παραθέτουμε την ομιλία της δρ. Φωτεινής Μπέλλου, από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας)
“Σήµερα, τιµούµε τη λαµπρή επέτειο των 186 χρόνων από την 25η Μαρτίου του 1821 που σηµατοδοτεί ιστορικά την ηµεροµηνία έναρξης της επανάστασης των Ελλήνων από τον Οθωµανικό ζυγό.
Από τον καιρό του θρυλικού ηρωισµού και της αυταπάρνησης για την ελευθερία µέχρι σήµερα οι Έλληνες βίωσαν συχνά περιόδους δύσκολες και τις περισσότερες φορές επεδείκνυαν γενναιότητα και θάρρος. Άλλοτε πάλι, οι Έλληνες βιώσαν περιόδους κατάπτωσης και χρόνια παρακµής. Ωστόσο, σε καµία περίοδο της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας δεν µειώθηκε ούτε για µια στιγµή το µεγαλείο της αυτοθυσίας και της µεγαλοσύνης των Ελλήνων ηρώων της επανάστασης του 1821.
Παρά την εικονοκλαστική διάθεση της σύγχρονης εποχής, που θέτει σε αµφισβήτηση πρότυπα, αξίες και πεποιθήσεις, το 1821 έχει επιδείξει µοναδική αντοχή στη λαϊκή συνείδηση και παραµένει το µεγάλο εθνικό κοµµάτι της ιστορίας, που το χρειαζόµαστε όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, ως αξιακό υπόβαθρο της συλλογικής µας αυτογνωσίας και ως πυξίδα της ιστορικής µας πορείας προς το µέλλον.
Ήσαν αµέτρητοι οι επώνυµοι και ανώνυµοι ήρωες, οι οποίοι έγραψαν«τα µεγάλα και τα πολλά» που, τους είπε «η τρίσβαθη ψυχή τους»όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σολωµικός στίχος στους «Ελεύθερους πολιορκηµένους». Ηταν αυτή η µοναδική ελληνική ψυχή, που, από τον Μαραθώνα και τις Θερµοπύλες, µέχρι τα Γαυγάµηλα, τα τείχη της Βασιλεύουσας και το Μεσολόγγι, έµαθε µόνον να νικά ή να πεθαίνει. Τίποτε άλλο! Αυτή τη µοναδική ελληνική ψυχή διέθεταν, στον µεγάλο Αγώνα του Γένους µας, άνδρες και γυναίκες.
Αλλά η Ιστορία µοιάζει να έχει αδικήσει, ως προς την τιµή και τη δόξα που τους πρέπει, τις Ελληνίδες, που στάθηκαν γενναίες δίπλα στους γενναίους, άξιες δίπλα στους άξιους, και ηρωίδες δίπλα στους ήρωες. Ακόµη και αν η γυναικεία φύση εµπεριέχει την ανιδιοτελή αίσθηση του καθήκοντος και της προσφοράς, χωρίς την προσδοκία της αναγνώρισης ή της επιβράβευσης, εµείς που θέλουµε, αδιάκοπα, να αντλούµε µαθήµατα εθνικής ευθύνης και να προβάλλουµε πρότυπα ηθικού µεγαλείου, για την ατοµική ή συλλογική µας συµπεριφορά, οφείλουµε να ανασύρουµε από τις παρυφές της Ιστορίας και να οδηγήσουµε στις κορυφές της Εθνικής Μνήµης, τις Ελληνίδες του Εικοσιένα. Όχι επειδή τούτο επιβάλλει η σύγχρονη αντίληψη για την ισότητα των φύλων, αλλά διότι τούτο υπαγορεύει, διαχρονικά, η δίκαιη και αντικειµενική αποτίµηση των γεγονότων του µεγάλου µας εθνικού ξεσηκωµού.
Γυναίκες ηρωίδες αναφέρονται στη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία για τη δράση τους ενάντια στον Οθωµανικό ζυγό ακόµα και πριν από την έναρξη της επανάστασης. Την ώρα που ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος άφηνε, ηρωικά, τη ζωή, στην Πύλη του Ρωµανού και πέρναγε στον αιώνιο θρύλο, γεννιόταν στην Λήµνο η Μαρούλα, µια κοπέλα αγνώστων λοιπών στοιχείων, για την οποία ο Σπύρος Λάµπρος έγραψε ότι, «ήταν αξία ευρυτέρας εκτιµήσεως». Ο Κωστής Παλαµάς, στο µακροσκελές ποίηµά του «Η κόρη της Λήµνου», σώζει το µεγαλείο αυτής της γενναίας κόρης, που, βλέποντας τον πατέρα της να πέφτει νεκρός, κατά την πολιορκία του νησιού από τους Τούρκους, το 1475, χωρίς να δειλιάσει, άρπαξε την ασπίδα του και το ξίφος του και οδήγησε τους πολιορκούµενους στο κάστρο Κότσινο σε 10 11 γενναία έξοδο, Ενετούς και Έλληνες, αναγκάζοντας τους επιδροµείς να υποχωρήσουν και να φύγουν µε τα πλοία τους. Αυτή την ηρωίδα ύµνησε, µε τον δικό του µοναδικό επικολυρικό τρόπο, ο Παλαµάς:
Κανείς περίγελο, κανείς ντροπή δεν πρέπει νάχη,
Ότι γυναίκα οδηγεί τη λεβεντιά’ ς τη µάχη.
Ας τρέµει κάθε αγαρηνό σπαθί, κάθε σαρίκι.
Γυναίκες ήταν οι θεές, παρθένα είναι’ η Νίκη.
Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 1570-71, οι Τούρκοι κατέλαβαν, µετά από πολύµηνη πολιορκία, την Κύπρο. Σαράντα χιλιάδες άνθρωποι σφαγιάστηκαν. Από τα πλήθη των αιχµαλώτων, ο Μουσταφά πασάς ξεχώρισε, για να στείλει στο χαρέµι του σουλτάνου, τις ωραιότερες νέες και τους ωραιότερους νέους. Το άνθος της Κύπρου στοιβάχτηκε σ’ ένα µεγάλο καράβι και δύο µικρότερα, για να πάνε στην Πόλη. Ανάµεσα τους η Μαρία, κόρη ή ανεψιά του καπετάν Πέτρου Συγκλητικού. Πριν προλάβουν τα πλοία να ξεκινήσουν, η Μαρία έβαλε φωτιά σ’ ένα βαρέλι µε µπαρούτι, αποτρέποντας το ατιµωτικό ταξίδι και χαράσσοντας τον δρόµο που ακολούθησαν, αργότερα, ο Σαµουήλ στο Κούγκι, ο Γιωργάκης Ολύµπιος στη µονή Σέκου και η ∆έσπω Σέχου – Μπότσηστον πύργο του ∆ηµουλά, µεταξύ Άρτας και Πρέβεζας.
Τα µυστικά νήµατα της Ιστορίας ένωσαν την αδάµαστη κόρη της Λήµνου και την ηρωική Κυπριωτοπούλα, µε την µαρτυρική ∆έσπω, που θυσίασε έντεκα κόρες, νύφες και εγγόνια, για να µην πέσουν στα χέρια των Τούρκων και έγιναν τραγούδι στα χείλη της απαράµιλλης λαϊκής µούσας:
Το Σούλι κι’ αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
Η ∆έσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει.
∆αυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει
Σκλάβες Τουρκών µη ζήσετε, παιδιά µαζί µ’ ελάτε.
Και τα φουσέκια άναψε κι όλες φωτιά γενήκαν.
Σε µια αυστηρά πατριαρχική και ανδροκρατική κοινωνία, όπως αυτή των Σουλιωτών, ο σεβασµός προς τη γυναίκα ήταν απόλυτος. Ίσως διότι οι Σουλιώτισσες κέρδιζαν την αναγνώριση των ανδρών µε την εξοικείωσή τους στα όπλα και τη συµπεριφορά τους στη µάχη. ∆ίπλα στηΜόσχω Τζαβέλα, τη γυναίκα του Λάµπρου, στη Λένω Μπότσαρη, την αδελφή του Μάρκου και στη Χάϊδω Σέχου, κάθε Σουλιώτισσα δεν ήταν µόνο µάνα, αδελφή, γυναίκα και κόρη ήρωα. Ήταν και η ίδια, από µόνη της ηρωίδα. Όταν οι άνδρες µάχονταν, οι γυναίκες κουβαλούσαν πολεµοφόδια, τροφές και ό,τι άλλο χρειάζονταν οι µαχητές. ∆εν γεννήθηκαν τυχαία, στα ίδια κακοτράχαλα βουνά, οι γυναίκες της Πίνδου το ’40. Οι Σουλιώτισσες, µε την παρουσία τους στις µάχες εµψύχωναν τους µαχητές, ενίσχυαν την άµιλλά τους, γιγάντωναν την αυτοθυσία τους. Αλλά και έψεγαν όσους τυχόν δείλιαζαν και, κάποτε, τους αφόπλιζαν.
Μόνο από τέτοιες γυναίκες θα µπορούσε να µείνει στην Ιστορία τοΖάλογγο, ως υπέρτατο µνηµείο αρετής και θυσίας, που υµνήθηκε ακόµη και από τον εχθρό. Πράγµατι, στις 18 ∆εκεµβρίου 1803, τον θρύλο που έγραψαν µε τον χορό τους στο Ζάλογγο οι Σουλιώτισες, τον παρέδωσε στην ιστορική µνήµη η περιγραφή Τούρκου αυτόπτη µάρτυρα, ενός αξιωµατικού του Αλή πασά, του Σουλεϊµάν Αγά. Η περιγραφή του υπάρχει σε βιβλίο του Ibrahim Manzour efendi, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1828. Συγκλονισµένος ο τούρκος αξιωµατικός αναφέρει ότι, οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, που τα βήµατά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισµός και η αγωνία του θανάτου τόνιζε το ρυθµό του… στο τέλος των επωδών οι γυναίκες βγάζουν µια διαπεραστική και µακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός τους σβήνει στο βάθος ενός τροµακτικού γκρεµού, όπου ρίχνονται µαζί µε όλα τα παιδιά τους».
∆εκαεννιά χρόνια αργότερα, στις 21 Απριλίου 1822, οι Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου ξαναζούν στην ψυχή των γυναικών της Νάουσας. Για ν’ αποφύγουν την αιχµαλωσία και την ατίµωση από τους Τούρκους, ρίχνονται στους καταρράκτες της Αραπίτσας, µαζί µε τα παιδιά τους και πνίγονται, προσθέτοντας και τη δική τους θυσία στον µεγάλο Αγώνα.
Η επανάσταση έχει πια ξεκινήσει και οι Ελληνίδες γράφουν, µε το δικό τους πάθος και µε την δική τους ξεχωριστή λεβεντιά σελίδες µεγαλείου και δόξας. Η Λασκαρίνα Μπουµπουλίνα, δυο φορές χήρα και µε έξι παιδιά, όλα ταγµένα στον Αγώνα, πρωτοστατεί µε το πλοίο της, τον θρυλικό «Αγαµέµνονα», στην πολιορκία του Ναυπλίου και µπαίνει θριαµβεύτρια, δίπλα στον Κολοκοτρώνη, στη Τριπολιτσά. Είναι η «νέα Αµαζόνα» κατά τον ιταλό περιηγητή Πέτσιο, ενώ ο γερµανός δηµοσιογράφος Κρίστιαν Μίλλερ, γράφει, εντυπωσιασµένος, για τη γυναίκα που το όνοµά της και τα ανδραγαθήµατά της συζητούνται σε όλη την Ευρώπη: «Σπετσιώτισσα είναι η γνωστή ηρωίδα Μπουµπουλίνα, που εξόπλισε τρία καράβια, εκ των οποίων τα δύο κυβερνούν οι γιοι της και το µεγαλύτερο το κυβερνάει η ίδια. Έχασε κιόλας ένα γιο της σ’ αυτόν τον αγώνα και φλέγεται τόσο σα µάνα από το αίσθηµα της εκδίκησης, όσο και σαν Ελληνίδα από την αγάπη προς την πατρίδα. Έχει επιφέρει πολλές καταστροφές στους τούρκους και τους έχει πάρει πολλά καράβια»
Το ίδιο ατρόµητη θαλασσοµάχος και η ∆όµνα Βισβίζη, η Θρακιώτισσα από την Αίνο. Όπως γράφει ο Ιωάννης Φιλήµων, «Τοιαύτη ανεδείχθη και η ∆όµνα σύζυγος Βασιλείου Χατζή, πλοιάρχου. Θανατωθέντος αυτού κατά την πολιορκία της Ευβοίας, ανέλαβε η ίδια την διοίκησιν του πλοίου ως άλλος ανήρ, επί πολύ χρόνον, ίνα µη στερηθή η πολιορκία της από θαλάσσης βοηθείας». Η ∆όµνα Βισβίζη, την οποία ο ∆ηµ. Υψηλάντης αποκαλούσε Ευγενεστάτη και Γαληνοτάτη και για την οποία ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πιστοποιούσε µε έγγραφό του, ότι τον Μαϊο του 1822, τον έσωσε, αυτόν και τους άνδρες του, προµηθεύοντάς του τρόφιµα και πολεµοφόδια, διατήρησε το πλοίο της επί τρία χρόνια. ∆απάνησε για την συντήρησή του και την διατροφή του πληρώµατός του, όλη της την περιουσία. Και όταν πια οι πόροι της τελείωσαν και το µπρίκι είχε πάθει µεγάλη φθορά, το χάρισε, τον Σεπτέµβριο του 1824 στην κυβέρνηση, που το µετέτρεψε σε πυρπολικό. Μ’ αυτό ο Ανδρέας Πιπίνος έκαψε, στη Σάµο, την τουρκική φρεγάτα.
Μια άλλη µεγάλη γυναικεία µορφή του ’21, ήταν η Μαντώ Μαυρογένους. Γεννήθηκε στην Τεργέστη, από Μυκονιάτισσα µάνα σπαρτιατικής καταγωγής και τον Νικόλαο Μαυρογένη, µεγάλο σπαθάρη του συνώνυµου του και θείου του, ηγεµόνα της Βλαχίας. Μετά τον αποκεφαλισµό του ηγεµόνα από τους Τούρκους, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εµπόριο. Η Μαντώ, είχε εξαιρετική µόρφωση και µιλούσε επαρκώς εκτός από την µητρική της γλώσσα, τουρκικά, γαλλικά και ιταλικά..Λίγο πριν την κήρυξη της Επανάστασης και µετά τον θάνατο του πατέρα της, εγκαταστάθηκε στην Τήνο και στη συνέχεια στην Μύκονο.
Με χρήµατα της οικογενείας της, αρµάτωσε και διέθεσε στον Αγώνα δύο καράβια, ενώ συντηρούσε και δύναµη 800 πολεµιστών. Φορώντας αντρικά ρούχα και ζωσµένη µε το σπαθί του πατέρα της, η Μαντώ πήρε µέρος σε µάχες στην Κάρυστο, στη Μαγνησία, στο Τρίκκερι, στην Άµφισσα, στη Χαιρώνεια και σε επιθέσεις εναντίον του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. 12 13 Με διαταγή της εθνοσυνέλευσης του Άστρους, της απονεµήθηκε, ως διακριθείσα επ’ ανδραγαθία στο πεδίο της µάχης, στέφανος δάφνης, «εν επισήµω τελετή οµοία προς την των Ολυµπιακών Αγώνων». Ακόµη, για την τεράστια συµβολή της στην Επανάσταση, της απονεµήθηκε, µοναδικό προς γυναίκα, το αξίωµα του επιτίµου αντιστρατήγου και της παραχωρήθηκε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο για την εγκατάστασή της. Αυτή η σπουδαία γυναίκα, µε την αριστοκρατική καταγωγή, που πολέµησε παθιασµένα σε όλα τα πεδία των µαχών, που ουδέποτε εφατρίασε κατά τις εµφύλιες διαµάχες, που τροφοδότησε το κύµα του φιλελληνισµού στην Ευρώπη µε τις δύο επιστολές που έγραψε, τη µία προς τις παρισινές κυρίες και την άλλη προς τις αγγλίδες κυρίες, και η οποία προσέφερε 7.000.000 γρόσια για τον Αγώνα, πέθανε, τελικά, πάµπτωχη.
συνέχεια από το 1ο μέρος
“Όµως, δίπλα στις επώνυµες, γράφουν τη δική τους λαµπρή ιστορία χιλιάδες Ελληνίδες, σε όλα τα µήκη και τα πλάτη της πατρώας γης, «τοις κείνων ρήµασι πειθόµενες». Σε καµιά γωνιά της επαναστατηµένης Ελλάδας δεν έλειψαν οι ελληνίδες οι οποίες είτε αγωνίστηκαν µαζί µε τους άντρες τους, είτε βασανίστηκαν από τις κακουχίες και τις στερήσεις που έφερε η συνειδητή αυτή αποτίναξη του ξενικού ζυγού.
πίνακας: Sir Charles L. Eastlake: Φυγάδες, μετά την καταστροφή στην Χίο
Στη Χίο, η οποία καταστράφηκε εκ θεµελίων από την τουρκική βαρβαρότητα, η τρα- γωδία των γυναικών του νησιού ταξίδεψε ως πένθιµο νέο µέχρι την Ευρώπη. Ο Francis Werry, Αγγλος πρόξενος στη Σµύρνη, όπου εκεί έφταναν υποδουλωµένες οι Χιώτισσες, γράφει σε αναφορά του: «Χιλιάδες γυναίκες κορίτσια και αγόρια πουλιόταν κάθε µέρα στο παζάρι. Πολλά από αυτά δυστυχισµένα πλάσµατα αυτοκτόνησαν κατά τη µεταφορά. Βλέπεις γυναίκες να µη δέχονται τροφή µ’ όλο που µαστιγώνονται , για να πεθάνουν από την πείνα».
∆εν θα ήταν εύκολο κανείς να εξαντλήσει τις αναφορές στην συµµετοχή και καταξίωση των ελληνίδων στον µεγάλο αγώνα του Έθνους για ανεξαρτησία, αλλά και τα βάσανα που υπέµειναν κατά τη διάρκεια του. Αλλά κλείνοντας οφείλει κανείς να επισηµάνει ότι η επανάσταση του 1821, µια από τις προοδευτικότερες και φωτεινότερες στιγµές στην ευρωπαϊκή ιστορία του 19ου αιώνα, µια επανάσταση που απηχούσε µέσα της διδάγµατα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 αλλά και ολόκληρου του ∆ιαφωτισµού έδωσε δύναµη και ελπίδα σε όλους τους προοδευτικούς πολίτες της αντιδραστικής Ευρώπης εκείνη την εποχή που αναστέναζε κάτω από την σκιά της Ιερής Συµµαχίας. Αυτή η Επανάσταση των Ελλήνων ήταν πρώτα απ’ όλα κτήµα όλου του λαού και ως τέτοια και κτήµα των Ελληνίδων που παντού βρέθηκαν στο πλευρό των µαχόµενων αδερφών τους. Των Ελληνίδων τόσο των επωνύµων που η ιστορία τους επιφύλαξε µια ευνοϊκή µεταχείριση, όσο και ίσως και περισσότερο των χιλιάδων ανωνύµων που έδωσαν τη ζωή τους για τον µεγάλο και ευγενικό σκοπό της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας.
Τι να πει κανείς για τις 18 Αργίτισσες, που στα µέσα Απριλίου του 1821, όταν ο Κεχαγιάµπεης έκαψε τα σπίτια τους και έσφαξε κάπου 900 κατοίκους του Άργους, έπεσαν στα πηγάδια και πνίγηκαν, για να αποφύγουν, όπως οι Σουλιώτισσες και οι Ναουσαίες, την αιχµαλωσία και την ατίµωση. ∆εν θα µπορούσε να είχε γίνει αλλιώς.
Αλλά και στις υπόλοιπες κορυφαίες στιγµές της Επανάστασης η ανώνυµη γυναίκα είναι παρούσα και αναλαµβάνει ενεργό ρόλο στην υποβοήθηση των επιχειρήσεων.
Στο µαρτυρικό Μεσολόγγι οι γυναίκες από την πρώτη στιγµή της πολιορκίας ξεχωρίζουν. Σύµφωνα µε τις περιγραφές παίρνουν µέρος στην κατασκευή των οχυρωµατικών έργων, πηγαίνουν πίσω από τις ντάπιες ( τα αυτοσχέδια κανονιοστάσια που έφτιαξαν οι Μεσολογγίτες ) και µαζεύουν τα βόλια του εχθρού και τα δίνουν στην επιτροπή για να τα ξαναχύσει. Παρηγορούν τους λαβωµένους και κάνουν ό,τι µπορούν για τους αγωνιστές οι οποίοι είναι εντελώς εξαθλιωµένοι από τις κακουχίες. Όλα αυτά µέχρι την ώρα της Εξόδου, οπότε και χωρίς καµία ταλάντευση στάθηκαν δίπλα στους άντρες της πόλης και αρµατώθηκαν όπως οι άντρες πολεµιστές για να τους συνοδεύσουν σ΄ αυτή την τελευταία ηρωική πορεία προς το θάνατο.
Ο γάλλος Αύγουστος Φαµπρ θαµπωµένος από την απλή καθηµερινή µεσολογγίτισσα που δεν δείλαζε µπροστά στο θάνατο σχολιάζει: «Οι Ελληνίδες οι οποίες συναισθάνονταν ικανές όπως αδιαφορήσουν για τους µόχθους και τους κινδύνους της εξόδου, ντύθηκαν αντρικά, ώστε αν δεν µπορούσαν να διαφύγουν από τον εχθρό, να φονευθούν τουλάχιστον απ’ αυτόν ,εκλαµβανόµενες ως άντρες πολεµι- στές. Πολλές προσαρτούσαν στο λαιµό ή στο στήθος για χαϊµαλί ικανό να τις προστατεύσει, τα σεβαστά άγια λείψανα των προγόνων τους, που τα φύλαγαν στα σπίτια τους και συνάµα ζώνονταν την ροµφαία για να χτυπήσουν τον εχθρό ή τουλάχιστον να έχουν ένα µέσον για να µην πέσουν ζωντανές στα χέρια των βαρβάρων» Από τις 5.000 γυναίκες της πολιορκηµένης πόλης, µόνον επτά κατόρθωσαν να διασχίσουν κατά την Έξοδο τις γραµµές του εχθρού και να φθάσουν στο όρος Ζυγός.
Μεγάλη όµως ήταν και η συµµετοχή των γυναικών στις επαναστάσεις για την απε- λευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους. Στη µεγάλη επανάσταση του 1866–1869 διακρίθηκαν πολλές Λακκιώτισες και ιδιαίτερα, η Κατερίνα Σταµατάκη και η σηµαιοφόρος της Ειρήνη ∆ρακουλέ. Όπως αναφέρει στην «Κρητικοπούλα» του ο Χατζη-Μιχάλης Γιάνναρης, πενήντα νέες από τους Λάκκους, µε δική τους σηµαία, πήραν µέρος σε σκληρές µάχες που διάρκεσαν τρεις µήνες.
Επίσης, στην περιοχή της Λακωνίας, σε µια τόσο µακροχρόνια, σκληρή και αδιάκοπη πάλη, δίπλα στον άντρα της, στον αδελφό της, στον πατέρα της, στο παιδί της, παίρνει µέρος στον αγώνα κατά του κατακτητή και η γυναίκα της Λακωνίας. Και πολλές φορές µάλιστα οι γυναίκες πολεµάνε χωρίς τους δικούς τους, γιατί λείπουν στη µάχη, µακριά. Όπως σηµειώνει ο Ραφενέλ στην Ιστορία Νεωτέρων Ελλήνων, σελ. 102, «Αι γυναίκες παρηκολούθουν τους άνδρας εις την µάχην, διατηρή σασαι τας αρετάς των αρχαίων Σπαρτιατισσών». Είναι πολλές εκατοντάδες οι γυναίκες της Λακωνίας, οι οποίες πολεµώντας τους Τούρκους κατακτητές µε όπλα, µε ξύλα, µε δρεπάνια, βρήκαν το θάνατο.
Γυναίκες, που φλόγιζε το νου και την καρδιά η πίστη πως είχαν το δικαίωµα να ζουν ελεύθερες και ακόµη ότι για τη λευτεριά κάθε άνθρωπος έχει χρέος και τη ζωή του πρόθυµα να θυσιάζει. Στην Καστανιά, στη Βέργα Αλµυρού, στο ∆ιρό, στην Τριπολιτσά, στα Τρίκορφα, στα Μοθο-κόρωνα, στην Εύβοια, στην Κουρτσού- να, στην Ανδρούβιστα, στις Κιτριές στο Βρονταµά, στο Παλαιόκαστρο και σε πολλά άλλα µέρη γυναίκες της Λακωνίας ή πήραν µέρος σε µάχες ή θυσιάσθηκαν σε ολοκαυτώµατα της λευτεριάς.Και ακόµη είναι χιλιάδες αυτές που αιχµαλωτίσθηκαν και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Σµύρνης, της Αλεξάνδρειας και σε άλλες πόλεις της Ανατολής.
Ας θυµηθούµε µερικά ονόµατα γυναικών της Λακωνίας, τα οποία η Ιστορία ή η παραδοσιακή µνήµη διέσωσε: Η Γερακάρη, η κόρη του Παναγιώταρου Μαρία, η Πανώρηα Βοζίκη, η καπετάνισσα Γρηγοράκαινα, η Θερασέρη της Χαριάς, η Αναϋπόνυφη, η Ιωάννα Γιατράκου, η Πολυξένη Καβάκου, η Ελένη Λαµπροπούλου, η ∆ηµητράκαινα Πικουλάκαι- να, η Σταυριάνα Σάββαινα, η Κωνσταντίνα Ζαχαρία. Και ακολουθούν: Οι Σταθιάνισσες, η Γραφάκαινα, η ∆ιακουµάκαινα, η Καλοειδίνα, η Πατσουράκαινα, η Ρογκάκαινα, η Μιχαή- λαινα και τόσες άλλες, των οποίων τα ονόµατα ξεχάστηκαν µε το πέρασµα του χρόνου.
Μ’ αυτά και µ’ αυτά κατορθώθηκε το Εικοσιένα. Και όπως εύστοχα υπογράµµισε ο πεζογράφος και ποιητής της πόλης µας Γιώργος Ιωάννου, «∆εν πολέµησαν µόνο οι άντρες. Πολέµησαν και οι γυναίκες µε τον τρόπο τους. Με την καρτερικότητα, την υπερηφάνεια, την τιµιότητα. Οι άντρες έφευγαν, χτυπούσαν τον εχθρό, άλλαζαν θέσεις. Οι γυναίκες έµειναν στα χωριά, στα κτήµατα, στα παιδιά τους. Ήταν σχεδόν στην διάκρι- ση των Τούρκων. Και, µα την αλήθεια, δεν είµαι καθόλου βέβαιος αν ήταν πιο γενναίο να είναι τότε κανείς στα βουνά κλέφτης, ή στα χωριά συγγενής κλέφτη».
Και έτσι, πράγµατι, ήταν. Πίσω από τις µάχες και τα µεγάλα και αξεπέραστα κατορθώµατα, πίσω από τους λαµπρούς ήρωες και τις απρόσµενες νίκες, ήταν ο καθηµερινός, ο αθέατος εσωτερικός αγώνας χιλιάδων γυναικών που στήριξαν την Επανάσταση, γεννώντας, και ανατρέφοντας παλληκάρια, δίνοντας θάρρος και κουράγιο στους µαχητές, µπαίνοντας και οι ίδιες στη λάβα της µάχης, όταν η τιµή και η ελευθερία τις καλούσε. Ήταν η γυναικεία ψυχή, µε την ατίθαση λαχτάρα για τη ζωή, που, σαν από άγγιγµα θεϊκό, µετατρεπόταν σε µανιακή, θαρρείς, ροπή προς το θάνατο, κάτω από την απειλή της αιχµαλωσίας και της σκλαβιάς.
Ήταν το αίµα και η θυσία των χιλιάδων γυναικών της Χίου, που παρότρυνε τον Ανδρέα Κάλβο να ψάλει µε λύπη:
Τα γαλακτώδη χείλη των παρθένων της Χίου
πλέον εσύ δεν ραντίζεις, ω λαµπρό του Αιγαίου ιερόν ρεύµα.
Ήταν το αδούλωτο πνεύµα της κυρά – Φροσύνης, που τραγούδησε ο Βαλαωρίτης κι έκανε τον Ταχήρ, τον δήµιο του Αλή πασά, να παραληρεί: Γιατί, γιατί δε µ’ έκανες της λίµνης ένα κύµα να ξεθυµάνω επάνω της τη λύσσα, που µε τρώγει! Να καταπιώ τη σάρκα της και να χαθώ µαζί της βαθιά µέσα στην άβυσσο, να µη το µάθει ο κόσµος πως µια γυναίκα αδύνατη και µισοπεθαµένη ενίκησε τα δυο θεριά και πάτησε τον Άδη!
Ήταν η ατρόµητη Λένη Μπότσαρη, που τα ’βαζε µόνη της µε τους τούρκους τζοχατζα- ραίους και γελοιοποιούσε τα όπλα τους:
– Τούρκοι για µην παιδεύεστε,
µην έρχεστε σιµά µου,
τι εγώ ειµ’ η Λένη Μπότσαρη,
η αδελφή του Νότη,
σέρνω φουσέκια στην ποδιά
και βόλια στις µπαλάσκες.
– Κόρη για ρίξε τα’ άρµατα, γλίτωσε τη ζωή σου.
- Τι λέτε βρε παλιότουρκοι και σεις παλιαρβανίτες.
Σαν άντρας εξεσπάθωσε και τρέχει προς τους Τούρκους.
Τους τρεις τους επελέκησε, τους άλλους κυνηγάει!
Ήταν οι αδάµαστες γυναίκες της Κρήτης, που µε πρώτη τη γυναίκα του µαρτυρικού ήρωα ∆ασκαλογιάννη, την Σγουροµάλλινη, πότισαν, µε το δικό τους αίµα, το δέντρο της λευτεριάς. Πολύ αργότερα, όταν, οι θυσίες θα έχουν, πια, καρποφορήσει, ο Κωστής Παλαµάς θα τραγουδήσει για τη ∆ασκαλογιάννναινα:
Φόρεσε Σγουροµάλλινη βασιλικό στεφάνι
και λευκοφόρα ανέµισε τα ολόξανθα µαλλιά σου.
Το αίµα που σε πότισε ο ξένος µακελάρης
για δες τι Απρίλης έγινε και πως µοσχοβολάει.
πίνακας:”αποχαιρετισμός”
Πράγµατι, ο αγώνας για την ελευθερία το 1821 µένει ως παράδειγµα για όλους µας προ- σφέροντας ανεξίτηλα διδάγµατα ηθικής ανάτασης και πνευµατικού µεγαλείου. Προσφέρει, κυρίως, το ακλόνητο δίδαγµα ότι, όλα είναι δυνατά και κατορθωτά, αν υπάρχει πίστη στην ιερότητα του σκοπού και διάθεση θυσίας για την πραγµάτωσή του.
Αυτό είναι το απαράµιλλο µεγαλείο του ’21, που έγραψαν, όλοι µαζί, άνδρες και γυναίκες, οι αθάνατοι πρόγονοί µας.
Ας κρατήσουµε για πάντα άσβεστη τη φλόγα του µοναδι κού τους Αγώνα. Μας το ζητούν, από τα βάθη των αιώνων και τους το οφείλουµε, για τους αιώνες που έρχονται. Τους το οφείλουµε διότι µας εξασφάλισαν την πολυτέλεια να ασκούµε πλέον τον πολιτικό µας λόγο, σκέψη και δράση σε µεταµοντέρνες εκδοχές του αγώνα για την ελευθερία.
Στρεφόµαστε λοιπόν ωριµότεροι ίσως από τα διδάγµατα των προγόνων µας στη προσπάθεια βελτίωσης της ποιότητας της δηµοκρατίας µας που εξακολουθεί να είναι ένας αγώνας που επιτυγχάνεται µέσα απο τη συνεργασία ανδρών και γυναικών, άσηµων και διάσηµων, για ένα καλύτερο αύριο.
********
∆ρ. ΦΩΤΕΙΝΗ ΜΠΕΛΛΟΥ Λέκτορας ∆ιεθνών Σχέσεων
* Η οµιλήτρια θα ήθελε να ευχαριστήσει θερµά την Πρόεδρο του Κέντρου Ερευνών για Θέµατα Ισότητας, κυρία Μερόπη Καλδή για την συνεισφορά της στην τεκµηρίωση µεγάλου µέρους της οµιλίας
Εορτασµός της Εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου 2007-Η εκδήλωση για τον εορτασµό της εθνικής επετείου πραγµατοποιήθηκε στις 23 Μαρτίου στο Αµφιθέατρο Τελετών παρουσία των Πρυτανικών Αρχών και µελών της πανεπιστηµιακής κοινότητας. Μετά το χαιρετισµό του Πρύτανη, Καθηγητή Ηλία Κουσκουβέλη, το πρόγραµµα περιλάµβανε οµιλία της Λέκτορος του Τµήµατος ∆ιεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονοµικών και Πολιτικών Σπουδών του Πανεπιστηµίου µας, κας Φωτεινής Μπέλλου µε θέµα «Ο ρόλος της γυναίκας στον αγώνα για την ελευθερία»
*******
|
Posted: 23 Mar 2016 06:30 AM PDT
(Καθώς πλησιάζει η ημέρα εορτασμού της εθνικής επετείου της Επανάστασης του 1821, επιλέξαμε κάποια άρθρα που αναφέρονται στην συμβολή των γυναικών στον Αγώνα. Αδικημένες από την ιστορία, αλλά φωτεινά παραδείγματα θάρρους, τόλμης και αγάπης για την Πατρίδα… για αυτό θελήσαμε να κάνουμε μια ελάχιστη αναφορά στους αγώνες και τις θυσίες τους, ως μνημόσυνο δόξας και τιμής. Θα αναρτηθούν, συν Θεώ, τις επόμενες ημέρες. ιστολόγιο “Αντέχουμε…” )
παραθέτουμε την ομιλία της δρ. Φωτεινής Μπέλλου, από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας)
“Σήµερα, τιµούµε τη λαµπρή επέτειο των 186 χρόνων από την 25η Μαρτίου του 1821 που σηµατοδοτεί ιστορικά την ηµεροµηνία έναρξης της επανάστασης των Ελλήνων από τον Οθωµανικό ζυγό.
Από τον καιρό του θρυλικού ηρωισµού και της αυταπάρνησης για την ελευθερία µέχρι σήµερα οι Έλληνες βίωσαν συχνά περιόδους δύσκολες και τις περισσότερες φορές επεδείκνυαν γενναιότητα και θάρρος. Άλλοτε πάλι, οι Έλληνες βιώσαν περιόδους κατάπτωσης και χρόνια παρακµής. Ωστόσο, σε καµία περίοδο της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας δεν µειώθηκε ούτε για µια στιγµή το µεγαλείο της αυτοθυσίας και της µεγαλοσύνης των Ελλήνων ηρώων της επανάστασης του 1821.
Παρά την εικονοκλαστική διάθεση της σύγχρονης εποχής, που θέτει σε αµφισβήτηση πρότυπα, αξίες και πεποιθήσεις, το 1821 έχει επιδείξει µοναδική αντοχή στη λαϊκή συνείδηση και παραµένει το µεγάλο εθνικό κοµµάτι της ιστορίας, που το χρειαζόµαστε όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, ως αξιακό υπόβαθρο της συλλογικής µας αυτογνωσίας και ως πυξίδα της ιστορικής µας πορείας προς το µέλλον.
Ήσαν αµέτρητοι οι επώνυµοι και ανώνυµοι ήρωες, οι οποίοι έγραψαν«τα µεγάλα και τα πολλά» που, τους είπε «η τρίσβαθη ψυχή τους»όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σολωµικός στίχος στους «Ελεύθερους πολιορκηµένους». Ηταν αυτή η µοναδική ελληνική ψυχή, που, από τον Μαραθώνα και τις Θερµοπύλες, µέχρι τα Γαυγάµηλα, τα τείχη της Βασιλεύουσας και το Μεσολόγγι, έµαθε µόνον να νικά ή να πεθαίνει. Τίποτε άλλο! Αυτή τη µοναδική ελληνική ψυχή διέθεταν, στον µεγάλο Αγώνα του Γένους µας, άνδρες και γυναίκες.
Αλλά η Ιστορία µοιάζει να έχει αδικήσει, ως προς την τιµή και τη δόξα που τους πρέπει, τις Ελληνίδες, που στάθηκαν γενναίες δίπλα στους γενναίους, άξιες δίπλα στους άξιους, και ηρωίδες δίπλα στους ήρωες. Ακόµη και αν η γυναικεία φύση εµπεριέχει την ανιδιοτελή αίσθηση του καθήκοντος και της προσφοράς, χωρίς την προσδοκία της αναγνώρισης ή της επιβράβευσης, εµείς που θέλουµε, αδιάκοπα, να αντλούµε µαθήµατα εθνικής ευθύνης και να προβάλλουµε πρότυπα ηθικού µεγαλείου, για την ατοµική ή συλλογική µας συµπεριφορά, οφείλουµε να ανασύρουµε από τις παρυφές της Ιστορίας και να οδηγήσουµε στις κορυφές της Εθνικής Μνήµης, τις Ελληνίδες του Εικοσιένα. Όχι επειδή τούτο επιβάλλει η σύγχρονη αντίληψη για την ισότητα των φύλων, αλλά διότι τούτο υπαγορεύει, διαχρονικά, η δίκαιη και αντικειµενική αποτίµηση των γεγονότων του µεγάλου µας εθνικού ξεσηκωµού.
Γυναίκες ηρωίδες αναφέρονται στη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία για τη δράση τους ενάντια στον Οθωµανικό ζυγό ακόµα και πριν από την έναρξη της επανάστασης. Την ώρα που ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος άφηνε, ηρωικά, τη ζωή, στην Πύλη του Ρωµανού και πέρναγε στον αιώνιο θρύλο, γεννιόταν στην Λήµνο η Μαρούλα, µια κοπέλα αγνώστων λοιπών στοιχείων, για την οποία ο Σπύρος Λάµπρος έγραψε ότι, «ήταν αξία ευρυτέρας εκτιµήσεως». Ο Κωστής Παλαµάς, στο µακροσκελές ποίηµά του «Η κόρη της Λήµνου», σώζει το µεγαλείο αυτής της γενναίας κόρης, που, βλέποντας τον πατέρα της να πέφτει νεκρός, κατά την πολιορκία του νησιού από τους Τούρκους, το 1475, χωρίς να δειλιάσει, άρπαξε την ασπίδα του και το ξίφος του και οδήγησε τους πολιορκούµενους στο κάστρο Κότσινο σε 10 11 γενναία έξοδο, Ενετούς και Έλληνες, αναγκάζοντας τους επιδροµείς να υποχωρήσουν και να φύγουν µε τα πλοία τους. Αυτή την ηρωίδα ύµνησε, µε τον δικό του µοναδικό επικολυρικό τρόπο, ο Παλαµάς:
Κανείς περίγελο, κανείς ντροπή δεν πρέπει νάχη,
Ότι γυναίκα οδηγεί τη λεβεντιά’ ς τη µάχη.
Ας τρέµει κάθε αγαρηνό σπαθί, κάθε σαρίκι.
Γυναίκες ήταν οι θεές, παρθένα είναι’ η Νίκη.
Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 1570-71, οι Τούρκοι κατέλαβαν, µετά από πολύµηνη πολιορκία, την Κύπρο. Σαράντα χιλιάδες άνθρωποι σφαγιάστηκαν. Από τα πλήθη των αιχµαλώτων, ο Μουσταφά πασάς ξεχώρισε, για να στείλει στο χαρέµι του σουλτάνου, τις ωραιότερες νέες και τους ωραιότερους νέους. Το άνθος της Κύπρου στοιβάχτηκε σ’ ένα µεγάλο καράβι και δύο µικρότερα, για να πάνε στην Πόλη. Ανάµεσα τους η Μαρία, κόρη ή ανεψιά του καπετάν Πέτρου Συγκλητικού. Πριν προλάβουν τα πλοία να ξεκινήσουν, η Μαρία έβαλε φωτιά σ’ ένα βαρέλι µε µπαρούτι, αποτρέποντας το ατιµωτικό ταξίδι και χαράσσοντας τον δρόµο που ακολούθησαν, αργότερα, ο Σαµουήλ στο Κούγκι, ο Γιωργάκης Ολύµπιος στη µονή Σέκου και η ∆έσπω Σέχου – Μπότσηστον πύργο του ∆ηµουλά, µεταξύ Άρτας και Πρέβεζας.
Τα µυστικά νήµατα της Ιστορίας ένωσαν την αδάµαστη κόρη της Λήµνου και την ηρωική Κυπριωτοπούλα, µε την µαρτυρική ∆έσπω, που θυσίασε έντεκα κόρες, νύφες και εγγόνια, για να µην πέσουν στα χέρια των Τούρκων και έγιναν τραγούδι στα χείλη της απαράµιλλης λαϊκής µούσας:
Το Σούλι κι’ αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
Η ∆έσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει.
∆αυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει
Σκλάβες Τουρκών µη ζήσετε, παιδιά µαζί µ’ ελάτε.
Και τα φουσέκια άναψε κι όλες φωτιά γενήκαν.
Σε µια αυστηρά πατριαρχική και ανδροκρατική κοινωνία, όπως αυτή των Σουλιωτών, ο σεβασµός προς τη γυναίκα ήταν απόλυτος. Ίσως διότι οι Σουλιώτισσες κέρδιζαν την αναγνώριση των ανδρών µε την εξοικείωσή τους στα όπλα και τη συµπεριφορά τους στη µάχη. ∆ίπλα στηΜόσχω Τζαβέλα, τη γυναίκα του Λάµπρου, στη Λένω Μπότσαρη, την αδελφή του Μάρκου και στη Χάϊδω Σέχου, κάθε Σουλιώτισσα δεν ήταν µόνο µάνα, αδελφή, γυναίκα και κόρη ήρωα. Ήταν και η ίδια, από µόνη της ηρωίδα. Όταν οι άνδρες µάχονταν, οι γυναίκες κουβαλούσαν πολεµοφόδια, τροφές και ό,τι άλλο χρειάζονταν οι µαχητές. ∆εν γεννήθηκαν τυχαία, στα ίδια κακοτράχαλα βουνά, οι γυναίκες της Πίνδου το ’40. Οι Σουλιώτισσες, µε την παρουσία τους στις µάχες εµψύχωναν τους µαχητές, ενίσχυαν την άµιλλά τους, γιγάντωναν την αυτοθυσία τους. Αλλά και έψεγαν όσους τυχόν δείλιαζαν και, κάποτε, τους αφόπλιζαν.
Μόνο από τέτοιες γυναίκες θα µπορούσε να µείνει στην Ιστορία τοΖάλογγο, ως υπέρτατο µνηµείο αρετής και θυσίας, που υµνήθηκε ακόµη και από τον εχθρό. Πράγµατι, στις 18 ∆εκεµβρίου 1803, τον θρύλο που έγραψαν µε τον χορό τους στο Ζάλογγο οι Σουλιώτισες, τον παρέδωσε στην ιστορική µνήµη η περιγραφή Τούρκου αυτόπτη µάρτυρα, ενός αξιωµατικού του Αλή πασά, του Σουλεϊµάν Αγά. Η περιγραφή του υπάρχει σε βιβλίο του Ibrahim Manzour efendi, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1828. Συγκλονισµένος ο τούρκος αξιωµατικός αναφέρει ότι, οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, που τα βήµατά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισµός και η αγωνία του θανάτου τόνιζε το ρυθµό του… στο τέλος των επωδών οι γυναίκες βγάζουν µια διαπεραστική και µακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός τους σβήνει στο βάθος ενός τροµακτικού γκρεµού, όπου ρίχνονται µαζί µε όλα τα παιδιά τους».
∆εκαεννιά χρόνια αργότερα, στις 21 Απριλίου 1822, οι Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου ξαναζούν στην ψυχή των γυναικών της Νάουσας. Για ν’ αποφύγουν την αιχµαλωσία και την ατίµωση από τους Τούρκους, ρίχνονται στους καταρράκτες της Αραπίτσας, µαζί µε τα παιδιά τους και πνίγονται, προσθέτοντας και τη δική τους θυσία στον µεγάλο Αγώνα.
Η επανάσταση έχει πια ξεκινήσει και οι Ελληνίδες γράφουν, µε το δικό τους πάθος και µε την δική τους ξεχωριστή λεβεντιά σελίδες µεγαλείου και δόξας. Η Λασκαρίνα Μπουµπουλίνα, δυο φορές χήρα και µε έξι παιδιά, όλα ταγµένα στον Αγώνα, πρωτοστατεί µε το πλοίο της, τον θρυλικό «Αγαµέµνονα», στην πολιορκία του Ναυπλίου και µπαίνει θριαµβεύτρια, δίπλα στον Κολοκοτρώνη, στη Τριπολιτσά. Είναι η «νέα Αµαζόνα» κατά τον ιταλό περιηγητή Πέτσιο, ενώ ο γερµανός δηµοσιογράφος Κρίστιαν Μίλλερ, γράφει, εντυπωσιασµένος, για τη γυναίκα που το όνοµά της και τα ανδραγαθήµατά της συζητούνται σε όλη την Ευρώπη: «Σπετσιώτισσα είναι η γνωστή ηρωίδα Μπουµπουλίνα, που εξόπλισε τρία καράβια, εκ των οποίων τα δύο κυβερνούν οι γιοι της και το µεγαλύτερο το κυβερνάει η ίδια. Έχασε κιόλας ένα γιο της σ’ αυτόν τον αγώνα και φλέγεται τόσο σα µάνα από το αίσθηµα της εκδίκησης, όσο και σαν Ελληνίδα από την αγάπη προς την πατρίδα. Έχει επιφέρει πολλές καταστροφές στους τούρκους και τους έχει πάρει πολλά καράβια»
Το ίδιο ατρόµητη θαλασσοµάχος και η ∆όµνα Βισβίζη, η Θρακιώτισσα από την Αίνο. Όπως γράφει ο Ιωάννης Φιλήµων, «Τοιαύτη ανεδείχθη και η ∆όµνα σύζυγος Βασιλείου Χατζή, πλοιάρχου. Θανατωθέντος αυτού κατά την πολιορκία της Ευβοίας, ανέλαβε η ίδια την διοίκησιν του πλοίου ως άλλος ανήρ, επί πολύ χρόνον, ίνα µη στερηθή η πολιορκία της από θαλάσσης βοηθείας». Η ∆όµνα Βισβίζη, την οποία ο ∆ηµ. Υψηλάντης αποκαλούσε Ευγενεστάτη και Γαληνοτάτη και για την οποία ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πιστοποιούσε µε έγγραφό του, ότι τον Μαϊο του 1822, τον έσωσε, αυτόν και τους άνδρες του, προµηθεύοντάς του τρόφιµα και πολεµοφόδια, διατήρησε το πλοίο της επί τρία χρόνια. ∆απάνησε για την συντήρησή του και την διατροφή του πληρώµατός του, όλη της την περιουσία. Και όταν πια οι πόροι της τελείωσαν και το µπρίκι είχε πάθει µεγάλη φθορά, το χάρισε, τον Σεπτέµβριο του 1824 στην κυβέρνηση, που το µετέτρεψε σε πυρπολικό. Μ’ αυτό ο Ανδρέας Πιπίνος έκαψε, στη Σάµο, την τουρκική φρεγάτα.
Μια άλλη µεγάλη γυναικεία µορφή του ’21, ήταν η Μαντώ Μαυρογένους. Γεννήθηκε στην Τεργέστη, από Μυκονιάτισσα µάνα σπαρτιατικής καταγωγής και τον Νικόλαο Μαυρογένη, µεγάλο σπαθάρη του συνώνυµου του και θείου του, ηγεµόνα της Βλαχίας. Μετά τον αποκεφαλισµό του ηγεµόνα από τους Τούρκους, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εµπόριο. Η Μαντώ, είχε εξαιρετική µόρφωση και µιλούσε επαρκώς εκτός από την µητρική της γλώσσα, τουρκικά, γαλλικά και ιταλικά..Λίγο πριν την κήρυξη της Επανάστασης και µετά τον θάνατο του πατέρα της, εγκαταστάθηκε στην Τήνο και στη συνέχεια στην Μύκονο.
Με χρήµατα της οικογενείας της, αρµάτωσε και διέθεσε στον Αγώνα δύο καράβια, ενώ συντηρούσε και δύναµη 800 πολεµιστών. Φορώντας αντρικά ρούχα και ζωσµένη µε το σπαθί του πατέρα της, η Μαντώ πήρε µέρος σε µάχες στην Κάρυστο, στη Μαγνησία, στο Τρίκκερι, στην Άµφισσα, στη Χαιρώνεια και σε επιθέσεις εναντίον του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. 12 13 Με διαταγή της εθνοσυνέλευσης του Άστρους, της απονεµήθηκε, ως διακριθείσα επ’ ανδραγαθία στο πεδίο της µάχης, στέφανος δάφνης, «εν επισήµω τελετή οµοία προς την των Ολυµπιακών Αγώνων». Ακόµη, για την τεράστια συµβολή της στην Επανάσταση, της απονεµήθηκε, µοναδικό προς γυναίκα, το αξίωµα του επιτίµου αντιστρατήγου και της παραχωρήθηκε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο για την εγκατάστασή της. Αυτή η σπουδαία γυναίκα, µε την αριστοκρατική καταγωγή, που πολέµησε παθιασµένα σε όλα τα πεδία των µαχών, που ουδέποτε εφατρίασε κατά τις εµφύλιες διαµάχες, που τροφοδότησε το κύµα του φιλελληνισµού στην Ευρώπη µε τις δύο επιστολές που έγραψε, τη µία προς τις παρισινές κυρίες και την άλλη προς τις αγγλίδες κυρίες, και η οποία προσέφερε 7.000.000 γρόσια για τον Αγώνα, πέθανε, τελικά, πάµπτωχη.
|