη νοικοκυρά. Αὐτή ἔραβε, ὕφαινε στόν ἀργαλειό,
ἔπλεκε. Μᾶς ἔκανε ἡ ἴδια ὅλα τά ἐνδύματά μας: Ὑποκάμισα, παλτά, γελέκια,
ζακέτες, καθώς καί βελέντζες καί ἄλλα σκεπάσματα γιά τά κρεββάτια μας. Ἐμεγάλωσε
ὀκτώ παιδιά, ἕξι κορίτσια καί δύο ἀγόρια καί μᾶς ἀνέθρεψε ὅλα μέ τόν φόβο τοῦ
Θεοῦ, μέ σεβασμό ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους καί μέ τιμή. Δέν λυπόταν νά μᾶς δέρνη
κιόλας, ὅταν χαλούσαμε τήν τάξι τοῦ «κοινοβίου» της.
.......Εὐλάβεια, πίστις, ἐκπλήρωσις τῶν χριστιανικῶν μας παραδοσιακῶν
καθηκόντων μᾶς εἶχαν γίνει φυσική συνήθεια. Ἐπήγαζαν μέσα ἀπό τήν ὕπαρξί της. Ὁμοίως
ἡ ἀγάπη της γιά τόν Θεό, ἡ καλωσύνη, ἡ μετριοφροσύνη της...
.......Κάποτε, ὅταν εὑρέθηκα στό καταφύγιο τῆς πόλεως Μπροστένι, ἐπῆγα μία ἐπίσκεψι
καί νά μείνω τό Ἅγιο Πάσχα στό σπίτι μας, καί θυμήθηκα τίς χριστιανικές μας
συνήθειες τίς ὁποῖες δέν εἶδα πάλι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Ἠμπόρεσα νά
συνομιλήσω μαζί της καί κατάλαβα τότε πόσο βαθειά ἦτο ἡ χριστιανική της ζωή.
.......Τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀναχώρησε τό πρωΐ ἀπό τό σπίτι, καί ὅταν ἐπέστρεψε καί
τήν ἐρώτησα, ἔμαθα μέ μεγάλη μου ἔκπληξι ὅτι εἶχε πάει σέ μιά ἀσθενῆ γειτόνισσα
νά τῆς κάνη ἕνα δῶρο, νά τῆς πλύνη τά πόδια εἰς ἀνάμνησιν τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ
μας πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. «Ὁ Κύριος νά πλύνη τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του κι ἐγώ
νά μή κάνω τίποτε γι᾿ Αὐτόν; Μοῦ ἀπήντησε. Ἔκαμα κι ἐγώ κάτι παρόμοιο. Ἔπλυνα
τά πόδια τῆς Μαρίας τοῦ Γαβριήλ, ἡ ὁποία εἶναι ἄρρωστη στό κρεββάτι καί τῆς ἐφόρεσα
ἕνα ζευγάρι κάλτσες ἀπό τίς δικές μας καινούργιες».
Τήν Μεγάλη Παρασκευή ἦτο ὅλη τήν ἡμέρα μέ τά μάτια της δακρυσμένα. «ὅταν
σκέπτωμαι, μοῦ ἔλεγε, πόσα ὑπέφερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός γιά ἐμᾶς, μοῦ ἔρχεται
νά κλαίω καί νά στενάζω ἀπό πόνο».
.......Τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε τά τσουρέκια καί τά κουλούρια πού
μᾶς παρεσκεύαζε γιά τό Πάσχα, αὐτή μᾶς ἔλεγε: «Τά ἔκαμα τόσο ὡραῖα ὄχι γιά νά
τά εὐχαριστηθῆτε τρώγοντάς τα, διότι δέν μοῦ ἔρχεται οὔτε νά ἀγγίξω, ἀλλά τά ἔκανα
ἔτσι πρῶτα γιά τήν δόξα τοῦ Κυρίου μας, πού αὔριο ἀνασταίνεται».
"Το Καντήλι της Ελληνίδας
Μάνας"
« Το 1952 πήγα για πρώτη φορά στην Αθήνα μετά τον
πόλεμο. Η γερμανική πρεσβεία, όταν άκουσε ότι είχα την πρόθεση να πάω στην
Κρήτη, μου συνέστησε,επειδή οι πληγές του πολέμου ήταν ακόμη ανοιχτές να λέω
ότι είμαι Ελβετός. Όμως εγώ ήξερα τους Κρήτες και από την πρώτη στιγμή είπα ότι
ήμουν Γερμανός και απόλαυσα και πάλι την κρητική φιλοξενία.
Ένα σούρουπο πήγα στο γερμανικό νεκροταφείο και
εκεί νόμιζα ότι ήμουν μόνος. Όμως με μεγάλη έκπληξη είδα μια μαυροφορεμένη
γυναίκα να ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών στρατιωτών πηγαίνοντας από
τάφο σε τάφο. Την ρώτησα: Γιατί ανάβετε κεριά στους τάφους των Γερμανών; Αυτοί
σκότωσαν τους Κρητικούς. Η απάντησή της ήταν απίστευτη:
-Παιδί μου φαίνεσαι ξένος από την προφορά σου και
δεν θα γνωρίζεις τι έγινε εδώ το 1941—1944. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της
Κρήτης και ο μονάκριβος γιος μου, που τον πήραν όμηρο, πέθανε σε στρατόπεδο
συγκέντρωσης το 1943. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου και τώρα ανάβω
ένα κερί στους τάφους αυτών των Γερμανών παιδιών επειδή οι μάνες τους δεν
μπορούν να έλθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη
μνήμη του γιου μου.»
(Διασκευή
του Σπύρου Γκ. από τον κόσμο της Ελληνίδος, Δεκέμβριος 2011
« Της Μάνας η καρδιά…»
του π. Ιεροθέου Ανδρουτσόπουλου
Ένας νέος κάποτε αγάπησε μια κοπέλα και επιθύμησε να την
παντρευτεί. Εκείνη όμως για να δει αν την αγαπά πραγματικά του ζήτησε ως
αντάλλαγμα της καρδιά της μάνας του. Ο νέος ήρθε σε δύσκολη θέση, συλλογίστηκε,
κόμπιασε μα και δίστασε να πάρει μια τόσο τολμηρή και μάλλον αχάριστη απόφαση.
Μπροστά του υψωνόταν το τείχος της αγάπης , για την μάνα και την κοπέλα. Μα
απόφαση σκληρή πήρε να ξεριζώσει την καρδιά της μάνας του και να την δώσει στην
κοπέλα.
Στο δρόμο όμως σκόνταψε
«και κυλάει ο υιός και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίη και να μιλάη.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
- Εχτύπησες, αγόρι μου;…και κλαίει!
Η καρδιά της μάνας
Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
-Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδία,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μανας σου να φέρης την καρδιά
να ρίξω να την φάη το σκυλί μου
Τρέχει ο νειός, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει
και τρέχει να την πάη μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νειός κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο γυιός και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίη και να μιλάη.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
-Εχτύπησες, αγόρι μου;…και κλαίει!
Αγγελος Βλάχος
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
-Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδία,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μανας σου να φέρης την καρδιά
να ρίξω να την φάη το σκυλί μου
Τρέχει ο νειός, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει
και τρέχει να την πάη μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νειός κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο γυιός και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίη και να μιλάη.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
-Εχτύπησες, αγόρι μου;…και κλαίει!
Αγγελος Βλάχος