Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Βίος της Αγία Μόνικας μητέρας του Αγίου Αυγουστίνου



site analysis

Η Αγία Μόνικα μητέρα του Αγίου Αυγουστίνου τιμάται στις 4 Μαΐου


Ανατροφή της Μόνικας
Η Μόνικα γεννήθηκε εν Ταγάστη της Νουμιδείας της Αφρικής τω 332 μ.Χ. Οι γονείς της ήσαν ευσεβείς Χριστιανοί δια τούτο φρόντισαν να την αναθρέψουν συμφώνως με τα αθάνατα
διδάγματα του Ευαγγελίου. Μολονότι ήσαν αρκετά πλούσιοι, δεν παρασύρθηκαν από τις συνηθισμένες αντιλήψεις να της δώσουν εξωτερικό ψιμύθιο, το επίχρισμα της κοινωνικής
αβροφροσύνης. Ζήτησαν κυρίως η κόρη των να ζήσει την χριστιανικών ζωή. Ενεπιστεύθησαν δε την με ταύτα ανατροφή της κόρης των εις μίαν ηλικιωμένη και δοκιμασμένη εις την αρετή και 
την ευσέβεια υπηρέτρια. Η υπηρέτρια αυτή εργάστηκε όντως μετά ζήλου διά να καταστήσει την Μόνικα ενάρετο, δεν παρέλειπε δε και την αυστηρότητα εν συνδυασμό με την γλυκύτητα, 
οσάκις παρίστατο ανάγκη, όπως την απομακρύνει από πάσα κακήν συνήθεια, η οποία εκάστοτε ανεφύτρωνε. Αλλά παρά τις συμβουλές και τας προφυλάξεις, τας οποίας ελάμβανε η γραία
εκείνη υπηρέτρια, η Μόνικα νικήθηκε από μίαν κακήν συνήθεια.
Ας αφήσουμε δε τον υιό της τον Άγιο Αυγουστίνο να μας διηγηθεί με απλότητα, αλλά και με
θαυμαστή γλαφυρότητα το παράπτωμα της μητρός.
«Καί πῶς ὤ Θεέ μου, εἶχε διολισθήσει εἰς τήν Μόνικά της, διηγοῦμαι τά τῆς δούλης σου ἐγώ ὁ υἱός της, κάποια ἐπιθυμία πρός τόν οἶνον. Ἐπειδή ἦτο φρόνιμος καί λογική, οἱ γονεῖς τῆς τήν
ἔστελλον εἰς τήν οἰναποθήκην, ὅπως φέρη οἶνον ἀπό τό βαρέλιον. Ἀλλ’ ἐκεῖ εἰλκύσθη κατ’ ἀρχάς καί ἤθελε νά δοκιμάση, ἄν τό κρασί εἶναι καλόν. Τῆς ἠρεσε καί ἐνικήθη. Μέ τήν πάροδον
δέ τοῦ χρόνου ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ὄχι μόνον ἐδοκίμαζεν ἁπλῶς, ἀλλ’ ἔπινε πολλά ποτήρια οἴνου. Δέν ἐπρατε τοῦτο ἀπό ἀγάπην πρός τό ποτόν, ἀλλ’ ἀπό νεανικήν ἀπερισκεψίαν, ἡ
ὅποια δέν διορθώνεται ἄλλως παρά μέ τήν αὐστηρᾶν ἐπέμβασιν τῶν γονέων. Ἐν τῷ μεταξύ ὅμως προσθέτουσα ἀπό ἡμέρας εἰς ἡμέραν σταγόνα πρός σταγόνα, ἡ περιφρόνησις τῶν
μικρῶν ὑποχωρήσεων φέρει ἀσυναισθήτως εἰς ὄλεθρον, παρεσύρθη ὑπό τῆς συνήθειας νά καταπίνη ὁλόκληρα ποτήρια».
Και έρωτα ο Αυγουστίνος: Πού ήτο κατά την ώρα εκείνην, η τόσο φρόνιμος γραία με τας ρητάς απαγορεύσεις; Ούτε ο πατήρ αυτής ούτε η μήτηρ της ήσαν εκεί. Αλλά συ ήσο παρών, Θεέ μου,
συ όστις την έπλασας, όστις μας καλείς προς σε, και δύνασαι έστω και διά της μεσολαβήσεως των ανθρώπων να πράττεις το επωφελές διά την σωτηρία των ψυχών. Τί έκαμες λοιπόν τότε
Θεέ μου; Πώς την νοσήλευσας; Πώς της απέδωσες την ψυχική υγεία; Η υπηρέτρια η οποία συνόδευε συνήθως εις το βαρέλι, ήλθε ημέρα τινά εις προστριβές με την νεαρά κυρία της, μόνην
προς μόνην και της επέρριψε κατά πρόσωπον την υβριστή λέξιν: «Σύ θά μέ διδάξης, ποῦ εἶσαι μέθυσος;». Η υβριστική αυτή λέξις, το κτύπημα αυτό, επέφερε σωτήριο αποτέλεσμα. Η κόρη
συνησθάνθη την κακήν συνήθειά της, την μίσησε και απηλάγη ολοτελώς. Και ο ιερός Αυγουστίνος κάμνει τας εξής διδακτικές παρατηρήσεις: Εάν οι φίλοι μας διαφθείρουν με τας
κολακείας των, οι εχθροί συχνά μας παιδαγωγούν με τις προσβολές των.
Εις το εξής η Μόνικα αφιερώνετε εις την κατά Χριστό ζωή. Η τακτική μελέτη της άγιας Γραφής αποτελεί το εντρύφημα της. Κρυφή της ευχή, διά την οποίαν παρακαλεί αδιακόπως νυχθημερόν
τον Θεό ήτο η απόκτησης αγαθού συζύγου και ευσεβών τέκνων. 

Πως αντέδρασε η Αγία στην συμπεριδορά του συζύγου της;
Όταν ήλθε εις νόμιμο ηλικία, οι γονείς της απεφάσισαν να την υπανδρεύσουν με έναν νέον ανήκοντα εις αριστοκρατική οικογένεια καλόγνωμο, αλλά εθνικό, τον Πατρίκιο. Η Μόνικα, καίτοι
ήτο ειδωλολάτρης ο Πατρίκιος, έστερξε να τον λάβει σύζυγο, διότι έλπιζε ότι ταχέως θα τον έκαμνε Χριστιανό και ούτω θα προσέθετε εις την ποίμνη του Χριστού ένα ακόμη λογικό
πρόβατο. Διά τούτο μολονότι ο σύζυγος ήτο ειδωλολάτρης, εξακολούθησε να εκτελεί τα χριστιανικά της καθήκοντα όλα, όπως και πρότερο και ουδέν παρέλειπε. Έκανε τακτικά την
προσευχή της, μελετούσε την αγία Γραφή, μετέβαινε εις την Εκκλησία καθέ εκάστην Κυριακή, σύχναζε εις τα ιερά κηρύγματα, χωρίς να παραλείπει εννοείται, και τα καθήκοντα της οικογενείας
της. Ατυχώς είχε να παλέψει προς ένα χαρακτήρα κακοσυνηθισμένο. Ήτο βεβαίως αγαθής φύσεως ο σύζυγος της, αλλά ήτο αιχμάλωτος δύο μεγάλων ελαττωμάτων. Ήτο άσωτος, είχε
παραδοθεί τελείως εις τας παρανόμους ηδονές, ακόμη δε ήτο και εις το άκρον οξύθυμος.
Πολλάκις την απατούσε, παραδινόταν εις διεφθαρμένες γυναίκες και την ωραία Μόνικα την άφηνε να μαραίνεται μόνη της και να σπογγίζει τα πολλά δάκρυά της. Εις την οικία των μετέβαινε
τας περισσότερες φορές μετά το μεσονύκτιο. Όχι δε ολίγας φοράς διανυκτέρευσε εις ένοχους διασκεδάσεις. Όλες αυτές οι παρεκτροπές του συζύγου της έπλητταν την Μόνικα διπλός. Από 
το ένα μέρος διότι ο σύζυγος της, προσέβαλε την συζυγική τιμή, από το άλλο, διότι η ψυχή του ανδρός της κυλιόταν μέσα εις τον βόρβορο της ακολασίας. Και τί έκαμε νομίζετε διά να τον
διορθώσει; Τον φώναζε, τον ύβριζε, προκαλεί σκηνές μέσα εις το σπίτι και φιλονικίας; Όχι. Ουδέποτε η συνετή αυτή γυναίκα, ουδέ και εις το παραμικρό παρασύρθηκε. Εξακολούθησε να
περιβάλει τον σύζυγο της με όλη την αγάπη της και την χριστιανική τρυφερότητα. Συλλογιζόταν και πολύ ορθά η φρόνιμος αυτή σύζυγος, ότι αν έβριζε τον σύζυγο της, θα τον ψύχραινε, και το
χειρότερο με την διαγωγή της αυτήν θα τον έσπρωχνε περισσότερο εις τις αμαρτωλές γυναίκες. Αντιθέτως δε πίστεψε, και πολύ σωστά, ότι με την γλυκύτητα, με όλη την χριστιανικών αγάπη
της, θα κατόρθωνε να τον παρελκύσει ώστε να την αγαπήσει και να απομακρυνθεί από τας πονηρές γυναίκες. Διά τούτο παρακαλεί τον Θεό αδιακόπως. Ουδέποτε έχασε το θάρρος της 
και την ελπίδα της. Αγωνίζεται και παλαίει διά να απομακρύνει αυτόν από την ακολασία επί πολλά έτη, με την πραείαν συμπεριφορά της και το άδολο ενδιαφέρον της.
Αλλά δεν είχε μόνον το ολέθριο τούτο ελάττωμα ο σύζυγος της Μόνικας. Κατείχετο και από μεγάλη οξυθυμία. Ήτο πολύ ευέξαπτος. Διά το παραμικρό πράγμα, ήτο ικανός ο σύζυγος της 
να την υβρίσει κατά τον χυδαιότερο τρόπον, να της αραδειάσει τα μάλλον εξευτελιστικά επίθετα και να την εξουθενώσει εις τα μάτια των υπηρετριών. Παρ’ όλα αυτά η Μόνικα δεν ανταπέδωσε
ποτέ τα ίσα. Ούτω διά της άκρας υπομονής της και διά της τρυφερής της συμπεριφοράς με την οποίαν προσέβλεπε τον σύζυγο της και ότε ακόμη την ύβριζε χυδαιότατα, κατόρθωνε να
περιορίζει τον θυμό του μόνον εις ύβρεις, με λέξεις, και ουδέποτε τον εξανάγκασε να την κτυπήσει. Οι άλλες γυναίκες, οι οποίες είχαν λιγότερο οξύθυμους άνδρες, έφεραν συχνά σχεδόν
ίχνη και μώλωπας από το δάρσιμο εις το πρόσωπον εκ μέρους των συζύγων των. Επειδή δε ήξεραν ότι ο σύζυγος της Μόνικας ήτο περισσότερο ευερέθιστος, απορούσαν, γιατί αυτή δεν 
είχε τα σημάδια του δαρσίματος εις το πρόσωπον. Από απορία την ρωτούσαν λοιπόν, πώς κατόρθωνε να μαλάσσει την καρδία του ανδρός της. Και ενώ την ρωτούσαν, συγχρόνως
στιγμάτιζαν την συμπεριφορά του συζύγου των με τα μελανότερα χρώματα. Η Μόνικα τότε με αφέλεια υπό τύπον αστειότητος, καυτηρίαζε την γλώσσα αυτών απέναντι των συζύγων των.
Εξηγεί δε εις αυτές πώς κατόρθωνε να μη εξάπτει περισσότερο τον θυμό του συζύγου της. Όταν με υβρίζει ο σύζυγος μου, έλεγε όχι μόνον δεν θυμώνω, αλλά παρακαλώ τον Θεό καθ’ όλον
τον χρόνο πού με υβρίζει, να τον συμπαθήσει και ως παντοδύναμος να του εκριζώσει την οργή. Αφού δε καταπραϋνθεί, τότε του εξηγώ πώς έγινε εκείνο, διά το οποίον κραύγαζε. 


Πώς μάλαξε την σκληρότητα της πεθεράς της
Η Μόνικα ήτο ακόμη ατυχής και εις την πεθερά της. Η πενθερά της ήτο εις άκρον ιδιότροπος. Εννοούσε την αγαθή γυναίκα να την υβρίζει, να την αποπαίρνει εμπρός εις τους ξένους. 
Η Μόνικα όμως, παρά την ισχυρή λύπη την οποίαν δοκίμαζε, εδείκνυε μεγάλη άνεκτικότητα και σεβασμό. Είχε να παλαίση με δύο μεγάλα θηρία. Με την ακολασία του ανδρός της και με την
ασυμπάθεια της πενθεράς της. Η Μόνικα με την ανοχή της και με τας προσευχές της, επέτυχε κάπως να ημερώσει την πεθερά της. Τοσούτον δε μετεβλήθη η πενθερά της και τοσούτον
αγαπούσε πλέον την Μόνικα, ώστε πάσαν νέα διαβολή, την οποίαν μηχανογραφούσαν οι υπηρέτριες, την κατήγγειλε εις το υιό της και διατύπωνε την αξίωση να τιμωρήσει τις υπηρέτριες,
οι οποίες τόλμησαν να συκοφαντήσουν την αγαθή νύμφη της. Ούτω και εις το σημείο τούτο θριάμβευσε η πιστή εκτέλεσης των εντολών του Θεού.

Η Επιστροφή του συζύγου
Εκείνο όμως το οποίον ελύπει κατάκαρδα την Μόνικα, ήτο το ότι ο σύζυγος της ζει μακριά του Χριστού. Είχε παρέλθει πλέον των δέκα πέντε ετών και ο σύζυγος της κυλιόταν μέσα στην
ακολασία, επί πλέον δε δεν είχε γίνει Χριστιανός. Οι τροποί της όμως οι φιλόφρονες, προ παντός δε η χριστιανική συμπεριφορά της, η πίστης της προς τον Χριστό και η μετά πολλών
δακρύων προσευχή της, εισακούστηκε επί τέλους υπό του Θεού. Ο σύζυγος της ο Πατρίκιος, βλέπων την ενάρετο διαγωγή της αγαθής συζύγου του, την τρυφερότητα, την άδολο αγάπη με
την οποίαν πάντοτε τον περιέβαλε, αισθάνθηκε τις παρεκτροπές του, εξετίμησε τις ιερές προσπάθειες της και πλέον έπαυσε την αμαρτωλή ζωή. Ελκύστηκε προς τον Θεό και ολίγον προ
του θανάτου του βαπτίστηκε Χριστιανός. Δεν λυπήθηκε υπερβολικά, διότι ήξερε ότι ούτος πλέον διά της μετανοίας καθαρισθείς ανήλθε εις τους ουρανούς. Της άφησε δε τρία τέκνα.

Η Καρτερία και η επιμονή της μητρός διασώζουν τον Αυγουστίνο
Μεταξύ αυτών ανήκε και ο δεκαεπταετής υιός της Αυγουστίνος, ο οποίος κατόπιν έμελλε να αποβεί ένα από τα καλύτερα πνεύματα του κόσμου. Ο Αυγουστίνος είχε προικισθεί από έξοχα
προτερήματα, είχε νουν έκτακτο και θέληση ισχυρή. Ήταν όμως επιρρεπής, λόγω των κακών συναναστροφών, εις τας παρανόμους απολαύσεως. Βεβαίως από μικρή ηλικία φρόντισε να
εμφυτεύσει εις τον υιό της η Μόνικα τα αγαθά σπέρματα του Ευαγγελίου. Ατυχώς όμως το άθλιο ειδωλολατρικό περιβάλλον, εις το οποίον ζει, όλους τους κόπους και τους μόχθους, μόλις ολίγον
μεγάλωσε ο Αυγουστίνος, κρήμνισε. Ούτος όταν έγινε 19 ετών εζήτησε άδεια από την μητέρα του να μεταβεί εις την Καρχηδόνα χάριν ευρύτερων σπουδών. Η μητέρα του κατόπιν πολλών
φόβων του επέτρεψε. Αλλά εις την μεγαλούπολη ταύτη, όπου η ακολασία οργίαζε, αιχμαλωτίστηκε τελείως ο παράφορος και ζωηρός Αυγουστίνος εις τις ηδονές. Η μητέρα του, 
η οποία παρακολουθεί τον βίο του, μόλις έμαθε τον θλιβερό κατήφορο του προσφιλούς τέκνου της, μετέβη εις την Καρχηδόνα. Παραμένει λοιπόν πλησίον του υιού της. Και μολονότι γνωρίζει,
ότι έρχεται από τους οίκους της αμαρτίας τον αναμένει μαραμένη, χωρίς να του λέγει τι υβριστικό. Μόνο κλαίει. Τα μάτια της είναι κατακόκκινα από τα δάκρυα. Κλαίει αλλά και
προσεύχεται μετά πίστεως.
Επειδή δε ο Αυγουστίνος ήτο ερευνητικό πνεύμα, ήθελε να συμβιβάσει τις φιλοσοφικές του ιδέας, με την πίστη την χριστιανική. Νόμισε δε ότι βρήκε τούτο εις τους αιρετικούς Μανιχαίους, 
οι οποίοι καυχώνται ότι ερμήνευαν την Αγία Γραφή φιλοσοφικώς και έλυαν όλα τα θρησκευτικά και ηθικά ζητήματα. Ούτω λοιπόν απελάκτισε την Ορθόδοξο Χριστιανική πίστη και ασπάσθηκε
τας αιρέσεις των Μανιχαίων. Η πληροφορία αυτή κατέθλιψε θανάσιμος την Μόνικα. Και πρότερο προσευχόταν, ήδη δε εντείνει τις προσπάθειες της και περισσότερο προσεύχεται και χύνει
άφθονα δάκρυα υπέρ του υιού της.
Το αναφέρει και αυτός ο ίδιος. Ας δώσουμε τον λόγο εις αυτόν.
«Ἡ μήτηρ μου ἔχυνε περισσότερα δάκρυα ἀπό ἐκεῖνα, τά ὁποῖα χύνουν αἵ μητέρες ἐπί τῆς σοροῦ τῶν πεφιλημένων τέκνων τῶν. Διότι μέ ἔβλεπε νεκρόν ἠθικῶς δυνάμει τῆς διαπύρου
πίστεως τήν ὁποίαν ἐνέπνεεν εἰς αὐτήν ἡ ἄκρα εὐσέβειά της. Καί εἰσήκουσας, Κύριε, τήν δεησίν της, δέν περιεφρόνησας τά δάκρυά της, τά ὁποία ἐπότιζαν τό ἔδαφος πανταχοῦ, ὅπου
προσηύχετο...».
Τα έτη περνούσαν και ο Αυγουστίνος κυλιόταν εις την αμαρτία προς λύπη της μητρός του. Ιδίως κατέλαβε την Μόνικα βαθύτερα λύπη οπότε ο υιός της διδάσκαλος πλέον της ρητορικής, εζήτησε
να μεταβεί εις την Ρώμη και εξασκήσει εκεί την ρητορική του τέχνη.

Μετάβασης στο Μιλάνο
Και όντως οι διαρκείς και ολόθερμοι προσευχές της Μόνικας, έσωσαν εκ του θανάτου τον υιό της, ίνα μίαν ημέρα επαναδώσουν και την σωτηρία της ψυχής του. Εις την Ρώμη ο Αυγουστίνος
παρέμεινε εν έτος. Τω 384 προσεκλήθη και προσελήφθη ως διδάσκαλος της ρητορικής εις τα Μεδιόλανα το σημερινό Μιλάνο της Ιταλίας. Τούτο δε εγένετο κατά δάκτυλον της θείας Πρόνοιας.
Απ’ εδώ αρχίζει η μεταβολή της ζωής του Αυγουστίνου. Εις τα Μεδιόλανα ποίμαινε την Εκκλησία του Χριστού εις των ευσεβέστερων Ιεραρχών και δοκιμωτέρων, ο ιερός Αμβρόσιος.
Η μητέρα δε τούτου μόλις έμαθε ότι ο υιός της μετέβη εις Μιλάνο, το θεώρησε ως δώρο της θείας Προνοίας, διό αμέσως απεφάσισε να μεταβεί έχει, ίνα διά των ενεργειών του διασήμου 
και ευσεβούς επισκόπου Αμβροσίου επαναφέρει τον υιό της εις τους κόλπους της Εκκλησίας. Ο Αυγουστίνος είχε απελπιστεί ότι δεν θα εύρη την αλήθεια. Η ακρόασης των λόγων του
Αμβροσίου κατά τούτο μόνον συνετέλεσαν, εις το να κατανοήσει το ψεύδος της αιρέσεως των Μανιχαίων και να αποστραφεί την πλάνη των. 
Και διά να επιτύχει η Αγία Μόνικα την επιστροφή του υιού της γνωρίσθηκε με τον ευσεβή ιεροκήρυκα και επίσκοπο Αμβρόσιο. Άκουγε τακτικά τα κηρύγματά του και τον επισκεπτόταν
συχνά παρακαλούσα, όπως και αυτός προσεύχεται διά την επιστροφή του υιού της. Με τας δραστήριους αυτές ενέργειες κατόρθωσε να συνδέσει στενότερο τον υιό της με τον επίσκοπο,
ώστε οι επισκέψεις του να γίνονται συχνότερες. Ο ιερός Αμβρόσιος συνέχαιρε τον Αυγουστίνο, διότι είχε τοιαύτην μητέρα.
Αλλ’ η Μόνικα εκτός των ενεργειών τας οποίας έκαμνε διά την ανατροφή του υιού της, δεν έπαυσε και τα άλλα χριστιανικά της καθήκοντα εις το Μιλάνο. Μετέβαινε και παρηγορεί τους
τεθλιμμένους, ειρήνευε τους φιλονικούντας, περιποιείτο τους ασθενείς, βοηθούσε τους πτωχούς, ανακούφιζε τους δυστυχούντες και έρριπτε βάλσαμο παρηγοριάς εις τις πονεμένες ψυχές διά
την σκληρή επίσκεψη του θανάτου. Εντός ολίγου εγνώσθησαν οι αγαθοεργίες της εις όλη την πόλη. Ο άγιος Αμβρόσιος έχαιρε διά την τοιαύτην αγαθοεργό και ευσεβή μητέρα και αυτή 
θεώρει αυτόν ως άγγελο Θεού, ο οποίος θα καθοδηγήσει ασφαλώς τον υιό της εις τον Χριστό.
Παρά τας θεάρεστους αγαθοεργίας της δεν λησμόνησε η Μόνικα να παρακαλεί τον Θεό ενθέρμως διά την μετάνοια του υιού της. Εις την σχολή ταύτη της υπομονής και της ελπίδος
πλέον γέρασε. Ο Θεός ηθέλησε να αμείψει τις αδιάκοπες προσευχές της μητρός κατά μυστηριώδη τρόπον. Ας αφήσουμε αυτόν τον Αυγουστίνο ο οποίος υπήρξε ένα από τα
μεγαλύτερα φιλοσοφικά πνεύματα, τα οποία ανέδειξε ποτέ η ανθρωπότης να μας διηγηθεί. Επί ημέρας δοκιμάζει μίαν πάλην ο Αυγουστίνος του κάλου και του κακού. Ήθελε να επιστρέψει
προς τον Χριστό, αλλά η αμαρτία τον κρατεί σιδηροδέσμιο. 
«Καί ἰδού, γράφει χαρούμενος ὁ ἴδιος εἰς τάς ἐξομολογήσεις του, ἀκούω φωνήν ἐκ γειτονικῆς οἰκίας φωνήν παιδός ἤ κόρης, ἡ ὅποια μοί ἔλεγεν ἄδουσα καί ἐπαναλαμβάνουσα: «λάβε καί
ἀναγνωσε» Κατ’ εὐτυχίαν ἦτο ἐκεῖ πλησίον τό Εὐαγγέλιον τοῦ φίλου μου Ἀλυπίου. Τό ἁρπάζω καί τό ἀνοίγω εἰς ἕνα μέρος, εἰς τό ὁποῖον προσέπεσαν οἱ ὀφθαλμοί μου: «Μή κώμοις καί
μέθαις, μή κοίταις καί ἀσελγείαις, μή ἔριδι καί ζήλω, ἀλλ’ ἐνδύσασθε τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί τῆς σαρκός πρόνοιαν μή ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας». (Ρώμ. Ἴγ΄. 13 - 14) (ὄχι μέ ἄσεμνα
συμπόσια καί μέ μέθας, οὔτε μέ φιλονικείας καί ζηλοτυπίας. Ἀλλά φορέσατε ὡς ἔνδυμα τῆς ψυχῆς, τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί μή φροντίζητε διά τήν σάρκα, πῶς νά ἱκανοποιῆτε τάς
παρανόμους ἐπιθυμίας αὐτῆς». Τα ιερά και θεία ταύτα λόγια ήρκεσαν να του δώσουν ώθηση προς τον Χριστό. Οι δεσμοί της αμαρτίας αποκόπτονται και η καρδία του Αυγουστίνου αρχίζει
να ελευθερώνεται. Διά τούτο μίαν ημέρα διακόπτει οριστικώς τας σχέσεις του προς την αμαρτία. Αποστρέφεται τους αμαρτωλούς φίλους του και αποφασίζει να βαπτισθεί, να γίνει αληθινός
Χριστιανός. Τρέχει αμέσως και αναγγέλλει εις την μητέρα του ότι πλέον θα παραδοθεί εις τον Χριστό. Η μητέρα του μόλις ακούει την σταθερή απόφαση του να ακολουθήσει τον Χριστό, 
αλλά και πώς τον προέτρεψε θαυμασίως ο Θεός, «ἐνθουσιά, ὡς μᾶς ἀναφέρει ὁ υἱός, θριαμβεύει καί εὐλογεῖ σέ, ὤ Θεέ, τόν δυνάμενον ὑπέρ πάντα ποιῆσαι ὑπέρ ἐκ περισσοῦ 
ὧν αἰτούμεθα ἤ νοοῦμεν» (Εφεσ. γ΄ 20) (διότι δύναται να παράσχει αφθόνως περισσότερα παρ όσα ζητούμε ή και φανταζόμαστε), διότι έβλεπε ότι χορήγει εν τω προσώπω μου περισσότερα
των όσων συνήθιζε να ζητάει διά των στεναγμών και των δακρίων της η δούλη σου, η μητέρα μου. Διότι με επανέφερε πλησίον σου, ώστε να μη ζητώ τι εκ των του κόσμου. Η ημέρα της εις
Χριστό επιστροφής του Αυγουστίνου υπήρξε η 24η Απριλίου του 387 έτους. Χαίρει βεβαίως και ο ίδιος διά την ανεκδιήγητο ταύτη δωρεάν, περισσότερο όμως η ευσεβέστατη μητέρα του. 


Οι τελευταίες ημέρες της Μόνικας
Η χαρά την οποίαν δοκιμάζει η Μόνικα κατά την οριστική επιστροφή του υιού της εις τον Χριστό, είναι απερίγραπτος. Και αυτή και αυτός δοξάζουν τον Θεό. Αλλά διά να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου
ο ιερός Αυγουστίνος εις την μελέτη της αγίας Γραφής απερίσπαστος, αποφασίζουν να επανέλθουν εις την πατρίδα των. Επιστρέφουν εις την Ρώμη. Αλλ’ εκεί καταλαμβάνει την 
μητέρα θανατηφόρος ασθένεια, ίσως λόγω των μόχθων και των συγκινήσεων, τας οποίας είχε δοκιμάσει διά την επιστροφή του υιού της. Η ασθένεια της επιδεινώνονταν. Η ημέρα πλησιάζει,
οπότε έμελλε να απέλθει του παρόντος κόσμου και ο Αυγουστίνος μόνος με ταύτη υπάρχων, άρχισε να συνομιλεί μετ’ αυτής διά το κάλλος της ουρανίου ζωής και της αιωνίου ευφροσύνης.
Εις ταύτα προσέθεσε η μακαρία Μόνικα: «Υἱέ μου, ἐμέ οὐδέν πλέον θέλγει εἰς τήν παροῦσαν ζωή. Ἀγνοῶ ποῖος δύναται νά εἶναι εἰς τό ἑξῆς ὁ προορισμός μου, διότι ἡ ἐλπίς τῆς περαιτέρω
ζωῆς ἔχει καταναλωθῆ. Δί’ ἕνα καί μόνον ἐπόθουν νά μείνω ἀκόμη ὀλίγον εἰς τήν ζωή, διά νά σέ ἴδω Χριστιανόν καί ὕστερον νά ἀποθάνω. Ὁ Θεός μοί παρεχώρησε περισσότερον τοῦτο
παρ’ ὅσον ἐζήτησα, καί ἰδού σύ τώρα εἶσαι δοῦλος ἰδικός του, περιφρονῶν τά ἀγαθά τῆς γής. Τί θά κάμω πλέον ἐδῶ;»…
Η ασθένεια προχωρεί και ο πυρετός εξακολουθεί. Έχασε πλέον τας δυνάμεις της. Κάλεσε τότε ο Αύγουστος τον αδελφό του διά να τον ενισχύσει. Διότι τώρα αρχίζει η θλίψις εις την καρδία του
Αυγουστίνου, καθ’ όσον εγγίζει το τέλος της προσφιλούς μητρός του. Ενώ επί τόσα έτη την έθλιβε, ήδη αρχίζει βαθέως να συγκλονίζεται, διότι θα χάση μίαν τοιαύτην μεγαλόφρονα και
στοργική μητέρα. Όσον δε την έβλεπε να φθίνει από την ασθένεια, κατετήκετο. Η Μόνικα έπειτα από λήθαργο ανοίγει τους οφθαλμούς της και βλέπει τους δύο υιούς της καταθλιμμένους και
καθηλωμένους υπό της λύπης. Τούς συμπαθεί και τους παρηγορεί λέγουσα: «Μή λυπεῖσθε ἦλθε τό τέλος εἰς ἐμέ. Θά ἐνταφιάσητε ἐδῶ τήν μητέρα σας». Η αναγγελία αυτή ως μάχαιρα διστόμος
εισήλθε εις την καρδία του Αυγουστίνου. Ο αδελφός του καταλυπημένος ψιθυρίζει, ότι καλόν είναι να την θάψουμε εις την πατρίδα μας. Αυτήν την επιθυμία είχε εκδηλώσει άλλοτε η ίδια.
Τέλος περιγράφων τον θάνατον της ο Αυγουστίνος, λέγει, «ἐννέα ἥμερες κατά τήν ἀσθένειά της, κατά τό πεντηκοστό ἕκτον ἔτος τῆς ἡλικίας της, κατά τό τριακοστό τρίτον της ἰδικῆς μου, τῷ
(387 μ.Χ.) ἡ θεία ἐκείνη ψυχή ἀπηλλάγη τοῦ σώματος. Ἔκλεισα τούς ὀφθαλμούς της. Ὀξυτάτη ὀδύνη διέσχισε τήν καρδία μου. Θρήνησα ἐπί τίνας ὥρας τήν μητέρα μου, νεκράν ἐπί τινά
χρόνον εἰς τούς ὀφθαλμούς μου. Τήν μητέρα μου, ἡ ὅποια μέ ἐθρήνησεν ἔτη μακρά διά νά ζήσω ἐνώπιόν Σου, Ὤ Θεέ μου».

Αλλά εκεί ένθα κατανάλωσε σχεδόν ολόκληρο την ζωή της, πλέον των είκοσι ετών, είναι η διαρκής και αδιάκριτος προσπάθεια διά τον υιό της Αυγουστίνο, ο οποίος παρουσίαζε ένα βίο
εντελώς ανώμαλο. Από μικρής ηλικίας εμφυτεύει τα σπέρματα της ευσεβείας εις την καρδία του υιού της. Ατυχώς το διεφθαρμένο περιβάλλον τα συμπνίγει. Η Μόνικα δεν απελπίζεται,
αδιακόπως παρακολουθεί τον υιό της. Τον συμβουλεύει, τον νουθετεί και κυρίως προσεύχεται. Προσεύχεται αδιακόπως. Τα δάκρυά της σπείρονται ανά πάν βήμα του βίου της. Προσεύχεται
και ελπίζει και όταν ο υιός της έφτασε εις ηλικία 25 ετών. Προσεύχεται και οπόταν ο υιός της πάτησε τα 30 έτη, εξακολουθεί και κατόπιν να προσεύχεται. Ουδέποτε κάμπτεται προσευχομένη.
Δεν οργίζεται ουδέποτε κατά του υιού της, όπως κάμνουν μερικές απερίσκεπτες μητέρες. Δεν μεμψιμοιρεί κατά του Θεού, ούτε υβρίζει εκείνους, οι οποίοι παρασύρουν τον υιό της.
Εξακολουθεί διά της προσευχής να ζητάει την θαυμάσια μεταβολή του υιού της. Την προσευχή της, την συνοδεύει με άγιο βίο, με διαφόρους αγαθοεργίας και επιτέλους όταν ήτο ο υιός της 33
ετών, επιστρέφει τελειωτικώς προς τον Χριστό και αποστρέφεται οριστικώς την αμαρτία. Αφιερώνεται ολοψύχως εις τον Θεό, ο Αυγουστίνος. Η Εκκλησία εκτίμησε τις σπάνιες αρετές του
τον κάμνει κληρικό και τέλος τον ανυψώνεις εις το ύπατο εκκλησιαστικό αξίωμα του Επισκόπου. Την μνήμην του η άγια Εκκλησία εορτάζει την 15 Ιουνίου.
Ώ, πόσον παρηγορητικές είναι αυτές οι γραμμές! Πόσον συγκινητική είναι η διήγησης αυτή!
Εάν εσύ, η οποία αναγινώσκεις ταύτα είσαι σύζυγος και υποφέρεις και βασανίζεσαι από τον σύζυγο σου μελέτησε προσεκτικός τους προγραφέντες τρόπους της μακαρίας Μόνικας και όχι
μόνον θα παρηγορηθείς, αλλά και θα διορθώσεις τον σύζυγο σου. Εάν είσαι νύμφη και έχεις απότομο και υπερήφανο πεθερά, μιμήσου την Μόνικα, και ασφαλώς θα καταπραΰνεις την
πενθερά σου και θα προσελκύσεις την καρδία της τόσον, ώστε να σε αγαπήσει. Εάν δε είσαι τεθλιμμένη μητέρα από την φαύλη διαγωγή των τέκνων σου. Μεταχειρίσου την μέθοδο, την
οποίαν χρησιμοποίησε η μητέρα του Αυγουστίνου, προσεύχου και πάλιν προσεύχου. Έλπιζε και πίστευε και ανυπερθέτως μίαν ημέρα, εάν συνοδεύσεις τις προσευχές σου με άγιο βίο, 
ασφαλώς ο υιός σου, ή οι υιοί σου, θα γίνουν υποδείγματα βίου ενάρετου εις την κοινωνία.
Εάν είσαι νέος, ο οποίος έτυχε από τις κακές συναναστροφές να παρασυρθείς, να κατρακυλήσεις εις παρεκτροπές ηθικές μη νομίσεις ποτέ, ότι δεν σε δέχεται ο Χριστός.
Επίστρεψε, διάκοψε τις σχέσεις τις αμαρτωλές, μελέτησε το Ευαγγέλιο του, πλησίασε τον Ιησού μας και προθυμότατα θα σε δεχτεί. Άφησε ελεύθερη την καρδία σου να την θερμάνει η ζωογόνος
πνοή του Ιησού.



Πηγή: Αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Αγία Μόνικα»

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Οι Αγίες Μυροφόρες



site analysis



 Επιμέλεια: Θοδωρής Ρηγινιώτης



ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ

1.    Η Μαρία η Μαγδαληνή (Μάρκ. 16, 9 και Ιω. 20, 1-18), για την οποία συμφωνούν όλοι ή δεν προσθέτουν κάτι καινούργιο: ο Κύριος τη θεράπευσε από 7 δαιμόνια, κατά το Λουκ. 8, 2 και Μάρκ. 16, 9. Ενδιαφέρον: κατά τον άγιο Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο (Εκκλησιαστική Ιστορία, 14ος αιώνας) «κάποιοι» θεωρούσαν πως είναι η κόρη της Χαναναίας του Ματθ. 15, 21-28. Πάντως η ιδέα ότι ήταν πόρνη που μετανόησε δεν υπάρχει καθόλου στα ευαγγέλια, ούτε στην παράδοση της Ορθοδοξίας. Μας ήρθε από τη δύση.

2.    Η Σαλώμη, σύζυγος του Ζεβεδαίου, μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη και, όπως είπαμε, κόρη του αγίου Ιωσήφ. «Όχι η μαία» (Κοσμάς Βεστίτωρ). «Η μαία και μήτηρ υιών Ζεβεδαίου» (Συμεών Μάγιστρος και Λογοθέτης). Ο Χρυσόστομος δεν προσθέτει κάτι. Άποψή μου: ισχύει το «όχι η μαία». Η μαία Σαλώμη (που τη βρήκε ο Ιωσήφ και την έφερε στη φάτνη, εκεί δυσπίστησε για την αειπαρθενία της Θεοτόκου –ότι δηλαδή είχε μείνει παρθένος μετά τη γέννηση– και θέλησε να τη διαπιστώσει βάζοντας το χέρι της, το οποίο παρέλυσε ώσπου αναίρεσε την άποψή της) αναφέρεται στο ορθόδοξο απόκρυφο «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου» και, αν υπήρξε, σαφώς δεν αναφέρεται ως κόρη του Ιωσήφ, αλλά ως θεία της Παναγίας.

3.    Η Μαρία Ιακώβου, «μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή» ή «του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή» (βλ. Ματθ. 27, 55-56 και 61, καθώς και 28, 1-10, Μάρκ. 15, 40-41, και 16, 1 και 9). Κατά κάποιους πρόκειται για την Παναγία και χαρακτηρίζεται έτσι ως θετή μητέρα των δύο γιων του Ιωσήφ.

4.    Η μήτηρ Ιωσή. Ο Χρυσόστομος πιστεύει ότι έχουμε δύο Μαρίες, άλλη η «μητέρα του Ιακώβου» κι άλλη η μητέρα «του Ιακώβου του μικρού» (Μάρκ. 15, 40-41 και 47: «μήτηρ Ιωσή»), που πιστεύει πως δε μπορεί νά ’ναι ο αδελφόθεος, ο οποίος ήταν μέγας, όχι μικρός. Η πρώτη είναι η Παναγία και η δεύτερη η σύζυγος του Ιούδα του αδελφόθεου. Κατά το Συμεώνα το Μάγιστρο και Λογοθέτη η «Μαρία Ιακώβου του μικρού» ήταν η σύζυγος του αδελφόθεου Ιούδα, αλλά η «μήτηρ Ιωσή» ήταν άλλη: κόρη της Σαλώμης της εξαδέλφης της Θεοτόκου, η οποία ανέθρεψε τον Ιωσή (τον αδελφόθεο;), γι’ αυτό χαρακτηριζόταν μητέρα του.

5.    Η Ιωάννα (Λουκ. 24, 10), πιθανόν να ήταν η σύζυγος του Χουζά, αξιωματούχου του Ηρώδη (Λουκ. 8, 3). Κατά το Συμεώνα το Μάγιστρο και Λογοθέτη όμως ήταν η γυναίκα του αποστόλου Πέτρου. Ο Χρυσόστομος αγνοεί τη βιογραφία της και τη χαρακτηρίζει «Ιωάνναν τινά».

6.    Η Σουσάννα (Λουκ. 8, 3), για την οποία κανείς δε δίνει επιπλέον στοιχεία.

7.    Η Μαρία του Κλωπά (Ιω. 19, 25), που θεωρείται ετεροθαλής αδελφή της Παναγίας. Ο Κλωπάς ήταν αδελφός του αγίου Ιωακείμ, που πέθανε άτεκνος. Έτσι ο Ιωακείμ πήρε τη σύζυγό του, Άννα, για να «αναστήσει σπέρμα στον αδελφό του» κατά το εβραϊκό έθιμο, και γέννησαν τη Μαρία, «θυγατέρα Κλωπά κατά χάριν» (Hippolytus Thebanus, lib. reg. 1296). Μετά το θάνατο της Άννας του Κλωπά, ο Ιωακείμ παντρεύτηκε την αγία Άννα. Συμφωνεί και ο Χρυσόστομος. Ο Συμεών ο Μάγιστρος γράφει: «αδελφή της Μητρός του Κυρίου, θυγάτηρ Ιωσήφ». Μάλλον ήθελε να γράψει Ιωακείμ κι έγραψε κατά λάθος Ιωσήφ.

* Ο Χρυσόστομος, απαριθμώντας πόσες Μαρίες συναντάμε, αναφέρει και τις αδελφές του Λαζάρου Μάρθα και Μαρία. Δε διευκρινίζει όμως αν τις θεωρεί μυροφόρες. Υποθέτω όχι, γιατί δεν τις αναφέρει κανείς ευαγγελιστής στη διήγηση της ανάστασης.

Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή

Με τη βιογραφία της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής δεν ασχολούνται οι ιστορικοί και Πατέρες των πρώτων αιώνων, οι οποίοι ωστόσο την εκτιμούν βαθύτατα (από το Χρυσόστομο π.χ., χαρακτηρίζεται σπουδαιοτάτη, τέτραθλος και ανδρεία γυνή), αλλά πολύ μεταγενέστερα οι βυζαντινοί ιστορικοί Γεώργιος Κεδρηνός, άγιος Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος και άγιος Μόδεστος Κων/λεως. Απ’ αυτούς βρήκα μόνο τον Κάλλιστο, που αναφέρει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του ότι ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου ζήτησε και πέτυχε (με απευθείας εισήγηση στον αυτοκράτορα Τιβέριο) τη θανατική καταδίκη των τριών βασικών ενόχων της σταύρωσης του Χριστού, Πιλάτου, Άννα και Καϊάφα. Κατόπιν επέστρεψε στην Παλαιστίνη, έζησε λίγα χρόνια κοντά στην Παναγία, καταδιώχθηκε από τους Ιουδαίους και εξορίστηκε στη Μασσαλία μαζί με τον απόστολο Μάξιμο (από τους 70 αποστόλους, δηλ. τον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Χριστού), συνεργάστηκε με τον Πέτρο, έδρασε ως απόστολος σε Αίγυπτο, Συρία και Φοινίκη και ολοκλήρωσε τη ζωή της στην Έφεσο, κοντά στον Ιωάννη, όπου και υπήρχε ο τάφος με το λείψανό της, που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 890 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ το Σοφό, όπως και το λείψανο του αγίου Λαζάρου από την Κύπρο.
Αυτή η σύνδεση Μαγδαληνής και Λαζάρου συνέβαλε στη σύγχυση της αγίας με την πόρνη του ευαγγελίου, που άλειψε με μύρο (άρωμα) τα πόδια του Κυρίου ζητώντας συγχώρεση. Κάτι παρόμοιο είχε κάνει μια άλλη αγία Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, μετά την ανάσταση του αδελφού της. Έτσι οι δύο Μαρίες ταυτίστηκαν κατά λάθος και μαζί μπερδεύτηκαν με την πόρνη της άλλης περίπτωσης. Η πόρνη (στην οποία είναι αφιερωμένη η βραδινή ακολουθία της Μ. Τρίτης και το περίφημο τροπάριο της αγίας Κασσιανής) δεν αναφέρεται πώς ονομαζόταν.
Η υπόθεση για καταδίκη του Πιλάτου κ.λ.π. δε μου φαίνεται πιθανή, γιατί θα προκαλούσε σάλο και θυελλώδεις αντιδράσεις των Ιουδαίων της Ρώμης, που θα ήταν γνωστά και από ρωμαϊκές πηγές και πιθανόν να επηρέαζαν τη στάση του ρωμαϊκού κράτους κατά τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών που επακολούθησαν (ή μήπως την επηρέασαν αρνητικά;). Άλλωστε, κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας (Εκκλησιαστική Ιστορία, 4ος αιώνας), ο Πιλάτος εξορίστηκε από τον Καλιγούλα και αυτοκτόνησε στην εξορία. Ίσως όμως το ταξίδι στη Ρώμη να έχει ιστορική βάση… Ας θυμηθούμε πως ο απόστολος Παύλος, στο τέλος της επιστολής «προς Ρωμαίους» (κεφ. 16, στίχ. 6) γράφει «χαιρετίστε τη Μαριάμ, που πολύ κουράστηκε για μας». Μήπως αυτή η Μαριάμ είναι η Μαρία η Μαγδαληνή και ζούσε τότε στη Ρώμη;
Σ’ αυτά τα θέματα νομίζω πως η έρευνα είναι δύσκολη και δε μπορεί να υπάρξει ποτέ σιγουριά. Πάντως πρόκειται για μια μεγάλη αγία της Ορθοδοξίας και, ως γνωστόν, η εκκλησία της βρίσκεται στη Νέα Μαγνησία, έξω απ’ το Ρέθυμνο.

Οι Άγιες 6 Παρθενομάρτυρες του Γεροπλατάνου Χαλκιδικής (Μνήμη Α΄ Κυριακή εκάστου Μαΐου)



site analysis



Πριν από λίγες μέρες έπεσε στα χέρια μας ένα μικρό σε μέγεθος βιβλιαράκι, πολύ σημαντικό όμως σε πνευματική αξία και πολλές πληροφορίες για το βίο των 6 Παρθενομαρτύρων αλλά και για όλους τους γνωστούς Αγίους οι οποίοι μαρτύρησαν δια πυρός.
Στο βιβλίο γίνεται αναφορά και στα επώνυμα των αγίων Παρθενομαρτύρων αλλά και στο χριστιανικό τέλος και της 7ης κοπέλλας την οποία ανάγκασαν να παντρευτεί με Τούρκο αλλά η οποία παρέμεινε, έζησε και πέθανε χριστιανή.
Το βιβλίο συνέγραψε ο πολύ δραστήριος -εξ Αγίου Όρους προερχόμενος- Πρωτοσύγκελλος και Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου· αρχιμ. Χρυσόστομος Μαϊδώνης.
Τίτλος δε του βιβλίου: «Το μαρτύριο της φωτιάς – Το μαρτύριο των έξι Παρθενομαρτύρων του Γεροπλατάνου Χαλκιδικής (1854)», το οποίο είναι έκδοση του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Γεροπλατάνου Χαλκιδικής.
Ένα πολύ μικρό απόσπασμα μοιραζόμαστε μαζί σας.
***
Τον Απρίλιο του 1854 εκδηλώδηκε στη Χαλκιδική Επανάσταση με επικεφαλής τον καπετάν-Τσάμη Καρατάσο. Η Επανάσταση απέτυχε. Στις 22 Απριλίου σφαγιάσθηκαν οι 30 πρόκριτοι του Πολυγύρου. Οι καταστροφές και οι σφαγές επεκτάθηκαν και στην υπόλοιπη Χαλκιδική. Στο Γεροπλάτανο 7 κοπέλλες κλείσθηκαν στο μύλο του Τσάμη. Οι Τούρκοι τις περιεκύκλωσαν και ζήτησαν απ΄ αυτές να αλλαξοπιστήσουν. Οι 6 παρέμειναν ακλόνητες και ομολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό. Οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά και τις έκαψαν ζωντανές. Το «διά πυρός» μαρτύριό τους τις κατατάσσει στο νέφος των Νεομαρτύρων και αποτελεί παράδειγμα πίστεως και ομολογίας. Όπως το κερί φωτίζει λιώνοντας, έτσι έλιωσαν μέσα στο καμίνι της φωτιάς και μας φωτίζουν. Εξάφωτη λυχνία, η εξάδα των μαρτύρων. Φωτιά, φως και χρυσάφι. Που κάηκαν, που φωτίζουν, που μας πλουτίζουν. Τιμώνται ιδιαίτερα από την Ενορία του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Γεροπλατάνου Χαλκιδικής την πρώτη Κυριακή του Μαΐου.
Απολυτίκιον των Παρθενομαρτύρων
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον
Νεομάρτυρες Κόραι Χριστού της πίστεως, Γεροπλατάνου Παρθένοι υπέρ Χριστού του Θεού αι καυθείσαι εν τω μύλω και αγνότητος άρτι οφθείσαι καλλοναί, δυσωπείτε εκτενώς, Νεανίδες εξ, Νυμφίον υμών ουράνιον πέμψαι υμάς τιμώσι μέγα έλεος.
Απολυτίκιον Νεομαρτύρων
Ήχος γ΄. Θείας πίστεως
Νέοι μάρτυρες, παλαιάν πλάνην, καταστέψαντες ύψωσαν πίστιν, των Ορθοδόξων, και στερώς ηγωνίσθησαν την γαρ ανόμων θρησκείαν ελέξαντες εν παρρησία Χριστόν ανεκήρυξαν, Θεόν τέλειον. Και νυν απαύστως πρεσβεύουσι δωρήσασθαι ηνμίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ΄. Τη Υπερμάχω
Γεροπλατάνου ευκλεείς Παρθενομάρτυρας, τας εξαρίθμους του Χριστού αμνάδας μέλψωμεν την ατίμωσιν φυγούσας και εν τω μύλω τας κλεισθείσας και καυθείσας ώσπερ φρύγανα και καλάμη ευσχημόνως μελωδήσωμεν πόθω κράζοντες· Χαίροις, σέλας αγνότητος.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, Νεανίδων εξάς κλεινή του Γεροπλατάνου, η καυθείσα ανηλεώς εν τω μύλω κώμης διά Χριστού την πίστην και σου της παρθενίας πάλλευκον ένδυμα.
Σημείωση: Το Απολυτίκιον, το Κοντάκιον και Μεγαλυνάρον για τις Παρθενομάρτυρες είναι ποίημα του του Καθηγητού και Υμνογράφου κ. Χαραλάμπου Μπούσια.
Πηγή: αρχιμ. Χρυσοστόμου Μαϊδώνη· Πρωτοσυγκέλλου-Ιεροκήρυκος Ιεράς Μητροπόλεως Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, Το μαρτύριο της φωτιάς – Το μαρτύριο των έξι Παρθενομαρτύρων του Γεροπλατάνου Χαλκιδικής (1854), Έκδοση Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Γεροπλατάνου, Γεροπλάτανος 2012

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΥΡΑ



site analysis


ΑΓΙΑ ΜΑΥΡΑ
Η Αγία Μεγαλομάρτυς Μαύρα από τον 14ο αι. μ.Χ. (1331) θεωρείται και τιμάται ως πολιούχος της πόλης της Λευκάδας, η οποία παλιότερα ονομαζόταν «Αγία Μαύρα». Μέσα στο Φράγκικο Κάστρο, στα Βόρεια του νησιού, υπήρχε μεγαλοπρεπής ναός της Αγίας, που καταστράφηκε στα 1810, καθώς οι Άγγλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν το Φρούριο. Σήμερα, ένα μικρό εκκλησάκι προς τιμήν της Αγίας Μαύρας και του συζύγου της, Αγίου Τιμοθέου, υπάρχει στην θέση παλιού προμαχώνα του Φρουρίου, ο οποίος διαμορφώθηκε το 1886 σε ναό για να καλύπτει τις λατρευτικές ανάγκες όσων από τους Ορθοδόξους κατοίκους του Κάστρου είχαν απομείνει. Ο ναός αποτελεί εξωκκλήσιο της ενορίας Ευαγγελιστρίας (Μητροπόλεως) της πόλης της Λευκάδας και κάθε χρόνο, στο πανηγύρι της Αγίας, συρρέουν πλήθη προσκυνητών. Στο ναό της Ευαγγελιστρίας φυλάσσεται μάλιστα και παλαιά εικόνα της Αγίας, τοποθετημένη σέ ειδικό προσκυνητάριο.
Η Αγία Μαύρα ήταν σύζυγος του Τιμοθέου, αναγνώστη και κήρυκα του Ευαγγελίου στην Εκκλησία των Παναπέων, μίας κωμόπολης στην Θηβαΐδα της Αιγύπτου.
Είκοσι μόλις μέρες μετά τον γάμο των δυο νέων, ο Τιμόθεος συκοφαντήθηκε από ειδωλολάτρες και. οδηγήθηκε στον ηγεμόνα της Θηβαΐδας, τον Αρριανό. Εκείνος, εκτελώντας διάταγμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, τού ζήτησε νά παραδώσει τα ιερά βιβλία που χρησιμοποιούσε για να διδάσκει. τους Χριστιανούς. Ο Τιμόθεος όμως αρνήθηκε να τα παραδώσει, λέγοντας ότι τα θεωρεί παιδιά του πνευματικά, ότι στηρίζεται πάνω σ” αυτά και ότι φρουρείται από τους αγγέλους, που καλεί σε βοήθειά του η δύναμη της διδασκαλίας του Χριστού, που περιέχεται στα βιβλία αυτά.
Ό Άρριανός εξοργίστηκε πάρα πολύ καί διέταξε τούς δημίους νά τόν ύποβάλουν σέ φρικτά βασανιστήρια. Καί οί δήμιοι άρχισαν τό άνόσιο έργο τους: Πρώτα πρώτα έβαλαν μέσα στά αύτιά τού Μάρτυρα πυρακτωμένα σίδερα, μέ άποτέλεσμα νά λιώσουν οί κόρες τών ματιών του καί νά πέσουν στό έδαφος. Στή συνέχεια έδεσαν τούς άστραγάλους πάνω σέ τροχό βασανιστηρίων καί σφράγισαν τό στόμα του μέ φίμωτρο. Έπειτα έδεσαν μιά βαριά πέτρα στόν τράχηλό του καί τόν κρέμασαν σέ ένα δέντρο. Όλα αύτά τά βασανιστήρια ό Τιμόθεος τά ύπέμενε μέ άκρα ύπομονή καί γενναιότητα.
Ό Μάρτυρας λοιπόν δέν ύποχωρούσε, παρά τά φοβερά βασανιστήρια, στήν προσταγή τού Άρριανού νά παραδώσει τά ίερά βιβλία. Εκείνος τότε, αφού σκέφτηκε ότι θά μπορούσε νά εξαπατήσει την Αγία Μαύρα, την σύζυγο τού Μάρτυρα, προσπάθησε μέ κολακείες νά τήν κάνει νά λατρεύσει τά είδωλα. Ή Αγία δέν ύποχώρησε στίς κολακείες, αλλά ύπάκουσε στήν συμβουλή τού συζύγου της Τιμοθέου καί ομολόγησε μέ θάρρος μπροστά στόν ηγεμόνα ότι είναι Χριστιανή.
Εκείνος τότε φούντωσε από τήν οργή του καί παρέδωσε τήν αγία στά βασανιστήρια. Πρώτα πρώτα, λοιπόν, της ξερρίζωσαν τίς τρίχες τού κεφαλιού της καί στή συνέχεια της έκοψαν τά δάχτυλα. Έπειτατήν βύθισαν ολόκληρη μέσα σέ ένα καζάνι γεμάτο νερό πού κόχλαζε. Επειδή όμως η Αγία, αν καί ήταν μέσα στό βραστό νερό, δέν έπαθε τό παραμικρό έγκαυμα, ο Άρριανός σχημάτισε τή γνώμη ότι τό νερό δέν ήταν θερμό, αλλά ψυχρό. Έτσι, γιά νά τό διαπιστώσει, πρόσταξε νά τού ραντίσουν τό χέρι. Τότε ή Αγία πήρε μέ τή χούφτα της νερό καί τό έριξε πάνω στό χέρι του. Τό νερό αύτό ήταν τόσο καυτό, ώστε νά διαλυθεί τό δέρμα τού ήγεμόνα.
Παρ” όλα αύτά, έκεινος δέν σταμάτησε καί διέταξε νά σταυρώσουν καί τούς δύο Αγίους. Πάνω στο σταυρό, ο ένας παρότρυνε τόν αλλον νά ύπομένει καρτερικά τά βασανιστήρια καί νά μήν ύποχωρήσείι.
Ένώ ή Αγία Μαύρα ήταν κρεμασμένη στό σταυρό, τήν πλησίασε -σάν σέ έκσταση- ο διάβολος, προσφέροντάς της ένα ποτήρι γεμάτο μέ μέλι καί γάλα. Τής συνιστούσε μάλιστα νά τό πιει γιά νά μήν φλογίζεται από τή δίψα. Ή Αγία όμως, φωτισμένη από τόν Θεό, κατάλαβε τήν πανουργία τού διαβόλου καί μέ τήν προσευχή της τόν έδιωξε. Ό παγκάκιστος χρησιμοποίησε όμως καί αλλο τέχνασμα. Φάνηκε στήν Αγία ότι τήν μετέφερε σέ ένα ποτάμι απ” όπου έτρεχε μέλι καί γάλα καί τής πρότεινε νά πιει. Εκείνη όμως, μετά από θε!ο φωτισμό, είπε: «Δέν πρόκειται νά πιω απ” αυτά. Θά πιω από τό ουράνιο ποτήρι πού μου πρόσφερε ο Χριστός». Έτσι, ο διάβολος έφυγε απ” αύτήν νικημένος καί καταντροπιασμένος.
Τότε παρουσιάστηκε στήν αγία αγγελος Θεού, ο όποιος τήν πήρε από τό χέρι, τήν οδήγησε στόν ούρανό καί, αφού τής έδειξε έναν θρόνο μέ μιά στολή λευκή πάνω σ” αύτόν καί ένα στεφάνι, τής είπε: «Αύτά έτοιμάστηκαν γιά σένα». Στή συνέχεια, αφού τήν οδήγησε ακόμη ψηλότερα τής έδειξε αλλον θρόνο καί στολή καί στεφάνι, τής είπε πάλι: «Αυτά προορίζονται γιά τόν άντρα σου. Ή διαφορά του τόπου δηλώνει τό γεγονός ότι ο άντρας σου υπήρξε ή αιτία τής σωτηρίας σου».
Μετά από εννιά μέρες παρέδωσαν και οι δύο την ψυχή τους στον Κύριο.
ΠΩΣ ΕΦΤΑΣΕ Η ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΥΡΑΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑΔΑ
Το 1331 το νησί της Λευκάδας περνάει στην κυριαρχία του Ανδηγαυού (Φράγκου) ηγεμόνα Βάλτερου Βρυέννιου. Οι Ανδηγαυοί κατάγονταν από την κωμόπολη Sainte Maure (Αγία Μαύρα), που βρισκόταν στο νομό Intre et Loir της σημερινής Γαλλίας. Φτάνοντας στο νησί, του έδωσαν το όνομα της μακρινής πατρίδας τους και έχτισαν μικρό ναό, ρωμαιοκαθολικού δόγματος, αφιερωμένο στο όνομα της Αγίας Μαύρας.
Στα μέσα του 15ου αιώνα -130 χρόνια αργότερα – έφτασε στο νησί η Ελένη Παλαιολογίνα, κόρη του Θωμά Παλαιολόγου και σύζυγος του δεσπότη της Σερβίας Λαζάρου Βούκοβιτς. Σκοπός του ταξιδιού της ήταν ο γάμος της κόρης της, Μελίσσας, με τον Δούκα της Λευκάδας, Λεονάρδο Γ” τον Τόκκο. Στην πορεία τους προς το νησί κινδύνεψαν από σφοδρή θαλασσοταραχή. Η ευσεβής Ελένη τάχθηκε στην Αγία Μαύρα, προς το νησί της οποίας κατευθυνόταν, να σωθεί και να της φτιάξει ναό.
Πράγματι, σώθηκε και έχτισε τον περικαλλή ορθόδοξο ναό της Αγίας Μαύρας. Επίσης, έχτισε ή ανακαίνισε και το μοναστήρι της Οδηγήτριας -στην περιοχή της Απόλπαινας. Τελικά, καθώς διηγείται ο χρονικογράφος της Αλωσης, Γεώργιος Σφραντζής, εκοιμήθη στην Αγία Μαύρα, στις 7 Νοεμβρίου 1473, αφού πρώτα είχε καρεί μοναχή, παίρνοντας το όνομα «Υπομονή».
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ήχος Δ’
Μαρτύρων σύλλογος νύν ευφραίνεται
Αγγέλων ασμασι μεγαλύνομεν
την μνήμην ύμών Άγιοι
απαντες μελωδούντες
καί πιστώς έκβοώντες,
χαίροντες” της Τριάδος
Δυάς Μαρτύρων καί κλέος,
Τιμόθεε καί Μαύρα,
ύπέρ ημών αεί πρεσβεύσατε.
(Ερμηνεία:Το σύνολο των Μαρτύρων χαίρεται πάρα πολύ σήμερα. Εμείς υμνούμε με αγγελικούς ύμνους την μνήμη σας, Άγιοι, ψέλνοντας όλοι μαζί και λέγοντας δυνατά με πίστη και με χαρά: Εσείς η δυάδα των Μαρτύρων που ανήκετε στην Αγία Τριάδα και είστε η δόξα Της, Άγιοι Τιμόθεε και Μαύρα, να παρακαλείτε πάντοτε για εμάς.)
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ
Ζεύγος άγιόλεκτον τού Χριστού, ξυνωρίς άγια ή κηρύξασα τόν Χριστόν, Τιμόθεε μάρτυς, άμα τή λαμπρά Μαύρα, συγχώρησιν πταισμάτων ήμϊν αιτήσασθε.
(Ερμηνεία: Ζευγάρι του Χριστού που έχεις καταταχθεί ανάμεσα στους Αγίους, αγία δυάδα που κήρυξες τον Χριστό, μάρτυρα Τιμόθεε μαζί με την λαμπρή Μαύρα, ζητήστε για χάρη μας (από τον Θεό) να συγχωρεθούν οι αμαρτίες μας).
 H μνήμη των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας τιμάται κάθε χρόνο στις 3 Μαΐου

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Παρακλητικός Κανών εις την Αγίαν Μεγαλομάρτυρα Ξενίαν



site analysis




(γιορτάζει 3 Μαίου)

Ευλογήσαντος του Ιερέως, το Κύριε, εισάκουσον, μεθ ὃ το Θεός Κύριος, ως συνήθως, και το εξής•

Ήχος δ´. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Την Καλλιπάρθενον Χριστού Αθληφόρον, και Καλαμών την πολιούχον Ξενίαν, ασματικώς τιμήσωμεν βοώντες αυτή• Λύτρωσαι προς σε τους τρέχοντας, πειρασμών τε και θλίψεων, λύσον μαγειών κλοιόν, καθ ἡμῶν κακοβούλων• παρά Θεού γαρ έσχες την ισχύν• και πάσης ρύσαι ανάγκης πρεσβείαις σου.

Δόξα. Όμοιον, η της τυχούσης εορτής.
Των ιαμάτων την πηγήν σε Ξενία, επικαλούμαι ο οικτρός σου οικέτης, μετά Θεόν προσφεύγων νυν τη σκέπη τη ση, και βοώ• Απάλλαξον, των δεινών με προφθάσασα, πονηρών πνευμάτων τε, σαις λιταίς εκ της βλάβης• εξ ανιάτων λύτρωσαι παθών, και νοσημάτων παντοίων και θλίψεων.
Και νυν. Θεοτοκίον.
Ου σιωπήσωμεν ποτέ Θεοτόκε, τας δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι, ειμή γαρ συ προιστασο πρεσβεύουσα, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων; τις δε διεφύλαξεν έως νυν ελευθέρους; Ουκ αποστώμεν Δέσποινα εκ σου• σους γαρ δούλους σώζεις αεί εκ παντοίων δεινών.

Είτα ο Ν´ Ψαλμός και ο Κανών,ου η ακροστιχίς εν τοις Θεοτοκίοις• «Γεωργίου»

Ωδή α´. Ήχος πλ. δ´. Υγράν διοδεύσας.
Εν ύμνοις και άσμασιν οι πιστοί, δεύτε συνελθόντες ευφημήσωμεν ευλαβώς, Ξενίαν Χριστού την Αθληφόρον, υπέρ ημών αενάως πρεσβεύουσαν.

Τυράννους εξέπληξας τη στερρά, ένδοξε ενστάσει και κατηύφρανας στρατιάν, Μάρτυς των Αγγέλων, μεθ ὧν ήδη, υπέρ ημών τον Σωτήρα ικέτευε.

Την χάριν ως έχουσα προς Θεού, πάσαν αφανίζειν μαγγανείαν των φθονερών, εκ ταύτης τους πόθω σοι δραμόντας και τα παιδία φύλαξον, Ξενία Μάρτυς, πρεσβείαις σου.
Θεοτοκίον.
Γυμνότητι, Μήτερ, των αρετών, χάριτος της θείας εστερήθην του σου Υιού, αυτής ουν αξίωσον τυχείν με, σαις μητρικαίς Παναγία δεήσεσιν.

Ωδή γ´. Ουρανίας αψίδος.
Τω Κυρίω προσήνεγκας εαυτήν άμωμον, θύμα και θυσίαν, σεμνή Ξενία και είληφας, παρά Θεού την ισχύν, καρδιακών σώζειν νόσων, Μάρτυς και φυλάττειν τα τέκνα των δούλων σου.

Εμβληθείσα καμίνω τη του πυρός ήμβλυνας, πάσαν εναντίων, σεμνή Ξενία, την δύναμιν, συμβασιλεύουσα νυν, Χριστώ τω μόνω Δεσπότη, ον υπέρ των δούλων σου Μάρτυς ιλέωσαι.

Τα του κόσμου προείδες και προς Χριστόν έδραμες, όνπερ ως Θεόν εν σταδίω Μάρτυς εκήρυξας• παρ οὗ και χάριν Σεμνή, τους σεληνιαζομένους, είληφας του σώζειν πιστώς σοι πελάζοντας.
Θεοτοκίον.
Εν αγκάλαις ον έσχες τον του παντός Κύριον, Άχραντε παρθένε, ως Μήτηρ όντως ικέτευε, ίνα κινδύνων ημάς, και συμφορών απαλλάξη και πυρός γεένης εν ώρα της κρίσεως.

Διάσωσον παντός κινδύνου, Ξενία, τους σοι δραμόντας, φθονερών μαγγανείας, και δεινών περιστάσεων, λιταίς σου και πάσης εξ ασθενείας.
Πανύμνητε και του Θεού ημών Μήτερ σπλαγχνικωτάτη, ως Υιόν σου Αυτόν Αγνή απαύστως ικέτευε, ρυσθήναι κινδύνων τους σε τιμώντας.
Αίτησις και το Κάθισμα.

Ήχος β´. Τα άνω ζητών.
Στερράν βοηθόν, δεινοίς οι συνεχόμενοι, Ξενία σεμνή, κατέχοντές σε τρέχομεν τη ση σκέπη κράζοντες• Μαγγανείας ρύσαι τους δούλους σου, και νόσων και πάσης οργής, ταις σαις ικεσίαις προς Χριστόν τον Θεόν.

Ωδή δ´. Εισακήκοα Κύριε.
Των τυράννων κατέβαλες, θράσος Καλλιμάρτυς Ξενία πάντιμε, συγχορεύουσα τω Πλάστη σου, ον δυσώπει σώσαι τας ψυχάς ημών.

Εν νυκτί και ημέρα τε, έχειν σε προστάτιν θεομακάριτε, ευλαβώς καθικετεύομεν, οι πιστώς τη σκέπη σου προστρέχοντες.

Παρρησίαν ως έχουσα, πρέσβευε ρυσθήναι τους προσιόντας σοι, φθονερών εκ της κακώσεως, και δαιμόνων βλάβης πανσεβάσμιε.
Θεοτοκίον.
Ως τεκούσαν τον Κύριον, πίστει σε τιμώμεν βοώντες Δέσποινα, πειρασμών και των παθών ημών, και δεινών τον κλύδωνα κατεύνασον.

Ωδή ε´. Φώτισον ημάς.
Στίγμασι σαρκός υπερέλαμψας πανεύφημε, και χάριν έσχες, Μάρτυς, παρά Θεού, εκ πάσης σώζειν μαγείας τους σοι προστρέχοντας.

Πυρ περιφανώς θεϊκής αγάπης φέρουσα, πυρί ριφθείσα πλάνην των ασεβών, Ξενία, έφλεξας σώζουσα τους τιμώντάς σε.

Λίθοις τοις γλυπτοίς ουκ επέθυσας αλλ ἤμβλυνας, βουλάς τυρράνων νόμω τω του Χριστού. Και νυν κινδύνων λυτρούσαι τους σε γεραίροντας.
Θεοτοκίον.
Ρύσαι προσβολής νοητών εχθρών τον δουλόν σου, και ορατών Παρθένε, ότι προς σε, μετά Θεόν την ελπίδα μου ανατίθημι.

Ωδή στ´. Την δέησιν, εκχεώ.
Κατέβαλες εν σταδίω πάνσεμνε, την οφρύν των σων τυράννων Ξενία, και προς Θεού, νίκης στέφος εδέξω, και την ισχύν φυγαδεύειν τους δαίμονας, και χάριν σώζειν εκ φθοράς, τα παιδία ημών ταις πρεσβείαις σου.

Την μνήμη σου τους τιμώντας λύτρωσαι, εκ των νόσων και παθών της καρδίας, ως προς Θεόν, κεκτημένη πρεσβείαν, νευρασθενείας φρικτής τε διάσωσον, και τέκνα φύλαξον ημών, εκ δεινών και κινδύνων και θλίψεων.

Προέκρινας των φθαρτών τα μένοντα, και εχώρησας προς θείον αγώνα, και προς Θεού, χάριν έσχες του λύειν, των φθονερών τας μαγείας πανεύφημε, και σώζειν πάντας εξ αυτών, τους την σην εκζητούντας βοήθειαν.
Θεοτοκίον.
Γαλήνιον εν δεινοίς και άμισθον σε γινώσκοντες λιμένα Παρθένε, εν πειρασμοίς προς την σην ευσπλαγχνίαν, γλυκεία Μήτερ, προστρέχομεν κράζοντες• Σοις δούλοις βράβευσον ημίν, την θερμήν σου Παρθένε βοήθειαν.

Επίβλεψον και τους σους δούλυς εκλύτρωσαι πάσης βλάβης, και εχθρών της επιβουλής, Ξενία, διάσωσον, ως έχουσα προς Θεόν παρρησίαν.

Ανύμφευτε, τη μητρική σου πρεσβεία χρωμένη ρύσαι, των συμφορών και κινδύνων και θλίψεων, τους Σε ως Μητέρα Θεού τιμώντας.

Αίτησις και το Κοντάκιον.


Ήχος β´. Προστασία των Χριστιανών.
Των θαυμάτων ώσπερ εις πηγήν αεί ρέουσαν, τη ση σκέπη, Μάρτυς, ευλαβώς νυν προσφεύγομεν, και βοώμεν ικετικώς δεόμενοι Σεμνή, δεινών λύτρωσαι Θαυματουργέ, ταις σαις προς Κύριον λιταίς, προσβολών τε του δαίμονος, πάσης επαοιδίας, Ξενία, και μαγγανείας, της καθ ἡμῶν των φθονερών, κινουμένης διαφύλαξον.

Προκείμενον.

Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού.

Στιχ. Τοις Αγίοις τοις εν τη γη αυτού, εθαυμάστωσεν ο Κύριος.

Ευαγγέλιον. Εκ του κατά Μάρκον (ε´ 24-34).

Τω καιρώ εκείνω και ηκολούθει τω Ιησού όχλος πολύς, και συνέθλιβον αυτόν. Και γυνή τις ούσα εν ρύσει αίματος έτη δώδεκα, και πολλά παθούσα υπό πολλών ιατρών και δαπανήσασα τα παρ ἑαυτῆς πάντα, και μηδέν ωφεληθείσα, αλλά μάλλον εις το χείρον ελθούσα, ακούσασα περί του Ιησού, ελθούσα εν τω όχλω όπισθεν ήψατο του ιματίου αυτού• έλεγεν γαρ εν εαυτή ότι εάν άψωμαι καν των ιματίων αυτού, σωθήσομαι. Και ευθέως εξηράνθη η πηγή του αίματος αυτής, και έγνω τω σώματι ότι ίαται από της μάστιγος. Και ευθέως ο Ιησούς επιγνούς εν εαυτώ την εξ αυτού δύναμιν εξελθούσαν, επιστραφείς εν τω όχλω έλεγε• Τις μου ήψατο των ιματίων; και έλεγον αυτώ οι μαθηταί αυτού• Βλέπεις τον όχλον συνθλίβοντά σε, και λέγεις• τις μου ήψατο; και περιεβλέπετο ιδείν την τοῦτο ποιήσασαν. Ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ᾿ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου.

Δόξα.
Ταις της Αθληφόρου, πρεσβείαις, Ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων.
Και νυν.
Ταις της Θεοτόκου, πρεσβείαις, Ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων.

Στιχ. Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου.


Ήχος πλ. β´. Όλην αποθέμενοι.
Πόθω καταφεύγοντες τη ιερά σου Εικόνι, και κατασπαζόμενοι, ευλαβώς αυτήν σοι πιστώς κραυγάζομεν• Νοητών λύτρωσαι των εχθρών μανίας ορατών τ ἐπιβουλῆς ημάς, την χάριν έχεις γαρ, εκ Θεού Ξενία πανεύφημε. Και πάσαν νόσον ίασαι, της ψυχής και πάθος του σώματος, και μαγείας, Μάρτυς, προφύλαττε σους δούλος και Χριστόν, συν τη Μητρί καθικέτευε, υπέρ των ψυχών ημών.

Σώσον, ο Θεός, τον λαόν Σου...

Είτα, αποπληρούμεν τας λοιπάς ωδάς του Κανόνος.

Ωδή ζ´. Οι εκ της Ιουδαίας.
Των ιάσεων χάριν, προς Χριστού ειληφυία των δοθιήνων ημάς, και των εξανθημάτων, πληγών ελκών φλυκτίδων, τους βοώντας απάλλαξον• Ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.

Σε προστάτιν Ξενία, ικετεύομεν έχειν και των παιδίων ημών• λυτρούσαν εκ κινδύνων, ημάς και ταύτα Μάρτυς, ίνα μέλπωμεν κράζοντες• Ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.

Τους κατέχοντας πόθω, την σεπτήν σου Εικόνα, και εν δεινοίς προς αυτήν, προστρέχοντας Θεόφρον, εκ τούτων ρύσαι Μάρτυς, ίνα πίστει κραυγάζωμεν• Ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.
Θεοτοκίον.
Ικετών σου δεήσεις, τω Υιώ σου προσάγαγε, Θεοτόκε Αγνή, και ρύσαι καταδίκης, πυρός τε του ασβέστου, ίνα μέλπωμεν ψάλλοντες• Ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.

Ωδή η´. Τον Βασιλέα, των ουρανών.
Τους σε υμνούντας, ασματικώς και τη σκέπη, τη σεπτή σου δραμόντας Ξενία, νόσων της καρδίας περίσωζε και νεύρων.

Επιληψίας και βασκανίας σους δούλους, εκ φυμάτων ελκών και φλυκτίδων, και εξανθημάτων, απάλλαξον λιταίς σου.

Των σων τυράννων τας απειλάς παριδούσα, εν χαρά προς τον πλάστην ανήλθες, όνπερ εκδυσώπει υπέρ των σε τιμώντων.
Θεοτοκίον.
Όλην μου Μήτερ, εν σοι πιστώς την ελπίδα, νυν ο σος ανατίθημι δούλος• Λάβε με, βοών σοι, εις χείράς σου Παρθένε.

Ωδή θ´. Κυρίως Θεοτόκον.
Ωδαίς τον σε τιμώντα, φρούρει εν τω βίω της δ αἰωνίου συμμέτοχον δείξον ζωής, ταις προς Θεόν σαις πρεσβείαις, Ξενία πάνσεμνε.

Τους σοι πιστώς δραμόντας, φύλαττε των νόσων, παντός συμπτώματος, Μάρτυς Ξενία ημάς, και πάσης άλλης ανάγκης ταις σαις δεήσεσιν.

Εικόνα σου εν πίστει τους ασπαζομένους, Θαυματουργέ και κατέχοντας ρύσαι δεινών, καρδίας νόσων και νεύρων ταις σαις εντεύξεσι.
Θεοτοκίον.
Υμνούμέν σε, Παρθένε, ότι εν κοιλία ημών τον Κτίστην εχώρησας Μήτερ τη ση• αυτόν δυσώπει απαύστως υπέρ των δούλων σου.

Άξιόν εστι... και τα παρόντα Μεγαλυνάρια•
Άξιόν εστιν ως αληθώς, εν ωδαίς υμνείν σε Αθληφόρε, Καλαμών το κλέος και του Χριστού, την πάνσεμνον Νύμφην• των εν νόσοις την ιατρόν, των παίδων προστάτιν, και των κινδυνευόντων, Ξενία Καλλιμάρτυς το καταφύγιον.

Χαίροις, των καλούντων σε βοηθός, και παραμυθία θλιβομένων η ταχινή, χαίροις, καθαιρέτις παντός μαγείας είδους, και νοσούντα παιδία, Ξενία φύλαττε.

Θλιβομένων, πάνσεμνε, καρδιών, η αφαιρεθείσα την καρδίαν σου απηνώς, υπό του τυράννου γλυκεία ανεδείχθης, παραμυθία Μάρτυς, των προστρεχόντων σοι.

Αθληφόρων χαίροις η καλλονή, και της βασκανίας το αντίδοτον εκ Θεού, χαίροις, της μαγείας φθονερών καθαιρέτις. Χριστόν δυσώπει, Μάρτυς, υπέρ των δούλων σου.

Τους ασπαζομένους πανευβλαβώς, Μάρτυς στεφηφόρε, την Εικόνα σου την σεπτήν, νόσων της καρδίας και νεύρων ταις λιταίς σου, και σεληνιασμού τε, Ξενία, φύλαξον.

Χάριν θείαν είληφας εκ Θεού, σώζειν, ω Ξενία, τους καλούντάς σε ευλαβώς, εκ των δοθιήνων και των εξανθημάτων, μυρμηκιών τε, Μάρτυς, ταις σαις δεήσεσι.

Πονηρών πνευμάτων επιβουλής, και της βλάβης τούτων διαφύλαττε τους πιστώς, τη σεπτή σου σκέπη, και ιερά Εικόνι προστρέχοντας λιταίς σου, Ξενία πάνσεμνε.

Χαίρε Μήτερ Δέσποινα της ζωής, χαίρε η προστάτις, των τιμώντων σε και φρουρός, χαίρε η ελπίς μου, η δόξα και ισχύς μου μετά Θεόν η μόνη συ μου βοήθεια.

Πασαι των Αγγελων…

Το Τρισάγιον και το Απολυτίκιον.

Ήχος δ´. Ταχύ προκατάλαβε.
Βαφαίς των αιμάτων σου, φαιδράν στολήν σεαυτή, Ξενία, επέχρωσας παρισταμένη Χριστώ, ως νύμφη πανάσπιλος• είληφας δε την χάριν, μαγγανείας του λύειν, δαίμονας, εκδιώκειν και τας νόσους καρδίας ιάσθαι. Ικέτευε εκτενώς, υπέρ των ψυχών ημών.

Εκτενής και Απόλυσις, μεθ ἣν ψάλλομεν το εξής•

Ήχος β´. Ότε εκ του ξύλου.
Πάντας τους προστρέχοντας πιστώς, τη σεπτή σου σκέπη Ξενία, των αοράτων εχθρών, και των ορατών ημάς θεόφρον φύλαξον, φθονερών τε αφάνισον, πάσαν μαγγανείαν, και δεινών απάλλαξον, και νόσων λύτρωσαι• και τον αθλοθέτην Σωτήρα, συν τη Θεοτόκω δυσώπει, υπέρ των ψυχών ημών πολύαθλε.

Δέσποινα, πρόσδεξαι τας δεήσεις των δούλων σου, και λύτρωσαι ημάς, από πάσης ανάγκης και θλίψεως.

Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού• φύλαξόν με υπό την σκέπην σου.