Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Ιερό λείψανο της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας στην Ιερά Μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους



site analysis

 


Ιερό λείψανο της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας στην Ιερά Μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους http://leipsanothiki.blogspot.be/


Δύο από τά μεγαλύτερα τεμάχια του ιερού λειψάνου της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος Αναστασίας της Ρωμαίας βρίσκονται στήν Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους. Η Αγία Αναστασία η Ρωμαία (εορτάζει στις 29 Οκτωβρίου) είναι και η προστάτης της Ιεράς Μονής.

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες παρακάτω:




Ιερό λείψανο της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας στην Ιερά Μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους http://leipsanothiki.blogspot.be/

Ιερό λείψανο της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας στην Ιερά Μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους http://leipsanothiki.blogspot.be/

Ιερό λείψανο της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας στην Ιερά Μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους http://leipsanothiki.blogspot.be/

Ιερό λείψανο της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας στην Ιερά Μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους http://leipsanothiki.blogspot.be/

Ιερό λείψανο της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας στην Ιερά Μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους http://leipsanothiki.blogspot.be/

Ιερό λείψανο της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας στην Ιερά Μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους http://leipsanothiki.blogspot.be/
ΠΗΓΗ.ΛΕΙΨΑΝΟΘΗΚΗ

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Η Αγία Αγάθη η Μάρτυς



site analysis

 εορτάζει στις 5 Φεβρουαρίου



Η Αγία Μάρτυς Αγάθη καταγόταν από την Κατάνη της Σικελίας. Το λατινικό Μαρτύριον, που είναι αρχαιότερο, όπως και το Εγκώμιον, που συνέταξε ο Πατριάρχης Μεθόδιος, δεν αναφέρουν την ιδιαίτερη πατρίδα της. Αντίθετα ο Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής σημειώνει ότι τόπος καταγωγής της Αγίας ήταν το Παλέρμο. Την πληροφορία αυτή υιοθέτησαν αβασάνιστα και οι υπόλοιποι Συναξαριστές, επώνυμοι και ανώνυμοι. Την καταγωγή της Αγίας Αγάθης από την πόλη της Κατάνης ενισχύει και ο Άγιος Πέτρος, Επίσκοπος Άργους, στο Εγκώμιον που έγραψε για τον σικελικής καταγωγής, από την πόλη της Κατάνης, Επίσκοπο Μεθώνης Αθανάσιο. Ο Άγιος Πέτρος αναφέρει μάλιστα ότι στην πόλη αυτή η Αγία γεννήθηκε, ανατράφηκε και μαρτύρησε.

Η Αγία Αγάθη προερχόταν από ευγενική και εύπορη οικογένεια. Οι γονείς της ήταν ειδωλολάτρες και πρέπει να τους έχασε σε μικρή ηλικία. Όμως η Αγία από παιδί έβαλε στην καρδιά της τον Χριστό και αφιερώθηκε στην Εκκλησία.

Η Αγία Αγάθη μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Το μαρτύριο της Αγίας άρχισε όταν ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Πρώτα ασκήθηκε σε αυτήν ένας ψυχικός βιασμός, που είχε διάρκεια τριάντα ημέρες, χωρίς όμως να την κάμψει. Βλέποντας ο έπαρχος της Σικελίας Κυντιανός, άνθρωπος με άγρια ένστικτα, την σταθερότητα της Αγίας, προσπάθησε να μεταστρέψει το φρόνημά της ώστε να θυσιάσει στους θεούς. Ύστερα την παρέδωσε σε κάποια άπιστη γυναίκα, που την ονόμαζαν Αφροδισία και τις θυγατέρες της, για να την πείσουν να αρνηθεί την πίστη της στον Κύριο.

Όταν άκουσε ο Κυντιανός από την Αφροδισία ότι η Αγία Αγάθη παρέμενε άκαμπτη, πλημμύρισε από οργή. Διέταξε να την οδηγήσουν μπροστά του και άρχισε πάλι τις απειλές. Στον διάλογο που ακολούθησε, η Αγία υποστήριξε με πνευματική ανδρεία και παρά το νεαρό της ηλικίας της, ότι είναι δούλη Χριστού. Κατηγόρησε ευθέως τον έπαρχο ότι πιστεύει σε ξόανα και, μάλιστα, αναρωτήθηκε, πως ένας τόσο έξυπνος άνθρωπος παρουσιάζεται με την πίστη του τόσο ανόητος. Ο έπαρχος, μόλις άκουσε αυτό, ράπισε την Αγία και διέταξε να την κρεμάσουν και να την λογχίσουν. Παρά τους φρικτούς πόνους, η Αγία Αγάθη εξακολουθούσε να ομολογεί την πίστη της στον Χριστό και να δηλώνει ότι τα βασανιστήρια της προξενούν χαρά, γιατί είναι πρόσκαιρα. Ο Κυντιανός, έξαλλος από οργή, διέταξε να τον αποκόψουν τον μαστό. Ύστερα από την φρικώδη αυτή πράξη την οδήγησαν στη φυλακή.

Μόλις πλησίασαν τα μεσάνυκτα, επισκέφθηκαν την Αγία ο Απόστολος Πέτρος, με μορφή γέροντα και ένας Άγγελος, με μορφή παιδιού, που κρατούσε λαμπάδα. Άπλετο φως πλημμύρισε το υγρό και σκοτεινό κελί της Αγίας. Ο Απόστολος γιάτρεψε τις πληγές της και αποκατέστησε τον κομμένο μαστό. Η πόρτα της φυλακής άνοιξε και οι λοιποί κρατούμενοι ωθούσαν την Αγία να αποδράσει. Αυτή, όμως, σκεπτόμενη από τη μία ότι θα τιμωρηθούν οι δεσμοφύλακες αν δραπετεύσει και από την άλλη ότι έπρεπε να υπομείνει το μαρτύριο, δεν έφυγε από το δεσμωτήριο.


Την τέταρτη ημέρα, ο Κυντιανός την προσάγει στο δικαστήριο. Εκεί της επαναλαμβάνει ότι αν δεν υπακούσει στο αυτοκρατορικό διάταγμα και δεν θυσιάσει στους θεούς, θα θανατωθεί. Καμιά όμως απειλή δεν έκαμψε την Αγία. Ομολόγησε και πάλι την πίστη της στον Χριστό και επέδειξε τις θεραπευμένες πληγές της. Ο απάνθρωπος τότε έπαρχος διέταξε να ρίξουν γυμνή την Αγία πάνω σε αιχμηρά κεραμίδια, που πάνω τους έκαιγαν κάρβουνα. Ξαφνικά, μεγάλος σεισμός έγινε στην πόλη της Κατάνης και προξένησε πολλές ζημιές. Ανάμεσα στα θύματα ήταν ο σύμβουλος του έπαρχου Σιλουανός και ο φίλος του Φαλκόνιος. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση ο Κυντιανός διέταξε να μεταφέρουν την Αγία στη φυλακή. Μέσα στο δεσμωτήριο η Αγία προσευχήθηκε στον Κύριο και Τον ευχαρίστησε για τη δύναμη που της χάρισε. Και μόλις τελείωσε την προσευχή της, παρέδωσε το πνεύμα της. Ήταν το έτος 251 μ.Χ

Ο λαός της Κατάνης, έντονα θορυβημένος από το γεγονός, διαμαρτυρήθηκε στον έπαρχο. Στη συνέχεια, μετέφεραν το τίμιο λείψανό της σε ασφαλές μέρος. Τότε παρουσιάσθηκε ένας λευκοντυμένος νεαρός, άγνωστος στους αυτόχθονες, ο οποίος κατευθύνθηκε προς τον τάφο της Αγίας Αγάθης και πάνω σε μαρμάρινη πλάκα έγραψε τα εξής: «Νους όσιος, αυτοπροαίρετος τιμή εκ Θεού, και πατρίδος λύτρωσις». Οι παριστάμενοι είπαν ότι ο νεαρός εκείνος ήταν ο Άγγελος της Αγίας.

Ο λαός της Κατάνης τιμούσε και σεβόταν την Αγία. Ως ανταπόκριση στην τιμή αυτή, η Αγία Αγάθη έσωσε την πόλη της από τη φοβερή έκρηξη του ηφαιστείου της Αίτνας. Οι κάτοικοι της Κατάνης έτρεξαν στον τάφο της και αφού πήραν τη λάρνακα με το άγιο λείψανό της, την έστρεψαν προς την λάβα, που ζύγωνε την πόλη και έτσι αποσοβήθηκε η συμφορά. Το γεγονός αυτό συνέβη στις 5 Φεβρουαρίου του έτους 252 μ.Χ., ακριβώς ένα χρόνο μετά το μαρτύριο της Αγίας.

Η Σύναξη της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης ετελείτο στο Μαρτύριό της, το οποίο βρισκόταν στο έβδομο του Βυζαντίου. Τα ιερά λείψανά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο των αυτοκρατόρων Βασιλείου Β’ (976 – 1025 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Η’ (1025 – 1028 μ.Χ.).



Στίχος
Χαίρει, σκότει δοθεῖσα φρουρᾶς Ἀγάθη, μισοῦσα καὶ φῶς, εἰ πλάνων ὄψεις βλέπει. Πέμπτῃ ἐν φυλακῇ Ἀγάθη θάνεν εἶδος ἀρίστη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Ρόδον εὔοσμον, τῆς παρθενίας, νύμφη ἄφθορος, τοῦ Ζωοδότου, ἀναδέδειξαι Ἀγάθη πανεύφημε· τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν γὰρ ποθήσασα, μαρτυρικῶς ἐν τῷ κόσμῳ διέπρεψας. Μάρτυς ἔνδοξε, λιταῖς σου θείαις ἀγάθυνον, τοὺς πόθῳ μεγαλύνοντας τοὺς ἄθλους σου.

Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Στολιζέσθω σήμερον ἡ Ἐκκλησία, πορφυρίδα ἔνδοξον, καταβαφεῖσαν ἐξ ἁγνῶν, λύθρων Ἀγάθης τῆς Μάρτυρος· χαῖρε, βοῶσα, Κατάνης τὸ καύχημα.

Κάθισμα Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Κλέος πίστεως καὶ εὐσεβείας, ὁσιότητος καὶ παρθενίας, προθυμίᾳ κοσμουμένη ἀθλήσεως, ἀνηγορεύθη, Ἀγάθη Νοῦς ὅσιος, αὐτοπροαίρετος, ὄντως τιμὴ εἰς Θεόν, πατρίδος λύτρωσις, Χριστῷ νυμφικῶς πρεσβεύουσα, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Μεγαλυνάριον
Εἰς ὀσμὴν τῶν μύρων σου τῶν τερπνῶν, ἔδραμον Σωτήρ μου, ἀνεβόας τῷ Ἰησοῦ, νομίμως ἀθλοῦσα, Ἀγάθη Ἀθληφόρε· διὸ τοῦ σοῦ Νυμφίου, τρυφᾷς τοῖς κάλλεσι.

Ἡ Πολιοῦχος τῶν Ἀθηνῶν Ἁγία Φιλοθέη



site analysis


Ἡ ἁγία Φιλοθέη γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ γονιοὺς ἄρχοντες, μοναχοπαίδι τοῦ Ἀγγέλου Μπενιζέλου καὶ τῆς Συρίγας. Φιλοθέη ὀνομάσθηκε ὅταν ἔγινε καλογρηά, ἀλλὰ τὸ πρῶτο ὄνομά της ἦταν Ρεβούλα. Ἡ μητέρα της ἤτανε στείρα καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τῆς δώσει τέκνο, καὶ μία νύχτα εἶδε πὼς βγῆκε ἀπὸ τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας ἕνα φῶς δυνατὸ καὶ πὼς μπῆκε στὴν κοιλιά της. Κι᾿ ἀληθινά, τὸ φῶς ἐκεῖνο ἤτανε ἡ ἁγιασμένη ψυχῆ τῆς κόρης ποὺ γέννησε σ᾿ ἐννιὰ μῆνες.
Ἀπὸ μικρὴ φανέρωνε μὲ τὰ φερσίματα καὶ μὲ τὰ αἰσθήματά της ποιὰ θὰ γινότανε ὑστερώτερα, στολισμένη μὲ κάθε λογῆς ἀρετή. Στὴν εὐσέβεια εἶχε γιὰ ὁδηγό της τὴν ἴδια τὴ μητέρα της ποὺ ἤτανε εὐλαβέστατη. Φτάνοντας σὲ ἡλικία δώδεκα χρονῶν τὴ ζήτησε γιὰ γυναῖκα κάποιος ἄρχοντας τοῦ τόπου, μὰ ἡ κόρη δὲν ἤθελε νὰ παντρευθεῖ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ γονιοί της τὴν παρακαλούσανε, ἡ τρυφερὴ ψυχή της δὲν βάσταξε νὰ τοὺς λυπήσει καὶ νὰ τοὺς παρακούσει καὶ στὸ τέλος παραδέχθηκε νὰ πανδρευθεῖ μὲ ἐκεῖνον τὸν πλούσιο ἄνθρωπο, ποὺ ἤτανε ὅμως πολὺ φτωχὸς στὴν ψυχή, διεστραμμένος καὶ κακός. Τρία χρόνια ἔζησε μαζί του ἡ Ρεβούλα κάνοντας ὑπομονὴ στὰ ἀπότομα φερσίματά του, ὡς ποὺ ὁ ἄνδρας της πέθανε κι᾿ ἀπόμεινε χήρα. Οἱ γονιοί της θελήσανε νὰ τὴν ξαναπανδρέψουνε, μὰ αὐτὴ τοὺς εἶπε καθαρὰ πὼς ἔταξε νὰ γίνει καλόγρηα.
Σὰν πεθάνανε οἱ γονιοί της, δέκα χρόνια ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ χήρεψε, δόθηκε ἐλεύθερα στὴν ἄσκηση, μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἀγρύπνιες καὶ ἐλεημοσύνες. Κατήχησε τὶς ὑπηρέτριές της καὶ τὶς ἔκανε δοχεῖα τοῦ Πνεύματος. Κατὰ θέλημα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο της, ἔχτισε ἕνα μοναστήρι μὲ ἐκκλησία στὄνομά του. Εἶναι ἡ ἐκκλησιὰ ποὺ σῴζεται ἀκόμα πλάγι στὸ μέγαρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς στὴν ὁδὸ Ἁγίας Φιλοθέης. Ἀφοῦ τελείωσε τὸ μοναστήρι, ἡ Ρεβούλα χειροθετήθηκε μοναχὴ μὲ τὄνομα Φιλοθέη. Οἱ πρῶτες ἀδελφὲς ποὺ ζήσανε μαζί της ἤτανε οἱ δουλεύτρες ποὺ εἶχε στὸ πατρικὸ σπίτι της. Μὲ τὸν καιρὸ ἔδραμαν πλῆθος ἄλλες παρθένες κι᾿ ἀπὸ ἀρχοντικὲς οἰκογένειες καὶ ντυθήκανε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ζήσανε ἀγωνιζόμενες τὸν καλὸν ἀγώνα μὲ ὑποταγὴ στὴν ἄξια ἡγουμένισσα ποὺ τὶς διοικοῦσε στὸν πνευματικὸ δρόμο σὰν κάποια ἁγία Συγκλητική. Τὰ ἁγιασμένα λόγια της ἔμπαιναν στὴν καρδιά τους σὰν δροσιὰ καὶ ἄνθιζαν μέσα τοὺς τὰ εὔοσμα ἄνθη τῶν ἀρετῶν. Καὶ τὰ ἔργα της βεβαιώνανε τὰ λόγια της κατὰ τὰ λόγια του Χριστοῦ ποὺ λέγει: «Ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε´, 19).
Ὅπου μάθαινε πὼς βρίσκεται φτωχός, δυστυχισμένος, ἄρρωστος, χαροκαμένος, ἔτρεχε σὲ βοήθειά του μὲ περισσότερη προθυμία παρὰ ἂν ἔπαιρνε ἡ ἴδια τὴ βοήθεια ἀπ᾿ ἄλλον. Ἔχτισε νοσοκομεῖα καὶ γηροκομεῖα κοντὰ στὸ μοναστήρι της κι᾿ ἡ ἁγία Φιλοθέη δὲν φρόντιζε μοναχὰ γιὰ τὴ γιατρειά τους καὶ γιὰ τὴ σωματικὴ τροφὴ τοὺς ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πνευματική. Μὲ τὸν καιρό, πληθύνανε τόσο πολὺ οἱ ἀδελφὲς ποὺ μπήκανε στὸ μοναστήρι της, ποὺ δυστυχούσανε ἀπὸ κάθε πρᾶγμα ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε ἡ ἡγουμένη νὰ ἀπαντήσει τὰ μεγάλα ἔξοδα, κ᾿ οἱ καλογρηὲς γογγύζανε. Μὰ ἡ ἁγία τὶς καταπράϋνε μὲ λόγια ὑπομονετικά, κι᾿ ὁ Θεὸς ἔστελνε τὴ βοήθειά του πότε μ᾿ ἕναν τρόπο καὶ πότε μὲ ἄλλον ὡς ποὺ περνοῦσε ἡ στενοχώρια.
Ἐξὸν ἀπὸ τὰ ντόπια κορίτσια ποὺ συμμάζευε στὸ μοναστήρι της, ἔδινε προστασία καὶ σὲ ξένες γυναῖκες ποὺ ἐρχόντανε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ διάφορα μέρη σκλαβωμένες ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Μὲ τί κινδύνους καὶ μὲ τί βάσανα τὶς προστάτευε δὲν εἶναι μπορετὸ νὰ γράψουμε καταλεπτῶς σὲ τοῦτο τὸ σύντομο σημείωμα. Τέσσερες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς σκλάβες εἴχανε ἀκουστὰ τὴν ἁγία Φιλοθέη κι᾿ ἐπειδὴ τὶς βασανίζανε οἱ ἀφεντάδες τους νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους, φύγανε κρυφὰ καὶ καταφύγανε στὸ μοναστήρι. Ἡ ἁγία τὶς πῆρε μέσα καὶ τὶς στερέωσε στὴν πίστη τους καὶ περίμενε εὔκαιρη περίσταση γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὶς στείλει στὸν τόπο τους. Μὰ οἱ Τοῦρκοι, ποὺ εἴχανε τὶς σκλάβες, μάθανε πὼς τὶς εἶχε περιμαζέψει ἡ Φιλοθέη καὶ μπήκανε σὰν θηρία στὸ κελλί της ποὺ κειτότανε ἄρρωστη καὶ τὴν τραβήξανε καὶ τὴν πήγανε στὸν πασά. Καὶ κεῖνος πρόσταξε νὰ τὴ ρίξουνε στὴ φυλακή. Ἡ ἁγία δὲν φοβήθηκε, ἀλλὰ ἑτοιμάσθηκε νὰ χύσει τὸ αἷμα της γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἄλλη μέρα μαζευθήκανε πολλοὶ Τοῦρκοι καὶ φωνάζανε νὰ σκοτώσουνε τὴν ἁγία. Κι᾿ ὁ πασᾶς πρόσταξε νὰ τὴ βγάλουνε ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὴν παρουσιάσουνε μπροστά του, καὶ τῆς εἶπε νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὰ δυό, ἢ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της ἢ νὰ κοπεῖ τὸ κεφάλι της. Μὰ ἡ ἁγία ἀπάντησε μὲ ἀφοβία πὼς εἶναι ἕτοιμη νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ πασᾶς θἄβγαζε τὴν ἀπόφαση νὰ κόψουνε τὸ κεφάλι της, ἀλλὰ προφθάσανε κάποιοι ἐπίσημοι χριστιανοὶ καὶ μὲ τὰ παρακάλια τους ἀλλάξανε τὴ γνώμη τοῦ πασᾶ καὶ πρόσταξε νὰ τὴ βγάλουνε ἀπὸ τὴ φυλακή.
Γυρίζοντας στὸ μοναστήρι της ἡ ὁσία, δὲν ἔπαψε νὰ πορεύεται ὅπως καὶ πρὶν στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. K᾿ ἐπειδὴ πληθαίνανε ὁλοένα οἱ μαθήτριές της, ἔχτισε κι᾿ ἄλλο μοναστήρι στὴν τοποθεσία Πατήσια, κι᾿ αὐτὸ στὄνομα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Ἀλλὰ ἔχτισε μετόχια καὶ στὴ Τζια καὶ στὴν Αἴγινα, κι᾿ ἐκεῖ ἔστελνε τὶς ἀδελφὲς ποὺ ἔπρεπε νὰ μακρύνουνε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ κάποια αἰτία. Σ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀσκητήρια οἱ καλογρηὲς δουλεύανε στοὺς ἀργαλειοὺς καὶ σὲ ἄλλα ἐργόχειρα, σὰν τὶς προκομμένες μέλισσες μέσα στὸ κουβέλι. Φτωχὰ κι᾿ ὀρφανὰ κορίτσια βρήκανε προστασία κ᾿ ἐργασία μέσα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ καταφύγια. Σὲ ὅ,τι κτήματα εἶχε ἡ ἁγία ἀπὸ τοὺς γονιούς της, ἔχτισε μοναστήρια καὶ φτωχοκομεῖα. K᾿ εἶχε πολλὴ περιουσία. Ἕνας προπάππος τῆς εἶχε πάρει τὴ «δεχατέρα τοῦ ἀφέντη τῆς Ἀθήνας καὶ πῆρε προίκα ὅλη τὴν Κηβισιὰ καὶ τὸν Ἀχλαδόκαμπο ποὺ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὸ Χαλιάντρι». Στὸ κτῆμα ποὺ εἶχε στὸν Περισὸ ἔχτισε ἄλλο μοναστήρι στὸ μέρος ποὺ τὸ λένε τώρα Καλογρέζα. Ὅλη ἡ φτωχολογιὰ τὴν εἶχε σὰν πονετικιὰ μάνα. Μὲ κάθε τρόπο πάσχιζε νὰ ἀνακουφίσει τοὺς δυστυχισμένους, τοὺς τάιζε, τοὺς ἄνοιγε πηγάδια γιὰ νάχουνε νερό, τοὺς γιάτρευε, τοὺς ἔβρισκε δουλειά. Ὁ κόσμος τὴν ἔλεγε «κυρὰ δασκάλα».
Τὴν παραμονὴ τοῦ ἁγίου Διονυσίου στὰ 1589 ἡ ἁγία Φιλοθέη βρισκότανε στὸ μοναστηράκι ποῦχε χτισμένο στὰ Πατήσια. Τὸ βράδυ συναχθήκανε οἱ ἀδελφὲς γιὰ νὰ κάνουνε ἀγρυπνία. Κάποιοι Ἀγαρηνοί, ποὺ τὴν ἐχθρευόντανε ἀπὸ καιρό, πηδήσανε ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ πιάνοντας τὴν ἁγία ἀρχίσανε νὰ τὴ χτυπᾶνε ὡς ποὺ τὴν ἀφήσανε μισοπεθαμένη. Τὴν ἄλλη μέρα τὴ σηκώσανε οἱ ἀδελφὲς καὶ τὴν πήγανε στὸ μετόχι ποῦχε στὸν Περισό. Σὰν συνέφερε λίγο, ἔπιασε τὴν προσευχή, εὐχαριστώντας τὸ Θεὸ γιατὶ ἀξιώθηκε νὰ πληρωθεῖ μὲ κακία γιὰ τὰ καλὰ ποὺ ἔκανε στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ μοιάσει σ᾿ αὐτὸ μὲ τὸν Χριστό, κατὰ τὰ λόγια του ἀποστόλου Πέτρου ποὺ λέγει: «καθὸ κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, χαίρετε» (Α´ Πέτρ. δ´ 13). Στὶς 19 Φεβρουαρίου τοῦ 1589 παρέδωσε τὴν καθαρὴ ψυχή της στὸν Κύριο, ποὺ ὑπόμεινε τόσα βάσανα γιὰ τὴν ἀγάπη του. Τὸ ἅγιο σκήνωμά της θάφτηκε στὸ μοναστηράκι τῆς Καλογρέζας κι᾿ ἀπὸ κεῖ ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ βρίσκεται στὴ σημερινὴ Ἀρχιεπισκοπή.
Μετὰ πολλὰ χρόνια, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἐκκλησιὰ κόντευε νὰ γκρεμνισθεῖ, τὸ πήγανε στὸν ἅγιο Ἐλευθέριο κι᾿ ἀπὸ κεῖ στὴ σημερινὴ μητρόπολη, μέσα στ᾿ ἅγιο βῆμα. Στὸ μνῆμα της ἀπάνω βρεθήκανε γραμμένα τοῦτα τὰ λόγια: «Φιλοθέης ὑπὸ σῆμα τόδ᾿ ἁγνῆς κεύθει σῶμα, ψυχὴν δ᾿ ἐν μακάρων θήκετο Ὑψιμέδων». Ἡ Φιλοθέη ἀνακηρύχθηκε ἁγία ἐπὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ματθαίου B´ (1595-1600). Ὁ Νεόφυτος ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ἀφοῦ ἐξήτασε καὶ ἐρεύνησε τὰ κατὰ τὸν βίον καὶ τὸ μαρτύριον τῆς ὁσίας, σύνταξε ἀναφορὰ στὸ Πατριαρχεῖο μαζὶ μὲ τοὺς ἐπισκόπους Κορίνθου καὶ Θηβῶν καὶ μὲ τοὺς προκρίτους τῆς Ἀθήνας γιὰ νὰ τάξει τὴν ὁσία Φιλοθέη στοὺς χοροὺς τῶν ἁγίων. Σ᾿ αὐτὸ τὸ συνοδικὸ ἔγγραφο εἶναι γραμμένα καὶ τοῦτα: «Ἐπειδὴ ἐδηλώθη ἀσφαλῶς ὅτι τὸ θειότατον σῶμα τῆς ὁσιωτάτης Φιλοθέης εὐωδίας πεπληρωμένον ἐστι καὶ μύρον διηνεκῶς ἐκχεῖται, ἀλλὰ καὶ τοῖς προσιοῦσί τε ἀσθενέσι τε καὶ θεραπείας δεομένοις τὴν ἴασιν δίδωσι… τούτου χάριν ἔδοξε ἡμῖν τε καὶ πάσῃ τῇ ἱερᾷ Συνόδῳ τῶν καθευρεθέντων ἐνταῦθα ἀρχιερέων συγγραφῆναι καὶ ταύτην ἐν τῷ χορῷ τῶν ὁσίων καὶ ἁγίων γυναικῶν, ὥστε κατ᾿ ἔτος τιμᾶσθαι καὶ πανηγυρίζεσθαι».
Αὐτὸς εἶναι μὲ ὀλιγολογία ὁ βίος τῆς Ἀθηναίας ἁγίας Φιλοθέης, ποὺ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ γένους μας στὸν τυραννισμένον καιρὸ τῆς σκλαβιᾶς. Δὲν στάθηκε αὐστηρὴ μονάχα στὸ νὰ κάνει τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, μὰ ἀγωνίσθηκε καὶ πνευματικὰ γιὰ νὰ στερεωθεῖ ἡ ἁγιασμένη παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας σὰν κάστρο ποὺ θὰ ἀποσκέπαζε τὸν Ἑλληνισμὸ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ ἐκφυλισμὸ καὶ τὴν ἀποβαρβάρωση. Ὅλα τὰ θυσίασε, πλούτη, ἀνάπαυση, ζωή, γιὰ τὴν πίστη τῶν πατέρων της. «Θλίψις συνέχει τὴν ψυχήν της» βλέποντας οἱ χριστιανοὶ νὰ μὴν ἔχουνε στὰ «πάτρια» τὴν ἀγάπη ποὺ ἔπρεπε, ἀλλὰ νὰ ζοῦνε μουδιασμένοι, ἀδιάφοροι, μὲ ψυχὴ γεμάτη δειλία, μικροψυχία, πονηριά.
Τὴν Ἀκολουθία της τὴν ἔγραψε κάποιος σοφὸς καὶ εὐλαβὴς ἄνθρωπος Ἱέραξ λεγόμενος. Ἀνάμεσα στὰ ὡραῖα ἐγκώμια εἶναι καὶ τοῦτο: «Δαυῒδ γὰρ τὸ πρᾶον ἔσχες καὶ Σολομῶντος, σεμνή, τὴν σοφίαν, Σαμψῶν τὴν ἀνδρείαν, καὶ Ἀβραὰμ τὸ φιλόξενον, ὑπομονήν τε Ἰώβ, τοῦ Προδρόμου δὲ θείαν ἄσκησιν…».
Τὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ βρισκότανε στὸ σημερινὸ δρόμο τῆς Ἁγίας Φιλοθέης τὴν ἐγκρέμνισε ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν Γερμανὸς Καλλιγᾶς, παρ᾿ ὅτι εἶχε μεγάλο σέβας στὴν ἁγία, ἐπειδὴ ἤτανε ραγισμένοι οἱ τοῖχοι, κ᾿ ἔχτισε στὰ ἴδια θεμέλια τὸ παρεκκλήσι ποὺ ὑπάρχει τώρα, ἐνῷ μποροῦσε νὰ στερεώσει τὴν παλιὰ ἐκκλησία ποὺ εἶχε ὡραῖες τοιχογραφίες. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ (ὁ Γερμανὸς στάθηκε μητροπολίτης ἀπὸ τὰ 1889 ἕως τὰ 1896) δὲν γνωρίζανε οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀξία τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Ἡ καινούρια ἐκκλησιὰ ποὺ χτίσθηκε εἶναι ψυχρή, κακότεχνη, γυμνή. Ὅποιος μπαίνει μέσα, δὲν αἰσθάνεται κατάνυξη. Ἀλλ᾿ ἡ ἐκκλησιὰ τοῦ μετοχιοῦ ποὺ εἶχε χτίσει ἡ ὁσία στὰ Πατήσια γκρεμνίσθηκε καὶ κείνη ἀπὸ τὴν πολυκαιρία καὶ γιατὶ δὲν μπορούσανε οἱ χριστιανοὶ νὰ τὴν περιποιηθοῦνε ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Τούρκων πρὶν νὰ σηκωθεῖ ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ὡς πρὸ ὀλίγα χρόνια κειτόντανε οἱ κολόνες μέσα στὰ ἀγριάγκαθα, στεκότανε ὄρθια μοναχὰ ἡ χυβάδα (κόγχη) τοῦ ἱεροῦ κ᾿ ἡ πόρτα μὲ τὸ δυτικὸ τοῖχο. Κάποιοι εὐλαβεῖς χριστιανοὶ τὴν ἀναστηλώσανε μὲ τὴν ὁδηγία τοῦ κ. Ὀρλάνδου καὶ τώρα βρίσκεται πάλι ἀπαράλλαχτη ὅπως ἤτανε στὰ χρόνια της ἁγίας Φιλοθέης, ἕνα ταπεινὸ μὰ ἀτίμητο στόλισμα ἀνάμεσα στὰ ἀκαλαίσθητα καὶ ξενόμορφα σπίτια ποὺ χτισθήκανε γύρω στὸ γηραλέο αὐτὸ ἐκκλησάκι. Ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσε καὶ τὸ στόλισα μὲ ἁγιογραφίες, ὅπως ἤτανε ὁ πόθος μου. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα ζωγράφισα καὶ τὸ μοναστήρι, ὅπως ἤτανε τότε, μὲ τὴν ἡγουμένη ἁγία Φιλοθέη καὶ τὶς ἀδελφὲς ποὺ πηγαίνουνε στὴν ἐκκλησία.
Φαίνεται πῶς ὅλη ἡ οἰκογένεια τῶν Μπενιζέλων ἤτανε ἄνθρωποι φιλόθρησκοι. Στὸ νάρθηκα τῆς Καισαριανῆς εἶναι γραμμένη ἀπὸ τὸ ζωγράφο ποὺ τὸν ἁγιογράφησε τούτη ἡ ἐπιγραφή: «Ἰστόρηται ὁ πρόναος οὗτος ἤτοι νάρθηξ διὰ δαπάνης τῶν προσδραμόντων τῇ μονῇ φόβῳ λοιμοῦ τῇ κραταιᾷ χειρὶ τῆς πανυμνήτου Τριάδος καὶ σκέπῃ τῆς μακαρίας Παρθένου, οἵτινες εἰσὶν ὁ εὐγενὴς καὶ λογιώτατος Μπενιζέλος υἱὸς Ἰωάννου, ἅμα ταῖς εὐγενέσιν ἀδελφαῖς καὶ τῇ τεκούσῃ καὶ τῇ λοιπῇ αὐτοῦ συνοδείᾳ. Ἐπὶ ἡγουμένου Ἰεροθέου τοῦ σοφωτάτου ἱερομονάχου. Διὰ χειρὸς δὲ Ἰωάννου Ὑπάτου του ἐκ Πελοποννήσου. Ἔτει αϠχβ´ (1682) μηνὶ Αὐγούστω κ´ (20)». Ἕνας Μπενιζέλος, ὁ Νικόλας, γίνηκε κι᾿ ἁγιογράφος, μαθητὴς τοῦ Γεωργίου Μάρκου τοῦ Ἀργείου ποὺ ζωγράφισε πολλὲς ἐκκλησιὲς στὰ μέρη τῆς Ἀττικῆς, ἀπὸ τὰ 1727 ὡς τὰ 1740 ἀπάνω-κάτω. Στὴν παλιὰ ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας στὸ Κορωπὶ εἶναι γραμμένο: «Ἱστορήθη δὲ κατὰ τὸ αψλβ´ (1732) διὰ χειρὸς Γεωργίου Μάρκου καὶ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Νικολάου Μπενιζέλου». Μαζὶ μὲ τὸ μάστορά του δούλεψε ὁ Μπενιζέλος καὶ στὸ τελευταῖο ἔργο του, τὴν ἁγιογράφηση τῆς Μονῆς τῆς Φανερωμένης στὴ Σαλαμίνα, ὅπως φανερώνει ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ σῴζεται καὶ ποὺ λέγει: «ΑΨΛE (1635). Ἱστορήθη ὁ θεῖος καὶ πάνσεπτος Ναὸς οὗτος τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν διὰ συνδρομῆς κόπου τὲ καὶ δαπάνης… Ἱστορήθη δὲ διὰ χειρὸς Γεωργίου Μάρκου ἐκ πόλεως Ἄργους καὶ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Νικολάου Μπενιζέλου, Γεωργάκης καὶ Ἀντώνιος».
Πηγή: Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Μικρό αφιέρωμα στην Ορθόδοξη και Ελληνίδα Μάνα



site analysis


Μια φορά και ένα καιρό ένα παιδί ήταν η σειρά του να γεννηθεί και να έρθει. Μια μέρα το παιδί ρώτησε το Θεό "μου λένε ότι θα με στείλεις στη γη αύριο αλλά πως να ζήσω εκεί τόσο μικρό και τόσο αβοήθητο;"

Ο Θεός απάντησε "μέσα στους τόσους αγγέλους έχω διαλέξει έναν και για σένα. Θα σε περιμένει και θα σε φροντίζει στη γη."
"αλλά  ..." είπε το παιδί, "εδώ στον παράδεισο δεν κάνω τίποτε άλλο από το να τραγουδώ και να γελώ. Μόνο αυτό χρειάζομαι για να είμαι ευτυχισμένο".
Ο Θεός είπε "ο άγγελος σου θα σου τραγουδά κάθε μέρα, θα νιώθεις την αγάπη του αγγέλου σου, θα είσαι ευτυχισμένο".
"Όμως  ..." είπε το παιδί "πως θα μπορώ να καταλαβαίνω όταν οι άνθρωποι μου μιλούν αφού δεν ξέρω τη γλώσσα τους;"
"αυτό είναι εύκολο" είπε ο Θεός "ο αγγελός σου θα σου λέει τις πιο όμορφες και γλυκές λέξεις που άκουσες ποτέ σου, και έτσι με πολλή υπομονή και φροντίδα ο άγγελος σου θα σου διδάξει πως να μιλάς".
Το παιδί κοίταξε ψηλά στον Θεό και είπε: "Και τι θα κάνω όταν θέλω να μιλήσω σ' Εσένα;"
Ο Θεός χαμογέλασε και του είπε "ο άγγελός σου θα σου βάλει τα χέρια μαζί και θα δείξει πως να κάνεις την προσευχή σου".
Το παιδί ήταν λυπημένο και είπε στο Θεό "αλλά θα είμαι πάντα λυπημένο επειδή δεν θα μπορώ να σε βλέπω πλέον".
Ο Θεός αγκάλιασε  το παιδί : " Ο άγγελός σου  θα σου μιλά πάντα για μένα και θα σου δείξει το δρόμο να έρθεις πίσω σε έμενα παρόλο που εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου."
Το παιδί τότε είπε: "Έχω ακούσει ότι στην γη υπάρχουν κακοί άνθρωποι.Ποιός θα με προστατεύσει;"
Ο Θεός έβαλε το παιδί στην αγκαλιά του λέγοντας " ο άγγελός σου θα σε προστατεύει, ακόμα και αν σημαίνει το δικό του κακό."
Εκείνη τη στιγμή ήταν απόλυτη γαλήνη στον Παράδεισο, αλλά φωνές από τη γη μπορούσαν ήδη να ακουστούν. Το παιδί αμέσως ρώτησε απαλά "Ω! Θεέ μου αν είναι να φύγω τώρα πες μου σε παρακαλώ το όνομά του αγγέλου μου!"
Ο Θεός απάντησε "το όνομα του αγγέλου σου δεν είναι σημαντικό ... εσύ απλά θα την  φωνάζεις  ΜΗΤΕΡΑ ή   ΜΑΝΑ



Η μητέρα αυτή δεν είναι Ελληνίδα, αλλά Ρουμάνα. Όμως πόσο δική μας είναι! Πόσο πιο δική μας (συχωρέστε με, τον ανόητο, αδελφοί), από κάποιες σημερινές μανάδες, που δε σκέφτονται ούτε επιθυμούν να βάλουν το Χριστό στη ζωή τους και στη ζωή των παιδιών τους...

Δε φταίνε αυτές - είναι θύματα της προπαγάνδας πανίσχυρων εξουσιαστών, αλλά και θύματα της δικής μου αδιαφορίας & ολιγωρίας, που δεν ακτινοβολώ, ούτε μεταδίδω το ευαγγέλιο. Της αδιαφορίας και ολιγωρίας, που δεν αντιστέκεται στους ισχυρούς, αλλά αφήνει να διαβρώνεται η πίστη & η συνείδηση των αδελφών μου. Ντροπή μου!
Αλλά κι αυτός ο πατέρας, που περιγράφεται στο κείμενο, πόσο διαφέρει από μας κι από άλλους πατεράδες που σίγουρα γνωρίζετε... 



Η Μητέρα μου

Γέροντος π. Πετρωνίου Τανάσε (†2011) -Δικαίου Ρουμανικῆς Σκήτης 
Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους 


.......Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της ζοῦσε μιά βαθειά πνευματική ζωή. Στίς ἑορτές συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια, ἀκόμη καί στίς μικρότερες. Βέβαια δέν γνώριζε ἀπό βιβλία, εἶχε διάκρισι καί διαίσθησι, δέν ἐγνώριζε ἀπό ἑορταστικούς κύκλους καί ὅμως συμμετεῖχε σ᾿ ὅλες τίς ἑορτές, στίς νηστεῖες καί στά ἐτήσια μνημόσυνα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλανθάστως. 

.......Ἡ ἐλεημοσύνη της ἦτο ἡ βασική της φροντίδα σχεδόν σέ καθημερινή βάσι. Τούς ξένους τούς καλοῦσε ἀπό τόν δρόμο, τούς φιλοξενοῦσε σπίτι μας καί τούς ἀνέπαυε. Ποτέ δέν ἀνεχώρησε ἔστω καί ἕνας πτωχός ἀπό τό σπίτι μας μέ ἀδειανά τά χέρια.
.......Ὁ πατέρας μου τήν ὠνείδιζε ἐνίοτε, διότι εἶχε σέ μεγάλο βαθμό ἀνοικτά τά χέρια της.
.......Στά μνημόσυνα τῶν νεκρῶν συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε Σάββατον πρωΐ ἔδινε ξεχωριστή ἐλεημοσύνη γιά τούς κοιμηθέντες: Μία λεκάνη γάλα ἤ φαγητό καί νερό πού μετέφερε ἡ ἴδια γιά τούς γείτονες. Κατόπιν ἀσχολεῖτο μέ τήν καθαριότητα τῶν ρούχων γιά τήν ἑπομένη ἡμέρα καί στήν συνέχεια ἐμαγείρευε τό φαγητό γιά τό τραπέζι τῆς Κυριακῆς, μετά τήν Θεία Λειτουργία, διότι τήν Κυριακή οὐδέποτε ἐμαγείρευε. 

.......Ὅταν κτυποῦσε ἡ καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅλες οἱ δουλειές γιά τήν αὐριανή ἡμέρα εἶχαν τελειώσει καί ἔτσι ἄρχισε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἐφορούσαμε ὅλοι τά καθαρά μας ροῦχα καί ἐσώρουχα καί ἐπηγαίναμε στήν ἐκκλησία.
.......Ὁ πατέρας μας σηκωνόταν πολύ πρωΐ, ἀφοῦ ἔκανε τήν προσευχή του, μετά ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τό Ὠρολόγιο καί κατόπιν ἐδιάβαζε περικοπές ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Ὅταν ἀναχωρούσαμε γιά τήν ἐκκλησία, πρῶτα ἐζητούσαμε συγγνώμη οἱ μέν ἀπό τούς δέ: «Συγχωρέστε», καί «ὁ Θεός νά σέ συγχωρέση!» Αὐτό συνέβαινε ὄχι μόνο μεταξύ μας, μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀλλά καί μέ τούς γείτονες.
.......Τίς νηστεῖες, τίς τρεῖς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, καθώς καί τίς μεγάλες νηστεῖες τίς κρατοῦσε μέ πολλή εὐλάβεια καί ἀκρίβεια, καθώς καί τά μικρά παιδιά, ἔστω καί νά ἦσαν ἄρρωστα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο ἕνα γεγονός σημαντικό στήν χριστιανική ζωή ὅλων μας. Εἴχαμε σκεύη διατηρημένα μόνο γι᾿ αὐτόν τόν καιρό: ὅπως λεκάνες, πιάτα καί κουτάλια. Τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα ἡ γιορτές στά χωριά μας διαρκοῦσαν πολλές ἡμέρες.
.......Ἡ μητέρα μου ἦτο μία ἀνεπανάληπτη νοικοκυρά. Αὐτή ἔραβε, ὕφαινε στόν ἀργαλειό, ἔπλεκε. Μᾶς ἔκανε ἡ ἴδια ὅλα τά ἐνδύματά μας: Ὑποκάμισα, παλτά, γελέκια, ζακέτες, καθώς καί βελέντζες καί ἄλλα σκεπάσματα γιά τά κρεββάτια μας. Ἐμεγάλωσε ὀκτώ παιδιά, ἕξι κορίτσια καί δύο ἀγόρια καί μᾶς ἀνέθρεψε ὅλα μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, μέ σεβασμό ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους καί μέ τιμή. Δέν λυπόταν νά μᾶς δέρνη κιόλας, ὅταν χαλούσαμε τήν τάξι τοῦ «κοινοβίου» της.
.......Εὐλάβεια, πίστις, ἐκπλήρωσις τῶν χριστιανικῶν μας παραδοσιακῶν καθηκόντων μᾶς εἶχαν γίνει φυσική συνήθεια. Ἐπήγαζαν μέσα ἀπό τήν ὕπαρξί της. Ὁμοίως ἡ ἀγάπη της γιά τόν Θεό, ἡ καλωσύνη, ἡ μετριοφροσύνη της...
.......Κάποτε, ὅταν εὑρέθηκα στό καταφύγιο τῆς πόλεως Μπροστένι, ἐπῆγα μία ἐπίσκεψι καί νά μείνω τό Ἅγιο Πάσχα στό σπίτι μας, καί θυμήθηκα τίς χριστιανικές μας συνήθειες τίς ὁποῖες δέν εἶδα πάλι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Ἠμπόρεσα νά συνομιλήσω μαζί της καί κατάλαβα τότε πόσο βαθειά ἦτο ἡ χριστιανική της ζωή.
.......Τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀναχώρησε τό πρωΐ ἀπό τό σπίτι, καί ὅταν ἐπέστρεψε καί τήν ἐρώτησα, ἔμαθα μέ μεγάλη μου ἔκπληξι ὅτι εἶχε πάει σέ μιά ἀσθενῆ γειτόνισσα νά τῆς κάνη ἕνα δῶρο, νά τῆς πλύνη τά πόδια εἰς ἀνάμνησιν τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ μας πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. «Ὁ Κύριος νά πλύνη τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του κι ἐγώ νά μή κάνω τίποτε γι᾿ Αὐτόν; Μοῦ ἀπήντησε. Ἔκαμα κι ἐγώ κάτι παρόμοιο. Ἔπλυνα τά πόδια τῆς Μαρίας τοῦ Γαβριήλ, ἡ ὁποία εἶναι ἄρρωστη στό κρεββάτι καί τῆς ἐφόρεσα ἕνα ζευγάρι κάλτσες ἀπό τίς δικές μας καινούργιες».
Τήν Μεγάλη Παρασκευή ἦτο ὅλη τήν ἡμέρα μέ τά μάτια της δακρυσμένα. «ὅταν σκέπτωμαι, μοῦ ἔλεγε, πόσα ὑπέφερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός γιά ἐμᾶς, μοῦ ἔρχεται νά κλαίω καί νά στενάζω ἀπό πόνο».
.......Τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε τά τσουρέκια καί τά κουλούρια πού μᾶς παρεσκεύαζε γιά τό Πάσχα, αὐτή μᾶς ἔλεγε: «Τά ἔκαμα τόσο ὡραῖα ὄχι γιά νά τά εὐχαριστηθῆτε τρώγοντάς τα, διότι δέν μοῦ ἔρχεται οὔτε νά ἀγγίξω, ἀλλά τά ἔκανα ἔτσι πρῶτα γιά τήν δόξα τοῦ Κυρίου μας, πού αὔριο ἀνασταίνεται».



"Το Καντήλι της Ελληνίδας Μάνας"
« Το 1952 πήγα για πρώτη φορά στην Αθήνα μετά τον πόλεμο. Η γερμανική πρεσβεία, όταν άκουσε ότι είχα την πρόθεση να πάω στην Κρήτη, μου συνέστησε,επειδή οι πληγές του πολέμου ήταν ακόμη ανοιχτές να λέω ότι είμαι Ελβετός. Όμως εγώ ήξερα τους Κρήτες και από την πρώτη στιγμή είπα ότι ήμουν Γερμανός και απόλαυσα και πάλι την κρητική φιλοξενία.

Ένα σούρουπο πήγα στο γερμανικό νεκροταφείο και εκεί νόμιζα ότι ήμουν μόνος. Όμως με μεγάλη έκπληξη είδα μια μαυροφορεμένη γυναίκα να ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών στρατιωτών πηγαίνοντας από τάφο σε τάφο. Την ρώτησα: Γιατί ανάβετε κεριά στους τάφους των Γερμανών; Αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς. Η απάντησή της ήταν απίστευτη:

-Παιδί μου φαίνεσαι ξένος από την προφορά σου και δεν θα γνωρίζεις τι έγινε εδώ το 1941—1944. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης και ο μονάκριβος γιος μου, που τον πήραν όμηρο, πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1943. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου και τώρα ανάβω ένα κερί στους τάφους αυτών των Γερμανών παιδιών επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να έλθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιου μου.»
(Διασκευή του Σπύρου Γκ. από τον κόσμο της Ελληνίδος, Δεκέμβριος 2011

« Της Μάνας η καρδιά…» 
του π. Ιεροθέου Ανδρουτσόπουλου

   Ένας νέος κάποτε αγάπησε μια κοπέλα και επιθύμησε να την παντρευτεί. Εκείνη όμως για να δει αν την αγαπά πραγματικά του ζήτησε ως αντάλλαγμα της καρδιά της μάνας του. Ο νέος ήρθε σε δύσκολη θέση, συλλογίστηκε, κόμπιασε μα και δίστασε να πάρει μια τόσο τολμηρή και μάλλον αχάριστη απόφαση. Μπροστά του υψωνόταν το τείχος της αγάπης , για την μάνα και την κοπέλα. Μα απόφαση σκληρή πήρε να ξεριζώσει την καρδιά της μάνας του και να την δώσει στην κοπέλα. 
Στο δρόμο όμως σκόνταψε 

«και κυλάει ο υιός και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίη και να μιλάη.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
- Εχτύπησες, αγόρι μου;…και κλαίει!

Η καρδιά της μάνας


Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
-Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδία,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μανας σου να φέρης την καρδιά
να ρίξω να την φάη το σκυλί μου

Τρέχει ο νειός, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει
και τρέχει να την πάη μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νειός κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο γυιός και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίη και να μιλάη.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
-Εχτύπησες, αγόρι μου;…και κλαίει!

Αγγελος Βλάχος




Μονόφθαλμη μητέρα!



site analysis


Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι …Ντρεπόταν γι’ αυτήν κι ώρες ώρες την μισούσε. Η δουλειά της ήταν μαγείρισσα στην φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τους. Δεν ήθελε να του μιλάει για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας με ένα μάτι. Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα…
Μα από μικρόs είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του. Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό, πέρασε η μητέρα του στο διάλειμμα να του πει ένα γεια. Ένοιωσε πολύ στενοχωρημένos. «Πως μπόρεσε να του το κάνει αυτό» αναρωτιόταν … Την αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έτρεμε. Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!.. Ήθελε να πεθάνει. Ήθελε να εξαφανιστεί. Όταν γύρισε σπίτι, της είπε: «αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου τότε καλύτερα να πεθάνεις!». Αυτή δεν του απάντησε …«Δεν μ’ ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος», έλεγε αργότερα σ’ ένα φίλο του. «Ήθελα να φύγω από εκείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Έτσι διάβασα πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά για σπουδές … και τα κατάφερα, μα ήλθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη λέσχη για να με βοηθάει …Δεν μπορούσε να πάει κάπου αλλού;».
Αργότερα παντρεύτηκε. Αγόρασε ένα δικό του σπίτι. Έκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, την γυναίκα του και τη δουλειά του! Μια μέρα μετά από χρόνια απουσίας, όπως ο ίδιος της ζήτησε η μητέρα του πήγε να τον επισκεφτεί. Δεν είχε δει ποτέ από κοντά τα εγγόνια της. Μόλις εμφανίστηκε στην πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε, θύμωσε επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει. Τότε της φώναξε: «πως τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγες έξω! Φύγε!». Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Αα, πόσο λυπάμαι, κύριε! Μάλλον μου έδωσαν λάθος διεύθυνση» κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι γιαγιά τους …
Πέρασαν χρόνια και μια μέρα βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του μια επιστολή για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το δημοτικό σχολείο, που θα γινόταν στην πόλη πού γεννήθηκε … Είπε ψέματα στη γυναίκα του ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε. Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο από περιέργεια … Οι γείτονες, του είπαν ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ.
Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι’ αυτόν: «Αγαπημένε μου γιέ, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου. Έμαθα ότι έρχεσαι για την σχολική συγκέντρωση κι ένοιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν με προφτάσεις. Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα όσο ήσουν μικρός. Βλέπεις …όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν θα μπορούσα να σε βλέπω να μεγαλώνεις με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο υπερήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι … Έχεις πάντα όλη την αγάπη μου». Η μητέρα σου.
Πηγή: Περιοδικό «Όσιος Νικάνωρ»

… ήρθα για τα δάκρυα της μάνας σου…. εσύ θα ζήσεις, θα ζήσεις και θα Μας υπηρέτησης….



site analysis



















Ζούσε την τρέλα της νεότητός του με μοτοσυκλέτα πολλών κυβικών και από ταχύτητα μέγιστη 150 χιλιόμετρα ανά ώρα πού ήταν ρυθμισμένη… μετά από μεταποίηση της μηχανής, έφτασε να τρέχει με 230 χιλιόμετρα ανά ώρα. Επιδιδόταν δε και σε αυτοσχέδιους συναγωνισμούς με άλλους παρομοίους του με μεγάλα χρηματικά στοιχήματα 400 και 500 χιλιάδες δραχμές.
Όμως ένα απόγευμα στους είδικούς δρόμους πού επέλεγαν να τρέξουν (τους υποτίθεται χωρίς μεγάλη κυκλοφορία αυτοκινήτων), κατά την ώρα ενός αυτοσχέδιου συναγωνισμού παρά την προσπάθειά του να αποφύγει ένα αυτοκίνητο, έγινε σφοδρή σύγκρουση και πετάχτηκε 10 μέτρα μακριά μέσα σε ένα χαντάκι έξω από το δρόμο.
Η μοτοσυκλέτα βεβαίως διαλύθηκε και ο ίδιος υπέστη θανάσιμα τραύματα. Τον περισυνέλεξαν και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Μετά από την επιβεβαίωση των ιατρών, τον οδήγησαν κατευθείαν στο νεκροτομείο, όπου ένας νοσοκόμος – νεκροτόμος ανέλαβε να τον πλύνει και να τακτοποιήσει τα εγχυμένα σπλάχνα του προκειμένου να τον παραλάβει το γραφείο τελετών πού είχαν στείλει οι συγγενείς του.
Είχαν περάσει περίπου 8 ώρες από το συμβάν. Εκείνη την στιγμή ανοίγει τα μάτια του, σηκώνεται και κάθεται στο μαρμάρινο τραπέζι του νεκροτομείου. Ο νοσοκόμος έντρομος βάζει τις φωνές και αρχίζει να τρέχει προς την έξοδο πανικόβλητος.

Αμέσως καταφθάνουν οι ιατροί, τον παραλαμβάνουν και τον οδηγούν στο χειρουργείο όπου μετά από τις απαιτούμενες προσπάθειες «συναρμολόγησης» άρχισε να παρουσιάζει σημεία βελτίωσης.
Παρέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα εως ότου θεραπεύτηκε πλήρως και εξήλθε από το νοσοκομείο υγιής. Στη συνέχεια δι΄ αγνωστους δι΄ ημάς λόγους, γνωστούς όμως εις τον ίδιον, εξεδήλωσε την επιθυμία να γίνει μοναχός!
Ο ίδιος διηγείται:… όταν μετά την σύγκρουση τραυματίστηκα θανάσιμα (κατά την δήλωση των ιατρών) ένοιωσα ότι βγήκα από το σώμα μου και αιωρούμενος πέρασα κατά περίεργο τρόπο ανάμεσα από μία κολόνα της ΔΕΗ χωρίς να συγκρουστώ μαζί της.
Στη συνέχεια βρέθηκα σε ένα περιβάλλον με μισοσκόταδο και τελείως κενό. Ένοιωθα πανάλαφρος σαν πούπουλο να αιωρούμαι σ΄ αυτό το κενό και πολύ περίεργος για το πού βρισκόμουν και τι μου ειχε συμβεί.
Ενώ περιπλανιόμουνα για αρκετό χρόνο, άρχισα να διακρίνω μία φωτεινή γυναικεία μορφή να με πλησιάζει μέσα σ΄ ένα ολόφωτο λευκό νέφος. Όταν πλησίασε αρκετά διέκρινα ότι είχε μία υπερκόσμια γλυκιά έκφραση.
Αμέσως την συνέκρινα με τις αγιογραφίες πού είχα δει στους ιερούς ναούς όταν με πήγαινε μικρό παιδί η μητέρα μου και συμπέρανα ότι ήταν η μορφή της Ύπεραγίας Θεοτόκου.
… ήρθα για τα δάκρυα της μάνας σου…. εσύ θα ζήσεις, θα ζήσεις και θα Μας υπηρέτησης….μού είπε με γλυκό και ειρηνικό ύφος και σιγά σιγά άρχισε να χάνεται.
Μετά από αυτό όλα σαν να έσβησαν, ένοιωσα να διαλύομαι και μία δύναμη να με απορροφά με ορμή και να με κατευθύνει κάπου. Αμέσως ένοιωσα σαν να ξύπνησα από λήθαργο. Βρέθηκα γυμνός με ένα πολυτραυματισμένο σώμα στο μαρμάρινο τραπέζι του νεκροτομείου, ενώ ταυτόχρονα άκουγα κάτι (σαν ουρλιαχτά) από έναν άνθρωπο καθώς απομακρυνόταν τρέχοντας προς την πόρτα…
Ο νέος αυτός μετά την πλήρη θεραπεία του, ηρθε στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου, όπου συνάντησε τον ηγούμενο πατέρα Χριστόδουλο και αφού του διηγήθηκε το περιστατικό του ατυχήματός του εξεδήλωσε την επιθυμία να γίνει μοναχός.
Πράγματι εκεί ο γέροντας μετά την απαραίτητη δοκιμασία τον έκειρε μοναχό και του έδωσε το πατερικό όνομα «Σωφρόνιος».
Σήμερα είναι ένας ευλαβής μοναχός, ο οποίος δεν έπαυσε ποτέ να διηγείται την παράξενη συνάμα και ψυχωφελή αυτή ιστορία της ζωής του.
Στη συνέχεια αναχώρησε για ένα ησυχαστήριο στην Καστοριά όπου ήταν και η ιδιαίτερη πατρίδα του.
Πηγή: Αληθινές προφορικές διηγήσεις μετανοίας πού γράφονται για την ψυχική ωφέλεια των Ορθοδόξων Χριστιανών, Επιμέλεια Έκδοσης «Φίλοι Αγίου Όρους Λαμίας».

http://opougis.blogspot.gr

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

"Η ψυχή αυτής εν αγαθοίς αυλισθήσεται" (Ψαλμ. ΚΔ΄, 13) Σεπτή Γερόντισσα, Μοναχή Μαριάμ- Ηγουμένη της Ιεράς Νέας Μονής (1922- +2014)



site analysis


Του Γεωργίου Φωτ. Παπαδόπουλου- Κήρυκα του θείου λόγου

Η μετάνοια είναι δώρο του Θεού. Είναι Μυστήριο και ο άνθρωπος που, ενσυνείδητα θα την ενστερνιστεί, νεκρώνει τα πάθη τα επί της γης και μετατρέπεται σε σκεύος εκλογής, σε επίγειο άγγελο του Θεού. Το δώρο αυτό, της θείας χάριτος, ελκύεται από την πίστη. <<χάριτι Θεού εστέ σεσωσμένοι διά της πίστεως>> (Εφεσ. Β΄, 8). Τι είναι, όμως, η πίστη ? Ο Απόστολος των Εθνών, Παύλος, μας ερμηνεύει: <<πίστις εστίν υπόστασις ελπιζομένων, έλεγχος πραγμάτων ου βλεπομένων>> (Εβρ. ΙΑ΄, 1). Πίστη είναι το ότι υφίστανται -ουσιαστικά και υπαρκτά- εκείνα, πνευματικά και ψυχικά, τα οποία είναι πρόξενοι της -κατά Θεόν- βιωματικής ελπίδας. Είναι το να επιβάλλεσαι και να εξουσιάζεις πράγματα που υπάρχουν, τα νιώθεις και τα αισθάνεσαι, γνωρίζεις ότι υπάρχουν, αλλά δεν μπορείς να τα δεις. 

Ένα τέτοιο σκεύος εκλογής του Θεού, ένας τέτοιος επίγειος Άγγελος, ήταν και η μακαριστή Γερόντισσα της Νέας Μονής, Μοναχή Μαριάμ, η οποία κατέλιπε τα επίγεια και φθαρτά για να συναντήσει τον Κύριο που, τόσα χρόνια λάτρευε και υπηρετούσε, που ζούσε γι΄ Αυτόν, προς τα αιώνια και άφθαρτα.

Όπως, πολύ σωστά και εμπνευσμένα, την αποχαιρέτισε ο Σεβ. Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Χίου κ. Μάρκος, με μια καλλικέλαδη Ορθοδοξότατη προσλαλιά –που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον, από άμβωνος λόγο, ενός Ιερού Χρυσοστόμου ή ενός Μεγάλου Βασιλείου– επισημαίνοντας ότι, η Γερόντισσα Μαριάμ δεν απέθανε τώρα. Απέθανε πριν από 57 χρόνια, όταν ενδύθηκε το Μοναχικό και Αγγελικό Σχήμα, απαρνούμενη τα του κόσμου τερπνά αλλά εφήμερα και ψυχοφθόρα. Σήμερα αναστήθηκε για να μεταβεί στην όντως ζωή, διότι δεν υπάρχει τέρμα στον τάφο, υπάρχει ένα νέο ξεκίνημα που οδηγεί στην μακαριότητα και στην κατάργηση του χρόνου. Ο θάνατος καταπατήθηκε, με την Ανάσταση του Κυρίου και έχει, πλέον, πρόσκαιρο χαρακτήρα. <<Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος>> (Α΄ Κορινθ. ΙΕ΄, 26). Όπως ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος, έτσι και ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος. Γι΄ αυτό και τα νεκροταφεία αποκαλούνται κοιμητήρια. Κατά την Δευτέρα Παρουσία <<πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής Αυτού (του Κυρίου)>> (Ιωαν. Ε, 28) και <<οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον>> (Α΄ Θεσσ. Δ΄, 16). 

Τις ημέρες που η Αγία μας Εκκλησία εόρταζε μεγάλους Πατέρες και Μοναχούς, τα διαμάντια της Ορθοδοξίας μας: τον Άγιο Αντώνιο, τους Αγίους Αθανάσιο και Κύριλλο, τον Άγιο Μακάριο, τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, τον Άγιο Ευθύμιο, τις ίδιες εκείνες ημέρες, ευδόκησε ο Θεός να μεταστεί η Οσία μητέρα Μαριάμ στην αγκαλιά του Θεού. 

Η μακαριστή Γερόντισσα είχε νιώσει με τα αισθητήρια της ψυχής της πολλά <<θεοσημεία>> εν ζωή, σημάδια θεϊκά, θαυμαστά και υπερφυσικά. Αρκετά μας είχε αποκαλύψει και διηγηθεί. Προσωπικά είμαι σίγουρος ότι, <<όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου>> (παράβαλε στο Γαλ. Δ΄, 4), ο πανάγαθος και παντοδύναμος Θεός θα δείξει και τα θαυμαστά εκείνα <<σημεία τοις πάσιν>> (Πραξ. Δ΄, 16) που έχουν να κάνουν με τη Γερόντισσα.

Ο τόπος της Ι. Νέας Μονής ανέδειξε και αναδεικνύει μέχρι σήμερα Αγίους. Από τώρα και στο εξής έχουμε άλλη μια πρέσβειρα στον Θεό, να μεσιτεύει για εμάς.

Οσία μητέρα Μαριάμ, σεπτή Γερόντισσά μας, μνημόνευε υπέρ ημών των αμαρτωλών. Μνημόνευε για την Ιερά Νέα Μονή σου, για την Ορθοδοξία μας, τη Χίο, την πατρίδα μας, Ελλάδα. Αμήν.-
----------------------------

«Μέ τά τσαρούχια στόν Παράδεισο» ἡ Γερόντισσα τῆς Νέας Μονῆς Χίου Μαριάμ

Τίς ἐλάχιστες αὐτές ὀφειλετικές σκέψεις τῆς πολλαπλῶς εὐγνωμονούσης... καρδίας, ἐχάραξα γονυκλινῶς ψυχῇ τε καί σώματι, μή δυνάμενος νά μεταβῶ γιά νά συμπροσευχηθῶ στήν μυροβόλο Χίο τήν «προκαθημένη τῆς εὐσεβείας» κατά τόν μακαριστό Ποιμενάρχη της Χρυσόστομον εἰς τόν ὁποῖον καί ἀνήκουν οἱ λέξεις τοῦ τίτλου.

Ὁ ἀλήστου μνήμης Ἀρχιερεύς διαμένων κατά διαστήματα εἰς τήν ἱστορικήν Νέαν Μονήν, ὑπεραγαπῶν αὐτήν, εἶχε διατυπώσει καί ὁμολογήσει τήν πεποίθησή του πρό τεσσαράκοντα περίπου ἐτῶν, λέγων: «Ἡ Γερόντισσα εἶναι ἀπό τώρα μέ τά τσαρούχια στόν Παράδεισο»!

Συχνά ἐκείνη, τότε, τόν ἔβλεπε καί τόν ἄκουγε –ὅπως μοῦ εἶπε ἐπ’ ἐσχάτων ἡ ἰδία, καθήμενον καί μελετοῦντα ὄπισθεν τοῦ Ἁγίου Βήματος τοῦ Καθολικοῦ– νά τήν στηρίζει, ὑψώνων τό χέρι καί λέγοντας –Χρυσόστομος ὤν– τό Χρυσοστομικόν «Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός»!

Ἡ σεπτή Καθηγουμένη Μαριάμ, κατά κόσμον Δέσποινα Μανιοῦ, γεννήθηκε τό 1922 στόν Μεσαγρό τῆς Λέσβου, ἕν ἀπό τά ὄμορφα χωριά τοῦ κόλπου τῆς Γέρας πού μνημονεύει ὁ Ἑλύτης στό Ἄξιον Ἐστί, ἀπό τόν Γεώργιο καί τήν Μαγδαληνήν ἡ ὁποία ἠκολούθησε τήν κόρη της καί κοινοβίασε στήν Νέαν Μονήν.

Ἡ Γερόντισσα Μαριάμ τό 1958, μαζί μέ τίς πρῶτες ἐξαδέλφες τήν μετέπειτα Μοναχήν Ματρώνα Χάλακα καί Βενετία Χάλακα ἀπό τό Παλαιοχώρι Λέσβου, τήν Προκοπία-Καλλιόπη Βερβερέλλη ἀπό τήν Μυτιλήνη καί ἄλλα εὔοσμα ἄνθη τῆς εὐλογημένης ἐρήμου –πού δέν εἶναι κατ’ ἀνάγκην τόπος ἀλλά τρόπος ζωῆς– μεταφυτεύθηκε ἀπό τόν Θεῖον Κηπουρόν ἀπό τόν Μεσαγρόν εἰς τόν... Ἀγρόν τῶν πνευματικῶν ἀγωνισμάτων τῆς κατά Χίον Στρατευομένης Ἐκκλησίας• κατ’ ἀρχήν εἰς τήν Μονήν Ἁγίας Σκέπης, κοντά στό Χαλκειός, ὅπου ἐμόνασε μία ἁδρή πνευματική φυσιογνωμία τοῦ περασμένου αἰῶνος, πού ὄργωσε τό γεώργιον τοῦ Θεοῦ στήν γείτονα Λέσβον, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Κορνήλιος Μαρμαρινός, Γέροντας μεταξύ ἄλλων τῶν μακαριστῶν Πλωμαριτῶν Μητροπολιτῶν Μηθύμνης Ἰακώβου Μαλλιαροῦ καί Χίου Χρυσοστόμου Γιαλούρη.

Ἐκεῖ ὑπετάγη τό πρῶτον ἡ ἀείμνηστη Γερόντισσα καί ὅταν ἀργότερα ὁ δυναμικός Μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης μετέτρεψε τήν Νέαν Μονήν –τήν Μονή Μετανοίας τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ὅπου μάλιστα σώζεται πρακτικό τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τό ὁποῖον ὑπογράφει «Ὁ Γραμματεύς τῆς Μονῆς Νεκτάριος Κεφαλᾶς»– ἀπό ἀνδρώα σέ γυναικεία λόγῳ λειψανδρίας, τήν ἐτοποθέτησεν ἐκεῖ, μαζί μέ τίς συμπατριώτισσές της Μοναχές Ματρώνα καί Προκοπία, οἱ ὁποῖες προανεφέρθησαν κ.ἄ.. Ἡ Μονή Ἁγίας Σκέπης ἔχει σήμερα πλήρως ἀνασυγκροτηθεῖ, χάρη στήν ἀνύστακτη φροντίδα τοῦ Πνευματικοῦ π. Νεκταρίου Ἐπιτροπάκη.

Ἡ Γερόντισσα Μαριάμ εἶχεν ὡς κύρια στοιχεῖα τήν εὐλογημένην ἁπλότητα, τήν ἀφοπλιστικήν ἁπλοϊκότητα –πού ἴσως σέ κάποιους νά ἐφαίνετο ὑπερβολική, πόσον ὅμως πάντοτε δικαιωνόταν– καί πρό πάντων τήν πλήρη ἐμπιστοσύνη της εἰς τό ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐφήρμοζεν ἐμπράκτως τήν δυναμική-δυναμιτιστική φράση «...πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν, Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Φρυκτωρός τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως εἰς τήν περίοπτον ἔπαλξή της, ἔδινε μαρτυρία Χριστοῦ Ἐσταυρωμένου κάθε λεπτό!

Μέ ἀξίωσε ὁ Θεός καί τήν ἐγνώρισα πρό δεκαετιῶν, εὑρισκόμενος εἰς τήν τρυφεράν ἡλικίαν τῶν ἐννέα μόλις ἐτῶν, τότε πού ὅλα ἀποτυπώνονται στό καθαρό μέταλλο τῆς καρδιᾶς. Θυμοῦμαι, παιδάκι καθώς ἤμουν, μπῆκα ἕνα μεσημέρι στό κελλάκι της.

Ἦταν πρόχειρα ξαπλωμένη σ’ ἕνα ντιβανάκι καί στήν ἀγκάλη της εἶχε τόν Ἐσταυρωμένο Κύριο. Πόσο ἐντυπωσιάσθηκα καί διδάχθηκα!.. Τούς πάντας ἐστήριζε μέ τόν βιωματικό λόγο της. Πόσον ὅμως ἐδίδασκε μέ τό ἄφωνο πλήν τόσον εὔγλωττο κήρυγμα τοῦ παραδείγματός της... Ἀρκοῦσε, ὅπως ἀναφέρεται στά συναξάρια τῶν ἁγίων, νά τήν ἀντικρύσεις μόνο, γιά νά διδαχθεῖς!

Τά τελευταῖα ἔτη τῆς ἐπιγείου ζωῆς της –ὅταν τό βάρος τῶν ἐννέα καί πλέον δεκαετιῶν ἦτο δυσβάστακτο στούς ἀποστεωμένους ὤμους της– εἶχε τήν καθημερινήν υἱκή φροντίδα καί ἀγάπη διαφόρων εὐλαβῶν ἀνθρώπων, μέ κεντρικό πρόσωπο τόν Ἀρχιμανδρίτη Διονύσιον Παπανικολάου ἐφημέριο καί Πνευματικό τῆς Νέας Μονῆς.

Ὁ ἐξαίρετος αὐτός κληρικός μέ αὐταπαρνητικήν ἀφοσίωση παιδιοῦ πρός μητέρα, τήν ἀνέψυχε πολυμερῶς τε καί πολυτρόπως –στοιχούμενος τῷ μακαριστῷ Ποιμενάρχῃ του Μητροπολίτῃ Χίου κυρῷ Διονυσίῳ καί τῷ ρέκτῃ νῦν Ἀρχιθύτῃ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας Μητροπολίτῃ Χίου Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κυρίῳ Μάρκῳ– ἕως ὅτου τό Σάββατο 18 Ἰανουαρίου 2014 ἡ σεπτή Γερόντισσα πλήρης ἀγωνιστικῶν ἡμερῶν καί προσευχητικῶν νυκτῶν ἔκλεισε τά μάτια τοῦ ἀσθενικοῦ σώματος εἰς τήν γῆν, ἀνοίγοντας διάπλατα τά μάτια τῆς ρωμαλέας ψυχῆς της εἰς τόν Οὐρανόν κι ἐνατενίζουσα πλέον τόν λατρευτόν Νυμφίο της Χριστόν ὁ Ὁποῖος τήν εἶχεν ἀξιώσει παραδεισίων γλυκασμῶν, ἐνῶ ἐκείνη ἀκόμη εὑρίσκετο ἀνάμεσά μας!..

Τί θαυμαστόν, ἐκοιμήθη τήν ἡμέρα Μνήμης τοῦ Καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου Ἀντωνίου, τόν ὁποῖον ὑπερηγάπα καί συχνά ἐπεσκέπτετο εἰς τό γραφικό ἐκκλησάκι του, κάτω ἀπό τήν Μονήν! Ὁ Μέγας αὐτός Ὅσιος τήν εἰσόδευσε –μετά τοῦ μακαρίου Ἀγγέλου της– ἀσφαλῶς θριαμβευτικῶς εἰς τήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ «ἔνθα ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡ ἀνέκφραστος ἠδονή τῶν καθορώντων τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου τό κάλλος τό ἄρρητον»!

Γερόντισσα, ἁγία Καθηγουμένη Μαριάμ, βάζοντας τρεῖς ἐδαφιαῖες μετάνοιες εἰς τό Ἱερό Σκήνωμά σου, κατασπάζομαι τήν εὐλογημένη δεξιά σου καί ἀποθέτω στά κράσπεδα τοῦ τετιμημένου ράσου σου τίς φτωχικές τοῦτες σκέψεις τῆς... καρδίας, τήν ὁποίαν κατακλύζουν αἰσθήματα βαθυτάτου σεβασμοῦ καί παντοειδοῦς εὐγνωμοσύνης.

Εὔχου θεοπειθῶς ὑπέρ πάντων ἡμῶν• Ἀμήν.

Ἐμμανουήλ Μελινός

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Η Οσία Πελαγία Ιβάνοβνα του Ντιβέέβο(+30 Ιανουαρίου)



site analysis


To όνομά της ήταν Πελαγία Ιβάνοβνα Σερεμπρενίκοβα γεννήθηκε τον Όκτώβριο του 1809 . στο Άρζαμα της Ρωσίας. Οί γονείς της, Ίβάν Ίβάνοβιτς Σουρίν, έμπορος στο επάγγελμα και ή μητέρα της Παρασκευή Ίβάνοβνα Μπεμπέσεβα, απόκτησαν αλλά δυο παιδιά, τον Ανδρέα και τον Ιωάννη. Ό Ίβαν έφυγε γρήγορα από το μάταιο τούτο κόσμο, αφήνοντας την Παρασκευή σε νεαρή σχετικά ηλικία μόνη με τα τρία της παιδιά. Ή τελευ­ταία ξαναπαντρεύτηκε με τον Αλεξέι Νικήτιτς Κορόλεφ, άνθρωπο αυστηρό και ανάλγητο- μια συμπεριφορά πού ακολουθήθηκε και από τα παιδιά της πρώτης του γυναί­κας, κάνοντας τη διαβίωση μέσα στο σπίτι για την Πελαγία και τ' αδέλφια της σωστό μαρτύριο. Μικρή ακόμα ή όσια αρρώστησε βαριά, για να μείνει στο κρεβάτι για μεγάλοχρονικό διάστημα. Όταν επιτέλους σηκώθηκε ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ενώ προηγουμένως ήταν εξαιρετικά έξυπνη με πλήρη διαύγεια πνεύματος, τώρα άρχισε να κάνει διάφορες ανοησίες. "Εβγαινε χειμωνιάτικα στον κήπο, σήκωνε τη φούστα της, στεκόταν στο ένα πόδι και στροβιλιζόταν γύρω-γύρω σαν μπαλαρίνα, βγάζοντας ταυτόχρονα ακατανόητες κραυγές. Τη μάλωναν και την έδερναν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όπως ή ίδια ή μητέρα της αφηγήθηκε χρόνια μετά, είχε υποπτευθεί ότι από τότε ή Πελαγία πήρε την κλίση για τη σαλότητά της, παρόλο πού τότε αυτό ήταν ότι χειρότερο για την ήδη ταλαιπωρημένη οικογένεια. 
Μετά από όλα αυτά ή μητέρα της αποφάσισε να ξαναεπισκεφτεί τον όσιο Σεραφειμ στο Σαρώφ. Εκεί του ανάφερε τα γεγονότα από την τελευταία τους επίσκεψη μέχρι τη μέρα εκείνη και ζήτησε τη συμβουλή του. Ό γέροντας άφοϋ άκουσε προσεχτικά όσα ή πονεμένη μάνα του είπε, τη συμβούλεψε να μην δένουν την Πελαγία, αλλά να την αφήσουν ελεύθερη ν' ακολουθήσει το θεάρεστο δρόμο της. Από τη μέρα εκείνη δεν την εμπόδιζαν να κάνει ό,τι αύτη ήθελε. "Ολες σχεδόν τις νύχτες τις περνούσε στο προαύλιο του ναού, οπού στο ύπαιθρο προσευχόταν όλονυκτίς με κατανυκτικότατα δάκρυα. Τις μέρες ντυμένη με κουρέλια γυρνούσε στους δρόμους οπού ουρλιάζοντας καλούσε τους πάντες στην αγάπη του Θεού.
 Πέρασαν έτσι τέσσερα χρόνια.Το 1837, όταν κοιμήθηκε ό όσιος Σεραφείμ, τη συνάντησε στο δρόμο ή γερόντισσα Ίουλιανή Γρηγορίεβα, μοναχή στο μοναστήρι του Ντιβέγεβο, πού διακρινόταν για το προορατικό της χάρισμα και ζήτησε από τη μητέρα της Πελαγίας να της δώσει άδεια να την πάρει μαζί της. Ετσι και έγινε. Πριν φύγουν από το σπίτι ή Πελαγία έκανε εδαφιαία μετάνοια στους συγγενείς της και τους είπε: «Συγχωρέστε με, για την αγάπη του Χρίστου. Δεν θα ξαναγυρίσω κοντά σας ώσπου να πεθάνω».
Στο Ντιβέεβο συνέχισε την αλλόκοτη συμπεριφορά της.Άλλες αδελφές τη σεβόνταν και την εκτιμούσαν,άλλες τη φοβούνταν,άλλες την κορόιδευαν,μερικές μάλιστα την χτυπούσαν

Απ'όταν ακόμα ήταν στη ζωή έκανε πολλά θαύματα.Έτσι θεράπευσε τον καλλιτέχνη Μ.Π.Πετρώφ του οποίου το χέρι είχε παραλύσει.Εσβησε από μακριά μια φωτιά,ενώ πολλοί την έβλεπαν στον ύπνο τους και κατόπιν τους θεράπευε.Τέσσερα χρόνια πριν από την κοίμησή της προφήτεψε ότι ο ιακωβινισμός και η τρομοκρατία θα εξαπλωθούν στη Ρωσία και ότι θα σκοτώσουν τον τσάρο Αλέξανδρο τον Β για τον οποίον έκλαιγε και προσευχόνταν ασταμάτητα.Μετά από 20 χρόνια σκληρής ζωής εμφανίστηκε στον ύπνο της ο Άγ.Σεραφείμ του Σαρώφ και την προέτρεψε να αποτραβηχθεί στο κελί της,αποφεύγοντας τους ανθρώπους.Εκεί ζούσε κλαίγοντας και προσευχόμενη.Τρεφόνταν κυρίως με μαύρο ψωμί από το οποίο εφτιαχνε μικρές μπαλίτσες τις οποίες χρησιμοποιούσε ως κομποσχοίνι λέγοντας την ευχή του Ιησού.
Νιώθοντας το θάνατο της λίγες μέρες πριν κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, έβαλε μετάνοια σ' όλες τις αδελφές της μονής. Αυτό έγινε το Σαββάτο 28 Ιανουαρίου 1884. Στις 1.45 το πρωί της Δευτέρας 30 Ιανουαρίου, ή Πελαγία Ίβάνοβνα, άφησε την τελευταία της πνοή και ή πολυταλαιπωρημένη της ψυχή πέταξε στον ουρανό, στα χέρια του Νυμφίου της Χρίστου. Την έντυσαν με τα ρούχα πού ή ιδία αρεσκόταν να φορά. Μιαν άσπρη μπλούζα, ένα σαραφάν, ένα μάλλινο σάλι και το κεφάλι της το τύλιξαν μ' ένα άσπρο μεταξωτό μαντήλι. Την έβαλαν σ' ένα φέρετρο κυπαρισσένιο και έμεινε έτσι στο κελί της για εννιά μέρες, διάστημα κατά το όποιο έκαναν τριάντα έως σαράντα τρισάγια ημερησίως και έψαλλαν συνεχώς από το ψαλτήρι.
Την έθαψαν πίσω από το ιερό του ναού της Αγ.Τριάδος όπως είχε η ίδια προφητέψει επτά χρόνια πριν.Η μνήμη της τιμάται στις 30 Ιανουαρίου


ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ