Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Μικρό αφιέρωμα στην Ορθόδοξη και Ελληνίδα Μάνα



site analysis


Μια φορά και ένα καιρό ένα παιδί ήταν η σειρά του να γεννηθεί και να έρθει. Μια μέρα το παιδί ρώτησε το Θεό "μου λένε ότι θα με στείλεις στη γη αύριο αλλά πως να ζήσω εκεί τόσο μικρό και τόσο αβοήθητο;"

Ο Θεός απάντησε "μέσα στους τόσους αγγέλους έχω διαλέξει έναν και για σένα. Θα σε περιμένει και θα σε φροντίζει στη γη."
"αλλά  ..." είπε το παιδί, "εδώ στον παράδεισο δεν κάνω τίποτε άλλο από το να τραγουδώ και να γελώ. Μόνο αυτό χρειάζομαι για να είμαι ευτυχισμένο".
Ο Θεός είπε "ο άγγελος σου θα σου τραγουδά κάθε μέρα, θα νιώθεις την αγάπη του αγγέλου σου, θα είσαι ευτυχισμένο".
"Όμως  ..." είπε το παιδί "πως θα μπορώ να καταλαβαίνω όταν οι άνθρωποι μου μιλούν αφού δεν ξέρω τη γλώσσα τους;"
"αυτό είναι εύκολο" είπε ο Θεός "ο αγγελός σου θα σου λέει τις πιο όμορφες και γλυκές λέξεις που άκουσες ποτέ σου, και έτσι με πολλή υπομονή και φροντίδα ο άγγελος σου θα σου διδάξει πως να μιλάς".
Το παιδί κοίταξε ψηλά στον Θεό και είπε: "Και τι θα κάνω όταν θέλω να μιλήσω σ' Εσένα;"
Ο Θεός χαμογέλασε και του είπε "ο άγγελός σου θα σου βάλει τα χέρια μαζί και θα δείξει πως να κάνεις την προσευχή σου".
Το παιδί ήταν λυπημένο και είπε στο Θεό "αλλά θα είμαι πάντα λυπημένο επειδή δεν θα μπορώ να σε βλέπω πλέον".
Ο Θεός αγκάλιασε  το παιδί : " Ο άγγελός σου  θα σου μιλά πάντα για μένα και θα σου δείξει το δρόμο να έρθεις πίσω σε έμενα παρόλο που εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου."
Το παιδί τότε είπε: "Έχω ακούσει ότι στην γη υπάρχουν κακοί άνθρωποι.Ποιός θα με προστατεύσει;"
Ο Θεός έβαλε το παιδί στην αγκαλιά του λέγοντας " ο άγγελός σου θα σε προστατεύει, ακόμα και αν σημαίνει το δικό του κακό."
Εκείνη τη στιγμή ήταν απόλυτη γαλήνη στον Παράδεισο, αλλά φωνές από τη γη μπορούσαν ήδη να ακουστούν. Το παιδί αμέσως ρώτησε απαλά "Ω! Θεέ μου αν είναι να φύγω τώρα πες μου σε παρακαλώ το όνομά του αγγέλου μου!"
Ο Θεός απάντησε "το όνομα του αγγέλου σου δεν είναι σημαντικό ... εσύ απλά θα την  φωνάζεις  ΜΗΤΕΡΑ ή   ΜΑΝΑ



Η μητέρα αυτή δεν είναι Ελληνίδα, αλλά Ρουμάνα. Όμως πόσο δική μας είναι! Πόσο πιο δική μας (συχωρέστε με, τον ανόητο, αδελφοί), από κάποιες σημερινές μανάδες, που δε σκέφτονται ούτε επιθυμούν να βάλουν το Χριστό στη ζωή τους και στη ζωή των παιδιών τους...

Δε φταίνε αυτές - είναι θύματα της προπαγάνδας πανίσχυρων εξουσιαστών, αλλά και θύματα της δικής μου αδιαφορίας & ολιγωρίας, που δεν ακτινοβολώ, ούτε μεταδίδω το ευαγγέλιο. Της αδιαφορίας και ολιγωρίας, που δεν αντιστέκεται στους ισχυρούς, αλλά αφήνει να διαβρώνεται η πίστη & η συνείδηση των αδελφών μου. Ντροπή μου!
Αλλά κι αυτός ο πατέρας, που περιγράφεται στο κείμενο, πόσο διαφέρει από μας κι από άλλους πατεράδες που σίγουρα γνωρίζετε... 



Η Μητέρα μου

Γέροντος π. Πετρωνίου Τανάσε (†2011) -Δικαίου Ρουμανικῆς Σκήτης 
Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους 


.......Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της ζοῦσε μιά βαθειά πνευματική ζωή. Στίς ἑορτές συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια, ἀκόμη καί στίς μικρότερες. Βέβαια δέν γνώριζε ἀπό βιβλία, εἶχε διάκρισι καί διαίσθησι, δέν ἐγνώριζε ἀπό ἑορταστικούς κύκλους καί ὅμως συμμετεῖχε σ᾿ ὅλες τίς ἑορτές, στίς νηστεῖες καί στά ἐτήσια μνημόσυνα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλανθάστως. 

.......Ἡ ἐλεημοσύνη της ἦτο ἡ βασική της φροντίδα σχεδόν σέ καθημερινή βάσι. Τούς ξένους τούς καλοῦσε ἀπό τόν δρόμο, τούς φιλοξενοῦσε σπίτι μας καί τούς ἀνέπαυε. Ποτέ δέν ἀνεχώρησε ἔστω καί ἕνας πτωχός ἀπό τό σπίτι μας μέ ἀδειανά τά χέρια.
.......Ὁ πατέρας μου τήν ὠνείδιζε ἐνίοτε, διότι εἶχε σέ μεγάλο βαθμό ἀνοικτά τά χέρια της.
.......Στά μνημόσυνα τῶν νεκρῶν συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε Σάββατον πρωΐ ἔδινε ξεχωριστή ἐλεημοσύνη γιά τούς κοιμηθέντες: Μία λεκάνη γάλα ἤ φαγητό καί νερό πού μετέφερε ἡ ἴδια γιά τούς γείτονες. Κατόπιν ἀσχολεῖτο μέ τήν καθαριότητα τῶν ρούχων γιά τήν ἑπομένη ἡμέρα καί στήν συνέχεια ἐμαγείρευε τό φαγητό γιά τό τραπέζι τῆς Κυριακῆς, μετά τήν Θεία Λειτουργία, διότι τήν Κυριακή οὐδέποτε ἐμαγείρευε. 

.......Ὅταν κτυποῦσε ἡ καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅλες οἱ δουλειές γιά τήν αὐριανή ἡμέρα εἶχαν τελειώσει καί ἔτσι ἄρχισε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἐφορούσαμε ὅλοι τά καθαρά μας ροῦχα καί ἐσώρουχα καί ἐπηγαίναμε στήν ἐκκλησία.
.......Ὁ πατέρας μας σηκωνόταν πολύ πρωΐ, ἀφοῦ ἔκανε τήν προσευχή του, μετά ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τό Ὠρολόγιο καί κατόπιν ἐδιάβαζε περικοπές ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Ὅταν ἀναχωρούσαμε γιά τήν ἐκκλησία, πρῶτα ἐζητούσαμε συγγνώμη οἱ μέν ἀπό τούς δέ: «Συγχωρέστε», καί «ὁ Θεός νά σέ συγχωρέση!» Αὐτό συνέβαινε ὄχι μόνο μεταξύ μας, μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀλλά καί μέ τούς γείτονες.
.......Τίς νηστεῖες, τίς τρεῖς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, καθώς καί τίς μεγάλες νηστεῖες τίς κρατοῦσε μέ πολλή εὐλάβεια καί ἀκρίβεια, καθώς καί τά μικρά παιδιά, ἔστω καί νά ἦσαν ἄρρωστα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο ἕνα γεγονός σημαντικό στήν χριστιανική ζωή ὅλων μας. Εἴχαμε σκεύη διατηρημένα μόνο γι᾿ αὐτόν τόν καιρό: ὅπως λεκάνες, πιάτα καί κουτάλια. Τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα ἡ γιορτές στά χωριά μας διαρκοῦσαν πολλές ἡμέρες.
.......Ἡ μητέρα μου ἦτο μία ἀνεπανάληπτη νοικοκυρά. Αὐτή ἔραβε, ὕφαινε στόν ἀργαλειό, ἔπλεκε. Μᾶς ἔκανε ἡ ἴδια ὅλα τά ἐνδύματά μας: Ὑποκάμισα, παλτά, γελέκια, ζακέτες, καθώς καί βελέντζες καί ἄλλα σκεπάσματα γιά τά κρεββάτια μας. Ἐμεγάλωσε ὀκτώ παιδιά, ἕξι κορίτσια καί δύο ἀγόρια καί μᾶς ἀνέθρεψε ὅλα μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, μέ σεβασμό ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους καί μέ τιμή. Δέν λυπόταν νά μᾶς δέρνη κιόλας, ὅταν χαλούσαμε τήν τάξι τοῦ «κοινοβίου» της.
.......Εὐλάβεια, πίστις, ἐκπλήρωσις τῶν χριστιανικῶν μας παραδοσιακῶν καθηκόντων μᾶς εἶχαν γίνει φυσική συνήθεια. Ἐπήγαζαν μέσα ἀπό τήν ὕπαρξί της. Ὁμοίως ἡ ἀγάπη της γιά τόν Θεό, ἡ καλωσύνη, ἡ μετριοφροσύνη της...
.......Κάποτε, ὅταν εὑρέθηκα στό καταφύγιο τῆς πόλεως Μπροστένι, ἐπῆγα μία ἐπίσκεψι καί νά μείνω τό Ἅγιο Πάσχα στό σπίτι μας, καί θυμήθηκα τίς χριστιανικές μας συνήθειες τίς ὁποῖες δέν εἶδα πάλι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Ἠμπόρεσα νά συνομιλήσω μαζί της καί κατάλαβα τότε πόσο βαθειά ἦτο ἡ χριστιανική της ζωή.
.......Τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀναχώρησε τό πρωΐ ἀπό τό σπίτι, καί ὅταν ἐπέστρεψε καί τήν ἐρώτησα, ἔμαθα μέ μεγάλη μου ἔκπληξι ὅτι εἶχε πάει σέ μιά ἀσθενῆ γειτόνισσα νά τῆς κάνη ἕνα δῶρο, νά τῆς πλύνη τά πόδια εἰς ἀνάμνησιν τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ μας πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. «Ὁ Κύριος νά πλύνη τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του κι ἐγώ νά μή κάνω τίποτε γι᾿ Αὐτόν; Μοῦ ἀπήντησε. Ἔκαμα κι ἐγώ κάτι παρόμοιο. Ἔπλυνα τά πόδια τῆς Μαρίας τοῦ Γαβριήλ, ἡ ὁποία εἶναι ἄρρωστη στό κρεββάτι καί τῆς ἐφόρεσα ἕνα ζευγάρι κάλτσες ἀπό τίς δικές μας καινούργιες».
Τήν Μεγάλη Παρασκευή ἦτο ὅλη τήν ἡμέρα μέ τά μάτια της δακρυσμένα. «ὅταν σκέπτωμαι, μοῦ ἔλεγε, πόσα ὑπέφερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός γιά ἐμᾶς, μοῦ ἔρχεται νά κλαίω καί νά στενάζω ἀπό πόνο».
.......Τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε τά τσουρέκια καί τά κουλούρια πού μᾶς παρεσκεύαζε γιά τό Πάσχα, αὐτή μᾶς ἔλεγε: «Τά ἔκαμα τόσο ὡραῖα ὄχι γιά νά τά εὐχαριστηθῆτε τρώγοντάς τα, διότι δέν μοῦ ἔρχεται οὔτε νά ἀγγίξω, ἀλλά τά ἔκανα ἔτσι πρῶτα γιά τήν δόξα τοῦ Κυρίου μας, πού αὔριο ἀνασταίνεται».



"Το Καντήλι της Ελληνίδας Μάνας"
« Το 1952 πήγα για πρώτη φορά στην Αθήνα μετά τον πόλεμο. Η γερμανική πρεσβεία, όταν άκουσε ότι είχα την πρόθεση να πάω στην Κρήτη, μου συνέστησε,επειδή οι πληγές του πολέμου ήταν ακόμη ανοιχτές να λέω ότι είμαι Ελβετός. Όμως εγώ ήξερα τους Κρήτες και από την πρώτη στιγμή είπα ότι ήμουν Γερμανός και απόλαυσα και πάλι την κρητική φιλοξενία.

Ένα σούρουπο πήγα στο γερμανικό νεκροταφείο και εκεί νόμιζα ότι ήμουν μόνος. Όμως με μεγάλη έκπληξη είδα μια μαυροφορεμένη γυναίκα να ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών στρατιωτών πηγαίνοντας από τάφο σε τάφο. Την ρώτησα: Γιατί ανάβετε κεριά στους τάφους των Γερμανών; Αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς. Η απάντησή της ήταν απίστευτη:

-Παιδί μου φαίνεσαι ξένος από την προφορά σου και δεν θα γνωρίζεις τι έγινε εδώ το 1941—1944. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης και ο μονάκριβος γιος μου, που τον πήραν όμηρο, πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1943. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου και τώρα ανάβω ένα κερί στους τάφους αυτών των Γερμανών παιδιών επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να έλθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιου μου.»
(Διασκευή του Σπύρου Γκ. από τον κόσμο της Ελληνίδος, Δεκέμβριος 2011

« Της Μάνας η καρδιά…» 
του π. Ιεροθέου Ανδρουτσόπουλου

   Ένας νέος κάποτε αγάπησε μια κοπέλα και επιθύμησε να την παντρευτεί. Εκείνη όμως για να δει αν την αγαπά πραγματικά του ζήτησε ως αντάλλαγμα της καρδιά της μάνας του. Ο νέος ήρθε σε δύσκολη θέση, συλλογίστηκε, κόμπιασε μα και δίστασε να πάρει μια τόσο τολμηρή και μάλλον αχάριστη απόφαση. Μπροστά του υψωνόταν το τείχος της αγάπης , για την μάνα και την κοπέλα. Μα απόφαση σκληρή πήρε να ξεριζώσει την καρδιά της μάνας του και να την δώσει στην κοπέλα. 
Στο δρόμο όμως σκόνταψε 

«και κυλάει ο υιός και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίη και να μιλάη.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
- Εχτύπησες, αγόρι μου;…και κλαίει!

Η καρδιά της μάνας


Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
-Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδία,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μανας σου να φέρης την καρδιά
να ρίξω να την φάη το σκυλί μου

Τρέχει ο νειός, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει
και τρέχει να την πάη μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νειός κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο γυιός και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίη και να μιλάη.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
-Εχτύπησες, αγόρι μου;…και κλαίει!

Αγγελος Βλάχος




Μονόφθαλμη μητέρα!



site analysis


Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι …Ντρεπόταν γι’ αυτήν κι ώρες ώρες την μισούσε. Η δουλειά της ήταν μαγείρισσα στην φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τους. Δεν ήθελε να του μιλάει για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας με ένα μάτι. Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα…
Μα από μικρόs είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του. Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό, πέρασε η μητέρα του στο διάλειμμα να του πει ένα γεια. Ένοιωσε πολύ στενοχωρημένos. «Πως μπόρεσε να του το κάνει αυτό» αναρωτιόταν … Την αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έτρεμε. Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!.. Ήθελε να πεθάνει. Ήθελε να εξαφανιστεί. Όταν γύρισε σπίτι, της είπε: «αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου τότε καλύτερα να πεθάνεις!». Αυτή δεν του απάντησε …«Δεν μ’ ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος», έλεγε αργότερα σ’ ένα φίλο του. «Ήθελα να φύγω από εκείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Έτσι διάβασα πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά για σπουδές … και τα κατάφερα, μα ήλθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη λέσχη για να με βοηθάει …Δεν μπορούσε να πάει κάπου αλλού;».
Αργότερα παντρεύτηκε. Αγόρασε ένα δικό του σπίτι. Έκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, την γυναίκα του και τη δουλειά του! Μια μέρα μετά από χρόνια απουσίας, όπως ο ίδιος της ζήτησε η μητέρα του πήγε να τον επισκεφτεί. Δεν είχε δει ποτέ από κοντά τα εγγόνια της. Μόλις εμφανίστηκε στην πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε, θύμωσε επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει. Τότε της φώναξε: «πως τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγες έξω! Φύγε!». Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Αα, πόσο λυπάμαι, κύριε! Μάλλον μου έδωσαν λάθος διεύθυνση» κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι γιαγιά τους …
Πέρασαν χρόνια και μια μέρα βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του μια επιστολή για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το δημοτικό σχολείο, που θα γινόταν στην πόλη πού γεννήθηκε … Είπε ψέματα στη γυναίκα του ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε. Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο από περιέργεια … Οι γείτονες, του είπαν ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ.
Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι’ αυτόν: «Αγαπημένε μου γιέ, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου. Έμαθα ότι έρχεσαι για την σχολική συγκέντρωση κι ένοιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν με προφτάσεις. Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα όσο ήσουν μικρός. Βλέπεις …όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν θα μπορούσα να σε βλέπω να μεγαλώνεις με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο υπερήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι … Έχεις πάντα όλη την αγάπη μου». Η μητέρα σου.
Πηγή: Περιοδικό «Όσιος Νικάνωρ»

… ήρθα για τα δάκρυα της μάνας σου…. εσύ θα ζήσεις, θα ζήσεις και θα Μας υπηρέτησης….



site analysis



















Ζούσε την τρέλα της νεότητός του με μοτοσυκλέτα πολλών κυβικών και από ταχύτητα μέγιστη 150 χιλιόμετρα ανά ώρα πού ήταν ρυθμισμένη… μετά από μεταποίηση της μηχανής, έφτασε να τρέχει με 230 χιλιόμετρα ανά ώρα. Επιδιδόταν δε και σε αυτοσχέδιους συναγωνισμούς με άλλους παρομοίους του με μεγάλα χρηματικά στοιχήματα 400 και 500 χιλιάδες δραχμές.
Όμως ένα απόγευμα στους είδικούς δρόμους πού επέλεγαν να τρέξουν (τους υποτίθεται χωρίς μεγάλη κυκλοφορία αυτοκινήτων), κατά την ώρα ενός αυτοσχέδιου συναγωνισμού παρά την προσπάθειά του να αποφύγει ένα αυτοκίνητο, έγινε σφοδρή σύγκρουση και πετάχτηκε 10 μέτρα μακριά μέσα σε ένα χαντάκι έξω από το δρόμο.
Η μοτοσυκλέτα βεβαίως διαλύθηκε και ο ίδιος υπέστη θανάσιμα τραύματα. Τον περισυνέλεξαν και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Μετά από την επιβεβαίωση των ιατρών, τον οδήγησαν κατευθείαν στο νεκροτομείο, όπου ένας νοσοκόμος – νεκροτόμος ανέλαβε να τον πλύνει και να τακτοποιήσει τα εγχυμένα σπλάχνα του προκειμένου να τον παραλάβει το γραφείο τελετών πού είχαν στείλει οι συγγενείς του.
Είχαν περάσει περίπου 8 ώρες από το συμβάν. Εκείνη την στιγμή ανοίγει τα μάτια του, σηκώνεται και κάθεται στο μαρμάρινο τραπέζι του νεκροτομείου. Ο νοσοκόμος έντρομος βάζει τις φωνές και αρχίζει να τρέχει προς την έξοδο πανικόβλητος.

Αμέσως καταφθάνουν οι ιατροί, τον παραλαμβάνουν και τον οδηγούν στο χειρουργείο όπου μετά από τις απαιτούμενες προσπάθειες «συναρμολόγησης» άρχισε να παρουσιάζει σημεία βελτίωσης.
Παρέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα εως ότου θεραπεύτηκε πλήρως και εξήλθε από το νοσοκομείο υγιής. Στη συνέχεια δι΄ αγνωστους δι΄ ημάς λόγους, γνωστούς όμως εις τον ίδιον, εξεδήλωσε την επιθυμία να γίνει μοναχός!
Ο ίδιος διηγείται:… όταν μετά την σύγκρουση τραυματίστηκα θανάσιμα (κατά την δήλωση των ιατρών) ένοιωσα ότι βγήκα από το σώμα μου και αιωρούμενος πέρασα κατά περίεργο τρόπο ανάμεσα από μία κολόνα της ΔΕΗ χωρίς να συγκρουστώ μαζί της.
Στη συνέχεια βρέθηκα σε ένα περιβάλλον με μισοσκόταδο και τελείως κενό. Ένοιωθα πανάλαφρος σαν πούπουλο να αιωρούμαι σ΄ αυτό το κενό και πολύ περίεργος για το πού βρισκόμουν και τι μου ειχε συμβεί.
Ενώ περιπλανιόμουνα για αρκετό χρόνο, άρχισα να διακρίνω μία φωτεινή γυναικεία μορφή να με πλησιάζει μέσα σ΄ ένα ολόφωτο λευκό νέφος. Όταν πλησίασε αρκετά διέκρινα ότι είχε μία υπερκόσμια γλυκιά έκφραση.
Αμέσως την συνέκρινα με τις αγιογραφίες πού είχα δει στους ιερούς ναούς όταν με πήγαινε μικρό παιδί η μητέρα μου και συμπέρανα ότι ήταν η μορφή της Ύπεραγίας Θεοτόκου.
… ήρθα για τα δάκρυα της μάνας σου…. εσύ θα ζήσεις, θα ζήσεις και θα Μας υπηρέτησης….μού είπε με γλυκό και ειρηνικό ύφος και σιγά σιγά άρχισε να χάνεται.
Μετά από αυτό όλα σαν να έσβησαν, ένοιωσα να διαλύομαι και μία δύναμη να με απορροφά με ορμή και να με κατευθύνει κάπου. Αμέσως ένοιωσα σαν να ξύπνησα από λήθαργο. Βρέθηκα γυμνός με ένα πολυτραυματισμένο σώμα στο μαρμάρινο τραπέζι του νεκροτομείου, ενώ ταυτόχρονα άκουγα κάτι (σαν ουρλιαχτά) από έναν άνθρωπο καθώς απομακρυνόταν τρέχοντας προς την πόρτα…
Ο νέος αυτός μετά την πλήρη θεραπεία του, ηρθε στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου, όπου συνάντησε τον ηγούμενο πατέρα Χριστόδουλο και αφού του διηγήθηκε το περιστατικό του ατυχήματός του εξεδήλωσε την επιθυμία να γίνει μοναχός.
Πράγματι εκεί ο γέροντας μετά την απαραίτητη δοκιμασία τον έκειρε μοναχό και του έδωσε το πατερικό όνομα «Σωφρόνιος».
Σήμερα είναι ένας ευλαβής μοναχός, ο οποίος δεν έπαυσε ποτέ να διηγείται την παράξενη συνάμα και ψυχωφελή αυτή ιστορία της ζωής του.
Στη συνέχεια αναχώρησε για ένα ησυχαστήριο στην Καστοριά όπου ήταν και η ιδιαίτερη πατρίδα του.
Πηγή: Αληθινές προφορικές διηγήσεις μετανοίας πού γράφονται για την ψυχική ωφέλεια των Ορθοδόξων Χριστιανών, Επιμέλεια Έκδοσης «Φίλοι Αγίου Όρους Λαμίας».

http://opougis.blogspot.gr

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

"Η ψυχή αυτής εν αγαθοίς αυλισθήσεται" (Ψαλμ. ΚΔ΄, 13) Σεπτή Γερόντισσα, Μοναχή Μαριάμ- Ηγουμένη της Ιεράς Νέας Μονής (1922- +2014)



site analysis


Του Γεωργίου Φωτ. Παπαδόπουλου- Κήρυκα του θείου λόγου

Η μετάνοια είναι δώρο του Θεού. Είναι Μυστήριο και ο άνθρωπος που, ενσυνείδητα θα την ενστερνιστεί, νεκρώνει τα πάθη τα επί της γης και μετατρέπεται σε σκεύος εκλογής, σε επίγειο άγγελο του Θεού. Το δώρο αυτό, της θείας χάριτος, ελκύεται από την πίστη. <<χάριτι Θεού εστέ σεσωσμένοι διά της πίστεως>> (Εφεσ. Β΄, 8). Τι είναι, όμως, η πίστη ? Ο Απόστολος των Εθνών, Παύλος, μας ερμηνεύει: <<πίστις εστίν υπόστασις ελπιζομένων, έλεγχος πραγμάτων ου βλεπομένων>> (Εβρ. ΙΑ΄, 1). Πίστη είναι το ότι υφίστανται -ουσιαστικά και υπαρκτά- εκείνα, πνευματικά και ψυχικά, τα οποία είναι πρόξενοι της -κατά Θεόν- βιωματικής ελπίδας. Είναι το να επιβάλλεσαι και να εξουσιάζεις πράγματα που υπάρχουν, τα νιώθεις και τα αισθάνεσαι, γνωρίζεις ότι υπάρχουν, αλλά δεν μπορείς να τα δεις. 

Ένα τέτοιο σκεύος εκλογής του Θεού, ένας τέτοιος επίγειος Άγγελος, ήταν και η μακαριστή Γερόντισσα της Νέας Μονής, Μοναχή Μαριάμ, η οποία κατέλιπε τα επίγεια και φθαρτά για να συναντήσει τον Κύριο που, τόσα χρόνια λάτρευε και υπηρετούσε, που ζούσε γι΄ Αυτόν, προς τα αιώνια και άφθαρτα.

Όπως, πολύ σωστά και εμπνευσμένα, την αποχαιρέτισε ο Σεβ. Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Χίου κ. Μάρκος, με μια καλλικέλαδη Ορθοδοξότατη προσλαλιά –που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον, από άμβωνος λόγο, ενός Ιερού Χρυσοστόμου ή ενός Μεγάλου Βασιλείου– επισημαίνοντας ότι, η Γερόντισσα Μαριάμ δεν απέθανε τώρα. Απέθανε πριν από 57 χρόνια, όταν ενδύθηκε το Μοναχικό και Αγγελικό Σχήμα, απαρνούμενη τα του κόσμου τερπνά αλλά εφήμερα και ψυχοφθόρα. Σήμερα αναστήθηκε για να μεταβεί στην όντως ζωή, διότι δεν υπάρχει τέρμα στον τάφο, υπάρχει ένα νέο ξεκίνημα που οδηγεί στην μακαριότητα και στην κατάργηση του χρόνου. Ο θάνατος καταπατήθηκε, με την Ανάσταση του Κυρίου και έχει, πλέον, πρόσκαιρο χαρακτήρα. <<Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος>> (Α΄ Κορινθ. ΙΕ΄, 26). Όπως ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος, έτσι και ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος. Γι΄ αυτό και τα νεκροταφεία αποκαλούνται κοιμητήρια. Κατά την Δευτέρα Παρουσία <<πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής Αυτού (του Κυρίου)>> (Ιωαν. Ε, 28) και <<οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον>> (Α΄ Θεσσ. Δ΄, 16). 

Τις ημέρες που η Αγία μας Εκκλησία εόρταζε μεγάλους Πατέρες και Μοναχούς, τα διαμάντια της Ορθοδοξίας μας: τον Άγιο Αντώνιο, τους Αγίους Αθανάσιο και Κύριλλο, τον Άγιο Μακάριο, τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, τον Άγιο Ευθύμιο, τις ίδιες εκείνες ημέρες, ευδόκησε ο Θεός να μεταστεί η Οσία μητέρα Μαριάμ στην αγκαλιά του Θεού. 

Η μακαριστή Γερόντισσα είχε νιώσει με τα αισθητήρια της ψυχής της πολλά <<θεοσημεία>> εν ζωή, σημάδια θεϊκά, θαυμαστά και υπερφυσικά. Αρκετά μας είχε αποκαλύψει και διηγηθεί. Προσωπικά είμαι σίγουρος ότι, <<όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου>> (παράβαλε στο Γαλ. Δ΄, 4), ο πανάγαθος και παντοδύναμος Θεός θα δείξει και τα θαυμαστά εκείνα <<σημεία τοις πάσιν>> (Πραξ. Δ΄, 16) που έχουν να κάνουν με τη Γερόντισσα.

Ο τόπος της Ι. Νέας Μονής ανέδειξε και αναδεικνύει μέχρι σήμερα Αγίους. Από τώρα και στο εξής έχουμε άλλη μια πρέσβειρα στον Θεό, να μεσιτεύει για εμάς.

Οσία μητέρα Μαριάμ, σεπτή Γερόντισσά μας, μνημόνευε υπέρ ημών των αμαρτωλών. Μνημόνευε για την Ιερά Νέα Μονή σου, για την Ορθοδοξία μας, τη Χίο, την πατρίδα μας, Ελλάδα. Αμήν.-
----------------------------

«Μέ τά τσαρούχια στόν Παράδεισο» ἡ Γερόντισσα τῆς Νέας Μονῆς Χίου Μαριάμ

Τίς ἐλάχιστες αὐτές ὀφειλετικές σκέψεις τῆς πολλαπλῶς εὐγνωμονούσης... καρδίας, ἐχάραξα γονυκλινῶς ψυχῇ τε καί σώματι, μή δυνάμενος νά μεταβῶ γιά νά συμπροσευχηθῶ στήν μυροβόλο Χίο τήν «προκαθημένη τῆς εὐσεβείας» κατά τόν μακαριστό Ποιμενάρχη της Χρυσόστομον εἰς τόν ὁποῖον καί ἀνήκουν οἱ λέξεις τοῦ τίτλου.

Ὁ ἀλήστου μνήμης Ἀρχιερεύς διαμένων κατά διαστήματα εἰς τήν ἱστορικήν Νέαν Μονήν, ὑπεραγαπῶν αὐτήν, εἶχε διατυπώσει καί ὁμολογήσει τήν πεποίθησή του πρό τεσσαράκοντα περίπου ἐτῶν, λέγων: «Ἡ Γερόντισσα εἶναι ἀπό τώρα μέ τά τσαρούχια στόν Παράδεισο»!

Συχνά ἐκείνη, τότε, τόν ἔβλεπε καί τόν ἄκουγε –ὅπως μοῦ εἶπε ἐπ’ ἐσχάτων ἡ ἰδία, καθήμενον καί μελετοῦντα ὄπισθεν τοῦ Ἁγίου Βήματος τοῦ Καθολικοῦ– νά τήν στηρίζει, ὑψώνων τό χέρι καί λέγοντας –Χρυσόστομος ὤν– τό Χρυσοστομικόν «Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός»!

Ἡ σεπτή Καθηγουμένη Μαριάμ, κατά κόσμον Δέσποινα Μανιοῦ, γεννήθηκε τό 1922 στόν Μεσαγρό τῆς Λέσβου, ἕν ἀπό τά ὄμορφα χωριά τοῦ κόλπου τῆς Γέρας πού μνημονεύει ὁ Ἑλύτης στό Ἄξιον Ἐστί, ἀπό τόν Γεώργιο καί τήν Μαγδαληνήν ἡ ὁποία ἠκολούθησε τήν κόρη της καί κοινοβίασε στήν Νέαν Μονήν.

Ἡ Γερόντισσα Μαριάμ τό 1958, μαζί μέ τίς πρῶτες ἐξαδέλφες τήν μετέπειτα Μοναχήν Ματρώνα Χάλακα καί Βενετία Χάλακα ἀπό τό Παλαιοχώρι Λέσβου, τήν Προκοπία-Καλλιόπη Βερβερέλλη ἀπό τήν Μυτιλήνη καί ἄλλα εὔοσμα ἄνθη τῆς εὐλογημένης ἐρήμου –πού δέν εἶναι κατ’ ἀνάγκην τόπος ἀλλά τρόπος ζωῆς– μεταφυτεύθηκε ἀπό τόν Θεῖον Κηπουρόν ἀπό τόν Μεσαγρόν εἰς τόν... Ἀγρόν τῶν πνευματικῶν ἀγωνισμάτων τῆς κατά Χίον Στρατευομένης Ἐκκλησίας• κατ’ ἀρχήν εἰς τήν Μονήν Ἁγίας Σκέπης, κοντά στό Χαλκειός, ὅπου ἐμόνασε μία ἁδρή πνευματική φυσιογνωμία τοῦ περασμένου αἰῶνος, πού ὄργωσε τό γεώργιον τοῦ Θεοῦ στήν γείτονα Λέσβον, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Κορνήλιος Μαρμαρινός, Γέροντας μεταξύ ἄλλων τῶν μακαριστῶν Πλωμαριτῶν Μητροπολιτῶν Μηθύμνης Ἰακώβου Μαλλιαροῦ καί Χίου Χρυσοστόμου Γιαλούρη.

Ἐκεῖ ὑπετάγη τό πρῶτον ἡ ἀείμνηστη Γερόντισσα καί ὅταν ἀργότερα ὁ δυναμικός Μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης μετέτρεψε τήν Νέαν Μονήν –τήν Μονή Μετανοίας τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ὅπου μάλιστα σώζεται πρακτικό τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τό ὁποῖον ὑπογράφει «Ὁ Γραμματεύς τῆς Μονῆς Νεκτάριος Κεφαλᾶς»– ἀπό ἀνδρώα σέ γυναικεία λόγῳ λειψανδρίας, τήν ἐτοποθέτησεν ἐκεῖ, μαζί μέ τίς συμπατριώτισσές της Μοναχές Ματρώνα καί Προκοπία, οἱ ὁποῖες προανεφέρθησαν κ.ἄ.. Ἡ Μονή Ἁγίας Σκέπης ἔχει σήμερα πλήρως ἀνασυγκροτηθεῖ, χάρη στήν ἀνύστακτη φροντίδα τοῦ Πνευματικοῦ π. Νεκταρίου Ἐπιτροπάκη.

Ἡ Γερόντισσα Μαριάμ εἶχεν ὡς κύρια στοιχεῖα τήν εὐλογημένην ἁπλότητα, τήν ἀφοπλιστικήν ἁπλοϊκότητα –πού ἴσως σέ κάποιους νά ἐφαίνετο ὑπερβολική, πόσον ὅμως πάντοτε δικαιωνόταν– καί πρό πάντων τήν πλήρη ἐμπιστοσύνη της εἰς τό ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐφήρμοζεν ἐμπράκτως τήν δυναμική-δυναμιτιστική φράση «...πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν, Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Φρυκτωρός τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως εἰς τήν περίοπτον ἔπαλξή της, ἔδινε μαρτυρία Χριστοῦ Ἐσταυρωμένου κάθε λεπτό!

Μέ ἀξίωσε ὁ Θεός καί τήν ἐγνώρισα πρό δεκαετιῶν, εὑρισκόμενος εἰς τήν τρυφεράν ἡλικίαν τῶν ἐννέα μόλις ἐτῶν, τότε πού ὅλα ἀποτυπώνονται στό καθαρό μέταλλο τῆς καρδιᾶς. Θυμοῦμαι, παιδάκι καθώς ἤμουν, μπῆκα ἕνα μεσημέρι στό κελλάκι της.

Ἦταν πρόχειρα ξαπλωμένη σ’ ἕνα ντιβανάκι καί στήν ἀγκάλη της εἶχε τόν Ἐσταυρωμένο Κύριο. Πόσο ἐντυπωσιάσθηκα καί διδάχθηκα!.. Τούς πάντας ἐστήριζε μέ τόν βιωματικό λόγο της. Πόσον ὅμως ἐδίδασκε μέ τό ἄφωνο πλήν τόσον εὔγλωττο κήρυγμα τοῦ παραδείγματός της... Ἀρκοῦσε, ὅπως ἀναφέρεται στά συναξάρια τῶν ἁγίων, νά τήν ἀντικρύσεις μόνο, γιά νά διδαχθεῖς!

Τά τελευταῖα ἔτη τῆς ἐπιγείου ζωῆς της –ὅταν τό βάρος τῶν ἐννέα καί πλέον δεκαετιῶν ἦτο δυσβάστακτο στούς ἀποστεωμένους ὤμους της– εἶχε τήν καθημερινήν υἱκή φροντίδα καί ἀγάπη διαφόρων εὐλαβῶν ἀνθρώπων, μέ κεντρικό πρόσωπο τόν Ἀρχιμανδρίτη Διονύσιον Παπανικολάου ἐφημέριο καί Πνευματικό τῆς Νέας Μονῆς.

Ὁ ἐξαίρετος αὐτός κληρικός μέ αὐταπαρνητικήν ἀφοσίωση παιδιοῦ πρός μητέρα, τήν ἀνέψυχε πολυμερῶς τε καί πολυτρόπως –στοιχούμενος τῷ μακαριστῷ Ποιμενάρχῃ του Μητροπολίτῃ Χίου κυρῷ Διονυσίῳ καί τῷ ρέκτῃ νῦν Ἀρχιθύτῃ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας Μητροπολίτῃ Χίου Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κυρίῳ Μάρκῳ– ἕως ὅτου τό Σάββατο 18 Ἰανουαρίου 2014 ἡ σεπτή Γερόντισσα πλήρης ἀγωνιστικῶν ἡμερῶν καί προσευχητικῶν νυκτῶν ἔκλεισε τά μάτια τοῦ ἀσθενικοῦ σώματος εἰς τήν γῆν, ἀνοίγοντας διάπλατα τά μάτια τῆς ρωμαλέας ψυχῆς της εἰς τόν Οὐρανόν κι ἐνατενίζουσα πλέον τόν λατρευτόν Νυμφίο της Χριστόν ὁ Ὁποῖος τήν εἶχεν ἀξιώσει παραδεισίων γλυκασμῶν, ἐνῶ ἐκείνη ἀκόμη εὑρίσκετο ἀνάμεσά μας!..

Τί θαυμαστόν, ἐκοιμήθη τήν ἡμέρα Μνήμης τοῦ Καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου Ἀντωνίου, τόν ὁποῖον ὑπερηγάπα καί συχνά ἐπεσκέπτετο εἰς τό γραφικό ἐκκλησάκι του, κάτω ἀπό τήν Μονήν! Ὁ Μέγας αὐτός Ὅσιος τήν εἰσόδευσε –μετά τοῦ μακαρίου Ἀγγέλου της– ἀσφαλῶς θριαμβευτικῶς εἰς τήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ «ἔνθα ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡ ἀνέκφραστος ἠδονή τῶν καθορώντων τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου τό κάλλος τό ἄρρητον»!

Γερόντισσα, ἁγία Καθηγουμένη Μαριάμ, βάζοντας τρεῖς ἐδαφιαῖες μετάνοιες εἰς τό Ἱερό Σκήνωμά σου, κατασπάζομαι τήν εὐλογημένη δεξιά σου καί ἀποθέτω στά κράσπεδα τοῦ τετιμημένου ράσου σου τίς φτωχικές τοῦτες σκέψεις τῆς... καρδίας, τήν ὁποίαν κατακλύζουν αἰσθήματα βαθυτάτου σεβασμοῦ καί παντοειδοῦς εὐγνωμοσύνης.

Εὔχου θεοπειθῶς ὑπέρ πάντων ἡμῶν• Ἀμήν.

Ἐμμανουήλ Μελινός

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Η Οσία Πελαγία Ιβάνοβνα του Ντιβέέβο(+30 Ιανουαρίου)



site analysis


To όνομά της ήταν Πελαγία Ιβάνοβνα Σερεμπρενίκοβα γεννήθηκε τον Όκτώβριο του 1809 . στο Άρζαμα της Ρωσίας. Οί γονείς της, Ίβάν Ίβάνοβιτς Σουρίν, έμπορος στο επάγγελμα και ή μητέρα της Παρασκευή Ίβάνοβνα Μπεμπέσεβα, απόκτησαν αλλά δυο παιδιά, τον Ανδρέα και τον Ιωάννη. Ό Ίβαν έφυγε γρήγορα από το μάταιο τούτο κόσμο, αφήνοντας την Παρασκευή σε νεαρή σχετικά ηλικία μόνη με τα τρία της παιδιά. Ή τελευ­ταία ξαναπαντρεύτηκε με τον Αλεξέι Νικήτιτς Κορόλεφ, άνθρωπο αυστηρό και ανάλγητο- μια συμπεριφορά πού ακολουθήθηκε και από τα παιδιά της πρώτης του γυναί­κας, κάνοντας τη διαβίωση μέσα στο σπίτι για την Πελαγία και τ' αδέλφια της σωστό μαρτύριο. Μικρή ακόμα ή όσια αρρώστησε βαριά, για να μείνει στο κρεβάτι για μεγάλοχρονικό διάστημα. Όταν επιτέλους σηκώθηκε ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ενώ προηγουμένως ήταν εξαιρετικά έξυπνη με πλήρη διαύγεια πνεύματος, τώρα άρχισε να κάνει διάφορες ανοησίες. "Εβγαινε χειμωνιάτικα στον κήπο, σήκωνε τη φούστα της, στεκόταν στο ένα πόδι και στροβιλιζόταν γύρω-γύρω σαν μπαλαρίνα, βγάζοντας ταυτόχρονα ακατανόητες κραυγές. Τη μάλωναν και την έδερναν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όπως ή ίδια ή μητέρα της αφηγήθηκε χρόνια μετά, είχε υποπτευθεί ότι από τότε ή Πελαγία πήρε την κλίση για τη σαλότητά της, παρόλο πού τότε αυτό ήταν ότι χειρότερο για την ήδη ταλαιπωρημένη οικογένεια. 
Μετά από όλα αυτά ή μητέρα της αποφάσισε να ξαναεπισκεφτεί τον όσιο Σεραφειμ στο Σαρώφ. Εκεί του ανάφερε τα γεγονότα από την τελευταία τους επίσκεψη μέχρι τη μέρα εκείνη και ζήτησε τη συμβουλή του. Ό γέροντας άφοϋ άκουσε προσεχτικά όσα ή πονεμένη μάνα του είπε, τη συμβούλεψε να μην δένουν την Πελαγία, αλλά να την αφήσουν ελεύθερη ν' ακολουθήσει το θεάρεστο δρόμο της. Από τη μέρα εκείνη δεν την εμπόδιζαν να κάνει ό,τι αύτη ήθελε. "Ολες σχεδόν τις νύχτες τις περνούσε στο προαύλιο του ναού, οπού στο ύπαιθρο προσευχόταν όλονυκτίς με κατανυκτικότατα δάκρυα. Τις μέρες ντυμένη με κουρέλια γυρνούσε στους δρόμους οπού ουρλιάζοντας καλούσε τους πάντες στην αγάπη του Θεού.
 Πέρασαν έτσι τέσσερα χρόνια.Το 1837, όταν κοιμήθηκε ό όσιος Σεραφείμ, τη συνάντησε στο δρόμο ή γερόντισσα Ίουλιανή Γρηγορίεβα, μοναχή στο μοναστήρι του Ντιβέγεβο, πού διακρινόταν για το προορατικό της χάρισμα και ζήτησε από τη μητέρα της Πελαγίας να της δώσει άδεια να την πάρει μαζί της. Ετσι και έγινε. Πριν φύγουν από το σπίτι ή Πελαγία έκανε εδαφιαία μετάνοια στους συγγενείς της και τους είπε: «Συγχωρέστε με, για την αγάπη του Χρίστου. Δεν θα ξαναγυρίσω κοντά σας ώσπου να πεθάνω».
Στο Ντιβέεβο συνέχισε την αλλόκοτη συμπεριφορά της.Άλλες αδελφές τη σεβόνταν και την εκτιμούσαν,άλλες τη φοβούνταν,άλλες την κορόιδευαν,μερικές μάλιστα την χτυπούσαν

Απ'όταν ακόμα ήταν στη ζωή έκανε πολλά θαύματα.Έτσι θεράπευσε τον καλλιτέχνη Μ.Π.Πετρώφ του οποίου το χέρι είχε παραλύσει.Εσβησε από μακριά μια φωτιά,ενώ πολλοί την έβλεπαν στον ύπνο τους και κατόπιν τους θεράπευε.Τέσσερα χρόνια πριν από την κοίμησή της προφήτεψε ότι ο ιακωβινισμός και η τρομοκρατία θα εξαπλωθούν στη Ρωσία και ότι θα σκοτώσουν τον τσάρο Αλέξανδρο τον Β για τον οποίον έκλαιγε και προσευχόνταν ασταμάτητα.Μετά από 20 χρόνια σκληρής ζωής εμφανίστηκε στον ύπνο της ο Άγ.Σεραφείμ του Σαρώφ και την προέτρεψε να αποτραβηχθεί στο κελί της,αποφεύγοντας τους ανθρώπους.Εκεί ζούσε κλαίγοντας και προσευχόμενη.Τρεφόνταν κυρίως με μαύρο ψωμί από το οποίο εφτιαχνε μικρές μπαλίτσες τις οποίες χρησιμοποιούσε ως κομποσχοίνι λέγοντας την ευχή του Ιησού.
Νιώθοντας το θάνατο της λίγες μέρες πριν κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, έβαλε μετάνοια σ' όλες τις αδελφές της μονής. Αυτό έγινε το Σαββάτο 28 Ιανουαρίου 1884. Στις 1.45 το πρωί της Δευτέρας 30 Ιανουαρίου, ή Πελαγία Ίβάνοβνα, άφησε την τελευταία της πνοή και ή πολυταλαιπωρημένη της ψυχή πέταξε στον ουρανό, στα χέρια του Νυμφίου της Χρίστου. Την έντυσαν με τα ρούχα πού ή ιδία αρεσκόταν να φορά. Μιαν άσπρη μπλούζα, ένα σαραφάν, ένα μάλλινο σάλι και το κεφάλι της το τύλιξαν μ' ένα άσπρο μεταξωτό μαντήλι. Την έβαλαν σ' ένα φέρετρο κυπαρισσένιο και έμεινε έτσι στο κελί της για εννιά μέρες, διάστημα κατά το όποιο έκαναν τριάντα έως σαράντα τρισάγια ημερησίως και έψαλλαν συνεχώς από το ψαλτήρι.
Την έθαψαν πίσω από το ιερό του ναού της Αγ.Τριάδος όπως είχε η ίδια προφητέψει επτά χρόνια πριν.Η μνήμη της τιμάται στις 30 Ιανουαρίου


ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Η Αγία Μάρτυς Νεονίλλα η εκ Παμφυλίας



site analysis



Η Αγία Νεονίλλα καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Παμφυλίας. Ο ακριβής τόπος της γεννήσεώς της δεν αναγράφεται στο Συναξάριό της. Πολύ νέα παντρεύτηκε αλλά λίγα χρόνια μετά τον γάμο της, στην ηλικία των είκοσι τεσσάρων ετών, έμεινε χήρα. Οι πειρασμοί πολλοί για την ηλικία της. Με τη θερμή όμως πίστη και την αγάπη της στον Χριστό αντιμετώπιζε σθεναρά κάθε δοκιμασία. Η σεμνότητα, η ευγένεια, η αριστοκρατική συμπεριφορά της αλλά και η όχι ευκαταφρόνητη περιουσία της προσείλκυσε το ενδιαφέρον κάποιων. Η στάση της όμως τους απογοήτευσε. Από την όλη συμπεριφορά της αντιλήφθηκαν ότι είναι χριστιανή. Έτσι, όταν άρχισε ο νέος διωγμός των χριστιανών επί Διοκλητιανού, η Νεονίλλα καταγγέλθηκε στις αρχές.
Τη συνέλαβαν και την οδήγησαν στο δικαστήριο. Η ομολογία της ότι πιστεύει στον Χριστό ως τον μόνον αληθινό Θεό και δεν δέχεται να προσφέρει θυσία σε ψεύτικους και ανύπαρκτους θεούς, τους οποίους εκπροσωπούν τα είδωλα, εξόργισε τον δικαστή. Όταν το ψυχολογικό μαρτύριο με τις κολακείες και τις υποσχέσεις, για να πεισθεί να δείξει έστω κάποιον σεβασμό στον αυτοκράτορα και τους θεούς, στους οποίους κι εκείνος πιστεύει, δεν έφερε αποτέλεσμα, ο δικαστής παρέδωσε τη γενναία αθλήτρια του Χριστού στους δήμιους. Είναι απερίγραπτα και ανατριχιαστικά τα βασανιστήρια που είχαν εφεύρει οι ειδωλολάτρες διώκτες των χριστιανών.
Σε κάποια από αυτά υπέβαλαν και τη Μάρτυρα Νεονίλλα. Είναι καταπληκτικό το θάρρος με το οποίο αντιμετώπιζε το κάθε νέο μαρτύριο, που ήταν σκληρότερο από το προηγούμενο. Μετά τα ραπίσματα, που δέχτηκε στο πρόσωπο, την ρίχνουν στο έδαφος. Της δένουν τα άκρα με σχοινιά και τεντώνουν το σώμα της. Σχίζουν το δέρμα της σε λουρίδες και τη γδέρνουν. Ποιός αντέχει σε τέτοιο θέαμα; Η Μάρτυς με προσηλωμένα τα μάτια και την ψυχή της στον Ουρανό αντλεί από τον Αγωνοθέτη Χριστό τη δύναμη να αντέξει το φοβερό μαρτύριο. Οι δήμιοι, για να κάνουν φρικτότερους τους πόνους, κόβουν τα πέλματα των ποδιών της και την κρεμούν από τα μαλλιά της σε ξύλο. Αφού συνέχισαν με άλλα μαρτύρια άναψαν μεγάλη φωτιά και την έρριξαν μέσα να την κάψουν. Στο τέλος την έδεσαν μέσα σε τσουβάλι και την καταπόντισαν στη θάλασσα. Έτσι η Αγία Νεονίλλα έλαβε το φωτοστέφανο του Μαρτυρίου και προστέθηκε στη χορεία των εκατομμυρίων νικηφόρων αθλητών της πίστεως[1].
Η μνήμη της τιμάται την 27η Ιανουαρίου.
AgiaNeonili1
Απολυτίκιον
Ήχος δ΄. Κατεπλάγη Ιωσήφ.
Η αμνάς σου Ιησού, κράζει μεγάλη τη φωνή· Σε Νυμφίε μου ποθώ, και σε ζητούσα αθλώ, και συσταυρούμαι και συνθάπτομαι τω βαπτισμώ σου· και πάσχω διά σε, ως βασιλεύσω συν σοι, και θνήσκω υπέρ σου, ίνα και ζήσω εν σοι· αλλ’ ως θυσίαν άμωμον προσδέχου, την μετά πόθου τυθεισάν σοι. Αυτής πρεσβείαις, ως ελεήμων, σώσον τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον
Ήχος δ΄. Επεφάνης σήμερον.
Των λαμπρών αγώνων σου ω Νεονίλλα, η αγία σήμερον, μνήμη επέστη τας ψυχάς, των ευσεβών κατευφραίνουσα, Αθληφόρε, μαρτύρων αγλάισμα.
Μεγαλυνάριον
Την Νεονίλλαν προς τον Χριστόν, πρεσβείαν ποιήσαι, ικετεύομεν εκτενώς, μηχανάς αθέων, εν τάχει διαλύσαι, φωτίσαι δε τα έθνη, σοφία Χάριτος.

1. SYNAXARIUM CONSTANTINOPOLITANUM σελ. 428.
Πηγή: Επισκόπου Σωτηρίου Τράμπα· Μητροπολίτου Πισιδίας, Αθλητές στεφανηφόροι· Πισιδίας Παμφυλίας Λυκίας της Μικρασίας, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2010.

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Οἱ μητέρες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν



site analysis



Αρχιμ. Μελέτιος Βαδραχάνης

Όποιος μελετά τη ζωή και το έργο των Τριών Ιεραρχών διαπιστώνει ότι οι μεγάλοι παιδαγωγοί εις την εν Χριστώ ζωή και στη σμίλευση κατά Θεό της προσωπικότητάς τους υπήρξαν κυρίως οι άγιες μητέρες τους. Αυτές υπήρξαν σαρκικές μητέρες αλλά και πνευματικές. Αυτές τους κυοφόρησαν, τους γέννησαν, τους ανέθρεψαν, τους στήριξαν με τις προσευχές τους, τις συμβουλές τους, το παράδειγμά τους. Στο βίο των Τριών Ιεραρχών δεν βρίσκουμε γέροντες και πνευματικούς οδηγούς. Αν εξαιρέσουμε τον άγιο Χρυσόστομο, ο οποίος αφού χειροτονήθηκε αναγνώστης σε ηλικία 21 ετών, έφυγε στην έρημο όπου και μόνασε κοντά σε γέροντα 4 έτη, δεν έχουμε άλλο στοιχείο καθοδηγήσεως τους.



Ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος μόνασαν μόνοι τους στα κτήματά τους, ή συντροφιά μαζί στο κτήμα του Βασιλείου στον Πόντο, παρά τον Ίριν ποταμό, και ανεδείχθησαν δια της ιδιωτικής ασκήσεως τους, όπως και ο Χρυσόστομος, ο οποίος μόνασε και 2 έτη μόνος του σε σπήλαιο, της θεολογικής κατά μόνας μελέτης τους, και οπωσδήποτε βάσει των γνωριμιών αγίων ανδρών που συνάντησαν, κυρίως ο Βασίλειος, στα ταξίδια και τις περιηγήσεις τους.

Οι κατά σάρκα πατέρες τους, του μεν Βασιλείου απέθανε όταν ήταν σε ηλικία 15 ετών, αφήνοντάς τον έτσι αβοήθητο στην δύσκολη περίοδο της εφηβείας, του δε Γρηγορίου ήταν στην αρχή αιρετικός (Υψιστάριος· θρήσκευμα που αποτελείτο από ιουδαϊκά και εθνικά στοιχεία και η λατρεία του υψίστου Θεού συνδυαζόταν με τη λατρεία του πυρός) και αργότερα χώλαινε στην διάκριση των θεολογικών εννοιών μ’ αποτέλεσμα να υπογράψει και φιλοαρειανικό σύμβολο πίστεως ως επίσκοπος. Γι’ αυτό βοηθήθηκε από τον υιό του στη διαποίμανση χωρίς αυτός να τον βοηθήσει ουσιαστικά. Και ο πατέρας του Χρυσοστόμου πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του. Συνεπώς οι πατέρες των Τριών Ιεραρχών δεν μπόρεσαν ν’ ασκήσουν ουσιαστική αγωγή στα παιδιά τους.

Οι μητέρες τους λοιπόν ήταν αυτές που διαμόρφωσαν μετά το Θεό τις προσωπικότητές τους και τον χαρακτήρα τους. Ας δούμε ξεχωριστά την επίδραση που είχε κάθε μητέρα στον υιό της.

Α΄. Μ. Βασίλειος.

Από τη μητέρα του Εμμέλεια ομολογεί ότι γνώρισε το Θεό. Η μητέρα του γέννησε δέκα παιδιά, από τα οποία το ένα δεν επέζησε. Τέσσερα αγόρια και πέντε κορίτσια. Όλα τ’ αγόρια και μία κόρη, η Μακρίνα, αφιερώθηκαν. Τρεις επίσκοποι (Βασίλειος, Γρηγόριος, Πέτρος) και δύο μοναχοί (Ναυκράτιος και Μακρίνα).

Η Εμμέλεια είχε κάνει το σπίτι Εκκλησία ενώ οι περισσότερες μητέρες και γο-νείς το κάνουν θέατρο. Τους δίδαξε Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Τα έμαθε να προσεύχονται. Τα στήριξε στην κατά Θεό αφιέρωση. Πρώτη αυτή, μετά το θάνατο του συζύγου της, μαζί με τη κόρη της Μακρίνα συνέπηξε μονή στα κτήματα της οικογενείας στον Πόντο. Κοντά τους πήγε και ο Ναυκράτιος, ο οποίος μόνασε σε ανάλογη ανδρική. Αργότερα μετά το τέλος των σπουδών του ακολούθησε και ο Βασίλειος.

Η Εμμέλεια είχε σύντροφο πιστό και μόνιμο σ’ όλη τη ζωή της τον πόνο. Πέθανε ο πατέρας της σαν μάρτυρας στους διωγμούς, πέθανε ο άνδρας της νέος, ο γιος της Ναυκράτιος σκοτώθηκε, 27 ετών, σε κυνήγι, και ο Βασίλειος ήταν μόνιμα άρρωστος και καταβεβλημένος. Κι όμως παρέμεινε στητή και ολόρθη. Ασκούσε την ελεημοσύνη σε μεγάλο βαθμό και στήριζε τα παιδιά της.

Η γιαγιά του Μ. Βασιλείου Μακρίνα και η μεγάλη του αδελφή που πήρε το ίδιο όνομα με τη γιαγιά τους ήταν άλλες δύο γυναίκες που στήριξαν και καθοδήγησαν τον Βασίλειο.

Β΄. Γρηγόριος ο Θεολόγος.

Η μητέρα του Νόννα ήταν δάσκαλος της ευσεβείας όλης της οικογενείας τους. Πέτυχε τον άνδρα της από αιρετικό να τον κάνει ορθόδοξο και μάλιστα να τον καλλιεργήσει τόσο, ώστε αργότερα να γίνει ιερέας και επίσκοπος Ναζιανζού. Επίσης, αν και υπήρξε άτεκνη για πολλά χρόνια και έφθασε σε προχωρημένη ηλικία χωρίς παιδιά, πέτυχε με τις προσευχές και τα δάκρυά της να καταργήσει την ατεκνία της και απέκτησε 3 παιδιά· την Γοργονία, τον Γρηγόριο και τον Καισάριο. Έχασε όμως τον Καισάριο σε ηλικία 38 ετών το 368, και την Γοργονία σε ηλικία 42 ετών το 369. Ο μόνος που επέζησε και τους έκλεισε τα μάτια, αυτήν και τον άνδρα της, ήταν ο Γρηγόριος τον οποίον αφιέρωσαν στον Θεό εξ αρχής, σαν το πρώτο αγόρι τους. Έτσι αυτή ήταν όσο ζούσε το στήριγμά του.

Γ΄. Χρυσόστομος.

Η μητέρα του Ανθούσα μένει χήρα στη ζωή της πολύ νωρίς, ενώ ήταν 20 ετών. Δεν ξαναπαντρεύτηκε και δεν χάρηκε τίποτα, αφού η έγγαμος ζωή της ήταν τόσο σύντομος. Ουσιαστικά έζησε σαν παρθένος έχοντας όμως τα βάρη του γάμου· μία κόρη, που μόνο μία φορά την αναφέρει ο Παλλάδιος και της οποίας αγνοούμε και το όνομά της, και τον Ιωάννη, στον οποίο έκτοτε αφιερώθηκε. Του δίδαξε την αγία Γραφή· τον στήριξε με την προσευχή και τη συμπαράστασή της· καλλιέργησε την ψυχή. Έμεινε μαζί του 23 ολόκληρα χρόνια, ως τον θάνατό της. Ο Χρυσόστομος ομολογεί στα έργα του ότι η μητέρα του τον έσωσε από τα πάθη του, τον διεφύλαξε από το αισχρό και ειδωλολατρικό περιβάλλον της Αντιοχείας, και τον στήριξε στην κατά Θεό ζωή.

* * *

Σήμερα γίνεται πολύς λόγος, μέσα στα πλαίσια της πλήρους εξισώσεως ανδρών και γυναικών, να δοθεί από την Εκκλησία η ιερωσύνη και στις γυναίκες. Και ήδη στα παρακλάδια του προτεσταντισμού γίνεται αυτό. Η καθ’ ημάς όμως Ορθόδοξη Ανατολή έχει ως ιερωσύνη της γυναίκας την μητρότητα και την αγωγή των παιδιών. Η μητέρα τα φέρνει στον υλικό κόσμο μετά από εννεάμηνη κύηση και η μητέρα καλείται με πνευματικές ωδίνες και πνευματικό τοκετό να τα φέρει και στον πνευματικό κόσμο του ορθοδόξου δόγματος και της ηθικής. Στην μητέρα κυρίως οφείλουμε το ζην, το ευ ζην, και το αιωνίως και κατά Θεό ζην. Η μητέρα είναι ο πρώτος και αναντικατάστατος γέροντάς μας και παιδαγωγός εν Χριστώ. Δεν γίνεται ιερεύς η ίδια, γεννά όμως τους ιερείς και τους στηρίζει. Ο πλούτος της καρποφορίας των μεγάλων αυτών ανδρών και εν γένει όλων των αγίων υπήρξε καρπός, μετά τη χάρη του Θεού βέβαια, της ταπεινώσεως, της αγάπης, της θυσίας, και της ευσεβείας των μητέρων τους.

Το έργο της μητρότητας και της κατά Χριστόν ανατροφής και αγωγής είναι τόσο μεγάλο όσο και το έργο της ιερωσύνης.

Πηγή: Η Άλλη Όψις

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΞΕΝΙΑΣ ΑΓ.ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΗΣ-ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΣΜΟΛΕΝΣΚΙ



site analysis


Αυτόν τον πρώτο Μακαρισμό της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου μας “Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών” μπορούμε να τον αποδώσουμε πλήρως στην ευλογημένη δούλη του Θεού Ξένη, την δια Χριστόν σαλή. Ανήκε σ’ αυτούς που είναι “πτωχοί τω πνεύματι” και τα σαράντα πέντε χρόνια της ασκητικής της ζωής δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια απόκτηση του Αγίου Πνεύματος και μία καθίδρυση της Βασιλείας των ουρανών στην καρδιά της.

“Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”. Εδώ αναπαύεται το σώμα της δούλης του Θεού, Ξένης Γκριγκόριεβνα, συζύγου του αυτοκρατορικού πρωτοψάλτου, συνταγματάρχου Ανδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σε ηλικία 26 ετών, μία προσκυνήτρια για 45 χρόνια, έζησε 71 χρόνια. Ήταν γνωστή με το όνομα Ανδρέα Φεοντόροβιτς”.


Αυτά γράφονται στο λακωνικό επιτύμβιο πάνω στον τάφο της μακαρίας Ξένης, γραμμένα από ένα άγνωστο πρόσωπο. Καμμιά λαϊκή διήγηση, καμμιά ανάμνηση ανθρώπων, ούτε γραπτές πηγές δεν μας προμηθεύουν πληροφορίες σχετικά με τους γονείς της, την ανατροφή της, την παιδεία της ή άλλη κοινωνική δραστηριότητα. Όμως μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Ξένη Γκριγκόριεβνα δεν ήταν από χαμηλή οικογένεια. Ο σύζυγός της Ανδρέας Φεοντόροβιτς είχε τον βαθμό του συνταγματάρχου και ήταν πρωτοψάλτης στην βασιλική αυλή. Η θέση αυτή ήταν μια πολύ υψηλή κοινωνική θέση και έδινε δόξα και υλική απολαβή.

πηγή-www.miriamturism.ro
Ήταν νέοι. Είχαν αγάπη μεταξύ τους. Υπηρέτησαν και οι δύο στην βασιλική αυλή, έκαναν το γάμο τους, καλούσαν φιλοξενουμένους στο σπίτι τους και αυτοί οι ίδιοι πήγαιναν ως φιλοξενούμενοι σε άλλα σπίτια. Αυτά οι άνθρωποι τα ονομάζουν “καλή τύχη” και φαινόταν ότι τίποτε στο ανδρόγυνο αυτό, τον Ανδρέα και την Ξένη, δεν θα έδινε τέλος σ’ αυτή τους τη χαρά. Αλλά ξαφνικά ένα φοβερό χτύπημα, σαν κεραυνός εν αιθρία, ο αναπάντεχος θάνατος του αγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε την Ξένη Γκριγκόριεβνα. Τόσο πολύ καταβλήθηκε αυτή από θλίψη για τον θάνατο του συζύγου της, ώστε στους πολλούς φαινόταν ότι έχασε τα λογικά της. Έτσι νόμισαν οι συγγενείς της, οι φίλοι της και οι γνωστοί της.


Πραγματικά η συμπεριφορά της Ξένης μετά το θάνατο του συζύγου της ήταν πολύ περίεργη. Κατά πρώτον άρχισε να βεβαιώνη όλους όσους την περιτριγύριζαν ότι ο σύζυγός της δεν πέθανε, αλλά ότι πέθανε αυτή. Φόρεσε τα ρούχα του νεκρού συζύγου της και άρχισε να ονομάζη τον εαυτό της Ανδρέα Φεοντόροβιτς.

 Οι συγγενείς της την θεώρησαν περισσότερο για παράφρονα , όταν αυτή άρχισε να μοιράζη την περιουσία της στους φτωχούς και όταν έδωσε το σπίτι της στην Παρασκεύα Ατόνοβα. Οι ενδιαφερόμενοι για την περιουσία της συγγενείς της στράφηκαν στις αρχές και ζήτησαν από αυτές να λάβουν μέτρα εναντίον μιας τέτοιας διάθεσης της κληρονομιάς της από αυτήν. Μετά από αυτήν την αναφορά των συγγενών οι αρχές την κάλεσαν και αφού συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ότι ήταν πολύ καλά στα λογικά της και είχε επομένως κάθε δικαίωμα να κάνη ό,τι ήθελε την περιουσία της.
Τί συνέβηκε πράγματι με την Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ασφαλώς συνέβηκε μέσα της μια πλήρης πνευματική αντιστροφή, πού, κατά τα ίδια της τα λόγια, η Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα είχε πεθάνει!…Βάζοντας τα ρούχα του συζύγου της και παίρνοντας το όνομά του ήταν , κατά τη γνώμη της, σαν να παρατεινόταν η δική του ζωή στο πρόσωπό της για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του με τη δική της αφιερωμένη στο Θεό ζωή. Τώρα αυτή παρουσίαζε τον εαυτό της στον κόσμο με την πιο δύσκολη υπηρεσία του Θεού ως “κατά Χριστόν τρελλή”.



Ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης λέγει: “Υπάρχει μια αληθινή, πραγματική ζωή και μια φαινομενική, ψεύτικη ζωή. Το να ζης για να τρως, να πίνης, να ντύνεσαι, για να απολαμβάνης και να γίνεσαι πλούσιος, το να ζης γενικά για εγκόσμιες χαρές και φροντίδες, αυτό είναι μια φαντασία. Το να ζης όμως για να ευχαριστής τον Θεό και τους άλλους, για να προσεύχεσαι και να εργάζεσαι με κάθε τρόπο για την σωτηρία των ψυχών τους, αυτή είναι πραγματική ζωή. Ο πρώτος τρόπος ζωής είναι ακατάπαυστος πνευματικός θάνατος. Ο δεύτερος είναι ακατάπαυστη ζωή του πνεύματος.”(Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, Περί της εγκοσμίου ζωής) .


Από αυτό βλέπουμε ότι το “χτύπημα” που “χτύπησε” την δούλη του Θεού Ξένη ήταν μια ώθηση από την μη πραγματική ζωή στην ζωή του Πνεύματος.
Η μακαρία Ξένη, που ήταν πλούσια πρώτα έζησε τώρα μια φτωχική, πολύ φτωχική ζωή. Δεν είχε πραγματικά που να κλίνη την κεφαλή της. Για σκέπη της είχε τον μελαγχολικό βροχερό ουρανό της αγίας Πετρούπολης, ενώ για κρεβάτι της είχε το υγρό γυμνό έδαφος. Περνούσε τις νύχτες της προσευχόμενη γονατισμένη στο γυμνό έδαφος των χωραφιών. Αυτό το μαρτυρούσαν η αστυνομία και οι κάτοικοι, που την ανακάλυψαν, γιατί είχαν την περιέργεια να μάθουν που εξαφανιζόταν τις νύχτες. Κάποτε κάποιος αστυνομικός την παρακολούθησε και την είδε να κλίνη τα γόνατά της σ’ ένα ανοιχτό χωράφι και να προσεύχεται. Άρχισε να προσεύχεται από το βράδυ και δεν σηκώθηκε μέχρι το πρωΐ. Κατά τη διάρκεια των προσευχών της έκανε μετάνοιες σε όλες τις διευθύνσεις προσευχόμενη για όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς.
Κατά την ημέρα συνήθως γύριζε γύρω στους δρόμους της αγίας Πετρούπολης. Τα κουρελιασμένα ρούχα της δύσκολα την σκέπαζαν- μια κόκκινη φούστα και μια πράσινη ζακέτα. Στα πόδια της είχε χαλασμένα παπούτσια και γύρω από το κεφάλι της είχε δεμένο ένα παλιό μαντήλι. Ακόμα και κατά τον βαρύ χειμώνα δεν φορούσε ζεστά ρούχα και παπούτσια, αν και η καλωσύνη του λαού της πρόσφερε πολλά απ’ αυτά. Σε όλες τις περιόδους του έτους την έβλεπαν ντυμένη στα ίδια κουρέλια. Το κρύο στην αγία Πετρούπολη ήταν δυνατό και διαπερνούσε τα κόκκαλα. Αλλά η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που χύνεται με αφθονία στους αγίους του Θεού, τους έκανε να νικούν τους νόμους της φύσεως. Αυτή η Χάρη του Αγίου Πνεύματος έδινε ζεστασιά και δύναμη στη μακαρία Ξένη.Όλοι αγαπούσαν αυτήν την ήσυχη, την ήρεμη, την ταπεινή και την ευγενική δούλη του Θεού Ξένη. Πολλοί την λυπούνταν και της έδιναν ελεημοσύνη, αλλά αυτή δεν την έπαιρνε. Εάν δεχόταν κανένα μικρό κέρμα, αμέσως το έδινε σε κάποιον φτωχό ζητιάνο.
Όταν κτιζόταν μια Εκκλησία στο νεκροταφείο Σμόλενσκ, τη νύχτα η μακαρία Ξένη έσερνε λίθους με τα αδύνατα χέρια της ως την κορυφή των τοίχων του οικοδομήματος. Με αυτό που έκανε έγραφε το όνομά της για πάντα στο βιβλίο των μνημοσύνων με την δέηση “υπέρ των μακαρίων και αειμνήστων κτητόρων του αγίου οίκου τούτου”. Οι κτίστες παραξενεύονταν βλέποντας τους λίθους στην κορυφή. “Από που βρίσκονται αυτοί οι σωροί των λίθων κάθε πρωΐ;” έλεγαν. Αλλά κατάλαβαν έπειτα ότι βοηθός τους ήταν η μακαρία Ξένη.


Αυτά που γράψαμε μέχρι τώρα γι’ αυτούς τους κόπους και τους αγώνες της μακαρίας Ξένης τα γνωρίζουμε από το συναξάριο του λαού. Πόσα όμως άλλα άγνωστα για μας θα υπάρχουν γι’ αυτή τη θαυμαστή οσία, που είναι όμως γνωστά μόνο στο Θεό;


Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είπε: “Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι” (Μάρκ.8,34). Με ταπείνωση, με υπομονή και χαρά η μακαρία Ξένη σήκωσε με προθυμία και αυταπάρνηση τον σταυρό της πνευματικής πενίας και αντί να σκέπτεται το δικό της συμφέρον έκλεισε στην καρδιά της όλους τους “γείτονές” της με τις δυστυχίες τους, τις ανάγκες τους, τις φροντίδες και τις λύπες τους. “Γείτονές” της, εικονικώς ομιλούντες, ήταν όλοι οι κάτοικοι της αγίας Πετρούπολης.
Комаров Николай. Ксения Петербургская
Η μακαρία Ξένη, όταν περπατούσε στον δρόμο, από όλες τις μεριές, από όλα τα αμάξια που περνούσαν άκουγε να φωνάζουν: “Ανδρέα Φεοντόροβιτς, σταμάτα. Θέλω να σε πάρω στο αμάξι μου έστω και για λίγα βήματα”. Και όταν έμπαινε σε κάποιο αυτοκίνητο, το εισόδημα του αυτοκινήτου αυτού την ημέρα εκείνη ήταν πολύ μεγάλο. Η μακαρία Ξένη προτιμούσε να κάθεται σε αυτοκίνητα ανθρώπων που είχαν ανάγκη βοηθείας. Εάν μιλούσε με κανέναν που ήταν στενοχωρημένος, αμέσως αυτός καταπραϋνόταν και του ερχόταν μια θαυματουργική βοήθεια. Όταν θώπευε ένα άρρωστο παιδάκι, αμέσως αυτό γινόταν καλά. Οι έμποροι την παρακαλούσαν να πάρη κάτι ως δώρο ή τουλάχιστον να μπη στο κατάστημά τους. Ήξεραν ότι εκείνη τη μέρα οι δουλειές τους θα πήγαιναν πολύ καλά και τα κέρδη τους θα ήταν πολλά.


Η μακαρία Ξένη έλαβε από τον Θεό και το προορατικό χάρισμα. Κάποτε, το έτος 1764, ταράχτηκε πολύ και ξέσπαγε κάθε μέρα σε δάκρυα. Οι άνθρωποι την ρωτούσαν την αιτία που κλαίει και αυτή απαντούσε: “Αίμα, αίμα, αυλάκι από αίμα!”. Τότε όλοι ήταν ανήσυχοι για το τί άραγε θα συνέβαινε. Αλλά τρεις εβδομάδες αργότερα οι πολίτες της αγίας Πετρούπολης έμαθαν τί εσήμαιναν τα λόγια της. Από την ρωσική ιστορία γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια του αξιωματικού Μίροβιτς να ελευθερώση τον αιχμάλωτο βασιλέα Ιβάν Αντώνοβιτς, που ήταν φυλακισμένος στο φρούριο Schlusselburg, απέτυχε και ο Ιβάν Αντώνοβιτς φονεύθηκε.
 
Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΞΕΝΙΑΣ

Στις 24 Δεκεμβρίου 1761, την παραμονή της Γεννήσεως του Χριστού, η μακαρία Ξένη περιερχόταν τους δρόμους της πρωτεύουσας και έλεγε στον καθένα να κάνη τηγανίτες. Την επομένη μέρα ακούστηκε το φοβερό νέο: η αυτοκράτειρα Ελισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οι τηγανίτες θα ήταν για την αγρυπνία, που η προικισμένη με το προορατικό χάρισμα οσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις που εκδηλωνόταν το προορατικό χάρισμά της και περιπτώσεις βοηθειών που πρόσφερε στον λαό με το χάρισμά της αυτό, έχουμε πολλές.


Ο αγώνας των δια Χριστόν σαλών ήταν δύσκολος. Οι άγιοι μοναστικοί πατέρες και ασκητές έφυγαν από τους πειρασμούς αυτού του κόσμου στην έρημο και στα δάση και έλαβαν την αμοιβή των κόπων τους στους ουρανούς και το φωτοστέφανο της αγιότητάς τους στη γή. Όμως οι μακάριοι δια Χριστόν σαλοί δεν άφησαν τον κόσμο και με την εμφάνιση της σαλότητας έκρυβαν τους πνευματικούς αγώνες, μη θέλοντες να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως δίκαιους ανθρώπους, αλλά ως τρελλούς.
Η δούλη του Θεού Ξένη είδε καθαρά την δυσκολία αυτού του αγώνα των κατά Χριστόν σαλών και για να προετοιμάση πνευματικώς την ψυχή της, εξαφανίστηκε από την αγία Πετρούπολη για οκτώ χρόνια. Πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτό ήταν το πρώτο στάδιο της επί σαράντα πέντε χρόνια αφιερώσεώς της. Ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Ανδρέας είχε αξιόπιστη πληροφορία ότι η μακαρία Ξένη για την πνευματική της τελείωση εδαπάνησε αυτά τα χρόνια μεταξύ των Στάρετς προετοιμάζοντας τον εαυτό της για τον δύσκολο αγώνα των δια Χριστόν σαλών και ήταν κάτω από την πνευματική τους καθοδήγηση.


Πού ήταν οι Στάρετς; Ίσως ήταν στο Hermitage ή σ’ ένα από τα μοναστήρια που αυτόν τον καιρό είχαν Στάρετς, μαθητές του Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ύστερα από οχτώ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στην πατρίδα της, την αγία Πετρούπολη, και δεν την ξανάφησε στα άλλα τριάντα επτά χρόνια της ζωής της σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ήρθε τέλος η στιγμή που έληξαν οι αγώνες της. Η μακαρία Ξένη εγκατέλειψε τον πρόσκαιρο κόσμο και εισήλθε στον αιώνιο. Υποθέτουν ότι αναπαύθηκε μεταξύ των ετών 1806 και 1814. Δεν υπάρχει ακριβής πληροφορία σχετικά με αυτόν τον χρόνο και είναι αδύνατο να καθορίσουμε ακριβώς την χρονολογία του θανάτου της. Γνωρίζοντας την αγάπη και τον σεβασμό με τον οποίο την περιέβαλε ο κόσμος μπορούμε να υποθέσουμε με βεβαιότητα ότι η κηδεία της είχε μεγάλη επισημότητα και ότι πολύς κόσμος θα συγκεντρώθηκε, για να της δώση τον τελευταίο χαιρετισμό.
Αμέσως μετά την κηδεία της οι θαυμαστές άρχισαν να παίρνουν χούφτες χώμα από τον τάφο της. Ο αριθμός των προσκυνητών αύξανε κάθε μέρα. Ο σωρός του χώματος στον τάφο της συνέχεια ελαττωνόταν. Τελικά τοποθετήθηκε στον τάφο της μια πέτρινη πλάκα, αλλά και αυτήν την έσπαζαν κομμάτια και την αφαιρούσαν. Τελικά τοποθετήθηκε πάνω στον τάφο της μια πλάκα από γρανίτη με την επιγραφή που είπαμε στην αρχή και έπειτα χτίστηκε στον τάφο της ένα εκκλησάκι με τις προσφορές των πιστών. Πολλοί πιστοί άρχισαν να γράφουν στους τοίχους του ναϋδρίου διάφορα αιτήματα, ώστε αναγκάστηκαν να τον χρωματίσουν. Οι ιερείς έκαναν παννυχίδες στο ναό από νωρίς το βράδυ μέχρι αργά το πρωΐ.

Τα χέρια των αθεϊστών δεν σεβάστηκαν τον τόπο της αναπαύσεως της αγίας. Γι’ αυτό τα παράθυρα ήταν κλειστά με σανίδες και η είσοδος ήταν κλειστή, αλλά ο δρόμος προς το νεκροταφείο Σμόλενσκ ήταν πάντοτε ανοιχτός. Νέοι και γέροι πήγαιναν στο παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τα αιτήματά τους για βοήθεια και έσκυβαν στο έδαφος κοντά στον τάφο.



Και η μακαρία Ξένια τους βοηθούσε όλους.

(Αναδημοσίευση από το περιοδικό “Ορθόδοξη Ζωή”, Μάρτιος 1981)
www.gonia.gr