Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Αγία Ισαπόστολος Νίνα.



site analysis



Η Γεωργία γνώρισε πολύ νωρίς το χριστιανισμό. Σύμφωνα με αρχαιότατη παράδοση, το σπόρο του Ευαγγελίου σ’ εκείνη την περιοχή έριξαν πρώτοι οι άγιοι απόστολοι Ανδρέας  ο Πρωτόκλητος και Σίμων ο Κανανίτης. Η μεταστροφή, πάντως, ολόκληρου σχεδόν του λαού της Γεωργίας στη χριστιανική πίστη έγινε τον 4ο αιώνα από την αγία Ισαπόστολο Νίνα.
Η αγία Νίνα γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα στην Καππαδοκία, όπου τότε κατοικούσαν πολλοί Γεωργιανοί. Ήταν στενή συγγενής του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου  του Τροπαιοφόρου, σύμφωνα μάλιστα μ’ ένα παλαιό χειρόγραφο ήταν ξαδέλφη του.

Ο πατέρας της Ζαβουλών, φημισμένος στρατιωτικός στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και η μητέρα της Σωσάννα, αδελφή του επισκόπου Ιεροσολύμων Ιουβενάλιου, 
διακρίνονταν για τη βαθιά τους ευσέβεια. Έτσι, από το ευλογημένο αυτό ζεύγος προήλθε ένας εξίσου ευλογημένος καρπός, η μακάρια Νίνα.

Όταν έγινε δώδεκα χρόνων, πήγε με τους γονείς της στα Ιεροσόλυμα. Εκεί ο Ζαβουλών, με τη συγκατάθεση της συζύγου του και την ευλογία του επισκόπου, αναχώρησε για  ν’ ασκητέψει στην έρημο του Ιορδάνη. Ο ακριβής τόπος και ο χρόνος του θανάτου του παρέμειναν άγνωστοι. Η Σωσάννα, πάλι, τοποθετήθηκε από τον επίσκοπο αδελφό της 
ως διακόνισσα στον ιερό ναό της Αναστάσεως, για να φροντίζει τις φτωχές και άρρωστες γυναίκες. Τέλος, την αγία Νίνα την παρέδωσαν στην ευλαβέστατη γερόντισσα.
Σάρα-Νιοφόρα, τη Βηθλεεμίτισσα, διακόνισσα κι εκείνη στον Πανάγιο Τάφο, για να την αναθρέψει «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6,4).

Η Σάρα-Νιοφόρα γνώριζε σε βάθος τις χριστιανικές αλήθειες και μιλούσε ακατάπαυστα στη μικρή Νίνα για το σωτηριώδες έργο του Θεανθρώπου στη γη, για τα Πάθη και την  Ανάσταση Του. Και η αγία την άκουγε με πολύ ζήλο, «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. 2,51), μελετούσε καθημερινά την Αγία Γραφή και φλεγόταν από αγάπη για το Χριστό και πόθο για τη σωτηρία των ανθρώπων.

Κάποτε, καθώς διάβαζε στο Ευαγγέλιο για τη Σταύρωση του Κυρίου, η σκέψη της στάθηκε στον άρραφο χιτώνα Του (Ιω. 19, 23-24).
— Τι απέγινε άραγε αυτή η πορφύρα; ρώτησε η αγία τη Σάρα-Νιοφόρα.
— Γνωρίζουμε από την παράδοση, αποκρίθηκε η γερόντισσα, ότι βρίσκεται στην πόλη Μτσχέτα, πρωτεύουσα της Γεωργίας. Μεταφέρθηκε εκεί από έναν Εβραίο, το ραββίνο  της Μτσχέτα Ελιόζ, στον οποίο παραδόθηκε από το στρατιώτη πού την κέρδισε στην κλήρωση, κάτω από το Σταυρό. Οι κάτοικοι όμως της χώρας αυτής παραμένουν μέχρι  σήμερα βυθισμένοι στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας.

Zoom in (real dimensions: 322 x 446)Εικόνα


Τα λόγια εκείνα χαράχθηκαν βαθιά στην καρδιά της αγίας. Από τότε προσευχόταν νύχτα-μέρα στην Παναγία:
— Αξίωσέ με, Δέσποινα, να πάω στη Γεωργία, για να προσκυνήσω το χιτώνα του Υιού σου και να κηρύξω εκεί το όνομά Του!
Και μια νύχτα η Θεοτόκος εμφανίσθηκε στον ύπνο της και της είπε:
— Πήγαινε στη Γεωργία, κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού, και μη φοβάσαι! Εγώ θα είμαι η σκέπη σου!
Για να την ενθαρρύνει, μάλιστα, της έβαλε στο χέρι ένα σταυρό από κληματόβεργες και πρόσθεσε:
— Πάρε τούτον το σταυρό. Θα σε προστατεύει απ’ όλους τους ορατούς και αόρατους εχθρούς. Με τη δύναμή του θα οδηγήσεις τη χώρα της Γεωργίας στην πίστη του Υιού μου, «ός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2,4).

Η αγία ξύπνησε, και είδε στα χέρια της τον θαυμαστό εκείνο σταυρό! Αφού τον ασπάσθηκε με δάκρυα, έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά της και την τύλιξε ολόγυρά του. 
Ύστερα έτρεξε να βρει το θείο της επίσκοπο Ιουβενάλιο, πού, ακούγοντας για την εμφάνιση και την εντολή της Θεοτόκου, έδωσε στην ανηψιά του την ευλογία να κηρύξει  το Ευαγγέλιο στη μακρινή Γεωργία.

Μετά από πολλές περιπέτειες και αφού διέσχισε την Αρμενία, στην πρωτεύουσα της οποίας Βαγαρσαπάτ παρακολούθησε το φρικτό μαρτύριο της αγίας Ριψιμίας και άλλων  τριανταπέντε παρθένων (η μνήμη τους εορτάζεται στις 30 Σεπτεμβρίου), η αγία Νίνα έφτασε, το 315, στις όχθες του ποταμού Κούρ. Κατάκοπη και ολομόναχη, καθώς ήταν,  σε μια ξένη χώρα, ένιωσε να δειλιάζει. Ένα θεϊκό όραμα, όμως, της αναπτέρωσε το ηθικό. Με νέο ενθουσιασμό συνέχισε την πορεία της. Τράβηξε για τη Μτσχέτα, 
ακολουθώντας το δρόμο πού της έδειξαν κάποιοι βοσκοί.

Στην πρωτεύουσα της χώρας η αγία βρέθηκε την ημέρα πού ολόκληρος ο λαός, με επικεφαλής το βασιλιά Μιριάν (265-342), είχε συγκεντρωθεί σ’ ένα βουνό, απέναντι από  την πόλη, για να προσφέρει θυσίες στο ανθρωπόμορφο είδωλο Αρμάζ. Κατευθύνθηκε και εκείνη προς το βουνό. Κρυμμένη στο κοίλωμα ενός βράχου, παρακολουθούσε τις  ειδωλολατρικές τελετές. Και κάποια στιγμή, καθώς ήχησαν οι σάλπιγγες και τα πλήθη έπεσαν στη γη για να προσκυνήσουν το Αρμάζ, η καρδιά της αγίας άναψε από θειο ζήλο. 
Σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και προσευχήθηκε θερμά:
— Παντοδύναμε Θεέ! Οδήγησε το λαό αυτό στη γνώση Σου! Σύντριψε τα είδωλα! Ελευθέρωσε τούτες τις ψυχές από την εξουσία του διαβόλου!...

Zoom in (real dimensions: 658 x 750)Εικόνα


Την ίδια στιγμή ο ολοκάθαρος ουρανός σκοτείνιασε. Μαύρα σύννεφα πλησίασαν με τρομερή ταχύτητα από τη δύση και στάθηκαν ακριβώς πάνω από τον ειδωλολατρικό ναό. 
Ξέσπασαν τότε βροντές, αστραπές και δυνατή ανεμοθύελλα. Μέσα σε ελάχιστη ώρα ο ναός γκρεμίστηκε και το είδωλο Αρμάζ έγινε συντρίμμια. Μετά απ’ αυτή τη θεομηνία ο  ήλιος έλαμψε πάλι λαμπρότερος από πριν! Ήταν 6 Αυγούστου, η ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, και το θαβώρειο φως, αστράφτοντας για πρώτη φορά στη Γεωργία,  σκόρπισε το ειδωλολατρικό σκοτάδι. Από τότε ο βασιλιάς Μιριάν και ο λαός του έχασαν την πίστη τους στη δύναμη του Αρμάζ και άρχισαν να αναρωτιούνται τί σημείο ήταν εκείνο  πού έγινε και τί προμηνούσε για το μέλλον.

Στη Μτσχέτα τώρα η αγία, καθώς περνούσε μπροστά από τον βασιλικό κήπο, είδε τη γυναίκα του κηπουρού, πού την έλεγαν Αναστασία, να τρέχει κοντά της και να την καλεί  στο σπίτι της. Σαν να τη γνώριζε από παλιά, σαν να την περίμενε. Ο Θεός την είχε φωτίσει, για να βοηθήσει την αγία στο ξεκίνημα του έργου της.
Η αγία ακολούθησε την Αναστασία ως το σπίτι της, όπου τόσο η ίδια όσο και ο άνδρας της όχι μόνο τη φιλοξένησαν με πολλή αγάπη, αλλά και την παρακάλεσαν να μείνει μαζί τους σαν αδελφή, γιατί ήταν άτεκνοι και τους έθλιβε η μοναξιά. Εκείνη δέχτηκε, και ο κηπουρός, σύμφωνα με την επιθυμία της, της έχτισε ένα κελάκι σε μια άκρη του κήπου. 
Στη θέση αυτή -μέσα στον περίβολο τώρα της γυναικείας μονής Σαμτάβρ- είναι κτισμένο σήμερα ένα παρεκκλήσι προς τιμήν της αγίας Νίνας.

Η αγία τοποθέτησε στο κελί της το σταυρό πού της είχε δώσει η Θεοτόκος, και περνούσε τις ημέρες και τις νύχτες της με προσευχές και δεήσεις, με πνευματικές ασκήσεις και θαύματα. Το πρώτο θαύμα πού επιτελέσθηκε με την προσευχή της μακαρίας Νίνας ήταν η θεραπεία της Αναστασίας, πού από στείρα έγινε πολύτεκνη και καλλίτεκνη μητέρα. 
Και οι πρώτοι Γεωργιανοί πού πίστεψαν στο Χριστό ήταν το τίμιο εκείνο ζεύγος πού περιέθαλψε την αγία.
Κάποια μέρα μια γυναίκα, κρατώντας στα χέρια το ετοιμοθάνατο παιδί της, τριγυρνούσε με γοερό θρήνο στους δρόμους της πόλης και ζητούσε απ’ όλους βοήθεια. 
Η αγία Νίνα πήρε το παιδί, το έβαλε στο αχυρόστρωμά της, προσευχήθηκε, το σταύρωσε με το σταυρό της Θεοτόκου και το παρέδωσε στη μητέρα του θεραπευμένο.

Το θαύμα διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Από τότε η αγία άρχισε να κηρύσσει δημόσια το Ευαγγέλιο και να καλεί τους Γεωργιανούς σε μετάνοια. Η ευσέβεια, η δικαιοσύνη και η ακεραιότητα της ζωής της έγιναν σε όλους γνωστές. Πολλοί, και προπαντός γυναίκες, την πλησίαζαν, άκουγαν από τα μελίρρυτα χείλη της τη νέα διδασκαλία για τη βασιλεία  του Θεού και ασπάζονταν τη χριστιανική πίστη.


Zoom in (real dimensions: 369 x 463)Εικόνα

Ανάμεσα σ’ αυτές τις γυναίκες ήταν και η Σιδωνία, θυγατέρα του αρχισυνάγωγου των Εβραίων της Καρτάλης Αβιάθαρ, καθώς και άλλες έξι Εβραίες. Σύντομα πίστεψε και ο ίδιος ο Αβιάθαρ, όταν άκουσε πώς ερμήνευε η αγία τις αρχαίες προφητείες για το Μεσσία και πώς εκπληρώθηκαν οι προφητείες αυτές στο πρόσωπο του Ιησού.
Από τον Αβιάθαρ έμαθε η αγία Νίνα ότι, σύμφωνα με παλαιά εβραϊκή παράδοση, ο χιτώνας του Κυρίου ήταν θαμμένος μαζί με την αδελφή του ραββίνου Ελιόζ, Σιδωνία, κάτω  από τον βαθύσκιο κέδρο, πού υψωνόταν στο κέντρο του βασιλικού κήπου. Από τότε άρχισε να πηγαίνει τις νύχτες και να προσεύχεται κάτω απ’ τα κλαδιά του μεγάλου δέντρου. 
Υπερφυσικά οράματα, πού είδε εκεί, την έπεισαν για την ιερότητα του τόπου.

Στο μεταξύ η δούλη του Θεού κήρυσσε ακατάπαυστα την αληθινή πίστη. Καθοριστικές, όμως, για τη μεταστροφή του γεωργιανού λαού ήταν οι θεραπείες των βασιλέων Μιριάν  και Νάνας.

Πρώτη η βασίλισσα Νάνα, γυναίκα σκληρή και ειδωλολάτρισσα φανατική, αρρώστησε βαριά και κινδύνευε να πεθάνει. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να της προσφέρουν τίποτα. 
Τότε κάποιες φίλες της τη συμβούλεψαν να ζητήσει τη βοήθεια της ξένης Νίνας, πού με την επίκληση του Θεού της θεραπεύει κάθε ασθένεια. Πράγματι, η απελπισμένη  βασίλισσα κατέφυγε στη Νίνα, πού με τη χάρη του Κυρίου της χάρισε την υγεία της. Επιστρέφοντας στο παλάτι η βασίλισσα, ομολόγησε με παρρησία, μπροστά στο βασιλιά  Μιριάν, ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός. Αργότερα, αφού διδάχθηκε τις χριστιανικές αλήθειες από την αγία Νίνα, βαπτίσθηκε και έγινε θερμή χριστιανή. Μετά το θάνατο της,  μάλιστα, ο λαός την ανακήρυξε αγία. Η μνήμη της εορτάζεται την 1η Οκτωβρίου.

Ο βασιλιάς, ωστόσο, όχι μόνο αρνιόταν πεισματικά να πιστέψει στο Χριστό, μα και απειλούσε ότι θα θανάτωνε τη Νίνα και θα εξολόθρευε όλους τους χριστιανούς του βασιλείου  του. Ώσπου μια μέρα, καθώς κυνηγούσε στα δάση του Μουρχάν, είκοσι χιλιόμετρα περίπου βορειοδυτικά της Μτσχέτα, ξαφνικά και αναπάντεχα τυφλώθηκε! Έντρομος, άρχισε  να επικαλείται τους θεούς του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Πάνω στην απελπισία του, θυμήθηκε το Θεό της Νίνας και ζήτησε τη βοήθειά Του. Αμέσως ξαναβρήκε το φως του! 
Συγκλονισμένος και ολόχαρος, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και κραύγασε με δάκρυα:
— Θεέ της Νίνας! Εσύ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός. Ομολογώ και δοξάζω το όνομά Σου!
Το θαυμαστό εκείνο γεγονός συνέβη στις 6 Μαΐου του 319.

Zoom in (real dimensions: 242 x 347)Εικόνα


Μόλις επέστρεψε στην πόλη ο βασιλιάς, έτρεξε κι έπεσε στα πόδια της αγίας:
— Ώ μητέρα μου! της είπε. Δίδαξέ με και αξίωσέ με να επικαλούμαι το όνομα του μεγάλου Θεού σου και Σωτήρα μου!
Έτσι ο Μιριάν έγινε ο Μέγας Κωνσταντίνος της Γεωργίας. Ο Κύριος τον είχε διαλέξει για χειραγωγό των Γεωργιανών προς τη μοναδική αλήθεια.
Αμέσως έστειλε πρεσβεία στο Βυζάντιο και ζήτησε έναν επίσκοπο και ιερείς, για να κατηχήσουν και να βαπτίσουν το λαό του. Στο μεταξύ η αγία Νίνα τους προετοίμαζε για το  άγιο βάπτισμα με τις ιερές διδαχές της.

Ώσπου να έρθουν οι κληρικοί, ο Μιριάν σκέφτηκε να οικοδομήσει έναν χριστιανικό ναό. Η αγία του υπέδειξε να τον κατασκευάσει μέσα στον βασιλικό του κήπο, και μάλιστα στο  σημείο όπου υψωνόταν ο γνωστός κέδρος.
Ο κέδρος κόπηκε και από τα έξι κλαδιά του έγιναν ισάριθμοι στύλοι, πού τοποθετήθηκαν σε κατάλληλα σημεία του οικοδομήματος. Με θεία οικονομία, όμως, ο έβδομος στύλος, πού ήταν καμωμένος από τον κορμό του δέντρου και προοριζόταν για τη βάση του ναού, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να μετακινηθεί. Από το κάτω μέρος του, μάλιστα,  άρχισε να τρέχει ευωδιαστό και ιαματικό μύρο, πού θεράπευε όσους άρρωστους πρόστρεχαν εκεί και χρίονταν με πίστη.

Πλήθη λαού συνέρρεαν στον θαυματουργό στύλο, και ο βασιλιάς έδωσε εντολή να κατασκευασθεί ολόγυρά του μια περίφραξη. Στο μεταξύ ολοκληρώθηκε και η ανέγερση του πρώτου ναού στη Γεωργία, πού ήταν ξύλινος -σήμερα, μετά από ανακατασκευή του, είναι πέτρινος- και αφιερώθηκε στους αγίους Αποστόλους. Ο λαός όμως τον ονόμασε  κοινά «Σβετιτσχόβελι» (= άγιος Στύλος).

Ήδη οι απεσταλμένοι του Μιριάν είχαν γίνει δεκτοί με μεγάλες τιμές από τον Μέγα Κωνσταντίνο, πού τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους με πλούσια δώρα και με τον  αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Ευστάθιο (+337), δύο ιερείς, τρείς διακόνους και τα απαραίτητα για τη θεία λατρεία σκεύη και είδη.
Με διαταγή του Μιριάν ήρθαν στην πρωτεύουσα όλοι οι διοικητές των επαρχιών, οι στρατηγοί και οι αξιωματούχοι του κράτους. Σ’ ένα βαπτιστήριο, κοντά στη γέφυρα του  ποταμού Κούρ, ο αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος βάπτισε πρώτα το βασιλικό ζεύγος και στη συνέχεια τους άρχοντες. Γι αυτό το μέρος εκείνο ονομάζεται από τότε «Μταβάρτα  Σανατλάβι», δηλαδή «Κολυμβήθρα Μεγιστάνων».

Zoom in (real dimensions: 400 x 499)Εικόνα


Λίγο πιο κάτω οι δύο ιερείς βάπτιζαν το λαό, πού είχε προετοιμασθεί και πιστέψει από το κήρυγμα και τα θαύματα της αγίας Νίνας. Από τους Εβραίους της Μτσχέτα βαπτίσθηκαν  ο Αβιάθαρ με όλους τους οικείους του και πενήντα ακόμη εβραϊκές οικογένειες.
Με τη βοήθεια του Θεού, ο αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος και η αγία Νίνα φώτισαν μέσα σε μερικά χρόνια ολόκληρη σχεδόν τη χώρα της Γεωργίας. Ύστερα ο αρχιεπίσκοπος, αφού  χειροτόνησε ως επίσκοπο της χώρας τον πρεσβύτερο Ιωάννη, επέστρεψε στην Αντιόχεια.

Η αγία Νίνα, αποφεύγοντας τη δόξα και τις τιμές του βασιλιά και του λαού, κατέφυγε σε μια ορεινή περιοχή, στις πηγές του ποταμού Άραγβι, όπου ετοιμαζόταν με προσευχές και  νηστείες για νέους αποστολικούς αγώνες. Πράγματι, αφού κήρυξε το Χριστό στους σκληροτράχηλους ορεσίβιους κατοίκους του Καυκάσου, τους οποίους βάπτισε ο συνεργάτης  της πρεσβύτερος Ιάκωβος, κατευθύνθηκε στα νότια της Καχέτης και εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη Μπόντμπε, τον τελευταίο σταθμό της επίγειας ζωής και των αγίων κόπων  της. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η βασίλισσα της Καχέτης Σόντζε (= Σοφία), ακούγοντας το θεόπνευστο κήρυγμα της αγίας, πίστεψε και βαπτίσθηκε μαζί με πλήθη λαού.

Τώρα πια ο Θεός αποκάλυψε στην πιστή απόστολό Του ότι πλησίαζε το τέλος της. Ειδοποίησε αμέσως με γράμμα τον βασιλιά Μιριάν, πού κατέφθασε ταχύτατα με τους αυλικούς  του και τον επίσκοπο Ιωάννη. Η αγία κοινώνησε από τα χέρια του επισκόπου και ζήτησε να ταφεί στο φτωχικό καλύβι της. Ύστερα παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα της στον Κύριο. 
Ήταν τότε 67 ετών.

Ο βασιλιάς και ο επίσκοπος θέλησαν να μεταφέρουν το τίμιο λείψανο της στο ναό των αγίων Αποστόλων της Μτσχέτα και να το θάψουν δίπλα στον ιερό στύλο. 
Με κανένα τρόπο, όμως, δεν μπόρεσαν να μετακινήσουν το σώμα της. Έτσι το έθαψαν εκεί, στο ταπεινό καλυβάκι της, στο Μπόντμπε, όπως η ίδια το ζήτησε.

Η μακαρία Νίνα συγκαταριθμήθηκε στη χορεία των αγίων και η μνήμη της ορίσθηκε να εορτάζεται στις 14 Ιανουαρίου, ημέρα της κοιμήσεώς της. Η Εκκλησία της Γεωργίας  την ανακήρυξε Ισαπόστολο και φωτίστρια της χώρας.

Πάνω στον τάφο της αγίας κτίσθηκε ναός αφιερωμένος στο συγγενή της μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Ο ναός εγκαινιάσθηκε στα χρόνια του γιού και διαδόχου του Μιριάν,  του βασιλιά Μπακάρ (342-364) και σώζεται μέχρι σήμερα. Αργότερα σ’ αυτόν το χώρο ιδρύθηκε γυναικεία μονή αφιερωμένη στην αγία Νίνα.



Zoom in (real dimensions: 500 x 736)Εικόνα



Ἀπολυτίκιον Ήχος πλ α΄. Τον συνάναρχον λόγον
Ως ωραίοι οι πόδες σου οι ζηλώσαντες ακολουθήσαι ταίς τρίβοις των αποστόλων Χριστού, Νίνα σκεύος Παρακλήτου παμφαέστατον, όθεν τιμώντες σε πιστώς, Γεωργίας φρυκτωρέ φωτόλαμπρε, σε αιτούμεν’ ημών τα σκότη λιταίς σου της αγνωσίας πόρρω σκέδασον.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Παρακλητικός κανών της Αγίας Ενδοξου Μάρτυρος Τατιανής ΑΡΧΙΜ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ Γ. ΑΕΡΑΚΗ



site analysis

(Ης η μνήμη τελείται τη ιβ’ Ιανουαρίου)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο ανά χείρας παρακλητικός Ιερός Κανών εποιήθη τη επιθυμία της φιλαγίου κ. Σουλτάνας Χαραλάμπους Παπαστάμου εκ Πτολεμαΐδος.
Η Αγία Τατιανή κατήγετο εκ της Ρώμης. Ο πατήρ αυτής τρις επελέγη ύπατος της Ρώμης. Η Αγία είχεν αφιερωθή εις τον Χριστόν, έλαβε το αξίωμα της Διακονίσσης της Εκκλησίας και ηγωνίζετο πνευματικώς ως αληθής ασκήτρια.
Δια την πίστιν της συνελήφθη και ωδηγήθη ενώπιον του Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235). Κατά την ανάκρισίν της μετά παρρησίας και θάρρους ωμολόγησε την πίστιν της εις τον ενανθρωπήσαντα Χριστόν, τον Εσταυρωμένον και Αναστάντα, κατεφρόνησε τας κολακείας και απεποιήθη τας ματαίας υποσχέσεις του Βασιλέως, ήκουσε δε μετά μεγάλης χαράς τας απειλάς του δια μαρτύρια και μαρτυρικόν θάνατον. 
Ο Σεβήρος ωδήγησε την Αγίαν εις τον ναόν των ειδώλων. Εκεί η Αγία Τατιανή προσευχήθη εκτενώς προς τον μόνον αληθινόν Θεόν, και δια της ηγιασμένης προσευχής της τα άψυχα και ψευδή είδωλα κατέπεσαν άπαντα και συνετρίβησαν.
Αυτό το γεγονός εξώργισε τον Αυτοκράτορα και προκάλεσε την μήνιν των παρισταμένων στρατιωτών του. Ούτοι μετά μανίας επέπεσον επί της Αγίας και, αφού εκτύπησαν την Μάρτυρα του Χριστού, εν συνεχεία δια σιδηρών αγκίστρων εξέσχισαν το πρόσωπόν της, την εκρέμασαν, και με τα άγκιστρα και έτερα αιχμηρά αντικείμενα κατεξέσχισαν όλον το σώμα της. Δια να την ταπεινώσουν και να την διασύρουν εξύρισαν την κεφαλήν της. Έπειτα έρριψαν την Τατιανήν εις πυρακτωμένην κάμινον. Ο Κύριος όμως, όπως τους τρεις παίδας, διεφύλαξεν αβλαβή την Αγίαν. Εδοκίμασαν να κατασπαραχθή η Αγία από άγρια και πεινασμένα θηρία˙ ταύτα όμως ευλαβηθέντα την του Χριστού καλλίνικον Μάρτυρα ουδόλως επλησίασαν αυτήν. 
Τέλος ο Σεβήρος έδωκεν εντολήν να αποκεφαλισθή η Αγία Τατιανή. Ούτω κατεστέφθη ως Μάρτυς υπό του αθλοθέτου Χριστού, εισαχθείσα εις την επουράνιον παστάδα, δια να ευφραίνεται μετά του Νυμφίου Χριστού αιωνίως. 
Εκ καρδίας ευχαριστώ την Αγίαν Τατιανήν δια την ευλογίαν της να μελετήσω την ζωήν και το μαρτύριόν της, να διδαχθώ εξ αυτής και να αξιωθώ να ψελλίσω τους πενιχρούς αυτούς ύμνους προς δοξολογίαν αυτής και του μεγάλου αγωνοθέτου Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ου το κράτος και η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. ΑΜΗΝ.
Έγραφον τη 26η Φεβρουαρίου 2009
εορτή της Μεγαλομάρτυρος και Ισαποστόλου
Φωτεινής της Σαμαρείτιδος
Αρχιμ. Νικόδημος Γ. Αεράκης
Ιεροκήρυξ.

Ευλογήσαντος του ιερέως, το «Κύριε εισάκουσον…», μεθ’ ο το «Θεός Κύριος…», ως συνήθως, και τα εξής˙

Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Τατιανήν εν εγκωμίοις τιμώμεν, και μεγαλύνομεν αυτής πολιτείαν, και αικισμούς και θάνατον υπέρ του Χριστού˙ ηύφρανεν εν τοις αθλήμασιν, Εκκλησίας το ποίμνιον, θαύμασι συντρίψασα την ειδώλων απάτην˙ διο εισήλθεν ουρανού, μάρτυς οσία, Χριστού νύμφη ένδοξος. 
Δόξα. Το αυτό. Και νυν.
Τη Θεοτόκω ταπεινώς εκβοώμεν, οι απειλούμενοι εχθρού ταις ενέδραις˙ τη μητρική σου σκέπασον αγάπη ημάς˙ δίωξον Θεοχαρίτωτε, αντιδίκου τας φάλαγγας, παύσον τας ορμάς παθών, και δαιμόνων μανίαν˙ Συ γαρ υπάρχεις Δέσποινα Αγνή, Μήτηρ και σκέπη, και θεία αντίληψις. 

Ο Ν’ ψαλμός και ο Κανών, ου η Ακροστιχίς˙

ΚΛΕΙΝΗ ΤΑΤΙΑΝΗ ΣΤΕΦΟΣ ΥΜΝΩΝ ΠΛΕΚΩ. ΝΙΚ(ΟΔΗΜΟΥ).

Ωδή α’. Ο Ειρμός. Ήχος πλ. δ’. Υγράν διοδεύσας.
Κατάπεμψον χάριν φωτιστικήν, Παράκλητον Πνεύμα, ανυμνήσαι θεοπρεπώς, της Τατιανής εγώ ο τάλας, την θαυμαστήν βιοτήν και μαρτύριον.

Λαμπρύνασα Μάρτυς την σην ψυχήν, θαυμαστοίς αγώσιν, εν ασκήσει πνευματική, Χριστόν ωμολόγεις παρρησία, ως Λυτρωτήν και Θεόν σου και Κύριον.

Επήρθης γηίνων Τατιανή, και κόσμου ηδέα, απηρνήθης θεοπρεπώς, λαβούσα δε χάριν σου Νυμφίου, την σην ζωήν ώσπερ σφάγιον έθυσας.
Θεοτοκίον.
Ικέται προστρέχομέν σοι σεμνή, τη μόνη Παρθένω τη τεκούση τον Ιησούν, τον δόντα τω κόσμω σωτηρίαν, και σοι Αγνή Αυτού δόξαν την άφθιτον.

Ωδή γ’. Ο Ειρμός. Ουρανίας αψίδος.
Νικηφόρως εισήλθες, Τατιανή ένδοξε, εις την Εκκλησίαν Αγίων, συνεορτάζουσα, και ανυμνούσα Χριστόν, μετά αγίων Αγγέλων, και συναπολαύουσα, δόξης και χάριτος.

Ηλιόμορφος ώφθης, Τατιανή πάνσεμνε, εν τοις αικισμοίς και βασάνοις, υπέρ της πίστεως, τη επισκέψει Χριστού, Όν καθικέτευε μάρτυς, ίνα χάριν λάβωμεν, οι ευφημούντές σε. 

Την σεπτήν βιοτήν σου, Τατιανή δίδαξον, τοις ομολογούσι Σωτήρα, Χριστόν Θεάνθρωπον, και δι’ αγώνων πολλών, επιζητούσιν εκ πόθου, αρετών το άγιον, κτήσασθαι πλήρωμα.
Θεοτοκίον.
Αγιότητος τύπος, των μοναχών κλέϊσμα, και σεμνών μητέρων ει δόξα, μαρτύρων έδρασμα, ω Θεοτόκε Αγνή˙ τους ευσεβείς περιφρούρει, σαις λιταίς προς Κύριον, Θεομακάριστε. 

Στερέωσον, ομολογούντων την πίστιν Μάρτυς του Λόγου, ότι πέλεις πάντων ημών, διδάσκαλος ένθεος, ως πάνσεμνος νύμφη του Θεανθρώπου.
Στερέωσον, τους ορθοδόξως τιμώντάς σε Θεοτόκε, εν τη πίστει του σου Υιού και βίου παλαίσμασιν, ως έχουσα μητρικήν παρρησίαν. 

Μετά την γ’ ωδήν, αίτησις και το Κάθισμα. 
Ήχος β’. Τα άνω ζητών.
Σατάν πειρασμούς, νικήσασα πανένδοξε, Χριστόν αληθώς, επόθησας και έφυγες, τα του κόσμου ένεδρα˙ αικισμούς δε υπομείνασα, και εισελθούσα εις την ζωήν, πρεσβεύεις τω Λόγω, υπέρ πάντων ημών. 

Ωδή δ’. Ο Ειρμός. Εισακήκοα Κύριε.
Της φωνής Σου ακήκοε, η Τατιανή και φαιδρώς προσέτρεξε, ώ Νυμφίε πολυπόθητε, προς σφαγήν ως θύμα υπέρ πίστεως.

Ικεσίαις Σης Μάρτυρος, Λόγε του Θεού ημάς καταξίωσον, του τηρείν τα Σα προστάγματα, επ’ ελπίδι της αιωνιότητος.

Απεκάθηρας ένδοξε, εν τοις αγωνίσμασι την εικόνα σου, και Χριστόν καθωμολόγησας, τον σεσαρκωμένον Λόγον πάνσεμνε.
Θεοτοκίον.
Νεολαίας Πανάχραντε, της πολεμουμένης, πέλεις το στήριγμα, καταφύγιον και φρούριον, ως Χριστόν γεννήσασα τον Κύριον.

Ωδή ε’. Ο Ειρμός. Φώτισον ημάς.
Ήλιος Χριστός, καταυγάσας σην διάνοιαν, εις αγωνίσματα ώ Τατιανή, περιχαρώς σε, ωδήγησε και μαρτύριον.

Στέφει σε Χριστός, εναθλούσαν παμμακάριστε, και βασιλείαν θείαν σοι χορηγεί, τιμών αξίως, πανένδοξε σον μαρτύριον. 

Ταπείνωσιν Χριστέ, και αγάπην ημίν δώρησαι, ταις ικεσίαις της Τατιανής, ίνα αξίως, εκείνης πολιτευσώμεθα.
Θεοτοκίον.
Έφεσιν ψυχής, προς αγώνας εξαιτούμεθα, παρά Χριστού παθόντος υπέρ ημών, αγνή Παρθένε, ταις σαις ικεσίαις Πάνσεμνε.

Ωδή ς’. Ο Ειρμός. Την δέησιν.
Φυλάξασα την ψυχήν σου ένθεον, συ προέκρινας Χριστόν των προσκαίρων˙ διο χωρείς εις μαρτύριον παλαίστραν, την σην ζωήν ώσπερ σφάγιον θύσασα˙ όθεν εισήλθες εν χαρά, εις παστάδα ουράνιον πάνσεμνε.

Ουράνια αγαθά ποθήσασα, εν Χριστώ κατανικάς τον Βελίαρ˙ και την ψυχήν γεγονυία ανδρεία, των δυσσεβών την βουλήν κατεπάτησας˙ διο θερμώς αντιβολώ, σαις πρεσβείαις ρυσθήναι κολάσεως. 

Συ ένδοξε αικισμούς ενίκησας, και τυράννου απειλάς θηριώδεις˙ ότι Χριστόν, τον νυμφίον σου μάρτυς, έσχες εν στέρνω τω σω δυναμούντά σε˙ διο ικέτευε Αυτόν, την εμήν καταυγάσαι διάνοιαν. 
Θεοτοκίον.
Υπέρτιμον ανεδείχθης Δέσποινα, καταφύγιον γεννήσασα Λόγον, ότι εν σοι ενικήθη ο Πλάνος, και κατελύθη το κράτος του Δράκοντος˙ σου δέομαι, ταις σαις λιταίς, λυτρωθήναι δεινών τους υμνούντάς σε.

Στερέωσον, ομολογούντων την πίστιν Μάρτυς του Λόγου, ότι πέλεις πάντων ημών, διδάσκαλος ένθεος, ως πάνσεμνος νύμφη του Θεανθρώπου. 
Στερέωσον, τους ορθοδόξως τιμώντάς σε Θεοτόκε, εν τη πίστει του σου Υιού και βίου παλαίσμασιν, ως έχουσα μητρικήν παρρησίαν.

Μετά την ς’ ωδήν, αίτησις και το Κοντάκιον. 

Ήχος β’. Προστασία των Χριστιανών.
Ευφημούμέν σε Τατιανή παναοίδιμε, της ασκήσεως το αληθές εγκαλλώπισμα, αγάπης δε προς τον Χριστόν υπόδειγμα λαμπρόν˙ έλαβες γαρ εκ του Θεού, του μαρτυρίου την τιμήν, και θαυμάτων την δύναμιν˙ Τάχυνον εις πρεσβείαν, και σπεύσον εις ικεσίαν, ώ θαυμαστή Τατιανή, Εκκλησίας θείον κλέϊσμα.

Προκείμενον. 

Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι. 

Στίχος. Έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, και κατηύθυνε τα διαβήματά μου.

Εὐαγγέλιον, ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν:
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Προσέχετε ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων, ἐπιβαλοῦσι γὰρ ἐφ’ ὑμᾶς τὰς χεῖρας αὐτῶν, καὶ διώξουσι, παραδιδόντες εἰς συναγωγὰς καὶ φυλακάς, ἀγομένους ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου. Ἀποβήσεται δὲ ὑμῖν εἰς μαρτύριον. Θέσθε οὖν τὰς καρδίας ὑμῶν μὴ προμελετᾶν ἀπολογηθῆναι· ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν, οὐδὲ ἀντιστῆναι πάντες, οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν.
Παραδοθήσεσθε δὲ καὶ ὑπὸ γονέων καὶ ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν καὶ φίλων· καὶ θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· καὶ θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μὴ ἀπολήται. Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Δόξα. 
Ταις της Αθληφόρου πρεσβείαις, Ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων. 
Και νυν.
Ταις της Θεοτόκου πρεσβείαις, Ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων.

Προσόμοιον.
Στίχος: Ελεήμον, ελέησόν με ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου.

Ήχος πλ. β’. Όλην αποθέμενοι.
Δεύτε ευφημήσωμεν, Τατιανήν εγκωμίοις, Ρώμης θείον βλάστημα, ευσεβών γονέων το εγκαλλώπισμα, αρετής καύχημα, προσευχής τον τύπον, της θυσίας το αγλάϊσμα, ομολογίας τε, και του μαρτυρίου το πρότυπον, της πίστεως διδάσκαλον, και της δυσσεβείας τον έλεγχον˙ Όθεν ο Νυμφίος, δεξάμενος αγίαν βιοτήν, και μαρτυρίου τα αίματα, λαμπρώς ταύτην έστεψεν.

Σώσον ο Θεός τον λαόν Σου…

Ωδή ζ’. Ο Ειρμός. Οι εκ της Ιουδαίας.
Μεγαλύνεις Αγία, Ιησούν τον Δεσπότην εν μαρτυρίω φρικτώ, βοώσα εκ καρδίας, πάσι τους ευσεβέσι, ανυμνείν μετά πίστεως˙ ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.

Νικηφόρως η Μάρτυς εναθλούσα γενναίως υπέρ Χριστού του Θεού, συνήγειρε τα πλήθη, δοξάζειν τον Σωτήρα, και συμψάλλειν εν Πνεύματι˙ ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.

Ως νυμφίον τον Λόγον, ενεθρόνισας Μάρτυς εν ση καρδία Σεμνή˙ διο κατηξιώθης παράδεισον οικήσαι, και βοάν προς τον Κύριον˙ ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.
Θεοτοκίον.
Νεανίδων χορείαι, την Παρθένον τιμώσιν ως Θεοτόκον Αγνήν, και ψάλλουσιν εκ πόθου, ωδήν τω ταύτης Γόνω, τω λυτρώσαντι άπαντας˙ ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.

Ωδή η’. Ο Ειρμός. Τον Βασιλέα.
Παρατηρούσα την των μαρτύρων πορείαν, ηξιώθης θεάσθαι τον Κτίστην, Ον υπερυψούμεν, εις πάντας τους αιώνας. 

Λελαμπρυσμένην Τατιανή εν βασάνοις, ικετεύεις τον Κτίστην απαύστως, υπέρ των υμνούντων, Χριστόν εις τους αιώνας. 

Εν μαρτυρίω ομολογούσα τον Λόγον, κατεστέφθης εν δόξη Αγία, συν πιστοίς τιμώσα, Χριστόν εις τους αιώνας. 
Θεοτοκίον.
Κραταιωθείσα ταις σαις πρεσβείαις η Μάρτυς, κατενίκησε Πλάνου παγίδας˙ νυν δε τον Υιόν σου, υμνεί Παρθενομήτορ.

Ωδή θ’. Ο Ειρμός. Κυρίως Θεοτόκον. 
Ως σφάγιον η Μάρτυς, θύεται ενδόξως, επιθυμούσα αρρήτου και θείας ζωής˙ διο επλήσθη της θείας, χάριτος άνωθεν. 

Ναώ τω ουρανίω, μαρτύρων η χορεία, Τατιανήν υπεδέξατο περιχαρώς˙ μεθ’ ής εν χώρα των ζώντων, συνεορτάζουσιν. 

Ικάνωσον λιταίς σου, προς τον Ζωοδότην, τους ανυμνούντάς σε Μάρτυς, εν θείαις ωδαίς, κατά παθών μετ’ ανδρείας, εναγωνίζεσθαι. 
Θεοτοκίον.
Κηρύττομεν Παρθένε, άσπορον σον Τόκον, και προσκυνούμεν ενθέως, ως Λόγον Πατρός, αναφωνούντές σοι πόθω˙ χαίρε Θεόνυμφε. 

Άξιόν εστίν… Και τα παρόντα Μεγαλυνάρια.

Δεύτε ευφημήσωμεν ευλαβώς, Μάρτυρα Κυρίου, την αγίαν Τατιανήν, την απαρνηθείσαν, επίκηρα του κόσμου, ποθούσαν δε Νυμφίου, την θείαν ένωσιν.

Χάριτι Κυρίου οσιακώς, ησκήθη εν ζήλω, η θεόφρων Τατιανή, ζωήν της θυσίας, εκ πόθου ασπασθείσα, μαρτύρων το κλέος, επιποθήσασα. 

Έρωτι τρωθείσα του Ιησού, μαρτύρων τον βίον, απεδέχθη Τατιανή˙ διο ηξιώθη, ως σφάγιον τυθήναι, συνείναι δε Νυμφίω εν θείοις δώμασι.

Φύλαξον καρδίας χριστιανών, των σε ευφημούντων, εν τη πίστει Τατιανή, τη του Ζωοδότου, Χριστού του Θεανθρώπου, ίνα εν τω Κυρίω, ορθώς βιώσωσιν.

Παύσον τα φρυάγματα του Σατάν, πράυνον τα πάθη, ώ Αγία ταις σαις λιταίς, προς τον Ιησούν μου, γαλήνευσον καρδίας, ίνα εν κατανύξει, Τριάδα μέλπωμεν. 

Σώσον σαις πρεσβείαις εκ των παθών, πιστούς Εκκλησίας, θεοφόρε Τατιανή, θερμώς εκζητούντας, οδόν την του Κυρίου, και βίον αληθείας, και αγιότητος.

Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η δωδεκάς, οι άγιοι Πάντες, μετά της Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εις το σωθήναι ημάς.

Το Τρισάγιον. Και το Απολυτίκιον. 

Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Δεύτε άσμασι και εγκωμίοις, καταστέψωμεν, της Ρώμης γόνον, και των μαρτύρων σεπτόν εγκαλλώπισμα, Τατιανήν ευσεβείας υπόδειγμα, και αρετής το λαμπρόν οικοδόμημα. Μήτερ ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος. 

Εκτενής και Απόλυσις. Μεθ’ ήν ψάλλομεν.
Ήχος β’. Ότε εκ του ξύλου.
Δεύτε ευσεβή Τατιανήν, των Χριστομαρτύρων το κλέος, και των πιστών τον πυρσόν, άσμασι τιμήσωμεν, και ευφημήσωμεν˙ τον Χριστόν γαρ ηγάπησε, και πάντα ηρνήθη, πλούτον ηδυπάθειαν, ζωήν την πρόσκαιρον˙ όθεν ουρανίοις θαλάμοις, χαίρουσα οικεί πανενδόξως, του Χριστού η μάρτυς η ακήρατος.

Δέσποινα πρόσδεξαι, τας δεήσεις των δούλων σου, και λύτρωσαι ημάς, από πάσης ανάγκης και θλίψεως.

Την πάσαν ελπίδα μου, εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Η Αγία Μάρτυς Τατιανή



site analysis

Η Αγία Μάρτυς Τατιανή καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του Σεβήρου (222 - 235 μ.Χ.). Ο πατέρας της είχε διατελέσει ύπατος.
 
Η Αγία Τατιανή είχε το εκκλησιαστικό αξίωμα της διακόνισσας και στην υμνολογία παρίσταται ως μαθήτρια των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Η επισημότητα της καταγωγής της και ο ένθεος ζήλος με τον οποίο εκτελούσε τα διακονικά της καθήκοντα, έδωσαν στην Τατιανή περιφανή θέση μεταξύ των Χριστιανών.
 
Και οι Εθνικοί όμως είχαν ακούσει περί αυτής και δεν μπορούσαν να δεχθούν το γεγονός ότι μια τέτοια γυναίκα καταφρονούσε τις κοσμικές βλέψεις και περιφρονούσε τα είδωλα, για να υπηρετεί με τόση αυταπάρνηση τους Χριστιανούς και να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Κυρίου.
 
Όταν, επί Σεβήρου, διατάχθηκε δίωξη των Χριστιανών, η Τατιανή συνελήφθη και επειδή διεκήρυττε την πίστη της στον Χριστό, την οδήγησαν μπροστά στο βασιλέα και μαζί με αυτόν εισήλθε σε ένα ειδωλολατρικό ναό.
 
Εκεί όμως η Αγία, με μια θερμή προσευχή στο Χριστό, συντάραξε τα ξόανα (τα ξύλινα αγάλματα) των θεοτήτων της ειδωλολατρίας και τα γκρέμισε στο δάπεδο. Για τον λόγο αυτό την υπέβαλαν σε βασανιστήρια.
 
Την κτύπησαν και με σιδερένια νύχια της ξέσκισαν τα βλέφαρα. Έπειτα την κρέμασαν και της ξύρισαν το κεφάλι. Ακολούθως την έριξαν πάνω σε φωτιά, αλλά δεν έπαθε τίποτα.
 
Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα άγρια θηρία, αλλά αυτά δεν τόλμησαν να την βλάψουν. Ύστερα από όλα αυτά, οι ειδωλολάτρες, έκοψαν την Τίμια κεφαλή και κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αγία εισήλθε με το στέφανο της δόξας στη χαρά του Κυρίου της.
 
Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!
 
Απολυτίκιο:
 
Ήχος δ'. "Ταχύ προκατάλαβε"
 
Ισχύι της πίστεως, κραταιωθείσα σεμνή, νομίμως ενήθλησας, υπέρ Χριστού του Θεού, Τατιανή ένδοξε πάσας γαρ τας ιδέας, των δεινών ενεγκούσα, ήσχυνας τον Βελίαρ, τη ατρέπτω σου στάσει εξ ου της κακοτροπίας πάντας απάλλαξαν.
------------------------------------------------------

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΤΑΤΙΑΝΗ

«Η αγία Τατιανή ήταν από την πρεσβυτέρα Ρώμη επί της βασιλείας του Αλεξάνδρου (3ος μ.Χ. αι.), από πατέρα που υπήρξε ύπατος Ρώμης τρεις φορές, ενώ κατά την τάξη της Εκκλησίας είχε το αξίωμα της Διακόνισσας. Επειδή ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, οδηγήθηκε ενώπιον του βασιλιά, κι όταν εισήλθε μαζί του στον ναό των ειδώλων, τράνταξε με την προσευχή της τα είδωλα που υπήρχαν εκεί και τα έριξε στη γη. Γι’  αυτό τον λόγο και την κτύπησαν στο πρόσωπο και ξύρισαν την κεφαλή της. Μετά δε την έριξαν στη φωτιά και στα θηρία, από τα οποία εξήλθε αβλαβής, οπότε τέλος δόθηκε η εντολή και της έκοψαν την κεφαλή».
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, προκειμένου να τονίσουν την αγιότητα και το δοξασμένο εν μαρτυρίω τέλος της αγίας Τατιανής, μας προβάλλουν με εποπτικό τρόπο ό,τι συνέβη κατά την ώρα της αποτομής της τιμίας κεφαλής της: ήταν η ώρα του θριάμβου της, και όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, άγγελοι όταν ανέβαινε στον ουρανό την υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα, ενώ ο παντοκράτωρ Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του στεφάνωνε τη μάρτυρα, που άθλησε με τον νόμιμο τρόπο. «Μετά πολλάς τας βασάνους, τη του ξίφους σε δίκη, δεινός καθυποβάλλει δικαστής ης τη ανόδω εκρότησαν αι ουράνιαι τάξεις Χριστός δε παναλκεί σε δεξιά, εστεφάνωσε, Μάρτυς, νομίμως εναθλήσασαν» (Μετά από τα πολλά βασανιστήρια που υπέστης, σε υποβάλλει ο φοβερός δικαστής στην καταδίκη του διά ξίφους θανάτου. Την άνοδό σου στους ουρανούς τη χειροκρότησαν οι ουράνιες αγγελικές τάξεις, ενώ ο Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του σου φόρεσε στεφάνι, μάρτυς, γιατί αθλήθηκες νόμιμα). Έκτοτε η αγία, κατά τον άγιο υμνογράφο που την βλέπει με τα μάτια της πίστεως, «είναι μαζί με τους φωτεινούς μάρτυρες, πολύ πιο κοντά στον Θεό από ό,τι πριν, και βλέπει όσα βλέπουν και οι άγγελοι. Βρίσκεται ως παρθένος στον νυμφώνα του νυμφίου της Χριστού, παρακαλώντας και αυτή για εμάς που την εγκωμιάζουμε, να βρούμε τη σωτηρία μας» («Συναγελάζη Μαρτύρων φανοτάταις αγέλαις, τρανότερον εγγίζουσα Θεώ, βλέπεις α βλέπουσιν άγγελοι ως παρθένος νυμφώνι αυλίζη του Νυμφίου σου, Σεμνή, δυσωπούσα σωθήναι τους πόθω σε γεραίροντας»).
Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία να φθάσει σ’ αυτό το μεγάλο ύψος δόξας και τιμής; Μα τίποτε άλλο από εκείνο που διαπιστώνουμε σε όλους τους αγίους και τους μάρτυρες της πίστεως: ο σφοδρός έρωτάς της προς τον Κύριο, η πυρωμένη από αγάπη καρδιά της προς Αυτόν, που την έκανε να υπερβεί οποιοδήποτε φόβο των βασάνων και να θεωρήσει ως μηδέν όλα τα υπάρχοντα στη γη. «Ούτε το ξίφος ούτε η φωτιά ούτε τα κτυπήματα, ούτε οι θλίψεις, η πείνα, το κάθε είδος τιμωρίας, χαλάρωσαν τον έρωτά σου προς τον Κύριο. Με πυρωμένη μάλιστα καρδιά αναζητούσες Αυτόν, κάνοντας πέρα ως τίποτε όλα τα ορώμενα» («Ξίφος ουδέ πυρ ουκ αικισμοί, θλίψεις ου λιμός ου παντοίας είδος κολάσεως, σου τον προς τον Κύριον ήμβλυνεν έρωτα διαπύρω καρδία γαρ Αυτόν εκζητούσα, πάντα τα ορώμενα υφ’ εν διέπτυσας, μάρτυς»). Κι αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία το μαρτύριό της και φανερώνεται ακόμη εντονότερα η αγάπη της προς τον Χριστό, όταν σκεφτεί κανείς ότι η αγία ήταν μία πριγκιποπούλα, κόρη υπάτου της Ρώμης, δηλαδή ανθρώπου με τη μεγαλύτερη μετά τον αυτοκράτορα εξουσία στην αυτοκρατορία, με πλούτη και τιμές και δόξες πολλές. Κι όμως, σαν τον απόστολο Παύλο, «ηγήσατο πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήση», όλα τα θεώρησε σαν σκουπίδια, για να έχει τον Χριστό. Κι είναι φυσικό ο άγιος υμνογράφος να επισημαίνει και τη διάσταση αυτή: «Δεν υπολόγισες καθόλου, μάρτυς, τον φθαρτό πλούτο, διότι αναζητούσες με προθυμία τον άφθαρτο και αιώνιο πλούτο στους ουρανούς» («Πλούτου φθαρτού, μάρτυς, τελείως ηλόγησας, εν ουρανοίς τον άφθαρτον και διαμένοντα εκζητούσα προθύμως»).
Η υμνογραφία της αγίας δεν παύει βεβαίως να μας θυμίζει το αυτονόητο: ότι αν μπόρεσε η αγία να υπερβεί τη γοητεία του πλούτου, της δόξας, της σάρκας, και να φτάσει μάλιστα και στο μαρτύριο,  ήταν διότι πέραν της δικής της καλής προαίρεσης είχε συνεργούσα και την παντοδύναμη χάρη του Θεού. Και λέμε ότι τούτο είναι αυτονόητο, διότι όλοι γνωρίζουμε ότι η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα πάντοτε δύο παραγόντων: πρωτίστως του ίδιου του Θεού, που ενισχύει τον άνθρωπο, και του ανθρώπου βεβαίως, που καλη τη προαιρέσει ανταποκρίνεται στην κλήση και την ενίσχυση αυτή του Θεού. «Κατάσβεσες τη δυσωδία του σαρκικού φρονήματος και τη φλόγα της αμαρτίας, Αγνή, με τη δροσιά του Θείου Πνεύματος που συνεργούσε μαζί σου» («το δυσώδες της σαρκός και της αμαρτίας την φλόγα, Αγνή, κατέσβεσας, δρόσω Θείου Πνεύματος, του συνεργούντός σοι»)∙ «Προς τις τιμωρίες, προς τα βάσανα και τις διάφορες μάστιγες, μάρτυς, προχώρησες απτόητη, γιατί είχες συνεργούσα τη χάρη του Σωτήρα Χριστού, που σε δυνάμωνε» («Προς αικισμούς, προς αλγηδόνας και μάστιγας πολυειδείς απτόητος, μάρτυς, εχώρησας συνεργούσαν γαρ είχες την χάριν του Σωτήρος, ενδυναμούσάν σε»).
Η αγία λοιπόν και πριν φτάσει στο μαρτύριο, που ήταν η απογείωση της ψυχικής δύναμης και ομορφιάς της, ήταν ήδη καταστολισμένη με όλες τις αρετές («καλλωπισθείσα αρεταίς, ωραιώθης καλλοναίς του μαρτυρίου», δηλαδή: αφού καλλωπίστηκες με τις αρετές, έγινες ακόμη πιο ωραία με τις καλλονές του μαρτυρίου), τόσο που «η ψυχή της έμοιαζε με ένα ωραίο κατάστημα, λόγω της ομορφιάς  της ευσέβειάς της» («ωραίον της ψυχής κατάστημα, ευμορφία της ευσεβείας, Τατιανή, φέρουσα»). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Εκκλησία μας την είχε χαριτώσει με το αξίωμα της Διακόνισσας, του πρώτου βαθμού της ιερωσύνης δηλαδή, που υπήρχε τότε στην Εκκλησία, με έργο τη βοήθεια του επισκόπου και των ιερέων στη φιλανθρωπία και τη διακονία των διαφόρων αναγκών των ανθρώπων, ακόμη δε και στο κήρυγμα. Ο ζήλος της μάλιστα για τη διακονία της και για το μαρτύριό της παρομοιάζεται με την πρώτη μάρτυρα γυναίκα και ισαπόστολο αγία Θέκλα. «Θέκλαν ως πριν την πρώταθλον, ης τον ζήλον εκτήσω, αοίδιμε», δηλαδή: όπως πριν η Θέκλα, έτσι κι εσύ, αοίδιμε, απέκτησες τον ζήλο αυτής).
Η αγία Τατιανή μας παραδειγματίζει με την αγάπη της προς τον Χριστό και το μαρτυρικό της φρόνημα. Και μας δείχνει μεταξύ των άλλων και τον δρόμο της υπέρβασης της όποιας στον κόσμο ανομίας. Η ανομία και το πλήθος των κακών στον κόσμο υπερβαίνεται, όταν ο άνθρωπος μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, έχοντας ετοιμότητα να δώσει και τη ζωή του για την πίστη αυτού. «Τους χείμαρρους της ανομίας τους αποξήρανες, μακαρία, με τα ρείθρα των αιμάτων σου» («Χειμάρρους απεξήρανας ανομίας, τοις ρείθροις των αιμάτων σου, μακαρία»). Διότι «όπου επλεόνασεν αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις».
παπα Γιώργης Δορμπαράκης-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ
-------------------------------------------------------

Η κάρα της Αγίας Τατιάνας στην Κραιόβα της Ρουμανίας

Η Αγία Μάρτυς Τατιανή καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του Σεβήρου (222-235 μ.Χ.). Ο πατέρας της είχε διατελέσει ύπατος.
Η Αγία Τατιανή είχε το εκκλησιαστικό αξίωμα της διακόνισσας και στην υμνολογία παρίσταται ως μαθήτρια των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Η επισημότητα της καταγωγής της και ο ένθεος ζήλος με τον οποίο εκτελούσε τα διακονικά της καθήκοντα, έδωσαν στην Τατιανή περιφανή θέση μεταξύ των Χριστιανών. Και οι Εθνικοί όμως είχαν ακούσει περί αυτής και δεν μπορούσαν να δεχθούν το γεγονός ότι μια τέτοια γυναίκα καταφρονούσε τις κοσμικές βλέψεις και περιφρονούσε τα είδωλα, για να υπηρετεί με τόση αυταπάρνηση τους Χριστιανούς και να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Κυρίου.
Όταν, επί Σεβήρου, διατάχθηκε δίωξη των Χριστιανών, η Τατιανή συνελήφθη και επειδή διεκήρυττε την πίστη της στον Χριστό, την οδήγησαν μπροστά στο βασιλέα και μαζί με αυτόν εισήλθε σε ένα ειδωλολατρικό ναό. Εκεί όμως η Αγία, με μια θερμή προσευχή στο Χριστό, συντάραξε τα ξόανα (τα ξύλινα αγάλματα) των θεοτήτων της ειδωλολατρίας και τα γκρέμισε στο δάπεδο. Για τον λόγο αυτό την υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Την κτύπησαν και με σιδερένια νύχια της ξέσκισαν τα βλέφαρα. Έπειτα την κρέμασαν και της ξύρισαν το κεφάλι. Ακολούθως την έριξαν πάνω σε φωτιά, αλλά δεν έπαθε τίποτα. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα άγρια θηρία, αλλά αυτά δεν τόλμησαν να την βλάψουν. Ύστερα από όλα αυτά, οι ειδωλολάτρες, έκοψαν την Τίμια κεφαλή και κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αγία εισήλθε με το στέφανο της δόξας στη χαρά του Κυρίου της. 
Η κάρα της Αγίας Τατιανής μαζί με λείψανα των Αγίων Σεργίου,Βάκχου και Νηφωνος Κων/λεως
Μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως(1453)όταν ηγεμόνας ήταν ο ευσεβής Νεάγκοε Μπασαράμπ,οι άρχοντες Κραιοβέστι έφεραν την κάρα της Αγ.Τατιανής,μαζί με το λείψανο του Αγ.Γρηγορίου του Δεκαπολίτου(Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΕΔΩ) στην Μονή Μπίστριτσα.Το 1955 μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό του Αγ.Δημητρίου της Κραιόβας-Ρουμανία
ΠΗΓΗ.Proskynitis.blogspot.com