Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Η μητρότητα ως διακονία της γυναίκας



site analysis


(Γέροντος Σωφρονίου)
Η θέση της γυναίκας κατά τους περασμένους αιώνες ήταν εξαιρετικά δύσκολη, ενώ ακόμη ως τις ημέρες μας δεν έχει πλήρως τακτοποιηθεί. Σε όλα τα επίπεδα της ζωής το πρόβλημα αυτό αποδεικνύεται υπερβολικά πολύπλοκοκαι στο επίπεδο της κρατικής νομοθεσίας, και στο επίπεδο της δομής της κοινωνίας, και στο επίπεδο της κατανομής της εργασίας, και στο επίπεδο της εκπαιδεύσεως και της μορφώσεως, και στο επίπεδο τέλος της εκκλησιαστικής ζωής. Πολλά έχουν αλλάξει κατά τις τελευταίες δεκαετίες· από πολλές απόψεις η γυναίκα απέκτησε θέση ασύγκριτα καλύτερη από την προηγούμενη, αλλά ωστόσο δεν έχει βρει τη θέση της στην κοινωνία· δεν έχει βρεθεί πραγματικά το σωστό μέτρο για την αξιολόγησή της. Κατά τους προηγούμενους αιώνες ο άνδρας ήταν ο νομοθέτης, ο κύριος. Η γυναίκα όμως συχνά ήταν υπερβολικά υποβιβασμένη, και κατά την αναζήτηση αλήθειας και δικαιοσύνης όλοι όσοι επιθυμούσαν βελτίωση της θέσεως της γυναίκας είχαν τη σκέψη: να την εξισώσουν στα δικαιώματα με τον άνδρα σε όλα τα επίπεδα. Η οδός αυτή έδωσε υπέροχους καρπούς. Πολλές γυναίκες απέκτησαν μεγάλη μόρφωση, κατέχουν υπεύθυνες θέσεις στην κρατική μηχανή, άρχισαν να διαδραματίζουν ιστορικό ρόλο συμμετέχοντας στις εκλογές κυβερνήσεων. Στην οικογένεια επίσης η θέση της γυναίκας άλλαξε προς όφελός της.
Πραγματικά, όλα αυτά έτσι είναι. Αλλά μπορούμε άραγε να θεωρήσουμε λυμένα τα προβλήματα όχι μόνο της εργασίας της γυναίκας, αλλά ακόμη και της οικογενειακής θέσεώς της; Η πείρα της ιστορίας έδειξε ότι το τεράστιο σώμα της ανθρωπότητας αποτελείται από κύτταρα, και ένα τέτοιο κύτταρο είναι η οικογένεια. Στο μέτρο που τα κύτταρα είναι υγιή υγιαίνει και το σώμα.
Συνεπώς η υγεία στο τεράστιο σώμα της ανθρωπότητας εξαρτάται από την υγεία του κυττάρου του σώματος αυτού, της οικογένειας. Μπορούμε άραγε να θεωρήσουμε τη σύγχρονη θέση της ως ευτυχή; Λόγω του ότι η γυναίκα γίνεται οικονομικά εντελώς ανεξάρτητη, εργαζόμενη όπως εργάζεται κάθε άνδρας, πλήθυναν οι διαλύσεις των οικογενειών, δηλαδή τα διαζύγια. Και στην περίπτωση που δεν υπάρχει διάλυση της οικογένειας, όταν αναγκάζεται να εργασθεί η γυναίκα εκτός σπιτιού, πάλι υποφέρει η οικογένεια, εφόσον για τα παιδιά δεν υπάρχει στο σπίτι πλέον ουσιαστικά ούτε πατέρας ούτε μητέρα. Τα παιδιά μένουν αρκετή ώρα μόνα τους ή ανατρέφονται από συγγενικά ή ξένα χέρια ή ανατίθενται σε σχολεία για την ανατροφή τους. Βασικά όμως στερούνται της μητρικής στοργής. Αν η γυναίκα εργάζεται εξίσου με τον άνδρα, τότε πάλι καταργείται η δικαιοσύνη, επειδή η γυναίκα στην οικογένεια, παράλληλα με την εργασία, βαστάζει και άλλα βάρη, επιπρόσθετα καθήκοντα, επειδή ακριβώς αυτή είναι η μητέρα των παιδιών. Θα νόμιζε κάποιος ότι, επειδή η γυναίκα βαρύνεται από μεγαλύτερες ευθύνες και ασκεί πολυπλοκότερο ρόλο, σε αυτήν πρέπει να ανήκει το προνόμιο να «κατευθύνει» την οικογένεια. Ασφαλώς κάποιος πρέπει να κατευθύνει την οικογένεια, όπως και κάθε άλλο ανθρώπινο καθίδρυμα. Έτσι, σε πολλές οικογένειες ανακύπτει η πάλη για εξουσία, που πολύ συχνά γίνεται καταστροφική για την οικογένεια. Συνεπώς, οπού και αν στρέψουμε την προσοχή μας, παντού βλέπουμε υπερβολικά πολύπλοκα προβλήματα, και δεν πλησιάσαμε ακόμη στην επίλυσή τους.
Έκανα τις λίγες αυτές παρατηρήσεις, για να δω τα πράγματα έτσι όπως τα βλέπει η πλειονότητα των ανθρώπων. Νομίζω όμως ότι εμείς ως χριστιανοί βλέπουμε ακόμη και εκείνα που οι άλλοι δεν προσέχουν. Θεωρούμε ότι το σπουδαιότερο θέμα γενικά για κάθε άνθρωπο είναι το ερώτημα: Τί είναι ο άνθρωπος; Ποιός είναι ο προορισμός του; Γιατί και για ποιόν λόγο εμφανίστηκε στον κόσμο; Ποιός σκοπός υπάρχει μπροστά του; Ποιό είναι το νόημα της υπάρξεώς του; Αν δεν απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να λύσουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε· ούτε σε ένα επίπεδο. Είναι αδύνατον για παράδειγμα να επιτύχουμε αληθινά δίκαια δομή της κοινωνίας χωρίς τη γνώση αυτή. Δεν μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα της κρατικής οργανώσεως, αν δεν έχουμε απάντηση στο κύριο αυτό ερώτημα. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας γράφεται με άσκοπη περιδίνηση, παράλογους πολέμους, άδικη καταπίεση του ισχυρού επάνω στον ασθενή, όπως βλέπουμε στον ζωικό κόσμο. Συνεπώς, τί είναι ο άνθρωπος; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό την παίρνουμε από την Αγία Γραφή: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού… άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. 1,27). Και λίγο πιο κάτω διαβάζουμε: «Έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γέν. 2,7).
Αν λοιπόν ο Θεός δημιούργησε τον άνδρα και την γυναίκα ως ενιαία ανθρωπότητα, τότε είναι φυσικό ότι το θέμα της σχέσεως μεταξύ ανδρός και γυναικός ήταν και θα είναι πάντοτε ένα από τα σπουδαιότερα ζωτικά θέματα. Αν στρέψουμε την προσοχή μας στα φυσικά χαρίσματα της γυναίκας και τα συγκρίνουμε με τα αντίστοιχά τους στον άνδρα, θα δούμε από την μακρόχρονη πείρα ότι τα χαρίσματα αυτά είναι ποικίλα· κάποτε συμπίπτουν, ενώ κάποτε γίνονται συμπληρωματικά το ένα του άλλου. Γνωρίζουμε επίσης από την ιστορία και από την Αγία Γραφή ότι στην Ανατολή, όπου γεννήθηκαν όλες οι μεγάλες θρησκείες, η κυριότητα του άνδρα επάνω στη γυναίκα ήταν υπερβολικά ισχυρή. Η γυναίκα στη συνείδηση της Ανατολής ήταν κατά κάποιον τρόπο κατώτερο ον. Ακόμη και στο Ευαγγέλιο βλέπουμε παρόμοια χωρία, όπως για παράδειγμα: «Οι δε εσθίοντες ήσαν άνδρες ωσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικών και παιδίων» (Ματθ. 14,21). Ελάμβαναν υπ’ ό­ψιν μόνο τους άνδρες, ενώ τις γυναίκες ούτε καν τις μετρούσαν. Αλλά αυτό δεν το βλέπουμε μόνο στην Ανατολή.
Έτυχε να διαβάσω, όταν ήμουν νέος, κάποιες στατιστικές που έκαναν μερικοί Γερμανοί μορφωμένοι άνθρωποι για τον ρόλο του άνδρα και τον ρόλο της γυναίκας στην ιστορία του πολιτισμού. Οι πολυμαθείς αυτοί Γερμανοί παρουσίαζαν τα κατορθώματα του άνδρα ως άκρως σημαντικά (παρομοιάζοντάς τα ως όρη υψηλά), ενώ από τα κατορθώματα της γυναίκας σημείωναν μόνο μερικά που ούτως ή άλλως γράφτηκαν στην ιστορία του πολιτισμού.
Μου φαίνεται ότι η παρεξήγηση αυτή εμφανίστηκε ως συνέπεια της απώλειας της συνειδήσεως εκείνης, που περιέχεται στη Γραφή: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα Θεού… άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. 1,27). Αυτό το ξεχνούν όχι μόνο οι άνδρες, αλλά και οι ίδιες οι γυναίκες. Για να διορθώσουμε λοιπόν τη ζωή μας σε όλα τα επίπεδα της, αρχίζοντας από την οικογένεια, οφείλουν οι γυναίκες να ανυψωθούν με το πνεύμα και να φανερώσουν στον κόσμο την αυθεντική αξία τους, τον υψηλό ρόλο τους. Για την χριστιανική Εκκλησία το θέμα του ρόλου της γυναίκας γίνεται κάθε χρόνο διαρκώς οξύτερο.
Βλέπουμε ότι στις χώρες όπου ο άθεος κομμουνισμός διεξάγει ανοικτή πάλη εναντίον της Εκκλησίας με την εφαρμογή κάθε είδους εκβιασμών, διασώζει την Εκκλησία η ανδρεία των γυναικών, η αυτοθυσία τους, η ετοιμότητά τους για κάθε είδους παθήματα. Παντού παρατηρούμε ότι οι γυναίκες στις Εκκλησίες αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό. Μπορούμε να πούμε ότι στις Εκκλησίες κατά τις ακολουθίες οι γυναίκες συνιστούν την πλειονότητα, κάποτε τα τρία τέταρτα, κάποτε όμως και περισσότερο. Αν τώρα όλες οι γυναίκες αποχωρούσαν από την Εκκλησία, τότε αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρχει, γιατί οι άνδρες που εκπληρώνουν υψηλή ποιμαντική διακονία, κατέχοντας υψηλές ιεραρχικές θέσεις, θα έμεναν ολιγάριθμοι και, με απλά λόγια, θα ήταν γι’ αυτούς από υλικής πλευράς αδύνατον να διατηρήσουν την Εκκλησία.
Συνεπώς ο ρόλος της γυναίκας στην Εκκλησία είναι μεγάλος, και όλοι μας πρέπει να σκεφτούμε το φαινόμενο αυτό. Στη χριστιανική μας διδασκαλία για τον άνθρωπο, μιλώντας θεολογικά, η γυναίκα παρουσιάζεται στο ίδιο ακριβώς μέτρο ως άνθρωπος, όπως και ο άνδρας. Οι δυνατότητες της διακονίας της μέσα στην ιστορία είναι απεριόριστες. Το γεγονός ότι ο Θεός Λόγος σαρκώθηκε από γυναίκα καταδεικνύει ότι η γυναίκα δεν είναι καθόλου μειωμένη ενώπιον του Θεού.
Εδώ όμως θέλω να εκφράσω το βασικότερο νόημα της ομιλίας μου. Όλα, όσα είπα μέχρι τη στιγμή αυτή, ήταν μόνο εισαγωγικά, για να σταθούμε όλοι σε σαφή πορεία σκέψεως. Αν μιλάμε για τη μεγάλη σπουδαιότητα της γυναίκας, τότε και οι ίδιες οι γυναίκες οφείλουν να δικαιώσουν τη σπουδαιότητά τους αυτή να δικαιώσουν τον εαυτό τους σε όλα τα επίπεδα της ζωής της ανθρωπότητος. Το ουσιωδέστερο όμως γι’ αυτές έργο, το σπουδαιότερο λειτούργημά τους, είναι η Μητρότητα: «Και εκάλεσεν Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή, ότι αύτη μήτηρ πάντων των ζώντων» (Γεν. 3,20). Για να ανυψώσουν την ανθρωπότητα οι γυναίκες, πρέπει να φέρνουν στον κόσμο παιδιά με τον τρόπο που μας διδάσκει ο λόγος του Θεού. Υπάρχουν όμως δύο είδη γεννήσεως το ένα κατά σάρκα, το άλλο κατά πνεύμα. Ο Χριστός είπε στον Νικόδημο: «Το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ έστι, και το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος πνεύμα έστι. Μη θαυμάσης ότι είπόν σοι, δει υμάς γεννηθήναι Άνωθεν» (Ιωάν. 3,6-7). Επειδή οι γυναίκες της εποχής μας έχασαν την υψηλή αυτή συνείδηση, άρχισαν να γεννούν προπαντός κατά σάρκα. Τα παιδιά μας έγιναν ανίκανα για την πίστη. Συχνά αδυνατούν να πιστέψουν ότι είναι εικόνα του Αιωνίου Θεού. Η μεγαλύτερη αμαρτία στις ημέρες μας έγκειται στο ότι οι άνθρωποι βυθίστηκαν στην απόγνωση και δεν πιστεύουν πια στην Ανάσταση. Ο θάνατος του ανθρώπου εκλαμβάνεται από αυτούς ως τελειωτικός θάνατος, ως εκμηδένιση, ενώ πρέπει να θεωρείται ως στιγμή αλλαγής της μορφής της υπάρξεώς μας· ως ημέρα γεννήσεώς μας στην ανώτερη ζωή, σε ολόκληρο πλέον το πλήρωμα της ζωής που ανήκει στον Θεό. Αλήθεια, το Ευαγγέλιο λέει: «Ο πιστεύων εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον ο δε απειθών τω Υιώ ουκ όψεται ζωήν» (Ιωάν. 3,36). «Αμήν, αμήν λέγω υμίν ότι… ο πιστεύων τω Πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. 5,24). «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν τις τον λόγον τον Εμόν τηρήση, θάνατον ου μη θεώρηση εις τον αιώνα» (Ιωάν. 8,51). Παρόμοιες λοιπόν εκφράσεις μπορούμε να αναφέρουμε πολλές.
Συχνά ακούω από τους ανθρώπους: Πώς ή γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί η πλειονότητα των ανθρώπων έχασε την ικανότητα να πιστεύει; Δεν είναι άραγε η νέα απιστία συνέπεια της ευρύτερης μορφώσεως, όταν αυτό που λέει η Γραφή γίνεται μύθος, απραγματοποίητο όνειρο;
Η Πίστη, η ικανότητα για την πίστη, δεν εξαρτάται πρωτίστως από τον βαθμό μορφώσεως του ανθρώπου. Πράγματι παρατηρούμε ότι στην εποχή μας, κατά την οποία διαδίδεται η μόρφωση, η πίστη ελαττώνεται, ενώ θα έπρεπε ουσιαστικά να συμβαίνει το αντίθετο· όσο δηλαδή πλατύτερες γίνονται οι γνώσεις του ανθρώπου, τόσο περισσότερες αφορμές έχει για να αναγνωρίζει τη μεγάλη σοφία της δημιουργίας του κόσμου. Σε τί λοιπόν συνίσταται η ρίζα της απιστίας;
Πριν απ’ όλα οφείλουμε να πούμε ότι το θέμα αυτό είναι πρωτίστως έργο των γονέων, των πατέρων και των μητέρων. Αν οι γονείς φέρονται προς την πράξη της γεν­νήσεως του νέου ανθρώπου με σοβαρότητα, με τη συνείδηση ότι το γεννώμενο βρέφος μπορεί να είναι αληθινά «υιός ανθρώπου» κατ’ εικόνα του Υιού του Ανθρώπου, δηλαδή του Χριστού, τότε προετοιμάζονται για την πράξη αυτή όχι όπως συνήθως γίνεται αυτό. Να ένα υπέροχο παράδειγμα· ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ προσεύχονταν για πολύ καιρό να τους χαρισθεί τέκνο… Και τί συνέβη λοιπόν; «Ώφθη δε αυτώ (τω Ζαχαρία) άγγελος Κυρίου εστώς εκ δεξιών του θυσιαστηρίου του θυμιάματος. Και εταράχθη Ζαχαρίας ιδών, και φόβος επέπεσεν επ’ αυτόν. Είπε δε προς αυτόν ο άγγελος- μη φοβού, Ζαχαρία· διότι εισηκούσθη η δέησίς σου, και η γυνή σου Ελισάβετ γεννήσει υιόν σοι, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιωάννην και έσται χαρά σοι και αγγαλίασις, και πολλοί επί τη γεννήσει αυτού χαρήσονται. Έσται γαρ μέγας ενώπιον του Κυρίου… και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού, και πολλούς των υιών Ισραήλ επιστρέψει επί Κύριον τον Θεόν αυτών» (Λουκ. 1,11-16).
Βλέπουμε μάλιστα στη συνέχεια ότι ο Ιωάννης, ευρισκόμενος ακόμη στην κοιλιά της μητέρας του, αναγνώρισε την επίσκεψη της μητέρας του Χριστού, σκίρτησε από χαρά και η χαρά του μεταδόθηκε στη μητέρα του. Τότε εκείνη γέμισε με προφητικό Πνεύμα (βλ. Λουκ. 1,40-41). Άλλο παράδειγμα είναι η προφήτιδα Άννα (βλ. Λουκ. 2,36).
Έτσι και τώρα· αν οι πατέρες και οι μητέρες θα γεννούν παιδιά συναισθανόμενοι την άκρα σπουδαιότητα του έργου αυτού, τότε τα παιδιά τους θα γεμίζουν από Πνεύμα Άγιο, ήδη από την κοιλιά της μητέρας- και η πίστη στον Θεό, τον Δημιουργό των απάντων, ως προς τον Πατέρα τους, θα γίνει γι’ αυτά φυσική, και καμία επιστήμη δεν θα μπορέσει να κλονίσει την πίστη αυτή, γιατί «το γεννώμενον εκ Πνεύματος πνεύμα έστιν». Η ύπαρξη λοιπόν του Θεού και η εγγύτητά του σε μας είναι για μια τέτοια ψυχή οφθαλμοφανές γεγονός. Και η απιστία των πολυμαθών ή των αμαθών στα μάτια των τέκνων αυτών του Θεού θα είναι απλώς απόδειξη ότι οι άνθρωποι εκείνοι δεν γεννήθηκαν ακόμη Άνωθεν, και ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος αυτού δεν πιστεύουν στον Θεό, διότι είναι εξ ολοκλήρου σάρκα, γεννημένοι από σάρκα.
Εκείνο όμως που αποτελεί πραγματικό πρόβλημα για την Εκκλησία, τον προορισμό της, είναι το πώς να πείσει τους ανθρώπους ότι είναι αληθινά τέκνα και θυγατέρες του αιωνίου Πατρός· πως να δείξει στον κόσμο τη δυνατότητα μιας άλλης ζωής, όμοιας προς τη ζωή του ιδίου του Χριστού, ή τη ζωή των προφητών και των αγίων. Η Εκκλησία οφείλει να φέρει στον κόσμο όχι μόνο την πίστη στην ανάσταση, αλλά και τη βεβαιότητα γι’ αυτήν. Τότε περιττεύει η απαίτηση για οποιεσδήποτε άλλες ηθικιστικές διδασκαλίες.
(Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ) «Το Μυστήριο της χριστιανικής ζωής», σ.180-189. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου – Έσσεξ)

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Γερόντισσα Άννα , η δια Χριστόν Σαλή.



site analysis



Η Άννα είχε Μικρασιατική καταγωγή και έφτασαν στην Ελλάδα με τους γονείς της σαν πρόσφυγες μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό, μετά τα γεγονότα της εκεί καταστροφής. Όταν έφτασαν εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πηγάδια στα Κύργια της Δράμας. Είχε ακόμα μια αδελφή την Κρυστάλλω. Ο πατέρας της ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία και είχε ένα μικρό κοπάδι, στο οποίο βοηθούσε (σχεδόν φρόντιζε μόνη της) η μικρή Αναστασία. Αυτό ήταν το βαφτιστικό όνομα της Άννας πριν πάρει το αγγελικό σχήμα. Η ίδια αρεσκόταν να βρίσκεται μόνη στη φύση μαζί τα ζώα, γιατί αυτό της έδινε την ευκαιρία να μένει μόνη με το Θεό και να προσεύχεται. Όταν τύγχανε να βρεθεί σε κάποιο βουνό με εκκλησάκι , άδραχνε την ευκαιρία για πνευματική συζήτηση με τους μοναχούς που περιόδευαν, τα λόγια των οποίων κυριολεκτικά ρουφούσε.
Όταν έφτασε σε ηλικία ικανή ο πατέρας της την πάντρεψε με κάποιο βοσκό που δούλευε κοντά του αλλά αυτός μετά από λίγο καιρό την εγκατέλειψε. Τότε η Άννα πήγε σε μια θεία της στο Δοξάτο και εργαζόταν στα καπνά της περιοχής. Εκεί υπήρχε η εκκλησία του αγίου Μάρκου στην οποία είχε ένα μοναχό με τον οποίο συχνά συνομιλούσε και της είχε δώσει ένα ξύλινο σταυρό , τον οποίο η Άννα ποτέ δεν αποχωρίστηκε. Από το σύντομο γάμο της απέκτησε μια κορούλα, τη Βενετία την οποία μεγάλωσε μόνη της και με τη βοήθεια της αδελφής της.*
Η Άννα ήταν αγράμματη αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να μαθαίνει το Λόγο του Θεού από την εκκλησία και τα κηρύγματα. Άκουγε επίσης με πολύ ενδιαφέρον τους βίους των αγίων και δεν έχανε ευκαιρία να επαναλαμβάνει όσα άκουγε σε γνωστούς και φίλους. Με τον τρόπο αυτό από τη μια γινόταν απόστολος των θείων μηνυμάτων και από την άλλη αποστήθιζε απ’ έξω όσα άκουγε.
Η Άννα έκανε οικονομίες και έτσι μπόρεσε να πραγματοποιήσει διάφορα ταξίδια που ήθελε όπως στην Παναγία της Τήνου και στα Ιεροσόλυμα. Τα τελευταία επισκέφτηκε για πέντε φορές όπου και εκάρει μοναχή παίρνοντας το όνομά της κάπου στη δεκαετία του ’70. Αυτό έγινε στην ιερά  μονή αγίου Γεωργίου Χοζεβά. Μετά από αυτό επέστρεψε στο Δοξάτο και άρχισε να ζει ασκητικά. Ολονύκτιες αγρυπνίες και αδιάλειπτη προσευχή ήταν οι κύριες ασχολίες της , ενώ δεν αποχωριζόταν το κομποσχοίνι ποτέ από τα χέρια της . Ζούσε σε μικρά φτωχικά σπιτάκια που νοίκιαζε και πάντοτε μεριμνούσε να έχει ένα μικρό κήπο που καλλιεργούσε η ίδια. Μάλιστα διατηρούσε εσπεριδοειδή , δένδρα που δεν ευδοκιμούσαν στην περιοχή, λόγω θερμοκρασίας. Αυτά της Άννας  όμως έδιναν καρπούς.
Το δωμάτιό της ήταν λιτό και στο κρεβάτι της είχε μια μικρή βαλίτσα όπου φύλαγε τα σάβανά της και κάθε μέρα την άνοιγε για να τα βλέπει και έτσι κατάφερε να έχει συνεχή μνεία θανάτου. Συνήθιζε να θυμιατίζει με καρβουνάκια που έφτιαχνε η ίδια από ξυλάκια κληματαριάς. Τα βράδια όταν οι εργάτες των καπνών πήγαιναν δουλειά, η Άννα έβγαινε στο δρόμο και τους θυμιάτιζε. Αυτό όμως προκαλούσε ποικίλες αντιδράσεις, διότι άλλοι την κορόιδευαν για αυτό. Συχνά γινόταν αντικείμενο κοροϊδίας και εμπαιγμού και για τα ρούχα της που αποτελούνταν από ένα σχισμένο ράσο.
Η Άννα απέκτησε από τον Κύριό μας το προορατικό χάρισμα και συχνά την επισκέπτονταν μοναχοί από το Άγιο Όρος για να πάρουν την ευχή της ή και να συνομιλήσουν μαζί της. Όταν πήγαιναν μοναχοί στο σπίτι μιας φίλης της, της κυρίας Τουμπαλίδου*, η Άννα χωρίς να την ειδοποιήσει κάποιος έτρεχε να τους συναντήσει. Ο πατήρ Γρηγόριος από το ιερό κελλί Ιωάννη του Θεολόγου σύστησε να την επισκέπτονται και να παίρνουν την ευχή της για ψυχική ωφέλεια. Χαρακτηριστικά έλεγε «τα λόγια της είναι Άρτος». Επίσης ο Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης έλεγε σε επισκέπτες του να πάνε στο Δοξάτο να πάρουν την ευχή της Άννας. Έλεγε: «η προσευχή της είναι πάνω από τη δική μου». Επισκέψεις δεχόταν επίσης και από άλλες σημαίνουσες προσωπικότητες, όπως καθηγητές πανεπιστημίων και επιστήμονες από τη γύρω περιοχή. Όλοι αυτοί ερχόντουσαν να συνομιλήσουν μαζί της και να πάρουν συμβουλές και νουθεσίες.
Η Άννα δε δεχόταν ποτέ να την πάνε με αυτοκίνητο έστω και αν έπρεπε να διανύσει μεγάλες αποστάσεις. Αυτό το έκανε αφενός για άσκηση και αφετέρου για να αποφεύγει την πολλή συνάφεια με τον κόσμο. Παρόμοια συμπεριφορά συναντάμε και στο βίο του οσίου παπά-Λεόντιου του δια Χριστόν σαλού, που είδαμε προηγουμένως.

 


*Σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές (2006) , η κυρία Βενετία ζει στο Δοξάτο Δράμας.
*Η κυρία Τουμπαλίδου υπήρξε στενή της φίλη, ήταν η δασκάλα της Άννας, Βενετίας και είναι αυτή που ευγενώς μας παρεχώρησε τις πληροφορίες για τη γερόντισσα.



Από το βιβλίο “Εμπαίζοντες
«Ημείς μωροί
δια Χριστόν»”
Ίκαρος Πετρίδης
Εκδόσεις: ΜΟΡΦΗ εκδοθήτω
Αθήνα
Μάρτιος 2008

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Γερόντισσα Μητροδώρα η έγκλειστη



site analysis


Βιογραφικά 
Η Μητροδώρα γεννήθηκε στις 28-8-1928 στο χωριό Λάσα της Επαρχίας Πάφου της Κύπρου. Ήταν δευτερότοκη από έξι αδέλφια της οικογενείας Νικολάου Νεάρχου και Αθηνάς.
Από μικρή είχε μία χάρη επάνω της και διακρινόταν για την αθωότητά της. Ήταν τελείως απονήρευτη. Είχε βαρυκοΐα από νέα. Η αθωότητά της σε συνδυασμό με την βαρυκοΐα της έδωσαν το «πιστοποιητικό» της χαζής, πράγμα που την βόλευε για να κινείται άνετα και όπως ήθελε.
Έλεγε στην ξαδέλφη της Γεωργία: «Με είχαν για χαζή. Οι γονείς μου ήθελαν να με παντρέψουν, εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ. Έπαιζα τέλεια την χαζή και δεν παντρεύτηκα». Ο δρόμος της αγαμίας ήταν επιδίωξη της συνειδητή.
Gerontissa Mitrodora_1
Αφού εκοιμήθησαν οι γονείς της και αποκαταστάθησαν τ’ αδέλφια της, η Μητροδώρα έμεινε μόνη της σ’ ένα μεγάλο πετρόκτιστο σπίτι. Η αυλή περιβαλλόταν από μανδρότοιχο που είχε ύψος τρία μέτρα περίπου. Κανείς δεν μπορούσε να μπή, αλλά ούτε και να δή το σπίτι. Είχε μία μεγάλη μεταλλική πόρτα από χοντρή λαμαρίνα (ξωπόρτι). Μόνο στην γνωστή της γιαγιά Ανδρονίκη άνοιγε, όταν χτυπούσε πολύ δυνατά και συνθηματικά την πόρτα.
Όλα μέσα στο σπίτι της ήταν παλαιά, αλλά ήταν χαριτωμένα και σαν να υμνούσαν τον Θεό. Στην αυλή είχε λίγες κότες, μία κατσίκα δεμένη με δύο κατσικάκια και αρκετά περιστέρια που μπαινόβγαιναν στο σπίτι της μέσα τρώγοντας ανενόχλητα από ένα σακκί κριθάρι. «Μου αρέσουν και λυπούμαι να τα ξεκάνω», έλεγε. Το καλοκαίρι είχε και τα χελιδόνια συντροφιά. Είχε ανοιχτό το παράθυρο για να μπαινοβγαίνουν, και έβαζε χαρτιά για να μή λερώνουν. Κοιμόταν τα βράδια όλοι μαζί κάτω από την ίδια σκεπή.
Εκεί μέσα ζούσε σαν έγκλειστη βασίλισσα η Μητροδώρα, ντυμένη με μαύρα ρούχα και με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι της που την έκανε να φαίνεται γριά. Είχε πρόσωπο φωτεινό και πολύ γλυκό, πιο πολύ και από ένα μωρό. Ήταν στολισμένη με δύο αθώα ματάκια που σε κοιτούσαν όλο αθωότητα και έπαιζαν παιδικά, συνοδευόμενα με ένα γλυκό χαμόγελο. Γι’ αυτό ήταν ελκυστική σαν μαγνήτης και επιζητούσαν οι γυναίκες την συντροφιά της, αλλά αυτή προτιμούσε να μένη μόνη της με τον Θεό και τα ζώα της στην εγκλείστρα της.
Στο ανάστημα ήταν μέτρια και κάπως γεμάτη. Έγερνε προς την αριστερή πλευρά, γιατί είχε πέσει από μια σκάλα και ο σπόνδυλός της έπαθε σοβαρή βλάβη. Για να σταθή όρθια, έπρεπε να ακουμπά το αριστερό χέρι στο γόνατό της. Αλλά παρά την σωματική της αναπηρία έκανε πολλές μετάνοιες. Όταν πονούσε ο σπόνδυλος της, έλεγε: «Πονώ, αλλά δεν γίνεται, πρέπει να πονούμε».
 Gerontissa Mitrodora_2
Το τυπικό της
Το καθημερινό τυπικό της ήταν κυρίως η μελέτη της Αγίας Γραφής και πνευματικών βιβλίων. Η Αγία Γραφή της από την συνεχή χρήση είχε διαλυθή και φαινόταν σαν ένα μάτσο φύλλα. Κοιμόταν πολύ λίγο. Ξενυχτούσε μελετώντας. Ύστερα ξεκουραζόταν και ξυπνούσε νωρίς και πάλι άρχιζε την μελέτη. Όταν ξημέρωνε φρόντιζε τα ζώα της και ύστερα πάλι διάβαζε. Γύρω στις 10 π.μ. περίπου πήγαινε στην Εκκλησία που ετιμάτο στην Υπαπαντή. Ο ιερέας την αγαπούσε και της είχε δώσει κλειδιά του ναού για ν’ ανάβη τα καντήλια. Πήγαινε λοιπόν στην Εκκλησία την ώρα που οι δρόμοι ήταν άδειοι και δεν την έβλεπε κανείς. Αν συναντούσε κάποιον, έλεγε «Καλημέρα», έσκυβε προφασιζόμενη ότι δεν ακούει και προχωρούσε. Εκλειδώνετο μέσα, άναβε τα καντήλια και έμενε πολλές ώρες προσευχόμενη. Σε ερώτηση τι κάνει τόσες ώρες στην Εκκλησία απάντησε χαμογελώντας: «Μετανοιάζω και προσεύχομαι».
Ύστερα γύριζε στο σπίτι της. Καθ’ οδόν περνούσε μερικές φορές από ένα κατάστημα, αγόραζε κάτι που της ήταν απαραίτητο, και πάλι κλειδωνόταν στο σπίτι της. Ένιωθε άβολα μέσα σε κόσμο και ειδικά όταν καταλάβαινε ότι την πρόσεχαν. Προσπαθούσε τότε σκύβοντας το κεφάλι της να κρυφτή πίσω από κάποια γνωστή της. Έλεγε «όταν πάω στην Εκκλησία και έχη κόσμο στον δρόμο, κλείνω τα μάτια μου να μή βλέπω και να μην ακούω τίποτε». Τόσο πολύ πρόσεχε η Μητροδώρα. Ήταν έγκλειστη, αλλά ήταν και νηπτική (προσεκτική).
Την ρώτησαν γιατί δεν πάει και αυτή στους Αγίους Τόπους, όπως πάνε πολλοί Κύπριοι. Απάντησε: «Όχι, γυιέ μου. Δεν θέλω να πάω για να μην δώ και ακούσω άλλα πράγματα· για να μην γυρίζει ο νους μου και στο τέλος χάσω και τον Χριστό μου. Καλά είμαι έτσι».
Υπήρχε ένα πεζούλι που εκάθοντο ηλικιωμένες γυναίκες. Ήταν ο τόπος που συγκεντρώνοντο και έλεγαν τα νέα του χωριού. Όταν πίεζαν πολύ την Μητροδώρα να καθήση και αυτή μαζί τους, καθόταν για λίγο παράμερα χωρίς να μιλά. Αυτό όμως σπάνια γινόταν και το έκανε παρά την θέλησή της για να μην τις στενοχωρήση. Μία φορά ένας γνωστός της είδε την Μητροδώρα με το φωτεινό πρόσωπο της να κάθεται μαζί τους και παραξενεύτηκε. Αυτή του έκανε νόημα, σκούπισε με το χέρι της το στόμα, εννοώντας ότι δεν μιλά και αποφεύγει έτσι την κατάκριση. Και όταν ύστερα την ρώτησε γιατί δεν ανοίγει όταν χτυπούν στο σπίτι της, απάντησε: «Οι γυναίκες κάθονται μου λέει η μία για την άλλη. Δεν είναι καλό αυτό και έχει κόλαση (είναι εφάμαρτο). Γι’ αυτό και έγώ δεν ανοίγω. Με έχουν για χαζή, αλλά καλύτερα».
Προτιμούσε την ησυχία και τον εγκλεισμό γιατί εύρισκε χρόνο να προσεύχεται και να διαβάζη. Όλη την ημέρα και τη νύχτα διάβαζε. Βιβλία της προμήθευε γνωστός της και απορούσε πως τα διάβαζε τόσο γρήγορα. Κάποτε της πήγε τα Ασκητικά του Αββά Ισαάκ του Σύρου, αλλά είχε ενδοιασμό μήπως δεν μπόρεση να το καταλάβη και δεν της αρέση. Όταν το διάβασε, είπε ότι αυτό ήταν το καλύτερο βιβλίο και της άρεσε πιο πολύ απ’ όλα τα άλλα.
Όταν την πρωτογνώρισε ο π. Θεοδόσιος, την ρώτησε μεταξύ άλλων αν εξομολογήται. Τότε άρχισε να κλαίη γοερά και να λέη: «Τους λέω, γυιέ μου, να με πάρουν (για εξομολόγηση) και δεν με παίρνουν. Μου λένε ότι δεν έχω τίποτε, ότι δεν χρειάζεται, αλλά εγώ θέλω να εξομολογηθώ γιατί είμαι αμαρτωλή, πολύ αμαρτωλή», και συνέχισε να κλαίη, να τραβά τα ρούχα του π. Θεοδοσίου και να τον παρακαλή: «Πάρε μου, γυιέ μου, πάρε μου. Θα κάνεις μεγάλο ψυχικό». Πράγματι την πήρε και εξωμολογήθηκε στον ηγούμενο της Αγίας Μονής π. Αθανάσιο, νύν Μητροπολίτη Λεμεσού. Στον δρόμο για το Μοναστήρι είπε: «Η Παναΐα μας είναι πολλά θαυματουργή. Εψές επήγα και εγονάτισα και έκλαια και λαλώ της “Παναγούλα μου, πέψε ένα πλάσμα να με πάρη να εξομολογηθώ”. Άδε έπεψε εσένα».
Αφού εξωμολογήθηκε, ο π. Αθανάσιος είπε ότι η Μητροδώρα είναι πολύ χαριτωμένος άνθρωπος.
Χαιρόταν πολύ όταν ερχόταν η Κυριακή και πήγαινε στην Λειτουργία. Επειδή το χωριό της ήταν μικρό και δεν εγίνοντο συχνά ακολουθίες και Λειτουργίες, πολλές φορές πλήρωνε τον ιερέα για να κάνη Αρτοκλασία και Λειτουργία.
Γνωστοί της την έπαιρναν στην Αγία Μονή κάθε Παρασκευή βράδυ που γινόταν αγρυπνία. Η χαρά της Μητροδώρας ήταν μεγάλη. Όταν ήταν γιορτή και είχε Λειτουργία και στο χωριό της, αυτή μόλις γύριζε από την αγρυπνία, έπαιρνε το κλειδί, άνοιγε την Εκκλησία, άναβε τα καντήλια και περίμενε προσευχόμενη να ‘ρθούν ο ιερέας και οι ψάλτες. Όταν της έλεγαν ότι δεν είναι ανάγκη να ξαναπηγαίνη για Λειτουργία, αφού ήταν στην αγρυπνία, δεν το εδέχετο λέγοντας: «Να λειτουργή η Εκκλησία και εγώ να μένω σπίτι μου;».
Κοινωνούσε τακτικά. Πολλοί της έλεγαν ότι δεν χρειάζεται να κοινωνή τόσο συχνά. Της είπε και ένας άλλος Πνευματικός να μην κοινωνή συχνά και αναστατώθηκε. Έλεγε σε κάποιον το παράπονο της: «Δεν μπορώ να πάω στην Λειτουργία, να βγή ο Χριστός και να μην κοινωνήσω, θα ‘ρθώ σπίτι και θα κλαίω. Με την θεία Κοινωνία αγιάζεσαι, αγιάζεται το κορμί σου. Δεν γίνεται να μή κοινωνήσω». Και συνέχισε να κοινωνή με την ευλογία του Πνευματικού της, με καλή προετοιμασία και πολλή ευλάβεια. Μερικές φορές έλεγε: «Όταν κοινωνήσης, ύστερα δεν πεινάς». Γι’ αυτό, όταν κοινωνούσε αργούσε πολύ να φάη, γιατί δεν αισθανόταν πείνα.
Κάποια γειτόνισσα της σε μεγάλη ηλικία, έχοντας και εγγόνια, έμεινε έγκυος και ήθελε να κάνη έκτρωση. Πήγε στην Μητροδώρα για να την συμβουλευτή. Μόλις το άκουσε άρχισε να κλαίη και να την παρακαλή να κράτηση το βρέφος. Της έλεγε: «θα πάς να γίνης φόνισσα; Να σκοτώσης το μωρό; Γέννα το και φέρτο να το μεγαλώσω. Μήν το σκοτώσης». Η γυναίκα κατανύχθηκε, το κράτησε και το μωρό έγινε μία χαριτωμένη κοπέλλα. Η Μητροδώρα την κρατούσε και την πρόσεχε μέχρι να πάη σχολείο.
Εμπειρίες χάριτος
Όταν εξωμολογήθηκε και της διάβασε την ευχή ο Πνευματικός, ευωδίασε ολόκληρη. Ήταν η ίδια ένα άγιο λείψανο που ευωδίαζε. Στο σπίτι της τις νύχτες έβλεπε φως. Γέμιζε το δωμάτιο της φως. Όταν την ρωτούσε γνωστός της γι’ αυτές τις υπερφυσικές εμπειρίες της, εκρύπτετο και απαντούσε ότι δεν είναι καλό να τα λέμε αυτά.
Ήταν κάποτε στην Αγία Μονή που είναι σε μεγάλο υψόμετρο, στην αγρυπνία του αγίου Χαραλάμπους. Το κρύο ήταν τσουχτερό και η θερμοκρασία αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Όλοι κρύωναν, αλλά η Μητροδώρα ήταν ζεστή, τα χέρια της έκαιγαν. «Όταν εκκλησιαστής, ύστερα δεν κρυώνεις», είπε σε αυτόν που την ρώτησε γιατί αυτή δεν κρυώνει.
Στο δωμάτιο που κοιμόταν, στην Ανατολική γωνία είχε το καντηλάκι της, και οι δύο τοίχοι ήταν γεμάτοι με εικόνες Αγίων, τις οποίες αγόραζε από μικρή παρά την αντίδραση της μητέρας της. Για το καντηλάκι της έλεγε ότι το έχει συνέχεια αναμμένο και ότι τα βράδια, όταν τελειώνη το λάδι σαν να την φωνάζη κάποιος «ξύπνα, Μητροδώρα, το καντήλι θα σβήσει», αμέσως ξυπνά και μόλις το προλαβαίνει. Βάζει λάδι και ποτέ δεν σβήνει.
Κάποιος γνωστός της είδε στο σπίτι της ένα αντικείμενο και του άρεσε. Χωρίς καθόλου να εκδηλωθή, αυτή το διαισθάνθηκε και φεύγοντας του το έδωσε ως δώρο με πολύ χαριτωμένο τρόπο.
Στην δυτική πλευρά του σπιτιού της είχε έναν τοίχο ξηρολιθιά που γκρεμίστηκε, και από εκεί έβγαιναν οι κότες της έξω. «Τί να κάνω», έλεγε, «αφού δεν έχω κανένα να μου φτιάξη τον τοίχο. Βάζω τον σταυρό μου και λέω “ελα δύναμίς σου, Θεέ μου και Παναΐα μου” και αρπάζω μία πέτρα μεγάλη και την βάζω στον τοίχο. Την κοιτάω ύστερα και λέω: “Θεέ μου, μα εγώ την έβαλα; Πόση δύναμη μου έδωσες;”». Με αυτό τον τρόπο έβαλε όλες τις πέτρες και έκτισε τον τοίχο, αυτή που ούτε μισό κουβά νερό να σηκώση δεν μπορούσε, γιατί είχε σπασμένο σπόνδυλο. Τα διηγείτο αυτά με πολλή απλότητα και συγκίνηση.
Είχε πολλά δάκρυα και όταν μιλούσε για πνευματικά θέματα έκλαιγε.
Συχνά έλεγε ότι η Παναγία μας είναι θαυματουργή. Όταν την ρώτησε έμπιστο της πρόσωπο αν είδε καμμία φορά την Παναγία, χαμογέλασε και δεν απάντησε. Στην επιμονή του είπε, «ναί». Μετά την ξαναρώτησε: «Μία φορά ή πολλές;», και απάντησε, «πολλές».
Δοκιμασίες
Εϊναι νόμος πνευματικός οι θλίψεις να σφραγίζουν την ζωή των ηγαπημένων υπό του Κυρίου. Φυσικά και η Μητροδώρα δεν μπορεί να αποτελέση εξαίρεση. Ιδίως στα τελευταία χρόνια της πέρασε μεγάλους πειρασμούς. Έτσι ήθελε ο Θεός· να την δοκιμάση για να λάμψη περισσότερο η αρετή της.
Ο πρώτος πειρασμός που για χρόνια την βασάνιζε ήταν τα περιουσιακά. Έξ αιτίας αυτών άργησε να γίνη μοναχή, ενώ το ήθελε από μικρή. Μερικοί διέδιδαν ότι ο παπάς θα κάνει την Μητροδώρα μοναχή και θα φάνε την περιουσία της τα Μοναστήρια. Η καημένη έκλαιγε και δεν ήξερε τι να κάνη.
Την Μητροδώρα, οι απλοί άνθρωποι του χωριού την εκτιμούσαν, γιατί επληροφορούντο εσωτερικά για την ζωή της, και από αφέλεια και απερισκεψία διέδιδαν ότι είναι αγία ή ότι ζή σαν καλόγρια. Ο Θεός, φαίνεται, για να την προστατέψη από τον πόλεμο της υπερηφάνειας, επέτρεψε ενώ πήγαινε στην Εκκλησία και την χτύπησε με τα κέρατα μία κατσίκα της γειτόνισσας και την έρριξε κάτω. Χτύπησε άσχημα και έκανε πολύν καιρό να συνέλθη.
Μετά από αυτό και ενώ δεν είχε γίνει ακόμη καλά, επληρώθη κυριολεκτικά σ’ αυτήν ο ψαλμικός λόγος: «Εδοκίμασας ημάς ο Θεός, επύρωσας ημάς… έθου θλίψεις επί τον νώτον ημών…». Ένα βράδυ, ενώ ήταν αναμμένο το τζάκι, κάθησε κοντά για να ζεστάνη την πλάτη της, και χωρίς να καταλάβη πήρε φωτιά. Χρειάσθηκε να μείνη αρκετό καιρό στο Νοσοκομείο, γιατί το κάψιμο ήταν πολύ, και με τα ρούχα έβγαινε και το δέρμα της. Πονούσε πολύ, αλλά δεν έλεγε τίποτε.
Και η τελευταία δοκιμασία της ήταν ο καρκίνος. Πονούσε και ο γιατρός διέγνωσε καρκίνο στο στομάχι. Ήδη ήταν προχωρημένη η νόσος. Έμεινε στο κρεββάτι, άρχισε να χάνη βάρος και είχε πόνους ανυπόφορους.
Μοναχική κουρά και κοίμηση
Οι γνωστοί της που την έβλεπαν να σβήνη σιγά-σιγά, την προέτρεψαν να πάρη το μοναχικό σχήμα που επιθυμούσε. Ήδη είχαν τακτοποιηθή και τα περιουσιακά και ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Δέχτηκε και έγινε η κουρά της στις 8 Οκτωβρίου 2000, παραμονή του αγίου Ανδρόνικου και Αθανασίας, στην Μονή του αγίου Ηρακλειδίου. Οι μοναχές και η Γερόντισσα ήθελαν να την κρατήσουν στο Μοναστήρι για ευλογία εξ αιτίας της αρετής της, αλλά αυτή ζήτησε να πάη στο σπίτι της, στην εγκλείστρα της, όπου αγωνίστηκε όλη την ζωή της, και να ταφή στο κοιμητήρι του χωριού της.
Οι τελευταίες μέρες της ήταν γεμάτες χαρά αλλά και πόνο. Ο πόνος ήταν τόσο μεγάλος που έπνιγε την χαρά.
Την τελευταία μέρα κυριολεκτικά σπαρταρούσε από τους πόνους, κουνούσε συνέχεια τα χέρια και τα πόδια της και γύριζε στο κρεββάτι. Της έκαναν Ευχέλαιο, την κοινώνησαν μετά έπαυσαν οι πόνοι και ησύχασε τελείως. Το πρωί της επομένης ημέρας πάλι την κοινώνησαν και ύστερα έγειρε το κεφάλι της ήρεμα και πέταξε η ψυχή της για τον ουρανό στις 2 Νοεμβρίου το έτος 2000, σε ηλικία 71 ετών.
Πριν ακόμη αρρωστήση η Μητροδώρα, ο π. Θεοδόσιος της είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου, να τον ειδοποίηση, όταν θα πεθάνη. Του το υποσχέθηκε και τήρησε την υπόσχεση της. Την ημέρα που εκοιμήθη είδε όνειρο ο π. Θεοδόσιος ότι ήταν στο σπίτι της με πολύ κόσμο και άκουσε την γιαγιά να φωνάζη:
«Πέστε στον παπά ότι θα πεθάνω». Την ίδια ώρα χτύπησε το τηλέφωνο και τον ειδοποίησαν ότι η γερόντισσα Μητροδώρα μόλις είχε κοιμηθή.
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.
Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», σ. 224 – 234, Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012-ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Η Αγία Νεομάρτυς Ελένη από την Σινώπη του Πόντου



site analysis

Η Αγία Νεομάρτυς Ελένη από την Σινώπη του Πόντου


Μαρτύρησε στη Σινώπη την 1η Νοεμβρίου ( 18ος αι.)
Η αγία παρθενομάρτυς Ελένη καταγόταν από την Σινώπη , τη μητρόπολη των πόλεων του Πόντου. Ήταν κόρη της ευσεβούς οικογένειας Μπεκιάρη. Οι γονείς της την ανέθρεψαν με φόβο Θεού. Στην ανατροφή της επέδρασε και ο θείος της, αδελφός του πατέρα της, που δίδασκε σε ελληνικό , κρυφό, σχολειό της Σινώπης.Η αγία ήταν δεκαπέντε ετών, πολύ όμορφη, η δε αγνότητά της έδινε ιδιαίτερη χάρη στο πρόσωπό της.
Μια ημέρα η μητέρα της την έστειλε να αγοράσει νήματα, για το κέντημα από το κατάστημα του Κρυωνά. Στο δρόμο εκείνο υπήρχε το σπίτι του Ουκούζογλου πασά της Σινώπης. Την ώρα που περνούσε η Ελένη την είδε ο πασάς απ’ το παράθυρο και η ωραιότητά της τράβηξε την ακόλαστη ψυχή του. Διέταξε αμέσως και την έφεραν μπροστά του. Αφού έμαθε ποια ήταν, προσπάθησε δυο και τρεις φορές να την μιάνει αλλά μια αόρατη δύναμη τον απωθούσε . Ένα αόρατο τείχος προστάτευε την κόρη. Ήταν το τείχος της προσευχής .Η Ελένη προσευχόταν νοερώς λέγοντας συνεχώς τον εξάψαλμο .
Ο αγαρηνός δεν απελπίστηκε, διέταξε τους στρατιώτες του να την φρουρούν. Πίστευε πως αργά ή γρήγορα θα πετύχαινε τον βδελυρό σκοπό του.
Κάποια στιγμή όμως η αγία, με τη σκέπη του Θεού, διέφυγε την προσοχή των στρατιωτών και έτρεξε σπίτι της, όπου διηγήθηκε στους γονείς της τι της συνέβη. Ο πασάς όταν αντιλήφθηκε την απόδραση της κόρης έγινε έξω φρενών. Κάλεσε τους δημογέροντες και τους ζήτησε να του φέρουν αμέσως την κοπέλλα ειδ’ άλλως θα διέτασσε γενική σφαγή των Ελλήνων στην πόλη.
Οι δημογέροντες, αφού έκαναν σύσκεψη στο Ελληνικό Σχολείο, κάλεσαν τον πατέρα και του ζήτησαν να παραδώσει την κόρη του στον πασά για το γενικό καλό. Ο πατέρας με λυγμούς αναγκάστηκε να δεχθεί για να μη γίνει μεγάλο κακό. Πήγε στο σπίτι του και ,αφού ενίσχυσε κατάλληλα την κόρη του , την πήρε και την οδήγησε στον πασά , για να προσφέρει τον εαυτό της όχι στις ασελγείς ορέξεις του τούρκου αλλά ευώδες θυμίαμα στον Χριστό.
Ο πασάς τη δέχτηκε με ανείπωτη χαρά ελπίζοντας ότι θα ικανοποιήσει την επιθυμία του. Προσπάθησε πολλές φορές να την μολύνει , μάταια όμως, η αόρατη δύναμη , ένα αόρατο τείχος γύρω από την κόρη, τον εμπόδιζε και τον απωθούσε. Η αγία προσευχόταν θερμά, έλεγε μυστικά τον εξάψαλμο, τον οποίο γνώριζε από στήθους καθώς και άλλες προσευχές που είχε μάθει στο σχολείο από τον θείο της.
Την επόμενη μέρα πάλι επεχείρησε ο πασάς αλλά τίποτε. Οργισμένος, εκνευρισμένος, διέταξε να την κλείσουν στις φοβερές υγρές φυλακές της Σινώπης. Η καρδιά του σκλήρυνε συνεχώς, δεν έβλεπε το θαύμα. Η ακόρεστη ασέλγειά του φούντωνε περισσότερο. Την επισκέφτηκε στη φυλακή ελπίζοντας να πετύχει εκεί τον σκοπό του αλλά μάταια, και εκεί ο Νυμφίος Χριστός προστάτευσε την νύμφη του. Οπότε υπερβολικά οργισμένος διέταξε να την βασανίσουν και να την θανατώσουν.
Την βασάνισαν μπήγοντάς της καρφιά στο κεφάλι. Και την αποκεφάλισαν. Το σώμα της και το κεφάλι τα έβαλαν σ’ ένα σακί και το έριξαν στη θάλασσα. Αυτό όμως αντί να βυθιστεί επέπλεε ενώ φως κατέβαινε από τον ουρανό και φώτιζε το άγιο λείψανο. Οι τούρκοι τα’χασαν , άρχισαν να φωνάζουν « η γκιαούρισα καίγεται, η γκιαούρισα καίγεται » . Το άγιο λείψανο συνέχισε να επιπλέει, ώσπου έφτασε στην τοποθεσία Γάει , όπου τα νερά είναι μαύρα λόγω του βάθους και εκεί βυθίστηκε.
Ύστερα από λίγες ημέρες ένα ελληνικό πλοίο αγκυροβόλησε εκεί κοντά. Το τρίτο βράδυ ο νυχτοφύλακας είδε στο βυθό κάτι να λάμπει σαν χρυσός. Ειδοποίησε τον πλοίαρχο και με δύτες ανέσυραν τον θησαυρό . Δεν επρόκειτο όμως για φθαρτό θησαυρό . Ανοίγοντας τον σάκο βρέθηκαν μπροστά στο τίμιο λείψανο της αγίας παρθενομάρτυρος και νεομάρτυρος Ελένης. Στην κεφαλή της ήταν μπηγμένο ένα καρφί και υπήρχε και άλλη μια τρύπα από καρφί.
Ο πλοίαρχος φοβήθηκε τους τούρκους και παρέδωσε το σώμα της αγίας σε παραπλέον πλοίο που έφευγε με Έλληνες για τη Ρωσία ενώ την αγία κάρα της κρυφά τη μετέφερε στον ναό της Παναγίας στη Σινώπη.
Στον τόπο που βυθίστηκε η αγία μέσα στη θάλασσα βγήκε σαν πίδακας γλυκό νερό, αγίασμα και έκτοτε η περιοχή ονομάστηκε Αγιάσματα.
Η τιμία κάρα της αγίας έκανε πολλά θαύματα στη Σινώπη. Ιδιαίτερα όταν υπέφεραν από πονοκεφάλους , καλούσαν τον ιερέα, ο οποίος έφερνε την αγία κάρα ,έψαλλε παράκληση και αγιασμό και θεραπεύονταν ο πονοκέφαλος.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1922, ο πρόεδρος της Σινώπης Χρήστος Καφαρόπουλος μετέφερε την κάρα της αγίας στη Θεσσαλονίκη και την εναπέθεσε στον Ι. Ναό της Αγίας Μαρίνης στην Άνω Τούμπα, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα ευωδιάζοντας και θαυματουργώντας.
Ο καταγόμενος από τη Σινώπη αείμνηστος μητροπολίτης Σερρών Κωνσταντίνος Μεγρέλης ερχόταν στην Αγία Μαρίνα κάθε 1 Νοεμβρίου και συνεόρταζε την Αγία νεομάρτυρα Ελένη μαζί με τους Αγίους Αναργύρους. Την ημέρα δε αυτή συγκεντρώνονταν και συνεόρταζαν όλοι οι Σινωπείς.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Η Αγία Απολλωνία προστάτις των οδοντιάτρων



site analysis



pemptousia.gr
apolonia7


Δημήτριος Καββαδίας, Ιερομόναχος

Ένας από τους ισχυρότερους πόνους για το ανθρώπινο σώμα είναι ο οδοντόπονος. Και αυτό γιατί το δόντι συνδέεται με τον εγκέφαλο, τον οφθαλμό και το αυτί καθώς και τα νεύρα τους και έτσι κάθε οδοντόπονος φέρνει σε κρίση το κεφάλι και τα πιο ευαίσθητα όργανά του. Κάθε φορά που τα δόντια πονούν και βρίσκεται σε έξαρση και αντίδραση το σώμα, καταλαβαίνουμε καλύτερα πόσο ευάλωτοι και τρωτοί είμαστε.

Καθετί που αφορά στην ζωή ενός δοντιού, συνδέεται άμεσα με το πόνο: με πόνο ανατέλλουν τα νεογιλά δόντια, με πόνο πέφτουν και βγαίνουν τα μόνιμα, πόνο δημιουργεί η τερηδόνα, πόνο φέρνει το απόστημα, πόνο συνεπάγεται η εξαγωγή…..

apolonia5
Ο Άγιος Αντίπας υπήρξε ο πρώτος χριστιανός οδοντίατρος ο οποίος μαρτύρησε για την αγάπη του Χριστού περί το 70 μ.Χ. όταν τον έψησαν σε ταυρόσχημο χάλκινο καμίνι στον ονομαστό ναό της Περγάμου που αποκαλείτο «κατοικητήριο του σατανά». Ο μέγας αυτός θεραπευτής των οδόντων, ποίμανε την Εκκλησία της Περγάμου, το δε όνομά του αναφέρεται στην Αποκάλυψη του Ευαγγελιστή Ιωάννη (Κεφ. β’, 12-13). Στο απολυτίκιό του αναφέρεται «ως τάχιστος και μέγας ιατρός, της δεινής οδόντων νόσου» και η μνήμη του τιμάται την 11η Απριλίου. Τέλος στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο προσκυνούμε την ευωδιάζουσα κάρα του.

Σήμερα, 30η του μηνός Οκτωβρίου, η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την μνήμη και μιας ακόμη προστάτιδος των οδόντων της οποίας η μνήμη έρχεται από την Δυτική Εκκλησία καθ’όσον μαρτύρησε κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Πρόκειται για την παρθενομάρτυρα Αγία Απολλωνία από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, την πατρίδα της παρθενομάρτυρος και πανσόφου νύμφης του Χριστού Αικατερίνας γι΄αυτό και είναι συχνές οι απεικονίσεις στην Δυτική Εκκλησία της Παναγίας με το Θείο Βρέφος μεταξύ των δύο Αγίων αυτών.


Η Αγία Απολλωνία ήρθε να καθιερωθεί ως προστάτις των οδοντιάτρων και των οδοντοπαθών πολύ πριν τον Μεσαίωνα, παραμερίζοντας την τιμή των Αγίων Άννης, Σωσάννης και Σιβύλλας που μέχρι τότε τιμούσαν οι χριστιανοί ως ιάτειρες των οδόντων. Το όνομά της σήμερα είναι γνωστό σε όλο τον χριστιανικό κόσμο από την Αμερική μέχρι την Ιαπωνία και τιμάται από όλους τους χριστιανούς οδοντιάτρους ως προστάτιδά τους.

Το όνομα και το μαρτύριό της μας έγιναν γνωστά από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου Καισαρείας όπου εκεί αναφέρεται ότι μαρτύρησε ως χριστιανή με την βίαιη εξαγωγή των δοντιών της αφού πρώτα της είχαν συντρίψει τις γνάθους. Από αυτό αναλογιζόμαστε το πόσο υπέφερε η Αγία αλλά και την μεγάλη παρρησία της στον Χριστό για όσους υποφέρουν από οδοντόπονους και με πίστη επικαλούνται το τίμιο όνομά της.

Διαβάζουμε σχετικά: «Αλλά και την θαυμασιωτάτην τότε Παρθένον πρεσβύτιν Απολλωνίαν διαλαβόντες, τους μεν οδόντας άπαντας, κόπτοντες τας σιαγόνας, εξήλασαν, πυράν δε νήσαντες προ της πόλεως, ζώσαν ηπείλουν κατακαύσαι, εί μη συνεκφωνήσειεν αυτοίς τα της ασεβείας κηρύγματα. Η δε υποπαραιτησαμένη βραχύ και ανεθείσα, συντόνως επεπήδησεν εις το πυρ και καταπέφλεκται». (Απόσπασμα από την επιστολή του Επισκόπου Αλεξανδρείας Διονυσίου προς τον Φάβιο, Επίσκοπο Αντιοχέων. Ελλ. Πατρολογία ΜΙGΝΕ, τ.20, στ. 605-612).
 apolonia4


Το μαρτύριό της τοποθετείται στο έτος 249 μ.Χ. όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο αιμοδιψής διώκτης των Χριστιανών Δέκιος (249-251 μ.Χ.).


Από το παραπάνω απόσπασμα της επιστολής που έγραψε ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Διονύσιος, φαίνεται εύγλωττα ότι την γνώριζε καλά. Γι’αυτό και την αποκαλεί «θαυμασιωτάτην παρθένον και πρεσβύτιν» γεγονός που μας αποκαλύπτει ότι η Αγία για την οποία ελάχιστα γνωρίζουμε, ήταν καθ’όλα ένα ιερό και αξιοσέβαστο πρόσωπο, τιμώμενο από την εκκλησιαστική κοινότητα και τον Επίσκοπό της. Υπήρξε παρθένος αξιοσέβαστη που διακρινόταν για την φλογερή της πίστη και τον μεγάλο ιεραποστολικό της ζήλο που την έκαναν γνωστή για την χριστιανική δράση της στον στηριγμό και καταρτισμό των Χριστιανών. Η λέξη «πρεσβύτις» δεν φανερώνει μόνο το σεβαστό της ηλικίας της αλλά και την ταυτότητά της που σημαίνει ότι ήταν μια από τις Διακόνους της Εκκλησίας με πνευματικά-εκκλησιαστικά καθήκοντα και έντονη κοινωνική δραστηριότητα για τις χήρες, τα ορφανά, τους πτωχούς και ενδεείς. Ήταν λοιπόν γνωστή στον χριστιανικό κύκλο της Αλεξανδρείας για την πίστη και την αγαθοεργία της, στοιχούσα στους λόγους του Αποστόλου Παύλου (Α’ Τιμοθ., γ’, 8-13).

Ο χώρος της δραστηριότητός της ήταν η πολυπολιτισμική πόλη της Αλεξανδρείας στην οποία κατοικούσαν άνθρωποι ετερόκλητοι και ετερόθρησκοι : Έλληνες, Αιγύπτιοι, Ρωμαίοι, Ασιάτες, Αφρικανοί που λάτρευαν τον Χριστό ή τα είδωλα. Μια τέτοια πολύβοη πόλη είχε κατοίκους διαφόρων τάξεων και καταστάσεων οικονομικών. Οι περισσότεροι είχαν ανάγκη για περίθαλψη, στοργή και συμπαράσταση καθώς και μια διέξοδο στις πνευματικές τους αναζητήσεις.

Την κοινωνική αποστολή κατ’εκείνα τα χρόνια προσέφεραν οι Κοινοβιακοί Παρθενώνες και οι Διακόνισσες της Εκκλησίας. Από τους Κοινοβιακούς Παρθενώνες προήλθαν και οι Αγίες Παρασκευή η Ρωμαία, Φεβρωνία, Αναστασία η Ρωμαία κ.ά. με έργο τους τον ευαγγελισμό του λαού. (Και όλες εκείνες οι μακάριες γυναίκες υπέστησαν την βίαιη εξαγωγή των οδόντων τους και ίσως για να πληγεί έτσι το κέντρο του λόγου και να σταματήσουν την διδαχή). Αυτό ήταν το διακόνημα της Αγίας Απολλωνίας: η παντοειδής συμπαράσταση στο ποίμνιο και όλους τους ανθρώπους, χριστιανούς και μη.

Κατά πληροφορία του Επισκόπου Αλεξανδρείας Διονυσίου στο προοίμιο της επιστολής και προ της αναφοράς στην Αγία Απολλωνία ο διωγμός των χριστιανών της Αλεξάνδρειας ξεκίνησε ένα έτος προ του γενικού διωγμού από ένα μάντη ο οποίος ξεσήκωσε εναντίον των χριστιανών τα πλήθη των εθνικών αναθερμαίνοντας την ειδωλολατρεία και τις τοπικές τους δεισιδαιμονίες.
apolonia3 
Πρώτους απ’όλους συνέλαβαν δύο ηλικιωμένους ευσεβείς Χριστιανούς τους οποίους βασάνισαν ανηλεώς. Στο τέλος τον μεν Μετράν λιθοβόλησαν την δε Κοΐντα θανάτωσαν με ξίφος. Λεηλατούσαν, άρπαζαν, έκαιγαν τις περιουσίες των χριστιανών και τους ίδιους τους βασάνιζαν∙ όλοι υπέμεναν καρτερικά εκτός από έναν που αρνήθηκε την πίστη του, φοβούμενος την ζωή του….

Την Αγία Απολλωνία την συνέλαβαν και την βασάνισαν. Αφού της συνέτριψαν τις σιαγόνες, με βίαιο τρόπο έκαναν εξαγωγή όλων των δοντιών της. Μετά ανάβοντας μεγάλη φωτιά την απείλησαν να την κάψουν ζωντανή αν δεν απάγγελε μαζί τους «τα της ασεβείας κηρύγματα» και την άρνηση του Χριστού. Αιμόφυρτη και ταλαιπωρημένη καθώς ήταν αρνήθηκε να συμμορφωθεί στην εντολή του αυτοκράτορα∙ ούτε στα είδωλα επρόκειτο να προσευχηθεί ούτε βέβαια και να θυσιάσει. Μπροστά στη φωτιά ζήτησε λίγο χρόνο για να σκεφθεί∙ και φυσικά προτίμησε τον Χριστό παρά την ζωή και την άνεσή της. Έκανε για λίγο ότι παραιτείται από τις θέσεις της και την άφησαν να σκεφθεί. Τότε εκείνη με τόλμη περισσή επήδηξε μόνη της στην φωτιά και κατακάηκε! Έτσι έλαβε τον αθλητικό στέφανο η θαυμασιωτάτη παρθένος και πρεσβύτις Απολλωνία! Η γενναία πράξη της ήταν ένα ηχηρό ράπισμα για τους δημίους της και τους διώκτες του χριστιανισμού…..

 Ωστόσο εκείνοι συνέχισαν τις ωμότητες εναντίον των χριστιανών. Ακολούθως συνέλαβαν τον Σεραπίωνα και αφού του έσπασαν τις αρθρώσεις, τον γκρέμισαν από ένα υπερώο. Το ίδιο έγινε και για μεγάλο πλήθος χριστιανών που αρνούνταν να θυσιάσουν. Τον Ιουλιανό που υπέφερε από ποδάγρα μαζί με τον υπηρέτη του, τους μαστίγωσαν κρεμασμένους, τους άλειψαν με ασβέστη και τους κατέκαψαν. Το δήμιο στρατιώτη Βησά που μετανόησε για τις πράξεις του, τον αποκεφάλισαν. Τον Μακάριο από την Λιβύη τον έκαψαν ζωντανό. Οι Επίμαχος και Αλέξανδρος βασανίστηκαν και πέθαναν αφού τους περιέχυσαν με αναμμένο ασβέστη. Η παρθένος Αμμωναρία και η πρεσβύτις Μερκουρία θανατώθηκαν φρικτά. Το ίδιο και οι Αιγύπτιοι Ήρων, Άττηρας, Ισίδωρος και ο ανήλικος Διόσκορος. Ακολούθησε το μαρτύριο του Νεμεσίωνος του Αιγυπτίου καθώς των Άμμωνος, Ζήνωνος, Πτολεμαίου και Ιγγένη που αποκάλυψαν στο δικαστήριο την χριστιανική τους ταυτότητα πάνω στην προσπάθειά τους να πείσουν κάποιον βασανιζόμενο χριστιανό να μην εξομώσει.

 apolonia2


Η μνήμη της Αγίας Απολλωνίας και των συν αυτή μαρτυρησάντων στον διωγμό της Αλεξάνδρειας επί Δεκίου τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 30 Οκτωβρίου και από την Δυτική στις 9 Φεβρουαρίου. Στην Δυτική Εκκλησία και περισσότερο στην πόλη της Ρώμης σώζονται ναοί, πλατείες, δρόμοι, προσκυνητάρια, δειπνητήρια που φέρουν το όνομά της. Η Αγία κάρα της φυλάσσεται στον ναό Santa Maria in Trastevere, ενώ σε διαφόρους ναούς φυλάσσονται τεμάχια των ιερών λειψάνων της ή οι τίμιοι οδόντες της. Εικόνες, πίνακες και αγάλματά της κοσμούν ναούς και πόλεις της Ευρώπης όπου παντού είναι γνωστό το μαρτύριό της, κυκλοφορούν διάφοροι θρύλοι και λαϊκές παραδόσεις γι’αυτήν και τιμάται ως προστάτις των οδοντικών παθήσεων. Συνήθως παριστάνεται να κρατά μια τανάλια με ένα δόντι (σύμβολο του μαρτυρίου της) και το ένα πόδι της να πατά την φωτιά.

Το όνομά της στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και γλώσσες φέρουν πολλές γυναίκες: Apollonia, Apolline, Apollonie, Pollonie, Polline, Apolonia, Polonia, Ploni.

Είθε η τιμή της να εξαπλωθεί και στον Ορθόδοξο χώρο και οι πρεσβείες της να ενισχύουν  όλους τους οδοντοπαθείς.



Απολυτίκιο της Αγίας Απολλωνίας.

Ήχος πλ. α’ Τον συνάναρχον Λόγον.
«Των οδόντων εκρίζωσιν καθυπέμεινας και συντριβήν των σων γνάθων, Απολλωνία σεμνή, εκλεκτή παρθενομάρτυς και παρέδωκας σώμα το θείον σου πυρί, ίνα δρόσου θεϊκής παστάδος επαπολαύσης και χάριν λάβης οδόντων διώκειν άλγη τα κατώδυνα».

Η ιστορία μιας Ρωμιάς που έμεινε στην Τουρκία το 1922



site analysis


ΝΙΚΟΥ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗ 
Δημοσιογράφου-Συγγραφέα-Τουρκολόγου 
Η Maçkalı Ελένη είναι η ιστορία μιας Ελληνοπόντιας, της Ελένης, που στην ανταλλαγή των πληθυσμών δεν έφυγε μαζί με τους δικούς της στην Ελλάδα αλλά έμεινε στην Τουρκία και μετά από πολλά χρόνια κάποιοι…
Τούρκοι την φέρνουν στο φως της δημοσιότητας για να γίνει κινηματογραφική ταινία που θα δείχνει και το μεγάλο δράμα χιλιάδων Ρωμηών κατά την διάρκεια της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1922-23. Η προβολή αυτής της καταπληκτικής ιστορίας είναι και άλλο ένα δείγμα του πως κάποιες τύψεις από το μεγάλο εκείνο δράμα των Ελλήνων του Πόντου κατατρέχουν σήμερα πολλούς «Τούρκους», σε σημείο όχι μόνον να την δημοσιοποιήσουν, (εφημερίδα Akşam, 25/5/2013), αλλά και να τολμούν να την κάνουν κινηματογραφική ταινία που σίγουρα θα αποκαλύπτει πολλές πτυχές αυτού του δράματος. Να μην ξεχνάμε πως πριν από δυο χρόνια είχε προβληθεί η τουρκική ταινία, «Yüreğine Sor», που αποκάλυπτε το μεγάλο δράμα των κρυπτοχριστιανών του Πόντου και η οποία δυστυχώς στη συνέχεια «εξαφανίστηκε» στην Τουρκία.
Η ιστορία λοιπόν αυτής της Ελένης έχει ως εξής: Το 1920 ζούσε σε ένα χωριό έξω από την Τραπεζούντα ο μεταλλουργός Χαράλαμπος Χρυσοστομιδης με το παρατσούκλι, Lampo Usta, (δηλαδή Μάστορα Λάμπη), με την γυναίκα του Αναστασία και την μικρή τους κόρη την Ελένη. Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα και ο μάστορας κέρδιζε αρκετά για να ζει η οικογένειά του χωρίς στερήσεις.
 Όλα αυτά όμως άλλαξαν με βίαιο τρόπο το 1923, (εδώ βέβαια οι Τούρκοι δεν κάνουν καμία αναφορά για την φρικτή γενοκτονία των Ποντίων που τότε έχει αποκορυφωθεί), καθώς είχε έρθει η ώρα της αναγκαστικής προσφυγιάς. Το ζευγάρι με την 13 χρονών κόρη τους Ελένη πήραν ό,τι μπορούσαν μαζί τους και κατευθύνθηκαν μαζί με πολλούς άλλους Ελληνοπόντιους προς την Τραπεζούντα για να αποβιβαστούν στο πλοίο που θα τους έφερνε στην Ελλάδα. Στον δρόμο όμως τους σταμάτησε ένα ένοπλο τμήμα. Οι Τσέτες συγκέντρωσαν κάποια κορίτσια που διακρίνονταν για την ομορφιά τους και τα απήγαγαν. Ο καημένος ο Χαράλαμπος χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι έστειλε την σύζυγό του προς το λιμάνι της Τραπεζούντιας ενώ εκείνος έμεινε πίσω για να ψάξει για την κόρη του. Πέρασαν τέσσερις μήνες όμως χωρίς κανένα αποτέλεσμα και η Ελένη δεν είχε βρεθεί. Εν τω μεταξύ η γυναίκα του η Αναστασία έφυγε με το πλοίο της προσφυγιάς και έφτασε στην Καβάλα. Στον Πόντο ο Χαραλάμπης συνέχιζε να ψάχνει παντού για την κόρη του. Στο χωριό του όπου ξαναπήγε του είπαν πως δεν έμεινε κανένας Έλληνας καθώς όλοι είχαν φύγει και μάλιστα τον προειδοποίησαν ότι το αν παραμείνει εκεί υπήρχε μεγάλος κίνδυνος για την ζωή του. 
Τότε ήρθαν κάποιοι και του είπαν πως η Ελένη σκοτώθηκε από τους άτακτους και ότι είχαν δει το πτώμα της μαζί με άλλα πτώματα σε κάποιο ρέμα κοντά στην Τραπεζούντα. Ο καημένος ο Χαραλάμπης χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του αποφάσισε τελικά να φύγει από τον Πόντο. Μετά από περιπλανήσεις τριών μηνών έφτασε στο Καντήκιοϊ της Κωνσταντινούπολης.
Εκεί απελπισμένος, χωρίς την γυναίκα του που είχε φτάσει στην Ελλάδα και την κόρη του χαμένη, ο Χαράλαμπος γνωρίζεται με έναν επιφανή Τούρκο, τον Süreyya Paşa, ο όποιος τον εκτίμησε και θαύμασε την επιδεξιότητά του στην τέχνη του. Ο Τούρκος τότε του άνοιξε ένα μαγαζί στο Καντήκιοϊ και ο Χαράλαμπος με την μεγάλη του εργατικότητα απέκτησε πολλούς πελάτες και άρχισε να βγάζει πολλά χρήματα. Ο Λάμπης τότε εγκατέλειψε την ιδέα να φύγει στην Ελλάδα και αφού γνωρίστηκε μια κοντοχωριανή του, την Antusa, που είχε μείνει και αυτή στην Πόλη, την παντρεύεται και κάνει μια κόρη, την Σοφία. Η Σοφία αφού μεγάλωσε παντρεύτηκε και έκανε ένα γιο. Ο γιός της αγάπησε πολύ τον παππού του, τον Λάμπη, ο όποιος συνεχώς του μιλούσε για την χαμένη του θεία την Ελένη γιατί ποτέ δεν πίστεψε ότι είχε σκοτωθεί αλλά ότι ζούσε χαμένη κάπου στον Πόντο. Ο γιός της Σοφίας μεγάλωσε έγινε χρυσοχόος και άνοιξε ένα μαγαζί κοντά στο Καπαλί Τσαρσί αλλά συνεχώς σκέφτονταν για την Ελένη που είχε χαθεί. Απευθύνθηκε τότε σε ένα δικηγόρο και του ανέθεσε να ψάξει για την χαμένη του θεία. Πριν περάσει πολύς καιρός, ένα τηλεφώνημα έκπληξη ήρθε από την Τραπεζούντα. Αυτοί που τηλεφωνούσαν τον ρώτησαν, «εσείς δεν είστε που ψάχνετε για την Εμινέ;», (δηλαδή την Ελένη). Ο γιος της Σοφίας σάστισε και τότε έμαθε ότι η Ελένη είχε βρεθεί από την οικογένεια του Abdülkadir Sümer που την είχαν υιοθετήσει και την ονόμασαν Εμινέ.
Παράλληλα όμως καθώς έψαχνε για την χαμένη κόρη του παππού του ρωτούσε και για την χαμένη του γιαγιά την Αναστασία. Τότε μαθαίνει ότι η Αναστασία που βρίσκονταν στην Ελλάδα είχε παντρευτεί και αυτή και είχε κάνει δυο παιδιά. Τα παιδιά της Αναστασίας ήθελαν πολύ να έρθουν στην Τουρκία για να ψάξουν για τον Χαραλάμπη και την χαμένη κόρη της Αναστασίας και τελικά κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με το γιο της Σοφίας. Εντωμεταξύ από την Τραπεζούντα ο Sümer, δηλαδή ο θετός πατέρας της Ελένης, μόλις έμαθε για όλη αυτή την ιστορία της υιοθετημένης του κόρης ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και προσκάλεσε όλους τους συγγενείς της Εμινέ στην Τραπεζούντα. Εδώ αντιλαμβάνεται κανείς τα συναισθήματα όλων αυτών καθώς μετά από πολλά χρόνια τα παιδιά της Αναστασίας και ο γιος της Σοφίας συναντήθηκαν στην Τραπεζούντα και βρήκαν την χαμένη κόρη του Χαραλάμπη, την Ελένη, που τώρα ήταν η Εμινέ. Αλλά το πιο ίσως εντυπωσιακό σε όλη αυτή την συγκλονιστική ιστορία είναι ότι όλοι μαζί πήγαν και προσκύνησαν το μοναστήρι της Βαζελώνας, ένα από τα πιο ιερά μέρη του ελληνορθόδοξου Πόντου.
Η συγκλονιστική αυτή ιστορία, (την οποία όταν την διαβάσει κανείς στα τουρκικά πραγματικά συγκινείται), δείχνει για άλλη μια φορά το μεγάλο δράμα των Ελληνορθόδοξων Ποντίων. Αλλά το εντυπωσιακό είναι ότι αποφασίστηκε να την κάνουν ταινία μια ομάδα «Τούρκων» οι οποίοι όταν την έμαθαν είχαν συγκλονιστεί καθώς είχαν γίνει και μάρτυρες της συνάντησης μετά από τόσα χρόνια όλων αυτών των χαμένων συγγενών από την φρίκη ενός πολέμου και μιας γενοκτονίας. Βέβαια το ποιοι είναι αυτοί οι «Τούρκοι» που θα γυρίσουν την ταινία δεν μας γίνεται γνωστό, ίσως για ευνόητους λόγους. Όμως και μόνο που στην σημερινή Τουρκία ένα τέτοιο μεγάλο δράμα των Ελληνοποντίων θα γίνει φιλμ, είναι άλλο ένα δείγμα και σημείο των καιρών και φανερή ένδειξη ότι η πανάρχαια φλόγα της ελληνοορθοδοξίας δεν έχει σβήσει ποτέ σε αυτή την ιστορική μεριά του ελληνισμού.